Η εκφορά του λόγου στην τηλεόραση, ο τηλεοπτικός χώρος και χρόνος αποτελούν τις βασικές θεματικές της συγκεκριμένης ενότητας.: Σημείωστε λοιπόν να δείτε στην διαφάνεια, είναι μια υποενότητα, έτσι, αυτού του αρχείου. Εδώ, το πρώτο θέμα που ήθελα έτσι να φίξω εκ τροκάδιν είναι αυτό που βλέπετε ως τίτλο. Τα ιδρύματα της γλώσσας που εναλλάσσονται, συμφένονται μέσα στον τηλεοπτικό λόγο, όχι μόνο του τηλεοπτικού λόγου, αλλά και γενικότερα της τηλεόρασης. Κατ' αρχή να κάνουμε σαφή τη διάκριση ανάμεσα στο χαμηλή γλωσσί του κοιλί και ψηλή γλωσσί του κοιλί. Εδώ να τονίσω ότι αυτό δεν είναι γνώρισμα μόνο της τηλεόρασης, είναι γνώρισμα γενικότερα της δημοσιογραφής και του δημοσιογραφικού λόγου. Έτσι, δηλαδή, έχουμε και στην εκμερίδα και το περιοδικό, έχουν υψηλή γλωσσί και ψηλή γλωσσί και χαμηλή γλωσσί και ψηλή γλωσσί. Ποιος πια, μάλλον, θα μας πει, έτσι, τι σημαίνει ο πρώτος όρος και τι σημαίνει ο δεύτερος. Έχουμε και παρεβήματα από κάτω, χαμηλής και υψηλής. High variety, low variety. Αυτό είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ βασικό για ένας δημοσιογράφος, το οποίο μπορεί να χειρίζεται με άνεση και τις δύο επικοιλίες υφούς, ανάλογα με την εκκομπή, ανάλογα με το είδος του δημοσιογραφικού άρθρου, ανάλογα με τον καλεσμένο που έχει, ανάλογα με τον αυτοκτημάγκρας, τον οποίον, ή τον ουρωνόμασον, τον οποίον επιθύνει μια ερώτηση. Ας πάρουμε τα παρεβήματα. Εκκλημπές πεκείλου περιεχομένου, όπως είναι για παράδειγμα η πρωινή ζώνη, το πρωινό μαγαζίνο, χρειάζονται καθημερινό λόγο, χρειάζονται ένα λόγο ρέοντα, χωρίς λόγια στοιχεία, χωρίς εθνικό λόγο. Άρα, είμαστε σε αυτό το επίπεδο, ενός λόγου που καταλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος μιας γλωσσικής κοινότητας, εθνικής κοινότητας. Εκκλημπές στο ζώνης υψηλής τηλεφέασης. Υψηλή τηλεφέαση είναι και το βελτίο ειδήσιο, και οι ζώνες που είναι κοντά στο μεσημέρι επίσης. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο να πούμε. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι το τρίτο σημείο, καθημερινή γλώσσα, το σκλειώσε εισαγωγικά με την έννοια ό,τι πολύ κόμψω πάντα, κάποιες φορές τολμηρώ, που μπορεί να φτάνει και στα όρια του άσενου, χιούμο κλπ. Η ψηλή γλωσσική πικλία είναι το επίσημο ύφος, το προσερμένο ύφος, το ύφος δηλαδή το οποίο μοιάζει πιο πολύ με γραπτό λόγο παρά με προφορτικό λόγο. Άρα, έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά, μην τα επαναλάβουμε, το γραπτό λόγο εκεί. Μάλλον αυτή την πικλή γλώσσα συναντάμε πιο πολύ σε ορισμένες εκπομπές, όπως βλέπετε, πολιτιστικού περιογωμένου, σε εκπομπές που είναι αργά, παράδειγμα, σε ένα τοξό που έχεις καλεσμένο έναν καλλιτέχνη, έναν επιστήμονα, έτσι όπως, για παράδειγμα, την εκπομπή της Φλέσσα, σάκρα, ακριβώς είναι μια τέτοια, νομίζω, και άλλες εκπομπές, η Ζαχαροπούλου που έχει καλλιτέχνες, καστικούς, συνήθως καλεσμένους και πιο πολύ στην κρατική, στην δημόσια ή στην ιδιωτική τηλεόραση, προφανώς. Στη δημόσια τηλεόραση, έτσι, και λιγότερο στην ιδιωτική, όχι, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε και εκπομπές τέτοιες στην ιδιωτική. Και γενικά, αν μπορούσατε να την παραθέσει κανείς από την επικοινή λεπτοσυμπορικού, θα έλεγε ότι είναι η εντός αγωνιτών καλλιεργημένη δημόσια, δηλαδή που κάνει ύφος, έτσι. Και κάτι ακόμη που δεν φαίνεται στη διαφάνεια. Αυτή η διάκριση δεν είναι μαύρο-άσπρο, αν έχω χαμηλή κυλία, δεν απαιτεί στιγμές και το μπαλίν, δηλαδή μπορεί να είμαι και σε μια διάμεση στάση ή να υπάρχουν στοιχεία οι ξυλίες μαζί με χαμηλή σε διαφορετικές αναλογίες και το αντίθετο, έτσι, που είναι και, θα έλεγα, μάλλον ο κανόνας. Δηλαδή δεν μπορώ να φανταστώ σε μια εκπομπή να υπάρχει μόνο η ψηλή και το μεγάλο κοινό να μην το αγγίζει, ούτε συνεχώς χαμηλή κυλία και να θυμίζει καφενείο, να θυμίζει κοτσοκολείο, κλπ. Επίσης, στα επίπεδα αυτά, πρέπει να σπελάβουμε τη γλώσσα της ειδικεύσης, τη γλώσσα της επιστημονικής σε διάφορες μορφές, η οποία όμως δεν είναι γλώσσα της επιστήμης, είναι γλώσσα εκλαίκευσης, υπάρχουν αρκετά ιστορικές εκπομπές στην κλεόραση, ιδικές, υπάρχουν και κομμάτια του Δελτίου, ιδιαίτερα η δημόσια κλεόραση είχε πάρα πολλές τέτοιες σφήνες με ρίβια προς το τέλος του Δελτίου, πριν από τα αθλητικά, όπου υπήρχαν αναφορές ιατρικά θέματα, σε ανακαλύψεις κλπ. Επίσης, το κομμάτι του Δελτίου καιρό, του μετεωρουργικού Δελτίου, είχε περισσότερες, έχει λιγότερες λέξεις, όρους επιστημονικούς, τώρα έχει αλλάξει μορφή. Και τέλος, ένα άλλο επίπεδο το οποίο κανείς μπορεί να μελετήσει είναι το ιδιαίτερο υφός ενός παρουσιαστή ή ενός ρεπορτερ ή ενός σχολιαστή, που είναι πιο δύσκολο να μελετηθεί σε σχέση με τα προηγούμενα επιπλήματα, γιατί έχει πάρα πολλές παραμέτρους. Πρέπει κανείς να μελετήσει για πάρα πολύ χρόνο τον τρόπο που μιλάει, ακόμη και που διαβάζει ένα γραπτό κείμενο ενός παρουσιαστής, για να δώσει έτσι πλήρως το προφίλ. Πολύ πολύ σύντομα καταλήγω σε αυτές τις διαπιστώσεις, τις γενικότερες, μια κουβέντα για την καθεμία. Αν κάποτε μιμούνταν σήμερα, έπαψε να μιμήτε τη λόγω αθρολογίας δικαιολογική γλώσσα, τη γλώσσα της τηλεόρασης. Θα σας βάλω σε λίγο να δείτε ένα βιντεάκι της δεκαετές του 90 το κρατική τηλεόραση, για να δείτε πόσο προσεκτική είναι η γλώσσα του παρουσιαστή, ο οποίος θέλετε εκείνη τη στιγμή να αυτοσχεδιάσει κάτι όχι πάρα πολύ συνηθισμένο. Φυσικά δεν μιμήτε τη γλώσσα της λογοτεχνίας. Αν κάποτε το έκανε σε μια κατηγορία εκκομπών, όπως ήταν ας δούμε το Αλάτι και την Πέτυχα του Γερμανού, ή κάποιες εκκομπές με εγκαλισμένους σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος της πολύ πολύ παλιάς κρατικής τηλεόρασης, κρατήστε το τρία οπωσδήποτε. Το τρία είναι σημαντικό. Γιατί είναι σημαντικό το τρία? Διότι, όπως και στο βιβλίο μου μέσα αξιγώ, αλλά το έχω πει κατά καιρούς, ένα φαινόμενο που θεωρείται πάρα πολύ βασικό για όλα τα σύγχρονα κράτη, δηλαδή η καθένα σου είναι ασυθύσιμης γλώσσας. Αυτό που ονομάζουμε standardization. Το οποίο στην Ελλάδα, και σημειώνστε το αυτό, είχε μια ιδιαιτερότητα επειδή είχαμε τη δημοτική και την καθαρότητα. Δηλαδή, στη δεκαετία του 70-80 έχουμε την επίσημη καθιέρωση, το Νοέμβριο του 1976 γίνεται αυτό, έχουμε την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, αλλά αυτό πράγμα δεν είναι αρκετό για να την ευρεώσει στα μέσα. Τα μέσα δηλαδή αγωνίζονται καμιά δεκαετία χρόνια περίπου, αν παρακολουθείς κανείς, δελητία τουλάχιστον, για να καταφέρουν να φτιάξουν ένα γλωσσικό όργανο ικανό να εκφράσει όλες τις ανάγκες. Όλες τις ανάγκες για ενημέρωση, όλες τις ανάγκες για πληροφόρεση. Μάλιστα, σε ένα βιβλίο που το έχω αναφέρει και αν θέλετε σημειώστε το, είναι το βιβλίο του Μάκριτς «Νεοελληνική γλώσσα». Ο Μάκριτς, ο οποίος είναι Άγγλος και μας ενδιαφέρει η ματιά ενός μη Έλληνα για τη γλώσσα μας, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ήρθε κάτι σε χρόνια με λέξη με πάρα πολύ φροντίδα και λεπτομέρεια τη γλώσσα, κρατώντας σημειώσεις πριν γράψει αυτό το βιβλίο, ακούγοντας συντροφιές να μιλάνε, ανθρώπους στον δρόμο κλπ. Λέει κάπου πολύ χαρακτηριστικά σε αυτό το βιβλίο και σε άλλα το βιβλία, ότι η νέα ελληνική, κοινήν ελληνική, είχε πρόβλημα δηλαδή είχε πρόβλημα λόγω κοινωνικής διγνωσίας να χρησιμοποιεί παλιότερα, δεκαετία 60-70, πολλούς όρους της καθαρέμουσας, όχι μόνο ορολογία επιστημονική αλλά και τύπους, κλητικά δηλαδή, μορφολογικά τύπους της καθαρέμουσας που είχε αναεκφράσει πολύ απλά νοήματα. Αυτή λοιπόν η δητυπία που είχε, δημορφία που είχε η γλώσσα, αποκτάει έναν ενιαίο παρακτήρα και γίνεται έναν πάρα πολύ ικανό εκφραστικό όργανο κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80. Τότε κανείς μπορεί να παρατηρήσει μια αρκετά μεγάλη ομοιογένεια και στα δύο κανάλια, τα κρατικά της αποχείς εκείνης, και μετά από λίγα χρόνια, μετά από πέντε χρόνια, τον εμφανίζεται η ιδιωτική κλειόραση και στα πρώτα ιδιωτικά κανάλια. Γι' αυτό λοιπόν λέμε ότι η τηλοκτική γλώσσα και κυρίως θα έλεγα η γλώσσα του τηλοκτικού δελτίου, που είναι και εγγραπτή και προφορική, δηλαδή έχει όλη την πικιλία των μορφών μιας γλώσσας, μπορεί να θεωρείται παράδειγμα προς μημισή, δηλαδή ξακολουθεί να είναι η καλύτερη λογική γλώσσα κατά τη γλώσσα που σχολεί. Δηλαδή μπορεί κανείς, ξένος που έρχεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και ένας Έλληνας που πάει κάπου αλλού ή οποιοσδήποτε, μπορεί να θεωρήσει ότι η γλώσσα των ιδίσεων είναι ένα πρότυπο γλωσσικό. Δεν έχει στοιχεία περιφερειακών ιδιωμάτων, λοσσών του περιθωρίου, δεν έχει ακρότητες, δεν έχει πάρα πολλά λόγια στοιχεία, είναι η γλώσσα του στοιχειωδός, θα λέγει, για κάποιους μορφωμένους ανθρώπους, δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος έχει τελειώσει ένα λίκιο για παράδειγμα ή ενδεκομένως έχει πάει και λίγο παραπέρα. Τώρα τα υπόλοιπα, νομίζω δεν χρειάζεται να επιμείνουν πολύ σε αυτά, ένα είναι ότι το πρόγραμμα της τηλεόρασης, δηλαδή η ώρα στην οποία προβάλλεται μια κομπή, η έκταση μιας εκκομπής, ο χρόνος που δίνεται για μια συνέντευξη, όλα αυτά είναι στοιχεία περιοριστικά τα οποία έχουν επίκτωση και στο λόγο της δηλώσσας και το τελευταίο είναι ότι γενικά η τελευταία γλώσσα, επειδή απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό, δεν είναι μια γλώσσα elit, δεν είναι μια γλώσσα, πώς να πω, που να θυμίζει ούτε λογοτεχνία, όπως είπαμε παραπάνω, ούτε δοκέμιο, ούτε ένα καλλιτεχνικό προϊόν ή ψηλή στάθμιση, τίποτα από αυτά. Είναι για παραγωγή λόγου, η οποία αφορά, απευθύνεται και θέλει να αγγίζει όλη την γλωστική κοινότητα. Αυτό είναι το ένα. Να κάνουμε εδώ μια μικρή παράψη, να δούμε ένα παραδειγματάκι, χαρακτηρίζουν τη δηλωτική γλώσσα, έτσι, χαμηλή, ψηλή ποικιλία, γλώσσα ειδικότητας και ιδιόλεκτος των παρουσιαστών, αλλά και των ρεπορτερ. Εδώ αυτά θα πρέπει να τα δείτε και μόνοι σας, δηλαδή διάφορες ποικιλίες γραφτής γλώσσας. Να πω κάτι για τις εργασίες. Είναι θέματα τα οποία προσφέρονται ιδιαίτερα, νομίζω, για μελέτη, και συγκεκριτική μελέτη, αλλά και μελέτη επιμέρουσης του ίδιου ίδιου Δελτιού. Για παράδειγμα, η τελεοπτική τίτλι στην ποικιλία, που κάποια στιγμή ανέφερα την επαναλαμβάνω, νομίζω ότι μπορεί να γίνει μια πολύ καλή εργασία. Δηλαδή, είτε τρέιλερ, είτε ειδήσεις για ένα λεπτό, είτε το ειδήσεις επίτλους που διαβάζετε στην αρχή του Δελτιού, λίγο πριν, ή καμιά φορά και μετά το σήμα. Όλες αυτές είναι μορφές, θα λέγα, τηλεγραφικής γλώσσας. Είναι ένας όρος που τον χρησιμοποιώ και σε άλλα μαθήματα και μπορεί κανείς, είτε να δει συνδετικά 2-3 κανάλια, πώς παρουσιάζεται την ατζέντα της ημέρας και αυτό να το δει σε έναν αριθμό ημερών, έτσι, 5-6 ημερών. Επίσης, μπορεί να κάνει τη σύγκριση ανάμεσα σε τελεοπτικούς και έλλειπους τίτλους για τις ίδιες ειδήσεις, έτσι, για να δει τη διαφορά που υπάρχει στην έκθεση των λεπτομερίων. Παράδειγμα, οι εφημερίδες έχουν υπέρ τίτλους υπό τίτλους, οι τηλεοπτικοί τίτλοι δεν έχουν πάντα, έχουν συνήθως ένα κύριο τίτλο, καμιά φορά μπορεί να έχουν και ένα ίδιο υπό τίτλο. Στο βιβλίο μου, μέσα στο κεφάλαιο για τους τίτλους, θα δεις αρκετά παραλήμματα σχετικά με το θέμα αυτό και οι τίτλοι είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα και των μελετητών και των δημοσογράφων των ίδιων. Θυμίζω το βιβλίο του Πασαλάρη «Μια Ζωή Τίτλοι», έτσι επίγραφεται το βιβλίο του, που σημαίνει ότι η αγωνία της ελκυστικής τυκλοδότησης καθημερινά είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα του δημοσογραφικού λόγου, είτε είσαι στην εφημερίδα και στο βιβλικό, είτε είσαι σε ραδιόφωνο και τη ώρα. Είναι ένα θέμα που πολύ χρήσιμο είναι αυτό. Τώρα το μεταγραφές είναι ένα λίγο τεχνικό ζήτημα, αν θέλει κανείς μπορεί να ασχοληθεί και με αυτό. Εγώ έχω ασχοληθεί λιγάκι. Βέβαια κυρίως η προφορική γλώσσα είναι αυτή που μας ενδιαφέρει και αυτό και εστίασα στην προσοδία την προηγούμενη φορά και σήμερα θα μιλήσουμε για τη δίξη, η οποία και αυτή είναι ένα χαρακτηριστικό του προφορικού λόγου, δεν είναι να το έχει με τον ίδιο τρόπο η εφημερίδα, δηλαδή το εγώ εδώ τώρα όπως θα πούμε, το δεικτικό κέντρο είναι ένα στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζει τον προφορικό λόγο και όχι τον γαρτολόγο. Από την και πέρα προσέξτε λίγο στη μέση κάπου αυτής της διαφάνειας, λεπτικές εναλλαγές. Ένα άλλο θέμα λίγο μελετημένο που έχει όμως ενδιαφέρον και έχει και πρακτικό ενδιαφέρον για εσάς είναι η συνομιλία παρουσιαστή και ρεφόρντερ στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ. Λίγα πράγματα έχουν γίνει γι' αυτό το θέμα, εγώ θα τους είστεινα ως ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που δείχνει πώς χειρίζεται τα μερίδια του λόγου ένας παρουσιαστής που στα ιδιωτικά κανάλια είναι συνήθως ελεμπρητή, έχει μια πολύ εξουσία πάνω στο θεσμίτιο, στα δημόσια κανάλια, μάλλον ένα είναι το που έχω αυτή τη στιγμή, αλλά παλιότερα ήταν τρία, έχει μια πιο δημοσιευπαλληλική ιδιότητα, πολύ πιο μαζεμένος, πολύ πιο υπηρεσιακός, δεν είναι τόσο εξουσιαστικός, το είδος των ερωτήσεων, το είδος των διευκρινήσεων, το είδος των απαντήσεων του ρεπόρτερ, να δει επίσης το πώς συμπεριφέρεται ανάλογα με το αν είναι ανταποκριτής, αν είναι τοπικός ανταποκριτής, αν είναι ειδικός αντεσταλμένος κλπ. Υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το έχω μεταφράσει πιο όλας και σας το στέλνω πάντα, που μελετάει ακριβώς αυτό το κομμάτι του Δελτιού, δηλαδή τη συναλλαγή ανάμεσα σε δύο από τους πυλώνες, ας το πω έτσι, του Δελτιού που είναι ο παρουσιαστής από τη νέα και ο Ο και Ή, όχι ένας, μόνο ο ρεπόρτερ. Τέλος, ένα άλλο, και γι' αυτό ήθελα να δω, να δούμε αυτό το βιντεάκι ως ένα μόνο δίπλα, υπάρχουν πάρα πολλά, εδώ πρέπει να συνδυάσει κανείς γραπτή και υποφορική γλώσσα, είναι οι διάφοροι τρόπους τους οποίους κανείς κανείς, ένας παρουσιαστής μία παρουσιαστή, δηλαδή, ή εκφωνητής-εκφωνήτρια, ζωντανεύουν το γραπτό κείμενο. Γι' αυτό μιλάμε για μικτή τηλεοτρική γλώσσα, για γλώσσα η οποία δεν θέλει μόνο να πληροφορήσει, θέλει να μην είναι ανοιαρή, να είναι ακουστή, να είναι ευχάριστη, να κάνει τον τηλεοτροφητή να την προσέξει, και εδώ είναι που χρειάζεται πάλι ένας χρυσός κανόνας, μια ισορροπία ανάμεσα στην καλή πληροφοριακή γλώσσα και τον ελεγχόμενο εντυπωσιασμό. Γιατί με εχεί το παρακάνω, το έχω ξαναπεί αυτό, και τα στοιχεία της εκφραστικότητας της υπερβολικής είναι τόσα πολλά, ή επίσης της προσαγόρευσης της τροφής προς το κοινό, που χάνεται η πληροφορία μέσα στα τερτύπια του παρουσιαστή σελεύριτι, ο οποίος προσπαθεί να γίνει αρεστός, να ίσως και να νικήσει εντός της αγωγικών τους παρουσιαστές των άλλων δελτιών, που τρέχουν την ίδια ώρα, προβάλλοντας ας πούμε στις 8 για παράδειγμα ή στις 9 αναλόγως. Και αυτό λοιπόν είναι ένα θέμα το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εδώ θα έλεγα ότι επειδή πρόκειται για πρόσωπα συγκεκριμένα, η μελέτη της εκφοράς είναι εν μέρει και μελέτη περίπτωσης. Δεν είναι δηλαδή να συγκρίνεις μόνο τρία-τέσσερα κανάλια πώς εισάγουν στην ίδια ίδη συμμετεί πληροφορίες. Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα και στο δουλειο που μπορεί να βρει κανείς πάρα πολύ εύκολα. Αλλά και οι περίπτωσες του συγκεκριμένου άνθρωπου ή της συγκεκριμένης αρχαιάστριας, πώς ζωντανεύουν αυτό το αναγυρνουσχόμενο τελφονόμενο υλικό. Αυτά τα προσπερνάω. Εδώ μη σίγουρα για αυτή τη διαφάνεια η οποία και αυτή έχει μια χρησιμότητα και τελειώνουμε με αυτό το αρχείο. Αν μπορεί κανείς να μιλήσει πολύ-πολύ γενικά για καθολικά κατασκευαστικά της τηλεοτυπικής γλώσσας, που την αντιδιαστέλουν προς τη γραπτή γλώσσα ή τη γλώσσα της έλληνικής δημοσιογραφής, θα έλεγε ότι είναι αυτά τα τρία. Το ένα είναι ανεξαρτήτως κανάλιου τώρα, έτσι, η αντιμετώπιση των πληροφοριών με έναν τρόπο… το απαθήσ μη το παρεξεγγίσετε, που δεν θέλει να εμπλέχεται συναισθηματικά, που θέλει δηλαδή να τις παρουσιάζει με ξηρό τρόπο, με πληροφοριακό τρόπο και με τεχνικό με την έννοια να μεταφέρει πληροφορίες που έρχονται από μεγάλα πρακτόρια ή ξέρω εγώ από ανταποκριτές με ένα επαγγελματικό καθαρά τρόπο, που σημαίνει ότι η ήδηση που αφορά το μεγάλο κοινό πρέπει να είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, πρέπει να είναι πληροφοριακή, έως και στεγνή θα αλληλεγεί κανείς και χωρίς εμπλοκή συναισθηματική. Το δεύτερο είναι και αυτό να το κρατήσουμε επίσης και έχει σχέση με το ότι μια εβδομάδα διαβάζουν πέντε, δέκα, άντε και εκατό χιλιάδες αναγνώστες σε ένα τηλεοπικό δελτιό που μπορεί να το βλέπουν εκατομμύρια, έτσι το δελελεκτές είναι πολύ μεγαλύτερο, άρα η επιλογή λέξεων. Και επιλογή λέξεων τι σημαίνει, αυτό κρατήστε το. Επιλογή λέξεων σημαίνει κυρίως και κατά βάση τρόπος αναπαράστασης της πραγματικότητας, δηλαδή το πώς θα λέξουμε στο κοινό μας ένα τροχαίο, ένα σεισμό, ένα έγκλημα, μια κοινωνική εξέγγιση και λοιπά, έχει να κάνει κυρίως με λεξιλόγιο και λιγότερο με σύνταξη. Κι ακόμα και η επιλογή λέξεων αποτιμιάν και δευτερευόντως θα έλεγα και οι συντακτικές δομές, όταν λέω συντακτικές δομές εννοώ μήκος προτάσεων, αριθμός δευτερευουσών προτάσεων που κάνει πιο σύνθετο το λόγο. Άρα απλές συντακτικές δομές, αυτό εννοώ, κάτι που ο γραπτός λόγος αρέσκεται να παίζει με αυτό, να τις μεγαλώνει. Όταν, λοιπόν, έχουμε επιλογή λέξεων κατάλληλων από το μεγάλο, το κοινό λεξιλόγιο και απλές συντακτικές δομές, τότε αποκλείονται όσο να τον λιγότεροι τηλεκτρατές. Άρα γίνεται αμέσως κατανοητό, δεν υπάρχουν απορίες, δεν υπάρχουν αμφισυμείες, διφορούμενες λέξεις, φράσεις κλπ. Και οπότε αμέσως περνάει το πήγμα εύκολα. Και το τελευταίο στοιχείο είναι ότι έχουμε ένα ισοζύγιασμα ανάμεσα σε ανακοίνωση της ίδησης, ανακοίνωση του θέματος. Και ανάλογα με το κανάλι στο οποίο κανείς βρίσκεται, αν είναι, δηλαδή, ένα πιο λαϊκό, ένα πιο, ας το πούμε, σοβαρό, έχουμε διαφορετικό, λοιπόν, μεγέθυνση του θέματος. Όταν λέω μεγέθυνση, εννοώ παροχειλεπτομέρειών, προσθήκη πηγών, διασταύρωση μαρτυριών και λοιπά, όλα αυτά τα εργαλεία που μας επιτρέπουν να διεσδίσουν σε ένα θέμα, σε μια ίδηση, αλλά ταυτόχρονα και να επιτρέπουν στο κανάλι να χειραγωγήσει, όπως λέει παρένθεση κάτω, την πρόσληψη, την ερμηνεία μιας ίδησης, το φωτισμό μιας ίδησης. Αυτά, λοιπόν, είναι τα χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούν κάπως, όχι απόλυτα, τη γλώσσα της τελευταίας από τη γλώσσα της εκμέρειδας. Τελειώνω με αυτή τη διαφάνεια, με αυτή τη σειρά διαφάνειων, μάλλον, συγνώμη. Απλώς θα σας πω κάτι, να προσέξετε, δεν θα πω σε λεπτομέρειες, γιατί έχει να κάνει με τη συνέντευξη, την οποία θα δούμε στο τελευταίο μέρος του μαθημάτους, αφού τελειώσουμε ό,τι έχουμε να πούμε για το δελτίο του τηλεοπτικού. Λίγο παρακάτω, λοιπόν, εδώ ακριβώς, αν θέλετε σημειώσετε τον αριθμό, είναι η 13η διαφάνεια. Είναι 4-5 διαφάνειες στη σειρά. Αναφέρονται σε μια ταξινόμηση των μορφών συνέντευξης και συνομιλίας, που δεν θα τη δείτε αλλού. Το συνομιλείο είναι αυτό που βλέπετε στη δεύτερη αράδα, που έχει τον υπότικλο, όπως βλέπετε, ανάλυση διαπιδραστικών μορφών επικοινωνίας, δηλαδή μορφών συνομιλίας, και είτε, όπως βλέπετε, 4 φύπους συνομιλιών. Αυτή η μασή είναι χρήσιμη, πολύ χρήσιμη δημοφορία, που, φυσικά, στις εργασίες μπορεί να είναι και ένας, ας το πούμε, δρομοδείκτης στο πώς θα αναλύσουμε ρωτοαποκρίση και λοιπά. Η συμμετρία είναι ένα κριτήριο του πόσο παίζει ρόλο η κοινωνική δύναμη των συνομιλητών, γιατί υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο συμμετρικές διαδράσεις. Δηλαδή, όταν έχεις δύο υπουργούς, ξέρω εγώ, ένα πρώιν και έναν είναι καλεσμένος, υπάρχει το στοιχείο της συμμετρίας. Ή, όταν έχεις δυο καλεσμένους σχολιαστές, υπάρχει το στοιχείο της συμμετρίας, όταν είναι παγελματιές. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου δεν έχουμε κοινωνική συμμετρία και αυτό επηρεάζει τα πάντα. Επηρεάζει τον τρόπο που ρωτάει ο μουσουγράφος, τον τρόπο που διακόπτει, που δίνει το λόγο κλπ. Εκομμένως, ένα κριτήριο που ρυθμίζει και την οργάνωση του λόγου και την εκτίληξη και τη γλώσσα την ίδια είναι το αν έχουμε ισοτιμία ή όχι κοινωνική άραμη στους συμμετοχητές. Το δεύτερο κριτήριο σε αυτή τη ταξιδόμηση είναι αυτό που ονομάζει ο μελετητής εδώ συμπληρωματικότητα. Συμπληρωματικότητα σημαίνει συνεργατικότητα, συνεργασία. Πολύ πιο απλά. Ανάμεσα σε τι και σε τι. Ανάμεσα στον δημοσιογράφο, τον επαγγελματία, τον συνεντευκτή, τον οικοδεσπότη, την οικοδέσποινα, μιας εκπομπής και στον καλισμένο, διότι η καλή συμπραξία, η καλή συνεργασία μπορεί να αποδώσει μια εκπομπή σωστά ενημερωτική, ενδιαφέροντα, να πυροδοθεί σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο, αλλιώς εάν δεν υπάρχει αυτό το σημείο της συμπληρωματικότητας και υπάρχει μια πολιτική σύγκρουση, υπάρχει μια ένταση, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, έχουμε ομές, έχουμε κενά, δεν τελειώνει η συζήτηση κάπου, δεν καταλήγει καν τέτοιους φαινόμενα ασυνέχειας, θα μπορούσε να πει κάποιος, του διαλόγου. Άλλα δύο στοιχεία, το τρίτο είναι η συνεργασία, αλλά δεν εννοεί αυτό που είδαμε στο προηγούμενο κριτήριο, εννοεί καρτιάδω εδώ ο Γάλλος Μελεκτής, εννοεί μια υποφελή συνεργασία, μια υποφελή και οικονομικά ακόμη συνεργασία ανάμεσα στη σύνταξη της εκπομπής, ανάμεσα στον οικοδεσπότη και τους καλευμένους, στην περίπτωση ας πούμε που προμοτάρει ή ενισχύει το προφίλ ενός πολιτικού προσώπου εντυπωσιακός εμπειρογνώμων. Υπάρχει λοιπόν και αυτό το στοιχείο, το οποίο πρέπει να το πάρουμε υπόψη μας, όταν δηλαδή η συνεργασία γίνεται με δεύτερες σκέψεις, γίνεται με πρόθεση όχι μόνο την καλή κουβέντα, την καλή συζήτηση, αλλά και το να υποφεληθεί ο καλευμένος ή ο οικοδεσπότης από την παρουσία του ενός και του άλλου. Είναι το στοιχείο των ανταγωνισμούς στα αντιπαίσεις, στις τηλεμαχίες. Εκεί έχουμε μια ιδιαίτερη περίπτωση διάδρασης, όπου οι περιορισμοί είναι πολλοί, χρόνος, έτσι με χρονόμετρο, σειρά, ίσα μερίδια του λόγου, ερωτήσεις, απαντήσεις πολύ συγκεκριμένες, ατζέντες, ερωτήσεις και λοιπά. Αυτά δεν χαρακτηρίζουν ούτε τα στρογγυλά τραπέζια, ούτε άλλες μορφές τοξούς. Επίσης είναι συνήθως σε προϋκογικές περιόδους, όπως ξέρετε, και όχι οποτεδήποτε. Ουμένως εδώ έχουμε μια ιδική, εντελώς ιδική περίπτωση, θα λέγει για κανείς ρητορικού αγώνα, αγώνα λόγων, όπως λέγαν οι αρχαίοι μας, όπου πολιτικοί κατά κανόνα προσπαθούν να δώσουν τον καλύτερο τσέα. Αυτό να νικήσουν τους αντιπάλους, να απαντήσουν σε δύσκολες ερωτήσεις, σε πάρα πολύ σύντομο χρόνο, δηλαδή αυτό που λέει η λέξη. Ένας σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα ενός εμπορισογράφου και τους υπόλοιπους, αλλά και μεταξύ των καλεσμένων, να κερδίσουν τις ελπώσεις και να κερδίσουν και πώς τους τα λέγει κανείς η πλουρική διαμάχη. Αυτή η εντυπωλογία εικόνας μείνει κάπου στην άγρυο ως ένα χρήσιμο εργαλείο, το οποίο θα το επαναφέρουμε όταν μιλήσουμε για συνέντεψη. Εδώ το τελευταίο μέρος αφορά τις σφιωπές, ένα ενδιαφέρον θέμα, αλλά στο οποίο δεν θα υπησέλθω λόγω έλλειψης χρόνου. Λοιπόν, κλείνω αυτή τη σειρά διαφάνειών. Να ξαναπω αυτό που είπα και λίγο πιο πριν, ότι όταν θέλουμε να μελετήσουμε τις ιδιαιτερότητες εν προκειμένου του τελευτακού λόγου, δηλαδή λόγου προφορικού και συνομιλιακού, πρέπει να εξαντλήσουμε όλες τις διαφορές, μην μιλήσουμε δηλαδή για κάτι με το οποίο θα συναντάνουμε και στον έντυπο, αλλά πρέπει να οδηγήσουμε τις διαφορές. Μία, λοιπόν, από τις χαρακτηριστικές διαφορές του τελεοπτικού από τον έντυπο είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν τα γραμματικά πρόσωπα, δείχνεται ο χρόνος, δείχνεται ο χώρος. Κρατήστε μια φράση που δεν θα τη δείτε στις διαφάνειες, την είπα προηγουμένως, δεικτικό κέντρο. Σε κάθε γλώσσα, λοιπόν, δεικτικό κέντρο θεωρείται ο τρόπος που αναφέρεται το υποκείμενο στον εαυτό του, το εγώ ας οδηγούμε έτσι, πρώτον, το εδώ, για τις αισθέσεις με το εδώ μιλάμε και για το εκεί, για το παραπέρα και λοιπά, αυτό σημαίνει δεικτικό κέντρο, και το τώρα. Δηλαδή, οι διαστάσεις του χρόνου, του τόπου και του υποκειμένου που μιλάει, αν συνδυαστούν, δίνουν αυτό που ονομάζουμε δεικτικό κέντρο. Για να δούμε τώρα το καθένα από αυτά ξεκοριστά και ποιέν σημασία του για τη χρήση του τηλεοπτικού λόγου. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα τα οποία έχω αντλήσει από το βιβλίο, από μανιτοφωνημένα, αλλά πρέπει πρώτα από όλα να δούμε και λίγη θεωρία. Τα πρόσωπα τα γραμματικά, όπως θέτε είναι τρία, πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Θα ξεκινήσουμε από το λιγότερο, ίσως ενδιαφέρον, το τρίτο, για να πάμε μετά στο πρώτο και στο δεύτερο, ενικού και πληθυμικού αριθμού. Το τρίτο πρόσωπο είναι ένα μη πρόσωπο, με την έννοια ότι, όταν αναφέρει σε κάτι που έκανε κάποιος, αυτός ο κάποιος δεν είναι ανάγκη ούτε να είναι παρόμου, ούτε να τον ρωτήσεις, ούτε να περιμένεις την απάντησή του κλπ. Όπως συμβαίνει όταν μιλάμε εγώ και εσύ, έτσι και βρε θεέ μου, ένας στον λόγο στον άλλο. Αυτή την έλεια είναι ένα αφημένο πρόσωπο, το τρίτο πρόσωπο, το οποίο όπως βλέπετε στη συνέχεια εκεί, με τα έντονα στοιχεία, είναι το πρόσωπο της αφήγησης, το πρόσωπο της αναπαράστασης των γεγονότων, της εξιστόρησης, αλλά και της αφηγηματοποίησης ακόμη. Θα δούμε τη διαφορά της αφήγησης. Το μυθοπλασία μην το εκλάβεται ως μυθιστόρημα, ως λογοτεχνία, αλλά ως αναπαράσταση της πραγματικότητας. Όταν μια ιστορία, δηλαδή μια είδηση, ένα νεπορτάζ κοιλάει με έναν τρόπο που δεν μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιος μιλάει, γιατί αυτός που μιλάει είναι ας πούμε ο δημοσιογράφος, ο ρεπορτερ ή ένας αφηγητής, τότε μπορεί να πει κανείς ότι η ιστορία τρέχει από μόνη της, εξιστορείται από μόνη της, αλλά είναι σε τρίτο πρόσωπο. Το τρίτο πρόσωπο λοιπόν είναι μια συνθήκη που διευκολύνει πάρα πολύ την τηλεόραση και δεν θέτει πρόβλημα αναγνώρισης ας το πούμε του αφηγητή. Δεν σκέφτεται κανείς, τώρα αυτό που λέει, ξέρω εγώ το ρεπορτάζ, το αφηγήτο τάδε ρεπορτερ ή το αφηγήτο τάδε μυσογραφή, δεν είναι εύκολο να μας παρασέρνει η τρίτο πρόσωπο η αφήγηση σε κάτι που θεωρείτε ότι από μόνο του συμβαίνει έτσι, εκτιλήσετε έτσι. Αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο είναι ότι η τηλεόραση θέλει να το κάνει αυτό, τσαρέσει να το κάνει αυτό το πράγμα, θέλει δηλαδή να μη φαίνεται ότι είναι αφηγητής, παρά μόνο ότι είναι αυτό που λέμε, θα το δούμε και στη συνέχεια, το παράθυρο στον κόσμο, έτσι. Το μόνο δηλαδή που κάνει είναι να δείχνει τον εαυτό της ως διάβολο, γι' αυτό σε αρκετές περιπτώσεις και το βλέπουμε σε ιδιωτικά κανάλια αυτό πιο πολύ παρά σε κρατικά, δείχνει τα εργαλεία της. Σ' αρέσει να δείχνει. Οι κάμερες του Altair ήταν εκεί και σας δίνουν το... ή ξέρω εγώ, η επίμονη δείξη του στούντιου, ότι έχουμε τεχνικά μέσα, το συνεργείο μας έφτασε στον τόπο των συμβάντων και εκδηλώντας το υλικό που σας δείχνουμε και το πέθυξης. Εδώ έχω κρατήσει ένα ωραίο παράθυμα του Μπέντου Εύρου, το οποίο ήθελα να το διαβάσω, γιατί λέει μια βασική αλήθεια για τη δείξη του τρίτου προσώπου. Και μάλιστα αυτή η περιγραφή μας βοηθά λίγο να θυμηθούμε και να αντιπαραβάλλουμε την τηλεόραση με το σινεμά, με τη φιλματογράφη. Πιστεύουμε λέει ο ΕΕΠΟ, ή κάνουμε πιστεύουμε ότι οι ενέργειες αυτούς που δεν κοιτάζουν την κάμερα, κοιτάζουν απευθείας έτσι, θα εκτελούν, θα ανακώνουν κι αν η τηλεόραση δεν ήταν εκεί. Αυτό το πράγμα είναι ό,τι περισσότερο θέλει η τηλεόραση, να μας δείξει την πραγματικότητα, την επιχειρότητα να τρίχει αδιαμεσολάβητη. Ενώ πάρα πολλές φορές έχουμε σκηνοθεσία, έχουμε επιλεγμένες λήψεις πλάνων κοντινά, μακρινά, από πάνω, από πλάγια κλπ. Άρα δεν είναι μια ουδέτερη ροή πραγμάτων, είναι μια συνοθεσία κανονική. Ενώ αυτός που κοιτάζει την κάμερα, και θα ρωτήσω στη συνέχεια ποιος κοιτάζει την κάμερα, υπογραμμίζει. Είναι σαν να μας λέει ότι η τηλεόραση είναι παρούσα, δηλαδή σας βλέπω μέσα από την κάμερα. Δεν είναι απλώς στο χώρο των γεωμένων και ότι ο λόγος του επιτελείται, πραγματώνεται, δηλαδή ξετυλίγεται ακριβώς επειδή υπάρχει τηλεόραση, αλλιώς δεν θα έμπαινε στον κόκονα. Ποιος κοιτάζει, λοιπόν, στην κάμερα? Ας πάρουμε τις ιδέες. Κοιτάζει ο ρεπόρτερ, κοιτάζει ο αυτόπ της μάτυρας, κοιτάζει οποιοςδήποτε, ή τα αποσπάσματα που βλέπουμε από διάφορες σκηνές δείχνουν πρόσωπα να μιλάνε στην κάμερα, ή όχι τηλεόραση. Συνήθως ο ρεπόρτερ κοιτάζει την κάμερα όταν μιλάει, ενώ τα πρόσωπα... Όταν είναι από την κάμερα, το ρεπορτάζει. Ναι, ενώ τα πρόσωπα τα οποία είναι αυτόπ της μάτυρας δεν κοιτάζουν την κάμερα, μιλάνε αλλά κοιτάνε... Σ' αυτόν. Μιλάνε στον ρεπόρτερ. Στον ρεπόρτερ. Ή τους πιάνει η κάμερα να κάνουν πράγματα, έτσι, όχι απαραίτητα να μιλάνε για να δείουν την αίσθηση, δηλαδή ότι αυτή είναι η ζωή που τρέχει, είναι πολύ φυσικά τα πράγματα. Λοιπόν, η διάκριση είναι βασική, νομίζω ο ΕΚΟ πολύ σωστά θέτη, η διάκριση ανάμεσα στο... η τηλεόραση δείχνει τον κόσμο, η τηλεόραση δείχνει τους αφηγητές, ας πούμε, των πραγμάτων. Αυτά τα, πολύ γενικά, φτάνουν για τον τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν θα μας απασχολεί σε άλλο, γιατί δεν είναι και κάτι που διαφοροποιεί ιδιαίτερα την τηλεόραση από την εθμηρίδα. Αυτό που πιο πολύ θέλουμε να προσέξουμε είναι το δεύτερο και το πρώτο πρόσωπο. Εδώ έχουμε διαφορές. Μια βασική ερώτηση είναι εάν οι εφημερίδες του περιοδικού χρησιμοποιούν το δεύτερο πρόσωπο. Μας απευθύνονται, μας λένε εσύ αναγνώστη, εσύ ακροατή, όπως μας λέει η τηλεόραση. Τι λες? Τα περιοδικά. Τι εφημερίδες? Θα το κάνουμε, ας πούμε, σε μια είδηση γενικού ενδιαφέροντος, σε ένα οικονομικό ρεπορτάζ, σε ένα κοινωνικό ρεπορτάζ. Σε άνθρωπο γνώμη. Σε άνθρωπο γνώμη. Στην ειδησιογραφία? Δεν το έχουμε. Συμφωνείτε ότι δεν χρειάζεται τόσο πολύ το δεύτερο πρόσωπο ή δεν ταιριάζει ο δεύτερος πρόσωπος στο γραφτωλόγο, να μας απευθυνθεί. Φαντάζετε εσείς σε μια είδηση γραπτήρου, έτσι, μιας εφημερίδας, να έχουμε ένα εσείς ή ένα εσύ αναγνώστη, ένα δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο στα ρήματα, τελ. Απίθανο, δεν είναι. Δεν ταιριάζει. Επομένως, να ένα πρόσωπο το οποίο αμέσως διαφοροποιεί το ραντιθυντικό λόγο από τον έντυπο λόγο. Τώρα, το πληθυντικό, όχι το ελληνικό, είναι συνδεδεμένο το εσείς, δηλαδή, έτσι, με την λεγόμενη γλωσσική ευγένεια. Τι σημαίνει γλωσσική ευγένεια, σημαίνει απόσταση. Το εσείς μας πρόκειται, μαντρέα, ενώ το εσύ μας φέρνει κοντά. Πότε χρησιμοποιείται, βλέπουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία. Το ένα σημείο είναι μεταβάσεις από θέμα σε θέμα. Από είδηση σε είδηση. Παραδείγματα, θα δείτε λοιπόν, οι προσφώνες και κύριοι. Επίσης, στο άνοιγμα και στο κλείσμα του Δελτίου, δηλαδή, όταν πρέπει να δειχτεί, ας πούμε, ότι το κανάλι και το κοινό βρίσκονται σε μια ενεργή συνομιλία. Το ίδιο και εδώ λέγεται. Υπάρχει κάτι που πρέπει όμως να τονίσουμε εδώ μια διαφορά και μπορεί να τη δει κανείς αν συγκρίνει παλιά Δελτιά με καινούργια Δελτιά. Αναφέρομαι στην μέση της Δεφανή. Το εσείς, το οποίο σπανίζει βέβαια, στην παλιά τηλεόραση ήταν μόνο ευγενική αποστροφή προς τον κοινό. Στροφή, δηλαδή, που έδειχνε αυτή την πολύ τυπική, την πολύ καθοσπρέπτη σχέση στο επίπεδο της μαζικής επικοινωνίας. Στην τηλεόραση του κοινωνικού ιδεσμού, όπως λέγεται, και το είπα και σ' άλλα μαθήματα, το εσείς είναι πιο κοντινό από το παλιό, θα έλεγα εσείς. Δηλαδή, είναι το εσείς ανάμεσα σε δύο ομάδες, στην παραγωγή του Δελτίου και του κοινού, που θέλει να το φαντάζεται το κανάλι στο σαλόνι του, θέλει να το φαντάζεται πάρα πολύ κοντά, θέλει να το φαντάζεται να συνομιλείς, να περιμένει την απόκριση, το σχόλιο του κλπ. Υπάρχει, λοιπόν, μια αλλαγή της απόστασης ανάμεσα, είναι λιγότερο ευγενικό, είναι πιο ευφύ, είναι πιο άμεσο, πιο συνομιλιακό, θα δούμε και παραδείγματα στη συνέχεια. Καταρχήν, η κάμερα το δείχνει σε ορισμένες εκκομπές, όχι τόσο, βέβαια, στο Δελτίο, όσο σε εκκομπές, ας πούμε, έρευνας ή σε μεσημεριανές κλπ, το δείχνει ως πλάνο πάνω στο κοινό που βρίσκεται στο πλατό, έτσι δεν είναι. Γιατί, γιατί το κοινό αυτό υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το ευρύτερο κοινό της εκκομπής. Είναι αυτή η στροφή, είναι γνήσια τι λέτε, περιμένει κανείς να απαντήσει το κοινό, απαντάει ή είναι βουβά πρόσωπα, τα οποία απλώς δίνουν την αίσθηση ότι παρακολουθούν ότι σε αυτούς απευθύνεται η εκπομπή κλπ ή άλλο τι γίνεται, άλλο τι δεν γίνεται. Είναι δηλαδή μια πρόφαση για να μας δίνει την αίσθηση η εκπομπή ότι είναι κοντά μας, ότι αυτά που λέει μας αφορούν, ενδιαφέρουν πραγματικά οι ερωτήσεις από το κοινό, προβλέπεται ακριβώς χρόνος, λαμβάνουν την υπόψη σοβαρά οι ερωτήσεις και λοιπάει, είναι ένα λίγο πολύ συγκεκριμένη. Νομίζω ότι γενικά το κοινό δεν έχει πολύ ενεργό ρόλο, απευθύνεται αρκετές φορές ο παρουσιαστής, αλλά μπορεί γενικά να ακουστεί ένας βόβος, ας πούμε, ή το χειροκρότημα ή τη φωνήματα, δεν θα μιλήσει ουσιαστικά να μπει κάτι από το κοινό, δεν νομίζω ότι ανομένει την γνώμη του, αυτό γίνεται πολύ σπάνια, άλλο τι πάλι δεν μιλάει, είναι πολλή ερωτή, μπορεί απλά κάποιος να κάνει μια... Πρέπει να μιλάει περισσότερο, πρέπει να λαμβάνει την υπόψη. Και να μιλάει το κοινό. Πιστεύω πως πρέπει να λαμβάνεται η υπόψη να μιλάει το κοινό, αλλά είναι και να... Είναι εύκολο να έχεις έναν αντιπροσωπικό κοινό. Εξαρτάται, από κάποια άποψη, είναι εύκολο από την άποψη ότι έχεις άμεσα διαθέσιμα ένα κοινό να του κάνεις ερωτήσεις, αλλά είναι δύσκολο διότι θα γίνει πιο απρόβληπτη η εξέλιξη της εποχής, πιστεύω, άμα έχει ενεργήσει με το κοινό. Άρα λες ότι πρέπει να είναι γυμνασμένο κάπου στο κοινό. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι γυμνασμένο, είναι δύσκολο το κοινό. Υποψιασμένο, ξέρω εγώ, πειράζει αν ξεφύγει η συζήτηση και δεν μπορέσει να την οδηγήσει εκεί που θέλει ίσως ο παρουσιαστής. Τόσο κακό αυτό. Άρα λες άμα ξεφύγει η συζήτηση σε πλαίσια όπου απλά το κοινό εκφράζει απόψεις αντίθετες από αυτές που θέλει να περάσει ο παρουσιαστής, δεν πειράζει. Αν το κοινό δεν καταλαβαίνει αυτό το οποίο είναι ο παρουσιαστής και λέει άσχετα πράγματα, πώς θα πειράζει. Άλλη άποψη από αυτό υπάρχει. Πάντως το θέμα της ενεργοποίησης του κοινού ήταν ένα μεγάλο στίχμα της νεοκληρώρισης γενικότερα, έτσι. Γιατί η παλιά κληρώριση δεν είχε κοινό, δεν είχε πλατοή, αν είχε πλατό ήταν ένα βουβόκυνο το οποίο δεν είχε το δικαίωμα του βουβού και λοιπά. Αλλά αυτό ισχύει και στα άλλα μέσα, δηλαδή και στο λαδιόφωνο και στις εφραίδες. Γενικά η ανάδραση, δηλαδή η φωνή του κοινού, δεν έφτανε πίσω. Ή δεν λαβάνονταν υπόψη. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά με τη τηλεόραση των τελευταίων δεκαετίων, έτσι. Και αλλάζουν ακόμα περισσότερο με το διαδίκτυο, δηλαδή και η τεχνολογία βοηθάει, αλλά και η δημοσιογραφία έχει συναισταθεί την ανάγκη να ακούγεται, ασχέτως αν να βάλει σοβαρά υπόψη ή όχι, τη γνώμη μιας μερίδας πολιτών, έτσι. Είναι στο χέρι που καθενός παρουσιαστεί το ποιος θα εφηλέξει. Υποθέτω ότι γίνεται μια επιλογή, έτσι. Δεν κάνουν τον οποιοδήποτε που βρίσκουν στον δρόμο. Με διάφορα κριτήρια. Για να προκύψει κάποια καλή αντιπαράθυνση, για να γίνει μια ξογωτόν μυρή κριτικής, αυτά που θα πουν οι καλισμένοι στον θραπέζι, οποιαδήποτε κι αν είναι τα κριτήρια. Αυτό όπως που ήθελα εγώ κυρίως να πω εδώ είναι ότι το εσείς, η δείξη του εσείς στο κοινό μας, γίνεται όχι μόνο με το λόγο αλλά γίνεται και με τη κάμερα. Το δεύτερο είναι ότι μπορεί να γίνει και πιο πλάγια, καλλιεκανής, με κινήσεις, με τη δείξη του μικροφών κλπ. Και ακόμη-ακόμη μπορεί να ανηθεί και με το τίτλο μιας εκπομπής, η οποία θέλει να δίνει την εντύπωση ότι όχι μόνο απευθύνεται, αλλά όπως λέει το τίτλος, αυτός είναι τίτλος μιας εκπομπής, εσείς αποφασίζετε. Θα έλεγα και χωρίς το κοινό το δικαίωμα να αποφασίζει, να παίρνει πρωτοβουλίες και λοιπά, άρα ένα πιο ενεργό ρόλο, ένα ρόλο συνδιαμόρφωσης ας πούμε της ατζέντας ή της ανάπτυξης του σχολιασμού ενός θέματος. Μερικές ασκησούλες, μερικά παραδειγματάκια που είναι μέσα από το βιβλίο, το 6 είναι το νούμερο του κεφαλαίου και από παλιότερα και από νεότερα δελτεία. Στο πρώτο παράδειγμα τι βλέπουμε, βλέπουμε ένα εσείς, ας είναι και σε εταιρετική, δεν έχει σημασία, σε ένα χωμάτι που δεν είναι τηλεοπτικό δελτίο και απευθύνεται στο κοινό του καναλιού, η οποία πρόκειται να ακολουθήσει μια άλλη εκπομπή, μια προβολή ταινίας. Το 6-12, τι διαφορά έχει από το 6-11 του εσείς, έχει καμιά διαφορά, γραμματικά δεν έχει, αλλά πραγματολογικά θα έλεγα έχει. Ευχαριστούμε που και απόψε μείνετε κοντά μας, έχει τελειώσει το τελετήριο τώρα, 1933, για να μας παρακολουθείς, ιδιαίτερα εσάς που οδηγήσατε πολύ προσωπικά στην επιστροφή, άρα μπορεί να είναι Κυριακή Μπράβη, έτσι μετά από διήμερο. Τι σε διαφέρει από το πρώτο? Το πρώτο είναι πιο ατυπικό, είναι το μέτρο που θέλει να δείξει ποιο είναι το τελετήριο, του λέει ευχαριστώ. Μάρτιος είναι, Πάσχα, τι σου είπες, εσύ? Ναι, μάρτιος, μάρτιος, μάρτιος, μάρτιος. Και Πάσχα, πώς είναι, ξέρω εγώ, κανένα τριμερό, πώς το 12 Δευτέρας, μάλλον το πιο πιθανό. Πάσχα δεν είναι πολύ δύσκολο. Αλλά αυτό είναι το πιο σημαντικό που είπες, δηλαδή βλέπετε ότι είναι σαν συνομιλή δίπλα-δίπλα με το κοινό. Άρα, άλλο πράγμα το γραμματικό εσείς και άλλο πράγμα το λογικό, όπως το λένε εσείς. Η διαφορά ανάμεσα στο κρατικό κανάλι του 1988 και το ιδιωτικό του 1993, που είναι δύο χρόνια από την ίδρυσή του, είναι καινούριο ακόμη, όσο θέλει να δώσει αυτή την αίσθηση, όπως τον ονομάζω, ψευδοικιότητας. Αυτό δεν μπορείς να το έχεις στην εφημερίδα. Μπορείς να το έχεις στην εφημερίδα, αυτή την αίσθηση του εσείς, με τίποτα. Να λοιπόν μια βασική διαφορά. Ας δούμε και μερικά ακόμη παραδείγματα. Εδώ είναι μεγκα στο ξεκίνημά του. Κάποια στιγμή στο δελτίο, λοιπόν, είναι εκεί που δεν το περιμένει κανένας. Λέει ο παρουσιαστής, μεταξύ δύο ιδήσων, όπως βλέπετε στο δέχτρι, είναι μια πληροφορία, η οποία είναι χρυσή. Δηλαδή, ποια είναι η αξία του να μάθει κανείς στη μέση του δελτίου, ότι είναι 8.46 και η θερμοκρασία έξω από το στούντιο είναι... Έχει κανέναν νόημα αυτήν την πληροφορία. Γιατί το λέει, ε? Δεν ξυπνήσεις, τι λέτε, τους ξέρετε σαν κοιμέτες. Τι μύτη, ε! Δεν είναι λίγο περίεργο. Δεν έχει να κάνει την επιχειρότητα της μέρας. Είναι για να τους ξυπνήσει, να τους πει, εδώ είμαστε, τα λέμε, είναι κάτι άλλο. Σημαίνει ότι δεν ακούνε κάτι τέτοιο, το ακούμε, δεν είναι συνηθισμένο αυτό. Θυμάστε ένα χαρακτηρισμό φατικό, που είπα κάποια στιγμή, φατική λειτουργία, νομίζω ότι είναι αυτό ο ατελικός. Δηλαδή, είναι μια πληροφορία που το περιεχόμενο της δεν έχει τόση σημασία όσο η λειτουργία της. Να κρατήσει σε αυτό το κανάλι της αντικτονιές. Επόμενος, εδώ βλέπουμε τον δεύτερο πρόσωπο να συμπλέγεται με κάτι άλλο. Δηλαδή, είναι σαν να λέει ο παρουσιαζής, εδώ είμαστε, τα λέμε, μην ξεχνιέσαι, συνεχίζουμε. Κάτι τέτοιο. Το επόμενο παράδειγμα, αντέ91, είναι λίγο χαριτωμένο με μία έννοια, θα έλεγα. Αυτό είναι μια άλλη λειτουργία του λόγου, που τη λέμε μεταγλωσική. Υπάρχουν πάρα πολλές εκφράσεις. Υπάρχει και κεφάλαιο στο βλύο, που σχολιάζουν το περιεχόμενο των λόγων, ή το πέρασμα από τη μία ένδυση στην άλλη. Έτσι, έχουμε ένα τέτοιο σχόλιο και εδώ. Και πριν προφτάσεις να πάρεις τα ανάσα από τις προηγούμενες ειδήσεις, από τον καταγγισμό του πληροφορίου, περνάμε σε μια άλλη. Αν λείψει αυτή η φράση και ξεκινείς κάπως αλλιώς η ένδυση, θα χάνονταν κάποια πληροφορία, όχι βέβαια. Επομένως, αυτή η αποστροφή προς το κοινό είναι μία επίσης μη πληροφοριακή λογεγία, μεταγλωστή τη ονομόμασα, που δεν θα τη βλέπαμε σε καμία περίπτωση στην παλιά τηλεόραση. Και που φυσικά δεν έχει καμία θέση στην ένδυτη δημοσιογραφία. Εδώ έχουμε υπόσχεση για τι θα γίνει ένα είδος σκηταλλοδομίας ανάμεσα στις εκπομπές. Και στο 615 έχουμε μία άλλη γλωσσική πράξη, μία πρόσκληση, μία υπόδειξη. Παίρνει από το χεράκι τον λεθιατίο παρουσιαστής και στην αρχή, δεν ξέρω αν είναι αρχή τηλεοκτυπούδελτη ή αρχή μιας είδησης πάνω από τις πρώτες ειδήσεις. Ελάτε να δούμε τώρα τι ακριβώς καλούνται να εγκρίνουν ή να απορρίψουν σήμερα της ένδυτης δημοσιογραφίας. Αποκλείεται να ξεκινήσει μια έντυπη είδηση έτσι μόνο στη τηλεόραση, ίσως ούτε καν και στο ραδιόφωνο θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει μια τέτοια είδηση. Νομίζω πάντως ότι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης δεύτερου προσώπου από μία σκοπιά χειραγωγητική, αυτού που έχει την πληροφορία προς αυτού που δεν έχει την πληροφορία. Κάτι που εμβάζει με τόση διαφοροπή τηλεόραση αλλά δεν είναι πάντως και πάρα πολύ συνηθισμένο. Αυτά για το δεύτερο πρόσωπο. Βλέπετε λοιπόν ότι έχουμε μία ποικιλία χρήσεων του δεύτερου προσώπου που, ξαναλέω, δεν είναι γλωσσική ευγένεια πια όπως ήταν παλιά. Είναι μορφές, πώς να πω, συνομιλίας εντός εισαγωγικών με το μεγάλο κοινό. Πάμε τώρα στο εσύ. Το δεύτερο πρόσωπο χρησιμοποιείται στη τηλεόραση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί δεύτερο πρόσωπο. Στη διαθήμιση χρησιμοποιείται. Αλλά στη τηλεόραση και ειδικά στους δελτίων μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Δεν είναι πολύ τολμηρό, πολύ κουβεντριαστό, πολύ καθημερινό. Εσύ τηλεφιαρκείται, πώς να χρησιμοποιείς. Δεν υπάρχει λοιπόν στην πραγματικότητα εσύ. Δεν υπάρχει. Κάλλα για την παλιά τηλεόραση δεν το συζητάμε. Η καινούργια με τη μορφή του γραμματικού εσύ, είτε είναι κατάληξη ρήματος είτε είναι αντολμία, επίσης δεν το χρησιμοποιεί, το λέω γιατί η τηλεόραση απευθύντει σε ένα μεγάλο κοινό. Δεν μπορεί να μιλάει στο δεύτερο πρόσωπο σαν να προσωποποιεί την ίδηση και να την απευθύνει μόνο σε σαν. Δεν γίνεται αυτό. Εκεί όμως που σίγουρα γίνεται είναι η πλάγια χρήση του δεύτερου προσώπου. Δηλαδή στο όνομα του, στο όνομα σου, όλες οι μορφές αντιπροσώπευσης του κοινού που βλέπουμε και στις ειδήσεις και στις συνεντεύξεις, είναι ακριβώς αυτό το πράγμα. Είναι μια πλάγια χρήση του δεύτερου προσώπου. Παράδειγμα, ακούμε ότι δεν μπορείς να λένε τους μοσογράφους, οι τηλεφεατές μας θα θέλαμε να ξέρουν αυτό. Ή ξέρω εγώ τι θα λέγατε στον τηλεθεατή μας για το θέμα το α ή το β και λοιπά. Η αντιπροσώπωση λοιπόν αυτού του φανταστικού μέσου τηλεθεατή είναι η θα έλεγα έκφραση, πραγμάτωση αυτού του πλάγιου δεύτερου προσώπου. Παραδείγματα, α το δεύτερο πρόσωπο δεν χρησιμοποιείται με προς, το κοινό χρησιμοποιείται όμως μεταξύ των επαγγελματιών, δηλαδή κάλλιστα μπορεί κανείς να δει συχνά έτσι τον παρουσιαστή να απευθύνεται όπως το πρώτο παράδειγμα και μάλιστα με το μικρό του όνομα, με το βαθιστικό του ή τον πρώτο όνομα στον απεσταλμένο, ο οποίος ήταν στο πρώτο παράδειγμα απεσταμένος στην ομάδα του Αλέξη Καλησπέρα είσαι ο καλύτερος και λοιπά και λοιπά. Έχεις ένα άλλο παράδειγμα, Δημήτρη Περάκη μαζί, όνομα και πόνυμο και μία εξήγηση της διεύρυνσης ας το πούμε της χρήσης του δεύτερου προσώπου ακόμη και μεταξύ συναδέλφων στην παλιά τηλεόραση δεν ήταν ο κανόνας. Κατά τη γνώμη των μελετητών οφείλεται στη λόσα των νέων, η οποία και στη κουλτούρα των νέων έχει μπολιάσει το δημοσιολόγο έχει επηρέασει πάρα πολύ την νέο τηλεόραση και επίσης αυτό που συζητούσαμε και πιο πριν, δηλαδή η αγωνία θα λέγα της τηλεόρασης σπάσει ας το πούμε την κρούστα του μεγάλου κοινού, του γενικού κοινού και να μας απευθεθεί σαν να είμαστε φίλοι, σαν να συζητάμε σε δυο σαγόνια, σαν να είμαστε πάρα πολύ κοντά. Αυτό το πράγμα πως αλλιώς θα γίνει παραμόνουμε με το πέρασμα από τον πληθυντικό Ευγενέας στο δεύτερο ενικό. Και κλείνουμε με το πρώτο πρόσωπο, καταρχήν πληθυντικό και μετά ενικό. Έχει ιδιαιτερότητες το πρώτο πρόσωπο. Το πρώτο πρόσωπο σημαίνει πολλά πράγματα, κρατήσετε πέντε έξι συνασίες που είναι πολύ συνηθισμένες, δεν τις έχω εδώ στη διαφάνεια. Καταρχήν αυτές οι στιγμές που έχω, το εγκληστικό εμείς και το αποκλειστικό εμείς. Τι σημαίνει το ένα και το άλλο, το λέω και σε άλλα μαθήματα. Το εγκληστικό σημαίνει εμείς που σου μιλάνε και εσύ μαζί, όλοι εμείς που συμμετέχουμε στο συμβάν της ενημέρωσης. Υπάρχει το αποκλειστικό εμείς το οποίο σημαίνει εμείς το κανάλι αλλά όχι εσείς. Σας βγάζει απέξω. Υπάρχει το λεγόμενο εθνοφιλετικό εμείς, εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Αλμανοί, εμείς οι Βόρδες, εμείς οι Αμερικάνοι κλπ. Το οποίο σε ορισμένα συμφραζόμενα χρησιμοποιείται. Υπάρχει το εμείς της μεγαλοπρέπειας, λέμε εμείς και νούμε εγώ. Υπάρχει ένα γενικευτικό εμείς που σημαίνει ο καθένας, όπως το ον το γαλλικό και άλλα λιγότερο. Ή το συγγραφικό εμείς που μοιάζει λίγο με της μεγαλοπρέπειας. Κυρίως όμως εδώ θα χρησιμοποιήσουμε τα δυο πρώτα, το αποκλειστικό και το εγκληστικό. Γιατί το κανάλι παίζει με αυτά τα δυο. Ή αρέσκεται να δείχνει τη σύνταξη, την ομάδα του δελτίου ασυλογικότητα, ξεχωρίζοντας ότι είναι αυτό το κοινό, ή να συμπεριλαμβάνει το κοινό αναλόγως του σημείου της ήδησης, αναλόγως του είδους της ήδησης κλπ. Ένα παράδειγμα το βλέπετε. Κοιτάξτε λίγο στο παράδειγμα πριν συνδεθούμε το κανάλι ή όλοι εμείς. Με την ομάδα του δελτίου ασυλογικού θα μας δώσει μόνο σε εμάς ή και σε εσάς. Και σε εσάς. Άρα εδώ έχουμε μια διαφορά ανάμεσα σε αποκλειστικό που αποκλεί δηλαδή εμείς και σε εγκληστικό που συμπεριλαμβάνει όλους. Έχουν και τις δύο μορφές μέσα σε αυτές τις δύο αράδες. Και ουσιασμένα άλλα παραδείγματα. Να, ένα παράδειγμα συλλογικό εμείς το οποίο θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς και εθνοφιλετικό. Είναι τίτλος σε ένα ρεπορτάζι, είμαστε οι Έλληνες στρατιστές άραγε. Και δεν εννοεί ούτε το κανάλι, ούτε μόνο εμάς, εννοεί όλους τους Έλληνες. Ένα άλλο που μοιάζει με αυτό που ονόμασα γενικευτικό, συνενετικό. Τι φτάνει στο πιάτο μας, εισαγωγή σε ρεπορτάζι. Αυτό το μας δεν είναι ούτε οι Έλληνες μόνο, ούτε το κανάλι μόνο, ούτε το κοινό του καλλιτέχνου. Τι πάντες θα μπορούσε να είναι στο πιάτο του καθενός, με αυτή την έννοια. Υπάρχει και ένα άλλο εμείς, το οποίο όταν συνοδεύεται από κατάλληλη έγκληση, έχει μια ανοιχριά. Σε εξαγωγικές κοινωνικομπές, ας υποδεχτούμε, ας χειροκροτήσουμε. Είναι ένα εγκληστικό, αλλά ταυτόχρονα έχει ένα χαρακτήρα παροχής οδηγίας, υπόδειξης κλπ. Εδώ τώρα στο 64 που έχω μαζεμένα παραδείγματα, αυτά θα τα δείτε, να μην χάσουμε τώρα όλοι μας στην ώρα με το κάθε ένα από αυτά. Έχουμε παραλλαγές αυτόν τον εμείς που είδαμε προηγουμένως, δηλαδή αποκλειστικού, εγκληστικού, εθνοφιλετικού, συνενοτικού κλπ. Το ίδιο και στο 65, περί το να πω ότι το πρώτο πρόσωπο, το πληθυντικό όπως και το ελληνικό που θα δούμε στη συνέχεια, δεν χρειάζεται να είναι αντωνύμια, η κατάληξη του λίμματος είναι αρκετή όπως ξέρουμε. Για τα ελληνικά, για τις άλλες γλώσσες είναι διαφορετικά τα πράγματα. Έχουμε πάρα πολύ συχνή, και στο 66 θα το δούμε, θα το δείτε και στο 67 για αυτό έχουμε και πολλά παραδείγματα. Έχουμε πάρα πολύ συχνή χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου στον τηλεκτρικό δελτίο. Σε αντίθεση με τον έντυπο τύπο, με τις εφημερίες και τα ελληνικά που είναι σπάνια η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Άρα, για να κάνουμε μια σύνοψη μέχρι τώρα, τρίτο ενικό έχει με κάποια ιδιαιτερότητα, αλλά δεν είναι το πρόσωπο που διακρίνει τελείως την εφημερίδα τη τηλεόραση. Το δεύτερο σίγουρα είναι, είναι ένα κανονικό πρόσωπο στον πληθυντικό αριθμό και ένα διαθλασμένο πλάγιο στον ενικό. Το πρώτο, πολύ συνηθισμένο, θα έλεγα ότι είναι το πιο συνηθισμένο από όλα τα πρόσωπα στη τηλεόραση. Και να τελειώσουμε τώρα με το πρώτο, ενικό. Ποιος λέει εγώ στη τηλεόραση. Λέει ο κανονικός, λέει ο εκφωνητής, λέει αυτός της μάκτηρας, ποιος λέει, ποιος δικαιούται, ποιος συνηθίζει, καλώς το χρησιμοποιεί, κακώς το χρησιμοποιεί. Αν το ακούμε συχνά, το εγώ με την ορφή πρώτου προσωπίου, έτσι μπορεί να είναι το ρήμα. Μας ενδιαφέρει δηλαδή ο αυτογραμμανός μας πλάει στο πρώτο πρόσωπο ή δεν το χρησιμοποιούν οι παρουσιαστές. Το χρησιμοποιούν, αλλά σε τα νιώτερα σχέσεις. Ο ρεπορτερ λιγότερο σχέση με το παρουσιαστήμα. Σωστό. Πάντως το χρησιμοποιούν. Υπάρχει μια είδηση. Ναι, το χρησιμοποιούν. Ο συνεδεξιαζόμενος ποιος είναι ο παρουσιαστής. Εκεί έχουμε άλλο είδος. Ο συνεδεξιαζόμενος είναι πολιτικό πρόσωπος συνήθιος σε έναν δημοκραμμα. Υπάρχει και οι παρουσιαστές και οι ρεπορτες, αλλά λιγότερο οι ρεπορτες. Ναι. Άλλοι από τους ψηλούς. Ο αυτοκτισμάτιας. Ο αυτοκτισμάτιας. Εκεί θα λέγα ότι είναι δικαίωτα να το χρησιμοποιείς έτσι. Εγώ είδα, εγώ. Ο παρουσιαστής το χρησιμοποιείς σε ειδικά κανάλια. Σωστό. Σωστό. Γιατί, γιατί είναι σελεύτη? Γιατί τότε τρέχουν το κανάλι. Ακούμε εγώ από παρουσιαστές της κρατικής, της δημόσιας. Της δημόσιας. Συνηφίζεται. Σκάμη. Σκάμη θα έλεγα. Και ίσως είναι μόνο αυτοί που κάποτε πέρασαν και από ιδιωτικά κανάλια. Ετσι. Και κάποια στιγμή ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν στα δημόσια, στο δημόσιο σήμερα και τους ακολουθεί η φήμη του σελεύτη κανάλια. Ενώ κάποιοι, οι οποίοι δεν ήταν ποτέ ιδιωτικά κανάλια, έτσι, αλλά ήταν πάντα και μόνος στην κρατική, νομίζω ότι δεν χρησιμοποιούν σπανιώτατα το εγώ. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε ότι είναι κάτι, το είπες και προφημένως, ανήκει φιλή δικανής δικαιωματικά στον εκφωντής, το κυρίως τον παρουσιαστή, γιατί εκφωντής είναι πιο πολύ ο... παρουσιαστής του δημόσιο κανάλιου. Αυτό που είπες προφημένως είναι ουσιαστικά αυτό που λέει η πρώτη παρατήρηση, ότι όσο μεγαλύτερη είναι η φήμη, τόσο μεγαλύτερο είναι το δικαίωμα να χρησιμοποιώ. Αυτό σημαίνει κάτι σημαντικό, όμως, έτσι. Σημαίνει προσωποποίηση της ιδιωγραφίας. Ναι ή όχι. Αυτό σημαίνει υπογράμμιση της οπτικής γωνίας. Εγώ βλέπω έτσι τα πράγματα, έτσι. Δεν είναι. Δηλαδή, είναι μια ζαλιά σε σχέση με το μεγάλο ρυθματικό της αντικειμενικότητας της ενημέρωσης, της αναπαράστασης της πραγματικότητας. Γι' αυτό και το ερώτημα που έρχεται στη συνέχεια είναι αν είναι βιοντολογικά πρέπει να χρησιμοποιείτε συνεχώς το πρώτο πρόσωπο. Άννα, το βλέπεις? Νομίζω, όχι. Εγώ προσωπικά προτιμώ... Το βλέπεις συχνά να χρησιμοποιείται σε ιδιωτικά κανάλια, κυρίως. Κυρίως όταν πηγαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο ή όταν ο παρουσιαστής ή η παρουσιαστή ζητά τη γνώμη του ρεπορτέρ. Ναι. Από το ένα θέμα στο άλλο όχι τόσο. Εγώ θα έλεγα πιο κόλλητο βλέπουμε όταν ξέρει αντίρρηση, όταν επιμένει σε μια λεπτομέρεια. Αυτό που ήθελα να μάθω όμως είναι αυτό, πες μας αυτό. Με έναν τρόπο διδακτικό, ηγεμονικό θα έλεγα πολλές φορές. Οι συνεδεύξεις που είπες προηγουμένως, έτσι το λέει και η διαφάνεια. Φεύγουμε τώρα από τον Δελτίο, πάμε είτε στο παράθυρο του Δελτίου είτε στο λιβό τραπεζίτς. Εκεί εντάξει είναι συνομιλιακός ολόγους και δικαιολογείται λίγο περισσότερο. Για το άλλο που θα λέγατε είναι έτσι σύμπτωμα της ελληνικής δημοσιογραφίας. Οι καλεσμένοι να μιλούν λιγότερο από τον δημοσιογράφο. Ε, καλό, κακό, τι λες. Ποια είναι το ερώτημα για την ελληνική δημοσιογραφία, για να μοιραστεί κάποια εμπειρία, να μην τραγουζεί. Να μοιραστεί εμπειρίες. Αν πρόκειται για κάποια εκπομπή ψυχαγωγική. Όχι, μιλάω για συνεδεύξεις κολλητικού περιεχομένου. Συνεδεύξεις κολλητικού περιεχομένου. Ακόμα και καλλιτέχνηση. Εμπειρίες, τι εμπειρίες. Όλοι οι εμπειρίες το πείσουν από έξω. Κατά κύριο λόγο να δώσεις την άποψη του φώνα σου να φέρνει. Βέβαια. Οπότε θα θέλουμε να ακουστεί και η άποψη κάποιου ελπέδου παρουσιαστικού, ο οποίος γεγονεύει στην ελληνική δημοσιογραφία. Θα ειλικρινά έχω βαληθεί μέσα από τη στιγμή που πάει και να μιλάει λίγο. Θυμίζω ότι η διάκριση την έχω χρησιμοποιήσει υπερβολικά από τριών γενών της δημοσιογραφίας με βάση το τι είδους γεγονός έχουν. Εξιστορούμενος στην δημοσιογραφία, σχολιαζόμενος στην σχολειογραφία, προκαλούμενος στην συνέντευξη. Όταν έχεις πρόκληση συμβάντως, η είδηση είναι ο καλασμένος. Δεν είναι ο δημοσιογράφος. Πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει περισσότερο. Η προγόρια με την πόλη, η υπερβολή στο σχολιασμό, στην αντίρρηση, στην επιμονή. Αλλά αυτά θα τα δούμε στη συνέντευξη. Είναι ένα χαλί που στρώνει ο δημοσιογράφος για τον ίδιο τον εαυτό. Το πραγμάτο του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει πολλές φορές το εγωκάθινό μου κάχιστα. Δεν είναι καλή η δημοσιογραφία αυτή. Μια άλλη παρατήρηση του Έκο που έχει γνωσιμότητα είναι ότι γενικώς τη τηλεόραση, όχι μόνο ο δημοσιογράφος, έχει τη ροπή, την τάση να μιλάει για τον εαυτό της. Καθαριμένως, να θεωρήσουμε ότι ο παρουσιαστής σαν ο εκφραστής του καναλιού, όπως είναι ο διευθυντής σύνταξης, σε μια φιναιέρα, όταν λέει εγώ, εννοεί εμείς. Δηλαδή η ομάδα σύνταξης ή το κανάλι γενικότερα. Κανείο παραδείγματα, να σε διακόψω για να πω αυτό που βλέπουμε τώρα. Υποτιτλισμένη, πώς να πω, ένα κλέψιμο του δικαιώματος του λόγου από τον δημοσιογράφο, από τον παρουσιαστή, συγγνώμη, του παρουσιαστή, από τον ρεπορτερ. Και επίσης μια άλλη χρήση του πρώτου προσώπου, η οποία είναι κάπως αρχιωμοριστική θα λέγα ή πειραχτική. Και για να τελειώσουμε με τη δήξη προσώπου, πρέπει να πούμε και κάτι ακόμη. Ότι το εγώ, όπως το είδαμε και στο δεύτερο πρόσωπο, δεν υπάρχει μόνο με τον δημοσιογράφο. Περιέργως υπάρχει και για τον τηλεθεατή λέει η ανάλυση. Δηλαδή υπάρχουν χρήσεις κυρίως της εικόνας της κάμερας, οι οποίες είναι σαν να μιλάει μέσα από αυτές σε πρώτο πρόσωπο τηλεθεατής, να λέει τι βλέπει, να λέει τι αισθάνεται, να λέει πώς σχολιάζει κάποια πράγματα. Αυτό λοιπόν συνδέθηκε με τη χρήση της κρυφής κάμερας, της μικροκάμερας, όπου υποτίθεται ότι την έχει στο νόμο του όχι ο καμεραμάνας που του ρεπορτάζει, αλλά ο ίδιος ο τηλεθεατής, ο οποίος θέλει να διησδίσει στη λεπτομέρεια, θέλει να ακούσει πίσω από κλειστές πόρτες, να φέρει στο φως παρασκήνιο. Οπότε θα έλεγε κανείς ότι στην περίπτωση αυτή γίνεται πρωταγωνιστής, γίνεται ο ίδιος ένα είδος ερευνητή δημοσιογράφου και πλαηγίως λοιπόν κατά αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε και για το εγώ του τηλεθεατή. Δεν είναι ένα πραγματικό εγώ, είναι ένα εγώ αφυρμένο, είναι το εγώ του λεγόμενου μέσου τηλεθεατή και ήθελα να προσέξουμε και το τελευταίο κάτω, είναι σημαντικό, θα το δούμε και λίγο παρακάτω, θα το βρουν μπροστά μας. Ένα πεδίο πολύ προσφυλές στη τηλεόραση είναι η αφηγηματοποίηση και όχι η αφήγηση απλώς των ιδέων, δηλαδή η ανακατασκευή των στοιχείων που έχουμε για μια είδηση, πληροφορίες από διάφορους μάτρες, σε ένα σύνολο το οποίο είναι αυτό που λέμε μία αγγλικά λαμπά, αξιαφύγητο, ωραίο για ταυτιά, περιπετειώδες, ενδιαφέρον, που από μόνο το μπορεί να μιλήσει, αλλά η τηλεόραση θέλει να το κάνει. Αυτό λοιπόν το πράγμα γίνεται με δύο στρατηγικές που τις βλέπετε κάτω κάτω, τη δραματοποίηση. Δηλαδή, δραματοποίηση δεν σημαίνει τραγικοποίηση, σημαίνει το να βάλεις κίνηση στα πράγματα, το να κάνεις κάτι να έχει μέσα του δράση, να είναι δυναμικό. Θέλει το να αναπαραστεί σε ένα τροχέο ενώ δεν λύσουνα μπροστά, θα γίνει με έναν τρόπο που έχει λίγο προβλεφθεί από την παράδοση, από το σινεμά, από προηγούμενες παρόμοιες συνθήκες κλπ. Αυτό είναι στην πραγματικότητα και το σενναριωπίς. Μέσα στην παρένθεση ήθελα να εξηγήσω λίγο αυτούς τους όρους που είναι βασικές εντολές της τηλεοπτικής γλώσσας, προκειμένου να εκφράσει αυτή τη ματιά του φανταστικού τηλεθιατή. Τα πράγματα πρέπει να είναι απλά, δηλαδή πρέπει να είναι ιστορίες που δεν βάζουν σε σκοτούρα το μυαλό του τηλεθιατή να ψάχνει ερμηνείες, να είναι όπως είναι χολιγουντιανές ιστορίες με αρχή μέση και τέλος. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και τα ρεπορτάζ όποιου είδους καν είναι. Η μεγέθυνση έχει να κάνει με τη δραματοποίηση, έχει να κάνει με τη διόγκωση κάποιων λεπτομεριών, με την παρουσίαση μιας καμπής ως πορύφωσης της περιπέτειας, ασχέτως από αυτό το πράγμα που ουσιαστικά δεν υπάρχει. Ξέρω ότι έχουμε μια διαβήλωση, μια πορεία. Πολύ συχνά βρίσκει ο τηλεοπικός λόγος τρόπο με να ζουν σε έναν πρόσωπο σε μια γροσκιά υψωμένη, σε ένα σύνθημα που το φωνάζουν όλοι μαζί και λοιπά σε ένα πάνω, να κάνει την ύπνιση να έχει, πώς να το πω, μεγαλύτερη ονομαστική αξία από αυτή που πραγματικά έχει. Και τέλος η αντίθεση, δηλαδή η αντίθεση προσώπων, η αντίθεση ομάδων, η αντίθεση δυνάμων, η αντίθεση απόψων, αυτή είναι που προκαλεί ενδιαφέρον και όχι η ομοφωνία ή η συμπόρευση ή ταύτηση απόψων. Αυτά τα τρία στοιχεία λοιπόν τα συναντάμε πάρα πολύ συχνά σε αναπαραστάσεις της πραγματικότητας που υποτίθεται ότι εκφράζουν τον μέσο τηλεοπιστήρι, έτσι χωρίς να αναφέρεται πουθενά κάποιο εγώ. Παραπείγματα αντιστοίχως όπως και προηγούμενα δεν θα επιμείνω σε αυτά. Και εδώ κλείνει η δείξη προσώπων. Νομίζω είναι ώρα για διάλειμμα. Ενός πολύ σημαντικού μελετητή, θα είναι πρόσπατα, που χαρακτηρίζει το στούντιο ομφάλιο χώρο του τηλεοπικού δελτιού. Δηλαδή είναι η καρδιά, είναι το κέντρο. Όλα ξεκινάν από εκεί. Γι' αυτό δικαιώμαστε να ισχυριστούμε ότι ο εξωτερικός, και σκεφτείτε του λιγάκι γι' αυτό, δεν ορίζει το έξω του στούντιου, το στούντιο ορίζει το έξω. Το στούντιο αποφασίζει ποιες φέτες της πραγματικότητας και πώς θα μας τις δείξει. Για αυτό και υπάρχουν διαφορετικά στούντρια, διαφορετικές αναπαραστάσεις του χώρου κλπ. Όλα λοιπόν εξαρτημένα από το στούντιο. Και τεχνικά, αλλά και ως προς το λόγο και τη γλώσσα. Και βέβαια την κρίση του προσωπικού, των λόγων. Επίσης να κρατήσουμε την τελευταία φράση, ότι δύο πράγματα κάπως αντιπρόμενα, μεταξύ της προσπαθίας να πετύχει η τηλεόραση της δύσης του χώρου. Δηλαδή, και να σου δώσει, θυμάστε τη λέξη υποτύπωση που είχαμε χρησιμοποιήσει στην περιγραφή πέρυσι, ζωντανή, που να σου ξυπνάει τις αισθήσεις και κυρίως την όραση, για να μην πω και τις υπόλοιπες. Αλλά ειδικά στο χώρο την όραση. Αφενός αυτό, δηλαδή μια ανάγλυφη, μια θεατρική θα λέγει κανείς αναπαραστάσεις του χώρου, αλλά ταυτόχρονα και ανεπέστητη. Δηλαδή, μην ξεχάσουμε ότι αυτό το πράγμα είναι τηλεόραση. Μην βρεθούμε στο Λιβάιβ με τις μαγαρίτες και να νομίζουμε ότι πήγαμε την τρομή. Είμαστε στον χώρο των γεγονότων, γίνονται πράγματα που αφορούν την κινήδον και υπάρχουν. Το πρώτο λοιπόν είναι αυτό. Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Τώρα, υπάρχουν διάφορα εργαλεία που έχουν μια ποικιλία από λειτουργίες. Πάχουν πάλι παραδείγματα, θα τα δούμε στη συνέχεια. Εδώ θέλω να ρωτήσω κάτι για το πρώτο και για το δεύτερο. Το έχουμε πει και άλλες φορές. Δεν έχουμε πάντα το υλικό που χρειαζόμαστε. Δεν είμαστε πάντα στον τόπο των γεγονότων. Όταν δεν είμαστε έτσι κάνουμε, χρησιμοποιούμε μεταξύ άλλων και πλάνα αρχείου. Αυτό είναι αδυναμία της τηλεόρασης, τι λέτε? Εδώ νομίζω ότι είναι κάτι χρήσιμο, δηλαδή δεν μπορείς να έχεις πάντοτε πλάνα και να είσαι στον τόπο που συνέβη το γεγονός. Και από τη στιγμή που το βιώνεις, είναι εμπορεκτό. Και είναι και ένας τρόπος να δείξεις ότι είσαι έμπιστο το κανάλι από τη στιγμή που το βιώνεις. Αυτό είναι σωστό, αλλά αυτό είναι δευτερέμον σε σχέση με το χρήσιμο. Κάτι άλλο, τι είναι τα πλάνα αρχείου, δηλαδή τι δείχνουν συνήθως, οτιδήποτε. Τα πλάνα που είναι συναφεί με το θέμα που σημαίνει. Ωραία. Άρα είναι χώροι που θα έλεγα σε πολλές μοτοσυκλέτες είναι μαρκαρισμένοι. Παραδείγμα, σου χάρη, ο Λευκός Ήχος, το Χρηματιστήριο, το Σύνταρμα, η Βουλή, ο Ψωνοβουλιαρχιο Επισκοπή, ένα σχολείο. Δηλαδή, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε χώρους που έχουν ένα συμβονισμό, που σου δίνουν μια επιπλέον πληροφορία, θα χρησιμοποιήσω την αγαπημένη μου λέξη, συνεκδοχικά, έτσι. Σου δίνουν τη μαρκίζα χρηματιστήριο και ξέρεις ότι είναι οικονομικό ρεπορτάζ, ξέρεις ότι θα ακούσεις σχετικά πράγματα. Σου δείχνουν, ξέρω, τον γκαζόν ενός γηπέδου και ξέρεις ότι θα ακούσεις κάτι για τις μεταγραφές της ομάδας, για το ντέρνι που θα γίνει την άλλη εβδομάδα, για τον καλό οικαποδίτητη, για, για, για, για. Πάντως, σε αυτό το πεδίο θα κινηθείς. Αυτά όλα, καλύτερα, είναι πλάναρχιου. Άρα, τα πλάναρχιου είναι σίγουρα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συμβολικές εικόνες, που όχι μόνο τόπι, μπορεί να είναι πρόσωπα. Μπορεί να είναι χειρονομίας. Μπορεί να είναι γκριμάζι, μπορεί να είναι οποιοδήποτε. Συχνά λέω το παράδειγμα της χειρονομίας αυτής, τα δυο χέρια που σφίγγουν για να υποδηλώσουν τις συνομιλίες κορυφής, μια συμφωνία και λοιπά. Ή, τι άλλο. Και πρόσωπα, ακόμη και φωτογραφίες προσώπων. Όλες οι άλλες, όλα τα πλάνα, όλες τις άλλες εικόνες είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικές και μπορεί να είναι εντελώς, ας πούμε, συμπτωματικές εικόνες. Αλλά και αυτές, πάλι, κατά περίπτωση, μπορεί να κάνουν τη δουλειά τους. Δηλαδή, μπορεί να σχετίζονται με, ξέρω κανέναν γκρεμισμένο σπίτι, να ζουν σπίτι με ρογμές, παραπέμψεις σε σεισμό, για παράδειγμα. Πλάνο αρχείο, λοιπόν, απαραίτητα. Φυσικά, η υπερβολή στη χρήση των πλάνων αρχείου είναι πρόβλημα. Σημαίνει ότι δεν έχεις το υλικό που χρειάζεται για να δείξεις την φυσιογρομία που έχεις συγκεκριμένη, γιατί στο συγκεκριμένο συμβάν. Και κάτι ακόμη, τα πλάνα αρχείου μας θυμίζουν μια βασική, θα έλεγα, ιδιότητα της δημοσιογραφικής ύλης, την επανάληψη. Τα συμβάντα επαναλαμβάνονται, γι' αυτό μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πλάνα αρχείου. Οι σεισμοί μπορεί να γίνονται σε διαφορετικά μέρη, τα τροχεία σε διαφορετικά μέρη, οι εξεγέρσεις ή τα αεροπορικά καλή ώρα, τα τυχήματα να γίνονται σε διαφορετικά σημεία, αλλά έχουν κοινά χαρακτηριστικά, έτσι δεν είναι. Βέβαια δεν είναι οι πιλότοι αυτοχειρές, αλλά συνήθως, τουλάχιστον δεν είναι, αλλά σίγουρα έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, δηλαδή οι επίαιες μπορεί να είναι παρόμοιες, μπορεί να είναι η παλαιότητα, ξέρω εγώ το ανατάλογελί, πάλι ο κακός καιρός και όλα αυτά. Αυτό πιβώς το πράγμα κάνει τις ιδέες να είναι επαναληπτικές και τα πλάνα αρχείου να είναι έτσι σε μητά, να τα χρησιμοποιηθούν. Το δεύτερο, οι πολλαπλές συνδέσεις. Γιατί γίνονται πολλαπλές συνδέσεις? Πολλαπλές συνδέσεις πρέπει να πω ότι δεν είναι γνώρισμα της παλιάς τηλεόρασης, είναι γνώρισμα της τηλεόρασης που η καλωδιακή και η δορυφορική τεχνολογία πέτρεψε να γίνει και εδραιώθηκε μετά το δεκαετή του 90, θα έλεγα. Γιατί κάνει τηλεόραση πολλαπλές συνδέσεις, για ποιον λόγο το κάνει? Για να σου δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται παντού, για να σου δίνει την αίσθηση ότι έχει όλους τους πληροφοριοκροτοδότες που χρειάζεται για κάποιον άλλο λόγο. Τι λέτε? Ένα βασικό ερώτημα αυτό. Πολλαπλές συνδέσεις, χαρέσκονται και μάλιστα το προβάλλουν, το διαφημίζουν, ότι είμαστε και εδώ, και εδώ, και εδώ, και πάει. Αυτό όταν ακολουθεί ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος, ο κόσμος. Πολλαπλές συνδέσεις, χαρέσκονται και μάλιστα το προβάλλουν, το διαφημίζουν, ότι είμαστε και εδώ, και εδώ, και εδώ, και πάει, και συνοδεύουν αυτό το πράγμα, ότι βλέπουν τα πράγματα όχι από το στούδιο, αλλά είναι στον τόπο. Όχι στον τόπο, είναι στον τόπο των γεγονότων, δεν είναι διαμεσολαβημένοι, είναι απευθείας. Εγώ θα λέγα, επίσης, σωστό, ότι δείχνουν τη δύναμη, τη τεχνική, δείχνουν επίσης αυτό που είπες, ότι υπάρχει στην επόμενη διαφάνεια, νομίζω, ότι είναι ο παντογνώστης της αφηγητής. Οι πολλές συνδέσεις δίνουν την αίσθηση της πανταχού παρουσίας, που είναι ψευδέστηση βέβαια, έτσι, της τηλεόρασης και δεν είναι γνώρισμα του τύπου. Ας κρατήσουμε λίγο και την διάκριση ανάμεσα σε αυτά τα δύο, δηλαδή ο τρόφος που η κάμερα κοιτάζει το reporter ή, αν θέλετε, και τον αυτοπτημάτερ, έχει ιδιαίτερη σημασία για το χώρο και για το τι φαίνεται από πίσω. Όταν έχεις ρεπορτάζ voice-over, όπου δεν φαίνεται ο αφηγητής, τότε τι προέχει, προέχει εικόνα του χώρου. Δεν είναι εκτίληξη των γεγονότων σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Θα έλεγε κανείς περισσότερα ελειφωφάνεια, καλύτερη, ίσως, τεχνηρίωση, πιο ανάγκη και ζωντανή. Όταν είχεις τον reporter πουν κάμερα, τότε, βέβαια, εντάξει, σου λέει, ας γυρίσει η κάμερα να δείξει ένα σημείο, ή, λέει από το studio ο παρουσιαστής, ας γυρίσει ο οπερατέρας, ο ρογό, προστακή την κάμερα να δούμε κάτι άλλο, αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό που στο οποίο εστιάζει κανένα λίγη δημοσογράφος. Είναι ο αφηγητής, δηλαδή. Ωραία. Άρα, έχουμε δύο είδη χρήσεις του χώρου. Μια χρήση με εστιάση στο φόντο, έτσι όπου γίνονται εκτίλησαν τα γεγονότα, ένα διαμέρισμα είναι, τα χαλάσματα ενός σπιτιούς θοσισμού, το φρενάρισμα του φορτηγού, που έπεσε πάνω στην μπάρα και η δημοτροχή, οτιδήποτε. Και, στην άλλη περίπτωση, έχουμε τον αφηγητή. Μπορούμε, νομίζω, να κάνουμε και μια διάκριση ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Δηλαδή, υπάρχουν ήδη ρεπορτάσεις τα οποία δεν χρειάζονται τόσο πολύ το χώρο, όσο το λόγο. Παράδειγμα, κοινοβουλευτικό ρεπορτάσεις. Τι, χρειάζεται τώρα να μπει η κάμερα να σου δείχνει τα έδρα της βουλής κάθε τόσο. Δεν το κάνει. Το κάνει. Δηλαδή, κυρίως θα δεις τον ρεπόρτερ, θα δεις κάποιους βουλευτές, οι οποίοι πρέπει να βγαίνουν στο κοινοβούλιο κλπ. Εκεί δεν είναι και τόσο, γιατί ο χώρος είναι συμβουλικός εκεί. Δεν έχει επαναλαμβανόμενος κλπ. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, όταν έχεις μια ιδιαιτερότητα, όπως είναι στις φυσικές καταστροφές, στις πλημμύρες, στα ατυχήματα κλπ, εκεί χρειάζεται πραγματικά το χώρο των γεγονότων. Επομένως, αυτή η διαφορετική χρήση της κάμερας έχει να κάνει με το ίδιος το ρεπορτάζ και με την προτίμηση, ας πούμε, το backgrounding ή το foregrounding, καλύτερα όχι πάλι. Το foregrounding, έτσι, είναι ένας όρος τον χρησιμοποιούμε στη θεωρία. Δηλαδή, επειδή όλα τα στοιχεία δεν μπορεί να είναι το ίδιο αναδεδειγμένα, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, έτσι, δεν μπορεί όλα να τονιστούν το ίδιο, πρέπει κάποιοι να τονιστούν λίγο παραπάνω, όπως έχει το lead ή το τίτλο. Το lead και το τίτλο, γιατί τα θεωρούμε ότι είναι στην κορυφή της πυραμίδας, γιατί ακριβώς είναι προβεβλημένα, είναι στο πρώτο σελίδο, είναι στην αρχική σελίδα στην homepage μιας ηλεκτρονικής εφημερίδας, το lead επίσης είναι η επίκνοση της πληροφορίας. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν οι όποιες χρήσεις λεπτομεριών, εικόνας κλπ υπογραμμίζονται, αυτό το πράγμα το λέμε με αυτόν τον τεχνικό όρο foreground, προβολή στο προσκήνιο, έτσι, ανάδειξη πιο ζωντανή, πιο ανάγκληθη μιας πληροφορίας. Να, αυτό που λέγαμε και προηγουμένως που είπε και η Άννα, ότι η τηλεόραση με την δυνατότητα που έχει την τεχνική να βρίσκεται παντού και εδώ επίσης να θυμίσω την εικόνα με τα matrix της οθόνης, τις πολλές που έχουν πολλά τηλεοπτρικά λεπτοίες στην αρχή, γιατί το κάνουν αυτό, γιατί δίνουνε πάρα πολλές οθόνες, πάρει κανένας λόγος, αυτός είναι ο λόγος. Λοιπόν, η αίσθηση λοιπόν που δίνεται ότι παίρνουμε πληροφορίες από παντού ή είμαστε παντού, είναι κατεξοχή του νόρισμα της σύγχρονης τηλεόρασης, που θέλει να δώσει τις εμβέσεις αυτής ακριβώς της πανταδού παρουσίας. Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα έχουμε πει να μην επανέλθω, να δούμε, εδώ θα ήθελα να προσέξουμε, αυτά θα ήθελα να μείνουν ως διακρίσεις, να δούμε συγκεκριμένα τώρα με παραδείγματα, ποιες μορφές παίρνει το εδώ του παρουσιαστή και το εδώ του ρεπορτερ αντίστοιχα. Έχουμε τις περιπτώσεις λοιπόν, είπαμε ότι το στούντιο είναι ο χώρος. Έχουμε, πρώτη περίπτωση, όταν ο παρουσιαστής δείχνει το στούντιο, τη στιγμή ακριβώς της εκφώνησης. Αυτή είναι μια είδηση σταθμός, όταν πήρε η Ελλάδα τον Euro, και γινόταν στη Θεσσαλονίτια, πανζολιλισμός, το εδώ ήταν το εδώ του στούντιου, δηλαδή το κέντρο, ας πούμε, της παρουσιασίας. Αυτό δεν είναι και τόσο πολύ συνηθισμένο. Υπάρχει και ένα άλλο εδώ, το εδώ ως εκεί, ή μάλλον το εκεί ως εδώ, το εκεί των γεγονότων ως εδώ. Όπως θα δούμε στον χρόνο, μια από τις ιδιότητες της σύγχρονης τηλεόρασης είναι το να φέρει το χ1 και χ2 πολύ κοντά στο χ3, δηλαδή να έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε και χρονικά και χωρικά δίπλα, πάνω, εντελώς μαζί του τους εμπλεκόμενους με τα συμβάντα τα οποία παρακολουθούμε. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, είναι συνηθισμένο να λέει από το στούντιο ο παρουσιαστής, εδώ βλέπουμε, αυτό το εδώ, δεν είναι εδώ, είναι εκεί, είναι μακριά. Και επίσης είναι και, όχι τώρα, αλλά χθες, προχθές. Άρα είναι ακόμα ακρισμένο, αλλά γίνεται μια προσπάθεια να το τραβήξουμε στο δεικτικό κέντρο που λέγαμε, στο εδώ και στο τώρα. Ας δούμε σε αυτό το παλιό ρεπορτάζ που βλέπετε, στο 6-17, λέει συνεχώς ο παρουσιαστής, εδώ ο Πρωθυπουργός Καταθέτης Στεφάνιο, εδώ ο Πρόεδρος Βουλή, δεν είναι εδώ, είναι εκεί. Είναι κάπου μακριά, σε μια άλλη περιοχή της Αθήνας, αλλά έτσι δείχνεται. Και άλλα παραδείγματα παρόμοια. Αναφέρεται σε ρεπορτάζ που... Τρέχει εκεί την ώρα. Το βλέπουμε εμείς, είναι εικόνα και αυτό σχολιάζει, κλπ. Εκεί είναι στην πραγματικότητα, αλλά δεν μπορεί να πει εκεί. Είναι η γλώσσα της τηλεόρασης, τέτοια που... Τώρα το εδώ του ρεπόρτερ, που είναι διαφορετικό, γιατί ο ρεπορτής δεν είναι στο στούτιο, είναι στον τόπο των γεγονότων. Αυτός δικαιούται να πει ένα κυριολεκτικό εδώ. Είναι εδώ, εδώ εκτιλήφθηκε το τάδε, κλπ. Όταν, λοιπόν, είναι αυτό της μάρτυρας ενός γεγονότος ή όταν το μεταδίδει λίγο μετά την εκδήλωσή του, που είναι πολύ πιθανό, τότε θα λέγαμε ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική περίπτωση νόμιμη, θα έλεγα, του εδώ. Και του τώρα, βέβαια, όπως θα δούμε. Στο 60, 20, ακριβώς, έχουμε αρχιστεί το παράδειγμα. Σε αυτό το σημείο και δείχνει με το χέρι τι πιο αντιπροσωπευτικό. Επίσης, έχουμε μια άλλη περίπτωση, όταν το εδώ δεν είναι της αυτοψίας, αλλά της αυτικοΐας. Δηλαδή, το άκουσε από κάποιους ή ήταν πάρα πολύ κοντά. Δεν διαφέρει και πάρα πολύ, αλλά έχει, οπωσδήποτε, μια διαφορά. Όπως πληροφορήθηκα πριν από λίγο, εδώ στο ψηλόκαστρο κλπ. Αυτά για τον χώρο και να πάμε στον χρόνο και να τελειώσουμε με τον χρόνο, που είναι λίγο πιο σύνθετος από τον τόπο. Να μην επαναλάβω αυτό που είπα προηγουμένως για τους τρεις χρόνους, οι οποίοι σχεδόν συντέμνονται σε ένα. Να κρατήσουμε όμως, αυτό που έχουμε πράσινα κυρίως κάτω, ότι η τηλεόραση μας γραφεί όσο μπορεί περισσότερο να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι οι εικόνες ανήκουν στο παρελθόν. Γενικώς αυτό, όχι πάντα. Η αγωνία της είναι να φέρει τα πράγματα σε ένα όσο πιο κοντινό παρόν γίνεται. Κρατήστε αυτή τη διαφάνεια ως χρήσιμη, νομίζω, ιδιαίτερα, πώς δηλαδή καταφέρνει αυτό το πράγμα να το πετυχαίνει. Δεν είναι ένας ο τρόπος, είναι αρκετή. Πρώτος τρόπος είναι να σχετικοποιήσει τον χρόνο. Αυτό μπορεί να το κάνει και με τη βλώσα, με βλωστικά μέσα, με τη χρήση των χρόνων και λοιπά. Να μην δίνει δηλαδή πολύ λεπτομέρειες διακτήρισεις του χρόνου. Θα το δω και σε παραδείγματα, αυτό λίγο παρακάτω. Αυτό το πετυχαίνει εν πολύς με το δεύτερο, εν δεύτερης αντίθεση με την απευθείας μετανατοσύ. Είχα να σας δείξω ένα παράδειγμα, το οποίο δεν θα μπορούσαμε σήμερα να το δούμε, είναι αυτό το ρεπορτάζ από την ίδια είδηση που πήγαμε να δείξω. Μια φωτιά, δηλαδή το 95 στην Αττική, όπου ο ρεπόρτερ υποτίθεται ότι είναι κοντά στη φωτιά, βέβαια από το μέτωπο είναι αρκετά αρκεά άλλα. Η φωνή του, αν την προσέξετε, είναι σαν μέσα στο στυλ. Πώς ακούγεται αυτή η φωνή έτσι, ούτε αέρας ακούγεται, ούτε βουή, ούτε αεροπλάνα που πετάνε. Είναι αποκομμένη η φωνή του από τους φυσικούς θορύμους γύρω. Κι όμως σου δίνει την αίσθηση, το μαλλί λίγο πετάει και μάλλον δεν είναι εξαφάνιση, αλλά είναι όντως απευθείας μετάλλωση. Αλλά δεν ξέρω τα τεχνικά μέσα στις εποχές τι φταίει. Σου μετρίαζαν ας πούμε την αίσθηση της απευθείας μετάλλωσης. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πιο εύκολα τεχνικά και σίγουρα αυτό το επιτυγχάνει η τηλεόραση. Όταν λοιπόν έχεις απευθείας μετάλλωση, δεν μπορείς να φισβητήσεις ότι τώρα γίνονται τα πράγματα έτσι. Ο τρίτος τρόπος έχει να κάνει με το μοντάζ, δηλαδή όταν έχεις έναν ρεπορτάζ και μπορείς να περικόψεις μεγάλες διάρκειες που προδίδουν ότι τα γεγονότα είναι πιο παλιά, πιο μπαγιάτικα από τι φαίνονται, δίνεις πάλι την αίσθηση του πολύ πολύ κοντινού. Και τέλος, το τελευταίο και αυτό έχει σημασία, είναι όταν όλη η ήδηση, όλο το ρεπορτάζ, όλη η διατύπωση σκηνοθετείται με τέτοιο τρόπο ώστε να δείτε η αίσθηση ότι τα πράγματα διαδραματίζονται τώρα, γιατί αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή. Έχουμε ιδήσεις οι οποίες σχεδόν αναμένονται να εκδηλωθούν, συμβάντα που αναμένονται να εκδηλωθούν, δηλαδή πάμε πολλές φορές και πιο πέρα από το παρόν, σε ένα προβλεπόμενο παρόν σχεδόν. Τι θα λέγατε για την ερώτηση την κόκκινη? Αυτό που μερικοί, ίσως με μια μικρή δόση υπεργόληση, ονομάζουν παροντολαγνεία, που είναι ακαθολικό χαρακτηριστικό της γεωργίας σήμερα, είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει. Είναι μονόδρομος, είναι ό,τι καλύτερο, δηλαδή δεν πρέπει να έχουμε ένα σωστό χρονισμό, δεν πρέπει να ξέρουμε πάντα πόση ώρα πέρασε από τότε που δηλώθηκε, γιατί πρέπει όλα να γίνονται στο φθόραχο. Δεν νομίζω ότι δεν είναι σωστό αυτό που γίνεται, γιατί όταν παρακολουθείς μια ιδέα, δεν ξέρεις τα ακριβή στοιχεία, και μέσα στα ακριβή στοιχεία είναι και η χρονογραφία, και δεν ξέρουμε πού συνέβη κάποιο γεγονός. Βέβαια, ίσως αυτό συμβαίνει, γιατί θέλουμε να ανταγωνιστούμε και το διαδίκτυο σήμερα, γιατί στο διαδίκτυο είναι το τώρα, είναι όντως τώρα τις περισσότερες φορές, τις περισσότερες περιπτώσεις, δηλαδή πιο γρήγορα γίνεται η ιδέα. Και τις τελευταίες ειδήσεις που ρολάρουν, τις 12 και 17 και υπάρχουν αυτά. Ναι, και υπάρχουν και site, όπου βάζουνε μια φοροδραφία. Ναι, όμως, για να φτάσεις στην οθόνη σου αυτή η είδηση, κάποιος κάποιον τη βρήκε. Πριν να πω, μία ώρα, δύο, δεν βρίσκει με κλάσμα δευτερολέπτου. Δεν είναι μια φοροδραφία. Είναι όμως και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ναι, και τι, τα μέσα τι κάνουν, δεν παράγουν ειδήσεις στα μέσα, αναγνωσιεύουν. Όχι, θέλω να πω ότι αν είσαι παρόμως σε ένα συμβάν, μπορείς να τραβήξεις μία φωτογραφία και να την ανεβάσεις κατευθείαν στο Facebook. Και από εκεί είναι αυτό. Θέλεις μία φωτογραφία? Όχι. Όχι, απλά θέλω να πω ότι επειδή τα μέσα είναι σύγχρονα, η τηλεόραση προσπαθεί να συμφωνήσει με όλα αυτά. Το ανέβατο μιας φωτογραφίας είναι ένα ντοκουμέντο, δεν είναι η είδηση. Η είδηση θέλει άλλη του ξεδεύσεις, δεν είναι? Ναι. Αν υποθέσουμε ότι είναι ένα κομμάτι μιας είδησης, έτσι που ενδιαφέρει περισσότερο ο κόσμος. Ναι, απλώς. Αν τους φοβάσεις, κάνω το διατυπώ, σου καλύτερα αυτό που είχες στο μυαλό μου. Για παράδειγμα, και η κάθε εφημερίδα, και ο κάθε μέσο, διαθέτει μία σελίδα στο Facebook. Εκεί, δηλαδή, μπορεί να πρωτοδημοσιεύεις μία είδηση και μετά επαξεχασμένη να την ανεβάσεις στο κανονικό διαδικτυακό της τόπο ή στο κανάλι. Βλόγκ, πάλι, όχι Facebook. Το blog που έχει περίφημα για παράδειγμα, ο Guardian κλπ, εκεί μπορώ να το φανταστώ αυτό. Ναι, και ίσως, γι' αυτό και επιδιώκεται το πως... Θες να καταλέξεις όμως, δεν καταλάβω. Ότι πιέζει το διαδίκτυο... Ναι, μπαίνεις σ' ένα κλίμα ανταγωνισμού. Στο παραδοσιακά μέσα. Στο διαδίκτυο, ναι. Έχετε τίμι προς το πάντος, ακόμα, σε τηλεόραση, που δεν βρείτε το πιο σύμφωνο, νομίζω, πλέον. Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Δηλαδή, η ταχύτητα μετά δώσης μιας έδεισης είναι η καλύτερη εγγύηση για την αληθοφάνεια, ας πούμε, ή πρέπει να περάσει λίγος χρόνος, να την εξεργαστείς λίγο περισσότερο, να μαζέψεις κι άλλες μαγεία, ή το πρώτο είναι να φύγει αμέσως η εικόνα, να φύγει η πρώτη πληροφορία. Να περιμένουν λίγο, ώστε να έχουν εξοκληρωμένες οδηγίες, ακριβή στοιχεία. Άρα, είναι ένα δικό κομμαχαίρι η δυνατότητας που σε δίνει η τεχνολογία, έτσι, να αμέσως να διαχύσεις, ας πούμε, την πληροφορία. Ή μπορεί να είναι πληροτέχνημα, ή να μην βασίζεται σε πραγματικά στοιχεία κάτι που θα πούν, ή να μην εξεκρέμει. Εγώ ήθελα απλά να δοθήσω, αν το γεγονός ότι πωστάρουμε, ας πούμε, στο Facebook ένα ντοκουμέντο, αν έχει και μια περιγραφή συνοδευόμενη, θα μπορούσε να μάθει μία είδης, αν το ντοκουμέντο συνοδεύεται. Εξάρτατε τι είναι αυτή η περιγραφή. Είμαστε στο bar και τα πίνουμε, εννοώ, τέτοιου τύπου. Και τι φωτογραφία θα είναι αυτή, βέβαια, έτσι. Είναι η Λόγια site, όπως, ας πούμε, η Huffington Post, που είναι, το κάνει πάρα πολύ συχνά. Ναι, αλλά αυτό δεν θέλει χρόνο για να γραφτεί ένα κάποιον κοινό μια περίγραφή. Δεν πρέπει να περάσει λίγος χρόνος. Άρα δεν μπορεί να είναι τσαφα μέσος. Κάποτε ο χρόνος αυτός είναι πιο σύντομο σε σχέση με τον χρονικό διάστημα. Αυτό είναι. Ξέρετε ποιο μέσο επιτάχυνε, ας πούμε πίσω και έναν όρο της των μαθηματικών, εξαιτικά, γεωμετρικά, συγγνώμη, την ταχύτητα μεταδόσης του έδεισου. Η τηλεόραση, όχι το διαδικτύο. Σε σχέση, δηλαδή, με το ραδιόφωνο και τον τύπο, η τηλεόραση ήταν αυτή η οποία έβαλε τον δημοσιογράφο να τρέχει σαν ναύλογο κούρσας για να μεταδόσει αμέσως στην έδειση. Και ο χρόνος που ήταν το 27ο για την εφημερίδα, έγινε το λεπτό, έτσι, ίδιος και το 2ο όλοι το μερικές φορές από τη τηλεόραση, όχι από το διαδικτύο. Η μεγάλη αλλαγή προέκτησε από τη τηλεόραση. Βέβαια, το διαδικτύο... Κι αυτό νιώθω ότι κοιμίνεται με τα πρωτεία της και συνεχίζει σε πιο έντονους οικονομούς. Όχι, όντως κινδυνεύουμε τα πρωτεία. Ή αμφισβητούνται, εν πάση πρωτοί, τα πρωτεία. Το διαδικτύο έχει μία διείστηση, μία επαγγοσμιότητα που δεν έχει στον ίδιο βαθμό του λαίου στον τηλεόραση, για αυτό επειδή είναι τα πραγματικά. Πάντως, το πρόβλημα θα παραμένει και θα είναι πάντα δύσκολο να λυφεί ή να απαντηφεί, δηλαδή, πόσο πρέπει κανείς να ισοζυγιάσει την ταχύτητα με την καλή επεξεργασία της σύνδεσης. Και αυτό θα έχει να κάνει πάντα με την εμπειρία, με την καλή χρήση των τεχνολογιών ή των εργαλείων. Εγώ θα έλεγα ότι η απάντηση είναι όχι. Δεν είναι μονοδομός. Και δεν είναι μονοδομός η παραδολανία. Το να θέλεις, φυσικά, να έχεις γρήγορα, όχι όσο το να το μιλούν, αλλά γρήγορα την ύβηση, τη σημαντική, δεν είναι όχι μόνο κακό, είναι επιθυμητό. Αλλά το θέμα δεν είναι να κατεβαίνω τα δευτερόλεπτα. Το θέμα είναι να έχεις καλύτερη τεκμηρίωση, καλύτερο περιγραφείο, όπως είπα, σαφήγηση, θα έλεγα εγώ, τον ιδείσουν. Δηλαδή, σκέφτομαι τη γενιά σας ή τις νεότερες γενιές, οι οποίοι έχουν σχεδόν μεγαλών... όχι, οι νότρες από σας μεγαλώνουν, γεννιούνται μάλλον με το διαδίκτυο και έχουν περάσει σε μια άλλη εποχή από αυτήν που μεγαλώσαμε εμείς. Δηλαδή, περάσανε, θα έλεγα, από την εποχή της ίδησης και του ρεφορτάζ, στην εποχή της πληροφορίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δηλαδή, μιλάμε πια για μια επανάσταση, όπου ο χρήστης του διαδικτύου, δεν μπορώ να πεις τώρα ότι είναι ούτε αποδέχτης, ούτε τηλεφωνιστής του διαδικτύου, ο χρήστης του διαδικτύου, ο κυβερνωνάφτης, ας το πούμε έτσι, μέσα σε αυτήν τη χαωτική διάχρηση ποταμών πληροφορίας, ουσιαστικά πηδάει, υπάρχει μια έκφραση στα αγγλικά, grasshopper thinking, το αλογάκι της Παναγίας ξέρετε, να ζουζούν το όποιο κάνει με τα ποδαράκια του, κάπως έτσι κάνει το ανθρώπινο μυαλό όταν συνεχώς κλικάρει και πηγαίνει από υπερδεσμό σε υπερδεσμό, από κόμπο σε κόμπο. Και αυτό το πράγμα μέσα στον τρόπο που βλέπω και πολλούς παντού να αλλάζουν τον τρόπο του κεφάλου, τον τρόπο σκέψου, τον τρόπο πρόσληψου, τον τρόπο ερμηνείας των πραγμάτων, γιατί ενώ παλιότερα είχαμε πιο αργούς ρυθμούς και θέλαμε πιο ολοκληρωμένα προϊόντα, ίσως και ερμηνευμένα και λοιπά, τώρα βλέπεις αυτό το συνεχές τρεχαλιτό πίσω από την πληροφορία. Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό η παροντιολαγνία ενισχύει αυτή την τρεχάλα και τη συνεχή παρακολούθηση πληροφοριών και όχι ολοκληρωμένων κειμένων και αυτό δεν είναι πρόθυμος, βέβαια, ούτε να το καταδικάσω, ούτε να το επενέψω, είναι πάντως μια καινούργια πραγματικότητα, η οποία πρέπει να σας, να μας, να προβληματίσει όλους τους ανθρώπους που σχετίζονται με τον χώρο του. Βλέπω λοιπόν γρήγορα-γρήγορα και με τα παραδείγματα, υπάρχει και το τώρα που παρουσιαστεί, που αντίστοιχα με το εδώ δείχνει το τώρα της μετάδοσης. Υπάρχει ένα πιο διεσταλμένο, γιατί το τώρα δεν είναι σαν το χρόνο να πεις σαν το τάδε με το τάδε δευτερόλεπτο, είναι πιο διευρυμένο όταν ένα γεγονός είναι σε εξέλιξη. Και εδώ κάτι παρόμοιο με το προηγούμενο. Υπάρχει ένα τελευταίο εδώ που συνδέεται με έναν τέρμινους όπως θα λέγαμε, το μέχρι εδώ ή το από εδώ και πέρα δηλαδή. Και τέλος να ολοκληρώσουμε, υπάρχει το τώρα του ρεπόρτερ, ο οποίος θα έλεγα ότι σε σχέση με τον χώρο δεν είναι και σε τόσο πολύ πιο κλεαρευτική θέση, γιατί και οι δυο τρόπον είναι στον ίδιο χρόνο. Ο ρεπόρτερ λοιπόν μπορεί να δείξει το στιγμή ο παρών όπως το παράδειγμα τώρα αυτή την ώρα, μπορεί να το δείξει επίσης σε ένα διεσταλμένο θα έλεγα παρών, όπως το παράδειγμα 6.35 ή πιο προσεγγιστικά κάτι σαν το τέρμινους αν, τε ή πώς, τε β, που λέγαμε προηγουμένως. Αυτό είναι το επόμενο στιγμή. |