Διάλεξη 3: Συνεχίζουμε στο σημερινό μάθημα την παρουσίαση των διαφόρων ειδών της αγιολογικής γραμματείας, των διαφόρων αγιολογικών πηγών όπως κατατάσσονται με βάση τα λογοτεχνικά, τα γραμματολογικά τους χαρακτηριστικά, την μορφολογία τους και βέβαια θα κάνουμε και κάποια μικρή ανασκόπηση της κατάταξης των αγιολογικών κειμένων στο τέλος με βάση την τυπολογία τους, την τυπολογική δηλαδή κατάταξη των αγιολογικών κειμένων. Είχαμε μιλήσει στο προηγούμενο μάθημα για τα πρώτα ιστορικά εμφανιζόμενα κείμενα στο χώρο της αγιολογίας, που κατατάσσονται στις αγιολογικές πηγές δηλαδή, τα οποία είναι τα μαρτύρια. Και είχαμε πει ότι τα μαρτύρια αποτελούν μια διακριτή ομάδα κειμένων, πολύ σημαντικών κειμένων, που σχετίζονται με την καταγραφή, την εξιστόρηση και την διδαχή γύρω από τη ζωή και το μαρτύριο των πρώτων χριστιανών αγίων, των πρώτων προσώπων για τα οποία αποδόθηκε λειτουργική τιμή στην εκκλησία, τα οποία είναι οι μάρτυρες της αρχαίας εκκλησίας. Νομίζω ότι στο προηγούμενο μάθημα παρουσιάσαμε υπαρκώς το είδος των μαρτυρίων ως προς την εμφάνιση του, την τυπολογία των κειμένων αυτών, δηλαδή τον ιστορικό και τον ειπικό τους χαρακτήρα και ως προς το ιδιάζον στοιχείο το οποίο έχουν τα πρώτα από τα κείμενα αυτά, δηλαδή τα ιστορικά μαρτύρια και το οποίο δεν είναι άλλο από την ενσωμάτωση των πρακτικών, των δικών των μαρτύρων, δηλαδή της ανακρίσεως των ανακριτικών πρακτικών των μαρτύρων, τα άκτα προπονσουλάρια, οι ανθηπατικές πράξεις, οι οποίες καταγράφονταν, όπως ήδη αναφέραμε, από νοταρίους, από υπαλλήλους του ρωμαϊκού κράτους και διατηρούνταν στα αρχεία των ρωμαϊκών δικαστηρίων, από που και πολλές από αυτές κατόπτουσαν να φτάσουν στα χέρια των χριστιανικών κοινοτήτων και να χρησιμοποιηθούν κατά τη σύνταξη των μαρτυρίων. Το δεύτερο σημαντικό είδος στον χώρο της Βυζαντινής Αγιολογίας και της Λατινικής Αγιολογίας είναι η ΒΙ των Αγίων. Είναι ίσως ο όρος τον οποίον γνωρίζουν οι περισσότεροι, ο πιο χρησιμοποιημένος, ο πιο διαδεδομένος όρος όσον αφορά στις αγιολογικές πληγές και συνήθως ένα σύνολο κειμένων αγιολογικών, τα χαρατηρίζουμε ως Βύους των Αγίων. Είναι ένας από τους συνηθέστερους όρους ΒΙ-ΒΙΤΕΣΑΝΚΤΩΡΟΝ στην Λατινική ορολογία και οι ΒΙ των Αγίων αποτελούν, θα μπορούσαμε να πούμε, το σημαντικότερο είδος της αγιολογικής γραμματείας. Ο τίτλος των οποίων φέρουν τα κείμενα αυτά, έχει πάντοτε στην επιγραφή του, στον τίτλο του, την ονομασία ΒΙΩΣ. ΒΙΩΣ και Πολιτεία του Εναγίης Πατρόσιμων κτλ. Έτσι λοιπόν, από την χρήση του όρου ΒΙΩΣ, που δηλώνει ακριβώς την εξιστόρηση ορόκληρης της ζωής των βιογραφούμενων προσώπων, μπορούμε να πούμε ότι το γεγονός αυτό συνέβαλε στο να καθοριστούν όλα τα κείμενα που εντάσσονται στην ομάδα αυτή με τον τεχνικό όρο ΒΙ των Αγίων. Εκτός του ότι είναι το σημαντικότερο είδος της Αγιολογικής Γραμματείας και θα πούμε γιατί είναι το σημαντικότερο είδος της Αγιολογικής Γραμματείας ΒΙ των Αγίων, θα πρέπει να πούμε ότι ιστορικά είναι τα κείμενα εκείνα τα οποία εμφανίζονται ακριβώς μετά την εμφάνιση των μαρτυρίων. Δηλαδή είναι τα κείμενα εκείνα τα οποία εμφανίζονται από τον 4ο αιώνα και μετά και μάλιστα κάνουν την εμφάνιση τους τόσο στον χώρο του αστικού χριστιανισμού όσο και κυρίως στον χώρο του μοναστικού χριστιανισμού δηλαδή στην νέα μορφή ασκήσεως και στην μετατροπή, στην μεταβολή του ενθουσιαστικού φρονήματος των χριστιανών της Αρχίας Εκκλησίας από το μαρτύριο σε ένα μαρτύριο της συνειδήσεως δηλαδή στον ασκητικό βίο. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι μας έχουν σωθεί πρόημα κείμενα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα κείμενα αυτά λειτούργησαν και ως πρότυπα, ως υποδείγματα δηλαδή για τη συγγραφή των μεταγενεστέρων κειμένων αυτού του είδους, των βίων των αγίων, των βιογραφιών και πραγματικά σήμερα έχουμε πάρα πολλές μελέτες που αναλύουν τα μορφολογικά γνωρίσματα αυτών των πρότυπων κειμένων που διακρίνονται στις δύο κατηγορίες που αναφέραμε δηλαδή στους μοναχικούς βίους, στις μοναχικές βιογραφίες και στους αστικούς βίους θα μπορούσαμε να πούμε, στους κοσμικούς βίους δηλαδή στις βιογραφίες που αφορούν σε πρόσωπα που τιμήθηκαν ως Άγιοι και έζησαν μέσα στις διαμορφωμένες κοινωνίες του Αρχαίου ή του Μεσαιονικού κόσμου. Έτσι λοιπόν έχουμε από την πρώην αυτή περίοδο του 4ου αιώνατον δηλαδή πρώτο διαμορφώνεται το είδος των βίων των αγίων, έχουμε δύο πολύ σημαντικά κείμενα, εκτενοί κείμενα και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των βίων των αγίων δηλαδή η έκταση αυτών των κειμένων συνήθως είναι κείμενα τα οποία καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση. Τα κείμενα λοιπόν αυτά μας έχουν διασωθεί τα πρότυπά τους ως προς τη μοναστική βιογραφία που είναι και το προγενέστερο και δεν είναι άλλο από τον βίο του μεγάλου Αντωνίου του λεγωμέν και καθηγητού της ερήμου δηλαδή του Αγίου αυτού που θα μπορούσαμε να πούμε ότι θεωρείται ο ιδρυτής του ασκητικού τρόπου ζωής μέσα στον χριστιανισμό, του ερημητικού καλύτερα τρόπου ζωής μέσα στον χριστιανισμό. Και ο δεύτερος βίος που αφορά στην άλλη κατηγορία βίων, των κοσμικών βίων δεν είναι άλλος από τον βίο του μεγάλου Κωνσταντίνου. Τα κείμενα αυτά και τα δύο αυτά κείμενα και ο βίος του μεγάλου Αντωνίου αλλά και ο βίος του μεγάλου Κωνσταντίνου δεν είναι άγνωστοι οι συγγραφείς τους και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Για το πρώτο κείμενο για τον βίο του μεγάλου Αντωνίου γνωρίζουμε ότι συγγράφει από έναν μεγάλο πατέρα της εκκλησίας αυτής της πρώην περιόδου του 4ου αιώνα τον Μέγα Αθανάσιο και αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο και στις πρώην σπηγές. Για παράδειγμα ο βασικός εγκομιαστής του μεγάλου Αθανάσίου που είναι ο Άγιος Βηγόριος ο Θεολόγος προσδίδει το κείμενο αυτό στον Μέγα Αθανάσιο όπως και πολλές άλλες σύγχρονες πηγές σχετίζουν τη συγγραφία του κειμένου με το Μέγα Αθανάσιο σε σημείο ώστε σήμερα μετά από αρκετές αμφιβολίες και αμφισβητήσεις που εκφράστηκαν ιδιατικόθηκαν κάτω το παρελθόν από ερευνητές γύρω από την πατρότητα του κειμένου αυτού σήμερα η σύγχρονη έρευνα να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο βίος του Μεγάλου Αντωνίου είναι ένα αυθεντικό ένα γνήσιο κείμενο του Μεγάλου που προέρχεται από τη γραφίδα του Μεγάλου Αθανάσίου και αυτό εξηγεί και δικαιολογεί το θεολογικό βάθος το οποίο περιλαμβάνει το κείμενο αυτό δεν είναι ένα κείμενο επιφανιακό που κινείται μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων αλλά είναι ένα κείμενο που εμβαθύνει σε πάρα πολλά θέματα και προσδίδει σε όλο της το εύρος την θεολογία της χριστιανικής ασκήσεως και τα στοιχεία τα οποία σχετίζονται με το χριστιανικό μοναχισμό από τις απαρχές της εφανίσεως του δηλαδή από την περίοδο αυτή στα τέλη του τρίτου αιώνα όταν ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Αντώνιος συγγνώμη εγκαταλείπει την πατρική του οικία και την κόμι στην οποία ζούσε και απομακρύνεται σταδιακά προς την έρημο και προς την εσωτέρα έρημο για να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους μοναστικούς ηγέτες και θα μπορούσαμε να πούμε στον πατέρα του σύγχρονου, στον πατέρα συγγνώμη του ερημητικού μοναχισμού ή και των άλλων εκφράσεων του μοναχισμού που ξεκινούν, οριοθετούνται από την πρώην αυτήν περίοδο. Το δεύτερο κείμενο που αφορά στην κοσμική θα μπορούσαμε να πούμε αγιότητα, στην αγιότητα εν το κόσμο των χριστιανών δηλαδή εκείνων οι οποίοι παρέμειναν μέσα και κινήθηκαν μέσα στα αστικά κέντρα και μέσα στις αστικές δομές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι ο βίος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα κείμενο το οποίο γνωρίζουμε εγκλήσεις ότι γράφηκε από έναν σπουδαίο εκκλησιαστικό συγγραφέα της ίδιας περίοδου, λίγο προημότερο από τον Μέγα Αθανάσιο, τον Ευσέβιο Κεσαρίας. Ο Ευσέβιος Κεσαρίας μας είναι κυρίως γνωστός ως ο πρώτος χριστιανός εκκλησιαστικός ιστορικός, δηλαδή το πρόσωπο εκείνο το οποίο θέτει τις βάσεις για μια εκκλησιαστική θεώρηση της ιστορίας και τη συγγραφή της ιστορίας της εκκλησίας αλλά πέραν αυτού μας είναι γνωστός και ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον πρώτο Ρωμαίο Αυτοκράτορα που έδωσε ελευθερίες στην χριστιανική εκκλησία και σύμφωνα με αρκετές πηγές ασπάστηκε για τον χριστιανισμό τον Μέγα Κωνσταντίνο, ένα πρόσωπο δηλαδή το οποίο εισήχθη από πάρα πολύ νωρίς μέσα στο εορτολόγιο της Αρχίας Εκκλησίας. Και το κείμενο αυτό έχει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον διότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι λογοτεχνικά, μορφολογικά ακολουθεί πρότυπα για μια τέτοια αστική συγγραφή που διακρίνονται από τις αντίστοιχες επιλογές του Μ. Αθανασίου κατά τη συγγραφή του Β. Μ. Αντωνίου. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι από την έρευνα σήμερα αναζητούνται και εντοπίζονται επιδράσεις και από τη θύραθεν γραμματεία που σχετίζεται με τη βιογράφηση διαφόρων προσώπων. Και αυτό ασφαλώς είναι ευνόητο και απολύτως λογικό. Είναι ένα στοιχείο το οποίο το συναντούμε και σε άλλα είδη της αγ και αυτό ασφαλώς είναι ευνόητο και απολύτως λογικό. Είναι ένα στοιχείο το οποίο το συναντούμε και σε άλλα είδη της αγιολογικής γραμματείας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το εμφανίσιο της εκκλησίας και της συγγραφής των πρώτων κειμένων της χριστιανικής γραμματείας. Έτσι, λοιπόν, έχουν προταθεί διάφορες εξαπτήσεις των κειμένων αυτών, των βίων δηλαδή των αγίων, από τα βιογραφικά κείμενα που συγγράφονται από τον Πλούταρχο, τα έργα των χριστιανών βιογράφων, και επίσης η βιοί του Πιθαγόρα, ενός πολύ σημαντικού φιλοσόφου, του οποίου οι μαθητές φρόντισαν μετά τον θάνατό του να διαδώσουν ιδιαίτερα τα στοιχεία, όχι μόνο τη διδασκαλία του, αλλά και στοιχεία από τον βίο του, συγγράφοντας έτσι βίους του Πιθαγόρα ή το έργο φιλοσόφων βιοί του Διογέννη Λαέρτιου. Είναι επίσης ένα έργο το οποίο έχει εντοπιστεί και έχει προσδιοριστεί ως ένα μορφολογικό πρότυπο όσον αφορά τις χριστιανικές βιογραφίες. Εκείνο το στοιχείο το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα, είναι το στοιχείο της επιδράσεως που ασκήθηκε όχι μόνο ως προς τα λογοτεχνικά στοιχεία, αλλά και ως προς το στοιχείο της ιστορικότητας των κειμένων αυτών. Διότι οι βιοί των Αγίων κατά κύριο λόγο και κατεξοχή διακρίνονται για το στοιχείο της ιστορικότητάς τους. Ένα βασικό γνώρισμα των κειμένων αυτών είναι η έμφαση που δίνεται στο ιστορικό χαρακτήρα αυτού των κειμένων, η ένταξη γενικότερα των βιογραφούμενων προσώπων μέσα στο ιστορικό γύγνεσθε της εποχής τους. Δεν είναι κείμενα τα οποία απομονώνουν τα πρόσωπα που βιογραφούν από το ιστορικό τους πλαίσιο και τα θέτουν στη σφαίρα ενός επιπέδου νοητού ή φαντασιακού. Αντιθέτως με ιδιαίτερη μέρηνα φροντίζουν οι συγγραφείς των κειμένων αυτών, οι βιογράφοι, οι χριστιανοί βιογράφοι να συνδυάζουν την εξιστόρηση της ζωής, την βιογράφηση των αγίων με την ιστορική πραγματικότητα της εποχής τους και αυτό πολλές φορές το επιτυχάνουν δίνοντας σημαντικά ιστορικά στοιχεία για την εποχή τους, ιστορικές πληροφορίες, πολλές από τις οποίες μάλιστα δεν μας είναι γνωστές ούτε και από τα κατεξοχή ιστορικά κείμενα ή χρονογραφικά κείμενα, είτε τα ιστορικά κείμενα των χριστιανών ιστορικών, των εκκλησιαστικών ιστορικών, είτε και τα θύραθεν ιστορικά κείμενα. Έτσι λοιπόν τα κείμενα αυτά θα μπορούσαμε να πούμε οι βιοί των αγίων ότι προσλαβάνουν και τον χαρακτήρα ενός μιας σημαντικής ιστορικής πηγής. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο έχει ελκύσει την προσοχή και τον ενδιαφέρον και των ιστορικών, όχι μόνον των ιστορικών που ασχολούνται με την ιστορία της υπηρεσίας, αλλά γενικότερα των ιστορικών που ασχολούνται με την ιστορία του αρχαίου ή του μεσεωνικού κόσμου, που πολλές φορές χρησιμοποιούν τα κείμενα αυτά και ως ιστορικές πηγές. Γι' αυτό και σε πολλές από τις συγκεντρωτικές μελέτες που έχουμε για την ιστορία, για την ιστοριογραφία και τη χρονογραφία, τυπλοφορούν τέτοια έργα. Για παράδειγμα, στον χώρο των Βυζαντινών σπουδών υπάρχει ένα εξαιρετικό τέτοιο έργο του ΑΕΙΜΙΣ του καθηγητή Ιωάννη Καραγιανόπουλου. Οι πηγές της Βυζαντινής ιστορίας, όπου συγκεντρώνονται και παρουσιάζονται και κατά ταξινομούνται όλες οι ιστορικές πηγές, θα συναντήσει πάρα πολύ κανείς μέσα σε αυτό το έργο πάρα πολλούς βίους αγίων και της πρώην της πρώτος Βυζαντινής, αλλά και της μεσοβυζαντινής περιόδου και ασφαλώς και της ύστεροβυζαντινής της παλαιολόγιας περιόδου. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικές ιστορικές πηγές και πρόσφατα στο μνημιώδες έργο του για τους Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους, ο καθηγητής Απόστολος Καρπόζηλος έχει χρησιμοποιήσει σε μεγάλη έκταση τέτοια κείμενα ιστορικούς, δηλαδή βίους, που προσφέρουν πολύ σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για την ιστορία του Βυζαντιού. Το δεύτερο στοιχείο των κειμένων αυτών είναι ασφαλώς ο διδακτικός χαρακτήρας τους και θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνεται ένας συνδυασμός, ένα πάντρεμα του ιστορικού χαρακτήρα με τον διδακτικό χαρακτήρα ενός ιστορικού κειμένου στα κείμενα αυτά, στους βίους των Αγίων. Δεν θα μπορούσαν τα κείμενα αυτά να αποδίδουν με έναν ξηρό περιγραφικό τρόπο την ζωή των βιογραφούμενων προσώπων. Είναι κείμενα τα οποία γεννιώνται μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα και κατά συνέπεια έχουν και συγκεκριμένους αποδέκτες που είναι και πάλι τα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας. Γι' αυτό είναι ακριβώς το λόγο, δηλαδή δεν είναι κείμενα απολογιτικά, δεν είναι κείμενα τα οποία θα αφορούσαν σε έναν αναγνωστικό κοινό ή σε ένα τροατήριο εκτός των εκκλησιαστικών κοινωτήτων. Γι' αυτό και το διδακτικό στοιχείο είναι εξίσου ισχυρό και εμφανές μέσα στα κείμενα αυτά. Συνδυάζεται με το ιστορικό στοιχείο. Η αναφορά των βιογράφων των κειμένων αυτών στην εξιστόρηση με λεπτομερές ιστορικές πληροφορίες ή με ιστορική ευσυνειδησία της ζωής των Αγίων είναι πολλές φορές απόλυτα ορατή και καταγράφεται από τους ίδιους τους συγγραφείς αυτού των κειμένων. Δηλαδή γίνεται αναφορά στην ιστορία της ζωής αυτών των Αγίων και στην ιωθέτηση των μεθόδων που ακολουθούσαν οι ιστορικοί των θύραθεν ιστορικών συγγραφών ή των εκκλησιαστικών ιστορικών συγγραφών. Παράλληλα επισέρχονται στοιχεία χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την πνευματική ζωή και με το βίωμα και την εμπειρία των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Γι' αυτό ακριβώς προσθήθενται στοιχεία τα οποία δεν αφορούν μόνο σε θέματα που άπτονται της καταφύσης ζωής των Αγίων αλλά προσθήθενται και στοιχεία τα οποία σχετίζονται μετά την φύση, με τη μεταφυσική της ζωής των χριστιανών Αγίων. Και τέτοια στοιχεία ασφαλώς η προσθήκη δηλαδή του μεταφυσικού στοιχείου εντοπίζονται στην ενσωμάτωση αρκετών θαυμάτων αποκαλύψων και οράσεων δηλαδή στοιχείων που έχουν ασφαλώς ένα βιβλικό υπόβαθρο αλλά εκφεύγουν αυτού του αυστηρά ιστορικού στοιχείου. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα η αναφορά και η χρήση τέτοιων μεταφυσικών μου στοιχείων είναι τόσο πληθορική που αναγκάζει τους συγγραφείς να επηγράφουν τα κείμενά τους, να τα διπλοφορούν όχι απλά ως βίους ή βίους και πολιτείες, βίους και πολιτεία του εν αγίης πατρός Τάδε αλλά να προσθέτουν στην επηγραφή τους και την αναφορά στα θαύματα και μερικοί θαυμάτων διήγησης. Πολύ συχνά προστίθεται αυτή η φράση στους τύπλους των κειμένων αυτόν. Δεδομένου ότι έχουμε από αρκετά μωρίς την εισαγωγή τέτοιων θαυμάτων, θαυμάτων που επιτελέστηκαν εν ζωή ή μετά θάνατον από τους αγίους και στα οποία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα κείμενα αυτά ως ένα στοιχείο, ως ένα τεκμήριο της αγιότητας των προσώπων αυτών. Ότι θεώθεν δοθείσα μαρτυρία για την αγιότητα των προσώπων αυτών των αγίων της εκκλησίας, είναι τεκμέρεται και μέσα από τα θαύματά τους. Και το στοιχείο αυτό θα δούμε όταν θα μιλήσουμε ειδικότερα για τα θαύματα, είναι ένα στοιχείο το οποίο δεν το συναδούμε πάντοτε μονόπλευρα ως προς την οπτική αυτή, δηλαδή δεν θεωρούνται πάντοτε τα θαύματα και ως δεν κατοχυρώνουν την αγιότητα. Ωστόσο είναι πολύ ισχυρή η υπαρουσία των θαυμάτων και σε μερικές περιπτώσεις το πλήθος αυτών των θαυμάτων οδήγησε και στην αυτονόνιση αυτού του τμήματος των βιογραφιών στα οποία καταγράφονταν τα θαύματα και ήταν συνήθως το τελευταίο τμήμα είναι των βίων των αγίων, δηλαδή το τμήμα μετά τον θάνατό τους, μετά την κίνησή τους και αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο είδος συλλογών ή βιβλίων θαυμάτων για τα οποία θα μιλήσουμε στην συνέχεια. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι τα κείμενα αυτά αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερα προσφυλές για το χριστιανικό αναγνωστικό κοινό ανάγνωσμα. Ένα κείμενα ιδιαίτερα αγαπητά τα οποία πολλές φορές συνδέονταν με την ζώσα πραγματικότητα, την πραγματικότητα την οποία βίωναν τα μέλη των εκκλησιστικών κοινοτήτων, ανταποκριόνταν λοιπόν στις ιστορικές συνθήκες τις οποίες βίωναν τα μέλη των εκκλησιστικών κοινοτήτων και επιπλέον τους προσέδιδαν στοιχεία διαπαιδαγώγησης, νευματικής διαπαιδαγώγησης και πρότυπα μηνύσεως για την δική τους πνευματική ζωή. Με βάση τα πρότυπα των κειμένων αυτών, για τα οποία κάναμε ήδη λόγο, δηλαδή τις θύραθεν βιογραφίες, μπορούμε να πούμε ότι και οι βιογραφίες, οι βιοί των αγίων, οι χριστιανικές βιογραφίες ακολούθησαν μία σειρά, μία σειραϊκή αφήγηση ή την καθυρμών διήγηση, όπως αναφέρεται μέσα στα κείμενα αυτά, με ένα στοιχείο εμφανές της ιστορικής συνέχειας, ξεκινώντας από το προήμιο. Το προήμιο των βιοίων των αγίων είναι συνήθως ένα πάρα πολύ σημαντικό και διακριτό στοιχείο μέσα στη λογοτεχνική μορφή αυτών των κειμένων και ασφαλώς πολλές φορές δίνουν στοιχεία πάρα πολύ σημαντικά για τη θεολογία των κειμένων αυτών και γενικότερα για τη θεολογία, για το θεολογικό πλαίσιο της θυμής των αγίων ή αναφορά επίσης μια διακριτή αναφορά στην πατρίδα, στην οικογένεια των βιογραφούμενων αγίων και στην καταγωγή τους. Κάποτε βέβαια τα στοιχεία αυτά εξειδανικεύονται και θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια διακριτή τάση για να προβληθεί η ευγένεια του γένους των προσώπων αυτών. Η γενικότερη αναφορά στη ζωή, στις ιστορικές συνθήκες της ζωής των αγίων αλλά και στην πνευματική πορεία της ζωής τους, στους πνευματικούς αγώνες και στις αρετές τους είναι ένα άλλο επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο. Ή το στοιχείο επίσης των συγκρίσεων της ζωής τους με πρόσωπα προβεβλημένα της ιστορίας της εκκλησίας, είτε από την Παλαιά Διαθήκη είτε από την Καινή Διαθήκη είτε από την πρόημη ζωή της εκκλησίας και ασφαλώς ο επίλογος με τον οποίο συνήθως ολοκληρώνονται τα κείμενα αυτά. Έτσι λοιπόν υπάρχουν τα πρώτη παϊκίνα, ήδη κάναμε λόγο για τον Βιο του Μεγάλου Αντωνίου και τον Βιο του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή στον Βιο Κωνσταντίνου του Βασιλέου στο κείμενο που σπουδαία αυτό κείμενο το οποίο γράφηκε από τον Ευσέβιο Κεσσαρίας τα οποία απολουθούν αυτήν την φόρμα θα μπορούσαμε να πούμε αυτό το πλαίσιο κατά την σειρά αυτήν στην οποία αναφεθήκαμε και βέβαια σε μεγάλο βαθμό παγιώνονται μέσα στα κείμενα αυτά στους Βίους των Αγίων η λεγόμενη αγιολογική τόπη. Είναι ένα στοιχείο τα αγιολογικά δηλαδή μοτίβα τα οποία τα συναντούμε πάρα πολύ συχνά και στους Βίους των Αγίων αλλά και σε ένα άλλο είδος της αγιολογικής γραμματείας κατά κόρον στα εγκόνια για τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Οι αγιολογικοί τόποι θα μπορούσαμε να πούμε ότι υιοθετούν επίσης μοτίβα της θύρας της γραμματείας σε αρκετές περιπτώσεις και αναπτύσσουν βέβαια μέσα στο πλαίσιο των χριστιανικών αρετών και της χριστιανικής ζωής, αναπτύσσουν συγκεκριμένα πνευματικά μοντέλα τα οποία συχνά αναπαράγονται μέσα στα κείμενα αυτά. Το τρίτο είδος της αγιολογικής γραμματείας είναι ένα από τα επικρατέστερα, θα μπορούσαμε να πούμε, είδη που συναντούμε μέσα στη Βυζαντινή αγιολογία και στις άλλες ομάδες, στην Λατινική ή στις αρχαίες αγιολογικές πηγές και είναι το είδος των εγκομείων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κόρων συγγράφηκαν τέτοια κείμενα που εντάσσονται στο είδος των αγιολογικών εγκομείων και κατέκλυσα θα μπορούσαμε να πούμε τα κείμενα αυτά και τη σχετική γραμματεία που σχετίζεται με την προβολή και τον εγκομιασμό των τιμόμενων αγίων. Έτσι λοιπόν τα κείμενα αυτά τα συναντούμε πάρα πολύ συχνά στις συλλογές οι οποίες διαμορφώνονται από τον Βυζαντινό Μεσαίωνα και στους μεταγενέστερους χρόνους και για τα οποία θα μιλήσουμε όταν θα αναφερθούμε στο ζήτημα των τάσεων που διαμορφώνονται μέσα στην ιστορία της Βυζαντινής αγιολογικής αγιολογίας και της αγιολογικής γραμματείας. Και βέβαια τα εγκόμια αποτελούν ένα λογοτεχνικό είδος κειμένων που ασφαλώς εντάσσονται στον χώρο της λεγόμενης εκκλησιαστικής ρητορικής και μάλιστα στον χώρο της εκκλησιαστικής επιδεικτικής ρητορικής. Βεβαίως ως εγκόμια και ως κείμενα τα οποία εντάσσονται όπως προαναφέραμε στον χώρο της εκκλησιαστικής ρητορικής αυτονόητο γίνεται ότι υιοθετήσαν πρότυπα από την θύραθεν εγκομιαστική γραμματεία, από την θύραθεν ρητορική και μάλιστα από την θύραθεν επιδεικτική ρητορική. Γνωρίζουμε ότι τέθηκαν κανόνες στην επιδεικτική ρητορική της θύραθεν γραμματείας του προχριστιανικού κόσμου και τους κανόνες αυτούς τους υιοθέτησαν και με βάση αυτούς λειτούργησαν και τα εκκλησιαστικά εγκόμια τα οποία γράφηκαν συνήθως εκφωνήθηκαν και γράφηκαν αργότερα από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ρήτορες. Έτσι λοιπόν υιοθετούνται πιστά και ακολουθούνται οι κανόνες αυτή οι οποίοι απαντώνται σε κείμενα, σε εγχειρίδια της επιδεικτικής ρητορικής από μεγάλους θεωρητικούς της θύραθεν ρητορικής όπως είναι ο Μέναδρος ο ρήτορ, ο Προτίκτορ, ο Θέων ο ρήτορ, ο Αλεξανδρέφς και άλλα πρόσωπα που συγγράφουν μικρές ή μεγάλες πραγματίες σχετικά με τη συστηματοποιώντας τους κανόνες ή δίνοντας ένα εγχειρίδιο το οποίο θα δίδασκε στους νέους ρήτορες το πως θα έπρεπε να κινηθούν στην κατά τη σύνταξη ενός εγγονίου, ενός ρητορικού κειμένου και βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε και να επισμάνουν ιδιαίτερα ότι η ρητορική αποτελεί ένα από τα κύρια είδη με τα οποία ασχολούνται οι πεπεδευμένοι άνδρες της αρχαιότητας και βέβαια ένα μάθημα το οποίο εισέρχεται στην ανώτερη βαθμίδα μαθημάτων και στον Δυζάντιο, δεν υπάρχει μόνο στον κλασικό και τον ελληνιστικό κόσμο αλλά και στον δυζαντινό κόσμο η φιλοσοφία και η ρητορική είναι δύο από τα μαθήματα της λεγόμενης τετρακτίος της εγκυκλίου παιδεύσεως δηλαδή της ανώτατης της πανεπιστημιακού θα μπορούσαμε να δούμε επίπεδο παιδεύσεως των δυζαντινών Έτσι λοιπόν τα κείμενα αυτά, τα εγχειρίδια αυτά των μεγάλων θεωρητικών της αρχαίας ρητορικής λειτουργούν με έναν τρόπο καταλυτικό θα μπορούσαμε να πούμε στην διαμόρφωση και του χριστιανικού είδους των αγιολογικών εγκομείων Και στην περίπτωση αυτή του είδους των εγκομείων τα πρότυπα ανάγονται στον 4ο αιώνα και εντοπίζονται στα σπουδαία εγκομιαστικά κείμενα και τις ομιλίες των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας του 4ου και του 5ου αιώνα μιας περιόδου δηλαδή που ονομάζεται ο χρυσός αιώνας της εκκλησιαστικής ρητορικής Είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίζονται οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας που εκτός από προασφιστές της εκκλησιαστικής αλήθειας και του εκκλησιαστικού δόγματος είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι εκκλησιαστικοί ρήτορες και μας έχουν σωθεί πολλά τέτοια κείμενα που επιβεβαιώνουν ακριβώς αυτή την εικόνα των πατέρων της εκκλησιαστικής ρητορικής. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος αποκλήθηκε και χαρακτηρίστηκε ως ο χριστιανός δημοσθένης δηλαδή ως ο ρήτορας εκείνος του οποίου η ρητορική δεινότητα και το ρητορικό έργο θα αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται με το έργο μεγάλων ρητόρων της αρχαιότητας Έτσι λοιπόν μας έχουν σωθεί πάρα πολλά κείμενα προερχόμενα από τους Καβαδόκες Πατέρες, τον Μέγα Βασίλειο, τον Άγιο Γρηγόριο ο θεολόγος, τον Γρηγόριο Εννήσεις και αργότερα τον Βασίλειο Σελευτίας και βεβαίως σε πολύ μεγάλο βαθμό και τον Άγιο Ιωάννη το Χπισόστομο του οποίου πάρα πολλές ομιλίες εγκωμιαστικά κείμενα μας έχουν διασωθεί που θα μπορούσαμε να πούμε ότι όχι απλά θέτουν τις βάσεις στην εκκλησιαστική ρητορική αλλά θέτουν τις βάσεις και για την αγιολογική ρητορική για τα αγιολογικά εγκώμια τα οποία συγγράφονται και στους μεταγενέστερους αιώνες από τον 5ο αιώνα και μετά όπως θα δούμε όταν θα κάνουμε και στα επόμενα μαθήματα και μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της αγιολογίας από την προβυζαντινή περίοδο ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η θεματική τώρα των κειμένων αυτών, ποικίλη, δεν είναι περιορισμένη μόνο στους αγίους αλλά εμφανίζονται τα κείμενα αυτά ήδη μέσα στον χώρο των δεσκοτικών εορτών, των πρώτων εορτών που καθιερώνονται και μάλιστα σε οικουμενικό επίπεδο δηλαδή και στη Δύση και στην Ανατολή και των θεομητορικών εορτών. Έχουμε πλήθος εγκωμίων για τις δεσκοτικές και τις θεομητορικές εορτές και βέβαια ένα πολύ μεγάλο αριθμό αγιολογικών εγκωμίων δηλαδή εγκωμίων και ομιλιών πανηγυρικών όγων που εκφωνήθηκαν στις μνήμες των αγίων ή σε γεγονότα τα οποία, κατά τη μνήμη γεγονότων, εισήλθαν και αυτά επίσης μέσα στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας. Και στα κείμενα αυτά είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε έναν συνδυασμό της επιδεικτικής ρητορικής, για την οποία ήδη κάναμε λόγο, και του διδακτικού στοιχείου. Είναι πολύ σημαντικό ότι δεν μιλούμε για μία επίδειξη μόνον ρητορικής δεινότητας και ρητορικών ικανοτήτων, αλλά μέσα από τα κείμενα αυτά, τα οποία βεβαίως θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν αποβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό το στοιχείο της ιστορικότητας. Δηλαδή, τίθεται σε δεύτερη θέση το στοιχείο της ιστορικότητας, δεν ενδιαφέρει τους εγκωμιαστές και τους πανηγυριστές η επίκληση των ιστορικών στοιχείων, τους ενδιαφέρει όμως πάρα πολύ, σε σχέση και με το προγενέστερο είδος των δύο των αγίων, τους ενδιαφέρει πάρα πολύ το στοιχείο της διδαχής, της μημαντικής διδαχής. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε τον συγκαιρασμό αυτόν τον στοιχείο, δηλαδή, του ριτορικού στοιχείου και μάλιστα των στοιχείων της επιδεικτικής ιστορικής, όπως αναθέραμε, με την πνευματική διδαχή, με το διδακτικό στοιχείο. Εκείνο το είδος το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση από τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και εντέφθεν, και θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιβίωσε περισσότερο από όλα τα είδη μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα, εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, όπου όπως είπαμε και οι δύοι και τα εγγόνια για τα οποία μιλήσαμε είναι κείμενα τα οποία έχουν λειτουργικό χαρακτήρα, εντάσσονται μέσα στην λειτουργία των εκκλησιαστικών κοινοτήτων, μέσα στις λειτουργικές και τις λατρευτικές τους συνάξεις ως αναγνώσματα, παρά ταυτά εκείνο το είδος της αγιολογικής γραμματείας, το οποίο επιβίωσε κατά κύριο λόγο μέσα στις λειτουργικές συνάξεις και κατεξοχήν στα λειτουργικά κείμενα είναι το είδος των συναξάρια. Ο συναξάρια τι ορίζουμε, είναι επίσης ένας όρος πολύ συχνά χρησιμοποιούμενος όπως και ο όρος βιοί των αγίων, λέμε στους βίους των αγίων και στους συναξάρια αλλά πολλές φορές υπάρχει μια περιορισμένη γνώση της διάκρισης αυτών των ειδών μέσα στην αγιολογία και του γεγονότος ότι ασφαλώς δεν ταυτίζονται οι δύο υπαναγίων με τα συναξάρια. Τα συναξάρια είναι σύντομα ή και κάπως εκτενέστερα αφηγηματικά κείμενα υπομνηματικού χαρακτήρα δηλαδή έχουν τη μορφή ενός σύντομου υπομνήματος τα οποία διαβάζουν σε λατρευτικές συνάξεις και στα οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμπυκνωνόταν τα στοιχεία, τα κυριότερα ιστορικά αλλά και διδακτικά στοιχεία από τη ζωή των αγίων που τιμόνταν κατά την κάθε μία ημέρα. Ονομάζονταν συναξάρια ή στη λατινική λεγέντα δηλαδή αναγνώσματα δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά αναγινώσκονταν στις λειτουργικές συνάξεις εξού και συναξάρια της εκκλησίας και στην αρχαία περίοδο στην πρωτοχριστιανική αλλά και αργότερα κατά την βυζαντινή εποχή τα κείμενα αυτά διαβάζονταν και έτσι επιβίωσαν και σε συλλογές οι οποίες δεν είναι αγιολογικές αλλά είναι κατεξοχεινημινογραφικές όπως είναι σήμερα τα μηνέα της εκκλησίας δηλαδή οι συλλογές εκείνοι τους έχουν ενσωματωθεί τα κείμενα της ιννογραφίας για την εορτή για τη μνήμη των αγίων μέσα στη διάρκεια με τη διάταξη που ακολουθούν οι εορτές μέσα στον εκκλησιαστικό κύκλο. Εκείνο το οποίο πρέπει να σημειώσουμε σε σχέση με τα συναξάρια είναι ότι είναι το μοναδικό θα μπορούσαμε να πούμε εγχρύση είδος της αγιολογικής γραμματείας δεδομένου ότι παραμένουν μέσα στα μηνέα για τα οποία κάναμε λόγο ενταγμένα και στις εγχρύση έντυπες εκδόσεις που συναντούμε σε όλους τους ναούς, σε όλους τους ενωριακούς ναούς και στα μοναστήρια και που βεβαίως βασίζονται σε παλαιότερες έντυπες εκδόσεις, έχουν μια μεγάλη ιστορία τα μηνέα για τα οποία δεν χρειάζεται να αναθερθούμε εδώ εκτενέστερα αλλά βλέπουμε από την ιστορία των μηνέων ότι τα συναξάρια καταλαμβάνουν μια διακριτή θέση μέσα στις ακολουθίες των μηνέων και των χειρόγραφων και κυρίως των έντυπων μηνέων μεταξύ της έκτης και της έβδομης οδής της ακολουθίας του όρθρου είναι η ακολουθία που θα πρέπει να επισημάνουμε για τα συναξάρια ωστόσο σε σχέση με την παρουσία του στα μηνέα είναι ακριβώς ότι αποτελούν το μοναδικό, εν χρήση θα μπορούσαμε να πούμε, είδος της αγιωλογικής γραμματείας μέσα στις λειτουργικές συναξίες και αυτό διότι τα συναξάρια όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από την ιστορία των έντυπων εκδόσεων των μηνέων και των χειρόγραφων μηνέων που μας έχουν διασωθεί κατέλαβαν από αρκετά νωρίς μια διακριτή θέση μεταξύ της έκτης και της έβδομης οδής της ακολουθίας του κανόνα του όρθρου δηλαδή στις συλλογές αυτές των μηνέων συναντούμε την ακολουθία του εσπερινού και εν συνεχεία από που ξεκινά ο εορτασμός, η μνήμη της κάθε μιας εορτής στην κάθε ημέρα και έπεται η ακολουθία του όρθρου κατά την κύρια ημέρα της εορτής σε αυτήν την ακολουθία του όρθρου θα μπορούσαμε να πούμε ότι την κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει ο κανόνας ή οι κανόνες της εορτής ή της μνήμης του αγίου και μέσα σε αυτούς τους κανόνες που είναι διαχωρισμένοι σε οκτώ ή σε εννέα τμήματα της οδές μεταξύ της έκτης και της έβδομης οδής έχουν τοποθετηθεί τα συναξάλια έτσι λοιπόν παρά το γεγονός ότι σήμερα στην σύγχρονη λειτουργική πράξη και κυρίως στην πράξη την ενωριακή δεν διαβάζονται τα συναξάλια κατά τη διάρκεια της ακολουθίας του όρθρου ωστόσο έχουν επιβιώσει μέσα στα κείμενα που και σήμερα ακόμη κυκλοφορούν στα έντυπα μηνέα και αποτελούν έτσι τους πιο σημαντικούς μάρτυρες για την παρουσία, την λειτουργική παρουσία και χρήση αυτών των κειμένων και βέβαια μας είναι γνωστό ότι με βάση τα συναξάρια αυτά έχουμε μια συγκρότηση και ευρύτερων συλλογών όπως θα μιλήσουμε όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια Ο όρος είπαμε συναξάριο δηλώνει ένα σύντομο ή εκτενέστερο αφηγηματικό κείμενο σε μορφή ενός υπομνήματος οστόσο ο ίδιος όρος δηλώνει πολλές φορές και τη συλλογή που περιλαμβάνει τέτοια κείμενα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι χρησιμοποιείται, συναντούμε τον όρο αυτό για τη σημαντικότερη συλλογή συναξαρίων που καταρτίστηκε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο το λεγόμενο συναξάριο της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για το οποίο θα μιλήσουμε και θα κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στη συνέχεια γιατί κατέχει μια ιδιαίτερη θέση όχι μόνο στη βυζαντινή περίοδο αλλά ακόμη και στην εποχή μας η συλλογή αυτή όπως επίσης και το γεγονός ότι ο όρος συναξάριο χρησιμοποιείται κάποιες φορές και για να δηλώσει και κάποιες λειτουργικού χαρακτήρα συλλογές όπως είναι για παράδειγμα τα λειτουργικά κάποια λειτουργικά τυπικά έτσι έχουμε το λεγόμενο συναξάριο της Ευεργέτιδος που αποτελεί το λειτουργικό τυπικό μιας σπουδαίας βυζαντινής μονής της μονής Ευεργέτιδος που καταρτίστηκε στη διάρκεια του ενδέκα του αιώνα και που έχει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και μια σπουδαία θέση μέσα στον κύκλο των λειτουργικών τυπικών της βυζαντινής περίοδου δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει μόνο τις τυπικές διατάξεις για τα λειτουργικά κείμενα, τα λεινογραφικά κατά κύριο κείμενα των ακολουθιών της κάθε μιας ημέρας αλλά περιλαμβάνει το συναξάριο της μονής Ευεργέτιδος και μια καταγραφή των αγιολογικών αναγνωσμάτων που διαβάζονταν στις λειτουργικές συνάξεις της μονής Ευεργέτιδος ή κατά συνεκδοχή διαβάζονταν και στις λειτουργικές συνάξεις των μονών εκείνων που υιοθέτησαν το λειτουργικό τυπικό της μονής Ευεργέτιδος και στο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε άλλες επαρχειακές μονές δεδομένου ότι γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι το λειτουργικό αυτοτυπικό γνώρισε μεγάλη διάδοση ακόμη και στις περιοχές της Κάτω Ιταλίας όπως είναι για παράδειγμα σε λειτουργικά τυπικά της Μεσίνης της Κάτω Ιταλίας και ούτω καθεξής. Έτσι λοιπόν επανερχόμαστε για να πούμε καταρχήν ότι ο όρος συναξάριο δεν δηλώνει μόνο το κείμενο αλλά δηλώνει και μια συλλογή με κείμενα αυτού του χαρακτήρα όπως περιγράψαμε προηγουμένως. Η πιο σημαντική συλλογή όπως ήδη αναφέραμε είναι το Συναξάριο της εκκλησίας Κωνσταντινού Πόλεως που πρόκειται πραγματικά για μια κεντρική και νευραλγική χαρακτήρα συλλογή που συγκροτήθηκε στην μεσοβυζαντινή περίοδο κατά την περίοδο του λεγόμενου βυζαντινού εντάστη μέσα στο πλαίσιο του λεγόμενου βυζαντινού εκκυκλοπεδισμού δηλαδή από τον 1ο έως και τον 10ο αιώνα όταν έχουμε μια συσσομάτωση πολλών κειμένων σε συλλογές. Επικρατεί αυτή η προτεραιότητα της συγκροτήσεως συλλογών και έτσι λοιπόν στο πλαίσιο της συγκροτήσεως διαφόρων συλλογών έχουμε και τη συγκρότηση ενός τέτοιου μιας τέτοιας συλλογής με συναξάρια στη στόχευση, στη σκοπημότητα της καταρτίσεως μιας ευρύτερης συναξαριακής συλλογής με τα συναξάρια όλων των εορτών και όλων των αγίων του εκκλησιαστικού έτους ξεκινώντας με την αφεντηρία που έχει το βυζαντινό έτος και το εκκλησιαστικό έτος από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 31η Αυγούστου. Έτσι λοιπόν μας έχουν σωθεί κάποια πρόημα μάλιστα χειρόγραφα που χρονολογούνται εκεί στο 2ο μισό του 1ου και στον 10ο αιώνα όπως είναι χειρόγραφα των μονών της συλλογής Τιμίου Σταυρού του Πατριαρχείου Ιεροσολίμων ή της Πατμιακής Βιβλιοθήκης τα οποία ακριβώς μας διασώζουν σε αυτή την πρωταρχική μορφή την συλλογή αυτή. Μάλιστα σε κάποια από τα χειρόγραφα δεδομένου ότι το συναξάριο της εκκλησίας του Θεοπολίου διαδόθηκε σε μια πολύ μεγάλη διάδοση και γι' αυτό μας ήδη διαδοθεί σε δεκάδες χειρόγραφα που σε κάποιες περιπτώσεις συναπαρτίζουν ξεχωριστές οικογένειες χειρογράφων αυτής της συναξαριακής συλλογής. Στην πρώην λοιπόν μορφή του μας έχει διασωθεί εκτός από τη συλλογή και μία προημιακή επιστολή, ένα κείμενο το οποίο από τις πηγές και από μεταφράσεις του μας έχουν σωθεί ακόμη και στα αραβικά αποδίδεται σε έναν διάκονο τον διάκονο Ευάριστο που πιθανότατα ανήκει στον βασιλικό κλήρο του Θεοπολίου και αποστέλνει μία επιστολή προς τον Βυζανινό αυτοκράτορα για να λογοδοτήσει, να του καταστήσει γνωστό το αποτέλεσμα των ερευνών του σε βιβλιοθήκες, σε εκπλησιαστικές βιβλιοθήκες μακριά από την Κωνσταντινούπολη, κάποιες φορές ακόμη και στις αραβοκρατούμενες παλαιές επαρχίες του Βυζαντιού όπως ήταν οι περιοχές της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και στις οποίες επεκτάθηκαν οι έρευνες για να εντοπιστούν τα χειρόγραφα εκείνα που περιείχαν συναξάρια τα οποία θα ενσωματώνονταν σε αυτή τη μίζωνα συναξαριακή συλλογή. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία ή μπορούμε να εικάσουμε με βάση τις ενδείξεις που έχουμε αρκετές πληροφορίες και να δημιουργήσουμε μια εικόνα για το πώς συγκροτήθηκε η συλλογή αυτή πιθανότατα με καθοδήγηση με την έμπνευση του ίδιου του αυτοκράτορα Κωνσταντινού 7 Πορφυρογένιου του Άγιστον σε μία μορφή της. Η μορφή του το συναξάριακη συλλησία του του Νικόλεως είναι προϊόν αυτής της επεξεργασίας και του συλλεκτικού έργου που πραγματοκλήθηκε από μια μεγάλη ομάδα βυζαντινόλογιων σε διάφορους χώρους του επιστητού της εποχής εκείνης και μεταξύ αυτών εντάσσεται και το έργο αυτό που ενσωμάτωσε όλα τα συναξάρια σε μία συλλογή, τα ταξινόμησε και τα τοποθέτησε σε μία σειρά με μία ταξινωνική κλίμακα που ακολουθεί από τις σπουδαιότερες εορτές στις Ελλάσσονες και κατέληξε στην πημιουργία αυτής της πάρα πολύ σημαντικής συλλογής που μας είναι γνωστή ως συναξάριο της εκκλησίας του του Νικόλεως. Στο πλαίσιο της χρήσης του όρου συναξάριο και για τη συγκρότηση των λειτουργικών διατάξεων της κάθε μιας εορτής θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και για το συναξάριο αυτό που ονομάζουμε συναξάριο της εκκλησίας του Νικόλεως δεν θα πρέπει να το διακρίνουμε και από έναν τέτοιο μυκτό τύπο, μια μορφή που συναντούμε σε κάποια χειρόγραφα σε μια κατηγορία χειρογράφων όπου τα συναξάρια συνοδεύονται με τις λειτουργικές τυπικές διατάξεις για την εορτή του κάθε αγίου ή για την κάθε μεγάλη ή μεσαία ή μικρή εορτή που έχει συμπεριληφθεί μέσα στον κύκλο των ενιάυσιων των εκκλησιαστικών εορτών. Έτσι λοιπόν αυτό το οποίο σήμερα έχει διακριθεί και ονομάζεται τυπικό της μεγάλης εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μορφή του συναξαρίου της εκκλησίας του Νικόλεως στην διευρυμένη αυτή έκφρασή της που περιλαμβάνει και τα συναξάρια αλλά και τις λειτουργικές διατάξεις για την κάθε μία μήμη και κάποτε σε κάποιες περιπτώσεις και τις αναφορές για τον τόπο στον οποίο επιτελούνταν οι κάθε μία εορτή ιδιαίτερα στο χώρο της Κωνσταντινου Πόλεως όπως βλέπουμε από το τυπικό της μεγάλης εκκλησίας αυτό το σπουδαίο εκδοτικό έργο από τον Ματέως που πραγματοποιήθηκε από τον Ματέως και εκδόθηκε στη σειρά των Ορειετάλια, Τριστιάνα ανάλεπτα. Έτσι λοιπόν συγκροτήθηκε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο μια τέτοια σπουδαία συλλογή η οποία αποτύπωνε το περιεχόμενο του εορτωλογικού κύκλου της Βυζαντινής εκκλησίας, του ενιάυσιου εορτωλογικού κύκλου, του ετήσιου δηλαδή εορτωλογικού κύκλου της Βυζαντινής εκκλησίας που τροποποιείται κατά περιοχές δεδομένου ότι στο συναξάριο της Εκκλησίας της Βυζαντινού Πόλης συναντούμε προστίκες συναξαρίων διαφόρων αγίων που τιμόνταν σε επαρχίες του Βυζαντινού κράτους και δεν είχαν εισόματοθεί στην κεντρική αυτή συλλογή που πραγματοποιήθηκε κατά τα μέσα του 10ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και βέβαια εκείνο το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την συλλογή αυτή είναι ότι η συλλογή αυτή επιβίωσε όσους τις ημέρες μας και αποτελεί θα μπορούσαμε να πούμε την ραχοκοκαλιά του εορτωλογικού κύκλου και του αγχρύση εορτωλογικού κύκλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας και σήμερα δηλαδή στην ελλαδική εκκλησία αλλά και στις άλλες εκκλησίες σε πολύ μεγάλο βαθμό ο κύριος φορμός των εορτών είναι αυτός ο οποίος καταγράφεται και αποτυπώνεται στα συναξάρια ή στις απλές συναξαριακές μνήμες του συναξαρίου της εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης Στο σημείο αυτό θα πρέπει βέβαια να αναφέρουμε ότι εκείνο το έργο, εκείνη η συλλογή που διαδραμάτησε πολύ σημαντικό ρόλο για την επιβίωση του συναξαρίου της εκκλησίας Κωνσταντινούπολης ως τις ημέρες μας δεν είναι άλλη από την σπουδαία συναξαριακή συλλογή που πραγματοποίησε, επεξεργάστηκε και εξέδωσε, εκδόθηκε βέβαια μετά τον θάνατό του ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης στις αρχές του 19ου αιώνα δηλαδή γύρω στο 1805 με 1807 για δύο ολόκληρα χρόνια στην διάρκεια αυτής της σπουδαίας συγγραφικής και εκδοτικής δραστηριότητάς του ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης επιλέγει με αποφασίσεις με παρότριση και των Αγιοριτών Πατέρων να επανεπεξεργαστεί το παλαιό συναξάριο που δεν ήταν άλλο από το έντυπο συναξάριο του Μαξίμου του Μαργουνίου ενός λόγιου του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα το οποίο εκδίδεται για πρώτη φορά το 1601 με το τίτλο «Συναξάρια ήτι δύοι αγίων» βλέπουμε ότι εδώ διαπλέκονται και συγχαίονται οι δύο όροι, όρος συναξάρια και όρος δύοι αγίων ενώ όπως ήδη σας ανέφερα είναι όροι απόλυτα διακριτή και έτσι λοιπόν στην περίπτωση του έργου του Μνημιώδου σε αυτό το έργο του Νικόδημου του Αγιορίτη έχουμε μια επανεπεξεργασία των παλαιών συναξαρίων μάλιστα με μια προσπάθεια να αντικατασταθεί το έργο αυτό του Μαξίμου Μαργουνίου το οποίο ο ίδιος το χαρακτηρίζει ως ελειπές σε πολύ μεγάλο βαθμό και με χάσματα αλλά και με αρκετές ασάμφιες και λάθη στο περιεχόμενο των κειμένων που είχαν περιληθεί και γι' αυτό αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα σπουδαίο έργο η σημασία του οποίου μάλιστα δεν έχει αποτιμηθεί ακόμη ως τις μέρες μας και το έργο αυτό δεν είναι άλλο από το συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού ένα έργο το οποίο κυκλοφόρησε αρχικά σε τρεις τόμους κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1819 δηλαδή δέκα χρόνια μετά την οσιακή κύμηση του Αγίου Νικόδημου του Αγιορίτη και ένα έργο πάρα πολύ σημαντικό δεδομένου ότι δεν βασίστηκε στην έντυπη έκδοση των συναξαρίων του Μαξίμου του Μαργουνίου αλλά βασίστηκε σε κάποιους χειρόγραφους συναξαριστές μνημονεύει ήδη ως βάση του ένα χειρόγραφο συναξαριστή της Μονής Παντοκράτορος γνωρίζουμε ότι ο Αγιος Νικόδημος ήταν εξαρτηματικός μοναχός στην Καψάλα στη Σκήτη Παντοκράτορος και είχε μάλιστα ο ίδιος εργαστεί και στην Βιβλιοθήκη της Μονής Παντοκράτορος και για άλλα μεγάλα έργα του όπως ήταν το απειδάλιο ή άλλα από τα μίζωνα έργα του έτσι λοιπόν αναφέρεται σε δύο χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης της Μονής και σήμερα έχουν από την έρευνα ταυτιστεί τα χειρόγραφα αυτά που δεν είναι άλλα από δύο χειρόγραφα που γράφτηκαν από τον Όσιο Θεόφυλλο τον Μυροβλίτη τον Παντοκρατορινό σε διάταξη εξαμηνιαίου συναξαριστή δηλαδή μια διάταξη των συναξαρίων των έξι πρώτων μηνών από τον Σεπτέμβριο ως τον Φεβουάριο το πρώτο χειρόγραφο ο κώδικας 85 της Βιβλιοθήκης της Μονής Παντοκράτορος και το δεύτερο των επόμενων έξι μηνών από τον Μάρτιο ως και τον Αύγουστο. Έτσι λοιπόν έχοντας ως βάση αυτού το χειρόγραφο συναξαριστή της Μονής Παντοκράτορος και συμβουλευόμενος και πάρα πολλά άλλα χειρόγραφους συναξαριστές των Γεωργικών Βιβλιοθηκών από την Μονή Ιβίρων, από την Μονή Κουτλουμουσίου, την Μονή Διονυσίου και άλλες μονές και με τη συνδρομή βιβλιοθικαρίων από διάφορα γεωργικά μοναστήρια κατόρθωσε να φέρει σε πέρας ένα μνημιώδες έργο όπως είναι το έργο αυτό που γνωρίζουμε σήμερα και το οποίο έχει γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις πέραν της αρχικής δηλαδή του 1819. Γνώρισε αρκετές επανεκδόσεις και στα τέλη του 19ου αιώνα αλλά και στην ιδιάρκεια του 20ου αιώνα, μάλιστα και στη μορφή 12τομου συναξαριστή αλλά και σε μια πρόσφατη πιστή ανατύπωση από τις εκδόσεις δόμος της πρώτης αυτής αρχικής έκδοσης του 1819. Το σημαντικό με το έργο αυτό, τον συναξαριστή των 12 μηνών του 19ου, των 12 μηνών του 20ου δηλαδή, είναι ότι ο Άγιος Νικόδημος προσέθεσε στα συναξάρια τα οποία από τη βυζαντινή γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένη τα μετέφερε στη δημόδη γλώσσα της εποχής του, προσέθεσε και τις συναξαριακές μνήμες των αγίων που έπονταν, δηλαδή μετά τον 10ο αιώνα, πάρα πολλές μνήμες βεβαίως επιλεκτικά λειτούργησε και ασφαλώς προσέθεσε και τις μνήμες του πολλών νεομαρτύρω της περίοδου της Τουρκοκρατίας. Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή ότι διέβρινε και διαπλάτηνε αυτό το σπουδαίο έργο που είχε πραγματοποιηθεί στη μεσοβυζαντινή περίοδο, αφήνοντας ωστόσο την αρχική λειτουργική του μορφή, δεδομένου ότι επέλεξε να διατηρήσει τα αγιολογικά επιγράμματα που αδιανθίζονταν τα συναξαριακά κείμενα στα παλαιά βυζαντινά συναξαριακά χημόγραφα και βέβαια επεξεργάστηκε με έναν τρόπο κριτικό πολλές φορές τα κείμενα αυτά, αφαιρώντας ενίωτε στοιχεία τα οποία όπως ο ίδιος σημειώνει δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια, στην εκκλησιαστική αλήθεια ή ακόμη και στον κριτικό νου του αναγνώστη. Δηλαδή οτιδήποτε θεωρούσε ότι αντίκηται προς την λογική σκέψη των ανθρώπων, αυτό με έναν σιωπηρό τρόπο το αφήρεσε ο Αγιος Τουκώδημος ο Αγιωρήτης σε αυτό το σπουδαίο συναξαριακό έργο το οποίο εκδόθηκε όπως είπαμε μετά τον θάνατό του. Είναι όμως το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι ο συναξαριστής του Αγιού Νικοδίνου επιβίωσε μέσα από τις μεταγενέστερες έντυπες εκδόσεις των μηνέων. Δηλαδή στις μεγάλες εκδόσεις που πραγματοποιούνται στα μέσα του 19ου αιώνα από τον βαρφολομέο του Πιμουσιανό και από την Κεντρική Εκκλησευτική Επιτροπή του Πατριαρχείου Κωνσταντινοπόλαιου στην Κωνσταντινοπολή, έχουμε ενσωμάτωση αυτών των συναξαρίων και μία ότι τα συναξάρια αυτά προέρχονται από τον συναξαριστή του Αγίου Νικοδίνου του Αγιορίτη. Έτσι λοιπόν ο συναξαριστής επιβίωσε μέσα στις λειτουργικές αυτές ημιογραφικές συλλογές και ασφαλώς αποτέλεσε, αποτελεί ως και σήμερα μία πάρα πολύ σημαντική πηγή, ένα έργο αναφοράς που δυστυχώς δεν έχει αποτιμηθεί όσο θα έπρεπε η αξία του ούτε και από τους επιστήμονες που ασχολούνται με τα γεωλογικά θέματα ή με τις συναξαιριακές συλλογές γενικότερα. Θα άξιζε να αναφέρουμε ως προς το στοιχείο της αποτιμήσεως αυτής της σπουδαίας συλλογής ότι ο Άγιος Νικόδημος έκρινε σκόπιμο να συμπεριλάβει σε μορφή υποσημειώσεων, δηλώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά προς τους φιλολόγους, δηλαδή προς αυτούς οι οποίοι αναζητούν περισσότερο τα κείμενα και ενδιαφέρονται περισσότερο για τα κείμενα, αναφορές και για άλλα κείμενα, δυζαντινά, πρωτότυπα αγεολογικά κείμενα, είτε βίους, είτε εγγόνια, είτε άλλες διηγήσεις τα οποία αναφέρονταν στους τιμόμενους αγίους και τα οποία βέβαια καταγράφονται πολλές δεκαετίες αργότερα, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, στην Βιβλιοθέκα Χαγγεωγράφικα Γκρέκα που ήδη σας έχω αναφέρει. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο Συναξαριστής του Αγίου Νικοδήμου λειτούργησε και ως μια πρώτη Βιβλιοθέκα Χαγγεωγράφικα Γκρέκα. Μια Βιβλιοθέκα Χαγγεωγράφικα Γκρέκα στον χώρο της Καθυμάς Ανατολής και μάλιστα κάτω από σχητή και αντίξοες, αλλά με έναν τρόπο πολύ μεθοδικό, πολύ συστηματικό, όπως καταγράφονται τα κείμενα αυτά μέσα στο τρίτομο αυτό σπουδαίο έργο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη, το οποίο βέβαια σήμερα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε και στην πρωτότυπη μορφή του μέσα από την ψηφιακή αποθήκευσή του στις μεγάλες ψηφιακές βιβλιοθήκες όπως η Ανέμι ή η ψηφιακή βιβλιοθήκη των δημόσιων βιβλιοθηκών που σας ανέφερα. |