Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Παρακαλώ. Παρακαλώ. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στιο 10 και τελευταία διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου συνεχίζομαι την παρουσίαση του κ. κα. δικαίου του 1917 και την ερμηνεία του Στα πλαίσια της τρίτης γενικής θεματικής αυτή...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Νομικής / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2015
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=940a9e53 |
id |
4141d12b-8e48-4f67-b4bd-5f7482cc49da |
---|---|
title |
Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο |
spellingShingle |
Διάλεξη 12 / Διάλεξη 12 / Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο Νομική Επιστήμη - Δίκαιο Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=940a9e53 |
publishDate |
2015 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/c9e0/fbc8/ce49/8424/3a75/a1bb/489c/1c3f/c9e0fbc8ce4984243a75a1bb489c1c3f.jpg |
topic |
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο |
topic_facet |
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο |
author |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
author_facet |
Κυριαζόπουλος Κυριάκος |
hierarchy_parent_title |
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ |
hierarchy_top_title |
Νομικής |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
author2_role |
Επίκουρος Καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
00:31:43 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Παρακαλώ. Παρακαλώ. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στιο 10 και τελευταία διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου συνεχίζομαι την παρουσίαση του κ. κα. δικαίου του 1917 και την ερμηνεία του Στα πλαίσια της τρίτης γενικής θεματικής αυτής της σειράς μαθημάτων, η οποία αφορά την ιστορία του δικαίου των επισκοπικών συνδιασκέψεων στη Λατινική Εκκλησία. Οι επισκοπικές συνδιασκέψεις είναι ο σημαντικότερος θεσμός επισκοπικών οργανισμών στη Λατινική Εκκλησία. Ο Κανόνας 283 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του προησχύσαντος, δηλαδή, του 1917, όριζε σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία πρέπει να πραγματοποιείται επαρχιακή σύνοδος τουλάχιστον κάθε 20 χρόνια. Ο Κανόνας 281 του ίδιου προησχύσαντος Κόδικα του 1917 όριζε οι ιεράρχες περισσότερων εκκλησιαστικών επαρχιών μπορούν να συνέλθουν σε σύνοδο, αφού ζητήσουν όμως την άδεια από τον Ρωμαίο Ποντίφικα, ο οποίος ορίζει τον απεσταλμένο του προκειμένου να συγκαλέσει στη σύνοδο και να προεδρεύσει αυτής. Ο Κανόνας 292 παράγραφος 1 του προησχύσαντος Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917 όριζε εκτός αν ορίστηκε αλλιώς από την Αποστολική Έδρα για ειδικές αδαφικές δικαιοδοσίες, ο Μητροπολίτης εάν τούτος ελείπει ο αρχαιότερος από τους επαρχιούχους επισκόπους σύμφωνα με τον Κανόνα 284 πρέπει να φροντίζει ώστε οι ιεράρχες των τόπων να συνέρχονται τουλάχιστον ένα πενταετία στην έδρα του Μητροπολίτη ή άλλου επαρχιούχου επισκόπου κατά τον ορισμένο χρόνο προκειμένου, ύστερα από ανταλλαγή απόψεων, να εξετάζουν τι πρέπει να γίνει στις επισκοπές τους ώστε να προαχθεί το συμφέρον της θρησκείας και να ετοιμάσουν τα θέματα που θα συζητηθούν στην επόμενη Σύνοδο. Ο Κανόνας 292 Παράγραφος 2 του Προησίσαντος Κώδικα Κανονικού Δικαίου «Οι επίσκοποι επίσης και οι άλλοι που αναφέρονται στον Κανόνα 285 πρέπει να συγκαλούνται και να συνέρχονται μαζί με τους άλλους ιεράρχες». Η Παράγραφος 3 του ίδιου Κανόνα 292 όριζε «Οι εν λόγω ιεράρχες που συνέρχονται πρέπει να καθορίζουν την έδρα της προσεχούς συσκέψεως». Ο Κανόνας 1507 Παράγραφος 1 του Προησίσαντος Κώδικα Κανονικού Δικαίου 917 όριζε «Ενώ ισχύει η διάταξη των Κανόνων 1056 και 1234 στην αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου ή της συσκέψεως των επισκόπων της επαρχίας, ανήκει ο καθορισμός για ολόκληρη την εκκλησιαστική επαρχία των τελών για τις διάφορες πράξεις εκούσιας δικαιοδοσίας ή για την εκτέλεση των ρεσκρύπτα της Αποστολικής έδρας ή λόγω της μετάδοσης των μυστηρίων ή των ιεροπραξιών». Πλεινόμως, εν λόγω καθορισμός, ισχύει μόνον από τη συγκρίση όστο από την Αποστολική έδρα. Ο κανόνας 1909, παράγραφος 1 του Πολυσίου Θανσκώδικα Κανονικού Δικαίου 917, όριζε «Η επαρχιακής σύνοδος ή η συσκέψη των επισκόπων είναι αρμόδια να ορίζει τα τέλη και την αξία τους, όπου καθορίζονται τα δικαστικά έξοδα των μερών, η αμοιβή που πρέπει να καταβληθεί από τα μέρη για το έργο των δικηγόρων και των προκουρατώρων, το μέτρο της αμοιβής για τις μεταφράσεις και τις παραγωγές αντιγράφων, για την αντιπαραβολή προς το πρωτοτυπό τους και το ακριβές αντιγραφό τους, καθώς και για την παραγωγή αντιγράφων στα έγγραφα που βρίσκονται στο αρχείο». Και τώρα ας προχωρήσουμε στην ερμηνεία του κώδικα Κανονικού Δικαίου του προησχύσαντος του 1917, με βάση τις διατάξεις οι οποίες προναφέρθηκαν. Πρώτον, ο κώδικας του 1917 θέσπισε στον Κανώνα 292, παράγραφος 1, την πρώτη διάταξη του Γενικού Δικαίου, την αρχή της υποχρεωτικότητας των αναπενταετίας συμβουλευτικών συσκέψεων των επισκόπων σε επίπεδο εκκλησιαστικής επαρχίας. Με την εξαίρεση που αναφέρεται στην αρχή του Κανώνα, ο εν λόγω Κανώνας επικύρωσε ρητά τις τότε ισχύουσες διατάξεις ή εκείνες που επρόκειτον να θεσπιστούν στο μέλλον, οι οποίες αφορούσαν στις εθνικές και περιφερειακές συνδιασκέψεις. Δεύτερον, ο Κώδικας του 1917 όρισε στον Κανώνα 281 τη δυνατότητα της σύγκλησης και της πραγματοποίησης της ολομέλειας της Συνόδου που απετελεί το κυρίως από τους ιεράρχες του τόπου περισσότερων εκκλησιαστικών επαρχιών με την προϋπόθεση σχετικής αδείας που εχωρηγείτο από τον Πάπα, ο οποίος όριζε και τον απεσταλμένο του προκειμένου ο τελευταίος να συγκαλέσει και να προεδρεύσει της εν λόγω Συνόδου. Τρίτον, ο Κώδικας του 1917 μειώνει στον Κανώνα 283 την υποχροντική συχνότητα των επαρχιακών Συνόδων, μεταθέτωτα στην από τρία αιτή, κατά το προηγούμενο δίκαιο που θεσπίστηκε από τη Σύνοδο του Τριδέντου, σε είκοσι χρόνια. Τέταρτον, ο Κώδικας του 1917 εξομειώνει μάλλον με τον Κανώνα 250 παράγραφος 4 το δίκαιο των επισκοπικών συνδιασκέψεων με εκείνο των επαρχιακών Συνόδων, υπάγοντας τόσο τις επαρχιακές Συνόδους όσο και τις επισκοπικές συνδιασκέψεις, πριν εκείνο που βρίσκονται επί εδαφών, που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Congregatio de Propaganda Fidei, δηλαδή του Συλλόγου για τη Διάδοση της Πίστης, στην Congregatio, του Consilium δηλαδή, στο Σύνοδο. Πέμπτον, ο Κώδικας του 1917 στους Κανόνες 1507 παράγραφος 1 και 1909 παράγραφος 1 αναθέτει στις επισκοπικές συνδιασκέψεις πολύ περιορισμένες νομοθετικές αρμοδιότητες αναφορικά με τον καθορισμό ορισμένων φόρων. Ποτέ το σχέδιο του Κώδικα του 1917 στον Κανόνο 192 παράγραφος 1 εξωμείωνε τη νομοθετική αρμοδιότητα των επισκοπικών συνδιασκέψεων με κοινή των υπαρχιακών συνόδων. Συγκεκριμένα το ελόγο άρθρο όριζε «ο Μητροπολίτης, ειν' αυτός ηλίπιο αρχαιότερος από τους υπαρχιούχους επισκόπους, με τον Κανόνο 183 παράγραφος 1, φροντίζει ώστε οι Ιεράρχες των τόπων ανατριετίας πρέπει να συνέρχονται στην έδρα του Μητροπολίτη ή άλλου υπαρχιούχου επισκόπου κατά τον ορισμένο χρόνο, προκειμένου ύστερα από ανταλλαγή απόψεων να θεσπίζουν όσα πρέπει να γίνουν στις επισκοπές τους». ώστε να προαχθεί προς συμφέρον της θρησκείας και να τιμάσουν τα θέματα που θα συζητηθούν στην επόμενη επαρχιακή σύνοδο. Ζήτημα. Το δίκαιο του κώδικα του 1917 και ειδικά ο Κανόνας 292 αυτού συνιστά μέρος της ιστορίας των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Απάντηση. Το ζήτημα ερίζεται και του το διότι. Πρώτον, οι Χουίζεν και Χόφμαν απαντούν αρνητικά επειδή πρώτον οι επισκοπικές συνδιασκέψεις που υπήρχαν πριν τον κώδικα του 1917 είχαν εξαπλωθεί σε ένα μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών επαρχιών ή και ολόκληρων εθνών. Δεύτερον, η εξέλιξη των επισκοπικών συνδιασκέψεων πήρε την εθνική την περιεφερειακή κατεύθυνση και όχι την επαρχιακή παρά τις διατάξεις των κανόνων του κώδικα του 1917. Και τρίτον, οι επισκοπικές συνδιασκέψεις είναι ανεξάρτητες από τις μεταγενέστερες συνόδους. Δεύτερον, οι Φελιτσιάνοι σε Βαλιέλε Φεύρο Μέτς απαντούν καταφατικά στο ζήτημα εάν το δίκαιο του κώδικα του 1917 και ειδικά ο κανόνας 212 αυτού συνιστά μέρος ιστορίας των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Επειδή πρώτον, δεν μπορούμε να αρνηθούμε για τον κανόνα 212 κυρίως, που βρίερχε στην εξάπλωση των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Καταμίζω έναν λόγο, στην αρχή αυτού του κανόνα προβλέπεται εξαίρεση, σύμφωνα με την οποίαν επικυρώθηκαν ρητά ποντιφικοί κανόνες, ή τότε ισχύοντες ή μεταγενέστεροι, οι οποίοι αφορούσαν τις επισκοπικές συνδιασκέψεις εθνικές ή τις περιφερειακές εξαιτίας ίσως της έκρηξης των ευρωπαϊκών εθνικισμών, οι οποίοι οδήγησαν στην ανώφελη σφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμνου. Δεύτερο, προκύπτει από το συνδιασμό των κανόνων 250 παράγραφος 4, 283, 1507 παράγραφος 1 και 1909 παράγραφος 1, ότι ο ανώτητος νομαθέτης θέλησε να ρυθμίσει ανάλογα με την πραγματική του σημασία τις επαρχιακές συνόδους μέσω της αξιοποίησης των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Εν τούτης, η θεωρία δεν απένει με μεγάλη σπουδαιότητα σε αυτές τις διατάξεις. Από τον παραπάνω συνδιασμό των κανόνων συνάγεται μία εξομείωση τουλάχιστον εν μέρει των επισκοπικών συνδιασκέψεων με τις επαρχιακές συνόδους από τρεις απόψεις. Πρώτον, από τις ρυθμίσεις τις σχετικές με την πραγματοποίησή τους. Δεύτερον, από την αναγνώριση μιας μικρότερης συχνότησης από τις των παρελθών αναφορικά με την υποχρέωση πραγματοποίησεως των επαρχιακών συνόδων. Τρίτον, από την ανάθεση σε επισκοπικές συνδιασκέψεις μιας ορισμένης νομοθετικής αρμοδιότητας, έστω και πολύ περιορισμένης. Η εποχή του Παπαπίου του δωδεκάτου, επαμφωτερισμός της τάσης αγίας έδρας έναντι των εθνικών ή περιφερειακών επισκοπικών συνδιασκέψεων. Τα γεγονότα. Ο Παπαπίος εν δέκατος, στην ακρόαση της 15ης Φεβρουαρίου 1924, ενέκρινε την έτηση της Congregatio Consistorialis, δηλαδή του συλλόγου του κονσιστορίου, που ζήτησε να υποβληθεί σε σοβαρή εξέταση από την Ολομέλεια της, το πρόβλημα των επισκοπικών συνδιασκέψεων υπό τους ρητούς όρους. Πρώτον, ότι οι επισκοπικές συνδιασκέψεις δεν θα απαγορεύονταν ούτε θα καταργούνταν. Και δεύτερον, ότι θα εξετάζονταν οι σχέσεις τους με τους αντιπροσώπους της Αγίας Έδρας. Ο ελόγω Πάπας είχε πει τότε καταφατικά, υπό την προϋπόθεση, ότι η Ολομέλεια της Congregatio, του συλλόγου, θα πρέπει να ρυθμίσει τις ελόγω συνδιασκέψεις, όχι όμως να τις απαγορεύσει να τις καταργήσει. Και κατά το πνεύμα, το πνεύμα είναι ότι αυτή η ρύθμιση πρέπει να έχει την έννοια μιας ευρύτητας, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε κατά σύμπτωση να προσβάλει τους επισκόπους, θεωρώντας ότι έχουμε μειωμένη εμπιστοσύνη απέναντί τους. Επιπλέον, εθέληση του Αγίου Πατέρα, όπως εξταστούν και καθοριστούν οι σχέσεις μεταξύ αυτών των συνδιασκέψεων και των αντιπροσώπων της Αγίας Έδρας. Νούτσι Ιντελεγκάτη, Ραφαέλλο, Αρχιεπίσκοπος Τεσσαλονίκης Ασσέσορ. Ο ελόγου που αντίφηκα κατά την ακρόαση της 19-6-1925, προκειμένου να πληροφορηθεί τα συμπεράσματα της Ολομέλειας της Κογκρεγάτσου, δηλαδή του συλλόγου, διέταξε όπως αυτές οι συνδιασκέψεις, πλην επιμέρους ρυθμίσεων, που όμως πρέπει να θεωρείται εξαίρεση, έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα και διακρίνονται σαφώς από τις επαρχιακές συνόδους, προκειμένου να άρει οποιαδήποτε κίνδυνο από τις ελόγους συνδιασκέψεις, ο οποίος ο εν δέκατος διευκρίνησε, υπάρχουν πιθανή κίνδυνοι που μπορούν να προέλθουν από αυτές τις γενικές συσκέψεις των επισκόπων και των αρχιεπισκόπων μιας ολόκληρης περιφέρειας ενός ολόκληρου κράτους. Εν τούτοις, εφόσον λειτουργούν νόμιμα και μπορούν να είναι χρήσιμες και εποφελείς, δεν πρέπει να καταργηθούν αλλά να ρυθμιστούν. Πράγμα που συνεπάγεται ότι πρέπει να περιοριστούν μέσα στους στόχους και τα όρια και μέσα στα οποία προέκυψαν, δηλαδή να διατηρήσουν τη φύση των φιλικών συσκέψεων των ιεραρχών για να γνωριστούν, για να συμβάλουν στις εκκλησιαστικές ανάγκες και τα ζητήματα της αντίστοιχης περιφέρειας χωρίς να εξέλθουν από αυτά τα όρια, να νομοθετούν και χωρίς να παραβιάσουν τις διατάξεις του κεφαλαίου του κώδικα, τις σχετικές με τις συνόδους και τις επαρχιακές επισκοπικές συνδιασκέψεις που πρέπει να διατηρήσουν την ισχύ τους. Καρδινάλιος δε λέ. Κατά τη διάρκεια της ακροασίας της 11.6.1926, ο οποίος ο ενδέκατος συνέκρινε την κοινή πρόταση της Congregatio Consistorialis, δηλαδή του Συλλόγου του Κονσιστορίου και της Congregatio για τις έκτακτες εκκλησιαστικές υποθέσεις, δηλαδή του Συλλόγου για τις έκτακτες εκκλησιαστικές υποθέσεις, δηλαδή να μην θεσπιστεί ένας μοναδικός και δημόσιος κανονισμός για το σύλλο των εθνικών και περιφερειακών συνδιασκέψεων, αλλά μόνον επιμέρους διατάξεις με σκοπό την αποφυγή των καταχρύσεων και της υπενθυμίσεως της επισκοπικής συνδιασκέψης του αρχικού τους χαρακτήρα. Δηλαδή εκείνου των φιλικών συσκέψεων και να επιβληθεί κυρίως μέσω των διπλωματικών αντιπροσώπων της Αγίας Έδρας ένας ιδιαίτερος ακριβής και αυστηρός έλεγχος. Ο Πάπας Ποιούς ο Ενδέκατος είπε τα εξής «αυτές οι γενικές συνδιασκέψεις των επισκόπων δεν πρέπει να ρυθμίζονται με ένα μοναδικό κανονισμό γενικού χαρακτήρα, αλλά με κατάληση επιμέρους εγγυκλίους για να διορθωθούν οι καταχρύσεις που εισήχθησαν στις διάφορες περιφέρειες και για να ανακληθούν αυτές οι συνδιασκέψεις στον αρχικό χαρακτήρα και πνεύμα». Το κείμενο της έγκρισης του Πάπα Ποιού του Ενδέκατο είναι το ακόλουθο «κανένας γενικός κανονισμός, αλλά σε επιμέρους συνδιασκέψεις, ενουθεσίες της περίπτωσης σύμφωνα με τις διάφορες παρατηρήσεις που έγιναν. Ο νούντσιος ή ο αποστολικός δελεγγάτους πρέπει να προσκαλείται πάντοτε, θα πηγαίνει σε αυτές για την έραξη ή θα παραβρίσκεται κατά τις συνενδρίες, αν το κρίνει αναγκαίο και σκόπιμο και θα μπορεί να μην πηγαίνει προσωπικά, αν υπάρχει περιστάσεις στο υπαγορεύνωμα, τουλάχιστον θα παρεμβαίνει με σχετικό γράμμα του, που θα περιλαμβάνει χαιρετισμούς και ευχές». Καρδινάδιος Δελέ. Η εκτίμηση των παραπάνω γεγονότων. Κοσταλούγγκα. «Τη στάση του Ποιού του Ενδέκατου φανερώνει μάλλον το μημαντικό χαρακτήρα των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Καθιστά προφανές το γεγονός ότι οι αποφάσεις τους δεν αποκτούν νομική ισχύ. Και τρίτον, δείχνει ότι η επισκοπική συνδιάσκεψη δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να παρακολήσει την πραγματοποίηση της Ολομέλειας της Συνόδου και της Επαρχιακής Συνόδου». Ο Κοσταλούγγκα για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του αναφέρει ιδίως διάφορα ποντιφικά έγγραφα. «Φελιτσιάνι σε βαλιέλε φεύρο μέτς» η στάση του ΠΥΟΤΟΙΕΝΔΕΚΑΤΟΙ έναντι των επισκοπικών συνδιασκέψεων παρουσιάζει ένα ορισμένο επαμφωτερισμό. Η υπαγωγή τους σε ένα ιδιαίτερο σαυστήρο έλεγχο συνέβαλε σημαντικά στον τονισμό του μη ιδιωτικού χαρακτήρα τους, αλλά του επίσημου δυνάμη των διατάξεων που επέβαλαν την παρέμβαση των ποντιφικών αντιπροσώπων και που απηχούν τους κανόνες 281 και 292 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917 για τη συμμετοχή του ποντιφικού αντιπροσώπους στην Ολομέλεια της Συνόδου. Και τούτο, παρά την άρνηση της επίσημης αναγνώρισης, δυνάμη της έγκρισης από τον ΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠ από ορισμένα έγγραφα, σε πολυάριθμα ποντιφικά έγγραφα που απεστάλησαν σε διάφορες εθνικές ή περιφερειακές ομάδες επισκόπων, ο Πάπας ποιος ο ενδέκατος των εισερητά και επανειλημμένα, τη σκοπιμότητα και την αφελιμότητα των επαρχιακών, των περιφερειακών ή των εθνικών επισκοπικών συνδιασκέψεων και σύσσετη σύγκληση περιοδικών συνσκέψεων, προσθέθοντας ότι οι συνδιασκέπτες θα έπρεπε να παρέμβουν στα επίγοντα προβλήματα. Τα προβλήματα που ανέφερε ήταν η διατήρηση οικογένειας, το σχολείο, η εκπαίδευση της νεολέας, η εργάνωση των ιεροσπουδαστηρίων, η θρησκευτική συμπαράσταση των μισθών εκείνων που δοκιμάζονταν περισσότερο από τις ανάγκες, ιδίως των μεταναστών και των προσφύγων και κυρίως η ενάπτυξη της καθολικής δράσεως αξιών κατολίκ υπό τη διεύθυνση της ιεραρχίας, ο αγώνας εναντίον του κομμουνισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, ξεπεράστηκαν οι παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ επισκοπής εκκλησιαστικής επαρχίας καθόλου εκκλησίας μέσω της αναγνώρισης κυρίως εν της πράγμασης του εθνικού παράγοντα και της προσαρμογής των εκκλησιαστικών οργανωτικών δομών στις εθνικές πραγματικότητες, καθώς και με τη σύναψη πολυάριφων κογκορδάτων με διάφορα κράτια επί της εποχής του Παπαπείου εν δεκάτου, την οποίαν ο Κάρλος Κοράλ Σαρβαδόρ ονόμασε «Μεγάλη Εποχή των Κογκορδάτων». Η Αγία Εδρώχη μόνο πρώτον άλλαξε την παραδοσιακή πολιτική των κογκορδάτων με σκοπό την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση των συμφερόντων της καθολικής εκκλησίας, αλλά και δεύτερον αναγνώρισε για πρώτη φορά μέσα σε επίσημες διμερής πράξεις την ύπαρξη των επισκοπικών συνδιασκέψεων και εξουσιοδότησε μερικές από αυτές να εξετάσουν άμεσα με τις πολιτιακές αρχές σε καθορισμένα θέματα σχέσεων κράτους και εκκλησίας, καθώς και να νομοθετήσουν επί ενός συνόλου επισκοπών που ανήκαν στο έδαφος ενός κράτους σε θέματα παραδείγματος χάρη γάμου, οριοθέτησης των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας, μαθήματος των θρησκευτικών καθολικών οργανώσεων. Η εποχή του Παπαπείου του δωδεκάτου, τα γεγονότα. Πρώτον, η ομιλία του Παπαπείου του δωδεκάτου στους καρδιναλιούς και τους επισκόπους της Δευτέρας Νοεμβρίου 1954. Ανέφερε ο Δωδέκατος, η συχνή επικοινωνία μεταξύ των επισκόπων συμβάρει πολύ στην καρποφόρα και αποτελεσματική άσκηση του πειμαντικού αξιώματος. Έτσι, στην εμπειρία και στην πράξη, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ομοιομορφία στη διοίκηση. Αποφεύγεται η απορία των πιστών, οι οποίοι συχνά δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πράγματα γίνονται κατά αυτόν τον δρόμο, σε άλλοι όμως, οι οποίοι είναι ίσως γειτονικοί της πρώτης, κατά νόμιο ή και κατά αντίθετο τρόπο. Στην πίτεξη αυτών των στόχων μπορούν να συνεισφέρουν πολύ οι συσκέψεις, οι οποίες σχεδόν παντού είναι σε χρήση, και οι ελωμέλειες των συνόδων και οι υπαρχιακές σύνοδοι, που πρέπει να πραγματοποιούνται με επισυμότερο τρόπο και οι οποίες έχουν θεσπιστεί στον Κώδικα Κανονικού Δικαίου του 917 και ρυθμίζονται από συγκεκριμένους νόμους. Δεύτερον, η εγκύκλειος Fidei Donum του Παπαπίου του 12ου για την κατάσταση των καθολικών ιεραποστολών, κυρίως στην Αφρική, της 21 Τετάρτου του 1957. Αναφέρει ο Πίος ο Δωδέκατος σε αυτή την εγκύκλειο «Συνδεδεμένοι στενά με τον Χριστό και με τον αντιπρόσωπό του στη Γη, εσείς, σεβαστοί αδελφοί, συγκινημένοι από την πνοή της θερμής αγάπης, φρονοδίστε να μετέχετε σε εκείνη τη μέρημνα όλων των εκκλησιών, η οποία βαρύνει τους όμους μας. Εσείς, πράγματι, που σας οθεί η αγάπη του Χριστού, πρέπει να αισθάνεστε ότι είστε συνδεδεμένοι στενότατα με εμάς στο σοβαρότατο καθήκον», δηλαδή της διάδοσης του Ευαγγελίου και της εξάπλωσης της Εκκλησίας σε όλη τη Γη. Και να μη σταματήσετε να συμβάλλετε, ώστε να διαδοθούν πλατιά μεταξύ του κλήρου και των πιστών, το πνεύμα της προσευχής και η προθυμία για έργα αγάπης κατά το μέτρο της δωρεάς του Χριστού. Άπλωσε, είπε στην Πατρολόγη Ιελατίνα, τόμος 35, σελίδα 2060, ο Άγιος Αυγουστίνος, την αγάπη σου σε όλο τον κόσμο, αν θέλεις να αγαπάς τον Χριστό, διότι τα μέλη του Χριστού βρίσκονται σε όλη τη Γη. Η εκτίμηση των γεγονότων από τους Φελιτσιάνη και τους Σεβαλιέ Λεφέβρου Μέτς σε πολλά έγγραφα της Αγίας Έδρας, ο οποίος ο δωδέκατος επέμεινε στην ανάγκη συνεργασίας ή κοινής δράσεως συνεχούς και συστηματικής των διαφόρων ομάδων επισκόπων, κυρίως σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Τέτοια έγγραφα είναι ιδίως οι Αποστολικές Εγκύκλοι «Sertum Letitiae Sanctae» της ΜΕΕΝΤΕΚΑ του 1939, που απευθύνθηκε στους επισκόπους των ΗΠΑ, «ΕΒΑΝΤΖΕΛΙ ΠΡΕΚΩΝΕΣ» της 2 έκτου 1951 για την ανάπτυξη των καθολικών ΥΡΑΠΟΣΤΟΛΟΝ και τα Αποστολικά Γράμματα «Ο ΜΟΜΑΝ» της εξ πρώτου 1945 στους Γάλλους Επισκόπους, «ΤΟΝ ΠΟΣ» τη νούμερος της 12 πέμπτου 1945 στους Ολλανδούς Επισκόπους, «ΠΕΡΧΟΣ ΠΟΣ ΤΡΕΜΟΣ ΆΝΟΣ» της 26 του 1945 στους Πολωνούς Επισκόπους και στο «ΧΟΒΙΕΝΣΗΣ ΜΑΡΙΕ ΒΥΡΤΖΙΝΗΣ» της 17 π. 1945 και πάλι στους Πολωνούς Επισκόπους, «ΠΡΟΒΙΝΤΕ» «ΧΟ ΚΟΝΤΙΝΤΖΕΡΕ ΤΙΑΝΣΕΜΟΥΣ» στους 28-28 του 1945 στους Εχοσλοβάκους Επισκόπους, «ΒΗΧΣΔΟΝ ΒΟΑΠΙΣ ΛΟΚΟΙ» της 11 του 1945, «ΚΟΝΟΤΙ ΒΑΛΔΕΣΟΥΜΟΣ» της 12 του 1947, «ΔΙΖΕΡΤΕ ΑΤΜΩΤΟΝ ΛΙΤΕΡΕ» της 20-12 του 1948, τέστες «ΟΥΖΕΚΟΙ» της 18-10 του 1949 στους Γερμανούς Επισκόπους. Η ομιλία, όμως, της 21 του 1954, σε συνδυασμό με την εγκύκλειο της 21 Τετάρ του 1957, καθόρισε με σαφέστρο τρόπο τη σκέψη και συνεπώς τη θέληση του Ποιου του 12ου. Ο Πάπας καταρχήνα αναγνώρισε την Εθνική Οργάνωση των Επισκόπων ως απαραίτητο στοιχείο της οργανώσεως της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Στη συνέχεια, υπογράμμεσε το έργο που πρέπει να επιτελέσουν οι εθνικές ή περιφερειακές επισκοπικές συνδυασκέψεις στα πλαίσια της καθόλου Εκκλησίας, κυρίως αναφορικά με τις ανάγκες των ιεραποστολών και των επιμέρους εκκλησιών, οι οποίοι συνανήκαν να αυτοδιοικηθούν, δηλαδή να φέρθηκε στη λεγόμενη ημέριμνα όλων των εκκλησιών. Και θα ολοκληρώσουμε με το θέμα των κύριων παραγών των ανάπτυξης των επισκοπικών συνδυασκέψεων. Οι κύριοι παράγοντες ανάπτυξης των επισκοπικών συνδυασκέψεων είναι οι ακόλουθοι. Πρώτον, η επικράτηση του λαϊκού κράτους και οι σημαντικότερες συνέπειές του. Δηλαδή πρώτον, η διεκδίκηση από πλευρά της καθολικής Εκκλησίας, της ελευθερίας της, με τη διατήρηση της ενότητας καθολού εκκλησίας και την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής κοινωνίας των επισκόπων με τον Πάπα. Δεύτερον, η αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέκυψαν από τις συγκεκριμένες ανάγκες της πλημαντικής δράσης μέσα στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Δύο, η αποτελεσματική αντιμετώπιση με κοινή δράση των αντιπάλων της καθολικής Εκκλησίας τόσο σε επίπεδο διανόησης όσο και σε επίπεδο πολιτικής. Τρία, η ανάγκη για νέες εκκλησιαστικές οργανωτικές δομές, οι οποίες θα λάμβαναν υπόψη τις νέες διαστάσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, δηλαδή την πραγματικότητα των εθνών μετά τα εθνικά επαναστατικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ευρώπη κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Τέσσερα, η ανάπτυξη της κοινωνικής νομοθεσίας των κρατών, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στα πολιτικά κόμματα και η έννοια της κοινής γνώμης, η βιομηχανική επανάσταση, η κρίση γεωργίας και της χειροτεχνίας και οι συνέπειές τους στις ροζικές αλλαγές της εργασίας και της οικονομικής ζωής των περισσότερων χωρών, η αστικοποίηση, η μετανάστευση και η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Πέντε, η διατήρηση της οικογένειας. Έκτον, η εκπαίδευση της νεότητας και ειδικότερα το πρόβλημα του καθολικού σχολείου. Εφτά, η εκκλησιαστική αποστολή των λαϊκών υπό τη διεύθυνση της ιεραρχίας και η ανάπτυξη της αξιών καθολικής δράσεως. Οχτώ, η αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων της καθολικής εκκλησίας. Εννέα, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη εγκαθίδρεση των λαϊκών δημοκρατιών. Δέκα, στην Αφρική από απεικιοποίηση και ενεξαρτησία πολλών κρατών. Έντεκα, στην Ασία η ανάπτυξη συνείδησης του ειδικού χαρακτήρα του πολιτισμού της. Δώδεκα, η φροντίδα της εφραμμογής λεγόμενης μέριμνας πασών των εκκλησιών. Δεκατρία, η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων εθνικών ομάδων επισκόπων. Δεκατέσσερα, από τον 19ο αιώνα, η ανάπτυξη της συλλογικής δραστηριότητας των επισκόπων σε εθνικό επίπεδο, τοπικό ή υπηροτικό. Καταρχήν δηλά και στη συνέχεια δυναμικότερα. Τελειώντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η διαφορά μεταξύ των επισκοπικών συνδιασκέψεων της Λατινικής Εκκλησίας στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας και των Ιερών Συνόδων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι ότι οι μεν επισκοπικές συνδιασκέψεις συνιστούν μια διάσταση της συλλογικότητας της Καθολικής Εκκλησίας. Οι Ιερές Σύνοδοι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ερήδονται στη συνοδικότητα. Στην συνοδικότητα, η συνοδικότητα σημαίνει ότι οι επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους και συγκροτούν μια σύνοδο και έχουν έναν προκαθήμενος πρόεδρο. Αντιθέτωση, συλλογικότητα σημαίνει ότι οι Επίσκοποι, οι Καθολικοί έχουν υραχικό προεσθόμενο τους τον Πάπα και ότι σε εθνικό ή σε περιφερειακό επίπεδο οι ομάδες των επισκόπων συγκροτούν επισκοπικούς οργανισμούς υπαγωμένους υπό την δικαιοδοσία του Πάπα. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώθηκε και η δωδέκατη και τελευταία διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |
_version_ |
1782818314587734016 |
description |
Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Παρακαλώ. Παρακαλώ. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στιο 10 και τελευταία διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμήνου συνεχίζομαι την παρουσίαση του κ. κα. δικαίου του 1917 και την ερμηνεία του Στα πλαίσια της τρίτης γενικής θεματικής αυτής της σειράς μαθημάτων, η οποία αφορά την ιστορία του δικαίου των επισκοπικών συνδιασκέψεων στη Λατινική Εκκλησία. Οι επισκοπικές συνδιασκέψεις είναι ο σημαντικότερος θεσμός επισκοπικών οργανισμών στη Λατινική Εκκλησία. Ο Κανόνας 283 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του προησχύσαντος, δηλαδή, του 1917, όριζε σε κάθε εκκλησιαστική επαρχία πρέπει να πραγματοποιείται επαρχιακή σύνοδος τουλάχιστον κάθε 20 χρόνια. Ο Κανόνας 281 του ίδιου προησχύσαντος Κόδικα του 1917 όριζε οι ιεράρχες περισσότερων εκκλησιαστικών επαρχιών μπορούν να συνέλθουν σε σύνοδο, αφού ζητήσουν όμως την άδεια από τον Ρωμαίο Ποντίφικα, ο οποίος ορίζει τον απεσταλμένο του προκειμένου να συγκαλέσει στη σύνοδο και να προεδρεύσει αυτής. Ο Κανόνας 292 παράγραφος 1 του προησχύσαντος Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917 όριζε εκτός αν ορίστηκε αλλιώς από την Αποστολική Έδρα για ειδικές αδαφικές δικαιοδοσίες, ο Μητροπολίτης εάν τούτος ελείπει ο αρχαιότερος από τους επαρχιούχους επισκόπους σύμφωνα με τον Κανόνα 284 πρέπει να φροντίζει ώστε οι ιεράρχες των τόπων να συνέρχονται τουλάχιστον ένα πενταετία στην έδρα του Μητροπολίτη ή άλλου επαρχιούχου επισκόπου κατά τον ορισμένο χρόνο προκειμένου, ύστερα από ανταλλαγή απόψεων, να εξετάζουν τι πρέπει να γίνει στις επισκοπές τους ώστε να προαχθεί το συμφέρον της θρησκείας και να ετοιμάσουν τα θέματα που θα συζητηθούν στην επόμενη Σύνοδο. Ο Κανόνας 292 Παράγραφος 2 του Προησίσαντος Κώδικα Κανονικού Δικαίου «Οι επίσκοποι επίσης και οι άλλοι που αναφέρονται στον Κανόνα 285 πρέπει να συγκαλούνται και να συνέρχονται μαζί με τους άλλους ιεράρχες». Η Παράγραφος 3 του ίδιου Κανόνα 292 όριζε «Οι εν λόγω ιεράρχες που συνέρχονται πρέπει να καθορίζουν την έδρα της προσεχούς συσκέψεως». Ο Κανόνας 1507 Παράγραφος 1 του Προησίσαντος Κώδικα Κανονικού Δικαίου 917 όριζε «Ενώ ισχύει η διάταξη των Κανόνων 1056 και 1234 στην αρμοδιότητα της επαρχιακής συνόδου ή της συσκέψεως των επισκόπων της επαρχίας, ανήκει ο καθορισμός για ολόκληρη την εκκλησιαστική επαρχία των τελών για τις διάφορες πράξεις εκούσιας δικαιοδοσίας ή για την εκτέλεση των ρεσκρύπτα της Αποστολικής έδρας ή λόγω της μετάδοσης των μυστηρίων ή των ιεροπραξιών». Πλεινόμως, εν λόγω καθορισμός, ισχύει μόνον από τη συγκρίση όστο από την Αποστολική έδρα. Ο κανόνας 1909, παράγραφος 1 του Πολυσίου Θανσκώδικα Κανονικού Δικαίου 917, όριζε «Η επαρχιακής σύνοδος ή η συσκέψη των επισκόπων είναι αρμόδια να ορίζει τα τέλη και την αξία τους, όπου καθορίζονται τα δικαστικά έξοδα των μερών, η αμοιβή που πρέπει να καταβληθεί από τα μέρη για το έργο των δικηγόρων και των προκουρατώρων, το μέτρο της αμοιβής για τις μεταφράσεις και τις παραγωγές αντιγράφων, για την αντιπαραβολή προς το πρωτοτυπό τους και το ακριβές αντιγραφό τους, καθώς και για την παραγωγή αντιγράφων στα έγγραφα που βρίσκονται στο αρχείο». Και τώρα ας προχωρήσουμε στην ερμηνεία του κώδικα Κανονικού Δικαίου του προησχύσαντος του 1917, με βάση τις διατάξεις οι οποίες προναφέρθηκαν. Πρώτον, ο κώδικας του 1917 θέσπισε στον Κανώνα 292, παράγραφος 1, την πρώτη διάταξη του Γενικού Δικαίου, την αρχή της υποχρεωτικότητας των αναπενταετίας συμβουλευτικών συσκέψεων των επισκόπων σε επίπεδο εκκλησιαστικής επαρχίας. Με την εξαίρεση που αναφέρεται στην αρχή του Κανώνα, ο εν λόγω Κανώνας επικύρωσε ρητά τις τότε ισχύουσες διατάξεις ή εκείνες που επρόκειτον να θεσπιστούν στο μέλλον, οι οποίες αφορούσαν στις εθνικές και περιφερειακές συνδιασκέψεις. Δεύτερον, ο Κώδικας του 1917 όρισε στον Κανώνα 281 τη δυνατότητα της σύγκλησης και της πραγματοποίησης της ολομέλειας της Συνόδου που απετελεί το κυρίως από τους ιεράρχες του τόπου περισσότερων εκκλησιαστικών επαρχιών με την προϋπόθεση σχετικής αδείας που εχωρηγείτο από τον Πάπα, ο οποίος όριζε και τον απεσταλμένο του προκειμένου ο τελευταίος να συγκαλέσει και να προεδρεύσει της εν λόγω Συνόδου. Τρίτον, ο Κώδικας του 1917 μειώνει στον Κανώνα 283 την υποχροντική συχνότητα των επαρχιακών Συνόδων, μεταθέτωτα στην από τρία αιτή, κατά το προηγούμενο δίκαιο που θεσπίστηκε από τη Σύνοδο του Τριδέντου, σε είκοσι χρόνια. Τέταρτον, ο Κώδικας του 1917 εξομειώνει μάλλον με τον Κανώνα 250 παράγραφος 4 το δίκαιο των επισκοπικών συνδιασκέψεων με εκείνο των επαρχιακών Συνόδων, υπάγοντας τόσο τις επαρχιακές Συνόδους όσο και τις επισκοπικές συνδιασκέψεις, πριν εκείνο που βρίσκονται επί εδαφών, που ανήκουν στην αρμοδιότητα της Congregatio de Propaganda Fidei, δηλαδή του Συλλόγου για τη Διάδοση της Πίστης, στην Congregatio, του Consilium δηλαδή, στο Σύνοδο. Πέμπτον, ο Κώδικας του 1917 στους Κανόνες 1507 παράγραφος 1 και 1909 παράγραφος 1 αναθέτει στις επισκοπικές συνδιασκέψεις πολύ περιορισμένες νομοθετικές αρμοδιότητες αναφορικά με τον καθορισμό ορισμένων φόρων. Ποτέ το σχέδιο του Κώδικα του 1917 στον Κανόνο 192 παράγραφος 1 εξωμείωνε τη νομοθετική αρμοδιότητα των επισκοπικών συνδιασκέψεων με κοινή των υπαρχιακών συνόδων. Συγκεκριμένα το ελόγο άρθρο όριζε «ο Μητροπολίτης, ειν' αυτός ηλίπιο αρχαιότερος από τους υπαρχιούχους επισκόπους, με τον Κανόνο 183 παράγραφος 1, φροντίζει ώστε οι Ιεράρχες των τόπων ανατριετίας πρέπει να συνέρχονται στην έδρα του Μητροπολίτη ή άλλου υπαρχιούχου επισκόπου κατά τον ορισμένο χρόνο, προκειμένου ύστερα από ανταλλαγή απόψεων να θεσπίζουν όσα πρέπει να γίνουν στις επισκοπές τους». ώστε να προαχθεί προς συμφέρον της θρησκείας και να τιμάσουν τα θέματα που θα συζητηθούν στην επόμενη επαρχιακή σύνοδο. Ζήτημα. Το δίκαιο του κώδικα του 1917 και ειδικά ο Κανόνας 292 αυτού συνιστά μέρος της ιστορίας των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Απάντηση. Το ζήτημα ερίζεται και του το διότι. Πρώτον, οι Χουίζεν και Χόφμαν απαντούν αρνητικά επειδή πρώτον οι επισκοπικές συνδιασκέψεις που υπήρχαν πριν τον κώδικα του 1917 είχαν εξαπλωθεί σε ένα μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών επαρχιών ή και ολόκληρων εθνών. Δεύτερον, η εξέλιξη των επισκοπικών συνδιασκέψεων πήρε την εθνική την περιεφερειακή κατεύθυνση και όχι την επαρχιακή παρά τις διατάξεις των κανόνων του κώδικα του 1917. Και τρίτον, οι επισκοπικές συνδιασκέψεις είναι ανεξάρτητες από τις μεταγενέστερες συνόδους. Δεύτερον, οι Φελιτσιάνοι σε Βαλιέλε Φεύρο Μέτς απαντούν καταφατικά στο ζήτημα εάν το δίκαιο του κώδικα του 1917 και ειδικά ο κανόνας 212 αυτού συνιστά μέρος ιστορίας των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Επειδή πρώτον, δεν μπορούμε να αρνηθούμε για τον κανόνα 212 κυρίως, που βρίερχε στην εξάπλωση των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Καταμίζω έναν λόγο, στην αρχή αυτού του κανόνα προβλέπεται εξαίρεση, σύμφωνα με την οποίαν επικυρώθηκαν ρητά ποντιφικοί κανόνες, ή τότε ισχύοντες ή μεταγενέστεροι, οι οποίοι αφορούσαν τις επισκοπικές συνδιασκέψεις εθνικές ή τις περιφερειακές εξαιτίας ίσως της έκρηξης των ευρωπαϊκών εθνικισμών, οι οποίοι οδήγησαν στην ανώφελη σφαγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμνου. Δεύτερο, προκύπτει από το συνδιασμό των κανόνων 250 παράγραφος 4, 283, 1507 παράγραφος 1 και 1909 παράγραφος 1, ότι ο ανώτητος νομαθέτης θέλησε να ρυθμίσει ανάλογα με την πραγματική του σημασία τις επαρχιακές συνόδους μέσω της αξιοποίησης των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Εν τούτης, η θεωρία δεν απένει με μεγάλη σπουδαιότητα σε αυτές τις διατάξεις. Από τον παραπάνω συνδιασμό των κανόνων συνάγεται μία εξομείωση τουλάχιστον εν μέρει των επισκοπικών συνδιασκέψεων με τις επαρχιακές συνόδους από τρεις απόψεις. Πρώτον, από τις ρυθμίσεις τις σχετικές με την πραγματοποίησή τους. Δεύτερον, από την αναγνώριση μιας μικρότερης συχνότησης από τις των παρελθών αναφορικά με την υποχρέωση πραγματοποίησεως των επαρχιακών συνόδων. Τρίτον, από την ανάθεση σε επισκοπικές συνδιασκέψεις μιας ορισμένης νομοθετικής αρμοδιότητας, έστω και πολύ περιορισμένης. Η εποχή του Παπαπίου του δωδεκάτου, επαμφωτερισμός της τάσης αγίας έδρας έναντι των εθνικών ή περιφερειακών επισκοπικών συνδιασκέψεων. Τα γεγονότα. Ο Παπαπίος εν δέκατος, στην ακρόαση της 15ης Φεβρουαρίου 1924, ενέκρινε την έτηση της Congregatio Consistorialis, δηλαδή του συλλόγου του κονσιστορίου, που ζήτησε να υποβληθεί σε σοβαρή εξέταση από την Ολομέλεια της, το πρόβλημα των επισκοπικών συνδιασκέψεων υπό τους ρητούς όρους. Πρώτον, ότι οι επισκοπικές συνδιασκέψεις δεν θα απαγορεύονταν ούτε θα καταργούνταν. Και δεύτερον, ότι θα εξετάζονταν οι σχέσεις τους με τους αντιπροσώπους της Αγίας Έδρας. Ο ελόγω Πάπας είχε πει τότε καταφατικά, υπό την προϋπόθεση, ότι η Ολομέλεια της Congregatio, του συλλόγου, θα πρέπει να ρυθμίσει τις ελόγω συνδιασκέψεις, όχι όμως να τις απαγορεύσει να τις καταργήσει. Και κατά το πνεύμα, το πνεύμα είναι ότι αυτή η ρύθμιση πρέπει να έχει την έννοια μιας ευρύτητας, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε κατά σύμπτωση να προσβάλει τους επισκόπους, θεωρώντας ότι έχουμε μειωμένη εμπιστοσύνη απέναντί τους. Επιπλέον, εθέληση του Αγίου Πατέρα, όπως εξταστούν και καθοριστούν οι σχέσεις μεταξύ αυτών των συνδιασκέψεων και των αντιπροσώπων της Αγίας Έδρας. Νούτσι Ιντελεγκάτη, Ραφαέλλο, Αρχιεπίσκοπος Τεσσαλονίκης Ασσέσορ. Ο ελόγου που αντίφηκα κατά την ακρόαση της 19-6-1925, προκειμένου να πληροφορηθεί τα συμπεράσματα της Ολομέλειας της Κογκρεγάτσου, δηλαδή του συλλόγου, διέταξε όπως αυτές οι συνδιασκέψεις, πλην επιμέρους ρυθμίσεων, που όμως πρέπει να θεωρείται εξαίρεση, έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα και διακρίνονται σαφώς από τις επαρχιακές συνόδους, προκειμένου να άρει οποιαδήποτε κίνδυνο από τις ελόγους συνδιασκέψεις, ο οποίος ο εν δέκατος διευκρίνησε, υπάρχουν πιθανή κίνδυνοι που μπορούν να προέλθουν από αυτές τις γενικές συσκέψεις των επισκόπων και των αρχιεπισκόπων μιας ολόκληρης περιφέρειας ενός ολόκληρου κράτους. Εν τούτοις, εφόσον λειτουργούν νόμιμα και μπορούν να είναι χρήσιμες και εποφελείς, δεν πρέπει να καταργηθούν αλλά να ρυθμιστούν. Πράγμα που συνεπάγεται ότι πρέπει να περιοριστούν μέσα στους στόχους και τα όρια και μέσα στα οποία προέκυψαν, δηλαδή να διατηρήσουν τη φύση των φιλικών συσκέψεων των ιεραρχών για να γνωριστούν, για να συμβάλουν στις εκκλησιαστικές ανάγκες και τα ζητήματα της αντίστοιχης περιφέρειας χωρίς να εξέλθουν από αυτά τα όρια, να νομοθετούν και χωρίς να παραβιάσουν τις διατάξεις του κεφαλαίου του κώδικα, τις σχετικές με τις συνόδους και τις επαρχιακές επισκοπικές συνδιασκέψεις που πρέπει να διατηρήσουν την ισχύ τους. Καρδινάλιος δε λέ. Κατά τη διάρκεια της ακροασίας της 11.6.1926, ο οποίος ο ενδέκατος συνέκρινε την κοινή πρόταση της Congregatio Consistorialis, δηλαδή του Συλλόγου του Κονσιστορίου και της Congregatio για τις έκτακτες εκκλησιαστικές υποθέσεις, δηλαδή του Συλλόγου για τις έκτακτες εκκλησιαστικές υποθέσεις, δηλαδή να μην θεσπιστεί ένας μοναδικός και δημόσιος κανονισμός για το σύλλο των εθνικών και περιφερειακών συνδιασκέψεων, αλλά μόνον επιμέρους διατάξεις με σκοπό την αποφυγή των καταχρύσεων και της υπενθυμίσεως της επισκοπικής συνδιασκέψης του αρχικού τους χαρακτήρα. Δηλαδή εκείνου των φιλικών συσκέψεων και να επιβληθεί κυρίως μέσω των διπλωματικών αντιπροσώπων της Αγίας Έδρας ένας ιδιαίτερος ακριβής και αυστηρός έλεγχος. Ο Πάπας Ποιούς ο Ενδέκατος είπε τα εξής «αυτές οι γενικές συνδιασκέψεις των επισκόπων δεν πρέπει να ρυθμίζονται με ένα μοναδικό κανονισμό γενικού χαρακτήρα, αλλά με κατάληση επιμέρους εγγυκλίους για να διορθωθούν οι καταχρύσεις που εισήχθησαν στις διάφορες περιφέρειες και για να ανακληθούν αυτές οι συνδιασκέψεις στον αρχικό χαρακτήρα και πνεύμα». Το κείμενο της έγκρισης του Πάπα Ποιού του Ενδέκατο είναι το ακόλουθο «κανένας γενικός κανονισμός, αλλά σε επιμέρους συνδιασκέψεις, ενουθεσίες της περίπτωσης σύμφωνα με τις διάφορες παρατηρήσεις που έγιναν. Ο νούντσιος ή ο αποστολικός δελεγγάτους πρέπει να προσκαλείται πάντοτε, θα πηγαίνει σε αυτές για την έραξη ή θα παραβρίσκεται κατά τις συνενδρίες, αν το κρίνει αναγκαίο και σκόπιμο και θα μπορεί να μην πηγαίνει προσωπικά, αν υπάρχει περιστάσεις στο υπαγορεύνωμα, τουλάχιστον θα παρεμβαίνει με σχετικό γράμμα του, που θα περιλαμβάνει χαιρετισμούς και ευχές». Καρδινάδιος Δελέ. Η εκτίμηση των παραπάνω γεγονότων. Κοσταλούγγκα. «Τη στάση του Ποιού του Ενδέκατου φανερώνει μάλλον το μημαντικό χαρακτήρα των επισκοπικών συνδιασκέψεων. Καθιστά προφανές το γεγονός ότι οι αποφάσεις τους δεν αποκτούν νομική ισχύ. Και τρίτον, δείχνει ότι η επισκοπική συνδιάσκεψη δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να παρακολήσει την πραγματοποίηση της Ολομέλειας της Συνόδου και της Επαρχιακής Συνόδου». Ο Κοσταλούγγκα για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του αναφέρει ιδίως διάφορα ποντιφικά έγγραφα. «Φελιτσιάνι σε βαλιέλε φεύρο μέτς» η στάση του ΠΥΟΤΟΙΕΝΔΕΚΑΤΟΙ έναντι των επισκοπικών συνδιασκέψεων παρουσιάζει ένα ορισμένο επαμφωτερισμό. Η υπαγωγή τους σε ένα ιδιαίτερο σαυστήρο έλεγχο συνέβαλε σημαντικά στον τονισμό του μη ιδιωτικού χαρακτήρα τους, αλλά του επίσημου δυνάμη των διατάξεων που επέβαλαν την παρέμβαση των ποντιφικών αντιπροσώπων και που απηχούν τους κανόνες 281 και 292 του Κόδικα Κανονικού Δικαίου του 1917 για τη συμμετοχή του ποντιφικού αντιπροσώπους στην Ολομέλεια της Συνόδου. Και τούτο, παρά την άρνηση της επίσημης αναγνώρισης, δυνάμη της έγκρισης από τον ΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠΑΠ από ορισμένα έγγραφα, σε πολυάριθμα ποντιφικά έγγραφα που απεστάλησαν σε διάφορες εθνικές ή περιφερειακές ομάδες επισκόπων, ο Πάπας ποιος ο ενδέκατος των εισερητά και επανειλημμένα, τη σκοπιμότητα και την αφελιμότητα των επαρχιακών, των περιφερειακών ή των εθνικών επισκοπικών συνδιασκέψεων και σύσσετη σύγκληση περιοδικών συνσκέψεων, προσθέθοντας ότι οι συνδιασκέπτες θα έπρεπε να παρέμβουν στα επίγοντα προβλήματα. Τα προβλήματα που ανέφερε ήταν η διατήρηση οικογένειας, το σχολείο, η εκπαίδευση της νεολέας, η εργάνωση των ιεροσπουδαστηρίων, η θρησκευτική συμπαράσταση των μισθών εκείνων που δοκιμάζονταν περισσότερο από τις ανάγκες, ιδίως των μεταναστών και των προσφύγων και κυρίως η ενάπτυξη της καθολικής δράσεως αξιών κατολίκ υπό τη διεύθυνση της ιεραρχίας, ο αγώνας εναντίον του κομμουνισμού και του εθνικοσοσιαλισμού. Ταυτόχρονα, ξεπεράστηκαν οι παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ επισκοπής εκκλησιαστικής επαρχίας καθόλου εκκλησίας μέσω της αναγνώρισης κυρίως εν της πράγμασης του εθνικού παράγοντα και της προσαρμογής των εκκλησιαστικών οργανωτικών δομών στις εθνικές πραγματικότητες, καθώς και με τη σύναψη πολυάριφων κογκορδάτων με διάφορα κράτια επί της εποχής του Παπαπείου εν δεκάτου, την οποίαν ο Κάρλος Κοράλ Σαρβαδόρ ονόμασε «Μεγάλη Εποχή των Κογκορδάτων». Η Αγία Εδρώχη μόνο πρώτον άλλαξε την παραδοσιακή πολιτική των κογκορδάτων με σκοπό την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση των συμφερόντων της καθολικής εκκλησίας, αλλά και δεύτερον αναγνώρισε για πρώτη φορά μέσα σε επίσημες διμερής πράξεις την ύπαρξη των επισκοπικών συνδιασκέψεων και εξουσιοδότησε μερικές από αυτές να εξετάσουν άμεσα με τις πολιτιακές αρχές σε καθορισμένα θέματα σχέσεων κράτους και εκκλησίας, καθώς και να νομοθετήσουν επί ενός συνόλου επισκοπών που ανήκαν στο έδαφος ενός κράτους σε θέματα παραδείγματος χάρη γάμου, οριοθέτησης των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας, μαθήματος των θρησκευτικών καθολικών οργανώσεων. Η εποχή του Παπαπείου του δωδεκάτου, τα γεγονότα. Πρώτον, η ομιλία του Παπαπείου του δωδεκάτου στους καρδιναλιούς και τους επισκόπους της Δευτέρας Νοεμβρίου 1954. Ανέφερε ο Δωδέκατος, η συχνή επικοινωνία μεταξύ των επισκόπων συμβάρει πολύ στην καρποφόρα και αποτελεσματική άσκηση του πειμαντικού αξιώματος. Έτσι, στην εμπειρία και στην πράξη, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, επιτυγχάνεται μεγαλύτερη ομοιομορφία στη διοίκηση. Αποφεύγεται η απορία των πιστών, οι οποίοι συχνά δεν καταλαβαίνουν γιατί τα πράγματα γίνονται κατά αυτόν τον δρόμο, σε άλλοι όμως, οι οποίοι είναι ίσως γειτονικοί της πρώτης, κατά νόμιο ή και κατά αντίθετο τρόπο. Στην πίτεξη αυτών των στόχων μπορούν να συνεισφέρουν πολύ οι συσκέψεις, οι οποίες σχεδόν παντού είναι σε χρήση, και οι ελωμέλειες των συνόδων και οι υπαρχιακές σύνοδοι, που πρέπει να πραγματοποιούνται με επισυμότερο τρόπο και οι οποίες έχουν θεσπιστεί στον Κώδικα Κανονικού Δικαίου του 917 και ρυθμίζονται από συγκεκριμένους νόμους. Δεύτερον, η εγκύκλειος Fidei Donum του Παπαπίου του 12ου για την κατάσταση των καθολικών ιεραποστολών, κυρίως στην Αφρική, της 21 Τετάρτου του 1957. Αναφέρει ο Πίος ο Δωδέκατος σε αυτή την εγκύκλειο «Συνδεδεμένοι στενά με τον Χριστό και με τον αντιπρόσωπό του στη Γη, εσείς, σεβαστοί αδελφοί, συγκινημένοι από την πνοή της θερμής αγάπης, φρονοδίστε να μετέχετε σε εκείνη τη μέρημνα όλων των εκκλησιών, η οποία βαρύνει τους όμους μας. Εσείς, πράγματι, που σας οθεί η αγάπη του Χριστού, πρέπει να αισθάνεστε ότι είστε συνδεδεμένοι στενότατα με εμάς στο σοβαρότατο καθήκον», δηλαδή της διάδοσης του Ευαγγελίου και της εξάπλωσης της Εκκλησίας σε όλη τη Γη. Και να μη σταματήσετε να συμβάλλετε, ώστε να διαδοθούν πλατιά μεταξύ του κλήρου και των πιστών, το πνεύμα της προσευχής και η προθυμία για έργα αγάπης κατά το μέτρο της δωρεάς του Χριστού. Άπλωσε, είπε στην Πατρολόγη Ιελατίνα, τόμος 35, σελίδα 2060, ο Άγιος Αυγουστίνος, την αγάπη σου σε όλο τον κόσμο, αν θέλεις να αγαπάς τον Χριστό, διότι τα μέλη του Χριστού βρίσκονται σε όλη τη Γη. Η εκτίμηση των γεγονότων από τους Φελιτσιάνη και τους Σεβαλιέ Λεφέβρου Μέτς σε πολλά έγγραφα της Αγίας Έδρας, ο οποίος ο δωδέκατος επέμεινε στην ανάγκη συνεργασίας ή κοινής δράσεως συνεχούς και συστηματικής των διαφόρων ομάδων επισκόπων, κυρίως σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Τέτοια έγγραφα είναι ιδίως οι Αποστολικές Εγκύκλοι «Sertum Letitiae Sanctae» της ΜΕΕΝΤΕΚΑ του 1939, που απευθύνθηκε στους επισκόπους των ΗΠΑ, «ΕΒΑΝΤΖΕΛΙ ΠΡΕΚΩΝΕΣ» της 2 έκτου 1951 για την ανάπτυξη των καθολικών ΥΡΑΠΟΣΤΟΛΟΝ και τα Αποστολικά Γράμματα «Ο ΜΟΜΑΝ» της εξ πρώτου 1945 στους Γάλλους Επισκόπους, «ΤΟΝ ΠΟΣ» τη νούμερος της 12 πέμπτου 1945 στους Ολλανδούς Επισκόπους, «ΠΕΡΧΟΣ ΠΟΣ ΤΡΕΜΟΣ ΆΝΟΣ» της 26 του 1945 στους Πολωνούς Επισκόπους και στο «ΧΟΒΙΕΝΣΗΣ ΜΑΡΙΕ ΒΥΡΤΖΙΝΗΣ» της 17 π. 1945 και πάλι στους Πολωνούς Επισκόπους, «ΠΡΟΒΙΝΤΕ» «ΧΟ ΚΟΝΤΙΝΤΖΕΡΕ ΤΙΑΝΣΕΜΟΥΣ» στους 28-28 του 1945 στους Εχοσλοβάκους Επισκόπους, «ΒΗΧΣΔΟΝ ΒΟΑΠΙΣ ΛΟΚΟΙ» της 11 του 1945, «ΚΟΝΟΤΙ ΒΑΛΔΕΣΟΥΜΟΣ» της 12 του 1947, «ΔΙΖΕΡΤΕ ΑΤΜΩΤΟΝ ΛΙΤΕΡΕ» της 20-12 του 1948, τέστες «ΟΥΖΕΚΟΙ» της 18-10 του 1949 στους Γερμανούς Επισκόπους. Η ομιλία, όμως, της 21 του 1954, σε συνδυασμό με την εγκύκλειο της 21 Τετάρ του 1957, καθόρισε με σαφέστρο τρόπο τη σκέψη και συνεπώς τη θέληση του Ποιου του 12ου. Ο Πάπας καταρχήνα αναγνώρισε την Εθνική Οργάνωση των Επισκόπων ως απαραίτητο στοιχείο της οργανώσεως της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο. Στη συνέχεια, υπογράμμεσε το έργο που πρέπει να επιτελέσουν οι εθνικές ή περιφερειακές επισκοπικές συνδυασκέψεις στα πλαίσια της καθόλου Εκκλησίας, κυρίως αναφορικά με τις ανάγκες των ιεραποστολών και των επιμέρους εκκλησιών, οι οποίοι συνανήκαν να αυτοδιοικηθούν, δηλαδή να φέρθηκε στη λεγόμενη ημέριμνα όλων των εκκλησιών. Και θα ολοκληρώσουμε με το θέμα των κύριων παραγών των ανάπτυξης των επισκοπικών συνδυασκέψεων. Οι κύριοι παράγοντες ανάπτυξης των επισκοπικών συνδυασκέψεων είναι οι ακόλουθοι. Πρώτον, η επικράτηση του λαϊκού κράτους και οι σημαντικότερες συνέπειές του. Δηλαδή πρώτον, η διεκδίκηση από πλευρά της καθολικής Εκκλησίας, της ελευθερίας της, με τη διατήρηση της ενότητας καθολού εκκλησίας και την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής κοινωνίας των επισκόπων με τον Πάπα. Δεύτερον, η αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέκυψαν από τις συγκεκριμένες ανάγκες της πλημαντικής δράσης μέσα στις νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Δύο, η αποτελεσματική αντιμετώπιση με κοινή δράση των αντιπάλων της καθολικής Εκκλησίας τόσο σε επίπεδο διανόησης όσο και σε επίπεδο πολιτικής. Τρία, η ανάγκη για νέες εκκλησιαστικές οργανωτικές δομές, οι οποίες θα λάμβαναν υπόψη τις νέες διαστάσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, δηλαδή την πραγματικότητα των εθνών μετά τα εθνικά επαναστατικά γεγονότα που συνέβησαν στην Ευρώπη κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Τέσσερα, η ανάπτυξη της κοινωνικής νομοθεσίας των κρατών, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στα πολιτικά κόμματα και η έννοια της κοινής γνώμης, η βιομηχανική επανάσταση, η κρίση γεωργίας και της χειροτεχνίας και οι συνέπειές τους στις ροζικές αλλαγές της εργασίας και της οικονομικής ζωής των περισσότερων χωρών, η αστικοποίηση, η μετανάστευση και η ανάπτυξη των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Πέντε, η διατήρηση της οικογένειας. Έκτον, η εκπαίδευση της νεότητας και ειδικότερα το πρόβλημα του καθολικού σχολείου. Εφτά, η εκκλησιαστική αποστολή των λαϊκών υπό τη διεύθυνση της ιεραρχίας και η ανάπτυξη της αξιών καθολικής δράσεως. Οχτώ, η αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων της καθολικής εκκλησίας. Εννέα, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη εγκαθίδρεση των λαϊκών δημοκρατιών. Δέκα, στην Αφρική από απεικιοποίηση και ενεξαρτησία πολλών κρατών. Έντεκα, στην Ασία η ανάπτυξη συνείδησης του ειδικού χαρακτήρα του πολιτισμού της. Δώδεκα, η φροντίδα της εφραμμογής λεγόμενης μέριμνας πασών των εκκλησιών. Δεκατρία, η ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων εθνικών ομάδων επισκόπων. Δεκατέσσερα, από τον 19ο αιώνα, η ανάπτυξη της συλλογικής δραστηριότητας των επισκόπων σε εθνικό επίπεδο, τοπικό ή υπηροτικό. Καταρχήν δηλά και στη συνέχεια δυναμικότερα. Τελειώντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η διαφορά μεταξύ των επισκοπικών συνδιασκέψεων της Λατινικής Εκκλησίας στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας και των Ιερών Συνόδων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι ότι οι μεν επισκοπικές συνδιασκέψεις συνιστούν μια διάσταση της συλλογικότητας της Καθολικής Εκκλησίας. Οι Ιερές Σύνοδοι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ερήδονται στη συνοδικότητα. Στην συνοδικότητα, η συνοδικότητα σημαίνει ότι οι επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους και συγκροτούν μια σύνοδο και έχουν έναν προκαθήμενος πρόεδρο. Αντιθέτωση, συλλογικότητα σημαίνει ότι οι Επίσκοποι, οι Καθολικοί έχουν υραχικό προεσθόμενο τους τον Πάπα και ότι σε εθνικό ή σε περιφερειακό επίπεδο οι ομάδες των επισκόπων συγκροτούν επισκοπικούς οργανισμούς υπαγωμένους υπό την δικαιοδοσία του Πάπα. Στο σημείο αυτό, ολοκληρώθηκε και η δωδέκατη και τελευταία διάλεξη του συγκριτικού εκκλησιαστικού δικαίου του Δευτέρου Εξαμίνου. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |