Διάλεξη 6: Θεωρία της μετάφρασης / Διάλεξη 6 / σύντομη περιγραφή

σύντομη περιγραφή: Συνεχίζουμε τη συζήτηση από τις παρημίες και τις ειδικές εκεί που είχαμε αφήσει τη συζήτηση στο προηγούμενο μάθημα. Να θυμηθούμε από την αρχή αυτό που είχαμε πει ότι η θεωρία της μετάφρασης είναι ένας κλάδος των ανθρωπιστικών επιστημών που έχει διεπιστημονική βάση. Τώρα που έχουμε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κασάπη Ελένη (Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας / Εισαγωγή στις Μεταφραστικές Σπουδές
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b7b4b2ff
id 5b97d8f7-5c4b-4889-83cd-67965197a029
title Διάλεξη 6: Θεωρία της μετάφρασης / Διάλεξη 6 / σύντομη περιγραφή
spellingShingle Διάλεξη 6: Θεωρία της μετάφρασης / Διάλεξη 6 / σύντομη περιγραφή
Γλώσσα και Λογοτεχνία
Κασάπη Ελένη
publisher ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
url https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=b7b4b2ff
publishDate 2015
language el
thumbnail http://oava-admin-api.datascouting.com/static/5c4c/3130/9e76/227a/1b73/e472/292f/e093/5c4c31309e76227a1b73e472292fe093.jpg
topic Γλώσσα και Λογοτεχνία
topic_facet Γλώσσα και Λογοτεχνία
author Κασάπη Ελένη
author_facet Κασάπη Ελένη
hierarchy_parent_title Εισαγωγή στις Μεταφραστικές Σπουδές
hierarchy_top_title Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας
rights_txt License Type:(CC) v.4.0
rightsExpression_str Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
organizationType_txt Πανεπιστήμια
hasOrganisationLogo_txt http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png
author_role Καθηγήτρια
author2_role Καθηγήτρια
relatedlink_txt https://delos.it.auth.gr/
durationNormalPlayTime_txt 01:00:21
genre Ανοικτά μαθήματα
genre_facet Ανοικτά μαθήματα
institution Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
asr_txt Συνεχίζουμε τη συζήτηση από τις παρημίες και τις ειδικές εκεί που είχαμε αφήσει τη συζήτηση στο προηγούμενο μάθημα. Να θυμηθούμε από την αρχή αυτό που είχαμε πει ότι η θεωρία της μετάφρασης είναι ένας κλάδος των ανθρωπιστικών επιστημών που έχει διεπιστημονική βάση. Τώρα που έχουμε προχωρήσει τη συζήτηση για τη θεωρία της μετάφρασης και τη μεταφραστική πράξη, φαντάζουμε ότι έχουμε πολλά παραδείγματα από τα οποία κατανοούμε ότι όντως η θεωρία της μετάφρασης έχει διεπιστημονική βάση. Για παράδειγμα, την τελευταία φορά μιλούσαμε για μηχανισμούς δημιουργίας ενειών, για μηχανισμούς πρόσληψης σημασιών. Όλα αυτά που είχαμε κάνει έχουν να κάνουμε τη σημασιολογία. Είναι ένα κομμάτι, επομένως, της διεπιστημονικής βάσης της μεταφρασιολογίας. Την προηγούμενη φορά, επίσης, μιλήσαμε για μεταφραστή διαμεσολαβητή, είτε διαγλωσσικό, είτε διαπολιτισμικό μεσολαβητή. Άρα, πίσω από αυτό, υπάρχει και η σημειωτική, και η ανθρωπογλωσολογία, και η θηνογραφία της επικοινωνίας. Αρχίζει και φαίνεται σιγά σιγά με τα παραδείγματα που κάνουμε και η σχέση της ιστορίας με τη θεωρία της μετάφρασης, και η θέση της κοινωνιολογίας, και η θέση της κοινωνιογλωσολογίας. Για να δούμε τώρα, καθώς μιλήσαμε για τις παρημίες και για τις αναντιστυχίες που υπάρχουν μεταξύ ελληνικών και ιταλικών, όταν μεταφράζουμε παρημίες, να θυμίσουμε το παράδειγμα «κάνε νον μάντζα, κάνε», «κόρακας δεν βγάζει κορά κουμάτι». Εδώ υπάρχουν ασημετρίες, επομένως εδώ γίνεται ολουφάνερο ότι στη μετάφραση συναντούμε και μεταφραστικά προβλήματα και μεταφραστικές δυσκολίες. Ένα πολύ τυπικό παράδειγμα από το χώρο της εκπαίδευσης που έχετε ήδη από αυτό το μάθημα, είναι από τα πρώτα κι όλες μαθήματα όταν εδώ μέσα στη τάξη μας συζητήσαμε για τη μετάφραση άρθρου του κανονισμού σπουδών του Πανεψιμίου της Μπολόνιας, εκεί σε εκείνη τη συζήτηση που είχαμε κάνει φάνηκαν οι αναντιστυχίες, οι ασημετρίες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να κάνει αναμενόμενα γέναν Έλληνα χωρίς εμπειρία λάθη κάποιος κόσμος από τους φοιτητές που κάνανε μετάφραση του κανονισμού σπουδών του Πανεψιμίου της Μπολόνιας. Επομένως οι μεταφραστές και προβλήματα μεταφραστικά πρέπει να ξέρουμε ότι θα συναντήσουν και αυτά θα εκφραστούν με μεταφραστικές δυσκολίες οι οποίες θα είναι σχεδόν προσωπικού χαρακτήρα, ατομικού χαρακτήρα. Αυτό ήδη μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε και για τις μεταφραστικές επιλογές. Είναι ατομικού χαρακτήρα οι μεταφραστικές δυσκολίες, άλλες έχω εγώ, άλλες έχει κάποιος άλλος που τώρα παρακολουθεί αυτή τη συζήτηση, άλλες έχει κάθε ομιλητής και εννοείται ότι αφού έχουμε άλλες δυσκολίες κάνουμε και διαφορετικού τύπου επιλογές που δηλώνουν πάντοτε τον τρόπο που σκεφτήκαμε. Οι επιλογές μας είναι δηλωτικές του τρόπου που σκεφτήκαμε, του τρόπου που μιλάμε, του τρόπου που γνωρίζουμε τα ιταλικά ή τα ελληνικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εργασίας. Γενικά αφού είδαμε ότι υπάρχουν ασημετρίες, ένα παράδειγμα ήταν το άρθρο που έχουμε μεταφράσει και που έχουμε σχολιάσει για να εντοπίσουμε και τα λάθη που κάναν φοιτητές να το μεταφράζαν, το άρθρο επομένως του κανονισμού σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν ένας όρος προσφώνησης, «μανίφικο ρε τόρε, μεγαλοπρεπής πρίτανης», αυτό δεν το λέμε στα ελληνικά. Αυτό βέβαια οποιοςδήποτε δεν ξέρει ιταλικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κάνει το λάθος, θα το κάνει όμως το λάθος οποιοςδήποτε δεν ξέρει από προσφωνήσεις στο αγαδημαϊκό περιβάλλον, άρα εδώ είναι θέμα ελληνικών. Γενικά επομένως φάνηκε ότι αφού υπάρχουν δυσκολίες, αφού υπάρχουν προβλήματα μεταφραστικά, αφού ο κάθε μεταφραστής κάνει τις δικές του επιλογές, γενικά φάνηκε ότι ο μεταφραστής είναι διαμεσολαβητής, θα το λέμε συνέχεια αυτό, διαμεσολαβητής και γλωσσικός και πολιτισμικός. Δεν αρκεί δηλαδή να ξέρουμε ότι «μανήφικο ρε τόρε» σημαίνει μεγαλοπρεπής πρίτανης, θα πρέπει να ξέρουμε ότι στα ελληνικά ο ελληνικός ακαδημαϊκός πολιτισμός της προσφωνήσεις δεν κάνει αποδεκτό την έκφραση στα ελληνικά μεγαλοπρεπής πρίτανης, αλλά η ελληνική γλωσσική κοινότητα στα ακαδημαϊκά θέματα, στον ακαδημαϊκό πολιτισμό, κάνει δεκτή την προσφώνηση «Κύριε Πρίτανη», αξιότιμε «Κύριε Πρίτανη». Τελεία. Επομένως, δεν είναι μόνο θέμα γλωσσικής μεσολάβησης η μετάφραση, είναι θέμα, πλέον το έχουμε δει, και πολιτισμικής μεσολάβησης. Και επίσης, σίγουρα χρειάζεται και ένα ταλέντο για να είναι κάποιος καλός μεταφραστής. Μόνο το όμως δεν φτάνει. Χρειάζεται ταλέντο, χρειάζεται διγλωσσία, όχι με την έννοια αυτού που γεννιέται από την αρχή και μιλάει δύο γλώσσες από τη γέννησή του και ύστερα, αλλά διγλωσσία με την έννοια καλή εποπτεία των δύο γλωσσικών συστημάτων για να μπορούμε να κατανοούμε καλά τι συμβαίνει στο πρωτόρυπο και τι θα γράψουμε για να το μεταφέρουμε νοηματικά σωστά στο μετάφρασμα. Και το τρίτο, διπολιτισμικότητα. Να ξέρουμε δηλαδή τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι αποδεκτό στους δύο γλωσσικούς πολιτισμούς για να μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα τα συστατικά του πρωτοτύπου και να τα μεταφέρουμε κατά τρόπο αποδεκτό ως συστατικά του μεταφράσματος. Αυτά λοιπόν χρειάζονται για να είμαστε καλοί διαμεσολαβητές. Ταλέντο, διγλωσσία, διπολιτισμικότητα. Τι ταλέντο, επικοινωνιακό ταλέντο. Εάν δεν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί για την κατάλληλη περίσταση επικοινωνίας την κατάλληλη γλωσσική επιλογή, θα έχει μεγαλύτερες δυσκολίες για να μεταφράσει. Ούτως ή άλλως, ακόμα και αν θέλουμε να ενισχύσουμε μια μεταφράσή μας με εργαλεία αυτόματης μεταφράσης, όπως είναι βάση σκημένων και λοιπά ή μεταφραστικές μνήμες, ακόμα και τότε δεν είναι δυνατόν να κάνουμε πάρα πολλά βήματα προς μια αποδεκτή μετάφραση, εάν δεν έχουμε μαζί και πάνω μας, αν δεν έχουμε και αυτό το χαρακτηριστικό διπολιτισμική ικανότητα, δηλαδή καλή διαχείριση πρόσληψης και feedback στα δύο πολιτισμικά συστήματα όπου αναπτύσσονται οι δύο γλώσσες εργασίας. Αυτό το θέμα της διαμεσολάβησης δεν είναι ένα θέμα που προκύπτει ξαφνικά στη μετάφραση, ο άνθρωπος από τότε που θα γεννηθεί συνεχώς διαμεσολαβεί. Διαμεσολαβή για να καταλάβει ένα βλέμμα, διαμεσολαβή για να καταλάβει έναν ήχο. Ακούμε ένα τραγούδι, ακούμε έναν ήχο από ένα τραγούδι, ένα απόσπασμα ακούμε και ξέρουμε ότι αυτό το τραγούδι σε ο τάδε τραγουδιστής έχει αυτόν τον τίτλο, έχει ακουστεί πρώτη φορά την τάδε χρονιά. Βλέπουμε έναν άνθρωπο και μόνο από την έκφρασή του πάλι διαμεσολαβητικά μπορούμε να καταλάβουμε ποια είναι η διάθεσή του, αν είναι κουρασμένος, αν είναι μικρός, αν είναι μεγάλος, αν είναι νέος, αν είναι γέρος, τα πάντα. Επομένως αν είναι υγιής ή αν είναι ασθενής υπάρχουν δηλαδή ορισμένα σημεία και ορισμένα σημειωτικά συστήματα που τα κατέχουμε όλοι, μεσολαβούμε επομένως ανάμεσα σε μια εικόνα του κόσμου που δεχόμαστε και στις γνώσεις που έχουμε για να ταξινομούμε τον κόσμο και βγάζουμε ένα συμπέρασμα. Μεταφράζουμε δηλαδή τα σημεία που προσλαμβάνουμε και τα κωδικοποιούμε ξανά με κάποιον τρόπο εντός μας. Έτσι παρεμβαίνουμε στην πραγματικότητα, έτσι την κατανοούμε και μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στη μετάφραση. Πάντοτε οι άνθρωποι διαμεσολαβούμε, από τότε που γεννηθήκαμε μέχρι όσο κρατήσει η ζωή μας, θα διαμεσολαβούμε όχι μόνον ανάμεσα σε δύο κείμενα, σε δύο γλωσσικά συστήματα, σε αυτή την ένταση και σε άλλες εντάσεις ερμηνείας και feedback σε σημεία και σημειωτικά συστήματα. Έτσι είναι και η μεταφραστική διαδικασία. Σε αυτή τη διαμεσολάβηση τώρα μπορεί να συμβεί το εξής. Να πάρουμε μία λέξη από το πρωτότυπο και να την μεταφράσουμε με μία λέξη στο μετάφρασμα. Αυτή είναι μία ισοδυναμία που δημιουργούμε ένα προς ένα. Να πάρουμε μία μεταφραστική μονάδα σε επίπεδο λέξεις από το πρωτότυπο και να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε δύο λέξεις για να δημιουργήσουμε την ισοδύναμη μεταφραστική μονάδα στη γλώσσα στόχο. Αυτό είναι το ένα προς πολλά. Να έχουμε δύο λέξεις στον πρωτότυπο και στη μετάφραση να ενεργοποιήσουμε η επιλογή με μία λέξη πολλά προς ένα. Αυτά είναι τα ποσοτικά χαρακτηριστικά στις ισοδυναμίες. Βέβαια εδώ λέει ένα προς δύο, θα μπορούσε να είναι ένα προς τρία, ένα προς τέσσερα. Εδώ λέει δύο προς ένα, θα μπορούσε να είναι τρία προς δύο, τέσσερα προς δύο, τέσσερα προς ένα. Θα δώσω ένα παράδειγμα από τα προηγούμενα μαθήματα για να μπορέσουμε πιο εύκολα να το καταλάβουμε αυτό. Λοιπόν, θα σβήσω από πάνω και γράφω ξανά. Κάνε, νον, μάντζα, κάνε. Και από κάτω γράφω κόρακας δεν βγάζει κοράκου μάτι. Λοιπόν, ένα και ένα, δύο και δύο. Τρία, τέσσερα, τρία, τέσσερα. Αυτό είναι, εδώ έχουμε ένα προς δύο. Όλο αυτό μαζί, όλη αυτή η επιλογή, εξαιτίας των συμβάσεων στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, κορά κουμάτι. Αν δυστυχεί σε αυτό το κάνε, όλη αυτή η επιλογή. Εδώ τι έχουμε επομένως, έχουμε ένα προς δύο. Κάνε, αναπαράσταση κατευθείαν, κάνε. Νον, δεν, αναπαράσταση κατευθείαν του αποτυπώμεντος της μετάφρασης. Μάντζα, βγάζει. Εδώ δεν έχουμε συμμετρία ως προς την φορμαλιστική πλευρά της λέξης. Το ένα είναι τρώω και το άλλο είναι βγάζω. Προστόσο, στη σύνταξη των δύο φράσεων, είμαστε στην ίδια θέση, στην ίδια συντακτική θέση. Κορά κουμάτι. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Κάνε, όλο αυτό το τέταρτο συστατικό, η τέταρτη μεταφραστική μονάδα στα ελληνικά. Δεν είναι πλέον με ένα συστατικό, παγιοποιείται με δύο συστατικά. Όχι γιατί ο μεταφραστής το θέλει έτσι, αλλά γιατί η πολιτισμική κοινότητα το δέχεται έτσι. Οπότε, για να γίνει αυτή η μετάφραση και για να είναι σωστή, εάν διατηρήσουμε πάρα πολύ την προσήλωση στην καταλέξη μετάφραση, έτσι κι αλλιώς δεν θα βγαίνει άκρη. Δοκιμάστε λίγο. Σκύλος δεν τρώει σκύλο. Αυτό το πράγμα μπορεί ελληνικά να είναι κατανοητό, είναι όμως πολύ ξενικό. Είναι ξενικό. Δηλαδή, εάν πει ένας Έλληνας με συμφραζόμενα όπου να χωράει το κόρακας, δεν βγάζει κορά κουμάτι, σκύλος δεν τρώει σκύλο, θα γίνει κατανοητό. Θα γίνει κατανοητό, αλλά θα μοιάζει ξενικό. Θα έχουμε την αίσθηση ότι ακούσαμε κάτι νεολογικό. Δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε τη νεολογία στη μετάφραση. Πότε όμως μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και να είναι και θεμητό, απολύτως θεμητό και να πάρει και επιβράβευση, ακόμα και κριτική επιβράβευση, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος ή αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά, γιατί εισάγουμε ένα πολιτισμικό αντικείμενο, που δεν μπορεί να βρει το τέρι του στην ελληνική γλώσσα, στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, στην ελληνική πολιτισμική επίσης κοινότητα. Και τότε θα κάνουμε νεολογία. Δεν υπάρχει λόγος όμως σε μια παρημία να κάνουμε νεολογία. Γιατί τότε σταματάει να είναι ένα συστατικό εύκολης πρόσληψης, ένα συστατικό από τα οικία μας, ένα συστατικό που δίνει συγκεκριμένο ύφος το λόγο. Έχει καταγραφεί σχεδόν αυτόματα στο γλωσσικό μας υποσυνείδητο, όπως κόρακας δεν βγάζει κορά κουμάτι. Άρα το άλλο είναι ξενισμός. Να δούμε τώρα το δύο προς ένα. Μανίφικο ρετόρε Ρίτανης. Εδώ τι ήταν? Εδώ ήταν δύο προς ένα. Επομένως δεν μπορούμε να κινούμαστε συνέχεια μέσα από την χήμερα της καταλέξης δημιουργίας ισοδυναμιών. Δεν το επιτρέπουν αυτό τα γλωσσικά συστήματα. Δεν είναι συμμετρικά τα γλωσσικά συστήματα ανάμεσα στην ιταλική και στην ελληνική γλώσσα. Επομένως θα πρέπει να είμαστε πολύ σίγουροι ότι θα κάνουμε τέτοιες επιλογές ένα προς δύο, δύο προς ένα στη διαμόρφωση ισοδυναμιών. Να μην ανησυχούμε γι' αυτό, να το τολμούμε, γιατί το βασικότερο από όλα είναι να μεταδώσουμε νοήματα από τη μία γλώσσα στην άλλη. Αλλά πράγματα δεν μπορούμε να κάνουμε. Γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις για το τι θα βαρύνει σε μία μετάφραση. Έχουμε λοιπόν τη γλώσσα πηγή, όπως έχουμε και τη γλώσσα στόχο. Και έχουμε τον φορμαλισμό, όπως έχουμε και την ερμηνευτική. Λοιπόν, εδώ έχουν δημιουργήσει διάφορα δηλήματα, τα οποία όμως είναι ψευδοδηλήματα, ωστόσο εμείς για να μην εμπλακούμε σε αυτή τη φιλοσοφική συζήτηση γύρω από τη μετάφραση, χωρίς να έχουμε ελευθερία επιλογής, θα πρέπει να καθίσουμε να τα εξετάσουμε ξανά από την αρχή. Λοιπόν, γλώσσα πηγή και γλώσσα στόχος. Υπάρχουν σχολές μεταφραστών που λένε ότι πρωτεραιότητα έχει η γλώσσα πηγή. Και μάλιστα τώρα πια που δεν μπορούν να το λένε για όλα τα κειμενικά είδη, λένε ότι στη μετάφραση λογοτεχνίας πρωτεραιότητα έχει η γλώσσα πηγή εργοτέχνης. Στην τεχνική και την ειδική γλώσσα πρωτεραιότητα λένε ότι έχει η γλώσσα στόχος. Για να δούμε στην πραγματικότητα τι συμβαίνει. Εάν έχουμε στη γλώσσα πηγή ένα κείμενο 1 και στη γλώσσα στόχο θα έχουμε ένα κείμενο 2, τη μετάφραση, το πρωτότυπο εδώ και η μετάφραση εδώ. Για να φτάσουμε στη μετάφραση από τη γλώσσα πηγή όπως σας είχα δείξει με τα σημειωτικά τρίγωνα της μεταφραστικής πράξης, θα πρέπει και να κατανοήσουμε πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στη γλώσσα πηγή και γλωσσικά και πολιτισμικά και να μπορέσουμε να επιλέξουμε τις σωστές γλωσσικές μορφές για να το αναδιατυπώσουμε αυτό με νοηματικά και φορμαλιστικά αποδεκτό τρόπο στη γλώσσα στόχου, δηλαδή στη μετάφραση. Επομένως, προτεραιότητα του μεταφραστή προμεταφραστικά ασφαλώς και είναι καταρχήν η γλώσσα πηγή γιατί πρέπει να κατανοήσει καταρχήν το πρωτότυπο. Ασφαλώς κατά τη μετάφραση, προτεραιότητα του μεταφραστή είναι οπωσδήποτε η γλώσσα στόχος. Κάθε φορά που υπάρχουν ασημετρίες ανάμεσα στη γλώσσα πηγή και στη γλώσσα στόχου δημιουργούνται μεταφραστικές εντάσεις. Αυτές οι μεταφραστικές εντάσεις δεν μπορούν να κατευναστούν, δεν μπορούν να αμβληνθούν εάν δεν ξαναγυρίσουμε μέσα στη γλώσσα πηγή. Επομένως, ακόμα και όταν είμαστε στα τελικά στάδια της μετάφρασης και κάνουμε έλεγχο και εντοπίζουμε λάθη μεταφραστικά ή πράγματα που δεν έχουν υποθεί με τον καλύτερο τρόπο, για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε με καλύτερο τρόπο τη μετάφραση, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη γλώσσα πηγή. Όταν υπάρχουν δυσκολίες και δεν βρίσκουμε στη γλώσσα στόχου μία έκφραση για να διατυπώσουμε κάτι που υπάρχει στη γλώσσα πηγή, τότε ξαναμπαίνουμε μέσα στη γλώσσα πηγή και κάνουμε ενδογλωσική μετάφραση. Κάνοντας ενδογλωσική μετάφραση λέγοντας δηλαδή στη γλώσσα πηγή με άλλα λόγια αυτό που ήδη είναι διατυπωμένο στο κείμενο, τότε δίνουμε ξανά αφού έχουμε μεταφράσει στο κείμενο προτεραιότητα στη γλώσσα πηγή. Βλέπουμε δηλαδή ότι στην πραγματικότητα η προτεραιότητα δεν μένει πάντα στη γλώσσα πηγή ούτε πάντα στη γλώσσα στόχου. Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας είναι εναλλασσόμενη η προτεραιότητα. Για να δούμε τι γίνεται ανάμεσα στην φορμαλιστική προσέγγιση κατά τη μετάφραση και στην ερμηνευτική προσέγγιση. Υπάρχουν λογοτεχνικές προτεραιότητες οι οποίες επιμένουν ότι είναι φορμαλιστικές οι προτεραιότητες κατά τη μετάφραση λογοτεχνίας. Πολύ ωραία το καταλαβαίνω. Η μουσικότητα σε ένα πείημα, τα φωνήεντα, γενικά οτιδήποτε προσπαθεί να δημιουργήσει ηχητικές εντυπώσεις σε ένα ποιητικό κείμενο. Εκεί θέλει έντονη φορμαλιστική επεξεργασία. Υπάρχει όμως και η άλλη σχολή λογοτεχνικής μετάφρασης που λέει ότι η προτεραιότητα είναι ερμηνευτική. Είπαμε όμως ότι έτσι και αλλιώς πρώτα κάνουμε ανάγνωση στη γλώσσα πηγή, το πρωτότυπο και προσπαθούμε να το κατανοήσουμε. Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε το πρωτότυπο. Όταν δηλαδή προσπαθούμε να δούμε τις σημασίες που υπάρχουν μέσα στο πρωτότυπο, ούτως ή άλλως είναι ερμηνευτική η διαδικασία. Λαμπρά. Και τότε τι γίνεται με το φορμαλισμό. Αν έχουμε ένα πείημα το οποίο έχει πολύ φορμαλιστική επεξεργασία στο πρωτότυπο, αυτό απαιτεί εξίσου πολύ φορμαλιστική επεξεργασία και κατά τη μετάφρασή του. Γιατί ναι μεν μπορεί να θέλουμε να κρατήσουμε τις ηχητικές επιλογές του πρωτότυπου κλπ. Τι θα κάνουμε όμως για να ορίσουμε την ομάδα των λέξεων από που θα αντλήσουμε τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου για την μετάφραση, εάν δεν έχουμε κάνει και ερμηνευτική προσέγγιση. Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Γιατί δεν μπορεί οποιαδήποτε λέξη αρκεί να υπακούει στις φορμαλιστικές γραμμές που διέπουν το πρωτότυπο, δεν είναι δυνατόν οποιαδήποτε λέξη να πάει στο μετάφρασμα. Θα πρέπει μέσα από ερμηνευτική επεξεργασία του πρωτότυπου να διατηρήσουμε τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς να αλλιώνουμε όμως τις σημασίες που υπάρχουν μέσα στο πρωτότυπο. Άρα βλέπουμε ότι έχουμε συνέχεια εναλλαγές μεταξύ φορμαλιστικής και ερμηνευτικής επεξεργασίας. Επομένως είναι ψευτοδηλήματα αυτά τα δηλήματα της προτεραιότητας στη γλώσσα πηγή, στη γλώσσα στόχο, στη φορμαλιστική επεξεργασία ή στην ερμηνευτική επεξεργασία είναι ψευτοδηλήματα και θα πρέπει πάντοτε να τα έχουμε υπόψη μας έτσι. Θα ήθελα λίγο για να το καταλάβουμε αυτό, φορμαλιστικό και ερμηνευτικό γλώσσα πηγή και γλώσσα στόχος, να κάνουμε ένα παράδειγμα που δεν είναι ούτε ιταλικό ούτε ελληνικό. Και μετά θα κάνουμε και ένα ιταλικό ελληνικό. Λοιπόν, για να πάμε λίγο στα Σουηδικά. Στα Σουηδικά έχουμε τη γιαγιά, Μόρφαρ είναι η γιαγιά, όχι συγγνώμη, Μόρφαρ είναι ο παππούς ο οποίος προέρχεται από την οικογένεια της μαμάς και Φαρφαρ ο παππούς ο οποίος προέρχεται από την οικογένεια του μπαμπά. Σουηδικά λοιπόν. Εδώ έτσι κι αλλιώς θα έχουμε απώλειες των σχέσεων συγγένειας στο δέντρο και θα έχουμε απώλειες στη μετάφραση, γιατί ελληνικά έτσι κι αλλιώς και αυτός είναι παππούς και αυτός είναι παππούς. Επομένως εάν η προτεραιότητα είναι μόνο φορμαλιστική σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, αυτό θα έπρεπε να μας επιβάλλει να γράψουμε μόνον παππούς, ένα προς ένα είναι ο φορμαλισμός. Και εδώ μόνον παππούς, ένα προς ένα είναι ο φορμαλισμός. Ωστόσο, αν το λογοτεχνικό κείμενο έχει και άλλο πλέγμα περιγραφών για τις σχέσεις των ηρώων μέσα σε όλο το κείμενο, μπορεί να χρειάζεται να έχει την αντίληψη ο αναγνώστης του ελληνικού μεταφράσματος, τις σχέσεις που είχε ο παππούς με τη μητέρα ή τον πατέρα ενός λογοτεχνικού προσώπου σε ένα κρίσιμο κείμενο. Τότε έχει μεγάλη σημασία, εκτός από το φορμαλιστικό μέρος της μετάφρασης, να λάβουμε υπόψη και το ερμηνευτικό μέρος της μετάφρασης και τι να κάνουμε. Να πούμε ο παππούς από τη μαμά μου, ο παππούς από τον παπά μου ή να πούμε ο πατέρας της μητέρας μου, ο πατέρας του πατέρα μου. Αυτή λοιπόν είναι η επιλογή που περιέχει την ίδια ακριβώς σημασία με το πρωτότυπο. Έχουμε επιλογή 1 προς 1, 2, 3, 4, 1 προς 4. Επομένως τι έγινε, εδώ έχουμε προτεραιότητα στο ερμηνευτικό μέρος και υποχωρεί το φορμαλιστικό. Γιατί σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ή σε ένα συμβόλου ή σε μια διαθήκη ή σε μια δικαστική διαμάχη, έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο παππούς, από ποια οικογένεια είναι και ποια είναι η σχέση με το πρόσωπο, που για λογαριασμό του γίνεται μια μετάφραση ή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ποιο είναι το πλέγμα σχέσεων των ηρώων. Επομένως είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε έξω από το μεταφραστικό παιχνίδι την ερμηνευτική προσέγγιση των κειμένων. Ούτε μπορούμε να αφήσουμε την ερμηνευτική προσέγγιση έξω από την παγίωση του τελικού κειμένου. Να δούμε τώρα και το ελληνικό ιταλικό παράδειγμα. Στην ιταλική νηπότε είναι και ο ανεψιός και ο εγγονός. Σε μια διαθήκη επομένως, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, σε μια συζήτηση, έχει πολύ μεγάλη σημασία να επιλέξουμε αν τον υπότε θα γίνει ανεψιός ή αν τον υπότε θα γίνει εγγονός. Εδώ φορμαλιστικά δεν φαίνεται αν έχουμε κάνει λάθος ως προς το ένα προς ένα. Ωστόσο σε μια διαθήκη, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, έχει πολύ μεγάλη σημασία σε μια δικαστική διαμάχη να είναι κάποιος ανεψιός ή εγγονός. Αυτό θέλει ερμηνευτική προσέγγιση για να το αποφασίσουμε. Και πώς θα μας προκύψει η ερμηνευτική προσέγγιση μόνον από τα συμφραζόμενα, μόνο βλέποντας τα προηγούμενα του κειμένου, ότι άλλο υπάρχει πριν από αυτό το σημείο αναφοράς και μόνον αποφασίζοντας μέσα από πραγματολογικό διάβασμα του κειμένου και μέσα από προσεκτική ανάγνωση όλων των αποσπασμάτων που προηγούνται, μόνον έτσι μπορεί να προκύψει ερμηνευτικά αν θα είναι ανεψιός ή εγγονός. Φορμαλιστικά δεν φαίνεται να έχουμε κάνει λάθος, ερμηνευτικά αν δεν προσέξουμε τα συμφραζόμενα θα κάνουμε λάθος κατά πάσα πιθανότητα. Δεν θα ήθελα να γίνουν παρερμηνίες, δηλαδή ασφαλώς και δεν θα ζητήσω ποτέ από κανέναν φοιτητή μου να κάνει κατά λέξη μετάφραση. Ποτέ όμως δεν θα ενισχύσω κάποιον φοιτητή μου εκεί που μπορεί να κάνει κατά λέξη μετάφραση να την αποφύγει. Γιατί στη γλώσσα μια βασική αρχή που διέπει την επικοινωνία μας, ανάμεσα σε ανθρώπους, ανάμεσα σε κείμενα, ανάμεσα σε γλωσσικές κοινότητες, ανάμεσα σε πολιτισμικές κοινότητες, αυτό λοιπόν που διέπει την επικοινωνία μας είναι η αρχή της οικονομίας. Αν λοιπόν με κατά λέξη μετάφραση μπορούμε να πούμε το ίδιο νόημα, την ίδια έννοια, να διατυπώσουμε δηλαδή τα ίδια ακριβώς πολιτισμικά και γλωσσικά πράγματα με το πρωτότυπο στη μετάφραση, μία λέξη, ναι θα το κάνουμε, τότε θα κάνουμε κατά λέξη μετάφραση, όταν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, δεν θα το κάνουμε. Θα κάνουμε κατά σημασία μετάφραση. Το πώς τώρα θα μεταφράσουμε εξαρτάται από την τυπολογία του κειμένου. Αυτό το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Άλλο πράγμα είναι να μεταφράσουμε ένα αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών για το γυμνάσιο, το ιταλικό γυμνάσιο. Άλλο πράγμα είναι να μεταφράσουμε μία πολιτική συζήτηση σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή της Ιταλίας, που θα διατυπώνει μία αναθεώτικη συζήτηση. Μια πολιτική συζήτηση σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή της Ιταλίας που θα διατυπώνει μία αναθεώρηση του ισχύοντος νόμου για το γυμνάσιο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να έχουμε υπόψη μας επομένως αυτές τις αναλασσόμενες προτεραιότητες μεταξύ φορμαλισμού και ερμηνευτικής, μεταξύ γλώσσας 1 και γλώσσας 2, μεταξύ κειμένου του πρωτότυπου και κειμένου της μετάφρασης. Και το πιο σημαντικό από όλα είναι να μπορούμε να ορίσουμε κάθε φορά την τυπολογία στην οποία κατατάσσεται το πρωτότυπό μας για να μπορέσουμε να αντλήσουμε τις καλύτερες δυνατές παγιώσεις για τη μετάφρασή μας. Και δεν φτάνει μόνο για τη μετάφραση. Δεν είναι κάτι δηλαδή που θα το κάνουμε μόνο για μία καλή μετάφραση. Ακόμα και αν θελήσουμε να αξιολογήσουμε κριτικά μία μετάφραση ή να επικυρώσουμε μία μετάφραση ή να την κάνουμε δεκτή για να μπορέσει να προωθηθεί στην αγορά σε κάποιον πελάτη ενός μεταφραστικού γραφείου, εάν δεν έχουμε κάνει πολύ σωστή επιλογή τυπολογίας του πρωτότυπου ως κειμένου, δεν μπορούμε μετά να αντλήσουμε τα καλύτερα σώματα κειμένων για να μπορέσουμε να κάνουμε συγκρίσεις και να καταλήξουμε σε ένα ορθό και αποδεκτό συμπέρασμα. Επομένως είναι πολύ βασικό, καθώς είδαμε ότι υπάρχουν πολλές εναλωσόμενες προτεραιότητες, εμείς να κρατιόμαστε πάνω από το σημαντικότερο που υπάρχει σε κάθε κείμενο, την τυπολογία σε συνδυασμό με τη μεταφραστική εντολή. Είναι πάρα πολύ σημαντική λοιπόν η τυπολογία του κειμένου, γιατί στην τυπολογία του κειμένου έχουμε εικόνες κόσμου. Οι εικόνες τώρα του κόσμου είναι διαφορετικές όπως σας έλεγα πριν από λίγο, σε έναν αναλυτικό πρόγραμμα ή σε μια επιτροπή που αναθεωρεί το νόμο για την εκπαίδευση π.χ. στη Μέση Εκπαίδευση στην Ιταλία. Είναι διαφορετικές όταν αναφέρεται ένας επιστήμονας της πεδαγωγικής επιστήμης και σχολιάζει αναλυτικά προγράμματα συγκρίνοντας αναλυτικά προγράμματα π.χ. Ελλάδας Ιταλίας. Είναι διαφορετικές όταν ένας ψυχολόγος μιλάει για τα θέματα εκπαίδευσης και για τις εκπαιδευτικές δυσκολίες που αναφέρεται σε συγκεκριμένα μαθήματα π.χ. του αναλυτικού προγράμματος. Είναι διαφορετικές εικόνες του κόσμου όταν ένας γονιός γράφει για το αναλυτικό πρόγραμμα, όταν υπουργός γράφει για το αναλυτικό πρόγραμμα, όταν ένας μαθητής γράφει μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα. Εικόνες του κόσμου λοιπόν. Αυτό μας τόφερε η γερμανική φιλοσοφία της γλώσσας, η γερμανική θεωρία της μετάφρασης, ήδη από τον 19ο αιώνα. Οι εικόνες του κόσμου επομένως υπάρχουν μέσα στα πρωτότυπα, πρέπει να ξέρουμε ποια είναι η τυπολογία τους για να μπορέσουμε να κάνουμε αναπαραγωγή συμμετρικών εικόνων κόσμου στην μετάφρασή μας. Και χρειαζόμαστε γι' αυτό εργαλεία, εργαλεία μετάφρασης. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής μόνος του όλο αυτό το τεράστιο υλικό που υπάρχει γύρω μας από κείμενα να το διαχειριστεί. Ούτε μπορεί ένας επαγγελματίας μεταφραστής πάντοτε να λέει εγώ δεν μεταφράζω ιατρικά κείμενα, ή εγώ δεν μεταφράζω δικαστικά κείμενα, ή εγώ δεν μεταφράζω οδηγίες χρήσης ενός εργαλείου ή ενός μηχανήματος. Πρέπει πάντοτε ο μεταφραστής να έχει εικόνες του κόσμου για όλα τα θέματα που χτυπούν την πόρτα του μεταφραστικού του γραφείου πελάτες για μετάφραση. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής να λέει δεν δαρθώ εγώ σε ένα συμβόλο για να κάνω εταιρικό. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής που κάνει δικαστικές μεταφράσεις να πει εγώ δεν έρχομαι σε ένα διαζύγιο, γιατί μπορεί να του τύχουν εταιρεία μέχρι υποθέσεις ασφαλιστικών εταιριών. Μπορεί να του τύχουν από εταιρικά, περιορισμένης ευθύνηση μέχρι ανώνυμες εταιρίες. Δεν μπορεί αυτά εδώ τα πράγματα. Ή ποινικά. Δεν μπορεί κάθε φορά να λέει εγώ ασχολούμαι αυτό και δεν ασχολούμαι μετά άλλο, γιατί δε θα μπορεί να έχει δουλειά. Αλλά ακόμα κι αν τα έχει μοιράσει με μία ομάδα μεταφραστών ένας μεταφραστής και υπάρχουν σε ένα γραφείο δέκα συνεργάτες του και ο καθένας παίρνει διαφορετικό κείμενο και έτσι εξειδικεύονται, δεν είναι δυνατόν να ελέγξει ο διευθυντής ενός γραφείου ή υπεύθυνος μιας μεταφραστικής ομάδας το μεταφραστικό αποτέλεσμα μόνο με βάση ότι έχει μία μεταφραστική εντολή από έναν πελάτη και μόνο με βάση το κείμενο που έχει κάνει ένας καθόλου έμπιστος του μεταφραστής πρέπει να είναι σε θέση να ξέρει σε ποια τυπολογία κειμένων βρίσκεται και να μπορεί να έχει υπόψη του σώματα κειμένων και στις δύο γλώσσες για να μπορεί να έχει εικόνα της αποδεκτότητας του μεταφραστικού αποτελέσματος. Για να δούμε λοιπόν τώρα ποια είναι τα συνηθισμένα εργαλεία μετάφρασης που χρησιμοποιεί ένας μεταφραστής για να μπορέσει να καλύψει και να που ο ίδιος έχει στις εικόνες του κόσμου είτε στο πρωτότυπο είτε στη μετάφραση. Ποια είναι λοιπόν τα συνηθισμένα εργαλεία που χρησιμοποιεί. Ένα που είναι σχεδόν μύθος είναι η αυτόματη μετάφραση. Εδώ θα σας γράψω ένα όνομα χώρας. Λοιπόν στον Καναδά υπάρχουν δύο επίσημες γλώσσες η αγγλική και η γαλλική. Στον Καναδά λοιπόν μπορεί να βρούμε συστήματα αυτόματης μετάφρασης αρκετά προχωρημένα σε κείμενα όμως απλά. Σε κείμενα απλά τα οποία έτσι κι αλλιώς δημοσιοποιούνται ή εκδίδονται και στις δύο γλώσσες π.χ. τίτλοι σπουδών, π.χ. πιστοποιητικά δήμων, π.χ. τραπεζικά έγγραφα. Αυτά επειδή έτσι κι αλλιώς έχουν δημιουργήσει μεταφραστικές μνήμες και επειδή το περιβάλλον εκεί είναι και γαλλικό και γαλλόφωνο και αγγλόφωνο και τι τα ενώνουν οι μεταφραστικές μνήμες. Στον Καναδά λοιπόν μπορούμε να βρούμε αυτόματη μετάφραση σε επίπεδο όμως μεταφραστικών μονάδων φράσεων, όχι λέξεων. Γιατί δεν είναι συμμετρικές οι αγγλικοί και οι γαλλικοί. Μπορούμε όμως να βρούμε συστήματα αυτόματης μεταφράσης με μεταφραστική μονάδα τη φράση για κείμενα απλά, του καθημερινού δημόσιο βίου. Έγγραφα δηλαδή, εκπαιδευτικά, δημοτικά, τραπεζικά και λοιπά. Αυτά μπορούν να υπάρχουν, άλλα όχι. Επίσης αυτόματη μετάφραση πολύ γρήγορα σε επίπεδο φράσης θα έχουμε ίσως και μέσα στην επόμενη χρονιά για τη μετάφραση για ιατρικούς σκοπούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει ολοκληρωθεί η προεργασία ενός τεράστιου προγράμματος που βοηθάει στην αυτόματη μετάφραση για ιατρική κατανόηση. Αυτό θα το δούμε σε λίγο καιρό. Τι κάνανε, δημιουργήσαν μεταφραστικές μνήμες σε επίπεδο φράσης. Και θα μπορούνε τη βάση αυτών όλων των συστημάτων μεταφραστικής μνήμης να την αποκτήσουν όλα τα νοσοκομεία που βρίσκονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω της ιατρικής κατανόησης ασφαλώς και θα είναι εγγυημένο το αποτέλεσμα σε ιατρικές εξετάσεις, σε διαγνώσεις. Δηλαδή σε οτιδήποτε αφορά την περιγραφή της κατάστασης υγείας ενός ασθενούς, σε επιστοπιτικά υγείας, σε επιστοπιτικά θανάτου, σε συνταγωγραφήσεις κλπ. Αυτό έρχεται, αυτό υπάρχει και έρχεται και είναι εξαιρετικό αλλά πάλι η μεταφραστική μονάδα είναι η φράση. Επομένως έχει πολύ μεγάλη σημασία να έχουμε συνέχεια στο νου μας ότι δεν μπορεί να γίνει αυτόματι μετάφραση επίπεδο λέξεις γιατί δεν υπάρχει και η καταλέξη μετάφραση. Είναι μια χείμερα. Μπορεί να γίνει όμως επίπεδο φράσης σε απλά κείμενα, σε κείμενα τα οποία είναι επιστοποιημένα και έγκυρα, σε κείμενα τα οποία δώσανε τα συστατικά τους τα φράσεολογικά σε βάσεις δεδομένων και αυτή τη χαρά όλοι οι μεταφραστές θα την έχουμε. Καταρχήν για κείμενα ιατρικής κατανόησης διανοσοκομιακής και διακρατικής από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ γρήγορα. Οι μεταφραστικές υπηρεσίες δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολύ γρήγορα θα το διανύμουν δωρεάν αυτό σε όλες τις χώρες και είναι πολύ σημαντικό. Εκείνο όμως που σίγουρα χρειάζεται ένας μεταφραστής που δεν μπορεί να μένει και να αφήνεται στην χήμερα της αυτόματης μετάφρασης είναι εργαλεία CAD. Εργαλεία δηλαδή Computer Assisted Translation αυτά τα εργαλεία είναι πρώτον ψηφιακά λεξικά, δεύτερον βάσης κειμένων, τρίτον πληροφοριακά ψηφιακά, σύνολα αρχείων, τέταυτον παράλληλα κείμενα. Αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά. Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα μεταφραστικό γραφείο ή μεταφραστής freelancer και να αντέξει τον ανταγωνισμό, γιατί υπάρχουν γύρω μας καλοί μεταφραστές και οι οποίοι έχουνε στελεχώσει τα γραφεία τους με όλα αυτά τα δεδομένα. Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα μεταφραστής που να καλύψει όλες τις εικόνες του κόσμου που κυκλοφορούν στα κείμενα και που θα τους ζητηθούν να τις μεταφέρει στα ελληνικά από κάποια άλλη γλώσσα. Ψηφιακά λεξικά πρέπει να έχει πρόσβαση σε ψηφιακά λεξικά, άρα πρέπει να έχει συνέχεια σύνδεση με ίντερνετ. Δεύτερον πρέπει να έχει βάσης κειμένων, ούτως ή άλλως των δικών του κειμένων. Πρέπει όμως να έχει συνέχεια πρόσβαση και στις ευρωπαϊκές βάσεις κειμένων γιατί στο Ευρωκοινοβούλιο υπάρχουν από το ψάρεμα, την αλλιεία, μέχρι τη δικαιοσύνη, από την άμυνα μέχρι την ασφάλεια, από την εκπαίδευση μέχρι τα φάρμακα, από την υγεία μέχρι τις φυσικές επιστήμες, από την αστρονομία μέχρι τις ανθρωπιστικές επιστήμες, υπάρχουν βάσεις κειμένων. Αυτές οι βάσεις κειμένων ούτως ή άλλως διατίθενται για όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες που συμμετέχουν στο Ευρωκοινοβούλιο. Από εδώ μπορούν να αντληθούν όχι μόνο πληροφορίες για τις ισοδυναμίες σε επίπεδο φράσης σε πάνω από 20 γλώσσες στην Ευρώπη, μπορούν να αντληθούν και πληροφοριακά κείμενα που περιγράφουν ασύμετρα κοινοβουλευτικά συστήματα, ασύμετρα δικαστικά συστήματα, διαφορετικές ονομασίες οργάνωσης των διαφόρων ρόλων στο Πανεπιστήμιο κλπ. Χωρίς αυτά δεν μπορεί πια να περπατήσει ένας μεταφραστής και οπωσδήποτε παράλληλα κείμενα. Τα παράλληλα κείμενα είναι αυτά που είναι φορείς γραμματικής κειμένων, τι θα πει η γραμματική του κειμένου για τη μετάφραση, θα πει ο ιδιαίτερος υφολογικά τρόπος, ο ιδιαίτερος λεξικολογικά και ορολογικά τρόπος με τον οποίο κάθε ιδιόλεκτο διατυπώνει εικόνες του κόσμου του. Παρακαλώ να μιλήσω για κάποιους μύθους τώρα. Υπάρχει ένα στερεότυπο. Πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι όποιος μιλάει ξένες γλώσσες μπορεί και να μεταφράσει. Αυτό λοιπόν είναι το στερεότυπο, αυτός είναι ο μύθος. Όποιος ξέρει ξένες γλώσσες και έχει καλά λεξικά μπορεί να μεταφράσει. Δεν είναι έτσι. Για να μπορέσει κανείς να μεταφράσει πρέπει να ξέρει ξένες γλώσσες, πρέπει να ξέρει τα του πολιτισμού στη γλώσσα του πρωτότυπου και στη γλώσσα της μετάφρασης, πρέπει να ξέρει όμως και θεωρία μετάφραση τουλάχιστον βασικές έννοιες για να μπορεί να επιλέξει μεταφραστικά εργαλεία και μεταφραστικές στρατηγικές για να μπορεί να διαχειριστεί τις μεταφραστικές δυσκολίες με μέθοδο, με έναν τρόπο μεθοδικό. Αυτό λοιπόν παρέχεται από τη θεωρία της μετάφρασης, επομένως δεν φτάνει να ξέρεις ξένες γλώσσες και βέβαια ήθελα να φτάσουμε και σε άλλη παρεμινία, ότι όποιος ξέρει τη θεωρία της μετάφρασης μπορεί και να μεταφράζει. Για να μπορέσει κανείς να μεταφράσει σε συγκεκριμένη γλώση εργασίας, από συγκεκριμένη γλώση εργασίας, πρέπει εκτός από το να είναι δίγλωσος και δίπολητισμικός για τις γλώσσες εργασίας που χειρίζεται, πρέπει να έχει και πολύ μεγάλη εμπειρία στη μετάφραση. Πρέπει δηλαδή να έχει εξεκιωθεί να γνωρίζει τα όριά του, να γνωρίζει πώς να τα υπερβεί, να γνωρίζει τι δυσκολίες υπάρχουν ανάλογα με την τυπολογία των κειμένων που χειρίζεται κλπ. Ως προς την αυτόματη μετάφραση, για να συνοψήσω μια και τώρα συνοψίζουμε, δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί αυτό το όνειρο των μεταφραστών τουλάχιστον τώρα, γιατί δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα σε ένα πρόγραμμα μεταφραστικής μνήμης, το συντακτικό που μπορεί να διαχειριστεί ο ανθρώπινος νους. Δεν γίνεται, αυτό είναι απρόβλεπτο. Επομένως, δεν μπορεί η αυτόματη μετάφραση, όπως είπα και πριν, να γίνει σε επίπεδο λέξεων. Δεν θα έχει πολύ κακό αποτέλεσμα. Δοκιμάστε το σε μια αυτόματη μετάφραση μέσα από το ίντερνετ. Θα δείτε ότι δεν βγαίνει συντακτικά. Μπορεί όμως να γίνει με μεταφραστική μονάδα τη φράση. Σήμερα μίλησα ξανά για το παράδειγμα «μανήφικο ρετόρε» και «κύριε Πρύτανη» ή «μανήφικο ρετόρε» και «σκέτο ο Πρύτανης». Πίσω από αυτή τη συζήτηση υπάρχει μια ένταση ξενισμός, οικιοποίηση, πίσω από αυτή την ένταση υπάρχει άλλη μια ένταση. Εδώ υπάρχουν εντάσεις. Φυμίζω πριν από λίγο που μίλησα για λογοτεχνία και είπα ότι υπάρχει μια μεταφραστική σχολή που λέει ότι πρέπει να διατηρούμε τα συστατικά του πρωτότυπου και στη μετάφραση και να φαίνεται κιόλας από ποια γλώσσα προέρχεται. Ενώ υπάρχει μια άλλη σχολή που λέει να κάνουμε οικία τη μετάφραση στους τελικούς παραλήπτες. Αυτή η ένταση ανάμεσα στους μεταφραστές που πιστεύουν ότι μπορούν να έχουν ξενισμούς μόνο γιατί είναι λογοτεχνικό ένα κείμενο και σε αυτούς που πιστεύουν ότι είτε είναι λογοτεχνικό είτε όχι πρέπει να είναι οικείο στον τελικό παραλήπτη. Πίσω από αυτό υπάρχει μια μεγάλη βάση του τεράστιου δειλήματος αν η προτεραιότητα θα εντοπίζεται πάντοτε στη γλώσσα πηγή ή στη γλώσσα στόχο. Και πίσω από αυτό υπάρχει άλλη μια μεγάλη ένταση που συζητήθηκε σήμερα. Αν προτεραιότητα έχουν τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του κειμένου ή αν κατά προτεραιότητα θα πρέπει να ερμηνεύσουμε ένα κείμενο για να αρχίσουμε μετά να το μεταφράζουμε. Και πίσω από αυτή την ένταση υπάρχει η φιλοσοφική βάση των μεταφραστικών εντάσεων κατά λέξη και κατά σημασία μετάφραση. Έχουμε επομένως συζητήσει σήμερα, έχουμε απομυθοποιήσει σήμερα ότι μεταφραστής μπορεί να είναι ένας απλά διαγλωσσικός μεσολαβητής. Δεν γίνεται. Πρέπει να είναι και διαπολιτισμικός μεσολαβητής. Έχουμε απομυθοποιήσει σήμερα ότι αυτός που μεταφράζει αρκεί να ξέρει καλά ξένες γλώσσες και ξένους πολιτισμούς και θα μεταφράσει. Πρέπει να ξέρει και στοιχεία θεωρίες μετάφρασης πολύ βασικά για να επιλέγει στρατηγικές. Έχουμε συζητήσει σήμερα για την τεράστια ένταση που είναι το φιλοσοφικό πρόβλημα στη μεταφρασεολογία. Αν θα κάνουμε κατά λέξη ή κατά σημασία μετάφραση. Αν δηλαδή θα ασχολούμαστε με τη μορφή του κειμένου και όχι με την ερμηνεία του κειμένου. Αν δηλαδή η προτεραιότητά μας θα είναι η γλώσσα πηγή και όχι η γλώσσα στόχος. Αν επιτρέπεται να κάνουμε ξενισμού στη λογοτεχνία για να δείξουμε την προέλευση του κειμένου και να σεβαστούμε το έργο τέχνης. Ή αν πρέπει να κινούμαστε συνέχεια στην ιδέα της οικιοποίησης. Αυτά είναι οι μεγαλύτερα συντάσεις που υπάρχουν στη θεωρία της μετάφρασης. Στη μετάφραση τώρα γίνονται διάφορες συζητήσεις ακόμα και για τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων. Δηλαδή, τι είναι το λειτουργικό κείμενο, είναι το κείμενο που ακούμε στη λειτουργία, στην εκκλησία. Αυτά τα κείμενα έχουν μια παράδοση και μια ιστορία αιώνων. Αφού λοιπόν πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι πρέπει να μένουν αναλύοντα αυτά τα κείμενα άρα να μην μεταφράζονται. Και υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι λένε εγώ θέλω να καταλαβαίνουν όλοι το κείμενο που ακούνε στη λειτουργία άρα να υπάρχει μετάφραση. Εδώ υπάρχει μεταφραστική ένταση. Αυτή η μεταφραστική ένταση, δηλαδή να μεταφράζονται ή να μην μεταφράζονται τα λειτουργικά κείμενα, είναι πάλι ψευτό δίλημα. Γιατί? Γιατί υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι τα καταλαβαίνουν αυτά εδώ τα κείμενα έτσι όπως είναι χωρίς μετάφραση άρα για αυτούς δεν δίθεται θέμα. Ωστόσο για κάποιους άλλους οι οποίοι δεν ξέρουν στην ιστορική τους μορφή την ελληνική γλώσσα, δεν ξέρουν δηλαδή προγενέστερες μορφές της ελληνικής γλώσσας, δεν έχουν εξικείωση με τέτοια κείμενα. Τότε για αυτούς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι ελληνικής καταγωγής, γίνονται ορθόδοξοι πολύ μεγαλύτεροι από την εφηβική ηλικία και πέρα δεν είναι πια στο ελληνικό σχολείο. Για αυτούς θα πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε για λόγους κατήχησης οπωσδήποτε να υπάρχει μεταφρασμένο το λειτουργικό κείμενο. Αλλά ακόμα και για τους Έλληνες που έχουν ακούσει ελληνικά από το Ριπουγενήθειο, που έχουν πάει στο σχολείο, που έχουν εξηγηωθεί και με προγενέστερες μορφές της ελληνικής γλώσσας, υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορούν να μεταφραστούνε. Για παράδειγμα, κύριε Λέησον, το κύριε Λέησον τι είναι, είναι ένα απολύθωμα από το παρελθόν. Δεν θα χρειαστεί να μεταφραστεί, γιατί αυτό όποιος δίποτε το ακούσει το καταλαβαίνει αμέσως. Κύριε Λέησον, αυτό δεν χρειάζεται μετάφραση, είναι ένα απολύθωμα από το παρελθόν. Ωστόσο, υπάρχουν άλλες φράσεις. Η δέγκυνη να φοβείται τον άντρα, που έχει άλλη ηθική φιλοσοφία όταν λέγεται αυτό μέσα στην ακολουθία του γάμου και άλλο πράγμα είναι αυτό που συμβαίνει μέσα στην εκκλησία όταν το ακούν. Εγώ βλέπω να τσαλαπαντούν άνθρωποι εκεί με τα πόδια τους, ο ένας τον άλλο και τον άλλο κλπ. Αυτό ενδεχομένως ακόμα κι αν δεν μεταφραστεί για να ακούγεται μέσα στην ακολουθία, ενδεχομένως αυτό θα πρέπει να δίνεται στους ανθρώπους που πρόκειται να τελέσουν το γάμο τον εκκλησιαστικό, θα πρέπει να δίνεται με ερμηνεία και με υποσημείωση μεταφρασμένη όπου να καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που θα ακούσουν. Εάν πρόκειται δηλαδή το τυπικό μιας ακολουθίας να τη δηθεί χωρίς να συμβαίνει όλο εκείνο το πανδαιμόνιο. Κάτι άλλο που σήμερα συζητήθηκε είναι η κυρίαρχη γλώσσα. Είπαμε ότι άλλο είναι το αναλυτικό πρόγραμμα που βλέπουμε σε ένα γυμνάσιο, άλλο είναι η συζήτηση για το αναλυτικό πρόγραμμα που κάνει ένας επιστήμονας από τον τομέα παιδαγωγικής φιλοσοφικής, άλλο πράγμα είναι μια κοινοβουλευτική ομάδα που κάνει αναθεώρηση ενός νόμου και συζητάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας μαθητής ο οποίος μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας γονιός που μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας καθηγητής που μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα που εφαρμόζει στο σχολείο. Τι είναι αυτό που τα διαφοροποιεί? Είναι η κυρίαρχη γλώσσα σε κάθε ένα από αυτά τα συστήματα. Υπάρχει ένα κυρίαρχο ιδιόλεκτο. Αυτό το κυρίαρχο ιδιόλεκτο, εάν δεν το γνωρίζει ο μεταφραστής, αποκλείεται να μπορεί να κάνει αποδεκτή μετάφραση από τη συγκεκριμένη ομάδα που θα διαβάσει τη μετάφραση. Μια μετάφραση δεν διαβάζεται από όλους, κανείς δεν έχει χρόνο να διαβάζει συνέχεια μεταφράση. Κάθε μετάφραση έχει και έναν κοινό, έχει μια μεταφραστική εντολή, έχει εντολείς και έχει χρήστες. Αυτοί λοιπόν που θα διαβάσουν τη μετάφραση, αν ανήκουν σε μια κατηγορία που έχει ιδιόλεκτο, θα αποδεχθούν τη μετάφραση μόνο αν το κυρίαρχο της ιδιόλεκτο το βρουν μέσα στη μετάφραση. Επομένως, κάθε φορά που ανήκουμε σε μια επαγγελματική ομάδα, είμαστε και αναγνώστες πρότυπα μέσα στο εσωτερικό της επαγγελματικής ομάδας. Επομένως, ο μεταφραστής πρέπει να γνωρίζει το κυρίαρχο ιδιόλεκτο, γιατί πρέπει να έχει υπόψη ότι αυτοί που θα διαβάσουν τη μετάφραση του, θα είναι αναγνώστες πληροφορημένοι. Μιλήσαμε πάρα πολύ και για διαδικασία και για προϊόντα. Στη διαδικασία μας ενδιαφέρουν καθολικά όσα συμβαίνουν. Εδώ εντοπίζονται τα μεταφραστικά προβλήματα, στα προϊόντα μας ενδιαφέρουν ιδιοσυγκρασικά όσα συμβαίνουν. Εδώ εντοπίζονται οι μεταφραστικές δυσκολίες. Εδώ λοιπόν έχουμε προβλήματα, εδώ έχουμε δυσκολίες. Αυτό θα συζητήσουμε στο επόμενο μάθημα.
_version_ 1782818018844213248
description σύντομη περιγραφή: Συνεχίζουμε τη συζήτηση από τις παρημίες και τις ειδικές εκεί που είχαμε αφήσει τη συζήτηση στο προηγούμενο μάθημα. Να θυμηθούμε από την αρχή αυτό που είχαμε πει ότι η θεωρία της μετάφρασης είναι ένας κλάδος των ανθρωπιστικών επιστημών που έχει διεπιστημονική βάση. Τώρα που έχουμε προχωρήσει τη συζήτηση για τη θεωρία της μετάφρασης και τη μεταφραστική πράξη, φαντάζουμε ότι έχουμε πολλά παραδείγματα από τα οποία κατανοούμε ότι όντως η θεωρία της μετάφρασης έχει διεπιστημονική βάση. Για παράδειγμα, την τελευταία φορά μιλούσαμε για μηχανισμούς δημιουργίας ενειών, για μηχανισμούς πρόσληψης σημασιών. Όλα αυτά που είχαμε κάνει έχουν να κάνουμε τη σημασιολογία. Είναι ένα κομμάτι, επομένως, της διεπιστημονικής βάσης της μεταφρασιολογίας. Την προηγούμενη φορά, επίσης, μιλήσαμε για μεταφραστή διαμεσολαβητή, είτε διαγλωσσικό, είτε διαπολιτισμικό μεσολαβητή. Άρα, πίσω από αυτό, υπάρχει και η σημειωτική, και η ανθρωπογλωσολογία, και η θηνογραφία της επικοινωνίας. Αρχίζει και φαίνεται σιγά σιγά με τα παραδείγματα που κάνουμε και η σχέση της ιστορίας με τη θεωρία της μετάφρασης, και η θέση της κοινωνιολογίας, και η θέση της κοινωνιογλωσολογίας. Για να δούμε τώρα, καθώς μιλήσαμε για τις παρημίες και για τις αναντιστυχίες που υπάρχουν μεταξύ ελληνικών και ιταλικών, όταν μεταφράζουμε παρημίες, να θυμίσουμε το παράδειγμα «κάνε νον μάντζα, κάνε», «κόρακας δεν βγάζει κορά κουμάτι». Εδώ υπάρχουν ασημετρίες, επομένως εδώ γίνεται ολουφάνερο ότι στη μετάφραση συναντούμε και μεταφραστικά προβλήματα και μεταφραστικές δυσκολίες. Ένα πολύ τυπικό παράδειγμα από το χώρο της εκπαίδευσης που έχετε ήδη από αυτό το μάθημα, είναι από τα πρώτα κι όλες μαθήματα όταν εδώ μέσα στη τάξη μας συζητήσαμε για τη μετάφραση άρθρου του κανονισμού σπουδών του Πανεψιμίου της Μπολόνιας, εκεί σε εκείνη τη συζήτηση που είχαμε κάνει φάνηκαν οι αναντιστυχίες, οι ασημετρίες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να κάνει αναμενόμενα γέναν Έλληνα χωρίς εμπειρία λάθη κάποιος κόσμος από τους φοιτητές που κάνανε μετάφραση του κανονισμού σπουδών του Πανεψιμίου της Μπολόνιας. Επομένως οι μεταφραστές και προβλήματα μεταφραστικά πρέπει να ξέρουμε ότι θα συναντήσουν και αυτά θα εκφραστούν με μεταφραστικές δυσκολίες οι οποίες θα είναι σχεδόν προσωπικού χαρακτήρα, ατομικού χαρακτήρα. Αυτό ήδη μας δίνει την αφορμή να μιλήσουμε και για τις μεταφραστικές επιλογές. Είναι ατομικού χαρακτήρα οι μεταφραστικές δυσκολίες, άλλες έχω εγώ, άλλες έχει κάποιος άλλος που τώρα παρακολουθεί αυτή τη συζήτηση, άλλες έχει κάθε ομιλητής και εννοείται ότι αφού έχουμε άλλες δυσκολίες κάνουμε και διαφορετικού τύπου επιλογές που δηλώνουν πάντοτε τον τρόπο που σκεφτήκαμε. Οι επιλογές μας είναι δηλωτικές του τρόπου που σκεφτήκαμε, του τρόπου που μιλάμε, του τρόπου που γνωρίζουμε τα ιταλικά ή τα ελληνικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εργασίας. Γενικά αφού είδαμε ότι υπάρχουν ασημετρίες, ένα παράδειγμα ήταν το άρθρο που έχουμε μεταφράσει και που έχουμε σχολιάσει για να εντοπίσουμε και τα λάθη που κάναν φοιτητές να το μεταφράζαν, το άρθρο επομένως του κανονισμού σπουδών του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας. Ένα άλλο παράδειγμα ήταν ένας όρος προσφώνησης, «μανίφικο ρε τόρε, μεγαλοπρεπής πρίτανης», αυτό δεν το λέμε στα ελληνικά. Αυτό βέβαια οποιοςδήποτε δεν ξέρει ιταλικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κάνει το λάθος, θα το κάνει όμως το λάθος οποιοςδήποτε δεν ξέρει από προσφωνήσεις στο αγαδημαϊκό περιβάλλον, άρα εδώ είναι θέμα ελληνικών. Γενικά επομένως φάνηκε ότι αφού υπάρχουν δυσκολίες, αφού υπάρχουν προβλήματα μεταφραστικά, αφού ο κάθε μεταφραστής κάνει τις δικές του επιλογές, γενικά φάνηκε ότι ο μεταφραστής είναι διαμεσολαβητής, θα το λέμε συνέχεια αυτό, διαμεσολαβητής και γλωσσικός και πολιτισμικός. Δεν αρκεί δηλαδή να ξέρουμε ότι «μανήφικο ρε τόρε» σημαίνει μεγαλοπρεπής πρίτανης, θα πρέπει να ξέρουμε ότι στα ελληνικά ο ελληνικός ακαδημαϊκός πολιτισμός της προσφωνήσεις δεν κάνει αποδεκτό την έκφραση στα ελληνικά μεγαλοπρεπής πρίτανης, αλλά η ελληνική γλωσσική κοινότητα στα ακαδημαϊκά θέματα, στον ακαδημαϊκό πολιτισμό, κάνει δεκτή την προσφώνηση «Κύριε Πρίτανη», αξιότιμε «Κύριε Πρίτανη». Τελεία. Επομένως, δεν είναι μόνο θέμα γλωσσικής μεσολάβησης η μετάφραση, είναι θέμα, πλέον το έχουμε δει, και πολιτισμικής μεσολάβησης. Και επίσης, σίγουρα χρειάζεται και ένα ταλέντο για να είναι κάποιος καλός μεταφραστής. Μόνο το όμως δεν φτάνει. Χρειάζεται ταλέντο, χρειάζεται διγλωσσία, όχι με την έννοια αυτού που γεννιέται από την αρχή και μιλάει δύο γλώσσες από τη γέννησή του και ύστερα, αλλά διγλωσσία με την έννοια καλή εποπτεία των δύο γλωσσικών συστημάτων για να μπορούμε να κατανοούμε καλά τι συμβαίνει στο πρωτόρυπο και τι θα γράψουμε για να το μεταφέρουμε νοηματικά σωστά στο μετάφρασμα. Και το τρίτο, διπολιτισμικότητα. Να ξέρουμε δηλαδή τι είναι αποδεκτό και τι δεν είναι αποδεκτό στους δύο γλωσσικούς πολιτισμούς για να μπορούμε να διαχειριστούμε καλύτερα τα συστατικά του πρωτοτύπου και να τα μεταφέρουμε κατά τρόπο αποδεκτό ως συστατικά του μεταφράσματος. Αυτά λοιπόν χρειάζονται για να είμαστε καλοί διαμεσολαβητές. Ταλέντο, διγλωσσία, διπολιτισμικότητα. Τι ταλέντο, επικοινωνιακό ταλέντο. Εάν δεν μπορεί κάποιος να χρησιμοποιεί για την κατάλληλη περίσταση επικοινωνίας την κατάλληλη γλωσσική επιλογή, θα έχει μεγαλύτερες δυσκολίες για να μεταφράσει. Ούτως ή άλλως, ακόμα και αν θέλουμε να ενισχύσουμε μια μεταφράσή μας με εργαλεία αυτόματης μεταφράσης, όπως είναι βάση σκημένων και λοιπά ή μεταφραστικές μνήμες, ακόμα και τότε δεν είναι δυνατόν να κάνουμε πάρα πολλά βήματα προς μια αποδεκτή μετάφραση, εάν δεν έχουμε μαζί και πάνω μας, αν δεν έχουμε και αυτό το χαρακτηριστικό διπολιτισμική ικανότητα, δηλαδή καλή διαχείριση πρόσληψης και feedback στα δύο πολιτισμικά συστήματα όπου αναπτύσσονται οι δύο γλώσσες εργασίας. Αυτό το θέμα της διαμεσολάβησης δεν είναι ένα θέμα που προκύπτει ξαφνικά στη μετάφραση, ο άνθρωπος από τότε που θα γεννηθεί συνεχώς διαμεσολαβεί. Διαμεσολαβή για να καταλάβει ένα βλέμμα, διαμεσολαβή για να καταλάβει έναν ήχο. Ακούμε ένα τραγούδι, ακούμε έναν ήχο από ένα τραγούδι, ένα απόσπασμα ακούμε και ξέρουμε ότι αυτό το τραγούδι σε ο τάδε τραγουδιστής έχει αυτόν τον τίτλο, έχει ακουστεί πρώτη φορά την τάδε χρονιά. Βλέπουμε έναν άνθρωπο και μόνο από την έκφρασή του πάλι διαμεσολαβητικά μπορούμε να καταλάβουμε ποια είναι η διάθεσή του, αν είναι κουρασμένος, αν είναι μικρός, αν είναι μεγάλος, αν είναι νέος, αν είναι γέρος, τα πάντα. Επομένως αν είναι υγιής ή αν είναι ασθενής υπάρχουν δηλαδή ορισμένα σημεία και ορισμένα σημειωτικά συστήματα που τα κατέχουμε όλοι, μεσολαβούμε επομένως ανάμεσα σε μια εικόνα του κόσμου που δεχόμαστε και στις γνώσεις που έχουμε για να ταξινομούμε τον κόσμο και βγάζουμε ένα συμπέρασμα. Μεταφράζουμε δηλαδή τα σημεία που προσλαμβάνουμε και τα κωδικοποιούμε ξανά με κάποιον τρόπο εντός μας. Έτσι παρεμβαίνουμε στην πραγματικότητα, έτσι την κατανοούμε και μπορούμε να τη διαχειριστούμε. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και στη μετάφραση. Πάντοτε οι άνθρωποι διαμεσολαβούμε, από τότε που γεννηθήκαμε μέχρι όσο κρατήσει η ζωή μας, θα διαμεσολαβούμε όχι μόνον ανάμεσα σε δύο κείμενα, σε δύο γλωσσικά συστήματα, σε αυτή την ένταση και σε άλλες εντάσεις ερμηνείας και feedback σε σημεία και σημειωτικά συστήματα. Έτσι είναι και η μεταφραστική διαδικασία. Σε αυτή τη διαμεσολάβηση τώρα μπορεί να συμβεί το εξής. Να πάρουμε μία λέξη από το πρωτότυπο και να την μεταφράσουμε με μία λέξη στο μετάφρασμα. Αυτή είναι μία ισοδυναμία που δημιουργούμε ένα προς ένα. Να πάρουμε μία μεταφραστική μονάδα σε επίπεδο λέξεις από το πρωτότυπο και να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε δύο λέξεις για να δημιουργήσουμε την ισοδύναμη μεταφραστική μονάδα στη γλώσσα στόχο. Αυτό είναι το ένα προς πολλά. Να έχουμε δύο λέξεις στον πρωτότυπο και στη μετάφραση να ενεργοποιήσουμε η επιλογή με μία λέξη πολλά προς ένα. Αυτά είναι τα ποσοτικά χαρακτηριστικά στις ισοδυναμίες. Βέβαια εδώ λέει ένα προς δύο, θα μπορούσε να είναι ένα προς τρία, ένα προς τέσσερα. Εδώ λέει δύο προς ένα, θα μπορούσε να είναι τρία προς δύο, τέσσερα προς δύο, τέσσερα προς ένα. Θα δώσω ένα παράδειγμα από τα προηγούμενα μαθήματα για να μπορέσουμε πιο εύκολα να το καταλάβουμε αυτό. Λοιπόν, θα σβήσω από πάνω και γράφω ξανά. Κάνε, νον, μάντζα, κάνε. Και από κάτω γράφω κόρακας δεν βγάζει κοράκου μάτι. Λοιπόν, ένα και ένα, δύο και δύο. Τρία, τέσσερα, τρία, τέσσερα. Αυτό είναι, εδώ έχουμε ένα προς δύο. Όλο αυτό μαζί, όλη αυτή η επιλογή, εξαιτίας των συμβάσεων στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, κορά κουμάτι. Αν δυστυχεί σε αυτό το κάνε, όλη αυτή η επιλογή. Εδώ τι έχουμε επομένως, έχουμε ένα προς δύο. Κάνε, αναπαράσταση κατευθείαν, κάνε. Νον, δεν, αναπαράσταση κατευθείαν του αποτυπώμεντος της μετάφρασης. Μάντζα, βγάζει. Εδώ δεν έχουμε συμμετρία ως προς την φορμαλιστική πλευρά της λέξης. Το ένα είναι τρώω και το άλλο είναι βγάζω. Προστόσο, στη σύνταξη των δύο φράσεων, είμαστε στην ίδια θέση, στην ίδια συντακτική θέση. Κορά κουμάτι. Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. Κάνε, όλο αυτό το τέταρτο συστατικό, η τέταρτη μεταφραστική μονάδα στα ελληνικά. Δεν είναι πλέον με ένα συστατικό, παγιοποιείται με δύο συστατικά. Όχι γιατί ο μεταφραστής το θέλει έτσι, αλλά γιατί η πολιτισμική κοινότητα το δέχεται έτσι. Οπότε, για να γίνει αυτή η μετάφραση και για να είναι σωστή, εάν διατηρήσουμε πάρα πολύ την προσήλωση στην καταλέξη μετάφραση, έτσι κι αλλιώς δεν θα βγαίνει άκρη. Δοκιμάστε λίγο. Σκύλος δεν τρώει σκύλο. Αυτό το πράγμα μπορεί ελληνικά να είναι κατανοητό, είναι όμως πολύ ξενικό. Είναι ξενικό. Δηλαδή, εάν πει ένας Έλληνας με συμφραζόμενα όπου να χωράει το κόρακας, δεν βγάζει κορά κουμάτι, σκύλος δεν τρώει σκύλο, θα γίνει κατανοητό. Θα γίνει κατανοητό, αλλά θα μοιάζει ξενικό. Θα έχουμε την αίσθηση ότι ακούσαμε κάτι νεολογικό. Δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε τη νεολογία στη μετάφραση. Πότε όμως μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε και να είναι και θεμητό, απολύτως θεμητό και να πάρει και επιβράβευση, ακόμα και κριτική επιβράβευση, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος ή αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά, γιατί εισάγουμε ένα πολιτισμικό αντικείμενο, που δεν μπορεί να βρει το τέρι του στην ελληνική γλώσσα, στην ελληνική γλωσσική κοινότητα, στην ελληνική πολιτισμική επίσης κοινότητα. Και τότε θα κάνουμε νεολογία. Δεν υπάρχει λόγος όμως σε μια παρημία να κάνουμε νεολογία. Γιατί τότε σταματάει να είναι ένα συστατικό εύκολης πρόσληψης, ένα συστατικό από τα οικία μας, ένα συστατικό που δίνει συγκεκριμένο ύφος το λόγο. Έχει καταγραφεί σχεδόν αυτόματα στο γλωσσικό μας υποσυνείδητο, όπως κόρακας δεν βγάζει κορά κουμάτι. Άρα το άλλο είναι ξενισμός. Να δούμε τώρα το δύο προς ένα. Μανίφικο ρετόρε Ρίτανης. Εδώ τι ήταν? Εδώ ήταν δύο προς ένα. Επομένως δεν μπορούμε να κινούμαστε συνέχεια μέσα από την χήμερα της καταλέξης δημιουργίας ισοδυναμιών. Δεν το επιτρέπουν αυτό τα γλωσσικά συστήματα. Δεν είναι συμμετρικά τα γλωσσικά συστήματα ανάμεσα στην ιταλική και στην ελληνική γλώσσα. Επομένως θα πρέπει να είμαστε πολύ σίγουροι ότι θα κάνουμε τέτοιες επιλογές ένα προς δύο, δύο προς ένα στη διαμόρφωση ισοδυναμιών. Να μην ανησυχούμε γι' αυτό, να το τολμούμε, γιατί το βασικότερο από όλα είναι να μεταδώσουμε νοήματα από τη μία γλώσσα στην άλλη. Αλλά πράγματα δεν μπορούμε να κάνουμε. Γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις για το τι θα βαρύνει σε μία μετάφραση. Έχουμε λοιπόν τη γλώσσα πηγή, όπως έχουμε και τη γλώσσα στόχο. Και έχουμε τον φορμαλισμό, όπως έχουμε και την ερμηνευτική. Λοιπόν, εδώ έχουν δημιουργήσει διάφορα δηλήματα, τα οποία όμως είναι ψευδοδηλήματα, ωστόσο εμείς για να μην εμπλακούμε σε αυτή τη φιλοσοφική συζήτηση γύρω από τη μετάφραση, χωρίς να έχουμε ελευθερία επιλογής, θα πρέπει να καθίσουμε να τα εξετάσουμε ξανά από την αρχή. Λοιπόν, γλώσσα πηγή και γλώσσα στόχος. Υπάρχουν σχολές μεταφραστών που λένε ότι πρωτεραιότητα έχει η γλώσσα πηγή. Και μάλιστα τώρα πια που δεν μπορούν να το λένε για όλα τα κειμενικά είδη, λένε ότι στη μετάφραση λογοτεχνίας πρωτεραιότητα έχει η γλώσσα πηγή εργοτέχνης. Στην τεχνική και την ειδική γλώσσα πρωτεραιότητα λένε ότι έχει η γλώσσα στόχος. Για να δούμε στην πραγματικότητα τι συμβαίνει. Εάν έχουμε στη γλώσσα πηγή ένα κείμενο 1 και στη γλώσσα στόχο θα έχουμε ένα κείμενο 2, τη μετάφραση, το πρωτότυπο εδώ και η μετάφραση εδώ. Για να φτάσουμε στη μετάφραση από τη γλώσσα πηγή όπως σας είχα δείξει με τα σημειωτικά τρίγωνα της μεταφραστικής πράξης, θα πρέπει και να κατανοήσουμε πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στη γλώσσα πηγή και γλωσσικά και πολιτισμικά και να μπορέσουμε να επιλέξουμε τις σωστές γλωσσικές μορφές για να το αναδιατυπώσουμε αυτό με νοηματικά και φορμαλιστικά αποδεκτό τρόπο στη γλώσσα στόχου, δηλαδή στη μετάφραση. Επομένως, προτεραιότητα του μεταφραστή προμεταφραστικά ασφαλώς και είναι καταρχήν η γλώσσα πηγή γιατί πρέπει να κατανοήσει καταρχήν το πρωτότυπο. Ασφαλώς κατά τη μετάφραση, προτεραιότητα του μεταφραστή είναι οπωσδήποτε η γλώσσα στόχος. Κάθε φορά που υπάρχουν ασημετρίες ανάμεσα στη γλώσσα πηγή και στη γλώσσα στόχου δημιουργούνται μεταφραστικές εντάσεις. Αυτές οι μεταφραστικές εντάσεις δεν μπορούν να κατευναστούν, δεν μπορούν να αμβληνθούν εάν δεν ξαναγυρίσουμε μέσα στη γλώσσα πηγή. Επομένως, ακόμα και όταν είμαστε στα τελικά στάδια της μετάφρασης και κάνουμε έλεγχο και εντοπίζουμε λάθη μεταφραστικά ή πράγματα που δεν έχουν υποθεί με τον καλύτερο τρόπο, για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε με καλύτερο τρόπο τη μετάφραση, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη γλώσσα πηγή. Όταν υπάρχουν δυσκολίες και δεν βρίσκουμε στη γλώσσα στόχου μία έκφραση για να διατυπώσουμε κάτι που υπάρχει στη γλώσσα πηγή, τότε ξαναμπαίνουμε μέσα στη γλώσσα πηγή και κάνουμε ενδογλωσική μετάφραση. Κάνοντας ενδογλωσική μετάφραση λέγοντας δηλαδή στη γλώσσα πηγή με άλλα λόγια αυτό που ήδη είναι διατυπωμένο στο κείμενο, τότε δίνουμε ξανά αφού έχουμε μεταφράσει στο κείμενο προτεραιότητα στη γλώσσα πηγή. Βλέπουμε δηλαδή ότι στην πραγματικότητα η προτεραιότητα δεν μένει πάντα στη γλώσσα πηγή ούτε πάντα στη γλώσσα στόχου. Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας είναι εναλλασσόμενη η προτεραιότητα. Για να δούμε τι γίνεται ανάμεσα στην φορμαλιστική προσέγγιση κατά τη μετάφραση και στην ερμηνευτική προσέγγιση. Υπάρχουν λογοτεχνικές προτεραιότητες οι οποίες επιμένουν ότι είναι φορμαλιστικές οι προτεραιότητες κατά τη μετάφραση λογοτεχνίας. Πολύ ωραία το καταλαβαίνω. Η μουσικότητα σε ένα πείημα, τα φωνήεντα, γενικά οτιδήποτε προσπαθεί να δημιουργήσει ηχητικές εντυπώσεις σε ένα ποιητικό κείμενο. Εκεί θέλει έντονη φορμαλιστική επεξεργασία. Υπάρχει όμως και η άλλη σχολή λογοτεχνικής μετάφρασης που λέει ότι η προτεραιότητα είναι ερμηνευτική. Είπαμε όμως ότι έτσι και αλλιώς πρώτα κάνουμε ανάγνωση στη γλώσσα πηγή, το πρωτότυπο και προσπαθούμε να το κατανοήσουμε. Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε το πρωτότυπο. Όταν δηλαδή προσπαθούμε να δούμε τις σημασίες που υπάρχουν μέσα στο πρωτότυπο, ούτως ή άλλως είναι ερμηνευτική η διαδικασία. Λαμπρά. Και τότε τι γίνεται με το φορμαλισμό. Αν έχουμε ένα πείημα το οποίο έχει πολύ φορμαλιστική επεξεργασία στο πρωτότυπο, αυτό απαιτεί εξίσου πολύ φορμαλιστική επεξεργασία και κατά τη μετάφρασή του. Γιατί ναι μεν μπορεί να θέλουμε να κρατήσουμε τις ηχητικές επιλογές του πρωτότυπου κλπ. Τι θα κάνουμε όμως για να ορίσουμε την ομάδα των λέξεων από που θα αντλήσουμε τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου για την μετάφραση, εάν δεν έχουμε κάνει και ερμηνευτική προσέγγιση. Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Γιατί δεν μπορεί οποιαδήποτε λέξη αρκεί να υπακούει στις φορμαλιστικές γραμμές που διέπουν το πρωτότυπο, δεν είναι δυνατόν οποιαδήποτε λέξη να πάει στο μετάφρασμα. Θα πρέπει μέσα από ερμηνευτική επεξεργασία του πρωτότυπου να διατηρήσουμε τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά, χωρίς να αλλιώνουμε όμως τις σημασίες που υπάρχουν μέσα στο πρωτότυπο. Άρα βλέπουμε ότι έχουμε συνέχεια εναλλαγές μεταξύ φορμαλιστικής και ερμηνευτικής επεξεργασίας. Επομένως είναι ψευτοδηλήματα αυτά τα δηλήματα της προτεραιότητας στη γλώσσα πηγή, στη γλώσσα στόχο, στη φορμαλιστική επεξεργασία ή στην ερμηνευτική επεξεργασία είναι ψευτοδηλήματα και θα πρέπει πάντοτε να τα έχουμε υπόψη μας έτσι. Θα ήθελα λίγο για να το καταλάβουμε αυτό, φορμαλιστικό και ερμηνευτικό γλώσσα πηγή και γλώσσα στόχος, να κάνουμε ένα παράδειγμα που δεν είναι ούτε ιταλικό ούτε ελληνικό. Και μετά θα κάνουμε και ένα ιταλικό ελληνικό. Λοιπόν, για να πάμε λίγο στα Σουηδικά. Στα Σουηδικά έχουμε τη γιαγιά, Μόρφαρ είναι η γιαγιά, όχι συγγνώμη, Μόρφαρ είναι ο παππούς ο οποίος προέρχεται από την οικογένεια της μαμάς και Φαρφαρ ο παππούς ο οποίος προέρχεται από την οικογένεια του μπαμπά. Σουηδικά λοιπόν. Εδώ έτσι κι αλλιώς θα έχουμε απώλειες των σχέσεων συγγένειας στο δέντρο και θα έχουμε απώλειες στη μετάφραση, γιατί ελληνικά έτσι κι αλλιώς και αυτός είναι παππούς και αυτός είναι παππούς. Επομένως εάν η προτεραιότητα είναι μόνο φορμαλιστική σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, αυτό θα έπρεπε να μας επιβάλλει να γράψουμε μόνον παππούς, ένα προς ένα είναι ο φορμαλισμός. Και εδώ μόνον παππούς, ένα προς ένα είναι ο φορμαλισμός. Ωστόσο, αν το λογοτεχνικό κείμενο έχει και άλλο πλέγμα περιγραφών για τις σχέσεις των ηρώων μέσα σε όλο το κείμενο, μπορεί να χρειάζεται να έχει την αντίληψη ο αναγνώστης του ελληνικού μεταφράσματος, τις σχέσεις που είχε ο παππούς με τη μητέρα ή τον πατέρα ενός λογοτεχνικού προσώπου σε ένα κρίσιμο κείμενο. Τότε έχει μεγάλη σημασία, εκτός από το φορμαλιστικό μέρος της μετάφρασης, να λάβουμε υπόψη και το ερμηνευτικό μέρος της μετάφρασης και τι να κάνουμε. Να πούμε ο παππούς από τη μαμά μου, ο παππούς από τον παπά μου ή να πούμε ο πατέρας της μητέρας μου, ο πατέρας του πατέρα μου. Αυτή λοιπόν είναι η επιλογή που περιέχει την ίδια ακριβώς σημασία με το πρωτότυπο. Έχουμε επιλογή 1 προς 1, 2, 3, 4, 1 προς 4. Επομένως τι έγινε, εδώ έχουμε προτεραιότητα στο ερμηνευτικό μέρος και υποχωρεί το φορμαλιστικό. Γιατί σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ή σε ένα συμβόλου ή σε μια διαθήκη ή σε μια δικαστική διαμάχη, έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξέρουμε ποιος είναι αυτός ο παππούς, από ποια οικογένεια είναι και ποια είναι η σχέση με το πρόσωπο, που για λογαριασμό του γίνεται μια μετάφραση ή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο ποιο είναι το πλέγμα σχέσεων των ηρώων. Επομένως είναι ολοφάνερο ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε έξω από το μεταφραστικό παιχνίδι την ερμηνευτική προσέγγιση των κειμένων. Ούτε μπορούμε να αφήσουμε την ερμηνευτική προσέγγιση έξω από την παγίωση του τελικού κειμένου. Να δούμε τώρα και το ελληνικό ιταλικό παράδειγμα. Στην ιταλική νηπότε είναι και ο ανεψιός και ο εγγονός. Σε μια διαθήκη επομένως, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, σε μια συζήτηση, έχει πολύ μεγάλη σημασία να επιλέξουμε αν τον υπότε θα γίνει ανεψιός ή αν τον υπότε θα γίνει εγγονός. Εδώ φορμαλιστικά δεν φαίνεται αν έχουμε κάνει λάθος ως προς το ένα προς ένα. Ωστόσο σε μια διαθήκη, σε ένα λογοτεχνικό κείμενο, έχει πολύ μεγάλη σημασία σε μια δικαστική διαμάχη να είναι κάποιος ανεψιός ή εγγονός. Αυτό θέλει ερμηνευτική προσέγγιση για να το αποφασίσουμε. Και πώς θα μας προκύψει η ερμηνευτική προσέγγιση μόνον από τα συμφραζόμενα, μόνο βλέποντας τα προηγούμενα του κειμένου, ότι άλλο υπάρχει πριν από αυτό το σημείο αναφοράς και μόνον αποφασίζοντας μέσα από πραγματολογικό διάβασμα του κειμένου και μέσα από προσεκτική ανάγνωση όλων των αποσπασμάτων που προηγούνται, μόνον έτσι μπορεί να προκύψει ερμηνευτικά αν θα είναι ανεψιός ή εγγονός. Φορμαλιστικά δεν φαίνεται να έχουμε κάνει λάθος, ερμηνευτικά αν δεν προσέξουμε τα συμφραζόμενα θα κάνουμε λάθος κατά πάσα πιθανότητα. Δεν θα ήθελα να γίνουν παρερμηνίες, δηλαδή ασφαλώς και δεν θα ζητήσω ποτέ από κανέναν φοιτητή μου να κάνει κατά λέξη μετάφραση. Ποτέ όμως δεν θα ενισχύσω κάποιον φοιτητή μου εκεί που μπορεί να κάνει κατά λέξη μετάφραση να την αποφύγει. Γιατί στη γλώσσα μια βασική αρχή που διέπει την επικοινωνία μας, ανάμεσα σε ανθρώπους, ανάμεσα σε κείμενα, ανάμεσα σε γλωσσικές κοινότητες, ανάμεσα σε πολιτισμικές κοινότητες, αυτό λοιπόν που διέπει την επικοινωνία μας είναι η αρχή της οικονομίας. Αν λοιπόν με κατά λέξη μετάφραση μπορούμε να πούμε το ίδιο νόημα, την ίδια έννοια, να διατυπώσουμε δηλαδή τα ίδια ακριβώς πολιτισμικά και γλωσσικά πράγματα με το πρωτότυπο στη μετάφραση, μία λέξη, ναι θα το κάνουμε, τότε θα κάνουμε κατά λέξη μετάφραση, όταν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, δεν θα το κάνουμε. Θα κάνουμε κατά σημασία μετάφραση. Το πώς τώρα θα μεταφράσουμε εξαρτάται από την τυπολογία του κειμένου. Αυτό το θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Άλλο πράγμα είναι να μεταφράσουμε ένα αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών για το γυμνάσιο, το ιταλικό γυμνάσιο. Άλλο πράγμα είναι να μεταφράσουμε μία πολιτική συζήτηση σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή της Ιταλίας, που θα διατυπώνει μία αναθεώτικη συζήτηση. Μια πολιτική συζήτηση σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή της Ιταλίας που θα διατυπώνει μία αναθεώρηση του ισχύοντος νόμου για το γυμνάσιο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να έχουμε υπόψη μας επομένως αυτές τις αναλασσόμενες προτεραιότητες μεταξύ φορμαλισμού και ερμηνευτικής, μεταξύ γλώσσας 1 και γλώσσας 2, μεταξύ κειμένου του πρωτότυπου και κειμένου της μετάφρασης. Και το πιο σημαντικό από όλα είναι να μπορούμε να ορίσουμε κάθε φορά την τυπολογία στην οποία κατατάσσεται το πρωτότυπό μας για να μπορέσουμε να αντλήσουμε τις καλύτερες δυνατές παγιώσεις για τη μετάφρασή μας. Και δεν φτάνει μόνο για τη μετάφραση. Δεν είναι κάτι δηλαδή που θα το κάνουμε μόνο για μία καλή μετάφραση. Ακόμα και αν θελήσουμε να αξιολογήσουμε κριτικά μία μετάφραση ή να επικυρώσουμε μία μετάφραση ή να την κάνουμε δεκτή για να μπορέσει να προωθηθεί στην αγορά σε κάποιον πελάτη ενός μεταφραστικού γραφείου, εάν δεν έχουμε κάνει πολύ σωστή επιλογή τυπολογίας του πρωτότυπου ως κειμένου, δεν μπορούμε μετά να αντλήσουμε τα καλύτερα σώματα κειμένων για να μπορέσουμε να κάνουμε συγκρίσεις και να καταλήξουμε σε ένα ορθό και αποδεκτό συμπέρασμα. Επομένως είναι πολύ βασικό, καθώς είδαμε ότι υπάρχουν πολλές εναλωσόμενες προτεραιότητες, εμείς να κρατιόμαστε πάνω από το σημαντικότερο που υπάρχει σε κάθε κείμενο, την τυπολογία σε συνδυασμό με τη μεταφραστική εντολή. Είναι πάρα πολύ σημαντική λοιπόν η τυπολογία του κειμένου, γιατί στην τυπολογία του κειμένου έχουμε εικόνες κόσμου. Οι εικόνες τώρα του κόσμου είναι διαφορετικές όπως σας έλεγα πριν από λίγο, σε έναν αναλυτικό πρόγραμμα ή σε μια επιτροπή που αναθεωρεί το νόμο για την εκπαίδευση π.χ. στη Μέση Εκπαίδευση στην Ιταλία. Είναι διαφορετικές όταν αναφέρεται ένας επιστήμονας της πεδαγωγικής επιστήμης και σχολιάζει αναλυτικά προγράμματα συγκρίνοντας αναλυτικά προγράμματα π.χ. Ελλάδας Ιταλίας. Είναι διαφορετικές όταν ένας ψυχολόγος μιλάει για τα θέματα εκπαίδευσης και για τις εκπαιδευτικές δυσκολίες που αναφέρεται σε συγκεκριμένα μαθήματα π.χ. του αναλυτικού προγράμματος. Είναι διαφορετικές εικόνες του κόσμου όταν ένας γονιός γράφει για το αναλυτικό πρόγραμμα, όταν υπουργός γράφει για το αναλυτικό πρόγραμμα, όταν ένας μαθητής γράφει μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα. Εικόνες του κόσμου λοιπόν. Αυτό μας τόφερε η γερμανική φιλοσοφία της γλώσσας, η γερμανική θεωρία της μετάφρασης, ήδη από τον 19ο αιώνα. Οι εικόνες του κόσμου επομένως υπάρχουν μέσα στα πρωτότυπα, πρέπει να ξέρουμε ποια είναι η τυπολογία τους για να μπορέσουμε να κάνουμε αναπαραγωγή συμμετρικών εικόνων κόσμου στην μετάφρασή μας. Και χρειαζόμαστε γι' αυτό εργαλεία, εργαλεία μετάφρασης. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής μόνος του όλο αυτό το τεράστιο υλικό που υπάρχει γύρω μας από κείμενα να το διαχειριστεί. Ούτε μπορεί ένας επαγγελματίας μεταφραστής πάντοτε να λέει εγώ δεν μεταφράζω ιατρικά κείμενα, ή εγώ δεν μεταφράζω δικαστικά κείμενα, ή εγώ δεν μεταφράζω οδηγίες χρήσης ενός εργαλείου ή ενός μηχανήματος. Πρέπει πάντοτε ο μεταφραστής να έχει εικόνες του κόσμου για όλα τα θέματα που χτυπούν την πόρτα του μεταφραστικού του γραφείου πελάτες για μετάφραση. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής να λέει δεν δαρθώ εγώ σε ένα συμβόλο για να κάνω εταιρικό. Δεν μπορεί ένας μεταφραστής που κάνει δικαστικές μεταφράσεις να πει εγώ δεν έρχομαι σε ένα διαζύγιο, γιατί μπορεί να του τύχουν εταιρεία μέχρι υποθέσεις ασφαλιστικών εταιριών. Μπορεί να του τύχουν από εταιρικά, περιορισμένης ευθύνηση μέχρι ανώνυμες εταιρίες. Δεν μπορεί αυτά εδώ τα πράγματα. Ή ποινικά. Δεν μπορεί κάθε φορά να λέει εγώ ασχολούμαι αυτό και δεν ασχολούμαι μετά άλλο, γιατί δε θα μπορεί να έχει δουλειά. Αλλά ακόμα κι αν τα έχει μοιράσει με μία ομάδα μεταφραστών ένας μεταφραστής και υπάρχουν σε ένα γραφείο δέκα συνεργάτες του και ο καθένας παίρνει διαφορετικό κείμενο και έτσι εξειδικεύονται, δεν είναι δυνατόν να ελέγξει ο διευθυντής ενός γραφείου ή υπεύθυνος μιας μεταφραστικής ομάδας το μεταφραστικό αποτέλεσμα μόνο με βάση ότι έχει μία μεταφραστική εντολή από έναν πελάτη και μόνο με βάση το κείμενο που έχει κάνει ένας καθόλου έμπιστος του μεταφραστής πρέπει να είναι σε θέση να ξέρει σε ποια τυπολογία κειμένων βρίσκεται και να μπορεί να έχει υπόψη του σώματα κειμένων και στις δύο γλώσσες για να μπορεί να έχει εικόνα της αποδεκτότητας του μεταφραστικού αποτελέσματος. Για να δούμε λοιπόν τώρα ποια είναι τα συνηθισμένα εργαλεία μετάφρασης που χρησιμοποιεί ένας μεταφραστής για να μπορέσει να καλύψει και να που ο ίδιος έχει στις εικόνες του κόσμου είτε στο πρωτότυπο είτε στη μετάφραση. Ποια είναι λοιπόν τα συνηθισμένα εργαλεία που χρησιμοποιεί. Ένα που είναι σχεδόν μύθος είναι η αυτόματη μετάφραση. Εδώ θα σας γράψω ένα όνομα χώρας. Λοιπόν στον Καναδά υπάρχουν δύο επίσημες γλώσσες η αγγλική και η γαλλική. Στον Καναδά λοιπόν μπορεί να βρούμε συστήματα αυτόματης μετάφρασης αρκετά προχωρημένα σε κείμενα όμως απλά. Σε κείμενα απλά τα οποία έτσι κι αλλιώς δημοσιοποιούνται ή εκδίδονται και στις δύο γλώσσες π.χ. τίτλοι σπουδών, π.χ. πιστοποιητικά δήμων, π.χ. τραπεζικά έγγραφα. Αυτά επειδή έτσι κι αλλιώς έχουν δημιουργήσει μεταφραστικές μνήμες και επειδή το περιβάλλον εκεί είναι και γαλλικό και γαλλόφωνο και αγγλόφωνο και τι τα ενώνουν οι μεταφραστικές μνήμες. Στον Καναδά λοιπόν μπορούμε να βρούμε αυτόματη μετάφραση σε επίπεδο όμως μεταφραστικών μονάδων φράσεων, όχι λέξεων. Γιατί δεν είναι συμμετρικές οι αγγλικοί και οι γαλλικοί. Μπορούμε όμως να βρούμε συστήματα αυτόματης μεταφράσης με μεταφραστική μονάδα τη φράση για κείμενα απλά, του καθημερινού δημόσιο βίου. Έγγραφα δηλαδή, εκπαιδευτικά, δημοτικά, τραπεζικά και λοιπά. Αυτά μπορούν να υπάρχουν, άλλα όχι. Επίσης αυτόματη μετάφραση πολύ γρήγορα σε επίπεδο φράσης θα έχουμε ίσως και μέσα στην επόμενη χρονιά για τη μετάφραση για ιατρικούς σκοπούς από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει ολοκληρωθεί η προεργασία ενός τεράστιου προγράμματος που βοηθάει στην αυτόματη μετάφραση για ιατρική κατανόηση. Αυτό θα το δούμε σε λίγο καιρό. Τι κάνανε, δημιουργήσαν μεταφραστικές μνήμες σε επίπεδο φράσης. Και θα μπορούνε τη βάση αυτών όλων των συστημάτων μεταφραστικής μνήμης να την αποκτήσουν όλα τα νοσοκομεία που βρίσκονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Λόγω της ιατρικής κατανόησης ασφαλώς και θα είναι εγγυημένο το αποτέλεσμα σε ιατρικές εξετάσεις, σε διαγνώσεις. Δηλαδή σε οτιδήποτε αφορά την περιγραφή της κατάστασης υγείας ενός ασθενούς, σε επιστοπιτικά υγείας, σε επιστοπιτικά θανάτου, σε συνταγωγραφήσεις κλπ. Αυτό έρχεται, αυτό υπάρχει και έρχεται και είναι εξαιρετικό αλλά πάλι η μεταφραστική μονάδα είναι η φράση. Επομένως έχει πολύ μεγάλη σημασία να έχουμε συνέχεια στο νου μας ότι δεν μπορεί να γίνει αυτόματι μετάφραση επίπεδο λέξεις γιατί δεν υπάρχει και η καταλέξη μετάφραση. Είναι μια χείμερα. Μπορεί να γίνει όμως επίπεδο φράσης σε απλά κείμενα, σε κείμενα τα οποία είναι επιστοποιημένα και έγκυρα, σε κείμενα τα οποία δώσανε τα συστατικά τους τα φράσεολογικά σε βάσεις δεδομένων και αυτή τη χαρά όλοι οι μεταφραστές θα την έχουμε. Καταρχήν για κείμενα ιατρικής κατανόησης διανοσοκομιακής και διακρατικής από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολύ γρήγορα. Οι μεταφραστικές υπηρεσίες δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολύ γρήγορα θα το διανύμουν δωρεάν αυτό σε όλες τις χώρες και είναι πολύ σημαντικό. Εκείνο όμως που σίγουρα χρειάζεται ένας μεταφραστής που δεν μπορεί να μένει και να αφήνεται στην χήμερα της αυτόματης μετάφρασης είναι εργαλεία CAD. Εργαλεία δηλαδή Computer Assisted Translation αυτά τα εργαλεία είναι πρώτον ψηφιακά λεξικά, δεύτερον βάσης κειμένων, τρίτον πληροφοριακά ψηφιακά, σύνολα αρχείων, τέταυτον παράλληλα κείμενα. Αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά. Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα μεταφραστικό γραφείο ή μεταφραστής freelancer και να αντέξει τον ανταγωνισμό, γιατί υπάρχουν γύρω μας καλοί μεταφραστές και οι οποίοι έχουνε στελεχώσει τα γραφεία τους με όλα αυτά τα δεδομένα. Δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα μεταφραστής που να καλύψει όλες τις εικόνες του κόσμου που κυκλοφορούν στα κείμενα και που θα τους ζητηθούν να τις μεταφέρει στα ελληνικά από κάποια άλλη γλώσσα. Ψηφιακά λεξικά πρέπει να έχει πρόσβαση σε ψηφιακά λεξικά, άρα πρέπει να έχει συνέχεια σύνδεση με ίντερνετ. Δεύτερον πρέπει να έχει βάσης κειμένων, ούτως ή άλλως των δικών του κειμένων. Πρέπει όμως να έχει συνέχεια πρόσβαση και στις ευρωπαϊκές βάσεις κειμένων γιατί στο Ευρωκοινοβούλιο υπάρχουν από το ψάρεμα, την αλλιεία, μέχρι τη δικαιοσύνη, από την άμυνα μέχρι την ασφάλεια, από την εκπαίδευση μέχρι τα φάρμακα, από την υγεία μέχρι τις φυσικές επιστήμες, από την αστρονομία μέχρι τις ανθρωπιστικές επιστήμες, υπάρχουν βάσεις κειμένων. Αυτές οι βάσεις κειμένων ούτως ή άλλως διατίθενται για όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες που συμμετέχουν στο Ευρωκοινοβούλιο. Από εδώ μπορούν να αντληθούν όχι μόνο πληροφορίες για τις ισοδυναμίες σε επίπεδο φράσης σε πάνω από 20 γλώσσες στην Ευρώπη, μπορούν να αντληθούν και πληροφοριακά κείμενα που περιγράφουν ασύμετρα κοινοβουλευτικά συστήματα, ασύμετρα δικαστικά συστήματα, διαφορετικές ονομασίες οργάνωσης των διαφόρων ρόλων στο Πανεπιστήμιο κλπ. Χωρίς αυτά δεν μπορεί πια να περπατήσει ένας μεταφραστής και οπωσδήποτε παράλληλα κείμενα. Τα παράλληλα κείμενα είναι αυτά που είναι φορείς γραμματικής κειμένων, τι θα πει η γραμματική του κειμένου για τη μετάφραση, θα πει ο ιδιαίτερος υφολογικά τρόπος, ο ιδιαίτερος λεξικολογικά και ορολογικά τρόπος με τον οποίο κάθε ιδιόλεκτο διατυπώνει εικόνες του κόσμου του. Παρακαλώ να μιλήσω για κάποιους μύθους τώρα. Υπάρχει ένα στερεότυπο. Πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι όποιος μιλάει ξένες γλώσσες μπορεί και να μεταφράσει. Αυτό λοιπόν είναι το στερεότυπο, αυτός είναι ο μύθος. Όποιος ξέρει ξένες γλώσσες και έχει καλά λεξικά μπορεί να μεταφράσει. Δεν είναι έτσι. Για να μπορέσει κανείς να μεταφράσει πρέπει να ξέρει ξένες γλώσσες, πρέπει να ξέρει τα του πολιτισμού στη γλώσσα του πρωτότυπου και στη γλώσσα της μετάφρασης, πρέπει να ξέρει όμως και θεωρία μετάφραση τουλάχιστον βασικές έννοιες για να μπορεί να επιλέξει μεταφραστικά εργαλεία και μεταφραστικές στρατηγικές για να μπορεί να διαχειριστεί τις μεταφραστικές δυσκολίες με μέθοδο, με έναν τρόπο μεθοδικό. Αυτό λοιπόν παρέχεται από τη θεωρία της μετάφρασης, επομένως δεν φτάνει να ξέρεις ξένες γλώσσες και βέβαια ήθελα να φτάσουμε και σε άλλη παρεμινία, ότι όποιος ξέρει τη θεωρία της μετάφρασης μπορεί και να μεταφράζει. Για να μπορέσει κανείς να μεταφράσει σε συγκεκριμένη γλώση εργασίας, από συγκεκριμένη γλώση εργασίας, πρέπει εκτός από το να είναι δίγλωσος και δίπολητισμικός για τις γλώσσες εργασίας που χειρίζεται, πρέπει να έχει και πολύ μεγάλη εμπειρία στη μετάφραση. Πρέπει δηλαδή να έχει εξεκιωθεί να γνωρίζει τα όριά του, να γνωρίζει πώς να τα υπερβεί, να γνωρίζει τι δυσκολίες υπάρχουν ανάλογα με την τυπολογία των κειμένων που χειρίζεται κλπ. Ως προς την αυτόματη μετάφραση, για να συνοψήσω μια και τώρα συνοψίζουμε, δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί αυτό το όνειρο των μεταφραστών τουλάχιστον τώρα, γιατί δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα σε ένα πρόγραμμα μεταφραστικής μνήμης, το συντακτικό που μπορεί να διαχειριστεί ο ανθρώπινος νους. Δεν γίνεται, αυτό είναι απρόβλεπτο. Επομένως, δεν μπορεί η αυτόματη μετάφραση, όπως είπα και πριν, να γίνει σε επίπεδο λέξεων. Δεν θα έχει πολύ κακό αποτέλεσμα. Δοκιμάστε το σε μια αυτόματη μετάφραση μέσα από το ίντερνετ. Θα δείτε ότι δεν βγαίνει συντακτικά. Μπορεί όμως να γίνει με μεταφραστική μονάδα τη φράση. Σήμερα μίλησα ξανά για το παράδειγμα «μανήφικο ρετόρε» και «κύριε Πρύτανη» ή «μανήφικο ρετόρε» και «σκέτο ο Πρύτανης». Πίσω από αυτή τη συζήτηση υπάρχει μια ένταση ξενισμός, οικιοποίηση, πίσω από αυτή την ένταση υπάρχει άλλη μια ένταση. Εδώ υπάρχουν εντάσεις. Φυμίζω πριν από λίγο που μίλησα για λογοτεχνία και είπα ότι υπάρχει μια μεταφραστική σχολή που λέει ότι πρέπει να διατηρούμε τα συστατικά του πρωτότυπου και στη μετάφραση και να φαίνεται κιόλας από ποια γλώσσα προέρχεται. Ενώ υπάρχει μια άλλη σχολή που λέει να κάνουμε οικία τη μετάφραση στους τελικούς παραλήπτες. Αυτή η ένταση ανάμεσα στους μεταφραστές που πιστεύουν ότι μπορούν να έχουν ξενισμούς μόνο γιατί είναι λογοτεχνικό ένα κείμενο και σε αυτούς που πιστεύουν ότι είτε είναι λογοτεχνικό είτε όχι πρέπει να είναι οικείο στον τελικό παραλήπτη. Πίσω από αυτό υπάρχει μια μεγάλη βάση του τεράστιου δειλήματος αν η προτεραιότητα θα εντοπίζεται πάντοτε στη γλώσσα πηγή ή στη γλώσσα στόχο. Και πίσω από αυτό υπάρχει άλλη μια μεγάλη ένταση που συζητήθηκε σήμερα. Αν προτεραιότητα έχουν τα φορμαλιστικά χαρακτηριστικά του κειμένου ή αν κατά προτεραιότητα θα πρέπει να ερμηνεύσουμε ένα κείμενο για να αρχίσουμε μετά να το μεταφράζουμε. Και πίσω από αυτή την ένταση υπάρχει η φιλοσοφική βάση των μεταφραστικών εντάσεων κατά λέξη και κατά σημασία μετάφραση. Έχουμε επομένως συζητήσει σήμερα, έχουμε απομυθοποιήσει σήμερα ότι μεταφραστής μπορεί να είναι ένας απλά διαγλωσσικός μεσολαβητής. Δεν γίνεται. Πρέπει να είναι και διαπολιτισμικός μεσολαβητής. Έχουμε απομυθοποιήσει σήμερα ότι αυτός που μεταφράζει αρκεί να ξέρει καλά ξένες γλώσσες και ξένους πολιτισμούς και θα μεταφράσει. Πρέπει να ξέρει και στοιχεία θεωρίες μετάφρασης πολύ βασικά για να επιλέγει στρατηγικές. Έχουμε συζητήσει σήμερα για την τεράστια ένταση που είναι το φιλοσοφικό πρόβλημα στη μεταφρασεολογία. Αν θα κάνουμε κατά λέξη ή κατά σημασία μετάφραση. Αν δηλαδή θα ασχολούμαστε με τη μορφή του κειμένου και όχι με την ερμηνεία του κειμένου. Αν δηλαδή η προτεραιότητά μας θα είναι η γλώσσα πηγή και όχι η γλώσσα στόχος. Αν επιτρέπεται να κάνουμε ξενισμού στη λογοτεχνία για να δείξουμε την προέλευση του κειμένου και να σεβαστούμε το έργο τέχνης. Ή αν πρέπει να κινούμαστε συνέχεια στην ιδέα της οικιοποίησης. Αυτά είναι οι μεγαλύτερα συντάσεις που υπάρχουν στη θεωρία της μετάφρασης. Στη μετάφραση τώρα γίνονται διάφορες συζητήσεις ακόμα και για τη μετάφραση λειτουργικών κειμένων. Δηλαδή, τι είναι το λειτουργικό κείμενο, είναι το κείμενο που ακούμε στη λειτουργία, στην εκκλησία. Αυτά τα κείμενα έχουν μια παράδοση και μια ιστορία αιώνων. Αφού λοιπόν πάντοτε υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι πρέπει να μένουν αναλύοντα αυτά τα κείμενα άρα να μην μεταφράζονται. Και υπάρχουν και άλλοι οι οποίοι λένε εγώ θέλω να καταλαβαίνουν όλοι το κείμενο που ακούνε στη λειτουργία άρα να υπάρχει μετάφραση. Εδώ υπάρχει μεταφραστική ένταση. Αυτή η μεταφραστική ένταση, δηλαδή να μεταφράζονται ή να μην μεταφράζονται τα λειτουργικά κείμενα, είναι πάλι ψευτό δίλημα. Γιατί? Γιατί υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι τα καταλαβαίνουν αυτά εδώ τα κείμενα έτσι όπως είναι χωρίς μετάφραση άρα για αυτούς δεν δίθεται θέμα. Ωστόσο για κάποιους άλλους οι οποίοι δεν ξέρουν στην ιστορική τους μορφή την ελληνική γλώσσα, δεν ξέρουν δηλαδή προγενέστερες μορφές της ελληνικής γλώσσας, δεν έχουν εξικείωση με τέτοια κείμενα. Τότε για αυτούς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν είναι ελληνικής καταγωγής, γίνονται ορθόδοξοι πολύ μεγαλύτεροι από την εφηβική ηλικία και πέρα δεν είναι πια στο ελληνικό σχολείο. Για αυτούς θα πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε για λόγους κατήχησης οπωσδήποτε να υπάρχει μεταφρασμένο το λειτουργικό κείμενο. Αλλά ακόμα και για τους Έλληνες που έχουν ακούσει ελληνικά από το Ριπουγενήθειο, που έχουν πάει στο σχολείο, που έχουν εξηγηωθεί και με προγενέστερες μορφές της ελληνικής γλώσσας, υπάρχουνε πράγματα που δεν μπορούν να μεταφραστούνε. Για παράδειγμα, κύριε Λέησον, το κύριε Λέησον τι είναι, είναι ένα απολύθωμα από το παρελθόν. Δεν θα χρειαστεί να μεταφραστεί, γιατί αυτό όποιος δίποτε το ακούσει το καταλαβαίνει αμέσως. Κύριε Λέησον, αυτό δεν χρειάζεται μετάφραση, είναι ένα απολύθωμα από το παρελθόν. Ωστόσο, υπάρχουν άλλες φράσεις. Η δέγκυνη να φοβείται τον άντρα, που έχει άλλη ηθική φιλοσοφία όταν λέγεται αυτό μέσα στην ακολουθία του γάμου και άλλο πράγμα είναι αυτό που συμβαίνει μέσα στην εκκλησία όταν το ακούν. Εγώ βλέπω να τσαλαπαντούν άνθρωποι εκεί με τα πόδια τους, ο ένας τον άλλο και τον άλλο κλπ. Αυτό ενδεχομένως ακόμα κι αν δεν μεταφραστεί για να ακούγεται μέσα στην ακολουθία, ενδεχομένως αυτό θα πρέπει να δίνεται στους ανθρώπους που πρόκειται να τελέσουν το γάμο τον εκκλησιαστικό, θα πρέπει να δίνεται με ερμηνεία και με υποσημείωση μεταφρασμένη όπου να καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που θα ακούσουν. Εάν πρόκειται δηλαδή το τυπικό μιας ακολουθίας να τη δηθεί χωρίς να συμβαίνει όλο εκείνο το πανδαιμόνιο. Κάτι άλλο που σήμερα συζητήθηκε είναι η κυρίαρχη γλώσσα. Είπαμε ότι άλλο είναι το αναλυτικό πρόγραμμα που βλέπουμε σε ένα γυμνάσιο, άλλο είναι η συζήτηση για το αναλυτικό πρόγραμμα που κάνει ένας επιστήμονας από τον τομέα παιδαγωγικής φιλοσοφικής, άλλο πράγμα είναι μια κοινοβουλευτική ομάδα που κάνει αναθεώρηση ενός νόμου και συζητάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας μαθητής ο οποίος μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας γονιός που μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα, άλλο πράγμα είναι ένας καθηγητής που μιλάει για το αναλυτικό πρόγραμμα που εφαρμόζει στο σχολείο. Τι είναι αυτό που τα διαφοροποιεί? Είναι η κυρίαρχη γλώσσα σε κάθε ένα από αυτά τα συστήματα. Υπάρχει ένα κυρίαρχο ιδιόλεκτο. Αυτό το κυρίαρχο ιδιόλεκτο, εάν δεν το γνωρίζει ο μεταφραστής, αποκλείεται να μπορεί να κάνει αποδεκτή μετάφραση από τη συγκεκριμένη ομάδα που θα διαβάσει τη μετάφραση. Μια μετάφραση δεν διαβάζεται από όλους, κανείς δεν έχει χρόνο να διαβάζει συνέχεια μεταφράση. Κάθε μετάφραση έχει και έναν κοινό, έχει μια μεταφραστική εντολή, έχει εντολείς και έχει χρήστες. Αυτοί λοιπόν που θα διαβάσουν τη μετάφραση, αν ανήκουν σε μια κατηγορία που έχει ιδιόλεκτο, θα αποδεχθούν τη μετάφραση μόνο αν το κυρίαρχο της ιδιόλεκτο το βρουν μέσα στη μετάφραση. Επομένως, κάθε φορά που ανήκουμε σε μια επαγγελματική ομάδα, είμαστε και αναγνώστες πρότυπα μέσα στο εσωτερικό της επαγγελματικής ομάδας. Επομένως, ο μεταφραστής πρέπει να γνωρίζει το κυρίαρχο ιδιόλεκτο, γιατί πρέπει να έχει υπόψη ότι αυτοί που θα διαβάσουν τη μετάφραση του, θα είναι αναγνώστες πληροφορημένοι. Μιλήσαμε πάρα πολύ και για διαδικασία και για προϊόντα. Στη διαδικασία μας ενδιαφέρουν καθολικά όσα συμβαίνουν. Εδώ εντοπίζονται τα μεταφραστικά προβλήματα, στα προϊόντα μας ενδιαφέρουν ιδιοσυγκρασικά όσα συμβαίνουν. Εδώ εντοπίζονται οι μεταφραστικές δυσκολίες. Εδώ λοιπόν έχουμε προβλήματα, εδώ έχουμε δυσκολίες. Αυτό θα συζητήσουμε στο επόμενο μάθημα.