: Είχαμε κάνει δύο εκδηλώσεις για τον Πότο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μία εκδήλωση με ιστορικούς, μιλήσα κυρίως και τις μετακινήσεις πληθυσμών εξαφωνής του πολέμου και μία δεύτερη για τη λογοτεχνική αποτύπωση του Πότο Παγκόσμιου Πόλεμου. Στην ελληνική, είναι πολύ ισχνή, και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κυρίως την ελληνική, είναι πολύ ισχνή, και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, κυρίως την αγγλόφωνη. Σήμερα, που είναι η επίσημη μέρα του τέλους του Πρώτου Πολέμου, έχουμε τη μεγάλη τιμή να μιλήσει γι' αυτό ο κ. Κατζιωσήφ, ένας από τους τορυφαίους ιστορικούς που έχει η χώρα μας, με τεράστιο έργο και πολλούς μαθητές και μερικούς οπείλους δουλεύω και στην αίθουσα. Να προσθέσω ότι με μεγάλη μας χαρά, βλέπουμε ότι τον τελευταίο καιρό, έχουν πυκνώσει λίγο οι εκδηλώσεις για τον Πότο Παγκόσμιου Πόλεμου και στη χώρα, για την εποχή που ξεκινήσαμε εμείς, σχεδόν είχε περάσει σε οριγμό σε παρατήρητο. Τον κ. Κατζιωσήφ θα παρουσιάσει ο Δημήτρης Δημητρόπουλος, είναι μέλος του Εφαρρυστικού Συμβουλίου Ιδητικής Βιβλεοδίκης και ιστορικός ο ίδιος, και θα συντονίσει μετά τη συζήτηση. Ο λόγος στον Δημήτρη και στον Αμήλιο. Όπως είπε και ο Σταύρος Βουλάκης, έχουμε τη μεγάλη χαρά και τιμή να είναι ο μιλητής στη σημερινή εκδήλωση, ο καθηγητής Χρήστος Χατζιωσήφ. Ο κ. Χατζιωσήφ σπουδάσε και εργάστηκε στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Διέννη και δίδαξε από το 1983 στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ διαθέλεσε διευθυντής του Ιστιτού του Μυσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, μέχρι το 2016. Αδιάψει στη μαρτυρία της μακράς αυτής γόνιμης διαδρομής είναι, νομίζω, η παρουσία στο χώρο της ιστορικής έρευνας, και σήμερα εδώ, μια σειρά σε εξαιρετικά καθαρισμένων ευσπερικών που μαθήτευσαν ποντά του. Ο μιλητής της εκδήλωσής μας είναι ένας από τους ιστορικούς που με το επιστημονικό έργο και τη διδασκαλία τους συνέβαναν καθοριστικά στην ανέωση των ιστορικών σπουδών και στην άνθιση της οικονομικής και οικονομικής ιστορίας στην Ελλάδα. Έχει συγγράψει μεγάλο αριθμό μελετών σε ελληνικά και διεθνή, περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Ενδειχτικά από μόνο, ότι τα βιβλία του για την ιστορία της βιομηχανίας στην Ελλάδα, τον τόπο καταγωγής της συνασώτης Παδοκίας, η αμβληματική εξάτομη έκδοση για την ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, που οργάνωσε και επιμελήθηκε, αποτελούν μελέτες αναφοράς για όποιον ιστορικό θέλει να συγκονηθεί με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και για όποιον αναγνώστη θέλει να πλουτίσει τις γνώσεις του και να εμβαθύνει τον προβληματισμό του. Παράλληλα όμως, με την πλούσια ιστοριογραφική του παραπογγείο, ο κ. Σατζίωσηφ είναι ένας ενεργός πολίτης, ένας διανοούμενος με την αρθογραφία του και τις δημόσιας παρεμβάσεις του, έχει αναδείξει το εύρος και το ιστορικό βάθος σύγχρονων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ζητημάτων. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του, η «Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Γερμανία και Επιστοφή των Εθνικισμών», το πιο ένθερμα, θέλετε να σας στήσω αν διαβάσετε, ως δεν έχετε διαβάσει, μ' ένας με την υπόθεση του Γερμανού καθηγητή Ρίφτε, καταπιάνεται μ' ένα θέμα που αγγίζει για τη σημερινή μας εκδήλωση, την επιστροφή του εθνικισμού στην Ευρώπη και ιδιαίτερα την ανάδυση του βοβού μέχρι πρόσφατα γερμανικού εθνικισμού και τον ρόλο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω στον κ. Χατζιωσή, με θέμα ένα ερώτημα, πως θα κάνει με τα πολεμική υπόχεια. Ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ και τον κ. Ζουβουλάκη για τη δρόστιση. Είναι δική μου χαρά και τιμή που βρίσκομαι απόψε εδώ. Ευχαριστώ επίσης και τον συνάδελφο Δημήτρη Δημητρόπουλο για τα υπερβολικά καλά του λόγια. Ομολογώ ότι ανακουφίστηκα ακούγοντας ότι έχουν γίνει οι ίδιοι εκδηλώσεις για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ώστε μπορεί να δείξετε μεγαλύτερη ανοχή για αυτά που θα σας πω, το οποίο ενδοκομένως δεν είναι αυτό το οποίο περιμένετε. Η σημερινή διάλεξη γίνεται, το είπαμε, 100 χρόνια και λίγες ώρες μετά την 11η πρωινή της 11ης Νοεμβρίου του 1918, όταν σήγησαν τα όπλα στο δυτικό μέτωπο και τερματίστηκε επίσημα η παγκόσμια σύραξη που οι σύγχρονοί της ονόμασαν ο μεγάλος πόλεμος. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι δεν είναι πρόκειτο να είναι ο τελευταίος των τελευταίων, δεδέρα όπως έλπιζαν οι Γάλλοι και περισσότεροι όπως όσοι είχαν διώσει τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μια νέα σύραξη αματοκίνησης στην Ευρώπη το 21 μόλις χρόνια μετά ή να επεκταθεί έπειτα και στον υπόλοιπο πόλεμο, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Οι ρήτρες της συνδίκης των Βερσαλειών, η οικονομική κρίση του 1929, η άνοδος του Ναζισμού στην εξουσία στην Γερμανία είναι οι κύριες αιτίες στις οποίες παραδοσιακά απολύρειται το τέλος της ηρήνης ή συντομία της πρώτης μεταπολεμικής περίοδος του 20ου αιώνα στην Ευρώπη. Θα θελμούσα να πω ότι πρόκειται για επιφενόμενα, για συμπτώμετα της αποτυχίας των μεταπολεμικών ρυθμίσεων να δώσουν λύση στα δύο σημαντικότερα ζητήματα του 20ου αιώνα και όχι για τις πραγματικές αιτίες για τις οποίες η ηρήνη αποδείχτηκε της συγγενής. Τα ζητήματα αυτά ήταν η απαλλαγή από τη φτώχεια, η εξασφάλιση δηλαδή ενός ικανοποιητικού επιπέδου ζωής τον πόσμο της μισθοτής εργασίας στη μεγάλη μάζα του κριτισμού στις εκκλημμυχανισμένες χώρες της Ευρώπης και η νομιμοποίηση του κοινωνικού συσκήματος του καπιταλισμού στα μάτια αυτής της μεγάλης κοινωνικής πληροσυφίας. Τα ζητήματα αυτά, με λιγότερη ή περισσότερη οξύτητα ανάλογα με την χώρα, προϋπήρχαν του πολέμου. Αυτοί είναι κάποιοι εργάτες υποδομών στη Γερμανία προπολεμικά. Ας θυμηθούμε ότι μια που βρισκόμαστε στη Γερμανία, για τον Γκάιζερ Γουλιέλ με τον Δεύτερο, ένα σύντομος πόλεμος θα έβαζε τους σοσιαλιστές τη θέση τους. Από τη στιγμή όμως που η Οκτωβριανή επανάστασε στη Ρωσία και το καθοστό στο Σοβιέτη διακύρισαν ότι η λύση ήταν δυνατή με την ανατροπή του κοινωνικού καθοστότος, η επίλυσή τους στο πλαίσιο του συστήματος γινόταν περισσότερο επιτακτική. Η απάντηση στο ζήτημα της νομιμοποίησης του αστικού καθοστότος στα μάτια των νοστοτών, επιχειρήθηκε να βοθεί με την κατάγγιση των περιορισμών στην άσκηση της καθολογής του σκοφορίας και το σεβασμό της αρχής ένας άνθρωπος που είναι αψύχος, η οποία προηγουμένως κατεστατικείται με διάφορα συστήματα σε πολλές χώρες. Στην Αγγρία αυτό έγινε με την παραχώρηση της ψήφου στις γυναίκες και σ' όσους εργάτες συστηρούντο ακόμα, σε άλλες χώρες με την εγγραφή των νέων δικαιωμάτων σε δημοκρατικά συντάγμα. Βαϊμάρι, για παράδειγμα, χωρισμένες χωρές προέβλεπαν ένα δηλό κορπορατισμό, όπως την Τζαγουσλοβακία, ή ένα πλήρικο κορπορατισμό, που σήμερα σάλλωθη για την απίσχναση της δημοκρατίας στην Ιταλία. Τα φισικώνες από την επίκαιρη, πάλι, τεκανόχρονια γερμανικής ανάστασης. Εδώ είναι η ανακήρυξη της δημοκρατίας, μπροστά στο Ράινσταγκ, στη Γερμανία. Η λύση στα ζητήματα της απαλλαγής από τη φτώχεια, αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη να επιτεχθεί, και ο λόγος ήταν ότι οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις, είχαν διαταραχτεί ανεπανόσηπτα από τον πόλεμο. Ας θυμηθούμε, η διάλυση των προπολεμικών αυτοκρατοριών σε περισσότερα νέα εθνικά κράτη, Πολωνία, Τζαγουσλοβακία, Αυστρία, Ουγγαρία, Λιποσλαβία, Τουρκία και Προτεκτοράτα, στην Μέση Ανατολή, είχε προκαλέσει τον καταγερματισμό της διεθνής αγοράς. Η Ρωσική Επανάσταση και η προσπάθεια από μόνος στους οβγετικού καταστότους από τις καπιταλιστικές χώρες, είχαν επιπλέον θέσει προς ελληνά, εκτός του διεθνούς εμπορίου, μια σημαντική αγορά και προμηθέτρια τροφίμων και πρώτων εμβουλών. Τέλος, οι εκπληρομηχάνες της Ιαπωνίας και μέρη της Ινδίας, στους διεθνούς αγορών, έφερες στο προσχήμιο νέους ανταγωνιστές των βαλών και μηχανικών κρατών. Οι συνέπειες του καταγερματισμού της αγοράς σε περισσότερες ενόπιτες, επιτρέμουν όταν από την απουσία ενός ενωπητικού του εθνικού μηχανισμού των διεθνών συναλλαγών, ο οποίος λειτουργούσε πριν απ' το 1914, που ήταν ο Κανόνας Χρυσού. Κάτω από το καθεστώς του Χρυσού Κανόνα, η δεύτερη εξαργείδωση με του Χρυσού των κυριότερων εθνικών νομισμάτων, επέβαλε κοινούς κανόνες στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων και διηγούσε ως ένας μηχανισμός διθάσκησης των ελληματικών σε επίπεδο δημόσιο υπολογισμού και εμπορικού ισοζυγίου οικονομίας. Μετά τον κόλλονο και την εγκατάληψη του Χρυσού Κανόνα από τις υπερχρεωμένες ευρωπαϊκές χώρες, η νομισματική ανεξαρτησία σήμαινε ότι κάθε κυβέρνηση αναλάβανε άμεσα την πολιτική ευθύνη να συμβάσει τα αντιτυθέμενα κοινωνικά συμφέροντα και να εκανοποιήσει τις απαιτήσεις της πολιτικά χεραφεκτημένης μάζας του κοινωνισμού, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε συνθήκες απορρυθμισμένης διεθνούς οικονομίας και έρθραψης δημοκρατίας. Αυτό, στα μέσα της δεκατείας του είπωση, υπήρξαμε η πρωτοβουλία της Αγγλίας, εδώ βλέπετε το Τζότσιν του Υπουργού Οικονομικού που πηγαίνει το πρωτοβουλισμό, και συχνά, κάτω από το μαντία της κοινωνίας των εθνών, προσπάθειες για την παλινόρθωση προπολεμικού κατεστότος με την επιστροφή της Αγγλίας στο Χρυσό Κανόνα το 1925, της σημαντικής σταθεροποίησης τα αμέσως επόμενα χρόνια στην Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα και άλλες χώρες, με την εντός αγγωγικών ανεξαρτητοποίηση των εκτωτικών τραπεζών και μια σειρά από διεθνείς συνθήκες, που ρύθμιζαν τις πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στους πρώην εμπολέμους. Οι νομέρες πολιτείες είχαν αρμηθεί να συμμετάσουν στην κοινωνία των εθνών, και η οικονομική τους αισχής αποτελούσε στην πράξη την εγγύηση της οικονομικής και πολιτικής ισορροπίας του αναγκαινισμένου ευρωπαϊκού υποδερνήματος. Οι ρυθμίσεις αυτές συνάντησαν από την πρώτη στιγμή δυσκολίες στην αφραγμογή τους. Η γενική απεργία στην Αγγλία το 1926 και αψαρόθηκαν από την οικονομική κρίση του 1929. Η Αγγλία εκατέληψε το Χρυσό Κανόνα το 1931, παράλληλα η κυβέρνηση των εργατικών πρόδωσε την εμπολή των ευλογιών της και εκατέληψε το κόμμα της για να εφαρμόσει πολιτική λιτότητας με τη στήριξη των συμβιετικών ως εθνικής πλέον κυβέρνησης, ενώ οι υπόλοιπες χώρες εκατέληψαν και αυτές την νομισματική σταθεροποίηση και ζήτησαν αναπούφιση στον προστατευτισμό. Η αυτοκρατορική προτίμηση συνέδεται η Μεγάλη Βρετανία με τις απεικίες της και τα ντομίνιες. Αντίστοιχο κλειστό εμπορικό σύνολο αποτέλεσε η Γαλλία με τις δικές της απεικίες. Η γερμανική οικονομία που πάγια στηριζόταν στις εξαγωγές βρέθηκε αποκλεισμένη από τις περισσότερες από αυτές τις αγορές με αποτέλεσμα στην αυαθήνη οικονομική και πολιτική κρίση. Οι Ναζί εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά την κρίση για να ανέβουν στην εξουσία και αμέσως μετά κατέλησαν τη δημοκρατία και έδεισαν το πρόβλημα της ανεργίας με ακραίο προστατσισμό και πολεμικούς εξοπλισμούς. Ένα καθεστώς που για να επιβιώσει επιζήτησε, όπως και ο ιταλικός φασισμός, να εξαγάγει τα εσωτερικά του προβλήματα επιτυθέμωνα στους γείτονές του. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν η συνέπεια της αποτυχίας των μεταπολεμικών θεσμικών εθνήσεων να αντίσσουν το μεγάλο κοινωνικό ζήτημα του 20ου αιώνα, τις συμβατότητες της δημοκρατίας με την ευημερία και γι' αυτό το λόγο μπορεί να αντιμετωπιστεί και αντιμετωπίζεται από πολλούς ιστορικούς ως στη συνέχεια του πρώτου. Ο Όρος Μεσοπόλεμος γηλώνει έτσι για πολλούς ένα σύντομο υθερμέτσο μέσα στο ίδιο δράμα και λιγότερο μια αυθόνομη περίοδο. Μα μπορούσα να θεωρήσω την κρίση του 1929 στο τέλμα μιας πρώτης μεταπολεμικής περίοδου και να συζητήσουμε εδώ για τα αίτια και τις συνέπειές της. Φοβάμαι όμως ότι δύσκολα θα ξεφεύγουμε από την επανάληψη των στερεοτήκων για τις υπέροχες πολεμικές αποσγειώσεις, τις υπερβολές του κομματιστικού κεφαλαίου, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα δύο άκρα κτλ. Υπηρεύαμε και τα συνέπεια. Η ενασχόλησή μας με τον Βοσοκόλεμο, αντί να οξύνει την πολιτική μας αντίληψη και την κατηλύτερη κατανόησή του σήμερα, να θόλωνε τη ματιά μας, πράγμα που θα ήταν αντιπαραγωγικό, νομίζω, σε μια εποχή αβεβαιότητας και αίσθησης τέλους. Να σας προτείνω λοιπόν μια αντισυμβατική προσέγγιση της μεταπολεμικής εποχής και του τέλους σας. Νομίζω ότι η πραγματική μεταπολεμική εποχή του 20ου αιώνα ξεκινά το 1945, μετά το τέλος και το δεύτερο παγκοσμίου πολέμου. Και είναι η πραγματική μεταπολεμική εποχή, γιατί επιχείρησε και κατόρθωσε, για αρκετές δεκαετίες, να δώσει λύση στο διπλό ζήτημα του 20ου αιώνα, της δημοκρατίας και της οικονομικής εκμερίας. Πιστεύω ότι αναγνώριση των προϋποθέσεων αυτής της εποχής και των περιστάσεων του τέλους της, μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη αφενός για την καλύτερη κατανόηση της κρίσης του μεσοπολέμου και αφετέρου για τον προσανατολισμό μας στη σημερινή περίεργα βεβαιότητας. Κατά τα δύο τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον και απορριπματισμός πολόδιανοουμένων και πολιτικών, στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, έχει μετατεθεί από το ευτυχές, υποτίθεται εγκείς τέλος της στορίας, που θα έφερνε την ανθρωπότητα στην ειδομονία της απόλαυσης και της κατανάλωσης, κάτω από καθεστώς φιλελεύθερης δημοκρατίας και ελευθερίας που επιχειρεί, προς την αντιμετώπιση της πίκρας και της οργής, του θυμού, των πολιτών, που καθώς δεν είναι ορθολογικά διαχειρίσιμοι, απειλεί να κλονίσει τον διεθνές πολιτικό και οικονομικό οδόνιο. Αυτή, μετά απ' τους, είναι πολύ καταρή στα έργα του Φράσις Κουκουλιάμα. Από το τέλος της στορίας και ο τελευταίος άνθρωπος του 1989-1992, που τον έκανε η πλήτρα αρχονιστό, στο τελευταίο του, του 2018, ταυτότητα, βιοτελείας, η απέτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της πίκρας και της οργής, ή του θυμού, που είναι ο όρος που το σηματεί. Αυτή η μεταστροφή του γενικού κλίματος επιτρέπει να αποδίδεται βαρύτητα που δεν έχουν, σε έργα όπως το τελευταίο μάθημα του Ζίγκου Μπάουμαν, το οποίο αποτελεί το κείμενο μιας διάλεξης με τίτλο «Το τέλος του κόσμου», την οποία έδωσε στο πράτος της Τοσκάνης, στις 3 Νοεμβρίου του 2016. Τοποθετήσεις, δοκίμια και άθρα με σκατολογικό περιεχόμενο εμφανίζονται τα λεφτά χρόνια κατά καιρού σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΠ. Η χώρα όμως, στην οποία κατά την γνώμη μου μια σκατολογική αυτή διάθεση, είναι ίσως πιο ισχυρή από ο κουδήποτε αλλού, είναι η Γερμανία. Δημοσιογράφοι και δημοσολόγοι, ιστορικοί και πικοινωνικοί επιστήμονες, μετά την προσφυγική κρίση του 2015 και την εμπλοκή του Donald Trump το επόμενο έτος, ανησυχούν για το τέλος του κόσμου, όπως τον ξέρουμε, και την τύχη της Δύσης. Περίεργεζουμε να αναφέρω εδώ τη μετάπτωση του ιστορικού Heinrich Hauss-Bindler από την ικανοποίηση που εξέφραζε το 2000 στο Μουλείο του στο μακρύ δρόμο προς τη Δύση, για την είσοδο της Γερμανίας μετά από δύο αιώνες περιπετειών στο ήρεμο λιμάνι της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ελευθερίας του εμπορίου, στην ανησυχία που εκφράζει ο ίδιος η Γερμανία. Στην ανησυχία που εκφράζει ο ίδιος η Γερμανίας σε ένα πολύ πρόσφατο δοκίμιο με τίτλο «Η Δύση διαβρώνει». Όρος Δύσης αυτές τις παρεμβάσεις δεν ορίζεται απ' ακριβώς. Γενικά δηλώνει περισσότερο μια κατάσταση στην οποία υπάρχουν τα αρτονικά δικαιώματα για την προσωπευτική δημοκρατία, η ατολική ιδιοκτησία στα μέσα καταγωγής και η ελευθερία του εμπορίου, και λιγότερο μια γεωγραφική περιοχή. Η ιστορία αυτής της Δύσης ξεκινά με την εποχή των Εμαναστάσεων στα τέτοια του 18ου αιώνα και αγγίζει το απόγειό της στη δεκαετία του 1990 μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «Παρθούς Εσένη». Η Γερμανική κοινωνία, σύμφωνα με το ιστορικό σχήμα του Δίκτρα, εντάσσεται ανεπιφύγαχτα στη Δύση μόνο μετά το 1945. Ο φόβος του Δίκτρα και των λοιπών διανοημένων που υποθετούν την έννοια της Δύσης είναι ότι η κατάσταση αυτή απιλείται από το εσωτερικό πλέον των λοιπών της Δύσης, στους οποίους εκολάπτονται πολιτικά κινήματα που αμφισβητούν το αξιακό της σύστημα και μπορούν να οδηγήσουν στο τέλος του κόσμου, όπως το γνωρίζουν. Εύκολα διαπιστώνει κανένας ότι οι κυρίαρχοι θέσεις στη Δύση των κοινωνικών επιστυμών και των δημοσιολόγων κατέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν τη ναστική επαλληλόγωση της δεκαετίας του 1920. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Παρίσι συγκρότησαν τη Δύση το 1945 και αυτές είναι που απειλούν σήμερα να την καταστρέψουν. Η συζήτηση στην Ευρώπη δεν τροφοδοτείται απλώς από τις γυμνήσεις της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά παραποληθεί στενά και συχνά αναπαράγει τις σχετικές συζητήσεις στο εσωτερικό της αμερικτήσης. Οι αναλύσεις των ηλίων της κρίσης των Ηνωμιών που ανήκουν στη Δύση και οι προτάσεις για την υπέρβασή της υπολείπονται όμως σαχώς της υποτιθέμενης κρισιμότητας της κατάστασης. Η σημαντικότερη αδυναμία τους έγκυται στο ότι θεωρούν ότι το περιεχόμενο της Δύσης από το 1945 μέχρι πρόσφατα αποτελούσε μια διαφρονικά σταθερή κατάσταση. Παραβλέπουν ότι ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε, δηλαδή οι αξίες, οι εσωτερικές κοινωνικές και διευθύνσεις ευρωπείες διαφέρουν σημαντικά από εκείνες τις Δύσεις του τέλους του Δευτέου Παγκοσμίου Πολέμου. Ανάμεσα στη πρώτη μεταπολεμική εποχή και της σημερινή, η συνέχεια δεν ήταν ομαλή. Στην ιστορία της Δύσης έχει επισημβεί μια σημαντική τομή που αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη μεταπολεμική περίοδο και τη δική μας εποχή. Μια τομή που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και τη μορφή της σημερινής χρήσης. Η τομή αυτή συνίσταται στην εγκατάλευση μιας βασικής αρχής της πρώτης μεταπολεμικής Δύσης. Οι αρχές που επρόκειται να διέχουν την πολιτική στη μεταπολεμική εποχή διατυπώθηκαν για πρώτη φορά δημόσια με τη μορφή ενός πανηφέσκου. Κατά μικρή διακήρυξη του Πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου και του Πρόεδρου των Ηνωμένων Πολιτιών, τον Τσόρτσιν του Χερούσλεφ, που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά τη συνάντηση τους στη θάλασσα της Νέας Γης του Καναδά, της αρχαίας Αυγούστου του 1941, η διακήρυξη προνολογείται στις 14 Αυγούστου του 1941, η οποία έμεινε πριν από την είσοδο του Ηνωμένου Πολιτιού στον πόλεμο, η οποία έμεινε γνωστή ως η χάρτα του Ατλαντικού. Η χάρτα περιλαμβάνε οκτώ αρχές, πάνω στις οποίες οι δύο ηγέτες έλπιζαν να θεμηλιώσουν την ηρήνη, αποφεύγονται στην επανάληψη των κρίσεων που μεσοπορέουν και να προσφέρουν έτσι ένα καλύτερο μέλλον στους λαούς του κόσμου. Οι αρχές αυτές αφορούσαν τις διαχειρατικές σχέσεις και παράλληλα είχαν σημαντικές προβλέψεις για την εσωτερική πολιτική των κρατών που θα τις απολέπονται. Η έκτη αρχή συγκεκριμένα προσγειώριζε ότι στον μελλοντικό κόσμο όλοι οι λαοί θα μπορούσαν να ζουν με ασφάλι εντός στο συνώρο και όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν απαλασμένοι από τον φόβο και την ανάγκη. All men in all lands may live their lives in freedom from fear in the world. Στο σημείο αυτό η διακήρυξη συνδεόταν με τις τέσσερες ελευθερίες, ελευθερία του λόγου και της έκτασης, θρησκευτική ελευθερία, ελευθερία από τον φόβο και ελευθερία από την ανάγκη, στις οποίες αναφερόταν ο πρόεδρος Βρούσβελ στο μήνυμά του για την κατάσταση του έθνους τον Ιανουάριο του 1941. Στη λογική των συντακτών της διακήρυξης, προϋπόθεση για την απαλλαγή από την ανάγκη ήταν η ελευθερία από το εμπορίο και η ελεύθερη πρόσβαση στις πρώτες ύλες για όλα τα κράτη που με τον τρόπο αυτό τα εξασφάλιζαν την οικονομική επιμερία. 4. Επρόκειτο για την καταδίκη του προστατευτισμού του Μεσοκολέμου και της αποπλαχιστικής εκμετάλλευσης των μόρων και των απλικιών από τις μικροπόλεις. Στην επόμενη πέντη αρχή, η διακήρυξη καλούσε όλα τα έθνη να αναπτύξουν τη μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία με στόχο να εξασφαλίσουν σ' όλους τους πολίτες, εισαγωγικά, βελτιωμένες συνθήκες εργασίας, οικονομική πρόοδο και κοινωνική ασφάλεια. Οι συντάκτες της διακήρυξης αναγνώριζαν εδώ τις τραγικές συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929 και της προηγηθής σας οικονομικής πολιτικής για την άνοδο του Ναζισμού στην εξουσία και τον βαροξισμό του εθνικισμού. Η εξάνληψη της στόχιας, της ανάγκης με την αντιμετώπιση των αιτιών του Γιγκοκαδούσα, θεωρούταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της ηρήνης. Η εφαρμογή των αρχών της χάρτας του Ατραντικού ξεκίνησε πριν το τέλος του πολέμου. Με πρωτοβουλία της Αμερικής και της Βρετανίας θεσπίστηκαν οι διεθνείς οργανισμοί που προορίζονταν να κατοφυρώσουν την ηρήνη και την ευμερία στον κόσμο. Ο καταστατικός χάρτης του ΕΕ υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1945 και οι συμφωνίες του Μπρέτον Μπούτς, που υπήρξαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκλότησης και Νάπτυξης, τη σημερινή Παγκόσμια Τράπεζα, είχαν υπογραφεί τον Ιούνιο του 1944. Οι συμφωνίες αυτές επέβαλαν ένα καθεστώς σταθερών ισοτιμιών ανάμεσα στα νομίσματα των διαφόρων κρατών, που είχαν ως βάση το Αμερικανικό Δολάριο του Εκκουσσό, τα τρία τέταρτα των Παγκοσμίων αποθεμάτων του οπείου του νομισματικού κρουσού, κρατώσαν ήχα. Το δολάριο είχαν μετατρέψει μου σε κρουσό μόνο για τις κεντρικές τράπεζες, ενώ οι ιδιώτες δεν είχαν το δικαίωμα της εξαρτήρησης. Οι σταθερές ισοτιμίες ή ορθότερα η δυσκολία της μεταβολής τους είχαν ως στόχο να αποφευγούν οι σχυπνές ανταγωνιστικές υποτιμήσεις που αναστάτωναν τον διεθνές εμπόλιο και μετακινούσαν τον κίνδυνο της ενεργίας και της υποαπασχόλησης από την κόρη που υποθυμούσε τον νομισμά της στους εμπολικούς της σε τέτος. Η κατάσταση στο Μεσοπόλεο περιγραφόνταν το 1968 με τα εξής λόγια από το μπρόεδρο της American Finance Association, Robert Roombza, ο οποίος είχε διατελέσει υφυπουργός για τις νομισματικές υποθέσεις στην κυβέρνηση Kennedy. Ο πραγματικός κόσμος ήταν ένας, για κατά αυτόν εισαγωγικά, ο πραγματικός κόσμος ήταν ένας κόσμος αιματηρού ανταγωνισμού και αμοιβαίας επιθετικότητας, η οποία, εξαιτίας της έλλειψης σταθερών ισοτιμιών, κάθε επεισόδιο εσωτερικών θρησιεριών οδηγούσε στους ελευτικές υποτιμήσεις για να κερδηθεί ένα προσωρινό πλεονέκτημα που ενίσκεται στις πληθονιστικές τάσεις, κλίνοντα εισαγωγικά. Η πραγματική κατάσταση στο Μεσοκόλεμο ήταν πιο περίπλοκη, αλλά η δραματοποίησή της στόχευε στην ορμοποίηση του ΔΝΤ και του συστήματός τους παρουσιάζοντάς τα ως εγγυητές της ηρήνης. Ως εσωτερικό των κρατών, η προστασία των πολιτών από την ανάγκη φαινόταν να έχει εξασφαλιστεί στην Αμερική με τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής του ΝΥΤ και την επιστροφή της πλήθους απασχόλησης με την έντεση της παραγωγής εξαιτίας του Πολέου. Στη Βρετανία, η έκθεση Beverage, που δόθηκε στις δημοσιότητες ως η έξιμη νοπίου 1942, γιατύπωνε τους στόχους και τα μέτρα της πολιτικής του κράτους πρόνοιας που θα εφαρμοζόταν από την πιβένξη των εργατικών μετά το 1945. Οι πολιτικές αυτές πιστώνανται με την πλήρη απασχόληση και τη συνεχή άνοδη του λιωπικού επιπέδου που επιτεύθηκε στις ΥΠΑ και τις Ευρωπαϊκές χώρες και διατηρήθηκε για μια 300 ετία περίπου από το 1945 μέχρι το 1973. Είναι τα 30 έννοξα χρόνια, le temps de glorieux, όπως θα αποκαλούν οι Γκάνδοι. Το τέλος τους σήμερα είπε το τέλος με τα πολεμική περιόδια, όχι μόνο γιατί ανακόπηκε η ανοδική τάση της διεθνής οικονομίας, αλλά γιατί εγκαταλήθηκαν οι αρχές της οικονομικής και κοινωνικής πολεμικής που θέσπισε η χάρτα του Αντραδικού, ειδικότερα η μία από τις τέσσερις ελευθερίες του Μιλήματος του Ρούσβερ, η ελευθερία από την ανάγκη. Τη θέση της, την κατέλαβε μια άλλη ελευθερία, η ελευθερία των αγορών, που το 1941 θεωρούνταν αυτονόητοι, αλλά υποκείμενοι στις άλλες τέσσερις ανθρωπιεδρικές ελευθερίες. Με την εγκατάληψη της ελευθερίας από την ανάγκη, διαγράφηκε η εμπειρία του Μοσοπολέμου και επανεπινεύθηκαν τα αίκια της ανώμου του Ναζισμού και της έγκλησης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνέπειες αυτής της ανατροπής, άμεσες και τελοχρονημένες, είναι κατά τη γνώμη μου αυτές που με μια συνεχή ιδεολογική βιολίσταση οδήγησαν στη σημερινή συμπειρία και στο λόγο περί του τέλους του κόσμου. Γι' αυτό σας προτείνω να ασχοληθούμε στη συνέχεια με την ανατροπή που συνεμάδεψε το τέλος της ένδοξης και διαπορετίας. Κατά τη γνώμη, η σημαλιακή ημερομηνία είναι 15 Αυγ. 1928-1991, τριάντα ακριβώς χρόνια από τη διακήρυξη της χάμπας πατραντικού, όταν η κυβέρνηση Νίξον έλυσε τις είδες του δολαρίου με το φρουσό, αφήνοντας την ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος να κυβένεται ελεύθερα και ήρθε την υποχρέωση της Federal Reserve να εξαργυνώνει με φρουσό τα δολάρια που τις παρουσίαζαν οι άλλες κεντρικές τράπεζες. Η άμεση αφορμή για την εγκατάλειψη του συστήματος του Bretton Woods υπήρξε το συνεχές έλλειμμα του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών, τη δραματική μείωση των αμερικανικών αποθεμάτων σε φρουσό, που θα ανάγκαιζαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Federal Reserve να μη μπορεί να ανταποκριθεί στην υποχρέωση εξαγγύρωση της επέβαλα της συμφωνίας του Bretton Woods. Το 1945, οι ύφακτα τύχαν πάνω από τα τρία τέταρτα των παγκοσμίων αποθεμάτων, ενώ το 1970, το ίδιο στους αμερικανικών αποθεμάτων είχε πέσει το 15,7% του παγκοσμίου συμφώνου. Στις 15 Αυγούστου του 1971, τα εκτιμόμενα με την επίσημη συμφωνία των 35 δολαρίων λιμμυριά αποθέματα, απέναντί τους υπήρχαν τριπλασίου ύψους εν δυνάμια πετήσεις των ξένων κεντρικών τραπεζών. Η κατάσταση αυτή δεν είχε όμως προκύψει ξαφνικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα μιας τάσης, που είχε εκτιλωθεί πριν από αρκετά χρόνια και τροφοδοτήτω από την οικονομική ανάπτυξη και τις εξαγορικές επιτυχίες των Ευρωπαϊκών Κορών, την έξοδο κεφαλαίων για τις Αμερικανικές άμεσες επενδύσεις του Ψουπερικού και τις δαπάνες για τον κόσμο του Βιεθνάου. Οι πολιτικές αποφάσεις τέτοιες σημασίας συμλαμβάνονται μέσα στο πλαίσιο μιας θεώρης των πραγμάτων, η οποία επιλέγεται από άλλες ανταγωνιστικές προσαρτές θεωρίες γιατί εκλαμβάνεται ότι εκφράζει καλύτερα τις πολιτικές ισορροπίας και τα πολιτικά ιδεολογήματα της εποχής και ανταποκρίνεται στις φινωνικές και οικονομικές ανάγκες της στιγμής. Η οικονομική ορθοδοξία που κυριαρχούσε στα περισσότερα πανεπιστήμια και την ακολουθούσαν τα ανώτερα στελέχη του δημοσιού, των δημοσίων υπηρεσιών και των δεδομένων οργανισμών στα κράτη που είχαν προσχωρήσει το σύστημα του βρεθμού της, είχε αναγορεύσει ως ύψος στο στόχο της οικονομικής πολιτικής τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Κάθε κράτος επιδίωκε να καθορίσει την ισοτιμία του νομισματός του προς το δολάριο στο επίπεδο που θα εξασφάλιζε την πλήρη απασχόληση στο σωτερικό. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει έναν ανάγκρο οικονομολόγο, τον Ρόι Χάρον, να αποφανθεί ότι το σύστημα του βρεθμού της ήταν περισσότερο έναν σύστημα του κανόνα εργασίας, παρά έναν σύστημα του κανόνα χρυσού. Στην πράξη, η επίτευση του τριπού στόχου της πλήρους απασχόλησης σταθερών ισοτιμιών και σταθερότητας των δημών στο εσωτερικό αποδείχτηκε πολύ δύσκολα. Οι οικονομολόγοι αποδέχτηκαν ότι η σχέση του ειθορισμού που προκαλείται από τις απασχολικές αξίσεις ήταν αντιστρόφως ανάλογα. Στην σχέση, επιχείρησαν τεκμηριώσει εμπειρικά ο Νουρισβουλανδός καθηγητής του ΕΡΕΣΙ, Ουίλεμ Φίλιψ, και η Καμπίλη που προέκυψε τα ιστορικά στατιστικά στοιχεία του, η Καμπίλη Φίλιψ, έγινε απαραίτητο εργαλείο των υπεύθυνων της οικονομικής πολιτικής στη χάραξη της ισοδηματικής πολιτικής. Η πίτωση του μισθολογικές αξίσεις λίωνα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ήταν συχνή προσφυγή σε προστατευτικά μέτρα των εξωτερικών ισοζυγίων. Η απομάκρυση αυτή από την ελεύθερη λειτουργία των αγορών δεν προκαλούσε συνδυσιακά προβλήματα στους κενσιανούς οικονομολόγους της εποχής και τα κρατικά στελέχη που είχαν κοινωνικοποιηθεί μέσα στο κλίμα των ελέγχων της περίοδος του πολέμου. Παραθέσω και η χαρακτήριση. Η άποψη του ακαδημαϊκού οικονομολόγου Charles Peter Berger «Κατήχε σημαντικές θέσεις στην Αμερικανική Γραφειοκρατία ελεύου, της παραγωγής και των κοιμών στη διάρκεια του πολέμου», έλεγε ο Peter Berger. «Γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι το βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο θα ενδραωθεί η διευθύνση ασφάλεια στο μέλλον θα είναι μια οικονομική στάξη που θα διευθύνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να διατηρεί πλήρια απασχόληση». Τις απόψεις αυτές δεν τις συμμερίζονται ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι που εργάζονται σε κάποιους πανεπιστημιακούς χείλακες στην Ευρώπη και της ΕΠΑ. Ο κυριότερος ακαδημαϊκός χείλακας αντιφερμούντων στην Αμερική ήταν το πανεπιστημιακό του Σ στο οποίο, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία η ελευθερία των αγορών, το οποίο, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία η ελευθερία των αγορών, το οποίο, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία η ελευθερία των αγορών, το οποίο, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρία των αγορών, το οποίο, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, κατά την οποία, από το Μεσοπόλεμο συγκροτεί το ένα σύστημα οικονομικής θεωρίας, |