Διάλεξη 2: Στο δεύτερο μας μάθημα σήμερα, στο πλαίσιο των μαθημάτων της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, θα ξεκινήσουμε συζητώντας το κήρυγμα του ίδιου του Ιησού, καθώς επίσης και την παράδοση για αυτόν, η οποία αναπτύσσει συνέχεια στην πρώτη χριστιανική εκκλησία. Ήδη στην επισκόπιση που κάναμε της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης ως πεδίο έρευνας της βιβλικής επιστήμης, συζητήσαμε διεξοδικά τη διάκριση, την οποία πολύ συχνά έκαναν προηγούμενοι βιβλικοί ερευνητές, μεταξύ ιστορικού Ιησού και κηρυγματικού Χριστού, μεταξύ του Ιησού της ιστορίας και της μεταπασχάλιας ομολογίας για αυτόν. Και είπαμε ακριβώς εκεί και την προβληματική που υπάρχει, τις δυσκολίες του ολοεχείρηματος, τις θεολογικές, θα λέγαμε, απορίες, σε οποίες δημιουργεί μια τέτοια διάκριση. Σήμερα, λοιπόν, θα στραφούμε καταρχάς στο κήρυγμα του ίδιου του Ιησού και θα μιλήσουμε πρώτα-πρώτα με αφορμή και αυτή τη διάκριση η οποία γίνεται πολύ συχνά μεταξύ ιστορικού Ιησού και κηρυγματικού Χριστού, ή τουλάχιστον έγινε και την εισηγήθηκαν, όπως θα δούμε, διάφοροι ερευνητές, ήδη μιλήσαμε για ορισμένους από αυτούς. Με αφορμή λοιπόν αυτά, θα μιλήσουμε καταρχάς για τον ιστορικό Ιησού και την έρευνα γύρω από αυτό, ή αλλιώς την αναζήτηση του quest, όπως συνήθως ονομάζεται μέσα στο χώρο της έρευνας. Όταν λέμε ιστορικό Ιησού σήμερα, ουσιαστικά εννοούμε το πρόσωπο του Ιησού ως αντικείμενο της ιστορικής έρευνας. Δηλαδή ουσιαστικά αξιοποιούμε τα εργαλεία της ιστορικής επιστήμης και της ιστορικής έρευνας, προκειμένου να αναζητήσουμε μέσα στο παρελθόν τον ίδιο τον Ιησού, να δούμε τη δασκαλία του, να δούμε την δράση του, να δούμε πώς ακριβώς τον είδαν και τον έζησαν οι πρώτοι εαυτόπτες και αυτοίκοοι μάρτυρες και πώς ο ίδιος παρουσίασε τον εαυτό του. Επομένως ουσιαστικά στο χώρο αυτό που λέγεται έρευνα για τον ιστορικό Ιησού, αξιοποιούμε όλα τα ερευνητικά εργαλεία και όλες τις μεθοδολογικές προϋποθέσεις που βρίσκουμε και στην επιστήμη της ιστορίας, γι' αυτό θα δούμε κιόλας ότι η πορεία της εξέλιξης αυτής της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού ακολουθεί λίγο πολύ τα πατήματα της υπόλοιπης ιστορικής, της εξέλιξης της ίδιες της ιστορίας περνά τις ίδιες κρίσεις, τις ίδιες αφιεσβητήσεις και σήμερα βρίσκεται περίπου στην ίδια λογική και στο ίδιο, θα λέγαμε, μήκος κύματος όσον αφορά τη μεθοδολογία και τα επιστημονικά κριτήρια. Και φυσικά, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού είναι απαιδή του διάφωτισμού. Ακριβώς ο διαφωτισμός και η ανάπτυξη των επιστημών και κυρίως η λογοκρατία, η οποία επικρατεί ως κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου του διαφωτισμού, είναι εκείνη η οποία ουσιαστικά γεννά αυτό που λέμε σήμερα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο θα δούμε ότι στην Ανατολή, επειδή ακριβώς οι προποθέσεις είναι τελώς διαφορετικές, δεν έχουμε μια τέτοια έρευνα και είναι εκτός, θα λέγαμε, της πρεβηματικής της ορθόδοξης θεολογίας. Αυτό όμως βέβαια δεν σημαίνει ούτε ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε με το θέμα και να το συζητούμε ως ακριβώς ένα πεδίο έρευνας στον ευρύτερο χώρο της επιστήμης, καθώς η ορθόδοξη θεολογία διαλέγεται με τη θεολογία των υπόλοιπων εκκλησιαστικών παραδόσεων. Και δεύτερον, χριστιανικών παραδόσεων και δεύτερον και βασικότερο είναι ότι ακριβώς αυτό που είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα, κάθε τι το οποίο μπορεί να προέρχεται από μια εντελώς διαφορετική, ίσως προβληματική, ίσως διαφορετική πολιτισμική και ιστορική συνάφεια και συγκυρία δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι είναι κάτι το απορριπτέων ή κάτι το οποίο δεν πρέπει να το συζητούμε, γιατί ακριβώς το θεωρούμε εκτός της δικής μας παραδόσης. Παραδόση πάντοτε, κάθε παράδοση, κάθε χριστιανικής κοινότητας τίθεται σε ένα διάλογο με τις υπόλοιπες και επομένως και στο χώρο της έρευνας είμαστε υποχρωμένοι πάντοτε να ασχολούμαστε και να συζητάμε τέτοια ζητήματα. Θα πρέπει να πω καταρχάς ότι η αναζήτηση του ιστορικού Ιησού, η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο εγχείρημα και αυτό θα προκύψει στη συνέχεια όταν θα κάνουμε μια ανασκόπιση της έρευνας μέχρι σήμερα, όπου θα φανείνουν ακριβώς οι δυσκολίες του όλο εγχείρηματος και οι αδυναμίες αν θέλετε της όλης προσπάθειας και θα συζητήσουμε βέβαια στο τέλος και πού βρισκόμαστε σήμερα και πόσο η σημερινή κατάσταση της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού βρίσκεται κοντά ή μακριά από την ορθόδοξη προβληματική και πόσο μπορούν να συναντηθούν ή όχι. Βασικά είναι δύσκολο το εγχείρημα για τους εξής λόγους. Πρώτα πρώτα εξαιτίας της φύσηος των πηγών που έχουμε στα χέρια μας όσον αφορά τον ιστορικό Ιησού, θέλω εδώ να σημειώσω ότι ό,τι έχουμε για τον ιστορικό Ιησού ουσιαστικά για τον Ιησού προέρχεται από μάρτυρες είτε αυτοπτες είτε μάρτυρες οι οποίοι έχουν δεχθεί την πληροφορία από προηγούμενους μάρτυρες και βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο διαφόρων αφηγήσεων όπως είναι τα Ευαγγέλια ή στο πλαίσιο ενός κηρύγματος όπως είναι στην περίπτωση των επιστολών του Παύλου. Άρα καταλαβαίνω ότι από τη φύση τους οι πηγές είναι εξαιρετικά προβληματικές. Δεν έχουμε για παράδειγμα ούτε ιστορικά κείμενα με την αυστηρία σημασία που έχει ο όρος ακόμα και στην αρχαιότητα όπως είναι ας πούμε τα κείμενα του Τακίτου ή του Ιουσίπου που όπως δεν έχουν και αυτά τα προβλήματά τους αλλά κινούνται σε μία εντελώς άλλη λογική, ούτε έχουμε αρχεία εκείνης της εποχής ούτε πολύ δε περισσότερο δεν έχουμε ηχητικά ή άλλα ντοκουμέντα τα οποία να προέρχονται από τον ίδιο τον Ιησού. Άρα λοιπόν ήδη από τη φύση τους οι πηγές οι οποίες έχουμε στη διάθεσή μας είναι εξαιρετικά προβληματικές. Και προβληματικές εννοώ βέβαια πάντοτε με την αυστηρή όπως θα δούμε στη συνέχεια λογική της ιστορίας. Και επίσης ένα άλλο ζητούμενο είναι ότι όλες οι πηγές που έχουμε προέρχονται από ανθρώπους οι οποίοι ήταν φύλλα προσκύμενοι στον Ιησού δηλαδή μαθητές του, η κοινότητα. Δεν έχουμε από την εποχή του Ιησού άλλες μαρτυρίες εξωβιβληκές για το πρόσωπο του εκτός από αρκετά μεταγενέστερες. Ο Τάκητος όταν μιλάει για τον Χριστό ουσιαστικά δεν αναφέρεται στην ιστορικότητα του προσώπου του άλλο ουσιαστικά μιλά για τους Χριστιανούς οι οποίοι πίστευαν έναν Χριστό. Δεν μπαίνει δηλαδή στη λογική υπήρξε δεν υπήρξε ή τι ήταν αυτός ο Χριστός. Και το λεγόμενο Τεστιμώνιου Φλαβιάνων που έχουμε στον Ιώσιου που και αυτό είναι ένα κείμενο το οποίο σήμερα δεχόμαστε ότι έχει δεχθεί πάρα πολλές χριστιανικές επεξεργασίσεις όπου εκεί πάλι αναφέρεται το πρόσωπο του Ιησού και ότι έδρασε και ήταν ένας άνδρας δίκαιος και οι Ιουδαίοι τον θανάτωσαν και οι μαθητές του πιστεύω ότι είναι Μεσσίας. Αυτό το κείμενο σήμερα θεωρείται ότι έχει δεχθεί πάρα πολλές χριστιανικές παρεμβάσεις επομένως τεκόμαστε απέναντί του εξαιρετικά κριτικά και επιφυλακτικά. Άρα λοιπόν να είναι η φύση των πηγών. Το δεύτερο είναι ότι οι πηγές μας είναι εξαιρετικά λιγοστές. Από όσα έχουμε στη διάθεσή μας από τον ιστορικό Ιησού καταλαβαίνουμε ότι είναι λάχιστα. Ή έστω για τον Ιησού. Τις ιστορίες είναι λάχιστα. Είναι τα τέσσερα Ευαγγέλια ουσιαστικά με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζουν ως τέτοια κείμενα και επιστολές και από εκεί και πέρα έχουμε όλη τη μετέπειτα χριστιανική γραμματεία αλλά από την εποχή που βρίσκεται πιο κοντά στον Ιησού έχουμε λάχιστες πραγματικά μαρτυρίες και όπως είπα είναι και μονομερίς από την έννοια πάντα μιλώντας αυστηρά επιστημονικά ότι προέρχονται από τον κύκλο αυτών οι οποίοι ανήκουν στους φίλους και στους οβαδούς του Ιησού. Και φυσικά το τρίτο είναι ότι είναι δύσκολο το εγχείρημα γιατί ακριβώς πρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν θα πρέπει να αναζητήσουμε μέσα να ανακατασκευάσουμε μέσα και να αποκαταστήσουμε μέσα από τόσες λίγες πηγές την εικόνα του Ιησού, να φουγγαστούμε τη φωνή του η οποία αναμυγνύει με τις φωνές τόσων άλλων μαρτύρων και να προσπαθήσουμε με κάποιον τρόπο να διακρίνουμε την εικόνα του ανάμεσα στις τόσες εικόνες που ζωγραφίζονται μέσα στα κείμενα της Κέννης Διαθήκης. Ουσιαστικά και εδώ αντιμετωπίζουμε περίπου τα ίδια προβλήματα μεθοδολογικά και ρευνητικά που αντιμετωπίζουμε και όταν γενικά ασχολούμαστε στο χώρο της ιστορίας με γεγονότα του παρελθόνου. Η δυσκολία με την ιστορία είναι ακριβώς ότι σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη επιστήμη δεν μπορεί να αναπαράγει τα γεγονότα τα οποία περιγράφει ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσαμε να επιτύχουμε τις ίδιες ακριβώς ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες. Ένα πείραμα θεωρητικά εφόσον έχεις τις κατάλληλες συνθήκες μπορείς να το επαναλάβεις, σε κάποια στιγμή να προκαλέσεις βρασμό ή την πήξη ενός υγρού άμχης ή κάτι ρύσης κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό δεν ισχύει για την ιστορία, τίποτε δεν μπορεί να επαναληθεί. Η ιστορία είναι ένα ποτάμι το οποίο τρέχει και επομένως αυτό που μένει είναι η νύμη για τα γεγονότα και η αφήγηση αυτών των γεγονότων από μάρτυρες, αυτοί κορίτσους και αυτούς. Αυτό από μόνο το όπως αντιλαμβάνεστε έχει μέσα του μια εγγενή δυσκολία. Αυτά όλα όσα είπα ως τώρα είναι προφανή και μπορεί κανείς πάρα πολύ εύκολα να τα εντοπίσει όταν βλέπει ακριβώς την όλη πορεία της εξέλιξης αυτής της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού. Θα πρέπει βέβαια να πω ότι μέχρι τον 18ο αιώνα και πάλι δεν έχουμε συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού. Είπαμε γι' αυτό ακριβώς οφείλονται στο γεγονός ότι είναι το αποτέλεσμα του διαφωτισμού. Βλέπετε ο διαφωτισμός γένει σε πάρα πολλές αναζητήσεις επιστημονικές όχι μονάχα στον χώρο της θεολογίας, τον οποίο φυσικά δεν τον άφησε ανεπιρέαστο, αλλά γενικότερα στον χώρο της επιστημονικής έρευνας και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει πάντα να το έχουμε υπόψη μας και να καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλη όφηση στην έρευνα και στην επιστημία έδωσε ακριβώς αυτό το κίνημα του διαφωτισμού ανεξάρτητα από τους οποίες προφανώς πιθανονακρότητες ή πράγματα τα οποία σήμερα δεν τα διεχόμαστε ή στεκόμαστε κριτικά απέναντί τους. Στη τέλη λοιπόν του 18ο αιώνα έχουμε καταρχάς το έργο του Hermann Samuel Reimaru το οποίο δεν μας σώζεται σήμερα παρά μονάχα αποσπασματικά στο έργο ενός επόμενου Γερμανού στοχαστή του Lessing ο οποίος ανάμεσα στα πολλά τα οποία σώζονται υπάρχει και ένα κομμάτι, ένα απόσπασμα, το οποίο ασχολείται με τον Ιησού Χριστό και ο Reimaru θέτει για πρώτη φορά τον προβληματισμό. Ένα προβληματισμό που θα δούμε είναι σαν εκείνο το πετραδάκι ή μάλλον τη μικρή χιονόμπαλα που ξεκινάει από την κορυφή του βουνού και καταλήγει στο τέλος να γίνει χιονοστιβάδα. Ο Reimaru λοιπόν λέει ότι ο Ιησούς της ιστορίας δεν είναι ο Ιησούς Χριστός του κηρύγματος της εκκλησίας. Είναι ο πρώτος ο οποίος ανθισβητεί την τάχτηση αυτών των δύο προσώπων. Σταίχεται πάρα πολύ κριτικά απέναντι και απορριπτικά θα έλεγα στο κήρυγμα της εκκλησίας και θα γνωρίω ότι έχει απομακρυθεί από αυτό που ήταν ο πραγματικός ιστορικός Ιησούς να θυμίσω ότι αυτή η προβληματική θα έρθει και θα ξαναέρθει στη συζήτηση. Μιλήσαμε στο προηγούμενο μάθημα για τον Μπουλκμαν, μιλήσαμε για τη συζήτηση και τη διάσταση μεταξύ ιστορικού Ιησού και κηρυγματικού Χριστού. Εδώ στον Reimaru σε ορίσκονται οι απαρχές αυτού του προβληματισμού. Είναι πάντα, όπως έχω πει, καλό να βλέπουμε όλη την πορεία της σκέψης και της ανάπτυξης μιας ιδέας, γιατί έτσι μπορούμε να παρακολουθήσουμε όλη την προβληματική, να εντοπίσουμε τις δυσκολίες ή να δούμε τα δυνατά και αδύνατα γενικότερα σημεία αυτής της σκέψης. Η ιδέα αυτή του Reimaru στη συνέχεια έρχεται να συμπληρωθεί από τον David Friedrich Strauss, πάλι Γερμανός στοχαστής, που βράσει ένα έργο που λέγεται «Η ζωή του Ιησού», και εκεί ο Strauss χρησιμοποιεί την έννοια του μύθου. Και λέει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής, αυτού που γνωρίζουμε ως ζωή του Ιησού, σιαστικά είναι ένας μύθος. Ένας μύθος βέβαια όχι με την έννοια που το κατανοούμε σήμερα το μύθο αρνητικά, αλλά με την έννοια ακριβώς ότι είναι θα λέγαμε μία σχηματική, συμβολική, απλοϊκή εμπολής περιγραφή μιας μεγαλύτερης και αλήθειας. Δηλαδή ο ίδιος ο Strauss δεν αφισβητεί την ιστορική ουσία του πράγματος, θεωρεί όμως ότι όλο αυτό το ιστορικό σπηρίνας του προσώπου του Ιησού έχει καλυφθεί από χιλιάδες άλλα πράγματα τα οποία το ονομάζει μυθικά που είναι ουσιαστικά η πρόσληψη του Ιησού από τη μετέπειτα εκκλησιαστική κοινότητα. Βέβαια καταλαβαίνετε το έργο αυτό προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και οδήγησε βέβαια και στον αποκλεισμό του Strauss από την ίδια την Δυτική Εκκλησία. Αυτά όμως τα δύο, αυτοί οι δύο στοχαστές ουσιαστικά θέτουν τα θεμέλια για τη μετέπειτα συζήτηση που θα γίνει για τον ιστορικό Ιησού. Στη συνέχεια ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας του ιδεαλισμού, είναι ο αιώνας του θετικισμού και του ιστορικισμού. Βρίσκεται στο τέρμα, βαθιά μάλλον θα λέγαμε, υπηρεασμένος από το διαφωτισμό και την πίστη του διαφωτισμού στην ανθρώπινη λογική. Ο ιστορικισμός, ο οποίος εκφράζεται αυτή την εποχή, στηρίζεται στην λογική ότι όλα όσα μπορούν, ότι με το ανθρώπινο μυαλό είμαστε σε θέση και είναι ανθρώπινη λογική να διακρίνουμε και να διερευνήσουμε τα πάντα. Και φυσικά ότι δεν υπόκειται στις δικές μας ανθρώπινες λογικές κατηγορίες δεν μπορεί να είναι αληθές. Αυτή η θετικιστική αντίληψη για την ιστορία επηρεάζει πάρα πολύ και την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Και γίνεται μια προσπάθεια, υπάρχει μια ασιοδοξία θα λέγαμε στην έρευνα, ότι γενικά μπορούμε με τα εργαλεία που διαθέτουμε, τα λογικά και πιστημονικά εργαλεία, να αφαιρέσουμε από την αφήγηση των Ευαγγελίων και του Παύλου για τον Ιησού και γενικά την μαρτυρία της Καινής Διαθήκης για τον Ιησού, όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι μεταγενέστερα και να καταλήξουμε κάπου στο τέλος και να αντιπίσουμε τον Ιησού. Αυτό που μερικοί σύγχρονοι ερμηνευτές πολύ κριτικά περιέγραψαν όπως η δουλειά ενός αρχαιολόγου, ο οποίος θα αφαιρέσει όλα τις πέτρες και τα χώματα και κάπου βαθιά ακριμένων θα βρει θαμμένο τον ιστορικό Ιησού. Απλώς είναι μια πάρα πολύ ασιοδοξή τοποθέτηση. Γι' αυτό θα δείτε κιόλας ότι σε αυτή την περίοδο θα φτήσω διάφορα κριτήρια, τα οποία στη συνέχεια και λογικά εργαλεία για τη διερεύνηση του λυκού που έχουμε στα χέρια μας, τα οποία βέβαια κριτήρια σήμερα πολύ σαφισβητούνται και τα αντιμετωπίζουμε με πάρα πολύ επιφυλακτικότητα και καγεποψία. Στο τέλος του 19ου αιώνα, στον 20ο μάλλον αιώνα, έρχεται ο Άλμπετ Σβάιτσερ, ο πολύ γνωστός μας Άλμπετ Σβάιτσερ, βέβαια μας είναι γνωστός από εντελώς διαφορετικές, μέσα στις πολύ διαφορετικές συνάφιες. Είναι ο ιατρός που αφιέρωσε τη ζωή του στην Αφρική, ο μεγάλος σταυμαστής του Μπαχ, αλλά εξίσου αυτό που πολύ αγνοούν κυρίως έξω από τους θεολογικούς χώρους είναι ότι ο Άλμπετ Σβάιτσερ συνέταξε μία σημαντική μονογραφία, η οποία μάλιστα τα χρήματα χρησιμοποίησε για να μπορέσει να χρηματοδοθεί στο ταξίδι του στην Αφρική, η οποία μονογραφία του ουσιαστικά αποτελεί μία ανασκόπιση και μία κριτική συζήτηση όλης της έρευνας μέχρι την εποχή του για τον ιστορικό ίσου. Είναι ένα εξαιρετικό κείμενο, θεωρείται κλασικό και αξεπέρεστο, μέχρι σήμερα όποιος θέλει να συζητήσει την έρευνα μέχρι και την εποχή του Σβάιτσερ θα πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο. Και έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά και σε πολλές άλλες γλώσσες, ακριβώς γιατί, όπως είπα, είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό εργαλείο. Ο Σβάιτσερ, λοιπόν, κάνει μια πάρα πολύ σωστή παρατήρηση. Μια παρατήρηση, η οποία είναι εξαιρετικά μοντέρνα και θα πρέπει πάντοτε να την έχουμε υπόψη μας, όχι μονάχα όταν συζητούμε την έρευνα για τον ιστορικό ίσου, αλλά γενικότερα για την πορεία της οποιασδήποτε έρευνας. Ο Σβάιτσερ, λοιπόν, λέει ότι ουσιαστικά όλες οι απόπειρες αποκατάστασης της ιστορικής μορφής του ίσου, πριν την εποχή του, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ουσιαστικά προβολές των προσωπικών προτιμήσεων και προβληματισμών των ερευνητών, οι οποίοι τις έφτιαξαν. Κάνει μία πάρα πολύ κριτική ανάλυση, λαμβάνει υπόψη του όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, την προσωπικότητα και την προσωπική ιστορία του κάθε ερευνητή, που έχει συντάξει μέχρι την εποχή του, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, βιογραφίες ή μελέτες για τον ιστορικό ίσου και κάνει αυτή την πολύ έτσι εύστοχη παρατήρηση, ότι ουσιαστικά όλοι είδαν στο πρόσωπο του ίσου αυτόν τον ίσου που θα θέλαν να είναι εκείνος στον οποίο θα πίστευαν. Τον επαναστάτη, τον μεγάλο κήρυγα της αγάπης, τον αντισυμβατικό προφήτη και ούτω καθεξής. Βέβαια και ίδιος ο Ζάητς στη συνέχεια πέφτει και αυτός στην παγίδα, προσπαθώντας και αυτός να προβάλλει έναν δικό του μοντέλο πάνω στον ίσου, περτονίζοντας την αποκαλυπτικό χαρακτήρα του κηρύγματος του. Ωστόσο, ο ίδιος έχει μια πλήρη συνείδηση ότι αυτό που κάνει είναι μια προσωπική του επιλογή. Αυτό λοιπόν που λέει ο Ζάητς είναι πάρα πολύ σημαντικό και νομίζω ότι αυτό είναι και το στίγμα όλης της έρευνας. Ακριβώς επειδή ο Ιησούς Χριστός είναι, θα λέγαμε, το πρόσωπο κλειδί στη χριστιανική πίστη, είναι το πρόσωπο εκείνο που κυριαρχεί μέσα στην ιστορία, είναι πάρα πολύ λογικό ο καθένας να εναποθέτει σε αυτόν όλες τις προσδοκίες του και να βλέπει σε αυτόν αυτό που ο ίδιος θα ήθελε να δει. Αυτή λοιπόν η παρατήρηση του Σβάιτσερ είναι αυτή η οποία θα δώσει μια νέα όθηση στην έρευνα και θα έρθει η περίοδος κυρίως του Μεσοπολέμου αλλά και κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που έχουμε πλέον την επικράτηση του ελεγόμενου υπαρξισμού στη θεολογία. Εγκαταλείπεται κάθε ιστορική προσπάθεια, θα πρέπει να πω ότι την περίοδο και η ιστορία ως επιστήμη γενικότερα περνάει μια σοβαρή κρίση, όντως πληγωμένη από τις υπερβολές του θετικισμού, της προηγούμενης δηλαδή φάσης ιστορικής ενασχόλησης. Βέβαια εδώ ένα σημαντικό ρόλο παίζει οπωσδήποτε οι πολιτικές και ιστορικές συνθήκες της εποχής στην Ευρώπη και συγκεκριμένα οι δύο μεγάλοι παγκόσμοι πόλεμοι, οι οποίοι ουσιαστικά, όπως έχω πει και άλλη φορά, τραυμάτισαν την ψυχή των ανθρώπων και κυρίως της Ευρώπης. Οι άνθρωποι πλέον δεν αναζητούν την ιστορική αλήθεια, δεν τους ενδιαφέρει ιστορική ενασχόληση. Αυτό που προσπαθούν καταρχάς είναι να διαχειριστούν τη σύφορα και όλα αυτά που προέκυψαν μετά τον πόλεμο και κυρίως να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτόν τον κόσμο, τον καινούργιο, κάνοντας φυσικά και τον απολογισμό τους για όλα όσα προηγήθηκαν. Δεν είναι το μόνο, θα έλεγα μόνο σκαρπός αυτής της περιόδου, αυτή η στροφή στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Υπάρχουν και άλλες ιδεολογικές εξελίξεις στο χώρο της θεολογίας, έχουμε για παράδειγμα το άνοιμα προς τον Ιουδαισμό και τον διάλογο πλέον από εκεί και πέρα με τον Ιουδαισμό, αποτέλεσμα και αυτό κυρίως του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της μεγάλης αυτοκριτικής που κάνει τουλάχιστον δυτικός χριστιανισμός για το ρόλο που τήρησε η Επίσημη Εκκλησία και τη σιωπή που στην καλύτερη περίπτωση κράτησαν πολύ χριστιανοί ηγέτες αλλά και χριστιανικές ομάδες και η προσπάθεια ακριβώς συνάντησης του άλλου, του Ιουδαίου πλέον αδερφού, μέσα από τα συμπρίμια αυτού του πολέμου. Επιστρέφοντας όμως στον ιστορικό Ιησού να πω ότι εδώ έχουμε δύο σημαντικές μορφές. Είναι ο Κέλλερ ο οποίος λέει κάτι πάρα πολύ σημαντικό ότι ο Ιησούς Χριστός δεν μας ενδιαφέρει, δεν έχει καν ανόημα λέει ο Κέλλερ όλη αυτή η συζήτηση, η αρχαιολογική ας το πούμε έτσι αναψηλάφηση και ιστορική αναψηλάφηση των πηγών. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο Ιησούς Χριστός μας είναι μόνο γνωστός έτσι όπως μας τον διασώζει το κήρυγμα της Εκκλησίας. Και από μέρους πάνω σε αυτό πρέπει να στηριχθούμε. Βλέπει μια ενότητα δηλαδή μεταξύ του Ιησού της ιστορίας, της επίγειας δράσης του Ιησού και τον Ιησού του κήρυγματος της Εκκλησίας. Και ο δεύτερος σημαντικός στοχαστής αυτής της περιόδου είναι ο Ρούντολφ Μπουλπμαν για τον οποίο ήδη μιλήσαμε στο προηγούμενο μάθημα ο οποίος θα ανατρέξει πίσω στην φάση επηρεασμένος από τον Ραϊμάρους και από τον Στράους, αλλά έχοντας φυσικά και αυτός όνομα παιδί της εποχής του θα πει ότι ο Ιησούς που έχουμε σήμερα είναι εντυμένος με το ένδυμα του μύθου. Αλλά ο ίδιος λέει δεν έχει κανένα νόημα και είναι αντίνατο πλέον να αποβάλουμε αυτό το ένδυμα του μύθου. Επομένως εγκαταλείπουμε κάθε προσπάθεια έρευνας. Αυτό που σήμερα στην έρευνα για τον ιστορικό Ιησού το λέμε no quest. Είναι η περίοδος του no quest, της μη έρευνας, εγκαταλείται πλήρως η κάθε προσπάθεια ιστορικής, ας το πούμε, διερεύνης του προσωπικού Ιησού γιατί ακριβώς αυτό που διαπιστώνει είναι το αδιέξο αυτής της προηγούμενης, τέλος πάντων, ιστορικής ενασχόλησης. Ο Ernst Keseman, ο οποίος είναι ένας από τους μαθητές του, πολύ σημαντικός, γερμανός μιβλικός επιστήμονας, θα έρθει να διορθώσει τον δάσκαλό του. Ίσως γιατί πάντα οι τύχοι τον δασκάλο να διορθώνονται από τους μαθητές τους και να συμπληρώνονται. Θα πει λοιπόν ότι δεν θα δεχθεί αυτή την εγκατάληψη κάθε προσπάθειας συζήτησης για τον ιστορικό Ιησού. Μάλλον θα έλεγα βρίσκετε πιο κοντά στις θέσεις του Μάρτν Κέλλερ. Θα πει λοιπόν ότι η απόσταση μεταξύ του κυρινατικού Χριστού και του ιστορικού Ιησού δεν είναι τόσο μεγάλη όσο νομίζουμε. Γιατί είναι δυνατό ακόμα και σήμερα να βρούμε κάποια πράγματα και αυτός εισάγει ένα κριτήριο στη συζήτηση που λέγεται το κριτήριο της διαφοράς. Δηλαδή, ό,τι αφορά μάλλον στον ιστορικό Ιησού, ότι στην εικόνα του, που έχουμε τελώς πάνω από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν προέρχεται είτε από τον Ιουδαϊσμό, είτε από τον Χριστιανισμό. Δηλαδή είναι εντελώς ξένο προσταδείο, είναι σίγουρα κομμάτι του ιστορικού Ιησού. Και σήμερα αυτό το συζητάμε με μεγάλη επιφυλακτικότητα, γιατί δεν είναι υποχρετικό. Αυτό σημαίνει ότι αυτομάτα αφαιρεί τον Ιησού μέσα από την ιστορική συνάφη. Είπαμε και άλλη φορά ότι ο Ιησούς είναι ένας Ιουδαίος της εποχής του, οπωσδήποτε. Μέσα δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι τα πάντα που έκανε δεν είχαν καμία σχέση με την Ιουδαϊκή του καταγωγή. Ούτε από την άλλη μεριά μπορούμε να πούμε ότι οτιδήποτε θυμίζει το κήρυγμα της εκκλησίας της συνέχεια, αυτομάτα, είναι μη ιστορικό. Δεν είναι υποχρετικό δηλαδή, και σήμερα δεν το δεχόμαστε, ότι μέσα στο κήρυγμα της εκκλησίας δεν διασώζεται και το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού. Αυτό το κριτήριο του Κέζεμαν σήμερα αφησβητείται γενικά. Το χρησιμοποιούμε βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά πάρα πολύ επιλεκτικά. Και πάμε μετά σε μια πολύ σημαντική φάση, που είναι η τρίτη φάση της αναζήτησης, The Third Quest. Εδώ βέβαια έχουμε και μία άλλη εξέλιξη, την οποία πρέπει να σημειώσω, ότι σιγά-σιγά η έρευνα, γενικά η βιβλική έρευνα, μετατίθεται από την Ευρώπη στην Αμερική, στις ΗΠΑ. Αυτή είναι μια σημαντική εξέλιξη, γενικότερα στο χώρο της θεολογικής επιστήμης και όχι μόνο. Έχουμε μία μετά κίνηση όλης της έρευνα σιγά-σιγά, ίσως γιατί πάρα πολλοί επιστήμονες φεύγουν από την Ευρώπη μετά τον πόλεμο και αναζητούν την τύχη τους στις ΗΠΑ και βλέπουμε σιγά-σιγά μία άνθηση των βιβλικών επιστήμων, περισσότερο στην Αμερική, στον αγγλόφωνο χώρο κυρίως της ΗΠΑ, κάτι που μέχρι τότε ουσιαστικά δεν έπαιζε ένα σημαντικό ή πρωτεύοντα ρόλο, αφού κυρίως υιοθετούσαν τις αρχές και τις εξελίξεις της Ευρώπης και πολύ συχνά το μόνο που γινόταν ήταν να μεταφράζονται τα σημαντικά έργα από την Ευρώπη, κυρίως τα γερμανικά, στα αγγλικά ώστε να είναι προσβάσιμα και στους ερευνητές των ΗΠΑ. Στην τρίτη λοιπόν φάση, η οποία είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και συνδέεται με μια ομάδα βιβλικών ερευνητών που λέγονται Jesus Seminar, η οποία σήμερα δεν υφίσταται πλέον, η συζήτηση κινείται τώρα για τον ιστορικό Ιησού αλλάζει θα λέγαμε πεδίο, πλέον δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά πλέον στην κουβέντα, στη συζήτηση συμπεριλαμβάνονται και άλλες πηγές εξοβιβλικές, καθώς επίσης και τα απόκρυφα. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη φάση για παράδειγμα παίζει το Ευαγγέλιο του Θωμά, γνωστό απόκρυφο κείμενο, το οποίο πλέον μπαίνει στη συζήτηση ως μια αξιόλογη και πηγή σώτινη με τα τέσσερα Ευαγγέλια, συχνά από τους εκφραστές αυτής της ομάδας ονομάζεται το πέμπτο Ευαγγέλιο, γιατί ακριβώς θεωρήθηκε ότι διασώζει την πηγή των λογίων την πηγή Q. Βέβαια σήμερα ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι το Ευαγγέλιο του Θωμά στη μορφή που το έχουμε σήμερα σαφώς δεν αντικατοτρίζει μια τόσο πρόεμη φάση της χριστιανικής γραφτής παράδοσης, αλλά είναι ένα κείμενο το οποίο έχει δεχθεί πάρα πολλές επεξεργασίες, οπότε δεν μπορούμε με τόση αισιοδοξία και με τόση βεβαιότητα να το συμπεριλάβουμε στις πρωταρχικές πηγές για τον ιστορικό Ιησού. Σε κάθε όμως περίπτωση η συζήτηση τώρα κινείται σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Θα πούμε ότι και εδώ έχουμε σαφή προβολή των κοινωνικών και πολιτικών αναζητήσεων της εποχής και κυρίως της ομάδας η οποία αποτελεί αυτό το λεγόμενο Jesus Seminar, το οποίο βέβαια Jesus Seminar θα πρέπει να πω ότι ήταν μια ομάδα εξαιρετικά ιτερόκλητη, με ανθρώπους οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικές χριστιανικές παραδόσεις, αλλά και από πολύ διαφορετικούς προβληματισμούς και οι εικόνες που προκύπτουν μέσα από τις συζητήσεις αυτής της ομάδας, οι οποίες συναντιόταν για ένα μεγάλο διάστημα στα πλαίσια της γνωστής αιτήσιας συνάντησης της Society of Biblical Literatures στην Αμερική που αποτελεί από τα πιο σημαντικά σήμερα σημεία συνάντησης βιβλικών επιστήμων και όπου όντως οι νέες ιδέες προκύπτουν και παρουσιάζονται. Σε αυτή την πρώτη φάση έχουμε μια προβολή όλων αυτών των νέων κοινωνικών δεδομένων, κοινωνικών προβληματισμών και πολιτικών προβληματισμών της εποχής. Ο Ιησούς ο οποίος προκύπτει από αυτές τις συζητήσεις είναι ένας χαρισματικός σοφιολογικός δάσκαλος, τον είσαι πάρα πολύ η σοφιολογία, είπαμε ότι μπαίνουν πλέον στο παιχνίδι και άλλα κείμενα έξω από τα κείμενα της Κιανής Διαθήκης. Παρομοιάζεται με τους κοινικούς φιλοσόφους, ένας φιλόσοφος όπως οι κοινικοί, ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας επαναστάτης ενάντια στους Ρωμαίους κ.ο.κ. Εδώ βέβαια πίσω από αυτά θα πρέπει να δούμε αν κανείς θέλει να τα μελετήσει με προσοχή, όλες τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε αυτό το διάστημα, δηλαδή από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και εξής και κυρίως πιαντας προς το τέλος και κυρίως στο χώρο των Ηνωμένων Πολιτιών. Και φυσικά αυτό που προκύπτει από όλη αυτή την εικόνα, η οποία βέβαια είναι αρκετά θα λέγαμε ετερόκλητη, είναι ότι υπάρχει μια υποχώρηση της κατολογίας, μία έμφαση κυρίως σε θέματα κοινωνικής ιστορίες και τέλος μία περισσότερο ένας τονισμός στην ηθική της αγάπης και στην ηθική της συμφιλίωσης και της κοινωνικής καταλλαγής. Είναι πανελαμβάνω ακριβώς προβληματικές, ευρύτερες, οι οποίες βρίσκονται τον αποείχον τους και αντικατοτρίζονται και στη συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού. Που βρισκόμαστε σήμερα? Σήμερα βρισκόμαστε μετά το Third Quest, μετά την τρίτη φάση της αναζήτησης. Είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίοδος, γιατί είναι ακριβώς όπως καταλαβαίνετε ακόμα σε μία φάση ζήμωσης. Εδώ έχουμε πάρα πολλές καινούργιες εξελίξεις και καινούργιες επιρροές. Καταρχάς ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ο μεταμοντερνισμός. Όλες οι θεωρίες, και κυρίως ο αποδομισμός και οι υπόλοιπες θεωρίες που οκείπνουν σε αυτή τη φάση, έχουμε τη λεγόμενη γλωσσολογική στροφή. Εδώ πλέον μπαίνει πολύ πιο δυναμικά στο παιχνίδι η αξία και η σημασία των λογοτεχνικών κειμένων ως πηγές για το παρελθόν. Και αυτό που έχει προκύψει αυτή την έρευνα, και κυρίως γίνεται μια κριτική ανασκόπηση όλες τις προηγούμενες έρευνας και κυρίως της τελευταίας φάσης, είναι ότι αυτό που διαπιστώνεται είναι ακριβώς ο υποκειμενικός χαρακτήρας αυτής της έρευνας και κυρίως ο υποκειμενικός χαρακτήρας της κάθε ιστορικής έρευνας. Δηλαδή ο ερευνητής εκ των πραγμάτων δεν μπορεί και αυτό είναι μια συνειδητοποίηση αυτής της περιόδου να βγάλει τον εαυτό του, τα προσωπικά του ενδιαφέρονται και τις προσωπικές του να ζητήσεις έξω από την όλη συζήτηση, την οποιαδήποτε ιστορική διερεύνηση. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν είναι κακό, η υποκειμενικότητα πλέον αποκτά μια καλύτερη θέση από αυτή που είχε στα προηγούμενα χρόνια. Ότι ο θετικισμός είναι τελείως αρνητικός απέναντι στην υποκειμενικότητα, πιστεύει ότι μόνο τα αυστηρά δεδομένα είναι αυτά τα οποία μπορούμε να έχουμε στη διάθεσή μας και αυτά στα οποία μπορούμε να πιστεύουμε, έρχεται όμως η νέα φάση και λέει τι είναι δεδομένο τελικά και πόσο μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα για πράγματα που έγιναν ότι είναι δεδομένα με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Αυτό που πολλές φορές αναφέρατε και ως παράδειγμα, κυρίως από το χώρο του ποδοσφαίρου, η ίδια φάση στο ποδοσφαίρο εκλαμβάνεται και αξιολογείται διαφορετικά από διαφορετικούς παρατηρητές του ίδιου γεγονότος. Ένα offside, ας πούμε, εξαρτάται ποιος το βλέπει και από πού το βλέπει. Αυτό όμως δεν αφισβητεί την ίδια την πραγματικότητα του γεγονότος, απλά οπωσδήποτε εδώ έχουμε τις διαφορετικές αξιολογήσεις και εκτιμήσεις. Αυτό βέβαια έρχεται για να συζητηθεί ακριβώς αυτή η δυναμική που έχει μέσα της υποκειμενικότητας και όχι βέβαια για να αφισβητηθεί το ιστορικό έργο. Επομένως το πρώτο είναι ακριβώς αυτή η συντοπίστη της υποκειμενικότητας, η οποία όμως πλέον δεν ακυρώνεται, απλώς λαβάνεται υπόψη και φυσικά ο ερευνητής μελετώντας έχει πάντα υπόψη του ότι όσα λέει ξεκινούν με βάση τις δικές του προϋποθέσεις και τις δικές του φυσικά αφετηρίες. Κριτική τώρα πλέον στάση σε αυτήν την περίοδο σε κάθε θετικιστική περιγραφή της ιστορίας και κυρίως κάθε θετικιστική απόπειρα αναζήτησης του Ιησού. Εδώ πλησιάζουμε πιο κοντά στη θέση του Κέλευ. Ότι ακριβώς είναι πλέον αδύνατο να ξεχωρίσουμε, αυτό που γνωρίζουμε μάλλον σήμερα για τον Ιησού είναι αυτό που μας παραβίβει η εκκλησία και το κήρυγμα της εκκλησίας και αυτό που μόνο του δεν είναι κακό, ότι είναι πλέον αδύνατο σήμερα εντελώς θετικιστικά και με τόσο μεγάλη ισοδοξία όπως στους προηγούμενους αιώνες να πούμε ότι μπορούμε να ανακατασκευάσουμε το παρελθόν. Οπωσδήποτε έχουμε έναν επαναπροσδιορισμό του ιστορικού, τι σημαίνει ιστορικό πλέον γεγονός και τι σημαίνει πραγματικό και τι σημαίνει αληθινό. Ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να είναι αληθινό ακόμα και όταν είναι υποκειμενικό. Είναι μια δύσκολη ας το πούμε έτσι έννοια πολλές φορές, ειδικά όταν σκέφτεται με τις κατηγορίες του ιστορικισμού και τις προϋποθέσεις του ιστορικισμού, όμως είναι ένα καινούριο βήμα το οποίο γίνεται σήμερα στην πορεία ακριβώς της έρευας για τον ιστορικό Ιησού. Επομένως αυτό που προκύπτει από όλα τα προηγούμενα είναι ότι ναι αυτό που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας είναι τα κείμενά μας, αυτές τις αφηγήσεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για τον ιστορικό Ιησού και μέσα σε αυτές τις αφηγήσεις και μέσα σε αυτήν τη συνάθεια πρέπει να κατανοήσουμε το πρόσωπο του Ιησού γιατί έτσι μας παραδίδεται. Γιατί αυτό που προκύπτει κυρίως χάρη στην λεγόμενη γλωσσολογική διστροφή είναι ότι πλέον οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο γύρω μας, οτιδήποτε γνωρίζουμε για τους άλλους ή οι άλλοι γνωρίζουν για μας είναι απροϊών ερμηνείας είναι ο τρόπος δηλαδή που οι άλλοι μεταφέρουν και παραδίδουν και περιγράφουν ένα γεγονός ή αν θέλετε και ένα πρόσωπο. Για αυτό ακριβώς ακόμα και σήμερα προκύπτουν εντελώς διαφορετικές εικόνες για το ίδιο πρόσωπο ακόμα και για μας κάτι που μπορεί πολύ εύκολα κανείς να το διαπιστώσει όταν ρωτήσει εντελώς διαφορετικές ομάδες ανθρώπων για το ίδιο πρόσωπο. Άλλωστε μπορεί να πει ότι είναι καλός, τα παιδιά μπορεί να πει ότι ήταν καλός ή κακός πατέρας, ένας εργαζόμενος, ένας υπάλληλος συνάδελφος μπορεί να πει ότι ήταν καλός ή κακός συνάδελφος, ένας τέτοιος μπορεί να θυμηθεί ότι ήταν πολύ ευχάριστος στην παρέα και το κάθε εξαιμό, είναι πολύ διαφορετικές εικόνες, οπότε δεν είναι υποχρετικό να είναι αντιθετικές μεταξύ τους, αλλά σίγουρα έχουν μέσα το στοιχείο του υποκειμενικού και το στοιχείο της ερμηνείας, ότι τοποθετεί το πρόσωπο, το γεγονός μέσα σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένο. Αυτά λοιπόν είναι καινούργιες διαπιστώσεις στο χώρο της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού και αυτό που συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι σήμερα καταλήγουμε είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει η μύμη για τον ιστορικό Ιησού έξω από το αφηγηματικό πλαίσιο, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο διασώθηκε η μύμη για τον Ιησού είναι μέσα σε αυτές τις ιστορίες που γνωρίζουμε γι' αυτό, οι ιστορίες των Ευαγγελίων, το κήρυγμα του Παύλου, το κήρυγμα της υπόλοιπης εκκλησίας και επομένως σήμερα, ξεδίως ακριβώς αυτής της μεγάλης απόστασης από τα γεγονότα, είναι πλέον αδύνατο να διακρίνουμε ανάμεσα σε αυτή την αφηγηματική παράδοση για τον Ιησού και την παράδοση των ίδιων των λόγων του Ιησού. Και αυτό εδώ βέβαια κανείς μπορεί να πει ότι θυμίζει αρκετά τον Μπουλτμαν. Η διαφορά με τον Μπουλτμαν είναι ότι αυτό δεν θεωρείται κακό. Δεν θεωρείται πλέον ότι έχουμε περάσει, έχει χαθεί ο ιστορικός Ιησούς, έχει χαθεί το πρόσωπο της ιστορίας που λέγεται Ιησούς, θεωρείται όμως ότι ακριβώς διασώζεται και διαφυλάσσεται μέσα σε αυτό το κέλυφος που το λέμε αφήγηση. Και επομένως δεν μπορεί κανείς να σπάσει αυτό το κέλυφος διότι θα καταστρέψει αυτή την εικόνα εκ των πραγμάτων και θα την ακυρώσει. Θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίσει και να αποδεχθεί αυτή την εικόνα ως τη μόνη ιστορική αλήθεια που έχουμε για το πρόσωπο του Ιησού. Και επομένως σε ένα δεύτερο στάδιο δεν δέχεται σήμερα η έρευνα, ποιος συζητά πάρα πολύ και αρνείται οποιαδήποτε ταύτιση του λεγόμενου πραγματικού Ιησού με τον ιστορικό Ιησού. Δηλαδή ότι αν εμείς φτάσουμε και δούμε, καταφέρουμε με κάποιον τρόπο να βρούμε αυτό που είναι ο ιστορικός Ιησούς, ότι αυτό θα είναι ο πραγματικός Ιησούς. Αυτό που λέει σήμερα η βιβλική έρευνα είναι ότι ουσιαστικά δεν θα βρούμε τον ιστορικό Ιησού, θα βρούμε αυτό που εμείς θέλουμε να βρούμε ως ιστορικό Ιησού, γιατί θα προβάλλουμε πάνω στις πηγές μας, στις δικές μας επιθυμίες και τις δικές μας αναζητήσεις και τις δικές μας προϋποθέσεις. Γι' αυτό σήμερα έχει προκαθεί ότι δεν θα πρέπει να μιλάμε για την έρευνα για τον ιστορικό Ιησού, αλλά για την ιστορική αναζήτηση ή την ιστορική έρευνα για τον Ιησού. Δηλαδή, για τη αξιοποίηση ιστορικών κριτηρίων στα κείμενά μας, ώστε να φτάσουμε να μπορέσουμε να, κατά κάποιον τρόπο, να αποκαταστήσουμε στο μέτρο που είναι δυνατό, την ιστορική πραγματικότητα μέσα στην οποία έζησε ο Ιησούς και να δούμε κατά πόσο αυτά τα οποία μας λέγονται μέσα στο κείμενο μπορεί όντως να είναι πράγματα τα οποία ο ίδιος να τα είπουμε αυτόν τον τρόπο και να έχουν δεχτεί την ερμηνεία και την επεξεργασία της κοινότητας, χωρίς αυτό βέβαια να κυρώνει τον ιστορικό πυρήνα του πράγματος και των λόγων. Και επομένως σήμερα μιλάμε για μια γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στον επίγειο Ιησού και το Χριστό του κηρύγματος της εκκλησίας, του μεταπασχάλειου κηρύγματος, δεν βλέπουμε αυτή τη διάκριση Ακριβώς σε αυτό το σημείο μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία σύγκληση και μία προσέγγιση της παράδοσης που υπάρχει στην Ορθόδοξη Αναλπολή για το πρόσωπο του Ιησού που εξ αρχής δεν έγινε αυτή η διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό Ιησού και στον κήρυγμα της εκκλησίας, αλλά την αρχή θεωρήθηκε ότι αυτά τα δύο είναι ένα. Γι' αυτό και βλέπουμε και στον αρχαίγον ο χριστιανισμός υπάρχει πλήρη σταύτηση του Ιησού της επίγειας δράσης με τον Ιησού, με τον αστημένο Κύριο και το κήρυγμα γι' αυτόν τον Ιησού γι' αυτό θα δούμε μέσα στα κείμενα, στα Ευαγγέλια κυρίως γίνεται αυτή η γεφύρωση ανάμεσα στα δύο μέσα στην αφήγηση, ανάμεσα στον Ιησού της επίγειας δράσης και τον κύριο της Ανάσταση, ο οποίοι και οι δύο φυσικά θεωρούνται ότι είναι ο ιστορικός Ιησούς, ο Ιησούς της ιστορίας. Είτε είναι ο Ιησούς πριν από το πάθος και την Ανάσταση, είτε είναι ο Ιησούς τον οποίο λατρεύει και τιμάστη συνέχεια ως Αναστημένο Κύριο η εκκλησία. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτή η διάκριση και βλέπουμε σιγά σιγά η έρευνα ξεκινώντας από πολύ διαφορετικές λογικές και ξεκινώντας από ένα πολύ διαφορετικό δρόμο να καταλήγει στην ίδια σκέψη. Και επομένως για μας σήμερα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία να κατρουθώσουμε με κάποιον τρόπο να πούμε ότι αυτό το κομμάτι του λογίου του Ιησού, το είπε ο ίδιος ο Ιησούς και δεν είναι επεξεργασμένο και ερμηνευμένο και παραδομένο από την κοινότητα, αλλά περισσότερο έχει σημασία ακριβώς αυτή η πρόσληψη του Ιησού στον πρωτοχριστιανικό κόσμο. Πώς δηλαδή η ίδια η εκκλησία, η πρώτη κοινότητα προσλαμβάνει, αντιλαμβάνει, τερμηνεύει και παραδίδει στη συνέχεια τον Ιησού μέσα στους αιώνες. Όχι σε αυτό βέβαια πάλι να πω, γιατί εδώ πρέπει να προσέξουμε να αποφύγουμε οποιαδήποτε τάση δοκιτισμού, ότι δεν μας ενδιαφέρει η ιστορία ή δεν μας ενδιαφέρει η παρουσία του Ιησού μέσα στο ιστορικό γύγνεσθε, χωρίς λοιπόν να πέφτουμε σε αυτή την παγίδα, από την άλλη μεριά δεν πρέπει να πέσουμε από την άλλη μεριά και να καταλήξουμε σε έναν άγωνο και ουσιαστικά τελικά αναποτελεσματικό ιστορικισμό. Θα πρέπει ακριβώς να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στα δύο και αυτό ακριβώς είναι αυτό που γίνεται σήμερα στο χώρο της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού. Έχοντας λοιπόν πει όλα αυτά, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα κυριαρχούν, όπως βλέπετε στη διαφάνεια, όσο συγκεκριμένα κριτήρια όσον αφορά την ιστορική έρευνα του Ιησού. Καταρχάς υπάρχει ένα σημαντικό κριτήριο, το βασικότερο είναι η εξιοπιστία και η ευλογοφάνεια. Ό,τι έχουμε δηλαδή μέσα στα κείμενά μας κατά πόσο είναι ευλογοφανές και λογικό ότι θα μπορούσε να το έχει πει ο Ιησούς. Αυτό μας διευκολύνει πάρα πολύ γιατί ακριβώς πολύ εύκολα ξεκαθαρίζει μερικά πράγματα και αυτή η ευλογοφάνεια συμπεριλαμβάνει πλέον και τον Ιουδαϊσμό και τον Αρχαίγον ο Χριστιανισμός. Δεν τα ακυρώνουμε πλέον, δεν σημαίνει δηλαδή ότι αν πει κάτι ο Ιησούς το οποίο θυμίζει πάρα πολύ την Ιουδαϊκή Του ταυτότητα θα πρέπει να απορριθεί όπως υποστήριζε ο Κέζεμα, αν απέναντι ας είναι κάτι το οποίο κατά πάσα πιθανότητα είναι ευλογοφανές και είναι λογικό να το είπε ο Ιησούς. Κατά αντίστοιχο τρόπο και πράγματα τα οποία παραδίδει η Αρχαία Εκκλησία και βρίσκουμε και στον Αρχαίγον ο Χριστιανισμός, δεν είναι υποχρεωτικό να είναι με τα γενέστερες προσθήκες αλλά ουσιαστικά επειδή ακριβώς είναι η πρόσληψη του ίδιου του Ιησού μέσα στον καινούριο ιστορικό γήγνωση, μέσα στην καινούρια ιστορική συνάφεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι ακριβώς προέρχονται από τον ιστορικό Ιησού. Καταλαβαίνετε πόσο ανοίγει πλέον το πεδίο και πόσο πιο χαλαρά γίνονται τα κριτήρια όσον αφορά την ιστορική έρευνα για τον Ιησού. Και φυσικά υπάρχουν και κάποια επιμέρους κριτήρια που εφαρμόζονται κατά επιλογή και πολύ προσεκτικά και επιλεκτικά όπως είναι η πολλαπλή μαρτυρία. Όταν έχουμε ένα γεγονός το οποίο μαρτυρείται από όλους, από πολλούς μάρτυρες μέσα στην Καινή Διαθήκη, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει την πηγή του ακριβώς στην πρώτη-πρώτη κοινότητα και στην πρώτη ιστορία. Ας πούμε για παράδειγμα όταν όλοι οι μάρτυρες μαρτυρούν ότι το πρωί του Σαββάτου οι γυναίκες πήγαν οι γυναίκες και βρήκαν έναν άδειο τάφο και συμφωνούν και οι τέσσερις σε αυτό. Ευαγγελιστές τούτοι νομίζω ότι δεν υπάρχει εδώ αφισβήτηση της ιστορικότητας αυτού του πράγματος. Ή οι συνοχοί κατά πόσο δηλαδή αυτά που λέγονται ή παρουσιάζονται έχουν μια συνοχή μέσα στην όλη διοίγηση, ή ανομιότητα το κριτήριο του Κέζιμαν πάρα πολύ επιλεκτικά, κυρίως ό,τι αφορά ας πούμε για τη στάση του Ιησού απέναντι στο νόμο, όπου Ιησούς όντως δεν ακολουθεί την παραδοσιακή και πάγια τακτική του Ιουδαϊσμού, αλλά υποθέτει μια εντελώς διαφορετική και πολύ ρήξη και ελεύθερη στάση, για την οποία θα μιλήσουμε σε λίγο. Επίσης, μπορούμε τις τάσεις αναπτυσσόμενης παράδοσης να έχουμε υπόψη μας τι αναπτύσσεται ως παράδοση συνέχεια για τον Ιησού και πώς αυτό μπορεί να προβάλλεται μέσα στα κείμενά μας. Μια υψηλή χρυστολογία ή μια συζήτηση, η οποία για παράδειγμα μπορεί να θέλει να πολεμήσει τον δοκιτισμό, αυτό είναι μια προφανώς πρόσληψη και ερμηνεία του προσώπου του Ιησού, χωρίς αυτό να καταργεί την ιστορικότητα του πράγματος, έτσι και του προσώπου. Και τέλος το κριτήριο της αμυγχανίας, όταν κάτι όντως μας προσκαλεί έκπληξη και το βρίσκουμε εντελώς ξαφνικό μέσα στην ιστορία μας, όπως ο Ιησούς ότι παίρνει το φραγγέλιο για παράδειγμα και διώχνει τους απολούντας και αγοράζοντας στο ναό, αυτό είναι ένα γεγονός το οποίο προκαλεί έκπληξη και αμυγχανία, διότι είναι έξω από την πρακτική ενός καλού Ιουδαίου, είναι κάτι το οποίο δεν το βρίσκουμε και συνέχεια στον υπόλοιπο χριστιανισμό. Είναι επομένως, θα την μπορούμε να πούμε ότι όντως πραγματικά συνέβη, όντως ο Ιησούς έκανε αυτή την πράξη, η οποία ξέρουμε ότι είχε και τραγικές συνέπειες γιατί ακριβώς προκάλεσε την οργή των Ιουδαίων και οδήγησε στο θάνατο του Ιησού. Στο τελευταίο λοιπόν μέρος του σημερινού μάθηματος θα δούμε μερικά βασικά σημεία της δασκαλίας του Ιησού, όπως προκύπτουν με τη βοήθεια ακριβώς των κριτηρίων των οποίων πριν αναφέραμε μέσα από τα Ευαγγέλια μας. Προκύπτει διαβάζοντας τα Ευαγγέλια, κυρίως τα Ευαγγέλια είναι ότι κεντρικό στοιχείο της δασκαλίας του Ιησού είναι το κήρυγμά του για τη Βασιλεία του Θεού. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό κήρυγμα. Αν διαβάσουμε στα κείμενά μας θα δούμε ότι ο Ιησούς ξεκινάει τη δημόσια δράση του λέγοντας «Ίγικεν η Βασιλεία των Ουρανών». Κάτι μπορεί να δημιουργεί εντύπωση που έχει έρθει η ώρα, αλλά όπως διαβάζουμε συνέχεια βλέπουμε ότι έχει έρθει ήδη η Βασιλεία του Θεού, την οποία ο Ιησούς την ταυτίζει με το δικό του ερχομό στον κόσμο το κήρυγμα και τη δράση του. Βέβαια πίσω από αυτή την ιδέα της Βασιλείας του Θεού, που είναι μια καταπληκτική, πολύ σημαντική και πολυεπίπεδη θεολογική έννοια, βρίσκονται παραστάσεις του Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Θεός παρουσιάζει τόσο βασιλεύς του κόσμου και βασιλεύς του Ισραήλ, γίνεται λόγος της προφητείας για το εσχατολογικό βασίλειο του Θεού και την αποκατάσταση του λαού του στα έσχαδα, και όλες αυτές τις ιδέες πρέπει να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν μέσα στο κήρυγμα του Ιησού, δηλαδή όταν μιλά στους συγχρόνους του για τη βασιλεία του Θεού, προφανώς και εκείνοι ανασύρουν από τον κόσμο το συμβόλον τους, που γνωρίζουμε και από τα κείμενα που γνωρίζουν, όπως αυτή η παραστάση του Θεού βασιλέα και του εσχατολογικού βασίλειου. Έχει μια εσχατολογική προοπτική η βασιλεία του Θεού, ταυτόχρον όμως έχει έναν εγκόσμιο χαρακτήρα μέσα στην Καινή Διαθήκη, μέσα στο κήρυγμα του Ιησού, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και θα πρέπει να πω εδώ εντελώς προβολαμβάνοντας πολλά πράγματα, ότι στη μετέπειτα φάση του χριστιανισμού έχασε αυτήν την εγκοσμιότητά της η βασιλεία του Θεού και κατέληξε να είναι μια καθαρά πνευματική έννοια, όμως αν κεβάσουμε τα κείμενά μας θα δούμε ότι ο Ιησούς κατανοεί και περιγράφει αυτή τη βασιλεία του Θεού ως κάτι το οποίο ήδη έχει εφθεί και είναι εδώ και τώρα, ήδη παρόν, γι' αυτό και όταν θα το ρωτήσουν πότε θα έρθει αυτή η βασιλεία του ουρανού, δηλαδή θα θέσουν το θέμα εκτός ας το πούμε έτσι του παρόντος, όπου ο Ιησούς θα πει ότι η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται με τα παρατηρήσεις, δεν είναι, δεν μπορώ να σας πω ότι είναι να εδώ ή εκεί, η βασιλεία του Θεού εντός ημώνεσθει. Η βασιλεία του Θεού όχι μέσα σας στη συνάφεια αλλά ανά μέσα σας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί όπως έχουμε μίλησει και σε άλλο μαθήματα, αργότερα μέσα στην θεολογία και την ερμηνεία αυτό το εντός ημών μεταφράστηκε ως μέσα σας, μέσα μας, επομένως απόρξε μια εσωτερικιστική θα λέγαμε και εντελώς υπαρξιακή και προσωπική διάσταση. Σε αυτή την πρώτη φάση είναι προφανές μέσα στα κείμενά μας, ιδιαίτερα στα συνοπτικά, ότι η βασιλεία του Θεού έχει και εγκόσμιες διαστάσεις και αυτό φαίνεται πάρα πολύ καθαρά. Για παράδειγμα μέσα από τη δασκαλία του Ιησού πέρι της βασιλείας του Θεού, κυρίως από τις παραβολές του αλλά και τη γνωστή επί του όρους ομιλία και στη συνέχεια φαίνεται και από τα θαύματα του, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μικρές προγεύσεις αυτού που θα είναι η βασιλεία του Θεού. Βασιλεία του Θεού σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει πόνος ή στην αγόρια ή ο θάνατος, καταργεί το θάνατος, θα καταργηθεί. Όταν πλέον φτάσουμε στην ολοκλήρωση και στην περάτωση, στην πλήρωση ακριβώς αυτής της βασιλείας και ένα άλλο χαρακτηστικό είναι το κοινό δείπνα και η ισότιμη και η ισηκατανομή των αγαθών σε όλους τους ανθρώπους επομένως βλέπω και ακριβώς επειδή αυτά λαμβάνουν χώρα μέσα στο ιστορικό γήγνεστε, μέσα από τα θαύματα, ακριβώς αυτό μας πιστωποιεί ότι ήδη η βασιλεία του Θεού έχει εγγενιαστεί, έχει ξεκινήσει. Γι' αυτό υπάρχει και μεγάλη συζήτηση βέβαια για το θέμα της βασιλείας, αν η βασιλεία του Θεού όσο πως την κατανοεί ο Ιησούς είναι καθαρά αποκαλυπτική με την έννοια δηλαδή ότι θα λάβει χώρα μετά το τέλος της ιστορίας ή αν είναι αισχατολογική με την έννοια ότι έχει ήδη αρχίσει και έχει εγγενιαστεί. Εκεί που καταλήγουμε σήμερα με την προσεκτική μελέτη των πηγών μας είναι ότι η βασιλεία του Θεού μέσα στο κήρυγμα του Ιησού είναι μια αθήσιμο χαρακτήρα. Είναι εδώ ήδη αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί. Εδώ και όχι ακόμα όπως λέμε πολύ συχνά και επομένως αυτό το οποίο απομένει ως έργο όσων πιστεύουν και ακολουθούν τον Ιησού είναι ακριβώς να συμβάλουν στην πλήρωση και στην πραγμάτωση αυτής της βασιλείας. Και φυσικά θα δούμε ότι η έννοια της βασιλείας του Θεού, η οποία τόσο έντονα υπάρχει κυριαχή στο κήρυγμα του Ιησού, προσλαβάνται στη συνέχεια και γίνεται επεξεργασία της, δέχεται επεξεργασία στο κήρυγμα του Παύλο αλλά και στα έργα του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Στα έργα του Ιωάννη βλέπουμε ας πούμε ότι στον Παύλο κυρίως η έννοια της βασιλείας αξιοποιείται στο πλαίσιο της παρέννησης και του κήρυγματος. Βέβαια υποχωρεί πάρα πολύ αυτό το εγκόσμιο και το εδώ και τώρα της βασιλείας στον Παύλο. Στην δε Ιωάννη η φράση μάλλον βασιλεία του Θεού απουσιάζει, έχουμε πει πολύ σπανία, αντί αυτής χρησιμοποιείται η φράση αιώνιος ζωή, η οποία σήμερα από τον τρόπο που την περιγράφει ο Ιωάννης θεωρούμε ότι ταυτίζεται με τη βασιλεία του Θεού, ωστόσο επιλέγει αυτόν τον τρόπο διατύπωσης ο Ιωάννης ακριβώς εντάστον στα πλαίσια της δικιάς του Χριστολογίας, στην οποία τονίζεται κυρίως η αιώνια προείπαρξη του λόγου προεόνων και ο οποίος λόγος δεν είναι κανένας άλλος παρά ο ίδιος ο Ιησούς και οπομένως επιλέγει τον όρο αιώνια ζωή. Ένα άλλο βασικό σημείο της δασκαλίας του Ιησού είναι η δασκαλία του για το νέο λαό του Θεού. Για τον Ιησού η έλευση του εγγενιάζει τη βασιλεία του Θεού, αλλά εγγενιάζει και ένα νέο λαό. Ένα λαό πολύ διαφορετικό από τον προηγούμενο λαό του Ιησραήλ, ένας λαός που ισχύουν πάρα πολύ διαφορετικές λογικές. Και έχει πολύ ενδιαφέρον, καταρχάς, ότι απουσιάζει από το κύρινο του Ιησού η έννοια της Διαθήκης. Βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη, χαρακτηριστικό της εκλογής του λαού του Θεού, ότι ο Θεός δηλαδή επιλέγει τον λαό του Ιησραήλ για να τον κάνει λαό του, είναι το στοιχείο της Διαθήκης, ούτε ως καμιά συμφωνία μαζί του. Και βλέπουμε, έχουμε τη Διαθήκη στο Σινά, η οποία ανανεώνεται μέσα στην ιστορία σε διάφορες φάσεις της ιστορίας. Βλέπουμε ότι αυτή η έννοια απουσιάζει από τον Ιησού, από το κυρίμα του Ιησού. Δεν μιλάει για τη Διαθήκη. Δεν κάνει επίσης λόγου για καθαρό και ακάθαρτο, κάτι που κυριαρχεί, όπως το ξέρουμε, στη Μοδαϊκή θρησκεία. Δεν υπάρχουν δηλαδή αυτά τα οποία είναι του Θεού τα Άγια, ο λαός είναι Άγιος και όλοι οι πόλοι είναι ακάθαρτοι. Και αυτό έχει και μία επόμενη εξέλιξη, μία προέκταση, ότι δεν βλέπουμε στον κύριμα του Ιησού μία αρνητική διάκριση ανάμεσα στους Ιουδαίους και στους ακάθαρτους ειδωλάτρες. Κάτι το οποίο υπάρχει γενικά στον Ιουδαϊσμό εκείνης της εποχής. Ο Ιησούς αφήνει πάρα πολύ, θα λέγαμε ρευστά, τα όρια που κορίζουν αυτούς οι οποίοι ανήκουν στον εκλεκτό λαό του Θεού και σε αυτούς που βρίσκονται έξω από αυτόν, τουλάχιστον ρευστά όσον αφορά τον τρόπο που τα αντιλαμβάνονταν μέχρι τότε οι Ιουδαίοι, οι σύγχρονοι του Ιουδαίοι. Επίσης, πολύ ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό αυτής της νέας κατάστασης, της νέας βασιλίας του Θεού, είναι η κριτική στάση την οποία τηρεί ο Ιησούς απέναντι στην τυπική, τυπολατρική τήρηση του νόμου. Είναι εξαιρετικά κριτικός, θα πει χαρακτηριστικά ότι ο Σάββατος φτιάχτηκε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τον Σάββατο, θέτει δηλαδή ως προτεραιότητα τον ίδιο τον άνθρωπο και ως μέτρο τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Και επίσης είναι εξαιρετικά κριτικός και αρνητικός απέναντι στη λατρεία του ναού. Ας θυμηθούμε, εκτός από το παράδειγμα που είπα, της εκδίωξης των εμπόρων από τον ναό, ας θυμηθούμε επίσης και το γνωστό λόγιο του ότι για τον ναό, τον οποίο σε τρεις ημέρες θα οικοδομήσει ξανά, θα τον καταλύσουν και εκείνος θα τον οικοδομήσει, αναφερόμαι βέβαια στο σώμα του και στη ζωή του, αλλά το οποίο εκκλήφθηκε, γιατί ακριβώς η συνάφεια που το είπε ο Ιησούς ήταν μια συνάφεια που είχε να κάνει με τον ναό, εκκλήθηκε ως κριτική απέναντι στον ναό και θα θυμίσω ότι στις αφηγήσεις του Πάθους είναι μια από τις κατηγορίες οι οποίες του απαγγέλουν. Σαφώς ο Ιησούς τηρεί μια πολύ κριτική στάση απέναντι στο ναό, τηρεί μια κριτική στάση απέναντι σε οτιδήποτε χάνει την ουσιαστική σημασία της συνάντησης και ένωσης με το Θεό και καταντά ένας τύπος και καλή επομένως σε μία αναθεώρηση θα λέγαμε, της σχέσης του ανθρώπου με τον ίδιο το Θεό. Και επίσης εισάγει μία νέα έννοια, την έννοια της μαθητίας, ότι όσοι θέλουν να τον ακούσουν και να κάνουν όσα λέει, εκείνος θα πρέπει να τον ακολουθήσουν, δηλαδή να κάνουν ό,τι κάνει εκείνος, να τον μυθούν σε όλα τα πράγματα και αυτό είναι η έννοια της μαθητίας. Ο νέος λοιπόν λαός του Θεού, ο οποίος ιδρύεται μέσα από τις πράξεις και τα λόγια του Ιησού, είναι εντελώς διαφορετικός λαός και φαίνεται ότι ακριβώς αυτό έχει στο νου το Ιησούς, γιατί δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στους μαθητές του, γιατί έχει πολλούς μαθητές και μαθητρίες, επιλέγει δώδεκα. Το δώδεκα είναι στους αριθμούς που παραπέμει στις δώδεκα φυλές του Ιησραήλ. Επομένως με την επιλογή των δώδεκα, ο Ιησούς κάνει συμβολικά μια επανίδρυση του λαού του Θεού. Ξαναιδρύει το λαό του Θεού με πολύ διαφορετικές όμως προϋποθέσεις τώρα, όπως θα δούμε, και με πολύ διαφορετικές, θα λέγαμε, απαιτήσεις και προσδοκίες. Γιατί πλέον αυτό που προτάσσεται ως βασική αρχή και ως βασικό χαρακτηριστικό, δεν είναι η τείρηση, η πιστή και αυστηρή τείρηση του νόμου, αλλά η επιταγή της θυσίας και της αγάπης και της διακονίας. Γι' αυτό υπάρχει χαρακτηριστικά το περιστατικό που οι μαθητές τον πλησιάζουν, διότι έχουν μεγάλη διαφωνία ποιος θα είναι πρώτος σε αυτή τη βασιλεία του Θεού, ποιος θα είναι πρωθυπουργός ή υπουργός ή οτιδήποτε αυτό που λέει, ποιος θα κάτσει δεξιά σου και αριστερά σου. Και ο Ιησούς λέει ότι όποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να γίνει τελευταίος και όποιος θέλει να γίνει άρχοντας, πρέπει να υπηρετήσει όλους τους υπόλοιπους και επομένως προτάσσει και να πρέπει να κάνει αυτό που θα κάνω εγώ, να δώ στην ψυχή του δηλαδή, τη ζωή του, για όλους τους άλλους. Προτάσσει να δει το παράδειγμα της θυσίας και της αγάπης έναντι όλων των υπολύπων. Και υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο σε αυτό το νέο λαό, είναι αυτό το ανοιχτό κάλεσμα προς όλους, το οποίο αφήνει χώρο και για τα έθνη. Βέβαια θα δούμε ότι στην Καινή Βιαφή, στα Ευαγγέλια, ο Ιησούς δεν εμφανίζεται συχνά να έρχεται σε επαφή με εθνικούς μειδωλάτες, όμως θα δούμε ότι στη δασκαλία του δεν είναι αρνητικός απέναντι τους και φυσικά έχουμε περιστατικά μέσα στα Ευαγγέλια από τη ζωή του Ιησού, τα οποία δεν αφησβητεί αστορικό ετάτος, όπου βλέπουμε ο Ιησούς ότι στρέφεται πολύ θετικά απέναντι στους εθνικούς μειδωλάτες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ήδη στον Καταμάρκον, είναι το θαύμα με τη Συροφηνίκη σαν γυναίκα, η οποία δεν ήταν Ιουδαία, αλλά ήταν εθνική, και στην οποία ο Ιησούς ουσιαστικά κάνει το θαύμα, τη θεραπεύει και τη χρησιμοποιείται σε ένα παράδειγμα της Βασιλείας του Θεού και συνέχεια μιλά για την πίστη της. Και λέει ότι τέτοια πίστη δεν βρει και ανάμεσα στους Ιουδαίους και βλέπουμε παράδειγμα διατυπώσεων, για παράδειγμα στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο και ούτε καθεξής. Επομένως, ήδη μέσα στη δασκαλία του Ιησού έχουμε τα σπέρματα αυτού που στη συνέχεια θα γίνει το άνοιγμα προς τα έθνη. Και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο στη δασκαλία του Ιησού είναι ακριβώς η αισχατολογική ηθική, την οποία εκείνος εισάγει. Πρόκειται για μια ηθική, η οποία είναι απόρεια του όλου κηρύγματος του Ιησού για την Βασιλεία του Θεού. Και αν θέλουμε να δούμε ποια είναι αυτή η ηθική, μπορούμε πάρα πολύ απλά να διαβάσουμε χαρακτηριστικά τη λεγόμενη επί του όρους ομιλίας του Καταμαθεών Ευαγγέλιου, τους νωστούς μακαρισμούς αλλά και όλα όσα λέγονται σε εκείνα τα κεφάλαια, καθώς επίσης και τις παραβολές. Οι παραβολές δεν είναι τίποτα άλλο, παραγγραφή του περιεχομένου και της φύσης αυτής της Βασιλείας του Θεού και ταυτόχρονα περιγραφή και των προσώπων, των ανθρώπων οι οποίοι συναπαρτίζουν αυτή τη Βασίλεια, ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους. Παράδειγμα, τους χάρη θα φέρουν απλό παράδειγμα, το πρώτο και μεγάλο χαρακτηριστικό αυτής της Βασιλείας είναι το παράδοξο και το απροστόκητο, το πέρα από τις ανθρώπινες λογικές. Θα θυμίσω εδώ την πολύ χαρακτηριστική ιστορία που λέει ο Ιησούς ότι η Βασιλεία του Θεού μοιάζει με έναν κόκο συνάπεως, που είναι ο μικρότερος σπόρος ο οποίος υπάρχει και τον οποίο λέει αν τον φυτεύσεις στη γη αυτός δίνει κλαδιά και γίνεται ένα ολόκληρο δέντρο και πάνω του στέκονται τα πουλιά και κελαηδούν. Αυτό από μόνο του δεν είναι ακριβές με ποια έννοια ότι κανένας σπόρος συνάπεως δεν μπορεί να δώσει ένα τέτοιο ολόκληρο δέντρο, το πολύ πολύ να είναι ένα στάμνος, αλλά ο Ιησούς επιλέγει μια τέτοια υπερβολή για να δείξει ακριβώς ότι η Βασιλεία του Θεού είναι έξω από τις ανθρώπινες λογικές, τις ανθρώπινες προσδοκίες και τις ανθρώπινες κατηγορίες και τους ανθρώπινους τρόπους κατανόησης και τις ανθρώπινες συμβάσεις. Είναι κάτι πέρα από όλα αυτά, είναι κάτι που σπάει ουσιαστικά και διαλύει την ανθρώπινη συμβατική σκέψη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις, τις κοινωνικές προσδοκίες. Και φυσικά ο άνθρωπος της Βασιλείας του Θεού είναι αυτός ο οποίος αρπάζει την ευκαιρία, είναι αυτός που εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του δίνεται, όπως για παράδειγμα ο έμπορος ο οποίος βρίσκει τον μαργαριτάρι και πουλά όλη την πελουσία του για να κρατήσει αυτό το μαργαριτάρι και λέει ο Ιησούς έτσι είναι η Βασιλεία του Θεού και έτσι δηλαδή είναι οι άνθρωποι οι οποίοι συμμετέχουν στη Βασιλεία του Θεού. Ή είναι όπως για παράδειγμα ο καλός αμαρίτης ο οποίος φέρεται ως οπλισίον σε κάποιον ο οποίος δεν ανήκει στον δικό του λαό και ούτω καθεξής. Η νέα ηθική του Ιησού, την οποία εις Άγιο Ιησού, είναι μία ρεξικέλευτη ηθική πέρα από τις συνηθισμένες ηθικές εκείνης εποχής και γι' αυτό έχει και ένα δυναμικό χαρακτήρα και γι' αυτό ακριβώς με τέτοιον τρόπο βροσκαλεί και ελκύει τα πλήθη. Είναι μία ηθική η οποία στέκεται κριτικά όπως είπα και πριν στην τυπική τήρηση κάθε νόμου και κάθε εντολής. Αμφισβητεί τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, αναστρέφει και ανατρέπει την κοινωνική πυραμίδα και θα φέρω ένα παράδειγμα στη συνέχεια. Και αυτό το οποίο εισάγει είναι τη διπλή εντολή της αγάπης. Μια εντολή διπλή, την οποία την γνωρίζουμε και από την Παλάδια Αθήκη. Πλησιάζει κάποιος στον Ιησού και του λέει τι πρέπει να κάνω για να γίνω μέλος στους βασιλιές του Θεού και λέει πρέπει να κάνεις δύο πράγματα. Να αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου και τον πλησίον σου ως σε αυτό. Η διπλή εντολή λοιπόν είναι να αγαπήσεις τον Θεό από τη μια μεριά και από την άλλη μεριά να αγαπήσεις τον διπλανό σου, τον πλησίον σου και εκεί φυσικά υπάρχει το μεγάλο ρώτημα ποιος μπορεί να είναι ο πλησίον. Για τον Ιησού πλησίον μπορεί να είναι και ο εχθρός. Και αυτό είναι κάτι εντελώς καινούριο καθότι στον Ιουδαισμό υπάρχει η εντολή της αγάπης για τον πλησίον, ο πλησίον όμως κατανοείται ο ομοεθνής, ο συγγενής και όχι φυσικά σε καμία περίπτωση ο εχθρός ή κάποιος ο οποίος βρίσκεται έξω από το λαό του Ισραήλ. Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουν μια πολύ δυναμική ηθική του Ιησού και όπως είπα πριν ανατρέπει τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής και την κοινωνική πυραμίδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ιησούς όταν συζητά για το θέμα της συγχώρεσης και του τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να συγχωρούμε και μέχρι πόσες φορές θα πρέπει να συγχωρούμε. Ο Ιησούς μιλάει για τη συγχώρεση, αναφέρει και παρατήγματα, παραβολές για αυτό το θέμα όπως το άδικο οφειλέτη και ούτω καθεξής και αυτό που κάνει ο Ιησούς είναι ουσιαστικά να αναστρέψει την κοινωνική πυραμίδα της εποχής διότι στα ανθρώπινα δεδομένα και τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής ο μόνος που μπορεί να συγχωρήσει οφειλήματα και οφειλές δεν είναι κανένας άλλος παρ' ο ίδιος ο βασιλέας. Μόνο ο βασιλιάς στον επίγειο κόσμο πέρα από τον Θεό φυσικά αλλά στην επίγεια πραγματικότητα μπορεί να συγχωρέσει στον αρχαίο κόσμο οτιδήποτε και να σε αφήσει ελεύθερο ουσιαστικά να μην κυνηγούν ούτε από τους αυτούς που σε κυνηγούν γιατί τους χρωστάς ούτε από οποιοδήποτε μπορεί να είναι εχθρός ο μόνος που μπορεί να σου κάνει κάτι τέτοιο ο Ιησούς ζητά λοιπόν στα μέλη της βασιλείας του Θεού να φεχθούν ως βασιλείες και να συγχωρήσουν και αυτό ακριβώς μπορούμε να καταλάβουμε και ότι η δυναμική έχει κρύβει μέσα του γιατί ακριβώς ανατρέπει τις κοινωνικές λογικές της εποχής και ουσιαστικά καθιστά και το τελευταίο και πιο ασήμαντο μέλος της βασιλείας του Θεού που κοινωνικά μπορεί να βρίσκεται στη βάση της πυραμίδας το θέτει στην κορυφή αυτό λοιπόν μιλάμε για μια πάρα πολύ ριζοσπαστική ηθική μια ηθική της αγάπης σαφώς και κλείνοντας το σημερινό μάθημα οπωσδήποτε το μεγάλο ερώτημα που τίθεται κάθε φορά και στον πλαίσιο της Θεολογίας και ενείς Διαθήκης είναι ότι όλα αυτά ωραία αλλά τελικά ο ίδιος ο Ιησούς τι φαίνεται ότι πίστευε για τον εαυτό του πως ο ίδιος δηλαδή προβάλλει τον εαυτό του αυτό φυσικά είναι μια εξαιρετικά δύσκολη ερώτηση νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να το απαντήσουμε όχι μόνο για τον Ιησού αλλά και για οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο μέσα στην ιστορία πως μάλλον για κάποιον ο οποίος δεν έχει αφήσει ο � Βλέπουμε σαφώς ο Ιησούς έχει στοιχεία στο κήρυγμα του που θυμίζουν αισχατολογικό προφίδι ο ίδιος όμως δεν φαίνεται να υιοθετεί αυτόν τον ρόλο για τον εαυτό του γιατί όταν ρωτάει τους μαθητές ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι και εκείνοι μεταξύ άλλων ότι σε λένε ο Ιηλίας ότι είσαι ο Ιωάννης ο βαπτιστής ο Ιησούς δεν συζητά όλες αυτές τις πιθανότητες δεν τις θέτει καν ως πιθανές ερμηνείες του προσώπου του αλλά θέτει ένα καινούργιο ερώτημα στους μαθητές και λέει εσείς ποιος λέτε ότι είμαι εγώ και εκεί φυσικά υπάρχει η ομολογία του Πέτρου ότι εσύ είσαι ο Υιός του Θεού για τον ίδιο τον Ιησού μπορούμε να πούμε ότι προτιμούσε για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό ο Υιός του ανθρώπου τον βλέπω πάρα πολλές φορές να μιλάει για τον εαυτό του αυτοχαρακτηρίζεται ως Υιός του ανθρώπου αυτό είναι μια πάρα πολύ δύσκολη έννοια γιατί ακριβώς πρέπει η φράση Υιός του ανθρώπου δεν σημαίνει τίποτε δεν υπάρχει ως φράση η Υιός του ανθρώπου θα σημαίνει ένας άνθρωπος στην τελική ερμηνεία του το ερώτημα μου είναι αυτό εννοεί ο Ιησούς θέλει να τονίσει ότι είναι ένας απλός άνθρωπος ή βρίσκεται κάτι πίσω από αυτά φυσικά υπάρχει ερμηνεία ότι όντως ο Ιησούς εδώ θέλει να τονίσει την ανθρώπινη διάσταση της προσωπικότητάς του υπάρχει όμως και μία άλλη ερμηνεία που συνδέει αυτή τη φράση με αντίστοιχες μαρτυρίες η κρίση αυτού του όρου σε αποκαλυπτικά κείμενα όπου εκεί εμφανίζεται μία μορφή ο Υιός του ανθρώπου ο οποίος θα έρθει κατά τα έσχατα και ο οποίος θα καθίσει στα δεξιά του Θεού και ο οποίος ακριβώς θα έχει μεσιανικό χαρακτήρα η μησιανική ιδιότητα και θα είναι αυτός ο οποίος θα έρθει να σώσει τον κόσμο και θα κρίνει και τον κόσμο είναι πολύ πιθανό λοιπόν ο Ιησούς να υιοθετεί για τον εαυτό του αυτόν τον χαρακτηρισμό για να πει αέμεσα αλλά πολύ σαφώς για όσους καταλαβαίνουν και οι άνθρωποι εκείνης εποχής έχουν υπόψη του στην εικόνα του Υιού του ανθρώπου από τα Υιουδαϊκά κείμενα ότι ο ίδιος είναι ένας Μεσσίας ο Μεσσίας και ότι ακριβώς είναι και προφήτης αλλά είναι και πέρα από προφήτης είναι αυτός ο οποίος θα έρθει ως απεσταλμένος του Θεού και επομένως είναι ένα πρόσωπο ιδιαίτερα ξεχωριστό οπωσδήποτε δεν μπορούμε να αφησβητήσουμε και το αποκαλυπτικό στοιχείο στο κήρυγμα του Ιησού δεν θα πρέπει όμως να μην με μόνος αυτό λάμιζα μια μαρτυρία για το πρόσωπό του και πολύ δύσκολο σήμερα να την διεθκρινίσουμε και να την αναζητήσουμε μέσα στα κείμενά μας ωστόσο ήδη από τα όσα λέει ο Ιησούς και πράτη είναι προφανές ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο του μέσα στην ιστορία ως έναν ιδιαίτερο ρόλο ότι είναι όντως ο Απεσταλμένος και Υιός του Θεού ότι είναι ο αισχατολογικός Υιός του ανθρώπου ο οποίος έρχεται ακριβώς για να φέρει μια καινούργια ηθική, μια καινούργια ποιότητα ζωής, να φέρει μια αλλαγή ζωής και τρόπους σκέψης, να φέρει ουσιαστικά τη Βασιλεία του Θεού στον κόσμο. |