id |
3a763a37-cfe0-405e-a74f-7efca4b3e113
|
title |
ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ 13η ομιλία /
|
spellingShingle |
ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ 13η ομιλία /
|
publisher |
ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
|
url |
https://www.youtube.com/watch?v=HVxsii9Yf6w&list=PLITunReLRSuT9t2owFcyBY_GuvoPHqUiI
|
publishDate |
2017
|
language |
el
|
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/3599/621b/ec73/a624/efa6/d5ee/ff31/1f60/3599621bec73a624efa6d5eeff311f60.jpg
|
organizationType_txt |
Δημόσιος τομέας
|
durationNormalPlayTime_txt |
5985
|
genre |
Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
|
genre_facet |
Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
|
asr_txt |
Υπόσχεσαι. Τι? Νερό να πάρουμε εγώ αυτό. Ευχαριστούμε πολύ. Εδώ να δώσω εγώ. Καλημέρα. Καλημέρα. Κυρίες και κύριοι, καλή σας μέρα. Σας ευχαριστώ εκ μέρους του προέδρου της Εράγκλησης Πρωτοβουλίας, κυρίας Άννας Παπαχρονάκη, της Συντονιστικής Επιτροπής της Παράταξης και της Οργανωτικής Επιτροπής αυτών των Ουλιών. Σας καλωσορίζουμε. Ιδιαίτερα καλωσορίζουμε τον βουλευτή Ρακλίου, κύριο Σπύρο Δανέλη. Παρά το φορτωμένο πρόγραμμά του, βρήκε τον χρόνο να μας θυμίσει σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για τον αντιπεριφερειάρχη Ρακλίου, κύριο Ευρυπίδικο Κιαδάκη. Καλωσορίζουμε τον τέος Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης, κύριο Μιχάλη Ταρουδάκη, τον πρώην Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ιρακλίου, κύριο Στέλιο Καστινάκη, τον πρώην Πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, τον κύριο Νίκο Λεβεντάκη, τους ομιλητές αυτής της σειράς, τον κύριο Ανδρουληδάκη, τον κύριο Χαράλαμπο Κριτζά, σπουδαίο αρχαιολόγο πρώην, διευθυντή του Μουσείου Ιρακλίου, ο οποίος διαμένει στην Αθήνα, αποφελήθηκε από τις πασχαλινές διακοπές του για να μας τιμήσει, όπως έκανε και τα Χριστούγεννα, τον ευχαριστούμε πάρα πολύ. Και θα ήθελα να σας πω ότι σήμερα θα συντονίσει ο Κώστας Βαρβεράκης, ο οποίος είναι πρώην Πρόεδρος της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας και από τα πιο ενεργά μέλη της παράταξης. Και αυτός θα σπεί τα υπόλοιπα. Καλωσορίζω και κυρίες εξ Αθηνών, δεν είναι μόνο εγώ ο κ. Κριτζάσιν, αλλά και κάποιες κυρίες εξ Αθηνών, οι οποίες μας επισκέπτονται και βέβαια και ο πρώην Πρόεδρος της Πρωτοβουλίας, Γιώργος Γαλενιανός. Ευχαριστώ. Κύριε Βαρβεράκη, έχετε τον λόγο. Καλημέρα και από μένα. Καλημέρα και από μένα. Έχουμε χρόνια απολάχιστος ανέστη. Είναι οι πρώτοι από τις ομιλίες που έχουμε μετά τις διακοπές του Πάσχα και μπορώ να πω ότι έχουμε μπει στην τελική ευθεία των ομιλιών μέχρι τις 27 Μαΐου που θα οροκυρωθεί ο κύκλος αυτός, ο δεύτερος κύκλος ομιλιών, το μύδος της Αριάννης, 20 χρόνια μετά. Στη σημερινή ομιλία θα μας μιλήσει ο κύριος Αντώης Καρτσάκης, διδακτωρ φιλολογίας του Παρευθυμίου Κρήτης, επίδημο σχολικός σύμβουλος φιλολόγων και θα μιλήσει με θέμα Ιεράκη του Μεσοπολέμου, ώψεις ενός πνευματικού πεδίου ανοιχτών οριζόντων. Τον ομιλητή θα προλογήσει η φιλόλογος κυρία Τιάννα Μανουρά, στην οποία δίνω μέσα στο λόγο. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα, Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά, χαρούμενα και δημιουργικά. Με συγχωρείτε που είμαι στην θέση μου, θα έπρεπε να σηκωθώ, αλλά ένα διάστημα δεν μου το επιτρέπει. Θα ήθελα να συγχαρώ τους ανθρώπους της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας για την υπέροχη συνέχεια στο ξετήλυγμα του μύτου της Αριάδνης, το τόσο αποδοτικό και οφέλη μου για την κατανόηση της ιστορίας της πόλης μας. Ανέλαβα σήμερα, και ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη, να παρουσιάσω τον μιλητή μας, μολώνω ότι είμαι βέβαιη ότι είναι πολύ γνωστός και αγαπητός σε όλους μας. Θα επιχειρήσω λοιπόν μια σύντομη παρουσίαση, κύριως της εργογραφίας του. Ο Αντώνης Καρτσάκη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα η κριτική της πίεσης στα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά 1945-1967, ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, ως Διευθυντής Λυκείου και ως Σχολεκληλίου. Έχει επιμελθεί πολλές εκδόσεις και ως επιστημονικός συνεργάτης της Εγκυκλοπαίδειας Τύπου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών έχει συντάξει τα λήματα τα σχετικά με περιοδικά, εφημερίδες, δημοσιογράφους και εκδότες του Ηρακλείου από την αρχή του αιώνα ως το 1950. Είναι τακτικό μέλος της ΕΚΙΜ. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία και ειδικότερα στη λογοτεχνική κριτική, καθώς και στον περιοδικό λογοτεχνικό τύπο και αποτυπώνονται σε μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων, ομιλειών και επιστημονικών εργασιών. Ενδεικτικά αναφέρω τη συμμετοχή τους στον τόμο των πεπραγμένων του επιστημονικού συμποσίου του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης, 11-13 Νοεμβρίου 2011, Επιρροές του Ελίτη, έκδοση της ΕΚΙΜ 2014. Επίσης και εύλογα έχει ασχοληθεί με θέματα εκπαιδευτικά, παιδαγωγικού και διδακτικού περιεχομένου. Το 2009 κυκλοφόρησε από της εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ η μελέτη του μεταπολεμική κριτική και ποιηση ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας. Η μελέτη αυτή, αποτέλεσμα κοπιόδους ερευνητικής εργασίας, αποτελεί μια εμβριθή παρακολούθηση της ελληνικής ποιησης στην περίοδο από τα χρόνια του εμφυλίου έως τη Χούντα. Παρακολουθώντας την πορεία της κριτικής στο σύνολο των μεταπολεμικών λογοτεχνικών περιοδικών, ο Καρτζάκης εστιάζει τον ερευνητικό του φακό στην κριτική της ποιησης και στον τρόπο με τον οποίο καθόρισαν οι ιδεολογικοπολιτικές της δεσμεύσεις, τις αισθητικές της αποτιμήσεις ή την αισθητική της στάση γενικότερα. Μερικά από τα κανθόδι ερωτήματα που έθεσε είναι πώς η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας μετά τα Δεκεμβριανάκια ως τη δικτατορία επηρέασε την κριτική της εποχής, με ποιο τρόπο διαβάστηκαν τα νέα ποιητικά έργα και με ποιο τρόπο αξιολογήθηκαν πώς οι κοινωνικοί και ιδεολογικοί όροι της εποχής διαμόρφωσαν εν τέλει τη φυσιογνωμία της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής. Ήρθε αντιμέτωπος με ένα τεράστιο πρωτογενές υλικό καθώς μελέτησε στο σύνολό τους 18 λογοτεχνικά περιοδικά. Κατόρθωσε να συστηματοποιήσει το αχανές αυτό υλικό της λογοτεχνικής κριτικής, να αναδείξει το αισθητικό και ιδεολογικό προφίλ περιπέτειες και τις υπόγειες διαδρομές της κριτικής σκέψης στην τραγμένη εκείνη περίοδο. Συμπερένεται ότι η λογοτεχνία και η λογοτεχνική κριτική υπήρξαν θύματα της τραγμένης εποχής, ότι ο μεταπολεμικός κριτικός ιστορίας και ότι η ιδεολογική υπερφόρτιση των καιρών εμποτίζει τις κρίσεις των έργων και οδηγεί σε αισθητική πόλωση. Το βιβλίο αυτό ιστορικό μαζί και φιλολογικό χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Δημήτρη Πολυχρονάκη ως σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους φιλολόγους αλλά και για κάθε ερευνητή της ιστορίας των ιδεών στην νεότερη Ελλάδα. Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου Κείμενα, Έντυπα, Δημιουργή» από τις εκδόσεις της Βικελέας Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Εδώ Καρτσάκης αποφασίζει να μας γυρίσει πίσω στις δεκαετίες του 20 και του 30 να μας μιλήσει για την πόλη μας να ανασυστήσει την ιστορία της μέσα από τις λέξεις των άλλων. Καρπός επίμοχθης έρευνας και η μελέτη αυτή αποτελεί μια σημαντική προσφορά για την τοπική πολιτισμική και πνευματική ιστορία περιοδικού τύπου του Μεσοπολέμου γενικότερα. Χωρίς υπαναχωρή σκολίες, ηχνηλατεί την ταυτότητα δύο κυρίως περιοδικών, των νεοελληνικών γραμμάτων 1926-28 και των κριτικών σελίδων 1936-39, εκθέτει και μελτά συνθετικά τα θέματα τα οποία ανέδειξαν τα δύο αυτά έντυπα και εξετάζει πολύπλευρα το ρόλο και την έκταση της παρέμβασής τους στο πνευματικό και διανοητικό τοπίο του Μεσοπολεμικού Ιρακλείου. Η μελέτη του Καρτζάκη δεικνύει τεκμηριωμένα τη σχέση της εκδοτικής και λογοτεχνικής κίνησης με τα ευμετάβλητα ιστορικά, πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα του Μεσοπολέμου. Φέρει στην επιφάνεια τις υπόγειες δυνάμεις που καθιστούν το διανοητικό μια μικρογραφία του ευρύτερου ελλαδικού πεδίου και παρακολουθεί εποπτικά την επικοινωνία με το Αθηναϊκό Κέντρο και τους τρόπους με τους οποίους τα δύο περιοδικά διαμοθών την αισθητική αντίληψη της ιρακλειώτικης αναγνωστικής κοινότητας της εποχής. Και αυτό το βιβλίο όπως και το προηγούμενο είναι σημαντικό όργανο τόσο για το μελετητή της τοπικής ιστορίας όσο και για το μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας γενικά. Παράλληλα οι εμπεριστατομένες και σύγχρονες βιβλιογραφικές αναφορές φοράς. Σημαντικό προσόν και όχι συνήθες σε επιστημονικά κείμενα είναι ότι και τα δύο συνδυάζουν την τεκμηριωμένη επιστημονική έρευνα με την ελκυστική γραφή κάτι που οπωσδήποτε οφείλεται στο συγγραφικό τάλαντο του καρτσάκι αλλά επίσης και στο τάλαντο του δασκάλου. Με αυτή του την ιδιότητα θα τον γνωρίσουμε στο τρίτο του βιβλίο του δασκάλου της τάξης. Εκείνο, νομίζω, τοποθετεί περισσότερο ο ίδιος τον εαυτό του. Για αυτή τη φαινομενικά απλή ιδικότητα του δασκάλου απαιτούνται πάμπολες αρετές οι οποίες ενυπάρχουν στην προσωπικότητα του Αντώνη Καρτσάκη και αποκαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό στο τρίτο του βιβλίο. Το βιβλίο στον ανήσυχο μαθητή μου που κυκλοφόρησε το 2015 επίσης από τις εκδόσεις της Εστίας έχει τη μορφή μιας μακράς, ανοικτής επιστολής προς τον ταραξία μαθητή. Στην πραγματικότητα όμως παραλείπτες είμαστε όλοι. Μαθητές, δάσκαλοι, γονείς, όσοι μετέχουμε στο πολύπλοκο σύστημα της εκπαίδευσης, όσοι αγωνιούμε για την παθογένειά της, όσοι πιστεύουμε στην ύψιστη αξία της. Γνήσιο και βιωματικό το βιβλίο αυτό καταθέτει σκέψη και ζωή 35 χρόνων μέσα στην τάξη και φωτίζει πτυχές της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας, τις οποίες ο επιστημονικός λόγος αγνοεί ή αδυνατεί να συλλάβει. Ένα βιβλίο με βαθιά γνώση, χιούμουργη φαντασία, εξομολογητικό και ειλικρινές. Χωρίς εξιδανίκευση και ωραιοποίηση, γεμάτο ανασφάλειες και παραδοχές προβλημάτων και λαθών. Ο Καρτσάκης είναι ένας πολύ καλά διαβασμένος δάσκαλος, όπως πιστοποιούν οι πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές και οι ενσωματωμένες στην αφήγηση σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, αλλά και μια ανατρεπτική ταυτόχρονα φύση που αναιρεί όταν χρειάζεται τους κανόνες και χωρίς να φαίνεται διατρέχει και ανατρέπει όλο το αναλυτικό πρόγραμμα γυμνασίου και ηλικίου. Είναι μια άγρυπνη συνείδηση με διαρκή διαιρώτηση για την αξία και το ρόλο του σχολείου και του δασκάλου με στη γοργά μεταβαλόμενη και ανεπεξέργαστη εποχή μας. Ένας δάσκαλος με ηθικό ανάστημα, υψηλό αίσθημα ευθύνης και αποστολής και με συνέπειες στις αρχές του. Χωρίς καμία έπαρση αλλά εξαιρετικά σεμνός παρά τη μεγάλη αποδοχή που γνώρισε. Βαθιά ανθρώπινος με διάπηρη αγάπη για τους μαθητές του, διδάσκων α ή και διδασκόμενος από αυτούς. Ένας δάσκαλος που εξακολουθεί να ονειρεύεται το σχολείο που θα καταφέρει να αναμορφώσει την υποταγμένη κοινωνία μας. Το σχολείο που θα δυναμώσει τα φτερά του ανήσυχου μαθητή και θα τονωθήσει σε ελεύθερες πτήσεις. Ένας πραγματικά ανήσυχος δάσκαλος που απ' όποια θέση και αν υπηρέτησε το δημόσιο σχολείο το τιμήσε αληθινά. Για το βιβλίο αυτό σου οφείλουμε όλοι, Αντώνη Καρτσάκη. Για την πείρα που καταθέτεις, για την αγωνία που μοιράζεσαι μαζί μας, για το παιδαγωγικό ήθος που μας διδάσκεις. Για την αλήθεια με την οποία άνοιξες την τάξε σου σε εμάς που συχνά κρατάμε καλά κλεισμένη τη δική μας. Σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά με την υπέροχη οικογένειά σου και σου παραχωρώ το λόγο. Τι να πω, αν πιστέψετε όλα αυτά βέβαια, τότε εγώ είμαι πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, καλημέρα σας, χρόνια πολλά. Εύχομαι η αναστάσιμη χαρά να γεμίσει τα σπιτικά μας. Έχω πολύ χαρά που είμαι εδώ, νιώθω πολύ τιμή. Θα ήθελα προκαταρτικά να αφιερώσω την ομιλία αυτή στον αίμνηστο Στυλιανό Λεξίου, από τον οποίο έμαθα πολλά, και σε μια φίλη, τη Λίτσα Αστρινάκη, γιατρό στην Αθήνα, η οποία έφυγε σήμερα στις 5 το πρωί. Ο τίτλος μου, λογοτεχνικό Ιράκλιο του Μεσοπολέμου, ένα διανοητικό πεδίο ανοιχτών οριζόντων. Θα μπω στο θέμα μου ευχαριστώντας πρώτο τη Διάνα Μανουρά, την αγαπημένη φίλη και συνάδελφο για τα τόσο κολακευτικά που είπεν. Σας είπα, μακάρι να ήμουν αυτός. Να ευχαριστήσω από καρδιά στην Ιράκλια Πρωτοβουλία για τις γνωστικές εμπειρίες που μας προσφέρει αυτόν τον καιρό, συναρμολογώντας ψηφίδα-ψηφίδα την ιστορία της πόλης και να έρθω να προσθέσω τη δικιά μου ψηφίδα στον Μεσοπόλεμο. Έχω εξαρχής ένα ενδιασμό ότι θα πω πράγματα σε πολλούς γνωστά. Ότι θα σας φορτώσω με ονόματα και γνωλογίες. Ελπίζω να μην υπερβώ το χρόνο στο 40 λεπτο να αρχίσετε να χτυπάτε τα έδρανα. Και η ελπίδα μου επίσης είναι ότι, με τα λόγια του βυζαντινού λογίου, γνώσιν της αγνώουσιν, μνήμη της γιγνώσκουσιν και πάσα νοφέλια πάση. Αρχίζω με απόσπασμα από τον αγαπημένο Χριστόφορο Λιοντάκη από τη λογοτεχνία Ηράκλειο. Άσιο των Γκρίνων που λες και μεταφέρθηκε από τις στιχογραφίες στις περίκλειστες αυλές και στους υπέθρειους χήπους. Και ο θόρυβος του αεροπλάνου που τους εξήπνησε υπενθυμίζει πως εδώ, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, επινοήθηκε η πρώτη πτάμενη μηχανή. Μια πόλη δίπλα στην Κονωσό. Μια πόλη που από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας είναι στενά δεμένη με την πίηση. Η Ιράκλειο μια απαλήμψη στην πόλη λοιπόν, στενά δεμένη θα έλεγα με τη λογοτεχνία που απαιτεί αλλεπάλληλες αναγνώσεις αφού η πόλη μας εκτός από πολύ σύνθετη ηλυχή υπόσταση είναι και προϊόρμιας πολύ πλούσιας ιστορικής διαδρομής. Αρχίζω με τη διασάφηση των όρων. Διανοητικό πεδίο, πνευματικό πεδίο το λέω στον τίθελο, διανοητικό είναι το σωστότερο, μας οδηγεί στον ορισμό του Pierre Bourdieu, του Γάλλου θεωρητικού, ο οποίος ορίζει το πεδίο ως χώρο όπου αλληλεενεργούν δυνάμεις αντίρωπες. Τέτοιο είναι το Ιράκλειο του Μεσοπολέμου. Ένα πεδίο αλληλομαχόμενων δυνάμεων. Ο Μεσοπόλεμος μας είναι γνωστός. Είναι το μεσοδιάστημα του Διοπολέμου συμβατικά από το 1920 ως το 1940. Είναι ο πνευματικός μας πρόγωνος. Μια εποχή ανακατατάξεων κοινωνικών, ιδεολογικών και αισθητικών. Το ενδιαφέρον και το τραγικό για τη χώρα μας είναι ότι ενώ η Ευρώπη μετά το 1918 προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, η χώρα μας μπαίνει ως γνωστόν σε μια νέα περιπέτεια στο μικρασιατικό. Για τη χώρα μας ο πόλεμος συνεχίζεται ως το 1922 και μέχρι σήμερα μας κληρονομεί το 1922 το τραύμα αυτό το εθνικό. Ο στόχος μου λοιπόν είναι να ανασυνθέσω την εικόνα της πόλης στην περίοδο αυτή μέσα από το λόγο. Για την ακρίβεια μέσα από την τέχνη του λόγου, τη λογοτεχνία. Να δείξω πώς άνθρωποι, καθημερινοί σαν και εμάς, έβαλαν την περίοδο αυτή την εποχή αυτή τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικά στη ζωή τους, παραχώρησαν χώρο. Και να δείξω μέσω του λόγου βέβαια πάντα ότι στην πόλη αυτή λειτουργεί ένα διανοητικό πεδίο ανοιχτών οριζόντων. Δείκτης μου στην πορεία αυτή θα είναι τα περιοδικά, τα λογοτεχνικά περιοδικά ή λογοτεχνία. Πιστεύω πάντα ότι η λογοτεχνία μας οδηγεί σε μια διαφορετική ανάγνωση, πολύ γοητευτική για μένα, της κοινωνίας. Ελπίζω να φανεί. Τώρα, γιατί εστιέσαι στα περιοδικά. Τα περιοδικά, τα λογοτεχνικά, μας βοηθούν να μελετήσουμε το λόγο και μέσα του λόγου τον τόπο. Τα περιοδικά, όπως ξέρετε, διαφέρουν από τα βιβλία. Εδώ βλέπετε μια άποψη του Χαράλα Μπουκαράουγλου, μελετητή των περιοδικών. Τα βιβλία αποτυπώνουν τη συλλογική έκφραση. Συγγνώμη, την προσωπική έκφραση, ενώ τα περιοδικά τη συλλογική. Το περιοδικό είναι απόπειρα, άνοιγμα σε νέα είδη γραφής. Στο βιβλίο, ο συγγραφέας μονολογεί. Στο περιοδικό είναι αναγκασμένος να διαλέγεται. Και βέβαια, τα περιοδικά διασώζουν τον παλμό, τη θερμοκρασία, θα έλεγα, στιγμών ιστορικών στιγμών και αυτό, νομίζω, θα φανεί στα περιοδικά του Ηρακλίου. Επίσης, στις αρχές του 20 πιο νεοτερικό στοιχείο της πνευματικής μας ζωής και συνισθούν τον αποκλειστικό αγωγό νέων ιδεών προς τον ελληνικό πνευματικό χώρο. Κάποια από αυτά κατόρθωσαν να δραστηριοποιήσουν τοπικές κοινωνίες και να παρέμβουν στην πνευματική ζωή. Περιπτώσου του τύπου αυτού, έχουμε στο Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Το Ηράκλειο του Μεσοπολέμου είναι μια πόλη που σφίζει από ζωή, όπου η οικονομία αλλά και το πνεύμα ανθούν. Οι αφετηρίες της άνθισης αυτής βρίσκονται πολύ πίσω στην αλλακήρυξη της αυτονομίας το 1898. Ακούσαμε πολλά εδώ από τον Μανώλη Δρακάκη και από τον Γκλαιάνθη Σιδηρόπουλο για την οικονομική ευρωστία της πόλης στην περίοδο αυτή. Βασική μέρημνα από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, 1898-1813, τροφοδοτεί μια αξιόλογη πνευματική κίνηση σε όλες τις πόλεις της Κρήτης. Από τις αρχές του αιώνα λειτουργούν δραστήριοι φιλολογικοί σύλλογοι όπως ο Χρυσόστομος στα Χανιά και βιβλιοθήκες όπως η Βικελέα στο Ηράκλειο και η Αθηνά στα Χανιά. Η Βικελέα πήρε το όνομά της στους γνωστών από το 1908 από τη δωρεά του Βικέλλα, εντυπωσιασμένος ο συγγραφέας από τις πόλεις της Κρήτης. Στα χρόνια αυτά αρχίζει η εισβολή ευρωπαϊκών ιδεών και ηθών. Ανάγλυφα μας έδωσε αυτά τα ήθη, τα εισαγόμενα ο Γιάννης Ζαϊμάκης εδώ. Και στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται μια νέα γενιά με ζωηρά πνευματικά ενδιαφέροντα που βρίσκει την έκφρασή της σε νέους συγγραφείς με αντιπροσωπευτικότερη εκείνη του Νίκου Καζαντζάκη. Καζαντζάκη αρχίζει το 1906 την εκδοτική του πορεία, εκδίδει τότε το Office και Κρίνο, το χαρίζει μάλιστα στην ΤΟΤΟ, δηλαδή στη Γαλάτια, εποχή του μεγάλου έρωτα. Εδώ είχε σταματήσει ακριβώς ο αγαπητός φίλος ο Μπεν, στην ομιλία του εδώ. Την ίδια χρονιά εκδίδεται, το 1906 εννοώ, η Κρητική ΥΩΣ, ένα περιοδικό το οποίο λογοκρίνεται. Προσέξτε, αν και έχει μεσολαβήσει η Σύμβαση της Χαλέπας το 1878 και στην ουσία υπάρχει ελευθερία του τύπου, ο νόμος δεν εφαρμόζεται ή τουλάχιστον αναπόκειται στην Καλή Βούληση των Αρχών Κατοχής, των Μουσουλμάνων. Το Ιράκλειο είναι ακόμα μουσουλμάνικο, καθεχόμενη πόλη, έτσι η Κρήτη. Λοιπόν, επομένως έχουμε την Κρητική ΥΩΣ λογοκρυμμένη τα χρόνια αυτά, η οποία όμως έχει ενδιαφέρον περιεχόμενο και έχει εκδίδεται από ομάδα νέων. Ο Εμανόηλ Μελισίδης φέρεται ως εκδότης και λίγο αργότερα, 1908-1911, την Κρητική Στοά του Γιάννη Μουρέλλου. Τεύχη της Κρητικής Στοάς. Η δυναμική των ιδεών που σημειώνεται, πρέπει να πω ότι στην Κρητική Στοά δημοσιεύει ο Πέτρος και η Πεθρούλα Ψιλορίτη, είναι ο Νίκος Καζαντζάχης και η Γαλάτη Αλεξίου. Και η Κρητική Στοά είναι εκπληκτικό αυτό. Δημοσιεύει πείημα του Καβάφη, Μάρτυ ΑΙΔΙ, όταν ο Καβάφης δεν έχει αναγνώριστη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η δυναμική των ιδεών που σημειώνεται την περίοδο αυτή είναι ο πρώτος λόγος της πνευματικής ανάπτυξης. Ο δεύτερος ήταν το 1922. Η μεγάλη καμπή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Το κύμα των προσφύγων που έφτασαν από τη Μικρά Ασία, είχε καταλυτικές συνέπειες για τη δομή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η κατάρευση της μεγάλης ιδέας, ο κλονισμός της αστικής ιδεολογίας και ταυτόχρονα η διεθνής οικονομική κρίση και η πολιτική αστάθεια θα επηρεάσουν τον κοινωνικό προβληματισμό και θα τροφοδοτήσουν μια προοδευτική συνισθόσα στο χώρο των ιδεολογικών αναζητήσεων της εποχής. Η πνευματική άνθηση του Ηρακλίου στα χρόνια που εξετάζομαι θα συνδεθεί με την οικογένεια Αλεξίου. Είναι γνωστή συνάντηση στο κράσι του 1912 και ειδικότερα με τον Λευτέρι Αλεξίου, όταν επιστρέφοντας ο τελευταίος από την Αθήνα στο Ηράκλειο το 1922, οργανώνει το γνωστό μας στούντιο στον Αραστά. Είναι γνωστά τα γεγονότα, θα τα παρακάμψω, έχω μόνο την άποψη του Χένρι Μίλλερ, του Αμερικανού συγγραφέα που επισχεύτηκε το Ηράκλειο το 1940 κατά προτροπή του Γιώργου Κατσίμπαλη από την Αθήνα και που δηλώνει αυτά που γνωρίζουμε όλοι. Στον χώρο αυτό σύγχναζαν οι μορφωμένοι της πόλης, όσοι ανήκαν στον κύκλο του περιοδικού νεοελληνικά γράμματα του Μουσείου Ηρακλίου Σπύρος Μαρινάτος, ο ποιητής Γιάννης Γιανακουδάκης με ψευδώνυμο Πέτρος Στυλίτης, ο πεζογράφος Βελισσάριος Φρέρης, ο φιλόλογος ποιητής Μιχάλης Αναστασίου, ο αρχιτεκτον Τάκης Κυριακός, ο εγκατιστημένος στο Ηράκλειο Γερμανός ελληνιστής Νάθαν Μπλουτράιχ και άλλοι. Το στούντιο επιχέπτονταν επίσης περαστικοί από το Ηράκλειο ο Νίκος Καζαντζάκης. Είναι περιορισμένη η παρουσία του Καζαντζάκη και στα δύο περιοδικά που θα εξετάσω γιατί λείπει από το Ηράκλειο. Είναι στο Ηράκλειο μόνο στα χρόνια 23-25, στα υπόλοιπα Γαλλία, Έγινα κλπ. Πάλι άποψη του Μίλλερ και άποψη του Μηνάδη Μάκη για το στούντιο από τα νεαρότερα μέλη. Το επιχέπτονται λοιπόν περαστικοί όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Μάρκος Σαβιέρης, ο Βάσος Δασκαλάκης, σύζυγος της Έλης Αλαξίου και ο Ιταλός Αρχαιολόγος Δώρο Λέβη. Στην δεκαετία ακόμη του 30 το στούντιο αποτελεί πόλο έλεξης των πνευματικών ανθρώπων της πόλης. Περιχνάζουν και οι νέοι ποιητές, ο Μηνάς Δημάκης που είπαμε, Άρης Δικτέως, η Θάλια Καλιγιάννη, θα τη δούμε παρακάτω, ποιήτρες όπως η Μαρίνα Μιλιολοδιδάκη, Κατίνα Τατσαρωνάκη, αδελφές Αλέκα και Κατίνα Παΐζη, η Χρυσούλα Μπιζάκη, ο γεωπώνος ποιητής Κώστας Καφάτος, ο έμπορος ποιητής Μύρων Γουναλάκης, η πιανίστα Ελένη Σπανδονίδη και άλλοι. Τα καλοκαίρια του χέρι βρίσκονται συνεχώς στο στούντιο οι αδελφές Αλεξίου, Γαλάτια και Έλλη, καθώς και ο Μάρκος Σαβιέρης, σύζυγος της Γαλάτιας. Εδώ έχουμε μια τελευταία άποψη του Χέρι Μίλλερ για τον Αλεξίου. Μιλούσε, ο Λεξίου, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ρούσικα, πρωτογαλικά, τουρκικά, αραβικά, ελληνικά στην Καθαρεύουσα, την Αρχαία. Ήταν συνθέτης, ποιητής, φιλόλογος και αεραστής του καλού φαγητού και του καλού ποτού. Άρχισε, ρωτώντας με, για τον Τζέιμς Ζόις, τον Διε Σέλιο, τον Ολδο Ήτμαν, τον Ανδρέας Ζίν, τον Μπρετ Γιόρτς, τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Έπιασα το κεφάλι μου. Τον ανθρώπον αυτόν, εκτός από το στούντιο, γίνονταν σε μέρη τα οποία συντήρησαν για χρόνια πολλά τις μνήμες των ανθρώπων, των προσώπων και των πραγμάτων. Στο Ισσόγειο της Βιχελέας Βιβλιοθήκης με έφορο τον Μανώλη Αποστολίδη, τον Ρεζεντάρι Χατζιδά και τον Πέτρο Χρήστου. Στο φαρμακείο του Χαρύλεου Στεφανίδη της 25ης Αυγούστου, όπου σύγχναζαν οι Βελισσάριος Φρέρης, Μιχάλης Αναστασίου, Τάχη Χηριακός και οι συνεργάτες των Ελληγιών Γραμμάτων. Ένα φαρμακείο κάτσαντο φίλου μας του Γιάννη Κουλουβεράκη. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τους Σπυρίδων Αμαρινάτο, Νικόλο Απλάτον, Πέτρο Χρήστου. Στα βιβλιοπολία του Σπύρου Αλεξίου, του Αλικιώτη, του Κοκκινάκη, του Στυλιανού Αλεξίου, τον οποίο διαδέχθηκε ο Λευτέρης Αλεξίου. Στη δυναμική του χώρου εγγράφονται και τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής. Την πληροφορία ο φίλος τον Στυλιανό Αλεξίου. Το σπουδαιότερο φαίνεται να ήταν εκείνο της δραστήριας χανιώτης σας, Θάλιας Καλιγιάννη, με πλούσιο ηρακλειώτη δερματέμπορο. Η Καλιγιάννη είναι μια ενδιαφέρουσα μορφή, μια γυναίκα με πολύ πείσμα, με πολύ εξυπνάδα και πολύ ομορφιά. Πάλεψε πάρα πολύ να κρατήσει ένα περιοδικό του παρακάτω, τρία χρόνια το συντήρησε και ίσως αξίζει για αυτήν μια μονογραφία κάποτε. Ένα σημαντικό σταθμό στην ανάπτυξη της φιλολογικής και καλλιτεχνικής συντροφιάς στην πόλη του Ηρακλείου ήταν η Καλλιτεχνική Συντροφιά με επικεφαλής τον Βελισσάριο Φρέρι. Το σωματίο αυτό διαλύθηκε με απόφαση του πρωτοδικίου Ηρακλείου το 1932 για άγνωστοις λόγους. Έχουν κάποιες υπόνοιες, ήταν αριστεροί οι συντελεστές του κλπ. Φύγανε και από το Ηρακλείο, αλλά δεν ξέρω. Επίσης η πνευματική κοινότητα Ηρακλείου, σύλλογος που ιδρύθηκε το 1930 από διενοούμενος της πόλης και στεγάστηκε από το 1931 σε ένα πατάρι με έργα τέχνης και πολλά βιβλία στην οδό Μαρτύρων. Πιο αργά λέει η γυναίκα μου, αλλά εγώ θέλω να μη σας φάω το χρόνο, δεν ξέρω. Τα μέλη της μεταξύ των οποίων η Έλλη δασκαλά και Ελεξίου, Πέτρο Στυλίτης, Γιάννης Φακιαννάκης, Βελισσάριος Φρέρις, Άρης Χατζιδάκης, Θάλε Καλιγιάννης, Σοφία Μαριώτου συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή πρωί και ανέλιαν τα σημαντικότερα ελληνικά και ευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Εδώ έχουμε μια φωτογραφία στο κράσιο του Αλεξίου από το 1912. Προκειμένως, η πνευματική κοινότητα, η κοινότητα, τι κάνανε, διαβάζανε και σχολιάζανε από κοινού. Η πνευματική κοινότητα ξαναζωντανεύει, ύστερα από τρία χρόνια, με το φιλολογικό σαλόνι του Λευτέρια Αλεξίου, τη Λέσχη Ιρακλίου και τη Λέσχη επιστημόνων Ιρακλίου. Καπά το θέατρο, ήταν πολλές οι παραστάσεις της Χιβέλης, στη μουσική, η οποία στην ποιοδοχή της έκφραση αντιπροσωπεύεται από το δείο Ιρακλίου, παράρτημα του ελληνικού οδείου Αθηνών. Όπως πληροφορούμαστε από τα νέα των εφημερίδων, συναυλίες δίδονταν συχνά στο κοινηματοθέατρο Πουλακάκη, με έργα Βιβάλτη, Μπετόβεν, Χέντελ και άλλων. Οι συναυλίες του Πλάτωνα, του Χουρμούζιου, Ταρεστάλτου και ενέστερων. Συναυλίες κλασικής μουσικής δίδονταν και από αθηναίους καλλιτέχνες, όπως η Ελένη Σπαντωνίδου, η Μαρίκα Παπαϊόνου και άλλες, με εντυπωσιακή συμμετοχή του κοινού. Το μεσοπολεμικό Ιράκλειο αγαπά επίσης τη ζωγραφική. Εκτός από τον Νίκο Λιδάκη, τον Ντάκη Καλουμούχο, θα τους δούμε παρακάτω με αισκήτσα στα περιοδικά, και ο Ευαγγέλος Μαρακογιαννάκης, αυτοδίδακτος αγιογράφος, εξέθεταν συχνά τα έργα του στο ισόγειο της Βιγελέας Βιλιοθήκης. Από τα τέλη του 1938, ο σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης, υπήρξε μια έντονη παρουσία στην πόλη. Ερχόταν από τη Βιέννη και κουβαλούσε στις αποσκευές του μια περίεργη για το κοινό της εποχής τέχνη. Σκηνογράφος, σκηνογράφος, μυστήριο πράγμα. Δηλαδή τι πάει να πεις σκηνογράφος, ρωτούσαν οι Ιρακλειότες και κανείς δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Η έκταση χεινογραφίας του Ανεμογιάννη απολώθηκε το 1939 σε δυο έθισες της Βιγελέας και ήταν μια από τις τελευταίες καλλιτεχνικές αναλαμπές του προπολεμικού Ιρακλείου. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Μέσα στο πνευματικό αυτό κλίμα αναφύονται τα λογοτεχνικά περιοδικά. Εντάσσονται στην κινητικότητα που παρατηρείται το Μεσοπόλεμο σε όλα τα επίπεδα και οι οποίες τα ανακλάται στο πνευματικό χώρο ως έτοιμα ανανέωσης και εξυγχρονισμού. Το πρώτο, τα ελληνικά γράμματα εκδόθηκαν σε 21 τεύχη από τον Οκτώβρη του 1926 ως τον Ιούνιο του 1928. Μπορούμε να δούμε διάφορα τεύχη. Σκίτσα του Λιδάκη. Διαφημίσεις όχι από την αρχή βέβαια. Εκθώτης και διευθυντής ήταν ο Γιάννης Μουρέλος από τον Μυραμβέλο Λασιθείου που έδρασε στο Ιράκλειο ως ιστορικός και κυρίως ως άνθρωπος του τύπου. Δίφθυνε τρεις εφημερίδες. Πρόθεση του ήταν η έκδοση ενός καθαρά λογοτεχνικού περιοδικού. Το τονίζει πολλές φορές στο προγραμματικό σημείωμα. Ο λόγος είναι ότι τα χρόνια αυτά, 26-28, υπάρχει έντονος ιδεολογικός αναβρασμός, υπάρχει ένας διπολισμός ιδεαλισμού-μαρξισμού, έντονη διαπάλη, έντονη πόλωση και θαρά λογοτεχνικό περιοδικό. Δεν νομίζω ότι το κατόρθωσε. Οι ιδέες παρουσφρύουν στα κείμενα μέσα. Θα το δούμε στη συνέχεια. Ποια ήταν η υποδοχή του περιοδικού αυτού? Δυστυχώς πολύ λίγα στοιχεία διαθέτουμε. Δεν έχει αρχείο για τη κυκλοφορία των ελληνικών γραμμάτων. Γνώση που θα μας έδινε εκτός τον άλλο μια ένδειξη των διακοιμάσεων σχέσεων στις σχέσεις λογοτεχνίας-χεινού. Είναι γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό είναι περιορισμένο και οι προτιμήσεις του στρέφονται στα δημοφιλή, εύπεπτα αναγνώσματα, όπως τα ισαγωγικά λιστρικά αναγνώσματα, τα σαχλεπίσαχλα ψεύτικα ηθικοθρησιαυτικά κείμενα για την Κασιανή, ή τα γαργαλιστικά αναγνώσματα για τα χαρέμια του Σουλτάνου και τις καρσονιέρες των Παρισίων γεμάτα βούρκο και λάσπι και χασίσι. Αυτά λέει ο Γιώργος Θεοτοκάς που επικρίνει δριμήτατα το αναγνωστικό κοινό της εποχής. Στρέβονταν επίσης και σε οικογενειακά περιοδικά, όπως το Excelsior, το Bouquet, η Μάσκα, το Φαντάζιο. Εδώ βλέπετε τα σπουδαιότερα οικογενειακά, όπως χαρακτηρίζονται περιοδικά της εποχής. Η γενιά μου γνώρισε μόνο το Θησαυρό, αν δεν κάνω λάθος, και το Ρωμάντζο. Λοιπόν, έχει πολύ ενδιαφέρον ότι τα περιοδικά αυτά δημοσιεύουν λαϊχήλη βέβαια, ρωμάντζα, αλλά και μεταφράσεις αξιόλογων έργων ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με εντυπωσία σε μία πληροφορία που μου έδωσε ο Στυλιανός Αλεξίου ότι διάβαζε τα περιοδικά αυτά, την οικογένεια διάβαζε, έμπαινε στο σπίτι του και από τα διαβάσματα της μεταφράσης της οικογένειας του γεννήθηκε η έφεση προς τον μεσεωνικό κόσμο. Στις στείλες των ελληνικών γραμμάτων εμφανίζονται με ποιητικά τους έργα πολύ και αξιόλογοι ποιητές. Στη δύχρονη ζωή του το περιοδικό φιλοξένισε συνολικά 400 περισσότερα από τα οποία ήταν πρώτες δημοσιεύσεις. Οι ποιητές αυτοί καλλιεργούν το μικρό λιρικό ποιήμα και ακολουθούν τους παραδοσιακούς κανόνες μετρικής. Σε όλα τα πρωτότυπα ποιήματα η σχήχη είναι ομοιοκατάληκτη, ισοσύλαβ με επιμελημένη μορφή, δυστυχώς δεν σας έχω στήφους εδώ να μη σας κουράσω, έχω μόνο τα ονόματα των ποιητών. Είναι συνήθως μεγάλα τα ποιήματα τους. Ενδιαφέρουν, παρουσιάζουν και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις όπως αποσπάσματα από την τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη και Νικηφόρος Φωκάς, με πλούσια επιλογικά σχόλια, απόσπασμα επίσης από την Οδύσσια του ίδιου του ίδιου πριν δημοσιευτεί η Οδύσσια, βέβαια, και σε πέντε συνέχειες το λιρικό δράμα «Ιρακλής και ομφάλι» του Λευθέρη Αλεξίου. Με πεζογραφικό έργο και κατά συχνότητα δημοσιεύσεων εμφανίζονται οι Βελισάριος Φρέρις, Γιάννης Μουρέλος, Αντώνιος Ιαλούρης, Σοφία Μαριότου, Έλια Δασκαλάκη Αλεξίου, Νίκος Καζαντζάκης, Λευτέρης Αλεξίου, Γαλάτια Καζαντζάκη, Παντελής Πρεβελάκης, Δέλη Βασίλης, Αμαριότου κλπ. Εδώ έχετε πάλι μερικούς από τους πεζογράφους. Τα κείμενα αυτά χαρακτηρίζονται από έναν ανθρωπισμός, ο Μάριο Βίτη, καθώς οι ήρωες δρούν σε ένα μελαγχολικό σκηνικό με αντίμαστε την καθημερινότητα, καθώς οι εξωτερικές δυνάμεις φυσικές και κοινωνικές ή εσωτερικές υπαρρορμήσεις περιορίζουν την ελευθερία τους. Η ιστορία, η ιστορία ειδικά αποτελεί υπόβαθρος σε πολλά αφηγηματικά κείμενα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, νομίζω, έχει η θεματοποίηση του μικρασιατικού, το περιοδικό Βιάννη του 20. Είναι έντονο ακόμα και εντόπισα τουλάχιστο 10 διηγήματα, αρκετά ενδιαφέροντα, τα οποία θεματοποιούν ακριβώς αυτό το ζήτημα. Και, μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάτι γνώμου, έχει ο τρόπος με τον οποίο το χειρίζονται. Δηλαδή, οι χαμηλών τόνων, έτσι ίσονες θα έλεγα, αυτοί οι πεζογράφοι, χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία ως ένα συμφιλιωτικό μέσο να συμφιλιώσουν τους γυγενείς με τους πρόσφυγες. Θεωρούν τους πρόσφυγες όλοι θύματα των καταστάσεων. Προσπαθούν, λοιπόν, να τους παρουσιάσουν ως αναξιοπαθούντες. Είναι διαφορετικοί οι πρόσφυγες, αλλά δεν είναι ξένοι, είναι Έλληνες. Είναι πολύ εντυπωσιακά τα στοιχεία τα οποία αποκομίζει κανείς από τα κείμενα αυτά. Οι μεταφράσεις αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα της ύλης του περιοδικού. Ο Βάσος Νασκαλάκης μεταφράζει μεγάλο μέρος του έργου του Νορβηγού συγγραφέα Knut Hamsun. Ο Knut Hamsun ήταν ένας συγγραφέας πολύ στη μόδα της εποχής, είχε μεταφραστεί στην Ελλάδα, κυκλοφορούσε. Ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας της εποχής, καθώς θεματοποιούσε την τάση φυγής, αυτή που ονομάστηκε αλητογραφία. Ο αλήτης ήταν το ιδανικό της εποχής, όπως αργότερα ο γύφτος, νωρίτερα μάλλον ο γύφτος, τον Παλαμά, σύμβολο της ελευθερίας. Μεταφράστηκε λοιπόν ο Hamsun και άρεσε πάρα πολύ στο ελληνικό κοινό. Μεταφράζονται επίσης οι James Joyce, Gabriel Danuzio, ο Joseph Addison, Augusto Rodin, Margarita Giursenar και άλλοι. Ίσως είναι βαρετό βέβαια να ακούμε ονόματα, σας φοβαρτίζομαι ονόματα, ποιοι και τι. Αλλά ας σταθούμε στο τελευταίο, στα τελευταία ονόματα. Το ότι μεταφράζεται στο Ιράκλιο, το 1926-27, ο James Joyce, αυτός ο μεγάλος πεζογράφος διεθνούς φήμεις με τον Οδυσσέα, σύμβολο πια, το ότι μεταφράζεται, αν παραλείψω τον Rodin και τον Addison, η Margarita Giursenar. Αυτό το σύμβολο της κορυφαία πεζογράφος και ποιήτρια της γαλλικής λογοτεχνίας. Το ότι είναι η πρώτη γυναίκα που έσπασε μια παράδοση 300 ετών και μπήκε στη Γαλλική Ακαδημία το 1980. Νομίζω ότι το ότι το Ιράκλιο μεταφράζει τέτοιους ανθρώπους δείχνει πολλά το περιεδικό αυτό. Δείχνει, καταρχήν, ότι υπάρχει έναν κοινό το οποίο μπορεί να αποδεχθεί αυτά τα πράγματα. Εδώ έχουμε τις σχέσεις του περιεδικού αυτό με άλλα έντυπα που επίσης δείχνουν την εμβέλειά του. Φτάνει μέχρι το γαλλικό Libre του Louis Roussel και βέβαια το φιλότεχνο του Βόλου, την νέα επιθεώρηση, την αναγέννηση του Γλυνού, έχει μια σαφή προοδευτυχητά στο περιεδικό. Συγγνώμη, με τις μεταφράσεις λοιπόν είπαμε, τα κριτικά κείμενα που ασθεγάστηκαν στο περιεδικό ασχήθηκε μια ελεύθερη λογοτεχνική κριτική που δεν αποκλεί τον αντίλογο και δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Θα ήθελα να αναφερθώ μόνο σε μια περίπτωση έτσι κριτικών κειμένων. Γιατί, ξέρετε, η νευραλγικότερη στήλη των περιεδικών είναι αυτή των κριτικών κειμένων. Είναι ακριβώς ιδεολογία και στίγμα του περιεδικού. Εδώ λοιπόν έχουμε μια περίπτωση του Λευτέρια Λεξίου, όπου ο ποιητής κριτικός αυτός δημοσιεύει στο περιεδικό μια σειρά άρθρων που προσεγγίζουν, είναι εκπληκτικό για μένα το να το διάβασα, την πολύ μεταγενέστερη για μας, το πολύ μεταγενέστερο είδος της συγκριτικής λογοτεχνίας. Είναι τέσσερα κείμενα. Σχολιάζω για παράδειγμα τον Δραγούμης Καζαντζάχης, όπου καταλογίζει αντιφατική συμπεριφορά και ιδεολογική σύγχυση στον νεοειδεάτη, διάβασε αριστερό, τότε Καζαντζάχη. Με πολύ κριτική τόλμη θα έλεγα. Στο Σικελιανός Βάρναλις, επισημαίνει το υπερτροφικό εγώ του Σικελιανού και ελέγχει τον Βάρναλι για υπαγωγή της ποιήσεις στην ιδεολογία. Στα κείμενα αυτά ο Λεξίου νομίζω ότι υπερβαίνει κατά πολύ την εποχή του και διαοθετεί μια ακριτική κειμενικού τύπου, η οποία παρακάμπτει τα έργο βιογραφικά συμφραζόμενα προς όφελος της λογοτεχνικής αξίας του έργου. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον περιοδικό, ανοιχτό σε θέματα νεοτερικότητας, ενημερωμένος προς τις εξελίξεις της λογοτεχνίας στον ευρωπαϊκό χώρο, που φιλοξενεί σημαντικούς λογοτέχνες της δεκαετίας του 20, που υπερεύει κατά τη γνώμη τα όρια νέας τοπικής έκδοσης, η δράση του οποίου φέρει τη σφραγίδα των προσώπων και του χωροχρόνου. Γιατί αν αναζητούσε κανείς τις αιτίες ευδοκίμησης του πρώτου αυτού στην ουσία ηρακλειώτικου λογοτεχνικού περιοδικού, θα έπρεπε να ανατρέξει τα πρόσωπα που το πλαισίωσαν και τις συνθήκες τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε. Ως προς το πρώτο, τα πρόσωπα. Η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων που αναφέραμε υπήρξε μάλλον καταλυτική. Με βάση μάλιστα την ύλη του περιοδικού, πρέπει να συμφωνήσουμε με την άποψη του Αλέξανδρου Αργυρίου ότι υπεύθυνος της ύλης, πλαγίως, πλυν εμφανώς, ήταν ο Λευτέρης Αλεξίου. Ως προς το δεύτερο, τις συνθήκες. Πρέπει να δεχθούμε ότι η ύλη του περιοδικού φέρει το ύχνος της ιστορίας. Η Οκτοβριανή επανάσταση του 17, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή και γενικότερα η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1922, αλλά και η πνευματική κίνηση της πόλης του Ηρακλείου αποτυπώνονται στις αλλείδες του και παρέχουν από την άποψη αυτή τη δυνατότητα μιας άλλης ανάγνωσης της μεσοπολεμικής κοινωνίας. Και ενώ αυτά συμβαίνουν στην πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία, κατά τη δεύτερη τα πράγματα εμφανίζονται περισσότερο σύνθετα. Ο λογοτεχνικός χάρτης της Ελλάδας είναι πλουσιότερος και οι πνευματικές κινήσεις πολλαπλασιάζονται. Στα χρόνια αυτά εμφανίζεται το Κάστρο 1934-38 ως προσωπικό περιοδικό. Γράφεται και εκδίδεται από τον Λευτέρη Αλεξίου και κυκλοφορεί το Μάγιο 1934, όπως είπαμε, με λυτή και καλέσθητη μορφή, με την πλούσια ύλη από την οποία θα ξεχώριζα τη μετάφραση της Θείας Κωμοδίας, μεταφράση των φρασσουαβυγιών, Κάτουλου, Πολβερλέν, Σίλερ, Γκέτε και άλλων. Πρέπει να πω ότι η πρώτη σειρά του Κάστρου, τεύχη 1-4, έχει εκοωθεί από φωτοτυπική επανέκδοση από το Ίδρυμα Έλλης Αλεξίου με εμπιμέλεια της Ευγενίας Λαγουδάκη. Τεύχη του Κάστρου. Ως προσωπικό επίσης περιοδικό εμφανίζονται τα Φύλλα Τέχνης το καλοκαίρι του 1935. Εκδότης ο Νεαρός, μόλις 18 ετών τότε, ηρακλειώτης ποιητής, Μινάς Δημάκης. Δημοσιεύονται μόνο ποιήματα του εκδότη με τα φράσεις Γάλλων ποιητών, Μποντλέρ, Δεσπο, Λεμπέσκ, κλπ. Τα Φύλλα Τέχνης αγαπήθηκαν για την ποιότητά τους γιατί σε αυτά ο νεαρός ποιητής διοχέτευσε τη γνήσια ποιητική φλεύα του, ποιήματα που συνέβαλαν στην κατοπινή του αναγνώριση. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν οι 12 εφιαλτικές βινιέτες του Άρη Δικτέου, ενώ τα επόμενα χρόνια ακδίδονται από τον ίδιο οι ποιητικές συλλογές Αγνία και Αντιφατικός Άνθρωπος. Ο Δικτέος βρέθηκε για προσκήνιο της ελληνικής πνευματικής ζωής δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικές δοκίμια και παρουσιάζοντας ένα πλούσιο μεταφραστικό έργο. Στις εκδόσεις αυτές θα πρέπει να αθρήσουμε τις λογοτεχνικές σελίδες των εφημερίδων της εποχής. Έχουν πολύ σημαντικές εφημερίδες, η Ανόρθωση, η Δράστα, κριτικά νέα, νέα εφημερίες κλπ. Οι εφημερίδες αυτές έχουν πολύ ενδιαφέρουσα ύλη, έχουν καθιερώσει φιλολογικές σελίδες ακολουθώντας σαθηναϊκές εφημερίδες, δημοσιεύουν ενδιαφέρουσα ύλη λογοτεχνική και μοιράζουν ακόμα και βιβλία, εκμεταλλεύοντας την ατέλεια χαρτιού που είχε παραγορευθεί μετά τον Δεομπρό του Παγκόσμιου Πόλεμου. Στις εφημερίδες αυτές βρίσκομαι πολύ ενδιαφέρουσα ύλη και βέβαια είναι ενδιαφέρον γιατί οι εφημερίδες αυτές σε ευιστοποιούν πολύ περισσότερο, έχουν μεγαλύτερη οπωσδήποτε, απίχηση στο κοινό παρά τα περιοδικά. Η ζωήρια αυτή πνευματική κίνηση, ο Κωστής Παλαμάς μίλησε για πνευματικό θαύμα του Ηρακλείου, οδηγεί σε επικοινωνία με το πνευματικό κέντρο. Μαρτυρούνται συχνές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Τέλος Άγρας, ο Σωτερής Κύπης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Αλκιβουργιάννης Ρίτσος, ο Μητής Νικολαϊδης. Όταν, λοιπόν, το Φεβρουάριο του 1936 η Θάλια Καλιγιάννη εκδίδει τις κριτικές σελίδες, υπάρχει ήδη η εκδοτική εμπειρία αρκετών περιοδικών και είναι γνωστά τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν. Κανένα από αυτά δεν μπόρεσε να περάσει τα δυο χρόνια ζωής. Οι κριτικές σελίδες δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό τους, τις νέες υπομνήσεις προς τους συνδρομητές σχετικά με τη συνδρομή τους αποτυπώνουν την οξύτητα του προβλήματος. Μπορούμε να δούμε τ' έυχη του περιοδικού. Αφιέρωμα στο σκίπι. Το περιοδικό πάλεψε, όπως είπα, τρία χρόνια με πείσμα και αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή του. Και του πνίγηκε στην ελληνική επαρχία του 1939. Ύστερα, ήρθε ο άλλος πόλεμος. Ενδιαφέρον, βέβαια, ότι ο πόλεμος που ασκήθηκε σε μια γυναίκα εκδότρια, είναι η πρώτη γυναίκα εκδότρια, και στην Ελλάδα η πρώτη, νομίζω. Έχω μια μαρτυρία εδώ από το περιοδικό. Δεν είναι πολύ σχετικά. Είναι γυναίκα. Και έκαστος, εφ' ο ετάχθη. Να κοιτάξεις το τσουκάλι της και το σπίτι της και να αφήσεις τα περιοδικά. Την εκδότρια πλαισιώνουν αρκετοί Ιρακλιώτες, η Νίκος Καζαντζάκης, Λευτέρης Αλεξίου, Γιάννης Μουρέλος, Τρασίβουλος Σταυράκης, Πέτρο Στυλίτης, Γιάννης Δεληβασίλης, αλλά και νεότεροι, όπως ο Μίνας Δημάκης, Άρης Δικτέος, Άρης Χαζιδάκης και η Έλλη Αλεξίου. Εκπροσωπούνται λοιπόν όλες οι πνευματικές δυνάμεις του τόπου. Τον ίδιο καιρό βρίσκεται στο Ιρακλείο ασέφωρος αρχαιοτήτων ο καθηγητής Σπυρίδων Μαρινάτος, η φιλόλογος και η αδιευθύντια του Παρθαναγωγίου Σοφία Μαριώτου, η αδερφή της Μαρία Μαριώτου, ο ζωγράφος Στάχης Καλμούκος, η εκπαιδευτικός Ελληλεξίου. Όλοι οι συμβάλους δημιουργούν ενός αξιόλογου πνευματικού κλίματος, το οποίο αντανακλάται αποτυπώνεται στις κριτικές σελίδες. Στις στείλες του περιοδικού φιλοξενήθηκαν επίσης σημαντικοί ποιητές, ηρακλειώτες της παλαιότερης γενιάς, νεότεροι ποιητές και πάρα πολλές γυναίκες. Στις στείλες του περιοδικού φιλοξενήθηκαν επίσης σημαντικοί ποιητές, ηρακλειώτες της παλαιότερης γενιάς, ποιητές που συνδέονται με την παράδοση, που επιμένουν στην εξαιρετικά επιμελημένη μορφή και στην αυστηρή φόρμα και παράλληλα ποιητές, και αυτό έχει ενδιαφέρον, νομίζω, επηρεασμένοι από το γενικότερο εξυγχρονιστικό κλίμα. Συναντάμε εδώ το λεγόμενο ελευθερωμένο, όχι ελεύθερο θα έλεγα στίχο, ελευθερωμένο στίχο. Έχουμε λοιπόν παραδοσιακά και μοντέρνα ποιήματα. Λοιπόν, μπορούμε να ακούσουμε κάποια ποιήματα. Τα ονόματα των ποιητών των κριτικών σελίδων. Κάτι να παίζει, μελαγχολία. Είμαστε νέοι, μέσα στη ζωή σ' ακόμα τον Απρίλη. Πίσω μας τέκε το καιρός του θέρου και του τρίγου. Κι υπόθυοι χρυσοφτέρουγοι σε λουλουδένια χείλη, τη γλύκα δεν αιγεύτηκαν και τη δροσιά του μύρου. Κι ωστόσο όλοι βαρύθυμοι και απογοητευμένοι, δυλεί και αναποφάσιστοι κοιτάζουμε τον δρόμο. Κι αρρωδιαβαίνομε σκυφτοί, βουβοί, συλλογισμένοι και μας βαραίνει νιώτι μας καθώς σταυρό στο νόμο. Αρισδικτέως. Ποια κατάρα βαραίνει, ποια αμαρτία του πεπρωμένου ερχόμενες στιγμές, ο ακαθόριστη και τρομερή αισιετία που ανοίγει στην ψυχή βαθιές ρογμές. Αχ, πώς εσάπησεν ο ελώδης αυτός τόπος που η κουκουβάγια μόνο τραγουδεί. Του λυτρωμού καθιερωμένος τρόπος πώς με δηλιάζει ο Θεέμ ο σαν παιδί. Μηνάς Δημάκης, γράμμα σε φίλο στην πρωτεύουσα. Την πλήξη, την καθημερινή μονοτονία, τα πρόσωπα, τα πράγματα τα ίδια που σε κρατούν σαν διάπτω την ανία και σφίγγουνε τα στήθια σου σαν φίδια, νοστάλγησες, λες και όλα τα έχεις λυσμονήσει. Ο θόρυβος πολλής έχει κουράσει, η κίνηση, τα φώτα σ' έχουν απαβδίσει. Ποιος θα σ' ακούσει και δεν θα γελάσει, η πρόθεσή σου ευγενική, θάρρος να δίνεις σε μας που μένουμε στην επαρχία, μακριά απ' τον θόρυβο, τα φώτα και την δίνη της κίνησης σαν διατάραχτη ησυχία. Βλέπουμε λοιπόν παραδοσιακά και παράλληλα μοντέρνα ποιήματα. Θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για το μηνάδι Μάκη να υποστηρίξω αυτό που είπα στην αρχή ότι αποτυπώνεται ακόμα και στην ποιήση, πολύ περισσότερο στην μεζογραφία, η κοινωνία, οι διαθέσεις της εποχής. Δεν έχουμε εδώ την ιστορία με τις χρονολογίες και τα τεκμήρια της, έχουμε όμως τις διαθέσεις των ανθρώπων. Έχουμε εδώ την απογοήτευση του μηνάδι Μάκη που βιώνει την επαρχία, τον εγκλησμό. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Δημάκης δημοσιεύει τα ίδια χρόνια ένα πεζό τη Φυγή, όπου ο ήρωάς του ταξιδεύει, φεύγει, πνίγεται στη θάλασσα ακολουθώντας το φεγγάρι. Και μάλιστα το κείμενο αυτό θεωρώ ότι είναι απρόπλασμα για το μεθεπόμενο, τη σημαντική του συλλογή που τον καθιέρωσε ένα μέροι, το «Κάψαμε τα καράβια μας» του 1945 αυτό, όπου ο ποιητής εκεί καίει τα καράβια του, δηλαδή τα όνειρά του, τα χημερικά. Έχουμε εδώ την αποτύπωση απραγματοποίητων ονείρων του μεταπολεμικού πλέον ανθρώπων και των αδιεξόδων του. Ενώ στη συνέχεια το 1965, τρίτη συλλογή, το «Ταξίδι», ξαναβρίσκει τα όνειρά του και ταξιδεύει ο ποιητής. Θέλω να πω ότι σε ένα και μόνο ποιητή μπορούμε να δούμε ανάγλυφα αποτυπωμένη την εποχή. Έχουμε επίσης και δημοτικά τραγούδια πολλά στις κριτικές σελίδες. Είναι η εποχή που ο λαϊκός βίος γίνεται αντικείμενο μελέτης και έχουμε πάρα πολλά δημοτικά. Μάλιστα αυτό νομίζω ότι είναι ανέκδοτο. Μπορούμε να το διαβάσει η Διαννάτια. Μια κόρη δεκοχτό χρονό, ήτον αγκαστρωμένη. Και θέριζε και αλώνευγε, κίδενε και κουβάλλε, κι απάνω στο κουβαλιτό οι πόνοι την επιάσαν. Κι απείσκεται απογέννησε, πάει να τον γκρεμίσει. Πέρδικα της απάντηξε και ψησκύλα, μωρά νομή, μωρή κακιά γυναίκα. Εγώ έχω δεκοχτό πουλιά, κι ήλεγα να είχα κι άλλα. Κι εσέχεις ένα μοναχό και πάει να τον γκρεμίσεις. Ιγέ μου κι αν ανεθραφείς και πιάσεις και τουφέκι, την πέρδικα για την εκείνη η μάνα σου κι εγώ η αδερφή σου. Στις κριτικές σελίδες δεν έχουμε πολλές μεταφράσεις. Είναι, όμως, ενδεικτικές των διαφερόντων και των αισθημάτων των συνδελεστών του περιοδικού. Ο προσανατολισμός, πάλι, προς την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά και η μέρη μνά τους εδώ, για άλλες λογοτεχνίες, ισχυρίως των Βαλκανίων. Αυτό είναι ένα έργο του Θωμάφ Ανουράκη από τις κριτικές σελίδες. Τυχαία μπήκε εδώ. Εδώ, λοιπόν, έχω μεταφράσεις. Όπως βλέπετε, μεταφράζεται ένας ποιητής από τη Μαδά-Γασκάρη. Μεταφράζεται ο Μποντλερ. Ο δικτέος θέλει να δείξει τα διέξοδα της εποχής μεταφράζοντας Μποντλερ και, βέβαια, και μια εξοχρονιστική διάθεση, καθώς ο Μποντλερ θεωρείται ο πρώτος υπερριαντιστής ποιητής. Μεταφράσεις, επίσης, εδώ, από άλλα πρόσωπα ευρωπαϊκές. Από τα πεζά που φιλοξανήθηκαν στο περιοδικό, ειδικό ενδιεφέρον απόκτα, νομίζω, η δημοσίευση του προλόγου από το μυθιστόρυμα του Βίωσης και Πολιτεία του Αλέξη Σορμπά. Δημοσιεύτηκε το 1936 και αυτό δείχνει ότι ο Καζαζάκης το δούλευε από τότε. Δημοσιεύτηκε το έργο 10 χρόνια αργότερα. Μάλιστα, υπάρχουν αλλαγές στον πρόλογο για ένα μελετητή. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, νομίζω, αυτή η δημοσίευση. Συνιστά λοιπόν τεκμήριο ότι το μυθιστόρυμα είχε σχεδιαστεί πριν το 1936. Τα κείμενα των κρητικών σελίδων χαρακτηρίζονται, τα πεζά εννοώ, όπως εκείνα των ελληνικών γραμμάτων, από τον ίδιο νατουραλισμό, κοινωνικό ή ανθρωπιστικό, όπως το πείτε. Τα άτομα συνεχίζουν να είναι δέσμια μιας άθλιας καθημερινότητας, να αγωνίζονται ενάντια στη φτώχεια, στην αμάθεια, στην κοινωνική καταπίεση που περιορίζει την ελευθερία τους. Συγγνήθηκες καθημερινές ιστορίες, φτώχεια, κακοτυχίες αλλά και εκλάμψης ανθρωπιάς μέσα σε ένα γενικότερο ζώφο. Η μόνη στάση απέναντι στην αθλιότητα του παρόντος είναι η φυγή. Και νομίζω ότι έχουμε ένα πείημα, η τάση φυγής είναι του Μιχάλη Πετρίδη, είναι ο σωσμός για μας χαμένο πια παιχνίδι, του κάκου που αρτερούμε η μέρα γυρισμού στο πατρικό λιμάδι απάτηχο ταξίδι που μας καθήλωσε στην ξέρα του χαμού. Στιάχτρα της ζωής ας φύγουμε για να έρθουν άλλοι, κλούσιοι σε γνώση ορθή, ανθρωπιά για νιάτα κάλλη. Τάση λοιπόν φυγής. Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο. Μόνο που στην περιφέρεια του Ηρακλίου με την πολυπλοκότητα της κοινωνικής σύνθεσης μετά την αθρόα ειδικά έλευση των προσφύγων, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ρομαντική διαμαρτυρία φυγής τύπου Χάμσουν που είπαμε, αλλά με μια αντίδραση στην αμήνυκτη πραγματικότητα, το ζώφο της οποίας επομίζεται ένα προβάλειο συγγραφέας, προκειμένου να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα. Η φυγή σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με την οπτική του δημιούργου, οδηγεί στα μονοπάτια του έρωτα, αλλά και οι δρόμοι αυτοί είναι το συνηθέστερο αδιέξοδοι. Οι έρωτες, οι λογοτεχνικοί τουλάχιστον, αποδεικνύονται ατελέσφοροι. Με τον έρωτα εμπλέκεται συχνά η ηθογραφία. Στην δεκαετία του 30 η ηθογραφία συνηστά έναν ώρο αρνητικό, εξακολουθεί ωστόσο να ζει και να βασιλεύει. Σε πολλές περιπτώσεις η ηθογραφική αφήγηση τρέφεται από την ιστορία. Ο πόλεμος βέβαια δεν είναι πια παρόν στα 36-39, η τραγωδία του 22 φαντάζει μακρινό παρελθόν. Οι συγγραφείς αισθάνονται πιο άνετα να αντελούν από τους αγώνες του 2006, ο νόμος μάλλον της απόθεσης. Οι άνθρωποι επιθυμούν να ξεχάσουν. Για τον ίδιο λόγο, απουσιάζει κάθε αναφορά στο βενιζελικό κίνημα του 35 ή στη διατορία του 36. Η γραφική πλευρά του παρελθόντος θολώνει μάλλον το προβληματικό παρόν. Αυτό που έχει ενδιαφέρον για την ιστορία των ιδεών είναι ότι το περιοδικό αυτό αγκαλιάζει τις νέες καλλιτέχνικες τάσεις και συγχρονίζεται με το πνευματικό κέντρο αλλά και με τις διεθνείς εξελίξεις. Ακόμη και ριζοσπαστικές μορφές τέχνης όπως ο υπεριαλισμός γίνονται με συγκατάβαση απόδεχτες, όπως φαίνεται στα άρθρα του Μινά Δημάκη και του Μενέλεου Παρλαμά. Εδώ μια άποψη του Μινά Δημάκη για τον υπεριαλισμό. Ο Παρλαμάς έχει δώσει διάλεξη τα χρόνια αυτά στο Ιράκλιο. Πάλι ενδεικτικό ότι υπήρχε ένα κοινό που μπορούσε να δεχτεί αυτές τις ιδέες. Επίσης το ότι δημοσιεύονται πολλά δοκίμια, πολλές μελέτες. Η θεματική των κειμένων βέβαια ορίζεται από τα πρόσωπα τα οποία υπάρχουν στο περιοδικό. Έτσι η παρουσία του Νικόλο Τωμαδάκη ή του Γιώργου Βαλέτα επιβάλλει θέματα σχετικά με την επτανησιακή σχολή ή με την λογοτεχνία της κριτικής αναγέννησης. Μια μεγάλη ομάδα κειμένων σχετίζονται με την αρχαιολογία γιατί οφείλουν στην παρουσία τους. Στην παρουσία τους, Τέργιου Σπανάκη και του Σπυρίδωνα Μαρινάτου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βέβαια έχουν τα δυο αφιερώματα στον Σκήπη και στον Κονδυλάκη. Οι κριτικές σελίδες με την αξιοπρεπή τριετή παρουσία τους υπηρέθησαν εν τέλει με συνέπεια την πνευματική ζωή του Ηρακλίου, συγκέντρωσαν τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, διέσωσαν την πνευματική εικόνα της εποχής και μας βοηθούν σήμερα να ανασυνθέσουμε την εικόνα αυτή. Μάλιστα, γράφτηκε στον τύπο τότε για να δείτε την απήχηση που είχε το περιοδικό. Εδώ έχω στα κριτικά νέα δημοσιεύθηκε ένα κείμενο άγνωστο συνθέτη. «Ε, κύριοι, κύριοι μουστερίδες, πάρετε κριτικές σαλίδες, η Κυμριτζάκη Αγλαΐα αν γράφει έχει λιποθυμία. Αχ, η καρδιά σου πώς ραΐζει όταν διαβάζεις την Παΐζη και όταν διαβάζεις το δικτέο, πυρετό νιώθεις τεταρτέο. Κι εις θα ριθάλλια Καλιγιάννη με μια μελέτη θα σεγιάνει» κλπ. Είναι ένα σατερικό κείμενο που δείχνει όμως την απήχηση του περιοδικού. Μαζί με τα νεοελληνικά γράμματα υπήρξαν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών και έγιναν οι διερμηνευτές των πόθων ενός γεωγραφικού διαμερίσματος της χώρας που λίγο πριν είχε ενσωματωθεί στη χώρα και αγωνιζόταν να ενταχθεί στον εθνικό κορμό. Τεύχη των κριτικών σελίδων και σκίτση του Καλμούχου έρδω έργο του Γουναρόπουλου μέσα στις κριτικές σελίδες, της Λόντζια του Ηρακλίου, έργο του Σαντορινέου, του Ανεμογιάννη, του Ανεμογιάννη Ξανά, η πρώτη σελίδα από το Ηρακλήσιο Ομφάλι του Αλεξίου, Ξηλογραφία του Βυζάντιου και η ρουμπρίκα των κριτικών σελίδων. Να τα μαζέψουμε λίγο και αν τις συμπληρώσαμε το 40 λεπτό, εγώ δεν κρατήσα χρόνο δυστυχώς. Αν αυτές είναι, αγαπητοί φίλοι, οι βασικές συνηστώσεις, προσπάθησα να αποφύγω τα λογοφιλολογικά, αλλά δεν τα κατάφερα μάλλον. Αν αυτές είναι λοιπόν οι βασικές συνηστώσεις της λογοτεχνικής και ευρύτερα της πνευματικής δραστηριότητας του Ηρακλίου, την πρωί εδώ αυτή, ποια είναι η τελική συνησταμένη της πνευματικότητας της πόλης, πού φαίνεται ο ανοιχτός χαρακτήρας του διανοητικού αυτού πεδίου. Θα επιχειρήσω συνοψίζοντας να ανοιχνεύσω το στοιχείο αυτό με αναφορά σε κάποιους συγκεκριμένους δείκτες. Ο πρώτος είναι η υψηλή αντίληψη που τρέφουν οι άνθρωποι της εποχής για την τέχνη. Η τέχνη και στα δυό ηρακλειώτικα περιοδικά βρίσκεται σαφώς έξω και πάνω από κάθε ιδεολογική εμπλοκή. Και η αξία της τέχνης μετράται από την επίρρυά της, έτσι γράφουν, στον ανθρώπινο πόνο. Μου θύμισε πέρυσι το άξο από τον Ai Weiwei στην έκθεση της περίφημης του Γεωμοσίου Κυβερνητικής Τέχνης και ήταν εντυπωσιακό ότι η τέχνη δεν έχει κανέναν νόημα αντιμετωπιστεί τον ανθρώπινο πόνο. Έτσι έλεγε ο αληθινός καλλιτέχνης Μικρός Βούδας κλπ. Δεύτερος δείκτης, καθώς η εποχή χαρακτηρίζεται όμως από ιδεολογική ρευστότητα, το ενδιαφέρον για την τέχνη διασταυρώνεται με κοινωνικές μέρημνες του πεδίου της επαρχίας, ρόλος στον οποίο ρητά επομίζονται τα δύο περιοδικά. Οι κρυφικές σελίδες στο εισαγωγικό τους σημείμου έχουν το κείμενο αυτό, να πάψει ο νέος χορυκός να τρέσει στο καφενείο ύστερα από τη δουλειά για να πιάσει τρεις καρέκλα και να παραγγείλει το γλυκί βραστό και να αρχίσει στην πρέφα ή να χασμουριέται και λοιπά και λοιπά και προτείνει να οργανηθούν βιβλιοθήκες στα καφενεία, ρομαντική άποψη αλλά ενδιαφέρουσα νομίζω. Επίσης, ο σχολιασμός της επικαιρότητας. Το 1928, για παράδειγμα, καταγγέλεται η δίωξη, στα νεοελληνικά γράμματα, Καζαντζάκη-Γλινού για την υπόθεση «Ιστράτη» και σχολιάζεται θετικά η ενέργεια της εφημερίδας «Ελεύθερο βήμα» να καλέσει στην Ελλάδα τον Παναϊτ Ιστράτη. Σύντομα, να θυμίσω, τον ξέρουμε την υπόθεση αυτή. Ο Καζαντζάκης εγνωριστή στην Σοβιετική Ένωση με τον ελληνορουμάνο Π.Δ. Παναϊτ Ιστράτη, έκανα ταξίδια, τον κάλεσε στην Ελλάδα, ήρθε στην Ελλάδα το 1928, μίλησαν στο θέατρο «Αλάμπρα» προσκεκλημένοι του Γλινού, ο Γλινός δεν είναι ακόμα αριστερός και του εκπαιδευτικού ομίλου, μίλησαν για τις κατακτήσεις και τους αγώνας της Σοβιετικής Ένωσης τότε. Λοιπόν, τέλειωσε η εκδήλωση αυτής, εξελίχθηκε σε μια πορεία, στην οποία έγιναν συλλείψεις από την αστυνομία, συλλείψησαν, μεταξύ άλλων, και ο Ιστράτης και ο Καζαντζάκης, έμειναν κρατούμενοι και κάποσο διάστημα, έγινε δίκη των επόμενων δύο μήνες μετά τον Απρίλη, νομίζω, και αθώθηκαν, βέβαια. Αυτή, λοιπόν, η υπόθεση ήταν ακλάται. Παντού, λοιπόν, ορατώ το ύχνος της ιστορίας, όπως οι αντιρίσεις για την εκστρατεία του Βενιζέλου στην Ουκρανία, και εδώ ένα ιδιαίτερο θάρρος, νομίζω, η εκστρατεία αυτή έγινε το 1919. Θυμόμαστε ότι η Ευρώπη αντιδρά στο πείραμα τότε, το Σοβιετικό, ο Κλεμασσό ο Γάλλος επηρεάζει τον Βενιζέλο, ο Βενιζέλος νομίζει ότι θα έχει την υποστήριξη του Κλεμασσό σε ζητήματα, όπως το Ομικρασιατικό και άλλα, και δέχεται, στέλνει μερικές χιλιάδες στρατιώτες το 1919, μαζί με άλλους Ευρωπαίους βέβαια, επέμβαση ανοιχτή στα εσωτερικά μιας χώρας, λάθος νομίζω του Βενιζέλου, γιατί το πληρώσαμε αργότερα στο Ομικρασιατικό, είχαμε επέναντί μας στην Σοβιετική Ένωση, που θεώρησε πια ένα επικτατικό πόλεμο το απόβασί μας στην Μικρασία. Επίσης ο μόνιμος καημός της Ρομνιωσύνης για την καταστροφή του 1922, για την παγκόσμια κρίση του 1929, για το ιδιώνυμο του 1929 αυτό το περιβόητο νόμο προστασίας του αστικού καθεστότος, το οποίο έγινε από Βενιζέλου για συγκεκριμένους λόγους, αλλά από αργότερα στα χέρια του Μεταξά, ήταν το όργανο με το οποίο ο Μεταξάς γέμισε μπουζούρλια σε όλους τους αριστερούς και τους έβαλες στις φυλακές. Λοιπόν, η πτώχευση του 1932, όλα αυτά αποτυπώνονται μέσα στα περιοδικά. Θα έλεγα λοιπόν ότι η λογοτεχνία της εποχής αντιδρά και βιώνει την πραγματικότητα αυτή την ιστορική, όπως εκφράζεται στην πλάγια ή και στην ευθεία ενίωτα, αμφισβήτησή της. Μια αμφισβήτηση που αποτυπώνεται στην αναντήρητη γοητεία που φαίνεται να ασκούν τα χρόνια αυτά οι σοσιαλιστικές ιδέες στη λογοτεχνία της εποχής. Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για κοινωνική αμφισβήτηση παρά για ενσυνείδητη προσχόρηση των δημιουργών στις ιδέες του μαρξισμού. Οι πεζογράφοι δηλαδή της εποχής επίγονται να αποκαλύψουν την υποκρισία και την παρακμή του αστικού καθεστότος και στο σημείο αυτό συναντώνται με τους αριστερούς ομοτέχνους τους. Εδώ η αντίρρηση όπως αποτυπώθηκε για την εκστρατεία στην Ουκρανία που χαρακτηρίζεται ένας αδικότατος αγώνας, σύσσια απόγονη του Περικλή σταλμένη από την Αθήνα κλπ. Κοινωνικές απόψεις πολύ ριζοσπαστικές θα έλεγα μέσα στα νεοελληνικά γράμματα και θυμηθείτε την άποψη του εκδότη που δεν ήθελε απόψεις τέτοιες. Ο Θήτα Βληζιώτης για τον οποίο δεν έχω πληροφορίες δυστυχώς και δεν μπορώ να βρω. Καθαρά μαραξιστικές απόψεις. Τα αστικά καθεστότα εξαφαλίζουν επιβιωσίδηση κλπ. Εδώ η άποψη της Γαλάτια Σκαζαντζάκη διατυπωμένη την ίδια εποχή στους νέους πρωτοπόρους και μας ενδιαφέρει εδώ γιατί ακριβώς κλείνω με αυτό το κείμενο την αποτύπωση αυτής της εποχής, την αμφισβήτηση δηλαδή. Γιατί η Γαλάτια μαζί με τους συγγραφείς της εποχής τάσσεται υπέρ των ταπεινών και κατατρεγμένων. Αυτός είναι ένας άξονας πολύ εμφανίσμα στα κείμενα της περιόδου. Δηλαδή καταγγέλουν την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση της γέδρος των αγροτικών πληθυσμών, στα αστικά κέντρα, την προϊούσα αστικοποίηση, την αύξηση των αριθμών των ανέργων, των απόκληρων, των περιθωριακών. Καταγγέλουν τη βαθιά αιτία της εξαθλίωσης στον πόλεμο. Αυτά είναι πολύ συνηθισμένα θέματα μέσα στα κείμενα. Η Γαλάτια Καζαντζάκη, που έχει προσχωρήσει ήδη στον κομμουνιστικό κόμμα, γράφει ακριβώς με τον τρόπο αυτό. Αλλά δέχεται δριμήτατη κριτική του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο εντωμεταξύ έχει παρακάμψει τους προλετάριους και στρέφεται στους θετικούς ήρωες με τους οποίους ευελεπιστεί να στελεχώσει τη νέα Σοβιετική κοινωνία. Άρα, λοιπόν, το ίδιο αλλά τώρα είναι οι θετικοί ήρωες, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται από τη λογοτεχνία. Θεωρεί το λογοτέχνη μάλιστα, αν θυμάστε, μηχανικό ψυχώνει κάπως έτσι. Απαντά όμως η Γαλάτια, για όσους στοιχών δεν φρόντισαν ή δεν μπόρεσαν να καταλάβουμε ποιο τρόπο αντικρίζω τη ζωή στα διηγήματα που εξέδωσε ο τελευταία, κάνω σήμερα αυτό το σημείωμα. Λοιπόν, εγώ τη ζωή τη βλέπω και μόνο έτσι με ενδιαφέρει μέσα από το σκληρό αγώνα των ανθρώπων της ανάγκης και που το αστικό καθεστώς ή τους συντρίβει ή τους κουρελιάζει ηθικά ή τους κάνει να επαναστατήσουν. Όλα στο αστικό καθεστώς, έτσι τα βλέπω, είναι σαν πύλα εκμετάλλευση βία. Τώρα, ας τα δεί ηγηματά μου, οι περισσότεροι τύποι είναι ξεπεσμένοι ηθικά. Αντί να είναι επαναστάτες, αυτό συμβαίνει επειδή από τέτοιος πλεονάζει η ζωή γύρω μου. Είναι, νομίζω, μια εκπληκτική, πολύ θαραλία δήλωση τα χρόνια αυτά. Λίγο αργότερα, νομίζω, γράφει το πείημα αμαρτωλό, ένα από τα ωραίωτερα πείηματα για μένα στη νεοελληνική μας πείηση, που θεματοποιεί τη γυνή-γυναίκα, την πόρνη, επίσης θέμα τολμηρό. Θυμάμαι το πείημα, αλλά δεν θα σας κουράσω, βέβαια. Οι τελευταίοι στίχοι, έτσι, νομίζω, αποδίδουν ακριβώς την περίοδο πνιγμένου καραβιού σάπιο σαν ήδη, όλη η ζωή μου του χαμού. Μου από την κόλαση μου σου φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Πέρα από τον άξονα αυτό, της προβολής αυτών των πλευρών της ζωής, νομίζω, ότι ένας άλλος άξονας είναι επίσης ορατός και με βοηθά να τεκμηριώσω την άποψη περί ανοιχτού χαρακτήρα των περιοδικών. Είναι αυτός της αντιπολεμικής πεζογραφίας. Και πώς να γινόταν αλλιώς στο μεταξύ των δύο πολέμων τα δύο περιοδικά, στον απόγεχο ενός πολέμου και στο φάσμα, δυστυχώς, ενός άλλου υπερχόμενου. Έτσι, το λογοτεχνικό αυτό είδος της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, που είχε συναρτηθεί με τον πρώτο πόλεμο και τη συνέχεια του 1922, καταλαβαίνει σημαντικό ποσοστό της ύλης των περιοδικών. Εδώ μια άποψη για τις γυναίκες της Οβητική Ένωση. Θα βρούμε, λοιπόν, πάρα πολλές αναφορές στον πόλεμο και στις επιπτώσεις του στον άνθρωπο, δεν θα μείνω καθόλου σε αυτό. Εδώ είναι το φάντασμα του νέου πολέμου, όπως τον βλέπουν να έρχεται, πώς δεν ακούτε τη μανιασμένη πολεμική προετοιμασία της νέας πάλις εκατόμβιας των καπιταλισμών κλπ. Είναι ταυτόχρονα ορατό, ένας άλλος άξονα, στο ενδιαφέρον για την παιδεία και τη γλώσσα, στο πλαίσιο μιας γενικότερης επιδίωξης εξυγκρονισμού των εκπαιδευτικών θεμάτων. Τα δύο περιοδικά υποστηρίζουν σαφέστατα, βέβαια, τη δημοτική γλώσσα. Εκφράζονται απόψεις ενδιαφέρουσες πάνω στο θέμα της γλώσσας σε μια εποχή όπου το παιχνίδι, δημοτική καθαρέβουσα, παίζεται ακόμη και ο πατριωτισμός συνεχίζει να μιλά, βέβαια, τη γλώσσα της καθαρέβουσας. Η στήριξη της δημοτικής, το 1920-1930 που εξετάζουμε, έχει πολύ μεγάλη σημασία, νομίζω, γιατί οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι της εποχής, οι καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες, τάσσονται με το μέρος των δυνάμεων εκείνων, όπως συνος ονομάζουν προοδευτικές, ανανεωτικές, δεν ξέρω τι, που στηρίζουν τη γλώσσα, τη λαϊκή. Είναι ένα κίνημα επιστροφής στον λαό, στις ρίζες, είπα προηγουμένως, ένα κίνημα προβολής του λαϊκού βίου κλπ. Μην ξεχνάμε επίσης και την κοινωνική διάσταση που έχει το γλωσσικό. Είναι ένα ζήτημα για το οποίο υφήθηκε αίμα στους δρόμους της Αθήνας, οραιστιακά, ευαγγελικά κλπ. Μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν θέμα μόνο για καταλήξεις και ονόματα. Αυτή η στρεβλή αναβίωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με ένα αντιφατικό τρόπο, που επιβλήθηκε στη χώρα μας από θεσμοποιημένες δυνάμεις, όπως θα ήταν επιστήμη, εκκλησία, στρατός κλπ, επιβίωσε για αρκετά χρόνια και επομένως ήθελε ιδιαίτερο θάρας να υποστηρίξει τα χρόνια αυτά τη δημοτική γλώσσα. Εδώ βλέπουμε μια άποψη, ο αστείος πόλεμος εναντίον των δημοτικιστών άρχισε πάλι να οργιάζει. Το σύνθημα δόξισε, ειρωνικεύωσε βέβαια, από τον υπουργό παιδείας Χιραιονικολούδη, κάποτε δημοτικιστή, και ο τρόπος του πολέμου γνωστός. Όλοι, ανεξάρτητα οι Μαλιαροί, είναι κομμουνιστές, άθεοι, αντίχρηστοι, συνομότες, στοιχεία κακοποιά, εθνοχτώνει. Πώς βαστάσθε, έμου ξεκάρφωτα, τα κεραμμύδια. Το έτημα λοιπόν ανανέωσης, όπως εμφανίζεται και από τη γλώσσα, είναι διάχειτο. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι το έτημα αυτό εμφανίζεται εντονότερο στο παλιότερο από τα δυό περιοδικά, στα νεοελληνικά γράμματα. Εδώ έχουμε πιο κοντά τον μικρυασιατικό, τον πρώτο πόλεμο, έχουμε προσωπικότητες, όπως ο Αλεξίου και νομίζω ότι σ' αυτούς οφείλεται η κατάσταση αυτή. Θα έρθω στην κριτική, μια νευραντική στήλη που είπα και θα σταθώ σε ένα μόνο κριτικό κείμενο. Στην κριτική που κάνει στις κριτικές σελίδες ο Γιάννης Κορδάτος στον Κώστα Βάρναλι, ο Μοϊδεάτη. Ο Κώστας Βάρναλις έγραψε ένα βιβλίο, ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Ακολούθησα στο βιβλίο του Γιάννη Αποστολάκη που είχε θεοποιήσει τον Σολωμό, ο Αποστολάκης, η πίηση στη ζωή μας. Λοιπόν, ο Κορδάτος κάνει κριτική στον Βάρναλι και θεωρεί ότι δεν είναι μαρξιστική η προσέγγιση του, ότι ο Βάρναλις μπορεί να είναι αριστερός, αλλά δεν είναι ακόμα μαρξιστής. Μια πολύ έντονη κριτική με πολλά τεκμήρια, πολλά στοιχεία, ποιο είναι το ενδιαφέρον. Για εμένα το ενδιαφέρον είναι διπλό. Το ότι ο Κορδάτος, ένας μαρξιστής πανελληνίου φήμης, δημοσιεύει σε ένα ειρακλειώτικο περιοδικό. Δεύτερο, το ότι στο κοινό αυτό προφανώς υπάρχει αυτό που ονομάζομαι ορίζοντας αναγνωστικών προστοκιών, ότι μπορεί να δεχτεί δηλαδή ένα τέτοιο κείμενο. Πολύ βαρύ κατά τη γνώμη μου. Και βέβαια, μια ιδιά μου είναι ότι ο Βάρναλις δεν έφτανε στο βάθος το οποίο πετούσε ο Κορδάτος. Επίσης, ένα άλλο άξο να θεωρώ την υποδοχή νέων λογοτεχνικών τάσεων, είπα προηγουμένως για τον αλητισμό, τη φυγή, την προλεταριακή τέχνη, η ναίδος τέχνης της εποχής που έχει ένα λάβι να προβάλλει τον αγώνα των προλεταρίων. Το περιθώριο, ακούσαμε πάρα πολύ από τον Γιάννη Ζαϊμάκη εδώ, την ταβέρνα, αυτό το περιβόητο μυθικό σύμβολο του Μεσοπολέμου, το οποίο επίσης περιμένει την έρευνά του, ένας μαγικός χώρος που συνενώνει τα τραγικά αδιέξοδα της εποχής, συνενώνει τους μικροαστούς, τους προλετάριους με τους Μποέμ, τους γραμματισμένους. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι προβάλλεται πάρα πολλά κείμενα, έχουν θέμα τους στην ταβέρνα, εκπέμπει λοιπόν πολλά σήματα η ταβέρνα. Ένας άλλος δείκτης, η υποδοχή του Βουτηρά. Ο Δημοσθένης Βουτηράς είναι ένας πεζογράφος της εποχής, κατηγνώμου αγνοημένος αρκετά, τον έχει προβάλλει και προς τιμήν μας και τιμήν του ο Στυλιανός Αλεξίου, διαθέτει 7 ή 8 σελίδες στην γραμματολογία του, ενώ 10 γραμμές μόνο εντόπισα στις άλλες γραμματολογίες. Λοιπόν, ο Βουτηράς είναι ο συγγραφέας ο οποίος εσαρκώνει τη μετάβαση από το χωριό στην πόλη, τη μετάβαση από τη μυθογραφία στο αστικό δίγημα και μυθιστόριμα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρουσία του από πλευράς κοινωνιολογικής, να μη σας ξαναδιαβάσω τη σελίδα έτσι, λοιπόν, και επομένως είναι ενδιαφέρον το ότι τα περιοδικά προβάλλουν πάρα πολύ έντονο το Βουτηρά. Επίσης το ότι προβάλλουν το Βουτηράς πολύ έντονος και έκδυλος στα κείμενα αυτά, εδώ βλέπουμε κριτική για την αργό του Θεοτοκά, η αργό του Θεοτοκά ήταν ένα εμβληματικό έργο της εποχής και το ότι κρήθηκε από τον Νικόλα Τωμαδάκη μάλιστα στην κριτικό του Ηρακλίου, στις κριτικές αλληλίδες, σεβασμός στους νέους, πολύ σεβασμός και έμπρακτος δημοσιεύουν κείμενα των νέων. Τώρα, με όλα αυτά θα μπορούσατε να με ρωτήσετε πώς συνδυάζεται η θεογραφία. Έχουμε πολλά ηθογραφικά κείμενα. Το ζήτημα θέλει πολύ συζήτηση. Η θεογραφία θεωρείται ότι μάλλον ταυτίζεται με τη γνησιότητα της έκφρασης, ταφνίζεται με το εθνικό, με το αυθεντικό, με την ελληνικότητα, με την παράδοση, με αυτό που λέμε λαός. Θα έλεγα ότι η ηθογραφία αρέσει κιόλας στον αναγνωστικό κοινό. Τελειώνω με δύο-τρεις άλλους δείκτες, κέντρο και επαρχία, αγώνας. Το πνευματικό κέντρο, η Αθήνα, έχει ρίξει πόλεμο κατά της επαρχίας. Βλέπετε εδώ μια άποψη της Καλλιγιάννη και μια άποψη κυρίως του Σκαρίμπα, που κι αυτό συμπέφερε από την Αθήνα, θεωρεί την Αθήνα και την ονομάζει τη χωριατικότερη πρωτεύουσα του κόσμου. Είναι αυτή που έδωσε στον όρο επαρχιώτης την πιο χειδέα, την πιο κοροϊδευτική, την πιο προσβλητική σημασία που έχει μαζί με την άδικη και συγκοφαντική και αχάριστη συμπεριφορά της. Η Αθήνα τα χρόνια αυτά πραγματικά είχε ένα ηγεμονικό ρόλο, μάλιστα έχουμε πιστολές στη θάλια την Καλλιγιάννη, να μην ασχολούνται οι Ιρακλειότες. Τι δεν λέω ότι ασχολούνται με ζητήματα πανελλήνια, να ασχοληθούν με τα τόπου τους. Έχω μια έκφραση, πώς κύριε επαρχιώτης, τολμάται και στέκεστε δίπλα μας, λίγο πιο κείστας παρακαλώ. Ναι, είναι υπάρχει ένας έντονος πόλεμος από διαπραπείς ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο Ζώρας, ο Σικουτρίς και άλλους. Η Επαρχία λοιπόν και η Πρωτεύουσα σε πόλεμο. Ωστόσο γίνεται κριτική και στην Επαρχία. Αν αυτοί είναι λοιπόν οι παράγοντες στους οποίους στηρίζομαι για να πω ότι έχουμε ένα ανοιχτό ορίζοντα πραγματικά και ότι τα περιοδικά θα υπερβαίνουν το χαρακτήρα ενός τοπικού εντύπου, θα έλεγα ότι η άποψη που αποκομίζει ο σημερινός μελετητής του τύπου αυτού του μεσοπολέμου είναι εκείνη ότι στην δεκαετία αυτή φίσταται και λειτουργεί στο Ιράκλιο ένα πνευματικό πεδίο με πολλά ζωηρά χρώματα, πολλές ιδέες. Έχουμε ένα μοσαϊκό πολλών μικρών κόσμων. Πρόκειται για ένα πεδίο, για να γυρίσω από εκεί που ξεκίνησε στον Μπορτιέ, ανοιχτών αντιμαχόμενων δυνάμεων, ένα πολύχρωμο μοσαϊκό με πολλές και διαφορετικές ψηφίδες. Το σημαντικότερο στοιχείο βέβαια του πεδίου αυτό είναι οι δημιουργοί, είναι οι ελάσσονες λογοτέχνες του μεσοπολέμου, είναι οι ίσονες ποιητές, οι ποιητές του Καριοτάκη, που έγραψε σκέπα σε βαρύ και που κανένας πια δεν ιστορεί. Χαίρομαι που ένας μεγάλος ποιητής, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, αφιέρωσε ένα ολόκληρο τόμο μια ανθολογία σ' αυτούς τους ποιητές στη λεγόμενη χαμηλή φωνή. Είναι οι ποιητές του 20, θεωρήθηκαν παρακμίες, θεωρήθηκαν ποιητές της decadence και λοιπά της απογοήτευσης, της παρακμής, αλλά σήμερα το ενδιαφέρον αναζωπηρώνεται, μελετώνται ξανά και τίθενται, θεωρούνται πλέον ότι είναι ποιητές πολύ ευαίσθητοι που αντιμετωπίζουν την κοινωνία τους με όρους πραγματικούς, ρεαλιστικούς. Το αναγνωστικό κοινό είναι η δεύτερη, θα έλεγα, ενδιαφέρουσα ψηφίδα στο πεδίο αυτό, το σχολιάσαμε πολλές φορές, δεν θα το σχολιάσω ξανά, γιατί το κοινό αυτό διαβάζει πλάι στους ελάσσονες αυτούς που είπαμε και πολλούς μίζονες, αν μπορεί να υπάρξει αυτή η διάκληση αυτή. Είναι λοιπόν το κοινό του Ηρακλείου με τα πολλά διαβάσματα. Ωστόσο θα ήθελα να μην φύγω από εδώ με μια μυθική και ρομαντική αίσθηση, ότι το κοινό αυτό κοιμάται και ξυπνά με τα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία και τους ποιητές και τα περιοδικά. Το κοινό αυτό βέβαια, όπως ακούσαμε και σε άλλες ομιλίες, δεν κοιμάται πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, ξενοιχτά και στα στέκια του Λάκου, λιάζεται με τις ώρες στις τρεις καμάρες, αγοράζει ανελπώς τη μάσκα, το φαντάζιο. Μπορείτε να δείτε και μια αντίρρηση εδώ. Αυτή είναι η άποψη του Κωτζιά για το φιλολογικό Ηράκλειο, αλλά εδώ ο Μενέλος Παραλαμάς έχει άλλη άποψη. Ο ίδιος μου αργότερα την αναθεώρησε, είπε ότι με το ύφος του νεοφώτης του τότε έγραψα αυτά. Έχει δημοσιευθεί στη εφημερίδα της εποχής. Μιλάει για το κοινό του Ηρακλείου, της ζωής στο κάστρο, που έχει στενέψει, που έχει καταντήσει απελπιστικά, ήσυχη και καλοπιασμένη και που όταν κανένας δεν αρκείται στην ψυχαγωγία της τράπουλας, στην απόλαυση του ήλιου γύρω από τα σκονισμένα τραπεζάκια των τριών καμαρών, είναι καταδικασμένος να περνά μαύρες ώρες αισθητικής νηστείας. Βέβαια, όλα αυτά είναι απόψεις, όλα αυτά ισχύουν και για να εκτιμήσουμε επομένως τα ήθη της εποχής, πρέπει να διαθέτουμε και γνώσεις και διαβάσματα πολλά και κυρίως την αρετή αυτή της συνεπέροχη αρετή της επίεικειας, που μας οδηγεί στην αισθησία, στο να δούμε δηλαδή τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, γιατί τότε θα εκτιμήσουμε και θα μετρήσουμε σωστά, όσο μπορεί να μετρήσει σωστά η ανθρώπινη κρίση, την αλήθεια. Τις προσπάθειες αυτές των ανθρώπων, δημιουργών και αναγνωστών, που ενεργούσαν μέσα στη συγκεκριμένη εποχή. Θα κατανοήσουμε τη καταλητική σημασία του χωροχρόνου και θα διαβάσουμε καθαρότερα την εποχή και τους ανθρώπους τους. Τότε ίσως αντιληφθούμε ότι η αναφορά στα περιοδικά και στην εποχή γενικότερα δεν είναι απλώς μια νοσταλική περιδιάβαση σε χαιρούς αλωτινούς, ότι μπορούμε να πλησιάσουμε από το δρόμο αυτό πτυχές της ιστορικής μας πραγματικότητας, όπως μας λέει εδώ ο Μενέλεος Παρλαμάς. Και τότε θα αγαπήσουμε ελπίζω περισσότερο το γαλάζιο των κρίνων που είπαμε στην αρχή και τις περίκλειστας καστρινές αυλές έχοντας συμβάλει στην ανασύνθεση της εικόνας αυτής της πόλης, έχοντας αποκαλύψει τα πολίτημα ή μερικά από τα πολίτημα μυστικά της. Γιατί το ξέρουμε πια καλά. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνεια. Σας ευχαριστώ θερμότατα. Ευχαριστούμε πολύ τον κύριο Καρτζάκη. Ήτανε πραγματικά γλαφυρότατος. Δεν πειράζει, ήσουσταν μοσκαθυλώσατε κύριο Καρτζάκη. Ερωτήσεις όποιους θέλει από τον κοινό μπορεί να υποβάλλει. Συνηθίζεται αυτός ολόκληρος στις διαλέξεις. Ο κύριος Ταρουδάκης. Η κυρία Κατζάκη. Ευχαριστώ πολύ για αυτό το υπέροχο ταξίδι. Ήταν συγχρόνος και αγώνας δρόμου γιατί για να προλάβεις να μας δώσεις τόσο σύντομο χρόνο, τόση γνώση, πληροφόρηση, μέθεξη, έτρεξες. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Δύο σύντομες ερωτησούλες ήθελα να κάνω και μία λίγο πιο μεγάλη. Αναφέρθηκε σε κάποια διηγήματα για τους πρόσφυγες της εποχής. Πού θα μπορούσε να τα βρει κανείς αυτά. Πού έχουν δημοσιευθεί. Εδώ θα κάνω και αυτό διεφήμιση ότι υπάρχουν στα περιοδικά μέσα βέβαια. Πρόσφατα είχα κάνει μία εισήγηση στο κριτολογικό συνέδριο ακριβώς με το θέμα αυτό. Εκεί θα δημοσιευτούν τα αποσπάσματα βέβαια που χρησιμοποίησα εγώ. Αλλιώς υπάρχουν μόνο στα περιοδικά δυστυχώς. Τα περιοδικά υπάρχουν στη Βικελέα όμως και η Βικελέα λειτουργεί ξανά. Το περιοδικό είναι δύο τόμοι, τα νεοελληνικά γράμματα. Μπορεί κανείς να τα φιλομετρήσει. Προσωπικά μπορώ να σας δώσω τους τίτλους για να μην ψάχνετε όλο το. Υπάρχουν εξαιρετικά διηγήματα. Ένας με τον Γιαλούρι Χριστούγια να στη Μαούνα με να με καθήλωσε. Ένας με τον Καπέτα Κασατούρας. Υπάρχουν εξαιρετικά διηγήματα. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια. Αναφέρθηκες επίσης, δεν είναι νέα. Είναι λόγια που τα αισθάνομαι. Αναφέρθηκες επίσης κλασική μουσική που άκουγαν την περίοδο εκείνου στο Ιράκλιο. Σε ποιο χώρα, έτσι, για να το φανταστούμε. Ναι, λίγο αδιάβαστον πιάνετε εδώ. Νομίζω ήταν δύο κινηματοθέατρα του Πουλακάκη και το άλλο του Απόλλων. Ένα δεύτερο. Υπήρχαν πάντως δύο πολύ καλά κινηματοθέατρα, καλοί χώροι. Περιγράφονται με πολύ ωραία λόγια, χορούσαν πολύ κόσμο και δείτε τα συναυλίες. Ο Αλαξίου ήταν ένας από τους ανθρώπους που καλούσαν κόσμο. Ήταν ο ίδιος γνώστης βαθύς της κλασικής μουσικής όπως και ο Μαρινάτος. Υπήρχαν άνθρωποι που καλούσαν, έτσι, ανθρώπους από την Αθήνα. Στο τέλος, ήθελα να το ρωτήσω την αντίστοιχη περίοδο. Στα Χανιά υπήρχε μια ανάλογη κυκλοφορία περιοδικών, ανάλογη λογοτεχνική κίνηση. Αναφέρθηκε στη Χανιότισσα την Καλλικράτη. Η Καλλιγιάννη βέβαια δημιουργεί στο Ιράκλειο επειδή είναι παντρεμένη εδώ με ένα πλούσιο δερματέμπορο. Ναι, το κατάλαβα. Στα Χανιά, την ίδια περίοδο, έχουμε τον κρητικό αστέρα, δεν θυμάμαι πότε σταματάει. Αρχίζει το 1908, ο κρητικός αστέρας Χανίων. Ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό. Έχω την γνώμηση ότι σταματάει πριν το 20. Δεν το θυμάμαι, δυστυχώς. Αλλά την ίδια περίοδο δεν έχουμε περιοδικά στα Χανιά. Λίγο αργότερα έχουμε τον Δρύρο στο Λασίθη, πιο πολύ αργότερα την Αμάλθια. Έχουμε περιοδικά. Δεν ξέρω, ο Μπέν είναι εδώ κάπου, τον είδα. Μπορεί να μας βοηθήσει. Αγαπητός, Μπέν είναι εδώ και μπορεί να μας βοηθήσει για περιοδικά στα Χανιά. Έχουμε περιοδικά στα Χανιά? Μεσοπόλωμο. Ο Κριαράς ήταν έναν περιοδικό. Έχουν δημιουργήσει φάτωνα, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη σεμβένεια και μεγάλη διάρκεια. Πάντως δεν έχουν μετά τον κρητικό αστέρα Χανίων, εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω άλλα περιοδικά. Μάλιστα. Πολύ πολύ ευχαριστώ, ενδιαφέρουσα. Περιοδικά αποτελούν και μια μόδα της εποχής. Δεν υπάρχει τηλεόραση, δεν υπάρχουν τα άλλα μέσα. Και μάλιστα κατηγορούν λογοτέχνες για περιοδηχίτης. Θεωρείται μια αρρώστια της εποχής. Είναι ο χώρος στον οποίο εκφράζονται και αποτυπώνονται όλες οι εξελίξεις πνευματικές, καλλιτεχνικές της εποχής. Ήταν παρόμοια η ερώτηση με την τελευταία. Αρχικά να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου τον κ. Κατσάκη για το εξαιρετικό ταξίδι στο Ιράκλιο του Μεσοπολέμου, στο λογοτεχνικό Ιράκλιο. Η ερώτηση ήταν η ίδια. Δηλαδή, κατά πόσον το Ιράκλιο σηματοδοτούσε εκείνη την εποχή, κάτι το ιδιαίτερο σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, όχι μόνο βέβαια για την Κρήτη αλλά και για την υπόλοιπη επαρχία, γιατί όπως είπατε χαρακτηριστικά υπήρχε μεγάλη αντίθεση μεταξύ του κέντρου και της επαρχίας και η συνέχεια της ερώτησης μου ήταν κατά πόσον τα περιοδικά που εκδίδονταν τότε στο Ιράκλιο είχαν επίχηση και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αν έχουμε στοιχεία δηλαδή, κατά πόσον διαβαζόντουσαν αυτά είτε από κριτικούς είτε και από μη κριτικούς. Και φαντάζομαι ότι διαβαζόντουσαν για να έχουμε κείμενα και παρεμβάσεις μη κριτικών και σημαντικών μη κριτικών όπως αναφέρατε στα κριτικά περιοδικά. Ευχαριστώ πολύ. Όπως είπα δεν έχω καμιά διάθεση σοβενισμού, όμως το Ιράκλιο ναι την εποχή εκείνη είναι πνευματικό κέντρο, ένα από τα πνευματικά κέντρα, οπωσδήποτε το πρώτο της Κρήτης, αλλά και ένα από τα πρώτα της Ελλάδας, όπως ακούσατε σε απόψεις και του Παλαμάκια, του Κωτζιάκη, ανθρώπων άλλων το θεωρούν θαύμα κλπ. Βέβαια δεν είναι θάυμα, έχει την ιστορική του εξήγηση. Έχει από τιμιά ανθρώπους που δημιουργούν αυτό το θάυμα ψυχή, νεόαξιο, Καζαντζάης και πολλοί άλλοι, έχει μια οικονομική ευρωστία πίσω από το θάυμα αυτό. Όντως το Ιράκλιο τον καιρό εκείνο είναι το κέντρο. Νομίζω ότι καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τις άλλες πόλεις της Κρήτης, αλλά και δεν υπάρχει μέσα στα περιοδικά, δεν εντόπισα εγώ καμία, κανένα σοβινισμό, καμιά διάθεση να εκφραστεί η υπεροχή αυτή. Αντίθετα, φιλοξενεί ανθρώπους δημιουργούς από όλες τις πόλεις της Κρήτης. Δεν σας διάβασα, αλλά είναι πάρα πολλά τα ποιήματα, ας πούμε τη Σοφίας Μαυροειδή. Δεν είναι ακόμα παπαδάκι και δεν είναι γνωστή ακόμη, γιατί αργότερα είναι γνωστή ως ποιήτρια της Αντίστασης. Έχει πάρα πολλά ποιήματα της μέσα και πολλών άλλων ποιητών μη Ιρακλειωτών. Αυτός προς το πρώτο. Το δεύτερο μέρος. Ναι, έχουν πολύ μεγάλη επίχηση τα περιοδικά του Ιρακλείου, ιδίως τα νεοελληνικά γράμματα. Ο Μουρέλος είναι ένας δαιμόνιος άνθρωπος του τύπου. Το περιοδικό φτάνει, σας είπα, μέχρι τη Γαλλία. Βέβαια φτάνει στην Αλεξάνδρια, φτάνει στον Βόλο, στην Αθήνα σαφέστατα και μάλιστα αναπτύσσει μια ανταγωνιστική σχέση με ένα άλλο περιοδικό, με νεοελληνικά γράμματα, που βγαίνει αργότερα. Από πού πηγάζουν, το περιοδικό δεν έχει αρχαία. Το αρχείο του Μουρέλου είναι μοιρασμένο σε δυο σημεία. Το είδα, αλλά και από εκεί δεν παίρνουμε πολλά στοιχεία και δεν μπορούμε να έχουμε και εμπιστοσύνη πολύ σε προσωπικές απόψεις. Όμως, από πού αντλώ στοιχεία και θα παρακαλώ στον αγαπητό Μπένα να μας πει επίσης στην άποψή του. Ο Μπένα έχει ερευνήσει τα περιοδικά, έχει πολύ σε βάθος. Από τη στήλη της αλληλογραφίας. Στη στήλη της αλληλογραφίας φαίνεται καθαρά με ποιους ανθρώπους επικοινωνεί το περιοδικό. Εκεί θα δούμε ανθρώπους από αγρότες, ανθρώπους μεροκομματιάριδες, επαγγελματίες, μαθητές, πανεπιστημιακούς κλπ. Έχουμε, λοιπόν, τα δύο περιοδικά απευθύνονται σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας και σε όλες, θα έλεγα, τις πόλεις της Ελλάδος. Φτάνουν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος. Έχουν μια ευρύτατη επίχηση. Γι' αυτό και άντεξαν. Κοιτάξτε, δεν είναι λίγο τα δύο χρόνια που άντεξαν ή τα τρία χρόνια που άντεξαν οι κριτικές αλληλίδες. Δεν είναι καθόλου λίγο διάστημα. Μιλάω για τα περιοδικά τα συλλογικά. Τα ατομικά τώρα, βέβαια, πως δίπλα του Αλεξίου και του Δημάκη, έχουν σαφέστατα περιορισμένη επίχηση μοιράζοντας σε στανό κύκλο φύλων. Τα άλλα, λοιπόν, έχουν ευρύτατη επίχηση. Και έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικό το ότι το Ηράκλειο συντήρησε για τόσο χρονικό διάστημα αυτά τα περιοδικά. Ας σκεφτώμε σήμερα. Έχουμε σήμερα κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Δεν θα απαντήσω ή θα στεναχωρήσω. Ο κ. Πίτερ Μπεν, ένας εκ των ομιλητών αυτής της σειράς. Δεν έχω πολλά να προσθέσω, Αντώνη. Θα έλεγα το εξής πρώτον, ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο περιοδικά. Σαφέστατα. Τα ελληνικά γράμματα από ό,τι βλέπω έρχοντας να αναλύσεις τους συντελεστές. Είναι ανοιχτό περιοδικό, αλλά είναι περισσότερο ανοιχτό στους μη κριτικούς. Συμφωνώ. Υπάρχει ένας πυρήνας Ηρακληρωτών σταθερών συνεργατών, αλλά από εκεί και έπειτα όταν στέλνει κάποιος ένα πείγμα ξέρω εγώ από τα Γανιά ή από κάπου αλλού και στις σημειώσεις καμιά φορά βλέπεις ότι δεν θέλουν να συνεργαστούν με πάρα πολλούς. Στην έννοια, οι κριτικές σελίδες είναι πιο ανοιχτό περιοδικό. Έχει μεγαλύτερο αριθμό συντελεστών και γενικώς είναι πιο φιλόξενο προς τους νέους που κάνουν μια πρώτη προσπάθεια. Είναι πιο δημοκρατικό να το πούμε έτσι και εγώ το αποδίδω και στην ίδια τη Γαλλιάνη που προέρχεται από ένα περιβάλλον δεν έχει την μόρφωση και επομένως δηλαδή να έχει που να θέλει να αποκλεί κάποιον. Έτσι το βλέπω εγώ, δεν ξέρω. Υπάρχει και το ζήτημα ότι την εποχή που γέννουν οι κριτικές σελίδες είναι ενδεχομένως πολύ περισσότεροι γράφοι έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο να μπορούν να γράφουν για τη συμμετοχή των επαρχιωτών από άλλα μέρη. Αυτό πρέπει να το δούμε στα πλαίσια ενός δικτύου που έχει αναπτυχθεί, που ανταλλάζουν τα περιοδικά. Ο ένας στέλνει το περιοδικό του στις άλλες απαρχιακές πόλεις, στον περιοδικό της Ηλίας, ξέρω πως, ή σε διάφορα μέρη που γένουν περιοδικά που θα περίμενε κανείς να γένουν περιοδικά και ανταλλάζουν. Σαφέστατα. Για τη συμμετοχή των ανθρώπων της Πέθλου έχω εντυπωσιαστεί, όπως και εσύ, στα σημειώματα που γράφουν σε ανθρώπους που θέλουν να συνομιλήσουν με το περιοδικό. Υπάρχουν όντως άνθρωποι από πάρα πολλά μέρη και έχουν ειστηθεί δίκτυα διακίνηση των περιοδικών και διαβάζουμε καμιά φορά ότι πάμε προς τη Σταχανιά για να κάνουμε διανομή κλπ. Υπάρχει μια σοβαρή προσπάθεια. Ένα τελευταίο, όταν κάνει ο Παρλαμάς αυτή την επίθεση στον πνευματικό Ιράχλιο και λέει ότι... Το 37. Ο στυλίτης και διάφοροι άνθρωποι που δέχονται την κριτική τους, αυτοί μετά πάνε και βρίσκουν διάφορους άλλους που ξέρουν σε άλλες επαρχειακές πόλεις και στην εφημερίδα δημοσιεύουν απαντήσεις από ανθρώπους σε άλλα εφημερίδες. Αυτό μας δείχνει καθαρά ότι υπάρχει ένα δίκτυο. Ευχαριστώ πολύ τον αγαπητό Μπεν για τις συμπληρώσεις. Έτσι είναι. Δεν μπορούμε να τα πούμε όλα. Ναι, στον Παρλαμά απαντούν πολύ στο Ιράχλιο, στις εφημερίδες. Ως προς το πρώτο, το είπα ήδη ότι τα νεοελληνικά γράμματα είναι πιο ανοιχτό περιοδικό και πιο προοδευτικό, αν θέλετε, με την ευρύτητα του όρου. Συμφωνούμε στις διαπιστώσεις. Η ερμηνεία δικιά μου, και δεν ξέρω κι αν συμφωνούμε, είναι ότι τα νεοελληνικά γράμματα δεν έχουν πρόβλημα ήλις. Γι' αυτό και αποκλείουν ίσως κάποιους μυρακλιώτες. Δεν έχουν πρόβλημα ήλις. Γιατί? Διότι έχουν τον εμπειρότατο περιτακτοτικά Μουρέλο, ο οποίος έχει μαζέψει ένα πυρήνα ανθρώπων, είπα Αλεξίου, Καζαντζάκης και πολλοί πολλοί άλλοι. Μόνο ο κύκλος του Αλεξίου έφτανε. Οπότε δεν έχει πρόβλημα ήλις. Και θα έλεγα ότι έχει και πιο ομοιογενή ήλη. Η ήλη έχει ομοιογένεια. Αντίθετα, η Καλιγιάννη, η οποία έχει φιλοδοξίες, η οποία είναι δυναμική, η οποία όμως δεν έχει εμπειρία και θα έλεγα ότι το περιοδικό της είναι περισσότερο ένα συνονθήλευμα, αν δεν το αδικό, προσπαθεί να βρει, κατευθύνεται μάλλον η ήλη του περιοδικού, κατευθύνεται από τους ανθρώπους οι οποίοι γράφουν. Γι' αυτό και έχουμε πολλές μελέτες εδώ, δηλαδή προσωπικότες όπως ο Τωμαδάκης, ο Μαρινάτος κλπ. έδρασαν μάλλον καταλυτικά ως προς την ήλη. Πάντως η ήλη της Καλιγιάννη δεν έχει την ομοιογένεια που έχει η ήλη των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα νεοελληνικά γράμματα θεωρούνται πραγματικά ένα επίτευγμα για την εποχή και την πόλη του Ηρακλείου. Αυτή είναι η δικιά μου ερμηνεία, δεν ξέρω αν συμφωνούμε. Κάποιος άλλος ήλοι να ρωτήσει. Ένα μέρος της ήλης στα νεοελληνικά γραμμάτια, ένα αξιόλογο μέρος θα έλεγα, αν το δει κανείς στατιστικά, είναι ήλη που έχει συσσορευθεί, που έχει γραφτεί στα 10 χρόνια του πολέμου και δεν έχει πήει προς τα έξω. Υπάρχει στα σιρτάρια. Μερικές φορές βλέπουμε ότι λέει με τις θρονολογίες κάτω από τα ποιήματα και τα λοιπά, ότι είναι παλιότερη η ήλη που πρέπει να νημοσιευτεί. Συμφωνούμε. Κάποια άλλη ερώτηση, ο κ. Μακριγιαννάκης, ο φιλόλογος. Θα κάνω ερώτηση αφού πρώτα συγχαρώ το συνάδελφο και να του συστήσω να πάει να του ρυθμίσει τον γκάζ ένας μηχανικός, διότι, Αντώνη, καλά έκαναν και σε έκανα ένα σύμβολο γρήγορα, τα παιδιά, παρό, πώς σε παρακολουθούσαν. Γιατί μαρσάρισσες, είσαι μαρσάριστος, δεν συμβαίνει με τον γκάζ τέρμα. Α, τον γκάζ. Το γκάζ, το πνευματικό. Λοιπόν, όλα αυτά που είπες ήταν σημαντικά. Αν τα έλεγες σε αργό tempo και αν μας έδειχνες ποιήματα που ανέφερας, που εγώ ο φιλόλογος δεν τα ξέρω, γιατί εσύ έχεις διαβάσει περισσότερα, κλπ. και θα ήταν τέλεια η παρουσίαση της δουλειάς, της ανέλευας. Αυτό αποκόμισα. Ένα αποτέλεσμα αυτής της παρατήρησης που σου κάνω είναι, μου λες, παρακαλώ, το τίτλο του ποιήματος της Αλεξίου να το βρω, να το διαβάσω ολόκληρο, ή να μας το βάλεις σαν κατακείμενο για τις κοινές γυναίκες. Ο τίτλος είναι αμαρτωλό. Αμαρτωλό. Και θα κάτσουν για τιμωρία. Να μου το αναλύσεις κιόλας. Ευχαριστώ πολύ τις παρατηρήσεις. Καλό προέρετηση. Ευχαριστώ. Καθίσε τα όπλα του. Ναι, όντως είναι μειονέκτημα, μιλώ γρήγορα, αλλά θα δικαιολόγηθω, πρέπει να δικαιολόγηθω έτσι, να δικαιολόγησω τη στάση μου, ότι δεν ξέρω αν αυτά που λέω έχουν ενδιαφέρον ή δεν έχουν. Ένα πράγμα θέλω να σεβαστώ τον χρόνο των ακροατών μου και είχα πει σε εσάς να χτυπήσετε σε 40 λεπτώ και δεν χτυπήσατε να μου βοηθήσετε και είχα πει στον αγαπητό Κωστή στο 50 λεπτώ να με διακόψει και μου έγραψε οπότε από εκεί πέρα έπρεπε να πατήσω γκάζι αναγκαστικά. Λοιπόν, όμως θα σε κρατήσω ως καλό μαθητή και συνάδελφο στο τέλος να σου απαγγείλω κατά μόνας το αμαρτωλό της Αλεξίου. Εγώ έχω ενοχές ότι σας έφαγα το χρόνο και θα απαντήσω να κλείσουμε με πείμα. Για μένα είναι εκπληκτικό το πείμα αυτό πραγματικά για την τόλου μου του. Γενικά η γαλάτη Αλεξίου στην οποία πίστης πρέπει να γραφτεί πηγώντας μία μονογραφία είναι μια ενδιαφέρουσα μορφή και μόνο το ότι κράτησε το όνομα του Καζανζάκη παντρεμένη αργότερα με τον Αυγέρη και πολλά άλλα βέβαια δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής αυτής και η σχέση της με το κόμμα κλπ. Λοιπόν το αμαρτωλώ πολύ γρήγορα και εδώ θα πατήσω γκάζι όμως γιατί είναι αναφέρεται μιλάει μία κοινή γυναίκα έτσι και αναφέρει τα διαδοχικά ονόματα που της έδωταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Γενικά τα χρόνια αυτά είναι πολύ της μόδας η θεματοποίηση έτσι του περιθωρίου το περιθώριο. Λοιπόν λέει η Γαλάτια «Με λέγαν νίκη, ηρό στη Σαλονίκη, στο βόλο κατηνίτσα έναν καιρό, τώρα στα βούρλα με φωνάζουν Στέλλα, ο τόπος μου ποιος ήταν, ποιοι δικοί μου, αν ξέρω να θεμάμαι, σπίτι πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα, κι ως κι οι πικροί μου χρόνια οι παιδικοί μου, θολές, σβησμένες ζωγραφιές κι είναι αδιανό σεντούκι η θυμισή μου. Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες και τα αύριο απ' το σήμερα θενάνε, φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισκές, ηχοροφύλακες να με τραβολογάνε, γλέντια, καυγάδες ως να φέξει, αρρώστιες, αμφιθέατρος συγκρού και νέσης εξακόσια έξι. Πνιγμένου καραβιού σάπιο σαν ήδη, όλη η ζωή μου του χαμού, από την κόλαση μου σου φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Αυτό είναι λοιπόν το παιίμα. Ευχαριστώ πολύ. Τώρα θα μ' έμφεστε τον αγαπητό φίλο μου. Μια τελευταία ερώτηση, ο κύριος Γιώργης Ιφάκης. Ευχαριστούμε πάρα πολύ και ήθελα να σας ρωτήσω αυτό το περιεδικό, κριτικές σελίδες, έχετε την αίσθηση, γιατί εγώ αυτό έχω, ότι συνέβαλαν πάρα πολύ στο να δημιουργηθεί μια αρμονία μεταξύ των δύο πολιτισμών, του κρυτογενούς και των μικρασιατών Ελλήνων. Συνέβαλε? Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Διότι από ό,τι κατάλαβα τα ονόματα που είναι μέσα, δεν ήταν ούτε κρυτογενείς, δηλαδή ήταν μια παρέα, η οποία δεν ξέρω... Εννοείται ότι υπήρχαν μικρασιάτες μέσα. Μικρασιάτες μέσα, ναι. Βέβαια, ευχαριστώ πολύ. Οπότε δηλαδή η ιστορία δηλαδή βοηθήσανε στο διότι υπήρχε μια αντιπαλότητα άγρια στην αρχή. Άρα αυτά τα περιοδικά βοηθήσανε στην συνύπαρξη, αρμονική συνύπαρξη των δύο πολιτισμών. Ευχαριστώ. Κοιτάξτε βέβαια αυτό είναι εκτίμηση, αλλά γεγονός είναι, είπα στην αρχή, ότι η λογοτεχνία αυτή κάθε αυτή βοήθησε. Τώρα, δεν είμαι ιστορικός, αλλά πόσο ξέρω, στο Ηράκλειο, στην πόλη του Ηρακλείου, δεν υπήρξαν έντονες αντιρίσεις και αντιγνωμίες γιατί, τέλος πάντων, δεν υπήρξε πόλεμος κατά των Μικρασιατών. Δεν υπήρξε. Υπήρξε στην επαρχία. Στο Ηράκλειο δεν είχε λόγο να υπάρξει και είναι προς τιμήν της πόλης, βέβαια. Η πόλη δέχθηκε. Έχω κείμενα πάρα πολλά από τα περιοδικά μέσα που δείχνουν το ενδιαφέρον των Ηρακλητών, ιδιαίτερα αυτής που ονομάζουμε στοιχειτάξη, που παραχώρησε πάρα πολλά πράγματα, πολλές δωρέες, από σπίτια μέχρι τρόφιμα, μέχρι ρούχα, μέχρι υιοθεσίες, κλπ. Πάρα πολλά στοιχεία συγκινητικά. Επομένως, ξεκινώντας από το πρώτο περιοδικό, που είναι πιο νωπές συμμήμες, πρέπει να πω ότι, ναι, εδώ η λογοτεχνία πραγματικά έκδυλα φαίνεται να θέλει να διαδραματίσει το ρόλο αυτό. Ναι, το ρόλο της συμφιλίωσης. Τους εμφανίζει εμφανώς ως θύματα, αυτοί δεν έφταγαν καθόλου, τους εμφανίζουν δουλευταράδες ως αυτοί που εκπροσωπούνε το ιδανικό της φυλής που θα δουλέψουν, θα ξαναστήσουν, ελπ. Είναι πολύ ακδηλό αυτά τα στοιχεία και πολύ ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά και βρίσκουμε στοιχεία για την μετέπειτα ταυτότητα του πρόσφυγα. Ναι, μην εμφανίζεται περιθερουεπημένος ο πρόσφυγας, αλλά όχι ξένος, είπαμε. Είναι Έλληνας και αυτή η ετερότητα Έλληνας πρόσφυγας στην Ελλάδα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και τεκμηριώνεται από το πρώτο περιοδικό. Το δεύτερο είναι πολύ φυσικό. Οι άνθρωποι αυτοί οι οποίοι άλλαξαν το χάρτη της χώρας, η έλευση των προσφύγων, το ξέρουμε πολύ καλά και ξέρουμε ότι ήταν πολύ δραστηρικές στον οικονομικό τομέα, στον γεωργικό και βέβαια στον πνευματικό. Ο πνευματικός χάρτης της χώρας άλλαξε. Είναι πολύ φυσικό στο Ηράκλειο να έχουμε πρόσωπα. Αυτό η Ιράκλειο δέχθηκε συνολικά περίπου 11.000 πρόσφυγες, δηλαδή το ένα τρίτο του γιγενούς πληθυσμού. Άλλαξε η εικόνα της πόλης και επομένως είναι πολύ φυσικό στις ελίδες του περιοδικού να έχουμε πάρα πολλούς πρόσφυγες. Δεν έχω ψάξει να με ειλικρινήσω, δεν έχω δει, δεν με ενδιαφέρει κιόλας και δεν ενδιαφέρει τους ίδιους νομίζω να δούνε αν είναι γιενείς ή πρόσφυγας. Ενδιαφέρει αν κάποιος έχει κάτι να πει και λοιπά και αυτοί που αναφέρονται που παρουσιάζονται νομίζω ότι με το εντέχνη τους και την αξία τους προβάλλονται παρά με την καταγωγή τους. Πάντως ευχαριστώ πολύ, ένα στοιχείο που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου. Ποτέ δεν το είχα. Να λοιπόν η συζήτηση την μπορεί να βγάλει. Ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ τη Διάννα του Μανουρά, τον κύριο Βασιλάκη, τον Κωστί το φίλο μου, όλους για την υπομονή σας και την αγάπη σας. Ευχαριστούμε και εμείς κύριε Καρτσάκη. Ευχόμαστε να συνεχίσουμε σε μια άλλη επίσης γλαφερή διάλεξή σας. Θα σας ευχαριστούμε όλους που ήρθατε σήμερα στην μιλή αυτή και θα σας περιμένουμε το επόμενο Σάββατο 29 Απριλίου, όπου θα μιλήσει ο κύριος Γιώργος Ζωράκης, αρχαιολόγος, με θέμα «Η σένδειξη οφειλωμένη της εκμονομωσύνης, ματιές στην ιστορία του Ιρακλίου μέσα από τα αρχαία της ονοματοθεσίας οδών και πλατιών της πόλης». Το μιλή θα προλογήσει ο κύριος Μανώδης Βασιλάκης και την εκδήλωση της Δονύση ο κύριος Κώστας Ιφάκης, μέλος της Δονύσης Πετροπής της Ιράκης Πρωτοβουλίας. Ευχαριστούμε πολύ. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα.
|
_version_ |
1782816328968568832
|
description |
: Υπόσχεσαι. Τι? Νερό να πάρουμε εγώ αυτό. Ευχαριστούμε πολύ. Εδώ να δώσω εγώ. Καλημέρα. Καλημέρα. Κυρίες και κύριοι, καλή σας μέρα. Σας ευχαριστώ εκ μέρους του προέδρου της Εράγκλησης Πρωτοβουλίας, κυρίας Άννας Παπαχρονάκη, της Συντονιστικής Επιτροπής της Παράταξης και της Οργανωτικής Επιτροπής αυτών των Ουλιών. Σας καλωσορίζουμε. Ιδιαίτερα καλωσορίζουμε τον βουλευτή Ρακλίου, κύριο Σπύρο Δανέλη. Παρά το φορτωμένο πρόγραμμά του, βρήκε τον χρόνο να μας θυμίσει σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για τον αντιπεριφερειάρχη Ρακλίου, κύριο Ευρυπίδικο Κιαδάκη. Καλωσορίζουμε τον τέος Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης, κύριο Μιχάλη Ταρουδάκη, τον πρώην Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ιρακλίου, κύριο Στέλιο Καστινάκη, τον πρώην Πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου, τον κύριο Νίκο Λεβεντάκη, τους ομιλητές αυτής της σειράς, τον κύριο Ανδρουληδάκη, τον κύριο Χαράλαμπο Κριτζά, σπουδαίο αρχαιολόγο πρώην, διευθυντή του Μουσείου Ιρακλίου, ο οποίος διαμένει στην Αθήνα, αποφελήθηκε από τις πασχαλινές διακοπές του για να μας τιμήσει, όπως έκανε και τα Χριστούγεννα, τον ευχαριστούμε πάρα πολύ. Και θα ήθελα να σας πω ότι σήμερα θα συντονίσει ο Κώστας Βαρβεράκης, ο οποίος είναι πρώην Πρόεδρος της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας και από τα πιο ενεργά μέλη της παράταξης. Και αυτός θα σπεί τα υπόλοιπα. Καλωσορίζω και κυρίες εξ Αθηνών, δεν είναι μόνο εγώ ο κ. Κριτζάσιν, αλλά και κάποιες κυρίες εξ Αθηνών, οι οποίες μας επισκέπτονται και βέβαια και ο πρώην Πρόεδρος της Πρωτοβουλίας, Γιώργος Γαλενιανός. Ευχαριστώ. Κύριε Βαρβεράκη, έχετε τον λόγο. Καλημέρα και από μένα. Καλημέρα και από μένα. Έχουμε χρόνια απολάχιστος ανέστη. Είναι οι πρώτοι από τις ομιλίες που έχουμε μετά τις διακοπές του Πάσχα και μπορώ να πω ότι έχουμε μπει στην τελική ευθεία των ομιλιών μέχρι τις 27 Μαΐου που θα οροκυρωθεί ο κύκλος αυτός, ο δεύτερος κύκλος ομιλιών, το μύδος της Αριάννης, 20 χρόνια μετά. Στη σημερινή ομιλία θα μας μιλήσει ο κύριος Αντώης Καρτσάκης, διδακτωρ φιλολογίας του Παρευθυμίου Κρήτης, επίδημο σχολικός σύμβουλος φιλολόγων και θα μιλήσει με θέμα Ιεράκη του Μεσοπολέμου, ώψεις ενός πνευματικού πεδίου ανοιχτών οριζόντων. Τον ομιλητή θα προλογήσει η φιλόλογος κυρία Τιάννα Μανουρά, στην οποία δίνω μέσα στο λόγο. Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα, Χριστός Ανέστη, χρόνια πολλά, χαρούμενα και δημιουργικά. Με συγχωρείτε που είμαι στην θέση μου, θα έπρεπε να σηκωθώ, αλλά ένα διάστημα δεν μου το επιτρέπει. Θα ήθελα να συγχαρώ τους ανθρώπους της Ιράκλιας Πρωτοβουλίας για την υπέροχη συνέχεια στο ξετήλυγμα του μύτου της Αριάδνης, το τόσο αποδοτικό και οφέλη μου για την κατανόηση της ιστορίας της πόλης μας. Ανέλαβα σήμερα, και ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη, να παρουσιάσω τον μιλητή μας, μολώνω ότι είμαι βέβαιη ότι είναι πολύ γνωστός και αγαπητός σε όλους μας. Θα επιχειρήσω λοιπόν μια σύντομη παρουσίαση, κύριως της εργογραφίας του. Ο Αντώνης Καρτσάκη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα η κριτική της πίεσης στα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά 1945-1967, ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, ως Διευθυντής Λυκείου και ως Σχολεκληλίου. Έχει επιμελθεί πολλές εκδόσεις και ως επιστημονικός συνεργάτης της Εγκυκλοπαίδειας Τύπου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών έχει συντάξει τα λήματα τα σχετικά με περιοδικά, εφημερίδες, δημοσιογράφους και εκδότες του Ηρακλείου από την αρχή του αιώνα ως το 1950. Είναι τακτικό μέλος της ΕΚΙΜ. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία και ειδικότερα στη λογοτεχνική κριτική, καθώς και στον περιοδικό λογοτεχνικό τύπο και αποτυπώνονται σε μεγάλο αριθμό ανακοινώσεων, ομιλειών και επιστημονικών εργασιών. Ενδεικτικά αναφέρω τη συμμετοχή τους στον τόμο των πεπραγμένων του επιστημονικού συμποσίου του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης, 11-13 Νοεμβρίου 2011, Επιρροές του Ελίτη, έκδοση της ΕΚΙΜ 2014. Επίσης και εύλογα έχει ασχοληθεί με θέματα εκπαιδευτικά, παιδαγωγικού και διδακτικού περιεχομένου. Το 2009 κυκλοφόρησε από της εκδόσεις της ΕΣΤΙΑΣ η μελέτη του μεταπολεμική κριτική και ποιηση ζητήματα αισθητικής και ιδεολογίας. Η μελέτη αυτή, αποτέλεσμα κοπιόδους ερευνητικής εργασίας, αποτελεί μια εμβριθή παρακολούθηση της ελληνικής ποιησης στην περίοδο από τα χρόνια του εμφυλίου έως τη Χούντα. Παρακολουθώντας την πορεία της κριτικής στο σύνολο των μεταπολεμικών λογοτεχνικών περιοδικών, ο Καρτζάκης εστιάζει τον ερευνητικό του φακό στην κριτική της ποιησης και στον τρόπο με τον οποίο καθόρισαν οι ιδεολογικοπολιτικές της δεσμεύσεις, τις αισθητικές της αποτιμήσεις ή την αισθητική της στάση γενικότερα. Μερικά από τα κανθόδι ερωτήματα που έθεσε είναι πώς η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας μετά τα Δεκεμβριανάκια ως τη δικτατορία επηρέασε την κριτική της εποχής, με ποιο τρόπο διαβάστηκαν τα νέα ποιητικά έργα και με ποιο τρόπο αξιολογήθηκαν πώς οι κοινωνικοί και ιδεολογικοί όροι της εποχής διαμόρφωσαν εν τέλει τη φυσιογνωμία της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής. Ήρθε αντιμέτωπος με ένα τεράστιο πρωτογενές υλικό καθώς μελέτησε στο σύνολό τους 18 λογοτεχνικά περιοδικά. Κατόρθωσε να συστηματοποιήσει το αχανές αυτό υλικό της λογοτεχνικής κριτικής, να αναδείξει το αισθητικό και ιδεολογικό προφίλ περιπέτειες και τις υπόγειες διαδρομές της κριτικής σκέψης στην τραγμένη εκείνη περίοδο. Συμπερένεται ότι η λογοτεχνία και η λογοτεχνική κριτική υπήρξαν θύματα της τραγμένης εποχής, ότι ο μεταπολεμικός κριτικός ιστορίας και ότι η ιδεολογική υπερφόρτιση των καιρών εμποτίζει τις κρίσεις των έργων και οδηγεί σε αισθητική πόλωση. Το βιβλίο αυτό ιστορικό μαζί και φιλολογικό χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Δημήτρη Πολυχρονάκη ως σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους φιλολόγους αλλά και για κάθε ερευνητή της ιστορίας των ιδεών στην νεότερη Ελλάδα. Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Το λογοτεχνικό Ηράκλειο του Μεσοπολέμου Κείμενα, Έντυπα, Δημιουργή» από τις εκδόσεις της Βικελέας Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Εδώ Καρτσάκης αποφασίζει να μας γυρίσει πίσω στις δεκαετίες του 20 και του 30 να μας μιλήσει για την πόλη μας να ανασυστήσει την ιστορία της μέσα από τις λέξεις των άλλων. Καρπός επίμοχθης έρευνας και η μελέτη αυτή αποτελεί μια σημαντική προσφορά για την τοπική πολιτισμική και πνευματική ιστορία περιοδικού τύπου του Μεσοπολέμου γενικότερα. Χωρίς υπαναχωρή σκολίες, ηχνηλατεί την ταυτότητα δύο κυρίως περιοδικών, των νεοελληνικών γραμμάτων 1926-28 και των κριτικών σελίδων 1936-39, εκθέτει και μελτά συνθετικά τα θέματα τα οποία ανέδειξαν τα δύο αυτά έντυπα και εξετάζει πολύπλευρα το ρόλο και την έκταση της παρέμβασής τους στο πνευματικό και διανοητικό τοπίο του Μεσοπολεμικού Ιρακλείου. Η μελέτη του Καρτζάκη δεικνύει τεκμηριωμένα τη σχέση της εκδοτικής και λογοτεχνικής κίνησης με τα ευμετάβλητα ιστορικά, πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα του Μεσοπολέμου. Φέρει στην επιφάνεια τις υπόγειες δυνάμεις που καθιστούν το διανοητικό μια μικρογραφία του ευρύτερου ελλαδικού πεδίου και παρακολουθεί εποπτικά την επικοινωνία με το Αθηναϊκό Κέντρο και τους τρόπους με τους οποίους τα δύο περιοδικά διαμοθών την αισθητική αντίληψη της ιρακλειώτικης αναγνωστικής κοινότητας της εποχής. Και αυτό το βιβλίο όπως και το προηγούμενο είναι σημαντικό όργανο τόσο για το μελετητή της τοπικής ιστορίας όσο και για το μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας γενικά. Παράλληλα οι εμπεριστατομένες και σύγχρονες βιβλιογραφικές αναφορές φοράς. Σημαντικό προσόν και όχι συνήθες σε επιστημονικά κείμενα είναι ότι και τα δύο συνδυάζουν την τεκμηριωμένη επιστημονική έρευνα με την ελκυστική γραφή κάτι που οπωσδήποτε οφείλεται στο συγγραφικό τάλαντο του καρτσάκι αλλά επίσης και στο τάλαντο του δασκάλου. Με αυτή του την ιδιότητα θα τον γνωρίσουμε στο τρίτο του βιβλίο του δασκάλου της τάξης. Εκείνο, νομίζω, τοποθετεί περισσότερο ο ίδιος τον εαυτό του. Για αυτή τη φαινομενικά απλή ιδικότητα του δασκάλου απαιτούνται πάμπολες αρετές οι οποίες ενυπάρχουν στην προσωπικότητα του Αντώνη Καρτσάκη και αποκαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό στο τρίτο του βιβλίο. Το βιβλίο στον ανήσυχο μαθητή μου που κυκλοφόρησε το 2015 επίσης από τις εκδόσεις της Εστίας έχει τη μορφή μιας μακράς, ανοικτής επιστολής προς τον ταραξία μαθητή. Στην πραγματικότητα όμως παραλείπτες είμαστε όλοι. Μαθητές, δάσκαλοι, γονείς, όσοι μετέχουμε στο πολύπλοκο σύστημα της εκπαίδευσης, όσοι αγωνιούμε για την παθογένειά της, όσοι πιστεύουμε στην ύψιστη αξία της. Γνήσιο και βιωματικό το βιβλίο αυτό καταθέτει σκέψη και ζωή 35 χρόνων μέσα στην τάξη και φωτίζει πτυχές της εκπαιδευτικής μας πραγματικότητας, τις οποίες ο επιστημονικός λόγος αγνοεί ή αδυνατεί να συλλάβει. Ένα βιβλίο με βαθιά γνώση, χιούμουργη φαντασία, εξομολογητικό και ειλικρινές. Χωρίς εξιδανίκευση και ωραιοποίηση, γεμάτο ανασφάλειες και παραδοχές προβλημάτων και λαθών. Ο Καρτσάκης είναι ένας πολύ καλά διαβασμένος δάσκαλος, όπως πιστοποιούν οι πλούσιες βιβλιογραφικές αναφορές και οι ενσωματωμένες στην αφήγηση σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, αλλά και μια ανατρεπτική ταυτόχρονα φύση που αναιρεί όταν χρειάζεται τους κανόνες και χωρίς να φαίνεται διατρέχει και ανατρέπει όλο το αναλυτικό πρόγραμμα γυμνασίου και ηλικίου. Είναι μια άγρυπνη συνείδηση με διαρκή διαιρώτηση για την αξία και το ρόλο του σχολείου και του δασκάλου με στη γοργά μεταβαλόμενη και ανεπεξέργαστη εποχή μας. Ένας δάσκαλος με ηθικό ανάστημα, υψηλό αίσθημα ευθύνης και αποστολής και με συνέπειες στις αρχές του. Χωρίς καμία έπαρση αλλά εξαιρετικά σεμνός παρά τη μεγάλη αποδοχή που γνώρισε. Βαθιά ανθρώπινος με διάπηρη αγάπη για τους μαθητές του, διδάσκων α ή και διδασκόμενος από αυτούς. Ένας δάσκαλος που εξακολουθεί να ονειρεύεται το σχολείο που θα καταφέρει να αναμορφώσει την υποταγμένη κοινωνία μας. Το σχολείο που θα δυναμώσει τα φτερά του ανήσυχου μαθητή και θα τονωθήσει σε ελεύθερες πτήσεις. Ένας πραγματικά ανήσυχος δάσκαλος που απ' όποια θέση και αν υπηρέτησε το δημόσιο σχολείο το τιμήσε αληθινά. Για το βιβλίο αυτό σου οφείλουμε όλοι, Αντώνη Καρτσάκη. Για την πείρα που καταθέτεις, για την αγωνία που μοιράζεσαι μαζί μας, για το παιδαγωγικό ήθος που μας διδάσκεις. Για την αλήθεια με την οποία άνοιξες την τάξε σου σε εμάς που συχνά κρατάμε καλά κλεισμένη τη δική μας. Σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά με την υπέροχη οικογένειά σου και σου παραχωρώ το λόγο. Τι να πω, αν πιστέψετε όλα αυτά βέβαια, τότε εγώ είμαι πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος. Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, καλημέρα σας, χρόνια πολλά. Εύχομαι η αναστάσιμη χαρά να γεμίσει τα σπιτικά μας. Έχω πολύ χαρά που είμαι εδώ, νιώθω πολύ τιμή. Θα ήθελα προκαταρτικά να αφιερώσω την ομιλία αυτή στον αίμνηστο Στυλιανό Λεξίου, από τον οποίο έμαθα πολλά, και σε μια φίλη, τη Λίτσα Αστρινάκη, γιατρό στην Αθήνα, η οποία έφυγε σήμερα στις 5 το πρωί. Ο τίτλος μου, λογοτεχνικό Ιράκλιο του Μεσοπολέμου, ένα διανοητικό πεδίο ανοιχτών οριζόντων. Θα μπω στο θέμα μου ευχαριστώντας πρώτο τη Διάνα Μανουρά, την αγαπημένη φίλη και συνάδελφο για τα τόσο κολακευτικά που είπεν. Σας είπα, μακάρι να ήμουν αυτός. Να ευχαριστήσω από καρδιά στην Ιράκλια Πρωτοβουλία για τις γνωστικές εμπειρίες που μας προσφέρει αυτόν τον καιρό, συναρμολογώντας ψηφίδα-ψηφίδα την ιστορία της πόλης και να έρθω να προσθέσω τη δικιά μου ψηφίδα στον Μεσοπόλεμο. Έχω εξαρχής ένα ενδιασμό ότι θα πω πράγματα σε πολλούς γνωστά. Ότι θα σας φορτώσω με ονόματα και γνωλογίες. Ελπίζω να μην υπερβώ το χρόνο στο 40 λεπτο να αρχίσετε να χτυπάτε τα έδρανα. Και η ελπίδα μου επίσης είναι ότι, με τα λόγια του βυζαντινού λογίου, γνώσιν της αγνώουσιν, μνήμη της γιγνώσκουσιν και πάσα νοφέλια πάση. Αρχίζω με απόσπασμα από τον αγαπημένο Χριστόφορο Λιοντάκη από τη λογοτεχνία Ηράκλειο. Άσιο των Γκρίνων που λες και μεταφέρθηκε από τις στιχογραφίες στις περίκλειστες αυλές και στους υπέθρειους χήπους. Και ο θόρυβος του αεροπλάνου που τους εξήπνησε υπενθυμίζει πως εδώ, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, επινοήθηκε η πρώτη πτάμενη μηχανή. Μια πόλη δίπλα στην Κονωσό. Μια πόλη που από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας είναι στενά δεμένη με την πίηση. Η Ιράκλειο μια απαλήμψη στην πόλη λοιπόν, στενά δεμένη θα έλεγα με τη λογοτεχνία που απαιτεί αλλεπάλληλες αναγνώσεις αφού η πόλη μας εκτός από πολύ σύνθετη ηλυχή υπόσταση είναι και προϊόρμιας πολύ πλούσιας ιστορικής διαδρομής. Αρχίζω με τη διασάφηση των όρων. Διανοητικό πεδίο, πνευματικό πεδίο το λέω στον τίθελο, διανοητικό είναι το σωστότερο, μας οδηγεί στον ορισμό του Pierre Bourdieu, του Γάλλου θεωρητικού, ο οποίος ορίζει το πεδίο ως χώρο όπου αλληλεενεργούν δυνάμεις αντίρωπες. Τέτοιο είναι το Ιράκλειο του Μεσοπολέμου. Ένα πεδίο αλληλομαχόμενων δυνάμεων. Ο Μεσοπόλεμος μας είναι γνωστός. Είναι το μεσοδιάστημα του Διοπολέμου συμβατικά από το 1920 ως το 1940. Είναι ο πνευματικός μας πρόγωνος. Μια εποχή ανακατατάξεων κοινωνικών, ιδεολογικών και αισθητικών. Το ενδιαφέρον και το τραγικό για τη χώρα μας είναι ότι ενώ η Ευρώπη μετά το 1918 προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, η χώρα μας μπαίνει ως γνωστόν σε μια νέα περιπέτεια στο μικρασιατικό. Για τη χώρα μας ο πόλεμος συνεχίζεται ως το 1922 και μέχρι σήμερα μας κληρονομεί το 1922 το τραύμα αυτό το εθνικό. Ο στόχος μου λοιπόν είναι να ανασυνθέσω την εικόνα της πόλης στην περίοδο αυτή μέσα από το λόγο. Για την ακρίβεια μέσα από την τέχνη του λόγου, τη λογοτεχνία. Να δείξω πώς άνθρωποι, καθημερινοί σαν και εμάς, έβαλαν την περίοδο αυτή την εποχή αυτή τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικά στη ζωή τους, παραχώρησαν χώρο. Και να δείξω μέσω του λόγου βέβαια πάντα ότι στην πόλη αυτή λειτουργεί ένα διανοητικό πεδίο ανοιχτών οριζόντων. Δείκτης μου στην πορεία αυτή θα είναι τα περιοδικά, τα λογοτεχνικά περιοδικά ή λογοτεχνία. Πιστεύω πάντα ότι η λογοτεχνία μας οδηγεί σε μια διαφορετική ανάγνωση, πολύ γοητευτική για μένα, της κοινωνίας. Ελπίζω να φανεί. Τώρα, γιατί εστιέσαι στα περιοδικά. Τα περιοδικά, τα λογοτεχνικά, μας βοηθούν να μελετήσουμε το λόγο και μέσα του λόγου τον τόπο. Τα περιοδικά, όπως ξέρετε, διαφέρουν από τα βιβλία. Εδώ βλέπετε μια άποψη του Χαράλα Μπουκαράουγλου, μελετητή των περιοδικών. Τα βιβλία αποτυπώνουν τη συλλογική έκφραση. Συγγνώμη, την προσωπική έκφραση, ενώ τα περιοδικά τη συλλογική. Το περιοδικό είναι απόπειρα, άνοιγμα σε νέα είδη γραφής. Στο βιβλίο, ο συγγραφέας μονολογεί. Στο περιοδικό είναι αναγκασμένος να διαλέγεται. Και βέβαια, τα περιοδικά διασώζουν τον παλμό, τη θερμοκρασία, θα έλεγα, στιγμών ιστορικών στιγμών και αυτό, νομίζω, θα φανεί στα περιοδικά του Ηρακλίου. Επίσης, στις αρχές του 20 πιο νεοτερικό στοιχείο της πνευματικής μας ζωής και συνισθούν τον αποκλειστικό αγωγό νέων ιδεών προς τον ελληνικό πνευματικό χώρο. Κάποια από αυτά κατόρθωσαν να δραστηριοποιήσουν τοπικές κοινωνίες και να παρέμβουν στην πνευματική ζωή. Περιπτώσου του τύπου αυτού, έχουμε στο Ηράκλειο του Μεσοπολέμου. Το Ηράκλειο του Μεσοπολέμου είναι μια πόλη που σφίζει από ζωή, όπου η οικονομία αλλά και το πνεύμα ανθούν. Οι αφετηρίες της άνθισης αυτής βρίσκονται πολύ πίσω στην αλλακήρυξη της αυτονομίας το 1898. Ακούσαμε πολλά εδώ από τον Μανώλη Δρακάκη και από τον Γκλαιάνθη Σιδηρόπουλο για την οικονομική ευρωστία της πόλης στην περίοδο αυτή. Βασική μέρημνα από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, 1898-1813, τροφοδοτεί μια αξιόλογη πνευματική κίνηση σε όλες τις πόλεις της Κρήτης. Από τις αρχές του αιώνα λειτουργούν δραστήριοι φιλολογικοί σύλλογοι όπως ο Χρυσόστομος στα Χανιά και βιβλιοθήκες όπως η Βικελέα στο Ηράκλειο και η Αθηνά στα Χανιά. Η Βικελέα πήρε το όνομά της στους γνωστών από το 1908 από τη δωρεά του Βικέλλα, εντυπωσιασμένος ο συγγραφέας από τις πόλεις της Κρήτης. Στα χρόνια αυτά αρχίζει η εισβολή ευρωπαϊκών ιδεών και ηθών. Ανάγλυφα μας έδωσε αυτά τα ήθη, τα εισαγόμενα ο Γιάννης Ζαϊμάκης εδώ. Και στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται μια νέα γενιά με ζωηρά πνευματικά ενδιαφέροντα που βρίσκει την έκφρασή της σε νέους συγγραφείς με αντιπροσωπευτικότερη εκείνη του Νίκου Καζαντζάκη. Καζαντζάκη αρχίζει το 1906 την εκδοτική του πορεία, εκδίδει τότε το Office και Κρίνο, το χαρίζει μάλιστα στην ΤΟΤΟ, δηλαδή στη Γαλάτια, εποχή του μεγάλου έρωτα. Εδώ είχε σταματήσει ακριβώς ο αγαπητός φίλος ο Μπεν, στην ομιλία του εδώ. Την ίδια χρονιά εκδίδεται, το 1906 εννοώ, η Κρητική ΥΩΣ, ένα περιοδικό το οποίο λογοκρίνεται. Προσέξτε, αν και έχει μεσολαβήσει η Σύμβαση της Χαλέπας το 1878 και στην ουσία υπάρχει ελευθερία του τύπου, ο νόμος δεν εφαρμόζεται ή τουλάχιστον αναπόκειται στην Καλή Βούληση των Αρχών Κατοχής, των Μουσουλμάνων. Το Ιράκλειο είναι ακόμα μουσουλμάνικο, καθεχόμενη πόλη, έτσι η Κρήτη. Λοιπόν, επομένως έχουμε την Κρητική ΥΩΣ λογοκρυμμένη τα χρόνια αυτά, η οποία όμως έχει ενδιαφέρον περιεχόμενο και έχει εκδίδεται από ομάδα νέων. Ο Εμανόηλ Μελισίδης φέρεται ως εκδότης και λίγο αργότερα, 1908-1911, την Κρητική Στοά του Γιάννη Μουρέλλου. Τεύχη της Κρητικής Στοάς. Η δυναμική των ιδεών που σημειώνεται, πρέπει να πω ότι στην Κρητική Στοά δημοσιεύει ο Πέτρος και η Πεθρούλα Ψιλορίτη, είναι ο Νίκος Καζαντζάχης και η Γαλάτη Αλεξίου. Και η Κρητική Στοά είναι εκπληκτικό αυτό. Δημοσιεύει πείημα του Καβάφη, Μάρτυ ΑΙΔΙ, όταν ο Καβάφης δεν έχει αναγνώριστη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η δυναμική των ιδεών που σημειώνεται την περίοδο αυτή είναι ο πρώτος λόγος της πνευματικής ανάπτυξης. Ο δεύτερος ήταν το 1922. Η μεγάλη καμπή στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Το κύμα των προσφύγων που έφτασαν από τη Μικρά Ασία, είχε καταλυτικές συνέπειες για τη δομή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η κατάρευση της μεγάλης ιδέας, ο κλονισμός της αστικής ιδεολογίας και ταυτόχρονα η διεθνής οικονομική κρίση και η πολιτική αστάθεια θα επηρεάσουν τον κοινωνικό προβληματισμό και θα τροφοδοτήσουν μια προοδευτική συνισθόσα στο χώρο των ιδεολογικών αναζητήσεων της εποχής. Η πνευματική άνθηση του Ηρακλίου στα χρόνια που εξετάζομαι θα συνδεθεί με την οικογένεια Αλεξίου. Είναι γνωστή συνάντηση στο κράσι του 1912 και ειδικότερα με τον Λευτέρι Αλεξίου, όταν επιστρέφοντας ο τελευταίος από την Αθήνα στο Ηράκλειο το 1922, οργανώνει το γνωστό μας στούντιο στον Αραστά. Είναι γνωστά τα γεγονότα, θα τα παρακάμψω, έχω μόνο την άποψη του Χένρι Μίλλερ, του Αμερικανού συγγραφέα που επισχεύτηκε το Ηράκλειο το 1940 κατά προτροπή του Γιώργου Κατσίμπαλη από την Αθήνα και που δηλώνει αυτά που γνωρίζουμε όλοι. Στον χώρο αυτό σύγχναζαν οι μορφωμένοι της πόλης, όσοι ανήκαν στον κύκλο του περιοδικού νεοελληνικά γράμματα του Μουσείου Ηρακλίου Σπύρος Μαρινάτος, ο ποιητής Γιάννης Γιανακουδάκης με ψευδώνυμο Πέτρος Στυλίτης, ο πεζογράφος Βελισσάριος Φρέρης, ο φιλόλογος ποιητής Μιχάλης Αναστασίου, ο αρχιτεκτον Τάκης Κυριακός, ο εγκατιστημένος στο Ηράκλειο Γερμανός ελληνιστής Νάθαν Μπλουτράιχ και άλλοι. Το στούντιο επιχέπτονταν επίσης περαστικοί από το Ηράκλειο ο Νίκος Καζαντζάκης. Είναι περιορισμένη η παρουσία του Καζαντζάκη και στα δύο περιοδικά που θα εξετάσω γιατί λείπει από το Ηράκλειο. Είναι στο Ηράκλειο μόνο στα χρόνια 23-25, στα υπόλοιπα Γαλλία, Έγινα κλπ. Πάλι άποψη του Μίλλερ και άποψη του Μηνάδη Μάκη για το στούντιο από τα νεαρότερα μέλη. Το επιχέπτονται λοιπόν περαστικοί όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Μάρκος Σαβιέρης, ο Βάσος Δασκαλάκης, σύζυγος της Έλης Αλαξίου και ο Ιταλός Αρχαιολόγος Δώρο Λέβη. Στην δεκαετία ακόμη του 30 το στούντιο αποτελεί πόλο έλεξης των πνευματικών ανθρώπων της πόλης. Περιχνάζουν και οι νέοι ποιητές, ο Μηνάς Δημάκης που είπαμε, Άρης Δικτέως, η Θάλια Καλιγιάννη, θα τη δούμε παρακάτω, ποιήτρες όπως η Μαρίνα Μιλιολοδιδάκη, Κατίνα Τατσαρωνάκη, αδελφές Αλέκα και Κατίνα Παΐζη, η Χρυσούλα Μπιζάκη, ο γεωπώνος ποιητής Κώστας Καφάτος, ο έμπορος ποιητής Μύρων Γουναλάκης, η πιανίστα Ελένη Σπανδονίδη και άλλοι. Τα καλοκαίρια του χέρι βρίσκονται συνεχώς στο στούντιο οι αδελφές Αλεξίου, Γαλάτια και Έλλη, καθώς και ο Μάρκος Σαβιέρης, σύζυγος της Γαλάτιας. Εδώ έχουμε μια τελευταία άποψη του Χέρι Μίλλερ για τον Αλεξίου. Μιλούσε, ο Λεξίου, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ρούσικα, πρωτογαλικά, τουρκικά, αραβικά, ελληνικά στην Καθαρεύουσα, την Αρχαία. Ήταν συνθέτης, ποιητής, φιλόλογος και αεραστής του καλού φαγητού και του καλού ποτού. Άρχισε, ρωτώντας με, για τον Τζέιμς Ζόις, τον Διε Σέλιο, τον Ολδο Ήτμαν, τον Ανδρέας Ζίν, τον Μπρετ Γιόρτς, τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Έπιασα το κεφάλι μου. Τον ανθρώπον αυτόν, εκτός από το στούντιο, γίνονταν σε μέρη τα οποία συντήρησαν για χρόνια πολλά τις μνήμες των ανθρώπων, των προσώπων και των πραγμάτων. Στο Ισσόγειο της Βιχελέας Βιβλιοθήκης με έφορο τον Μανώλη Αποστολίδη, τον Ρεζεντάρι Χατζιδά και τον Πέτρο Χρήστου. Στο φαρμακείο του Χαρύλεου Στεφανίδη της 25ης Αυγούστου, όπου σύγχναζαν οι Βελισσάριος Φρέρης, Μιχάλης Αναστασίου, Τάχη Χηριακός και οι συνεργάτες των Ελληγιών Γραμμάτων. Ένα φαρμακείο κάτσαντο φίλου μας του Γιάννη Κουλουβεράκη. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τους Σπυρίδων Αμαρινάτο, Νικόλο Απλάτον, Πέτρο Χρήστου. Στα βιβλιοπολία του Σπύρου Αλεξίου, του Αλικιώτη, του Κοκκινάκη, του Στυλιανού Αλεξίου, τον οποίο διαδέχθηκε ο Λευτέρης Αλεξίου. Στη δυναμική του χώρου εγγράφονται και τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής. Την πληροφορία ο φίλος τον Στυλιανό Αλεξίου. Το σπουδαιότερο φαίνεται να ήταν εκείνο της δραστήριας χανιώτης σας, Θάλιας Καλιγιάννη, με πλούσιο ηρακλειώτη δερματέμπορο. Η Καλιγιάννη είναι μια ενδιαφέρουσα μορφή, μια γυναίκα με πολύ πείσμα, με πολύ εξυπνάδα και πολύ ομορφιά. Πάλεψε πάρα πολύ να κρατήσει ένα περιοδικό του παρακάτω, τρία χρόνια το συντήρησε και ίσως αξίζει για αυτήν μια μονογραφία κάποτε. Ένα σημαντικό σταθμό στην ανάπτυξη της φιλολογικής και καλλιτεχνικής συντροφιάς στην πόλη του Ηρακλείου ήταν η Καλλιτεχνική Συντροφιά με επικεφαλής τον Βελισσάριο Φρέρι. Το σωματίο αυτό διαλύθηκε με απόφαση του πρωτοδικίου Ηρακλείου το 1932 για άγνωστοις λόγους. Έχουν κάποιες υπόνοιες, ήταν αριστεροί οι συντελεστές του κλπ. Φύγανε και από το Ηρακλείο, αλλά δεν ξέρω. Επίσης η πνευματική κοινότητα Ηρακλείου, σύλλογος που ιδρύθηκε το 1930 από διενοούμενος της πόλης και στεγάστηκε από το 1931 σε ένα πατάρι με έργα τέχνης και πολλά βιβλία στην οδό Μαρτύρων. Πιο αργά λέει η γυναίκα μου, αλλά εγώ θέλω να μη σας φάω το χρόνο, δεν ξέρω. Τα μέλη της μεταξύ των οποίων η Έλλη δασκαλά και Ελεξίου, Πέτρο Στυλίτης, Γιάννης Φακιαννάκης, Βελισσάριος Φρέρις, Άρης Χατζιδάκης, Θάλε Καλιγιάννης, Σοφία Μαριώτου συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή πρωί και ανέλιαν τα σημαντικότερα ελληνικά και ευρωπαϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Εδώ έχουμε μια φωτογραφία στο κράσιο του Αλεξίου από το 1912. Προκειμένως, η πνευματική κοινότητα, η κοινότητα, τι κάνανε, διαβάζανε και σχολιάζανε από κοινού. Η πνευματική κοινότητα ξαναζωντανεύει, ύστερα από τρία χρόνια, με το φιλολογικό σαλόνι του Λευτέρια Αλεξίου, τη Λέσχη Ιρακλίου και τη Λέσχη επιστημόνων Ιρακλίου. Καπά το θέατρο, ήταν πολλές οι παραστάσεις της Χιβέλης, στη μουσική, η οποία στην ποιοδοχή της έκφραση αντιπροσωπεύεται από το δείο Ιρακλίου, παράρτημα του ελληνικού οδείου Αθηνών. Όπως πληροφορούμαστε από τα νέα των εφημερίδων, συναυλίες δίδονταν συχνά στο κοινηματοθέατρο Πουλακάκη, με έργα Βιβάλτη, Μπετόβεν, Χέντελ και άλλων. Οι συναυλίες του Πλάτωνα, του Χουρμούζιου, Ταρεστάλτου και ενέστερων. Συναυλίες κλασικής μουσικής δίδονταν και από αθηναίους καλλιτέχνες, όπως η Ελένη Σπαντωνίδου, η Μαρίκα Παπαϊόνου και άλλες, με εντυπωσιακή συμμετοχή του κοινού. Το μεσοπολεμικό Ιράκλειο αγαπά επίσης τη ζωγραφική. Εκτός από τον Νίκο Λιδάκη, τον Ντάκη Καλουμούχο, θα τους δούμε παρακάτω με αισκήτσα στα περιοδικά, και ο Ευαγγέλος Μαρακογιαννάκης, αυτοδίδακτος αγιογράφος, εξέθεταν συχνά τα έργα του στο ισόγειο της Βιγελέας Βιλιοθήκης. Από τα τέλη του 1938, ο σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης, υπήρξε μια έντονη παρουσία στην πόλη. Ερχόταν από τη Βιέννη και κουβαλούσε στις αποσκευές του μια περίεργη για το κοινό της εποχής τέχνη. Σκηνογράφος, σκηνογράφος, μυστήριο πράγμα. Δηλαδή τι πάει να πεις σκηνογράφος, ρωτούσαν οι Ιρακλειότες και κανείς δεν μπορούσε να δώσει απάντηση. Η έκταση χεινογραφίας του Ανεμογιάννη απολώθηκε το 1939 σε δυο έθισες της Βιγελέας και ήταν μια από τις τελευταίες καλλιτεχνικές αναλαμπές του προπολεμικού Ιρακλείου. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Μέσα στο πνευματικό αυτό κλίμα αναφύονται τα λογοτεχνικά περιοδικά. Εντάσσονται στην κινητικότητα που παρατηρείται το Μεσοπόλεμο σε όλα τα επίπεδα και οι οποίες τα ανακλάται στο πνευματικό χώρο ως έτοιμα ανανέωσης και εξυγχρονισμού. Το πρώτο, τα ελληνικά γράμματα εκδόθηκαν σε 21 τεύχη από τον Οκτώβρη του 1926 ως τον Ιούνιο του 1928. Μπορούμε να δούμε διάφορα τεύχη. Σκίτσα του Λιδάκη. Διαφημίσεις όχι από την αρχή βέβαια. Εκθώτης και διευθυντής ήταν ο Γιάννης Μουρέλος από τον Μυραμβέλο Λασιθείου που έδρασε στο Ιράκλειο ως ιστορικός και κυρίως ως άνθρωπος του τύπου. Δίφθυνε τρεις εφημερίδες. Πρόθεση του ήταν η έκδοση ενός καθαρά λογοτεχνικού περιοδικού. Το τονίζει πολλές φορές στο προγραμματικό σημείωμα. Ο λόγος είναι ότι τα χρόνια αυτά, 26-28, υπάρχει έντονος ιδεολογικός αναβρασμός, υπάρχει ένας διπολισμός ιδεαλισμού-μαρξισμού, έντονη διαπάλη, έντονη πόλωση και θαρά λογοτεχνικό περιοδικό. Δεν νομίζω ότι το κατόρθωσε. Οι ιδέες παρουσφρύουν στα κείμενα μέσα. Θα το δούμε στη συνέχεια. Ποια ήταν η υποδοχή του περιοδικού αυτού? Δυστυχώς πολύ λίγα στοιχεία διαθέτουμε. Δεν έχει αρχείο για τη κυκλοφορία των ελληνικών γραμμάτων. Γνώση που θα μας έδινε εκτός τον άλλο μια ένδειξη των διακοιμάσεων σχέσεων στις σχέσεις λογοτεχνίας-χεινού. Είναι γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό είναι περιορισμένο και οι προτιμήσεις του στρέφονται στα δημοφιλή, εύπεπτα αναγνώσματα, όπως τα ισαγωγικά λιστρικά αναγνώσματα, τα σαχλεπίσαχλα ψεύτικα ηθικοθρησιαυτικά κείμενα για την Κασιανή, ή τα γαργαλιστικά αναγνώσματα για τα χαρέμια του Σουλτάνου και τις καρσονιέρες των Παρισίων γεμάτα βούρκο και λάσπι και χασίσι. Αυτά λέει ο Γιώργος Θεοτοκάς που επικρίνει δριμήτατα το αναγνωστικό κοινό της εποχής. Στρέβονταν επίσης και σε οικογενειακά περιοδικά, όπως το Excelsior, το Bouquet, η Μάσκα, το Φαντάζιο. Εδώ βλέπετε τα σπουδαιότερα οικογενειακά, όπως χαρακτηρίζονται περιοδικά της εποχής. Η γενιά μου γνώρισε μόνο το Θησαυρό, αν δεν κάνω λάθος, και το Ρωμάντζο. Λοιπόν, έχει πολύ ενδιαφέρον ότι τα περιοδικά αυτά δημοσιεύουν λαϊχήλη βέβαια, ρωμάντζα, αλλά και μεταφράσεις αξιόλογων έργων ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Με εντυπωσία σε μία πληροφορία που μου έδωσε ο Στυλιανός Αλεξίου ότι διάβαζε τα περιοδικά αυτά, την οικογένεια διάβαζε, έμπαινε στο σπίτι του και από τα διαβάσματα της μεταφράσης της οικογένειας του γεννήθηκε η έφεση προς τον μεσεωνικό κόσμο. Στις στείλες των ελληνικών γραμμάτων εμφανίζονται με ποιητικά τους έργα πολύ και αξιόλογοι ποιητές. Στη δύχρονη ζωή του το περιοδικό φιλοξένισε συνολικά 400 περισσότερα από τα οποία ήταν πρώτες δημοσιεύσεις. Οι ποιητές αυτοί καλλιεργούν το μικρό λιρικό ποιήμα και ακολουθούν τους παραδοσιακούς κανόνες μετρικής. Σε όλα τα πρωτότυπα ποιήματα η σχήχη είναι ομοιοκατάληκτη, ισοσύλαβ με επιμελημένη μορφή, δυστυχώς δεν σας έχω στήφους εδώ να μη σας κουράσω, έχω μόνο τα ονόματα των ποιητών. Είναι συνήθως μεγάλα τα ποιήματα τους. Ενδιαφέρουν, παρουσιάζουν και μεγάλες ποιητικές συνθέσεις όπως αποσπάσματα από την τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη και Νικηφόρος Φωκάς, με πλούσια επιλογικά σχόλια, απόσπασμα επίσης από την Οδύσσια του ίδιου του ίδιου πριν δημοσιευτεί η Οδύσσια, βέβαια, και σε πέντε συνέχειες το λιρικό δράμα «Ιρακλής και ομφάλι» του Λευθέρη Αλεξίου. Με πεζογραφικό έργο και κατά συχνότητα δημοσιεύσεων εμφανίζονται οι Βελισάριος Φρέρις, Γιάννης Μουρέλος, Αντώνιος Ιαλούρης, Σοφία Μαριότου, Έλια Δασκαλάκη Αλεξίου, Νίκος Καζαντζάκης, Λευτέρης Αλεξίου, Γαλάτια Καζαντζάκη, Παντελής Πρεβελάκης, Δέλη Βασίλης, Αμαριότου κλπ. Εδώ έχετε πάλι μερικούς από τους πεζογράφους. Τα κείμενα αυτά χαρακτηρίζονται από έναν ανθρωπισμός, ο Μάριο Βίτη, καθώς οι ήρωες δρούν σε ένα μελαγχολικό σκηνικό με αντίμαστε την καθημερινότητα, καθώς οι εξωτερικές δυνάμεις φυσικές και κοινωνικές ή εσωτερικές υπαρρορμήσεις περιορίζουν την ελευθερία τους. Η ιστορία, η ιστορία ειδικά αποτελεί υπόβαθρος σε πολλά αφηγηματικά κείμενα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, νομίζω, έχει η θεματοποίηση του μικρασιατικού, το περιοδικό Βιάννη του 20. Είναι έντονο ακόμα και εντόπισα τουλάχιστο 10 διηγήματα, αρκετά ενδιαφέροντα, τα οποία θεματοποιούν ακριβώς αυτό το ζήτημα. Και, μάλιστα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάτι γνώμου, έχει ο τρόπος με τον οποίο το χειρίζονται. Δηλαδή, οι χαμηλών τόνων, έτσι ίσονες θα έλεγα, αυτοί οι πεζογράφοι, χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία ως ένα συμφιλιωτικό μέσο να συμφιλιώσουν τους γυγενείς με τους πρόσφυγες. Θεωρούν τους πρόσφυγες όλοι θύματα των καταστάσεων. Προσπαθούν, λοιπόν, να τους παρουσιάσουν ως αναξιοπαθούντες. Είναι διαφορετικοί οι πρόσφυγες, αλλά δεν είναι ξένοι, είναι Έλληνες. Είναι πολύ εντυπωσιακά τα στοιχεία τα οποία αποκομίζει κανείς από τα κείμενα αυτά. Οι μεταφράσεις αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα της ύλης του περιοδικού. Ο Βάσος Νασκαλάκης μεταφράζει μεγάλο μέρος του έργου του Νορβηγού συγγραφέα Knut Hamsun. Ο Knut Hamsun ήταν ένας συγγραφέας πολύ στη μόδα της εποχής, είχε μεταφραστεί στην Ελλάδα, κυκλοφορούσε. Ήταν ο αγαπημένος συγγραφέας της εποχής, καθώς θεματοποιούσε την τάση φυγής, αυτή που ονομάστηκε αλητογραφία. Ο αλήτης ήταν το ιδανικό της εποχής, όπως αργότερα ο γύφτος, νωρίτερα μάλλον ο γύφτος, τον Παλαμά, σύμβολο της ελευθερίας. Μεταφράστηκε λοιπόν ο Hamsun και άρεσε πάρα πολύ στο ελληνικό κοινό. Μεταφράζονται επίσης οι James Joyce, Gabriel Danuzio, ο Joseph Addison, Augusto Rodin, Margarita Giursenar και άλλοι. Ίσως είναι βαρετό βέβαια να ακούμε ονόματα, σας φοβαρτίζομαι ονόματα, ποιοι και τι. Αλλά ας σταθούμε στο τελευταίο, στα τελευταία ονόματα. Το ότι μεταφράζεται στο Ιράκλιο, το 1926-27, ο James Joyce, αυτός ο μεγάλος πεζογράφος διεθνούς φήμεις με τον Οδυσσέα, σύμβολο πια, το ότι μεταφράζεται, αν παραλείψω τον Rodin και τον Addison, η Margarita Giursenar. Αυτό το σύμβολο της κορυφαία πεζογράφος και ποιήτρια της γαλλικής λογοτεχνίας. Το ότι είναι η πρώτη γυναίκα που έσπασε μια παράδοση 300 ετών και μπήκε στη Γαλλική Ακαδημία το 1980. Νομίζω ότι το ότι το Ιράκλιο μεταφράζει τέτοιους ανθρώπους δείχνει πολλά το περιεδικό αυτό. Δείχνει, καταρχήν, ότι υπάρχει έναν κοινό το οποίο μπορεί να αποδεχθεί αυτά τα πράγματα. Εδώ έχουμε τις σχέσεις του περιεδικού αυτό με άλλα έντυπα που επίσης δείχνουν την εμβέλειά του. Φτάνει μέχρι το γαλλικό Libre του Louis Roussel και βέβαια το φιλότεχνο του Βόλου, την νέα επιθεώρηση, την αναγέννηση του Γλυνού, έχει μια σαφή προοδευτυχητά στο περιεδικό. Συγγνώμη, με τις μεταφράσεις λοιπόν είπαμε, τα κριτικά κείμενα που ασθεγάστηκαν στο περιεδικό ασχήθηκε μια ελεύθερη λογοτεχνική κριτική που δεν αποκλεί τον αντίλογο και δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Θα ήθελα να αναφερθώ μόνο σε μια περίπτωση έτσι κριτικών κειμένων. Γιατί, ξέρετε, η νευραλγικότερη στήλη των περιεδικών είναι αυτή των κριτικών κειμένων. Είναι ακριβώς ιδεολογία και στίγμα του περιεδικού. Εδώ λοιπόν έχουμε μια περίπτωση του Λευτέρια Λεξίου, όπου ο ποιητής κριτικός αυτός δημοσιεύει στο περιεδικό μια σειρά άρθρων που προσεγγίζουν, είναι εκπληκτικό για μένα το να το διάβασα, την πολύ μεταγενέστερη για μας, το πολύ μεταγενέστερο είδος της συγκριτικής λογοτεχνίας. Είναι τέσσερα κείμενα. Σχολιάζω για παράδειγμα τον Δραγούμης Καζαντζάχης, όπου καταλογίζει αντιφατική συμπεριφορά και ιδεολογική σύγχυση στον νεοειδεάτη, διάβασε αριστερό, τότε Καζαντζάχη. Με πολύ κριτική τόλμη θα έλεγα. Στο Σικελιανός Βάρναλις, επισημαίνει το υπερτροφικό εγώ του Σικελιανού και ελέγχει τον Βάρναλι για υπαγωγή της ποιήσεις στην ιδεολογία. Στα κείμενα αυτά ο Λεξίου νομίζω ότι υπερβαίνει κατά πολύ την εποχή του και διαοθετεί μια ακριτική κειμενικού τύπου, η οποία παρακάμπτει τα έργο βιογραφικά συμφραζόμενα προς όφελος της λογοτεχνικής αξίας του έργου. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον περιοδικό, ανοιχτό σε θέματα νεοτερικότητας, ενημερωμένος προς τις εξελίξεις της λογοτεχνίας στον ευρωπαϊκό χώρο, που φιλοξενεί σημαντικούς λογοτέχνες της δεκαετίας του 20, που υπερεύει κατά τη γνώμη τα όρια νέας τοπικής έκδοσης, η δράση του οποίου φέρει τη σφραγίδα των προσώπων και του χωροχρόνου. Γιατί αν αναζητούσε κανείς τις αιτίες ευδοκίμησης του πρώτου αυτού στην ουσία ηρακλειώτικου λογοτεχνικού περιοδικού, θα έπρεπε να ανατρέξει τα πρόσωπα που το πλαισίωσαν και τις συνθήκες τις συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε. Ως προς το πρώτο, τα πρόσωπα. Η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων που αναφέραμε υπήρξε μάλλον καταλυτική. Με βάση μάλιστα την ύλη του περιοδικού, πρέπει να συμφωνήσουμε με την άποψη του Αλέξανδρου Αργυρίου ότι υπεύθυνος της ύλης, πλαγίως, πλυν εμφανώς, ήταν ο Λευτέρης Αλεξίου. Ως προς το δεύτερο, τις συνθήκες. Πρέπει να δεχθούμε ότι η ύλη του περιοδικού φέρει το ύχνος της ιστορίας. Η Οκτοβριανή επανάσταση του 17, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική καταστροφή και γενικότερα η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1922, αλλά και η πνευματική κίνηση της πόλης του Ηρακλείου αποτυπώνονται στις αλλείδες του και παρέχουν από την άποψη αυτή τη δυνατότητα μιας άλλης ανάγνωσης της μεσοπολεμικής κοινωνίας. Και ενώ αυτά συμβαίνουν στην πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία, κατά τη δεύτερη τα πράγματα εμφανίζονται περισσότερο σύνθετα. Ο λογοτεχνικός χάρτης της Ελλάδας είναι πλουσιότερος και οι πνευματικές κινήσεις πολλαπλασιάζονται. Στα χρόνια αυτά εμφανίζεται το Κάστρο 1934-38 ως προσωπικό περιοδικό. Γράφεται και εκδίδεται από τον Λευτέρη Αλεξίου και κυκλοφορεί το Μάγιο 1934, όπως είπαμε, με λυτή και καλέσθητη μορφή, με την πλούσια ύλη από την οποία θα ξεχώριζα τη μετάφραση της Θείας Κωμοδίας, μεταφράση των φρασσουαβυγιών, Κάτουλου, Πολβερλέν, Σίλερ, Γκέτε και άλλων. Πρέπει να πω ότι η πρώτη σειρά του Κάστρου, τεύχη 1-4, έχει εκοωθεί από φωτοτυπική επανέκδοση από το Ίδρυμα Έλλης Αλεξίου με εμπιμέλεια της Ευγενίας Λαγουδάκη. Τεύχη του Κάστρου. Ως προσωπικό επίσης περιοδικό εμφανίζονται τα Φύλλα Τέχνης το καλοκαίρι του 1935. Εκδότης ο Νεαρός, μόλις 18 ετών τότε, ηρακλειώτης ποιητής, Μινάς Δημάκης. Δημοσιεύονται μόνο ποιήματα του εκδότη με τα φράσεις Γάλλων ποιητών, Μποντλέρ, Δεσπο, Λεμπέσκ, κλπ. Τα Φύλλα Τέχνης αγαπήθηκαν για την ποιότητά τους γιατί σε αυτά ο νεαρός ποιητής διοχέτευσε τη γνήσια ποιητική φλεύα του, ποιήματα που συνέβαλαν στην κατοπινή του αναγνώριση. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν οι 12 εφιαλτικές βινιέτες του Άρη Δικτέου, ενώ τα επόμενα χρόνια ακδίδονται από τον ίδιο οι ποιητικές συλλογές Αγνία και Αντιφατικός Άνθρωπος. Ο Δικτέος βρέθηκε για προσκήνιο της ελληνικής πνευματικής ζωής δημοσιεύοντας ποιήματα, κριτικές δοκίμια και παρουσιάζοντας ένα πλούσιο μεταφραστικό έργο. Στις εκδόσεις αυτές θα πρέπει να αθρήσουμε τις λογοτεχνικές σελίδες των εφημερίδων της εποχής. Έχουν πολύ σημαντικές εφημερίδες, η Ανόρθωση, η Δράστα, κριτικά νέα, νέα εφημερίες κλπ. Οι εφημερίδες αυτές έχουν πολύ ενδιαφέρουσα ύλη, έχουν καθιερώσει φιλολογικές σελίδες ακολουθώντας σαθηναϊκές εφημερίδες, δημοσιεύουν ενδιαφέρουσα ύλη λογοτεχνική και μοιράζουν ακόμα και βιβλία, εκμεταλλεύοντας την ατέλεια χαρτιού που είχε παραγορευθεί μετά τον Δεομπρό του Παγκόσμιου Πόλεμου. Στις εφημερίδες αυτές βρίσκομαι πολύ ενδιαφέρουσα ύλη και βέβαια είναι ενδιαφέρον γιατί οι εφημερίδες αυτές σε ευιστοποιούν πολύ περισσότερο, έχουν μεγαλύτερη οπωσδήποτε, απίχηση στο κοινό παρά τα περιοδικά. Η ζωήρια αυτή πνευματική κίνηση, ο Κωστής Παλαμάς μίλησε για πνευματικό θαύμα του Ηρακλείου, οδηγεί σε επικοινωνία με το πνευματικό κέντρο. Μαρτυρούνται συχνές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Τέλος Άγρας, ο Σωτερής Κύπης, ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Αλκιβουργιάννης Ρίτσος, ο Μητής Νικολαϊδης. Όταν, λοιπόν, το Φεβρουάριο του 1936 η Θάλια Καλιγιάννη εκδίδει τις κριτικές σελίδες, υπάρχει ήδη η εκδοτική εμπειρία αρκετών περιοδικών και είναι γνωστά τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπισαν. Κανένα από αυτά δεν μπόρεσε να περάσει τα δυο χρόνια ζωής. Οι κριτικές σελίδες δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό τους, τις νέες υπομνήσεις προς τους συνδρομητές σχετικά με τη συνδρομή τους αποτυπώνουν την οξύτητα του προβλήματος. Μπορούμε να δούμε τ' έυχη του περιοδικού. Αφιέρωμα στο σκίπι. Το περιοδικό πάλεψε, όπως είπα, τρία χρόνια με πείσμα και αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή του. Και του πνίγηκε στην ελληνική επαρχία του 1939. Ύστερα, ήρθε ο άλλος πόλεμος. Ενδιαφέρον, βέβαια, ότι ο πόλεμος που ασκήθηκε σε μια γυναίκα εκδότρια, είναι η πρώτη γυναίκα εκδότρια, και στην Ελλάδα η πρώτη, νομίζω. Έχω μια μαρτυρία εδώ από το περιοδικό. Δεν είναι πολύ σχετικά. Είναι γυναίκα. Και έκαστος, εφ' ο ετάχθη. Να κοιτάξεις το τσουκάλι της και το σπίτι της και να αφήσεις τα περιοδικά. Την εκδότρια πλαισιώνουν αρκετοί Ιρακλιώτες, η Νίκος Καζαντζάκης, Λευτέρης Αλεξίου, Γιάννης Μουρέλος, Τρασίβουλος Σταυράκης, Πέτρο Στυλίτης, Γιάννης Δεληβασίλης, αλλά και νεότεροι, όπως ο Μίνας Δημάκης, Άρης Δικτέος, Άρης Χαζιδάκης και η Έλλη Αλεξίου. Εκπροσωπούνται λοιπόν όλες οι πνευματικές δυνάμεις του τόπου. Τον ίδιο καιρό βρίσκεται στο Ιρακλείο ασέφωρος αρχαιοτήτων ο καθηγητής Σπυρίδων Μαρινάτος, η φιλόλογος και η αδιευθύντια του Παρθαναγωγίου Σοφία Μαριώτου, η αδερφή της Μαρία Μαριώτου, ο ζωγράφος Στάχης Καλμούκος, η εκπαιδευτικός Ελληλεξίου. Όλοι οι συμβάλους δημιουργούν ενός αξιόλογου πνευματικού κλίματος, το οποίο αντανακλάται αποτυπώνεται στις κριτικές σελίδες. Στις στείλες του περιοδικού φιλοξενήθηκαν επίσης σημαντικοί ποιητές, ηρακλειώτες της παλαιότερης γενιάς, νεότεροι ποιητές και πάρα πολλές γυναίκες. Στις στείλες του περιοδικού φιλοξενήθηκαν επίσης σημαντικοί ποιητές, ηρακλειώτες της παλαιότερης γενιάς, ποιητές που συνδέονται με την παράδοση, που επιμένουν στην εξαιρετικά επιμελημένη μορφή και στην αυστηρή φόρμα και παράλληλα ποιητές, και αυτό έχει ενδιαφέρον, νομίζω, επηρεασμένοι από το γενικότερο εξυγχρονιστικό κλίμα. Συναντάμε εδώ το λεγόμενο ελευθερωμένο, όχι ελεύθερο θα έλεγα στίχο, ελευθερωμένο στίχο. Έχουμε λοιπόν παραδοσιακά και μοντέρνα ποιήματα. Λοιπόν, μπορούμε να ακούσουμε κάποια ποιήματα. Τα ονόματα των ποιητών των κριτικών σελίδων. Κάτι να παίζει, μελαγχολία. Είμαστε νέοι, μέσα στη ζωή σ' ακόμα τον Απρίλη. Πίσω μας τέκε το καιρός του θέρου και του τρίγου. Κι υπόθυοι χρυσοφτέρουγοι σε λουλουδένια χείλη, τη γλύκα δεν αιγεύτηκαν και τη δροσιά του μύρου. Κι ωστόσο όλοι βαρύθυμοι και απογοητευμένοι, δυλεί και αναποφάσιστοι κοιτάζουμε τον δρόμο. Κι αρρωδιαβαίνομε σκυφτοί, βουβοί, συλλογισμένοι και μας βαραίνει νιώτι μας καθώς σταυρό στο νόμο. Αρισδικτέως. Ποια κατάρα βαραίνει, ποια αμαρτία του πεπρωμένου ερχόμενες στιγμές, ο ακαθόριστη και τρομερή αισιετία που ανοίγει στην ψυχή βαθιές ρογμές. Αχ, πώς εσάπησεν ο ελώδης αυτός τόπος που η κουκουβάγια μόνο τραγουδεί. Του λυτρωμού καθιερωμένος τρόπος πώς με δηλιάζει ο Θεέμ ο σαν παιδί. Μηνάς Δημάκης, γράμμα σε φίλο στην πρωτεύουσα. Την πλήξη, την καθημερινή μονοτονία, τα πρόσωπα, τα πράγματα τα ίδια που σε κρατούν σαν διάπτω την ανία και σφίγγουνε τα στήθια σου σαν φίδια, νοστάλγησες, λες και όλα τα έχεις λυσμονήσει. Ο θόρυβος πολλής έχει κουράσει, η κίνηση, τα φώτα σ' έχουν απαβδίσει. Ποιος θα σ' ακούσει και δεν θα γελάσει, η πρόθεσή σου ευγενική, θάρρος να δίνεις σε μας που μένουμε στην επαρχία, μακριά απ' τον θόρυβο, τα φώτα και την δίνη της κίνησης σαν διατάραχτη ησυχία. Βλέπουμε λοιπόν παραδοσιακά και παράλληλα μοντέρνα ποιήματα. Θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο για το μηνάδι Μάκη να υποστηρίξω αυτό που είπα στην αρχή ότι αποτυπώνεται ακόμα και στην ποιήση, πολύ περισσότερο στην μεζογραφία, η κοινωνία, οι διαθέσεις της εποχής. Δεν έχουμε εδώ την ιστορία με τις χρονολογίες και τα τεκμήρια της, έχουμε όμως τις διαθέσεις των ανθρώπων. Έχουμε εδώ την απογοήτευση του μηνάδι Μάκη που βιώνει την επαρχία, τον εγκλησμό. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Δημάκης δημοσιεύει τα ίδια χρόνια ένα πεζό τη Φυγή, όπου ο ήρωάς του ταξιδεύει, φεύγει, πνίγεται στη θάλασσα ακολουθώντας το φεγγάρι. Και μάλιστα το κείμενο αυτό θεωρώ ότι είναι απρόπλασμα για το μεθεπόμενο, τη σημαντική του συλλογή που τον καθιέρωσε ένα μέροι, το «Κάψαμε τα καράβια μας» του 1945 αυτό, όπου ο ποιητής εκεί καίει τα καράβια του, δηλαδή τα όνειρά του, τα χημερικά. Έχουμε εδώ την αποτύπωση απραγματοποίητων ονείρων του μεταπολεμικού πλέον ανθρώπων και των αδιεξόδων του. Ενώ στη συνέχεια το 1965, τρίτη συλλογή, το «Ταξίδι», ξαναβρίσκει τα όνειρά του και ταξιδεύει ο ποιητής. Θέλω να πω ότι σε ένα και μόνο ποιητή μπορούμε να δούμε ανάγλυφα αποτυπωμένη την εποχή. Έχουμε επίσης και δημοτικά τραγούδια πολλά στις κριτικές σελίδες. Είναι η εποχή που ο λαϊκός βίος γίνεται αντικείμενο μελέτης και έχουμε πάρα πολλά δημοτικά. Μάλιστα αυτό νομίζω ότι είναι ανέκδοτο. Μπορούμε να το διαβάσει η Διαννάτια. Μια κόρη δεκοχτό χρονό, ήτον αγκαστρωμένη. Και θέριζε και αλώνευγε, κίδενε και κουβάλλε, κι απάνω στο κουβαλιτό οι πόνοι την επιάσαν. Κι απείσκεται απογέννησε, πάει να τον γκρεμίσει. Πέρδικα της απάντηξε και ψησκύλα, μωρά νομή, μωρή κακιά γυναίκα. Εγώ έχω δεκοχτό πουλιά, κι ήλεγα να είχα κι άλλα. Κι εσέχεις ένα μοναχό και πάει να τον γκρεμίσεις. Ιγέ μου κι αν ανεθραφείς και πιάσεις και τουφέκι, την πέρδικα για την εκείνη η μάνα σου κι εγώ η αδερφή σου. Στις κριτικές σελίδες δεν έχουμε πολλές μεταφράσεις. Είναι, όμως, ενδεικτικές των διαφερόντων και των αισθημάτων των συνδελεστών του περιοδικού. Ο προσανατολισμός, πάλι, προς την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αλλά και η μέρη μνά τους εδώ, για άλλες λογοτεχνίες, ισχυρίως των Βαλκανίων. Αυτό είναι ένα έργο του Θωμάφ Ανουράκη από τις κριτικές σελίδες. Τυχαία μπήκε εδώ. Εδώ, λοιπόν, έχω μεταφράσεις. Όπως βλέπετε, μεταφράζεται ένας ποιητής από τη Μαδά-Γασκάρη. Μεταφράζεται ο Μποντλερ. Ο δικτέος θέλει να δείξει τα διέξοδα της εποχής μεταφράζοντας Μποντλερ και, βέβαια, και μια εξοχρονιστική διάθεση, καθώς ο Μποντλερ θεωρείται ο πρώτος υπερριαντιστής ποιητής. Μεταφράσεις, επίσης, εδώ, από άλλα πρόσωπα ευρωπαϊκές. Από τα πεζά που φιλοξανήθηκαν στο περιοδικό, ειδικό ενδιεφέρον απόκτα, νομίζω, η δημοσίευση του προλόγου από το μυθιστόρυμα του Βίωσης και Πολιτεία του Αλέξη Σορμπά. Δημοσιεύτηκε το 1936 και αυτό δείχνει ότι ο Καζαζάκης το δούλευε από τότε. Δημοσιεύτηκε το έργο 10 χρόνια αργότερα. Μάλιστα, υπάρχουν αλλαγές στον πρόλογο για ένα μελετητή. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, νομίζω, αυτή η δημοσίευση. Συνιστά λοιπόν τεκμήριο ότι το μυθιστόρυμα είχε σχεδιαστεί πριν το 1936. Τα κείμενα των κρητικών σελίδων χαρακτηρίζονται, τα πεζά εννοώ, όπως εκείνα των ελληνικών γραμμάτων, από τον ίδιο νατουραλισμό, κοινωνικό ή ανθρωπιστικό, όπως το πείτε. Τα άτομα συνεχίζουν να είναι δέσμια μιας άθλιας καθημερινότητας, να αγωνίζονται ενάντια στη φτώχεια, στην αμάθεια, στην κοινωνική καταπίεση που περιορίζει την ελευθερία τους. Συγγνήθηκες καθημερινές ιστορίες, φτώχεια, κακοτυχίες αλλά και εκλάμψης ανθρωπιάς μέσα σε ένα γενικότερο ζώφο. Η μόνη στάση απέναντι στην αθλιότητα του παρόντος είναι η φυγή. Και νομίζω ότι έχουμε ένα πείημα, η τάση φυγής είναι του Μιχάλη Πετρίδη, είναι ο σωσμός για μας χαμένο πια παιχνίδι, του κάκου που αρτερούμε η μέρα γυρισμού στο πατρικό λιμάδι απάτηχο ταξίδι που μας καθήλωσε στην ξέρα του χαμού. Στιάχτρα της ζωής ας φύγουμε για να έρθουν άλλοι, κλούσιοι σε γνώση ορθή, ανθρωπιά για νιάτα κάλλη. Τάση λοιπόν φυγής. Το φαινόμενο ήταν παγκόσμιο. Μόνο που στην περιφέρεια του Ηρακλίου με την πολυπλοκότητα της κοινωνικής σύνθεσης μετά την αθρόα ειδικά έλευση των προσφύγων, δεν έχουμε να κάνουμε με μια ρομαντική διαμαρτυρία φυγής τύπου Χάμσουν που είπαμε, αλλά με μια αντίδραση στην αμήνυκτη πραγματικότητα, το ζώφο της οποίας επομίζεται ένα προβάλειο συγγραφέας, προκειμένου να καταγράψει την κοινωνική πραγματικότητα. Η φυγή σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με την οπτική του δημιούργου, οδηγεί στα μονοπάτια του έρωτα, αλλά και οι δρόμοι αυτοί είναι το συνηθέστερο αδιέξοδοι. Οι έρωτες, οι λογοτεχνικοί τουλάχιστον, αποδεικνύονται ατελέσφοροι. Με τον έρωτα εμπλέκεται συχνά η ηθογραφία. Στην δεκαετία του 30 η ηθογραφία συνηστά έναν ώρο αρνητικό, εξακολουθεί ωστόσο να ζει και να βασιλεύει. Σε πολλές περιπτώσεις η ηθογραφική αφήγηση τρέφεται από την ιστορία. Ο πόλεμος βέβαια δεν είναι πια παρόν στα 36-39, η τραγωδία του 22 φαντάζει μακρινό παρελθόν. Οι συγγραφείς αισθάνονται πιο άνετα να αντελούν από τους αγώνες του 2006, ο νόμος μάλλον της απόθεσης. Οι άνθρωποι επιθυμούν να ξεχάσουν. Για τον ίδιο λόγο, απουσιάζει κάθε αναφορά στο βενιζελικό κίνημα του 35 ή στη διατορία του 36. Η γραφική πλευρά του παρελθόντος θολώνει μάλλον το προβληματικό παρόν. Αυτό που έχει ενδιαφέρον για την ιστορία των ιδεών είναι ότι το περιοδικό αυτό αγκαλιάζει τις νέες καλλιτέχνικες τάσεις και συγχρονίζεται με το πνευματικό κέντρο αλλά και με τις διεθνείς εξελίξεις. Ακόμη και ριζοσπαστικές μορφές τέχνης όπως ο υπεριαλισμός γίνονται με συγκατάβαση απόδεχτες, όπως φαίνεται στα άρθρα του Μινά Δημάκη και του Μενέλεου Παρλαμά. Εδώ μια άποψη του Μινά Δημάκη για τον υπεριαλισμό. Ο Παρλαμάς έχει δώσει διάλεξη τα χρόνια αυτά στο Ιράκλιο. Πάλι ενδεικτικό ότι υπήρχε ένα κοινό που μπορούσε να δεχτεί αυτές τις ιδέες. Επίσης το ότι δημοσιεύονται πολλά δοκίμια, πολλές μελέτες. Η θεματική των κειμένων βέβαια ορίζεται από τα πρόσωπα τα οποία υπάρχουν στο περιοδικό. Έτσι η παρουσία του Νικόλο Τωμαδάκη ή του Γιώργου Βαλέτα επιβάλλει θέματα σχετικά με την επτανησιακή σχολή ή με την λογοτεχνία της κριτικής αναγέννησης. Μια μεγάλη ομάδα κειμένων σχετίζονται με την αρχαιολογία γιατί οφείλουν στην παρουσία τους. Στην παρουσία τους, Τέργιου Σπανάκη και του Σπυρίδωνα Μαρινάτου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον βέβαια έχουν τα δυο αφιερώματα στον Σκήπη και στον Κονδυλάκη. Οι κριτικές σελίδες με την αξιοπρεπή τριετή παρουσία τους υπηρέθησαν εν τέλει με συνέπεια την πνευματική ζωή του Ηρακλίου, συγκέντρωσαν τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, διέσωσαν την πνευματική εικόνα της εποχής και μας βοηθούν σήμερα να ανασυνθέσουμε την εικόνα αυτή. Μάλιστα, γράφτηκε στον τύπο τότε για να δείτε την απήχηση που είχε το περιοδικό. Εδώ έχω στα κριτικά νέα δημοσιεύθηκε ένα κείμενο άγνωστο συνθέτη. «Ε, κύριοι, κύριοι μουστερίδες, πάρετε κριτικές σαλίδες, η Κυμριτζάκη Αγλαΐα αν γράφει έχει λιποθυμία. Αχ, η καρδιά σου πώς ραΐζει όταν διαβάζεις την Παΐζη και όταν διαβάζεις το δικτέο, πυρετό νιώθεις τεταρτέο. Κι εις θα ριθάλλια Καλιγιάννη με μια μελέτη θα σεγιάνει» κλπ. Είναι ένα σατερικό κείμενο που δείχνει όμως την απήχηση του περιοδικού. Μαζί με τα νεοελληνικά γράμματα υπήρξαν οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών και έγιναν οι διερμηνευτές των πόθων ενός γεωγραφικού διαμερίσματος της χώρας που λίγο πριν είχε ενσωματωθεί στη χώρα και αγωνιζόταν να ενταχθεί στον εθνικό κορμό. Τεύχη των κριτικών σελίδων και σκίτση του Καλμούχου έρδω έργο του Γουναρόπουλου μέσα στις κριτικές σελίδες, της Λόντζια του Ηρακλίου, έργο του Σαντορινέου, του Ανεμογιάννη, του Ανεμογιάννη Ξανά, η πρώτη σελίδα από το Ηρακλήσιο Ομφάλι του Αλεξίου, Ξηλογραφία του Βυζάντιου και η ρουμπρίκα των κριτικών σελίδων. Να τα μαζέψουμε λίγο και αν τις συμπληρώσαμε το 40 λεπτό, εγώ δεν κρατήσα χρόνο δυστυχώς. Αν αυτές είναι, αγαπητοί φίλοι, οι βασικές συνηστώσεις, προσπάθησα να αποφύγω τα λογοφιλολογικά, αλλά δεν τα κατάφερα μάλλον. Αν αυτές είναι λοιπόν οι βασικές συνηστώσεις της λογοτεχνικής και ευρύτερα της πνευματικής δραστηριότητας του Ηρακλίου, την πρωί εδώ αυτή, ποια είναι η τελική συνησταμένη της πνευματικότητας της πόλης, πού φαίνεται ο ανοιχτός χαρακτήρας του διανοητικού αυτού πεδίου. Θα επιχειρήσω συνοψίζοντας να ανοιχνεύσω το στοιχείο αυτό με αναφορά σε κάποιους συγκεκριμένους δείκτες. Ο πρώτος είναι η υψηλή αντίληψη που τρέφουν οι άνθρωποι της εποχής για την τέχνη. Η τέχνη και στα δυό ηρακλειώτικα περιοδικά βρίσκεται σαφώς έξω και πάνω από κάθε ιδεολογική εμπλοκή. Και η αξία της τέχνης μετράται από την επίρρυά της, έτσι γράφουν, στον ανθρώπινο πόνο. Μου θύμισε πέρυσι το άξο από τον Ai Weiwei στην έκθεση της περίφημης του Γεωμοσίου Κυβερνητικής Τέχνης και ήταν εντυπωσιακό ότι η τέχνη δεν έχει κανέναν νόημα αντιμετωπιστεί τον ανθρώπινο πόνο. Έτσι έλεγε ο αληθινός καλλιτέχνης Μικρός Βούδας κλπ. Δεύτερος δείκτης, καθώς η εποχή χαρακτηρίζεται όμως από ιδεολογική ρευστότητα, το ενδιαφέρον για την τέχνη διασταυρώνεται με κοινωνικές μέρημνες του πεδίου της επαρχίας, ρόλος στον οποίο ρητά επομίζονται τα δύο περιοδικά. Οι κρυφικές σελίδες στο εισαγωγικό τους σημείμου έχουν το κείμενο αυτό, να πάψει ο νέος χορυκός να τρέσει στο καφενείο ύστερα από τη δουλειά για να πιάσει τρεις καρέκλα και να παραγγείλει το γλυκί βραστό και να αρχίσει στην πρέφα ή να χασμουριέται και λοιπά και λοιπά και προτείνει να οργανηθούν βιβλιοθήκες στα καφενεία, ρομαντική άποψη αλλά ενδιαφέρουσα νομίζω. Επίσης, ο σχολιασμός της επικαιρότητας. Το 1928, για παράδειγμα, καταγγέλεται η δίωξη, στα νεοελληνικά γράμματα, Καζαντζάκη-Γλινού για την υπόθεση «Ιστράτη» και σχολιάζεται θετικά η ενέργεια της εφημερίδας «Ελεύθερο βήμα» να καλέσει στην Ελλάδα τον Παναϊτ Ιστράτη. Σύντομα, να θυμίσω, τον ξέρουμε την υπόθεση αυτή. Ο Καζαντζάκης εγνωριστή στην Σοβιετική Ένωση με τον ελληνορουμάνο Π.Δ. Παναϊτ Ιστράτη, έκανα ταξίδια, τον κάλεσε στην Ελλάδα, ήρθε στην Ελλάδα το 1928, μίλησαν στο θέατρο «Αλάμπρα» προσκεκλημένοι του Γλινού, ο Γλινός δεν είναι ακόμα αριστερός και του εκπαιδευτικού ομίλου, μίλησαν για τις κατακτήσεις και τους αγώνας της Σοβιετικής Ένωσης τότε. Λοιπόν, τέλειωσε η εκδήλωση αυτής, εξελίχθηκε σε μια πορεία, στην οποία έγιναν συλλείψεις από την αστυνομία, συλλείψησαν, μεταξύ άλλων, και ο Ιστράτης και ο Καζαντζάκης, έμειναν κρατούμενοι και κάποσο διάστημα, έγινε δίκη των επόμενων δύο μήνες μετά τον Απρίλη, νομίζω, και αθώθηκαν, βέβαια. Αυτή, λοιπόν, η υπόθεση ήταν ακλάται. Παντού, λοιπόν, ορατώ το ύχνος της ιστορίας, όπως οι αντιρίσεις για την εκστρατεία του Βενιζέλου στην Ουκρανία, και εδώ ένα ιδιαίτερο θάρρος, νομίζω, η εκστρατεία αυτή έγινε το 1919. Θυμόμαστε ότι η Ευρώπη αντιδρά στο πείραμα τότε, το Σοβιετικό, ο Κλεμασσό ο Γάλλος επηρεάζει τον Βενιζέλο, ο Βενιζέλος νομίζει ότι θα έχει την υποστήριξη του Κλεμασσό σε ζητήματα, όπως το Ομικρασιατικό και άλλα, και δέχεται, στέλνει μερικές χιλιάδες στρατιώτες το 1919, μαζί με άλλους Ευρωπαίους βέβαια, επέμβαση ανοιχτή στα εσωτερικά μιας χώρας, λάθος νομίζω του Βενιζέλου, γιατί το πληρώσαμε αργότερα στο Ομικρασιατικό, είχαμε επέναντί μας στην Σοβιετική Ένωση, που θεώρησε πια ένα επικτατικό πόλεμο το απόβασί μας στην Μικρασία. Επίσης ο μόνιμος καημός της Ρομνιωσύνης για την καταστροφή του 1922, για την παγκόσμια κρίση του 1929, για το ιδιώνυμο του 1929 αυτό το περιβόητο νόμο προστασίας του αστικού καθεστότος, το οποίο έγινε από Βενιζέλου για συγκεκριμένους λόγους, αλλά από αργότερα στα χέρια του Μεταξά, ήταν το όργανο με το οποίο ο Μεταξάς γέμισε μπουζούρλια σε όλους τους αριστερούς και τους έβαλες στις φυλακές. Λοιπόν, η πτώχευση του 1932, όλα αυτά αποτυπώνονται μέσα στα περιοδικά. Θα έλεγα λοιπόν ότι η λογοτεχνία της εποχής αντιδρά και βιώνει την πραγματικότητα αυτή την ιστορική, όπως εκφράζεται στην πλάγια ή και στην ευθεία ενίωτα, αμφισβήτησή της. Μια αμφισβήτηση που αποτυπώνεται στην αναντήρητη γοητεία που φαίνεται να ασκούν τα χρόνια αυτά οι σοσιαλιστικές ιδέες στη λογοτεχνία της εποχής. Η γνώμη μου είναι ότι πρόκειται για κοινωνική αμφισβήτηση παρά για ενσυνείδητη προσχόρηση των δημιουργών στις ιδέες του μαρξισμού. Οι πεζογράφοι δηλαδή της εποχής επίγονται να αποκαλύψουν την υποκρισία και την παρακμή του αστικού καθεστότος και στο σημείο αυτό συναντώνται με τους αριστερούς ομοτέχνους τους. Εδώ η αντίρρηση όπως αποτυπώθηκε για την εκστρατεία στην Ουκρανία που χαρακτηρίζεται ένας αδικότατος αγώνας, σύσσια απόγονη του Περικλή σταλμένη από την Αθήνα κλπ. Κοινωνικές απόψεις πολύ ριζοσπαστικές θα έλεγα μέσα στα νεοελληνικά γράμματα και θυμηθείτε την άποψη του εκδότη που δεν ήθελε απόψεις τέτοιες. Ο Θήτα Βληζιώτης για τον οποίο δεν έχω πληροφορίες δυστυχώς και δεν μπορώ να βρω. Καθαρά μαραξιστικές απόψεις. Τα αστικά καθεστότα εξαφαλίζουν επιβιωσίδηση κλπ. Εδώ η άποψη της Γαλάτια Σκαζαντζάκη διατυπωμένη την ίδια εποχή στους νέους πρωτοπόρους και μας ενδιαφέρει εδώ γιατί ακριβώς κλείνω με αυτό το κείμενο την αποτύπωση αυτής της εποχής, την αμφισβήτηση δηλαδή. Γιατί η Γαλάτια μαζί με τους συγγραφείς της εποχής τάσσεται υπέρ των ταπεινών και κατατρεγμένων. Αυτός είναι ένας άξονας πολύ εμφανίσμα στα κείμενα της περιόδου. Δηλαδή καταγγέλουν την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση της γέδρος των αγροτικών πληθυσμών, στα αστικά κέντρα, την προϊούσα αστικοποίηση, την αύξηση των αριθμών των ανέργων, των απόκληρων, των περιθωριακών. Καταγγέλουν τη βαθιά αιτία της εξαθλίωσης στον πόλεμο. Αυτά είναι πολύ συνηθισμένα θέματα μέσα στα κείμενα. Η Γαλάτια Καζαντζάκη, που έχει προσχωρήσει ήδη στον κομμουνιστικό κόμμα, γράφει ακριβώς με τον τρόπο αυτό. Αλλά δέχεται δριμήτατη κριτική του κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο εντωμεταξύ έχει παρακάμψει τους προλετάριους και στρέφεται στους θετικούς ήρωες με τους οποίους ευελεπιστεί να στελεχώσει τη νέα Σοβιετική κοινωνία. Άρα, λοιπόν, το ίδιο αλλά τώρα είναι οι θετικοί ήρωες, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται από τη λογοτεχνία. Θεωρεί το λογοτέχνη μάλιστα, αν θυμάστε, μηχανικό ψυχώνει κάπως έτσι. Απαντά όμως η Γαλάτια, για όσους στοιχών δεν φρόντισαν ή δεν μπόρεσαν να καταλάβουμε ποιο τρόπο αντικρίζω τη ζωή στα διηγήματα που εξέδωσε ο τελευταία, κάνω σήμερα αυτό το σημείωμα. Λοιπόν, εγώ τη ζωή τη βλέπω και μόνο έτσι με ενδιαφέρει μέσα από το σκληρό αγώνα των ανθρώπων της ανάγκης και που το αστικό καθεστώς ή τους συντρίβει ή τους κουρελιάζει ηθικά ή τους κάνει να επαναστατήσουν. Όλα στο αστικό καθεστώς, έτσι τα βλέπω, είναι σαν πύλα εκμετάλλευση βία. Τώρα, ας τα δεί ηγηματά μου, οι περισσότεροι τύποι είναι ξεπεσμένοι ηθικά. Αντί να είναι επαναστάτες, αυτό συμβαίνει επειδή από τέτοιος πλεονάζει η ζωή γύρω μου. Είναι, νομίζω, μια εκπληκτική, πολύ θαραλία δήλωση τα χρόνια αυτά. Λίγο αργότερα, νομίζω, γράφει το πείημα αμαρτωλό, ένα από τα ωραίωτερα πείηματα για μένα στη νεοελληνική μας πείηση, που θεματοποιεί τη γυνή-γυναίκα, την πόρνη, επίσης θέμα τολμηρό. Θυμάμαι το πείημα, αλλά δεν θα σας κουράσω, βέβαια. Οι τελευταίοι στίχοι, έτσι, νομίζω, αποδίδουν ακριβώς την περίοδο πνιγμένου καραβιού σάπιο σαν ήδη, όλη η ζωή μου του χαμού. Μου από την κόλαση μου σου φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Πέρα από τον άξονα αυτό, της προβολής αυτών των πλευρών της ζωής, νομίζω, ότι ένας άλλος άξονας είναι επίσης ορατός και με βοηθά να τεκμηριώσω την άποψη περί ανοιχτού χαρακτήρα των περιοδικών. Είναι αυτός της αντιπολεμικής πεζογραφίας. Και πώς να γινόταν αλλιώς στο μεταξύ των δύο πολέμων τα δύο περιοδικά, στον απόγεχο ενός πολέμου και στο φάσμα, δυστυχώς, ενός άλλου υπερχόμενου. Έτσι, το λογοτεχνικό αυτό είδος της αντιπολεμικής λογοτεχνίας, που είχε συναρτηθεί με τον πρώτο πόλεμο και τη συνέχεια του 1922, καταλαβαίνει σημαντικό ποσοστό της ύλης των περιοδικών. Εδώ μια άποψη για τις γυναίκες της Οβητική Ένωση. Θα βρούμε, λοιπόν, πάρα πολλές αναφορές στον πόλεμο και στις επιπτώσεις του στον άνθρωπο, δεν θα μείνω καθόλου σε αυτό. Εδώ είναι το φάντασμα του νέου πολέμου, όπως τον βλέπουν να έρχεται, πώς δεν ακούτε τη μανιασμένη πολεμική προετοιμασία της νέας πάλις εκατόμβιας των καπιταλισμών κλπ. Είναι ταυτόχρονα ορατό, ένας άλλος άξονα, στο ενδιαφέρον για την παιδεία και τη γλώσσα, στο πλαίσιο μιας γενικότερης επιδίωξης εξυγκρονισμού των εκπαιδευτικών θεμάτων. Τα δύο περιοδικά υποστηρίζουν σαφέστατα, βέβαια, τη δημοτική γλώσσα. Εκφράζονται απόψεις ενδιαφέρουσες πάνω στο θέμα της γλώσσας σε μια εποχή όπου το παιχνίδι, δημοτική καθαρέβουσα, παίζεται ακόμη και ο πατριωτισμός συνεχίζει να μιλά, βέβαια, τη γλώσσα της καθαρέβουσας. Η στήριξη της δημοτικής, το 1920-1930 που εξετάζουμε, έχει πολύ μεγάλη σημασία, νομίζω, γιατί οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι της εποχής, οι καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες, τάσσονται με το μέρος των δυνάμεων εκείνων, όπως συνος ονομάζουν προοδευτικές, ανανεωτικές, δεν ξέρω τι, που στηρίζουν τη γλώσσα, τη λαϊκή. Είναι ένα κίνημα επιστροφής στον λαό, στις ρίζες, είπα προηγουμένως, ένα κίνημα προβολής του λαϊκού βίου κλπ. Μην ξεχνάμε επίσης και την κοινωνική διάσταση που έχει το γλωσσικό. Είναι ένα ζήτημα για το οποίο υφήθηκε αίμα στους δρόμους της Αθήνας, οραιστιακά, ευαγγελικά κλπ. Μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν θέμα μόνο για καταλήξεις και ονόματα. Αυτή η στρεβλή αναβίωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με ένα αντιφατικό τρόπο, που επιβλήθηκε στη χώρα μας από θεσμοποιημένες δυνάμεις, όπως θα ήταν επιστήμη, εκκλησία, στρατός κλπ, επιβίωσε για αρκετά χρόνια και επομένως ήθελε ιδιαίτερο θάρας να υποστηρίξει τα χρόνια αυτά τη δημοτική γλώσσα. Εδώ βλέπουμε μια άποψη, ο αστείος πόλεμος εναντίον των δημοτικιστών άρχισε πάλι να οργιάζει. Το σύνθημα δόξισε, ειρωνικεύωσε βέβαια, από τον υπουργό παιδείας Χιραιονικολούδη, κάποτε δημοτικιστή, και ο τρόπος του πολέμου γνωστός. Όλοι, ανεξάρτητα οι Μαλιαροί, είναι κομμουνιστές, άθεοι, αντίχρηστοι, συνομότες, στοιχεία κακοποιά, εθνοχτώνει. Πώς βαστάσθε, έμου ξεκάρφωτα, τα κεραμμύδια. Το έτημα λοιπόν ανανέωσης, όπως εμφανίζεται και από τη γλώσσα, είναι διάχειτο. Το παράδοξο βέβαια είναι ότι το έτημα αυτό εμφανίζεται εντονότερο στο παλιότερο από τα δυό περιοδικά, στα νεοελληνικά γράμματα. Εδώ έχουμε πιο κοντά τον μικρυασιατικό, τον πρώτο πόλεμο, έχουμε προσωπικότητες, όπως ο Αλεξίου και νομίζω ότι σ' αυτούς οφείλεται η κατάσταση αυτή. Θα έρθω στην κριτική, μια νευραντική στήλη που είπα και θα σταθώ σε ένα μόνο κριτικό κείμενο. Στην κριτική που κάνει στις κριτικές σελίδες ο Γιάννης Κορδάτος στον Κώστα Βάρναλι, ο Μοϊδεάτη. Ο Κώστας Βάρναλις έγραψε ένα βιβλίο, ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Ακολούθησα στο βιβλίο του Γιάννη Αποστολάκη που είχε θεοποιήσει τον Σολωμό, ο Αποστολάκης, η πίηση στη ζωή μας. Λοιπόν, ο Κορδάτος κάνει κριτική στον Βάρναλι και θεωρεί ότι δεν είναι μαρξιστική η προσέγγιση του, ότι ο Βάρναλις μπορεί να είναι αριστερός, αλλά δεν είναι ακόμα μαρξιστής. Μια πολύ έντονη κριτική με πολλά τεκμήρια, πολλά στοιχεία, ποιο είναι το ενδιαφέρον. Για εμένα το ενδιαφέρον είναι διπλό. Το ότι ο Κορδάτος, ένας μαρξιστής πανελληνίου φήμης, δημοσιεύει σε ένα ειρακλειώτικο περιοδικό. Δεύτερο, το ότι στο κοινό αυτό προφανώς υπάρχει αυτό που ονομάζομαι ορίζοντας αναγνωστικών προστοκιών, ότι μπορεί να δεχτεί δηλαδή ένα τέτοιο κείμενο. Πολύ βαρύ κατά τη γνώμη μου. Και βέβαια, μια ιδιά μου είναι ότι ο Βάρναλις δεν έφτανε στο βάθος το οποίο πετούσε ο Κορδάτος. Επίσης, ένα άλλο άξο να θεωρώ την υποδοχή νέων λογοτεχνικών τάσεων, είπα προηγουμένως για τον αλητισμό, τη φυγή, την προλεταριακή τέχνη, η ναίδος τέχνης της εποχής που έχει ένα λάβι να προβάλλει τον αγώνα των προλεταρίων. Το περιθώριο, ακούσαμε πάρα πολύ από τον Γιάννη Ζαϊμάκη εδώ, την ταβέρνα, αυτό το περιβόητο μυθικό σύμβολο του Μεσοπολέμου, το οποίο επίσης περιμένει την έρευνά του, ένας μαγικός χώρος που συνενώνει τα τραγικά αδιέξοδα της εποχής, συνενώνει τους μικροαστούς, τους προλετάριους με τους Μποέμ, τους γραμματισμένους. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι προβάλλεται πάρα πολλά κείμενα, έχουν θέμα τους στην ταβέρνα, εκπέμπει λοιπόν πολλά σήματα η ταβέρνα. Ένας άλλος δείκτης, η υποδοχή του Βουτηρά. Ο Δημοσθένης Βουτηράς είναι ένας πεζογράφος της εποχής, κατηγνώμου αγνοημένος αρκετά, τον έχει προβάλλει και προς τιμήν μας και τιμήν του ο Στυλιανός Αλεξίου, διαθέτει 7 ή 8 σελίδες στην γραμματολογία του, ενώ 10 γραμμές μόνο εντόπισα στις άλλες γραμματολογίες. Λοιπόν, ο Βουτηράς είναι ο συγγραφέας ο οποίος εσαρκώνει τη μετάβαση από το χωριό στην πόλη, τη μετάβαση από τη μυθογραφία στο αστικό δίγημα και μυθιστόριμα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρουσία του από πλευράς κοινωνιολογικής, να μη σας ξαναδιαβάσω τη σελίδα έτσι, λοιπόν, και επομένως είναι ενδιαφέρον το ότι τα περιοδικά προβάλλουν πάρα πολύ έντονο το Βουτηρά. Επίσης το ότι προβάλλουν το Βουτηράς πολύ έντονος και έκδυλος στα κείμενα αυτά, εδώ βλέπουμε κριτική για την αργό του Θεοτοκά, η αργό του Θεοτοκά ήταν ένα εμβληματικό έργο της εποχής και το ότι κρήθηκε από τον Νικόλα Τωμαδάκη μάλιστα στην κριτικό του Ηρακλίου, στις κριτικές αλληλίδες, σεβασμός στους νέους, πολύ σεβασμός και έμπρακτος δημοσιεύουν κείμενα των νέων. Τώρα, με όλα αυτά θα μπορούσατε να με ρωτήσετε πώς συνδυάζεται η θεογραφία. Έχουμε πολλά ηθογραφικά κείμενα. Το ζήτημα θέλει πολύ συζήτηση. Η θεογραφία θεωρείται ότι μάλλον ταυτίζεται με τη γνησιότητα της έκφρασης, ταφνίζεται με το εθνικό, με το αυθεντικό, με την ελληνικότητα, με την παράδοση, με αυτό που λέμε λαός. Θα έλεγα ότι η ηθογραφία αρέσει κιόλας στον αναγνωστικό κοινό. Τελειώνω με δύο-τρεις άλλους δείκτες, κέντρο και επαρχία, αγώνας. Το πνευματικό κέντρο, η Αθήνα, έχει ρίξει πόλεμο κατά της επαρχίας. Βλέπετε εδώ μια άποψη της Καλλιγιάννη και μια άποψη κυρίως του Σκαρίμπα, που κι αυτό συμπέφερε από την Αθήνα, θεωρεί την Αθήνα και την ονομάζει τη χωριατικότερη πρωτεύουσα του κόσμου. Είναι αυτή που έδωσε στον όρο επαρχιώτης την πιο χειδέα, την πιο κοροϊδευτική, την πιο προσβλητική σημασία που έχει μαζί με την άδικη και συγκοφαντική και αχάριστη συμπεριφορά της. Η Αθήνα τα χρόνια αυτά πραγματικά είχε ένα ηγεμονικό ρόλο, μάλιστα έχουμε πιστολές στη θάλια την Καλλιγιάννη, να μην ασχολούνται οι Ιρακλειότες. Τι δεν λέω ότι ασχολούνται με ζητήματα πανελλήνια, να ασχοληθούν με τα τόπου τους. Έχω μια έκφραση, πώς κύριε επαρχιώτης, τολμάται και στέκεστε δίπλα μας, λίγο πιο κείστας παρακαλώ. Ναι, είναι υπάρχει ένας έντονος πόλεμος από διαπραπείς ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο Ζώρας, ο Σικουτρίς και άλλους. Η Επαρχία λοιπόν και η Πρωτεύουσα σε πόλεμο. Ωστόσο γίνεται κριτική και στην Επαρχία. Αν αυτοί είναι λοιπόν οι παράγοντες στους οποίους στηρίζομαι για να πω ότι έχουμε ένα ανοιχτό ορίζοντα πραγματικά και ότι τα περιοδικά θα υπερβαίνουν το χαρακτήρα ενός τοπικού εντύπου, θα έλεγα ότι η άποψη που αποκομίζει ο σημερινός μελετητής του τύπου αυτού του μεσοπολέμου είναι εκείνη ότι στην δεκαετία αυτή φίσταται και λειτουργεί στο Ιράκλιο ένα πνευματικό πεδίο με πολλά ζωηρά χρώματα, πολλές ιδέες. Έχουμε ένα μοσαϊκό πολλών μικρών κόσμων. Πρόκειται για ένα πεδίο, για να γυρίσω από εκεί που ξεκίνησε στον Μπορτιέ, ανοιχτών αντιμαχόμενων δυνάμεων, ένα πολύχρωμο μοσαϊκό με πολλές και διαφορετικές ψηφίδες. Το σημαντικότερο στοιχείο βέβαια του πεδίου αυτό είναι οι δημιουργοί, είναι οι ελάσσονες λογοτέχνες του μεσοπολέμου, είναι οι ίσονες ποιητές, οι ποιητές του Καριοτάκη, που έγραψε σκέπα σε βαρύ και που κανένας πια δεν ιστορεί. Χαίρομαι που ένας μεγάλος ποιητής, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, αφιέρωσε ένα ολόκληρο τόμο μια ανθολογία σ' αυτούς τους ποιητές στη λεγόμενη χαμηλή φωνή. Είναι οι ποιητές του 20, θεωρήθηκαν παρακμίες, θεωρήθηκαν ποιητές της decadence και λοιπά της απογοήτευσης, της παρακμής, αλλά σήμερα το ενδιαφέρον αναζωπηρώνεται, μελετώνται ξανά και τίθενται, θεωρούνται πλέον ότι είναι ποιητές πολύ ευαίσθητοι που αντιμετωπίζουν την κοινωνία τους με όρους πραγματικούς, ρεαλιστικούς. Το αναγνωστικό κοινό είναι η δεύτερη, θα έλεγα, ενδιαφέρουσα ψηφίδα στο πεδίο αυτό, το σχολιάσαμε πολλές φορές, δεν θα το σχολιάσω ξανά, γιατί το κοινό αυτό διαβάζει πλάι στους ελάσσονες αυτούς που είπαμε και πολλούς μίζονες, αν μπορεί να υπάρξει αυτή η διάκληση αυτή. Είναι λοιπόν το κοινό του Ηρακλείου με τα πολλά διαβάσματα. Ωστόσο θα ήθελα να μην φύγω από εδώ με μια μυθική και ρομαντική αίσθηση, ότι το κοινό αυτό κοιμάται και ξυπνά με τα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία και τους ποιητές και τα περιοδικά. Το κοινό αυτό βέβαια, όπως ακούσαμε και σε άλλες ομιλίες, δεν κοιμάται πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, ξενοιχτά και στα στέκια του Λάκου, λιάζεται με τις ώρες στις τρεις καμάρες, αγοράζει ανελπώς τη μάσκα, το φαντάζιο. Μπορείτε να δείτε και μια αντίρρηση εδώ. Αυτή είναι η άποψη του Κωτζιά για το φιλολογικό Ηράκλειο, αλλά εδώ ο Μενέλος Παραλαμάς έχει άλλη άποψη. Ο ίδιος μου αργότερα την αναθεώρησε, είπε ότι με το ύφος του νεοφώτης του τότε έγραψα αυτά. Έχει δημοσιευθεί στη εφημερίδα της εποχής. Μιλάει για το κοινό του Ηρακλείου, της ζωής στο κάστρο, που έχει στενέψει, που έχει καταντήσει απελπιστικά, ήσυχη και καλοπιασμένη και που όταν κανένας δεν αρκείται στην ψυχαγωγία της τράπουλας, στην απόλαυση του ήλιου γύρω από τα σκονισμένα τραπεζάκια των τριών καμαρών, είναι καταδικασμένος να περνά μαύρες ώρες αισθητικής νηστείας. Βέβαια, όλα αυτά είναι απόψεις, όλα αυτά ισχύουν και για να εκτιμήσουμε επομένως τα ήθη της εποχής, πρέπει να διαθέτουμε και γνώσεις και διαβάσματα πολλά και κυρίως την αρετή αυτή της συνεπέροχη αρετή της επίεικειας, που μας οδηγεί στην αισθησία, στο να δούμε δηλαδή τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, γιατί τότε θα εκτιμήσουμε και θα μετρήσουμε σωστά, όσο μπορεί να μετρήσει σωστά η ανθρώπινη κρίση, την αλήθεια. Τις προσπάθειες αυτές των ανθρώπων, δημιουργών και αναγνωστών, που ενεργούσαν μέσα στη συγκεκριμένη εποχή. Θα κατανοήσουμε τη καταλητική σημασία του χωροχρόνου και θα διαβάσουμε καθαρότερα την εποχή και τους ανθρώπους τους. Τότε ίσως αντιληφθούμε ότι η αναφορά στα περιοδικά και στην εποχή γενικότερα δεν είναι απλώς μια νοσταλική περιδιάβαση σε χαιρούς αλωτινούς, ότι μπορούμε να πλησιάσουμε από το δρόμο αυτό πτυχές της ιστορικής μας πραγματικότητας, όπως μας λέει εδώ ο Μενέλεος Παρλαμάς. Και τότε θα αγαπήσουμε ελπίζω περισσότερο το γαλάζιο των κρίνων που είπαμε στην αρχή και τις περίκλειστας καστρινές αυλές έχοντας συμβάλει στην ανασύνθεση της εικόνας αυτής της πόλης, έχοντας αποκαλύψει τα πολίτημα ή μερικά από τα πολίτημα μυστικά της. Γιατί το ξέρουμε πια καλά. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος με υπομονή και περηφάνεια. Σας ευχαριστώ θερμότατα. Ευχαριστούμε πολύ τον κύριο Καρτζάκη. Ήτανε πραγματικά γλαφυρότατος. Δεν πειράζει, ήσουσταν μοσκαθυλώσατε κύριο Καρτζάκη. Ερωτήσεις όποιους θέλει από τον κοινό μπορεί να υποβάλλει. Συνηθίζεται αυτός ολόκληρος στις διαλέξεις. Ο κύριος Ταρουδάκης. Η κυρία Κατζάκη. Ευχαριστώ πολύ για αυτό το υπέροχο ταξίδι. Ήταν συγχρόνος και αγώνας δρόμου γιατί για να προλάβεις να μας δώσεις τόσο σύντομο χρόνο, τόση γνώση, πληροφόρηση, μέθεξη, έτρεξες. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Δύο σύντομες ερωτησούλες ήθελα να κάνω και μία λίγο πιο μεγάλη. Αναφέρθηκε σε κάποια διηγήματα για τους πρόσφυγες της εποχής. Πού θα μπορούσε να τα βρει κανείς αυτά. Πού έχουν δημοσιευθεί. Εδώ θα κάνω και αυτό διεφήμιση ότι υπάρχουν στα περιοδικά μέσα βέβαια. Πρόσφατα είχα κάνει μία εισήγηση στο κριτολογικό συνέδριο ακριβώς με το θέμα αυτό. Εκεί θα δημοσιευτούν τα αποσπάσματα βέβαια που χρησιμοποίησα εγώ. Αλλιώς υπάρχουν μόνο στα περιοδικά δυστυχώς. Τα περιοδικά υπάρχουν στη Βικελέα όμως και η Βικελέα λειτουργεί ξανά. Το περιοδικό είναι δύο τόμοι, τα νεοελληνικά γράμματα. Μπορεί κανείς να τα φιλομετρήσει. Προσωπικά μπορώ να σας δώσω τους τίτλους για να μην ψάχνετε όλο το. Υπάρχουν εξαιρετικά διηγήματα. Ένας με τον Γιαλούρι Χριστούγια να στη Μαούνα με να με καθήλωσε. Ένας με τον Καπέτα Κασατούρας. Υπάρχουν εξαιρετικά διηγήματα. Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια. Αναφέρθηκες επίσης, δεν είναι νέα. Είναι λόγια που τα αισθάνομαι. Αναφέρθηκες επίσης κλασική μουσική που άκουγαν την περίοδο εκείνου στο Ιράκλιο. Σε ποιο χώρα, έτσι, για να το φανταστούμε. Ναι, λίγο αδιάβαστον πιάνετε εδώ. Νομίζω ήταν δύο κινηματοθέατρα του Πουλακάκη και το άλλο του Απόλλων. Ένα δεύτερο. Υπήρχαν πάντως δύο πολύ καλά κινηματοθέατρα, καλοί χώροι. Περιγράφονται με πολύ ωραία λόγια, χορούσαν πολύ κόσμο και δείτε τα συναυλίες. Ο Αλαξίου ήταν ένας από τους ανθρώπους που καλούσαν κόσμο. Ήταν ο ίδιος γνώστης βαθύς της κλασικής μουσικής όπως και ο Μαρινάτος. Υπήρχαν άνθρωποι που καλούσαν, έτσι, ανθρώπους από την Αθήνα. Στο τέλος, ήθελα να το ρωτήσω την αντίστοιχη περίοδο. Στα Χανιά υπήρχε μια ανάλογη κυκλοφορία περιοδικών, ανάλογη λογοτεχνική κίνηση. Αναφέρθηκε στη Χανιότισσα την Καλλικράτη. Η Καλλιγιάννη βέβαια δημιουργεί στο Ιράκλειο επειδή είναι παντρεμένη εδώ με ένα πλούσιο δερματέμπορο. Ναι, το κατάλαβα. Στα Χανιά, την ίδια περίοδο, έχουμε τον κρητικό αστέρα, δεν θυμάμαι πότε σταματάει. Αρχίζει το 1908, ο κρητικός αστέρας Χανίων. Ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό. Έχω την γνώμηση ότι σταματάει πριν το 20. Δεν το θυμάμαι, δυστυχώς. Αλλά την ίδια περίοδο δεν έχουμε περιοδικά στα Χανιά. Λίγο αργότερα έχουμε τον Δρύρο στο Λασίθη, πιο πολύ αργότερα την Αμάλθια. Έχουμε περιοδικά. Δεν ξέρω, ο Μπέν είναι εδώ κάπου, τον είδα. Μπορεί να μας βοηθήσει. Αγαπητός, Μπέν είναι εδώ και μπορεί να μας βοηθήσει για περιοδικά στα Χανιά. Έχουμε περιοδικά στα Χανιά? Μεσοπόλωμο. Ο Κριαράς ήταν έναν περιοδικό. Έχουν δημιουργήσει φάτωνα, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη σεμβένεια και μεγάλη διάρκεια. Πάντως δεν έχουν μετά τον κρητικό αστέρα Χανίων, εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω άλλα περιοδικά. Μάλιστα. Πολύ πολύ ευχαριστώ, ενδιαφέρουσα. Περιοδικά αποτελούν και μια μόδα της εποχής. Δεν υπάρχει τηλεόραση, δεν υπάρχουν τα άλλα μέσα. Και μάλιστα κατηγορούν λογοτέχνες για περιοδηχίτης. Θεωρείται μια αρρώστια της εποχής. Είναι ο χώρος στον οποίο εκφράζονται και αποτυπώνονται όλες οι εξελίξεις πνευματικές, καλλιτεχνικές της εποχής. Ήταν παρόμοια η ερώτηση με την τελευταία. Αρχικά να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου τον κ. Κατσάκη για το εξαιρετικό ταξίδι στο Ιράκλιο του Μεσοπολέμου, στο λογοτεχνικό Ιράκλιο. Η ερώτηση ήταν η ίδια. Δηλαδή, κατά πόσον το Ιράκλιο σηματοδοτούσε εκείνη την εποχή, κάτι το ιδιαίτερο σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, όχι μόνο βέβαια για την Κρήτη αλλά και για την υπόλοιπη επαρχία, γιατί όπως είπατε χαρακτηριστικά υπήρχε μεγάλη αντίθεση μεταξύ του κέντρου και της επαρχίας και η συνέχεια της ερώτησης μου ήταν κατά πόσον τα περιοδικά που εκδίδονταν τότε στο Ιράκλιο είχαν επίχηση και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αν έχουμε στοιχεία δηλαδή, κατά πόσον διαβαζόντουσαν αυτά είτε από κριτικούς είτε και από μη κριτικούς. Και φαντάζομαι ότι διαβαζόντουσαν για να έχουμε κείμενα και παρεμβάσεις μη κριτικών και σημαντικών μη κριτικών όπως αναφέρατε στα κριτικά περιοδικά. Ευχαριστώ πολύ. Όπως είπα δεν έχω καμιά διάθεση σοβενισμού, όμως το Ιράκλιο ναι την εποχή εκείνη είναι πνευματικό κέντρο, ένα από τα πνευματικά κέντρα, οπωσδήποτε το πρώτο της Κρήτης, αλλά και ένα από τα πρώτα της Ελλάδας, όπως ακούσατε σε απόψεις και του Παλαμάκια, του Κωτζιάκη, ανθρώπων άλλων το θεωρούν θαύμα κλπ. Βέβαια δεν είναι θάυμα, έχει την ιστορική του εξήγηση. Έχει από τιμιά ανθρώπους που δημιουργούν αυτό το θάυμα ψυχή, νεόαξιο, Καζαντζάης και πολλοί άλλοι, έχει μια οικονομική ευρωστία πίσω από το θάυμα αυτό. Όντως το Ιράκλιο τον καιρό εκείνο είναι το κέντρο. Νομίζω ότι καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με τις άλλες πόλεις της Κρήτης, αλλά και δεν υπάρχει μέσα στα περιοδικά, δεν εντόπισα εγώ καμία, κανένα σοβινισμό, καμιά διάθεση να εκφραστεί η υπεροχή αυτή. Αντίθετα, φιλοξενεί ανθρώπους δημιουργούς από όλες τις πόλεις της Κρήτης. Δεν σας διάβασα, αλλά είναι πάρα πολλά τα ποιήματα, ας πούμε τη Σοφίας Μαυροειδή. Δεν είναι ακόμα παπαδάκι και δεν είναι γνωστή ακόμη, γιατί αργότερα είναι γνωστή ως ποιήτρια της Αντίστασης. Έχει πάρα πολλά ποιήματα της μέσα και πολλών άλλων ποιητών μη Ιρακλειωτών. Αυτός προς το πρώτο. Το δεύτερο μέρος. Ναι, έχουν πολύ μεγάλη επίχηση τα περιοδικά του Ιρακλείου, ιδίως τα νεοελληνικά γράμματα. Ο Μουρέλος είναι ένας δαιμόνιος άνθρωπος του τύπου. Το περιοδικό φτάνει, σας είπα, μέχρι τη Γαλλία. Βέβαια φτάνει στην Αλεξάνδρια, φτάνει στον Βόλο, στην Αθήνα σαφέστατα και μάλιστα αναπτύσσει μια ανταγωνιστική σχέση με ένα άλλο περιοδικό, με νεοελληνικά γράμματα, που βγαίνει αργότερα. Από πού πηγάζουν, το περιοδικό δεν έχει αρχαία. Το αρχείο του Μουρέλου είναι μοιρασμένο σε δυο σημεία. Το είδα, αλλά και από εκεί δεν παίρνουμε πολλά στοιχεία και δεν μπορούμε να έχουμε και εμπιστοσύνη πολύ σε προσωπικές απόψεις. Όμως, από πού αντλώ στοιχεία και θα παρακαλώ στον αγαπητό Μπένα να μας πει επίσης στην άποψή του. Ο Μπένα έχει ερευνήσει τα περιοδικά, έχει πολύ σε βάθος. Από τη στήλη της αλληλογραφίας. Στη στήλη της αλληλογραφίας φαίνεται καθαρά με ποιους ανθρώπους επικοινωνεί το περιοδικό. Εκεί θα δούμε ανθρώπους από αγρότες, ανθρώπους μεροκομματιάριδες, επαγγελματίες, μαθητές, πανεπιστημιακούς κλπ. Έχουμε, λοιπόν, τα δύο περιοδικά απευθύνονται σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας και σε όλες, θα έλεγα, τις πόλεις της Ελλάδος. Φτάνουν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος. Έχουν μια ευρύτατη επίχηση. Γι' αυτό και άντεξαν. Κοιτάξτε, δεν είναι λίγο τα δύο χρόνια που άντεξαν ή τα τρία χρόνια που άντεξαν οι κριτικές αλληλίδες. Δεν είναι καθόλου λίγο διάστημα. Μιλάω για τα περιοδικά τα συλλογικά. Τα ατομικά τώρα, βέβαια, πως δίπλα του Αλεξίου και του Δημάκη, έχουν σαφέστατα περιορισμένη επίχηση μοιράζοντας σε στανό κύκλο φύλων. Τα άλλα, λοιπόν, έχουν ευρύτατη επίχηση. Και έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικό το ότι το Ηράκλειο συντήρησε για τόσο χρονικό διάστημα αυτά τα περιοδικά. Ας σκεφτώμε σήμερα. Έχουμε σήμερα κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό. Δεν θα απαντήσω ή θα στεναχωρήσω. Ο κ. Πίτερ Μπεν, ένας εκ των ομιλητών αυτής της σειράς. Δεν έχω πολλά να προσθέσω, Αντώνη. Θα έλεγα το εξής πρώτον, ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο περιοδικά. Σαφέστατα. Τα ελληνικά γράμματα από ό,τι βλέπω έρχοντας να αναλύσεις τους συντελεστές. Είναι ανοιχτό περιοδικό, αλλά είναι περισσότερο ανοιχτό στους μη κριτικούς. Συμφωνώ. Υπάρχει ένας πυρήνας Ηρακληρωτών σταθερών συνεργατών, αλλά από εκεί και έπειτα όταν στέλνει κάποιος ένα πείγμα ξέρω εγώ από τα Γανιά ή από κάπου αλλού και στις σημειώσεις καμιά φορά βλέπεις ότι δεν θέλουν να συνεργαστούν με πάρα πολλούς. Στην έννοια, οι κριτικές σελίδες είναι πιο ανοιχτό περιοδικό. Έχει μεγαλύτερο αριθμό συντελεστών και γενικώς είναι πιο φιλόξενο προς τους νέους που κάνουν μια πρώτη προσπάθεια. Είναι πιο δημοκρατικό να το πούμε έτσι και εγώ το αποδίδω και στην ίδια τη Γαλλιάνη που προέρχεται από ένα περιβάλλον δεν έχει την μόρφωση και επομένως δηλαδή να έχει που να θέλει να αποκλεί κάποιον. Έτσι το βλέπω εγώ, δεν ξέρω. Υπάρχει και το ζήτημα ότι την εποχή που γέννουν οι κριτικές σελίδες είναι ενδεχομένως πολύ περισσότεροι γράφοι έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο να μπορούν να γράφουν για τη συμμετοχή των επαρχιωτών από άλλα μέρη. Αυτό πρέπει να το δούμε στα πλαίσια ενός δικτύου που έχει αναπτυχθεί, που ανταλλάζουν τα περιοδικά. Ο ένας στέλνει το περιοδικό του στις άλλες απαρχιακές πόλεις, στον περιοδικό της Ηλίας, ξέρω πως, ή σε διάφορα μέρη που γένουν περιοδικά που θα περίμενε κανείς να γένουν περιοδικά και ανταλλάζουν. Σαφέστατα. Για τη συμμετοχή των ανθρώπων της Πέθλου έχω εντυπωσιαστεί, όπως και εσύ, στα σημειώματα που γράφουν σε ανθρώπους που θέλουν να συνομιλήσουν με το περιοδικό. Υπάρχουν όντως άνθρωποι από πάρα πολλά μέρη και έχουν ειστηθεί δίκτυα διακίνηση των περιοδικών και διαβάζουμε καμιά φορά ότι πάμε προς τη Σταχανιά για να κάνουμε διανομή κλπ. Υπάρχει μια σοβαρή προσπάθεια. Ένα τελευταίο, όταν κάνει ο Παρλαμάς αυτή την επίθεση στον πνευματικό Ιράχλιο και λέει ότι... Το 37. Ο στυλίτης και διάφοροι άνθρωποι που δέχονται την κριτική τους, αυτοί μετά πάνε και βρίσκουν διάφορους άλλους που ξέρουν σε άλλες επαρχειακές πόλεις και στην εφημερίδα δημοσιεύουν απαντήσεις από ανθρώπους σε άλλα εφημερίδες. Αυτό μας δείχνει καθαρά ότι υπάρχει ένα δίκτυο. Ευχαριστώ πολύ τον αγαπητό Μπεν για τις συμπληρώσεις. Έτσι είναι. Δεν μπορούμε να τα πούμε όλα. Ναι, στον Παρλαμά απαντούν πολύ στο Ιράχλιο, στις εφημερίδες. Ως προς το πρώτο, το είπα ήδη ότι τα νεοελληνικά γράμματα είναι πιο ανοιχτό περιοδικό και πιο προοδευτικό, αν θέλετε, με την ευρύτητα του όρου. Συμφωνούμε στις διαπιστώσεις. Η ερμηνεία δικιά μου, και δεν ξέρω κι αν συμφωνούμε, είναι ότι τα νεοελληνικά γράμματα δεν έχουν πρόβλημα ήλις. Γι' αυτό και αποκλείουν ίσως κάποιους μυρακλιώτες. Δεν έχουν πρόβλημα ήλις. Γιατί? Διότι έχουν τον εμπειρότατο περιτακτοτικά Μουρέλο, ο οποίος έχει μαζέψει ένα πυρήνα ανθρώπων, είπα Αλεξίου, Καζαντζάκης και πολλοί πολλοί άλλοι. Μόνο ο κύκλος του Αλεξίου έφτανε. Οπότε δεν έχει πρόβλημα ήλις. Και θα έλεγα ότι έχει και πιο ομοιογενή ήλη. Η ήλη έχει ομοιογένεια. Αντίθετα, η Καλιγιάννη, η οποία έχει φιλοδοξίες, η οποία είναι δυναμική, η οποία όμως δεν έχει εμπειρία και θα έλεγα ότι το περιοδικό της είναι περισσότερο ένα συνονθήλευμα, αν δεν το αδικό, προσπαθεί να βρει, κατευθύνεται μάλλον η ήλη του περιοδικού, κατευθύνεται από τους ανθρώπους οι οποίοι γράφουν. Γι' αυτό και έχουμε πολλές μελέτες εδώ, δηλαδή προσωπικότες όπως ο Τωμαδάκης, ο Μαρινάτος κλπ. έδρασαν μάλλον καταλυτικά ως προς την ήλη. Πάντως η ήλη της Καλιγιάννη δεν έχει την ομοιογένεια που έχει η ήλη των νεοελληνικών γραμμάτων. Τα νεοελληνικά γράμματα θεωρούνται πραγματικά ένα επίτευγμα για την εποχή και την πόλη του Ηρακλείου. Αυτή είναι η δικιά μου ερμηνεία, δεν ξέρω αν συμφωνούμε. Κάποιος άλλος ήλοι να ρωτήσει. Ένα μέρος της ήλης στα νεοελληνικά γραμμάτια, ένα αξιόλογο μέρος θα έλεγα, αν το δει κανείς στατιστικά, είναι ήλη που έχει συσσορευθεί, που έχει γραφτεί στα 10 χρόνια του πολέμου και δεν έχει πήει προς τα έξω. Υπάρχει στα σιρτάρια. Μερικές φορές βλέπουμε ότι λέει με τις θρονολογίες κάτω από τα ποιήματα και τα λοιπά, ότι είναι παλιότερη η ήλη που πρέπει να νημοσιευτεί. Συμφωνούμε. Κάποια άλλη ερώτηση, ο κ. Μακριγιαννάκης, ο φιλόλογος. Θα κάνω ερώτηση αφού πρώτα συγχαρώ το συνάδελφο και να του συστήσω να πάει να του ρυθμίσει τον γκάζ ένας μηχανικός, διότι, Αντώνη, καλά έκαναν και σε έκανα ένα σύμβολο γρήγορα, τα παιδιά, παρό, πώς σε παρακολουθούσαν. Γιατί μαρσάρισσες, είσαι μαρσάριστος, δεν συμβαίνει με τον γκάζ τέρμα. Α, τον γκάζ. Το γκάζ, το πνευματικό. Λοιπόν, όλα αυτά που είπες ήταν σημαντικά. Αν τα έλεγες σε αργό tempo και αν μας έδειχνες ποιήματα που ανέφερας, που εγώ ο φιλόλογος δεν τα ξέρω, γιατί εσύ έχεις διαβάσει περισσότερα, κλπ. και θα ήταν τέλεια η παρουσίαση της δουλειάς, της ανέλευας. Αυτό αποκόμισα. Ένα αποτέλεσμα αυτής της παρατήρησης που σου κάνω είναι, μου λες, παρακαλώ, το τίτλο του ποιήματος της Αλεξίου να το βρω, να το διαβάσω ολόκληρο, ή να μας το βάλεις σαν κατακείμενο για τις κοινές γυναίκες. Ο τίτλος είναι αμαρτωλό. Αμαρτωλό. Και θα κάτσουν για τιμωρία. Να μου το αναλύσεις κιόλας. Ευχαριστώ πολύ τις παρατηρήσεις. Καλό προέρετηση. Ευχαριστώ. Καθίσε τα όπλα του. Ναι, όντως είναι μειονέκτημα, μιλώ γρήγορα, αλλά θα δικαιολόγηθω, πρέπει να δικαιολόγηθω έτσι, να δικαιολόγησω τη στάση μου, ότι δεν ξέρω αν αυτά που λέω έχουν ενδιαφέρον ή δεν έχουν. Ένα πράγμα θέλω να σεβαστώ τον χρόνο των ακροατών μου και είχα πει σε εσάς να χτυπήσετε σε 40 λεπτώ και δεν χτυπήσατε να μου βοηθήσετε και είχα πει στον αγαπητό Κωστή στο 50 λεπτώ να με διακόψει και μου έγραψε οπότε από εκεί πέρα έπρεπε να πατήσω γκάζι αναγκαστικά. Λοιπόν, όμως θα σε κρατήσω ως καλό μαθητή και συνάδελφο στο τέλος να σου απαγγείλω κατά μόνας το αμαρτωλό της Αλεξίου. Εγώ έχω ενοχές ότι σας έφαγα το χρόνο και θα απαντήσω να κλείσουμε με πείμα. Για μένα είναι εκπληκτικό το πείμα αυτό πραγματικά για την τόλου μου του. Γενικά η γαλάτη Αλεξίου στην οποία πίστης πρέπει να γραφτεί πηγώντας μία μονογραφία είναι μια ενδιαφέρουσα μορφή και μόνο το ότι κράτησε το όνομα του Καζανζάκη παντρεμένη αργότερα με τον Αυγέρη και πολλά άλλα βέβαια δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής αυτής και η σχέση της με το κόμμα κλπ. Λοιπόν το αμαρτωλώ πολύ γρήγορα και εδώ θα πατήσω γκάζι όμως γιατί είναι αναφέρεται μιλάει μία κοινή γυναίκα έτσι και αναφέρει τα διαδοχικά ονόματα που της έδωταν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Γενικά τα χρόνια αυτά είναι πολύ της μόδας η θεματοποίηση έτσι του περιθωρίου το περιθώριο. Λοιπόν λέει η Γαλάτια «Με λέγαν νίκη, ηρό στη Σαλονίκη, στο βόλο κατηνίτσα έναν καιρό, τώρα στα βούρλα με φωνάζουν Στέλλα, ο τόπος μου ποιος ήταν, ποιοι δικοί μου, αν ξέρω να θεμάμαι, σπίτι πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα, κι ως κι οι πικροί μου χρόνια οι παιδικοί μου, θολές, σβησμένες ζωγραφιές κι είναι αδιανό σεντούκι η θυμισή μου. Το σήμερα χειρότερο απ' το χτες και τα αύριο απ' το σήμερα θενάνε, φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισκές, ηχοροφύλακες να με τραβολογάνε, γλέντια, καυγάδες ως να φέξει, αρρώστιες, αμφιθέατρος συγκρού και νέσης εξακόσια έξι. Πνιγμένου καραβιού σάπιο σαν ήδη, όλη η ζωή μου του χαμού, από την κόλαση μου σου φωνάζω, εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω. Αυτό είναι λοιπόν το παιίμα. Ευχαριστώ πολύ. Τώρα θα μ' έμφεστε τον αγαπητό φίλο μου. Μια τελευταία ερώτηση, ο κύριος Γιώργης Ιφάκης. Ευχαριστούμε πάρα πολύ και ήθελα να σας ρωτήσω αυτό το περιεδικό, κριτικές σελίδες, έχετε την αίσθηση, γιατί εγώ αυτό έχω, ότι συνέβαλαν πάρα πολύ στο να δημιουργηθεί μια αρμονία μεταξύ των δύο πολιτισμών, του κρυτογενούς και των μικρασιατών Ελλήνων. Συνέβαλε? Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Διότι από ό,τι κατάλαβα τα ονόματα που είναι μέσα, δεν ήταν ούτε κρυτογενείς, δηλαδή ήταν μια παρέα, η οποία δεν ξέρω... Εννοείται ότι υπήρχαν μικρασιάτες μέσα. Μικρασιάτες μέσα, ναι. Βέβαια, ευχαριστώ πολύ. Οπότε δηλαδή η ιστορία δηλαδή βοηθήσανε στο διότι υπήρχε μια αντιπαλότητα άγρια στην αρχή. Άρα αυτά τα περιοδικά βοηθήσανε στην συνύπαρξη, αρμονική συνύπαρξη των δύο πολιτισμών. Ευχαριστώ. Κοιτάξτε βέβαια αυτό είναι εκτίμηση, αλλά γεγονός είναι, είπα στην αρχή, ότι η λογοτεχνία αυτή κάθε αυτή βοήθησε. Τώρα, δεν είμαι ιστορικός, αλλά πόσο ξέρω, στο Ηράκλειο, στην πόλη του Ηρακλείου, δεν υπήρξαν έντονες αντιρίσεις και αντιγνωμίες γιατί, τέλος πάντων, δεν υπήρξε πόλεμος κατά των Μικρασιατών. Δεν υπήρξε. Υπήρξε στην επαρχία. Στο Ηράκλειο δεν είχε λόγο να υπάρξει και είναι προς τιμήν της πόλης, βέβαια. Η πόλη δέχθηκε. Έχω κείμενα πάρα πολλά από τα περιοδικά μέσα που δείχνουν το ενδιαφέρον των Ηρακλητών, ιδιαίτερα αυτής που ονομάζουμε στοιχειτάξη, που παραχώρησε πάρα πολλά πράγματα, πολλές δωρέες, από σπίτια μέχρι τρόφιμα, μέχρι ρούχα, μέχρι υιοθεσίες, κλπ. Πάρα πολλά στοιχεία συγκινητικά. Επομένως, ξεκινώντας από το πρώτο περιοδικό, που είναι πιο νωπές συμμήμες, πρέπει να πω ότι, ναι, εδώ η λογοτεχνία πραγματικά έκδυλα φαίνεται να θέλει να διαδραματίσει το ρόλο αυτό. Ναι, το ρόλο της συμφιλίωσης. Τους εμφανίζει εμφανώς ως θύματα, αυτοί δεν έφταγαν καθόλου, τους εμφανίζουν δουλευταράδες ως αυτοί που εκπροσωπούνε το ιδανικό της φυλής που θα δουλέψουν, θα ξαναστήσουν, ελπ. Είναι πολύ ακδηλό αυτά τα στοιχεία και πολύ ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά και βρίσκουμε στοιχεία για την μετέπειτα ταυτότητα του πρόσφυγα. Ναι, μην εμφανίζεται περιθερουεπημένος ο πρόσφυγας, αλλά όχι ξένος, είπαμε. Είναι Έλληνας και αυτή η ετερότητα Έλληνας πρόσφυγας στην Ελλάδα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και τεκμηριώνεται από το πρώτο περιοδικό. Το δεύτερο είναι πολύ φυσικό. Οι άνθρωποι αυτοί οι οποίοι άλλαξαν το χάρτη της χώρας, η έλευση των προσφύγων, το ξέρουμε πολύ καλά και ξέρουμε ότι ήταν πολύ δραστηρικές στον οικονομικό τομέα, στον γεωργικό και βέβαια στον πνευματικό. Ο πνευματικός χάρτης της χώρας άλλαξε. Είναι πολύ φυσικό στο Ηράκλειο να έχουμε πρόσωπα. Αυτό η Ιράκλειο δέχθηκε συνολικά περίπου 11.000 πρόσφυγες, δηλαδή το ένα τρίτο του γιγενούς πληθυσμού. Άλλαξε η εικόνα της πόλης και επομένως είναι πολύ φυσικό στις ελίδες του περιοδικού να έχουμε πάρα πολλούς πρόσφυγες. Δεν έχω ψάξει να με ειλικρινήσω, δεν έχω δει, δεν με ενδιαφέρει κιόλας και δεν ενδιαφέρει τους ίδιους νομίζω να δούνε αν είναι γιενείς ή πρόσφυγας. Ενδιαφέρει αν κάποιος έχει κάτι να πει και λοιπά και αυτοί που αναφέρονται που παρουσιάζονται νομίζω ότι με το εντέχνη τους και την αξία τους προβάλλονται παρά με την καταγωγή τους. Πάντως ευχαριστώ πολύ, ένα στοιχείο που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου. Ποτέ δεν το είχα. Να λοιπόν η συζήτηση την μπορεί να βγάλει. Ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ τη Διάννα του Μανουρά, τον κύριο Βασιλάκη, τον Κωστί το φίλο μου, όλους για την υπομονή σας και την αγάπη σας. Ευχαριστούμε και εμείς κύριε Καρτσάκη. Ευχόμαστε να συνεχίσουμε σε μια άλλη επίσης γλαφερή διάλεξή σας. Θα σας ευχαριστούμε όλους που ήρθατε σήμερα στην μιλή αυτή και θα σας περιμένουμε το επόμενο Σάββατο 29 Απριλίου, όπου θα μιλήσει ο κύριος Γιώργος Ζωράκης, αρχαιολόγος, με θέμα «Η σένδειξη οφειλωμένη της εκμονομωσύνης, ματιές στην ιστορία του Ιρακλίου μέσα από τα αρχαία της ονοματοθεσίας οδών και πλατιών της πόλης». Το μιλή θα προλογήσει ο κύριος Μανώδης Βασιλάκης και την εκδήλωση της Δονύση ο κύριος Κώστας Ιφάκης, μέλος της Δονύσης Πετροπής της Ιράκης Πρωτοβουλίας. Ευχαριστούμε πολύ. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα. Καλησπέρα.
|