Διάλεξη 3 / Διάλεξη 3 / Διάλεξη 3

Διάλεξη 3: Στο τρίτο μας μάθημα, αφού αφήσαμε πίσω μας όλη τη συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού και το κήρυγμα του ίδιου του Ιησού και τα λόγια του ίδιου του Ιησού, περνάμε πλέον στη πρώτη-πρώτη πρόσληψη αυτής της μαρτυρίας του ίδιου του Ιησού, στις απαρχές θα λέγαμε του πρωτοχριστιανικού κηρύγματος,...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=1feea24
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 3: Στο τρίτο μας μάθημα, αφού αφήσαμε πίσω μας όλη τη συζήτηση για τον ιστορικό Ιησού και το κήρυγμα του ίδιου του Ιησού και τα λόγια του ίδιου του Ιησού, περνάμε πλέον στη πρώτη-πρώτη πρόσληψη αυτής της μαρτυρίας του ίδιου του Ιησού, στις απαρχές θα λέγαμε του πρωτοχριστιανικού κηρύγματος, και θα δούμε επίσης και μία πολύ ιδιαίτερη ομάδα, μάλλον δύο πολύ ιδιαίτερες ομάδες αφού τον αρχαίγον ο χριστιανισμός, για τους οποίους γνωρίζουμε από τις πράξεις των Αποστών, τους Ελληνιστές και τους Εβραίους, για τους οποίους θα μιλήσουμε στο δεύτερο μέρος του μαθήματος. Το πρώτο μέρος του μαθήματος, ωστόσο, θα εστιάσουμε κυρίως στον πρωτοχριστιανικό κήρυγμα, και στην πρόσληψη των όσων έζησαν για το πρόσωπο του Ιησού, και πως αυτό αποκρυσταλώνεται και αποτυπώναται μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, όπου βρίσκουμε πέρα από τα λόγια του Ιησού, φυσικά, όπως είπαμε και νωρίτερα, σε προηγούμενα μαθήματα, βρίσκουμε και το ίδιο το πρωτοχριστιανικό κήρυγμα, ή τουλάχιστον ψήγματα, κομμάτια αυτού του κηρύγματος. Το πρώτο προκαλεί ενδιαφέρον, διαβάζοντας τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, και κυρίως διαβάζοντας τις επιστολές του Παύλου καταρχάς, οι οποίες, ας σημειωθεί, είναι τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης, πριν από τα Ευαγγέλια, και γι' αυτό έχουν και μια πάρα πολύ σημαντική θέση μέσα στην ιστορία του πρωτοχριστιανικού κηρύγματος, και στην ιστορία της χριστιανικής παράδοσης, γιατί βρίσκονται ακριβώς στις απαρχές αυτής της παράδοσης. Αυτό που μας κάνει μεγάλη εντύπωση, είναι η θέση την οποία κατέχει το γεγονός της Ανάστασης. Όσο θα λέγαμε, το καταλητικό γεγονός, το οποίο όντως οδηγεί τους μαθητές, να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τον Ιησού, να ερμηνεύσουν καλύτερα και να κατανοήσουν το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και τα γεγονότα τα οποία συνδεόνται με εκείνο. Γι' αυτό είδαμε, ακριβώς εξαιτίας αυτής της έμφασης και της θέσης που κατέχει η Ανάσταση στο πρωτοχριστιανικό κηρύγμα, ότι πολλοί ερευνητές, κυρίως στο γερμανόφωνο πρωτοστατικό χώρο, μίλησαν για μια διάκριση ανάμεσα στον ιστορικό Ιησού και στη μεταπασχάλια κατανοήση του Ιησού και ερμηνεία του μεταπασχάλιου κήρυγμα για τον Αναστημένο Κύριο. Βέβαια γι' αυτά μιλήσαμε και δεν θα ξαναπούμε στο θέμα και είπαμε εκεί ότι σήμερα δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει μια τόσο μεγάλη διάσταση ανάμεσα στα δύο, ούτε υπάρχει ένας διαλυσμός ανάμεσα στον ιστορικό Ιησού και τον Κύριο της Ανάστασης και του κηρύγματος της Εκκλησίας. Το πρώτο που μας κάνει εντύπωση είναι ότι, μάλλον ξεκινώντας τη συζήτηση αυτή τη κουβέντα για την Ανάσταση, θα δούμε τις διάφορες μορφές με τις οποίες αποτυπώνεται αυτό το γεγονός και ο τρόπος που κατανοείται και αξιολογείται αυτό το γεγονός από την πρώτη χριστιανική κοινότητα. Το πρώτο που βρίσκουμε είναι ομολογίες. Ομολογίες της Ανάστασης μέσα στα κείμενά μας, που πολύ συχνά είναι πολύ σύντομες αυτές οι ομολογίες. Για παράδειγμα, στην Προσδομαίου Σεπιστολή έχουμε μια πάρα πολύ απλή ομολογία. Ο Θεός αυτόν, τον Ιησού, ήγειρεν εκ νεκρών. Συχνά υπάρχει, ειδικά στις πιο αρχές ομολογίες, ο Θεός ως το υποκείμενο το οποίο προκαλεί την Ανάσταση, του Ιησού σε άλλες ομολογίες. Ο Ιησούς είναι το υποκείμενο, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο τέλος πάντων προσπάθησαν με τα γενέστερα να δώσουν σε αυτήν διάφορες ομάδες χριστιανικές. Και μάλιστα, συχνά μαζί με αυτήν την ομολογία ότι ο Χριστός αναστήθηκε ή ο Θεός ανέστησε τον Ιησού, έχουμε και μια διπλή πληροφορία και είναι η μαρτυρία ακριβώς των εμφανίσεων του αναστημένου Ιησού. Πολύ σημαντικά, ακούγεται το όφθι, βρίσκεται το ρήμα όφθι, δηλαδή τον είδα. Για αυτό θα δούμε κιόλας την αρχαιότερη μαρτυρία που έχουμε κατά την γενική εκτίμηση σήμερα της Αναστάσεως, που βρίσκεται στο Α' Κοριθείως 15 κεφάλαιο, εκεί ακριβώς πολύ ξεκάθαρα αναφέρεται και το γεγονός ότι ο Ιησούς αναστήθηκε στις τρεις μέρες και κυρίως αναφέρεται ότι όφθι, ότι τον είδαν και μετά ο Παύλος ουσιαστικά παραθέτει μια σειρά, ένα κατάλογο μαρτύρο, αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι υπήρξαν με αυτόν τον τρόπο εκείνοι οι οποίοι είδαν και πιστοποιούν το γεγονός της Ανάστασης. Είναι πολύ λοιπόν σημαντικό ότι έχουμε τέτοιου είδους ομολογίες ήδη από τα αρχαιότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ομολογείται και μαρτυρείται η Ανάσταση μέσα στην Καινή Διαθήκη είναι διάφορες παραδόσεις αρχαίες, οι οποίες εστιάζουν πρώτον στο ότι ο Ιησούς τοποθετήθηκε σε έναν κενό τάφο, σε έναν άδειο τάφο, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό αυτό και αυτή η έμφαση στον κενό τάφο, στον άδειο, καινούριο τάφο, είναι για ακριβώς για να μην υπάρξει, έχει μια απολογητική θα λέγαμε χρειάωση, να μην θεωρηθεί ότι ο Ιησούς δεν είναι εκείνος που αναστείθηκε, αλλά στείθηκε κάποιος άλλος από τον τάφο όσον ήταν χρησιμοποιημένος και από άλλον. Και το δεύτερο είναι ο κενός τάφος με ε, ο άδειος τάφος, ο οποίος είναι το στοιχείο που θα είναι κοινό σε όλες τις αφηγήσεις για την Ανάσταση. Όπως είπαμε και άλλη φορά, όλα τα άλλα μπορεί να παραλάσσονται στην αφήγηση για την Ανάσταση, όμως ο άδειος τάφος παραμένει ένα σημείο αναφοράς σε όλες τις παραδόσεις για την Ανάσταση μέσα στα Ευαγγέλια μας. Και ακριβώς αυτό όμως το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι το θέμα μας ο κενός τάφος, δηλαδή θα δούμε ότι οι αφηγήσεις λένε για τον κενό τάφος και είναι το κοινό σημείο όπως είπα και στις τέσσερις αφηγήσεις της Ευαγγελίας που έχουμε για την Ανάσταση, όμως εκεί που πέφτει η έμφαση είναι περισσότερο το ίδιο το μήνυμα της Ανάστασης. Ότι έχουμε την Ανάσταση του Ιησού, διότι ο άδειος τάφος είναι αυτό που βλέπουν οι γυναίκες, αλλά στη συνέχεια ακόμα και στο Μάρκο όπου αναστημένος Ιησούς δεν εμφανίζεται, ακόμα και εκεί αυτό που προέχει είναι το μήνυμα που θα δώσει ο νεανείας οδημένος στα λευκά που κάθεται έξω από τον τάφος, στις γυναίκες και θα τους πει ότι πάτε και πέστε ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, γέρθει η κοστινόδε και ότι θα συναντήσει τους μαθητές του στην Γαλλιαλεία. Δηλαδή εκεί ακόμα και στην οποία θα λέγαμε μινημαλιστική περιγραφή της Ανάστασης μέσα στα Ευαγγέλια, η έμφαση δεν είναι στο άδειο μημείο αλλά η έμφαση είναι στο γεγονός της Ανάστασης. Αυτό δείχνει ακριβώς πόσο σημαντικό είναι αυτό το γεγονός και πόσο σκαθοριστικής σημασίας είναι για την Πρώτη Εκκλησία. Μια άλλη μορφή ομολογίας για την Ανάσταση είναι οι γνωστές μας αφηγήσεις για τις εμφανίσεις πλέον του Αναστάνου. Και μάλιστα αυτό το βλέπουμε ήδη και στον Παύλο όπου χρησιμοποιείται αυτό το ρήμα το «όφθι», εμφανίστηκε, και έχουμε εκείνο τον εκτενή κατάλογο στο 15ο κεφάλαιο στην Α' προσχορηθείου σε επιστολή στο 5 έως 10 στίχο, αλλά και στις αφηγήσεις για την Ανάσταση που έχουμε και στα τρία Ευαγγέλια, διότι θα επαναλάβω ότι στο Μάρκο δεν έχουμε εμφάνιση τον αστημένο Ιησού, η αφήγηση σταματά απότομα εκεί που οι γυναίκες ακούν το μήνυμα του Ναιανία, του Αγγέλου, και φεύγουν χωρίς να πούν τίποτε γιατί, όπως λέει το κείμενο, φοβήθηκαν. Αυτό βέβαια έχουν πει πολλές φορές και σήμερα λέγεται από πολλούς ερμηνευτές ότι είναι σκεμμένο, γιατί ακριβώς εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο θεολογικό σκοπό μέσα στην αφήγηση του Μάρκου. Ωστόσο στις συμπόλοιπες τρεις Ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά και στη μαρτυρία του Παύλου, βλέπουμε ότι γίνεται λόγος για μάρτυρες, για εμφάνιση του Αναστημένου Ιησού, που φαίνεται ότι ήταν κεντρικό κομμάτι του πρωτοχριστιανικού κηρύγματος για την Ανάσταση, αφού το βρίσκουμε, όπως είπα, ήδη στην αρχαιότερη μαρτυρία για την Ανάσταση, που βρίσκεται στην αλφακοριστή του στον Παύλου. Τρία είναι τα βασικά στοιχεία σε αυτές τις εμφανίσεις. Το πρώτο είναι ότι γίνεται μια ταύτιση του Αναστημένου Ιησού με τον επίγειο Ιησού, γιατί θα δούμε ότι ο Ιησούς κάνει πράγματα τα οποία παραπέμπουν τους μαθητές ή τους μάρτυρες του γεγονότος σε γεγονότα και πράγματα της επίγειας δράσης του. Να θυμίσω εδώ το γνωστό παράδειγμα με τη συνάντηση των μαθητών στον δρόμο προς Εμαούς, όπου καταλήγουν τελικά στο τραπέζι και ο Ιησούς παίρνει και κόβει το ψωμί, με έναν τρόπο που θυμίζει τον τρόπο που έκανε όταν ήταν με τους μαθητές του, ή για παράδειγμα το ότι τους αναφέρει ότι εγώ όταν ζούσα σας είχα πει το ένα ή το άλλο. Πρέπει να μας υπάρχει μια σύνδεση με την επίγεια δράση του Ιησού, γιατί όπως είπαμε και στο προηγούμενο μάθημα, στην Αρχαία Εκκλησία δεν υπάρχει αυτή η διάκριση ανάμεσα στον Ιησού στις επίγειας δράσης και τον Ιησού μετά την Ανάσταση. Ένα δεύτερο είναι η αναγνώριση του μέσα από λόγια και πράξεις. Ανέφερα ήδη ένα παράδειγμα από την Προσωμαούς Περικοπή, να θυμίσω και τη συνάντηση του Ιησού για παράδειγμα με τη Μαρία, τη Μαρή τη Μαγδανίστου κατά Ιωάννη, που και μόνο που την προσφωνεί και τη λέει Μαρία, ο τρόπος που της απευθύνεται, αμέσως εκείνη θυμίζει τον Ιησού και εκείνη τον αναγνωρίζει. Ή αν θέλετε πάλι από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, το θαύμα που κάνει στη Γαλιλαία με τα ψάρια και την θαυμαστή Αλληλεία που παραπέμπει σε ένα γεγονός αντίστοιχος στα πρώτα χρόνια της κοινής ζωής του με τους μαθητές, στα πρώτα-πρώτα βήματα αυτής της κοινής ζωής και μέσα από αυτό ο αγαπημένος μαθητής, που είναι και ο ήρωας του τετάρτο Ευαγγελίου, αναγνωρίζει ότι αυτός που έχει κάνει το θαύμα είναι ο Ιησούς. Μέσα από πράξεις και λόγια και αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δείχνει ακριβώς ότι υπάρχει μια διαργασία και μια συμμετοχή των μαρτύρων στην αναγνώριση του Ιησού. Και τέλος ότι αυτό που βιώνουν οι μαθητές στην Ανάσταση είναι η αρχή, δεν είναι το τέλος. Ότι αυτό είναι η αρχή για όλα όσα θα ακολουθήσουν, γιατί τώρα πλέον μπαίνουμε στη φάση της οφειρίας και πρέπει επομένως αυτό το γεγονός να κηρυφθεί σε όλον τον κόσμο, γιατί γι' αυτό βλέπουμε ότι υπάρχουν τέτοιες εντολές για την κήρυξη της Ανάστασης και του Ευαγγελίου, όπως λέγεται, σε όλον τον κόσμο, στις αφηγήσεις των Ευαγγελίων. Και ένα άλλο στοιχείο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, είναι ότι ειδικά στον Καταλουκάν Ευαγγέλιο, αλλά και στον Καταϊόανι με διαφορετικό τρόπο, η Ανάσταση συνδέεται με την Ανάληψη. Στο ΜΕΝ Καταλουκά βλέπουμε ότι αυτά τα δύο γεγονότα διακρίνονται, ο Ιησούς αναστένεται και συνέχεια έχουμε την εμφάνισή του για 40 μέρες, συνέχεια την Ανάληψη και την Πεντηκοστή, έχουν δει μια πιο σχηματική κατανόηση των γεγονότων. Στον Ιωάννη, ωστόσο, Ανάσταση και Ανάληψη φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, καθώς ο Ιησούς λέει ότι «στη Μαρία μη με ακουμπάς, δεν ανέβηκα ακόμα στον πατέρα μου», ενώ πιο πριν είχε πει ότι θα ανεβώ στον πατέρα μου και θα σας στείλω άλλον παράκλητο. Και όταν στη συνέχεια εμφανίζεται στους μαθητές τους υπόλοιπους, και πολύ πιθανόν και να είναι και η Μαρία και οι υπόλοιπες μαθητές εκεί, τους λέει «Λάβετε πνεύμα Άγιον», που είναι ο παράκλητος, που σημαίνει δηλαδή ότι ο Ιησούς έχει ήδη, στην θεολογική σκέψη του Ιωάννη, έχει ήδη ανεβεί στον πατέρα μου, ενώ η Ανάληψη στον κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, κατά κάποιον τρόπο συνδέεται ακόμα πιο στενά με το γεγονός της Ανάστασης. Το γεγονός της Ανάστασης είναι προφανές, από όσα είπα ως τώρα, ότι κατέχει μια πάρα πολύ σημαντική θέση μέσα στο πρωτοχριστιανικό κήρυγμα. Και αυτή η Ανάσταση είναι ένα γεγονός σχατολογικής σημασίας, γιατί ακριβώς, όπως πολύ συχνά λέγεται, ιδιαίτερα στον Παύλο, αυτή η Ανάσταση αποτελεί την εγγύηση και της Ανάστασης όλων των υπολοίπων, όλων των νεκρών, γι' αυτό λέγεται κιόλας ότι ο Ιησούς και η Ανάστασή του είναι η απαρχή των κεκοιμημένων. Είναι η αρχή δηλαδή, η πρώτη προσφορά, εδώ φυσικά υπάρχει μια γλώσσα καθαρά παλαιοδιαθηκική, και ήδη η ιδέα αυτή της Ανάστασης, παράλλο που δεν υπάρχει σαφώς στον Ιουδαϊσμό, υποφόσκει σε πάρα πολλά προφητικά κείμενα. Και αυτά τα κείμενα, ουσιαστικά, εδώ υπενίσθηται και το κείμενο της Καινής Διαθήκης, και ουσιαστικά οδηγεί τον αναγνώστη να πάει πίσω και να διαβάσει ξανά και τις παλαιοδιαθηκές προφητείες υπό το φως του γεγονότος της Ανάστασης. Σαφώς, στην Καινή Διαθήκη, η Ανάσταση του Ιησού, του Κυρίου, είναι ένα διαφορετικό γεγονός δίπλα στη σταύρωσή του. Δεν ταυτίζει, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση πολλές φορές σε ποιο δίνει μεγαλύτερη έμφαση ο ένας ή ο άλλος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης. Υπάρχουν κάποιες επιμέρους εμφάσεις απ' τον καθένα και υπάρχουν και διαφορετικές θεολογικές αξιολογήσεις, είτε της Ανάστασης, είτε του Σταυρού και θα λέγαμε υπάρχουν ορισμένα σημεία, στα οποία επιμένει ο ένας περισσότερο από τον άλλον συγγραφέας της Καινής Διαθήκης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι το ίδιο σημαντικά και είναι δύο εντελώς ξεχωριστά μεταξύ τους γεγονότα. Γι' αυτό βλέπουμε ένα χαρακτηριστικό είναι ότι, για παράδειγμα, τονίζεται η απόσταση των τριών ημερών ανάμεσα στα δύο γεγονότα σε όλες τις ομολογίες που έχουμε. Εδώ βέβαια υπάρχει και ένα μοτίβο το οποίο ξέρουμε σήμερα, κυρίως μετά την ανακάλυψη της λεγόμενης Αποκάλυψης του Γαβριήλ, ότι υπάρχει ως μοτίβο της τριήμερης Ανάστασης του Μεσσία, προφανώς σε κάποια ομάδα του Ιουγαϊσμού. Ίσως δεν είναι μια τόσο άγνωστη έννοια και καθαρά, θα λέγαμε, χριστιανικής εμπνεύσεως. Ωστόσο, το ότι τονίζεται ότι είναι τρεις ημέρες απόστασης ανάμεσα στα δύο γεγονότα, έχει σα σκοπό ακριβώς να τα διακρίνει αυτά τα δύο γεγονότα, για να μην υπάρχει σε οποιαδήποτε παρανόηση όσον αφορά το γεγονός της Ανάστασης. Και η Ανάσταση δεν κατανοείται, θα λέγαμε, ως μία συμβολική ή θεωρητική, τέλος πάντων, μαρτυρία για το λειτουργικό χαρακτηρά της Σταύρωσης. Δηλαδή, ότι θα γίνει η Ανάσταση όλων ότι είναι ένα συμβολικό ή αλληγορικό γεγονός, απέναντί ως το ίδιο ήταν ιστορικό γεγονός μέσα στην Καινή Διαθήκη. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, ότι ποτέ δεν κατανοήθηκε αλληγορικά και ποτέ δεν ερμηνεύστηκε αλληγορικά μέσα στην ιστορία της ερμηνείας της Εκκλησίας. Γιατί ακριβώς ποτέ δεν αφισβητήθηκε η ιστορικότητα αυτού του γεγονότος. Το γεγονός όμως αυτό, το γεγονός της Ανάστασης, όπως είπα και πριν, ουσιαστικά ρίχνει έναν καινούριο φως πάνω στα γεγονότα, τα προηγούμενα, και δίνει μια δυνατότητα επανερμηνείας όλων όσων κανείς γνωρίζει από τη ζωή και τα λόγια του Ιησού και μας θέτει τα πράγματα κάτω σε καινούργιες βάσεις. Οποσδήποτε ως γεγονός είναι ένα γεγονός το οποίο βρίσκεται στο μετέχθμι του χρόνου και της αιώνιότητας. Είναι ένα δύσκολο γεγονός, να το καταλάβει κανείς με την ανθρώπινη λογική. Από μια μεριά, όπως είπα, τονίζεται το χρονικό στοιχείο γιατί ακριβώς τονίζεται η Ανάσταση μέσα στην ιστορική της Ινωάφη και η πραγματικότητα επίσης της εμπειρίας της Ανάστασης, ότι πραγματικά βίωσαν και την είδαν τον αναστημένο μάρτυρες της Ανάστασης, αλλά από την άλλη μεριά τονίζεται ακριβώς ότι αυτό το γεγονός είναι πέρα από όλες τις ανθρώπινες λογικές και πέρα από ποιαδήποτε ανθρώπινη κατηγορία και τοποθετείται μέσα στην Καινή Δεθήκη ως ένα γεγονός εντελώς εξαιρετικό και εντελώς έξω από τα μέχρι τότε δεδομένα τα ανθρώπινα. Και γι' αυτό ακριβώς είναι βέβαια γεγονός, ταυτόχρονο όμως είναι και μια εμπειρία. Και γι' αυτό, επειδή ακριβώς είναι εμπειρία και η εμπειρία στην Αρχαία Εκκλησία έχει πάρα πολύ σημαντική θέση, γι' αυτό ακριβώς τονίζεται τόσο συχνά η παρουσία των μαρτύρων της Ανάστασης. Πάρα πολλές φορές γίνεται λόγος για τους μάρτυρες της Ανάστασης, ακριβώς γιατί τονίζεται και αυτή η εμπειρική διάσταση της Ανάστασης. Δεν είναι θεωρητικό κάθε υποβολή, μία συμβολική, τέλος πάντων, θα λέγαμε, ενασχόληση με το τραγικό θάνατο του Ιησού ή μία προσπάθεια, αν θέλετε, υπέρβασης αυτής της τραγικότητας με την ελπίδα μιας υβολικής Ανάστασης, αλλά είναι για την Πρώτη Εκκλησία και για την Καινή Διαθήκη ένα πραγματικό γεγονός, στο οποίο μάρτυρες και το οποίο γεύτηκαν ως εμπειρία συγκεκριμένοι άνθρωποι, οι οποίοι αποτελούν και τους πρώτους και αδιάψευτους μάρτυρες της Αρχαίας Εκκλησίας. Βέβαια αυτού καταλαβαίνουμε το γεγονός και μόνο από τη θέση που καταλαβάνει μέσα στην Καινή Διαθήκη πόσο σημαντικό είναι για το Πρωτοχριστιανικό Κήρυγμα. Και έχει μια ιδιαίτερη θεολογική σημασία το Κήρυγμα της Ανάστασης, γιατί ακριβώς διαδραματίζει και ένα σημαντικό ρόλο για τη συνέχιση και την πραγμάτωση της σωτηρίας. Είπαμε και πριν ότι για την Καινή Διαθήκη, για τη συγγραφή της Καινής Διαθήκης, η Ανάσταση δεν είναι το τέλος, αν θέλετε η θριαδευτική επισφράγηση της ζωής του Ιησού, κλείνει βέβαια ένας κύκλος, αυτός της επίγειας παρουσίας του Ιησού με την Ανάσταση, ταυτόχρονα όμως ανοίγει ένας άλλος, αυτός της ζωής της Εκκλησίας και αυτός του Ευαγγελισμού, αυτής της σωτηρίας σε όλο τον κόσμο. Και έτσι ακριβώς κατανοείται η Ανάσταση. Και είναι αυτό το οποίο ουσιαστικά δίνει όθηση το γεγονός της Ανάστασης στον Ευαγγελισμό του κόσμου, το άνοιγμο προς τα έθνη και από την άλλη μεριά στην θα λέγαμε χριστολογική ερμηνεία του κηρύγματος του Ιησού. Όσα δηλαδή είπε ο Ιησούς και όσα έπραξε πλέον, κατανοούνται υπό ένα χριστολογικό πρίσμα σε σχέση με το πρόσωπό του δηλαδή, αν ανσιδείται η ταυτότητά του πάντοτε όμως υπό το φως της Ανάστασης. Αυτά δηλαδή που είπε ο Ιησούς, όταν ο Ιησούς είπε για παράδειγμα καταλήσετε το ναό και σε τρεις μέρες θα τον οικοδομήσω, πλέον δεν κατανοείται στη συνάφεια που λέχτηκε απλά ότι το είπε σε σχέση με το ναό, γιατί γίνεται αντιληπτό ότι ο Ιησούς δεν το είπε για το ναό, αναφερόνται σε κάτι πολύ διαφορετικό, αναφερόνται στην προσωπική του Ανάσταση ή για παράδειγμα τον Ιησούς μιλάει για το σημείο του Ιωνα, ότι δεν πιστεύεται παρά μονάχα όταν θα δει το σημείο του Ιωνα και αυτό πλέον κατανοείται ότι είναι το παράδειγμα του Ιωνα που μένει τρεις μέρες μέσα στο κήτος, ουσιαστικά είναι τύπος της Ανάστασης του Ιησού και εδώ ο Ιησούς υπονοεί ακριβώς τη δική του Ανάσταση ή ακόμη το ότι χρησιμοποιεί για τον εαυτό του τον όρο του Ιου το ανθρώπου και ούτω καθεξής, όλα αυτά πλέον όσα έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον Ιησού αυτό που λέμε χρηστολογία δηλαδή της Καινής Διαθήκης, όσα έχουν να κάνουν με την αυτοδυτά του, με τον χαρακτήρα του και τον ρόλο του μέσα στην ιστορία και την παρουσία του στον κόσμο κατανοούνται πλέον υπό το πρίσμα της Αναστάσεως. Και στενά συνδεδεμένα με αυτό είναι και το γεγονός της Πεντηκοστής. Το γεγονός της Πεντηκοστής όπως το περιγράφει ο Λουκάς δηλαδή η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος ως επιφίτιση των μαθητών οι οποίοι από εκεί πέρα αναλαμβάνουν το έργο του Ευαγγελισμού στον κόσμο ή όπως την κατανοεί το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο που ο Αναστημένος Ιησούς είναι αυτός που εμφανίζεται στους μαθητές και τους λέει λάβετε Πνεύμα Άγιο και τους εμφισά το Άγιο Πνεύμα. Σε κάθε περίπτωση το Άγιο Πνεύμα λοιπόν συνδέεται άμεσα με το γεγονός της Ανάστασης και αυτό που ονομάζουμε Πεντηκοστή και ουσιαστικά η Πεντηκοστή είναι μια ακόμα πρόγευση των Εσχάτων στη συνέχεια των προηγούμεν γεγονότων και κυρίως της Ανάστασης και ακριβώς στην Πεντηκοστή εκπληρώνεται όλες οι προφητείες για το κάλεσμα των εθνών για τη δημιουργία του νέου λαού του Θεού και ούτω καθεξής. Εκτός τώρα από τις ομολογίες για την Ανάσταση του Ιησού οι οποίες είπαμε είναι πάρα πολύ σημαντικές και καταλαβαίνουν σημαντική θέση μέσα στην Καινή Διαθήκη θα βρούμε και αυτό που λένε ομολογίες πίστης. Δηλαδή ομολογίες οι οποίες έχουν να κάνουν με το πρόσωπο του Ιησού Χριστό ή και με τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Φυσικά οι απλούστερες ομολογίες είναι αυτές που αφορούν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τις οποίες ακριβώς επειδή μιλάμε τώρα για αυτό το πρωταρχικό χριστιανικό κήρυγμα εδώ θα εστιάσουμε. Βρίσκουμε δηλώσεις του τύπου ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας για παράδειγμα στην ΑΙΟΑΝΟ ή ο Ιησούς είναι ο Κύριος όπου Κύριος πλέον παραπέμπει και στον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης όπου εκείνος ονομάζεται Κύριος και μάλιστα μπορείς να λέει ο Κύριος Ιησούς ή εκείνη η πολύ γνωστή αραμαϊκή φράση Μαράν Αθά λέει ο Παύλος ή τη Σου φιλή τον Κύριο ή το Ανάθεμα τελεία Μαράν Αθά. Και Μαράν Αθά σημαίνει ο Κύριος Εγγύς και συγκάζουμε σύνδετο είναι μια ομολογία πίστης της Πρώτης Εκκλησίας η οποία ομολογούσε ταυτόχρονα την εγκύτητα της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί φυσικά η Πρώτη Εκκλησία έχει πολύ έντονη ακριβώς αυτή την αποκαραδοκία και προσδοκία των εσχάτων. Ή ακόμα και πιο ανεπτυγμένες ομολογίες όπως για παράδειγμα ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού για παράδειγμα το βρίσκουμε στον Ιωάννη, στον Υπροσεβρέωση Απιστολής, στην ΑΙΟΑΝ και φυσικά έχουμε και πιο πολύπλοκες ομολογίες πίστης όπου εμφανίζονται και ο Πατέρας και το Άγιο Πνεύμα σε λίγο μεταγενέστερα μέσα στην Καινή Διαθήκη κείμενα. Ταυτόχρονα μπορούμε να δούμε και σύνθετες ομολογίες. Ομολογίες δηλαδή τις οποίες συνδυάζεται από μια μεριά η ομολογία πίστης στο πρόσωπο του Ιησού και από την άλλη μεριά ομολογίες της Ανάστασης. Ένα πάρα πολύ χαρακτηριστικό αρχαίο παράδειγμα είναι στην προσδομένου Επιστολή στο 10ο κεφάλαιο όπου ο Παύλος λέει «εάν ομολογήσεις εν τω στόματί σου Κύριον Ιησού» δηλαδή αν ομολογήσεις τον Ιησού ότι είναι ο Κύριος «και πιστεύσεις εν την καρδία σου» η καρδία φυσικά στη γλώσσα τη βιβλική είναι ο άνθρωπος, χώρος όπου λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις, ο χώρος των συναισθημάτων, όλος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, ακόμα και αυτό που σήμερα λέμε νους, όχι γεννωτική σκέψη, «αν λοιπόν πιστεύσεις εν την καρδία σου ότι ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών», δηλαδή θα ομολογήσεις ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και ότι ο Θεός τον ανέστησε, σωθήσει. Αυτό είναι η σωτηρία. Αυτή είναι μια πάρα πολύ χαρακτηριστική σύνθετη ομολογία πίστης που βρίσκουμε σε κείμενα της Κεννής Διαθήκης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι μέσα στα κείμενά μας θα φτώχνουν να βρίσκουμε τα λόγια του Ιησού, θα βρίσκουμε και τη μαρτυρία της εκκλησίας για τον Ιησού και το πρωτοχριστιανικό κήρυγμα. Και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς με αυτόν τον τρόπο πηγαίνουμε πίσω μέσα στην ιστορία και συναντούμε ακριβώς τις απαρχές της χριστιανικής παράδοσης και της χριστιανικής πίστης. Στο δεύτερο μέρος του μαθήματος θα επικεντρωθούμε τώρα στο κήρυγμα και στις θεολογικές απαρχές της χριστιανικής κοινότητας, οι οποίες φυσικά βρίσκονται στην ίδια την Ιερουσαλία. Η Ιερουσαλία είναι η πατρίδα, η καρδιά, αν θέλετε, του αρχαίγου του χριστιανισμού. Βέβαια ξέρουμε ότι στην εποχή του Ιησού οι πρώτες βασικοί πυρήνες μαθητών του ιδρύονται στη Γαλιλαία, όπου ο Ιησούς έδρασε. Στη συνέχεια όμως, οι τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του είναι αυτές τις οποίες τις περνά στην Ιερουσαλία, όπου εκεί επίσης ιδρύνει μια πάρα πολύ ισχυρή ομάδα, στη συνέχεια είναι αυτή η οποία παίζει και τον κυριαρχικό ρόλο στα πρώτα βήματα της αρχαίας εκκλησίας. Ελπί λοιπόν, έχουμε μια περιγραφή φυσικά αυτής της αρχαίγονης κοινότητας, χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλίας, βρίσκουμε στις πράξεις των Αποστόλων. Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας των πράξεων κάνει λόγο για την ύπαρξη μέσα στην κοινότητα δύο συγκεκριμένων ομάδων. Της ομάδας των Ελληνιστών και της ομάδας των Εβραίων. Τους αναφέρει από το έκτο μέχρι το όγδο κεφάλαιο, κάνει λόγο για αυτούς, μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Και έτσι λοιπόν ηκάζουμε ότι μέσα στην αρχαία αυτή κοινότητα της Ιερουσαλίας, έχουμε δύο σημαντικές ομάδες ανθρώπων, χριστιανών, αυτούς που το κείμενο μας πολύ ανοιγματικά ονομάζει Ελληνιστές και εκείνους που τους ονομάζει επίσης Εβραίους. Και μπορεί να είναι τώρα αυτή. Η έρευνα σήμερα έχει καταλήξει ότι όταν μιλάμε για Ελληνιστές στο κείμενο των πράξεων, ουσιαστικά εννοούμε χριστιανούς, πρώην Ιουδαίους, εγκαταστημένους στην Ιερουσαλία, οι οποίοι μιλούν Ελληνικά. Και μιλούν Ελληνικά γιατί κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται από την Ιουδαϊκή διασπορά. Γνωρίζουμε ότι οι Ιουδαίοι ήταν διασπορμένοι σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο, η γλώσσα η οποία χρησιμοποιείται έξω από τα Σύνα της Παλαιστίνης, φυσικά, και στον Παλαιστίνη ακόμα ήταν τα Ελληνικά, οπότε αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται από τη διασπορά μιλούν Ελληνικά. Το γνωρίζουμε και από τις επιγραφές αυτό, την ύπαρξη της Ιουδαϊκής διασποράς, δηλαδή έχουμε πάρα πολλές πληροφορίες για την ύπαρξη της διασποράς. Πολλοί από αυτούς είτε βρέθηκαν στην Ιερουσαλία λόγω των ημερών του Πάσχα και της Ιουδαϊκής Πεντηκοστής, είτε είναι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλία επιστρέφοντας από τα ξένα, κάτι πολύ συνηθισμένο επίσης στον αρχαίο κόσμο. Σε κάθε περίπτωση αυτοί οι άνθρωποι, επειδή ακριβώς μιλούν Ελληνικά, αποτελούν προφανώς και μέσα στους κόλπους των Ιουδαίων της Ιερουσαλίας, και κατεπέκτηση συνέχεια και μέσα στους κόλπους του χριστιανισμού από της Χριστιανικής Εκκλησίας. Από αυτή την ομάδα γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι ελληνιστές ήταν οι 7 διάκωνοι, οι οποίοι έχουν όλοι ελληνικά ονόματα, και φυσικά ο επικεφαλής και κατεξοχήν εκπρόσωπος των διακώνων αυτόν που είναι ο Στέφανος. Και ξέρουμε ότι αυτή η ομάδα ήρθε σε σύγκρουση με τους ελληνόφωνους Ιουδαίους πλέον της Ιερουσαλίας, δηλαδή θα λέγαμε τους συμπατριώτες τους από τη Διασπορά, οι οποίοι όμως δεν είχαν γίνει χριστιανοί, γιατί με αυτούς τελικά ο Στέφανος θα συγκρουστεί και θα οδηγηθεί τελικά στο θάνατο, στο γνωστό μαρτύριο του Στεφάνου. Η άλλη ομάδα, η οποία γνωρίζουμε από το κείμενό μας των πράξεων, είναι οι Εβραίοι, όπου Εβραίοι κατ' αναλογία θεωρούνται ότι είναι χριστιανοί εξ Ιουδαίων, εγκαταστημένοι στην Ιερουσαλία, που μιλούν αραμαϊκά. Πρόκειται προφανώς για ντόπιους ή ανθρώπους οι οποίοι κατέβηκαν από τη Γαλλιλέα και σίγουρα με αυτήν την ομάδα ή σε αυτήν την ομάδα ανήκουν και οι Απόστολοι, διότι και οι Απόστολοι ως γνωστό τουλάχιστον δεν ήταν η γλώσσα τους, η μητρική τα ελληνικά, αλλά ήταν τα αραμαϊκά και γι' αυτό θα δούμε ότι όταν γίνεται ο διωγμός του Στεφάνου, δηλαδή μετά το θάνατο του Στεφάν, όταν εκδιώκονται οι χριστιανοί, δεν εκδιώκονται όλοι από τα Ιεροσόλυμα, αλλά μονάχα οι ελληνιστές, δηλαδή αυτοί που ανήκαν στην ομάδα των ελληνοφωνων χριστιανών, η ομάδα γύρω από τον Στέφανο ουσιαστικά, και του να αντίθετα δούμε οι Απόστολοι και πάρα πολλοί άλλοι χριστιανοί μένουν στα Ιεροσόλυμα και αυτό μπορεί να εξηγηθεί ακριβώς γιατί προφανώς ανήκαν στην ομάδα των αραμαοφώνων, στην ομάδα των Εβραίων. Αυτή όμως η ομάδα θα πάψει να υπάρχει, δηλαδή η κοινότητα, η αραμαϊκή κοινότητα της, η χριστιανική κοινότητα της Ιεροσαλήμ, θα πάψει να υπάρχει στο 68 μ.Χ. Μέσα στα πλαίσια της επανάστασης που κάνουν οι Ιουδαίοι εναντίον των Ρωμαίων, οι χριστιανοί αρνούνται να συνταχθούν, να πάρουν μέρος σε αυτόν τον πόλεμο και να επανασταθήσουν, οπότε εκδιώκονται από την Ιεροσαλήμ και μεταθύθυνται, η ομάδα αυτή μετακινείται προς την Πέλλα της Συρίας και από εκεί και πέρα φυσικά σιγά σιγά θα παρακμάσει, χάνονται επομένως τα ήχη τους από εκεί και πέρα. Αλλά γι' αυτούς ξέρουμε, όπως και για τους ελληνιστές, γιατί και οι δυο ομάδες παύουν πλέον να υπάρχουν από ένα σημείο και μετά, απλώς είναι πολύ σημαντικές γιατί βρίσκονται ακριβώς στην αρχή αυτής της ιστορίας, του αρχαιαγών χριστιανισμού, ξέρουμε γι' αυτούς λοιπόν από τις πράξεις των Αποστόλων και έχουμε και μία ακόμα μαρτυρία για την κοινότητα των Ιεροσολήμων από τον Παύλο. Ο Παύλος τη Γαλάτας κάνει λόγο για την ιεροσολημιτική κοινότητα και αφήνει να ενδυθούν και οι εντάσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους ελληνιστές και στους αραμόφωνους χριστιανούς αυτής της κοινότητας και κάνει επίσης λόγο για τρεις στήλους της ιεροσολημιτικής κοινότητας. Λέει ότι η εκκλησία των Ιεροσολήμων έχει τρεις στήλους, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, οι οποίοι όντως αποτελούν τα τρία σημαντικά πρόσωπα στην αρχαία παράδοση της εκκλησίας και το δεύτερο στοιχείο που έχουμε από τον Παύλο για την κοινότητα των Ιεροσολήμων είναι ότι ο Παύλος έχει μία μεγάλη αγωνία και με ένα μεγάλο ενδιαφέρον να συνδέσει τις κοινότητες της δικές του, τις Παύλες κοινότητες, με την Μητέρα Εκκλησία των Ιεροσολήμων, γι' αυτό συχνά βρίσκουμε στη Ρωμαίους και στην Άλφα Κορυθείως κυρίως αναφορές, αλλά ξέρουμε ότι σίγουρα ανάλογο λόγο έκανε και εδώ στη Μακεδονία, γιατί το αναφέρει στην Άλφα προς Κορυθείους. Γίνεται λόγος, λοιπόν σε αυτά τα κείμενα του Παύλου, για τους πτωχούς των Αγίων της Ιεροσολήμια. Οι Άγιοι είναι ένας χωρός που χρησιμοποιείται στην Αρχαία Εκκλησία για τους Χριστιανούς, με την έννοια ότι είναι ξεχωρισμένοι, ότι ανήκουν στο λαό του Θεού. Απλώς προσπαθεί να μαζέψει χρήματα για να ενισχύσει οικονομικά από τη μια μεριά τους πτωχούς χριστιανούς της Ιεροσολήμια και από την άλλη μεριά με αυτόν τον τρόπο επιτυχάνει η επιδιώκητη σύνδεση όλων αυτών των απομακρυσμένων από την Ιεροσολήμια κοινοτήτων με τη Μητέρα Εκκλησία που είναι η Ιεροσολήμια. Κάνει λοιπόν έναν έρανο τον οποίο ο ίδιος ονομάζει λογία και τα χρήματα ο ίδιος τα συγκεντρώνει και τα παραδίδει στην Ιεροσολήμια και από ό,τι λέει το κείμενο των πράξεων ακριβώς αυτή η μετάβασή του στην Ιεροσολήμια είναι και η αιτία να συλληφθεί και να οδηγηθεί δέσμες στη συνέχεια στη Ρώμη. Θα γνωρίζω λίγο στις δύο αυτές ομάδες σ' αυτό το δεύτερο και τελευταίο μέρος του μαθήματος μας να πούμε ότι φυσικά σήμερα όπως είπα και οι δύο ομάδες δεν υφίστανται. Είναι ομάδες οι οποίες υπάρχουν στην αρχή σαν αρχές της ιστορίας της χριστιανικής κοινότητας και πλέον τα ίχνη τους έχουν χαθεί και φυσικά εξέλιπαν και όλοι οι στορκυλόγοι οι οποίοι οδηγούσαν στο να υπάρχουν αυτές οι ομάδες. Ότι όμως οι ίχνη τους μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και μπορεί μεν οι ίδιοι να χάθηκαν σαν κοινότητες αλλά οι φωνές τους θα λέγαμε και το κήρυγμά τους και οι ομολογίες πίστης τους, η πίστη τους, οι προσδοκίες τους αποτυπώνται μέσα στα κείμενά μας και φυσικά μέσα από μια κριτική ανάγνωση των κειμένων να είμαστε σήμερα σε θέση να ανασύρουμε κάποια στοιχεία αυτής της δρασκαλίας. Για παράδειγμα, και ξεκινάω πρώτα με την αραμόφωνη κοινότητα της Ιερουσαλίας, δηλαδή αυτούς που ονομάζουν οι πράξεις να αποστώνουν ως Εβραίους, είναι πιθανόν με αυτή την ομάδα να συνδέεται αυτό που λέμε σήμερα πηγητολογίων. Πηγητολογίων, για όσους έχουν παρακολουθήσει μαθήματα της εισαγωγής στην κοινή, αλλά να θυμίσω και σε εκείνους αλλά και σε όσους πτυχόν μπορεί να μην το θυμούνται, είναι ένα κείμενο το οποίο δυστυχώς δεν το έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας, δεν είμαστε σίγουροι ότι ήταν προφορικό ή γραπτό, και το οποίο πρέπει να αποτέλεσε μία από τις δύο βασικές πηγές των Ευαγγελίων του Ματθαίου και του Λουκά και οι οποίες, βέβαια, πολύ χοντρικά και πρακτικά την βρίσκουμε, είναι ως εξής, είναι τα κοινά κείμενα, τα κοινά στοιχεία που έχει ο Ματθαίος και ο Λουκάς και που δεν τα έχει ο Μάρκος, που είναι η άλλη τους πηγή. Έχουμε ως ιδίον οι πηγές, είναι ο Μάρκος, καταρχάς, που είναι και το αρχαιότερο μας Ευαγγέλιο και είναι και αυτή η πηγή των λογίων και πέρα από αυτά, βέβαια, είναι και οι προσωπικές πηγές και οι προσωπικές πληροφορίες που έχει ο κάθε ένας από τους δύο Ευαγγελιστές. Αυτή λοιπόν η πηγή των λογίων, η οποία η κάζουμε ότι πρέπει να ήταν γραμμένη, αν ήταν γραμμένη ή ήταν συνταγμένη έστω και προφορικά στα αραμαϊκά, ίσως έχει να κάνει με αυτή τη συγκεκριμένη αραμόφωνη ομάδα και φυσικά στοιχεία της δασκαλίας αυτής της αραμόφωνης κοινότητας βρίσκουμε κυρίως τα συνοπτικά Ευαγγέλια και κυρίως το Ματθαίο, αλλά και στη λεγόμενη επιστολή του Ιακώβου, όπου και εκεί βρίσκουμε πάλι στοιχεία αυτής της ομάδας της Ιουρδοχριστιανικής ομάδας της Ερουσαλίας και γενικότερα της Παλαιστίνης. Ποια τώρα είναι τα βασικά σημεία της δασκαλίας τους. Όταν λέμε βασικά σημεία να προλάβω και να πω, αυτό δεν σημαίνει ότι βρίσκονται σε μια θεολογική αντιπαράθεση, αντίθεση ή απόκλειση από την ομάδα των Ελληνιστών ή γενικότερα από την υπόλοιπη εκκλησία. Εδώ θα πρέπει να αποφύγουμε εκείνο το δίπολο το οποίο εισηγήθηκε η σχολή της τη Βίγγκης, ότι έχουμε τον Ιουρδοχριστιανισμό, τη σύγκρουση με τον εξεθνό Χριστιανισμό και μέσα από αυτήν την σύγκρουση η σύνθεση είναι αυτό που λέμε αρχαία εκκλησία. Όχι, απλώς αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι υπάρχουν διαφορετικές εμφάσεις και διαφορετικές τάσεις στις θεολογικές συζητήσεις των δύο ομάδων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μία έρχεται σε αντίθεση με την άλλη. Απλά η κάθε μία τονίζει άλλα στοιχεία να πτήσει περισσότερο με βάση και την δικιά της παράδοση και τις δικές υποθεσίες, άλλα στοιχεία από την παράδοση των λόγων του Ιησού. Το πρώτο πρώτο στοιχείο που βρίσκουμε ιδιαίτερα έντονος στην διδασκαλία αυτής της αραμόφωνης ομάδας είναι η προσδοκία της Δευτέρας Παρουσίας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, θα το βρούμε και στους ελληνιστές, όμως κυρίως είναι κάτι το οποίο μάλλον προέρχεται από αυτήν την ομάδα. Να θυμίσω εδώ εκείνη την πολύ γνωστή φράση που ανέφερα και νωρίτερα Μαράναθα, ο κύριος Εγγύς, μια φράση που θα την βρούμε και στην Αποκάλυψη, αλλά πλέον όχι στην αρμαϊκή της εκδοχή αλλά στην ελληνική. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι το Μαράναθα ο Παύλος το χρησιμοποιεί στην επιστολή του Α προς Κορηθείους, δηλαδή σε ένα ελληνόφωνο έξω από τα σύνορα της Παλαιστίνης περιβάλλον, που σημαίνει ότι ακριβώς τυχία αυτής της δασκαλίας και αυτής της προσδοκίας και αν θέλετε και της λειτουργικής πρακτικής αυτής της ομάδας, της Ευρωσαλήν, πέρασαν και στις κοινότητες έξω από τα σύνορα της Παλαιστίνης. Επίσης, όσον αφορά την χρηστολογία αυτής της ομάδας, τονίζεται κυρίως ο χαρακτήρας του Ιησού ως του Υιού του ανθρώπου, ως ο Υιός του ανθρώπου, ιδιαίτερα αυτός ο χρηστολογικός όρος τονίζεται από την ομάδα αυτή. Κατανοείται ο θάνατός του και η ανάστασή του με τη βοήθεια παλαιοδιοθηκικών κειμένων και μοτίβων. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η ομάδα έχει από πίσω της ένα υπόβαθρο παλαιοδιοθηκικό εντονότερο από ό,τι ίσως η ομάδα των Ελληνιστών που έχουν και άλλες επιδράσεις. Και επίσης αυτό που τονίζεται είναι ο εξηλαστήριος χαρακτήρας της θυσίας του Ιησού. Δηλαδή ουσιαστικά παραλληλίζεται ο τρόπος με τον οποίο θυσιάζεται ο Ιησούς με τον τρόπο που γινόταν οι εξηλαστήρες θυσίες και οι κατεξοχήν εξηλαστήρια θυσίας τον Ιουδαϊσμό, όπου αντιπροσωπευτικά θυσιαζόταν ένα ζώο άπαξ του ενιαυτού μία φορά το χρόνο δηλαδή, αντιπροσωπευτικά και τις αμαρτίες του λαού οι οποίες διαπράχτησαν μέσα σε όλο το χρόνο. Εδώ βέβαια στην περίπτωση του Ιησού θα πει προς Εβραίους επιστολή έχουμε ένα εξηλαστήριο χαρακτήρας στη θυσία του μόνο που η θυσία του είναι φάπαξ. Γίνεται μία φορά και για πάντα και δεν επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο όπως ακριβώς γινόταν οι εξηλαστήρες θυσίες στον Ιουδαϊσμό. Είναι ενδιαφέρον όμως ότι χρησιμοποιείται αυτή η εικόνα για να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί το γεγονός της θυσίας του Ιησού. Και αυτό μάλλον το στοιχείο, αυτός ο εξηλαστήριος χαρακτήρας έχει να κάνει ακριβώς με αυτήν την αραμόφωνη και την ιουδιοχριστιανική ομάδα της Ιρουσαλήμ. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι οι μαθητές του Ιησού κατανοούνται ως συγκέντρωση θα λέγαμε του αισχατολογικού λαού του Θεού. Η αραμόφωνη ομάδα φαίνεται ότι δεν κατανοεί τον εαυτό της ως ένα νέο λαό, ο οποίος αντικαθιστά τον παλαιό λαό του Ισραήλ. Δεν φαίνεται ότι βλέπει τον εαυτό της σαν κάτι εντελώς καινούργιο, αλλά μάλλον θεωρεί ότι είναι η συνέχεια και ουσιαστικά η αναγέννηση του λαού του Ισραήλ. Δηλαδή ότι ουσιαστικά είναι ο λαός του Ισραήλ, ο οποίος είναι αναγεννημένος και αποκαταστημένος, είναι αυτός ο λαός του Ισραήλ για τον οποίο μίλησαν και οι προφήτες. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, γιατί ακριβώς αυτό θα δούμε έχει να κάνει και με τη στάση την οποία τηρεί αυτή η ομάδα, τόσο απέναντι στο νόμο, όσο και απέναντι στα έχνη. Ακριβώς επειδή οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως κάτι εντελώς καινούργιο, αλλά βλέπουν τον εαυτό τους ως συνέχεια του παλαιού Ισραήλ και μάλιστα ως μια μεταμορφωμένη εκδοχή του παλαιού Ισραήλ, για αυτούς δεν νοείται να μην τηρείται ο Ιουδαϊκός νόμος. Θεωρούν ότι μέσα στα πλαίσια της χριστιανικής τους παρουσίας και ύπαρξης είναι και η τήρηση του Μοσαϊκού νόμου. Και αυτό είναι ένα σημείο εχμής στα πρώτα χρόνια της εκκλησίας, γιατί θα δούμε ότι θα αποτελέσει ένα σημείο συζήτησης για το αν θα πρέπει οι χριστιανοί, καταρχάς αν θα πρέπει να γίνει το άνοιγμα προς τα έθνη, καταδέφτον εφόσον γίνει το άνοιγμα προς τα έθνη, αν θα πρέπει οι εξ εθνών χριστιανοί να τηρούν τον νόμο ή αν θα πρέπει και να περιτέμνονται. Δηλαδή ουσιαστικά αυτό ήταν ένα φυσικό σημάδι με το οποίο δήλωνε κανείς ότι τηρούσε τον νόμο και ήταν σημάδι της διαθήκης του λαού του θεού με τον θεό του. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη συζήτηση, αραμούφον η κοινότητα φαίνεται, ομάδα μέσα στην Ευρουσαλήν φαίνεται να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, να υιοθετεί αυτή την τήρηση του νόμου. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι καταργεί τη σημασία του βαπτίσματος, απέναντίες το βάπτισμα και αυτό είναι κομμάτι της κοινότητας, ωστόσο φαίνεται να βλέπει παράλληλα ως δυνατή και αναγκαία την τήρηση του μοσαϊκού νόμου. Ουσιαστικά θεωρεί ότι η δασκαλία και το έργο του Ιησού δεν είναι μια κατάργηση του νόμου, αλλά μια ουσιαστικά αυθεντική ερμηνεία του νόμου. Δηλαδή ο Ιησούς με όσα λέει δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ερμηνεύει αυθεντικά και να αναδεικνύει την ουσία του νόμου, η οποία είχε χαθεί μέσα σε μια τυπολακρική τήρηση των συγκρόνων του. Και γι' αυτό είναι και αρκετά εμπιφυλακτική στον όποιο Ευαγγελισμό, στο οποίο κήρυγμα έξω από τα σύνορα του λαού του Ισραήλ. Δηλαδή κατανοεί περισσότερο αυτό το πηγαίνετε και κηρύξτε έως σε σχάτου της γης που υπάρχει στις πράξεις των Αποστόλων και είναι η εντολή των αστημένων Ιησού προς τους μαθητές, όχι γεωγραφικά έξω από τα σύνορα της Παλαιστίνης, αλλά εθνικά έως τα σύνορα εκεί που βρίσκεται ο Ιουδαϊκός λαός. Περισσότερο κατανοεί την όλη υπόθεση ως μια ενδοϊουδαϊκή θα λέγαμε υπόθεση και αυτό όπως είπα είναι ένα σημείο τριβής στον Αρχαίγον ο Χριστιανισμός και ένα σημείο διαφωνίας. Αν δούμε ότι ο Παύλος ιδιαίτερα θα αγωνιστεί για αυτό το πράγμα και με ιδιαίτερη έμφαση θα τονίσει ότι ο ερχομός του Χριστού ουσιαστικά κατήργισε τον νόμο, όχι γιατί ο νόμος ήταν κακός αλλά γιατί εκπλήρωσε την αποστολή του και πλέον είμαστε σε μια καινούργια περίοδο και μια καινούργια φάση και ότι φυσικά θα αρνηθεί οποιαδήποτε υποβολή των ανθρώπων της εκκλησίας στην τήρηση των νόμων του Ιου-Μοσαϊκού νόμου. Βέβαια η ομάδα αυτή όπως και κάθε αρχαία χριστιανική κοινότητα δέχεται και το βάπτισμα και φυσικά κοινός σημείο συνάντησης εκτός από τη Συναγωγή την οποία επισκέπτεται είναι και η Θεία Ευχαριστία, το ευχαριστιακό δείπνο το οποίο στα κείμενα αυτής της ομάδας ονομάζεται Classes du Art. Έτσι το σπάσιμο του ψωμίου, η Classes du Art είναι ο όρος που χρησιμοποιείται ως τέρμενος τεχνικός όρος για αυτό το γεγονός. Από την άλλη μεριά έχουμε τους ελληνιστές, είπαμε είναι οι Ιουδαίοι οι οποίοι προέρχονται από τη διασπορά, οι οποίοι μιλάνε ελληνικά, έχουν έρθει σε επαφή με τον εθνικό κόσμο για πάρα πολλά χρόνια της ζωής τους, μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν μέσα σε αυτόν τον κόσμο, και επομένως έχουν φέρνει τις επιδράσεις και έχουν κόλλες ευαισθησίες ακριβώς των ανθρώπων οι οποίοι έχουν ζήσει σε μια πραγματικότητα έξω από αυτή την κλειστή της Παλαιστίνης. Είναι πολύ σημαντικοί οι ελληνιστές για την αρχαία εκκλησία, γιατί αυτοί καταρχάς θα πρέπει να πούμε ότι επηρεάζουν πάρα πολύ με τη δασκαλία τους του Απόστολο Παύλο. Ο Παύλος σε μια πρώτη φάση της ζωής του διδάσκεται για τον Ιησού από αυτούς τους ελληνιστές. Η δεύτερη βέβαια πηγή του είναι οι μαθητές του Ιησού όταν έρχεται να τους συναντήσει στα Ιεροσόλυμα, αλλά μέχρι να τους συναντήσει, κάνει σπίτι να σκεφτεί την ιστορία του Παύλου, ο Παύλος είναι διόκτης, Εβραίος διόκτης των Χριστιανών, έχει εκείνη την εμπειρία στη Δαμασκώ, τη συνάντηση με τον Ιησού, γίνεται Χριστιανός και αυτός που τον διδάσκει στη Δαμασκώ είναι ένας μαθητής, ένας Χριστιανός, ο οποίος έχει φύγει από τα Ιεροσόλυμα εξαιτίας του διωμού του Στεφάνου και ξέρουμε ότι από τον διωμό του Στεφάνου αυτοί που έφυγαν από μακρύθηκαν από τη Ιερουσαλή, ήταν οι ελληνιστές. Ήταν δηλαδή αυτοί οι οποίοι ανήκαν σε αυτόν τον κύκλο του Στεφάνου, ο οποίος αποτέλεσε και το στόχο θα λέγαμε των Ιουδαίων της Ιερουσαλής. Επομένως, οι πρώτες του πληροφορίες είναι από αυτόν τον κύκλο των μαθητών του Ιησού, οι οποίοι ονομάζονται ελληνιστές, τον πρώτο μέλον της εκκλησίας και θα πρέπει να σκεφτούμε εδώ βέβαια ότι, ανεξάδεπτη διοίγηση, έτσι όπως μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας των πράξεων, ουσιαστικά η μεταστροφή του Παύλου είναι μια διαδικασία πολύχρονη και ποσδήποτε χρειάστηκε, πέρα από την πρώτη θεαματική ομολογία και μεταστροφή, χρειάστηκε και ο ίδιος, το λέει άλλωστες, τις επιστολές του, πέρα σε ένα διάστημα, στο οποίο ήρθε σε επαφή με τους μάρτυρες ακριβώς της παράδοσης για τον Ιησού και γνώρισε από αυτούς για τον Ιησού. Ο Ιησούς, ο Παύλος δεν είναι αυτοπτισκεαυτικός μάρτυρας με την έννοια ότι υπήρξε ένας από τους ακολούθους του Ιησού στην επίγεια δράση, αλλά είναι θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο η δεύτερη γενιά, ένας άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει τον Ιησού μέσα από τις μαρτυρίες όσων τον έζησαν και φυσικά έχει και την προσωπική του εμπειρία, την οποία την καταθέτηκε αυτός όσο μαρτυρεί ανάστασης, γιατί λέει ανάμεσα στους μαρτυρίες της αναστάσεως, τελευταίο αναφέρει τον εαυτό του, θεωρεί τη συνάντηση με τον Ιησού στην Δαμασκώ, είναι μια συνάντηση με τον αναστημένο Ιησού. Σε κάθε μοσπερίτωση ιστορικά ο Παύλος διδάσκεται και πληροφορείται για τον Ιησού από τους μαθητές του και οι πρώτοι του δάσκαλοι είναι οι ελληνιστές. Επομένως πάρα πολλά στοιχεία της δασκαλίας των ελληνιστών θα τα βρούμε και μέσα στη δασκαλία του Παύλου. Ή αν θέλετε η δασκαλία του Παύλου είναι μια προέκταση και μια επεξεργασία αυτής της δασκαλίας των ελληνιστών. Και φυσικά ένα σημαντικό κέντρο των ελληνιστών, των αρχαίγονων χριστιανισμών είναι η Ανδιόχεια. Όπως η Ιερουσαλήμ παραμένει για χρόνια μέχρι το 68 μ.Χ. το κέντρο της αραμόφωνης κοινότητας, για τους ελληνιστές οι οποίοι εκδιώχθηκαν με τον διωμό του Στεφάνου από την Ιερουσαλήμ, η Ανδιόχεια της Συρίας καθίσταται το κέντρο δράσεως. Και από εκεί ξέρουμε ότι ξεκινούν διάφορες αποστολικά ταξίδια προς τα έθνη, το άνοιγμα προς τα έθνη και από εκεί ξεκινάει και ο Παύλος. Τα ταξίδια του, την Ανδιόχεια έχει ωρμητήριο του και ως στρατηγείο του, από εκεί επιστρέφει και από εκεί ξεκινά τις περιοδίες του φεύγοντας ουσιαστικά και μεταφέροντας το Ευαγγέλιο έξω από τα σύνορα της Παλαιστίνης. Βασικά στοιχεία της διδασκαλίας τους. Καταρχάς αυτό που τονίζουν και έχει σημασία αυτό είναι τον Θεό ως δημιουργό. Δεν δίνουν τόσο έμφαση στην εκλογή του Ισραήλ, αυτό θα σημαίνει ότι θα μένουν σε μια λογική να περιοριστούν, να περιοριστεί το Ευαγγέλιο στα εθνικά σύνορα του Ισραήλ, αλλά με το να κάνουν λόγο για τον Θεό ως δημιουργό, που ο Θεός δημιουργεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αυτό το άνοιγμα προς τα έθνη. Ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, άρα το μήνυμά του είναι για όλους. Η σωτηρία του είναι για όλους, όπως και η δημιουργία ήταν για όλους. Το δεύτερο είναι ότι το κήρυγμα αυτό, αυτό το μήνυμα της σωτηρίας αποκτά έναν όρο, έναν τεχνικό όρο, έναν τεχνικό χαρακτηρισμό, ονομάζεται μέσα στα πλαίσια αυτής της ομάδας Ευαγγέλιο. Ο όρος Ευαγγέλιο είναι ένας όρος πολιτικός στον αρχαίο κόσμο. Ευαγγέλιο καταρχάς σημαίνει το άγγελμα, φυσικά είναι πάντα ένα καλό άγγελμα, αλλά κυρίως στην πολιτική γλώσσα της εποχής σημαίνει τη γέννηση ενός καινούργου αυτοκράτου, ενός καινούργου ισοτήρα στον κόσμο, τη γέννηση ενός θεού. Και καταλαβαίνουμε ότι είναι πολύ αισκεμένη και πολύ συνειδητή η επιλογή του όρου Ευαγγέλιο εκ μέρους των χριστιανών, των ελληνιστών, για να περιγράψουν ακριβώς αυτό το μήνυμα της σωτηρίας. Οπωσδήποτε έχει μέσα του πολιτικές αιχμές και έχει μέσα τα σπέρματα της αντίστασης στην ανθρώπινη εξουσία, αλλά ουσιαστικά πρώτιστα αυτό που θέλει να τονίσει είναι ακριβώς ότι ο Ιησούς είναι ο πραγματικός σωτήρας και πραγματικός κύριος και βασιλιάς αυτού του κόσμου. Αντί του όρου Υιός του ανθρώπου, η ομάδα αυτή προτιμά τον όρου Χριστός, δηλαδή Μεσσίας. Ο Χριστός είναι ουσιαστικά η ελληνική μετάφραση του όρου Μασιά και Χρισμένου και μας είναι πολύ ενδιαφέρον. Δεν ξέρουμε πότε γεννιέται αυτός ο όρος, πότε μάλλον αρχίζει και αποδίδει το όρος στον Ιησού. Πολύ πθανά έχει γίνει ήδη όταν η κοινότητα αυτή βρίσκεται στα Ιεροσόλυμα ακόμη. Το ενδιαφέρον είναι ότι σιγά σιγά εξελίσσεται αυτός ο όρος, έτσι ώστε ήδη στα χρόνια του Παύλου, δηλαδή πάρα πολύ νωρίς, να καταντήσει να είναι δεύτερο όνομα του Ιησού. Γιατί το πραγματικό όνομα του Ιησού ήταν Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, άντε και ο γιος της Μαρίας, αλλά ποτέ δεν είχε ένα δεύτερο όνομα. Πολλοί μπορεί να τον είπανε να μιλήσουν για το γεωγραφικό του προέλευση λέγοντάς ότι είναι ένα ζωρέος και προφανώς περιφροντικά, αλλά Χριστός είναι ένας τίτλος, δηλαδή ο Μεσσίας και αυτό σιγά σιγά καθίσταται δεύτερος συστατικός του ονόματος του Ιησού. Ο Ιησούς πλέον γίνεται Ιησούς Χριστός και αυτό φαίνεται ότι ξεκινά μέσα από τους κόλπους ήδη των ελληνιστών. Και αυτοί, έχουμε βέσκατο λογικές προσδοκίες, κατανοούν την σωτηρία σε δύο επίπεδα, ότι έχει ήδη αρχίσει στο παρόν, αλλά θα ολοκληρωθεί και θα πραγματοθεί στο μέλλον. Ένας νεολογισμός για τα δεδομένα του χριστιανισμού, αν και υπάρχει αυτός ο όρος, ένας όρος που εισάγεται από τους ελληνιστές είναι ο όρος εκκλησία. Αυτοί για πρώτη φορά χαρακτηρίζουν την ομάδα των μελών του λαού του Θεού, τον λαού του Θεού που ονομάζουν εκκλησία. Εκκλησία είναι επίσης πολιτικός όρος, όρος παρουμένως από τη ζωή, την καθημερινότητα των αρχαίων ελληνικών πόλεων, όπου εκκλησία είναι η σύναξη όλων των πολιτών μιας πόλης, οι οποίοι φυσικά λαμβάνουν και τις αποφάσεις. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν τον όρο Συναγωγή, ώστε να μην υπάρξει κάποια σύγχυση με την αντίστοιχη Ιουδαϊκή πραγματικότητα και επιλέγουν ένα καινούργιο όρο που είναι ο όρος εκκλησία. Εξαιρετικά ενδιαφέρον και αυτό. Τονίζεται πάρα πολύ ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος από αυτούς και το βάπτισμα. Ακριβώς μία κατεξοχήν έκφαση στην παρουσία του Πνεύματος είναι ακριβώς το βάπτισμα. Σε αυτούς το ευχαριστιακό δείπνο, δεν λέγεται κλάσης του Άρτου, αλλά λέγεται κυριακό δείπνο, το δείπνο του Κυρίου. Θα το δούμε να το αναφέρει πανγλημένο ο Παύλος στην άλθοπος Κοριθίου σε πιστολή. Και οι ίδιοι διατηρούν μια εξαιρετικά κριτική στάση απέραντι στο νόμο. Αυτό φαίνεται χαρακτηστικά και στην απολογία του Στεφάνου, αλλά και στην αιτία για την οποία οδηγήθηκε στη σύγκρουση με τους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ, τους ελληνόφωνους Ιουδαίους, όχι χριστιανούς της Ιερουσαλήμ και οδηγήθηκε στο θάνατο του, στο μαρτύριο και στο διωγμό. Και επίσης, αυτό που είναι χαρακτηριστικό στους ελληνιστές είναι το άνοιγμα προς τα έθνη. Δηλαδή, εκείνοι βλέπουν πολύ πιο θετικά το αν είμαστε έθνη, κατανοούν το λαό του Θεού ως ένα εντελώς νεολαός, στον οποίο πλέον καταργούνται οι εθνικές και θρησκευτικές διακρίσεις, όπου μιλάμε για μια εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Βλέποντας, λοιπόν, και κλείνοντας το σημερινό μάθημα, βλέπουμε ακριβώς πόσο πλούσια και πόσο πολύμορφη ήταν, και πόσο μεγάλη δυναμική έχει ακριβώς αυτό το πολεκουστανικό κηρύγμα, πόσο έχει τις απαρχές του ακριβώς στην Ιερουσαλήν, πόσο υπάρχουν διαφορετικές δυναμικές και διαφορετικές θεολογικές τάσεις, οι οποίες θα δώσουν διαφορετική όθηση κάθε φορά στα γεγονότα και πόσο όλες αυτές θα μεταμορφωθούν και θα μεταλλαχθούν, θα προσληφθούν και θα δεχθούν επεξεργασία στις μετέπειτα γενιές. Και θα δούμε στη συνέχεια, στο επόμενά μας μαθήματα, θα αφιερώσουμε ένα μεγάλο μέρος του μαθημάτων σε ένα κατεξοχή κομμάτι αυτού του ποτοχριστιανικού κηρύγματος και αυτής της πρόσληψης, της παράδοσης για τον Ιησού, στον Απόστολο Παύρο.