Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7

Διάλεξη 7: Στο σημερινό μάθημα θα παρουσιάσουμε, θα μελετήσουμε μία ιδιαίτερα ξεχωριστή ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής από τον κύκλο των αρχών των νέων αγίων της Θεσσαλονίκης, δηλαδή των αγίων που συναριθμήθηκαν στο αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης κατά τους αιώνες, από τους αιώνε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=12f9e060
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 7: Στο σημερινό μάθημα θα παρουσιάσουμε, θα μελετήσουμε μία ιδιαίτερα ξεχωριστή ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής από τον κύκλο των αρχών των νέων αγίων της Θεσσαλονίκης, δηλαδή των αγίων που συναριθμήθηκαν στο αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης κατά τους αιώνες, από τους αιώνες της Τουρκοκρατίας και εντεύθεν. Πρόκειται για την ομάδα των αγίων εκείνων που συναριθμήθηκαν στο αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης για την ομάδα των αγίων εκείνων που η αγιότητά τους σχετίζεται με το γεγονός της μαρτυρικής τους τελείωσης της υπερασπίσεως της χριστιανικής τους πίστης και της χριστιανικής τους ιδιότητας και συνακόλουθα του μαρτυρίου τους και της συναριθμίσεις τους μεταξύ της μεγάλης αυτής ομάδας που γνωρίζουμε ότι δημιουργείται στην περίοδο της Οικοκρατίας και είναι η ομάδα των νεομαρτύρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η περίπτωση των νεομαρτύρων της Θεσσαλονίκης είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση γιατί οι Θεσσαλονίκοι γνωρίζουμε ότι και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κατέχει μια δεσπόζουσα θέση μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παραμένει μια πόλη μεγάλη, μια πόλη με ισχυρό πληθυσμό και οθωμανικό, τουρκικό αλλά και χριστιανικό όπως επίσης και εβραϊκό. Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο αυτήν, την περίοδο της Οικοκρατίας η οποία έχει την έναρξή της χρονικά στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα γιατί γνωρίζουμε ότι η Τουρκοκρατία στην Θεσσαλονίκη έχει ως αφετηρία της την δεύτερη κατάληψή της από τους Τούρκους το 1430, που είναι ένα γεγονός που εξιστορείται και παρουσιάζεται με πολύ μελανά χρώματα από τον ιστορικό της αλώσεως αυτής, της τελευταίας αλώσεως της πόλης τον Ιωάννη τον αναγνώστη. Η περίοδος λοιπόν της Οικοκρατίας είναι μια περίοδος μακρότατη, διαρκή από το 1330 ως το έτος 1912, όταν έχουμε την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, σχεδόν δηλαδή πέντε ολόκληρους αιώνες και στη διάρκεια αυτής της περίοδου ασφαλώς η παρουσία των Μουσουλμάνων, των Οθωμανών, η κυριαρχική παρουσία τους μέσα στην Θεσσαλονίκη, μέσα στην πόλη επέφερε πολλές φορές γεγονότα συγκρουσιακού χαρακτήρα και μια αντιπαράθεση και ασφαλώς τον διωγμό κάποιων χριστιανών της πόλεως, δεδομένου ότι οι χριστιανοί όπως και κάποιοι άλλοι πληθυσμοί που διαβιούσαν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν ήταν αυτό που θα ονομάζαμε πολίτες πρώτης κατηγορίας, αλλά βεβαίως είχαν όλες αυτές τις επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν στους μη Μουσουλμάνους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός άλλωστε είναι ένας λόγος που από όσο γνωρίζουμε γενικότερα από τα νεομαρτυρολογικά κείμενα, όχι της Θεσσαλονίκης αλλά γενικότερα από αυτήν την πολύ σπουδαία γραμματεία που ονομάζεται νεομαρτυρολογική γραμματεία, αυτό που γενικότερα γνωρίζουμε είναι ότι αρκετοί χριστιανοί τελικά υπέκυπταν σε αυτήν την συνεχή πίεση που υφίσταντο, λόγω που υφίσταντο ως προς τις υποχρεώσεις τους, δεδομένου ότι δεν προστατεύονταν όπως οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αρκετοί προχωρούσαν και στην εξομωσία. Και βέβαια έχουμε όπως γνωρίζουμε την περίοδο αυτή στο πλαίσιο της εμφανίσεως αυτής της νέας ομάδας, της νέας κατηγορίας Αγίων που είναι οι νεομάρτυρες της Εκκλησίας, έχουμε μια άμεση συσχέτηση του φαινομένου αυτού με την προσπάθεια του βίαιου εξισλαμισμού ή γενικότερα την συνειδητή προσπάθεια και τη διαρκή προσπάθεια εξισλαμισμού όλων των μη Μουσουλμάνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι ένα γενικότερο φαινόμενο το οποίο κατά περιόδους γνωρίζουμε ότι εμφάνιζε κάποια έξαρση και σχετιζόταν ασφαλώς με διάφορα γεγονότα όπως ήταν ενδεχομένως κάποιες τοπικού χαρακτήρα επαναστάσεις, με πολιτικό βέβαια περιεχόμενο τοπικές επαναστάσεις, οι οποίες όταν καταστέλονταν συνήθως επέφεραν και τέτοια φαινόμενα δηλαδή βίαιων εξισλαμισμών και στις πηγές, όσο στις χριστιανικές πηγές ή γενικότερα στις ελληνικές πηγές, όσο και στις οθωμανικές πηγές αλλά ακόμη και στις πηγές σε άλλες σύγχρονες πηγές σωζόμενων αρχείων, όπως για παράδειγμα είναι τα αρχεία της Βενετίας που είναι μια πάρα πολύ σημαντική πηγή για τα τεκτενόμενα μέσα στον οθωμανικό κράτος, ενώ ότι οι Βενετοί εξακολουθούσαν να υπάρχει μια παρουσία τους είτε μέσω των βενετικών κτίσεων που παρέμεναν μέσα στο ευρύτερο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε νησιά του αρχιπελάγους αλλά και στις βενετικές κτίσεις που υπήρχαν στο Ιόνιο πέλαγος, στα Επτάνησα, ακόμη και οι περίοδοι μεγαλύτερες ή μικρότερες περίοδοι όπου υφίσταται η Βενετοκρατία στην Κρήτη ή και σε άλλες περιοχές ακόμη και στην Πελοπόννησο, δεδομένου ότι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες η Πελοπόννησος πέρασε στην βενετική κυριαρχία και μάλιστα, ιδιαίτερα αυτή η περίοδος, από το 1685 έως το 1715, 30 ετών της βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο, το γνωρίζουμε από αρκετές πηγές ότι προκάλεσε, εν συνεχεία μετά το 1715, μετά την ανακατάληψη της Πελοπόννησου από τους Οθωμανούς, προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα βίαιων εξισλαμισμών που ήταν μοιραίο να οδηγήσει πολλούς Χριστιανούς στην εξωμοσία, πολλούς Χριστιανούς κατοίκους της Πελοπόννησου, αλλά να προβάλει και κάποια πρόσωπα τα οποία αντιστάθηκαν και παρέμειναν σταθερά και αμετακίνητα στη χριστιανική τους πίστη και γι' αυτό τον λόγο οδηγήθηκαν ακόμη και στο μαρτύριο. Και βέβαια παρόμοιες περιπτώσεις έχουμε και αργότερα, όπως πάλι στην Πελοπόννησο έχουμε την περίπτωση των Ορλωφικών το 1769-1770, όταν πάλι έχουμε τέτοιες καταστολές και βίαιες προσπάθειες, βίαιες επιχειρήσεις για να επιβληθεί το Ισλάμ στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Στην Θεσσαλονίκη βέβαια, για την ίδια περίοδο, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έχουμε ένα βασικό στοιχείο το οποίο λειτουργούσε εξ αρχής εις βάρος των Χριστιανών κατοίκων της Πόλεως. Και αυτό ήταν το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί πριν από την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους αντιστάθηκαν, δεν παρέδωσαν οικειοθελώς την Πόλη και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η ποινή που επιβλήθηκε, η τιμωρία όπως και σε πολλές άλλες πόλεις που έβαλαν αντίσταση στους Οθωμανούς, ήταν να μετατραπούν όλες οι Χριστιανικές εκκλησίες της Πόλεως σε τσαμιά. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι αυτό συνέβη στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα συνέβη με έναν εξαιρετικά επώδυνο τρόπο και το γνωρίζουμε και από τον Ιωάννη τον αναγνώστη αλλά το γνωρίζουμε και από τις μεταγενέστερες πηγές και βέβαια έχουμε ένα πλήθος πηγών και ελληνικών αλλά και οθωμανικών πηγών γιατί σώζονται τα οθωμανικά αρχεία που αφορούν στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και είναι πολύτιμη η μαρτυρία και αυτών των πηγών και έτσι μπορούμε να συγκροτήσουμε και να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι συνέβαινε στην Θεσσαλονίκη καθόλου είναι αυτήν την περίοδο για το πως διαμορφώθηκε καταρχήν η τοπογραφία της πόλεως, η αστηγραφία της Θεσσαλονίκης και εδώ ίσως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ότι έχει παρουσιαστεί στο παρελθόν έχει κυκλοφορήσει ένα πάρα πολύ σημαντικό βιβλίο ενός καθηγητή εδώ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης του ομότιμου καθηγητή Βασίλη Δημητριάδη με τίτλο η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας που βέβαια δεν είναι απλά μια τοπογραφική μελέτη αλλά είναι κατά κύριο λόγο μια ιστορική μελέτη δεδομένου ότι για κάθε σημείο της πόλεως για τις διάφορες ενωρίες τις χριστιανικές για τους χώρους εκείνους τους οποίους διαβιούσαν Οθωμανοί κατά κύριο λόγο ή Εβραίοι όπως επίσης και για τα κτίρια της πόλεως για την τύχη των κτιρίων της πόλεως βρίσκει κανείς στην μελέτη αυτή ένα πάρα πολύ σημαντικό ιστορικό υλικό από το οποίο αντλούνται και προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1330 σταδιακά επέρχεται μία αλλείωση και μία πλήρης αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης έχουμε δηλαδή μία απώλεια της φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης όπως την γνωρίζαμε ως την Θεσσαλονίκη των Βυζαντινών ως την Βυζαντινή Θεσσαλονίκη και τη σταδιακή δημιουργία μιας νέας πόλης αυτό που θα μπορούσαμε και σήμερα να τη χαρακτηρίσουμε πολυθρησκευτική ή ακόμη και πολυπολιτισμική αν και είναι ένας κυρίαρχος πολιτισμός ο Οθωμανικός πολιτισμός αυτός κάτω από τον οποίο λειτουργούν και οι διάφορες θρησκευτικές ομάδες και είναι υποχρεωμένες να λειτουργήσουν κάτω από την ομπρέλα αυτού του Οθωμανικού πολιτισμού και έτσι λοιπόν έχουμε μια εικόνα για τις περιοχές τις οποίες είχαν συγκεντρωθεί και βρίσκονταν εγκατεστημένοι οι χριστιανοί για τις εκκλησίες που εξακολουθούσαν τις ελάχιστος εκκλησίες τους ελάχιστος ναούς που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα χέρια των χριστιανών και να έχουν χρήση λατρευτική όπως επίσης και για την τύχη των υπόλοιπων εκκλησιών βυζαντινών εκκλησιών όπως ήταν ο Άγιος Δημήτριος όπως ήταν η Αχυροποίητος και πολλές άλλες εκκλησίες οι Άγιοι Απόστολοι κτλ. οι οποίες σταδιακά σε διάφορες περιόδους μετατράπηκαν σε τσαμιά και λειτούργησαν ως μουσουλμανικά τσαμιά κάποιες ακόμη και ως την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Το 1912 είναι χαρακτηριστικό ότι το 1912 για παράδειγμα ο ναός του Αγίου Δημητρίου όταν παραλήφθηκε από τους Έλληνες ήταν τσαμί και απαιτούνταν μια επέμβαση για να επαναχρησιμοποιηθεί μετά από αρκετούς αιώνες ως χριστιανική εκκλησία. Βέβαια η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση ήταν και ένας λόγος για να πραγματοποιηθεί και μια πιο δραστική παρέμβαση από τους αρχαιολόγους στον ναό αυτό που είναι το σήμα κατά τεθέν θα μπορούσαμε να πούμε της Πόλεως. Έτσι λοιπόν γνωρίζουμε ότι παρέμεναν κάποιες χριστιανικές συνικείες από το πλήθος των συνικειών. Έχουμε βέβαια κυριαρχική την παρουσία των τουρκικών, των οθωμανικών συνικειών. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάποιες από αυτές τις συνικείες διαβιούσαν μόνον οθωμανοί ή μόνον εβραίοι ή μόνον χριστιανοί αλλά κατά κύριο λόγο ο πληθυσμός αποτελούνταν από μία από τις κοινότητες αυτές, τις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες. Έχουμε λοιπόν τις οθωμανικές και τις τουρκικές συνικείες, έχουμε τις εβραϊκές και τις χριστιανικές συνικείες και γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες συνικείες στη διάρκεια της τουκοκρατίας που κατοικούνταν από τους χριστιανούς βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Έχουμε μόνο μικρές νησίδες χριστιανικών συνικειών στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Και έτσι λοιπόν εντός των βυζαντινών τυχών της πόλης, στο ανατολικό άκρο της, εξακολουθούσαν να λειτουργούν και χριστιανικές εκκλησίες αλλά και να αναπτύσσονται η χριστιανική κοινότητα της πόλεως. Αυτό είναι ένα λοιπόν πολύ σημαντικό ζήτημα το οποίο σχετίζεται με τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Το δεύτερο πολύ σημαντικό στοιχείο επίσης είναι οι σχέσεις που μπορούμε με βάση της πληροφορίες που έχουμε ή τα σποραδικά στοιχεία που μας είναι γνωστά και έτσι λοιπόν οι σχέσεις που μπορούμε να διαγνώσουμε ότι υπήρχαν μεταξύ των κατακτητών, των Οθωμανών κατακτητών, των Μουσουλμάνων κατοίκων της Θεσσαλονίκης που πολλοί από αυτούς βέβαια ήταν και έπικοι, είχαν μετακινηθεί στην Θεσσαλονίκη από άλλες περιοχές της νέας πλέον Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε σχέσεις τους με τους χριστιανούς, με τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως. Από μια γενικότερη εικόνα που έχουμε θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σχέσεις αυτές τουλάχιστον στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ήταν σχέσεις που διακρίνονταν από τον ιδιαίτερο φανατισμό των Μουσουλμάνων και την σκληρή στάση που επεδείκνυαν απέναντι στους χριστιανούς. Αυτό προκύπτει μάλιστα και από τα νεομαρτυρολογικά κείμενα που μας είναι γνωστά σήμερα, τα κείμενα δηλαδή που αφορούν στους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Για την περίοδο αυτή λοιπόν της Τουρκοκρατίας που φτάνει όπως είπαμε έως το 1912 στην Θεσσαλονίκη, μας έχουν σωθεί αρκετά κείμενα που αφορούν στη ζωή και στο μαρτύριο αυτών των χριστιανών μαρτύρων μέσα από τα οποία ακριβώς προκύπτει καταρχήν αυτή η επανάληψη θα μπορούσαμε να πούμε της μαρτυρικής εικόνας της πόλης, της εκκλησίας μάλλον της Θεσσαλονίκης, όπως την είχαμε συναντήσει, την συναντούμε στα πρόημα μαρτυρικά κείμενα δηλαδή στα κείμενα αυτά για τα οποία έχουμε μιλήσει που αναφέρονται στους αρχαίους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης, στους μάρτυρες της εποχής των διωγμών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαγινώσκονται αρκετά κοινά στοιχεία. Έχουμε επανάληψη αυτού του φαινομένου, του φαινομένου του μαρτυρίου κάτω από διαφορετικές βέβαια ιστορικές συνθήκες και κάτω από διαφορετικά συμφραζόμενα, αλλά η ουσία είναι ότι έχουμε επανάληψη του φαινομένου αυτού και μάλιστα ότι το φαινόμενο αυτό εξελίσσεται σε όλην αυτήν τη μακρά περίοδο της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης από τους Οθωμανούς. Ήδη οι πρώτες αναφορές που έχουμε, οι πρώτες μυές χριστιανών μαρτύρων στην Θεσσαλονίκη, εμφανίζονται στις αρχές του 16ου αιώνα, δηλαδή λίγες δεκαετίες μετά την κατάληψη της πόλεως, όταν βέβαια κατά τη διάρκεια της οποίας έχουμε την πραγματοποίηση σημαντικών καταστροφών και σφαγών μέσα στην Θεσσαλονίκη και αυτές οι καταστροφές σχετίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό και με τους ναούς της πόλεως και βέβαια με τα ιερά αναθήματα της πόλεως, με τα λείψανα των αγίων της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης τα οποία φυλάσσονταν σε διάφορους ναούς. Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή λοιπόν επέρχεται μια συνολική ανατροπή αυτής της εικόνας που έχουμε για την λειτουργία της Θεσσαλονίκης και της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης κατά την βυζαντινή περίοδο. Έτσι λοιπόν από την εποχή της Τουρκοκρατίας και μετά έχουμε την εξέλιξη αυτού του φαινομένου, του φαινομένου των νεομαρτύρων, για τους οποίους κατ' αρχή γενικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν ένα από τα κορυφαία κεφάλαια που σχετίζονται με την ιστορία της εκκλησίας. Μια επανάληψη λοιπόν αυτής της έκφρασης του ενθουσιαστικού, του μαρτυρικού φρονήματος της εκκλησίας, το οποίο πάντοτε χαρακτήριζε τους χριστιανούς και σχετιζόταν με την ομολογία του ονόματος του Χριστού. Μια πράξη η οποία όπως είδαμε και στην αρχαία εκκλησία, στην περίοδο των διωγμών δήλωνε ανυπακοή στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα και κατά συνέπεια καταδίκη τους και μάλιστα θανατική καταδίκη των χριστιανών, την έκδοση αποφάσεων για τη θανατική τους καταδίκη. Αλλά και στην περίοδο της Τρουκοκρατίας έχουμε πάλι τηρουμένου των αναλογιών το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή την προσαγωγή σε δίκη και τη θανατική καταδίκη πολλών χριστιανών για διαφόρους λόγους όπως θα δούμε. Για τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της πόλεως, την ενδοχώρα της θα μπορούσαμε να πούμε, την παραγωγική της ενδοχώρα που καλύπτει όλο το σημερινό νομό Θεσσαλονίκης, έχουμε λοιπόν διάφορες πληροφορίες, είτε από τα κείμενα που γράφηκαν ad hoc με κύριο σκοπό να περιγράψουν τη ζωή και να εξιστορίσουν το μαρτύριο των χριστιανών αυτών νέων μαρτύρων της πόλης, είτε από σποραδικές ιδήσεις, πληροφορίες, ενθυμίσεις που μας είναι γνωστές από διάφορες πηγές, από χειρόγραφα, από έντυπα βιβλία, πάνω στα οποία σημειώνονταν πολλές φορές κάποια αξιοσημείωτα, αξιοπρόσεκτα ιστορικά γεγονότα που οι συντάκτες αυτών των σημειωμάτων θεωρούσαν ότι έπρεπε να διασωθούν και να παραμείνουν γνωστά και στους μεταγενέστερους αναγνώστες αυτών των βιβλίων, αυτών των κειμένων, είτε είπαμε χειρογράφων, είτε εντύπων βιβλίων και έτσι μας έχουν σωθεί κάποιες πάρα πολύ σημαντικές ιστορικές ενθυμίσεις, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και ενθυμίσεις που αναφέρονται στους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με τον αρχαιότερο γνωστό μάρτυρα της Θεσσαλονίκης που είναι ο σημειωμάρτυρας Μακάριος. Θα πρέπει καταρχήν να πούμε ότι από τον κύκλο των αγίων της Θεσσαλονίκης η ομάδα αυτών των νεομαρτύρων της πόλεως κατέχει έναν αρκετά διόλοευκαταφρόνητο αριθμό αγίων και συνολικά στις σχετικές πηγές καταγράφονται 23 νεομάρτυρες που είτε προέρχονταν, κατάγονταν, έζησαν και μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη είτε μετακινήθηκαν εδώ ή οδηγήθηκαν εδώ και μαρτύρησαν τελικά στη Θεσσαλονίκη και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο έχουμε την αναφορά, την συμπερίληψή τους αυτών των νεομαρτύρων στον κύκλο των αγίων της Θεσσαλονίκης. Κριτήρια λοιπόν είναι η καταγωγή τους από την πόλη της Θεσσαλονίκης στην ευρύτερη περιοχή, τη διαβίωση τους σε κάποιο περίοδο της ζωής τους ή τον τόπο του μαρτυρίου τους ή και αν ήρθαν με σκοπό να μαρτυρήσουν στη Θεσσαλονίκη άσχετα εάν τελικά αυτό δεν κατέστη δυνατό και τελικά κατευθύνθηκαν σε κάποια άλλη πόλη, έχουμε και τέτοιες περιπτώσεις όπως θα δούμε και μαρτύρησαν σε κάποια άλλη πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επίσης έχει ένα ενδιαφέρον η κατανομή αυτού του αριθμού των νεομαρτυρών, είπαμε ότι καταγράφονται στις πηγές 23 συνολικά νεομάρτυρες. Από αυτούς γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι οι τρεις μαρτύρησαν στη διάρκεια του 16ου αιώνα. Μόλις δύο μαρτυρούν στη διάρκεια του 17ου αιώνα και επτά μαρτυρούν στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Ενώ ο αριθμός τους αυξάνεται αρκετά στη διάρκεια του 19ου αιώνα και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι στον 19ο αιώνα έχουμε ένα σημαντικό γεγονός με το οποίο σχετίζεται η ιστορία της Θεσσαλονίκης και της εκκλησίας και γενικότερα οι νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης και αυτό είναι η επανάσταση του 1821 για το οποίο θα μιλήσουμε βέβαια που είναι ένα γεγονός το οποίο επιφέρει τον θάνατο και το μαρτύριο αρκετών θεσσαλονικαίων ή και μη θεσσαλονικαίων χριστιανών που οδηγούνται στη Θεσσαλονίκη από τον Πασά της Θεσσαλονίκης τον Αυδούλου Ρουμπούτ Πασά και μαρτυρούν τελικά την ίδια χρονιά το 1821 ή στη διάρκεια των επόμενων ετών στις φυλακές της Θεσσαλονίκης και κυρίως στη φυλακή του αίματος όπως ονομαζόταν ο σήμερα γνωστός μας Λευκός Πύργος ο οποίος ονομαζόταν φυλακή του αίματος, ήταν η φυλακή για τους καταδίκους, αυτούς που είχαν καταδικαστεί στη θανατική ποινή, τους θανατοποινήτες και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε αυτή η φυλακή ακόμη και σε αυτήν την αρκετά ώψημη περίοδο. Επίσης πρέπει να πούμε ότι έχουμε κάποια ιδιαίτερα στοιχεία σε σχέση με τους νεομάρτυρες αυτούς όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι ένας εξ αυτών στην διάρκεια του 18ου αιώνα ο Αλέξανδρος Οδερβήσης που είναι ένας από μια μικρή ομάδα νεομαρτύρων που γνωρίζουμε οι οποίοι προέρχονταν έξ αγαρινών όπως αναφέρονται, δηλαδή προέρχονταν από γονείς οι οποίοι ήταν μουσουλμάνοι, απομένως και οι ίδιοι ήταν μουσουλμάνοι και εν συνεχεία ασπάστηκαν τη χριστιανική πίστη και τελικά ασφαλώς μαρτύρησαν γιατί όπως θα δούμε με βάση το ισλαμικό δίκαιο η μοναδική ποινή που αφορούσε στην ομάδα των εξαγαρινών ή των εξαρνησηχρίστων νεομαρτύρων η μοναδική τους ποινή ήταν το μαρτύριο, ο μαρτυρικός θάνατος. Εκείνο το οποίο επίσης πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι όπως είπαμε έχουμε πηγές, μας έχουν σωθεί αρκετές πηγές αλλά σχετικά με τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης εκτενεί νεομαρτυρολογικά κείμενα αλλά αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να μνημονεύσουμε είναι ότι για κάποιους από τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης μια μικρή ομάδα περίπου έξι αν δεν κάνω λάθος νεομάρτυρες έχουμε, μας έχουν σωθεί τα μαρτύρια τους και στην πρώτη έντυπη νεομαρτυρολογική συλλογή δηλαδή στο νεομαρτυρολόγιο που συγκροτήθηκε μια πολύ σημαντική έντυπη συλλογή με νεομαρτυρολογικά κείμενα που συγκροτήθηκε και εκδόθηκε το 1799 στην Βενετία με πρωτοβουλία δύο πρωτεργατών του κολυβαδικού ή φιλοκαλικού κινήματος αυτής της περιόδου του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά και του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορίτη. Αυτό το οποίο επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε σε σχέση με τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης ως μία γενική, στο πλαίσιο κάποιων γενικών καταρχήν διαπιστώσεων, είναι ότι κάποιοι από αυτούς, είπαμε, αναφέραμε τον Αλέξανδρο τον Δερβύση, κατάγονταν μένα από την Θεσσαλονίκη αλλά τελικά δεν μαρτύρησαν στη Θεσσαλονίκη. Ο Αλέξανδρος από την Θεσσαλονίκη μετακινήθηκε στη Σμύρνη και μαρτυρεί εκεί το 1799. Αλλά βέβαια λόγω καταγωγής του από την Θεσσαλονίκη, τον εντάσσουμε και αυτόν στους νεομάρτυρες της Πόλεως. Εκείνο το οποίο καταρχήν θα πρέπει να σημειώσουμε σε σχέση με τους αρχαιότερους νεομάρτυρες του 16ου αιώνα είναι ότι έχουμε πληροφορίες για τους νεομάρτυρες αυτούς είτε από εκτενοί κείμενα που μας έχουν διασωθεί είτε και από μεμονωμένες τέτοιες ιστορικές μαρτυρίες, ενθυμίσεις που σώζονται σε διάφορα κείμενα. Ο πρώτος νεομάρτυρας της Θεσσαλονίκης είναι ένας αγιορείτης, όπως ήδη αναφέραμε μοναχός, ο Μακάριος ως νεομάρτυρας Μακάριος, ο οποίος γνωρίζουμε ότι υπήρξε, διετέλεσε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα υποτακτικός του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νίφωνος του Δευτέρου, του Αγίου Νίφωνος του Δευτέρου, ο οποίος γνωρίζουμε ότι κατά επανάληψη ταξίδεψε στο Άγιον Όρος και παρέμεινε στο Άγιον Όρος, ασκήτευσε σε διάφορες περιοχές και τελικά βέβαια γνωρίζουμε ότι μετά την τελευταία απομάκρυνση του από τον Πατριαρχικό Θρόνο, ο Νίφωνας εγκαταστάθηκε οριστικά στο Άγιον Όρος και τελικά αναδείχθηκε και σε νέο κτήτορα της Μονής Διονυσίου, όπου και ασκήτευσε και απεβίωσε, όπου και κοιμήθηκε ο Άγιος Νίφων. Ο Νίφωνας λοιπόν γνωρίζουμε ότι είχε ήδη από την περίοδο που είχε εξοριστεί και βρισκόταν, εγκαταβίωνε σε ένα μετόχη λαβριώτικο αγιορίτικο στην Αδριανούπολη, στο μετόχη του Αγίου Στεφάνου, γνωρίζουμε ότι είχε παραλάβει μαζί του και αργότερα στην Βλαχία όπου μετακινήθηκε και από εκεί στο Άγιον Όρος είχε παραλάβει μαζί του δύο μαθητές του, τον Μακάριο και τον Ιωάσαφ. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι στον βίο, στον εκτενή βίο του Αγίου Νίφωνος, ο ανώνυμος συντάκτης αυτού του βίου, αυτού που μας έχει σωθεί γιατί γνωρίζουμε ότι ο αρχικός βίος είχε γραφεί από τον πρώτο του Αγίου Όρος τον Γαβριήλ, είναι ένα σημαντικό ελληνοσερβικής καταγωγής, λόγιο, μοναχό και αρχιμαδρίτη του ιερομόναχου του Αγίου Όρος κατά την περίοδο αυτή, ο οποίος έγραψε και άλλα γεωλογικά κείμενα και μεταξύ αυτών γνωρίζουμε ότι συνέγραψε και ένα πολύ σημαντικό εκτενή βίο του Αγίου Νίφωνος του Πατριάρχου Κωνσταντινού Πόλου, του Αγίου Νίφωνος του Δευτέρου. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι στο κείμενο στη σωζόμενη παραλλαγή του, ελληνική παραλλαγή του, μας έχουν σωθεί και άλλες παραλλαγές, από τη σωζόμενη παραλλαγή του γνωρίζουμε ότι είχε αφιερωθεί ένα μέρος του βίου αυτού στην εξιστόρηση της προετοιμασίας και του μαρτυρίου των δύο αυτών μαθητών του Αγίου Νίφωνος για το μαρτύριο. Ειδικότερα αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει εμάς είναι η περίπτωση του Αγίου Μακαρίου, του οσιομάρτυρος Μακαρίου, διότι αυτός είναι εκείνος για τον οποίο πρώτο αναφέρεται μέσα στο βίο του Αγίου Νίφωνος ότι φλέχθηκε η καρδία του από τον ζήλο της μαρτυρίας του ονόματος του Χριστού και ότι αυτός ο ζήλος που κατέκεγε εσωτερικά τον Άγιο Νίφωνο για να μαρτυρήσει για το όνομα του Χριστού, τελικά τον οδήγησε στην απόφαση να εξομολογηθεί, να αναφέρει αυτόν τον λογισμό και την επιθυμία του στον γέροντά του, τον Πατριάρχη Νίφωνο, ο οποίος μάλιστα είχε τελικά πληροφορία από τον Θεό ότι είναι αρεστό στον Θεό το μαρτύριό του και γι' αυτό τελικά του έδωσε την ευλογία του για να αναχωρήσει από το Άγιον Όρος και τελικά να φθάσει στην Θεσσαλονίκη όπου και υπέστη το μαρτύριο. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό για το μαρτύριο του Αγίου Νίφωνος είναι ότι εκτός από αυτή την εκτενή αναφορά, όπου μνημονεύεται η μετάβασή του στη Θεσσαλονίκη και με ένα γενικό τρόπο αναφέρεται ο μαρτυρικός του θάνατος, όπως και η πληροφορία που είχε την ίδια στιγμή ο Άγιος Νίφωνος για το μαρτύριό του. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο Άγιος Νίφωνος πληροφόρησε τον παραδερφό του, τον συνασκητή του Μακαρίου τον Ιωάσαφ, ότι αυτή τη στιγμή ο αδερφός μας Μακάριος μαρτύρισε και αγάλεται η ψυχή του και οι πάγιοι στους ουρανούς κτλ. και ότι πρέπει να προσευχηθούμε για αυτόν. Εκτός αυτού έχουμε μια επίσης σημαντική πληροφορία από μία ενθύμηση, ιστορική ενθύμηση που σώζεται με τη μορφή βραχέων χρονικών, δηλαδή αυτών των σύντομων ιστορικών ενθυμίσεων που καταγράφονται σε διάφορες χειρόγραφες όπως είπαμε ή έντυπες πηγές και στην προκειμένη περίπτωση μια τέτοια ιστορική ενθύμηση και για το μαρτύριο του Μακαρίου όπως και για το μαρτύριο του Ιωάσαφ λίγα χρόνια αργότερα στην Κωνσταντινούπολη αλλά και για την οσιακή κύμηση του Αγίου Νύφωνος. Τις πληροφορίες αυτές τις λαμβάνουμε από τις σχετικές αυτές ιστορικές ενθυμίσεις που υπάρχουν σε ένα χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ μετεόρων και βέβαια υπάρχει εξήγηση γιατί σώζονται αυτές οι ενθυμίσεις εκεί δεδομένου ότι οι κτήτορες της Μονής Βαρλαάμ γνωρίζουμε ότι υπήρξαν κάποια στιγμή ήρθαν σε επαφή στο Άγιον Όρος με τον Άγιον Ίφωνα, τον συμβουλεύτηκαν και αυτός τους καθοδήγησε στα επόμενα βήματα που θα έπρεπε να κάνουν στη μοναχική τους ζωή και τους συνέστησε να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και να μεταβούν στα Μετέωρα στη Μοναστική Πολιτεία των Μετεόρων όπου και υπήρξαν την Μονή Βαρλαάμ. Αυτό λοιπόν αυτό το γεγονός εξηγεί γιατί στη Βιβλιοθήκη της Μονής Βαρλαάμ υπάρχουν κείμενα και αγιολογικά και μυμινογραφικά για τον Άγιον Ίφωνα όπως επίσης και αυτές οι ενθυμίσεις που μνημονεύσαμε και στη μία από αυτές καταγράφεται το μαρτύριο του οσεομάρτυρος Μακαρίου σε έναν αρκετά πρωιμό χρόνο στο 1506 με 1507 πριν από τη νοσιακή κύμηση του Αγίου Νύφωνος. Αυτό λοιπόν είναι ένα στοιχείο πάρα πολύ ενδιαφέρον για την πρωιμή αυτήν περίοδο σε σχέση με, σε αναφορά, αναφορικά με το μαρτύριο του πρώτου του χρονικά αρχαιότερου νεομάρτυρα της Θεσσαλονίκης. Έχουμε λοιπόν, καταρχήν διαπιστώνουμε ότι η Θεσσαλονίκη καθίσταται τόπος προορισμός για τους αγιορείτες νεομάρτυρες. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από άλλα κείμενα νεομαρτυρολογικά για πρόσωπα που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη για να μαρτυρήσουν και είτε τελικά μαρτύρησαν είτε δεν μπόρεσαν να μαρτυρήσουν, αλλά εκδήλωσαν αυτήν την επιθυμία τους να μαρτυρήσουν στη Θεσσαλονίκη. Παραμένει λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ένας μαρτυρικός προορισμός, ένας προορισμός που σχετίζεται με το χριστιανικό μαρτύριο αυτής της εποχής. Και βέβαια έχει να κάνει αφενός μεν με την ύπαρξη μιας αρκετά ισχυρής χριστιανικής κοινότητας με το χριστιανικό παρελθόν της πόλεως κατά την βυζαντινή εποχή, αλλά σίγουρα έχει να κάνει και με τον ιδιαίτερο φανατισμό που διακρίνεται σε αρκετά νεομαρτυριολογικά κείμενα ότι διακατήχε τους μουσουλμάνους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη πολύ σημαντική περίπτωση σε αυτήν την εποχή, στο 16ο αιώνα, είναι ο νεομάρτυρας Μιχαήλ από τη Γρανίτσα των Αγγράφων. Ο Μιχαήλ ο Εγγρανίτσις, ο οποίος μαρτυρεί το 1544 μετά Χριστόν στην Θεσσαλονίκη. Πρόκειται πραγματικά για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση, για έναν νέο χριστιανό κάτοικο της πόλης, ο οποίος μάλιστα μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη από την πατρίδα του στα Άγραφα, από ένα χωριό των Αγγράφων, από τη Γρανίτσα των Αγγράφων, μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη για να εργαστεί, για να βρει εργασία και γνωρίζουμε ότι εργαζόταν ως αρτοπόλης ο Μιχαήλ ο Εξαγράφων. Εκείνο το οποίο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι τόσο για τον Μιχαήλ όσο και για άλλα πρόσωπα, έχουμε ψευδείς καταγγελίες από τους Τούρκους οι οποίοι προσπαθούσαν να τους οδηγήσουν στο Ισλάμ, να τους οδηγήσουν στην εξομωσία, στην εγκατάληψη της χριστιανικής τους πίστης και έτσι λοιπόν έχουμε συχνά ένα συχνό φαινόμενο στις περιπτώσεις των νεομαρτήρων είναι ότι καταγγέλονταν από συκοφάντες γνωστούς τους, γείτονές τους, επαγγελματίες, εμπόρους, οι οποίοι συναλλάσσονταν μαζί τους και οι οποίοι πολλές φορές ακόμη και φίλους τους, μουσουλμάνους, οι οποίοι όμως μέσα στην επιθυμία τους και στο φανατισμό αυτό και στον ζήλο να οδηγήσουν αυτούς τους χριστιανούς στο Ισλάμ, δεν δίσταζαν ακόμη και να τους καταγγείλουν στους Οθωμανούς δικαστές στον Κρητή όπως αναφέρεται ή στον Κατή από το Κάντη το Τουρκικό, στον Κατή λοιπόν να τους καταγγείλουν στους Ιεροδικαστές ότι είχαν εκφράσει την επιθυμία τους να ασπαστούν το Ισλάμ ή ότι είχαν ομολογήσει ότι είχαν εκφέρει την ομολογία της πίστεως στο Ισλάμ, ένας είναι ο αληθινός θεός και ο προφήτης του ο Μωάμεθ, εφόσον κάποιος εξέφερε αυτή την ομολογία θα μπορούσαμε να πούμε πίστεως στον Αλάχ και στον Μωάμεθ, θεωρούνταν ότι είχε ασπαστεί το Ισλάμ και πολλές φορές ακριβώς οι κατηγοροί τους επέμεναν στο ότι είχαν ομολογήσει, είχαν εκφέρει, είχαν εκστομίσει αυτή την ομολογία στον Ισλάμ, στον Αλάχ και τελικά πίεζαν ακόμη και αν οι δικαστές διεγύρνουσαν ότι υπήρχε μια κατηγορία ψευδής ή ότι όλο αυτό το γεγονός προερχόταν από μια υποκίνηση τέτοια ενός ζύλου και ενός φανατισμού των Μουσουλμάνων για να οδηγήσουν στο Ισλάμ τους Χριστιανούς, παρά ταύτα πολλές φορές πίεζαν με αφόρητο τρόπο τους δικαστές στο να οδηγηθούν και να καταλήξουν σε μια καταδικαστική απόφαση που ασφαλώς οδηγούσε στον εγκλεισμό τους, στη φυλακή, στον βασανισμό τους. Σε μερικές περιπτώσεις τέτοιων νεομαρτυρολογικών κειμένων έχουμε ιδιαίτερα διεξοδικές αναφορές και καταγραφές των βασανιστήριων στα οποία υπόκεινταν οι Χριστιανοί και τελικά τον μαρτυρικό τους θάνατο αλλά και αναφορά και στα γεγονότα που ακολουθούσαν μετά το μαρτύριο των νεομαρτύρων. Είπαμε λοιπόν ότι η περίπτωση του νεαρού Μιχαήλ από τη γρανίζα των αγράφων είναι μια πάρα πολύ χαρακτηριστική περίπτωση ενός Χριστιανού νέου σε νεαρή ηλικία. Ο Μιχαήλ αναγκάζεται να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη μπροστά στον Οθωμανό δικαστή και μάλιστα κατά παράδοξο τρόπο στο μαρτύριο του, στο νεομαρτυρολογικό κείμενο που μας έχει σωθεί. Μας έχει παραδοθεί ένα εξαιρετικά εκτενές κείμενο σε διαλογική μορφή θεολογικού χαρακτήρα που υποτίθεται ότι αφορούσε στον διάλογο, στον θεολογικό διάλογο που δημιουργήθηκε, που αναπτύχθηκε μεταξύ του Μιχαήλ και του Τούρκου του Οθωμανού δικαστή. Οι πρόσφατες όμως έρευνες έχουν δείξει ότι το κείμενο αυτό πιθανότατα εισήλθε ως εμβόλιμο κείμενο μέσα στο μαρτύριο του νεομάρτυρα Μιχαήλ του Εκγρανίτσις, διότι έχει διαπιστωθεί ότι πρόκειται στην ουσία για μια παραλλαγή του διαλογικού αυτού κειμένου που μας είναι γνωστό από τα ίδια τα έργα του Μεγάλου Πατέρα του Βυζαντινού Ισυχασμού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ενός από τα κείμενα που σχετίζονται με την θεολογική αντιπαράθεση που είχε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με τους αθαίους χιώνας, όπως ονομάζονται, δηλαδή τους θεολόγους εκείνους, τους μουσουλμάνους εκείνους θεολόγους, οι οποίοι ήρθαν σε θεολογική αντιπαράθεση με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά όταν είχε εκμαλωτιστεί από τους Οθωμανούς Τούρκους και είχε οδηγηθεί εκμάλωτος στην Προύσα. Έτσι λοιπόν αυτό το σπουδαίο κείμενο ενός θεολογικού διαλόγου ενός νεομάρτυρα με τον Οθωμανό ανακριτή δεν είναι τίποτα άλλο από μία επανάληψη αυτού του πολύ σημαντικού κειμένου της διαλέξειος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τους προς τους αθαίους χιώνας, που από αυτό και μόνο διαπιστώνουμε ότι και στον 16ο αιώνα το κείμενο αυτό παρέμενε θα μπορούσαμε να πούμε ένα πρότυπο κείμενο θεολογικού διαλόγου με τους Μουσουλμάνους και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο εισήλθε μέσα σε αυτό το νεομαρτυρολογικό κείμενο για τον νεομάρτυρα Μιχαήλ ούτως ώστε να τύχει μιας ευρύτερης διάχυσης, μιας μεγαλύτερης κυκλοφορίας μεταξύ των χριστιανών με τα θεολογικά επιχειρήματα για τα ζητήματα της Αγίας Τριάδος, της πολυθείας ή της μονοθείας και όλα εκείνα τα άλλα ζητήματα τα οποία συνήθως αποτελούσαν τα κρίσιμα σημεία στους θεολογικούς διαλόγους και στις θεολογικές αντιπαραθέσεις καλύτερα μεταξύ των χριστιανών και των Μουσουλμάνων που προκαλούνταν κατά την περίοδο αυτή. Βέβαια εκείνο το οποίο ιδιαίτερα θα πρέπει να μνημονεύσουμε είναι ότι για τον Μιχαήλ, τον Γρανίτσις έχουμε και ένα σημαντικό κύκλο, μια σημαντική ομάδα υμνογραφικών κειμένων που συντέθηκαν προς τιμήν του και αυτό είναι ένα στοιχείο πάρα πολύ χαρακτηριστικό και ενδεικτικό για την πρόημη τιμή των νεομαρτύρων ως αγίων στις τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες. Μας έχουν σωθεί σε χειρόγραφα που χρονολογούνται ήδη στον δέκατο έκτο αιώνα ακολουθίες και μάλιστα όχι μόνο μία ακολουθία αλλά αρκετές ακολουθίες που κάποιες εξ' αυτόν έχουν τύχει εκδόσεις αλλά και κάποιες παραμένουν ανέκδοτες που είναι αφιερωμένες στον Μιχαήλ των εξαγράφων. Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι αυτός ο χριστιανός νέος ο οποίος καταδικάστηκε στον διαπηράς θάνατο και τελικά μαρτύρησε όπως γνωρίζουμε μάλιστα σε μία περιοχή όχι μακριά από το πανεπιστήμιό μας στην πλατεία που υπήρχε μεταξύ της εκκλησίας της Ιπαπαντής ενός ναού που σχετιζόταν μάλιστα με το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας και του ναού του Αγίου Ιπατίου ακριβώς του γειτονικού ναού απέναντι. Σήμερα η μία εκκλησία βρίσκεται νωτίως της Εγνατίας Οδού που διασχίζει την Θεσσαλονίκη και η άλλη εκκλησία βρίσκεται βορειώς και βέβαια δεν υπάρχει, δεν υφίσταται σήμερα ο ναός του Αγίου Ιπατίου, αλλά στη θέση του έχει ανεγερθεί μια σύγχρονη μεγαλοπρεπής εκκλησία που είναι η εκκλησία που μας είναι γνωστή ως ο ναός της Παναγίας Δεξιάς. Σε αυτήν λοιπόν την περιοχή, σε αυτήν την πλατεία που υπήρχε, το πλάτωμα που υπήρχε εδώ κοντά στο πανεπιστήμιο που γειτόνευε με την καμάρα, με την αψίδα του γαλερίου, γνωρίζουμε ότι οδηγήθηκε ο Μιχαήλ και ρίφθηκε σε μια μεγάλη φωτιά που άναψαν οι Τούρκοι. Και τελικά μαρτύρησε δια της πειράς. Σήμερα υπάρχει μάλιστα, ακριβώς δίπλα από το ιερό βήμα του ναού της Ιπαπαντής, υπάρχει ένα μικρό, έχει ανεγερθεί ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον νεομάρτυρα Μιχαήλ τον Εγκρανίτσης και υπάρχει εντυχισμένη και μία πλάκα, μία μαρμάρινη πλάκα που αναφέρεται στο γεγονός του μαρτυρίου του νεομάρτυρα Μιχαήλ. Επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον βλέπουμε λοιπόν και είναι σημαντικό αυτό ότι ο Μιχαήλ μαρτυρεί ακριβώς σε μία περιοχή όπου αναπτύσσονται, είναι ανεπτυγμένες οι χριστιανικές συνοικίες της πόλεως, δηλαδή στο ανατολικό μέρος της πόλεως. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον τρίτο νεομάρτυρα που μας είναι γνωστό ότι μαρτύρησε στη διάρκεια του 16ου αιώνα και αυτός είναι ο σειομάρτυρας Κύριλος, ένας επίσης Θεσσαλονικέας στην καταγωγή νέος, που το μαρτύριό του και ένα μέρος της ακολουθίας του μας έχει σωθεί σε ένα χειρόγραφο της Μονής Διονυσίου. Έχει εκδοθεί κατεπανάληψη το κείμενο αυτό, το οποίο έχει εξαιρετικά ενδιαφέρον διότι μας δίνει πληροφορίες για τον σειομάρτυρα Κύριλο, ο οποίος καταγόταν όπως είπαμε από την Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του μάλιστα ο Πέγιος, όπως αναφέρετε καταγόταν από την περιοχή της Πελαγωνίας, επομένως είχε μυκτή καταγωγή θα μπορούσαμε να πούμε, με καταγωγή και με σλαβικές αναφορές, με σλαβικές ρίζες. Ο Κυριακός, όπως ονομαζόταν, είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα γνωρίζουμε ότι διέμενε στην περιοχή της Ακροπόλεως. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο πατέρας του, ο Κυριακός, είχε μείνει ορφανός και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είχαν αναλάβει την κηδαιμονία του δύο θείοι του από τους οποίους όμως ο ένας είχε ασπαστεί το Ισλάμ. Και αυτός ο Μωαμεθανός θείος του ανέλαβε τελικά αποκλειστικά την κηδαιμονία του Κυριακού και τον ανέθεσε για να εργαστεί σε κάποιον άλλο Μωαμεθανό βυρισοδέψη. Τελικά ο Κυριακός αναγκάζεται να εγκαταλείψει αυτόν τον βυρισοδέψη και να απομακρυνθεί και από τον Μωαμεθανό και τον θείο του και μόλις σε ηλικία 14 ετών να φτάσει στο Άγιον Όρος όπου προσπάθησε να εισέλθει ως μοναχός, να εγκαταβιώσει ως μοναχός στη Μονή Χιλανδαρίου. Είναι ένα γνωστό μοναστήρι που σήμερα βέβαια μας είναι γνωστό ως το σέρβικο μοναστήρι, το μοναστήρι στο οποίο κατοικούν ορθόδοξοι μοναχοί που κατάγονται από τη Σερβία. Αλλά στην περίοδο της Οικοκρατίας γνωρίζουμε από πολλές μαρτυρίες που μας έχουν σωθεί ότι ήταν πρόκειτο για ένα μοναστήρι που φιλοξενούσε πολλούς μοναχούς σλαβικής καταγωγής και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο αναφέρεται και ως σλαβιανικο μοναστήρι. Τελικά ο νεαρός Κυριακός μετά από μια περίοδο δοκιμασίας σε κάποιο μετόχη της Μονής Χιλανδαρίου εγκαταβιώνει στη Μονή Χιλανδαρίου, γίνεται μοναχός και μετά από κάποια περίοδο σε ηλικία 22 ετών, είπαμε 14 ετών εγκατέληψε τη Θεσσαλονίκη, σε ηλικία 22 ετών ταξιδεύει. Με δύο ακόμη μοναχούς από το Χιλανδάρι στην Θεσσαλονίκη όπου τελικά αναγνωρίζεται μετά από μια τυχαία συνάντησή του από τον Οθωμανό θείο του και τελικά η αναγνώριση αυτή επιφέρει την σύλληψή του και την προσαγωγή του στον Τούρκο δικαστή με την προσπάθεια να ασπαστεί το Ισλάμ και μάλιστα με μία ψευδή κατηγορία ότι ενώ πριν είχε ασπαστεί το Ισλάμ τελικά ότι είχε αρνηθεί το Ισλάμ και είχε επιστρέψει, είχε μεταστραφθεί και πάλι στη χριστιανική πίστη. Και στην περίπτωση λοιπόν του Κυρίλου έχουμε πάλι μία ανάκριση, αλλεπάλληλες ανακρίσεις, έχουμε βασανισμούς και τελικά έχουμε την θανατική του καταδίκη που είναι μία καταδίκη η οποία σχετίζεται πάλι με μία περιοχή στο ανατολικό μέρος της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα με την περιοχή του υποδρομίου. Είναι γνωστό από το μαρτύριό του ότι ο Κύριλος ο Χιλανδαρινός μαρτύρισε πάλι δια της πειράς, η απόφαση είναι παρόμοια με την απόφαση του Μιχαήλ του Εξαγράφων, μαρτυρούν δια της πειράς, είναι ένας τρόπος θανατικής καταδίκης πάρα πολύ συνηθισμένος σε πολλά νεομαρτυρολογικά κείμενα της πρόημης Τουρκοκρατίας. Από εκεί και πέρα κυρίως επικρατεί το μαρτύριο του αποκεφαλισμού, η θανατική καταδίκη διά αποκεφαλισμού που είναι μία παράδοση στο Ισλάμ και σχετίζεται με διάφορες αντιλήψεις για έναν υποτιμητικό θα μπορούσαμε να πούμε, έναν κακό θάνατο στους καταδίκους και βλέπουμε ότι αναβιώνει αυτό το μαρτύριο, αυτό το είδος μαρτυρικού θανάτου, αναβιώνει δυστυχώς ακόμη και στην εποχή μας από όλους εκείνους τους φανατικούς οι οποίοι προσπαθούν να επιβάλλουν με το ξύφος την πίστη τους σε χριστιανικούς πληθυσμούς ή και σε άλλους κατοίκους των περιοχών στους οποίες προσπαθούν να επιβληθούν. Γνωρίζουμε λοιπόν για τον κύριλο ότι τελικά οδηγήθηκε στον διαπειράς θάνατο στην περιοχή του υποδρομίου κοντά στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι υφίσταται αυτός ο ναός, εκείνο όμως το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι ο νέος αυτός ναός κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 70 στη θέση ενός παλαιού ομώνυμου ναού του Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν μια βασιλική στην αρχιτεκτονική μορφή της βασιλικής της Τουρκοκρατίας, της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Οι εργασίες που γίναν στις αρχές του 1971-72 για να ανεγερθεί αυτός ο νέος ναός έφεραν στο φως και κάποια πολύτιμα ευρήματα που σχετίζονται με το μαρτύριο του Αγίου, του οσιομάρτυρα Κυρίλου και είναι μια λάρνακα μέσα στην οποία υπήρχε τέφρα και υπολήματα από το μαρτυρικό λείψανο του οσιομάρτυρα Κυρίλου. Αποτελεί λοιπόν ένα τεκμήριο αυτό το σημαντικό έβρημα για το μαρτύριο αυτού του νέου επίσης στην ηλικία όπως νέοι ήταν και οι περισσότεροι από τους χριστιανούς νεομάρτυρες όλης της περιόδου της Τουρκοκρατίας του νέου αυτού νεομάρτυρα, της οσιομάρτυρα όπως είπαμε δηλαδή και αυτός με αθωνική με αγιοριτική καταγωγή, αλλά με καταγωγή επίσης από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν βλέπουμε, διαπιστώνουμε ότι σε αυτή την πρόημη περίοδο της Τουρκοκρατίας έχουμε ήδη μία έκφραση και μία αποκάλυψη αυτού του ισλαμικού φονταμενταλισμού, του ισλαμικού φανατισμού σε κάποιους μουσουλμάνους κατοίκους της πόλης που οδηγούν στο μαρτύριο, στο μαρτυρικό θάνατο κάποιους χριστιανούς νέους της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο και επιμένουμε στο ζήτημα αυτό γιατί θα δούμε ότι και για τους υπόλοιπους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης ακριβώς επαληθεύεται ότι ο φανατισμός αποτελούσε ένα κυριαρχικό γνώρισμα θα μπορούσαμε να πούμε των μουσουλμάνων κατοίκων της Θεσσαλονίκης και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη η οποία ανέδειξε μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων. Στο επόμενό μας μάθημα θα συνεχίσουμε με τους νεομάρτυρες της Θεσσαλονίκης για να παρουσιάσουμε και τους νεομάρτυρες των επόμενων αιώνων του 17ου και του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνων που παράλληλα με τα πολύ σημαντικά στοιχεία για το μαρτύριό τους και με τα θεολογικά επίσης τα σημαντικά θεολογικά συμφραζόμενα που αφορούν στους νεομάρτυρες όπως είναι το στοιχείο της ομολογίας, όπως είναι το στοιχείο των θεολογικών αυτών αντιπαραθέσεων που επίσης είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα για το οποίο αξίζουν ιδιαίτερης μελέτης τα νεομαρτυρολογικά κείμενα θα δούμε ότι μας δίνουν πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες γενικότερα για την ιστορία της χριστιανικής κοινότητας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης κατά τη δυσχύμερη αυτή περίοδο της τουργοκρατίας στην πόλη μας.