: Αυτά τα Χριστούγεννα που θα είναι λίγο διαφορετικά, να είναι για όλους καλά, να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το θέμα με τον Covid και όλοι να είναι υγιείς. Τα Χριστούγεννα πάντα έχουμε μνήμες από τα παιδικά μας χρόνια που μας φαινότανε όλα ονειρικά τότε. Έχω κάποια μικρές ιστοριούλες να πω. Θα ήμουνα κάπου στο δημοτικό τότε και ανήμερα των Χριστουγέννων που πηγαίνουν όλοι το πρωί στην εκκλησία. Με πήρε ο μπαμπάς μου λοιπόν. Ήταν η νύχτα έξω, κρύο. Πήγαμε στην εκκλησία στον Άγιο Δημήτριο εδώ. Ήταν κόσμος πολύς και ήταν και η χοροδία που έκανε την όλη λειτουργία λίγο μαγευτική. Όταν τελείωσε όμως η εκκλησία και βγήκαμε έξω, όλος ο κόσμος στάθηκε στην αυλή τον Άγιο Δημητρίου. Άρχισαν να ψάλλουνε ύμνους και κάποια στιγμή άρχισαν να λένε το χιόνιο στο καμπανεριό. Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε χιονίσει καθόλου. Παιδιά αρχίζει και ρίχνει ένα χιόνι την ώρα ακριβώς που έλεγε η χοροδία το χιόνιο στο καμπανεριό. Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν ασπρίσει τα πάντα, ήταν μια μαγεία. Δηλαδή στα δικά μου τα μάτια φαινότανε πραγματικά μαγευτικό όλο αυτό. Και μου έχει μείνει έτσι, πραγματικά δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Άλλη μία ιστοριούλα είναι όταν παραμονεί πριν κλείσουμε για διακοπές, η κυρία που είχαμε τότε στην τάξη, δεν θυμάμαι τώρα το όνομα της, μας έκανε αφήγηση την ιστορία της γέννησης. Τότε πηγαίναμε πρωί απόγευμα σχολείο, ήταν απόγευμα, βράδυ έξω, παρακολουθούσαμε όλοι με πολύ ευλάβεια θα έλεγα και το ζούσαμε πραγματικά. Και όταν τελείωσε πλέον η αφήγηση και σχολάσαμε, γυρνώντας στο σπίτι ήταν η νύχτα και παιδιά επίσης ξεκινάει ένα χιόνι και μέσα στο δικό μου το μυαλό φαινότανε όλο αυτό που είχα ακούσει τόσο μαγευτικό. Ήταν σαν να ζούσα την ιστορία της γέννησης που μας είχε αφηγηθεί η δασκάλα τότε. Και ξαναλέω ότι αυτό μένει πάντα. Ένα άλλο που είναι και λίγο αστείο ίσως, τώρα το σκέφτομαι, κάλαντα βέβαια πηγαίναμε όλοι περιμέναμε πως και πως να έρθει η ημέρα που θα πηγαίνουμε στα κάλαντα. Με πήρε η αδερφή μου η οποία ήτανε σχεδόν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από εμένα με τις φίλες της. Εγώ ήμουνα το μικρό ας πούμε για να πάμε να πούμε τα κάλαντα. Κάποια στιγμή ακούω τις φίλες που λένε στην αδερφή μου το μικρό τι το πήρες μαζί σου. Τέλος πάντων εγώ ψιλοτσατίστηκα εκεί αλλά δεν είπα τίποτα. Πηγαίναμε στα σπίτια λέγαμε τα κάλαντα και είχαμε πάει σε ένα σπίτι που θυμάμαι είχε μια μεγάλη σκάλα. Τέλος πάντων μας ανοίξανε είπαμε τα κάλαντα στην αδερφή μου και στις άλλες κοπέλες που ήταν μεγαλύτερες. Τις είχαν δώσει χρήματα αλλά κανονικά δραχμές ήταν τότε. Εμένα επειδή ήμουνα μικρή μου είχαν δώσει δεκάρες και μόλις το βλέπω εγώ τρελάθηκα πραγματικά. Και φεύγοντας γυρίζω και τους τα πετάω και λέω στην κυρία δεν είμαι τόσο μικρό εγώ και μου δώσετε δεκάρες. Τώρα το θυμάμαι και γελάω ας πούμε. Και ένα ακόμα με τις φίλες μου με τα συνενούμασταν μικρά παιδάκια τώρα πηγαίναμε νωρίς πάντα. Νύχτα ξεκινούσαμε και το βράδυ όμως ετοιμάζαμε τον τσόκο θα το θυμούνται όλοι και το ταγάρι γιατί τότε μας έδιναν και φρούτα και έπρεπε να έχουμε και ταγάρι για να τα βάζουμε μέσα. Και επίσης πρέπει να πω ότι η μαγεία ήταν ότι στο σπίτι όλα μύριζαν πάρα πολύ ωραία. Η μαμά ετοίμαζε τα γλυκά, έκαμε σαλιάρια τα οποία όμως τα έκρυβε για να τα έχουμε για τις μέρες των γιορτών. Τα έκρυβε σε ένα κελάρι και εμείς προσπαθούσαμε με την αδερφή μου να μπούμε στο κελάρι και να πάμε νωρίτερα τα σαλιάρια. Τώρα πια όλα αυτά φαίνονται πολύ μακρινά αλλά με πολύ νοσταλγία. |