Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Παρακαλώ, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 8η διάλεξη του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου θα περάσουμε στην εξέταση ενός άλλου θέματος μετά την ολοκλήρωση του δικαίου της Ρωμαϊκής Κουρίας, δηλαδή της κεντρικής διοίκησης και οργάνωσης της Καθολι...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Νομικής / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2015
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=880af97d |
id |
3a27b809-cdc0-495c-a921-e67640ae0d8e |
---|---|
title |
Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο |
spellingShingle |
Διάλεξη 8 / Διάλεξη 8 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο Νομική Επιστήμη - Δίκαιο Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=880af97d |
publishDate |
2015 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/ec11/7b20/f075/0877/6802/21b2/c9a4/d225/ec117b20f0750877680221b2c9a4d225.jpg |
topic |
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο |
topic_facet |
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο |
author |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
author_facet |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
hierarchy_parent_title |
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ |
hierarchy_top_title |
Νομικής |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
author2_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
00:31:26 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Παρακαλώ, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 8η διάλεξη του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου θα περάσουμε στην εξέταση ενός άλλου θέματος μετά την ολοκλήρωση του δικαίου της Ρωμαϊκής Κουρίας, δηλαδή της κεντρικής διοίκησης και οργάνωσης της Καθολικής Εκκλησίας και της αντίπαραβολής της με αντίστοιχους θεσμούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ελλάδος. Η νέα θεματική στις επόμενες διαλέξεις αυτής της σειράς μαθημάτων αφορά την ανάδειξη των προκαθημένων και των επισκόπων στην Καθολική Εκκλησία και στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η ανάδειξη των προκαθημένων και των επισκόπων κατά την περίοδο της Αδιέρετης Εκκλησίας της 1ης χιλιετίας μέχρι το σχίσμα του 1054. Ο Ζωναράς και ο Βλάσταρης υποστηρίζουν ότι πριν την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ο Μητροπολίτης είχε την αραμονιότητα επιλογής των επαρχιούχων επισκόπων της εκκλησιαστικής του επαρχίας. Ύστερα από την εκλογή των υποψηφίων για τις χειρεύουσες επισκοπικές έδρες από το χριστιανικό λαό των επισκοπών τους. Ο Ζωναράς συγκεκριμένα στον τόμο 2η σελίδα 129 τον Ράλι Ποτλή Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων αναφέρει «και γάρ το παλεών τα πλήθη των πόλεων των επίσκοπων εψηφίζοντο. Αλλά και τότε μετά την ψήφον το Μητροπολίτη τα περιαφθείς ανεφέρετο και παρεκίνω εκυρούντο. Και όν εκείνος εδοκίμαζεν, δηλαδή εξέταζε, έβρισκε κατάλληλο και επέλεγε, αυτός της χειροτονίας εξίωτο». Ο Βλάσταρης, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων Ράλι και Ποτλή τόμος έκτος, σελίδα 255 «και γάρ και είν ότε είν τα πλήθη των πόλεων τας των επισκόπων ποιήστε ψήφους. Αλλά και τότε όνο Μητροπολίτης εδοκίμασε, δηλαδή εξέτασε και βρήκε κατάλληλο, τον άλλον απολεξάμενος, δηλαδή αφού επέλεξε, της χειροτονίας εκείνος εξίωτο». Το σύστημα ανάδειξης των επισκόπων πριν την πρώτη οικουμενική σύνοδο, σχεδόν ταυτίζεται με το σύστημα ανάθεσης των εκκλησιαστικών αξιωμάτων με «πρεζεντάτσιο», δηλαδή με παρουσίαση στην αρμόδια για την εγκατάσταση αρχή, εκ μέρους εκείνων που έχουν δικαίωμα για παρουσίαση και με «ινστιτούτσιο», δηλαδή με εγκατάσταση σε ένα εκκλησιαστικό αξίωμα από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, ύστρα από παρουσίαση. Οι «πρεζεντάτσιο» ή «ινστιτούτσιο» προβλέπονται από τους κανόνες 158-163 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Η πρώτη οικουμενική σύνοδος, η οποία διεξήχθη το έτος 325, κατάργησε την αιραμωδιότητα της εκλογής των υποψηφίων για μια χειρεύουσα επισκοπική έδρα από το λαό της οικίας επισκοπής και τη μεταβίβασε στους επαρχιούγους επισκόπους της εκκλησιαστικής επαρχίας, σύμφωνα με τον κανόνα τον 4ο, ο οποίος ορίζει «επίσκοπον προσήκει μάλιστα μεν υπό πάντων τον εν τη επαρχία καθίστασθαι» ή δε δυσχερές ή ιτοτιούτον, ή διακατεπίγουσαν ανάγκην, ή διαμήκωσον δού, εξάπαντος τρεις επί το αυτό συναγωμένους, συμψήφων γινομένων και των απώντων και συντιθεμένων διαγραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιήστε το δε κύρος των γινομένων δίδωσθαι καθεκά στην επαρχίαν το Μητροπολίτη. Το ίδιο έπραξε και η Σύνοδος της Αντιοχίας, που διεξήχθη το έτος 341, κανόνας 19τος αυτής, τις οποίες οι κανόνες επικυρώθηκαν από τον κανόνα 2ο της Πενθέκτης Οικουμενικής. Ο δέκατος ένατος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει, επί σκοπόν μη χειροτονίστε δίχα Συνόδου και παρουσίας του εν τη Μητροπόλη της επαρχίας, τούτου δε παρόντος εξάπαντος, βέλτιον μεν αυτό πάντας τους εν τη επαρχία συδειτουργούς, ούς και προσήκει διεπιστολής τον εν τη Μητροπόλη συγκαλήν. Καὶ εἶμεν ἀπαντεῖεν εἰ πάντες, βέλτιον εἶδε δις χερὲς τοῦτο εἰ, τοῦς γεπλίους εξάπαντος παρὶ ἐν δῇ, εἶδε ἀγραμμάτον ὁν ψήφους γενέσθαι. Κι ούτω μετὰ τῆς τὸν πλειῶνων εἰ τῇ παρουσίας, εἰ ψήφου γίνεσθαι τὴν κατάστασιν. Εἶδε ἄλλος παρὰ τὸ ὀρισμένα γύγνητο, μηδὲν εἶσχεῖν τὴν χειροτονίαν. Εἶδε κατὰ τὸν ὀρισμένον κανόνα γύγνητο εἰ κατάστασις, ἀντιλέγειεν δὲ τὴν ἔσδη οἰκίαν φίλον οἰκίαν, κρατεῖν τὴν τὸν πλειῶνων ψήφων. Σύνταγμα, τρίτος τόμος, σελίδες, 160 έως 161. Η Σύνοδος της Λαοδικίας, η οποία διεξήχθη το έτος 364, της οποίας οι κανόνες επίσης επικυρώθηκαν από τον δεύτερο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, κατάργησε ρητά την εκλογή των υποψηφίων για μία χειρεύουσα επισκοπική έδρα από το λαό της οικίας επισκοπής, όπως προβλέπουν οι κανόνες 12 και 13 αυτής. Ο κανόνες 12 της Συνόδου της Λαοδικίας ορίζει «πέρι του τους επισκόπους, κρίσιοι των μητροπολιτών και των πέριξ επισκόπων καθίστασθαι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν, όντας εκ πολλού δε δοκιμασμένους, έντε το λόγο της πίστεως καίτι του ευθέως βίου πολιτεία». Ο κανόνας 13 της Συνόδου της Λαοδικίας ορίζει «περί του μη της όχλης επιτρέπειν τας εκλογάς ποιήσθαι, των μελών των καθίστασθαι εἰς ιερατείον». Ο Βαλσαμών στην εξήγησή του στον κανόνα 4 της Πρόδης Οικουμενικής Συνόδου υποστηρίζει ότι η αιτία της εν λόγω κατάργησης διήρξε η αποφυγή του διασυρμού της ζωής των κληρικών από τους λαϊκούς. Στο Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων Ρωάλκαι Ποτλή, στον τόμο 2, σελίδα 123, διαβάζω με αυτή τη γνώμη του Βαλσαμώνα. «Πάλε γάρ γινομένον τὸν μζήφον τὸν ἀρχιερέον παρὰ τοῦ πλήθους τὸν πολιτῶν, εἰθίοι Πατέρες οὐκ εἰβδόκησαν τοῦτο, εἰνα μὴ παρὰ λαϊκὸν ἀνθρώπων ὅτων ἡερωμένων διασύριται βίος». Ζωναρά στην εξήγησή του στον 12ο Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικίας θεωρεί ότι η αιτία της παραπάνω κατάργησης υπήρξε η δημιουργία ερήδων μεταξύ του λαού, οι οποίες οφείλονταν στις εκλογές αυτές. Η γνώμη αυτή του Βαλσαμώνα βρίσκεται στο Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων Ρωάλκαι Ποτλή, το 3ο Σελής 182, το «Παλαιόν, η δήμη των πόλεων, ηρούντο τους επισκόπους». «Ότι δε στάσεις εν τεύθενη γύροντο, δια τούτω τους επισκόπους ἐκάστις ἐπαρχίας, τὰ περὶ τῆς τὸν επισκόπων καταστάσεως ἀνετέθη ψηφίσματα». Η 1η Οικουμενική Σύνοδος αναγνωρίζει δύο κατηγορίες προκαθημένων, στους οποίους ανήκει η αρμοδιότητα της επιλογής και της χειροτονίας των επισκόπων, δηλαδή οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι των υπέρμητροπολιτικών εδρων, που είναι η Ρώμη, η Αλεξάνδρια, η Αντιόχεια και άλλες, αναφέρουν οι κανόνες τέταρτος και έκτος. Ο κανόνας έκτος της 1η Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «Τὰ Ἀρχαία ἔθη κρατεῖτο, τὰ ἐν ἐγύπτο καὶ Λιβύη καὶ Πενταπόλη, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρία ἐπίσκοπον πάντων τοῦτον ἔχειν τὴν ἐξουσίαν, ἐπειδή καὶ τὸ ἐν Ρώμη ἐπισκόπο τοῦτος εἶνει θεσαιστήν. Ομοίως δὲ κατὰ τὴν ἀντιόχειαν καὶ ἐν τὰς ἄλλες ἐπαρχίες, τὰ πρεσβεία σώζεσθαι τὰς ἐκκλησίας». Καθόλου δὲ πρόδειλον ἐκείνο, ὅτι ἦτις χωρίς γνώμης τοῦ μητροπολίτου γέννητο ἐπίσκοπος τὸν διούτον, ἡ Μεγάλη Σύνοδος ὥρισε μὴ δὴν εἶναι ἐπίσκοπον. Ἐάν μὲν δὴ τὴ κοινὴ πάντων ψήφο εὐλόγω οὐσι καὶ κατὰ κανῶν ἐκκλησιαστικῶν, δύο ἢ τρῆς διηκείαν φιλονηγικήν ἀντιλέγωσι, κρατεῖτο εἰ τὸν πλειῶνων ψήφος. Καὶ ὁ κανῶνας ἔκτος τῆς πρώτης οικουμενικής συνόδου ορίζει καὶ διορίζεται… Όχι, δεν θα αναφερθούμε στον έκτο κανόνα. Σύμφωνα με τον κανόνα τον τέταρτο της πρώτης οικουμενικής συνόδου, ο Μητροπολίτης συνιστά την αρχή στην οποία ανήκει η επιλογή των επαρχιούχων επισκόπων της επαρχίας του ύστερα από την εκλογή τριών υποψηφίων από τη Σύνοδο της ίδιας Επαρχίας. Ο Μητροπολίτης υποχρεούται να επιλέξει έναν από τους τρεις υποψηφίους, ανεξάρτητα από τη σειρά κατά ταξίστους, η οποία προκύπτει από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που προηγήθηκε στη Σύνοδο. Έτσι ερμηνεύουν τον ελόγου κανόνα ο Ζοναράς, ο Βαλσαμών και ο Αριστινός. Ο Βαλσαμών, στο Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων, τόμος 2, σελίδες 120-123, αναφέρει «Και διορίστε μη άλλος αρχιερέως γίνεσθε ψήφισμα, η μη τρεις ομού συνέλθωσι, έχοντες και τους απώντας συντηθεμένους διαγραμμάτο, ήγουνομολογούντας, ότι έψονται κακίνου, τί παρά των τριών ομού συναχθέντων γεννησομένη ψήφο. Μετά δε τυμ ψήφων το κύρος, είτε την τελεσιουργίαν και χειροθεσίαν και καθιέρωσιν, το μητροπολίτη της απαρχίας δίδωσιν, ώστε παρ' εκείνου κυρούσθε τυμ ψήφων. Κυρούνται δε όταν ένα το μζηφιστέντον ον εκείνος εκλέξετε, χειροθετήσει με θετέρων δύο ή τριών επισκόπων κατά των αποστολικών κανόνων. Ο Ζωναράς, ο Βαλσαμών, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων, τόμος 2, σηλίδα 123. Την δε χειροτονίαν τούτου, είτε η καθιέρωσιν, επεφυλοτιμήσαντο το πρώτο, είτε το μητροπολίτη, και ου μόνον την χειροτονίαν αλλά και το κύρος της ψήφου, διαγαρτούτο και από των τριών των μζηφιζωμένων, γίνεται μήνυμα παρά του μέλλοντος πίσε την χειροτονίαν προς ένα, όλβουλεται αυτός και ουκ εξανάγκης ο πρώτος θεθείς μηνύεται και εφ' εξής η λοιπή. Αριστινός, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων, ράλει Ποτλή, τόμος 2, σηλίδα 124, την μέντη εξουσίαν, μετά το γενέσθετη μζήφον, ο μητροπολίτης έχει, ώστε ένα των τριών των μζηφιστέντων ήον ερήτε επιλέξασθαι. Σημειωταίνω ότι κατά τον Μπραϊτ και τον Χέφελ, οι Λατίνοι ερμήνευσαν με διαφορετικό τρόπο τον 4ο Κανόνα της 1ης Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή ότι αυτός δεν αφορά την ανάδειξη των επισκόπων, αλλά μόνο τη λειτουργική χειροτονία τους. Ο Ζωναράς και ο Βαλσαμών εξηγούν ότι και η λειτουργική χειροτονία των επαρχιούχων επισκόπων ανήκει στο μητροπολίτη. Στην αρμοδιώτατη συνοδού των επισκόπων της επαρχίας, ανήκει μόνον η εκλογή τριών υποψηφίων, από τους οποίους και επιλέγει ο μητροπολίτης έναν, για να τον χειροτονήσει υπολειτουργική έννοια, στη συνέχεια μαζί με δύο ή τρεις τουλάχιστον επισκόπους, σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα των Αποστόλων, ο οποίος ορίζει επίσκοπος χειροτονίστο υπό επισκόπων δύο ή τριών. Το κύρος των γενωμένων κατά τον Ζωναρά, περιλαμβάνει πρώτον την αρμοδιώτητα του μητροπολίτη, να επιλέξει όποιον προτιμά, από εκείνους που ψηφίστηκαν από τη Σύνοδο των Επισκόπων. Και δεύτερον, το δικαίωμα του μητροπολίτη να χειροτονήσει, σύμφωνα με τον κανόνα πρώτο των Αποστόλων, εκείνον που επέλεξε για τη χειρεύουσα επισκοπική έδρα. Η έννοια του κύρους των γενωμένων κατά τον Βαλσαμώνα, δεν εκτείνεται στο δικαίωμα του μητροπολίτη, να χειροτονήσει η πολιτουργική έννοια, τον υποψήφιο τον οποίον επέλεξε. Ο ίδιος Ε.Ε. διευκρινίζει ότι ο μητροπολίτης, δεν είναι υποχρεωμένος, να ακολουθήσει τη σειρά κατάταξης που προκύπτει, από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Συνόδου. Οι όροι χειροτονία και κατάστασης, που χρησιμοποιούνται στον τέταρτο κανόνα της πρώτης οικουμενικής Συνόδου, κάτω το ζωναρά, είναι ταυτόσυμοι και σημαίνουν την ψήφο της Συνόδου, δηλαδή την εκλογή του λεγωμένου τριπροσώπου των υποψηφίων. Η επιλογή του ενός από τους τρεις υποψηφίους από το μητροπολίτη, καλείται από τον ελόγω κανόνα το κύρος των γεννομένων, ενώ κατά το ζωναρά εκλογή και από τον αριστηνό επιλογή. Ο δέκατος ένατος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας, προβλέπει ότι ο επίσκοπος δεν πρέπει να αναδεικνύεται, δηλαδή να χειροτονείται με κανονική έννοια, χωρίς τη Σύνοδο και την παρουσία του Μητροπολίτη. Η παρουσία του Μητροπολίτη, σύμφωνα με τον Βαλσαμώνα, δεν σημαίνει ότι αυτός πρέπει να συμμετάσχει στην εκλογή, δεδομένου ότι τούτο κολλείται. Αλλά ότι η Σύνοδος δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκλογή του τριπροσώπου, χωρίς τη σχετική προτροπή του Μητροπολίτη. Ο Βαλσαμών αναφέρει σχετικώς Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων Τωράλι και Ποτλή, ΣΤΤ 161-162, ακούον δε του κανόνος λέγοντος, μη γίνεσθε ψήφων χωρίς παρουσίας του Μητροπολίτου, μη είπεις οφείλυν κι αυτόν παρουσιάζειν εις την ψήφων, το γάρ και κόλλειται καθώς εναιτέρεις κανόσιοι διελήφθει, αλλά παρουσίαν υπέ εν τ' αυτά την τούτου προτροπήν, εις χωρίς ψήφων γενέστε αδύνατον. Αλλιώς, η Σύνοδος των Επισκόπων της Επαρχίας πρέπει να είναι τέλεια, προκειμένου να αναδειχθεί ένας Επίσκοπος. Η Σύνοδος αυτή, σύμφωνα με τον 16ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχίας, είναι τελεία αν είναι παρόν ο Μητροπολίτης. Ο δέκατος έκτους Κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει τελείαν δε εκείνοι είναι Σύνοδον ή συμπάρεστη και ο της Μητροπόλεως. Όπως δίποτε, ο Κανόνας 20 της Συνόδου της Αντιοχίας δεν επιτρέπει τη λειτουργία των Συνόδων των Επισκόπων χωρίς την παρουσία του Μητροπολίτη. Ο Κανόνας 20 της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει μη εξήνε δε τι νας καθ' αυτούς Συνόδους ποιήστε, άνευ των πεπιστευμένων τας Μητροπόλης. Κανόνας σχολιάζει ως εξής αυτόν τον Κανόνα «Ού παραχωρεί δε ο Κανόν μόνος τους Επισκόπους συνισθάν Σύνοδον, μη παρόντος του Μητροπολίτου της Επαρχίας, πορεύται γάρ τελείαν Σύνοδον εκείνοι είναι, ενί και ο της Μητροπόλεως Επίσκοπος σύναιστη της λοιπής». Παραπάνω διαδικασία ανάδειξης των Επισκόπων προβλέπεται από τον 19ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχίας για την εγκυρότητα της ανάδειξης. «Είδε άλλος παρά το ορισμένα γύγνητο μη δεν ισχύει την χειροτονία» ορίζει ο 19ος Κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας. Σημειωτένονται ο Κανόνας 34 των Αγίων Αποστόλων προβλέπει την κατανομή της εξουσίας σε επίπεδο κεντρικής οργάνωσης και εδίκησης μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας, η οποία εκείνη τον γερό ήταν η Μητρόπολη, μεταξύ του προκαθημένου Μητροπολίτη και των μελών της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Μητροπόλεως. Ορίζει ότι η Σύνοδος των Επισκόπων της Επαρχίας δεν επιτρέπεται να αποφασίζει τίποτε στα περητά ζητήματα, δηλαδή κατά τον ζωναράς τις υποθέσεις που υπερβαίνουν τη διοίκηση των επιμέρους Επισκοπών να αφορούν την κοινή κατάσταση της Εκκλησίας, δηλαδή εν προκειμένου της Επαρχίας, ή κατά των βαλσαμόνατα επέκυνα τα πέραν της διοικίσεως των ανηκών των εκάστη παρικία, δηλαδή εκάστη επισκοπή, εις εκκλησιαστικήν κατάστασην αποβλέποντα, χωρίς τη γνώμη του προκαθημένου Μητροπολίτου. Βρεθή μία απόφαση για τα ζητήματα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, που εκείνη την εποχή ήταν μία επαρχία και είχε επαρχιακή σύνοδο με πρόεδρο τον Μητροπολίτη, έπρεπε να συμπέσει η γνώμη του προκαθημένου Μητροπολίτη με εκείνη της πλειοψηφίας των μελών της Επαρχιακής Συνόδου. Από τον έκτο κανόνα της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει κατά αναλογίαν η διαμόρφωση της κοινής αποφάσεως των επισκόπων εξαιρουμένου του προκαθημένου με την απόλυτη πλειοψηφία σε περυτά ζητήματα. Περυτά ζητήματα είναι αυτά τα οποία ανήκουν στην αρμοδιότητα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Δηλαδή υποθέσεις που υπερβαίνουν την διοίκηση των επιμέρων επισκοπών χωρούν ολόκληρη την Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Ο κανόνας έκτος της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «Εάν μεν τη κοινή πάντων ψήφο ευλογούσει και κατά κανόνα εκκλησιαστικών, δύο ή τρεις διοικείαν φιλονικήν αντιλέγωση, κρατείτο η των πλειώνων ψήφος». Συνέπεια η εξουσία της τέλειας Συνόδου, τέλειας Σύνοδος όπως είπαμε σημαίνει εκείνη που έχει προκαθήμενο, ανήκει κατά 15% στον προκαθήμενο και κατά το υπόλοιπο 5% στα μέλη της Συνόδου επισκόπους, δηλαδή στην πλειοψηφία τους. Ο κανόνας 9 της Συνόδου της Αντιόχειας συμφωνεί με τον κανόνα των 34 των Αποστόλων προσθέτοντας την εξής «Πολιτικοεκκλησιαστική αιτία για την οποία η Συνοδική Νομοθετική Εξουσία θέσπισε τα Πρεσβεία Τιμής του Μητροπολίτη, διά το εν τη Μητροπόλη» δηλαδή πρωτεύουσα της επαρχίας «πανταχώθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας» εκείνους που έχουν δηλαδή υποθέσεις. Ο ένας των λοιπόν κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει «τους καθεκάς την επαρχίαν επισκόπους ειδένε χρή τον εν τη Μητροπόλη προεστώτα επίσκοπον, και την φροντίδα αναδέχεσθαι πάσης της επαρχίας, διά το εν τη Μητροπόλη πανταχώθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας». Όθεν έδωξε «και τη τιμή προηγήσθαι αυτών, μηδέν τε πράτιν περυτών τους λοιπούς επισκόπους ανεφαυτού, κατά των αρχαίων κρατήσαντα εκ των πατέρων ημών κανόνα, η τάφτα μόνα όσα τη εκάστω επιβάλλει παρικία και τε συπαυτήν χώρες». Έκαστον γαρεπίσκοπον εξουσίαν έχειν της εαυτού παρικίας, διοικείνται κατά την εκάστω επιβάλλουσαν ευλάβιαν και πρόνοιαν ποιείσθαι επάσης της χώρας, της υπό την εαυτού πόλιν ως και χειροτονύμπρας βηθαίρους και διακόνους και μετακρίσεως έκαστα διαλαμβάνειν περαιτέρωδε μηδέν πράτιν επιχειρήν, δίχα του της Μητροπόλεως Επισκόπου, μηδέ αυτών ανεφ της των λοιπών γνώμης. Ο κανόνας 39 της Συνόδου της Καρθαγένης που διεξήχθη το 418 ή το 419, ο οποίος επικυρώθηκε από τον κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, προβλέπει ότι ο επίσκοπος της πρώτης καθέδρας, δηλαδή ο προκαθήμενος, δεν πρέπει να προσαγορεύεται έξαρχος των ιερέων, δηλαδή των επισκόπων ή άκρος, δηλαδή ανώτατος ιερέας ή με κάτι ανάλογο, αλλά μόνον επίσκοπος της πρώτης καθέδρας. Αριστηνός, αιτιολογεί ως εξής στη θέσπιση του κανόνα 39 της Συνόδου της Καρθαγένης, «Η της ιεροσύνης αξία, μία εστι και η αυτή επιπάσει ούτως με ένα άκρος ιερεύς, εκείνος διατελείς ιερεύς, αλλά πάντες επίσης ιερείς, πάντες επίσκοποι, ως και την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, εις δεξάμενοι, ογούν της Μητροπόλεως επίσκοπος, ως την πρώτη να έχουν καθέδραν, μεταπροσθήκης λεχθίσεται επίσκοπος Μητροπόλεως». Σύνταγμα θείων κυρών κανόνων του Ράλι Ποτλή, τόμος 3, σελίδες 404-405. Εν τούτης, οι Μητροπολίτες προσαγορεύθηκαν, έξ αρχή, της επαρχίας από τον έκτο κανόνα της Συνόδου της Αρθικής, η οποία διεξήχθη το έτος 347, ο οποίος επικυρώθηκε από τον δεύτερο κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώθηκε η όγδοη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |
_version_ |
1782818312473804800 |
description |
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Παρακαλώ, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 8η διάλεξη του Συγκριτικού Εκκλησιαστικού Δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου θα περάσουμε στην εξέταση ενός άλλου θέματος μετά την ολοκλήρωση του δικαίου της Ρωμαϊκής Κουρίας, δηλαδή της κεντρικής διοίκησης και οργάνωσης της Καθολικής Εκκλησίας και της αντίπαραβολής της με αντίστοιχους θεσμούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας Ελλάδος. Η νέα θεματική στις επόμενες διαλέξεις αυτής της σειράς μαθημάτων αφορά την ανάδειξη των προκαθημένων και των επισκόπων στην Καθολική Εκκλησία και στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η ανάδειξη των προκαθημένων και των επισκόπων κατά την περίοδο της Αδιέρετης Εκκλησίας της 1ης χιλιετίας μέχρι το σχίσμα του 1054. Ο Ζωναράς και ο Βλάσταρης υποστηρίζουν ότι πριν την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ο Μητροπολίτης είχε την αραμονιότητα επιλογής των επαρχιούχων επισκόπων της εκκλησιαστικής του επαρχίας. Ύστερα από την εκλογή των υποψηφίων για τις χειρεύουσες επισκοπικές έδρες από το χριστιανικό λαό των επισκοπών τους. Ο Ζωναράς συγκεκριμένα στον τόμο 2η σελίδα 129 τον Ράλι Ποτλή Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων αναφέρει «και γάρ το παλεών τα πλήθη των πόλεων των επίσκοπων εψηφίζοντο. Αλλά και τότε μετά την ψήφον το Μητροπολίτη τα περιαφθείς ανεφέρετο και παρεκίνω εκυρούντο. Και όν εκείνος εδοκίμαζεν, δηλαδή εξέταζε, έβρισκε κατάλληλο και επέλεγε, αυτός της χειροτονίας εξίωτο». Ο Βλάσταρης, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων Ράλι και Ποτλή τόμος έκτος, σελίδα 255 «και γάρ και είν ότε είν τα πλήθη των πόλεων τας των επισκόπων ποιήστε ψήφους. Αλλά και τότε όνο Μητροπολίτης εδοκίμασε, δηλαδή εξέτασε και βρήκε κατάλληλο, τον άλλον απολεξάμενος, δηλαδή αφού επέλεξε, της χειροτονίας εκείνος εξίωτο». Το σύστημα ανάδειξης των επισκόπων πριν την πρώτη οικουμενική σύνοδο, σχεδόν ταυτίζεται με το σύστημα ανάθεσης των εκκλησιαστικών αξιωμάτων με «πρεζεντάτσιο», δηλαδή με παρουσίαση στην αρμόδια για την εγκατάσταση αρχή, εκ μέρους εκείνων που έχουν δικαίωμα για παρουσίαση και με «ινστιτούτσιο», δηλαδή με εγκατάσταση σε ένα εκκλησιαστικό αξίωμα από την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, ύστρα από παρουσίαση. Οι «πρεζεντάτσιο» ή «ινστιτούτσιο» προβλέπονται από τους κανόνες 158-163 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Η πρώτη οικουμενική σύνοδος, η οποία διεξήχθη το έτος 325, κατάργησε την αιραμωδιότητα της εκλογής των υποψηφίων για μια χειρεύουσα επισκοπική έδρα από το λαό της οικίας επισκοπής και τη μεταβίβασε στους επαρχιούγους επισκόπους της εκκλησιαστικής επαρχίας, σύμφωνα με τον κανόνα τον 4ο, ο οποίος ορίζει «επίσκοπον προσήκει μάλιστα μεν υπό πάντων τον εν τη επαρχία καθίστασθαι» ή δε δυσχερές ή ιτοτιούτον, ή διακατεπίγουσαν ανάγκην, ή διαμήκωσον δού, εξάπαντος τρεις επί το αυτό συναγωμένους, συμψήφων γινομένων και των απώντων και συντιθεμένων διαγραμμάτων, τότε την χειροτονίαν ποιήστε το δε κύρος των γινομένων δίδωσθαι καθεκά στην επαρχίαν το Μητροπολίτη. Το ίδιο έπραξε και η Σύνοδος της Αντιοχίας, που διεξήχθη το έτος 341, κανόνας 19τος αυτής, τις οποίες οι κανόνες επικυρώθηκαν από τον κανόνα 2ο της Πενθέκτης Οικουμενικής. Ο δέκατος ένατος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει, επί σκοπόν μη χειροτονίστε δίχα Συνόδου και παρουσίας του εν τη Μητροπόλη της επαρχίας, τούτου δε παρόντος εξάπαντος, βέλτιον μεν αυτό πάντας τους εν τη επαρχία συδειτουργούς, ούς και προσήκει διεπιστολής τον εν τη Μητροπόλη συγκαλήν. Καὶ εἶμεν ἀπαντεῖεν εἰ πάντες, βέλτιον εἶδε δις χερὲς τοῦτο εἰ, τοῦς γεπλίους εξάπαντος παρὶ ἐν δῇ, εἶδε ἀγραμμάτον ὁν ψήφους γενέσθαι. Κι ούτω μετὰ τῆς τὸν πλειῶνων εἰ τῇ παρουσίας, εἰ ψήφου γίνεσθαι τὴν κατάστασιν. Εἶδε ἄλλος παρὰ τὸ ὀρισμένα γύγνητο, μηδὲν εἶσχεῖν τὴν χειροτονίαν. Εἶδε κατὰ τὸν ὀρισμένον κανόνα γύγνητο εἰ κατάστασις, ἀντιλέγειεν δὲ τὴν ἔσδη οἰκίαν φίλον οἰκίαν, κρατεῖν τὴν τὸν πλειῶνων ψήφων. Σύνταγμα, τρίτος τόμος, σελίδες, 160 έως 161. Η Σύνοδος της Λαοδικίας, η οποία διεξήχθη το έτος 364, της οποίας οι κανόνες επίσης επικυρώθηκαν από τον δεύτερο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, κατάργησε ρητά την εκλογή των υποψηφίων για μία χειρεύουσα επισκοπική έδρα από το λαό της οικίας επισκοπής, όπως προβλέπουν οι κανόνες 12 και 13 αυτής. Ο κανόνες 12 της Συνόδου της Λαοδικίας ορίζει «πέρι του τους επισκόπους, κρίσιοι των μητροπολιτών και των πέριξ επισκόπων καθίστασθαι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν, όντας εκ πολλού δε δοκιμασμένους, έντε το λόγο της πίστεως καίτι του ευθέως βίου πολιτεία». Ο κανόνας 13 της Συνόδου της Λαοδικίας ορίζει «περί του μη της όχλης επιτρέπειν τας εκλογάς ποιήσθαι, των μελών των καθίστασθαι εἰς ιερατείον». Ο Βαλσαμών στην εξήγησή του στον κανόνα 4 της Πρόδης Οικουμενικής Συνόδου υποστηρίζει ότι η αιτία της εν λόγω κατάργησης διήρξε η αποφυγή του διασυρμού της ζωής των κληρικών από τους λαϊκούς. Στο Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων Ρωάλκαι Ποτλή, στον τόμο 2, σελίδα 123, διαβάζω με αυτή τη γνώμη του Βαλσαμώνα. «Πάλε γάρ γινομένον τὸν μζήφον τὸν ἀρχιερέον παρὰ τοῦ πλήθους τὸν πολιτῶν, εἰθίοι Πατέρες οὐκ εἰβδόκησαν τοῦτο, εἰνα μὴ παρὰ λαϊκὸν ἀνθρώπων ὅτων ἡερωμένων διασύριται βίος». Ζωναρά στην εξήγησή του στον 12ο Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικίας θεωρεί ότι η αιτία της παραπάνω κατάργησης υπήρξε η δημιουργία ερήδων μεταξύ του λαού, οι οποίες οφείλονταν στις εκλογές αυτές. Η γνώμη αυτή του Βαλσαμώνα βρίσκεται στο Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων Ρωάλκαι Ποτλή, το 3ο Σελής 182, το «Παλαιόν, η δήμη των πόλεων, ηρούντο τους επισκόπους». «Ότι δε στάσεις εν τεύθενη γύροντο, δια τούτω τους επισκόπους ἐκάστις ἐπαρχίας, τὰ περὶ τῆς τὸν επισκόπων καταστάσεως ἀνετέθη ψηφίσματα». Η 1η Οικουμενική Σύνοδος αναγνωρίζει δύο κατηγορίες προκαθημένων, στους οποίους ανήκει η αρμοδιότητα της επιλογής και της χειροτονίας των επισκόπων, δηλαδή οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι των υπέρμητροπολιτικών εδρων, που είναι η Ρώμη, η Αλεξάνδρια, η Αντιόχεια και άλλες, αναφέρουν οι κανόνες τέταρτος και έκτος. Ο κανόνας έκτος της 1η Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «Τὰ Ἀρχαία ἔθη κρατεῖτο, τὰ ἐν ἐγύπτο καὶ Λιβύη καὶ Πενταπόλη, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρία ἐπίσκοπον πάντων τοῦτον ἔχειν τὴν ἐξουσίαν, ἐπειδή καὶ τὸ ἐν Ρώμη ἐπισκόπο τοῦτος εἶνει θεσαιστήν. Ομοίως δὲ κατὰ τὴν ἀντιόχειαν καὶ ἐν τὰς ἄλλες ἐπαρχίες, τὰ πρεσβεία σώζεσθαι τὰς ἐκκλησίας». Καθόλου δὲ πρόδειλον ἐκείνο, ὅτι ἦτις χωρίς γνώμης τοῦ μητροπολίτου γέννητο ἐπίσκοπος τὸν διούτον, ἡ Μεγάλη Σύνοδος ὥρισε μὴ δὴν εἶναι ἐπίσκοπον. Ἐάν μὲν δὴ τὴ κοινὴ πάντων ψήφο εὐλόγω οὐσι καὶ κατὰ κανῶν ἐκκλησιαστικῶν, δύο ἢ τρῆς διηκείαν φιλονηγικήν ἀντιλέγωσι, κρατεῖτο εἰ τὸν πλειῶνων ψήφος. Καὶ ὁ κανῶνας ἔκτος τῆς πρώτης οικουμενικής συνόδου ορίζει καὶ διορίζεται… Όχι, δεν θα αναφερθούμε στον έκτο κανόνα. Σύμφωνα με τον κανόνα τον τέταρτο της πρώτης οικουμενικής συνόδου, ο Μητροπολίτης συνιστά την αρχή στην οποία ανήκει η επιλογή των επαρχιούχων επισκόπων της επαρχίας του ύστερα από την εκλογή τριών υποψηφίων από τη Σύνοδο της ίδιας Επαρχίας. Ο Μητροπολίτης υποχρεούται να επιλέξει έναν από τους τρεις υποψηφίους, ανεξάρτητα από τη σειρά κατά ταξίστους, η οποία προκύπτει από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που προηγήθηκε στη Σύνοδο. Έτσι ερμηνεύουν τον ελόγου κανόνα ο Ζοναράς, ο Βαλσαμών και ο Αριστινός. Ο Βαλσαμών, στο Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων, τόμος 2, σελίδες 120-123, αναφέρει «Και διορίστε μη άλλος αρχιερέως γίνεσθε ψήφισμα, η μη τρεις ομού συνέλθωσι, έχοντες και τους απώντας συντηθεμένους διαγραμμάτο, ήγουνομολογούντας, ότι έψονται κακίνου, τί παρά των τριών ομού συναχθέντων γεννησομένη ψήφο. Μετά δε τυμ ψήφων το κύρος, είτε την τελεσιουργίαν και χειροθεσίαν και καθιέρωσιν, το μητροπολίτη της απαρχίας δίδωσιν, ώστε παρ' εκείνου κυρούσθε τυμ ψήφων. Κυρούνται δε όταν ένα το μζηφιστέντον ον εκείνος εκλέξετε, χειροθετήσει με θετέρων δύο ή τριών επισκόπων κατά των αποστολικών κανόνων. Ο Ζωναράς, ο Βαλσαμών, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων, τόμος 2, σηλίδα 123. Την δε χειροτονίαν τούτου, είτε η καθιέρωσιν, επεφυλοτιμήσαντο το πρώτο, είτε το μητροπολίτη, και ου μόνον την χειροτονίαν αλλά και το κύρος της ψήφου, διαγαρτούτο και από των τριών των μζηφιζωμένων, γίνεται μήνυμα παρά του μέλλοντος πίσε την χειροτονίαν προς ένα, όλβουλεται αυτός και ουκ εξανάγκης ο πρώτος θεθείς μηνύεται και εφ' εξής η λοιπή. Αριστινός, Σύνταγμα Θείων Κυρών Κανόνων, ράλει Ποτλή, τόμος 2, σηλίδα 124, την μέντη εξουσίαν, μετά το γενέσθετη μζήφον, ο μητροπολίτης έχει, ώστε ένα των τριών των μζηφιστέντων ήον ερήτε επιλέξασθαι. Σημειωταίνω ότι κατά τον Μπραϊτ και τον Χέφελ, οι Λατίνοι ερμήνευσαν με διαφορετικό τρόπο τον 4ο Κανόνα της 1ης Οικουμενικής Συνόδου, δηλαδή ότι αυτός δεν αφορά την ανάδειξη των επισκόπων, αλλά μόνο τη λειτουργική χειροτονία τους. Ο Ζωναράς και ο Βαλσαμών εξηγούν ότι και η λειτουργική χειροτονία των επαρχιούχων επισκόπων ανήκει στο μητροπολίτη. Στην αρμοδιώτατη συνοδού των επισκόπων της επαρχίας, ανήκει μόνον η εκλογή τριών υποψηφίων, από τους οποίους και επιλέγει ο μητροπολίτης έναν, για να τον χειροτονήσει υπολειτουργική έννοια, στη συνέχεια μαζί με δύο ή τρεις τουλάχιστον επισκόπους, σύμφωνα με τον πρώτο κανόνα των Αποστόλων, ο οποίος ορίζει επίσκοπος χειροτονίστο υπό επισκόπων δύο ή τριών. Το κύρος των γενωμένων κατά τον Ζωναρά, περιλαμβάνει πρώτον την αρμοδιώτητα του μητροπολίτη, να επιλέξει όποιον προτιμά, από εκείνους που ψηφίστηκαν από τη Σύνοδο των Επισκόπων. Και δεύτερον, το δικαίωμα του μητροπολίτη να χειροτονήσει, σύμφωνα με τον κανόνα πρώτο των Αποστόλων, εκείνον που επέλεξε για τη χειρεύουσα επισκοπική έδρα. Η έννοια του κύρους των γενωμένων κατά τον Βαλσαμώνα, δεν εκτείνεται στο δικαίωμα του μητροπολίτη, να χειροτονήσει η πολιτουργική έννοια, τον υποψήφιο τον οποίον επέλεξε. Ο ίδιος Ε.Ε. διευκρινίζει ότι ο μητροπολίτης, δεν είναι υποχρεωμένος, να ακολουθήσει τη σειρά κατάταξης που προκύπτει, από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της Συνόδου. Οι όροι χειροτονία και κατάστασης, που χρησιμοποιούνται στον τέταρτο κανόνα της πρώτης οικουμενικής Συνόδου, κάτω το ζωναρά, είναι ταυτόσυμοι και σημαίνουν την ψήφο της Συνόδου, δηλαδή την εκλογή του λεγωμένου τριπροσώπου των υποψηφίων. Η επιλογή του ενός από τους τρεις υποψηφίους από το μητροπολίτη, καλείται από τον ελόγω κανόνα το κύρος των γεννομένων, ενώ κατά το ζωναρά εκλογή και από τον αριστηνό επιλογή. Ο δέκατος ένατος κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας, προβλέπει ότι ο επίσκοπος δεν πρέπει να αναδεικνύεται, δηλαδή να χειροτονείται με κανονική έννοια, χωρίς τη Σύνοδο και την παρουσία του Μητροπολίτη. Η παρουσία του Μητροπολίτη, σύμφωνα με τον Βαλσαμώνα, δεν σημαίνει ότι αυτός πρέπει να συμμετάσχει στην εκλογή, δεδομένου ότι τούτο κολλείται. Αλλά ότι η Σύνοδος δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκλογή του τριπροσώπου, χωρίς τη σχετική προτροπή του Μητροπολίτη. Ο Βαλσαμών αναφέρει σχετικώς Σύνταγμα των Θείων Κυρών Κανόνων Τωράλι και Ποτλή, ΣΤΤ 161-162, ακούον δε του κανόνος λέγοντος, μη γίνεσθε ψήφων χωρίς παρουσίας του Μητροπολίτου, μη είπεις οφείλυν κι αυτόν παρουσιάζειν εις την ψήφων, το γάρ και κόλλειται καθώς εναιτέρεις κανόσιοι διελήφθει, αλλά παρουσίαν υπέ εν τ' αυτά την τούτου προτροπήν, εις χωρίς ψήφων γενέστε αδύνατον. Αλλιώς, η Σύνοδος των Επισκόπων της Επαρχίας πρέπει να είναι τέλεια, προκειμένου να αναδειχθεί ένας Επίσκοπος. Η Σύνοδος αυτή, σύμφωνα με τον 16ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχίας, είναι τελεία αν είναι παρόν ο Μητροπολίτης. Ο δέκατος έκτους Κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει τελείαν δε εκείνοι είναι Σύνοδον ή συμπάρεστη και ο της Μητροπόλεως. Όπως δίποτε, ο Κανόνας 20 της Συνόδου της Αντιοχίας δεν επιτρέπει τη λειτουργία των Συνόδων των Επισκόπων χωρίς την παρουσία του Μητροπολίτη. Ο Κανόνας 20 της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει μη εξήνε δε τι νας καθ' αυτούς Συνόδους ποιήστε, άνευ των πεπιστευμένων τας Μητροπόλης. Κανόνας σχολιάζει ως εξής αυτόν τον Κανόνα «Ού παραχωρεί δε ο Κανόν μόνος τους Επισκόπους συνισθάν Σύνοδον, μη παρόντος του Μητροπολίτου της Επαρχίας, πορεύται γάρ τελείαν Σύνοδον εκείνοι είναι, ενί και ο της Μητροπόλεως Επίσκοπος σύναιστη της λοιπής». Παραπάνω διαδικασία ανάδειξης των Επισκόπων προβλέπεται από τον 19ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιοχίας για την εγκυρότητα της ανάδειξης. «Είδε άλλος παρά το ορισμένα γύγνητο μη δεν ισχύει την χειροτονία» ορίζει ο 19ος Κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας. Σημειωτένονται ο Κανόνας 34 των Αγίων Αποστόλων προβλέπει την κατανομή της εξουσίας σε επίπεδο κεντρικής οργάνωσης και εδίκησης μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας, η οποία εκείνη τον γερό ήταν η Μητρόπολη, μεταξύ του προκαθημένου Μητροπολίτη και των μελών της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Μητροπόλεως. Ορίζει ότι η Σύνοδος των Επισκόπων της Επαρχίας δεν επιτρέπεται να αποφασίζει τίποτε στα περητά ζητήματα, δηλαδή κατά τον ζωναράς τις υποθέσεις που υπερβαίνουν τη διοίκηση των επιμέρους Επισκοπών να αφορούν την κοινή κατάσταση της Εκκλησίας, δηλαδή εν προκειμένου της Επαρχίας, ή κατά των βαλσαμόνατα επέκυνα τα πέραν της διοικίσεως των ανηκών των εκάστη παρικία, δηλαδή εκάστη επισκοπή, εις εκκλησιαστικήν κατάστασην αποβλέποντα, χωρίς τη γνώμη του προκαθημένου Μητροπολίτου. Βρεθή μία απόφαση για τα ζητήματα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, που εκείνη την εποχή ήταν μία επαρχία και είχε επαρχιακή σύνοδο με πρόεδρο τον Μητροπολίτη, έπρεπε να συμπέσει η γνώμη του προκαθημένου Μητροπολίτη με εκείνη της πλειοψηφίας των μελών της Επαρχιακής Συνόδου. Από τον έκτο κανόνα της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου προκύπτει κατά αναλογίαν η διαμόρφωση της κοινής αποφάσεως των επισκόπων εξαιρουμένου του προκαθημένου με την απόλυτη πλειοψηφία σε περυτά ζητήματα. Περυτά ζητήματα είναι αυτά τα οποία ανήκουν στην αρμοδιότητα της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας. Δηλαδή υποθέσεις που υπερβαίνουν την διοίκηση των επιμέρων επισκοπών χωρούν ολόκληρη την Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Ο κανόνας έκτος της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει «Εάν μεν τη κοινή πάντων ψήφο ευλογούσει και κατά κανόνα εκκλησιαστικών, δύο ή τρεις διοικείαν φιλονικήν αντιλέγωση, κρατείτο η των πλειώνων ψήφος». Συνέπεια η εξουσία της τέλειας Συνόδου, τέλειας Σύνοδος όπως είπαμε σημαίνει εκείνη που έχει προκαθήμενο, ανήκει κατά 15% στον προκαθήμενο και κατά το υπόλοιπο 5% στα μέλη της Συνόδου επισκόπους, δηλαδή στην πλειοψηφία τους. Ο κανόνας 9 της Συνόδου της Αντιόχειας συμφωνεί με τον κανόνα των 34 των Αποστόλων προσθέτοντας την εξής «Πολιτικοεκκλησιαστική αιτία για την οποία η Συνοδική Νομοθετική Εξουσία θέσπισε τα Πρεσβεία Τιμής του Μητροπολίτη, διά το εν τη Μητροπόλη» δηλαδή πρωτεύουσα της επαρχίας «πανταχώθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας» εκείνους που έχουν δηλαδή υποθέσεις. Ο ένας των λοιπόν κανόνας της Συνόδου της Αντιοχίας ορίζει «τους καθεκάς την επαρχίαν επισκόπους ειδένε χρή τον εν τη Μητροπόλη προεστώτα επίσκοπον, και την φροντίδα αναδέχεσθαι πάσης της επαρχίας, διά το εν τη Μητροπόλη πανταχώθεν συντρέχειν πάντας τους τα πράγματα έχοντας». Όθεν έδωξε «και τη τιμή προηγήσθαι αυτών, μηδέν τε πράτιν περυτών τους λοιπούς επισκόπους ανεφαυτού, κατά των αρχαίων κρατήσαντα εκ των πατέρων ημών κανόνα, η τάφτα μόνα όσα τη εκάστω επιβάλλει παρικία και τε συπαυτήν χώρες». Έκαστον γαρεπίσκοπον εξουσίαν έχειν της εαυτού παρικίας, διοικείνται κατά την εκάστω επιβάλλουσαν ευλάβιαν και πρόνοιαν ποιείσθαι επάσης της χώρας, της υπό την εαυτού πόλιν ως και χειροτονύμπρας βηθαίρους και διακόνους και μετακρίσεως έκαστα διαλαμβάνειν περαιτέρωδε μηδέν πράτιν επιχειρήν, δίχα του της Μητροπόλεως Επισκόπου, μηδέ αυτών ανεφ της των λοιπών γνώμης. Ο κανόνας 39 της Συνόδου της Καρθαγένης που διεξήχθη το 418 ή το 419, ο οποίος επικυρώθηκε από τον κανόνα 2 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, προβλέπει ότι ο επίσκοπος της πρώτης καθέδρας, δηλαδή ο προκαθήμενος, δεν πρέπει να προσαγορεύεται έξαρχος των ιερέων, δηλαδή των επισκόπων ή άκρος, δηλαδή ανώτατος ιερέας ή με κάτι ανάλογο, αλλά μόνον επίσκοπος της πρώτης καθέδρας. Αριστηνός, αιτιολογεί ως εξής στη θέσπιση του κανόνα 39 της Συνόδου της Καρθαγένης, «Η της ιεροσύνης αξία, μία εστι και η αυτή επιπάσει ούτως με ένα άκρος ιερεύς, εκείνος διατελείς ιερεύς, αλλά πάντες επίσης ιερείς, πάντες επίσκοποι, ως και την χάρη του Παναγίου Πνεύματος, εις δεξάμενοι, ογούν της Μητροπόλεως επίσκοπος, ως την πρώτη να έχουν καθέδραν, μεταπροσθήκης λεχθίσεται επίσκοπος Μητροπόλεως». Σύνταγμα θείων κυρών κανόνων του Ράλι Ποτλή, τόμος 3, σελίδες 404-405. Εν τούτης, οι Μητροπολίτες προσαγορεύθηκαν, έξ αρχή, της επαρχίας από τον έκτο κανόνα της Συνόδου της Αρθικής, η οποία διεξήχθη το έτος 347, ο οποίος επικυρώθηκε από τον δεύτερο κανόνα της Πενθέκτης Συνόδου. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώθηκε η όγδοη διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |