id |
49baa803-a922-422c-a1a2-7cb3e12c51a0
|
title |
Γλώσσα - Επανάληψη: Δευτερεύουσες Προτάσεις - Ε' Δημοτικού Επ. 20 /
|
spellingShingle |
Γλώσσα - Επανάληψη: Δευτερεύουσες Προτάσεις - Ε' Δημοτικού Επ. 20 /
|
publisher |
Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων
|
url |
https://www.youtube.com/watch?v=v_iV-FW6lqc&list=PLvLZ8duymN1Bdag3D9ibNaERK3A-nG3pI
|
publishDate |
2020
|
language |
el
|
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/6563/be03/ac88/9ab5/7256/0d17/f002/3004/6563be03ac889ab572560d17f0023004.jpg
|
format |
Video
|
organizationType_txt |
Δημόσιος τομέας
|
durationNormalPlayTime_txt |
1642
|
genre |
Ανοικτά μαθήματα
|
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα
|
institution |
Υπουργείο Παιδείας
|
asr_txt |
[♪ Μουσική Επιπέραση Μουσική Επιπέρασηςists as the beat of the guitar. Γεια σας, ονομάζομαι Ειρήνη Πιπερίδου και σήμερα θα κάνουμε... Γλώσσα Επανάληψης Βευτερεύησεως Προτάσεις για την Πέμπτη Δημοτικού. Λοιπόν, έχουμε ολοκληρώσει τις βευτερεύουσες προτάσεις και ήρθε η ώρα λοιπόν να κάνουμε μία ανακεφαλαίωση, για να είμαστε έτοιμοι να πάμε να γράψουμε επαναληπτικό, διαγωνισματάκι, τεστάκι, κουΐζ, ό,τι μας αναθέσει ο δάσκαλος ή η δάσκαλα μας, αλλά πριν γίνει αυτό θα πρέπει να δούμε λιγάκι τι έχουμε μάθει μέχρι στιγμής στο κεφάλαιο των βευτερεύουσων προτάσεων. Λοιπόν, ξεκινάμε. Καταρχήν θα θυμηθούμε τι σημαίνουν οι βευτερεύουσες προτάσεις. Όταν λέμε βευτερεύουσες προτάσεις τι εννοούμε. Καταρχήν να έχουμε στο μυαλό μας, ότι οι προτάσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στις κύριες και στις βευτερεύουσες. Κύριες προτάσεις είναι οι προτάσεις οι οποίες έχουν ένα ολοκληρωμένο νόημα, στέκονται μόνες τους στον λόγο, όπως λέμε, ενώ οι βευτερεύουσες προτάσεις είναι οι προτάσεις οι οποίες εξαρτώνται από μία κύρια πρόταση, δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους, θα πρέπει για να ολοκληρωθεί το νόημά τους, να είναι σαν συμπλήρωμα σε μία κύρια πρόταση. Ισθάγονται, ξεκινούν με έναν σύνδεσμο ή μία αντωνυμία, ερωτηματική ή αναφορική, και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στις ονοματικές και στις επιρρηματικές. Θυμόμαστε τώρα ποιες είναι οι ονοματικές και ποιες είναι οι επιρρηματικές. Και άμα δεν θυμόμαστε, εδώ είμαστε για να τα θυμηθούμε. Λοιπόν, οι ονοματικές είναι οι βευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες ισοδυναμούν με ένα όνομα, και όταν λέμε όνομα εννοούμε ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία. Και οι επιρρηματικές προτάσεις είναι οι προτάσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα, που βηλώνει τόπο, αιτία, αποτέλεσμα, σκοπό, προϋπόθεση, εναντίωση. Για πάμε λοιπόν να τα δούμε όλα αυτά πιο αναλυτικά, για να είμαστε έτοιμοι για την επανάληψη. Λοιπόν, ξεκινάμε λοιπόν με τις ονοματικές προτάσεις. Καταρχήν να θυμηθούμε τα είδη των ονοματικών προτάσεων. Ποιες είναι οι ονοματικές προτάσεις? Συνολικά είναι πέντε τα είδη τους. Είναι οι ειδικές, είναι οι βουλητικές, είναι οι ενδιαστικές, οι πλάγες ερωτηματικές και οι αναφορικές ονοματικές. Ξεκινάμε με τις ειδικές προτάσεις. Λοιπόν, πώς εισάγονται οι ειδικές προτάσεις? Οι ειδικές προτάσεις εισάγονται με ειδικούς συνδέσμους. Όπως το ότι, το πώς, το που. Εξαρτώνται από ρήματα που υπάρχουν στην κύρια πρόταση, που σημαίνουν λέω, δείχνω, δηλώνω, νομίζω, αντιλαμβάνομαι. Από απρόσωπα ρήματα τα οποία είναι, το φαίνεται, το αποβυκνίεται, το λέγεται και άλλα που έχουν παρόμοια σημασία. Και από απρόσωπες εκφράσεις, όπως το είναι αλήθεια, είναι γνωστό, είναι βέβαιο. Συνταχτικά, τι ρόλους επιτελούν? Μπορούν να έχουν θέση υποκειμένου σε κάποια πρόσωπο ρήμα ή σε κάποια πρόσωπη έκφραση. Όπως φαίνεται ότι ο καιρός θα χαλάσει. Σε αυτό το σημείο να πω το εξής. Όπως βλέπετε και στη διαφάνεια μου, που είναι το σκονάκι μου, για να τα θυμάμαι όλα και να είμαι έτοιμη να τα διαβάσω για το διαγωνισμά, το υποκείμενο το έχουμε κόκκινο. Και το σημείο της πρότασης, που είναι η ειδική πρόταση, την έχω επίσης επίτηδες με κόκκινο, για να μου είναι αντιληπτό και ξεκάθαρο ότι αυτή η ειδική πρόταση στο παρόν παράδειγμα έχει θέση υποκειμένου. Άρα λοιπόν, φαίνεται, είναι το ρήμα της κύριας πρότασης, ότι ο καιρός θα χαλάσει, είναι η βευτερεύουσα ειδική, που εισάγεται με το σύνδεσμο ό,τι και έχει τη θέση υποκειμένου. Το φαίνεται, είναι και απρόσωπο ρήμα. Στο επόμενο παράδειγμα βλέπουμε μία πρόταση, έμαθα ότι πήρες προαγωγή, η οποία απαρτίζεται από το κύριο μέρος της που είναι το έμαθα, και από το δεύτερο ειδικό μέρος της που είναι ότι πήρες προαγωγή και έχει θέση αντικειμένου. Ισάγεται με το ότι και έχει θέση αντικειμένου. Από ό,τι βλέπετε και ο χρωματισμός είναι μόβινη λέξη αντικείμενο, μόβινη και η πρόταση ειδική που έχει τη θέση του αντικειμένου. Και μία τρίτη περίπτωση που μπορεί να έχει συνταχτικά μία ειδική πρόταση, είναι να λειτουργεί σαν επεξήγηση σε κάποια λέξη της κύριας πρότασης που συνήθως είναι ουσιαστικό. Έχουμε εδώ το παράδειγμα, μάθατε το νέο, ότι φαβοθούν αυξήσεις της συντάξης. Ότι φαβοθούν αυξήσεις της συντάξης είναι η βευτερεύουσα ειδική πρόταση, εισάγεται με τον ειδικό σύμβεσμο Ότι και λειτουργεί σαν επεξήγηση στο ουσιαστικό νέο της κύριας πρότασης. Συνεχίζουμε. Οι βουλητικές προτάσεις. Οι βουλητικές προτάσεις είναι οι βευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με το μόριο να εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν... μπορώ, ζητώ, θέλω, αισθάνομαι, εύχομαι, αναγκάζομαι, από απρόσωπα ρήματα. Όπως είναι το γίνεται, το πρέπει, το επιτρέπεται, το απαγορεύεται, από απρόσωπες εκφράσεις. Είναι ανάγκη, είναι δυνατόν. Κι άλλα όμως, συνδεικτικά αναφέρω κάποια τώρα. Είναι αυτά τα οποία είναι τα πιο συνηφισμένα, αυτά τα οποία θα συναντήσουμε σε παραδείγματα. Λοιπόν, ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος των βευτερεύουσων βουλητικών προτάσεων? Μπορούν να λειτουργήσουν σαν υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις. Όπως είναι τώρα από το παράδειγμα, πρέπει να τηλεφωνήσω. Βλέπετε το να τηλεφωνήσω, που είναι με κόκκινο, είναι η βευτερεύουσα βουλητική πρόταση. Ισάγεται με το να, και έχει τη θέση υποκειμένου στο απρόσωπο ρήμα πρέπει, που είναι και η κύρια πρόταση το πρέπει. Στο επόμενο παράδειγμα, έχουμε ο Θανάσης, θέλει να φύγει. Εδώ πέρα η βευτερεύουσα βουλητική είναι το να φύγει, είναι με μωφ, έχει τη θέση αντικειμένου στο ρήμα θέλει της κύριας πρότασης. Ο Θανάσης είναι το υποκείμενο της κύριας, θέλει, είναι το ρήμα της κύριας, θέλει. Τι θέλει ο Θανάσης? Να φύγει. Αντικείμενο όλη βευτερεύουσα βουλητική στο θέλει. Και μια τρίτη περίπτωση συντακτικής λειτουργίας των βουλητικών προτάσεων είναι επεξήγηση σε κάποια λέξη. Και εδώ συνήθως είναι ουσιαστικό, της κύριας. Για παράδειγμα, ο Αντώνης έχει μόνο μία επιθυμία, να πάρει την υποτροφία. Να πάρει την υποτροφία είναι η βευτερεύουσα βουλητική, εισάγεται και εδώ πέρα με το να, και λειτουργεί σαν επεξήγηση στην λέξη επιθυμία που είναι στην κύρια πρότασή μας. Ενδιαστικές προτάσεις. Οι ενδιαστικές προτάσεις εκφράζουν έναν ενδιασμό, έναν δισταγμό, έναν φόβο. Εισάγονται με το μη, με το μή, με το να μη. Και εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν φοβάμαι, τρέμω, αγωνιώ, ανησυχώ. Από πρόσωπα ρήματα. Εδώ είναι λίγο βύσχρυστα τώρα. Τα πρόσωπα ρήματα συνδιαστικές δεν τα συναντάμε και τόσο εύκολα, αλλά είναι και αυτό μία πιθανότητα που μπορούμε να έχουμε ενδιαστική πρόταση. Και με απρόσωπες εκφράσεις όπως το υπάρχει υποψία, υπάρχει ανησυχία, υπάρχει φόβος και άλλα. Πώς λειτουργούν συντακτικά? Σαν υποκείμενα απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης. Στο παράδειγμά μας. Υπάρχει φόβος μήπως γίνει πόλεμος. Μήπως γίνει πόλεμος είναι η βευτερεύουσα ενδιαστική πρόταση. Εισάγεται με το μήπως και συντακτικά έχει το ρόλο υποκειμένου στην κύρια πρόταση. Υπάρχει φόβος, που είναι και απρόσωπη έκφραση. Στο επόμενο παράδειγμα, ανησυχό, μήπως χάσω το λεωφορείο. Το μήπως χάσω το λεωφορείο έχει συντακτικά θέση αντικειμένου στο ρήμα ανησυχό. Που είναι και η κύρια πρότασή μας. Και τέλος, επεξήγηση σε κάποια λέξη συνήθως ουσιαστικό, τούτο μόνο με ανησυχή, μήπως είναι ένοχος. Μήπως είναι ένοχος είναι από ό,τι βλέπετε με πράσινο χρώμα και έχει θέση επεξήγησης, που στο τούτο μόνο με ανησυχή. Συνεχίζουμε. Πλάγες ερωτηματικές προτάσεις. Λοιπόν, ερωτηματικές προτάσεις σημαίνει ότι κάνουμε ερώτηση. Πλάγες ερωτηματικές στο μυαλό μας πάει, στον πλάγιο λόγο. Πλάγες ερωτηματικές δεν είναι ευθείες οι ερωτήσεις, τις μεταφέρουμε λοιπόν. Λοιπόν, στις πλάγες ερωτηματικές προτάσεις έχουμε δύο περιπτώσεις. Έχουμε τις προτάσεις ολικής άγνοιας, πλάγες ερωτηματικές, και αυτές οι οποίες είναι μερικής άγνοιας. Ποια είναι η διαφορά τους, πέρα από ότι βιαφέρουν στον τρόπο εισαγωγής τους, βιαφέρουν και στον τρόπο απάντησης που επιδέχονται. Πιο συγκεκριμένα, οι προτάσεις οι οποίες εισάγονται με το αν, το μη, το μήπος, το μη διχόλ, είναι οι ολικής άγνοιας. Επιδέχονται απάντηση ναι ή όχι. Οι προτάσεις οι οποίες εισάγονται με ερωτηματικές αδειονομίες, ερωτηματικά επιρρήματα, είναι μερικής άγνοιας, και επιδέχονται το απάντηση χωρίς ναι ή όχι. Απαντάμε, βουλεύει, κάτι πιο συγκεκριμένο από αυτό που μας ρωτάνε και όχι γενικά με ναι ή όχι. Από τι εξαρτώνται οι πλάγες ερωτηματικές προτάσεις, εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν ερωτό, απαντώ, αλφιβάλλιο, απορρώ, αγνώω, σκέφτομαι, εξηγώ ή από απρόσωπες εκφράσεις όπως το είναι παράξενο, είναι βέβαιο. Ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος? Μπορούν να είναι υποκείμενα. Σε απρόσωπα ρήματα, απρόσωπες εκφράσεις. Το παράδειγμα μας είναι παράξενο, πώς έγινε το ατύχημα. Εδώ βλέπουμε ότι κοκκινισμένο είναι το πώς έγινε το ατύχημα. Είναι λοιπόν η πλάγη ερωτηματική πρόταση μας, έχει θέση υποκειμένου, στην απρόσωπη έκφραση είναι παράξενο, εισάγεται με το ερωτηματικό επίρρημα πώς, και η απάντηση την οποία θα επιδέχεται αν θέλουμε να απαντήσουμε αν είναι μερικής ή ολικής άγνοιας είναι τι, μερικής άγνοιας. Γιατί ξέρουμε ότι έγινε το ατύχημα, απλά μας λείπει πληροφορία του τρόπου, το πώς έγινε το ατύχημα. Μπορούν να είναι αντικείμενα σε ρήματα. Σκέφτετε εάν θα έρθει. Εδώ πέρα το αν θα έρθει είναι μοβ, είναι αντικείμενο στο ρήμα σκέφτεται. Αν θέλουμε να το διακρίνουμε αν είναι ολικής ή μερικής άγνοιας, η απάντηση είναι ότι είναι ολικής άγνοιας, γιατί υπάρχει απορία η γυναική. Η απάντηση που θα πάρουμε θα έρθει είναι ναι ή όχι. Δεν ξέρουμε αν θα έρθει, αυτό ψάχνουμε να βρούμε. Και μπορούν να είναι και σε ανεπεξηγήσεις, σε λέξεις συνήθως ουσιαστικά της Κύριας Πρότασης. Η Μαρία βασανιζόταν από αυτήν την απορία. Άνοιξα αβέρθη της, επέστρεψε από το Βερολίνο. Από το αν μέχρι το Βερολίνο είναι η βευτερεύουσα απλά γερωτηματική μας πρόταση, η οποία λειτουργεί σαν επεξήγηση στην λέξη την απορία. Βασανιζόταν από αυτήν την απορία, δηλαδή άνοιξα αβέρθη της, επέστρεψε από το Βερολίνο. Δεν θυμάμαι αν το ανέφερα προηγουμένως, αλλά η επεξήγηση είναι αυτό το δηλαδή που βίνουμε. Σαν ερμηνεία στις λέξεις. Λοιπόν, και συνεχίζουμε τώρα με τις αναφορικές ονοματικές προτάσεις, οι οποίες αυτές από μόνες τους αποτελούν και μια πιο εξειδικευμένη κατηγορία γραμματικής στη γλώσσα. Εδώ πέρα θα πούμε κάποια πράγματα απλά για να τις αναγνωρίζουμε. Απλά και για το πώς μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Λοιπόν, οι αναφορικές ονοματικές εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες. Ο οποίος, η οποία, το οποίο, όποιος, όποια, ότι, αυτό το κόμμα που σημαίνει το οτιδήποτε, ή με το άγγλυτο που. Και εξαρτώνται γενικά από ρήματα, δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για να φέρουμε σαν παράδειγμα. Και ποια είναι η συντακτική τους λειτουργία. Μπορούν να λειτουργήσουν σαν υποκείμενα. Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται. Το όποιος πεινάει είναι βευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση. Και το καρβέλια ονειρεύεται είναι η κύρια πρόταση. Όποιος πεινάει, από μόνος δεν έχει κάποιο νόημα, δεν βγάζει κάποιο νόημα. Τι κάνει λοιπόν όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται. Αντικείμενο. Πούλησε, ό,τι είχε και δεν είχε. Ό,τι είχε και δεν είχε είναι βευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση, που έχει τη λειτουργία αντικειμένου στο πούλησε, που είναι το ρήμα της κύριας πρότασης. Και επίσης μπορεί να είναι σαν κατηγορούμενο στον λόγο, σε πρόταση. Καταρχήν, να θυμίσουμε λιγάκι τι είναι το κατηγορούμενο. Κατηγορούμενο έχουμε όταν υπάρχει συνδετικό ρήμα. Τα συμβετικά ρήματα είναι αυτά τα ρήματα τα οποία προσβήβουν μια ιδιότητα, μάλλον το κατηγορούμενο μέσα των συμβετικών ρημάτων προσβήβει μια ιδιότητα στο υποκείμενο. Θυμάστε αλήθεια ποια είναι αυτά τα ρήματα, τα συμβετικά. Είναι ρήματα του τύπου. Είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, ονομάζομαι, εκλέγομαι, βιορίζομαι, ανακυρίζομαι. Έτσι λίγα και να τα θυμηθούμε και αυτά. Και εδώ στην πρόταση, στο παράδειγμά μας, έχουμε αυτοί γίνεται ό,τι θέλεις στη στιγμή. Το ό,τι θέλεις στη στιγμή εισάγεται με αυτό το ό,τι που έχει το κόμμα, που είναι το οτιδήποτε και έχει την όλη πρόταση, έχει τη συντακτική λειτουργία κατηγορούμενου στον συμβετικό ρήμα γίνεται, που είναι ένα από τα συνδετικά ρήματα που προανέφερα. Κάπως έτσι λοιπόν ολοκληρώνουμε με τις ονοματικές προτάσεις. Και αν λοιπόν τα έχουμε καταλάβει και τα έχουμε θυμηθεί, είμαστε έτοιμοι να περάσουμε στην άλλη κατηγορία, που είναι οι επιρρηματικές. Ποιες είναι οι επιρρηματικές προτάσεις? Οι επιρρηματικές προτάσεις είναι οι τελικές, είναι οι χρονικές, είναι οι αιτιολογικές, είναι οι συμπερασματικές ή αποτελεσματικές, είναι οι εναντιωματικές, είναι οι υποθετικές και είναι και οι αναφορικές, επιρρηματικές αυτή τη φορά όμως. Νομίζω να τα θυμόμαστε, πιστεύω δηλαδή ότι τα θυμόμαστε. Και βέβαια τα λέω ομώνυμο, τα θυμόμαστε όλοι μαζί. Λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι τα θυμάστε, γιατί είμαι σίγουρη ότι βιεβάζετε. Πάμε λοιπόν να δούμε τώρα κάθε πρόταση με μονομένα. Λοιπόν, τελικές προτάσεις. Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με το για να ή το να. Εκφράζουν σκοπό, είναι αυτές οι προτάσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται για να βιλώσουμε σκοπό. Σκοπό στα αρχαία είναι το τέλος. Τέλος δηλαδή στα αρχαία ελληνικά σημαίνει σκοπός. Άρα λοιπόν οι τελικές προτάσεις είναι για το σκοπό. Για να δείξουμε το σκοπό μας. Ποια είναι η συντακτική τους χρήση? Λειτουργούν σαν επιρρηματικοί προσβιορισμοί του σκοπού. Αφού είναι επιρρηματικές έχουν εφαίσεις επιρρημάτων, επιρρηματικών προσβιορισμών. Παρατήγματος χάρη, έτρεχε για να μην χάσει το τρένο. Για να μην χάσει το τρένο είναι αυτό που είναι το πιο έντονα μαυρισμένο. Και αυτό γιατί είναι η βευτερεύουσα τελική πρόταση, η οποία πότε παρατηρείται εισάγεται με το για να. Και έχει τι θέση στην προκειμένη πρόταση που έχουμε. Η συντακτική της λειτουργία είναι επιρρηματικός προσβιορισμός του σκοπού. Γιατί μας δείχνει το σκοπό που έτρεχε. Για ποιο λόγο έτρεχε αυτός, για ποιο σκοπό έτρεχε, για να μην χάσει το τρένο. Συνεχίζω. Συνεχίζω με τις χρονικές προτάσεις. Εντάξει, μόνο που ακούμε το χρονικές προτάσεις το μυαλό μας πάει που αλλού, στον χρόνο. Αυτές οι προτάσεις λοιπόν χρησιμοποιούνται για να εκφράσουμε τη χρονική σχέση. Εισάγονται με συμβέσμους χρονικούς, όπως το όταν, το ενώ, το πριν, το καθώς. Και συντακτικά χρησιμεύουν σαν επιρρηματική προσβιορισμή του χρόνου. Έχουμε και το παράδειγμα ενώ τραγουδούσε έπαιζε κυθάρα. Το ενώ τραγουδούσε, βλέπετε ότι είναι το έντονα μαυρισμένο, είναι η χρονική πρότασή μας. Η οποία χρονική πρότασή μας τι κάνει, συμπληρώνει το νόημα του έπαιζε κυθάρα. Έπαιζε κυθάρα και έχουμε και μια νέα πληροφορία από τη χρονική πρόταση ενώ τραγουδούσε. Βλέπουμε ότι γίνεται κάτι σύγχρονος. Γιατί φυσικά ο χρόνος, θα το δούμε και αργότερα σε άλλη τάξη, σε επόμενη τάξη, ο χρόνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σύγχρονο, για το πρώτερο και για το επόμενο, για το μεταγενέστερο. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες τώρα και δεν μας αφορούν στην παρούσα φάση. Συνεχίζουμε με τις αιτιολογικές προτάσεις. Οι αιτιολογικές προτάσεις για ποιο λόγο χρησιμοποιούνται? Για να εκφράσουν την αιτία και εισάγονται με ποιους συνδέσμους αιτιολογικούς, όπως είναι το γιατί, το επειδή, το αφού, το βιώτι, το εφώσον. Και σαν τι χρησιμεύουν? Χρησιμεύουν ως επιρρηματική προσβιορισμή της αιτίας. Για παράδειγμα, θύμωσε επειδή του μίλησα άσχημα. Το θύμωσε είναι η κύρια πρότασή μας. Επειδή του μίλησα άσχημα είναι η βευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση, η οποία εισάγεται με το επειδή, το αιτιολογικό μας σύνδεσμο, και τι μας κάνει, μας δείχνει την αιτία του θύμωσε. Για ποιον λόγο θύμωσε, ξέρω ότι θύμωσε κάποιος, απλά δίνονται τώρα και την αιτία, το λόγο που θύμωσε αυτός ο κάποιος. Επειδή του μίλησα άσχημα, άρα ποιο είναι το συμπεράσμα, δεν μιλάμε άσχημα γιατί θυμώνει ο κόσμος. Λοιπόν, συνεχίζουμε με τις συμπερασματικές αποτελεσματικές προτάσεις. Τι εκφράζουν αυτές οι προτάσεις, εκφράζουν το αποτέλεσμα και με τι εισάγονται, εισάγονται με το ώστε, και σε παρένθεση μπορεί να έχουν και το να μετά το ώστε, και το που, και σε παρένθεση μπορεί να έχουν και το να, δηλαδή ώστε να και το που να. Εκφράζουν, όπως είπα, αποτέλεσμα και συντακτικά για ποιον λόγο χρησιμοποιούνται, για να εκφράσουν επιρρηματικούς προσβιορισμούς του αποτελέσματος. Για παράδειγμα, μιλά τόσο σιγά, ώστε δεν ακούγεται καθόλου. Το ώστε δεν ακούγεται καθόλου είναι η δευτερεύουσα συμπερασματική ή αλλιώς αποτελεσματική πρόταση, η οποία μας υποβηλώνει το αποτέλεσμα του μιλά τόσο σιγά. Για ποιον λόγο μιλά αυτός τόσο σιγά, όχι το λόγο, συγγνώμη, το αποτέλεσμα του μιλά σιγά. Μιλάει σιγά, ποιο είναι το αποτέλεσμα του ότι μιλάει σιγά ότι δεν τον ακούνε καθόλου. Λοιπόν, εναντιωματικές προτάσεις, ε αυτές οι εναντιωματικές προτάσεις, η εναντίωση τι δείχνει, αντίθεση. Δείχνουν αντίθεση. Σε ποιον δείχνουν αντίθεση, σε αυτό το οποίο βηλώνει η κύρια πρόταση. Με τι εισάγονται, εισάγονται με το αν και, με το μολονότι, το ενώ και το παρέολο που. Και εσάν τι χρησιμεύουν, εσάν επιρρηματικοί προσβιορισμοί, τις αντίθεσεις. Παραδείγματος χάρη, μολονότι δεν είναι πλούσιος, ζει πολύ ευτυχισμένος. Η κύρια πρότασή μου είναι ζει πολύ ευτυχισμένος. Αυτό το είναι κατανοητό, στέκει μόνο του. Θα δώσω εγώ και την πληροφορία, μολονότι δεν είναι πλούσιος, δείχνω την εναντίωση. Τι περιμένουμε, ότι όποιος δεν έχει λεφτά, δεν είναι ευτυχισμένος. Δείχνει δηλαδή μια αντίθεση με το νόημα της κύριας πρότασης, αυτός είναι ευτυχισμένος, ζει ευτυχισμένα. Αν και δεν είναι πλούσιος, μολονότι δεν είναι πλούσιος, έχει δηλαδή αντίθεση το νόημα της μίας πρότασης με την άλλη. Υποθετικές προτάσεις. Οι υποθετικές προτάσεις χρησιμοποιούνται για να δείξουν μια προϋπόθεση. Ισάγονται με το εάν, το αν και το άμα. Και λειτουργούν σαν υπηρεματική προσβιορισμή της προϋπόθεσης. Λοιπόν, είναι και αυτό που θα κάνουμε αργότερα στην υλή με τους υποθετικούς λόγους. Το δούμε εκτενέστερα εκεί πέρα. Για την παρούσα φάση συγκρατούμε ότι οι υποθετικές προτάσεις χρησιμεύουν συντακτικά ως υπηρεματική προσβιορισμή της προϋπόθεσης. Για παράδειγμα, εάν βρέξει, βευτερεύει σε υποθετική πρόταση, θα μείνουμε σπίτι, η κύρια πρόταση. Θα μείνουμε σπίτι. Αυτό είναι μία κατάσταση. Πότε θα μείνουμε σπίτι? Εάν βρέξει. Είναι η προϋπόθεση για να μείνουμε σπίτι. Αν βρέξει θα μείνουμε, δεν θα μείνουμε, θα βγούμε έξω. Λοιπόν, και συνεχίζουμε στην τελευταία κατηγορία των υπηρεματικών προτάσεων. Είναι οι αναφορικές υπηρεματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα του τύπου όπου, που, όπως, πώς ή με άλλους αναφορικούς υπηρεματικούς προσβιορισμούς. Τι εκφράζουν, ε? Εκφράζουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, συμφωνία, εναντίωση ή παραχώρηση και παρομοίωση. Και χρησιμεύουν συντακτικά και αυτές σαν επιρρηματικοί προσβιορισμοί, αντίστοιχα, του τόπου, του χρόνου, του τρόπου, του ποσού, της συμφωνίας, της εναντίωσης, της παραχώρησης, της παροσμίωσης. Παραδείγματα που μπορούμε να δούμε για να τα θυμηθούμε καλύτερα είναι, το πήγαινε όπου σε στείλουν. Το όπου σε στείλουν είναι η δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση. Δηλαδή, οπουδήποτε σε στείλουν, πήγαινε και χρησιμεύει σαν επιρρηματικός προσβιορισμός του τόπου, στο πήγαινε, στην κύρια πρόταση. Ταχτοποίησέ τα όπως νομίζεις, όπως ξέρεις δηλαδή. Είναι η δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση, που έχει τη θέση επιρρηματικού προσβιορισμού του τρόπου. Πριν ολοκληρώσουμε την επανάληψη μας, να επισημάνουμε κάποια βασικά πραγματάκια, τα οποία είμαι σίγουρη ότι τα θυμόμαστε, αλλά τι να κάνω εγώ τώρα, εγώ είμαι βασικάλ και πρέπει να τα πω, γιατί θέλω όλοι να γράψετε τέλεια και στο διαγωνισμά και το ερωτέσετε και το ακουίζω ότι σας βάλουνε. Λοιπόν, ποια είναι αυτά τα πραγματάκια, είναι ότι οι ονοματικές προτάσεις, 1. Δεν χωρίζονται με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Ποιες είναι οι ονοματικές προτάσεις είπαμε, ειδικές, βουλητικές, ενδιαστικές, αναφορικές ονοματικές προτάσεις και ποιες ξέχασα? Ξέχασα τις πλάγες ερωτηματικές. Άρα λοιπόν, οι ονοματικές προτάσεις δεν χωρίζονται ποτέ με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Όμως, μπορούν να χωριστούν με κόμμα από τις κύριες μόνο όταν έχουν θέση επεξήγησης. Δεν ξέρω αν είχατε παρατηρήσει στις διαφάνειες που έδειχνα, αλλά όταν έλεγα ότι έχει τη θέση τη συντακτικά ως επεξήγηση σε ένα ουσιαστικό, διαχωριζότανε. Αν θέλετε να πάμε λίγο πίσω για να το δείτε αυτό το πράγμα που λέω, είναι αυτό το πράσινο. Σε όλα τα παραδείγματα, βλέπετε στις υβικές όπου είναι επεξήγηση, βλέπετε μάθατε το νέο κόμμα ότι φαβευούν αυξήσεις τις συντάξεις. Παρακάτω, ο Αντώνης έχει μόνο μία επιφημία, κόμμα να πάρει την υποτροφία, και εγώ επεξήγηση. Ενώ βλέπετε στα προηγούμενα που είναι υποκείμενο και αντικείμενο, δεν έχω βάλει το κόμμα γιατί δεν πρέπει να βάλω κόμμα, δεν πρέπει να χωριστεί. Μόνο στην περίπτωση της επεξήγησης χωρίζουμε τις ονοματικές προτάσεις από τις κύριες με κόμμα. Και επίσης, ένα τελευταίο που πρέπει να θυμόμαστε, στη περίπτωση των ονοματικών προτάσεων και συγκεκριμένα στις αναφορικές ονοματικές προτάσεις, είναι ότι δεν χωρίζονται με κόμμα όταν είναι αναγκαίες για το νόημα των κύριων προτάσεων. Όταν, δηλαδή, το περιεχόμενό τους είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στο περιεχόμενο της πρότασης. Δεν βάζουμε ποτέ μα ποτέ κόμμα. Αυτά για τις ονοματικές που δεν πρέπει να ξεχάσω. Πάμε τώρα να δούμε τι δεν πρέπει να ξεχάσω στις επιρρηματικές. Στις επιρρηματικές πρέπει να θυμάμαι ότι χωρίζονται πάντα με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Μπορούμε να το δούμε αυτό και στα παραδείγματα που είχα στις διαφάνειες. Ξεκινάμε με τις τελικές, βλέπετε το παράδειγμα. Έτρεχε, η κύρια πρόταση, κόμμα, για να μην χάσει το τρένο. Επόμενο, χρονικές προτάσεις. Ενώ τραγουβούσε, που είναι η χρονική πρόταση, κόμμα, έπαιζε κιθάρα. Ετιολογικές προτάσεις. Θύμωσε, κόμμα, επειδή του μίλησα άσχημα. Μιλά, τόσο σιγά, είναι η κύρια πρότασή μου, ώστε δεν ακούγεται καθόλου. Βλέπετε, έχω βάλει και εδώ κόμμα για να τις διαχωρίσω τις δύο προτάσεις. Εναντιωματικές προτάσεις. Μολονότι δεν είναι πλούσιος, κόμμα, ζει πολύ ευτυχισμένος η κύρια πρότασή μου αυτή. Και εδώ κόμμα το βλέπουμε. Τα μαυρισμένα είναι οι δευτερεύουσες προτάσεις, τα μη μαυρισμένα είναι οι κύριες. Υποφετικές. Εάν βρέξει κόμμα, θα μείνουμε σπίτι. Αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις. Εδώ πέρα, βλέπετε, δεν έχω βάλει κόμμα, αλλά δεν έχω βάλει κόμμα, γιατί θα πρέπει να θυμάμαι ότι στην περίπτωση των αναφορικών επιρρηματικών, χωρίζονται συνήθως με κόμμα, αλλά όχι πάντα. Και αυτό γιατί θα πρέπει να κοιτάω το νόημα που βίνει η πρόταση. Οι δευτερεύουσες αναφορικές επιρρηματικές στην κύρια. Θα πρέπει λιγάκι, δηλαδή, να έχω ανεπτυχμένη και την κριτική μου ικανότητα, πέρα από τις γραμματικές μου γνώσεις. Και ένα άλλο πολύ σημαντικό, το οποίο θα πρέπει να το έχω στο μυαλό μου, και να αναβοσβήνει, είναι ότι βουλητικές προτάσεις εναντίον τελικών προτάσων. Και γιατί αυτές οι δύο είναι η μία αντιπαρέφαση με την άλλη. Γιατί αν θυμάστε, είχαμε το εξής. Στις βουλητικές προτάσεις, που είναι ονοματικές, είπαμε ότι εισάγονται με το μόριο να. Οι τελικές προτάσεις, οι οποίες είναι προτάσεις, οι οποίες δίνονται σκοπό και εισάγονται με το για να και με το να. Αυτομάτως, δηλαδή, μπορεί κάποιος να μπερβευτεί και να πει, αν δίνω να, τι είναι αυτό τώρα. Είναι βουλητικό, είναι, δηλαδή, πρόταση η οποία χρησιμοποιούμε, ονοματική πρόταση, την οποία χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε μία επιθυμία μας, μία ευχή μας. Είναι μία πρόταση η οποία χρησιμοποιούμε επιρρηματική για να εκφράσουμε ένα σκοπό. Λοιπόν, δεν μπερβευόμαστε, τι σκεφτόμαστε, αυτό που λέει παρακάτω, ότι το να που εισάγει μία βουλητική πρόταση, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το για να που εισάγει μία τελική πρόταση. Τι σημαίνει αυτό, σημαίνει ότι όταν μας βάζουνε μία άσκηση και θέλουμε να πούμε, να χαρακτηρίσουμε αν είναι βουλητική ή αν είναι τελική και έχει το να σαν συμβεσμό, σαν εισαγωγικό, να μας πει ότι με βάση το να, τι είναι η πρόταση, βουλητική ή τελική, αυτό το οποίο έχω να κάνω είναι, τι, στη θέση του να, να δω αν μπορώ να βάλω το για να. Εάν μπορώ να βάλω το για να, τότε η πρότασή μου είναι βουλητική ή τελική, τελική. Γιατί οι τελικές αντικαθίσταται και με το για να, οι βουλητικές δεν μπορούνε. Εγώ αυτά είχα να σας θεμίσω. Θέλω να πιστεύω ότι με μια πολύ καλή επανάληψη που θα κάνει ο καθένας και η καθεμία μόνη σας, θα τα πάτε τέλεια, είτε σε κάποιο τέστι, είτε σε κάποιο διακόνισμα, είτε στα quiz που ξέρω ότι σας αρέσουν πάρα πολύ. Δεν είναι δύσκολα, απλά πρέπει να θυμόμαστε συνδέσμους εισαγωγής, τα ρήματα, εξάρτησης και να είμαστε και σε θέση να διακρίνουμε τη συντακτική λειτουργία. Το powerpoint θέλω να πιστεύω ότι ήταν βοηθητικό. Αυτά από μένα, καλή συνέχεια, καλή επανάληψη και καλά σκόρ.
|
_version_ |
1782818588305915904
|
description |
: [♪ Μουσική Επιπέραση Μουσική Επιπέρασηςists as the beat of the guitar. Γεια σας, ονομάζομαι Ειρήνη Πιπερίδου και σήμερα θα κάνουμε... Γλώσσα Επανάληψης Βευτερεύησεως Προτάσεις για την Πέμπτη Δημοτικού. Λοιπόν, έχουμε ολοκληρώσει τις βευτερεύουσες προτάσεις και ήρθε η ώρα λοιπόν να κάνουμε μία ανακεφαλαίωση, για να είμαστε έτοιμοι να πάμε να γράψουμε επαναληπτικό, διαγωνισματάκι, τεστάκι, κουΐζ, ό,τι μας αναθέσει ο δάσκαλος ή η δάσκαλα μας, αλλά πριν γίνει αυτό θα πρέπει να δούμε λιγάκι τι έχουμε μάθει μέχρι στιγμής στο κεφάλαιο των βευτερεύουσων προτάσεων. Λοιπόν, ξεκινάμε. Καταρχήν θα θυμηθούμε τι σημαίνουν οι βευτερεύουσες προτάσεις. Όταν λέμε βευτερεύουσες προτάσεις τι εννοούμε. Καταρχήν να έχουμε στο μυαλό μας, ότι οι προτάσεις χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στις κύριες και στις βευτερεύουσες. Κύριες προτάσεις είναι οι προτάσεις οι οποίες έχουν ένα ολοκληρωμένο νόημα, στέκονται μόνες τους στον λόγο, όπως λέμε, ενώ οι βευτερεύουσες προτάσεις είναι οι προτάσεις οι οποίες εξαρτώνται από μία κύρια πρόταση, δεν μπορούν να σταθούν μόνες τους, θα πρέπει για να ολοκληρωθεί το νόημά τους, να είναι σαν συμπλήρωμα σε μία κύρια πρόταση. Ισθάγονται, ξεκινούν με έναν σύνδεσμο ή μία αντωνυμία, ερωτηματική ή αναφορική, και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στις ονοματικές και στις επιρρηματικές. Θυμόμαστε τώρα ποιες είναι οι ονοματικές και ποιες είναι οι επιρρηματικές. Και άμα δεν θυμόμαστε, εδώ είμαστε για να τα θυμηθούμε. Λοιπόν, οι ονοματικές είναι οι βευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες ισοδυναμούν με ένα όνομα, και όταν λέμε όνομα εννοούμε ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία. Και οι επιρρηματικές προτάσεις είναι οι προτάσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα, που βηλώνει τόπο, αιτία, αποτέλεσμα, σκοπό, προϋπόθεση, εναντίωση. Για πάμε λοιπόν να τα δούμε όλα αυτά πιο αναλυτικά, για να είμαστε έτοιμοι για την επανάληψη. Λοιπόν, ξεκινάμε λοιπόν με τις ονοματικές προτάσεις. Καταρχήν να θυμηθούμε τα είδη των ονοματικών προτάσεων. Ποιες είναι οι ονοματικές προτάσεις? Συνολικά είναι πέντε τα είδη τους. Είναι οι ειδικές, είναι οι βουλητικές, είναι οι ενδιαστικές, οι πλάγες ερωτηματικές και οι αναφορικές ονοματικές. Ξεκινάμε με τις ειδικές προτάσεις. Λοιπόν, πώς εισάγονται οι ειδικές προτάσεις? Οι ειδικές προτάσεις εισάγονται με ειδικούς συνδέσμους. Όπως το ότι, το πώς, το που. Εξαρτώνται από ρήματα που υπάρχουν στην κύρια πρόταση, που σημαίνουν λέω, δείχνω, δηλώνω, νομίζω, αντιλαμβάνομαι. Από απρόσωπα ρήματα τα οποία είναι, το φαίνεται, το αποβυκνίεται, το λέγεται και άλλα που έχουν παρόμοια σημασία. Και από απρόσωπες εκφράσεις, όπως το είναι αλήθεια, είναι γνωστό, είναι βέβαιο. Συνταχτικά, τι ρόλους επιτελούν? Μπορούν να έχουν θέση υποκειμένου σε κάποια πρόσωπο ρήμα ή σε κάποια πρόσωπη έκφραση. Όπως φαίνεται ότι ο καιρός θα χαλάσει. Σε αυτό το σημείο να πω το εξής. Όπως βλέπετε και στη διαφάνεια μου, που είναι το σκονάκι μου, για να τα θυμάμαι όλα και να είμαι έτοιμη να τα διαβάσω για το διαγωνισμά, το υποκείμενο το έχουμε κόκκινο. Και το σημείο της πρότασης, που είναι η ειδική πρόταση, την έχω επίσης επίτηδες με κόκκινο, για να μου είναι αντιληπτό και ξεκάθαρο ότι αυτή η ειδική πρόταση στο παρόν παράδειγμα έχει θέση υποκειμένου. Άρα λοιπόν, φαίνεται, είναι το ρήμα της κύριας πρότασης, ότι ο καιρός θα χαλάσει, είναι η βευτερεύουσα ειδική, που εισάγεται με το σύνδεσμο ό,τι και έχει τη θέση υποκειμένου. Το φαίνεται, είναι και απρόσωπο ρήμα. Στο επόμενο παράδειγμα βλέπουμε μία πρόταση, έμαθα ότι πήρες προαγωγή, η οποία απαρτίζεται από το κύριο μέρος της που είναι το έμαθα, και από το δεύτερο ειδικό μέρος της που είναι ότι πήρες προαγωγή και έχει θέση αντικειμένου. Ισάγεται με το ότι και έχει θέση αντικειμένου. Από ό,τι βλέπετε και ο χρωματισμός είναι μόβινη λέξη αντικείμενο, μόβινη και η πρόταση ειδική που έχει τη θέση του αντικειμένου. Και μία τρίτη περίπτωση που μπορεί να έχει συνταχτικά μία ειδική πρόταση, είναι να λειτουργεί σαν επεξήγηση σε κάποια λέξη της κύριας πρότασης που συνήθως είναι ουσιαστικό. Έχουμε εδώ το παράδειγμα, μάθατε το νέο, ότι φαβοθούν αυξήσεις της συντάξης. Ότι φαβοθούν αυξήσεις της συντάξης είναι η βευτερεύουσα ειδική πρόταση, εισάγεται με τον ειδικό σύμβεσμο Ότι και λειτουργεί σαν επεξήγηση στο ουσιαστικό νέο της κύριας πρότασης. Συνεχίζουμε. Οι βουλητικές προτάσεις. Οι βουλητικές προτάσεις είναι οι βευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με το μόριο να εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν... μπορώ, ζητώ, θέλω, αισθάνομαι, εύχομαι, αναγκάζομαι, από απρόσωπα ρήματα. Όπως είναι το γίνεται, το πρέπει, το επιτρέπεται, το απαγορεύεται, από απρόσωπες εκφράσεις. Είναι ανάγκη, είναι δυνατόν. Κι άλλα όμως, συνδεικτικά αναφέρω κάποια τώρα. Είναι αυτά τα οποία είναι τα πιο συνηφισμένα, αυτά τα οποία θα συναντήσουμε σε παραδείγματα. Λοιπόν, ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος των βευτερεύουσων βουλητικών προτάσεων? Μπορούν να λειτουργήσουν σαν υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις. Όπως είναι τώρα από το παράδειγμα, πρέπει να τηλεφωνήσω. Βλέπετε το να τηλεφωνήσω, που είναι με κόκκινο, είναι η βευτερεύουσα βουλητική πρόταση. Ισάγεται με το να, και έχει τη θέση υποκειμένου στο απρόσωπο ρήμα πρέπει, που είναι και η κύρια πρόταση το πρέπει. Στο επόμενο παράδειγμα, έχουμε ο Θανάσης, θέλει να φύγει. Εδώ πέρα η βευτερεύουσα βουλητική είναι το να φύγει, είναι με μωφ, έχει τη θέση αντικειμένου στο ρήμα θέλει της κύριας πρότασης. Ο Θανάσης είναι το υποκείμενο της κύριας, θέλει, είναι το ρήμα της κύριας, θέλει. Τι θέλει ο Θανάσης? Να φύγει. Αντικείμενο όλη βευτερεύουσα βουλητική στο θέλει. Και μια τρίτη περίπτωση συντακτικής λειτουργίας των βουλητικών προτάσεων είναι επεξήγηση σε κάποια λέξη. Και εδώ συνήθως είναι ουσιαστικό, της κύριας. Για παράδειγμα, ο Αντώνης έχει μόνο μία επιθυμία, να πάρει την υποτροφία. Να πάρει την υποτροφία είναι η βευτερεύουσα βουλητική, εισάγεται και εδώ πέρα με το να, και λειτουργεί σαν επεξήγηση στην λέξη επιθυμία που είναι στην κύρια πρότασή μας. Ενδιαστικές προτάσεις. Οι ενδιαστικές προτάσεις εκφράζουν έναν ενδιασμό, έναν δισταγμό, έναν φόβο. Εισάγονται με το μη, με το μή, με το να μη. Και εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν φοβάμαι, τρέμω, αγωνιώ, ανησυχώ. Από πρόσωπα ρήματα. Εδώ είναι λίγο βύσχρυστα τώρα. Τα πρόσωπα ρήματα συνδιαστικές δεν τα συναντάμε και τόσο εύκολα, αλλά είναι και αυτό μία πιθανότητα που μπορούμε να έχουμε ενδιαστική πρόταση. Και με απρόσωπες εκφράσεις όπως το υπάρχει υποψία, υπάρχει ανησυχία, υπάρχει φόβος και άλλα. Πώς λειτουργούν συντακτικά? Σαν υποκείμενα απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης. Στο παράδειγμά μας. Υπάρχει φόβος μήπως γίνει πόλεμος. Μήπως γίνει πόλεμος είναι η βευτερεύουσα ενδιαστική πρόταση. Εισάγεται με το μήπως και συντακτικά έχει το ρόλο υποκειμένου στην κύρια πρόταση. Υπάρχει φόβος, που είναι και απρόσωπη έκφραση. Στο επόμενο παράδειγμα, ανησυχό, μήπως χάσω το λεωφορείο. Το μήπως χάσω το λεωφορείο έχει συντακτικά θέση αντικειμένου στο ρήμα ανησυχό. Που είναι και η κύρια πρότασή μας. Και τέλος, επεξήγηση σε κάποια λέξη συνήθως ουσιαστικό, τούτο μόνο με ανησυχή, μήπως είναι ένοχος. Μήπως είναι ένοχος είναι από ό,τι βλέπετε με πράσινο χρώμα και έχει θέση επεξήγησης, που στο τούτο μόνο με ανησυχή. Συνεχίζουμε. Πλάγες ερωτηματικές προτάσεις. Λοιπόν, ερωτηματικές προτάσεις σημαίνει ότι κάνουμε ερώτηση. Πλάγες ερωτηματικές στο μυαλό μας πάει, στον πλάγιο λόγο. Πλάγες ερωτηματικές δεν είναι ευθείες οι ερωτήσεις, τις μεταφέρουμε λοιπόν. Λοιπόν, στις πλάγες ερωτηματικές προτάσεις έχουμε δύο περιπτώσεις. Έχουμε τις προτάσεις ολικής άγνοιας, πλάγες ερωτηματικές, και αυτές οι οποίες είναι μερικής άγνοιας. Ποια είναι η διαφορά τους, πέρα από ότι βιαφέρουν στον τρόπο εισαγωγής τους, βιαφέρουν και στον τρόπο απάντησης που επιδέχονται. Πιο συγκεκριμένα, οι προτάσεις οι οποίες εισάγονται με το αν, το μη, το μήπος, το μη διχόλ, είναι οι ολικής άγνοιας. Επιδέχονται απάντηση ναι ή όχι. Οι προτάσεις οι οποίες εισάγονται με ερωτηματικές αδειονομίες, ερωτηματικά επιρρήματα, είναι μερικής άγνοιας, και επιδέχονται το απάντηση χωρίς ναι ή όχι. Απαντάμε, βουλεύει, κάτι πιο συγκεκριμένο από αυτό που μας ρωτάνε και όχι γενικά με ναι ή όχι. Από τι εξαρτώνται οι πλάγες ερωτηματικές προτάσεις, εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν ερωτό, απαντώ, αλφιβάλλιο, απορρώ, αγνώω, σκέφτομαι, εξηγώ ή από απρόσωπες εκφράσεις όπως το είναι παράξενο, είναι βέβαιο. Ποιος είναι ο συντακτικός ρόλος? Μπορούν να είναι υποκείμενα. Σε απρόσωπα ρήματα, απρόσωπες εκφράσεις. Το παράδειγμα μας είναι παράξενο, πώς έγινε το ατύχημα. Εδώ βλέπουμε ότι κοκκινισμένο είναι το πώς έγινε το ατύχημα. Είναι λοιπόν η πλάγη ερωτηματική πρόταση μας, έχει θέση υποκειμένου, στην απρόσωπη έκφραση είναι παράξενο, εισάγεται με το ερωτηματικό επίρρημα πώς, και η απάντηση την οποία θα επιδέχεται αν θέλουμε να απαντήσουμε αν είναι μερικής ή ολικής άγνοιας είναι τι, μερικής άγνοιας. Γιατί ξέρουμε ότι έγινε το ατύχημα, απλά μας λείπει πληροφορία του τρόπου, το πώς έγινε το ατύχημα. Μπορούν να είναι αντικείμενα σε ρήματα. Σκέφτετε εάν θα έρθει. Εδώ πέρα το αν θα έρθει είναι μοβ, είναι αντικείμενο στο ρήμα σκέφτεται. Αν θέλουμε να το διακρίνουμε αν είναι ολικής ή μερικής άγνοιας, η απάντηση είναι ότι είναι ολικής άγνοιας, γιατί υπάρχει απορία η γυναική. Η απάντηση που θα πάρουμε θα έρθει είναι ναι ή όχι. Δεν ξέρουμε αν θα έρθει, αυτό ψάχνουμε να βρούμε. Και μπορούν να είναι και σε ανεπεξηγήσεις, σε λέξεις συνήθως ουσιαστικά της Κύριας Πρότασης. Η Μαρία βασανιζόταν από αυτήν την απορία. Άνοιξα αβέρθη της, επέστρεψε από το Βερολίνο. Από το αν μέχρι το Βερολίνο είναι η βευτερεύουσα απλά γερωτηματική μας πρόταση, η οποία λειτουργεί σαν επεξήγηση στην λέξη την απορία. Βασανιζόταν από αυτήν την απορία, δηλαδή άνοιξα αβέρθη της, επέστρεψε από το Βερολίνο. Δεν θυμάμαι αν το ανέφερα προηγουμένως, αλλά η επεξήγηση είναι αυτό το δηλαδή που βίνουμε. Σαν ερμηνεία στις λέξεις. Λοιπόν, και συνεχίζουμε τώρα με τις αναφορικές ονοματικές προτάσεις, οι οποίες αυτές από μόνες τους αποτελούν και μια πιο εξειδικευμένη κατηγορία γραμματικής στη γλώσσα. Εδώ πέρα θα πούμε κάποια πράγματα απλά για να τις αναγνωρίζουμε. Απλά και για το πώς μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε. Λοιπόν, οι αναφορικές ονοματικές εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες. Ο οποίος, η οποία, το οποίο, όποιος, όποια, ότι, αυτό το κόμμα που σημαίνει το οτιδήποτε, ή με το άγγλυτο που. Και εξαρτώνται γενικά από ρήματα, δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο για να φέρουμε σαν παράδειγμα. Και ποια είναι η συντακτική τους λειτουργία. Μπορούν να λειτουργήσουν σαν υποκείμενα. Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται. Το όποιος πεινάει είναι βευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση. Και το καρβέλια ονειρεύεται είναι η κύρια πρόταση. Όποιος πεινάει, από μόνος δεν έχει κάποιο νόημα, δεν βγάζει κάποιο νόημα. Τι κάνει λοιπόν όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται. Αντικείμενο. Πούλησε, ό,τι είχε και δεν είχε. Ό,τι είχε και δεν είχε είναι βευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση, που έχει τη λειτουργία αντικειμένου στο πούλησε, που είναι το ρήμα της κύριας πρότασης. Και επίσης μπορεί να είναι σαν κατηγορούμενο στον λόγο, σε πρόταση. Καταρχήν, να θυμίσουμε λιγάκι τι είναι το κατηγορούμενο. Κατηγορούμενο έχουμε όταν υπάρχει συνδετικό ρήμα. Τα συμβετικά ρήματα είναι αυτά τα ρήματα τα οποία προσβήβουν μια ιδιότητα, μάλλον το κατηγορούμενο μέσα των συμβετικών ρημάτων προσβήβει μια ιδιότητα στο υποκείμενο. Θυμάστε αλήθεια ποια είναι αυτά τα ρήματα, τα συμβετικά. Είναι ρήματα του τύπου. Είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, ονομάζομαι, εκλέγομαι, βιορίζομαι, ανακυρίζομαι. Έτσι λίγα και να τα θυμηθούμε και αυτά. Και εδώ στην πρόταση, στο παράδειγμά μας, έχουμε αυτοί γίνεται ό,τι θέλεις στη στιγμή. Το ό,τι θέλεις στη στιγμή εισάγεται με αυτό το ό,τι που έχει το κόμμα, που είναι το οτιδήποτε και έχει την όλη πρόταση, έχει τη συντακτική λειτουργία κατηγορούμενου στον συμβετικό ρήμα γίνεται, που είναι ένα από τα συνδετικά ρήματα που προανέφερα. Κάπως έτσι λοιπόν ολοκληρώνουμε με τις ονοματικές προτάσεις. Και αν λοιπόν τα έχουμε καταλάβει και τα έχουμε θυμηθεί, είμαστε έτοιμοι να περάσουμε στην άλλη κατηγορία, που είναι οι επιρρηματικές. Ποιες είναι οι επιρρηματικές προτάσεις? Οι επιρρηματικές προτάσεις είναι οι τελικές, είναι οι χρονικές, είναι οι αιτιολογικές, είναι οι συμπερασματικές ή αποτελεσματικές, είναι οι εναντιωματικές, είναι οι υποθετικές και είναι και οι αναφορικές, επιρρηματικές αυτή τη φορά όμως. Νομίζω να τα θυμόμαστε, πιστεύω δηλαδή ότι τα θυμόμαστε. Και βέβαια τα λέω ομώνυμο, τα θυμόμαστε όλοι μαζί. Λοιπόν, είμαι σίγουρη ότι τα θυμάστε, γιατί είμαι σίγουρη ότι βιεβάζετε. Πάμε λοιπόν να δούμε τώρα κάθε πρόταση με μονομένα. Λοιπόν, τελικές προτάσεις. Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με το για να ή το να. Εκφράζουν σκοπό, είναι αυτές οι προτάσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται για να βιλώσουμε σκοπό. Σκοπό στα αρχαία είναι το τέλος. Τέλος δηλαδή στα αρχαία ελληνικά σημαίνει σκοπός. Άρα λοιπόν οι τελικές προτάσεις είναι για το σκοπό. Για να δείξουμε το σκοπό μας. Ποια είναι η συντακτική τους χρήση? Λειτουργούν σαν επιρρηματικοί προσβιορισμοί του σκοπού. Αφού είναι επιρρηματικές έχουν εφαίσεις επιρρημάτων, επιρρηματικών προσβιορισμών. Παρατήγματος χάρη, έτρεχε για να μην χάσει το τρένο. Για να μην χάσει το τρένο είναι αυτό που είναι το πιο έντονα μαυρισμένο. Και αυτό γιατί είναι η βευτερεύουσα τελική πρόταση, η οποία πότε παρατηρείται εισάγεται με το για να. Και έχει τι θέση στην προκειμένη πρόταση που έχουμε. Η συντακτική της λειτουργία είναι επιρρηματικός προσβιορισμός του σκοπού. Γιατί μας δείχνει το σκοπό που έτρεχε. Για ποιο λόγο έτρεχε αυτός, για ποιο σκοπό έτρεχε, για να μην χάσει το τρένο. Συνεχίζω. Συνεχίζω με τις χρονικές προτάσεις. Εντάξει, μόνο που ακούμε το χρονικές προτάσεις το μυαλό μας πάει που αλλού, στον χρόνο. Αυτές οι προτάσεις λοιπόν χρησιμοποιούνται για να εκφράσουμε τη χρονική σχέση. Εισάγονται με συμβέσμους χρονικούς, όπως το όταν, το ενώ, το πριν, το καθώς. Και συντακτικά χρησιμεύουν σαν επιρρηματική προσβιορισμή του χρόνου. Έχουμε και το παράδειγμα ενώ τραγουδούσε έπαιζε κυθάρα. Το ενώ τραγουδούσε, βλέπετε ότι είναι το έντονα μαυρισμένο, είναι η χρονική πρότασή μας. Η οποία χρονική πρότασή μας τι κάνει, συμπληρώνει το νόημα του έπαιζε κυθάρα. Έπαιζε κυθάρα και έχουμε και μια νέα πληροφορία από τη χρονική πρόταση ενώ τραγουδούσε. Βλέπουμε ότι γίνεται κάτι σύγχρονος. Γιατί φυσικά ο χρόνος, θα το δούμε και αργότερα σε άλλη τάξη, σε επόμενη τάξη, ο χρόνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το σύγχρονο, για το πρώτερο και για το επόμενο, για το μεταγενέστερο. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες τώρα και δεν μας αφορούν στην παρούσα φάση. Συνεχίζουμε με τις αιτιολογικές προτάσεις. Οι αιτιολογικές προτάσεις για ποιο λόγο χρησιμοποιούνται? Για να εκφράσουν την αιτία και εισάγονται με ποιους συνδέσμους αιτιολογικούς, όπως είναι το γιατί, το επειδή, το αφού, το βιώτι, το εφώσον. Και σαν τι χρησιμεύουν? Χρησιμεύουν ως επιρρηματική προσβιορισμή της αιτίας. Για παράδειγμα, θύμωσε επειδή του μίλησα άσχημα. Το θύμωσε είναι η κύρια πρότασή μας. Επειδή του μίλησα άσχημα είναι η βευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση, η οποία εισάγεται με το επειδή, το αιτιολογικό μας σύνδεσμο, και τι μας κάνει, μας δείχνει την αιτία του θύμωσε. Για ποιον λόγο θύμωσε, ξέρω ότι θύμωσε κάποιος, απλά δίνονται τώρα και την αιτία, το λόγο που θύμωσε αυτός ο κάποιος. Επειδή του μίλησα άσχημα, άρα ποιο είναι το συμπεράσμα, δεν μιλάμε άσχημα γιατί θυμώνει ο κόσμος. Λοιπόν, συνεχίζουμε με τις συμπερασματικές αποτελεσματικές προτάσεις. Τι εκφράζουν αυτές οι προτάσεις, εκφράζουν το αποτέλεσμα και με τι εισάγονται, εισάγονται με το ώστε, και σε παρένθεση μπορεί να έχουν και το να μετά το ώστε, και το που, και σε παρένθεση μπορεί να έχουν και το να, δηλαδή ώστε να και το που να. Εκφράζουν, όπως είπα, αποτέλεσμα και συντακτικά για ποιον λόγο χρησιμοποιούνται, για να εκφράσουν επιρρηματικούς προσβιορισμούς του αποτελέσματος. Για παράδειγμα, μιλά τόσο σιγά, ώστε δεν ακούγεται καθόλου. Το ώστε δεν ακούγεται καθόλου είναι η δευτερεύουσα συμπερασματική ή αλλιώς αποτελεσματική πρόταση, η οποία μας υποβηλώνει το αποτέλεσμα του μιλά τόσο σιγά. Για ποιον λόγο μιλά αυτός τόσο σιγά, όχι το λόγο, συγγνώμη, το αποτέλεσμα του μιλά σιγά. Μιλάει σιγά, ποιο είναι το αποτέλεσμα του ότι μιλάει σιγά ότι δεν τον ακούνε καθόλου. Λοιπόν, εναντιωματικές προτάσεις, ε αυτές οι εναντιωματικές προτάσεις, η εναντίωση τι δείχνει, αντίθεση. Δείχνουν αντίθεση. Σε ποιον δείχνουν αντίθεση, σε αυτό το οποίο βηλώνει η κύρια πρόταση. Με τι εισάγονται, εισάγονται με το αν και, με το μολονότι, το ενώ και το παρέολο που. Και εσάν τι χρησιμεύουν, εσάν επιρρηματικοί προσβιορισμοί, τις αντίθεσεις. Παραδείγματος χάρη, μολονότι δεν είναι πλούσιος, ζει πολύ ευτυχισμένος. Η κύρια πρότασή μου είναι ζει πολύ ευτυχισμένος. Αυτό το είναι κατανοητό, στέκει μόνο του. Θα δώσω εγώ και την πληροφορία, μολονότι δεν είναι πλούσιος, δείχνω την εναντίωση. Τι περιμένουμε, ότι όποιος δεν έχει λεφτά, δεν είναι ευτυχισμένος. Δείχνει δηλαδή μια αντίθεση με το νόημα της κύριας πρότασης, αυτός είναι ευτυχισμένος, ζει ευτυχισμένα. Αν και δεν είναι πλούσιος, μολονότι δεν είναι πλούσιος, έχει δηλαδή αντίθεση το νόημα της μίας πρότασης με την άλλη. Υποθετικές προτάσεις. Οι υποθετικές προτάσεις χρησιμοποιούνται για να δείξουν μια προϋπόθεση. Ισάγονται με το εάν, το αν και το άμα. Και λειτουργούν σαν υπηρεματική προσβιορισμή της προϋπόθεσης. Λοιπόν, είναι και αυτό που θα κάνουμε αργότερα στην υλή με τους υποθετικούς λόγους. Το δούμε εκτενέστερα εκεί πέρα. Για την παρούσα φάση συγκρατούμε ότι οι υποθετικές προτάσεις χρησιμεύουν συντακτικά ως υπηρεματική προσβιορισμή της προϋπόθεσης. Για παράδειγμα, εάν βρέξει, βευτερεύει σε υποθετική πρόταση, θα μείνουμε σπίτι, η κύρια πρόταση. Θα μείνουμε σπίτι. Αυτό είναι μία κατάσταση. Πότε θα μείνουμε σπίτι? Εάν βρέξει. Είναι η προϋπόθεση για να μείνουμε σπίτι. Αν βρέξει θα μείνουμε, δεν θα μείνουμε, θα βγούμε έξω. Λοιπόν, και συνεχίζουμε στην τελευταία κατηγορία των υπηρεματικών προτάσεων. Είναι οι αναφορικές υπηρεματικές προτάσεις, οι οποίες εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα του τύπου όπου, που, όπως, πώς ή με άλλους αναφορικούς υπηρεματικούς προσβιορισμούς. Τι εκφράζουν, ε? Εκφράζουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, συμφωνία, εναντίωση ή παραχώρηση και παρομοίωση. Και χρησιμεύουν συντακτικά και αυτές σαν επιρρηματικοί προσβιορισμοί, αντίστοιχα, του τόπου, του χρόνου, του τρόπου, του ποσού, της συμφωνίας, της εναντίωσης, της παραχώρησης, της παροσμίωσης. Παραδείγματα που μπορούμε να δούμε για να τα θυμηθούμε καλύτερα είναι, το πήγαινε όπου σε στείλουν. Το όπου σε στείλουν είναι η δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση. Δηλαδή, οπουδήποτε σε στείλουν, πήγαινε και χρησιμεύει σαν επιρρηματικός προσβιορισμός του τόπου, στο πήγαινε, στην κύρια πρόταση. Ταχτοποίησέ τα όπως νομίζεις, όπως ξέρεις δηλαδή. Είναι η δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση, που έχει τη θέση επιρρηματικού προσβιορισμού του τρόπου. Πριν ολοκληρώσουμε την επανάληψη μας, να επισημάνουμε κάποια βασικά πραγματάκια, τα οποία είμαι σίγουρη ότι τα θυμόμαστε, αλλά τι να κάνω εγώ τώρα, εγώ είμαι βασικάλ και πρέπει να τα πω, γιατί θέλω όλοι να γράψετε τέλεια και στο διαγωνισμά και το ερωτέσετε και το ακουίζω ότι σας βάλουνε. Λοιπόν, ποια είναι αυτά τα πραγματάκια, είναι ότι οι ονοματικές προτάσεις, 1. Δεν χωρίζονται με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Ποιες είναι οι ονοματικές προτάσεις είπαμε, ειδικές, βουλητικές, ενδιαστικές, αναφορικές ονοματικές προτάσεις και ποιες ξέχασα? Ξέχασα τις πλάγες ερωτηματικές. Άρα λοιπόν, οι ονοματικές προτάσεις δεν χωρίζονται ποτέ με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Όμως, μπορούν να χωριστούν με κόμμα από τις κύριες μόνο όταν έχουν θέση επεξήγησης. Δεν ξέρω αν είχατε παρατηρήσει στις διαφάνειες που έδειχνα, αλλά όταν έλεγα ότι έχει τη θέση τη συντακτικά ως επεξήγηση σε ένα ουσιαστικό, διαχωριζότανε. Αν θέλετε να πάμε λίγο πίσω για να το δείτε αυτό το πράγμα που λέω, είναι αυτό το πράσινο. Σε όλα τα παραδείγματα, βλέπετε στις υβικές όπου είναι επεξήγηση, βλέπετε μάθατε το νέο κόμμα ότι φαβευούν αυξήσεις τις συντάξεις. Παρακάτω, ο Αντώνης έχει μόνο μία επιφημία, κόμμα να πάρει την υποτροφία, και εγώ επεξήγηση. Ενώ βλέπετε στα προηγούμενα που είναι υποκείμενο και αντικείμενο, δεν έχω βάλει το κόμμα γιατί δεν πρέπει να βάλω κόμμα, δεν πρέπει να χωριστεί. Μόνο στην περίπτωση της επεξήγησης χωρίζουμε τις ονοματικές προτάσεις από τις κύριες με κόμμα. Και επίσης, ένα τελευταίο που πρέπει να θυμόμαστε, στη περίπτωση των ονοματικών προτάσεων και συγκεκριμένα στις αναφορικές ονοματικές προτάσεις, είναι ότι δεν χωρίζονται με κόμμα όταν είναι αναγκαίες για το νόημα των κύριων προτάσεων. Όταν, δηλαδή, το περιεχόμενό τους είναι απαραίτητο συμπλήρωμα στο περιεχόμενο της πρότασης. Δεν βάζουμε ποτέ μα ποτέ κόμμα. Αυτά για τις ονοματικές που δεν πρέπει να ξεχάσω. Πάμε τώρα να δούμε τι δεν πρέπει να ξεχάσω στις επιρρηματικές. Στις επιρρηματικές πρέπει να θυμάμαι ότι χωρίζονται πάντα με κόμμα από τις κύριες προτάσεις. Μπορούμε να το δούμε αυτό και στα παραδείγματα που είχα στις διαφάνειες. Ξεκινάμε με τις τελικές, βλέπετε το παράδειγμα. Έτρεχε, η κύρια πρόταση, κόμμα, για να μην χάσει το τρένο. Επόμενο, χρονικές προτάσεις. Ενώ τραγουβούσε, που είναι η χρονική πρόταση, κόμμα, έπαιζε κιθάρα. Ετιολογικές προτάσεις. Θύμωσε, κόμμα, επειδή του μίλησα άσχημα. Μιλά, τόσο σιγά, είναι η κύρια πρότασή μου, ώστε δεν ακούγεται καθόλου. Βλέπετε, έχω βάλει και εδώ κόμμα για να τις διαχωρίσω τις δύο προτάσεις. Εναντιωματικές προτάσεις. Μολονότι δεν είναι πλούσιος, κόμμα, ζει πολύ ευτυχισμένος η κύρια πρότασή μου αυτή. Και εδώ κόμμα το βλέπουμε. Τα μαυρισμένα είναι οι δευτερεύουσες προτάσεις, τα μη μαυρισμένα είναι οι κύριες. Υποφετικές. Εάν βρέξει κόμμα, θα μείνουμε σπίτι. Αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις. Εδώ πέρα, βλέπετε, δεν έχω βάλει κόμμα, αλλά δεν έχω βάλει κόμμα, γιατί θα πρέπει να θυμάμαι ότι στην περίπτωση των αναφορικών επιρρηματικών, χωρίζονται συνήθως με κόμμα, αλλά όχι πάντα. Και αυτό γιατί θα πρέπει να κοιτάω το νόημα που βίνει η πρόταση. Οι δευτερεύουσες αναφορικές επιρρηματικές στην κύρια. Θα πρέπει λιγάκι, δηλαδή, να έχω ανεπτυχμένη και την κριτική μου ικανότητα, πέρα από τις γραμματικές μου γνώσεις. Και ένα άλλο πολύ σημαντικό, το οποίο θα πρέπει να το έχω στο μυαλό μου, και να αναβοσβήνει, είναι ότι βουλητικές προτάσεις εναντίον τελικών προτάσων. Και γιατί αυτές οι δύο είναι η μία αντιπαρέφαση με την άλλη. Γιατί αν θυμάστε, είχαμε το εξής. Στις βουλητικές προτάσεις, που είναι ονοματικές, είπαμε ότι εισάγονται με το μόριο να. Οι τελικές προτάσεις, οι οποίες είναι προτάσεις, οι οποίες δίνονται σκοπό και εισάγονται με το για να και με το να. Αυτομάτως, δηλαδή, μπορεί κάποιος να μπερβευτεί και να πει, αν δίνω να, τι είναι αυτό τώρα. Είναι βουλητικό, είναι, δηλαδή, πρόταση η οποία χρησιμοποιούμε, ονοματική πρόταση, την οποία χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε μία επιθυμία μας, μία ευχή μας. Είναι μία πρόταση η οποία χρησιμοποιούμε επιρρηματική για να εκφράσουμε ένα σκοπό. Λοιπόν, δεν μπερβευόμαστε, τι σκεφτόμαστε, αυτό που λέει παρακάτω, ότι το να που εισάγει μία βουλητική πρόταση, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το για να που εισάγει μία τελική πρόταση. Τι σημαίνει αυτό, σημαίνει ότι όταν μας βάζουνε μία άσκηση και θέλουμε να πούμε, να χαρακτηρίσουμε αν είναι βουλητική ή αν είναι τελική και έχει το να σαν συμβεσμό, σαν εισαγωγικό, να μας πει ότι με βάση το να, τι είναι η πρόταση, βουλητική ή τελική, αυτό το οποίο έχω να κάνω είναι, τι, στη θέση του να, να δω αν μπορώ να βάλω το για να. Εάν μπορώ να βάλω το για να, τότε η πρότασή μου είναι βουλητική ή τελική, τελική. Γιατί οι τελικές αντικαθίσταται και με το για να, οι βουλητικές δεν μπορούνε. Εγώ αυτά είχα να σας θεμίσω. Θέλω να πιστεύω ότι με μια πολύ καλή επανάληψη που θα κάνει ο καθένας και η καθεμία μόνη σας, θα τα πάτε τέλεια, είτε σε κάποιο τέστι, είτε σε κάποιο διακόνισμα, είτε στα quiz που ξέρω ότι σας αρέσουν πάρα πολύ. Δεν είναι δύσκολα, απλά πρέπει να θυμόμαστε συνδέσμους εισαγωγής, τα ρήματα, εξάρτησης και να είμαστε και σε θέση να διακρίνουμε τη συντακτική λειτουργία. Το powerpoint θέλω να πιστεύω ότι ήταν βοηθητικό. Αυτά από μένα, καλή συνέχεια, καλή επανάληψη και καλά σκόρ.
|