Διάλεξη 9: Σήμερα θα μιλήσουμε για ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια για την πατερική σκέψη και για τη σημασία της διαμόρφωσης της θεολογίας αυτής της περιόδου, που επέδρασε καταλυτικά στον 4ο αιώνα. Βρισκόμαστε ακόμη στον 3ο αιώνα μετά Χριστόν και το κεφάλαιο αυτό είναι το κεφάλαιο της Αλεξανδρινής Θεολογίας. Η Αλεξανδρινή Θεολογία, όπως αντιλαμβάνεστε, ή η Αλεξανδρινή Θεολογική Σκέψη ή η Αλεξανδρινή Θεολογική Σχολή έλαβε την σημασία αυτή, τον όρο αυτό, από το γεγονός ότι αναπτύχθηκε στην Αίγυπτο και στην μεγαλόπολη της Αιγύπτου, που αυτή την πρόημη περίοδο ήταν η πόλη της Αλεξάνδριας, μια από τις, όπως χαρακτηρίζονται, από τις μεγαλοπόλεις της αρχαιότητας, του αρχαίου κόσμου. Εκείνο το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι στους προηγούμενους αιώνες και στον πρώτο, όταν έχουμε το κήρυγμα των Αποστόλων και στον δεύτερο, δεν φαίνεται η Αίγυπτος να πρωταγωνιστεί, να έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χριστιανικής θεολογίας. Έφνης εμφανίζεται στο προσκήνιο η θεολογία, η χριστιανική θεολογία της περιοχής αυτής τον τρίτο αιώνα μέσα από την Αλεξανδρυνή Θεολογική Σχολή και την Αλεξανδρυνή Θεολογική Παράδοση. Βέβαια είχαμε πει, θα σας θυμίσω, ότι πιθανότατα σχετίζεται με τις χριστιανικές κοινότητες της Αιγύπτου και ειδικότερα της Αλεξάνδριας ένα από τα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων, η λεγόμενη επιστολή Βαρνάβα. Είπαμε ότι είναι ένα κείμενο το οποίο πιθανότατα προκύπτει από τα συμφραζόμενά του ότι προέρχεται, ότι αναπτύχθηκε σε ένα αλεξανδρινό χριστιανικό περιβάλλον. Και βέβαια έχουμε τις αναφορές από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και από τα απόκρυφα κείμενα, από την Απόκρυφη Χριστιανική Παράδοση για την ανάπτυξη του χριστιανισμού από και το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το οποίο πραγματοποιήθηκε και στην Αιγύπτω, στην Αλεξάνδρια αλλά και σε άλλες περιοχές. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι υπήρχε μια πρόημη ανάπτυξη του χριστιανισμού στην Αίγυπτο. Άλλωστε θα δούμε ότι η Αίγυπτος αποτελεί κυτίδα λίγο αργότερα και τον 4ο αιώνα που θα μιλήσουμε για τον Μέγα Θανάσιο και για την αντιμετώπιση του Αρριανισμού. Αυτόν τον πρώτον συνοδικών διατυπώσεων του Ορθοδόξου δόγματος και αργότερα φυσικά την ίδια περίοδο μάλλον και του μοναχισμού, της νέας αυτής μορφής που εμφανίζεται όχι ως ένας θεσμός αλλά ως ένα άτυπο πνευματικό κίνημα που ξεκινάει από την Αίγυπτο, από την περιοχή της Αιγύπτου, ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα. Όλα αυτά λοιπόν τα στοιχεία μας εξηγούν εν μέρη γιατί τον 3ο αιώνα έχουμε αυτήν την εφνίδια, την ξαφνική παρουσία μέσα στην ιστορία της εκκλησίας και στην ιστορία της χριστιανικής θεολογίας, της Αλεξανδρυνής θεολογικής σκέψης. Καταρχήν πρέπει να επισημάνουμε ένα στοιχείο, ότι η Αλεξάνδρια και η Αίγυπτο δεν είναι απλά μία μεγάλη πόλη, μία ισχυρή πόλη η οποία επαισόρευε εκεί σημαντικά πρόσωπα και πλούτο ασφαλώς πάρα πολύ μεγάλο αφού διέθεται ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου, αλλά είναι μία πόλη η οποία πάντοτε, ιδιαίτερα στους ελληνιστικούς χρόνους, από τότε δηλαδή που δημιουργήθηκε, σχετίστηκε ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της πνευματικής ζωής, με τις πνευματικές ζημώσεις της κάθε μιας περιόδου. Και είναι γνωστή σε όλους μας η υπερήφημη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρια, στο γεγονός της μετάφρασης των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης και πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με την πνευματική παράδοση που έφερε η πόλη αυτή, πέρα από το γεγονός, όπως είπαμε, της ιστορικής παρουσίας της Ωσνίας, μεγαλοπόλεως στον αρχαίο κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο γνωρίζουμε ότι υπήρχαν σχολές πάρα πολύ σημαντικές, και μάλιστα φιλοσοφικές σχολές με την έννοια που αναφέραμε ότι είχαν οι σχολές αυτές, όχι δηλαδή ένα οργανωμένο κρατικό σύστημα παιδείας, αλλά σχολές οι οποίες ιδρύονταν από διδασκάλους με ένα διδασκαλοκεντρικό, θα μπορούσαμε να πούμε, σύστημα παιδείας, όπου ο κάθε μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ίδρυε μια τέτοια σχολή, δημιουργούνταν ένας κύκλος μαθητών του, και αυτή η σχολή ανάλογα με την απήχηση που είχε η διδασκαλία του ιδρυτήτης, αναπτυσσόταν περισσότερο και περισσότερο, και παρουσίαζε πολλά πρόσωπα, πολλούς μαθητές οι οποίοι και αυτοί με τη σειρά τους, δημιουργούσαν δικές τους σχολές. Έτσι λοιπόν έχουμε αφενός μεν την παρουσία τέτοιων σχολών, αφετέρου δε την δημιουργία σχολών, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε θεολογικών σχολών, κατηχητικών σχολών, όπως είναι η κατηχητική σχολή της Αλεξάνδριας, που είναι μία από τις πρώτες χριστιανικές σχολές της αρχαιότητας. Η κατηχητική σχολή της Αλεξάνδριας με έναν σπουδαίο διδάσκαλο, τον Πάντενο, διδάσκαλο των μεγάλων αλεξανδρινών θεολόγων, του Κλίμεντος του Αλεξανδρέως και του Οριγένη στη συνέχεια, είναι ένα πρόσωπο για το οποίο δεν έχουμε πάρα πολλά στοιχεία, αλλά από τις ιστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε για τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτησε το πρόσωπο αυτό μέσα στην αθετηρία αυτού του θεολογικού έργου που αναπτύχθηκε στην Αλεξάνδρια. Έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε μία μεγάλη θεολογική παράδοση, η οποία ξεκινά από τις θεολογικές σχολές, στις οποίες βέβαια δεν διδάσκονταν μόνον η θεολογία, αλλά διδάσκονταν, θα μπορούσαμε να πούμε, ασφαλώς, και η φιλοσοφία. Και γι' αυτό, όπως θα δούμε, η αλεξανδρινή θεολογία είναι έντονα επηρεασμένη από τον χώρο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, έχει προσλάβει πάρα πολλά στοιχεία και είναι ιδιαίτερα μια θεολογία που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε πλατωνίζουσα θεολογία από τη στιγμή που έχει προσλάβει πάρα πολλά στοιχεία από τη διδασκαλία, από τη φιλοσοφική διδασκαλία του πλάτωνα, των πλατωνικών κειμένων, αλλά και άλλων θύραθεν φιλοσόφων. Και στο πλαίσιο αυτό, βέβαια, και η μελέτη των ίδιων των κειμένων, θα μπορούσαμε να πούμε, δηλαδή, ότι στις σχολές αυτές συναντούμε και το στοιχείο της φιλολογικής σπουδής στα κείμενα, και θα δούμε ότι οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι κατέστησαν διάσημη και μοναδική στην ιστορία της χριστιανικής γραμματείας και για ένα τέτοιο έργο, δηλαδή το έργο της κριτικής, της φιλολογικής επεξεργασίας των κειμένων, των πηγών του χριστιανισμού. Έτσι, λοιπόν, έχουμε, όπως σας ανέφερα, την Αλεξανδρινή παράδοση με μία θεολογική σχολή, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα, στο 231, υπολογίζεται, με βάση τα στοιχεία της μαρτυρίες που έχουμε, ότι η σχολή αυτή κατά κάποιο τρόπο εκκλησιαστικοποιείται, δηλαδή καθίσταται επίσημο όργανο της τοπικής εκκλησίας και ασφαλώς προσλαμβάνει και πάρα πολλά θετικά στοιχεία από την εκκλησιαστικοποίηση της αυτή. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα, και θέλω ιδιαίτερα να το προσέξετε, είναι ότι από το έργο των Αλεξανδρυνών θεολόγων προκύπτει η χρήση συγκεκριμένων πηγών στην θεολογία τους, στην πηγών της Αλεξανδρυνής θεολογίας. Οι πηγές αυτές, καταρχήν, η πρώτη και κύρια πηγή είναι η χριστιανική παράδοση. Η χριστιανική παράδοση και στην γραπτή, αλλά και στην άγραφη μορφή της. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα μαθήματα. Σας έχω κάνει λόγο για την διπλή παράδοση. Ιδιαίτερα το αναπτύξαμε το θέμα αυτό στο προηγούμενο μάθημα σε σχέση με τον Ιρηναίο, που κάνει διεξοδικό λόγο για την διπλή παράδοση. Και βέβαια είναι μία παράδοση η οποία εδράζεται ακριβώς στην ίδια τη διδασκαλία των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών. Όπου έχουμε ακριβώς αυτή τη διάκριση ενός μέρους της εκκλησιαστικής παραδόσεως, που μεταφέρεται σε γραπτή μορφή, και ενός άλλου του σημαντικότερου μέρους της παραδόσεως, το οποίο δεν καταγράφεται στα κείμενα, αλλά παραδίδεται, είναι ο κανόνας της πίστεως. Είναι ο κανόνας της γραφής, τα κείμενα αυτά τα οποία σχημάτισαν τον λεγόμενο κανόνα της γραφής, ο κανόνας της γραφής και ο κανόνας της πίστεως, ο οποίος περιλαμβάνει όλες αυτές τις ιδιαίτερες διδασκαλίες του χριστιανισμού, μπορούμε να πούμε ότι δεν κρινόταν σκόπιμο να καταγραφούν στις γραπτές πηγές, στα γραπτά κείμενα. Εντάξει, αυτό βλέπουμε ότι ήδη εν υπάρχει μέσα στη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, μη δότε τα Άγια της Κυσή. Επομένως, δεν θα πρέπει, υπάρχει αυτό το μέρος της απόκρυφης, με μια διαφορετική έννοια από αυτό που ονομάζουμε απόκρυφη, τον όρο που χρησιμοποιούμε ως απόκρυφη για την χριστιανική γραμματεία, της απόκρυφης παραδόσιας, που είναι η κεκριμένη παράδοση, η ντοκτρίνα αρκάνα, η αποκεκριμένη, η μυστική παράδοση, η οποία μεταλαμπαδευόταν στο πλαίσιο της κατηχύσεως στους χριστιανούς, από τους διδασκάλους της πίστεως, είτε αρχικά όπως είπαμε, πρόσωπα που συγκροτούσαν μια ιδιαίτερη τάξη μέσα στις εκκλησιαστικές κοινότητες, είτε αργότερα όταν αυτή η ιδιότητα σχετίστηκε με τους επισκόπους και τους κληρικούς των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Το δεύτερο στοιχείο, το πρώτο στοιχείο λοιπόν είναι αυτό, της θεολογίας, η πρώτη πηγή της θεολογίσεως των Αλεξανδρυνών Θεολόγων, η παράδοση, η γραπτή και η άγραφη παράδοση. Και θα δούμε ότι από την Αλεξάνδρια και από τον χώρο αυτό εκπηγάζει και το στοιχείο της διαμορφώσεως του κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής, όπως θα δούμε όταν θα μιλήσουμε στην επόμενη μας ώρα για τον Μέγα Αθανάσιο. Το δεύτερο στοιχείο είναι η χρήση της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και των ελληνικών φιλοσοφικών αρχών, των στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας. Και ήδη σας ανέφερα ότι η Αλεξανδρυνή Θεολογία είναι κατά κύριο λόγο χρησιμοποίησε το σύνολο σχεδόν της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά για τα οποία ιδιαίτερα θα μιλήσουμε, ο Αλεξανδρέας και ο Οριγένης στη συνέχεια ήταν πρόσωπα με μεγάλη φιλοσοφική παιδεία, που είχαν αποκτήσει μεγάλη φιλοσοφική παιδεία, αλλά με το ενδιαφέρον τους να εστιάζεται κυρίως στην κυρίαρχη μορφή της αρχαίας φιλοσοφίας, των Πλάτωνα. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι στην Αλεξάνδρια έχουμε και την ανάπτυξη λίγους αιώνες αργότερα των περίφημων νεοπλατωνικών σχολών με τους σχολιαστές των πλατωνικών έργων και βέβαια στην εποχή αυτή θα δούμε στον 3ο αιώνα, ότι έχουμε ήδη την αφετηρία για αυτή την ανάπτυξη της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στην περιοχή της Αλεξάνδριας, που ξεκινάει από έναν χριστιανό φιλόσοφο, ο οποίος όμως σταδιακά αποξενώθηκε από την εκκλησία, από το μυστηριακό πλαίσιο της εκκλησιαστικής ζωής και αυτός ήταν ο Αμώνιος Σακάς. Ο Αμώνιος Σακάς, ο δάσκαλος, ένας από τους δασκάλους του Οριγέννη. Είπαμε λοιπόν ότι κυρίως επηρεάζεται από την πλατωνική φιλοσοφία και γι' αυτό, όπως θα δούμε, η θεολογία των Αλεξανδρινών συγγραφέων είναι κατά κύριο λόγο, έχει έντονο το στοιχείο αυτό, τα πλατωνίζοντα στοιχεία στη διδασκαλία τους. Δηλαδή το στοιχείο αυτό της υπέρβασης, της υποβάθμισης κατά κάποιο τρόπο του υλικού κόσμου σε σχέση με τον πνευματικό κόσμο, της έξαρσης της αλήθειας του πνευματικού κόσμου, που είναι ένα βασικό στοιχείο στην θεολογία των Αλεξανδρινών συγγραφέων. Έτσι λοιπόν, ως η μόνη αληθινή πραγματικότητα μέσα από τα συγγράμματα των Αλεξανδρινών θεολόγων εμφανίζεται ο πνευματικός κόσμος. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι η Αλεξανδρινή θεολογική παράδοση σε σχέση με άλλες θεολογικές σχολές, όπως είναι η Αντιωχιανή σχολή που είναι επίσης μια ισχυρή θεολογική παράδοση, όχι τόσο στενά συνδεόμενη με την θεολογική παράδοση η οποία κυριάρχισε μέσα από τη δασκαλία των Συνόδων, η Αλεξανδρινή θεολογική παράδοση είχε την τύχη να έχει πολύ σημαντικούς εκπροσώπους, πρόσωπα τα οποία αναδείχθηκαν μέσα από αυτές τις σχολές, από την θεολογική σχολή της Αλεξάνδριας, την κατηχητική σχολή της Αλεξάνδριας και ο πρώτος καταχρονικής σειρά από τα πρόσωπα αυτά είναι ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας, ο Αλεξανδρεύς. Ο Κλήμις παρότι φέρει την προσωνημία Αλεξανδρέας, δηλαδή με Αλεξανδρινή καταγωγή, γνωρίζουμε ότι δεν καταγόταν από την Αλεξάνδρια. Ταυτίστηκε με την Αλεξάνδρια, αλλά δεν καταγόταν από την Αλεξάνδρια ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας, αλλά πιθανότατα ήταν Αθηναίος την καταγωγή. Γνωρίζουμε οπωσδήποτε ότι είχε λάβει την πρώτη υψηλή παιδεία, φιλοσοφική κυρίως παιδεία, και την κλασική παιδεία την έλαβε στην Αθήνα. Και εν συνεχεία από την Αθήνα οδηγήθηκε, οδήγησε τα βήματά του στην Αλεξάνδρια για να συνεχίσει, ο χριστιανός πλέον όταν ασπάστηκε τον χριστιανισμό, να συνεχίσει υπό την πνευματική καθοδήγηση και παρατουσπόδας του πάντενου, του μεγάλου αυτού είπαμε Αλεξανδρινού κατηχητή και ιδρυτή αυτής της παραδόσεως. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Κλήμις αρκετά νωρίς όταν ξεσπά ο διωγμός του Σεπτημίου Σεβίρου στις αρχές του 3ου αιώνα, το 202 μετά Χριστόν, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρια και φτάνει στην Κεσάρια της Καπαδοκέας όπου ιδρύει μία δική του θεολογική σχολή. Το στοιχείο αυτό σας το επισημαίνω γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε γιατί η Καπαδοκική θεολογία, οι μεγάλοι πατέρες του 4ου αιώνα που ονομάζονται Καπαδόκες πατέρες, τα πρόσωπα αυτά που σχετίζονται με την ρωμαϊκή επαρχία της Καπαδοκίας είτε από την καταγωγή τους είτε επειδή έζησαν στον χώρο αυτό, στον ιδιαίτερο αυτό χώρο της Καπαδοκίας που γνωρίζουμε και σήμερα γιατί ακολούθησαν και επεξεργάστηκαν την Αλεξανδρινή θεολογική παράδοση. Έχουμε ήδη λοιπόν μια πολύ πρόημη μεταφύτευση της Αλεξανδρινής θεολογικής παράδοσης στην Καπαδοκία από τον Κλίμεντα τον Αλεξανδρέα όταν αναγκάζεται είπαμε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρια λόγω του διωγμού του Σεπτημίου Σεβίρου. Γνωρίζουμε από το έργο του Κλίμεντα θα άξιζε γενικότερα να πούμε ότι ο Κλίμης ο Αλεξανδρέας θεωρείται ο πρώτος μεγάλος χριστιανός ουμανιστής, ο πρώτος μεγάλος χριστιανός ανθρωπιστής. Γιατί είναι ο συγγραφέας εκείνος ο οποίος αναπτύσσει ιδιαίτερα ασχολείται με τα ανθρωπολογικά ζητήματα μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, η θέση του ανθρώπου μέσα στην ιστορία της θείας οικονομίας μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Έτσι λοιπόν η ανθρωπολογία του Κλίμεντα με έναν λόγο ιδιαίτερα γλαφυρό στα κείμενά του και επίσης και ιδιαίτερα επηρεασμένο από τα βιβλικά κείμενα, αλλά και με στέρεη γνώση των φιλοσοφικών κειμένων και των κλασικών συγγραφέων, τον κατά τάση σε έναν από τους κορυφαίους χριστιανούς συγγραφείς, δεν χαρακτηρίζεται επισήμως, δεν έχει χαρακτηριστεί στα κείμενα ως πατέρας της εκκλησίας, αλλά ούτε και θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε το γεγονός ότι ο Κλίμης ήταν στη συνείδηση πολλών μεταγενέστερων χριστιανών συγγραφέων και πατέρων της εκκλησίας, ήταν, θεωρούνταν πατέρας, γιατί πραγματικά λειτούργησε μέσα από το έργο του, από το θεολογικό του και το συγγραφικό του έργο, ως ένας εκκλησιαστικός πατέρας. Το έργο του κατά βάση ήταν διδακτικό, διδασκαλικό και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, δηλαδή συνεχίζει την παράδοση του διδασκάλου του, του Παντένου, ιδρύοντας μία σχολή, όπως είπαμε αργότερα, στην Κεσάρια της Καπαδοκίας και στην Αλεξάνδρια και προκύπτει ότι η διδασκαλία του είχε μία τριμερή διέρεση. Αυτή που τη συναντούμε στο πλαίσιο της απονομής της κλασικής παιδείας στον αρχαίο κόσμο, δηλαδή το εισαγωγικό στάδιο, το καθαρά παιδαγωγικό και το ανώτερο, θα μπορούσαμε να πούμε, το υψηλότερο στάδιο της παιδείας. Αυτό το τριμερές διέρεση της διδασκαλίας του φαίνεται και από τα έργα του, τα οποία μας έχουν διασωθεί. Μία τριλογία έργων του Κλίμεντος του Αλεξανδρέως με τους χαρακτηριστικούς τίτλους προτρεπτικός, παιδαγωγός και διδάσκαλος και οι στρωματοίς που αντιστοιχούν στο στοιχείο αυτό της διδασκαλίας. Έχουμε λοιπόν τρία μεγάλα έργα και άλλα έργα του τα οποία σώθηκαν σε πλήρη μορφή ή αποσπασματικά μας έχουν σωθεί, αυτά είναι τα τρία κύρια έργα μέσα από τα οποία μπορούμε να σχηματίσουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το διδακτικό έργο του Κλίμεντα στη σχολή του. Μέσα από τα έργα του αυτά, όπως είπαμε, καταρχήν διαφαίνεται η άριστη γνώση της κλασικής γραμματείας σε όλες τις της μορφές, σε όλα τα είδη της και στην ποιηση και στην ιστοριογραφία και στην φιλοσοφία και πρέπει να σας πω ότι ο Κλίμης ο Αλεξανδρέας μέσα από τα έργα του αυτά αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές το έργο του αποτελεί μία από τις σημαντικότερες πηγές για τη θύραθη γραμματεία αυτής της πρόημης περιόδου. Και για πολλά κείμενα ακόμη τα οποία σήμερα έχουν απολεστεί και τα οποία διασώζονται μέσα στο έργο του Κλίμεντα του Κλίμεντος του Αλεξανδρέως. Και βέβαια, η λυπαρείο, όπως είπαμε, γνώση και της Αγίας Γραφής αλλά γενικότερα και της προγενέστερης εκκλησιαστικής παραδόσου και της εκκλησιαστικής γραμματείας. Χρησιμοποιεί επίσης ιδιαίτερα το στοιχείο της επιχειρηματολογίας, είναι ιδιαίτερα ισχυρή θα μπορούσαμε να πούμε η επιχειρηματολογία του, η οποία καταγράφεται μέσα στα συγγράμματα αυτά του Κλίμεντα με έναν ρέοντα λόγο. Είπαμε ότι διακρίνεται για την γλαφυρότητά του, για την καλλιέπια του ο γραπτός λόγος των συγγραμμάτων του. Όπως επίσης και το γεγονός ότι είναι πλούσιος σε εικόνες και μάλιστα σε εικόνες της εποχής του του Κλίμεντα του Αλεξανδρέα, παρμένες όχι μόνο από τη χριστιανική παράδοση αλλά και από την θύραθεν παράδοση. Και γι' αυτό δεν είναι μόνο πηγή το έργο του, όπως είπαμε, για την γραμματεία αυτής της περιόδου ή των προγενέστερων περιόδων, την γραμματεία που χρησιμοποιεί, την θύραθεν γραμματεία που χρησιμοποιεί, αλλά ακόμη και για το θρησκευτικό υπόβαθρο και το θρησκευτικό πλαίσιο της εποχής του. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι ο κλίμης ο Αλεξανδρέας αποτελεί μία από τις βασικότερες πηγές αυτής της περιόδου για την ιστορία των αρχαίων θρησκιών. Το στοιχείο εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι όπως προκύπτει, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο από τα έργα του που είναι ιστροματίς, τα συγγράμματα του τα οποία μας ώθηκαν είναι καρπός της προφορικής του διδασκαλίας. Σας έχω αναφέρει και σε προηγούμενο μάθημα ότι τα περισσότερα έργα, τα περισσότερα συγγράμματα αυτής της προημής περιόδου και γενικότερα του μεγαλύτερου μέρους των πατερικών συγγραμμάτων, των πατερικών έργων δεν είναι έργα τα οποία δόθηκε εξ αρχής γραπτή μορφή από τους συγγραφείς τους, από τους πατέρες της εκκλησίας ή από τους άλλους χριστιανούς συγγραφείς, αλλά είναι έργα τα οποία μεταφέρθηκαν με τη μορφή της ταχυγραφίας από στενογράφους, από μαθητές τους οι οποίοι παρακολουθούσαν τα μαθήματά τους, τις διδασκαλίες τους και μετέφεραν την διδασκαλία τους είτε την επεκκλησίας είτε την κατασχολήν διδασκαλία αυτών των πρώτων μεγάλων θεολόγων στα συγγράμματα αυτά τα οποία μας παραδίδονται με το όνομά τους. Το πρώτο λοιπόν έργο το οποίο σας ανέφερα ήδη σε αυτή την τριλογία όπως είπαμε στην οποία αναπτύσετε και το διδακτικό έργο γενικότερα του Κλίμεντα είναι ο Προτρεπτικός. Είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα και μνημεία θα μπορούσαμε να πούμε γενικότερα της χριστιανικής γραμματείας θεωρείται ο Προτρεπτικός ένα πάρα πολύ σημαντικό κείμενο το οποίο παρουσιάζει ακριβώς αυτό το στοιχείο με έναν εισαγωγικό τρόπο μνηεί τους ακροατές και τους αναγνώστες αυτού του έργου στη συνέχεια ο κλίμης ο Αλεξανδρέας στις αλήθειες της χριστιανικής πίστης με σκοπό να προσελκύσει τους μαθητές του ή τους μη μαθητές του, τους μη μυημένους ειδωλολάτρες στον χριστιανισμό, στην εκκλησία. Είναι λοιπόν αυτό το οποίο δηλώνεται από το τίτλο του έργου. Προτρέπει τους αναγνώστες του να ασπαστούν την χριστιανική πίστη, να την γνωρίζουν και να την ασπαστούν και γι' αυτό υπάρχει μια αντιπαράθεση και αντιπαραβολή μεταξύ της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας κατά κύριο λόγο και του χριστιανισμού, των αρχαίων ειδωλολατρικών άσματων και του νέου άσματος που είναι το άσμα αυτό το οποίο άδεται από το στόμα του Χριστού. Η διδασκαλία λοιπόν, η εναρμώνια διδασκαλία του Χριστού μέσα από τα κείμενα των Ευαγγελιστών και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας χρησιμοποιεί και στην κατακλείδα του έργου του ένα μεγάλο παράθεμα, ένα μεγάλο κείμενο το οποίο μας έχει διασωθεί σε ποιητική μορφή, σε αίμετρη μορφή και έχει ασφαλώς πολύ μεγάλη σημασία και στην ιστορία της εξέλιξης της χριστιανικής λατρείας το κείμενο αυτό και της αρχαίας των πηγών της αρχαίας υμνογραφίας. Αυτό το νέο άσμα του Χριστού το οποίο καταγράφεται στο έργο αυτό, στον προτερπτικό του Κλήμεντος. Η κατακλείδα του έργου αυτό του Κλήμεντος είναι η πρόσκληση να μυηθούν στην χριστιανική πίστη δια των χριστιανικών μυστηρίων. Γι' αυτό και υπάρχει και περιγραφή των χριστιανικών μυστηρίων στον προτερπτικό του Κλήμεντος. Είναι λοιπόν μια σημαντική πηγή και για την ιστορία της χριστιανικής λατρείας το κείμενο αυτό κατακλείοντας με την προτροπή η βούλη και εσύ μιού προς τον αναγνώστη. Αν θέλεις λοιπόν εσύ που έχεις γνωρίσει τη χριστιανική πίστη, εσύ που έχεις γνωρίσει τα μυστήρια της χριστιανικής πίστης μπορείς και εσύ να μυηθείς και να προσέλθεις να γίνεις μέλος αυτής της πίστης. Το δεύτερο έργο του είναι ο παιδαγωγός. Αναφέραμε ήδη, σας είπα ότι είναι το κατεξοχήν έργο το οποίο αποτελούσε αντίστοιχα το μέσο επίπεδο σπουδών που παρεχόταν σε μία σχολή και στο έργο αυτό προχωρά σε σχέση με το προηγούμενο, με το προτελεπτικό κλίμις, σε μία παρουσίαση κυρίως των διαφόρων κανόνων της χριστιανικής ζωής, του χριστιανικού βίου. Και βέβαια παρουσιάζεται κατά κύριο λόγο με έναν τρόπο χριστοκεντρικό θα μπορούσαμε να πούμε γιατί το πρότυπο της χριστιανικής ζωής, του χριστιανικού βίου δεν είναι κανένα άλλο από τον ίδιο το Χριστό. Σε ένα μεγάλο μέρο, σε τρία βιβλία αυτού του έργου του, ο κλίμις ο Αλεξανδρέας εστιάζει ακριβώς την προσοχή του στη ζωή και στο έργο, στην διδασκαλία του ίδιου του Ιησού Χριστού ως προτύπου της χριστιανικής ζωής. Και εδώ επίσης έχουμε ένα παρόμοιο κείμενο με αίμετρο, με ποιητικό χαρακτήρα. Είναι ο λεγόμενος Ήμνος των Παίδων. Έτσι ονομάζεται το κείμενο αυτό, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θεωρείται από τους μελετητές του έργου αυτού ότι πολύ πιθανά το αίμετρο αυτό κείμενο που εισήλθε μέσα στο έργο του κλίμεντα του Αλεξανδρέα που μπορεί να έχει γραφεί και από τον ίδιο τον κλίμεντα αδόταν, ψαλόταν από τους μαθητές του στα μαθήματα, στο στάδιο αυτό του παιδαγωγού. Βασιλεύ Αγίον, αν μπορούσαμε να δούμε θα βλέπατε ένα απόσπασμα. Βασιλεύ Αγίον, λόγε Πανδαμάτορ, πατρός υψής του Σοφίας Πρύτανη, υγού Βασιλεύ παιδών ανεπάφων, ψάλομεν ομού Θεόν Ηρήνης. Βλέπετε ψάλομεν. Επομένως υπάρχει αφενός μεν ένα κείμενο το οποίο δεν είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αλλά σε πρώτο πληθυντικό. Βλέπετε το στοιχείο της Ψαλμοδύσεως καταγράφεται και στο ίδιο το κείμενο με το ρήμα ψάλομεν. Επομένως υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι το κείμενο αυτό, όπως σας είπα, ψαλόταν από τους μαθητές της σχολής του Κλήμεντος. Και το τρίτο έργο, το οποίο είναι το πιο σημαντικό, είναι το έργο του που έχει τον τίτλο «Στρωματής», όπως είπαμε. Το έργο του «Στρωματής», που αφορά, όπως σας ανέφερα, το τρίτο επίπεδο, το πιο υψηλό επίπεδο της αντίστοιχης παιδείας που παρεχόταν στις ανώτερες σχολές του χριστιανικού κόσμου. Αυτό το έργο έχει πολύ μεγάλη σημασία, πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι ίσως το μοναδικό έργο, το οποίο δεν έχει γραφή. Δηλαδή, αυτό το οποίο σήμερα μας είναι γνωστό μέσα από τα πολλά βιβλία των «Στρωματέων», δεν είναι ένα κείμενο στην τελική του μορφή, αλλά είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, μια αποδελτίωση. Οι σημειώσεις τις οποίες σταχειολογούσε από διάφορα έργα, τα οποία μελετούσε ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας και τα χρησιμοποιούσε στη συνέχεια, χρησιμοποιούσαν αυτές τις σημειώσεις στην διδασκαλία του. Γι' αυτό και το έργο ονομάζεται «Στρωματίς» ή για την ακρίβεια, ο τίτλος του είναι «Κατά την αληθή φιλοσοφία γνωστικών υπομνημάτων στρωματίς». Τι σημαίνει ο όρος «Στρωματίς», «Στρωματέυς»? Η λέξη «Στρωματέυς» έχει και αυτή τη σημασία. Σημαίνει, θα μπορούσαμε να πούμε για να το καταλάβετε με μια σύγχρονη λέξη, το μπαούλο όπου έβαζαν παλιά οι παλιές γυναίκες τα στρωσίδια. Μια τέτοια ιματιοθήκη, θα μπορούσαμε να πούμε κατά κάποιο τρόπο, ένας χώρος φύλαξης των στρωσιδιών, των σκεπασμάτων, των κλινοσκεπασμάτων, ήταν ο «Στρωματέυς». Έτσι λοιπόν, εμφανίζεται από την επίγραφή του το έργο αυτό, ότι είναι ακριβώς ένας χώρος φύλαξης διαφόρων χρήσιμων στοιχείων. Αυτά όλα είπαμε τα στοιχεία, τα οποία κατέγραφε από άλλα έργα, που μελετούσε ο ίδιος ο Κλήμης ή τα ενσωμάτωνε μέσα στην δική του διδασκαλία και αποτελούσαν ένα σύνολο σημειώσεων, που του χρειάζονταν στη διδασκαλία του, ή για να απαρτιστεί τελικά ένα έργο, ένα μεγάλο έργο. Εδώ το μεγάλο αυτό υλικό διδασκαλίας, σας είπα ότι μας παραδίδεται σε επτά βιβλία, τα οποία έχουν ποικίλο περιεχόμενο, όπως θα δούμε. Το βασικό στοιχείο είναι ότι υπάρχει στο έργο αυτό η τάση να αποδείξει ο Κλήμης αυτό το οποίο καταγράφτηκε στην επιγραφή, ότι είναι η αληθής φιλοσοφία και η αληθινή γνώση. Σε μια περίοδο και σε μια περιοχή στην οποία ξέρουμε, όπως σας είπα στο προηγούμενο μάθημα, ότι γνώριζε ιδιαίτερη έξαρση ή ψευδώνυμος γνώση, ο γνωστικισμός. Έτσι λοιπόν θέλει να εμφανίσει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας μέσα από το έργο του αυτό ότι ο χριστιανισμός είναι η αληθής γνώση και η αληθής φιλοσοφία. Και αναφέρεται μέσα στα βιβλία αυτού του έργου στη σημασία της ελληνικής φιλοσοφίας για τη χριστιανική σκέψη, για τη χριστιανική θεολογική παράδοση, στη σχέση της πίστης με τη γνώση, σε ζητήματα των σχέσεων των χριστιανών, για τον γάμο, ιδιαίτερα αναφέρεται στο ζήτημα του μαρτυρίου, που είναι ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τους χριστιανούς και των προηγούμενων περιόδων, αλλά και αυτής της περιόδου. Είπαμε ότι ο Κλήμης ζει στην εποχή των διωγμών και εγκαταλείπει την Αλεξάνδρια ακριβώς εξαιτίας των διωγμών. Επομένως το μαρτύριο είναι ένα πολύ επίκαιρο θέμα που σχετίζεται με την έκφραση της ύψης της μορφής της πίστεως, την επαλήθευση της πίστεως, και θα δούμε ότι αυτό συμβαίνει και στο έργο του Οριγένη, λίγο αργότερα, πάλι στην Αλεξανδρική Θεολογία, και το βασικότερο ζήτημα το οποίο φύγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, μέσα στα βιβλία αυτά, και στο τέταρτο ιδιαίτερα, αλλά κυρίως στο έβδομο βιβλίο των στροματέων, είναι το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας. Αυτό που αργότερα θα το δούμε να καταγράφεται ως η θέος, η διδασκαλία περιθεώσεως. Τις ο τέλειος, έτσι ξεκινάει στο έβδομο κεφάλαιο. Ποιος είναι ο τέλειος, το στοιχείο της τελειότητας, που είναι ένα θέμα το οποίο ασφαλώς απασχολούσε και την φιλοσοφία, την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το ζήτημα της τελειότητας. Εδώ όμως ιδιαίτερα αναπτύσσεται και ως ο πραγματικός τέλειος μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής τελειότητας του χριστιανισμού, είναι κατά τον Κλίμεντα τον Αλεξανδρέα, ο αληθής γνωστικός, έτσι ονομάζεται, στο έργο του αυτός τους τροματής. Ο αληθής γνωστικός παρουσιάζει λοιπόν ποιος είναι ο πραγματικός γνωστικός, όχι ο ψευδόνυμος γνωστικός, αυτός ο οποίος εμφανιζόταν μέσα στο γνωστικισμό ως ο κατέχων την ιδιαίτερη γνώση των πραγμάτων και βέβαια ο αληθής γνωστικός μέσα στην θεολογία του Κλίμεντα του Αλεξανδρέα, στην ανθρωπολογία καλύτερα, την χριστιανική ανθρωπολογία του Κλίμεντα του Αλεξανδρέα, είναι το πρόσωπο αυτό το οποίο κατέχει την χριστιανική διδασκαλία και είναι τηρητής των εντολών του Θεού. Είναι το συνανφότερο δηλαδή, αυτό για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο μεταγενέστερο θεολογικό που χρησιμοποιεί ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος. Είναι και ο γνώστης της διδασκαλίας αλλά και ο τηρητής των εντολών του Θεού. Τονίζεται ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό στο πλαίσιο της αληθούς γνώσεως και της τελειότητας όπως αναπτύσσεται από τον Κλίμεντα τον Αλεξανδρέα. Και ένα βασικό ζήτημα που σχετίζεται με την παρουσίαση του αληθούς γνωστικού είναι ότι ο Κλίμες ο Αλεξανδρέας είναι ο πρώτους χριστιανός συγγραφέας ο οποίος επιχειρεί μία τριμερή διέρεση της πνευματικής ζωής. Αυτό που λίγο αργότερα μέσα στη διάρκεια του 4ου αιώνα θα το δούμε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα στα τρία στάδια της πνευματικής ζωής. Θα το δούμε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα στους πρώτους ασκητικούς συγγραφείς από τον Ευάγριο ιδιαίτερα στα συγγράμματα τα Μακαριανά και αργότερα αποκρυσταλώνεται ως η Κάθαρση, το στάδιο της Καθάρσεως το στάδιο του Φωτισμού και το στάδιο της Θεώσεως ή της Γνώσεως. Το συναντούμε και στον Κλίμη, το συναντούμε και στον Οριγένιο όπως θα δούμε στην ίδια θεολογική παράδοση, στην Αλεξανδρινή θεολογική παράδοση. Ένα μικρότερο έργο του απλά σας το αναφέρω με τον τίτλο «Τις οσοζόμενος πλούσιος» έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διότι απασχολεί τον Κλίμεντα το γεγονός ότι πολύ πλούσιοι Αλεξανδρίς, κάτοικοι της Αλεξάνδριας δίσταζαν να προσέλθουν στον χριστιανισμό εξαιτίας της απορρίψεως του πλούτου από τη χριστιανική διδασκαλία. Σας θυμίζω την περικοπή με τον νεαρό πλούσιο ο οποίος προσήλθε στον Χριστό και τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει για να σωθεί. Και του απάντησε ο Χριστός ότι «Πόλοι σώσου τα υπάρχοντα και διάδοση πτωχής και δεύρου ακολούθημη». Και η κατακλείδα που είναι πως δυσκόλως ότι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται στην Βασιλεία του Θεού αυτοί που κατέχουν τον πλούτο θα εισέλθουν πολύ δύσκολα στην Βασιλεία του Θεού. Έτσι λοιπόν ο Κρίμης ο Αλεξανδρέας για πρώτη φορά εδώ κάνει λόγο για το ζήτημα του πλούτου το οποίο απασχολεί ιδιαίτερα όπως θα δούμε τους Καπαδόκες Πατέρες και μάλιστα χρησιμοποιεί σε μια πρώτη μορφή αυτήν την εικόνα των πλουσίων ως οικονόμων των υλικών αγαθών τα οποία τους παρέχονται από τον Θεό. Ο πλούτος κατά των κλίμεντ των Αλεξανδρέα είναι κάτι το οποίο ηθικά είναι αδιάφορο. Δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Από τη χρήση του, η χρήση του τον καθιστά εργαλείο της αδικίας ή εργαλείο της δικαιοσύνης. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να τονίσει ιδιαίτερα ότι και αυτός ο οποίος είναι πλούσιος μπορεί να υπηρετήσει την δικαιοσύνη του Θεού μέσα στον χώρο της εκκλησίας. Η μεγάλη προσφορά της θεολογίας του κλίμεντα του Αλεξανδρέα είπαμε ότι αποτελεί τον πρώτο χριστιανό ανθρωπιστή τον πρώτο χριστιανό θεολόγο που ασχολείται με την χριστιανική ανθρωπολογία. Και είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα αυτά τα μεγάλα έργα που αποτελούν την μεγάλη τριλογία των έργων του κλίμεντος του Αλεξανδρέος δεν συναντούμε ούτε ένα κεφάλαιο περί Θεού. Δεν είναι συστηματικός θεολόγος με την έννοια να ασχοληθεί συστηματικά με τα ζητήματα των τριαδικών σχέσεων, να διαλευκάνει θέματα τα οποία απασχολούσαν την εκκλησία και τον χριστιανισμό ιδιαίτερα εξαιτίας της στρευλής διδασκαλίας που υπήρχε στον γνωστικισμό για διάφορα από τα θέματα αυτά. Δεν αφιερώνει ούτε ένα κεφάλαιο περί Θεού στα έργα του ο κλίμης ο Αλεξανδρέας. Ασχολείται όμως ιδιαίτερα όπως είπαμε με το στοιχείο αυτό της παρουσίας του ανθρώπου μέσα στην οικονομία του Θεού, το στοιχείο της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Φέρνει για πρώτη φορά σε τόσο στενή επαφή τον ελληνισμό με τον χριστιανισμό, την ελληνική σκέψη με την χριστιανική διδασκαλία. Εμφανίζει την χριστιανική παράδοση, αυτό που είπαμε οι δύο μορφές της παραδόσεις, την εμφανίζει ως ένα συνεχόμενο ρεύμα, αδιάκοπο, το οποίο δεν διακρίνεται σε διαφορετικά επίπεδα και ιδιαίτερα τονίζει ότι μέσα από το έργο του, είπαμε ότι βρήθη από βιβλικά παραθέματα το έργο του ιδιαίτερα επιμένει στη χρήση μιας ερμηνευτικής μεθόδου που τη συναντούμε συχνά και σε μεταγενέστερους συγγραφείς της ερμηνευτικής, της ερμηνείας της Αγίας Γραφής διά της γραφής. Η γραφή ερμηνεύεται μέσα από τα ίδια τα κείμενα της γραφής και θα δούμε αυτό πως αναπτύσσεται ιδιαίτερα στους Καπαδόκες πατέρες γιατί εδώ στην Αλεξανδρυνή Θεολογία έχουμε μια εκτροπή θα μπορούσαμε να πούμε ή τέλος πάντων μια τάση η οποία οδήγησε ερμηνευτικά τους Αλεξανδρυνούς Θεολόγους στον αλιγορισμό, στην αλιγορική Θεολογία που και η αλιγορική Θεολογία θα πρέπει να πούμε ότι είναι απότοκος αυτής της πλατωνίζουσας σκέψης των Αλεξανδρυνών Θεολόγων. Η υπερβατική θεολογική σκέψη, η αναφορά στην υπέρβαση των υλικών πραγμάτων οδηγεί και την ερμηνευτική τους σκέψη σε μια υπέρβαση που ξεπερνά και την ιστορικότητα των γεγονότων και των προσώπων και την τυπολογία τους και οδηγείται στον αλιγορισμό. Επίσης είναι πολύ σημαντικό ότι στην διδασκαλία του ιδιαίτερα αναφέρεται στα ζητήματα τα οποία αφορούσαν την καθημερινή στάση και συμπεριφορά των χριστιανών μέσα στον κόσμο. Δεν περιφρονεί τα εγκόσμια όπως έχουμε τέτοιες τάσεις όπως είπαμε στον χώρο του γνωστικισμού αλλά εντάσσει όλα τα εγκόσμια τα εντάσσει και τα αναγάγει στη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και επίσης είναι ο πρώτος χριστιανός θεολόγος ο οποίος κάνει αναφορά στις δύο όψεις του μαρτυρίου. Στο μαρτύριο του αίματος είπαμε ότι στους τροματίς αναφέρεται ιδιαίτερα στο θέμα του μαρτυρίου ως ένα στοιχείο της χριστιανικής τελειότητας αλλά κάνει μια διάκριση στο μαρτύριο του αίματος και στο ανέμακτο μαρτύριο. Είναι αυτό το οποίο αργότερα είναι αυτή η θεολογική σκέψη η οποία αργότερα θα αναπτυχθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς για να συσχετίσουν το ανέμακτο μαρτύριο με το μαρτύριο της συνειδήσεως και την μοναχική ζωή. Την νέα έκφραση του χριστιανικού ενθουσιαστικού πνεύματος μετά το τέλος της εποχής των διωγμών. Οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής για τις οποίες κάναμε λόγο, η πίστη, η γνώση και η εποπτεία είναι η τρίτη βαθμίδα. Η εποπτεία έτσι ονομάζεται αυτό που αργότερα δηλαδή το να δει κανείς τον Θεό αλλά θα πρέπει να πούμε ιδιαίτερα ότι είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός στα θέματα αυτά ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας γιατί μέσα από το έργο του ακριβώς τονίζει την υπερβατικότητα του Θεού, είπαμε δεν αναφέρεται στα θέματα των προσωπικών σχέσεων μέσα στην Αγία Τριάδα, τονίζει ιδιαίτερα την υπερβατικότητα του Θεού και οδηγείται σε μία αποφατική σκέψη. Γι' αυτό και ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας είναι αυτός ο οποίος εισαγάγει μέσα στην χριστιανική θεολογική παράδοση αυτό που ονομάζουμε αποφατική θεολογία. Το πρώτο στάδιο το οποίο είναι η αποφατική θεολογία, η μη γνώση δηλαδή του Θεού. Τι μπορούμε να προσδιορίσουμε, τι δεν γνωρίζουμε για τον Θεό. Όχι τι γνωρίζουμε αλλά τι δεν γνωρίζουμε. Αυτό λοιπόν είναι η αποφατική θεολογία. Και βέβαια αυτή η αποφατική θεολογική σκέψη έχει και θεολογική βάση, έχει και τη θρησκευτική θεώρηση, τη θεώρηση δηλαδή του Θεού ως Δημιουργού που μας είναι γνωστός από τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Να μιλήσουμε για τον Οριγέννη. Ο δεύτερος και σημαντικότερος αλεξανδρινός θεολόγος υπήρξε ο Οριγέννης. Σπάνιο όνομα. Ελληνικό βέβαια στην κατασκευή του. Σημαίνει αυτός που προέρχεται από τη γενιά του Ορ. Ξέρουμε ότι ο Ορ ήταν μια από τις αιγυπτιακές θεότητες. Ο ίδιος ωστόσο προερχόταν από μια χριστιανική οικογένεια. Και μάλιστα ο πατέρας του, ο Λεωνίδας, μαρτύρησε τελικά. Συνελήφθη και μαρτύρησε. Ένα γεγονός το οποίο έπαιξε σημαντικό καταλυτικό ρόλο στη ζωή του νεαρού τότε γιού του, του Οριγέννη. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό καταρχήν είναι, που σας ανέφερα, είναι ότι είναι ο σημαντικότερος αλεξανδριανός θεολόγος, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους χριστιανούς συγγραφείς. Στον οποίο μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία του, όπως αυτή επεξεργάστηκε και δημιούργησε διάφορα ζητήματα θεολογικά, καταδικάστηκε τελικά στη διάρκεια του 6ου αιώνα, στα μέσα του 6ου αιώνα από την 5η οικουμενική σύνοδο. Η διδασκαλία του, ωστόσο, το βασικό θεολογικό του έργο, αποτέλεσε τον κύριο Πιλώνα, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η θεολογική σκέψη των Καπαδοκών Πατέρων. Και γι' αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι δύο σημαντικότεροι Καπαδόκες Πατέρες, ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόρης ο Θεολόγος, είναι αυτοί οι οποίοι πρώτοι επεχείρησαν μία σταχειολόγηση από τα έργα του Ορηγένη σε μία ενιαία συλλογή, την οποία ονόμασαν φιλοκαλία. Είναι η πρώτη χρήση, ενδεχομένως μία από τις πρώτες χρήσεις, έχουμε κάποιες μαρτυρίες για τη χρήση αυτού του όρου και στον Ιρηνέο, αλλά σε μία συλλογή, η οποία μας έχει διασωθεί με τμήματα έργων του Ορηγένη. Η φιλοκαλία του Ορηγένους είναι η πρώτη αυτή μεγάλη συλλογή με έργα του Ορηγένους. Αυτό δείχνει το πόσο εκτιμούσαν το θεολογικό έργο και τη θεολογική σκέψη του Ορηγένη, θεωρώντας τον περίπου ως πατέρα τους, ως πνευματικός τους πατέρα, οι μεγάλοι Καπαδόκες Πατέρες. Γιος λοιπόν του Χριστιανού από την Αλεξάνδρια του Λεωνίδα, ο οποίος μάλιστα όταν συνελήφθηκε βρισκόταν στη φυλακή, σύμφωνα με τις σωζόμενες πηγές για τον Ορηγένη, ο Ευσέβιος Κεσαρίας μας το αναφέρει αυτό, ότι ο Ορηγένης του απέστειλε μια επιστολή συμβουλεύοντας τον πατέρα του και ζητώντας από τον πατέρα του να μην εγκαταλείψει, να μην αποστεί της ομολογίας της πίστεως του, εξαιτίας της οικογένειάς του. Με αυτήν την χαριτριστική φράση, έπεχε, μήδη ημάς, άλλωτι φρονήσεις. Τελικά μαρτύρησε ο πατέρας του και ο Ορηγένης σε πολύ νεαρή ηλικία επιφορτίστηκε με την υποστήριξη μιας πολυμελούς οικογένειας. Αναφέρονται ότι η οικογένειά του ήταν οκταμελής, ήταν πάρα πολλά τα μέλη της οικογένειάς του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε μια πρυκισμένη μορφή, δεν τον εμπόδισε να σπουδάσει και να καταστεί ο ίδιος διδάσκαλος και διευθυντής, να σπουδάσει στην Αλεξάνδρια, στην κατηχητική σχολή της Αλεξάνδριας και να καταστεί ο μεγαλύτερος διδάσκαλος αυτής της σχολής, που προβάλλεται ιδιαίτερα από τους μεταγενέστερους συγγραφείς, διότι ήταν ένα πρόσωπο που όχι μόνο δίδασκε με έναν τρόπο που υπερέβαινε όλους τους προγενέστερους σπουδαίους διδασκάλους αυτής της σχολής, αλλά επειδή και η διαγωγή του βίου του, η ιδιωτική του ζωή, θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν ανάλογη αυτής της σπουδαίας διδασκαλίας του. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, αποτυπώνεται αυτή η αλληλουχία του βιώματος, της βιώσεως της χριστιανικής ζωής με τη διδασκαλία του, μέσα από αυτή τη φράση του Ευσεβίου, «Ίως ίον των λόγων, τι όνδε των τρόπων επεδείκνετο». Δηλαδή, ότι ακολουθούσε ο ίδιος πρώτος αυτούς αυτά τα οποία διδάσκε. Και βέβαια είναι πολύ σημαντικό για όλη τη μεταγενέστερη διδασκαλική του πορεία και για το θεολογικό έργο το οποίο παρήγαγε, το ότι υπήρξε, όπως σας ανέφερα, μαθητής αυτού του μεγάλου χριστιανού πλατωνικού φιλοσόφου, του Αμμονίου Σακά ενός μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας, για τον οποίον δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, δεν μας έχουν σωθεί έργα του, αλλά εκείνο το οποίο σίγουρα μπορούμε να καταλάβουμε για τη σπουδαιότητα αυτού του μεγάλου δασκάλου είναι εκείνο το οποίο μπορούμε να συμπεράνουμε από τους μαθητές που προήλθαν από τον Αμμόνιο Σακά. Ο ένας ήταν ο χριστιανός ο Ριγένης και ο άλλος ήταν ο μεγάλος επίσης φιλόσοφος, Ιουδαίος φιλόσοφος, ο φίλον ο Αλεξανδρέβς. Μια από τις σημαντικότερες επίσης μορφές και στον χώρο του αλιγορισμού, γιατί η αλιγορική ερμηνεία δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο από τους χριστιανούς, είναι ένα ερμηνευτικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν και στον Ιουδαϊσμό. Οργάνωσε λοιπόν ο Ριγένης, βλέπουμε ότι έζησε στα τέλη του δεύτερου αιώνα. Ο πατέρας του συνελήφθη κατά τη διάρκεια του διωγμού που μνημονεύσαμε και για τον κλίμεντα τον Αλεξανδρέα, τους ετοιμίους Εβίρου, το 202 μαρτύρησε. Το 185 υπολογίζεται ότι γεννήθηκε, επομένως ήταν γύρω στα 17 ετών όταν μαρτύρησε ο πατέρας του και έζησε ως τα μέσα του τρίτου αιώνα. Οργανώνοντας μία σχολή, κατέστη μέσα από τη σχολή αυτή γνωστός σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, προσέρχονταν σύμφωνα με τις πηγές που έχουμε υπόψη μαθητές από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας για να σπουδάσουν κοντά του. Είχε καταστεί περιβόητος ως διδάσκαλος και βέβαια ένα σημαντικό γεγονός είναι ότι χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρια, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι τελικά θέλθηκε και εγκατέλειψε την Αλεξάνδρια για να μεταβεί στην Κεσάρια της Παλαιστίνης, ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κέντρο και κέντρο του χριστιανισμού με πολύ σημαντική βιβλιοθήκη. Το γνωρίζουμε αυτό την ίδια εποχή λίγο αργότερα από τον Ευσέβιο Κεσάριας, επίσκοπο της Κεσάριας της Παλαιστίνης, όπου υπήρχε μια σπουδαία βιβλιοθήκη την οποία χρησιμοποίησε ο Ευσέβιος για το έργο του, για τα έργα του, και αμυγώς θεολογικά αλλά και για την εκκλησιαστική του ιστορία. Και το σημαντικότερο αυτό δημιούργησε μια ψύχρανση ανάμεσα στον Οριγέννη και στον τότε επίσκοπο της Αλεξάνδριας, ο οποίος δεν δέχθηκε ξανά τον Οριγέννη να επιστρέψει στην Αλεξάνδρια, παρέμεινε λοιπόν στην Κεσάρια της Παλαιστίνης και αναδείχθηκε εκεί σε έναν πολύ μεγάλο χριστιανό διδάσκαλο και στον πολυγραφότερο συγγραφέα όλων των εποχών, το σημαντικότερο χριστιανό συγγραφέα. Μέσα από το έργο του, όπως και για τον Κλίμαντα, εμφανίζεται γνώστης της ελληνικής κλασικής παιδείας, της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής φιλοσοφίας, κυρίως της Αγίας Γραφής και της παράδοσης. Και ο Οριγέννης, όπως θα δούμε, δεν είναι μόνον ο θεολόγος που επεκτείνει μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό στις ζητήματα της καθαυτόθεολογίας μέσα από το έργο του και θέτει τις βάσεις για την κατοχύρωση του ορθόδοξου δόγματος από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και αργότερα και από την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, αλλά είναι και ένας πολύ σημαντικός κριτικός μελετητής και επεξεργαστής των κειμένων της χριστιανικής γραμματείας. Αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον θα πρέπει να πούμε είναι ότι ο ίδιος δεν φαίνεται ότι έγραφε, συνέγραφε τα κείμενά του, αλλά όπως σας είπα και για τις άλλες περιπτώσεις που γνωρίζουμε και για τον Κλίμεντα αλλά και για άλλους πρόημους τέτοιους δασκάλους για τους οποίους μάλιστα στα έργα τους πολλές φορές χρησιμοποιείται η χαρακτηριστική φράση αποφωνής. Όχι μόνο σε χριστιανούς αλλά και σε θύραθοι φιλοσόφους. Από φωνής κλίμεντος του Αλεξανδρέως. Αυτό σημαίνει ότι το κείμενο αυτό προέρχεται από ένα διδασκαλείο. Είναι προϊόν μιας επεξεργασίας, της επεξεργασίας ενός μιας διδασκαλίας που μπορούσε να είναι και μια διδασκαλία πολλών ημερών ή εβδομάδων. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι τα κείμενά του συγγράφονταν από τους μαθητές του ή από στενογράφους και ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο μετά τη συμβολική ηλικία των 33 ετών. 33 ετών ακολουθώντας την τέλεια ηλικία, την ηλικία κατά την οποία μαρτύρησε ο Χριστός. Από την ηλικία αυτή και έως το τέλος της ζωής του ο Ριγέννης επιδόθηκε σε ένα πάρα πολύ πλούσιο έργο φιλολογικό και θεολογικό και μας έχει σωθεί πλήθος συγγραμμάτων αφού ερμηνεύει σχεδόν το σύνολο της Αγίας Γραφής. Με ιδιαίτερα σχόλια, προσέξτε δεν έχει συστηματικά τα ερμηνευτικά υπομνήματα τα οποία συναντούμε από τον 4ο αιώνα και μετά, αλλά θέτει τις πρώτες ερμηνευτικές βάσεις μέσα από ομιλίες και από εκτενοί υπομνήματα μέσα από αυτήν την πρωτογενή μορφή χρησιμοποιώντας τις αλληγορικές ερμηνείες. Εκείνο το οποίο επίσης πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι ο Ριγένης μπόρεσε να συνεχίσει αυτό το έργο χάρις ένα πρόσωπο το οποίο συχνά μνημονεύεται στα έργα του και απευθύνει κάποια έργα του σε αυτός, σε δεύτερο πρόσωπο, στον Αμβρόσιο. Είναι ένας πλούσιος χριστιανός της εποχής του ο οποίος υπήρξε θαυμαστής και μαθητής του Ριγένη και αυτός χρηματοδοτούσε τον Ριγένη για να συνεχίσει να διδάσκει και να παράγει αυτό το θεολογικό έργο. Τον μνημονεύει μάλιστα με τον χαρακτηριστικό τίτλο με τη χαρακτηριστική λέξη ο Δημοσθένης ως εργοδιώκτης. Ο Αμβρόσιος ήταν ο εργοδιώκτης του Ριγένη. Όχι με μία αρνητική έννοια αλλά αυτός ο οποίος υπήρξε ο εργοδότης του, αυτός ο οποίος του παρήχε τα χρήματα και τις διευκολύνσεις για να πληρωθούν οι στενογράφοι όλα αυτά τα πρόσπατα τα οποία συνέγραφαν τα κείμενά του αλλά και τα αναπαρήγαγαν γιατί αυτά τα κείμενα γνωρίζουμε ότι αναπαράγονταν και διανέμονταν στους μαθητές του. Το πρώτο έργο του το οποίο γνωρίζουμε, πάρα πολύ σημαντικό, φέρει τον τίτλο εξαπλά και είναι πολύ σημαντικό γιατί αποτελεί την πρώτη κριτική έκδοση της Παλαιάς Διαθήκης, κριτική έκδοση. Θα το δείτε, υπάρχει και μέσα, κάποιος θα το δει στις εργασίες που, γιατί έχει αναπαραχθεί στην πατρολογία του Μιν. Μάλιστα γιατί λέγεται εξαπλά, γιατί δεν χρησιμοποιεί μόνον εδώ την μετάφραση των εβδομήκοντα αλλά χρησιμοποιεί και το εβραϊκό πρωτότυπο αλλά και διάφορες άλλες μεταφράσεις του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, του θεοδοτύων ως του συμμάχου, θα τα δείτε αυτά, θα τα μάθετε στα μαθήματα της Παλαιάς Διαθήκης. Άλλες μεταφράσεις που τις θέτει όλες σε παράλληλες στήλες. Και έτσι αυτές τις έξι παράλληλες στήλες αναπαρήγαγε όλο το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης μέσα από αυτήν την κριτική, όπως είπαμε, εργασία των εξαπλών. Σπουδαίο έργο του το κατά Κέλσου. Ένα έργο του το οποίο απευθύνεται σε έναν φιλόσοφο της εποχής του, τον Κέλσο, σε έναν πολύ σημαντικό φιλόσοφο της εποχής του για να αντιμετωπίσει το έργο του Κέλσου αληθής λόγος. Αληθής λόγος, έτσι λεγόταν το έργο του Κέλσου. Ο όρος, είπαμε λόγος, είναι ένας όρος φιλοσοφικά χρωματισμένος. Χρησιμοποιείται από τους νεοπλατωνικούς, χρησιμοποιήθηκε και από άλλους φιλοσόφους και στο πλαίσιο αυτό είπαμε ότι επεξεργάστηκε θεολογικά ο όρος αυτός από τους ίδιοι, από τους Ευαγγελιστές, από τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και από τους πρώτους χριστιανούς θεολόγους. Το έργο αυτό λοιπόν δεν μας έχει σωθεί κανένα τμήμα, έστω και ένα τμήμα του έργου αυτού του Κατακέλσου. Αλλά από το γεγονός ότι το ανερή κατά πόδα, δηλαδή φράση προς φράση, λέξη προς λέξη ο οριγένης μπορούμε να ανασιστήσουμε, να ανασυνθέσουμε όλο το έργο αυτό του Κέλσου από το έργο του οριγένους. Το έργο αυτό αποτελεί το πρώτο θα μπορούσαμε να πούμε συστηματικό αντιχριστιανικό κείμενο. Είπαμε ότι αναπτύσσεται μια μεγάλη γραμματεία στον ρωμαϊκό κόσμο κατά των χριστιανών, με τον τίτλο «κατά χριστιανών» ή με διαφόρους άλλους τίτλους. Εδώ ο Κέλσος ακριβώς θέλει να πει ότι αυτή η διδασκαλία που θα σας εκθέσω είναι ο αληθής λόγος σε σχέση με τον ψευδή λόγο τον οποίον διδάσκουν οι χριστιανοί. Εντάξει. Και βλέπετε ότι φύγονται τα ζητήματα της θεότητας του Χριστού από τις προφητείες, τα θαύματα, τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή όλα αυτά τα στοιχεία τα οποία υπάρχουν μέσα στην διδασκαλία, συγκροτούν, δομούν τη διδασκαλία του χριστιανισμού. Το σημαντικότερο όμως, το σημαντικότερο έργο του, παιδιά δεν έχουμε δυστυχώς χρόνο, αυτά είπαμε θα ανεβούν, θα τα ανεβάσουμε, δεν τα έχω ανεβάσει στο Blackboard, αλλά είστε πολύ σύντομα στην καινούργια πλατφόρμα, στο Moodle. Είναι η καινούργια πλατφόρμα των μαθημάτων που θα μεταφερθούν όλα τα μαθήματα από το εαρινό εξάμινο. Και ήδη δοκιμαστικά μπορείτε να μπείτε και θα δείτε ότι έχουν μεταφερθεί διάφορα μαθήματα. Το πιο σημαντικό λοιπόν έργο του είναι το Περιαρχών. Είναι το πρώτο συστηματικό έργο στο οποίο εκτίθεται όλα τα χριστιανικά δόγματα. Μας έχει ισοθεί και αυτό σε μια μορφή κατά κάποιο τρόπο που θα μπορούσαμε να πούμε σημειώσεων περί των στοιχειωδών δογμάτων, για τα βασικά δηλαδή δόγματα της χριστιανικής πίστεως. Είπαμε το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα χριστιανικής θεολογίας. Θα δούμε αργότερα τον 4ο αιώνα να προκύπτει ένα δεύτερο από τον Άγιο Γρηγόριο Νίσης στον μεγάλο κατηχητικό του λόγο. Αυτό όμως είναι πάρα πολύ σημαντικό έργο και θα ήταν σπουδαίο γεγονός εάν θα μπορούσαμε κάποτε να εντοπίσουμε το πρωτότυπο, το ελληνικό πρωτότυπο γιατί έχει απολευστεί το ελληνικό πρωτότυπο του έργου αυτό και μας σώζεται μόνο στην λατινική του μετάφραση την οποία έκανε ο Άγιος Ιερόνυμος. Ο πιο μεγάλος συστηματικός μεταφραστής των έργων της Ανατολικής Χριστιανικής Γραμματείας. Ο Ιερόνυμος είναι ο πρώτος μεταφραστής του Δεπρυγκίπης περιαρχών του Οριγένου. Μεταφέρει το έργο αυτό μέσα από την λατινική μετάφραση που πραγματοποίησε, το μετέφερε και στον δυτικό κόσμο, στην λατινική χριστιανική παράδοση. Το έργο αποτελείται από τέσσερα βιβλία, βλέπετε τα θέματα του. Ακριβώς είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, συγκροτούν μία έκθεση της πίστεως, περί Θεού, περί δημιουργίας, περί ενανθρωπήσεως, οικονομία δηλαδή, περί τις επιφητήσεως του Αγίου Πνεύματος, τα θέματα όλα της πνευματολογίας, περί Αναστάσεως, αυτεξουσίου, περί Θεοπνευστίας, της Αγίας Γραφής. Τα κεφαλαιώδη, λοιπόν, ζητήματα της χριστιανικής πίστεως εκτίθεται στο έργο αυτό. Και βέβαια, οι πηγές του για αυτό το σπουδαίο θεολογικό έργο, όπως και για πολλά άλλα τα οποία δεν θα τα μνημονεύσουμε εδώ, γιατί είναι πολλά τα έργα του, πάρα πολλά τα ερμηνευτικά του υπομνήματα και πρέπει να σας πω ότι ακόμη και στην εποχή μας, ανακαλύπτονται νέα κείμενα του Οργένη, όσο κι αν σας φαίνεται αυτό παράδοξο. Αξίζει να σας αναφέρω ως παράδειγμα ότι στην νέα καταλογγράφηση των ελληνικών χειρογράφων που υπάρχουν σήμερα στην κρατική βιβλιοθήκη του Μονάχου, μια μεγάλη συλλογή σημαντικών ελληνικών χειρογράφων, εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της νέας καταλογγράφησης ένα θεωρούμενο απολεσθέν υπόμνημά του, που είναι ένα ερμηνευτικό υπόμνημα στην Αποκάλυψη του Οργένη. Και έχει γίνει έτσι ιδιαίτερο αντικείμενο ανακοινώσεων και μελέτης το ερμηνευτικό αυτό υπόμνημα του Οργένη, που συνδεόταν με κάποια μεταγενέστερα ερμηνευτικά υπομνήματα, με το πρόσωπο του διδίμου του Αλεξανδρέως κτλ. Αυτό λοιπόν το έργο έχει εντοπιστεί πριν από μερικά χρόνια, πριν από περίπου, αν δεν κάνω λάθος, μια δεκαετία. Έχουμε λοιπόν μέσα στην έρευνα και στη νέα προσέγγιση πηγών, γιατί τα χειρόγραφα αυτά είχαν ήδη εξεταστεί και είχαν καταλογραφηθεί από τον Χαρντ παλαιότερα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, αλλά αυτή η νέα προσέγγιση των χειρογράφων πάντοτε μας δίνει και νέα στοιχεία, όπως επίσης πολλά στοιχεία προέρχονται και από την χρήση αυτών των κειμένων από μεταγενέστερους συγγραφείς, ιδίως στις ερμηνευτικές σειρές, τις κατένες, όπως ονομάζονται, που έχουν χρησιμοποιηθεί αυτά τα πρόημα ερμηνευτικά υπομνήματα. Οι πηγές του λοιπόν, οι πηγές της θεολογής αιώστου, του οριγέννη είναι αυτές που ήδη σημειώσαμε γενικότερα για την Αλεξανδρυνή θεολογία. Η φιλοσοφία, η γραφή και η άγραφη παράδοση, σε αυτήν την συνέχεια που ήδη έχουμε μνημονεύσει. Η Αγία Γραφή όμως δεν αποτελεί κάτι το οποίο είναι αποκομμένο από την εκκλησία, αλλά συνιστά το πρώτο μέρος της παραδόσεως, όπως είπαμε, της εκκλησίας και το βασικό στοιχείο στην ερμηνευτική του οριγέννη είναι αυτή η τριπλή διέρεση των θεολογικών νοημάτων. Η ιστορική, η ηθική ερμηνεία, το ηθικό στοιχείο το οποίο εξάγει πάντοτε ερμηνεύοντας τα βιβλικά κείμενα και η πνευματική ερμηνεία που είναι ακριβώς αυτό το στοιχείο σχετίζεται με την αλληγορία, με την ανάταξη και την αναγωγή και των ιστορικών στοιχείων σε ένα άλλο επίπεδο το οποίο εκφεύγει του ιστορικού πλαισίου. Ο οριγέννης είπαμε ότι το έργο του υπήρξε πάρα πολύ σημαντικό, το ερμηνευτικό του μας άφησε ένα ογκοδέστατο έργο, έχει γράψει ένα μοναδικό έργο με τον τίτλο «Προτρεπτικός εις μαρτύριον» που είναι το σημαντικότερο θεωρητικό έργο που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας από αυτή την πρόημη περίοδο στο οποίο εκτίθεται η θεολογία του μαρτυρίου εκείνο όμως το οποίο είναι το σημαντικότερο είναι ότι μέσα στο έργο του και κυρίως στο αμυγός δογματικό του έργο, στο συστηματικό του έργο εισήγαγε όρους πολλές φορές δάνειους από τον Αριστοτέλη, από την αριστοτελική φιλοσοφία που χρησιμοποιήθηκαν και διασαφηνίστηκαν και στις μεταγενέστερες συνόδους. Βλέπετε εδώ πέρα οι όροι φύσης, υπόστασης, ουσία, ομοούσιος, θεάνθρωπος για πρώτη φορά απαντούν στο έργο του οριγένη σε έργο χριστιανού συγγραφέα. Εντάξει, για πρώτη φορά τους συναντούμε στο έργο του οριγένη. Και αυτούς τους όρους, όπως ξέρετε τον όρο ομοούσιος για τον Χριστό, τους επεξεργάστηκαν και μεταγενέστερη αλεξανδρηνής συγγραφής όπως ο Μέγας Αθανάσιος και τους υπερασπίστηκαν στην τριαδολογία, στις τριαδολογικές συζητήσεις του τέταρτου αιώνα. Και μόνο λοιπόν για την επινόηση θα μπορούσαμε να πούμε και για τη χρήση αυτών των όρων στο έργο του οριγένη, θα αρκούσε και μόνον αυτό το στοιχείο να τον χαρακτηρίσει ως τον σημαντικότερο θεολόγο των πρώτων αιώνων, τον οριγένη. Επίσης σημαντικό ζήτημα είναι η προσέγγιση του Θεού. Η προσέγγιση του Θεού είναι μια προσέγγιση των προσώπων, δεν προσεγγίζει τον Θεό με αποφατικό τρόπο όπως ο Κλήμις, που είπαμε ότι εισάγει την αποφατική θεολογία, αλλά με έναν θετικό τρόπο ο οριγένης. Και έτσι έχουμε μια ολοκληρωμένη θεολογία γύρω από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, για τα οποία επίσης χρησιμοποιεί τους αριστοτελικούς όρους, υποκείμενα και υποστάσεις. Επίσης δανείζεται από την αριστοτελική φιλοσοφία τους όρους αυτούς. Μάλιστα θα δούμε ότι ο όρος υποστάσεις είναι ένας όρος ο οποίος δημιούργησε πολλά θέματα στην τριαδολογία, στις τριαδολογικές συζητήσεις του 4ου αιώνα, γιατί ερμηνεύτηκε και στην λατινική, με τον όρο υπόσταση που είναι «substantia», στην λατινική θεολογική ορολογία, νοηθήκε και η ουσία. Επομένως και οι υποστάσεις και η ουσία του Θεού ερμηνεύτηκαν με τον ίδιο όρο. Και εκεί δημιουργήθηκαν αρκετά θέματα. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, οι τρεις θείες υποστάσεις έχουν κοινή ουσία. Επομένως είναι ομοούσιες οι τρεις αυτές υποστάσεις. Και επίσης η επανάληψη των τριών βαθμίδων της πνευματικής ζωής, με μια μικρή διαφοροποίηση σε σχέση με τον κλίμεντα και στην ορολογία, πίστη γνώση, με μια σοφία εδώ, εποπτεία είδαμε στην περίπτωση του κλίμεντα, τρεις πνευματικές δυνάμεις, η πράξη, η θεωρία και η θεολογία, αντίστοιχες δηλαδή της βαθμίδας της πνευματικής ζωής. Και γνωρίζουμε ότι αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα και αναπτύχθηκαν από τους Καπαδόκες πατέρες, όπως θα δούμε αργότερα, η χαρακτηριστική φράση πράξεις θεωρίας επίβασης, που ανήκει στον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο, ακριβώς ερμηνεύει αυτήν τη θεολογία, την οποία και τον όρο θεολογία που χρησιμοποιεί εδώ ο Ριγένης, που είπαμε ότι είναι ένας όρος τον οποίον με πολύ φιδό τον χρησιμοποίησαν οι χριστιανοί συγγραφείς και αρκετά όψημα σε σχέση με την ιστορία της χριστιανικής πίστης και της χριστιανικής διδασκαλίας. Και τέλος θα αναφέρουμε εδώ δύο πράγματα, κλείνουμε πολύ γρήγορα, δεν έχουμε δυστυχώς χρόνο και δεν έχουμε και μαθήματα πολλά στη συνέχεια. Κλείνουμε πολύ γρήγορα την αναφορά μας τον Ριγένη για να δούμε δύο πράγματα για τον Δίδημο τον Αλεξανδρέα, τυφλός ο Δίδημος, ονομαζόταν ακριβώς επειδή εξελίχθηκε σε ένα σπουδαίο θεολόγο ως Δίδημος ο Βλέπον, μεγάλος εκπρόσωπος της Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδριας, διετέλεσε και διευθυντής της Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδριας στα χρόνια του Μεγάλου Αθανασίου, ιδιαίτερα μιμήθηκε και καλλιέργησε, επεξεργάστηκε την θεολογία του ο Ριγένη και μέσω της προσευχής, της διδαχής για την προσευχή, της διδασκαλίας και των συγγραμμάτων του, αφού και αυτός εμφανίζεται ως συστηματικός ερμηνευτής αρκετών έργων της Αγίας Γραφής και σας είπα ότι σε αυτόν είχε αποδοθεί και το ερμηνευτικό υπόμνημα του ο Ριγένους, αυτό που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, το έργο του όμως μας έχει διασωθεί εν μέρη. Δεν διακρίνεται για μεθοδικότητα όπως συμβαίνει με τον Ριγένη, ο δίδυμος, ο τυφλός, είναι αρκετά ξηρό το ύφος του και μας δίνει πολλές λεπτομέρειες, ωστόσο έχει συγγράψει κάποια πολύ σημαντικά έργα, περί τριάδος, περί Αγίου Πνεύματος, είναι από τα πρώτα συστηματικά έργα περί Αγίου Πνεύματος, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, χρησιμοποιήθηκε το έργο του αυτό και από τον Μέγα Αθανάσιο στις επιστολές του προσερραπείω να θα δούμε, που είναι η πνευματολογία του Μεγάλου Αθανασίου, το κατά Μανιχέων, επίσης ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο για την σημαντική αυτή, πολύ επικίνδυνη όπως είπαμε αίρεση του Μανιχαϊσμού που εξελίχθηκε στην πιο επώδυνη αίρεση και στην μακροβιότερη αίρεση στην ιστορία των χριστιανικών αίρεσεων και βέβαια στα υπομνήματά του τα ερμηνευτικά, στα βιβλία της Παλαιάς Δεθήκης όποια έχει ερμηνεύσει και εδώ μιμείται και ακολουθεί την ερμηνευτική μέθοδο του Οριγέννη. Ο Δίδημος αποτέλεσε ένα από τους βασικότερους πρόμαχους υπερασπιστές του όρου Ομοούσιος που εισήγαγε ο Οριγέννης, ιδιαίτερα στην θεολογία του κάνει λόγο για την τριαδικότητα αλλά και για το ενιαίο του Θεού, με αυτήν την χαρακτηριστική φράση ο Πατήρ δημιούργησε ο Ομονογενής, υγείασε δε το Πνεύμα του Θεού. Αναφέρεται ιδιαίτερα στις υποστατικές σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος και κάνει την διάκριση ουσίας και υποστάσεων. Μία ουσία, τρεις υποστάσεις. Εντάξει, ένα βασικό θέμα που αφορά στην θεολογία αυτής της περιόδου, γι' αυτό και αποτελεί μέσα από το έργο του έναν συνδετικό κρίκο προσλαμβάνει στοιχεία από τον Μέγα Αθανάσιο. Δεν είναι ο κράτης τος θεολόγος όπως ο Αθανάσιος, αλλά είναι σύγχρονος. Προσλαμβάνει αρκετά στοιχεία από τα έργα του Μέγα Αθανάσιο και γι' αυτό θεωρείται ότι αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Μέγα Αθανάσιο και στους Καπαδόκες Πατέρες. Αυτά πολύ σύντομα για την αλεξανδρική θεολογική σκέψη, θα συνεχίσουμε, έχουμε ώρα ακόμη, θα μιλήσουμε για τον Μέγα Αθανάσιο που συνεχίζει ακριβώς αυτήν την παράδοση, αλλά πριν συνεχίσουμε, αν θέλετε κάτι να ρωτήσετε από τι έχουμε πει ως τώρα. Αν υπάρχει κάποια απορία. Υπάρχουν απορίες. Δεν άκουσα. Λίγο πιο δυνατά μόνο. Είπαμε ότι η διδασκαλία του, καταδικάστηκε η διδασκαλία του Ορηγένη, καταδικάστηκε από την 5η Οικουμενική Σύνοδο. Καταδικάστηκε πάρα πολύ όψιμα. Αντιμετωπίστηκε και καταπολεμήθηκε και τον 4ο αιώνα από τον Ορηγενισμός, από τον Άγιο Επιφάνιο. Κάποιες ακρότητες στην διδασκαλία του Ορηγένη, είναι αυτές οι οποίες υιοθετήθηκαν από οπαδούς του. Και όπως ξέρετε πάντοτε, οι οπαδοί κάνουν τη χειρότερη ζημιά. Και στις μέρες μας οι οπαδοί κάνουν τη χειρότερη δουλειά. Και στις εποχές της προγενέστερες πάντοτε οι οπαδοί, και όχι οι γνήσοι μαθητές του πνεύματος, οι οποίοι μετέφεραν μέσα από τη διδασκαλία τους τα πρόσωπα αυτά, πάντοτε δημιουργούσαν σοβαρά θέματα. Θα δούμε, ας πούμε, ότι η διδασκαλία σημαντικών προσώπων θεολόγων του 4ου αιώνα, όπως είναι ο Μάρκελος Αγγύρας. Ο Μάρκελος Αγγύρας, ο οποίος είχε επίσης κάποιες αποκλήσεις στην διδασκαλία του, στην τριαδολογική του διδασκαλία, αλλά τι ήταν. Ήταν ένας από τους πατέρες της 1ης Οικουμενικής Συνόδου. Ωστόσο, καταδικάστηκαν από την 2η Οικουμενική Συνόδο οι οπαδοί του. Γιατί αυτοί πήραν και οδήγησαν σε ένα μεγαλύτερο άκρο, διατυπώνοντας αυτές τις προβληματικές θέσεις, τις οποίες είχε στη διδασκαλία του ο Μάρκελος. Παρ' ό,τι είπαμε ότι ο Μάρκελος είναι ένας από τους πατέρες, από αυτούς οι οποίοι μετείχαν στην 1η Οικουμενική Σύνοδο. Πάντοτε, λοιπόν, τα προβλήματα δημιουργούνται, όταν προϊόντος του χρόνου, αυτοί οι οποίοι συνεχίζουν κάτι, το διαιωνίζουν, το παραχαράσουν. Το παραχαράσουν. Η παραχάραξη είναι αυτή η οποία έχει οδηγήσει, οδήγησε και στις αιρέσεις, στους διάφορους ισμούς αυτής της πρώημης περιόδου, τους γνωστικισμούς, τους μανιχαϊσμούς κτλ. Μια αρχική διδασκαλία, η οποία καλλιεργήθηκε αργότερα και εμφανίστηκε σε μια μεγάλη απόκλειση από τη χριστιανική πίστη. Το ίδιο έγινε και με τον Οριγένη. Γι' αυτό σας είπα ότι στον 4ο αιώνα, έχουμε τον Οριγένη να είναι πρότυπο των Καπαδοκών, την διδασκαλία του Οριγένη να καταπολεμείτε, στα τέλη του 4ου και κυρίως τον 5ο αιώνα, από τον Αγιο Επιφάνιο. Εντάξει. Ναι, γιατί εάν τα θέματα αυτά, τα οποία καταδικάστηκαν συνοδικά, για τα οποία υπήρξαν συνοδικές καταδίκες, εάν τα θέματα αυτά είχαν τεθεί στους ίδιους τους συγγραφείς τους, στους ίδιους τους θεολόγους, οι οποίοι είχαν διατυπώσει τα διάφορα ζητήματα, που εξελίχθηκαν από τους μαθητές τους, όπως εξελίχθηκαν, εάν τα θέματα αυτά είχαν τεθεί και αυτοί έμεναν, εμφανίζονταν να εμένουν στην διδασκαλία τους, σε μια αποκλίνουσα από την εκκλησιαστική παράδοση, τότε θα καταδικάζουν τα ίδια τα πρόσωπα. Γι' αυτό και δεν έχουμε καταδίκη των προσώπων, όταν έχουμε τέτοιες περιπτώσεις, όπου δεν αντιμετωπίστηκαν τα θέματα αυτά από τους ίδιους, δεν εμφάνισαν εμονί στα θέματα αυτά οι ίδιοι, οι διαμορφωτές αυτών των αποοψιών, αυτής της διδασκαλίας, αλλά οι μαθητές τους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που σας ενέφερα και του οριγένη, διαφέρει, είπαμε, από τον οριγενισμό, η διδασκαλία του οριγένη δεν είναι αυτό το οποίο αργότερα εξελίχθηκε ως οριγενισμός, και επίσης και στην περίπτωση που σας ανέφερα του Μαρκέλου. Και στην περίπτωση του Μαρκέλου έχουμε τον Μέγα Βασίλειο να συγγράφει εναντίον του Μαρκέλου, να γράφει έργα κατά του Μαρκέλου. Είπαμε ότι ο Μάρκελος είναι πρόσωπο που συμμετέχει στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, αλλά τελικά αυτό το οποίο καταδικάστηκε δεν ήταν ο ίδιος ο Μάρκελος, αλλά ήταν η διδασκαλία του όπως αυτή αργότερα επιβίωνε μέσα από τους μαθητές του, από τους οπαδούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε να καταλάβετε, υπάρχει μια λεπτήμεν αλλά ουσιαστική διάκριση και αυτό μπορούμε να το δούμε εάν μελετήσουμε τα κείμενα αυτών των προσώπων στην αρχική τους διατύπωση από τις ερμηνίες που είχαν τα κείμενα αυτά από τους μεταγενέστερους μαθητές τους ή υπερασπιστές των θεολογικών τους θέσεων. Είναι μια περίοδος και ο τρίτος αιώνας και ο τέταρτος αιώνας η οποία διακρίνεται ιδιαίτερα για τη θεολογική ρευστότητα θα το δούμε τώρα και μιλώντας για τον Αιγαθανάσιο. Έχουμε θέματα τα οποία και μια ορολογία η οποία τίθεται και επιλύει θέματα θεολογικά αλλά ταυτόχρονα μπορεί να δημιουργήσει και άλλα θέματα. Και γι' αυτό το ζήτημα της θεότητας του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος της ισοτιμίας του, της αποδοχής του ομοουσίου δεν λύθηκε με την πρώτη οικουμενική σύνοδο γι' αυτό χρειάστηκε να επανέρθουνε μισών αιώνα και παραπάνω αργότερα με μια δεύτερη σύνοδο για να αντιμετωπίσουν το ίδιο θέμα. Γιατί εξακολουθούσαν να υφίστανται ζητήματα και θέματα ανοιχτά που δεν αντιμετωπίστηκαν με τη μία σύνοδο. Κάτι άλλο? Είπαμε, κλείνουμε εδώ την αναφορά μας ολοκληρώνουμε για τους Αλεξανδρινούς και θα περάσουμε... Δεν τελειώσαμε. Θα περάσουμε λίγο, είπαμε, να μιλήσουμε για την πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο με την οποία ξεκινάμε τώρα και θα ολοκληρώσουμε την αναφορά μας στα δύο επόμενα μαθήματα στο τελευταίο μάθημα, δηλαδή της επόμενης εβδομάδος και στο πρώτο μάθημα που θα κάνουμε που θα έχουμε τον Ιανουάριο να μας δώσει την σημαντικότερη αίρεση που προέκυψε στη διάρκεια του τέταρτου αιώνα την αίρεση του αρριανισμού που σχετίζεται με όλες αυτές τις συζητήσεις τις τριαδολογικές που ήδη έχουν τεθεί κατά τη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου αιώνα όπως είδαμε ότι ξεκινούν από τους απολογητές από τους Αποστολικούς Πατέρες στους απολογητές κυρίως και εξελίσσονται και στο πλαίσιο των Αλεξανδρινών Θεολόγων. Η περίοδος αυτή ως το 451 δηλαδή ως τη σύνοδο της Χαλκιδόνος την τέταρτη οικουμενική σύνοδο είναι αυτή η πατερική περίοδος που τη χαρακτηρίζουμε ως την περίοδο της διαμορφώσεως του δόγματος. Έχουμε τη διαμόρφωση των βασικών δογμάτων και την θεολογική τους κατοχύρωση μέσα από τις τέσσερις μεγάλες οικουμενικές συνοδους. Αφετηρία της είναι η έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313 το διάταγμα της ανεξιθρησκίας. Αλλά όπως γνωρίζετε, έχουμε πει σε προηγούμενο μάθημα ήδη από το 311 έχουμε πλέον ένα διάταγμα ανεξιθρησκίας που είναι το διάταγμα του Γαλερίου ένα πρωτόλοιο διάταγμα ανεξιθρησκίας. Στο 313 στο Μεδιόλανο, στο σημερινό Μιλάνο ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος συνυπογράφουν ένα διάταγμα το οποίο παρέχει ελευθερία στους χριστιανούς στην τέλεση στην ελευθερία της χριστιανικής πίστης όπως δόμεν και της χριστιανής και πάσιν ελευθέραν έρεσιν του ακολουθείν τη θρησκεία ήδαν βουληθώσιν. Ένα γενικό ανεξιθρησκοκείμενο το απόσπασμα αυτό προέρχεται από την μετάφραση του λατινικού κειμένου γιατί το διάταγμα όπως και όλα τα διατάγματα στη ρωμαϊκή εποχή γράφονταν στα λατινικά η επίσημη γλώσσα της Ρώμης ήταν η λατινική της διοίκησης και του στρατού μεταφράστηκε όμως πιστά από τον Ευσέβιο και Σαρίας και μας παραδίδεται ολόκληρο σε ελληνική μετάφραση στην εκκλησιαστική του ιστορία. Αυτό λοιπόν είναι ένα απόσπασμα όχι μόνο στους χριστιανούς αλλά και σε όλους και πάσην σε οποιοδήποτε βρισκόταν στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρεχόταν ελευθερία του να τελεί και να ακολουθεί όποια θρησκεία ήθελε. Έτσι λοιπόν από εδώ και μετά έχουμε την ανασυγκρότηση της εκκλησίας με όλα αυτά τα στοιχεία που οδηγούν και στην επίσημη διακήρυξη στο διάταγμα του Θεοδοσίου του Πρώτου, του Θεοδοσίου του Μεγάλου με το οποίο η εκκλησία, η χριστιανική πίστη καθίσταται επίσημη θρησκεία του ρωμαϊκού κράτους. Για τον Ευσέβιο Κεσαρίες δεν θα σας πω πολλά πράγματα. Σημαντικότατη μορφή ο Ευσέβιος, σπουδαίος και από θεολογικής πλευράς, εμπλέκεται στα γεγονότα, είναι ο πρώτος συγγραφέας μιας ιστορίας, μιας εκκλησιαστικής ιστορίας, δηλαδή ενός κειμένου ιστορικού το οποίο μάλιστα έχει έναν πλούτο πηγών, χρησιμοποιεί έναν πλούτο πηγό, είναι ένα μεγάλο θέμα η μελέτη όλων αυτών των πηγών και της βιβλιοθήκης που είχε ο Ευσέβιος Κεσαρίες, γι' αυτό εδώ σας λέω ότι ήταν μοναδική η αξία που είχε η βιβλιοθήκη του Ευσέβιου, μας έχουν σωθεί παραθέματα ή αναφορές σε συγγραφείς και χριστιανούς αλλά και θύραθεν συγγραφείς, των οποίων τα κείμενά τους, τα έργα τους δεν μας έχουν σωθεί και μας είναι γνωστά από τον Ευσέβιο. Ήδη σας είχα αναφέρει όταν μιλήσαμε για τους Αποστολικούς Πατέρες την περίπτωση του Παπία Ιεραπόλου, που είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Ένα πρόσωπο που αμφιταλαντεύεται και κινείται μεταξύ αριανισμού και ορθοδοξίας, οδηγήθηκε τελικά στην υπογραφή του συμβόλου της Νικαίας, αλλά υπήρξε και κατήγορος μεγάλων ηγετών της ορθοδοξίας, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθειος Αντιοχίας, ο Κύριος της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου και άλλων προσώπων. Ωστόσο το έργο του είναι το θεολογικό, πάρα πολύ σημαντικό. Αυτά τα δύο έργα που χρησιμοποιούν τον όρο Ευαγγελικός, Ευαγγελική Προπαρασκευή, Ευαγγελική Απόδειξη, έχουν μία συνέχεια το ένα του άλλου, με θεολογικό και απολογητικό χαρακτήρα, σε σχέση με τους εθνικούς μύθους, εξέταση των εθνικών μύθων και της θρησκείας τους, αλλά και τις σχέσεις του χριστιανισμού με την Ιουδαϊκή θρησκεία, η οποία αντιμετώπισε τον χριστιανισμό ως μια πολυθεϊστική θρησκεία. Αυτό το οποίο δηλαδή βλέπουμε να συμβαίνει λίγο αργότερα και με το Ισλάμ, το οποίο επίσης αντιμετώπισε την Χριστιανική Εκκλησία ως ένα πολυθεϊστικό θρησκευτικό σύστημα. Και στην ίδια συνάφεια και το δεύτερο έργο του Ευσεβίου, «Η χρονική πίνακες και η επιτομή παντοδαπής ιστορίας», κυρίως όμως αυτό το έργο, βλέπετε ότι στο προηγούμενο, δεν έχουμε τις συνήθιες αφετηρίες των ιστορικών της αρχαιότητας, αλλά η αφετηρία η ιστορική αυτής της επιτομής της παντοδαπής ιστορίας, είναι ο ίδιος ο Αβραμ που μάλιστα προσδιορίζεται από τον Ευσεβίο ότι έζησε 2.016 χρόνια πριν από τον Χριστό. Κάνει κάποιους υπολογισμούς και καταλήγει ότι έζησε 2.016 χρόνια πριν από τον Χριστό, πριν από την έλευση του Χριστού ο Αβραμ. Το σημαντικότερο έργο του είπαμε είναι η εκκλησιαστική ιστορία, ένα σπουδαίο μοναδικό έργο, πολύτιμη πηγή και το ιστορικό αυτό έργο, το οποίο έθεσε τις βάσεις της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας σε οκτώ βιβλία, έχουν ενσωματωθεί και άλλα κείμενα μέσα στο έργο του. Αυτό έχει ας πούμε ένα σπουδαίο έργο που είχε γράψει για τους μάρτυρες της εκκλησιαστικής επαρχίας του ο Ευσεβίος περί τον Εμπαλεστίνη Μαρτυρισάντον. Αυτό το μαρτυρολόγιο έχει ενσωματωθεί στο οκδο βιβλίο της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ακολουθεί όμως τους κανόνες της ιστοριογραφίας και υπερτερεί από τα αρχαιότερα ιστορικά έργα ως προς την πνευματική και πολιτισμική σκιαγράφηση της εποχής του. Δεν είναι το πρώτο ιστορικό έργο, αλλά είναι η πρώτη εκκλησιαστική ιστορία. Δεν είναι το πρώτο ιστορικό έργο που γράφεται από χριστιανό ιστορικό. Εντάξει, έχουμε και τον υπόλοιτο πιο πριν. Έχουμε και στην Δύση ανάλογες περιπτώσεις. Και το γεγονός ότι χρησιμοποιεί πάρα πολλές πηγές και μάλιστα οι πηγές του θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι πιο ακριβείς γιατί είχε στη διάθεσή του έχοντας φιλικές σχέσεις με τον Μέγα Κωνσταντίνο να χρησιμοποιήσει τα ίδια τα κρατικά αρχεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Επομένως, χρησιμοποιεί και βλέπουμε ότι εισάγει επιγραφές, το κείμενο επιγραφών και άλλων πρωτογενών πηγών μέσα στην εκκλησιαστική του ιστορία. Η σχέση του με τον Κωνσταντίνο θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτυπώνεται στα δύο αυτά έργα. Ο τριακονταετειρικός λόγος του, που είναι ένα έργο το οποίο συνέγραψε ο Ευσέβιος για να επενέσει την ευσέβεια και την αγαθότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η πρώτη χριστιανική κοσμική βιογραφία, όχι μοναστική βιογραφία, αλλά για έναν χριστιανό θα μπορούσαμε να πούμε, που ζούσε μέσα στον κόσμο, Ιστονδύον Κωνσταντίνου του Μακαρίου Βασιλέως, που αποτέλεσε υπόδειγμα, όπως ανάλογα για τις μοναστικές βιογραφίες, είχε αποτελέσει υπόδειγμα την ίδια εποχή το έργο του Βιώστου Μεγάλου Αντωνίου, που έγραψε ο Μέγας Αθανάσιος. Λοιπόν, και αυτό το έργο αποτελεί υπόδειγμα, πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε από μεταγενέστερους βιογράφους κειμένων χριστιανικών βιογραφιών. Στα θεολογικά στοιχεία θα πρέπει να σημειώσουμε τις οριγενιστικές τάσεις, τις υπερβατικές οριγενιστικές τάσεις του. Δεν υιοθετεί όμως, δεν υιοθετεί τον όρο ομοούσιος. Και εδώ βλέπετε ότι προχωρεί σε μια ταύτιση της ουσίας με την υπόσταση. Είναι αυτό το πρόβλημα το οποίο το συναντούμε και μετά την πρώτη οικουμενική σύνοδο, να επανέρχεται το θέμα αυτό, σε σχέση με τον διαχωρισμό της θείας ουσίας από τις υποστάσεις των προσώπων και οι υπερβατικές αντιλήψεις του, που τον οδήγησαν στην διατύπωση της διδασκαλής ότι ο Υιός δεν υπήρξε θεός. Είπαμε όμως ότι αργότερα αναγκάστηκε να υπογράψει το σύμβολο της πίστεως. Και βέβαια ο Ευσέβιος, ας το πούμε και αυτό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι ο πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ο οποίος εισάγει, θα μπορούσαμε να πούμε, μια πολιτική της αρχής της πολιτικής θεολογίας. Και γιατί γίνεται αυτό, γιατί προσδίδει στον ηγεμόνα, στον αυτοκράτορα, μια ιδιότητα επισκοπική, τον χαρακτηρίζει επίσκοπο τον εκτός, τον εκάστοτε ηγεμόνα ο Ευσέβιος. Είναι λοιπόν αυτός ο οποίος θέτει τις βάσεις για τη μεταγενέστερη αυτοκρατορική, τη θεολογία της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, ο ελέω θεού αυτοκράτορε, που βλέπουμε σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Για τον Άριο, που είναι το σημαντικότερο πρόσωπο που μας ενδιαφέρει για την περίοδο αυτή, γνωρίζουμε ότι καταγόταν από τη Λιβύη, αλλά ήταν πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρια. Ήρθε σε ερίξη με έναν σημαντικό επίσκοπο της Αλεξανδρίας, τον Αλέξανδρο, διότι μέσα από τη διδασκαλία του, από τα κηρύγματά του, δήλωνε ότι αποδεχόταν την περίφημη θεωρία της υποταγής, που είναι ακριβώς μια θεωρία που σχετίζεται με αυτό που είδαμε και στον Ευσέβιο Κεσαρίας, την μη αποδοχή της θεότητας του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, ότι το δεύτερο πρόσωπο υποτάχτηκε στο πρώτο πρόσωπο. Αυτό οδήγησε σε απομάκρυνση του από την εκκλησία της Αλεξάνδριας. Δημιούργησε ιδιαίτερες ομάδες και εκκλησίες, εκκλησιαστικές κοινότητες, οι οποίες μάλιστα ανέπτυξαν και ιδιαίτερο υμνογραφικό σύστημα, το οποίο μάλιστα σύμφωνα με τους ιστορικούς της υμνογραφίας, είναι αυτό το οποίο έδωσε και μεγάλη όθηση και στην ορθόδοξη υμνογραφία αυτής της περιόδου. Δηλαδή το γεγονός ότι υπάρχει η αιρετική υμνογραφία των Αριανών, που είχε συγκεντρωθεί στη συλλογή Θαλία ή Θαλία, που μνημονεύεται στο πλαίσιο λειτουργίας αυτών των χριστιανικών κοινοτήτων των Αριανών, καταδικάστηκε, όπως γνωρίζουμε, από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο 325, η οποία ακριβώς δογμάτιζε ότι ο Υιός δεν είναι κτίσμα, όπως υποστήριζε ο Άριος, αλλά άκτιστος και ομοούσιος προς τον Πατέρα και τελικά εξορίστηκε. Και μας σώζεται και μια ομολογία πίστη Θεός του Αριού, που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όπου χρησιμοποιεί τον όρο γεγεννημένος για τον Υιό, για το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, έναν πολύ διφορούμενο όρο. Για αυτό βλέπετε εδώ το δεύτερο ν, το έχω βάλει μέσα στις γωνιώδες αυτές αγγίλες, γιατί εάν γραφόταν με δύο ν γεγεννημένος, αυτό ενίσχυε το στοιχείο της ομοουσιότητας. Εκ της αυτής ουσίας γεννάται ένα στοιχείο, το οποίο το συναντούμε σε όλους τους οργανισμούς, οι οποίοι αναπαράγονται. Η ίδια ουσία αναπαράγεται από την γέννησή τους. Αλλά εάν γραφεί με ένα ν, τότε έχουμε δημιουργία, επομένως ο Υιός καθίσταται κτίσμα. Γεννήθηκε, δημιουργήθηκε δηλαδή. Εντάξει. Αυτή είναι η βασική προβληματική αυτού του όρου, τον οποίο χρησιμοποιεί στην ομολογία πίστεως του, που είπαμε ότι είναι ένας διφορούμενος όρος και ο οποίος ακριβώς τον εξυπηρετούσε εάν γραφόταν με δύο ν να μην κατηγορηθεί ως αντίπαλος του ομοουσίου, εάν γραφόταν με ένα ν, ακριβώς διετύπωνε την διδασκαλία του περικτιστότητας του Υιού. Και γνωρίζουμε ότι τελικά αποβιώνει στην Κωνσταντινούπολη ο Άριος. Δεν θα κάνουμε λόγο για όλα αυτά που βλέπετε, γιατί δεν έχουμε χρόνο. Κυρίως ήθελα μόνο να προσέξετε ότι η διδασκαλία του Άριου έχει να αναφέρεται ακριβώς ως μία υπερβατική, ως μία διδασκαλία ενός υπερβατικού Θεού, τονίζει ότι ο Θεός εμφανίζεται μέσα από απρόσωπες δυνάμεις, όχι πρόσωπα, που είναι η σοφία και λόγος του Θεού, η μία απρόσωπη δύναμη, η οποία στη συνέχεια με την ενανθρώπιση, με την παρουσία της στον Χριστό, στον άνθρωπο, δημιούργησε ένα πρόσωπο, κατασκευάστηκε ένα πρόσωπο. Ο Υιός έγινε εκ του μηδενός, έγινε, όχι υπήρχε, αλλά έγινε. Επομένως, είναι κτίσμα, είναι δημιούργημα. Και η χαρακτηριστική φράση του Άριου για την οποίαν καταδικάστηκε είναι αυτή που βλέπετε με κίτρινο χρώμα. Είναι ποτέ, ότε ου κείν. Υπήρχε δηλαδή κάποτε, υπήρχε ο χρόνος, η στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχε ο Χριστός. Δεν υπήρχε ο Υιός. Εντάξει, δεν υπήρχε το δεύτερο πρόσωπο. Δηλαδή, ήταν κτίσμα, δημιουργήθηκε μέσα στον χρόνο, δεν ήταν επομένως άχρονος. Είναι ποτέ, ότε ου κείν. Το πρώτο δημιούργημα λοιπόν, υπήρξε ο Θεός και γι' αυτό ο Υιός. Και γι' αυτό ο Υιός είχε ατελή γνώση του Θεού. Όπως όλα τα δημιουργήματα, δεν γνώριζε τον δημιουργό του. Αλλά η χρήση του όρου Θεός, ήταν καταχρηστική με καταχρηστικό τρόπο. Χρησιμοποιούνταν ο όρος Θεός και για τον Υιό. Έτσι λοιπόν, έχουμε στην ουσία κατάληση της Αγίας Τριάδος. Παρακαλώ. Έχουμε κατάληση της Αγίας Τριάδος μέσα από αυτήν την διδασκαλία, αφού μόνο ο πατήρ, το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, εμφανίζεται ως προαιώνιος, ως άναρχος. Και ασφαλώς, αυτό δεν είναι ένα θέμα το οποίο, και αυτό θέλω ιδιαίτερα να το προσέξετε, δεν είναι ένα θέμα το οποίο απλά απασχολούσε για ένα θεωρητικό, απροσδιόριστο λόγο, τους θεολόγους και τους εκκλησιαστικούς ποιμένες αυτής της εποχής. Αλλά γιατί, το πιο βασικό είναι αυτό, ότι είχε σωτηριολογικές συνέπειες. Η διδασκαλία αυτή του Αριού, είχε σωτηριολογικές συνέπειες. Ποιες ήταν οι σωτηριολογικές συνέπειες? Ότι εάν δεν ήταν Θεός ο Υιός, ο οποίος ήρθε και ενανθρώπισε στον κόσμο, μάλιστα με ενίκηση, όπως θα δούμε, το τονίζει ο Αθανασίος, ότι ενικεί αυτό που λέει και η Αγία Γραφή, όλο του πληρώματος της θεότητος στον πρόσωπο του Χριστού. Εδώ λοιπόν, συνεπάγεται αυτή τη διδασκαλία του Αριού, την αδυναμία θεώσεως του ανθρώπου, δηλαδή την αδυναμία της σωτηρίας του. Άρα, δεν υπήρχε, δεν υπάρχει οικονομία. Δεν υπάρχει σχέδιο θείας οικονομίας, δεν υπάρχει σχέδιο σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό. Οι τρεις αυτές ομάδες των οπαδών του Αριού, ομοουσιανοί, ανόμοι, όμοι, δεν θα σας κουράσω με αυτά. Για να πάμε στα ουσιαστικά. Η εμφάνιση του Αριού, γι' αυτό οι ιερέσεις πάντοτε οδήγησαν στην Εκκλησία σε μια αποκρυστάλωση και κατοχύρωση της διδασκαλίας, που ενυπήρχε μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση. Καθιερώνεται λοιπόν μέσα από την έρεση, προκαλείται η πρώτη οικουμενική σύνοδος, το 325, στη νίκη της βυθυνίας και καθιερώνεται η ορθόδοξη τριαδολογία, η οποία βλέπετε ότι επιμένει σε τρία σημεία. Το πρώτο είναι η χρήση του όρου ομοούσιος. Ομοούσιος. Επομένως εκ της αυτής ουσίας, και ο πατήρ και ο ιός και το Άγιο Πνεύμα. Ποια είναι αυτή η ουσία? Είναι η ουσία του πατρός. Η ουσία του πατρός, του πρώτου γεννήτορος. Και ουκ εξαιτέρας υποστάσεως. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν προέρχονται από κάποια, δεν ανήκουν σε κάποια διαφορετική υπόσταση, αλλά από την ίδια υπόσταση. Εδώ σας επισημαίνω αυτό το βασικό στοιχείο, που δημιούργησε θέματα τα οποία επιλήθηκαν αργότερα από τους Καπαδόκες, όπως θα δούμε, ότι από τους επισκόπους της Δύσεως, ο όρος υπόσταση ως σουπστάντια δήλωνε και την ουσία, αλλά και την υπόσταση, δηλαδή τα πρόσωπα. Επομένως, εδώ αιτήθεντο διάφορα ζητήματα ορολογίας, τα οποία όπως σας είπα διορθώθηκαν από τους Καπαδόκες πατέρες, θα το δούμε αυτό. Ο Αλέξανδρος Αλεξανδρίας την ίδια περίοδο, ο προκάτοχος του Μεγάλου Αθανασίου, που αντιμετωπίζει διάφορα ζητήματα, δεν θα σας κουράσω. Ο Ευστάθειος Αντιοχίας, για τον οποίο μνημονεύσαμε, ένας από τους τρεις Προέδρους της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος κατηγορήθηκε και πέθανε εξόριστος, για τον οποίον έχουμε πάρα πολύ σημαντικά κείμενα και από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο και από άλλους συγγραφείς. Είναι ο πρώτος ο οποίος καταπολέμησε την αλληγορική μέθοδο του Οριγένη, ο πρώτος συστηματικός πολέμιος του Οριγένη, ο Ευστάθειος Αντιοχίας, εις το θεόρημα της Εγκαστριμήθου, έτσι λέγεται το έργο αυτό. Ο Μάρκελος Αγκύρας, για τον οποίον είπαμε κάποια πράγματα, για να δούμε πολύ σύντομα για τον Αθανασίο, τον Μέγα Αθανασίο, για τον οποίον όμως καλό θα είναι, επειδή έχουμε πολλά πράγματα να πούμε, να σταματήσουμε εδώ και να τα δούμε στο επόμενο μάθημα, για να μην αδικήσουμε αυτήν την μεγάλη θεολογική μορφή, τον πρωταγωνιστή των γεγονότων της πρώτης οικουμενικής συνόδου, ο οποίος συμμετείχε σε πολύ νεαρή ηλικία, ο Μέγας Αθανασίος, γεννήθηκε το 295, επομένως το 325 ήταν μόλις 30 ετών διάκονος, συμμετείχε ως διάκονος στην πρώτη οικουμενική συνόδου. Θα τα δούμε στο επόμενο μάθημα και θέλω παρουσίες και θέλω να με ρωτήσετε, αν έχετε κάτι να ρωτήσετε. Υπάρχει κάποια ερώτηση? Όχι. Καλό μεσημέρι και θα τα πούμε στο επόμενο μάθημα. |