ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ 15η ομιλία ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΖΕΗ /

: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Κύριε Βασιλάκη, πειράζει να κάθομαι, να είμαι καθυστή, με βοηθάει και λίγο να έχω σχέση με την εικόνα μέχρι ν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ 2017
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=RW7U4ElC9uo&list=PLITunReLRSuT9t2owFcyBY_GuvoPHqUiI
id 176cc5d8-0a06-4a0c-a43c-238a562e5124
title ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ 15η ομιλία ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΖΕΗ /
spellingShingle ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ 15η ομιλία ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΖΕΗ /
publisher ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
url https://www.youtube.com/watch?v=RW7U4ElC9uo&list=PLITunReLRSuT9t2owFcyBY_GuvoPHqUiI
publishDate 2017
language el
thumbnail http://oava-admin-api.datascouting.com/static/06ce/7e47/f54d/2226/6aa6/d8f5/689e/9d85/06ce7e47f54d22266aa6d8f5689e9d85.jpg
organizationType_txt Δημόσιος τομέας
durationNormalPlayTime_txt 3760
genre Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
genre_facet Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
asr_txt Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Κύριε Βασιλάκη, πειράζει να κάθομαι, να είμαι καθυστή, με βοηθάει και λίγο να έχω σχέση με την εικόνα μέχρι να... Ωραία. Θα το χρειαστώ το πορτατήθι, γιατί η ώραση... Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα. Ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση, συγγνώμη διότι δεν έχουμε προβολέα. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο ίδιος προσωπικά είχα κλείσει αυτή την ημερομηνία και η πρόεδρος μας είχε στείλει και μία επιστολή και επιβεβαίωση. Έχουμε δει και προφορικά και γραπτά κλείσει την ημερομηνία, δυστυχώς κάποια παρανόηση έγινε από το Δήμο. Ο προβολέας που ήταν συνήθως εδώ είναι στον Άγιο Μάρκο και καθυστερήσαμε και στην... Ζητώ και πάλι συγγνώμη, ελπίζω η συνέχεια να σας αποζημιώσει. Ελπίζω μες στην πορεία να έχουμε προβολέα για να δούμε τις εικόνες που έχει ετοιμάσει η κυρία Ζεή. Θέλω να καλωσορίσω τον κ. Στέλιο Μαντζαπετάκη, πρώην βουλευτή Ιρακλίου και μέχρι πρότεινος πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Καζαντζάκη, τον κ. Γιάννη Σερπετσιδάκη, πρώην πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, τον κ. Νίκο Λεβεντάκη, πρώην πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, τον κ. Στέλιο Καστρινάκη, πρώην πρόεδρο του Διοικηγορικού Συλόγου, άπαντες τακτικοί επισκέπτες αυτών των ομιλιών. Χαιρετίζω εκ των ομιλτών μας τον κ. Κλεάνθη Σιδηρόπουλο, τον κ. Αντώνη Βασιλάκη, τον κ. Αντώνη Καρτσάκη. Και είναι πολύ τιμητικό ότι οι ομιλητές αυτών των εκδηλώσεων τιμούν τους συναδέλφους τους στις ομιλίες τους. Σήμερα θα προλογήσει η κ. Αλένα Τζεδάκη και θα συντονίσει η κ. Άρια Μαυρογιάννη, η οποία είναι φιλόλογος και μητέρα σύζυγος και μητέρα δύο αγωριών. Αυτό είναι επίσης σημαντικός τίτλος. Και πάλι σας καλωσορίζω εκ μέρους της προέδρομας της κ. Ανάς Παπαχρονάκη, της συντονιστικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής αυτών των εκδηλώσεων. Φίλες και φίλοι, σας καλωσορίζω στην επεισοδιακή 15η ομιλία του νέου κύκλου των ομιλιών που διοργανώνει η Ιράκλια Πρωτοβουλία με το γενικό τίτλο «Ο Μύτος της Αριάδνης», ξετυλίγοντας την ιστορία της πόλης του Ιρακλίου 20 χρόνια μετά. Δεν μας φτωούν οι δυσκολίες. Έχουμε χιούμορ, έχουμε υπομονή, θα το αντιμετωπίσουμε γι' αυτό. Θα ξεκινήσω συμφωνώντας με αυτό που είχε αναφέρει ο κ. Βασιλάκης κατά την έναρξη αυτού του κύκλου των ομιλιών, με θέμα την τοπική μας ιστορία, ότι δηλαδή η επιτυχία ενός κύκλου ομιλιών εξαρτάται πρωτίστως από το επίπεδο των ομιλιτών. Χαίρομαι λοιπόν που έχω την τιμή σήμερα να συντονίζω την ομιλία της εξέχουσας ιστορικού κυρίας Ελευθερίας Ζέη, που διδάχνει ως επίκουρη καθηγήτρια νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τόσο ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής του νέου μύτου της Αριάδνης, όσο και ως ιστορικός και φιλόλογος νιώθω μεγάλη χαρά που στη συγκυρία έναρξης της διδακτορικής μου διατριβής με ιστορικό υπόβαθρο την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, συντονίζω την απόψηνή ομιλία με τίτλο «Οι αόρατες πόλεις του Ιρακλίου κατά την Κρητική Πολιτεία», από μια ομιλίτρια που κατά ομολογία των φοιτητών της μαγεύει τα πλήθη. Χαίρομαι ακόμη γιατί την εξαίρετη ομιλίτριά μας θα προλογήσει η κυρία Λένα Τζεδάκη Αποστολάκη, φιλόλογος ιστορικός, επίτιμη σύμβουλος φιλολόγων, που αν και η ίδια ίσως δεν το θυμάται πια, χρόνια πριν, στην ίδια τούτη έθουσα, όταν σε ένα φιλολογικό συνέδριο είχα παρουσιάσει ένα εναλλακτικό τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας μέσα από την τέχνη, με είχε πλησιάσει και μου είχε πει, μη χάσεις ποτέ τη φαντασία σου, τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. Με μεγάλη συγκίνηση επιβεβαιώνω ότι δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια να αλλάξω όσο περνάει από το χέρι μου τα κακώς κείμενα και την καλό να προλογήσει την ομιλίτριά μας. Κυρία Τζεδάκη. Καθισμένη. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να προλογήσω τη σημερινή ομιλίτριά μας και συγχαίρω το Τμήμα Νέων της Ηράκλιας Πρωτοβουλίας για την πρωτοβουλία τους, να οργανώσει αυτή την εξαιρετική σειρά των διαλέξεων. Θα ξεκινήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του παλιού Μπαρμπέρη του Ηρακλίου, του Μανώλη Δερμιτζάκη, «Απόσο θυμούμαι το παλιό κάστρο, μια βόλτα στο Ηράκλιο των αρχών του 20ου αιώνα», που εκδόθηκε το 2008 από τον Αλέκο Δοκιμάκη σε επιμέλεια της Τασσούλας Μαρκομιχαλάκη. Γράφει λοιπόν ο Δερμιτζάκης «Σε τούτο το τσαρσί, αναφέρεται στο Βεζίρ τσαρσί, την περιοχή γύρω από τη σημερινή 25ης Αυγούστου, το 1902 η οικοδομή της Προκοπής δεν ήταν άλλη από το μεγάλο ξενοδοχείο και εστιατόριο του Δημητρού Τουζέι. Το ξενοδοχείο τούτο, με τη μοντέρνα εκείνου του καιρού φόρμα του και τον επιβλητικό του όγκο, έστεκε μεγαλόπρεπο ανάμεσα στα γραφεία και τα άλλα χαμηλοτάβανα μαγαζιά. Στο ξενοδοχείο του Δημητρού Τουζέι, με τα γυαλάκια πάνω στη μύτη και το κοντακινό του μπόι, ήρχονταν και έμεναν όλοι μεγαλουσιάνοι ξένοι μουσαφίριδες. Απόγονος αυτής της οικογένειας και της Μαρίκας Περδικογιάννη, είναι η Ελευθερία Ζέι, η οποία γεννήθηκε και μεγάλως στο Ιράκλιο. Η ίδια, όταν χρειάζεται να συντάξει ένα βιογραφικό σημείωμα, είναι εξαιρετικά λακωνική. Σε λάχιτες γραμμές, αναφέρεται μόνο στα πανεπιστήμια που σπούδασε, Αθήνα-Παρίσι, στα ιδρύματα που εργάζεται, πανεπιστήμιο Κρήτης Γαλλικό Εστιντούτου Αθηνών, και στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα κοινωνική και οικονομική ιστορία των νεότερων χρόνων. Θα σκεφτεί κανείς ότι κάπως έτσι θα πρέπει να συντάσετε ένα κουρίκλου μβίτε. Γνωρίζουμε όμως όλοι μας ότι αυτή η πρακτική δεν είναι η συνήθις. Στην ερευνητική της πορεία η Ελευθερία μελετά εξονυχιστικά τις σιωπές των πηγών. Όταν μιλάει όμως για τον εαυτό της, προτιμάται σιωπές. Έτσι, δεν αναφέρει ότι στο Παρίσι είχε σπουδαίους καθηγητές, όπως τον Σπύρο Αζραχά και την Ελένη Αρβελέρ. Ούτε ότι διδάχτηκε συστηματικά αθωμαϊκή ιστορία, τουρκική γλώσσα και λογοτεχνία. Δεν αναφέρει την πλούσια ερευνητική και διδακτική της εμπειρίας στο Εθνικό Ιδρύμα Έρευνων, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Ελληνικό Ενοικτό Πανεπιστήμιο, ούτε την παράλια εργασιακής ενασχόλησης, εκδόσεις, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση. Και το κυριότερο. Δεν αναφέρει το πολύπλευρο επιστημονικό της έργου, τις τέσσερες μονογραφίες της, τις σχεδόν πενήντα δημοσιευμένες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μελέτες της, τις μεταφράσεις βιβλίων και άρθρων, εννέα ιστοραιογραφικών και τριών παιδαγωγικών. Παραλείπει επίσης την παράλια επιστημονική της δραστηριότητα, της συμμετοχής σε ερευνητικά προγράμματα και επιστημονικά συνέδρια, της παρουσιάς και της επιμέλειας εκδόσεων, της δημόσιας ομιλίας της. Και αποσιωπά εντελώς την κοινωνική της δραστηριότητα, ως ενεργό μέλος σε πλήστες εταιρίες ιστορικών μελετών και ως μέλος επιστημονικών και συντακτικών επιτροπών, ειδικών περιοδικών ιστορικών εκδόσεων. Νησιώτης από γεννησιμιού της η Ελευθερία, από το ξεκινήμα της έθεσε ως επίκεντρο των ενδιαφερόντων της τη νησιωτικότητα με στείλση στα νησιά του Αρχιπελάγους και το νησί της Κρήτης. Ο χρονικός ορίζοντας των ερευνών της εκτείνεται από το 14ο στον 20ο αιώνα και κόσμος τους είναι ο μικρόκοσμος των νησιών, τόσο στον υπέθριο όσο και στον αστικό του χώρο. Στις μελέτες της εξετάζει τις ελλείψεις και τις επάρκειες των πρώτων ηλών, τις τοπικές αγορές και τα υπερτοπικά εμπορικά δίκτυα, τις πρακτικές των ελλείτ και των αρχώντων, τις αντιλήψεις και τις συνήθειες, τους φόβους και τις συμπεριφερές των ανθρώπων στους κρίσιμους νεότερους χρόνους. Παράλληλα ασχολείται με την αστική ιστοριογραφία και την ιστορία της ιστοριογραφίας, θέτοντας νέα ερωτήματα σχετικά με θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα της επιστήμης που διακονεί. Εργατική και επίμονη της αναζητής της ισαίη, χαρακτηρίζεται από τις πρωτότυπες αναγνώσεις των πηγών και τις ευρυματικές της συνάψεις. Ένα παράδειγμα. Όταν της ανατέθηκε η έκδοση μιας ιδιωτικής συλλογής κριτικών επιστολικών δελταρίων, η αλευθερία δεν αντιμετώπισε το υλικό της με στόχο μια νοσταλγική θεώρηση του παρελθόντος, αλλά ως ένα κλειστό αρχαιακό σύνολο που αφηγείται μια πολύ πλοκή ιστορία. Συνέπεια της οπτικής αυτής είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη που ανατέμνει τον κοινωνικό χώρο και τις περιπέτειες της φωτογραφίας στην Κρήτη, τη στιγμή της μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κρητική Πολιτεία και την Ένωση με την Ελλάδα. Ένα ακόμη παράδειγμα. Στο δημοσιευμένο από το Μενέλο Παρλαμά στα κριτικά χρονικά του 1947 ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κωζήρη, εντοπίζει τα χωρεία όπου καταγράφεται ένα περίεργο πείραμα. Σε αυτό ο συγγραφέας βάζει ένα περιστέρι να εποάσει αυγά όρνιθας. Με αφορμή την ημερολογιακή καταγραφή η Ελευθερία εξετάζει την παράδοση των αγροτικών πειραμάτων στην Ελλάδα και το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη από το 16 έως το 19ο αιώνα και συνδυάζει την παράδοση αυτή με την ανάδυση νέων οικονομικοκοινωνικών κατηγοριών στα τέλη του 18ου αλλά και των εθνικών ιδεολογιών κατά το 19ο αιώνα. Από το μερικό στο γενικό, από τη στιγμή στη μακρά διάρκεια, από το μικροτοπικό στη μεσογειακή λεκάνη και στο ελληνικό αρχιπέλαγος, από τον αγροτικό νησιωτικό χώρο στον τόπο της πολιτικής, από τις καλλιεργητικές πρακτικές στο χώρο της ιδεολογίας και των νοοτροπιών. Αυτά είναι τα προνομιακά παιδεία της ερευνητικής της δραστηριότητας. Είναι ευλογό ότι μια ερευνητική κατεύθυνση τέτοιου είδους προϋποθέτει την υιοθέτηση αυστηρής μεθοδολογίας, θυασώτης ενός δυναμικού διαλόγου ανάμεσα στις διανοητικές αιτημότητες του ιστορικού και της εποχής του και στις διαφορετικές συγχρονικές λογικές των πηγών, όπως η ίδια έχει καταθέσει. Καθώς και της προφανούς αλήθειας ότι η ιστορία γράφεται με τις πηγές, η Ελευθερία μελετά τη διεθνή ιστοριογραφία και τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο της πολιτικής και της κοινωνίας και συμμετέχει ενεργά στα καθημάς δρώμενο. Παράλληλα, εξετάζει με το μικροσκόπιο τις πηγές της, τις οποίες εμπλουτίζει διαρκώς με διαφορετικά κυπική λαχτεκμήρια. Ακούοντας και υπακούοντας τον παρόν τα χρόνο, συγγράφηκε τον κόσμο του παρελθόντος με διαρκές συγκρίσεις και συνεχής διασταυρώσεις διαφορετικού τύπου πηγών. Πλάι στα επίσημα γραπτά τεκμήρια, νομοθεσία, διοικητικές πράξεις, πληθυσμιακές καταγραφές, νοταριακά έγγραφα και άλλα, πλάι στα κατάστηχα και τα λογίες αρχαιακά σύνολα, μελετά σε βάθος χρόνου, την ατομική μαρτυρία, τη φωνή της λογοτεχνίας και τη φωνή της εικόνας, τα στοιχουργήματα και τις λαϊκές παραδόσεις. Και ως παιδί της γενιάς της, αλλά και μιας μακράς σειράς εξαιρετικών ιστορικών, ελέγχει τις επιβιώσεις στον χρόνο παλαιών πρακτικών και συνδέει τη διαμόρφωση νοοτροπιών. με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και ανακατατάξεις στο χώρο που μελετά κάθε φορά. Η ελευθερία ΖΕΙ ανήκει στη μεταπολητευτική γενιά των νέων ιστορικών. Τη γενιά που ζημόθηκε στα ελληνικά πανεπιστήμια, συνέχισε τις σπουδές στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, μπολιάστηκε με τις νέες αντιλήψεις για την κοινωνία και την επιστήμη της ιστορίας και στη συνέχεια πλούσια σε γνώση και εμπειρίες επιστρέφει τα τροφεία στο γενέθλιο τόπο. Προσινείς, φιλική και ακατάβλητη, ο παδός της συλλογικότητας και της ομαδικής δουλειάς, διαθέτει μια ουσιαστική κοινωνικότητα και ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τη ζωή και την τύχη των συγγενών, των φίλων, των συνεργατών, των φοιτητών της. Αυτό έχει ως συνέπεια η ελευθερία να απολαμβάνει την εκτίμηση και την αγάπη όλων μας. Κυρίες και κύριοι, προσπάθησα να συνθέσω μια γενική εικόνα της σημερινής μας ομιλήτριας, γι' αυτό και δεν ανέφερα καθόλου τίτλους μελετών ή βιβλίων της, πληροφορίες εξάλλου που εύκολα μπορεί να αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο. Έχοντας την υποψία ότι τα προλεγγευματικά πληροφορίες, θα θεωρηθούν από την ίδια ξέτερα και ίσως άσχετα με το στόχο των τερινών διαλέξεων, που με τόση επιτυχία οργάνωσε το τμήμα νέων της Ιράκκης Πρωτοβουλίας. Όμως για μένα, όταν παρακολουθώ μια διάλεξη, έχει σημασία ποιος ομιλεί, παράλληλα με το τι λέει για το θέμα. Υποθέτω ότι συμβαίνει το ίδιο σε πολλούς από εσάς. Ας ακούσουμε λοιπόν την εικόνα, για εσάς. Ας ακούσουμε λοιπόν τι θα μας πει η Ελευθερία Ζέι. Σας ευχαριστώ. Καλησπέρα σε όλες και όλους. Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Ευχαριστώ τους αντιοργανωτές που με κάλεσαν για αυτή την πρόσκληση. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ τους ομιλητές που με παρουσίασαν με τόσο υπερβολικά λόγια που δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου πια. Ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε και περιμένετε να αντιμετωπίσουμε τα τεχνικά προβλήματα που ελπίζουμε να τα λύσουμε μέχρι κάπου με έναν ικανοποιητικό τρόπο. Η περίοδος από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και την κριτική πολιτεία, δηλαδή τέλει η 19ου αρχές 20ου αιώνα, είναι μια εποχή ραγδαίων κοινωνικών, πολιτικών και εθνικών μετασχηματισμών τόσο στην Κρήτη όσο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, αλλά και μια περίοδος έντονων διανοητικών και ιδεολογικών διεργασιών ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο, στο ελληνικό κράτος και τις κριτικές κοινωνίες για την εθνική και πολιτική ένταξη του νησιού στο ελλαδικό κράτος, γνωστή ως Ένωση. Εδώ θα προσπαθήσουμε να δείξουμε με ποιους τρόπους οι μετασχηματισμοί και οι διαργασίες αυτές αποτυπώνονται στην πολεδομική ανασυγκρότηση του Ηρακλίου από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και στη σκέψη της εποχής για την πόλη, για τον αστικό χώρο, εκβάλλοντας τελικά στη δημιουργία διαφορετικών κοινωνικών τόπων και διαφορετικών ιστορικών βιωμάτων του αστικού χώρου που παραμένουν ακόμα και σήμερα αρκετά απ' αυτά αφανή, όχι μόνο στον επισκέπτη αλλά και στα μάτια των κατοίκων, των ίδιων των κατοίκων της πόλης. Σε αυτές τις ανακατατάξεις είναι πρωταρχικός ο ρόλος των δύσκολων σχέσεων μεταξύ Οθωμανικού παρελθόντος και Ελληνικού μέλλοντος του νησιού την περίοδο εκείνη. Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο και κυρίως στις σχέσεις μεταξύ Μουσουλμανικών και Χριστιανικών πληθυσμών στην Κρήτη κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκτός από τους εξισλαμισμένους χριστιανούς ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης αριθμούσε αρχικά τους λίγους Οθωμανούς Μουσουλμάνους που είχαν εγκατασταθεί στο νησί τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς και Μουσουλμάνους από άλλες περιοχές της Μεσογείου, Εθίωπες, Άραβες, Λίβιους κλπ. που είχαν εγκατασταθεί στη διάρκεια της Αιγυπτιακής κυριαρχίας και μετά, δηλαδή περίπου 1830-1840 και λίγο μετά. Η τελευταία αυτή περίοδος σήμανε και μια τομή για τους Μουσουλμάνους της Κρήτης καθώς άρχισε να μεταβάλλεται το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς των χριστιανών του νησιού, οι οποίοι αποκτούσαν νέα πολιτικά και διοικητικά προνόμια. Συγχρόνως εγγενιάζονταν σημαντικές τροποποίησης στον καθεστώς της διοκτησίας οι οποίες διατηρούνται στη συνέχεια από τους Οθωμανούς στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Ταζιμάτ. Έτσι, κατά τον 19ο αιώνα κατακερματίζονται σταδιακά οι Μουσουλμανικές γιές γιατί περνάνε στα χέρια των χριστιανών, οι οποίοι διησδύουν όλο και περισσότερο στην ύπεθρο του νησιού ενώ οι Μουσουλμάνοι τύνουν να περιορίζονται στις πόλεις. Τον αιώνα αυτό διαμορφώνονται δύο διακριτές κοινωνίες στο νησί. Μια χριστιανική κοινωνία που κυριαρχεί στην ενδοχώρα και μια Μουσουλμανική αστική ελίτ που με τη σειρά της διαχωρίζεται σαφώς από τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς αγροτικής προελεύσεως οι οποίοι έχοντας εκδιωκθεί από τη γη και τα χωριά τους στα τελευταία επαναστατικά κινήματα του 19ο αιώνα αναγκάζονται να μετακινηθούν μέσα στον οχυρό αστικό χώρο. Στο Ιράκλειο, το Μεγάλο Κάστρο, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο αλλά και στα φρούρια της Ούδας και της Πιναλόγκα. Αναζητώντας προστασία και ασφάλεια. Στις πόλεις μέσα αυτοί οι Μουσουλμανικοί πληθυσμοί σχηματίζουν σταδιακά ένα κατώτερο αστικό στρώμα που συγκεντρώνεται περισσότερο στις παρυφές των αστικών κέντρων σε λίγο πολύ απλές και φτωχικές συνοικίες και κατοικίες που δραστηριοποιούνται σιγά σιγά σε μικροεπαγγέλματα της πόλης και σε αγροτικές δραστηριότητες ενώ διαμορφώνει μια ξεχωριστή αστική κουλτούρα, έναν δικό του αστικό πολιτισμό. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης έχει μειωθεί κατά το ίμιση. Και ενώ οι Μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν ακόμα την πλειονότητα του αστικού πληθυσμού στο Ιράκλιο και το Ρέθιμνο, έχουν συρρικνωθεί δραματικά στην Ήπεθρο, κυρίως το ανατολικό τμήμα του νησιού. Η επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλίας, Ιταλίας, Αγγλίας αλλά και της Ρωσίας, καταλήγει, όπως ξέρουμε, στην καθίδρυση ενός αυτόνομου κρατικού μορφώματος στο νησί, υπό την ύπατη αρμοστία του πρίγκιπα Γεωργίου, με έδρα ταχανιά, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Κρήτης από τα μέσα ήδη του αιώνα. Η εγκαθίδρυση της κριτικής πολιτείας έφερε συμπαντικές θεσμικές αλλαγές, ό,τι αφορά το συνολικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς των Μουσουλμανικών πληθυσμών της Κρήτης, καθώς φάνηκε τουλάχιστον αρχικά να αποκαθιστά κάποιες ισορροπείες μεταξύ Μουσουλμανικής και Χριστιανικής κοινότητας. Ωστόσο, τα πολιτικά γεγονότα εκτός και εντός του νησιού στο γύρισμα του αιώνα, δηλαδή ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 97, η επανάσταση στο Θέρισο το 905, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, άφησαν να φανεί πόσο έφτραυστες ήταν οι ισορροπείες αυτές, συμβάλλοντας σε μια νέα, σοβαρή και μόνιμη πλέον διάβρωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών και την τελική αναχώρηση των Μουσουλμανών της Κρήτης το 1923. Ας επιστρέψουμε στον κριτικό αστικό χώρο. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και η οικονομική υπεροχή των χριστιανικών αστικών ελείττα από τα μέσα του 19ου αιώνα οδήγησαν στη διαμόρφωση πολιτικών δυνάμεων νέου τύπου που εκφράζουν νέες πολιτικές ιδεολογίες. Η προσωπικότητα του Βενιζέλου αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτού του νέου πολιτικού κόσμου που κάνει την εμφάνιση του στα τέλη του αιώνα στην Κρήτη. Έτσι λοιπόν γεννιέται, αναδίεται μια νεοτερική αστική κοινωνία που ξεφεύγει από τις θρησκευτικές και επαγγελματικές διακρίσεις της Οθωμανικής περιόδου και η οποία μετασχηματίζεται όπως και πολλές άλλες μεσογειακές αστικές κοινωνίες της περιόδου μέσα από την πολιτική και διανοητική της χειραφέτηση, την ανάπτυξη νέων μορφών συλλογικής οργάνωσης και δραστηριοτήτων όπως αθλητικούς συλλόγους, αστικά καρναβάλια και λοιπά, την εκβιομηχάνιση και τις ρυζικές αλλαγές της καταναλωτικής δομές, την εισαγωγή των αγροτικών δανείων, της αγροτικής πίστης, με τα σχηματισμοί που έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από τους ιστορικούς και μάλιστα από τους τοπικούς ιστορικούς του νησιού. Από την άλλη, στη διάρκεια της κρητικής πολιτείας, τα μεγαλάστικα κέντρα του νησιού, το Ιράκλιο, τα Χανιά και το Ρέθιμνο έγιναν οι κατεξοχήν αισθείες εγκαθίδρυσης νέων μορφών εξουσίας, οικονομικών θεσμών, διοικητικών θεσμών, δικαστικών θεσμών, εκπαιδευτικών και αστυνομικών θεσμών, οι οποίοι εσαρκώνουν τη λεγόμενη νεοκλασική πολιτεία του 19ου αιώνα, αφήνοντας τη σφραγίδα τους στον αστικό χώρο, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο. Στη νεοκλασική του σύλληψη, ο αστικός χώρος και οι αστικές τάξεις, οι τάξεις που τον κατοικούν, μετατρέπονται σε κεντρικούς πυρήνες κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, εκφέροντας μια νέα αντίληψη του δημόσιο χώρου, ο οποίος σχεδιάζεται πλέον και αποκτά νέες αρχιτεκτονικές εκφράσεις στις περισσότερες πόλεις της Μεσογείου. Έτσι λοιπόν και οι πόλεις της Κρήτης και οι κοινωνίες τους γίνονται ιδανική υποδοχής των νέων πολεδομικών ιδεών και προγραμμάτων που επεξεργάζεται τόσο το ελληνικό κράτος από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, όσο και η ίδια η οθωμανική ευτοκρατορία. Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων τανζιμάτ, ο σχεδιασμός και η οικοδόμηση των αστικών κέντρων της οθωμανικής επικράτειας, έχει αρχίσει ήδη από τα μέσα του αιώνα, μόνο που σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές, οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν ήταν μουσουλμάνοι, καθυστέρησαν να αποκτήσουν ένα ανεξάρτητο επαγγελματικό προφίλ και καθυστέρησαν επίσης να συσσωματωθούν στις ειδικές τους επαγγελματικές ενώσεις, διότι μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα η αυτοκρατορία τους συγκατάλεγε στα στρατιωτικά επαγγελματα. Από την άλλη, ήδη από τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα, από το 35 δηλαδή, στο ελληνικό κράτος είχαν εισαχθεί και εγκριθεί προγράμματα πολεοδομικού σχεδιασμού και αστικής ανικοδόμησης, που υλοποιούσαν κυρίως Γερμανοί και Γάλλοι αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ενώ από το 1850 οι πολεοδομικοί μετασχηματισμοί επεκτάθηκαν στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας, μεταβάλλοντας και τη σημασία των κέντρων αυτών μέσα στον αστικό ιστό του ελληνικού κράτους. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα 58 πόλεις του ελλαδικού χώρου γνώρισαν περισσότερες ή λιγότερες από αυτές τις πολεοδομικές αλλαγές. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της που η κρητική πόλη έχει διασταυρωθεί με τις νεοκλασικές πολιτικές και πολεοδομικές τάσεις. Ήδη από την περίοδο της αιγυπτιακής κυριαρχίας ο Μεχμέτ Αλή που ήταν γαλοθρεμένος, μάλιστα είχε σπουδάσει και είχε αποφυτήσει από το γαλλικό πολιτεχνείο, εισάγει μοντέλα κρατικής διακυβέρνησης νεοκλασικού τύπου, όπως ήταν τα κεντρικά συμβούλια των πόλεων που συγκεντρώνουν τις διαφορετικές εξουσίες, ακόμα ακόμα και την πρακτική της συνεδρίασης γύρω από τραπέζι, καθιστή συνεδρίασης γύρω από τραπέζι, που αντικατοπτρίζονται στα έργα επισκευής και ανικοδόμησης τα οποία επιχειρεί στον κρητικό αστικό χώρο, με τα αριθμίσεις που εισάγει περίπου την ίδια εποχή ή έχει ήδη εισαγάγει στην Αιγύπτο. Της ίδιες τάσεις εκφράζει και η απόδοση της αρχαίας ονομασίας Ηράκλειο στο Μεγάλο Κάστρο, πιθανότατα από λόγιος του ελλαδικού χώρου που αρχίζει να εμφανίζεται σε χρήση την περίοδο αυτή, με την οποία ωστόσο ο κόσμος της πόλης δεν εξηγώθηκε παρα πολύ αργότερα και μετά την ένταξη στο ελληνικό κράτος. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και πιθανότατα μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1856, ο δημόσιος χώρος του Μεγάλου Κάστρου σχεδιάζεται εκ νέου και ανυκοδομείται με πρωτοβουλία αρχικά των Μουσουλμάνων δημάρχων, οι οποίοι καλούν χριστιανούς αρχιτέκτονες από την Κωνσταντινούπολη για τη δουλειά αυτή. Έτσι, ο Κωνσταντινωπολίτης Αθανάσιος Μούσης, ηπειρώτης όμως στην καταγωγή, καλείται να αναλάβει την ανυκοδόμηση του Οθωμανικού Ιρακλείου που είχε καταστραφεί σε μεγάλο μέρος από το σεισμό. Έπρεπε να ξαναχτιστεί το Βεζίετ Ζαμή, ο σημερινός ναός του Αγίου Τίτου, κατά παραγγελία του Μεγάλου Βεζίερη Αλή Πασά. Το βλέπετε εδώ στην εικόνα. Να ξανασχεδιαστούν οι Οθωμανικοί στρατώνες στη θέση του σημερινού δικαστικού κτιρίου. Αλλά, να γίνουν και τα σχέδια για το νέο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, η ανέργερση του οποίου και η ανάδειξη του Αγίου ως πολίου χου αντανακλούν ακριβώς τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς της χριστιανικής άρχουσας τάξης της πόλης. Ανάλογες ανυκοδομήσεις γίνονται σε Οθωμανικά δημόσια κτίρια και στα άλλα αστικά κέντρα του νησιού. Προς τα τέλη του αιώνα, οι στέγες με το κόκκινο κεραμμύδι φαίνεται να εισβάλλουν δυναμικά στο αστικό τοπίο του Ηρακλίου, ζωντανεύοντας τη μελαγχολική μονοτονία που εμφανίζουν στα μάτια των δυτικών περιηγητών οι επίπεδες λευκές ταράτσες των μοσουλμανικών πόλεων της Μεσογείου, οι οποίες διακόπτονταν μόνο από τις κάθετες γραμμές των μηναρέδων και έκαναν τις πόλεις της Ανατολής, θα γράψει ως Ατοβριάνδος, να μοιάζουν με νεκροταφία. Ωστόσο, ο νεοκλασικισμός στην αστική πολοδομία καθιερώνεται επίσημα αργότερα, το 1901, με τον πολοδομικό νόμο της Κρητικής Πολιτείας, που αντιγράφει σχεδόν τον αντίστοιχο βαβαρικό νόμο του 1935 και το ελλαδικό πολοδομικό και αρχιτεκτονικό μοντέλο. Μοντέλο που εισάγεται από Αθηναίους αρχιτέκτονες και μηχανικούς πια, με πρωτοβουλία πλέον των χριστιανικών ελίτ της πόλης. Την περίοδο αυτή ανασχεδιάζονται και ανικοδομούνται λιγότερο ή περισσότερο, σύμφωνα με το ελλαδικό βαβαρικό μοντέλο, τα τρία κυριαστικά κέντρα του νησιού, το Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνο, ενώ στα Χανιά διαμορφώνεται και το προάστιο της Χαλέπας, όπου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, η οικία του Ήπα του Αρμοστή, που ονομάζεται Ανάκτορος στις φωτογραφίες της εποχής, και τα ευρωπαϊκά προξενεία, οι κατοικίες των προξένων που λειτουργούσαν ως προξενεία. Το 1909 ο νόμος της Κριτικής Πολιτείας Περισχεδίου Πόλεων, Κομοπόλεων και Χωρίων εγγενιάζει τις πρώτες ρυθμίσεις, με βάση της παραπάνω νεοκλασικές αρχές, αλλά και τη σχετική γραφειοκρατία που πλαισιώνει τις ρυθμίσεις αυτές, θεσμοθετώντας πλέον τις κρίσιμες μεταβολές στην αντίληψη του αστικού χώρου. Πρωταρχικά κριτήρια για την ανέαγερσικισμού είναι η εφορία της γύρω περιοχής. Υπάρχει οδικού δικτύου και οι κατάλληλες φυσικές συνθήκες, που σύμφωνα με την κυριαρχη νεοκλασική αντίληψη περιφήσεως, εξασφαλίζουν την υγιεινή διαβίωση των κατοικών, αέρας, ήλιος και φυσικές πηγές νερού. Πρωταρχική επίσης μέρημνα είναι η αποκατάσταση ενός συστήματος ύδρευσης, απορροής και αποχέτευσης, σε συνδυασμό με μια νέα οδοποία. Έτσι ανοίγονται φαρδείς δρόμοι με δεδροστιχίες, που χωρίζουν τις πόλεις σε οικοδομικά τετράγωνα και σε ευρύχωρους ανοιχτούς χώρους, πλατείες με δημόσιους κήπους και δημόσια κτίρια. Τα κύρια δημόσια κτίρια συγκεντρώνονται κατά κανόνα στην κεντρική πλατεία. Η βασική καινοτομία της νεοκλασικής πόλης είναι η χωροταξική συγκέντρωση των δημόσιων εξουσιών, ενώ στην παραδοσιακή Οθωμανική πόλη, ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται κατακερματισμένος ανάλογα με τις λειτουργίες του. Άλλο είναι η αγορά, άλλο είναι οι ταποθήκες. Συνήθως στην παραδοσιακή Οθωμανική πόλη, πριν τις νεοκλασικές μεταρρυθμίσεις, οι κατοικίες των Οθωμανών διοικητών είναι στα άκρα της πόλεως, για να αποφεύγουν τον κίνδυνο των ταραχών που δημιουργούνται στην αγορά από τον κόσμο τον επαγγελματικό. Με το νόμο του 1901, εισάγεται η έννοια της ζώνης των πόλεων, βάση της οποίας διακρίνεται πλέον ο καθαυτόαστικος χώρος, το κέντρο, από τα άκρα της πόλεως ή της αποκέντρου συνοικίας και από τα πέριξ η προάστια. Επίσης διακρίνεται ο αστικός από τον αγροτικό χώρο και τα αντίστοιχα κτίσματα, καθώς και μια ενδιάμεση η μη αγροτική οικοδομίσιμη ζώνη, που ορίζεται από τις όχθες των δημοσιών οδών, οι οποίες συνδέουν την πόλη με την ενδοχώρα της. Επιπλέον προσδιορίζεται και η διάκριση πόλεως, κόμις και χωρίου, με βάση στην έκταση της ζώνης του καθαυτόεικισμου. Η ζώνη της πόλης κοιμένεται μεταξύ 1300 μέτρων, το μέγιστο όριο έχει 400 μέτρων, το ελάχιστο, από την τελευταία εντός της Αγωικών εγκεκριμένη οικοδομική γραμμή, ενώ για την πόλη του Ηρακλείου η ζώνη αυτή εκτείνεται στα 3000 μέτρα κατεξέρεση. Οι αποκέντρες συνοικίες. Μέχρι 2 τον αριθμό για κάθε πόλη, ενώ προβλέπεται μόνο 1 για κάθε κόμι χωρίων, καθορίζονται με ξεχωριστό ηγεμονικό διάταγμα για κάθε οικισμό, που εκδίδεται κατόπιν αποφάσεως επιτροπής η οποία αποτελείται από τον νομομηχανικό, τον ομάρχη, τον έπαρχο, τον δήμαρχο, τον πρόεδρο των προκοτοδικών ή των ειρηνοδίκη και τον αστείατρο ή άλλων επιστήμονα γιατρό. Στη νέα αντίληψη της υγιούς πόλης, οι βενετικές οχυρώσεις μετατρέπονται σε ασφικτικό ανθηγεινό κλειό. Στο άρθρο 5 του 1ου κεφαλαίου ορίζεται ότι οχυρώματα, περιτυχίσματα, τείχι πόλεων, τάφρυ και πορχώματα και τα όμια, εμποδίζοντα την ελευθέραν των ανέμων κυκλοφορίας και πνοήν, πρέπει να αποφεύγονται, τα δε υπάρχοντα πρέπει βαθμιδόν να καταστρέφονται. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρέμβαση στις χρωματικές παραδόσεις της αστικής οικοδομικής με το επιχείρημα πάλι της εξυγίανσης. Απαγορεύεται δια το εξωτερικών των οικειών ο χρωματισμός αυτών διαλαμπρών και ζωηρών χρωμάτων, ο οποία το εριθρούν το βαθύ κίτρινο και το τελείως λευκόν, όπως και η ζωηρή ελαιοβαφέ και τα βερνίκια ως επιβλαβή στην όραση και την υγείαν των κατοίκων. Φαίνεται ότι η χρήση του ρόδινου ή οχροκίτρινου χρώματος στους εξωτερικούς τείχους των κτιρίων εγγραφόταν στα νεοκλασικά στοιχεία που διείσδισαν στην τοπική αρχιτεκτονική και μάλιστα στις αστικές ή μοιαστικές κατοικίες των ευπωρότερων χριστιανών, ενώ το κατάλευκο χρώμα που έδινε ο Ασβέστης στους τείχους πρέπει να ήταν χαρακτηριστικό των μουσουλμανικών πόλεων. Μάλιστα οι περιηγητές, οι οποίοι αντίθετα είναι ευαίσθητοι στις πολυχρωμίες, στην πολυχρωμία των ενδυμάτων, την πολυχρωμία της αρχιτεκτονικής στην Ανατολή, τον αναφέρουν ως προνόμιο της οθωμανικής άρχουσας τάξης, που πιθανόν συνδέεται και με τις δομές εκμετάλλευσης των οριχείων. Ο στόχος της νεοκλασικής οργάνωσης του αστικού χώρου που φαίνεται να εκφράζει ο νόμος του 1901 είναι ο εξυγχρονισμός και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της πόλης του νησιού, ώστε οι ανθρώπινες ζωές να είναι λιγότερο εκτεθειμένες. Εγγενιάζοντας ωστόσο αυτές τις διαδικασίες φυσικής κάθαρσης της πόλης από ανθηγηινές ουσίες, δραστηριότητες και επαφές, δυσάρεστες οσμές, θορύβους και αποτρόπαιες εικόνες, η πολεοδομική ρύθμιση του 1901 οριοθετεί αντίστοιχα και ανθηγηινούς κοινωνικούς χώρους, συμβάλλοντας την εγκαθίδριση ενός αναγκαίου κακού του εργοστασίου και ενός κακού προς αποφυγή της σωματικής και ψυχικής ασθένειας στη συλλογική αστική συνείδηση. Υγεία και νομιμότητα, ασθένεια και μη νομιμότητα εξισώνονται νομοθετικά και χωροταξικά. Νοσοκομεία και σωφρονιστήρια, φρενοκομεία, φυλακές, στρατώνες και λοιπά παρόμοια οικοδομήματα δέωνα ανεγείρονται όσο το δυνατό έξω της πόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα όρια της υγιούς, καθαρής πόλης σταματούν γενικά εκεί που αρχίζει εντωχώρα, στην αντίθετη κατεύθυνση από τη θάλασσα, με εξαίρεση της βορειοδικής συνυκείες του Ηρακλείου. Έτσι, ο όρος προάστιο φαίνεται να συνδέεται την εποχή εκείνη με τις ασθενείς και ακάθαρτες περιοχές. Ο ίδιος γνώμος οριοθετεί ως προάστιο τη Μεσκινιά, που συγκέντρωνε τους λεπρούς της πόλης του Ηρακλείου και δεν θα αργήσει ο εκτοπισμός τους στο λεπροκομείο της Πιναλόγγας το 1904. Ένα χρόνο πριν, το 1900, η Κριτική Πολιτεία με το διάταγμα Περιχαμετυπείων, είχε εκτοπίσει τους ήκους ανοχής μαζί με ολόκληρο τον κοινωνικό τους χώρο, στην αποκεντρική οικία του Λάκου, στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης του Ηρακλείου. Η κοινωνική οριοθέτηση μεταξύ υγιούς και ασθενούς αστικού χώρου, εκβάλλει τελικά στην κατασκευή της κυριότερης νόσου που απειλεί την αστική κοινωνία του 19ου αιώνα της φτώχιας. Η θεσμοθέτηση του διαγράμματος των οικισμών στον ίδιο νόμο, δηλαδή του σχεδίου πόλους, θα διαρρεματίσει τον ρόλο θεωρητικού κανονιστικού λόγου που θα νομιμοποιήσει μεταξύ άλλων μια επίσημη παραστατική γλώσσα για το νέο αστικό χώρο και κυρίως για τα όρια του νέου αστικού χώρου. Σύμφωνα με μια κυρίαρχη πολιτική λογική που στοχεύει στην εθνική ενοποίηση, οι αστικοί χώροι που συντερούν τη μνήμη των παραδοσιακών θρησκευτικών, εθνικών διακρίσεων υποβαθμίζονται κοινωνικά. Στις αποκέντρες συνοικίες του Λάκου και του Μουσουλμανικού Γκέτου, αν θέλετε επιστρέφετε λίγο στο προηγούμενο που είναι εδώ, γιατί το βλέπετε εκεί που είναι το Βέλος, κοντά στο Λάκο, του Ιρακλίου, κατέφευγαν πληθυσμοί που συχνά προέρχονταν από αγροτικά περιβάλλοντα, πληθυσμοί τόσο χριστιανικοί όσο και μουσουλμανικοί, που αναζητούσαν εργασία κυρίως στα σταφυδεργοστάσια και που διαμόρφωναν ιδιαίτερες πολιτισμικές νησίδες με εθνικά χαρακτηριστικά, με ισχυρή τη δημόσια παρουσία του γυναικείου πληθυσμού, χαρακτηριστικά που τους διέκριναν σαφώς από την κυριαρχιαστική κοινωνία, με την οποία ωστόσο διατηρούν σχέσεις, αλλά πάντα μέσα στα όρια του αποκέντρου και του κρυφού. Τα έχει μελετήσει πολύ καλά αυτά ο κοινωνιολόγος και συνάδελφος Γιάννη Ζαϊμάκη στην μελέτη του για το Λάκο του Ιρακλίου. Οι χριστιανοί τα είδες του Λάκου σέβονται τους μουσουλμάνους ομολόγους τους, ενώ στο μουσουλμανικό γκέτο που είδατε προηγουμένως στο χάρτη, οι χριστιανοί συνάπτουν σχέσεις με μουσουλμάνες, συχνάζουν στα μουσουλμανικά καφενεία και συμμετέχουν στις μουσουλμανικές γιορτές. Όταν όμως αυτά τα περιθεωριαπημένα στοιχεία επιχειρούν να ξεπεράσουν τα όρια της συγκύας τους και να διεσδίσουν στους χώρους κοινωνικότητας της κυρίαρχης χριστιανικής κοινωνίας, όπως είναι τα θέατρα, τα καφοδία και λοιπά, σκοντάφτουν πάνω στις απαγορεύσεις των θεσμών και την αντίδραση των χριστιανικών ελίτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωτογραφία είναι αυτή η μορφή μαρτυρίας της εποχής, σπάνια αποτυπώνει τις αποκέντρες ηλικίες του Ηρακλείου. Φωτογράφοι και καρποστάλ που κυκλοφορούν ευρύτατα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εκείνη την εποχή, προτιμούν αντίθετα να επιτυγχνύουν στον επισκέπτη τις νεοκλασικές όψεις της πόλης του Ηρακλείου. Πλατείες, δημόσια κτίρια, δέντροφυτευμένες λεωφόρους και προβλήτες λιμανιών. Αν στις αποκέντρες συνικίες οι εθνικές κουλτούρες αναμυγνύονται, στην καρδιά της πόλης οι διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές ομάδες καταλαμβάνουν τους δικούς τους χώρους, τα σύνορα των οποίων σπάνια τολμούν να δρασκελίσουν. Η πλατεία των τριών καμαρών είναι η επικράτεια των χριστιανών αστών που κάνουν τον περίπατό τους τις Κυριακές και πίνουν τον καφέ τους στα δικά τους καφενεία και στα δικά τους ζαχαροπλαστεία. Τα παλαιά βενετικά τείχη είναι αντίθετα ο χώρος του κυριακάτικου περιπάτου των μουσουλμάνων γυναικών που βγαίνουν με τα παιδιά και το οικιακό προσωπικό, δηλαδή με όλο το χαρέμι βόλτα, να κάνουν τη βόλτα τους πάνω στα τείχη και να χαζέψουν τους χριστιανούς κάτω στην πλατεία χωρίς ωστόσο να ανακατεύονται με αυτούς. Ενώ η περιοχή του λιμανιού το παράδειγμα είναι από την πλατεία της Φλάτζιας στα Χανιά γιατί δεν βρήκα σε καλή ανάλυση την αντίστοιχη εικόνα από τα βενετικά τείχη του Ηρακλείου. Ενώ η περιοχή του λιμανιού του Ηρακλείου είναι το βασίλειο των μουσουλμάνων χαμάλιδων και των αρμενιων εμπόρων. Η παρουσία των αγγλικών στρατευμάτων στην πόλη του Ηρακλείου μόνο συγκυριακά διαεριγνεί αυτά τα κοινωνικά στεγανά του νεοκλασσικού αστικού χώρου με τις στρατιωτικές χρήσεις των τειχών και τις μεταβολές που φέρνουν στην κοινωνικότητα του Λάκου με τα καινούργια μπαρ και τα μεγαλαιπίβολα εγγλέζικα ονόματα που ανοίγουν εκείνη την εποχή. Είναι φανερό ότι ο πολεοδομικός νόμος και οι επιχειρήσεις ανοικοδόμησης του Ηρακλείου έφεραν καταρχήν ρυζικές αλλαγές στη βενετοοθωμανική δομή της πόλης. Γνωρίζουμε ότι η οθωμανική εγκατάσταση διατήρησε γενικά το βενετικό πολεοδομικό ιστό, ενώ περίφημος χάρτης του Μέτ Μίλερ εδώ, και τη χρήση των βενετικών οχυρώσεων παρεμένοντας εν μέρη μόνο στο κλασικό σταυροειδές σχήμα της βενετικής πόλης. Ο αστικός χώρος του Οθωμανικού Χανδάκα του 17ου αιώνα οργανώνεται με βάση το σύστημα των επαγγελματικών συντεχνιών που, ιρήστω εν παρόδο, ήταν μικτές στην αρχή αλλά τύνουν να γίνουν αμυγούς μουσουλμανικές κατά τα μέσα του 18ου αιώνα. Κάθε επαγγελματική συντεχνία καταλαμβάνει ένα δρόμο, τσαρσί, ή μια συνοικία, πράγμα που εξυπηρετούσε τη γεωγραφική συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων και των μηχανισμών της Οθωμανικής αγοράς αλλά και τον φορολογικό της έλεγχο. Έτσι, σύμφωνα με τις πηγές, η αγορά του Χανδάκα παρουσίαζε τη μορφή τεσσάρων ακτινοτών οδικών αρτηριών που ξεκινούσαν από την κεντρική πύλη του βενετικού τείχους και οριοθετούσαν πέντε τσαρσί, δηλαδή πέντε εμπορικούς δρόμους. Το βυζίρ τσαρσί κατά μήκος της βενετικής Ρούγκα Μαΐστρα του Σεδού Μαρτύρων σήμερα. Το δρόμο κατά μήκος της βενετικής Στράντα Λάργκα που είναι ο δός καλοκαιρινού σήμερα. Το ΑΓΑ τσαρσί που ήταν τα χασάπικα από την πλατεία του Βαλιδέ Τζαμί, δηλαδή την πλατεία Κορνάρου μέχρι το Μεϊντάνιο που γινόταν και εβδομαδιάτικο παζάρι. Το τσαρσί του ΑΓΑ των Γεννητσάνων στην πλατεία Νικηφόρου Φωκά και το τσαρσί του Μαχμούτ ΑΓΑ, η Σεϊτάν Ογγλού αργότερα, πάλι από την πλατεία Νικηφόρου Φωκά μέχρι την οδό 1866. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε και για τη συζήτηση μετά, χωρίς να επεκταθούμε ωστόσο, πως οι μεταβολές στα ονόματα των εμπορικών δρόμων από τον 18ο στο 19ο αιώνα φαίνεται να αντανακλούν τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς των μουσουλμανικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν στον αστικό χώρο. Έτσι, παραδείγματος χάρη, η μεταβολή του οικονομικού ρόλου των Γεννητσάρων στην αγορά του Χάνδακα, αντανακλά στη μετενομοσία του εμπορικού τους δρόμου από τσαρσί του ΑΓΑ των Γεννητσάρων σε κισλά, που σημαίνει στρατόνα. Λόγω της νέας σημασίας των οθωμανικών στρατών και της στρατιωτικής σχολής που ανεγείρεται, όπως είπαμε, τον 19ο αιώνα μέσα ακριβώς στο πλαίσιο των οθωμανικών νεοκλασικισμών. Θα επιμείνουμε τώρα λίγο περισσότερο σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο του παραδοσιακού οθωμανικού αστικού χώρου του Χάνδακα, που ήταν από τα πρώτα τα οποία καταργούνται στα πλαίσια των νεοκλασικών πολιδομικών μετασχηματισμών και που γύρω από αυτό ξετυλείται μια μακριά συζήτηση που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδεολογική συγκρότηση του αστικού χώρου. Στο άρθρο 8 του νόμου του 1901 διαβάζουμε. «Οι εξέχοντες της οικοδομικής γραμμής υπόστεγοι εξώστε, κοινός κι όσκια, απαγορεύονται στα σωδούς οποιοδήποτε πλάτος. Ομοίως απαγορεύεται η κατασκευή αψίδων και υποστέγων διόνς μικρύνεται το αρχικό πλάτος των οδών». Ο λόγος προφανώς για τις γνωστές ξύλινες κατασκευές που προστάτευαν τα εισόγεια μαγαζιά στα ορθομανικά τσαρτσαρσού, στα ορθομανικούς επολικούς δρόμους και που χρησιμοποιούσαν συγχρόνως για να στηρίζουν και ένα δεύτερο όροφο που ήταν κατοικίες συνήθως. Και αφετέρου για τα ορθογόνια κλειστά τμήματα που εξέχουν καθέτος στην πρόσωψη του κτιρίου. Εδώ έχετε παραδείγματα από τις άλλες πόλεις της Κρήτης αλλά θα περάσουμε και στο Ιράκλη. Καθώς οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν γενικά πάνω στην υπάρχουσα αστική δομή, οι ξύλινες αυτές κατασκευές άλλοτε προσθέθηκαν στις προσώψεις των κτιρίων, των εμπορικών και άλλων δημόσια κτιρίων της Βενετίας, της βενετικής περιόδου, ή κτίστηκαν κάτω από τις στοές που περιέβαλαν τις πλατείες, όπως ήταν οι στοές γύρω από την περίφημη Κρίνη του Μοροζίνη. Εδώ έχετε αυτό το σύλληνο κατασκεύασμα, αποφεύγω να το πω σαχνισία ακόμη γιατί μπαίνει μέσα στη συζήτηση, που είναι στο κονάκι του Μιζάι, φαίνεται και βαμμένο τώρα σήμερα και είναι ανακενισμένο, προχωρήσετε λίγο αν θέλετε. Και εδώ φαίνεται γύρω στις στοές της Κρίνης του Μοροζίνη που έχει αναμορφωθεί, όπως βλέπετε, έχει κλείσει στη μουσουλμανική περίοδο. Και λίγο παρακάτω αν θέλετε, νομίζω ότι βλέπετε τα στέγαστρα. Όταν ο Αυστριακός περιγητής Ζίμπερ επισκέπτεται το Χάνδακα στις αρχές του 19ου αιώνα, τις περιγράφει αυτές τις κατασκευές ως ξύλινα στέγαστρα που φέρουν μπροστά εμπορικές αποθήκες και τα καταστήματα. Ενώ όταν αργότερα το 1834 ο Σκοτ έρχεται στο Χάνδακα, της περιγράφει ως μεγάλες προεξέχουσες στέγες που φέρουν τα μονόροφα κτίρια, οι οποίες στηρίζονται σε ξύλινους τύλους σχηματίζοντας ένα είδος τοάς κατά μήκος του δρόμου. Οι κατασκευές αυτές ήταν από στυλβωμένο κυπαρισόξυλο ή καριδιά, ξυλοκαριδιάς και άστραφταν κάτω από τον ήλιο σύμφωνα με τη ματυρία του Θρασίβουλου Μαρκίδη που αναπαραγάγει η Ευαγγελία Φραγκάκη. Η συνέχεια της τοάς διακοπτόταν όμως απότομα όταν δεν υπήρχε δεύτερος όροφος όπως στην περίπτωση του Βιζιετς Αρσή. Μια αρχιτεκτονική λύση που κατά τον Νίκο Σταυρινίδι ωστόσο έκανε τα μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους της πόλης να μοιάζουν με μικρά σιπταράκια στη σειρά. Ο νόμος του 1901 καταργεί λοιπόν αυτό το τυπικό στοιχείο της Οθωμανικής πόλης με το επιχείρημα ότι περιορίζει τον ωφέλιμο αστικό χώρο και δεν συνάδει με το νεοκλασικό ιδεώδες της Ευάαιρης και Ευήλίας πόλης. Η απαγόρευση αυτή που αντιγράφει αντίστοιχες απαγορευτικές διατάξεις και του βαβαρικού πολυδομικού μνόμου διαρρυγνεί την ιστορική συνέχεια του αστικού χώρου και ξεσηκώνει μια συζήτηση των λόγιων κύκλων της πόλης και όχι μόνο η οποία πιθανότατα έχει αρχίσει και από πιο πριν πάνω σε αυτό το θέμα και η οποία αναζωπηρώνεται στα μέσα του 20ου αιώνα. Το ζήτημα ήταν οι εθνικές καταβολές αυτού του αρχιτεκτονικού στοιχείου που καθόριζαν και τους όρους διατήρησης ή κατάργησής του. Οι μελετητές της λεγόμενης παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα κληρονόμη μιας ελληνοκεντρικής ματιάς της λαογραφίας του 19ου ανάγουν την πρακτική των ξύλινων στεγάστρων στα αρχιελλονικά ρωμαϊκά πρότυπα και αργότερα στα βυζαντινά αρχιτεκτονικά πρότυπα όταν άρχισε να ανακτά το κύρος της η Βυζαντινή περίοδος και οι βυζαντινές μελέτες στην ελληνική σκέψη. Τα πρότυπα του εξώστη, του σολάριου ή λιακού, τα οποία ονομάστηκαν ταυλώτα ή ταυλάτα ή σανιδωτά όταν άρχισαν να κατασκευάζονται από ξύλο τον 11ο αιώνα. Λόγω στενότητας της πόλης της βυζαντινής αυτοκατορίας εγκαταλείφθηκαν οι εξώστες του ισογείου που στηρίζονταν στο δρόμο και υιοθετήθηκαν τα ορθογόνια περιφραγμένα τμήματα που εξήχαν καθέτους στην πρόσωψη του κτιρίου αυτά που σήμερα ξέρουμε ως αχνισιά. Η εξάβυβλος του Αρμενόπουλου, που είναι η πιο τρέχουσα σύνοψη βυζαντινού δικαίου πριν από την άλλωση, στο κείμενο περικενοτομιών του επαρχικού, που ήταν ένα έργο των αρχών του 10ου αιώνα, με συγχωρείτε για το κτισμένο χώρο, κάνει τη διάκριση μεταξύ σολαρίων που είναι οι εξώστες στο δρόμο και η λιακού που είναι η κατασκευή κάθετη στην πρόσωψη. Στο ελληνικό κείμενο των Ασύζων της Ερουσαλήμ και της Κύπρου, η Ασύζες ήταν μια σύνθεση φεουδαλικού και βυζαντινού δικαίου που ήταν σε ισχύ στη Λατινική Ανατολή, αναφέρεται αντίστοιχα το εξοπέταστον. Εξάλλου, ευρωπαίοι ελληνολάτρες βυζαντινολόγοι των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ήταν ο Διλ, θεωρούν ότι η βενετσιανική λέξη λότζια προέρχεται από το λιάγκο, παραθωρά του ελληνικού λιακωτού. Το επιχείρημα περί ελληνικής βυζαντινής καταγωγής των ξύλινων αυτών κατασκευών φαίνεται ότι διχάζει και τους λογίους της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην υπόθεση περί βυζαντινής καταγωγής που υποστηρίζουν, αντιτίθεται ο Νίκος Σταυρινίδης, ο οποίος μιλάει αργότερα για ανατολική τουρκική προέλευση αυτών των κατασκευών και με αυτό νοιάζει να συμφωνεί και μια σύγχρονη ιστοριαγραφία που αποδίδει την ονομασία σαχνισή σε σξύλινες κάθετες των εξωτερικών τείχων κατασκευές, ανάγοντας τον όρο αυτό στα αραβικά ισλαμικά κανονιστικά κείμενα του 10ου αιώνα για την πόλη ή στον οθωμανικό αστικό χώρο των Βαλκανίων. Μια συζήτηση που συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η μελέτη της βενετικής αρχιτετωνικής ξαναφέρνει τη συζήτηση πίσω στις κλασικές καταβολές του βενετικού σολάριο στα βενετικά μνημεία της πόλης, ενώ σύγχρονοι ιστορικοί της αρχιτετωνικής υποστηρίζουν ότι τα αραβικά κείμενα που κάνουν λόγο για το σαχνισή είναι διασκευές από αντίστοιχα Βυζαντινά. Στην ιστορικο-ειδεολογική αντίληψη των λογίων του Ηρακλείου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ωστόσο, η μεταβολή στη μορφή και τις χρήσεις των βενετσιανικών χώρων που επέφερε η προστίκη αυτών των ξύλινων στεγάστρων σημειώνει πολιτισμική έκπτωση. Το Ηράκλειο έγινε αφορείτως τουρκικών, θα σχολιάσει ο Θρασίβουλος Μαρκίδης, ενώ αργότερα ο Νίκος Σταυρινίδης θα υποστηρίξει το δυτικό-βενετικό πολεοδομικό ιδεόδες στη θέση του ανατολικο-οθωμανικού πολιτισμού της Παράγγας, εντός της Αγωικών, που στένεψε τους δρόμους και δημιούργησε μια πόλη χωρίς πλατείες όταν εγκαταστάθηκαν οι Οθωμανοί. Το έτος εκείνο, 1763, ένας Πασάς του Μεγάλου Κάστρου, Κιαμίλα Αχμετ Πασάς, εγκατέστησε 16 παράγγες γύρω από την κρίνη του Μοροζίνη. Κι έτσι η πλατεία αυτή έχασε πια τη σημασία της και έγινε από την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου Επενετοκρατίας μια συνοικία παραγγών στην καρδιά της πολιτείας του Κάστρου. Το ίδιο συνέβη και λίγο αργότερα και στη σημερινή πλατεία Νικηφόρου Φωκά, όπου είχαν εγκατασταθεί τα λαχανοπολία με πάρα πολλές άθλιες παράγγες. Αντίθετα, ο Δυτικός Περιγητής του 19ου αιώνα, πιθανόν συνεπαρμένος και από το κλίμα του Οριενταλισμού, πιστεύει ότι χωρίς τις παράγγες αυτές η πόλη θα είχε άθλια και πληκτική όψη. Αφενός, η νεοκλασική αντίληψη του δημόσιου χώρου και της αστικής κοινωνίας που τον χρησιμοποιεί και αφετέρου ιδεολογική υποτίμηση του οθωμανικού παρεθόντος και της αισθητικής αποτυπωσής του στον αστικό χώρο, είχαν ως αποτέλεσμα να εξελινιστεί ή να εκβυζαντινιστεί η Οθωμανική πόλη του Ηρακλείου. Βλέπετε εδώ το πολύ γνωστό αυτό οθωμανικό μνημείο πλέον, το οποίο έχει αποκατασταθεί, που στις αρχές του 20ου αιώνα έχει φωτογραφηθεί σε μια κάτω προστάλη που κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη με λεζάντα «Βυζαντινή εν Ιρακλείο» και στα γαλλικά η ίδια λεζάντα. Είχε λοιπόν ως αποτέλεσμα να εξελινιστεί η Οθωμανική πόλη του Ηρακλείου, την οποία καταδίκασαν στη σιωπή όταν δεν την αφάνισαν εντελώς οι πολιτικές της οικοδομικής ανάπτυξης της πόλης στο 2ο μισό του 20ου αιώνα. Εδώ βλέπετε ότι το μνημείο αυτό που σήμερα πλέον έχει αποκατασταθεί, αλλά χωρίς καμία διάκριση για το περιτίνος πρόκειται, είναι μια κρίνι με ένας πολύ ιδιαίτερου τύπου, είναι κρίμα που δεν είναι εδώ συνάδελφοι Οθωμανίοι ιστορικοί να σας τα εξηγήσουν καλύτερα, με ένας πολύ ιδιαίτερο τύπου ζεμπίλ, δηλαδή ήταν μια κρίνι που είχε ένα ολόκληρο σύστημα παροχής νερού με ειδικό υπάλληλο ο οποίος φρόντισε για αυτή την παροχή νερού, είναι δίπλα στην κρίνι Μπέμπο, σήμερα οι μελετητές της Οθωμανικής ιστορίας ξεθάβουν με δυσκολία τα λιγωστά ύχνη που έχουν απομείνει, μέλη κτιρίων που έχουν κρυφτεί ανώνυμα πίσω από νεότερες κατασκευές σε άγνωστες γωνίας της πόλης ή κατασκευές που επισκεάζονται από μνημεία που ανήκουν σε ένα πιο ένδοξο και πολιτισμένο βενετικό παρελθόν και που ο αστός ο επισκέπτης τα προσπερνά ανήποπτος. Είχα την τύχη πολύ πρόσφατα, μετά από μια συνάντηση που είχε το τμήμα εδώ πριν από τις γιορτές στο Ηράκλειο, να συμμετέχω να παρακολουθήσω την περιήγηση που είχε έκανε ο συνάδελφος οθωρικός οθωμανολόγος Ηλίας Κολοβός στα αυτά τα όρατα ηθωμανικά μνημεία του Ηρακλείου και πραγματικά έμεινα άφωνη με το πόσα πράγματα δεν ήξερα για αυτές τις γωνίες της πόλης. Εδώ βλέπετε ήδη στον Άγιο Τίτο, βλέπετε με το βέλος να δείξετε την γραμμή εδώ απάνω του οθωμανικού μπαρόκ και ο ίδιος ακόμη και ο θόλος της εκκλησίας σήμερα θεωρείται ότι είναι διατηρημένος από το θόλος του παλιού τζαμιού που έχει εσωματωθεί στη Φυσιανική Εκκλησία. Αυτό που εδώ όμως θα ήθελα να υπογραμμίσω είναι ότι η βία ειρήξη με τον ιστορικό αστικό χώρο που αντιπροσωπεύει το κράτος του 19ου αιώνα, ιδιαίτερη έκφραση του οποίου υπήρξε η Κριτική Πολιτεία, εξυπηρέτησε κυρίως τους δημιουργούς αυτού του κράτους, τις χριστιανικές ελίτες που φιλοδοξούσαν να οικιοποιηθούν εκ νέου τον μουσουλμανικό αστικό χώρο, όχι μόνο παίρνοντας στα χέρια τους τα μουσουλμανικά ακίνητα, αλλά κυρίως μέσω της εθνικής ιδιοποίησης του ιστορικού παρελθόντος της Κριτικής Πόλης, τόσο του Οθωμανικού, όσο και του Βενετικού παρελθόντος και των πολοδομικών και χωρικών εκφράσεών του, εν ώψη βέβαια της Ένωσης με το ελληνικό κράτος. Τόσο οι τοπικές κοινωνίες αντιστέκονται συνήθως στο νεότερο κράτος διαμορφώνοντας τα δικά τους παιδεία και δίκτυα εξουσίας, τα προγράμματα πολοδομικής αναμόρφωσης δεν ολοκληρώθηκαν πάντα, δημιουργώντας έτσι έναν ανάμυκτο ιστορικά, πολιτισμικά και αισθητικά αστικό χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Εδώ είναι κάτι που δεν υπάρχει πια, το Βαλιδέ Τζαμί. Συγκρατήστε το γιατί θα το συναντήσουμε παρακάτω με έναν άλλο τρόπο να υπάρχει. Από την άλλη, διαδικασίες εθνικής συγκρότησης συντελούνται συχνά εκτός των τοπικών κοινωνιών και των ταυτότητων τους. Το ξέρουμε από την ταραχώδη ιστορία της μετονομασίας των οικισμών στο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα. Το βλέπουμε και στις επιβιώσεις της αστικής τοπονομίας του Ηρακλίου. Μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, η συλλογική χρήση συντηρούσε ακόμα ονομασίες του αστικού χώρου που προέρχονταν από την πολιτισμική αφομοίωση του οθωμανικού παρελθόντος. Η σημερινή πλατεία Κορνάρου συνέχισε να ονομάζεται Βαλιδέ Τζαμί μέχρι πρόσφατα. Ονόμαζαν Αχτάρικα τη δεξιά πλευρά της πλατείας του Νιγηφόρου Φωκά, όπου βρίσκονταν τα φαρμακία και αρωματοπορία της οθωμανικής πόλης. Χρησιμοποιούσαν την ονομασία Τελάληκα για να προσδιορίσουν την πλευρά απέναντι από την κρίνη του Μοροζίνη, δηλαδή με τα λιοντάρια, γιατί εκεί συναντιόταν οι μουσουλμάνοι τελάληδες του Χανδάκα του 19ου αιώνα αυτήν τόσο χαρακτηστική φωνή των πόλεων της Ανατολής. Ή ονόμαζαν Μεζάρια την περιοχή μεταξύ Χανιόπορτας και Μασταμπά, όπου υπήρχε άλλοτε το τουρκικό νεκροταφείο. Τέλος, η γνωστή σε όλους χρήση του όρου τάπια, που σημαίνει προμαχώνας και που δηλώνει διάφορες θέσεις της βενετικής οχείρωσης ακόμα και σήμερα, υποδεικνύει ότι η προφορική παράδοση παραμένει ακόμα προσελωμένη στη μνήμη της οθωμανικής οικιοποίησης του βενετικού αστικού χώρου, καθώς αντιστέκεται στις βίαιες ρήξεις των συνεχειών της. Ας θυμηθούμε και πάλι κλείνοντας, παρά το ότι δεν θα συμφωνούσε απόψε μαζί μας, αυτόν τον ευαίσθητο ιδεολόγο της συνέχειας, τον Νίκος Σταυρινίδη, που πίστευε ότι η εισαγωγή των φινικόδενδρων προχωρήσετος στο Μεγάλο Κάστρο, χαρακτηριστική λεπτομέρεια των μεσογειακών νεοκλασικισμών, ξερίζωνε βία μια συνέχεια του αστικού τοπίου και της αστικής κοινωνικότητας τα πλατάνια της πόλης που έριχναν τη σκιά τους στους καφενέδες και στις κρίνες, σβήνοντας συγχρόνως και έναν κοινό τόπο τραυματικής μνήμης της πόλης. Τις καθημερινές και δώσει εικόνες των κρεμασμένων στα κλαδιά των πλατανιών χριστιανών και μουσουλμάνων, στους οποίους η Οθωμανική όπως και η Αιγυπτιακή δικαιοσύνη χάριζε τον κοινωνικά κατώτερο ταπεινωτικό θάνατο του απαγχονισμού. Σας ευχαριστώ πολύ. Εμείς σας ευχαριστούμε κύριε Αζέι. Καταπληκτική παρουσίαση στα μημεία του Ηρακλείου. Αθέατες πλευρές της πόλης έγιναν δικές μας μέσα από τις υπέροχες εικόνες σας και τη φανταστική αφήγηση. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την αυριανή ομιλία πριν δώσω τον λόγο για πιθανές ερωτήσεις. Πρόκειται η για ομιλία του κ. Θεοχάριδε Τωράκη ο μότοιμου καθηγητή Βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης «Συσμή και λοιμή στο Χάνδακα κατά τη Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία. Οι μαρτυρίες των πηγών». Τώρα, όποιος θέλει, μπορεί να απευθύνει ερωτήσεις στην ομιλία μας. Είστε ντροπαλή? Στους μαθητές μου λέω ότι θα σας κάνω εγώ απορίες, αν δεν μου κάνετε εσείς. Αν δεν υπάρχουν απορίες ή αν δεν θέλει κανένας να κάνει παρέμβαση, θα λήξω τη σημερινή ομιλία. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήρθατε. Να είστε καλά. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ.
_version_ 1782816328493563904
description : Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Κύριε Βασιλάκη, πειράζει να κάθομαι, να είμαι καθυστή, με βοηθάει και λίγο να έχω σχέση με την εικόνα μέχρι να... Ωραία. Θα το χρειαστώ το πορτατήθι, γιατί η ώραση... Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα. Ζητώ συγγνώμη για την καθυστέρηση, συγγνώμη διότι δεν έχουμε προβολέα. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο ίδιος προσωπικά είχα κλείσει αυτή την ημερομηνία και η πρόεδρος μας είχε στείλει και μία επιστολή και επιβεβαίωση. Έχουμε δει και προφορικά και γραπτά κλείσει την ημερομηνία, δυστυχώς κάποια παρανόηση έγινε από το Δήμο. Ο προβολέας που ήταν συνήθως εδώ είναι στον Άγιο Μάρκο και καθυστερήσαμε και στην... Ζητώ και πάλι συγγνώμη, ελπίζω η συνέχεια να σας αποζημιώσει. Ελπίζω μες στην πορεία να έχουμε προβολέα για να δούμε τις εικόνες που έχει ετοιμάσει η κυρία Ζεή. Θέλω να καλωσορίσω τον κ. Στέλιο Μαντζαπετάκη, πρώην βουλευτή Ιρακλίου και μέχρι πρότεινος πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Καζαντζάκη, τον κ. Γιάννη Σερπετσιδάκη, πρώην πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου, τον κ. Νίκο Λεβεντάκη, πρώην πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, τον κ. Στέλιο Καστρινάκη, πρώην πρόεδρο του Διοικηγορικού Συλόγου, άπαντες τακτικοί επισκέπτες αυτών των ομιλιών. Χαιρετίζω εκ των ομιλτών μας τον κ. Κλεάνθη Σιδηρόπουλο, τον κ. Αντώνη Βασιλάκη, τον κ. Αντώνη Καρτσάκη. Και είναι πολύ τιμητικό ότι οι ομιλητές αυτών των εκδηλώσεων τιμούν τους συναδέλφους τους στις ομιλίες τους. Σήμερα θα προλογήσει η κ. Αλένα Τζεδάκη και θα συντονίσει η κ. Άρια Μαυρογιάννη, η οποία είναι φιλόλογος και μητέρα σύζυγος και μητέρα δύο αγωριών. Αυτό είναι επίσης σημαντικός τίτλος. Και πάλι σας καλωσορίζω εκ μέρους της προέδρομας της κ. Ανάς Παπαχρονάκη, της συντονιστικής επιτροπής και της οργανωτικής επιτροπής αυτών των εκδηλώσεων. Φίλες και φίλοι, σας καλωσορίζω στην επεισοδιακή 15η ομιλία του νέου κύκλου των ομιλιών που διοργανώνει η Ιράκλια Πρωτοβουλία με το γενικό τίτλο «Ο Μύτος της Αριάδνης», ξετυλίγοντας την ιστορία της πόλης του Ιρακλίου 20 χρόνια μετά. Δεν μας φτωούν οι δυσκολίες. Έχουμε χιούμορ, έχουμε υπομονή, θα το αντιμετωπίσουμε γι' αυτό. Θα ξεκινήσω συμφωνώντας με αυτό που είχε αναφέρει ο κ. Βασιλάκης κατά την έναρξη αυτού του κύκλου των ομιλιών, με θέμα την τοπική μας ιστορία, ότι δηλαδή η επιτυχία ενός κύκλου ομιλιών εξαρτάται πρωτίστως από το επίπεδο των ομιλιτών. Χαίρομαι λοιπόν που έχω την τιμή σήμερα να συντονίζω την ομιλία της εξέχουσας ιστορικού κυρίας Ελευθερίας Ζέη, που διδάχνει ως επίκουρη καθηγήτρια νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τόσο ως μέλος της οργανωτικής επιτροπής του νέου μύτου της Αριάδνης, όσο και ως ιστορικός και φιλόλογος νιώθω μεγάλη χαρά που στη συγκυρία έναρξης της διδακτορικής μου διατριβής με ιστορικό υπόβαθρο την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, συντονίζω την απόψηνή ομιλία με τίτλο «Οι αόρατες πόλεις του Ιρακλίου κατά την Κρητική Πολιτεία», από μια ομιλίτρια που κατά ομολογία των φοιτητών της μαγεύει τα πλήθη. Χαίρομαι ακόμη γιατί την εξαίρετη ομιλίτριά μας θα προλογήσει η κυρία Λένα Τζεδάκη Αποστολάκη, φιλόλογος ιστορικός, επίτιμη σύμβουλος φιλολόγων, που αν και η ίδια ίσως δεν το θυμάται πια, χρόνια πριν, στην ίδια τούτη έθουσα, όταν σε ένα φιλολογικό συνέδριο είχα παρουσιάσει ένα εναλλακτικό τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας μέσα από την τέχνη, με είχε πλησιάσει και μου είχε πει, μη χάσεις ποτέ τη φαντασία σου, τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα. Με μεγάλη συγκίνηση επιβεβαιώνω ότι δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια να αλλάξω όσο περνάει από το χέρι μου τα κακώς κείμενα και την καλό να προλογήσει την ομιλίτριά μας. Κυρία Τζεδάκη. Καθισμένη. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να προλογήσω τη σημερινή ομιλίτριά μας και συγχαίρω το Τμήμα Νέων της Ηράκλιας Πρωτοβουλίας για την πρωτοβουλία τους, να οργανώσει αυτή την εξαιρετική σειρά των διαλέξεων. Θα ξεκινήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του παλιού Μπαρμπέρη του Ηρακλίου, του Μανώλη Δερμιτζάκη, «Απόσο θυμούμαι το παλιό κάστρο, μια βόλτα στο Ηράκλιο των αρχών του 20ου αιώνα», που εκδόθηκε το 2008 από τον Αλέκο Δοκιμάκη σε επιμέλεια της Τασσούλας Μαρκομιχαλάκη. Γράφει λοιπόν ο Δερμιτζάκης «Σε τούτο το τσαρσί, αναφέρεται στο Βεζίρ τσαρσί, την περιοχή γύρω από τη σημερινή 25ης Αυγούστου, το 1902 η οικοδομή της Προκοπής δεν ήταν άλλη από το μεγάλο ξενοδοχείο και εστιατόριο του Δημητρού Τουζέι. Το ξενοδοχείο τούτο, με τη μοντέρνα εκείνου του καιρού φόρμα του και τον επιβλητικό του όγκο, έστεκε μεγαλόπρεπο ανάμεσα στα γραφεία και τα άλλα χαμηλοτάβανα μαγαζιά. Στο ξενοδοχείο του Δημητρού Τουζέι, με τα γυαλάκια πάνω στη μύτη και το κοντακινό του μπόι, ήρχονταν και έμεναν όλοι μεγαλουσιάνοι ξένοι μουσαφίριδες. Απόγονος αυτής της οικογένειας και της Μαρίκας Περδικογιάννη, είναι η Ελευθερία Ζέι, η οποία γεννήθηκε και μεγάλως στο Ιράκλιο. Η ίδια, όταν χρειάζεται να συντάξει ένα βιογραφικό σημείωμα, είναι εξαιρετικά λακωνική. Σε λάχιτες γραμμές, αναφέρεται μόνο στα πανεπιστήμια που σπούδασε, Αθήνα-Παρίσι, στα ιδρύματα που εργάζεται, πανεπιστήμιο Κρήτης Γαλλικό Εστιντούτου Αθηνών, και στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα κοινωνική και οικονομική ιστορία των νεότερων χρόνων. Θα σκεφτεί κανείς ότι κάπως έτσι θα πρέπει να συντάσετε ένα κουρίκλου μβίτε. Γνωρίζουμε όμως όλοι μας ότι αυτή η πρακτική δεν είναι η συνήθις. Στην ερευνητική της πορεία η Ελευθερία μελετά εξονυχιστικά τις σιωπές των πηγών. Όταν μιλάει όμως για τον εαυτό της, προτιμάται σιωπές. Έτσι, δεν αναφέρει ότι στο Παρίσι είχε σπουδαίους καθηγητές, όπως τον Σπύρο Αζραχά και την Ελένη Αρβελέρ. Ούτε ότι διδάχτηκε συστηματικά αθωμαϊκή ιστορία, τουρκική γλώσσα και λογοτεχνία. Δεν αναφέρει την πλούσια ερευνητική και διδακτική της εμπειρίας στο Εθνικό Ιδρύμα Έρευνων, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, στο Ελληνικό Ενοικτό Πανεπιστήμιο, ούτε την παράλια εργασιακής ενασχόλησης, εκδόσεις, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση. Και το κυριότερο. Δεν αναφέρει το πολύπλευρο επιστημονικό της έργου, τις τέσσερες μονογραφίες της, τις σχεδόν πενήντα δημοσιευμένες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό μελέτες της, τις μεταφράσεις βιβλίων και άρθρων, εννέα ιστοραιογραφικών και τριών παιδαγωγικών. Παραλείπει επίσης την παράλια επιστημονική της δραστηριότητα, της συμμετοχής σε ερευνητικά προγράμματα και επιστημονικά συνέδρια, της παρουσιάς και της επιμέλειας εκδόσεων, της δημόσιας ομιλίας της. Και αποσιωπά εντελώς την κοινωνική της δραστηριότητα, ως ενεργό μέλος σε πλήστες εταιρίες ιστορικών μελετών και ως μέλος επιστημονικών και συντακτικών επιτροπών, ειδικών περιοδικών ιστορικών εκδόσεων. Νησιώτης από γεννησιμιού της η Ελευθερία, από το ξεκινήμα της έθεσε ως επίκεντρο των ενδιαφερόντων της τη νησιωτικότητα με στείλση στα νησιά του Αρχιπελάγους και το νησί της Κρήτης. Ο χρονικός ορίζοντας των ερευνών της εκτείνεται από το 14ο στον 20ο αιώνα και κόσμος τους είναι ο μικρόκοσμος των νησιών, τόσο στον υπέθριο όσο και στον αστικό του χώρο. Στις μελέτες της εξετάζει τις ελλείψεις και τις επάρκειες των πρώτων ηλών, τις τοπικές αγορές και τα υπερτοπικά εμπορικά δίκτυα, τις πρακτικές των ελλείτ και των αρχώντων, τις αντιλήψεις και τις συνήθειες, τους φόβους και τις συμπεριφερές των ανθρώπων στους κρίσιμους νεότερους χρόνους. Παράλληλα ασχολείται με την αστική ιστοριογραφία και την ιστορία της ιστοριογραφίας, θέτοντας νέα ερωτήματα σχετικά με θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα της επιστήμης που διακονεί. Εργατική και επίμονη της αναζητής της ισαίη, χαρακτηρίζεται από τις πρωτότυπες αναγνώσεις των πηγών και τις ευρυματικές της συνάψεις. Ένα παράδειγμα. Όταν της ανατέθηκε η έκδοση μιας ιδιωτικής συλλογής κριτικών επιστολικών δελταρίων, η αλευθερία δεν αντιμετώπισε το υλικό της με στόχο μια νοσταλγική θεώρηση του παρελθόντος, αλλά ως ένα κλειστό αρχαιακό σύνολο που αφηγείται μια πολύ πλοκή ιστορία. Συνέπεια της οπτικής αυτής είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη που ανατέμνει τον κοινωνικό χώρο και τις περιπέτειες της φωτογραφίας στην Κρήτη, τη στιγμή της μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κρητική Πολιτεία και την Ένωση με την Ελλάδα. Ένα ακόμη παράδειγμα. Στο δημοσιευμένο από το Μενέλο Παρλαμά στα κριτικά χρονικά του 1947 ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Κωζήρη, εντοπίζει τα χωρεία όπου καταγράφεται ένα περίεργο πείραμα. Σε αυτό ο συγγραφέας βάζει ένα περιστέρι να εποάσει αυγά όρνιθας. Με αφορμή την ημερολογιακή καταγραφή η Ελευθερία εξετάζει την παράδοση των αγροτικών πειραμάτων στην Ελλάδα και το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Ευρώπη από το 16 έως το 19ο αιώνα και συνδυάζει την παράδοση αυτή με την ανάδυση νέων οικονομικοκοινωνικών κατηγοριών στα τέλη του 18ου αλλά και των εθνικών ιδεολογιών κατά το 19ο αιώνα. Από το μερικό στο γενικό, από τη στιγμή στη μακρά διάρκεια, από το μικροτοπικό στη μεσογειακή λεκάνη και στο ελληνικό αρχιπέλαγος, από τον αγροτικό νησιωτικό χώρο στον τόπο της πολιτικής, από τις καλλιεργητικές πρακτικές στο χώρο της ιδεολογίας και των νοοτροπιών. Αυτά είναι τα προνομιακά παιδεία της ερευνητικής της δραστηριότητας. Είναι ευλογό ότι μια ερευνητική κατεύθυνση τέτοιου είδους προϋποθέτει την υιοθέτηση αυστηρής μεθοδολογίας, θυασώτης ενός δυναμικού διαλόγου ανάμεσα στις διανοητικές αιτημότητες του ιστορικού και της εποχής του και στις διαφορετικές συγχρονικές λογικές των πηγών, όπως η ίδια έχει καταθέσει. Καθώς και της προφανούς αλήθειας ότι η ιστορία γράφεται με τις πηγές, η Ελευθερία μελετά τη διεθνή ιστοριογραφία και τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο της πολιτικής και της κοινωνίας και συμμετέχει ενεργά στα καθημάς δρώμενο. Παράλληλα, εξετάζει με το μικροσκόπιο τις πηγές της, τις οποίες εμπλουτίζει διαρκώς με διαφορετικά κυπική λαχτεκμήρια. Ακούοντας και υπακούοντας τον παρόν τα χρόνο, συγγράφηκε τον κόσμο του παρελθόντος με διαρκές συγκρίσεις και συνεχής διασταυρώσεις διαφορετικού τύπου πηγών. Πλάι στα επίσημα γραπτά τεκμήρια, νομοθεσία, διοικητικές πράξεις, πληθυσμιακές καταγραφές, νοταριακά έγγραφα και άλλα, πλάι στα κατάστηχα και τα λογίες αρχαιακά σύνολα, μελετά σε βάθος χρόνου, την ατομική μαρτυρία, τη φωνή της λογοτεχνίας και τη φωνή της εικόνας, τα στοιχουργήματα και τις λαϊκές παραδόσεις. Και ως παιδί της γενιάς της, αλλά και μιας μακράς σειράς εξαιρετικών ιστορικών, ελέγχει τις επιβιώσεις στον χρόνο παλαιών πρακτικών και συνδέει τη διαμόρφωση νοοτροπιών. με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και ανακατατάξεις στο χώρο που μελετά κάθε φορά. Η ελευθερία ΖΕΙ ανήκει στη μεταπολητευτική γενιά των νέων ιστορικών. Τη γενιά που ζημόθηκε στα ελληνικά πανεπιστήμια, συνέχισε τις σπουδές στα πανεπιστήμια της Ευρώπης, μπολιάστηκε με τις νέες αντιλήψεις για την κοινωνία και την επιστήμη της ιστορίας και στη συνέχεια πλούσια σε γνώση και εμπειρίες επιστρέφει τα τροφεία στο γενέθλιο τόπο. Προσινείς, φιλική και ακατάβλητη, ο παδός της συλλογικότητας και της ομαδικής δουλειάς, διαθέτει μια ουσιαστική κοινωνικότητα και ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τη ζωή και την τύχη των συγγενών, των φίλων, των συνεργατών, των φοιτητών της. Αυτό έχει ως συνέπεια η ελευθερία να απολαμβάνει την εκτίμηση και την αγάπη όλων μας. Κυρίες και κύριοι, προσπάθησα να συνθέσω μια γενική εικόνα της σημερινής μας ομιλήτριας, γι' αυτό και δεν ανέφερα καθόλου τίτλους μελετών ή βιβλίων της, πληροφορίες εξάλλου που εύκολα μπορεί να αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο. Έχοντας την υποψία ότι τα προλεγγευματικά πληροφορίες, θα θεωρηθούν από την ίδια ξέτερα και ίσως άσχετα με το στόχο των τερινών διαλέξεων, που με τόση επιτυχία οργάνωσε το τμήμα νέων της Ιράκκης Πρωτοβουλίας. Όμως για μένα, όταν παρακολουθώ μια διάλεξη, έχει σημασία ποιος ομιλεί, παράλληλα με το τι λέει για το θέμα. Υποθέτω ότι συμβαίνει το ίδιο σε πολλούς από εσάς. Ας ακούσουμε λοιπόν την εικόνα, για εσάς. Ας ακούσουμε λοιπόν τι θα μας πει η Ελευθερία Ζέι. Σας ευχαριστώ. Καλησπέρα σε όλες και όλους. Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Ευχαριστώ τους αντιοργανωτές που με κάλεσαν για αυτή την πρόσκληση. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ τους ομιλητές που με παρουσίασαν με τόσο υπερβολικά λόγια που δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου πια. Ευχαριστώ πάρα πολύ που ήρθατε και περιμένετε να αντιμετωπίσουμε τα τεχνικά προβλήματα που ελπίζουμε να τα λύσουμε μέχρι κάπου με έναν ικανοποιητικό τρόπο. Η περίοδος από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και την κριτική πολιτεία, δηλαδή τέλει η 19ου αρχές 20ου αιώνα, είναι μια εποχή ραγδαίων κοινωνικών, πολιτικών και εθνικών μετασχηματισμών τόσο στην Κρήτη όσο και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, αλλά και μια περίοδος έντονων διανοητικών και ιδεολογικών διεργασιών ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο, στο ελληνικό κράτος και τις κριτικές κοινωνίες για την εθνική και πολιτική ένταξη του νησιού στο ελλαδικό κράτος, γνωστή ως Ένωση. Εδώ θα προσπαθήσουμε να δείξουμε με ποιους τρόπους οι μετασχηματισμοί και οι διαργασίες αυτές αποτυπώνονται στην πολεδομική ανασυγκρότηση του Ηρακλίου από τα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και στη σκέψη της εποχής για την πόλη, για τον αστικό χώρο, εκβάλλοντας τελικά στη δημιουργία διαφορετικών κοινωνικών τόπων και διαφορετικών ιστορικών βιωμάτων του αστικού χώρου που παραμένουν ακόμα και σήμερα αρκετά απ' αυτά αφανή, όχι μόνο στον επισκέπτη αλλά και στα μάτια των κατοίκων, των ίδιων των κατοίκων της πόλης. Σε αυτές τις ανακατατάξεις είναι πρωταρχικός ο ρόλος των δύσκολων σχέσεων μεταξύ Οθωμανικού παρελθόντος και Ελληνικού μέλλοντος του νησιού την περίοδο εκείνη. Θα ήθελα να ξεκινήσω με μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο και κυρίως στις σχέσεις μεταξύ Μουσουλμανικών και Χριστιανικών πληθυσμών στην Κρήτη κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκτός από τους εξισλαμισμένους χριστιανούς ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης αριθμούσε αρχικά τους λίγους Οθωμανούς Μουσουλμάνους που είχαν εγκατασταθεί στο νησί τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς και Μουσουλμάνους από άλλες περιοχές της Μεσογείου, Εθίωπες, Άραβες, Λίβιους κλπ. που είχαν εγκατασταθεί στη διάρκεια της Αιγυπτιακής κυριαρχίας και μετά, δηλαδή περίπου 1830-1840 και λίγο μετά. Η τελευταία αυτή περίοδος σήμανε και μια τομή για τους Μουσουλμάνους της Κρήτης καθώς άρχισε να μεταβάλλεται το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς των χριστιανών του νησιού, οι οποίοι αποκτούσαν νέα πολιτικά και διοικητικά προνόμια. Συγχρόνως εγγενιάζονταν σημαντικές τροποποίησης στον καθεστώς της διοκτησίας οι οποίες διατηρούνται στη συνέχεια από τους Οθωμανούς στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Ταζιμάτ. Έτσι, κατά τον 19ο αιώνα κατακερματίζονται σταδιακά οι Μουσουλμανικές γιές γιατί περνάνε στα χέρια των χριστιανών, οι οποίοι διησδύουν όλο και περισσότερο στην ύπεθρο του νησιού ενώ οι Μουσουλμάνοι τύνουν να περιορίζονται στις πόλεις. Τον αιώνα αυτό διαμορφώνονται δύο διακριτές κοινωνίες στο νησί. Μια χριστιανική κοινωνία που κυριαρχεί στην ενδοχώρα και μια Μουσουλμανική αστική ελίτ που με τη σειρά της διαχωρίζεται σαφώς από τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς αγροτικής προελεύσεως οι οποίοι έχοντας εκδιωκθεί από τη γη και τα χωριά τους στα τελευταία επαναστατικά κινήματα του 19ο αιώνα αναγκάζονται να μετακινηθούν μέσα στον οχυρό αστικό χώρο. Στο Ιράκλειο, το Μεγάλο Κάστρο, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο αλλά και στα φρούρια της Ούδας και της Πιναλόγκα. Αναζητώντας προστασία και ασφάλεια. Στις πόλεις μέσα αυτοί οι Μουσουλμανικοί πληθυσμοί σχηματίζουν σταδιακά ένα κατώτερο αστικό στρώμα που συγκεντρώνεται περισσότερο στις παρυφές των αστικών κέντρων σε λίγο πολύ απλές και φτωχικές συνοικίες και κατοικίες που δραστηριοποιούνται σιγά σιγά σε μικροεπαγγέλματα της πόλης και σε αγροτικές δραστηριότητες ενώ διαμορφώνει μια ξεχωριστή αστική κουλτούρα, έναν δικό του αστικό πολιτισμό. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης έχει μειωθεί κατά το ίμιση. Και ενώ οι Μουσουλμάνοι αντιπροσωπεύουν ακόμα την πλειονότητα του αστικού πληθυσμού στο Ιράκλιο και το Ρέθιμνο, έχουν συρρικνωθεί δραματικά στην Ήπεθρο, κυρίως το ανατολικό τμήμα του νησιού. Η επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλίας, Ιταλίας, Αγγλίας αλλά και της Ρωσίας, καταλήγει, όπως ξέρουμε, στην καθίδρυση ενός αυτόνομου κρατικού μορφώματος στο νησί, υπό την ύπατη αρμοστία του πρίγκιπα Γεωργίου, με έδρα ταχανιά, πρωτεύουσα της Οθωμανικής Κρήτης από τα μέσα ήδη του αιώνα. Η εγκαθίδρυση της κριτικής πολιτείας έφερε συμπαντικές θεσμικές αλλαγές, ό,τι αφορά το συνολικό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς των Μουσουλμανικών πληθυσμών της Κρήτης, καθώς φάνηκε τουλάχιστον αρχικά να αποκαθιστά κάποιες ισορροπείες μεταξύ Μουσουλμανικής και Χριστιανικής κοινότητας. Ωστόσο, τα πολιτικά γεγονότα εκτός και εντός του νησιού στο γύρισμα του αιώνα, δηλαδή ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 97, η επανάσταση στο Θέρισο το 905, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, άφησαν να φανεί πόσο έφτραυστες ήταν οι ισορροπείες αυτές, συμβάλλοντας σε μια νέα, σοβαρή και μόνιμη πλέον διάβρωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών και την τελική αναχώρηση των Μουσουλμανών της Κρήτης το 1923. Ας επιστρέψουμε στον κριτικό αστικό χώρο. Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και η οικονομική υπεροχή των χριστιανικών αστικών ελείττα από τα μέσα του 19ου αιώνα οδήγησαν στη διαμόρφωση πολιτικών δυνάμεων νέου τύπου που εκφράζουν νέες πολιτικές ιδεολογίες. Η προσωπικότητα του Βενιζέλου αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δείγμα αυτού του νέου πολιτικού κόσμου που κάνει την εμφάνιση του στα τέλη του αιώνα στην Κρήτη. Έτσι λοιπόν γεννιέται, αναδίεται μια νεοτερική αστική κοινωνία που ξεφεύγει από τις θρησκευτικές και επαγγελματικές διακρίσεις της Οθωμανικής περιόδου και η οποία μετασχηματίζεται όπως και πολλές άλλες μεσογειακές αστικές κοινωνίες της περιόδου μέσα από την πολιτική και διανοητική της χειραφέτηση, την ανάπτυξη νέων μορφών συλλογικής οργάνωσης και δραστηριοτήτων όπως αθλητικούς συλλόγους, αστικά καρναβάλια και λοιπά, την εκβιομηχάνιση και τις ρυζικές αλλαγές της καταναλωτικής δομές, την εισαγωγή των αγροτικών δανείων, της αγροτικής πίστης, με τα σχηματισμοί που έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια από τους ιστορικούς και μάλιστα από τους τοπικούς ιστορικούς του νησιού. Από την άλλη, στη διάρκεια της κρητικής πολιτείας, τα μεγαλάστικα κέντρα του νησιού, το Ιράκλιο, τα Χανιά και το Ρέθιμνο έγιναν οι κατεξοχήν αισθείες εγκαθίδρυσης νέων μορφών εξουσίας, οικονομικών θεσμών, διοικητικών θεσμών, δικαστικών θεσμών, εκπαιδευτικών και αστυνομικών θεσμών, οι οποίοι εσαρκώνουν τη λεγόμενη νεοκλασική πολιτεία του 19ου αιώνα, αφήνοντας τη σφραγίδα τους στον αστικό χώρο, ιδιαίτερα στη Μεσόγειο. Στη νεοκλασική του σύλληψη, ο αστικός χώρος και οι αστικές τάξεις, οι τάξεις που τον κατοικούν, μετατρέπονται σε κεντρικούς πυρήνες κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας, εκφέροντας μια νέα αντίληψη του δημόσιο χώρου, ο οποίος σχεδιάζεται πλέον και αποκτά νέες αρχιτεκτονικές εκφράσεις στις περισσότερες πόλεις της Μεσογείου. Έτσι λοιπόν και οι πόλεις της Κρήτης και οι κοινωνίες τους γίνονται ιδανική υποδοχής των νέων πολεδομικών ιδεών και προγραμμάτων που επεξεργάζεται τόσο το ελληνικό κράτος από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, όσο και η ίδια η οθωμανική ευτοκρατορία. Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων τανζιμάτ, ο σχεδιασμός και η οικοδόμηση των αστικών κέντρων της οθωμανικής επικράτειας, έχει αρχίσει ήδη από τα μέσα του αιώνα, μόνο που σύμφωνα με τους ειδικούς μελετητές, οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν ήταν μουσουλμάνοι, καθυστέρησαν να αποκτήσουν ένα ανεξάρτητο επαγγελματικό προφίλ και καθυστέρησαν επίσης να συσσωματωθούν στις ειδικές τους επαγγελματικές ενώσεις, διότι μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα η αυτοκρατορία τους συγκατάλεγε στα στρατιωτικά επαγγελματα. Από την άλλη, ήδη από τα πρώτα χρόνια της αντιβασιλείας και της βασιλείας του Όθωνα, από το 35 δηλαδή, στο ελληνικό κράτος είχαν εισαχθεί και εγκριθεί προγράμματα πολεοδομικού σχεδιασμού και αστικής ανικοδόμησης, που υλοποιούσαν κυρίως Γερμανοί και Γάλλοι αρχιτέκτονες και μηχανικοί, ενώ από το 1850 οι πολεοδομικοί μετασχηματισμοί επεκτάθηκαν στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας, μεταβάλλοντας και τη σημασία των κέντρων αυτών μέσα στον αστικό ιστό του ελληνικού κράτους. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα 58 πόλεις του ελλαδικού χώρου γνώρισαν περισσότερες ή λιγότερες από αυτές τις πολεοδομικές αλλαγές. Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της που η κρητική πόλη έχει διασταυρωθεί με τις νεοκλασικές πολιτικές και πολεοδομικές τάσεις. Ήδη από την περίοδο της αιγυπτιακής κυριαρχίας ο Μεχμέτ Αλή που ήταν γαλοθρεμένος, μάλιστα είχε σπουδάσει και είχε αποφυτήσει από το γαλλικό πολιτεχνείο, εισάγει μοντέλα κρατικής διακυβέρνησης νεοκλασικού τύπου, όπως ήταν τα κεντρικά συμβούλια των πόλεων που συγκεντρώνουν τις διαφορετικές εξουσίες, ακόμα ακόμα και την πρακτική της συνεδρίασης γύρω από τραπέζι, καθιστή συνεδρίασης γύρω από τραπέζι, που αντικατοπτρίζονται στα έργα επισκευής και ανικοδόμησης τα οποία επιχειρεί στον κρητικό αστικό χώρο, με τα αριθμίσεις που εισάγει περίπου την ίδια εποχή ή έχει ήδη εισαγάγει στην Αιγύπτο. Της ίδιες τάσεις εκφράζει και η απόδοση της αρχαίας ονομασίας Ηράκλειο στο Μεγάλο Κάστρο, πιθανότατα από λόγιος του ελλαδικού χώρου που αρχίζει να εμφανίζεται σε χρήση την περίοδο αυτή, με την οποία ωστόσο ο κόσμος της πόλης δεν εξηγώθηκε παρα πολύ αργότερα και μετά την ένταξη στο ελληνικό κράτος. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και πιθανότατα μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1856, ο δημόσιος χώρος του Μεγάλου Κάστρου σχεδιάζεται εκ νέου και ανυκοδομείται με πρωτοβουλία αρχικά των Μουσουλμάνων δημάρχων, οι οποίοι καλούν χριστιανούς αρχιτέκτονες από την Κωνσταντινούπολη για τη δουλειά αυτή. Έτσι, ο Κωνσταντινωπολίτης Αθανάσιος Μούσης, ηπειρώτης όμως στην καταγωγή, καλείται να αναλάβει την ανυκοδόμηση του Οθωμανικού Ιρακλείου που είχε καταστραφεί σε μεγάλο μέρος από το σεισμό. Έπρεπε να ξαναχτιστεί το Βεζίετ Ζαμή, ο σημερινός ναός του Αγίου Τίτου, κατά παραγγελία του Μεγάλου Βεζίερη Αλή Πασά. Το βλέπετε εδώ στην εικόνα. Να ξανασχεδιαστούν οι Οθωμανικοί στρατώνες στη θέση του σημερινού δικαστικού κτιρίου. Αλλά, να γίνουν και τα σχέδια για το νέο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, η ανέργερση του οποίου και η ανάδειξη του Αγίου ως πολίου χου αντανακλούν ακριβώς τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς της χριστιανικής άρχουσας τάξης της πόλης. Ανάλογες ανυκοδομήσεις γίνονται σε Οθωμανικά δημόσια κτίρια και στα άλλα αστικά κέντρα του νησιού. Προς τα τέλη του αιώνα, οι στέγες με το κόκκινο κεραμμύδι φαίνεται να εισβάλλουν δυναμικά στο αστικό τοπίο του Ηρακλίου, ζωντανεύοντας τη μελαγχολική μονοτονία που εμφανίζουν στα μάτια των δυτικών περιηγητών οι επίπεδες λευκές ταράτσες των μοσουλμανικών πόλεων της Μεσογείου, οι οποίες διακόπτονταν μόνο από τις κάθετες γραμμές των μηναρέδων και έκαναν τις πόλεις της Ανατολής, θα γράψει ως Ατοβριάνδος, να μοιάζουν με νεκροταφία. Ωστόσο, ο νεοκλασικισμός στην αστική πολοδομία καθιερώνεται επίσημα αργότερα, το 1901, με τον πολοδομικό νόμο της Κρητικής Πολιτείας, που αντιγράφει σχεδόν τον αντίστοιχο βαβαρικό νόμο του 1935 και το ελλαδικό πολοδομικό και αρχιτεκτονικό μοντέλο. Μοντέλο που εισάγεται από Αθηναίους αρχιτέκτονες και μηχανικούς πια, με πρωτοβουλία πλέον των χριστιανικών ελίτ της πόλης. Την περίοδο αυτή ανασχεδιάζονται και ανικοδομούνται λιγότερο ή περισσότερο, σύμφωνα με το ελλαδικό βαβαρικό μοντέλο, τα τρία κυριαστικά κέντρα του νησιού, το Ηράκλειο, τα Χανιά και το Ρέθυμνο, ενώ στα Χανιά διαμορφώνεται και το προάστιο της Χαλέπας, όπου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, η οικία του Ήπα του Αρμοστή, που ονομάζεται Ανάκτορος στις φωτογραφίες της εποχής, και τα ευρωπαϊκά προξενεία, οι κατοικίες των προξένων που λειτουργούσαν ως προξενεία. Το 1909 ο νόμος της Κριτικής Πολιτείας Περισχεδίου Πόλεων, Κομοπόλεων και Χωρίων εγγενιάζει τις πρώτες ρυθμίσεις, με βάση της παραπάνω νεοκλασικές αρχές, αλλά και τη σχετική γραφειοκρατία που πλαισιώνει τις ρυθμίσεις αυτές, θεσμοθετώντας πλέον τις κρίσιμες μεταβολές στην αντίληψη του αστικού χώρου. Πρωταρχικά κριτήρια για την ανέαγερσικισμού είναι η εφορία της γύρω περιοχής. Υπάρχει οδικού δικτύου και οι κατάλληλες φυσικές συνθήκες, που σύμφωνα με την κυριαρχη νεοκλασική αντίληψη περιφήσεως, εξασφαλίζουν την υγιεινή διαβίωση των κατοικών, αέρας, ήλιος και φυσικές πηγές νερού. Πρωταρχική επίσης μέρημνα είναι η αποκατάσταση ενός συστήματος ύδρευσης, απορροής και αποχέτευσης, σε συνδυασμό με μια νέα οδοποία. Έτσι ανοίγονται φαρδείς δρόμοι με δεδροστιχίες, που χωρίζουν τις πόλεις σε οικοδομικά τετράγωνα και σε ευρύχωρους ανοιχτούς χώρους, πλατείες με δημόσιους κήπους και δημόσια κτίρια. Τα κύρια δημόσια κτίρια συγκεντρώνονται κατά κανόνα στην κεντρική πλατεία. Η βασική καινοτομία της νεοκλασικής πόλης είναι η χωροταξική συγκέντρωση των δημόσιων εξουσιών, ενώ στην παραδοσιακή Οθωμανική πόλη, ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται κατακερματισμένος ανάλογα με τις λειτουργίες του. Άλλο είναι η αγορά, άλλο είναι οι ταποθήκες. Συνήθως στην παραδοσιακή Οθωμανική πόλη, πριν τις νεοκλασικές μεταρρυθμίσεις, οι κατοικίες των Οθωμανών διοικητών είναι στα άκρα της πόλεως, για να αποφεύγουν τον κίνδυνο των ταραχών που δημιουργούνται στην αγορά από τον κόσμο τον επαγγελματικό. Με το νόμο του 1901, εισάγεται η έννοια της ζώνης των πόλεων, βάση της οποίας διακρίνεται πλέον ο καθαυτόαστικος χώρος, το κέντρο, από τα άκρα της πόλεως ή της αποκέντρου συνοικίας και από τα πέριξ η προάστια. Επίσης διακρίνεται ο αστικός από τον αγροτικό χώρο και τα αντίστοιχα κτίσματα, καθώς και μια ενδιάμεση η μη αγροτική οικοδομίσιμη ζώνη, που ορίζεται από τις όχθες των δημοσιών οδών, οι οποίες συνδέουν την πόλη με την ενδοχώρα της. Επιπλέον προσδιορίζεται και η διάκριση πόλεως, κόμις και χωρίου, με βάση στην έκταση της ζώνης του καθαυτόεικισμου. Η ζώνη της πόλης κοιμένεται μεταξύ 1300 μέτρων, το μέγιστο όριο έχει 400 μέτρων, το ελάχιστο, από την τελευταία εντός της Αγωικών εγκεκριμένη οικοδομική γραμμή, ενώ για την πόλη του Ηρακλείου η ζώνη αυτή εκτείνεται στα 3000 μέτρα κατεξέρεση. Οι αποκέντρες συνοικίες. Μέχρι 2 τον αριθμό για κάθε πόλη, ενώ προβλέπεται μόνο 1 για κάθε κόμι χωρίων, καθορίζονται με ξεχωριστό ηγεμονικό διάταγμα για κάθε οικισμό, που εκδίδεται κατόπιν αποφάσεως επιτροπής η οποία αποτελείται από τον νομομηχανικό, τον ομάρχη, τον έπαρχο, τον δήμαρχο, τον πρόεδρο των προκοτοδικών ή των ειρηνοδίκη και τον αστείατρο ή άλλων επιστήμονα γιατρό. Στη νέα αντίληψη της υγιούς πόλης, οι βενετικές οχυρώσεις μετατρέπονται σε ασφικτικό ανθηγεινό κλειό. Στο άρθρο 5 του 1ου κεφαλαίου ορίζεται ότι οχυρώματα, περιτυχίσματα, τείχι πόλεων, τάφρυ και πορχώματα και τα όμια, εμποδίζοντα την ελευθέραν των ανέμων κυκλοφορίας και πνοήν, πρέπει να αποφεύγονται, τα δε υπάρχοντα πρέπει βαθμιδόν να καταστρέφονται. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρέμβαση στις χρωματικές παραδόσεις της αστικής οικοδομικής με το επιχείρημα πάλι της εξυγίανσης. Απαγορεύεται δια το εξωτερικών των οικειών ο χρωματισμός αυτών διαλαμπρών και ζωηρών χρωμάτων, ο οποία το εριθρούν το βαθύ κίτρινο και το τελείως λευκόν, όπως και η ζωηρή ελαιοβαφέ και τα βερνίκια ως επιβλαβή στην όραση και την υγείαν των κατοίκων. Φαίνεται ότι η χρήση του ρόδινου ή οχροκίτρινου χρώματος στους εξωτερικούς τείχους των κτιρίων εγγραφόταν στα νεοκλασικά στοιχεία που διείσδισαν στην τοπική αρχιτεκτονική και μάλιστα στις αστικές ή μοιαστικές κατοικίες των ευπωρότερων χριστιανών, ενώ το κατάλευκο χρώμα που έδινε ο Ασβέστης στους τείχους πρέπει να ήταν χαρακτηριστικό των μουσουλμανικών πόλεων. Μάλιστα οι περιηγητές, οι οποίοι αντίθετα είναι ευαίσθητοι στις πολυχρωμίες, στην πολυχρωμία των ενδυμάτων, την πολυχρωμία της αρχιτεκτονικής στην Ανατολή, τον αναφέρουν ως προνόμιο της οθωμανικής άρχουσας τάξης, που πιθανόν συνδέεται και με τις δομές εκμετάλλευσης των οριχείων. Ο στόχος της νεοκλασικής οργάνωσης του αστικού χώρου που φαίνεται να εκφράζει ο νόμος του 1901 είναι ο εξυγχρονισμός και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης της πόλης του νησιού, ώστε οι ανθρώπινες ζωές να είναι λιγότερο εκτεθειμένες. Εγγενιάζοντας ωστόσο αυτές τις διαδικασίες φυσικής κάθαρσης της πόλης από ανθηγηινές ουσίες, δραστηριότητες και επαφές, δυσάρεστες οσμές, θορύβους και αποτρόπαιες εικόνες, η πολεοδομική ρύθμιση του 1901 οριοθετεί αντίστοιχα και ανθηγηινούς κοινωνικούς χώρους, συμβάλλοντας την εγκαθίδριση ενός αναγκαίου κακού του εργοστασίου και ενός κακού προς αποφυγή της σωματικής και ψυχικής ασθένειας στη συλλογική αστική συνείδηση. Υγεία και νομιμότητα, ασθένεια και μη νομιμότητα εξισώνονται νομοθετικά και χωροταξικά. Νοσοκομεία και σωφρονιστήρια, φρενοκομεία, φυλακές, στρατώνες και λοιπά παρόμοια οικοδομήματα δέωνα ανεγείρονται όσο το δυνατό έξω της πόλεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα όρια της υγιούς, καθαρής πόλης σταματούν γενικά εκεί που αρχίζει εντωχώρα, στην αντίθετη κατεύθυνση από τη θάλασσα, με εξαίρεση της βορειοδικής συνυκείες του Ηρακλείου. Έτσι, ο όρος προάστιο φαίνεται να συνδέεται την εποχή εκείνη με τις ασθενείς και ακάθαρτες περιοχές. Ο ίδιος γνώμος οριοθετεί ως προάστιο τη Μεσκινιά, που συγκέντρωνε τους λεπρούς της πόλης του Ηρακλείου και δεν θα αργήσει ο εκτοπισμός τους στο λεπροκομείο της Πιναλόγγας το 1904. Ένα χρόνο πριν, το 1900, η Κριτική Πολιτεία με το διάταγμα Περιχαμετυπείων, είχε εκτοπίσει τους ήκους ανοχής μαζί με ολόκληρο τον κοινωνικό τους χώρο, στην αποκεντρική οικία του Λάκου, στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης του Ηρακλείου. Η κοινωνική οριοθέτηση μεταξύ υγιούς και ασθενούς αστικού χώρου, εκβάλλει τελικά στην κατασκευή της κυριότερης νόσου που απειλεί την αστική κοινωνία του 19ου αιώνα της φτώχιας. Η θεσμοθέτηση του διαγράμματος των οικισμών στον ίδιο νόμο, δηλαδή του σχεδίου πόλους, θα διαρρεματίσει τον ρόλο θεωρητικού κανονιστικού λόγου που θα νομιμοποιήσει μεταξύ άλλων μια επίσημη παραστατική γλώσσα για το νέο αστικό χώρο και κυρίως για τα όρια του νέου αστικού χώρου. Σύμφωνα με μια κυρίαρχη πολιτική λογική που στοχεύει στην εθνική ενοποίηση, οι αστικοί χώροι που συντερούν τη μνήμη των παραδοσιακών θρησκευτικών, εθνικών διακρίσεων υποβαθμίζονται κοινωνικά. Στις αποκέντρες συνοικίες του Λάκου και του Μουσουλμανικού Γκέτου, αν θέλετε επιστρέφετε λίγο στο προηγούμενο που είναι εδώ, γιατί το βλέπετε εκεί που είναι το Βέλος, κοντά στο Λάκο, του Ιρακλίου, κατέφευγαν πληθυσμοί που συχνά προέρχονταν από αγροτικά περιβάλλοντα, πληθυσμοί τόσο χριστιανικοί όσο και μουσουλμανικοί, που αναζητούσαν εργασία κυρίως στα σταφυδεργοστάσια και που διαμόρφωναν ιδιαίτερες πολιτισμικές νησίδες με εθνικά χαρακτηριστικά, με ισχυρή τη δημόσια παρουσία του γυναικείου πληθυσμού, χαρακτηριστικά που τους διέκριναν σαφώς από την κυριαρχιαστική κοινωνία, με την οποία ωστόσο διατηρούν σχέσεις, αλλά πάντα μέσα στα όρια του αποκέντρου και του κρυφού. Τα έχει μελετήσει πολύ καλά αυτά ο κοινωνιολόγος και συνάδελφος Γιάννη Ζαϊμάκη στην μελέτη του για το Λάκο του Ιρακλίου. Οι χριστιανοί τα είδες του Λάκου σέβονται τους μουσουλμάνους ομολόγους τους, ενώ στο μουσουλμανικό γκέτο που είδατε προηγουμένως στο χάρτη, οι χριστιανοί συνάπτουν σχέσεις με μουσουλμάνες, συχνάζουν στα μουσουλμανικά καφενεία και συμμετέχουν στις μουσουλμανικές γιορτές. Όταν όμως αυτά τα περιθεωριαπημένα στοιχεία επιχειρούν να ξεπεράσουν τα όρια της συγκύας τους και να διεσδίσουν στους χώρους κοινωνικότητας της κυρίαρχης χριστιανικής κοινωνίας, όπως είναι τα θέατρα, τα καφοδία και λοιπά, σκοντάφτουν πάνω στις απαγορεύσεις των θεσμών και την αντίδραση των χριστιανικών ελίτ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η φωτογραφία είναι αυτή η μορφή μαρτυρίας της εποχής, σπάνια αποτυπώνει τις αποκέντρες ηλικίες του Ηρακλείου. Φωτογράφοι και καρποστάλ που κυκλοφορούν ευρύτατα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εκείνη την εποχή, προτιμούν αντίθετα να επιτυγχνύουν στον επισκέπτη τις νεοκλασικές όψεις της πόλης του Ηρακλείου. Πλατείες, δημόσια κτίρια, δέντροφυτευμένες λεωφόρους και προβλήτες λιμανιών. Αν στις αποκέντρες συνικίες οι εθνικές κουλτούρες αναμυγνύονται, στην καρδιά της πόλης οι διαφορετικές θρησκευτικές και εθνικές ομάδες καταλαμβάνουν τους δικούς τους χώρους, τα σύνορα των οποίων σπάνια τολμούν να δρασκελίσουν. Η πλατεία των τριών καμαρών είναι η επικράτεια των χριστιανών αστών που κάνουν τον περίπατό τους τις Κυριακές και πίνουν τον καφέ τους στα δικά τους καφενεία και στα δικά τους ζαχαροπλαστεία. Τα παλαιά βενετικά τείχη είναι αντίθετα ο χώρος του κυριακάτικου περιπάτου των μουσουλμάνων γυναικών που βγαίνουν με τα παιδιά και το οικιακό προσωπικό, δηλαδή με όλο το χαρέμι βόλτα, να κάνουν τη βόλτα τους πάνω στα τείχη και να χαζέψουν τους χριστιανούς κάτω στην πλατεία χωρίς ωστόσο να ανακατεύονται με αυτούς. Ενώ η περιοχή του λιμανιού το παράδειγμα είναι από την πλατεία της Φλάτζιας στα Χανιά γιατί δεν βρήκα σε καλή ανάλυση την αντίστοιχη εικόνα από τα βενετικά τείχη του Ηρακλείου. Ενώ η περιοχή του λιμανιού του Ηρακλείου είναι το βασίλειο των μουσουλμάνων χαμάλιδων και των αρμενιων εμπόρων. Η παρουσία των αγγλικών στρατευμάτων στην πόλη του Ηρακλείου μόνο συγκυριακά διαεριγνεί αυτά τα κοινωνικά στεγανά του νεοκλασσικού αστικού χώρου με τις στρατιωτικές χρήσεις των τειχών και τις μεταβολές που φέρνουν στην κοινωνικότητα του Λάκου με τα καινούργια μπαρ και τα μεγαλαιπίβολα εγγλέζικα ονόματα που ανοίγουν εκείνη την εποχή. Είναι φανερό ότι ο πολεοδομικός νόμος και οι επιχειρήσεις ανοικοδόμησης του Ηρακλείου έφεραν καταρχήν ρυζικές αλλαγές στη βενετοοθωμανική δομή της πόλης. Γνωρίζουμε ότι η οθωμανική εγκατάσταση διατήρησε γενικά το βενετικό πολεοδομικό ιστό, ενώ περίφημος χάρτης του Μέτ Μίλερ εδώ, και τη χρήση των βενετικών οχυρώσεων παρεμένοντας εν μέρη μόνο στο κλασικό σταυροειδές σχήμα της βενετικής πόλης. Ο αστικός χώρος του Οθωμανικού Χανδάκα του 17ου αιώνα οργανώνεται με βάση το σύστημα των επαγγελματικών συντεχνιών που, ιρήστω εν παρόδο, ήταν μικτές στην αρχή αλλά τύνουν να γίνουν αμυγούς μουσουλμανικές κατά τα μέσα του 18ου αιώνα. Κάθε επαγγελματική συντεχνία καταλαμβάνει ένα δρόμο, τσαρσί, ή μια συνοικία, πράγμα που εξυπηρετούσε τη γεωγραφική συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων και των μηχανισμών της Οθωμανικής αγοράς αλλά και τον φορολογικό της έλεγχο. Έτσι, σύμφωνα με τις πηγές, η αγορά του Χανδάκα παρουσίαζε τη μορφή τεσσάρων ακτινοτών οδικών αρτηριών που ξεκινούσαν από την κεντρική πύλη του βενετικού τείχους και οριοθετούσαν πέντε τσαρσί, δηλαδή πέντε εμπορικούς δρόμους. Το βυζίρ τσαρσί κατά μήκος της βενετικής Ρούγκα Μαΐστρα του Σεδού Μαρτύρων σήμερα. Το δρόμο κατά μήκος της βενετικής Στράντα Λάργκα που είναι ο δός καλοκαιρινού σήμερα. Το ΑΓΑ τσαρσί που ήταν τα χασάπικα από την πλατεία του Βαλιδέ Τζαμί, δηλαδή την πλατεία Κορνάρου μέχρι το Μεϊντάνιο που γινόταν και εβδομαδιάτικο παζάρι. Το τσαρσί του ΑΓΑ των Γεννητσάνων στην πλατεία Νικηφόρου Φωκά και το τσαρσί του Μαχμούτ ΑΓΑ, η Σεϊτάν Ογγλού αργότερα, πάλι από την πλατεία Νικηφόρου Φωκά μέχρι την οδό 1866. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε και για τη συζήτηση μετά, χωρίς να επεκταθούμε ωστόσο, πως οι μεταβολές στα ονόματα των εμπορικών δρόμων από τον 18ο στο 19ο αιώνα φαίνεται να αντανακλούν τους πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς των μουσουλμανικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν στον αστικό χώρο. Έτσι, παραδείγματος χάρη, η μεταβολή του οικονομικού ρόλου των Γεννητσάρων στην αγορά του Χάνδακα, αντανακλά στη μετενομοσία του εμπορικού τους δρόμου από τσαρσί του ΑΓΑ των Γεννητσάρων σε κισλά, που σημαίνει στρατόνα. Λόγω της νέας σημασίας των οθωμανικών στρατών και της στρατιωτικής σχολής που ανεγείρεται, όπως είπαμε, τον 19ο αιώνα μέσα ακριβώς στο πλαίσιο των οθωμανικών νεοκλασικισμών. Θα επιμείνουμε τώρα λίγο περισσότερο σε ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο του παραδοσιακού οθωμανικού αστικού χώρου του Χάνδακα, που ήταν από τα πρώτα τα οποία καταργούνται στα πλαίσια των νεοκλασικών πολιδομικών μετασχηματισμών και που γύρω από αυτό ξετυλείται μια μακριά συζήτηση που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδεολογική συγκρότηση του αστικού χώρου. Στο άρθρο 8 του νόμου του 1901 διαβάζουμε. «Οι εξέχοντες της οικοδομικής γραμμής υπόστεγοι εξώστε, κοινός κι όσκια, απαγορεύονται στα σωδούς οποιοδήποτε πλάτος. Ομοίως απαγορεύεται η κατασκευή αψίδων και υποστέγων διόνς μικρύνεται το αρχικό πλάτος των οδών». Ο λόγος προφανώς για τις γνωστές ξύλινες κατασκευές που προστάτευαν τα εισόγεια μαγαζιά στα ορθομανικά τσαρτσαρσού, στα ορθομανικούς επολικούς δρόμους και που χρησιμοποιούσαν συγχρόνως για να στηρίζουν και ένα δεύτερο όροφο που ήταν κατοικίες συνήθως. Και αφετέρου για τα ορθογόνια κλειστά τμήματα που εξέχουν καθέτος στην πρόσωψη του κτιρίου. Εδώ έχετε παραδείγματα από τις άλλες πόλεις της Κρήτης αλλά θα περάσουμε και στο Ιράκλη. Καθώς οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν γενικά πάνω στην υπάρχουσα αστική δομή, οι ξύλινες αυτές κατασκευές άλλοτε προσθέθηκαν στις προσώψεις των κτιρίων, των εμπορικών και άλλων δημόσια κτιρίων της Βενετίας, της βενετικής περιόδου, ή κτίστηκαν κάτω από τις στοές που περιέβαλαν τις πλατείες, όπως ήταν οι στοές γύρω από την περίφημη Κρίνη του Μοροζίνη. Εδώ έχετε αυτό το σύλληνο κατασκεύασμα, αποφεύγω να το πω σαχνισία ακόμη γιατί μπαίνει μέσα στη συζήτηση, που είναι στο κονάκι του Μιζάι, φαίνεται και βαμμένο τώρα σήμερα και είναι ανακενισμένο, προχωρήσετε λίγο αν θέλετε. Και εδώ φαίνεται γύρω στις στοές της Κρίνης του Μοροζίνη που έχει αναμορφωθεί, όπως βλέπετε, έχει κλείσει στη μουσουλμανική περίοδο. Και λίγο παρακάτω αν θέλετε, νομίζω ότι βλέπετε τα στέγαστρα. Όταν ο Αυστριακός περιγητής Ζίμπερ επισκέπτεται το Χάνδακα στις αρχές του 19ου αιώνα, τις περιγράφει αυτές τις κατασκευές ως ξύλινα στέγαστρα που φέρουν μπροστά εμπορικές αποθήκες και τα καταστήματα. Ενώ όταν αργότερα το 1834 ο Σκοτ έρχεται στο Χάνδακα, της περιγράφει ως μεγάλες προεξέχουσες στέγες που φέρουν τα μονόροφα κτίρια, οι οποίες στηρίζονται σε ξύλινους τύλους σχηματίζοντας ένα είδος τοάς κατά μήκος του δρόμου. Οι κατασκευές αυτές ήταν από στυλβωμένο κυπαρισόξυλο ή καριδιά, ξυλοκαριδιάς και άστραφταν κάτω από τον ήλιο σύμφωνα με τη ματυρία του Θρασίβουλου Μαρκίδη που αναπαραγάγει η Ευαγγελία Φραγκάκη. Η συνέχεια της τοάς διακοπτόταν όμως απότομα όταν δεν υπήρχε δεύτερος όροφος όπως στην περίπτωση του Βιζιετς Αρσή. Μια αρχιτεκτονική λύση που κατά τον Νίκο Σταυρινίδι ωστόσο έκανε τα μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους της πόλης να μοιάζουν με μικρά σιπταράκια στη σειρά. Ο νόμος του 1901 καταργεί λοιπόν αυτό το τυπικό στοιχείο της Οθωμανικής πόλης με το επιχείρημα ότι περιορίζει τον ωφέλιμο αστικό χώρο και δεν συνάδει με το νεοκλασικό ιδεώδες της Ευάαιρης και Ευήλίας πόλης. Η απαγόρευση αυτή που αντιγράφει αντίστοιχες απαγορευτικές διατάξεις και του βαβαρικού πολυδομικού μνόμου διαρρυγνεί την ιστορική συνέχεια του αστικού χώρου και ξεσηκώνει μια συζήτηση των λόγιων κύκλων της πόλης και όχι μόνο η οποία πιθανότατα έχει αρχίσει και από πιο πριν πάνω σε αυτό το θέμα και η οποία αναζωπηρώνεται στα μέσα του 20ου αιώνα. Το ζήτημα ήταν οι εθνικές καταβολές αυτού του αρχιτεκτονικού στοιχείου που καθόριζαν και τους όρους διατήρησης ή κατάργησής του. Οι μελετητές της λεγόμενης παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα κληρονόμη μιας ελληνοκεντρικής ματιάς της λαογραφίας του 19ου ανάγουν την πρακτική των ξύλινων στεγάστρων στα αρχιελλονικά ρωμαϊκά πρότυπα και αργότερα στα βυζαντινά αρχιτεκτονικά πρότυπα όταν άρχισε να ανακτά το κύρος της η Βυζαντινή περίοδος και οι βυζαντινές μελέτες στην ελληνική σκέψη. Τα πρότυπα του εξώστη, του σολάριου ή λιακού, τα οποία ονομάστηκαν ταυλώτα ή ταυλάτα ή σανιδωτά όταν άρχισαν να κατασκευάζονται από ξύλο τον 11ο αιώνα. Λόγω στενότητας της πόλης της βυζαντινής αυτοκατορίας εγκαταλείφθηκαν οι εξώστες του ισογείου που στηρίζονταν στο δρόμο και υιοθετήθηκαν τα ορθογόνια περιφραγμένα τμήματα που εξήχαν καθέτους στην πρόσωψη του κτιρίου αυτά που σήμερα ξέρουμε ως αχνισιά. Η εξάβυβλος του Αρμενόπουλου, που είναι η πιο τρέχουσα σύνοψη βυζαντινού δικαίου πριν από την άλλωση, στο κείμενο περικενοτομιών του επαρχικού, που ήταν ένα έργο των αρχών του 10ου αιώνα, με συγχωρείτε για το κτισμένο χώρο, κάνει τη διάκριση μεταξύ σολαρίων που είναι οι εξώστες στο δρόμο και η λιακού που είναι η κατασκευή κάθετη στην πρόσωψη. Στο ελληνικό κείμενο των Ασύζων της Ερουσαλήμ και της Κύπρου, η Ασύζες ήταν μια σύνθεση φεουδαλικού και βυζαντινού δικαίου που ήταν σε ισχύ στη Λατινική Ανατολή, αναφέρεται αντίστοιχα το εξοπέταστον. Εξάλλου, ευρωπαίοι ελληνολάτρες βυζαντινολόγοι των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ήταν ο Διλ, θεωρούν ότι η βενετσιανική λέξη λότζια προέρχεται από το λιάγκο, παραθωρά του ελληνικού λιακωτού. Το επιχείρημα περί ελληνικής βυζαντινής καταγωγής των ξύλινων αυτών κατασκευών φαίνεται ότι διχάζει και τους λογίους της πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην υπόθεση περί βυζαντινής καταγωγής που υποστηρίζουν, αντιτίθεται ο Νίκος Σταυρινίδης, ο οποίος μιλάει αργότερα για ανατολική τουρκική προέλευση αυτών των κατασκευών και με αυτό νοιάζει να συμφωνεί και μια σύγχρονη ιστοριαγραφία που αποδίδει την ονομασία σαχνισή σε σξύλινες κάθετες των εξωτερικών τείχων κατασκευές, ανάγοντας τον όρο αυτό στα αραβικά ισλαμικά κανονιστικά κείμενα του 10ου αιώνα για την πόλη ή στον οθωμανικό αστικό χώρο των Βαλκανίων. Μια συζήτηση που συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Η μελέτη της βενετικής αρχιτετωνικής ξαναφέρνει τη συζήτηση πίσω στις κλασικές καταβολές του βενετικού σολάριο στα βενετικά μνημεία της πόλης, ενώ σύγχρονοι ιστορικοί της αρχιτετωνικής υποστηρίζουν ότι τα αραβικά κείμενα που κάνουν λόγο για το σαχνισή είναι διασκευές από αντίστοιχα Βυζαντινά. Στην ιστορικο-ειδεολογική αντίληψη των λογίων του Ηρακλείου στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ωστόσο, η μεταβολή στη μορφή και τις χρήσεις των βενετσιανικών χώρων που επέφερε η προστίκη αυτών των ξύλινων στεγάστρων σημειώνει πολιτισμική έκπτωση. Το Ηράκλειο έγινε αφορείτως τουρκικών, θα σχολιάσει ο Θρασίβουλος Μαρκίδης, ενώ αργότερα ο Νίκος Σταυρινίδης θα υποστηρίξει το δυτικό-βενετικό πολεοδομικό ιδεόδες στη θέση του ανατολικο-οθωμανικού πολιτισμού της Παράγγας, εντός της Αγωικών, που στένεψε τους δρόμους και δημιούργησε μια πόλη χωρίς πλατείες όταν εγκαταστάθηκαν οι Οθωμανοί. Το έτος εκείνο, 1763, ένας Πασάς του Μεγάλου Κάστρου, Κιαμίλα Αχμετ Πασάς, εγκατέστησε 16 παράγγες γύρω από την κρίνη του Μοροζίνη. Κι έτσι η πλατεία αυτή έχασε πια τη σημασία της και έγινε από την περίφημη πλατεία του Αγίου Μάρκου Επενετοκρατίας μια συνοικία παραγγών στην καρδιά της πολιτείας του Κάστρου. Το ίδιο συνέβη και λίγο αργότερα και στη σημερινή πλατεία Νικηφόρου Φωκά, όπου είχαν εγκατασταθεί τα λαχανοπολία με πάρα πολλές άθλιες παράγγες. Αντίθετα, ο Δυτικός Περιγητής του 19ου αιώνα, πιθανόν συνεπαρμένος και από το κλίμα του Οριενταλισμού, πιστεύει ότι χωρίς τις παράγγες αυτές η πόλη θα είχε άθλια και πληκτική όψη. Αφενός, η νεοκλασική αντίληψη του δημόσιου χώρου και της αστικής κοινωνίας που τον χρησιμοποιεί και αφετέρου ιδεολογική υποτίμηση του οθωμανικού παρεθόντος και της αισθητικής αποτυπωσής του στον αστικό χώρο, είχαν ως αποτέλεσμα να εξελινιστεί ή να εκβυζαντινιστεί η Οθωμανική πόλη του Ηρακλείου. Βλέπετε εδώ το πολύ γνωστό αυτό οθωμανικό μνημείο πλέον, το οποίο έχει αποκατασταθεί, που στις αρχές του 20ου αιώνα έχει φωτογραφηθεί σε μια κάτω προστάλη που κυκλοφορεί σε όλη την Ευρώπη με λεζάντα «Βυζαντινή εν Ιρακλείο» και στα γαλλικά η ίδια λεζάντα. Είχε λοιπόν ως αποτέλεσμα να εξελινιστεί η Οθωμανική πόλη του Ηρακλείου, την οποία καταδίκασαν στη σιωπή όταν δεν την αφάνισαν εντελώς οι πολιτικές της οικοδομικής ανάπτυξης της πόλης στο 2ο μισό του 20ου αιώνα. Εδώ βλέπετε ότι το μνημείο αυτό που σήμερα πλέον έχει αποκατασταθεί, αλλά χωρίς καμία διάκριση για το περιτίνος πρόκειται, είναι μια κρίνι με ένας πολύ ιδιαίτερου τύπου, είναι κρίμα που δεν είναι εδώ συνάδελφοι Οθωμανίοι ιστορικοί να σας τα εξηγήσουν καλύτερα, με ένας πολύ ιδιαίτερο τύπου ζεμπίλ, δηλαδή ήταν μια κρίνι που είχε ένα ολόκληρο σύστημα παροχής νερού με ειδικό υπάλληλο ο οποίος φρόντισε για αυτή την παροχή νερού, είναι δίπλα στην κρίνι Μπέμπο, σήμερα οι μελετητές της Οθωμανικής ιστορίας ξεθάβουν με δυσκολία τα λιγωστά ύχνη που έχουν απομείνει, μέλη κτιρίων που έχουν κρυφτεί ανώνυμα πίσω από νεότερες κατασκευές σε άγνωστες γωνίας της πόλης ή κατασκευές που επισκεάζονται από μνημεία που ανήκουν σε ένα πιο ένδοξο και πολιτισμένο βενετικό παρελθόν και που ο αστός ο επισκέπτης τα προσπερνά ανήποπτος. Είχα την τύχη πολύ πρόσφατα, μετά από μια συνάντηση που είχε το τμήμα εδώ πριν από τις γιορτές στο Ηράκλειο, να συμμετέχω να παρακολουθήσω την περιήγηση που είχε έκανε ο συνάδελφος οθωρικός οθωμανολόγος Ηλίας Κολοβός στα αυτά τα όρατα ηθωμανικά μνημεία του Ηρακλείου και πραγματικά έμεινα άφωνη με το πόσα πράγματα δεν ήξερα για αυτές τις γωνίες της πόλης. Εδώ βλέπετε ήδη στον Άγιο Τίτο, βλέπετε με το βέλος να δείξετε την γραμμή εδώ απάνω του οθωμανικού μπαρόκ και ο ίδιος ακόμη και ο θόλος της εκκλησίας σήμερα θεωρείται ότι είναι διατηρημένος από το θόλος του παλιού τζαμιού που έχει εσωματωθεί στη Φυσιανική Εκκλησία. Αυτό που εδώ όμως θα ήθελα να υπογραμμίσω είναι ότι η βία ειρήξη με τον ιστορικό αστικό χώρο που αντιπροσωπεύει το κράτος του 19ου αιώνα, ιδιαίτερη έκφραση του οποίου υπήρξε η Κριτική Πολιτεία, εξυπηρέτησε κυρίως τους δημιουργούς αυτού του κράτους, τις χριστιανικές ελίτες που φιλοδοξούσαν να οικιοποιηθούν εκ νέου τον μουσουλμανικό αστικό χώρο, όχι μόνο παίρνοντας στα χέρια τους τα μουσουλμανικά ακίνητα, αλλά κυρίως μέσω της εθνικής ιδιοποίησης του ιστορικού παρελθόντος της Κριτικής Πόλης, τόσο του Οθωμανικού, όσο και του Βενετικού παρελθόντος και των πολοδομικών και χωρικών εκφράσεών του, εν ώψη βέβαια της Ένωσης με το ελληνικό κράτος. Τόσο οι τοπικές κοινωνίες αντιστέκονται συνήθως στο νεότερο κράτος διαμορφώνοντας τα δικά τους παιδεία και δίκτυα εξουσίας, τα προγράμματα πολοδομικής αναμόρφωσης δεν ολοκληρώθηκαν πάντα, δημιουργώντας έτσι έναν ανάμυκτο ιστορικά, πολιτισμικά και αισθητικά αστικό χώρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Εδώ είναι κάτι που δεν υπάρχει πια, το Βαλιδέ Τζαμί. Συγκρατήστε το γιατί θα το συναντήσουμε παρακάτω με έναν άλλο τρόπο να υπάρχει. Από την άλλη, διαδικασίες εθνικής συγκρότησης συντελούνται συχνά εκτός των τοπικών κοινωνιών και των ταυτότητων τους. Το ξέρουμε από την ταραχώδη ιστορία της μετονομασίας των οικισμών στο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα. Το βλέπουμε και στις επιβιώσεις της αστικής τοπονομίας του Ηρακλίου. Μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, η συλλογική χρήση συντηρούσε ακόμα ονομασίες του αστικού χώρου που προέρχονταν από την πολιτισμική αφομοίωση του οθωμανικού παρελθόντος. Η σημερινή πλατεία Κορνάρου συνέχισε να ονομάζεται Βαλιδέ Τζαμί μέχρι πρόσφατα. Ονόμαζαν Αχτάρικα τη δεξιά πλευρά της πλατείας του Νιγηφόρου Φωκά, όπου βρίσκονταν τα φαρμακία και αρωματοπορία της οθωμανικής πόλης. Χρησιμοποιούσαν την ονομασία Τελάληκα για να προσδιορίσουν την πλευρά απέναντι από την κρίνη του Μοροζίνη, δηλαδή με τα λιοντάρια, γιατί εκεί συναντιόταν οι μουσουλμάνοι τελάληδες του Χανδάκα του 19ου αιώνα αυτήν τόσο χαρακτηστική φωνή των πόλεων της Ανατολής. Ή ονόμαζαν Μεζάρια την περιοχή μεταξύ Χανιόπορτας και Μασταμπά, όπου υπήρχε άλλοτε το τουρκικό νεκροταφείο. Τέλος, η γνωστή σε όλους χρήση του όρου τάπια, που σημαίνει προμαχώνας και που δηλώνει διάφορες θέσεις της βενετικής οχείρωσης ακόμα και σήμερα, υποδεικνύει ότι η προφορική παράδοση παραμένει ακόμα προσελωμένη στη μνήμη της οθωμανικής οικιοποίησης του βενετικού αστικού χώρου, καθώς αντιστέκεται στις βίαιες ρήξεις των συνεχειών της. Ας θυμηθούμε και πάλι κλείνοντας, παρά το ότι δεν θα συμφωνούσε απόψε μαζί μας, αυτόν τον ευαίσθητο ιδεολόγο της συνέχειας, τον Νίκος Σταυρινίδη, που πίστευε ότι η εισαγωγή των φινικόδενδρων προχωρήσετος στο Μεγάλο Κάστρο, χαρακτηριστική λεπτομέρεια των μεσογειακών νεοκλασικισμών, ξερίζωνε βία μια συνέχεια του αστικού τοπίου και της αστικής κοινωνικότητας τα πλατάνια της πόλης που έριχναν τη σκιά τους στους καφενέδες και στις κρίνες, σβήνοντας συγχρόνως και έναν κοινό τόπο τραυματικής μνήμης της πόλης. Τις καθημερινές και δώσει εικόνες των κρεμασμένων στα κλαδιά των πλατανιών χριστιανών και μουσουλμάνων, στους οποίους η Οθωμανική όπως και η Αιγυπτιακή δικαιοσύνη χάριζε τον κοινωνικά κατώτερο ταπεινωτικό θάνατο του απαγχονισμού. Σας ευχαριστώ πολύ. Εμείς σας ευχαριστούμε κύριε Αζέι. Καταπληκτική παρουσίαση στα μημεία του Ηρακλείου. Αθέατες πλευρές της πόλης έγιναν δικές μας μέσα από τις υπέροχες εικόνες σας και τη φανταστική αφήγηση. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την αυριανή ομιλία πριν δώσω τον λόγο για πιθανές ερωτήσεις. Πρόκειται η για ομιλία του κ. Θεοχάριδε Τωράκη ο μότοιμου καθηγητή Βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης «Συσμή και λοιμή στο Χάνδακα κατά τη Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία. Οι μαρτυρίες των πηγών». Τώρα, όποιος θέλει, μπορεί να απευθύνει ερωτήσεις στην ομιλία μας. Είστε ντροπαλή? Στους μαθητές μου λέω ότι θα σας κάνω εγώ απορίες, αν δεν μου κάνετε εσείς. Αν δεν υπάρχουν απορίες ή αν δεν θέλει κανένας να κάνει παρέμβαση, θα λήξω τη σημερινή ομιλία. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήρθατε. Να είστε καλά. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ.