Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9
Διάλεξη 9: Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην ένα τη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρα Έτους Ιερνιού Εξαμήνου θα παρουσιάσω με τις νομικές πηγές το σχέσιο κράτους-σκευμάτων και το νομι...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙV (Μεταπτυχιακό) |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2015
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=1554d0c2 |
id |
0677c316-fb67-4ada-b41e-8e54d710df33 |
---|---|
title |
Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 |
spellingShingle |
Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 / Διάλεξη 9 Εκκλησιαστικό Μεταπτυχιακό Νομική Επιστήμη - Δίκαιο Δίκαιο Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=1554d0c2 |
publishDate |
2015 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/8330/dbd6/fcd1/af5e/cbc3/03c5/401c/27b0/8330dbd6fcd1af5ecbc303c5401c27b0.jpg |
topic |
Εκκλησιαστικό Μεταπτυχιακό Νομική Επιστήμη - Δίκαιο Δίκαιο |
topic_facet |
Εκκλησιαστικό Μεταπτυχιακό Νομική Επιστήμη - Δίκαιο Δίκαιο |
author |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
author_facet |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
hierarchy_parent_title |
Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙV (Μεταπτυχιακό) |
hierarchy_top_title |
Νομικής |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
author2_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
00:32:43 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην ένα τη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρα Έτους Ιερνιού Εξαμήνου θα παρουσιάσω με τις νομικές πηγές το σχέσιο κράτους-σκευμάτων και το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία σύμφωνα με το άρθρο της καθηγήτρια Σοφή Μπίστερβελτ με τον τίτλο «Κράτος και θρησκεύματα στην Ολλανδία» το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς ο οποίος είχε την επιμελιά του με τίτλο «Κράτος και θρησκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση» το οποίο είχε την τιμή να αποδώσει στην ελληνική γλώσσα το υποφαινόμενος. Ως προς τις νομικές πηγές των σχέσεων κράτους-σκευμάτων στην Ολλανδία η καθηγήτρια Σοφή Μπίστερβελτ αναφέρει «Η πηγές του συνταγματικού δικαίου στην Ολλανδία είναι ο νόμος του βασιλείου, το σύνταγμα, η περαιτέρω νομοθεσία, οι δικαστικές αποφάσεις, το έθιμο ή το προηγούμενο και το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκιο. Για τον καθορισμό των νομικών σχέσεων μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους, κάθε μια από αυτές τις πηγές έχει τη σημασία της, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Οι πιο σημαντικές πηγές δικαίου για τις σχέσεις θρησκευμάτων και κράτους θα επισημαρθούν παρακάτω. Η βάση των σχέσεων μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους στην Ολλανδία βρίσκεται στο Σύνταγμα του 1983. Το Σύνταγμα του 1983 αντικατέσσεται το προηγούμενο κεφάλαιο για τη θρησκεία με ένα άρθρο. Αυτό το άρθρο εγγυάται την ελευθερία της σκεφτικής πεποίθησης, όπως και την ελευθερία της μη θρησκευτικής πεποίθησης. Το άρθρο 6, παράγραφος 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα ελεύθερης εκδήλωσης της θρησκείας ή πεποίθησής του, είτε ατομικά, είτε από κοινού με άλλους, υπό την επιφύλαξη της ευθύνης του δυνάμιου του νόμου. Οι δεύτεροι παράγραφος προσθέτει ότι οι κανόνες που αφορούν την άσκη αυτού του δικαιώματος εκτός των κτιρίων και κλειστών χώρων, μπορούν να θεσπιστούν με νόμο του Κοινοβουλίου για την προστασία της υγείας, προς το συμφέρον της κυκλοφορίας και για την καταπολέμηση, την πρόληψη, της διατάραξης της δημόσιας τάξης. Αν και το άρθρο 6 αναφέρεται πράγματι σε διάφορες εκδηλώσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν εξειδικεύει το ζήτημα της εγγύησής της. Ωστόσο, η εγγύηση του άρθρο 6 εννοείται εβραίος. Τη στιγμή της αναθεώρησης έγινε δεκτό ότι το άρθρο 6 δεν προστατεύει μόνο την ελευθερία του να έχει κάποιος θρησκευτική ή μη θρησκευτική υπεποίθηση, αλλά και την ελευθερία ενέργειας σύμφωνα με αυτήν την υπεποίθηση. Η διάταξη της πρώτης παραγράφου υπό την επιφύλαξη ευθύνης του δυνάμιου νόμου σημαίνει ότι μόνο το εθνικό νομοθετικό σώμα είναι αρμόδιο να περιορίζει το εγγυημένο δικαίωμα. Ωστόσο, δεν παρέχει σαφής ενδείξεις για τα συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να εκπληρωθούν. Ο σκοπός της δεύτερης παραγράφου είναι να επιτρέψει στο εθνικό νομοθετικό σώμα να παράσχει την εξουσία περιορισμού του εγγυημένου δικαιώματος στην έκταση που αφορά την άσκηση της θρησκείας ή μη θρησκευτικής υπεποίθησης, εκτός των τυρίων και κλειστών χώρων και μόνο για τους αναφερούμενους σκοπούς. Τα δικαστήρια έχουν ελαφρά τροποποίηση το αυστηρό σύστημα που το Σύνταγμα εισήγαγε και το οποίο αφορά την αραμόδια αρχή για τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο τρόπος που αυτό γίνεται είναι γενικά ικανοποιητικός. Στη βάση του άρθρου 6 και 9 του Συντάγματος εσπίστηκε ο νόμος για τις δημόσιας διαδηλώσεις. Αυτός ο νόμος ρυθμίζει μεταξύ άλλων τις θρησκευτικές διαδηλώσεις εκτός κτιρίων και κλειστών χώρων περιλαμβανομένων των Λιτανιών. Εκτός από το άρθρο 6 και άλλα άρθρα αναφέρονται στη θρησκεία. Το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει ότι όλα τα πρόσπα στην Ολλανδία την χάνουν ίσης μεταχείρισης σε όμοιες περιστάσεις. Περαιτέρω δεν επιτρέπει διακρίση στη βάση της θρησκείας, πεποίθησης, πολιτικής γνώμης, φιλής, φίλου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Μια συγκεκριμένη αφορά στη θρησκεία μπορεί να εντοπιστεί στο άρθρο 23, το οποίο σχετίζεται με την εκπαίδευση. Εγγυάται την ελευθερία της σκεφτικής εκπαίδευσης ή της μη θρησκευτικής εκπαίδευσης, της γενικής εκπαίδευσης. Σε σχέση με τη δημόσια εκπαίδευση επιβάλλει ίση μεταχείριση και σεβασμό της θρησκείας ή πεποίθησης του καθενός. Το Σύνταγμα δεν συνεπάγεται γενική εγγύηση της ελευθερίας συνείδησης. Αν και το Σύνταγμα είναι ιαραρχικά ανώτερο από τη νομοθεσία του Κοινοβουλίου, έχει αποκλειστεί η εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας από τα δικαστήρια. Το ίδιο το νομοθετικό σώμα λαμβάνει την ελική απόφαση για την ερμηνεία της συνταγματικότητας της νομοθεσίας του Κοινοβουλίου. Τα δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να εξετάζουν τη συμβατότητα μόνο της νομοθεσίας, της διαφορετικής από εκείνη του Κοινοβουλίου, με το Σύνταγμα. Ωστόσο το Σύνταγμα ορίζει ότι τα δικαστήρια μπορούν να εξετάζουν τη συμβατότητα οποιασδήποτε νομοθεσίας, περιλαμβανομένης νομοθεσίας του Κοινοβουλίου, ακόμη και του ίδιου του Συντάγματος, με τις διατάξεις συνθηκών, οι οποίες δεσμεύουν όλα τα πρόσωπα ή αποφάσεων των διεθνών οργανισμών. Έτσι, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 18 του Διεθνού Συμφώνου για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα μπορούν να τύχουν επίκληση σε δίκαιες σχετικές με τη θρησκεία. Τα δικαστήρια, κυρίως το Ανότο Δικαστήριο, ωστόσο είναι απρόθυμο να δεχθούν αμφισβητήσεις στη συμβατότητας. Σε μια αξιοσημείωτη απόφαση του 1962, το Ανότο Δικαστήριο έκρινε ότι η ακόμη ισχύουσα τότε συνταγματική απαγόρευση λιτανιών, ήταν συμβατή με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ανότο Δικαστήριο ερμήνευσε την εξουσία του τη σχετική με τον έλεγχο της συμβατότητας κατά τρόπο περιοριστικό. Το ίδιο συνέβη με την ερμηνεία του για το άρθρο 9 της ίδιας Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πρόσφατα, το Ανότο Δικαστήριο υιοθέτησε πιο ενεργητική προσέγγιση στον έλεγχο της νομοθεσίας. Για λόγο οι υποθέσεις δεν αφορούσαν τη θρησκεία. Το Γενικό Διοικητικό Δικαστήριο φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια πιο φιλελεύθερη άποψη εξ αρχής. Στο ισχύον Σύνταγμα, το θρησκεύμα ως οργανισμός δεν αναφέρεται πλέον. Ομοίως, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους δεν έχουν ρητή βάση στο Σύνταγμα. Αλλά δεν θα έπρεπε να συναχθεί από αυτό ότι το Σύνταγμα δεν έχει σημασία γι' αυτούς τους τομείς. Αντίθα, η ελευθερία εκκλησιαστικής οργάνωσης είναι ουσιαστικό στοιχείο της εγγύησης της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Σύνταγμα δεν παρέχει πλαίσιο για την εκτίμηση των οικονομικών σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους. Περαιτέρω θεσμικές εγγυήσεις είναι αναγκαίες. Το ίδιο αληθεύει για τη διασφάλιση της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας, ατομικά ή από κοινού με άλλους. Απετείται ανάπτυξη αυτών των ελευθεριών από το νομοθετικό σώμα, για να διασφαλιστούν οι εγγυήσεις στους διαφόρους συγκεκριμένους κλάδους του δικαίου. Οι συμφωνίες μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους δεν είναι συνήθως χαρακτηριστικό του δικαίου. Ειδικό γεγονός ήταν η συμφωνία που επιτεύθηκε το 1983 μεταξύ του κράτους και των συμβαλωμένων θρησκευμάτων και η οποία αφορούσε τον τραματισμό των παραδοσιακών υποχρεώσεων της Κυβέρνησης σε σχέση με τους μισθούς και τις συντάξεις των θρησκευτικών λειτουργών. Αυτή η συμφωνία επικυρώθηκε ακολούθως με νόμο του Κοινοβουλίου. Η θρησκεία θεωρέται σημασία για την ανάπτυξη των σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους, αν και από μόνη της δεν είναι πηγή δικαίου. Η θρησκεία μπορεί να παίζει ρόλο στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Το δίκαιο ανταποκρίνεται σε αυτό. Κατά το χρόνο της γενικής αναθεώρησης, ανοιχωρείς και ρητάω ότι τα θεμελιώδικαιώματα λειτουργούν όχι μόνο σε σχέση με τις δημόσια αρχές, αλλά ότι μπορεί να έχουν σημασία και για τις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Τυχαίες αυτών των σχέσεων μπορούν να καθορίζονται εν γένη με την παρέμβαση του νομοθετικού σώματος. Πιο συχνά τα δικαστήρια πρέπει να σταθμίζουν συμφέροντα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στη βάση ερμηνείας των γενικών ενιών του ιδιωτικού δικαίου. Προς τις πηγές των σχέσεων κράτων συσκευμάτων, και τώρα εισερχόμαστε στο σχολιασμό αυτού του κεφαλαίου της καθηγήτυρα Σοφία Μπίστερβελτ, η ίδια αναφέρει ότι από το 1983 το Σύνταγμα, στο άρθρο 6, αναγνωρίζει την ευθερία εκδίδεων θρησκείας υπεπίθεσης, αλλά όμως δεν κάνει αναφορά καμία στο σύστημα σχέσεων κράτων θρησκευμάτων στην Ολλανδία. Δεν αναφέρεται το θρίσκευμα ως οργανισμός, παρά μόνο αναφέρεται ό,τι αναφέρεται και στις διεθνείς συμβάσεις, δηλαδή και η συλλογική διάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν υπάρχει επίσης στο Σύνταγμα των ισχύων της Ολλανδίας καμία αναφορά στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων. Χωρίς να αναφέρεται ρητά στο άλθρο 6 για τη θρησκευτική ελευθερία του Ολλανδικού Συντάγματος, θεωρείται ότι εμπεριέχεται το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων στην ελευθερία της θρησκευτικής ελευθερίας. Επίσης, δεν θεωρείται συνηθισμένο χαρακτηριστικό του Ολλανδικού δικαίου η ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ θρησκευμάτων και κράτων. Υπήρξε μια περίπτωση συμφωνίας του 1983, όχι όμως προς την κατεύθυνση της χορήγησης προνομίων, αλλά ως προς την κατεύθυνση την αντίθετη, δηλαδή της αποστέρησης προνομίου. Δηλαδή αφορούσε τον τερματισμό της υποχρέωσης της κυβέρνησης να παρέχει μισθούς και συντάξεις στους θρησκευτικούς λειτουργούς. Στη συνέχεια, η καθηγή Τριασοφή von Bistrovert προχωρεί στο επόμενο υποκεφάλαιο του ίδιου κεφαλαίου, το οποίο αφορά τη βασική δομή. Το πρώτο υποκεφάλαιο ήταν «Νομικές Φυγές των Σχέσεων Κράτων Σκευμάτων». Το δεύτερο υποκεφάλαιο, «Η κατηγορίας προσέγγισης του συστήματος». Και όσο προς αυτό το ζήτημα, η καθηγή Τριασοφή von Bistrovert αναφέρει «Το σύστημα των σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους χαρακτηρίζεται συνολικά ως σύστημα χωρισμού θρησκευμάτων και κράτους». Αυτή η αρχή ποτέ δεν έχει διατυπωθεί στο Σύνταγμα ή σε οποιαδήποτε υπεραιτέρα νομοθεσία. Εν τούτης παίζει πράγματι ρόλο και αναφέρεται στη νομοθετική διαδικασία, τη διοίκηση και τις δικαστικές αποφάσεις. Η αρχή έχει σαφές νόημα στην οργανωτική εξαρτησία των θρησκευμάτων και έχει σημασία για τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους. Ομοίως έχει συνέπειες για την ίση μεταχείριση από το δίκαιο των διαφόρων θρησκευμάτων και για τη στάση σε έναντι των θρησκευτικών και μη θρησκευτικών κινημάτων. Το ακριβές της νόημα όμως δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Ο χωρισμός των θρησκευμάτων και του κράτους δεν είναι αυστηρός χωρισμός. Δεν είναι ότι τα θρησκεύματα και το κράτος δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Μια τέτοια ιδέα δεν θα συμβάδιζε ούτε με τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες. Ούτε θα έπρεπε να εκκληφθεί ως αρχή εχθρική στα θρησκεύματα. Στη σημερινή λειτουργία της κατανοείται κάλληστα από την ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων, στις οποίες η αρχή είναι ενσωματωμένη ως ισχύων δίκαιο έναντι του υποβάθρου της ιστολικής εξέλιξης. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή του χωρισμού θρησκευάτων και κράτους πρέπει να ερμηνεύεται σε εναρμονισμό με την αρχή της ουδετερότητας του κράτους και της ελευθερίας θρησκείας υπεποίθησης, όπως προστατεύονται στα άρθρα 1 και 6 του Συντάγματος χωριστά και σε συνδυασμό. Σε αυτό το σημείο είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η κρατούσα θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αναγνωρίζει ότι τα κλασικά αφιλελεύθερα δικαιώματα μπορούν να υπαγορεύσουν θετική κρατική δράση κάτω από ορισμένες περιστάσεις για να διασφαλίσουν την πραγματική λειτουργία αυτού του δικαιώματος. Αυτό εφαρμόζεται και στη θρησκευτική ελευθερία. Ούτε η αρχή του χωρισμού θρησκευμάτων και κράτους, ούτε η συνταγματική της έκφραση, προσδιορίζουμε σαφήνια τη σχέση μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους. Πρέπει επίσης να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι οι εγγυήσεις οι οποίες σε δεδομένη περίοδο μπορούν να φαίνονται αναγκαίες για τη διασφάλιση του χωρισμού, είτε από την πλευρά των θρησκευμάτων, είτε από την πλευρά του κράτους, μπορεί ενδεχομένως να καταστούν μη αναγκαίες. Με την ανάπτυξη του δικαίου και της κοινωνίας, νέες εγγυήσεις μπορεί ωστόσο να καταστούν απαραίτητες. Έτσι, οι βάσεις πάνω στις οποίες εδράζεται η σχέση μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους χρειάζονται συνεχή ερμηνεία και εξήγηση. Με αποκεφάλαιο κατηγορίες προσέγγισης του συστήματος έχουμε να σχολιάσουμε τα εξής. Ότι το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία είναι εκείνο του χωρισμού. Όμως, η αρχή αυτή του χωρισμού δεν έχει διατυπωθεί ποτέ στο Σύνταγμα ή στην κοινή νομοθεσία. Όμως, η ερμηνεία του Συντάγματος, το οποίο πλέον αναφέρεται μόνο στη αναγνώση της κοινιστικής ελευθερίας από το 1983, είναι ότι η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων προβλέπεται εμέσως από το Σύνταγμα Τολλανδικό. Αυτό σημαίνει ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της έμεσα συναγωμένης συνταγματικής αρχής. Ότι από τη θρησκευτική ελευθερία αποραίει το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών θρησκευτικών κοινοτήτων. Δηλαδή, ότι τα θρησκεύματα είναι αποκλειστικώς αρμόδια να ρυθμίζουν και να διοικούν τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Δεύτερον, αυτή η αρχή του χωρισμού, η έμεσα συναγωμένη από το Σύνταγμα Τολλανδικό, έχει ως συνέπεια ότι το δίκαιο πρέπει να επιφυλάσει ήση μεταχείριση στα διάφορα θρησκεύματα. Όμως, ο χωρισμός μεταξύ κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία δεν είναι ολιγόμενος αυστηρός χωρισμός. Δηλαδή, ο χωρισμός κράτους θρησκευμάτων που υπάρχει στη Γαλλία, δηλαδή του λαϊκού κράτους, «ΕΤΑΛΑΊΚ». Αυτό το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων που υπάρχει στη Γαλλία είναι μια ειδική περίπτωση στην Ευρώπη και προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία διεπνεώταν από την ιδεολογία του αθεηστικού ουμανισμού, η οποία εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη στη Γαλλία, τόσο στο δημόσιο χώρο, όσο και στα δημόσια σχολεία. Η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων πρέπει να ερμηνεύεται εναρμονισμένα με την αρχή της ουδετερότητας του κράτους, που προστατεύεται στο άρθρο 1, αναφέρει η καθηγήτρια Σοφία von Bistewald, και επίσης εναρμονισμένα με τη θρησκευτική ελευθερία του άρθρο 6 του Συντάγματος της Ολλανδίας. Όμως, είναι ανοιχτή αυτή η αρχή του χωρισμού στις κοινωνικές εξελίξεις και στις ιστορικές περιστάσεις. Όμως, αυτή η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων υπόκειται σε συνεχή ερμηνεία και εξήγηση. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω με το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία, όπως μας το δίνει στο άρθρο της για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ολλανδία η καθηγήτρια Σοφία von Bistewald. Αναφέρει λοιπόν για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία. Τα θρησκεύματα ως οργανισμοί δεν αναφέρονται πλέον στο Σύνταγμα. Ωστόσο, το θρησκευμά προστατεύεται δυνάμι του Συντάγματος, όπως και η ελευθερία της αυτοργάνωσής του. Προφανώς, η ελευθερία της σκεφτικής οργάνωσης χρειάζεται εξήγηση. Στο νομικό πλαίσιο, η βασική έκφραση του καθεστώτος των θρησκευμάτων ως οργανισμών πρέπει να εντοπιστεί στο νόμο που διέπει τα νομικά πρόσωπα. Τα θρησκεύματα είναι νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου. Ο αστικός κώδικας αναγνωρίζει τα θρησκεύματα ως νομικά πρόσωπα sui generis. Έτσι, το καθεστώτος των νομικών προσώπων διακρίνεται από εκείνο των άλλων νομικών προσώπων, όπως είναι τα σωματεία και τα ιδρύματα, ενώ ο αστικός κώδικας καθορίζει την οργάνωση των διαφόρων τύπων νομικών προσώπων. Η διαμόρφωση της εσωτερικής ενόμισης τάξης τους ανήκει μόνο στα ίδια τα θρησκεύματα. Ο αστικός κώδικας προβλέπει απλά και μόνο ότι τα θρησκεύματα διέπονται από τα δικά τους καταστατικά στην έκταση που δεν έρχονται σε σύγκρουση με το δίκαιο. Ως συνέπεια της αυτονομίας των θρησκευμάτων σε σχέση με την οργάνωσή τους, ο αστικός κώδικας τα εξαιρεί και από τις γενικές του διατάξεις, οι οποίες είναι εφαρμοστές σε όλους τους τύπους των νομικών προσώπων. Ανάλογη εφαρμογή αυτών των διατάξεων επιτρέπεται στην έκταση που αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα καταστατικά των θρησκευμάτων ή τη φύση των εσωτερικών τους σχέσεων. Αν και η τελευταία διάταξη δεν είναι σαφής, εκφράζει πράγματι την προτεραιότητα του δικαίου των θρησκευμάτων επί του αστικού δικαίου σε αυτόν τον τομέα. Αν και η τελευταία διάταξη που ευνοεί την ανάλογη εφαρμογή διασαφνίζεται κάλιστα στην απόφαση των νότου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι η ανάλογη εφαρμογή θα έπρεπε να είναι το σημείο αφετηρίας για τις αποφάσεις σε αυτόν τον τομέα. Ούτε ο αστικός κώδικας, ούτε κάποιο άλλο νομοθέτημα παρέχει ορισμό του θρησκεύματος. Το καθορίζει ο οργανισμός που ιδρύεται ως θρησκεύμα από οργανωτική άποψη. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η διοίκηση πρέπει ενδεχομένως να αποφασίσει γι' αυτό το ζήτημα και σε περίπτωση σύγκρουσης το Δικαστήριο πρέπει πιθανώς να πράξει ομοίως. Σε υπόθεση που αφορούσε πράγματι αμφισβήτησης της φύσης του οργανισμού, το Δικαστήριο προσδιώρησε τις ελάχιστες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την ύπραξη δομημένου οργανισμού και για τη σχέση του με τη θρησκεία. Δεν υπάρχει σύστημα προηγούμενης αναγνώρισης θρησκευμάτων. Οι χριστιανικές σκεφτικές κοινότες μπορούν να οργανώνονται διαφορετικά από την οργανωτική μορφή του θρησκεύματος, κυρίως ως ο σωματείο ίδρυμα Δυνάμη του Αστικού Δικαίου, στα οποία φραμμώνονται οι συνήθεις ρυθμίσεις του Αστικού Δικαίου. Οι χριστιανικές σκεφτικές κοινότες συχνά επιλέγουν αυτούς τους τύπους οργάνωσης. Τώρα προχωρούμε στο σχολιασμό του Κεφαλαίου, το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών της καθηγήτριας Σοφία Φων Μπίστρυβελτ. Όπως είπαμε προηγουμένως, το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία είναι εκείνο του χωρισμού, χωρίς όμως να είναι του χωρισμού του λαϊκού κράτους της Γαλλίας. Η διαφορά από την πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης που έχουν το σύστημα του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων με την Ολλανδία είναι ότι η Ολλανδία δεν έχει κάποια μορφή, κάποιο είδος αναγνώρισης θρησκευμάτων. Δηλαδή χωρισμός, χωρίς αναγνώριση θρησκευμάτων, αλλά χωρίς να είναι εταλλαϊκ, δηλαδή αυστηρός χωρισμός του τύπου της Γαλλίας. Όπως επίσης προναφέραμε, τα θρησκεύματα ως οργανισμοί δεν αναφέρονται από το 1983 στο Σύνταγμα της Ολλανδίας. Όμως τα θρησκεύματα ως οργανισμοί συναντώνται στον αστικό κώδικα. Τα θρησκεύματα είναι νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου και μάλιστα είναι νομικά πρόσωπα sui generis. Δηλαδή ένα θρησκεύμα προκειμένου ένας οργανισμός του να αποκτήσει νομική προσωπικότητα μπορεί να επιλέξει είτε νομική προσωπικότητα sui generis που προβλέπεται από τον αστικό κώδικα της Ολλανδίας, είτε να επιλέξει τη μορφή σωματείου ιδρύματος του αστικού δικαίου. Αν επιλέξει τη μορφή σωματείου ιδρύματος του αστικού δικαίου τότε δεν έχει καμία εμβληγησία στο θέμα του καταστατικού όσον αφορά την οργάνωση και διοίκηση την οποία θα ρυθμίσει στο καταστατικό του το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Αν όμως επιλέξει την ειδική νομική προσωπικότητα sui generis που προβλέπεται από τον αστικό κώδικα για τα θρησκεύματα, τότε μπορεί να διαμορφώσει ρυθμιστικά το καταστατικό του από άποψη εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησης σύμφωνα με τις θρησκευτικές του επιθύσεις. Δηλαδή ο αστικός κώδικας Ολλανδίας περιέχει μια εξαίρεση για τα θρησκεύματα αν θέλουν να ιδρύσουν θρησκευτικούς οργανισμούς και θέλουν αυτοί οι θρησκευτικοί οργανισμοί να αποκτήσουν την ειδική νομική προσωπικότητα sui generis προβλέπεται από το αστικό κώδικα, προκειμένου αυτή η εξαίρεση αφορά την απαλλαγή τους από την υποχρέωση, να ρυθμίσουν την εσωτερική οργάνωση και η διοίκηση κατά το πρότυπο των κοινών σωματίων ιδρυμάτων. Δηλαδή μπορούν να αναγράψουν στον καταστατικό τους την εσωτερική οργάνωση και η διοίκηση του οικείου θρησκεύματος. Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα νομικά πρόσωπα στους θρησκευτικούς οργανισμούς που αποκτούν νομικού ή προσωπικότητα sui generis επιτρέπεται, εφόσον αυτή η ανάλογη εφαρμογή δεν έρχεται σε σύγκρουση με το καταστατικό του θρησκεύματος ή με την φύση των εσωτερικών τους σχέσεων, αναφέρει η σχετική διάταξη του αστικού κώδικα. Όσον αφορά τώρα τον ορισμό του θρησκεύματος δεν υπάρχει κανένας ορισμός στον αστικό κώδικα ούτε σε κάποιον άλλο νόμο. Αρχικά βέβαιος πρέπει μια ομάδα που ισχυρίζει ότι είναι θρησκευτική να αυτοπροσδιοριστεί ως τέτοια. Όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Διοίκηση και εν τέλει το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να διαπιστώσει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της ομάδας που ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική. Έτσι λοιπόν η νομολογία προσδιορίζεται ελάχιστες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να υπάρχει δομημένος οργανισμός, δηλαδή οργανισμός με οργάνωση και η σχέση του με τη θρησκεία. Αυτές είναι δυο ελάχιστες προϋποθέσεις για έναν νομικό ρισμό της θρησκείας από πλευράς νομολογίας. Στο σημείο αυτό τελείωσε ο χρόνος της ένατης διάλεξης του μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρωέτους Εαρινού Εξαμίνου και στην επόμενη δέκατη διάλεξη θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση της νομικής έννοιας του θρησκεύματος και του δικαιώματος τον αυτοκαθορισμό όπως η καθηγήτρια Σοφή Φον Μπίστεβελτ πραγματεύεται το ελόγο θέμα στο άρθρο της για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ολλανδία. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |
_version_ |
1782818323087491072 |
description |
Διάλεξη 9: Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Παρακαλώ, αδερφή μου, για την αδερφή μου. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην ένα τη διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρα Έτους Ιερνιού Εξαμήνου θα παρουσιάσω με τις νομικές πηγές το σχέσιο κράτους-σκευμάτων και το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία σύμφωνα με το άρθρο της καθηγήτρια Σοφή Μπίστερβελτ με τον τίτλο «Κράτος και θρησκεύματα στην Ολλανδία» το οποίο δημοσιεύεται στο βιβλίο του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς ο οποίος είχε την επιμελιά του με τίτλο «Κράτος και θρησκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση» το οποίο είχε την τιμή να αποδώσει στην ελληνική γλώσσα το υποφαινόμενος. Ως προς τις νομικές πηγές των σχέσεων κράτους-σκευμάτων στην Ολλανδία η καθηγήτρια Σοφή Μπίστερβελτ αναφέρει «Η πηγές του συνταγματικού δικαίου στην Ολλανδία είναι ο νόμος του βασιλείου, το σύνταγμα, η περαιτέρω νομοθεσία, οι δικαστικές αποφάσεις, το έθιμο ή το προηγούμενο και το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκιο. Για τον καθορισμό των νομικών σχέσεων μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους, κάθε μια από αυτές τις πηγές έχει τη σημασία της, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Οι πιο σημαντικές πηγές δικαίου για τις σχέσεις θρησκευμάτων και κράτους θα επισημαρθούν παρακάτω. Η βάση των σχέσεων μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους στην Ολλανδία βρίσκεται στο Σύνταγμα του 1983. Το Σύνταγμα του 1983 αντικατέσσεται το προηγούμενο κεφάλαιο για τη θρησκεία με ένα άρθρο. Αυτό το άρθρο εγγυάται την ελευθερία της σκεφτικής πεποίθησης, όπως και την ελευθερία της μη θρησκευτικής πεποίθησης. Το άρθρο 6, παράγραφος 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα ελεύθερης εκδήλωσης της θρησκείας ή πεποίθησής του, είτε ατομικά, είτε από κοινού με άλλους, υπό την επιφύλαξη της ευθύνης του δυνάμιου του νόμου. Οι δεύτεροι παράγραφος προσθέτει ότι οι κανόνες που αφορούν την άσκη αυτού του δικαιώματος εκτός των κτιρίων και κλειστών χώρων, μπορούν να θεσπιστούν με νόμο του Κοινοβουλίου για την προστασία της υγείας, προς το συμφέρον της κυκλοφορίας και για την καταπολέμηση, την πρόληψη, της διατάραξης της δημόσιας τάξης. Αν και το άρθρο 6 αναφέρεται πράγματι σε διάφορες εκδηλώσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν εξειδικεύει το ζήτημα της εγγύησής της. Ωστόσο, η εγγύηση του άρθρο 6 εννοείται εβραίος. Τη στιγμή της αναθεώρησης έγινε δεκτό ότι το άρθρο 6 δεν προστατεύει μόνο την ελευθερία του να έχει κάποιος θρησκευτική ή μη θρησκευτική υπεποίθηση, αλλά και την ελευθερία ενέργειας σύμφωνα με αυτήν την υπεποίθηση. Η διάταξη της πρώτης παραγράφου υπό την επιφύλαξη ευθύνης του δυνάμιου νόμου σημαίνει ότι μόνο το εθνικό νομοθετικό σώμα είναι αρμόδιο να περιορίζει το εγγυημένο δικαίωμα. Ωστόσο, δεν παρέχει σαφής ενδείξεις για τα συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να εκπληρωθούν. Ο σκοπός της δεύτερης παραγράφου είναι να επιτρέψει στο εθνικό νομοθετικό σώμα να παράσχει την εξουσία περιορισμού του εγγυημένου δικαιώματος στην έκταση που αφορά την άσκηση της θρησκείας ή μη θρησκευτικής υπεποίθησης, εκτός των τυρίων και κλειστών χώρων και μόνο για τους αναφερούμενους σκοπούς. Τα δικαστήρια έχουν ελαφρά τροποποίηση το αυστηρό σύστημα που το Σύνταγμα εισήγαγε και το οποίο αφορά την αραμόδια αρχή για τον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο τρόπος που αυτό γίνεται είναι γενικά ικανοποιητικός. Στη βάση του άρθρου 6 και 9 του Συντάγματος εσπίστηκε ο νόμος για τις δημόσιας διαδηλώσεις. Αυτός ο νόμος ρυθμίζει μεταξύ άλλων τις θρησκευτικές διαδηλώσεις εκτός κτιρίων και κλειστών χώρων περιλαμβανομένων των Λιτανιών. Εκτός από το άρθρο 6 και άλλα άρθρα αναφέρονται στη θρησκεία. Το άρθρο 1 του Συντάγματος ορίζει ότι όλα τα πρόσπα στην Ολλανδία την χάνουν ίσης μεταχείρισης σε όμοιες περιστάσεις. Περαιτέρω δεν επιτρέπει διακρίση στη βάση της θρησκείας, πεποίθησης, πολιτικής γνώμης, φιλής, φίλου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Μια συγκεκριμένη αφορά στη θρησκεία μπορεί να εντοπιστεί στο άρθρο 23, το οποίο σχετίζεται με την εκπαίδευση. Εγγυάται την ελευθερία της σκεφτικής εκπαίδευσης ή της μη θρησκευτικής εκπαίδευσης, της γενικής εκπαίδευσης. Σε σχέση με τη δημόσια εκπαίδευση επιβάλλει ίση μεταχείριση και σεβασμό της θρησκείας ή πεποίθησης του καθενός. Το Σύνταγμα δεν συνεπάγεται γενική εγγύηση της ελευθερίας συνείδησης. Αν και το Σύνταγμα είναι ιαραρχικά ανώτερο από τη νομοθεσία του Κοινοβουλίου, έχει αποκλειστεί η εξουσία ελέγχου της συνταγματικότητας από τα δικαστήρια. Το ίδιο το νομοθετικό σώμα λαμβάνει την ελική απόφαση για την ερμηνεία της συνταγματικότητας της νομοθεσίας του Κοινοβουλίου. Τα δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να εξετάζουν τη συμβατότητα μόνο της νομοθεσίας, της διαφορετικής από εκείνη του Κοινοβουλίου, με το Σύνταγμα. Ωστόσο το Σύνταγμα ορίζει ότι τα δικαστήρια μπορούν να εξετάζουν τη συμβατότητα οποιασδήποτε νομοθεσίας, περιλαμβανομένης νομοθεσίας του Κοινοβουλίου, ακόμη και του ίδιου του Συντάγματος, με τις διατάξεις συνθηκών, οι οποίες δεσμεύουν όλα τα πρόσωπα ή αποφάσεων των διεθνών οργανισμών. Έτσι, το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 18 του Διεθνού Συμφώνου για Τομικά και Πολιτικά Δικαιώματα μπορούν να τύχουν επίκληση σε δίκαιες σχετικές με τη θρησκεία. Τα δικαστήρια, κυρίως το Ανότο Δικαστήριο, ωστόσο είναι απρόθυμο να δεχθούν αμφισβητήσεις στη συμβατότητας. Σε μια αξιοσημείωτη απόφαση του 1962, το Ανότο Δικαστήριο έκρινε ότι η ακόμη ισχύουσα τότε συνταγματική απαγόρευση λιτανιών, ήταν συμβατή με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Ανότο Δικαστήριο ερμήνευσε την εξουσία του τη σχετική με τον έλεγχο της συμβατότητας κατά τρόπο περιοριστικό. Το ίδιο συνέβη με την ερμηνεία του για το άρθρο 9 της ίδιας Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πρόσφατα, το Ανότο Δικαστήριο υιοθέτησε πιο ενεργητική προσέγγιση στον έλεγχο της νομοθεσίας. Για λόγο οι υποθέσεις δεν αφορούσαν τη θρησκεία. Το Γενικό Διοικητικό Δικαστήριο φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια πιο φιλελεύθερη άποψη εξ αρχής. Στο ισχύον Σύνταγμα, το θρησκεύμα ως οργανισμός δεν αναφέρεται πλέον. Ομοίως, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους δεν έχουν ρητή βάση στο Σύνταγμα. Αλλά δεν θα έπρεπε να συναχθεί από αυτό ότι το Σύνταγμα δεν έχει σημασία γι' αυτούς τους τομείς. Αντίθα, η ελευθερία εκκλησιαστικής οργάνωσης είναι ουσιαστικό στοιχείο της εγγύησης της θρησκευτικής ελευθερίας. Το Σύνταγμα δεν παρέχει πλαίσιο για την εκτίμηση των οικονομικών σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους. Περαιτέρω θεσμικές εγγυήσεις είναι αναγκαίες. Το ίδιο αληθεύει για τη διασφάλιση της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας, ατομικά ή από κοινού με άλλους. Απετείται ανάπτυξη αυτών των ελευθεριών από το νομοθετικό σώμα, για να διασφαλιστούν οι εγγυήσεις στους διαφόρους συγκεκριμένους κλάδους του δικαίου. Οι συμφωνίες μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους δεν είναι συνήθως χαρακτηριστικό του δικαίου. Ειδικό γεγονός ήταν η συμφωνία που επιτεύθηκε το 1983 μεταξύ του κράτους και των συμβαλωμένων θρησκευμάτων και η οποία αφορούσε τον τραματισμό των παραδοσιακών υποχρεώσεων της Κυβέρνησης σε σχέση με τους μισθούς και τις συντάξεις των θρησκευτικών λειτουργών. Αυτή η συμφωνία επικυρώθηκε ακολούθως με νόμο του Κοινοβουλίου. Η θρησκεία θεωρέται σημασία για την ανάπτυξη των σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους, αν και από μόνη της δεν είναι πηγή δικαίου. Η θρησκεία μπορεί να παίζει ρόλο στις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Το δίκαιο ανταποκρίνεται σε αυτό. Κατά το χρόνο της γενικής αναθεώρησης, ανοιχωρείς και ρητάω ότι τα θεμελιώδικαιώματα λειτουργούν όχι μόνο σε σχέση με τις δημόσια αρχές, αλλά ότι μπορεί να έχουν σημασία και για τις νομικές σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Τυχαίες αυτών των σχέσεων μπορούν να καθορίζονται εν γένη με την παρέμβαση του νομοθετικού σώματος. Πιο συχνά τα δικαστήρια πρέπει να σταθμίζουν συμφέροντα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις στη βάση ερμηνείας των γενικών ενιών του ιδιωτικού δικαίου. Προς τις πηγές των σχέσεων κράτων συσκευμάτων, και τώρα εισερχόμαστε στο σχολιασμό αυτού του κεφαλαίου της καθηγήτυρα Σοφία Μπίστερβελτ, η ίδια αναφέρει ότι από το 1983 το Σύνταγμα, στο άρθρο 6, αναγνωρίζει την ευθερία εκδίδεων θρησκείας υπεπίθεσης, αλλά όμως δεν κάνει αναφορά καμία στο σύστημα σχέσεων κράτων θρησκευμάτων στην Ολλανδία. Δεν αναφέρεται το θρίσκευμα ως οργανισμός, παρά μόνο αναφέρεται ό,τι αναφέρεται και στις διεθνείς συμβάσεις, δηλαδή και η συλλογική διάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν υπάρχει επίσης στο Σύνταγμα των ισχύων της Ολλανδίας καμία αναφορά στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ του κράτους και των θρησκευμάτων. Χωρίς να αναφέρεται ρητά στο άλθρο 6 για τη θρησκευτική ελευθερία του Ολλανδικού Συντάγματος, θεωρείται ότι εμπεριέχεται το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων στην ελευθερία της θρησκευτικής ελευθερίας. Επίσης, δεν θεωρείται συνηθισμένο χαρακτηριστικό του Ολλανδικού δικαίου η ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ θρησκευμάτων και κράτων. Υπήρξε μια περίπτωση συμφωνίας του 1983, όχι όμως προς την κατεύθυνση της χορήγησης προνομίων, αλλά ως προς την κατεύθυνση την αντίθετη, δηλαδή της αποστέρησης προνομίου. Δηλαδή αφορούσε τον τερματισμό της υποχρέωσης της κυβέρνησης να παρέχει μισθούς και συντάξεις στους θρησκευτικούς λειτουργούς. Στη συνέχεια, η καθηγή Τριασοφή von Bistrovert προχωρεί στο επόμενο υποκεφάλαιο του ίδιου κεφαλαίου, το οποίο αφορά τη βασική δομή. Το πρώτο υποκεφάλαιο ήταν «Νομικές Φυγές των Σχέσεων Κράτων Σκευμάτων». Το δεύτερο υποκεφάλαιο, «Η κατηγορίας προσέγγισης του συστήματος». Και όσο προς αυτό το ζήτημα, η καθηγή Τριασοφή von Bistrovert αναφέρει «Το σύστημα των σχέσεων θρησκευμάτων και κράτους χαρακτηρίζεται συνολικά ως σύστημα χωρισμού θρησκευμάτων και κράτους». Αυτή η αρχή ποτέ δεν έχει διατυπωθεί στο Σύνταγμα ή σε οποιαδήποτε υπεραιτέρα νομοθεσία. Εν τούτης παίζει πράγματι ρόλο και αναφέρεται στη νομοθετική διαδικασία, τη διοίκηση και τις δικαστικές αποφάσεις. Η αρχή έχει σαφές νόημα στην οργανωτική εξαρτησία των θρησκευμάτων και έχει σημασία για τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους. Ομοίως έχει συνέπειες για την ίση μεταχείριση από το δίκαιο των διαφόρων θρησκευμάτων και για τη στάση σε έναντι των θρησκευτικών και μη θρησκευτικών κινημάτων. Το ακριβές της νόημα όμως δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Ο χωρισμός των θρησκευμάτων και του κράτους δεν είναι αυστηρός χωρισμός. Δεν είναι ότι τα θρησκεύματα και το κράτος δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Μια τέτοια ιδέα δεν θα συμβάδιζε ούτε με τις κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες. Ούτε θα έπρεπε να εκκληφθεί ως αρχή εχθρική στα θρησκεύματα. Στη σημερινή λειτουργία της κατανοείται κάλληστα από την ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων, στις οποίες η αρχή είναι ενσωματωμένη ως ισχύων δίκαιο έναντι του υποβάθρου της ιστολικής εξέλιξης. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή του χωρισμού θρησκευάτων και κράτους πρέπει να ερμηνεύεται σε εναρμονισμό με την αρχή της ουδετερότητας του κράτους και της ελευθερίας θρησκείας υπεποίθησης, όπως προστατεύονται στα άρθρα 1 και 6 του Συντάγματος χωριστά και σε συνδυασμό. Σε αυτό το σημείο είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η κρατούσα θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων αναγνωρίζει ότι τα κλασικά αφιλελεύθερα δικαιώματα μπορούν να υπαγορεύσουν θετική κρατική δράση κάτω από ορισμένες περιστάσεις για να διασφαλίσουν την πραγματική λειτουργία αυτού του δικαιώματος. Αυτό εφαρμόζεται και στη θρησκευτική ελευθερία. Ούτε η αρχή του χωρισμού θρησκευμάτων και κράτους, ούτε η συνταγματική της έκφραση, προσδιορίζουμε σαφήνια τη σχέση μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους. Πρέπει επίσης να γίνει σαφώς αντιληπτό ότι οι εγγυήσεις οι οποίες σε δεδομένη περίοδο μπορούν να φαίνονται αναγκαίες για τη διασφάλιση του χωρισμού, είτε από την πλευρά των θρησκευμάτων, είτε από την πλευρά του κράτους, μπορεί ενδεχομένως να καταστούν μη αναγκαίες. Με την ανάπτυξη του δικαίου και της κοινωνίας, νέες εγγυήσεις μπορεί ωστόσο να καταστούν απαραίτητες. Έτσι, οι βάσεις πάνω στις οποίες εδράζεται η σχέση μεταξύ των θρησκευμάτων και του κράτους χρειάζονται συνεχή ερμηνεία και εξήγηση. Με αποκεφάλαιο κατηγορίες προσέγγισης του συστήματος έχουμε να σχολιάσουμε τα εξής. Ότι το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία είναι εκείνο του χωρισμού. Όμως, η αρχή αυτή του χωρισμού δεν έχει διατυπωθεί ποτέ στο Σύνταγμα ή στην κοινή νομοθεσία. Όμως, η ερμηνεία του Συντάγματος, το οποίο πλέον αναφέρεται μόνο στη αναγνώση της κοινιστικής ελευθερίας από το 1983, είναι ότι η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων προβλέπεται εμέσως από το Σύνταγμα Τολλανδικό. Αυτό σημαίνει ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της έμεσα συναγωμένης συνταγματικής αρχής. Ότι από τη θρησκευτική ελευθερία αποραίει το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών θρησκευτικών κοινοτήτων. Δηλαδή, ότι τα θρησκεύματα είναι αποκλειστικώς αρμόδια να ρυθμίζουν και να διοικούν τις εσωτερικές τους υποθέσεις. Δεύτερον, αυτή η αρχή του χωρισμού, η έμεσα συναγωμένη από το Σύνταγμα Τολλανδικό, έχει ως συνέπεια ότι το δίκαιο πρέπει να επιφυλάσει ήση μεταχείριση στα διάφορα θρησκεύματα. Όμως, ο χωρισμός μεταξύ κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία δεν είναι ολιγόμενος αυστηρός χωρισμός. Δηλαδή, ο χωρισμός κράτους θρησκευμάτων που υπάρχει στη Γαλλία, δηλαδή του λαϊκού κράτους, «ΕΤΑΛΑΊΚ». Αυτό το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων που υπάρχει στη Γαλλία είναι μια ειδική περίπτωση στην Ευρώπη και προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία διεπνεώταν από την ιδεολογία του αθεηστικού ουμανισμού, η οποία εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη στη Γαλλία, τόσο στο δημόσιο χώρο, όσο και στα δημόσια σχολεία. Η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων πρέπει να ερμηνεύεται εναρμονισμένα με την αρχή της ουδετερότητας του κράτους, που προστατεύεται στο άρθρο 1, αναφέρει η καθηγήτρια Σοφία von Bistewald, και επίσης εναρμονισμένα με τη θρησκευτική ελευθερία του άρθρο 6 του Συντάγματος της Ολλανδίας. Όμως, είναι ανοιχτή αυτή η αρχή του χωρισμού στις κοινωνικές εξελίξεις και στις ιστορικές περιστάσεις. Όμως, αυτή η αρχή του χωρισμού κράτους θρησκευμάτων υπόκειται σε συνεχή ερμηνεία και εξήγηση. Στη συνέχεια θα παρουσιάσω με το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία, όπως μας το δίνει στο άρθρο της για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ολλανδία η καθηγήτρια Σοφία von Bistewald. Αναφέρει λοιπόν για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην Ολλανδία. Τα θρησκεύματα ως οργανισμοί δεν αναφέρονται πλέον στο Σύνταγμα. Ωστόσο, το θρησκευμά προστατεύεται δυνάμι του Συντάγματος, όπως και η ελευθερία της αυτοργάνωσής του. Προφανώς, η ελευθερία της σκεφτικής οργάνωσης χρειάζεται εξήγηση. Στο νομικό πλαίσιο, η βασική έκφραση του καθεστώτος των θρησκευμάτων ως οργανισμών πρέπει να εντοπιστεί στο νόμο που διέπει τα νομικά πρόσωπα. Τα θρησκεύματα είναι νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου. Ο αστικός κώδικας αναγνωρίζει τα θρησκεύματα ως νομικά πρόσωπα sui generis. Έτσι, το καθεστώτος των νομικών προσώπων διακρίνεται από εκείνο των άλλων νομικών προσώπων, όπως είναι τα σωματεία και τα ιδρύματα, ενώ ο αστικός κώδικας καθορίζει την οργάνωση των διαφόρων τύπων νομικών προσώπων. Η διαμόρφωση της εσωτερικής ενόμισης τάξης τους ανήκει μόνο στα ίδια τα θρησκεύματα. Ο αστικός κώδικας προβλέπει απλά και μόνο ότι τα θρησκεύματα διέπονται από τα δικά τους καταστατικά στην έκταση που δεν έρχονται σε σύγκρουση με το δίκαιο. Ως συνέπεια της αυτονομίας των θρησκευμάτων σε σχέση με την οργάνωσή τους, ο αστικός κώδικας τα εξαιρεί και από τις γενικές του διατάξεις, οι οποίες είναι εφαρμοστές σε όλους τους τύπους των νομικών προσώπων. Ανάλογη εφαρμογή αυτών των διατάξεων επιτρέπεται στην έκταση που αυτή δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα καταστατικά των θρησκευμάτων ή τη φύση των εσωτερικών τους σχέσεων. Αν και η τελευταία διάταξη δεν είναι σαφής, εκφράζει πράγματι την προτεραιότητα του δικαίου των θρησκευμάτων επί του αστικού δικαίου σε αυτόν τον τομέα. Αν και η τελευταία διάταξη που ευνοεί την ανάλογη εφαρμογή διασαφνίζεται κάλιστα στην απόφαση των νότου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε ότι η ανάλογη εφαρμογή θα έπρεπε να είναι το σημείο αφετηρίας για τις αποφάσεις σε αυτόν τον τομέα. Ούτε ο αστικός κώδικας, ούτε κάποιο άλλο νομοθέτημα παρέχει ορισμό του θρησκεύματος. Το καθορίζει ο οργανισμός που ιδρύεται ως θρησκεύμα από οργανωτική άποψη. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η διοίκηση πρέπει ενδεχομένως να αποφασίσει γι' αυτό το ζήτημα και σε περίπτωση σύγκρουσης το Δικαστήριο πρέπει πιθανώς να πράξει ομοίως. Σε υπόθεση που αφορούσε πράγματι αμφισβήτησης της φύσης του οργανισμού, το Δικαστήριο προσδιώρησε τις ελάχιστες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την ύπραξη δομημένου οργανισμού και για τη σχέση του με τη θρησκεία. Δεν υπάρχει σύστημα προηγούμενης αναγνώρισης θρησκευμάτων. Οι χριστιανικές σκεφτικές κοινότες μπορούν να οργανώνονται διαφορετικά από την οργανωτική μορφή του θρησκεύματος, κυρίως ως ο σωματείο ίδρυμα Δυνάμη του Αστικού Δικαίου, στα οποία φραμμώνονται οι συνήθεις ρυθμίσεις του Αστικού Δικαίου. Οι χριστιανικές σκεφτικές κοινότες συχνά επιλέγουν αυτούς τους τύπους οργάνωσης. Τώρα προχωρούμε στο σχολιασμό του Κεφαλαίου, το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών της καθηγήτριας Σοφία Φων Μπίστρυβελτ. Όπως είπαμε προηγουμένως, το σύστημα σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ολλανδία είναι εκείνο του χωρισμού, χωρίς όμως να είναι του χωρισμού του λαϊκού κράτους της Γαλλίας. Η διαφορά από την πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης που έχουν το σύστημα του χωρισμού με αναγνώριση ορισμένων θρησκευμάτων με την Ολλανδία είναι ότι η Ολλανδία δεν έχει κάποια μορφή, κάποιο είδος αναγνώρισης θρησκευμάτων. Δηλαδή χωρισμός, χωρίς αναγνώριση θρησκευμάτων, αλλά χωρίς να είναι εταλλαϊκ, δηλαδή αυστηρός χωρισμός του τύπου της Γαλλίας. Όπως επίσης προναφέραμε, τα θρησκεύματα ως οργανισμοί δεν αναφέρονται από το 1983 στο Σύνταγμα της Ολλανδίας. Όμως τα θρησκεύματα ως οργανισμοί συναντώνται στον αστικό κώδικα. Τα θρησκεύματα είναι νομικά πρόσωπα του αστικού δικαίου και μάλιστα είναι νομικά πρόσωπα sui generis. Δηλαδή ένα θρησκεύμα προκειμένου ένας οργανισμός του να αποκτήσει νομική προσωπικότητα μπορεί να επιλέξει είτε νομική προσωπικότητα sui generis που προβλέπεται από τον αστικό κώδικα της Ολλανδίας, είτε να επιλέξει τη μορφή σωματείου ιδρύματος του αστικού δικαίου. Αν επιλέξει τη μορφή σωματείου ιδρύματος του αστικού δικαίου τότε δεν έχει καμία εμβληγησία στο θέμα του καταστατικού όσον αφορά την οργάνωση και διοίκηση την οποία θα ρυθμίσει στο καταστατικό του το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας. Αν όμως επιλέξει την ειδική νομική προσωπικότητα sui generis που προβλέπεται από τον αστικό κώδικα για τα θρησκεύματα, τότε μπορεί να διαμορφώσει ρυθμιστικά το καταστατικό του από άποψη εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησης σύμφωνα με τις θρησκευτικές του επιθύσεις. Δηλαδή ο αστικός κώδικας Ολλανδίας περιέχει μια εξαίρεση για τα θρησκεύματα αν θέλουν να ιδρύσουν θρησκευτικούς οργανισμούς και θέλουν αυτοί οι θρησκευτικοί οργανισμοί να αποκτήσουν την ειδική νομική προσωπικότητα sui generis προβλέπεται από το αστικό κώδικα, προκειμένου αυτή η εξαίρεση αφορά την απαλλαγή τους από την υποχρέωση, να ρυθμίσουν την εσωτερική οργάνωση και η διοίκηση κατά το πρότυπο των κοινών σωματίων ιδρυμάτων. Δηλαδή μπορούν να αναγράψουν στον καταστατικό τους την εσωτερική οργάνωση και η διοίκηση του οικείου θρησκεύματος. Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα νομικά πρόσωπα στους θρησκευτικούς οργανισμούς που αποκτούν νομικού ή προσωπικότητα sui generis επιτρέπεται, εφόσον αυτή η ανάλογη εφαρμογή δεν έρχεται σε σύγκρουση με το καταστατικό του θρησκεύματος ή με την φύση των εσωτερικών τους σχέσεων, αναφέρει η σχετική διάταξη του αστικού κώδικα. Όσον αφορά τώρα τον ορισμό του θρησκεύματος δεν υπάρχει κανένας ορισμός στον αστικό κώδικα ούτε σε κάποιον άλλο νόμο. Αρχικά βέβαιος πρέπει μια ομάδα που ισχυρίζει ότι είναι θρησκευτική να αυτοπροσδιοριστεί ως τέτοια. Όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Διοίκηση και εν τέλει το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να διαπιστώσει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της ομάδας που ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική. Έτσι λοιπόν η νομολογία προσδιορίζεται ελάχιστες προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για να υπάρχει δομημένος οργανισμός, δηλαδή οργανισμός με οργάνωση και η σχέση του με τη θρησκεία. Αυτές είναι δυο ελάχιστες προϋποθέσεις για έναν νομικό ρισμό της θρησκείας από πλευράς νομολογίας. Στο σημείο αυτό τελείωσε ο χρόνος της ένατης διάλεξης του μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρωέτους Εαρινού Εξαμίνου και στην επόμενη δέκατη διάλεξη θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση της νομικής έννοιας του θρησκεύματος και του δικαιώματος τον αυτοκαθορισμό όπως η καθηγήτρια Σοφή Φον Μπίστεβελτ πραγματεύεται το ελόγο θέμα στο άρθρο της για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ολλανδία. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |