Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2
Διάλεξη 2: ΑΠΑΙΚΟΥΣ, ΣΕΠΑΙΚΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΙΚΟΥΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΣΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥ διόφθαλμια ώραση και στραβισμό και αναπτύσσει τις διάφορες λειτουργίες της ώρασης, κάτι που χαρακτηρίζουμε σαν οπτική λειτουργία. Ξεκινάμε από τη σημαντικ...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Ιατρικής / Οφθαλμολογία |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2014
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=fc1e3001 |
id |
3e6f7996-3587-48b4-ba7a-ef0494d28619 |
---|---|
title |
Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 |
spellingShingle |
Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 ophthalmology Επιστήμες Υγείας ιατρική οφθαλολογία Δημητράκος Σταύρος |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=fc1e3001 |
publishDate |
2014 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/871f/5e8a/c4b8/4090/f591/4d36/95dd/239e/871f5e8ac4b84090f5914d3695dd239e.jpg |
topic |
ophthalmology Επιστήμες Υγείας ιατρική οφθαλολογία |
topic_facet |
ophthalmology Επιστήμες Υγείας ιατρική οφθαλολογία |
author |
Δημητράκος Σταύρος |
author_facet |
Δημητράκος Σταύρος |
hierarchy_parent_title |
Οφθαλμολογία |
hierarchy_top_title |
Ιατρικής |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
καθηγητής |
author2_role |
καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
00:22:20 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
ΑΠΑΙΚΟΥΣ, ΣΕΠΑΙΚΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΙΚΟΥΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΣΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥ διόφθαλμια ώραση και στραβισμό και αναπτύσσει τις διάφορες λειτουργίες της ώρασης, κάτι που χαρακτηρίζουμε σαν οπτική λειτουργία. Ξεκινάμε από τη σημαντικότερη λειτουργία που είναι η οπτική οξύτητα. Αυτή είναι η διακριτική ικανότητα του οφθαλμού. Οι φοιτητές πρέπει να γνωρίζουν πώς μετράται και με ποιον μηχανισμό. Η διακριτική ικανότητα ορίζεται συμβατικά σαν η ικανότητα διάκρισης δύο διαφορετικών άστρων που απέχουν μεταξύ τους μια γωνία ενός λεπτού της μοίρας. Μιλάμε τότε για οπτική οξύτητα 10 δέκατα. Όσο η γωνία που απαιτείται ανάμεσα στα δύο άστρα, ώστε αυτά να είναι διακριτά, η οπτική οξύτητα μικρένει. Έτσι, αν πρέπει οπωσδήποτε δύο άστρα να απέχουν μεταξύ τους 10 λεπτά της μοίρας, 10 λεπτά της μοίρας η οπτική οξύτητα είναι φυσικά το 1 δέκατο της φυσιολογικής. Για να διακρίνουμε δύο άστρα στον ουρανό, χρειαζόμαστε σε μια συστάδα 15 κονίων, τη λειτουργία μόνο των δύο εξ αυτών. Έτσι, η διακριτική ικανότητα εξαρτάται απόλυτα από την κατάσταση του κεντρικού βοθρίου της οχράς κυλίδας, επάνω στην οποία απεικονίζεται η εικόνα. Η οπτική οξύτητα μετράται με τη μέτρηση γωνίας που σχετίζεται με το μέγεθος του αντικειμένου και την απόσταση στην οποία βρίσκεται. Όπως καταλαβαίνετε πολύ καλά, όταν πλησιάζει το αντικείμενο, αυτό υφίσταται με γένθηση, ενώ όταν απομακρύνεται, σμίκρυνση. Η οπτική οξύτητα εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Πρώτον, την αδιατάραχτη οπτική. Δεύτερον, την διαθλαστική ικανότητα του βολβού και από την πυκνότητα των κονίων που διαθέτουμε, που είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως είναι και πολύ διαφορετική σε διάφορα είδη ζώων, επιπαραδείγματι ένα αρπακτικό πτυνό έχει διπλάσια πυκνότητα κονίων από ό,τι έχει ο άνθρωπος. Μετράτε από τους οφθαλμιάτρους με πίνακες οπτοτύπων αυτά τα γνωστά γράμματα, που έχετε αντιμετωπίσει όλοι σας όταν κάποτε περάσατε από οφθαρμολογική εξέταση. Σημαντικό για τους φοιτητές και τον γενικό γιατρό είναι να μπορεί να εκτιμήσει την οπτική οξύτητα χωρίς να διαθέτει τίποτα άλλο παρά μόνον την λήψη του ιστορικού από τον ασθενή. Πρέπει να έχουμε καταλάβει ότι κάποιον άτομο βλέπει δέκα δέκατα, βλέπει τέλεια, βλέπει λεπτομέρειες μακριά, βελονιάζει κλωστή κοντά, αλλά είναι μια οπτική οξύτητα την οποία πρακτικά δεν χρειαζόμαστε στη ζωή. Ήδη με εφτά δέκατα κάποιον άτομο οδηγεί ασφαλώς ως επαγγελματίας, ενώ με πέντε δέκατα μπορεί να κάνει πρακτικά τα πάντα. Κυκλοφορεί ασφαλώς με τα πόδια, αναγνωρίζει τους γνωστούς στο δρόμο, βλέπει τον αριθμό του λεωφορίου που φτάνει πριν φτάσει στη στάση, μαγειρεύει, ξυρίζεται, βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, διαβάζει υπότιτλους στη τηλεόραση, διαβάζει εφημερίδα, είναι αφτάρκης. Από εκεί και κάτω η ζωή με χαμηλότερη όραση αρχίζει να δυσκολεύει. Δεν είναι όμως αμελητέα η οπτική οξύτητα των δύο δεκάτων. Ένα άτομο με αυτήν την οπτική οξύτητα μπορεί να βγει για ψώνια στη γειτονιά του, ζει αξιοπρεπώς σε περιορισμένο κύκλο, δεν μπορεί δυστυχώς να διαβάσει. Και με ένα δέκατο, κάτι που θα περιφρονούσαμε και που αποτελεί μια οπτική οξύτητα πολύ σημαντική για μεγάλο αριθμό ατόμων, το άτομο μπορεί να κυκλοφορήσει σε έναν άγνωστο κλειστό χώρο, ενώ με τη μισή από αυτήν η οπτική οξύτητα μπορεί ακόμα να κυκλοφορήσει στο σπίτι του. Αν και η οπτική οξύτητα είναι η σημαντικότερη πληροφορία για την οπτική λειτουργία, με προϋπόθεση ότι υπάρχει αδιατάρακτο οπτικό πεδίο, δηλαδή το άτομο έχει μια ευρύτητα στην πληροφορία που λαμβάνει από το περιβάλλον του, η οπτική ικανότητα είναι μια σχέση ερεθίσματος και απάντησης, που διέπεται από τον γνωστό από την φυσιολογία νόμο των Βέμπερ και Φέχινερ, λογαρυθμική σχέση που ανάγει την οπτική ικανότητα στην οπτική οξύτητα. Έτσι, ένα άτομο με οπτική οξύτητα 5-10 δεν έχει οπτική ικανότητα, αλλά 69% όπως και ένα άτομο με οπτική οξύτητα 3,2-10 έχει οπτική ικανότητα 50%. Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούμε την οπτική λειτουργία με όρους ευρύτερους από τον όρο της οπτικής οξύτητας. Βασική προϋπόθεση για τη ζωή των ατόμων είναι η πληροφορία του οπτικού τους πεδίου. Δεν εξαρτάται η όραση μόνο από την οπτική οξύτητα, αλλά και από άλλες παραμέτρους, η κυριότερη των οποίων είναι η πληροφορία του οπτικού πεδίου. Φανταστείτε κάποιον άτομο, το οποίο βλέπει εξαιρετικά μέσα από ένα τηλεσκόπιο, αλλά δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τι συμβαίνει στο άμεσο του περιβάλλον. Η αναπηρία λοιπόν ενός ατόμου που έχει απολέσει το περιφέρον του, είναι εξίσου σημαντική, ίσως και σημαντικότερη από την αναπηρία κάποιου που έχει χαμηλή οπτική οξύτητα. Τι είναι αυτό το οπτικό πεδίο? Είναι το σύνολο των ορατών σημείων από ταυτόχρονος, από έναν ακίνητο οφθαλμό. Διαταραχές του οπτικού πεδίου τις ονομάζουμε σκοτώματα. Και αυτά τα διακρίνονται από την οπτική οξύτητα. Διαταραχές του οπτικού πεδίου τις ονομάζουμε σκοτώματα και αυτά τα διακρίνουμε σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά σκοτώματα είναι εμπόδια στην αντίληψη του οπτικού ερεθίσματος. Είναι δηλαδή κάτι σαν να κλείσουμε τα μάτια μας ή να βάλουμε κάποιο εμπόδιο μπροστά. Να δούμε τον ουρανό, να προσπαθήσουμε να δούμε τα άστρα μέσα από ομίχλη. Ή από ένα συνεφιασμένο ουρανό. Ή να έχουμε κάποιο εμπόδιο στο ίδιο τον οθαλμό μας από τον κερατοειδή, το φακό, το ιαλοειδές. Μια αιμορραγία παραδείγματος χάρη στο ιαλοειδές εμποδίζει την όραση κάποιων σημείων και δημιουργεί ένα θετικό σκότωμα. Θετικά λοιπόν σκοτώματα είναι αυτά που βλέπουμε σαν μαύρα ή γκρι εμπόδια μπρος από τα μάτια μας και προϋποθέτουν βλάβη στους φωτοϋποδοχείς ή εμπόδιο πριν από αυτούς. Τα αρνητικά σκοτώματα αντίθετα είναι περιοχές μέσα στις οποίες δεν βλέπουμε τίποτα. Ας πούμε ένα αρνητικό σκότωμα έχουμε πίσω από το κεφάλι μας. Δεν είναι ότι βλέπουμε μαύρα, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν βλέπουμε τίποτα. Τα αρνητικά σκοτώματα οφείλονται σε βλάβες των γαγγλιακών κυτάρων, τα οφλιστροϊδούς και ολόκληρης της οπτικής οδού. Είναι δηλαδή περισσότερο βλάβες που αφορούν και τον οφθαλμίατρο αλλά και τον νευρολόγο. Μία από αυτές τις διαταραχές είναι η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου. Μπορεί να χαθεί το μισό οπτικό πεδίο και το έλλειμμα να είναι οριζόντιο. Τότε αυτή η βλάβη αφορά τον οφθαλμίατρο και εντοπίζεται στο αντίθετο μισό του οφλιστροϊδού. Ενώ όταν είναι κάθετη εντοπίζεται στο οπτικό χείασμα και πιο πίσω και αφορά φυσικά τον νευρολόγο. Μία έννοια την οποία πρέπει να καταλάβουμε είναι η διάθλαση του φωτός με όρους φυσικείς. Η διάθλαση είναι η αλλαγή της ταχύτητας διάδοσης του φωτός και η εκτροπή της πορείας του. Στον οφθαλμό η διάθλαση οφείλεται στην καμπηλότητα του κερατοειδούς και του φακού και κυρίως στον διαφορετικό δείκτη διάθλασης από τον αέρα στις υγρότερες υγρές δομές του οφθαλμού. Φυσιολογικά το περιβάλλον εστιάζεται πάνω στον αφλιστροϊδή μέσω της σύγκλισης των ακτίνων. Υπάρχουν όμως και παραλλαγές αυτής της σταθεράς. Αυτές αποτελούν τις διαθλαστικές ανομαλίες. Οι διαθλαστικές ανομαλίες δεν είναι νόση, είναι παραλλαγές φυσιολογικές από το μέσο όρο. Δεν είναι ασθενείς κάποιος που είναι 2 μέτρα ούτε κάποιος που είναι 1,55. Είναι παραλλαγές του μέσου όρου. Αυτές διακρίνονται σε αξονικές που οφείλονται σε μικρό ή μεγάλο μήκος του οφθαλμού, διαθλαστικές σε μεγάλη ή μικρή καμπηλότητα του κερατοειδούς ή και μικτές, οι περισσότερες από αυτές είναι σφαιρικές και αποτελούνται από τη μειοπία και την υπερμετροπία. Κάποιες από αυτές είναι κυλινδρικές και εκδηλώνονται ως αστιγματισμός. Ως εμετροπία λοιπόν ορίζεται η ικανότητα του οφθαλμού να διακρίνει με ευκρίνεια στο άπειρο. Ή αλλιώς η αβίαστη και χωρίς προσπάθεια εστίαση του μακρινού περιβάλλοντος ακριβώς επάνω στον αυθλητροειδή. Πραγματικά εμέτροπες είναι ελάχιστοι. Τα περισσότερα άτομα όμως έχουν μια πολύ μικρή διαθλαστική ανομαλία κοντά στην εμετροπία. Από τις διαθλαστικές ανομαλίες η μειοπία είναι η κατάσταση εκείνης στην οποία το περιβάλλον, οι μακρινά αντικείμενα, εστιάζονται εμπρός από τον αυθλητροειδή και αυτό μπορεί να οφείλεται είτε γιατί ο βολβός έχει μεγάλο αξονικό μήκος είτε γιατί ο κερατοειδής έχει μεγάλη καμπυλότητα. Είναι το αντίθετο της υπερμετροπίας και διορθώνεται με αρνητικούς αποκλίνοντες φακούς οι οποίοι μεταθέτουν προς τα πίσω επάνω στον αυθλητροειδή την εικόνα του περιβάλλοντος. Αντίθετη από την μειοπία είναι η υπερμετροπία. Σε αυτήν το μακρινό περιβάλλον εστιάζεται πίσω από τον αυθλητροειδή. Και αυτό λόγω του μικρού αξονικού μήκους του βολβού ή της χαμηλής καμπυλότητας του κερατοειδούς. Είναι το αντίθετο της μειοπίας. Διορθώνεται με θετικούς συγκλίνοντες φακούς οι οποίοι μετατωπίζουν προς τα εμπρός το είδωλο και το απεικονίζουν επάνω στον αυθλητροειδή. Μια πολύ σημαντική λειτουργία του οφθαλμού είναι η λειτουργία της προσαρμογής. Η προσαρμογή επιτελείται με αντανακλαστική ταχύτατη μεταβολή της καμπυλότητας του φακού η οποία οφείλεται στη σύσπαση του ακτινοτουμιούς, χαλάρωση της γυνείου ζώνης που συνδέει τον μη αυτό σαν τένοντας με τον κρυσταλοειδή φακό, υπάρχινση του κρυσταλοειδούς φακού και η αύξηση της διασλαστικής ικανότητας του οφθαλμού. Οι εμέτροπες δεν χρειάζεται να προσαρμόσουν για να δουν μακριά. Προσαρμόζουν μόνον για να δουν σε μικρότερες αποστάσεις από το άπειρο. Οι υπερμέτροπες προσαρμόζουν και μακριά και κοντά. Γιατί θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι υπερμέτροπες βλέπουν πέρα από το άπειρο. Δεν υπάρχει αυτό, αλλά ήδη για να δουν στο άπειρο θα πρέπει να καταβάλουν κάποια προσπάθεια με τη σύσπαση του ακτινοτουμιούς και αυτή η προσπάθεια γίνεται όλο και μεγαλύτερη όσο πιο κοντά έρχεται το αντικείμενο το οποίο πρέπει να δουν. Λόγω λοιπόν της συνεχούς αυτής προσαρμογής και σύσπασης του ακτινοτού και ενώ οι μίωπες δεν βλέπουν, οι υπερμέτροπες πάσχουν. Από τι πάσχουν? Πάσχουν από δύο συμπτώματα, την κοπιοπία και την ασθενοπία. Η κοπιοπία εκδινώνται με ριθρότητα, νύστα, αίσθημα έντασης και φαλαλγείας στο τέλος της ημέρας. Η ασθενοπία πάλι με παροδική απεστίαση της εικόνας και προσπάθεια για επανεστίασή της. Φάρμακα τα οποία προκαλούν αδυναμία προσαρμογής είναι τα παρασυμπαθητικό λυτικά φάρμακα όπως η ατροπίνη σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η τροπικαμίδια για μικρότερο χρονικό διάστημα. Μια διαταραχή της προσαρμογής έρχεται με την πάροδο του χρόνου. Την ονομάζουμε πρεσβειοπία και αυτή είναι αποτέλεσμα της ελάχτωσης της προσαρμογής στην κοντινή όραση λόγω σκλήρινσης του κρυσταλοειδούς φακού προϊούσης της ηλικίας. Δεν είναι το αντίθετο της μοιοπίας όπως κάποιοι νομίζουν λέγοντας ότι μεγαλώνοντας δεν βλέπω κοντά άρα συμβαίνει μια εξάλειψη της μοιοπίας μου. Εμφανίζεται κατά τα 45 συνήθως στους αιμέτροπες, νωρίτερα από τα 45 στους υπερμέτροπες γιατί αυτοί πρέπει να καταβάλουν ήδη και μια προσπάθεια προσαρμογής για τη μακρινή τους όραση και αργότερα ή και ποτέ στους μοιοπές. Πολύ σημαντική ήταν η εξέλιξη του ανθρώπου και των ανωτέρων θηλαστικών από τη στιγμή που ανέπτυξαν διόφθαλμοι όραση. Ήταν κάτι που τους επέτρεψε εκτιμήσεις αποστάσεων, τους έκανε κυνηγούς και βοήθησε στην επιβίωσή τους. Η διόφθαλμοι όραση είναι η ταυτόχρονη εισάξια αντίληψη του κόσμου από κάθε οφθαλμό που προϋποθέτει οι οπτικές άξονες να είναι παράλληλοι στο άπειρο και να μην υπάρχει μεγάλη διαφορά διάθλασης ανάμεσα στα δύο μάτια. Μία έννοια την οποία επίσης πρέπει να καταλάβουμε είναι η έννοια της αμφιλστροιδικής αντιστοιχίας. Για κάθε σημείο του αμφιλστροιδούς του δεξιού οφθαλμού υπάρχει και ένα αντίστοιχο σημείο στον αριστερό οφθαλμό που βλέπουν την ίδια εικόνα ή το ίδιο κομμάτι της εικόνας. Και αυτές τα πρέπει να προβάλλονται στα σύστηχα αυτά σημεία ώστε να γίνονται ταυτόχρονα αντιληπτές και να ταυτίζονται. Η διαταραχή αυτής της αντιστοιχίας οδηγεί σε διπλοπία, δηλαδή σε όραση διπλών αντικειμένων. Μια κατάσταση που διαταράσει την διόφθαλμη όραση είναι ο στραβισμός. Πρέπει ο γενικός γιατρός να μπορεί να διακρίνει τον ψεύτικο ή ψεύδο στραβισμό στα παιδάκια. Πολλές μητέρες έρχονται λέγοντας ότι οι κερατοειδείς των μικρών παιδιών τους είναι πιο κοντά προς τη μύτη παρά προς τους κροτάφους. Και αυτό γίνεται συχνά γιατί τα παιδάκια δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τον έσωβελεφαρικό σύνδεσμο, έχουν δηλαδή κάποιον επίκανθο και δίνουν την εντύπωση ότι τα ματάκια τους πλησιάζουν περισσότερο προς τη μύτη παρά προς τους κροτάφους. Για να αποκλειστεί αυτός ο στραβισμός αρκεί να στρέψουμε τα μάτια του παιδιού σε ένα φωτεινό σημείο, το φως από ένα παράθυρο παραδείγμα τος χάρη ή μια φωτεινή πηγή, και να δούμε αν αυτή απεικονίζεται επάνω στον κερατοειδή που δράσαν καθρέφτης σε σύστηχα σημεία. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι κάποιοι από τους στραβισμούς είναι προσωρινοί ή μπορεί να αντιμετωπιστούν με διόρθωση της διάθλασης. Τέτοιος είναι ο προσαρμοστικός συγκλήνος στραβισμός. Η προσαρμογή στην κοντινή όραση έχει μαζί της ταυτόχρονα και την σύγκληση των οφθαλμών. Έτσι, παιδάκια που παρουσιάζουν υπερμετροπία, καθώς προσπαθούν να εστιάσουν το αντικείμενο που έρχεται από το άπειρο, ταυτόχρονα με την προσαρμογή τους συγκλίνουν και τους οφθαλμούς. Αυτός ο συγκλήνος στραβισμός μπορεί να διόρθωθεί μόνο και πολύ απλά με την οπτική διόρθωση με γυαλιά. Ο στραβισμός είναι μια κατάσταση που αφορά και παιδιά και ενηλίκους. Χωρίζεται σε συνεκτικό και παραλλητικό. Χωρίζεται σε συνεκτικό και παραλλητικό. Συνεκτικό στραβισμός εκείνος, στον οποίο η γωνία ανάμεσα στους οπτικούς άξιον στων δύο οφθαλμών είναι σταθερή σε όλες τις βλαματικές θέσεις. Αν οι οφθαλμοί κλείνουν προς τα έσω, τότε μιλάμε για συγκλήνοντας στραβισμό, αν προς τα έξω για αποκλήνοντας στραβισμό. Διαφορετικός είναι ο παραλλητικός στραβισμός που συμβαίνει σε παραλήσεις νεύρων και μοιών που κοινούν τους οφθαλμούς. Σε αυτή την περίπτωση η γωνία των δύο οπτικών αξιώνων δεν είναι παντού ίδια, είναι μεγαλύτερη προς την κατεύθυνση δράσης του παραλλητικού μοιός και έχει σαν αποτέλεσμα τη διπλοπία. Ο στραβισμός επίσης διακρίνεται σε έγκδυλο ή τροπία και σε λανθάνοντα ή φορεία. Και αυτό αποκαλύπτεται με τη δοκιμασία της επαλάσσους ασκάλυψης, κάτι που θα διδαχθούμε και θα ασκηθούμε κατά τα πρακτικά μαθήματα των πρακτικών δεξιοτήτων. Μια πολύ σημαντική κατάσταση στην οποία πρέπει να γνωρίζει ο γενικός γιατρός ώστε να την προλάβει είναι η αμβιλιοπία. Αυτή αναπτύσσεται όταν ένας οφθαλμός μειωνεκτεί αντι του άλλου και τότε τα σήματα που στέλνει προς τον ινιακό λοβό είναι μικρότερα από ότι το ανταγωνιστεί οφθαλμού. Με αποτέλεσμα η εικόνα από τον ένα οφθαλμό να διεγύρει περισσότερο και να καταλαμβάνει αντίστοιχες περιοχές στον ινιακό λοβό, εξοβελίζοντας τους νευρώνες που φτάνουν σε αυτόν από το άλλο μάτι. Διορθώνεται με γυαλιά ή με την κάλυψη του κυρίαρχου οφθαλμού τα πρώτα χρόνια της ζωής ώστε να αναπτυχθεί ο μειωνεκτών οφθαλμός. Για αυτό το λόγο πρέπει τα παιδάκια στην προσχολική ή πρώτο σχολική ηλικία να εξετάζονται πριν εγκατασταθεί η αμβλιοπία μόνιμα ώστε να αναστραφεί η τάση αυτή και να έχουν δύο εισάξους οφθαλμούς. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και σας παραπέμπω στις ηλεκτρονικές παραπομπές του πρώτου κεφαλαίου στο διαδίκτυο μέσα στις οποίες θα μπορέσετε να εμβαθύνετε σε όσα παραπάνω είπαμε. |
_version_ |
1782817696523485184 |
description |
Διάλεξη 2: ΑΠΑΙΚΟΥΣ, ΣΕΠΑΙΚΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΙΚΟΥΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΣΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥΧΕΙΣ, ΚΑΙ ΨΑΝΤΟΥ διόφθαλμια ώραση και στραβισμό και αναπτύσσει τις διάφορες λειτουργίες της ώρασης, κάτι που χαρακτηρίζουμε σαν οπτική λειτουργία. Ξεκινάμε από τη σημαντικότερη λειτουργία που είναι η οπτική οξύτητα. Αυτή είναι η διακριτική ικανότητα του οφθαλμού. Οι φοιτητές πρέπει να γνωρίζουν πώς μετράται και με ποιον μηχανισμό. Η διακριτική ικανότητα ορίζεται συμβατικά σαν η ικανότητα διάκρισης δύο διαφορετικών άστρων που απέχουν μεταξύ τους μια γωνία ενός λεπτού της μοίρας. Μιλάμε τότε για οπτική οξύτητα 10 δέκατα. Όσο η γωνία που απαιτείται ανάμεσα στα δύο άστρα, ώστε αυτά να είναι διακριτά, η οπτική οξύτητα μικρένει. Έτσι, αν πρέπει οπωσδήποτε δύο άστρα να απέχουν μεταξύ τους 10 λεπτά της μοίρας, 10 λεπτά της μοίρας η οπτική οξύτητα είναι φυσικά το 1 δέκατο της φυσιολογικής. Για να διακρίνουμε δύο άστρα στον ουρανό, χρειαζόμαστε σε μια συστάδα 15 κονίων, τη λειτουργία μόνο των δύο εξ αυτών. Έτσι, η διακριτική ικανότητα εξαρτάται απόλυτα από την κατάσταση του κεντρικού βοθρίου της οχράς κυλίδας, επάνω στην οποία απεικονίζεται η εικόνα. Η οπτική οξύτητα μετράται με τη μέτρηση γωνίας που σχετίζεται με το μέγεθος του αντικειμένου και την απόσταση στην οποία βρίσκεται. Όπως καταλαβαίνετε πολύ καλά, όταν πλησιάζει το αντικείμενο, αυτό υφίσταται με γένθηση, ενώ όταν απομακρύνεται, σμίκρυνση. Η οπτική οξύτητα εξαρτάται από τρεις παράγοντες. Πρώτον, την αδιατάραχτη οπτική. Δεύτερον, την διαθλαστική ικανότητα του βολβού και από την πυκνότητα των κονίων που διαθέτουμε, που είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως είναι και πολύ διαφορετική σε διάφορα είδη ζώων, επιπαραδείγματι ένα αρπακτικό πτυνό έχει διπλάσια πυκνότητα κονίων από ό,τι έχει ο άνθρωπος. Μετράτε από τους οφθαλμιάτρους με πίνακες οπτοτύπων αυτά τα γνωστά γράμματα, που έχετε αντιμετωπίσει όλοι σας όταν κάποτε περάσατε από οφθαρμολογική εξέταση. Σημαντικό για τους φοιτητές και τον γενικό γιατρό είναι να μπορεί να εκτιμήσει την οπτική οξύτητα χωρίς να διαθέτει τίποτα άλλο παρά μόνον την λήψη του ιστορικού από τον ασθενή. Πρέπει να έχουμε καταλάβει ότι κάποιον άτομο βλέπει δέκα δέκατα, βλέπει τέλεια, βλέπει λεπτομέρειες μακριά, βελονιάζει κλωστή κοντά, αλλά είναι μια οπτική οξύτητα την οποία πρακτικά δεν χρειαζόμαστε στη ζωή. Ήδη με εφτά δέκατα κάποιον άτομο οδηγεί ασφαλώς ως επαγγελματίας, ενώ με πέντε δέκατα μπορεί να κάνει πρακτικά τα πάντα. Κυκλοφορεί ασφαλώς με τα πόδια, αναγνωρίζει τους γνωστούς στο δρόμο, βλέπει τον αριθμό του λεωφορίου που φτάνει πριν φτάσει στη στάση, μαγειρεύει, ξυρίζεται, βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, διαβάζει υπότιτλους στη τηλεόραση, διαβάζει εφημερίδα, είναι αφτάρκης. Από εκεί και κάτω η ζωή με χαμηλότερη όραση αρχίζει να δυσκολεύει. Δεν είναι όμως αμελητέα η οπτική οξύτητα των δύο δεκάτων. Ένα άτομο με αυτήν την οπτική οξύτητα μπορεί να βγει για ψώνια στη γειτονιά του, ζει αξιοπρεπώς σε περιορισμένο κύκλο, δεν μπορεί δυστυχώς να διαβάσει. Και με ένα δέκατο, κάτι που θα περιφρονούσαμε και που αποτελεί μια οπτική οξύτητα πολύ σημαντική για μεγάλο αριθμό ατόμων, το άτομο μπορεί να κυκλοφορήσει σε έναν άγνωστο κλειστό χώρο, ενώ με τη μισή από αυτήν η οπτική οξύτητα μπορεί ακόμα να κυκλοφορήσει στο σπίτι του. Αν και η οπτική οξύτητα είναι η σημαντικότερη πληροφορία για την οπτική λειτουργία, με προϋπόθεση ότι υπάρχει αδιατάρακτο οπτικό πεδίο, δηλαδή το άτομο έχει μια ευρύτητα στην πληροφορία που λαμβάνει από το περιβάλλον του, η οπτική ικανότητα είναι μια σχέση ερεθίσματος και απάντησης, που διέπεται από τον γνωστό από την φυσιολογία νόμο των Βέμπερ και Φέχινερ, λογαρυθμική σχέση που ανάγει την οπτική ικανότητα στην οπτική οξύτητα. Έτσι, ένα άτομο με οπτική οξύτητα 5-10 δεν έχει οπτική ικανότητα, αλλά 69% όπως και ένα άτομο με οπτική οξύτητα 3,2-10 έχει οπτική ικανότητα 50%. Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούμε την οπτική λειτουργία με όρους ευρύτερους από τον όρο της οπτικής οξύτητας. Βασική προϋπόθεση για τη ζωή των ατόμων είναι η πληροφορία του οπτικού τους πεδίου. Δεν εξαρτάται η όραση μόνο από την οπτική οξύτητα, αλλά και από άλλες παραμέτρους, η κυριότερη των οποίων είναι η πληροφορία του οπτικού πεδίου. Φανταστείτε κάποιον άτομο, το οποίο βλέπει εξαιρετικά μέσα από ένα τηλεσκόπιο, αλλά δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τι συμβαίνει στο άμεσο του περιβάλλον. Η αναπηρία λοιπόν ενός ατόμου που έχει απολέσει το περιφέρον του, είναι εξίσου σημαντική, ίσως και σημαντικότερη από την αναπηρία κάποιου που έχει χαμηλή οπτική οξύτητα. Τι είναι αυτό το οπτικό πεδίο? Είναι το σύνολο των ορατών σημείων από ταυτόχρονος, από έναν ακίνητο οφθαλμό. Διαταραχές του οπτικού πεδίου τις ονομάζουμε σκοτώματα. Και αυτά τα διακρίνονται από την οπτική οξύτητα. Διαταραχές του οπτικού πεδίου τις ονομάζουμε σκοτώματα και αυτά τα διακρίνουμε σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά σκοτώματα είναι εμπόδια στην αντίληψη του οπτικού ερεθίσματος. Είναι δηλαδή κάτι σαν να κλείσουμε τα μάτια μας ή να βάλουμε κάποιο εμπόδιο μπροστά. Να δούμε τον ουρανό, να προσπαθήσουμε να δούμε τα άστρα μέσα από ομίχλη. Ή από ένα συνεφιασμένο ουρανό. Ή να έχουμε κάποιο εμπόδιο στο ίδιο τον οθαλμό μας από τον κερατοειδή, το φακό, το ιαλοειδές. Μια αιμορραγία παραδείγματος χάρη στο ιαλοειδές εμποδίζει την όραση κάποιων σημείων και δημιουργεί ένα θετικό σκότωμα. Θετικά λοιπόν σκοτώματα είναι αυτά που βλέπουμε σαν μαύρα ή γκρι εμπόδια μπρος από τα μάτια μας και προϋποθέτουν βλάβη στους φωτοϋποδοχείς ή εμπόδιο πριν από αυτούς. Τα αρνητικά σκοτώματα αντίθετα είναι περιοχές μέσα στις οποίες δεν βλέπουμε τίποτα. Ας πούμε ένα αρνητικό σκότωμα έχουμε πίσω από το κεφάλι μας. Δεν είναι ότι βλέπουμε μαύρα, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν βλέπουμε τίποτα. Τα αρνητικά σκοτώματα οφείλονται σε βλάβες των γαγγλιακών κυτάρων, τα οφλιστροϊδούς και ολόκληρης της οπτικής οδού. Είναι δηλαδή περισσότερο βλάβες που αφορούν και τον οφθαλμίατρο αλλά και τον νευρολόγο. Μία από αυτές τις διαταραχές είναι η απώλεια του μισού οπτικού πεδίου. Μπορεί να χαθεί το μισό οπτικό πεδίο και το έλλειμμα να είναι οριζόντιο. Τότε αυτή η βλάβη αφορά τον οφθαλμίατρο και εντοπίζεται στο αντίθετο μισό του οφλιστροϊδού. Ενώ όταν είναι κάθετη εντοπίζεται στο οπτικό χείασμα και πιο πίσω και αφορά φυσικά τον νευρολόγο. Μία έννοια την οποία πρέπει να καταλάβουμε είναι η διάθλαση του φωτός με όρους φυσικείς. Η διάθλαση είναι η αλλαγή της ταχύτητας διάδοσης του φωτός και η εκτροπή της πορείας του. Στον οφθαλμό η διάθλαση οφείλεται στην καμπηλότητα του κερατοειδούς και του φακού και κυρίως στον διαφορετικό δείκτη διάθλασης από τον αέρα στις υγρότερες υγρές δομές του οφθαλμού. Φυσιολογικά το περιβάλλον εστιάζεται πάνω στον αφλιστροϊδή μέσω της σύγκλισης των ακτίνων. Υπάρχουν όμως και παραλλαγές αυτής της σταθεράς. Αυτές αποτελούν τις διαθλαστικές ανομαλίες. Οι διαθλαστικές ανομαλίες δεν είναι νόση, είναι παραλλαγές φυσιολογικές από το μέσο όρο. Δεν είναι ασθενείς κάποιος που είναι 2 μέτρα ούτε κάποιος που είναι 1,55. Είναι παραλλαγές του μέσου όρου. Αυτές διακρίνονται σε αξονικές που οφείλονται σε μικρό ή μεγάλο μήκος του οφθαλμού, διαθλαστικές σε μεγάλη ή μικρή καμπηλότητα του κερατοειδούς ή και μικτές, οι περισσότερες από αυτές είναι σφαιρικές και αποτελούνται από τη μειοπία και την υπερμετροπία. Κάποιες από αυτές είναι κυλινδρικές και εκδηλώνονται ως αστιγματισμός. Ως εμετροπία λοιπόν ορίζεται η ικανότητα του οφθαλμού να διακρίνει με ευκρίνεια στο άπειρο. Ή αλλιώς η αβίαστη και χωρίς προσπάθεια εστίαση του μακρινού περιβάλλοντος ακριβώς επάνω στον αυθλητροειδή. Πραγματικά εμέτροπες είναι ελάχιστοι. Τα περισσότερα άτομα όμως έχουν μια πολύ μικρή διαθλαστική ανομαλία κοντά στην εμετροπία. Από τις διαθλαστικές ανομαλίες η μειοπία είναι η κατάσταση εκείνης στην οποία το περιβάλλον, οι μακρινά αντικείμενα, εστιάζονται εμπρός από τον αυθλητροειδή και αυτό μπορεί να οφείλεται είτε γιατί ο βολβός έχει μεγάλο αξονικό μήκος είτε γιατί ο κερατοειδής έχει μεγάλη καμπυλότητα. Είναι το αντίθετο της υπερμετροπίας και διορθώνεται με αρνητικούς αποκλίνοντες φακούς οι οποίοι μεταθέτουν προς τα πίσω επάνω στον αυθλητροειδή την εικόνα του περιβάλλοντος. Αντίθετη από την μειοπία είναι η υπερμετροπία. Σε αυτήν το μακρινό περιβάλλον εστιάζεται πίσω από τον αυθλητροειδή. Και αυτό λόγω του μικρού αξονικού μήκους του βολβού ή της χαμηλής καμπυλότητας του κερατοειδούς. Είναι το αντίθετο της μειοπίας. Διορθώνεται με θετικούς συγκλίνοντες φακούς οι οποίοι μετατωπίζουν προς τα εμπρός το είδωλο και το απεικονίζουν επάνω στον αυθλητροειδή. Μια πολύ σημαντική λειτουργία του οφθαλμού είναι η λειτουργία της προσαρμογής. Η προσαρμογή επιτελείται με αντανακλαστική ταχύτατη μεταβολή της καμπυλότητας του φακού η οποία οφείλεται στη σύσπαση του ακτινοτουμιούς, χαλάρωση της γυνείου ζώνης που συνδέει τον μη αυτό σαν τένοντας με τον κρυσταλοειδή φακό, υπάρχινση του κρυσταλοειδούς φακού και η αύξηση της διασλαστικής ικανότητας του οφθαλμού. Οι εμέτροπες δεν χρειάζεται να προσαρμόσουν για να δουν μακριά. Προσαρμόζουν μόνον για να δουν σε μικρότερες αποστάσεις από το άπειρο. Οι υπερμέτροπες προσαρμόζουν και μακριά και κοντά. Γιατί θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι υπερμέτροπες βλέπουν πέρα από το άπειρο. Δεν υπάρχει αυτό, αλλά ήδη για να δουν στο άπειρο θα πρέπει να καταβάλουν κάποια προσπάθεια με τη σύσπαση του ακτινοτουμιούς και αυτή η προσπάθεια γίνεται όλο και μεγαλύτερη όσο πιο κοντά έρχεται το αντικείμενο το οποίο πρέπει να δουν. Λόγω λοιπόν της συνεχούς αυτής προσαρμογής και σύσπασης του ακτινοτού και ενώ οι μίωπες δεν βλέπουν, οι υπερμέτροπες πάσχουν. Από τι πάσχουν? Πάσχουν από δύο συμπτώματα, την κοπιοπία και την ασθενοπία. Η κοπιοπία εκδινώνται με ριθρότητα, νύστα, αίσθημα έντασης και φαλαλγείας στο τέλος της ημέρας. Η ασθενοπία πάλι με παροδική απεστίαση της εικόνας και προσπάθεια για επανεστίασή της. Φάρμακα τα οποία προκαλούν αδυναμία προσαρμογής είναι τα παρασυμπαθητικό λυτικά φάρμακα όπως η ατροπίνη σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η τροπικαμίδια για μικρότερο χρονικό διάστημα. Μια διαταραχή της προσαρμογής έρχεται με την πάροδο του χρόνου. Την ονομάζουμε πρεσβειοπία και αυτή είναι αποτέλεσμα της ελάχτωσης της προσαρμογής στην κοντινή όραση λόγω σκλήρινσης του κρυσταλοειδούς φακού προϊούσης της ηλικίας. Δεν είναι το αντίθετο της μοιοπίας όπως κάποιοι νομίζουν λέγοντας ότι μεγαλώνοντας δεν βλέπω κοντά άρα συμβαίνει μια εξάλειψη της μοιοπίας μου. Εμφανίζεται κατά τα 45 συνήθως στους αιμέτροπες, νωρίτερα από τα 45 στους υπερμέτροπες γιατί αυτοί πρέπει να καταβάλουν ήδη και μια προσπάθεια προσαρμογής για τη μακρινή τους όραση και αργότερα ή και ποτέ στους μοιοπές. Πολύ σημαντική ήταν η εξέλιξη του ανθρώπου και των ανωτέρων θηλαστικών από τη στιγμή που ανέπτυξαν διόφθαλμοι όραση. Ήταν κάτι που τους επέτρεψε εκτιμήσεις αποστάσεων, τους έκανε κυνηγούς και βοήθησε στην επιβίωσή τους. Η διόφθαλμοι όραση είναι η ταυτόχρονη εισάξια αντίληψη του κόσμου από κάθε οφθαλμό που προϋποθέτει οι οπτικές άξονες να είναι παράλληλοι στο άπειρο και να μην υπάρχει μεγάλη διαφορά διάθλασης ανάμεσα στα δύο μάτια. Μία έννοια την οποία επίσης πρέπει να καταλάβουμε είναι η έννοια της αμφιλστροιδικής αντιστοιχίας. Για κάθε σημείο του αμφιλστροιδούς του δεξιού οφθαλμού υπάρχει και ένα αντίστοιχο σημείο στον αριστερό οφθαλμό που βλέπουν την ίδια εικόνα ή το ίδιο κομμάτι της εικόνας. Και αυτές τα πρέπει να προβάλλονται στα σύστηχα αυτά σημεία ώστε να γίνονται ταυτόχρονα αντιληπτές και να ταυτίζονται. Η διαταραχή αυτής της αντιστοιχίας οδηγεί σε διπλοπία, δηλαδή σε όραση διπλών αντικειμένων. Μια κατάσταση που διαταράσει την διόφθαλμη όραση είναι ο στραβισμός. Πρέπει ο γενικός γιατρός να μπορεί να διακρίνει τον ψεύτικο ή ψεύδο στραβισμό στα παιδάκια. Πολλές μητέρες έρχονται λέγοντας ότι οι κερατοειδείς των μικρών παιδιών τους είναι πιο κοντά προς τη μύτη παρά προς τους κροτάφους. Και αυτό γίνεται συχνά γιατί τα παιδάκια δεν έχουν αναπτύξει ακόμη τον έσωβελεφαρικό σύνδεσμο, έχουν δηλαδή κάποιον επίκανθο και δίνουν την εντύπωση ότι τα ματάκια τους πλησιάζουν περισσότερο προς τη μύτη παρά προς τους κροτάφους. Για να αποκλειστεί αυτός ο στραβισμός αρκεί να στρέψουμε τα μάτια του παιδιού σε ένα φωτεινό σημείο, το φως από ένα παράθυρο παραδείγμα τος χάρη ή μια φωτεινή πηγή, και να δούμε αν αυτή απεικονίζεται επάνω στον κερατοειδή που δράσαν καθρέφτης σε σύστηχα σημεία. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι κάποιοι από τους στραβισμούς είναι προσωρινοί ή μπορεί να αντιμετωπιστούν με διόρθωση της διάθλασης. Τέτοιος είναι ο προσαρμοστικός συγκλήνος στραβισμός. Η προσαρμογή στην κοντινή όραση έχει μαζί της ταυτόχρονα και την σύγκληση των οφθαλμών. Έτσι, παιδάκια που παρουσιάζουν υπερμετροπία, καθώς προσπαθούν να εστιάσουν το αντικείμενο που έρχεται από το άπειρο, ταυτόχρονα με την προσαρμογή τους συγκλίνουν και τους οφθαλμούς. Αυτός ο συγκλήνος στραβισμός μπορεί να διόρθωθεί μόνο και πολύ απλά με την οπτική διόρθωση με γυαλιά. Ο στραβισμός είναι μια κατάσταση που αφορά και παιδιά και ενηλίκους. Χωρίζεται σε συνεκτικό και παραλλητικό. Χωρίζεται σε συνεκτικό και παραλλητικό. Συνεκτικό στραβισμός εκείνος, στον οποίο η γωνία ανάμεσα στους οπτικούς άξιον στων δύο οφθαλμών είναι σταθερή σε όλες τις βλαματικές θέσεις. Αν οι οφθαλμοί κλείνουν προς τα έσω, τότε μιλάμε για συγκλήνοντας στραβισμό, αν προς τα έξω για αποκλήνοντας στραβισμό. Διαφορετικός είναι ο παραλλητικός στραβισμός που συμβαίνει σε παραλήσεις νεύρων και μοιών που κοινούν τους οφθαλμούς. Σε αυτή την περίπτωση η γωνία των δύο οπτικών αξιώνων δεν είναι παντού ίδια, είναι μεγαλύτερη προς την κατεύθυνση δράσης του παραλλητικού μοιός και έχει σαν αποτέλεσμα τη διπλοπία. Ο στραβισμός επίσης διακρίνεται σε έγκδυλο ή τροπία και σε λανθάνοντα ή φορεία. Και αυτό αποκαλύπτεται με τη δοκιμασία της επαλάσσους ασκάλυψης, κάτι που θα διδαχθούμε και θα ασκηθούμε κατά τα πρακτικά μαθήματα των πρακτικών δεξιοτήτων. Μια πολύ σημαντική κατάσταση στην οποία πρέπει να γνωρίζει ο γενικός γιατρός ώστε να την προλάβει είναι η αμβιλιοπία. Αυτή αναπτύσσεται όταν ένας οφθαλμός μειωνεκτεί αντι του άλλου και τότε τα σήματα που στέλνει προς τον ινιακό λοβό είναι μικρότερα από ότι το ανταγωνιστεί οφθαλμού. Με αποτέλεσμα η εικόνα από τον ένα οφθαλμό να διεγύρει περισσότερο και να καταλαμβάνει αντίστοιχες περιοχές στον ινιακό λοβό, εξοβελίζοντας τους νευρώνες που φτάνουν σε αυτόν από το άλλο μάτι. Διορθώνεται με γυαλιά ή με την κάλυψη του κυρίαρχου οφθαλμού τα πρώτα χρόνια της ζωής ώστε να αναπτυχθεί ο μειωνεκτών οφθαλμός. Για αυτό το λόγο πρέπει τα παιδάκια στην προσχολική ή πρώτο σχολική ηλικία να εξετάζονται πριν εγκατασταθεί η αμβλιοπία μόνιμα ώστε να αναστραφεί η τάση αυτή και να έχουν δύο εισάξους οφθαλμούς. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και σας παραπέμπω στις ηλεκτρονικές παραπομπές του πρώτου κεφαλαίου στο διαδίκτυο μέσα στις οποίες θα μπορέσετε να εμβαθύνετε σε όσα παραπάνω είπαμε. |