σύντομη περιγραφή: Μάθημα το οποίο έχετε επιλέξει στο εξάμινο αυτό, όπως γνωρίζετε, ονομάζεται κολυβάδες και νεομάρτυρες, η αγιότητα και θεολογία του μαρτυρίου. Ίσως οι όροι που χρησιμοποιούνται ήδη στον τίτλο του μαθήματος, να σας είναι αγνωστή, γι' αυτό και σήμερα στο πρώτο αυτό εισαγωγικό μάθημα θα πούμε κάποια πράγματα, ίσως βέβαια να χρειαστεί να τα επαναλάβουμε και στο επόμενο μάθημα και στους υπόλοιπους εφητητές σας που θα έρθουν και την επόμενη εβδομάδα. Ο τίτλος του μαθήματος, όπως δηλώνει ο τίτλος του μαθήματος, το αντικείμενο των συναντήσεων μας αφορά σε δύο, θα μπορούσαμε να πούμε ομάδες, μια ομάδα προσώπων που μας είναι γνωστά με τον όρο κολυβάδες, ένα τεχνικό όρο που θα εξηγήσουμε τι σημαίνει και μια άλλη ομάδα επίσης προσώπων που αμέσα και αμέσα συνδέονται μεταξύ τους και ονομάζονται νεομάρτυρες και θα δούμε ακριβώς πώς υφίσταται η σύνδεση αυτή. Σήμερα θα κάνουμε μια πρώτη εισαγωγική παρουσίαση των θεμάτων που θα μας απασχολήσουν και θα σας παρουσιάσω έτσι με αδρές γραμμές το ιστορικό πλαίσιο και το πνευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το πνευματικό αυτοκίνημα που εκφράστηκε και μέσα από αντιθέσεις και συγκρούσεις όπως είναι αυτή η έρηδα που την ονομάζουμε κολυβαδική έρηδα ή μια άλλη έρηδα που την ονομάζουμε ευχαριστιακή, η έρηδα περί της συγχνίστιας μεταλλήψεως όπως θα δούμε, κυρίως όμως γιατί συνήθως ο όρος έρηδα, η σύγκρουση, η αντιπαράθεση είναι φορτισμένος αρνητικά. Αυτό το οποίο θα έπρεπε να επισημάνουμε εξ αρχής είναι ότι εδώ οι έρηδες αυτές δεν σχετίζονται με μία θα μπορούσαμε να πούμε αρνητική τόσο διάσταση αυτών των αντιπαραθέσεων όσο με μία γόνιμη σύνθεση η οποία ζωογόνισε πνευματικά τον υπόδουλο ελληνισμό την περίοδο αυτή κατά την οποίαν εξελίχθηκαν οι δύο αυτές έρηδες δηλαδή κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα και παρίγαγε πολύ σημαντικά αποτελέσματα και για την πορεία της ορθόδοξης θεολογίας και της θεολογικής σκέψης αυτής της περίοδου με όλα τα αποτελέσματα που η σκέψη αυτή επέφερε στους μεταγενέστερους χρόνους δηλαδή στον 19ο αιώνα ιδίως από την περίοδο δημιουργίας του ελληνικού κράτους όταν παράλληλα με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έχουμε και την σύσταση των πρώτων σχολών και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε και λειτούργησε και η πρώτη θεολογική σχολή του ελληνικού κράτους στην Αθήνα η θεολογική σχολή των Αθηνών αλλά νωρίτερα και άλλες εκκλησιαστικές σχολές όπως ήταν η εκκλησιαστική σχολή που είχε λειτουργήσει επί Καποδίστρια στον Πόρο, στο νησί του Πόρου στον Σαρωνικό. Έχουμε λοιπόν αν εντρυφήσουμε περισσότερο στα πρόσωπα και στα γεγονότα αυτής της περιόδου θα δούμε ότι συγκοινωνούν τα δοχεία, υπάρχουν σχέσεις μεταξύ των προσώπων και ασφαλώς υπάρχουν και τάσεις οι οποίες εκφράστηκαν από διαφορετικές πνευματικές ομάδες όπως διαμορφώθηκαν παρά το γεγονός ότι αυτές τις ομάδες θα δούμε ότι δεν μπορούμε να τις διακρίνουμε μέσα σε απόλυτα στεγανά. Π.δ. υπήρχε ακόμη και στις αντιπαρατηθέμενες ομάδες υπήρχαν διάβλη επικοινωνίας, υπήρχαν πρόσωπα τα οποία δημιουργούσαν ένα πλαίσιο επαφής και επικοινωνίας και σίγουρα συνεργούσαν σε μία σύνθεση των πραγμάτων και των θεολογικών ακόμη αντιπαραθέσεων. Εκείνο το οποίο είπαμε θα μιλήσουμε για τον 18ο και τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα ο 18ος αιώνας, στην μακρά περίοδο της οθωμανικής κατοχής, της οθωμανικής κυριαρχίας, αυτό που συνήθως το ονομάζουμε Τουρκοκρατία, είναι ένας τεχνικός όρος λιγότερο δόκιμος σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε Οθωμανοκρατία ή Οθωμανική Κυριαρχία, δηλαδή έχουμε τους Οθωμανούς Τούρκους αλλά στην ουσία τα τουρκικά φύλλα μέσα σε αυτό το νέο πλέον κρατικό μόρφωμα που δημιουργήθηκε από τον 14ο αιώνα και κυρίως από τον 15ο αιώνα με την κατάληση της Βυζετνής Αυτοκρατορίας, ήταν σχετικά ολιγάριθμα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες ομάδες οι οποίες εντάχθηκαν μέσα από τον Ισλάμ, από την κοινή θρησκευτική τους δηλαδή παράδοση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και βέβαια πολυπληθείς πληθυσμοί σε ολόκληρη την πρώην Βυζαντινή Αυτοκρατορία οι οποίοι είχαν χριστιανική ταυτότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια ταύτιση της ταυτότητας της Χριστιανικής με αυτό που θα λέγαμε για κάποιον ότι ήταν ένας Βυζαντινός πολίτης, δηλαδή ανήκε στο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν ένας πολίτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή αυτή η Αυτοκρατορία, η Ρωμανία ήταν ένα κράτος, μια αυτοκρατορία αν θέλετε, η οποία ασφαλώς είχε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την ταυτότητα της πίστεως και βέβαια και την γλωσσική ταυτότητα, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι είχαν αφομοιωθεί όλες οι υπόλοιπες γλωσσικές ή εθνωτικές ομάδες, αλλά σίγουρα δεν υφίστατο με τα δεδομένα και με τα χαρακτηριστικά αυτά που προσδιορίζουμε σήμερα τις εθνικές ομάδες. Δεν υφίσταται δηλαδή σε αυτό το πολύ πρόημο στάδιο, δεν υφίσταται με τους σύγχρονους όρους η λεγόμενη εθνική συνείδηση. Αυτό το βλέπουμε να συνεχίζεται και στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής και χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν και λειτούργησαν μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ξέρουμε ότι διατηρούσε έναν κεντρικό νευραλγικό ρόλο μέσα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αποτελούσε έναν πνευματικό θεσμό, εξαιρετικά ισχυρό, ο οποίος όμως δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτά τα θέματα της εκκλησιαστικής διοίκησης ή της λειτουργίας της Βυζαντινής Εκκλησίας αλλά πολλές φορές ξέρουμε από την ιστορία του Βυζαντιού ότι αυτή η πνευματική δύναμη, η πνευματική εξουσία εκφραζόταν ανάλογα βεβαίως σχετιζόταν και με τα πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν στις υψηλές θέσεις, τα ύπατα αξιώματα του Οικουμενικού Θρόνου, αυτοί οι ιεράρχες δηλαδή οι οποίοι ανήλθαν στον Οικουμενικό Θρόνο, οι Οικουμενικοί Πατριάρχες, ανάλογα με την προσωπικότητά τους, με τον δυναμισμό τους, με την παιδεία την οποία πολλές φορές κατείχαν, είχαν λόγο και παρέμβαση γενικότερα στα πράγματα και τα πολιτικά πράγματα και στις κοινωνικές συνθήκες, τα κοινωνικά ζητήματα τα οποία προέκυπταν μέσα στην Βυζαντινή κοινωνία. Ήταν λοιπόν μια εξαιρετικά ισχυρή, ένας εξαιρετικά ισχυρός πόλος εξουσίας, πνευματικής είπαμε πρωτίστως εξουσίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και βέβαια η κατάλυση του Βυζαντινού κράτους που τυπικά επήλθε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 όπως γνωρίζουμε, δήλωνε και τυπικά το τέλος αυτής της πραγματικότητας. Αυτή η πραγματικότητα βέβαια στην ουσία σε πολλές άλλες περιοχές είχε καταλυθεί πολλές δεκαετίες νωρίτερα, το ξέρουμε αυτό ακόμη και από τη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη έχουμε την αφετηρία της Τουρκοκρατίας όχι το 1453 αλλά το 1430 δηλαδή 23 χρόνια νωρίτερα όταν έχουμε την τελευταία άλωση της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους. Κατ' αναλογία και στην Αδριανούπολη που ήταν ένα ισχυρό κέντρο στον χώρο της Θράκης, πολύ περισσότερο στη Μικρά Ασία, η Μικρά Ασία ήδη είχε αρχίσει να χάνεται για το βυζαντινό κράτος από τον 13ο αιώνα για να μην μπούμε και από τον 12ο αιώνα όταν έχουμε τις πολύ σημαντικές ύτες των Βυζαντινών στον χώρο των Μικρασιατικών, στις μάχες που είχαν με τους Τούρκους και βέβαια τον 14ο αιώνα ξέρουμε για παράδειγμα ότι ο μεγάλος θεολόγος, αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Γρηγόρεος ο Παλαμάς, συλλαμβάνεται καθοδόμ προς την Κωνσταντινούπολη, στην περιοχή της Καλυπόλεως και μεταφέρεται εχμάλωτος σε μία πόλη η οποία βρισκόταν σχετικά κοντά στην Κωνσταντινούπολη, στη Νίκη, δηλαδή της Μικράς Ασίας, στη Νίκη της Βυθυνίας. Η Βυθυνία είναι μια περιοχή εκεί που υπήρχε το περίφημο μοναστικό κέντρο του Ολύμπου της Βυθυνίας, το όρος Όλυμπος της Βυθυνίας, με μια πολύ σημαντική πνευματική παράδοση όλη αυτή η περιοχή. Η Νίκη, λίγο πιο εδώ η Νικομίδια, αλλά και άλλες πόλεις, η Τρίγλια, τα Μουδανιά αργότερα, η Βυζαντινία Πάμια και άλλες πόλεις, μια σημαντικότατη περιοχή, η οποία όμως είχε καταλυθεί αρκετά νωρίς και μάλιστα είχε, γνωρίζουμε ότι στις περιοχές αυτές, στη Νίκια και στην Προύσα, κατεξοχή στην Προύσα, είχαν εγκατασταθεί οι Σουλτάνοι της δυναστίας των Οσμαλίδων, αυτοί που έδωσαν και την ονομασία στους Οθωμανούς, Οσμάν, Οθμάν, στους Οθωμανούς Τούρκους και στο Οθωμανικό κράτος. Σε αυτό λοιπόν, σε αυτή τη νέα ιστορική πραγματικότητα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έπρεπε ασφαλώς να αναπροσαρμώσει τη θέση του, να τοποθετηθεί εξυπαρχής σε μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα, καθόλου φιλική απέναντι στους Χριστιανούς, μάλιστα αρχικά τελείως εχθρική, όπως γνωρίζουμε, αλλά ασφαλώς και για τους Οθωμανούς το πρόβλημα, το θέμα, το ζήτημα το οποίο απαιτούσε μια λύση ήταν το να υπάρξει ένας θεσμός που θα λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος στους υπόδουλους Χριστιανούς, γιατί η πλειοψηφία των Βυζαντινών ήταν Χριστιανοί στην πίστη τους και αυτός ο θεσμός να είναι εκείνος ο οποίος επίσημα θα εκπροσωπούσε και θα εξέφραζε τους υπόδουλους απέναντι στην Οθωμανική εξουσία. Έτσι λοιπόν ο θεσμός αυτός μετά την κατάληση του κράτους δεν υπάρχει Βυζαντινός βασιλέας, δεν υπάρχει σύστημα Βυζαντινής διοίκησης, το μόνο που υπάρχει είναι η συνεκτική παρουσία της εκκλησίας. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο το Οικουμενικό Πατριαρχείο τέθηκε, αναγνωρίστηκε από τα πρώτα προνόμια που έδωσε ο πορθητής Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β' ο γιος του Σουλτάνου Μουράτ του Β' που είχε ήδη καταλάβει πολλές περιοχές και στην Μακεδονία. Ο Μουράτ ο πατέρας του Μωάμεθ είχε καταλάβει και τις Σέρες και την Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές στα Γιάννενα κτλ. Δηλαδή είχε στην ουσία το Βυζάντιο απολέσει όλα του τα εδάφη, όλες του τις κτίσεις. Τα πρώτα λοιπόν προνόμια παρέχονται στον θεσμό εκείνον ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργήσει στο πλαίσιο αυτό ως ένας επίσημος συνεκτικός δεσμός μεταξύ των Χριστιανών με τον οποίον θα μπορούσε η Οθωμανική εξουσία να συνδιαλέγεται και να έχει τις άμεσες απαιτήσεις που είχε το Οθωμανικό κράτος από τους υπόδουλους. Έτσι λοιπόν παρέχονται σημαντικά προνόμια στον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλης, στον Οικουμενικό Πατριάρχη ο οποίος όπως γνωρίζετε πολύ καλά και από τις γενικότερες γνώσεις λειτούργησε ως ο εκπρόσωπος του γένους, ο αρχηγός του γένους, αυτό που ονομάζεται στην τουρκική γλώσσα, στις τουρκικές πηγές ο μιλέτ Μπασί δηλαδή ο αρχηγός του γένους. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν ήταν το γένος των Βυζαντινών αλλά ήταν το γένος των υπόδουλων Χριστιανών. Αυτούς που στην Οθωμανική γλώσσα και στο δίκαιο που αναπτύχθηκε μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ονομάζονται με τον χαρακτηρισμό τίμι. Είναι ο όρος που χρησιμοποιούνταν από τους Οθωμανούς για τους υπόδουλους Χριστιανούς. Και αυτή δεν ήταν μόνον θα μπορούσαμε να πούμε ελληνόφωνη για να μην πούμε Έλληνες γιατί θα έπρεπε να συζητήσουμε πολλά άλλα πράγματα. Αλλά αυτό κυρίως το οποίο μας ενδιαφέρει είναι ότι ο Πατριάρχης εκφράζεται ως ο αρχηγός, ο ηγέτης του γένους των τίμι. Του γένους των Ρωμιών, των Ρουμ, αυτό που και σήμερα χρησιμοποιούν στην επίσημη προσωνημία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το Τουρκικό Κράτος, αν θα δείτε σε όλα και στο ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο λέγεται Ρουμ Ορθοδόξ, δηλαδή το Ορθόδοξο Πατριαρχείο των Ρωμιών, δηλαδή των Ρωμιών, δηλαδή των κατοίκων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αυτή η κάτοικη όμως δεν ήταν μόνον θα μπορούσαμε να πούμε εντός ή εκτός εισαγωγικών ελληνικής καταγωγής. Δεν είχανε μόνον ελληνική καταγωγή, αλλά τι ήταν, ήτανε κάτοικοι, ήταν χριστιανοί κάτοικοι που είχανε βουλγαρικές ρίζες, είχαν σλαβικές γενικότερα ρίζες, είχαν σερβί ή ήταν και οι αραβόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί. Εντάξει, όλοι αυτοί όμως οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκφράζονταν επίσημα από τον Μιλέτ Μπασί, από τον ηγέτη του Μιλέτ, του γένους των χριστιανών, τον οικουμενικό πατριάρχη, παρά το γεγονός ότι εξακολουθούν να λειτουργούν στον χώρο της Ανατολής και τα υπόλοιπα, όπως τα γνωρίζουμε από τη Βυζαντινή εποχή, πρεσβυγενεί λεγόμενα πατριαρχία. Δηλαδή τα τέσσερα πατριαρχία εξακολουθούσαν να υφίστανται ακόμη και μέσα από διωγμούς και μέσα από τις ανακατατάξεις. Και το Πατριαρχείο της Αντιόχειας, και το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων και το Πατριαρχείο της Αλεξανδρίας εξακολουθούν να υφίστανται σε όλη τη μεταβυζαντινή περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη σημαντική και πιο καθοριστική πνευματική δύναμη και ο πνευματικός εκείνος φορέας και ταυτόχρονα ο επίσημος εκείνος φορέας ο οποίος εκφράζει το σύνολο των υπόδουλων χριστιανών. Ο δεύτερος πνευματικός φορέας είναι αυτός τον οποίος συναντούμε σε όλη την πνευματική ιστορία και του Βυζαντίου. Δηλαδή είναι ο μοναχισμός, είναι τα μοναστικά κέντρα. Και θα δούμε ότι για τα θέματα τα οποία θα εξετάσουμε στα μαθήματά μας, ο μοναχισμός διαδραμάτησε πραγματικά ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Τα μοναστήρια, τα μοναστικά κέντρα και ιδίως το μοναδικό εν απομείναν μοναστικό κέντρο ως μία μοναστική κοινότητα, το Άγιον Όρος, διαδραμάτησε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική ιδιοπροσωπία και των υπόδουλων χριστιανών αλλά και στις νέες τάσεις που καταγράφονται, τις νέες πνευματικές τάσεις που καταγράφονται. Έτσι λοιπόν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους υπήρξαν διαχρονικά από την περίοδο που το Άγιον Όρος ειρηνικά, χωρίς να οι αγιορείτες βλέποντας ότι πλέον είχαν καταλυφθεί ή καταλαμβάνονταν σταδιακά όλες οι περιοχές της Μακεδονίας και της Τράκης από τους Τούρκους, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή για να μην καταστραφούν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό χρονολογείται σύμφωνα με κάποιες πηγές που μας έχουν σωθεί που τις χαρακτηρίζουμε ενθυμίσεις, δηλαδή κάποια σημειώματα σε βιβλία, σε χειρόγραφα βιβλία κτλ. Αυτό συνέβη το 1422 ή το 1423, δηλαδή πριν ακόμη και από την άλωση της Θεσσαλονίκης. Είπαμε το 1430 επέρχεται η άλωση της Θεσσαλονίκης. Ο τρόπος όμως με τον οποίο οι Οθωμανοί Τούρκοι κατελάβαναν τις βυζαντινές πόλεις, στην περίπτωση που αυτές αντιστέκονταν, ήταν τρομακτικός. Και αποσκοπούσε ακριβώς στην ψυχολογική πίεση των υπόλοιπων πόλεων και των υπόλοιπων περιοχών, που δεν είχαν ακόμη υποταγείς αυτούς, στο να παραδοθούν αμαχητοί, χωρίς καμία αντίσταση. Αυτό το βλέπουμε χαρακτηριστικά για να καταλάβετε γιατί ακριβώς λειτούργησαν έτσι οι μοναχοί στο Άγιον Όρος, οι αγιορίτες μοναχοί. Το βλέπουμε είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη, η οποία αποτελούσε ασφαλώς μια οχυρή πόλη και μια πόλη η οποία κατείχε μία εξέχουσα θέση μέσα στο σύστημα της Βυζαντινής διοίκησης, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να παραδοθεί. Άλλωστε είχαν προηγηθεί, είχε προηγηθεί και μία περίοδος ενετοκρατίας κτλ το 1380. Είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για τη Θεσσαλονίκη αυτή από το τέλος του 4ου αιώνα και στη διάρκεια του 13ου, του 14ου αιώνα και στη διάρκεια του 15ου αιώνα. Αντιστέκονται λοιπόν, αντιστέκεται η Θεσσαλονίκη στους Αθωμανούς και όταν καταλαμβάνεται πέρα της μεγάλης καταστροφής και της λεηλασίας, αντίστοιχης με αυτήν που αργότερα βλέπουμε και στην Κωνσταντινούπολη, ότι πραγματοποιήθηκε και στην Κωνσταντινούπολη μια λεηλασία τεραστίων διαστάσεων, επέφερε και μία ακόμη πολύ σημαντική συνέπεια στην εφεξής ζωή των χριστιανών. Πέρα των υποδουλώσεων και συνήθως η υποδούλωση των κατοίκων των πόλεων οι οποίες αντιστέκονταν επέφερε και την πόλησή τους ως σκλάβων, ως δούλων σε άλλες περιοχές. Αυτό ξέρουμε ότι συνέβη στη Θεσσαλονίκη, είχε συμβεί ήδη από την πρώτη άλλωση της στις αρχές του 10ου αιώνα, όταν για πρώτη φορά είχε αλλωθεί η Θεσσαλονίκη από τους πειρατές του Λέοντα του Τριπολίτη, που ήταν επίσης μια ομάδα σαρακινών πειρατών μουσουλμάνων που μετέφεραν αρκετούς κατοίκους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται και στην περίοδο αυτή. Αλλά επίσης κάτι σημαντικότερο για αυτούς οι οποίοι έμεναν πίσω ήταν οι επαχθείς όροι, κάτω από τους οποίους καλούνταν πλέον να διαβιώσουν στις περιοχές που είχαν καταλειφθεί. Και αυτό το βλέπουμε στη Θεσσαλονίκη που λειτούργησε για τους Οθωμανούς, λειτούργησε ως ένα υπόδειγμα, ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή για όλες τις υπόλοιπες βυζαντινές πόλεις. Δείτε τι έπαθε η Θεσσαλονίκη. Αυτό το λέει στην επιστολή που στέλνει ο Μουράτ στην διοίκηση των Ιωαννίνων για να μην αντισταθούν οι βυζαντινοί φρουρά των Ιωαννίνων στην κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς. Και πραγματικά τελικά παραδίδεται, παραδόθηκε η πόλη, δεν αντιστάθηκε. Γιατί, γιατί λειτουργούσε ως ένα παράδειγμα προς αποφυγή, είπαμε, η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη απόλυσε λοιπόν όλες σχεδόν τις εκκλησίες της. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε όλη την διάρκεια της οικοκρατίας μόνον 4 ναοί παρέμειναν χριστιανικοί, όλοι οι υπόλοιποι μετατράπησαν σε τσαμιά. Σε αντίθεση με τις πόλεις οι οποίες παραδίδονταν, στις οποίες η συμφωνία την οποίαν πρότειναν οι ίδιοι οι Οθωμανοί ήταν ότι θα διατηρήσετε όλες τις θρησκευτικές σας αισθείες ανέπαφες. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοια είναι η πόλη των Σερών. Για να καταλάβετε δηλαδή να έχετε έτσι μια εικόνα του πράγματος. Ενώ η Θεσσαλονίκη λοιπόν χάνει τους ναούς της, ο ναός του Αγίου Δημητρίου βέβαια δεν έγιναν όλοι αυτομάτως τσαμιά, αλλά σταδιακά μετατράπησαν σχεδόν όλοι σε τσαμιά. Βλέπετε ακόμη εδώ πέρα στηρωτώντας το ναό του Αγίου Γεωργίου τον Μιναρέ που ακόμη υφίσταται. Και ο Άγιος Δημήτριος επίσης είχε γίνει τσαμί και πολλοί άλλοι ναοί και η Αχυροπίδος μεγάλη ιστορική ναοί και η Αγία Σοφία για μία περίοδο είχε λειτουργήσει ως τσαμί, η Αχυροπίδος μάλιστα είχε παραμείνει ως τσαμί ακόμη και ως την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912. Όταν το 1922 ήρθαν στη μικρασιετική καταστροφή έχουν σωθεί φωτογραφίες, όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην μικρασιετική καταστροφή, τους εγκατέστησαν μέσα στην Αχυροπίδο ακριβώς γιατί ήταν ένας εγκαταλελειμμένος χώρος, ήταν ένα τσαμί το οποίο πλέον είχε εγκαταλειφθεί από τους Μουσουλμάνους που είχαν φύγει από την πόλη, είχαν χάσει την διοίκηση της πόλης, δεν λειτουργούσε ως τσαμί και έτσι εκεί πέρα μέσα φιλοξενήθηκαν μέσα σε αυτόν τον πολύ παλαιό, την πολύ παλαιά βασιλική της πόλης μας, φιλοξενήθηκαν ομάδες προσφύγων. Στις αίρες όμως που παρέδωσαν η βυζαντινή διοίκηση την πόλη στους Οθωμανούς δεν μετατράπηκε καμία εκκλησία σε τσαμί. Η συμφωνία περιείχε τον σεβασμό των θρησκευτικών χώρων των Χριστιανών. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να κατανοήσουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονταν οι αποφάσεις, μάλιστα σε ένα τόσο πιεστικό περιβάλλον, με τα γεγονότα να εκτιλήσονται, να ξετυλίγονται με ραγδαίο τρόπο, οι αγιορίτες μοναχοί είχαν λάβει την απόφαση να παραδώσουν εκουσίως το Άγιον Όρος. Εγκατεστάθηκε βέβαια οθωμανική διοίκηση και μια φρουρά στο Άγιον Όρος που παρέμεινε μέχρι την απελευθέρωση του Αγίου Όρους. Η φρουρά αυτή, η τουρκική αυτή φρουρά, αλλά παράλληλα μπορούσαν να έχουν και κάποια προνόμια και ένα είδος μιας αυτονομίας εσωτερικής διοίκησης μέσα στην κοινότητα του Αγίου Όρους. Ο 18ο αιώνας οφείλει την πνευματική ακμή του καταρχήν στο γεγονός της υλικής ευμάριας του υπόδουλου ελληνισμού, των υπόδουλων χριστιανών. Έχουμε την περίοδο αυτή μια ισχυροποίηση πάντοτε βέβαια πρέπει να σας πω ότι για τους Οθωμανούς τα πρόσωπα που ανήκαν στον κρατικό μηχανισμό θα μπορούσαμε να πούμε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρήθηκαν χρήσιμα και απαραίτητα για τη συνέχιση της λειτουργίας αυτού του κράτους. Άλλωστε έχουμε όπως ξέρετε φυρμάνια του Μωάμεθ του Δευτέρου, του πορθητή, ο οποίος υπογράφει και ως αυτοκράτορο Ρωμαίων. Επομένως και για τους Οθωμανούς υπήρχε μια συνείδηση ότι συνεχίζουν κάτι, ότι συνεχίζουν μια προηγούμενη διοίκηση. Εντάξει, σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο χρησιμοποιήθηκαν, γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιήθηκαν πολλοί Βυζαντινοί αξιωματούχοι, όσοι επιβίωσαν ή όσοι δεν εγκατέλειψαν το Βυζάντιο και την Κωνσταντινούπολη γιατί σε όλη τη διάρκεια του 14ου και κυρίως του 15ου αιώνα έχουμε μια μεγάλη φυγή προσώπων που κατείχαν σημαντικές θέσεις ή λογίων, βυζαντινών λογίων από την Κωνσταντινούπολη ή γενικότερα από τις βυζαντινές περιοχές προς τη Δύση και έτσι μεταφέρθηκαν, στο πλαίσιο αυτό έφυγαν και μεταφέρθηκαν πολύ σημαντικές βιβλιοθήκες από το Βυζάντιο στη Δύση. Σήμερα αν θα επισκεφτείτε συνήθως όταν πηγαίνουμε στην Ιταλία, πηγαίνουμε για να κάνουμε έτσι έναν τουρισμό που όταν αφορά στα μνημεία κυρίως σχετίζεται με τα ρωμαϊκά μνημεία, τα μνημεία του ρωμαϊκού κράτους που είναι πολύ σημαντικά στην Ιταλία. Ωστόσο, εάν θα πηγαίναμε να κάνουμε έναν εντός εισαγωγικών επιστημονικό τουρισμό μέσα στις βιβλιοθήκες της Ιταλικής, τότε θα μπορούσετε να δείτε ότι οι περισσότερες βιβλιοθήκες και στη Ρώμη αλλά και στις άλλες μεγάλες πόλεις, στη Φλωρεντία, στο Μιλάνο, στη Βενετία, έχουν σπουδαίες συλλογές ελληνικών χειρογράφων που αν καθίσουμε να δούμε προσεκτικότερα τι είναι αυτές τις συλλογές, θα ανακαλύψουμε ότι είναι συγκροτημένες βιβλιοθήκες βυζαντινών λογίων που τις μετέφεραν στην Δύση για να τις διασώσουν, να τις χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι και τελικά βέβαια να παραμείνουν στην κυριότητα των εκεί αρχών. Έτσι λοιπόν υπάρχει, παραμένει μια παρουσία χριστιανών αξιωματούχων μέσα στη λειτουργία του Οθωμανικού κράτους και αυτό κυρίως εκφράζεται για παράδειγμα από την παρουσία των χριστιανών δραγουμάνων του στόλου. Σχεδόν από τον 17ο αιώνα και μετά όλοι οι δραγουμάνοι του στόλου ήταν χριστιανοί, δηλαδή οι αρχινάβαρχοι θα μπορούσαμε να πούμε του Οθωμανικού ναυτικού, ήταν όλοι χριστιανοί και σε κάποιους δόθηκαν και ιδιαίτερα προνόμια όπως ήταν ο Παναγιώτης Νικούσιος το 17ο αιώνα λίγο πριν από την εποχή αυτή που μελετάμε γιατί είναι ένα πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και στα θεολογικά πράγματα ο Παναγιώτης Νικούσιος. Αυτός είναι το πρόσωπο εκείνο ο χριστιανός εκείνος αξιωματούχος του Οθωμανικού κράτους ο οποίος στις διαπραγματεύσεις που έκανε με τους Βενετούς κατόρθωσε να πετύχει την άνευ πολεμικής σύραξης παράδοση της Κρήτης του Χάνδακα του Ηρακλείου δηλαδή της πρωτεύουσες της Κρήτης στους Οθωμανούς από τους Βενετούς το 1660 εκεί στη δεκαετία του 1660 γίνεται αυτό. Και έτσι λοιπόν έχουμε μια σημαντική παρουσία που εκφράζεται μέσα από μια ομάδα μάλιστα που στο 18ο και στο 19ο αιώνα χαρακτηρίζεται με τον προσδιορισμό φαναριώτες. Είναι οι φαναριώτες. Σήμερα έχει επίσης επιβιώσει ο όρος αυτός κυρίως για να προσδιορίσουμε ένα πρόσωπο που ελύσεται που μπορεί να κάνει τακτικούς ελιγμούς, να ασκήσει μια πολιτική, μια πολιτική ελιγμών. Οι φαναριώτες λοιπόν ήταν πρόσωπα της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης χριστιανή. Όχι απαραίτητα Κωνσταντινουπολίτες, ήταν και πρόσωπα τα οποία προέρχονταν από άλλες περιοχές. Για παράδειγμα μια μεγάλη ομάδα στον κύκλο των φαναριωτών ήταν οι Χιώτες. Προέρχονταν από την Χίο, από την Μητυλίνη επίσης και ούτω καθεξής. Οι φαναριώτες όμως ήταν μια συμπαγής ομάδα που είχε βέβαια και τις εσωτερικές τις αντιπαραθέσεις αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η ομάδα αυτή βέβαια έχοντας κεντρικό ρόλο μέσα στην διοίκηση του οθωμανικού κράτους μπορούσε να επηρεάζει θετικά τα πράγματα στις αποφάσεις των Οθωμανών Σουλτάνων απέναντι στην Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Μεγάλη Εκκλησία όπως συνηθίζουμε να την ονομάζουμε και ενίωτε να λαμβάνονται ευεργετικές αποφάσεις είτε για το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο είτε και για επιμέρους άλλες τοπικές εκκλησίες. Και βέβαια αυτός η συσσόρευση δύναμης αλλά και πλούτου γιατί αυτά ξέρετε ότι πάντοτε πηγαίνουν συνήθως μαζί. Η εξουσία με τον πλούτο οδήγησε και στην ανάπτυξη της παιδείας, των σημαντικών πνευματικών και παιδευτικών κέντρων στις μεγάλες πόλεις του ελληνισμού όπου έχουμε σημαντικούς ελληνικούς πληθυσμούς. Ακόμη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Ιωάννινα, Κοζάνη. Εδώ σας έχω αναφέρει έτσι ενδεικτικά υπάρχουν και άλλες σχολές που λειτούργησαν. Κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές σχολές που λειτούργησαν το 18ο αιώνα, ανωτά του επιπέδου θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή που παρήχαν μια υψηλή παιδεία στα πρόσωπα τα οποία φοιτούσαν στις σχολές αυτές. Στην Κωνσταντινούπολη η Πατριαρχική Σχολή είναι ο πρόδρομος αυτής της σχολής που αργότερα ονομάζεται το 19ο αιώνα, ονομάζεται η μεγάλη του γένους σχολή. Είναι αυτή η σχολή που υφίσταται και σήμερα, ας πούμε, αν έχετε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Ένα πολύ όμορφο κτίριο που ακόμη στεγάζει κάποιες λειτουργίες, όχι όμως ανώτα της παιδείας. Η Πατριαρχική Σχολή λοιπόν. Το Πατριαρχείο πάντοτε ξέρουμε από την Βυζαντινή ακόμη εποχή ότι είχε μία πολύ σημαντική παρέμβαση και ένα σημαντικό ενδιαφέρον στην καλλιέργεια των γραμμάτων και της παιδείας. Ξέρουμε ότι υπήρχε η Πατριαρχική Σχολή δηλαδή και στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Ακόμη και στον δέκατο αιώνα την περίοδο του λεγόμενου βυζαντινού εκκυκλοπεϊδισμού. Τον δωδέκατο αιώνα ιδιαίτερα όταν έχουμε τον Ευστάθειο εδώ πέρα στη Θεσσαλονίκη σε αυτόν τον σπουδαίο φιλόλογο που είχαμε πρόσφατα ένα σημαντικό συνέδριο για τον Ευστάθειο στην πόλη μας. Έχουμε την λειτουργία της Πατριαρχικής Σχολής με πραγματικά καρπούς πολύ σημαντικούς, με πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε το λεγόμενο Ελληνομουσείο. Ελληνομουσία χαρακτηρίζονταν αυτές οι σχολές ανώτερης παιδείας που παρήχαν μόρφωση, εγκύκλιοπαιδεία. Ακολουθώντας θα μπορούσαμε να πούμε και τα προγράμματα σπουδών των βυζαντινών πανεπιστημιακών σχολών. Το Ελληνομουσείο είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση στο Ελληνομουσείο της Θεσσαλονίκης, που γνωρίζουμε μάλιστα ότι ένας από τους πρώτους διευθυντές του ήταν ένας από τα πρόσωπα με τα οποία θα ασχοληθούμε στα μαθήματα αυτά, ο Αθανάσιος Πάριος, ένας σημαντικός θεολόγος από τον κύκλο των Κολυβάδων. Και βέβαια το Ελληνομουσείο αυτό μετεξελίχθηκε αργότερα στο περίφημο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, που μας είναι γνωστό μάλιστα σήμερα γιατί έχει σωθεί ευτυχώς από τις πολλές καταστροφές και τις περιπέτειες της πόλης της Θεσσαλονίκης. Έχει σωθεί δυστυχώς όμως όχι στη Θεσσαλονίκη. Η Συλλογή των Χειρογράφων του Γυμνασίου Θεσσαλονίκης είναι μια ιδιαίτερη συλλογή, που σήμερα ανήκει στην πολυάριθμη συλλογή των ελληνικών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στην Αθήνα. Εκεί υπάρχει μια ιδιαίτερη συλλογή που ονομάζεται Συλλογή Γυμνασίου Θεσσαλονίκης. Και είναι πολύ σημαντική για να μελετήσουμε και αυτήν την περίοδο, τον 18ο αιώνα, το τι ακριβώς συμβαίνει τον 18ο αιώνα στα πνευματικά πράγματα στην Θεσσαλονίκη. Η περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Μύρνης, επίσης μια σχολή με μεγάλη προσφορά και με εμπλοκή και στα θέματα της πνευματικής ανάπτυξης αυτής της περιόδου, της πνευματικής ακμής αυτής της περιόδου η Ευαγγελική Σχολή της Μύρνης. Αρκεί να σας πω ότι επίσης ένας από τα σημαντικότερα πρόσωπα, αυτού του κύκλου των κολυβάδων που θα δούμε και που σας είναι γνωστός, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, πραγματοποίησε σπουδές σε νεαρή ηλικία, μετέβη για σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Μύρνης. Την διευθύνει ο Ιερόθεος Δεντρινός και άλλα πρόσωπα με πολύ σημαντικό έργο, επίσης με μια σπουδαία βιβλιοθήκη η οποία δυστυχώς κάηκε και τα χειρόγραφα. Μας έχει σωθεί ο κατάλογος των χειρογράφων. Γνωρίζουμε δηλαδή ποια χειρόγραφα ανήκαν στη συλλογή της Ευαγγελικής Σχολής της Μύρνης, αλλά κάηκε στη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς, τις φοβερές ημέρες της μικρασιατικής καταστροφής. Όταν υπέστη αυτήν την μεγάλη καταστροφή, η σπουδαία αυτή η πόλη της Μικράς Ασίας, η Σμύρνη. Στα Ιωάννινα, πρωτεύουσα της Ιππύρου, πρωτεύουσα μιας περιοχής με άνθηση του εμπορίου, με ευπατρίδες που ξέρουμε και σήμερα ακόμη ότι πολλά πρόσωπα από αυτές τις περιοχές, οι Πυρώτες, είναι αυτοί που υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες του ελληνισμού, μεγάλοι ευεργέτες του έθνους και σήμερα ακόμη υφίστανται πολύ σημαντικά κληροδοτήματά τους. Κάτω στην Αθήνα τα περισσότερα σημαντικά κτίρια είναι δωρεές των μεγάλων Ιππυρωτών Ευεργετών. Έτσι λοιπόν μεταξύ αυτών έχουμε για παράδειγμα τους Ζωσιμάδες που ήτανε έμποροι, οι οποίοι ύδρυσαν, οι Πυρώτες έμποροι, οι οποίοι ύδρυσαν την Ζωσιμαία Ακαδημία και άλλες σχολές που λειτουργούν, η Σχολή των Παλάνων για παράδειγμα, που διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο δεδομένου ότι την περίοδο αυτή, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα περνούν από τη σχολή αυτή πολύ σημαντικοί δάσκαλοι. Όπως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση που θα πρέπει να μημονεύσουμε είναι ότι από εδώ ξεκινάει την διδασκαλική τους σταδιοδρομία από την Κέρκυρα από όπου κατάγεται ο Ευγένιος Βούλγαρης. Αξίζει να συγκρατήσετε το όνομα αυτό, θα μιλήσουμε και για τον Ευγένιο Βούλγαρη στη συνέχεια γιατί πραγματικά έχει πολύ μεγάλη σημασία η παρουσία του Ευγένιου Βούλγαρη και η επίδραση που άσκησε σε αυτήν την πνευματική αναγένιση του 18ου αιώνα αυτός ο σπουδαίος κληρικός. Ξεκινάει λοιπόν ο Ευγένιος Βούλγαρης από τα Ιωάννινα το διδακτικό του έργο, το οποίο στη συνέχεια μεταβαίνει στην Κοζάνη στη Θεσσαλονίκη για να καταλήξει. Είδαμε εδώ, σας αναφέρω την Κοζάνη, έχει επίσης μια σημαντική ιστορία η σχολή της Κοζάνης στη διάρκεια του 18ου αιώνα και κυρίως σημαδεύεται και αυτή η σχολή από την παρουσία για λίγα χρόνια του Ευγένιου Βούλγαρη για να μεταβεί στη συνέχεια ο Ευγένιος Βούλγαρης στο Άγιον Όρος όταν κλήθηκε από τον Πατριάρχη Κύριλο τον Πέμπτο και αργότερα από τον Πατριάρχη Σαραφείμ τον Δεύτερο που υπήρξε και ο Μεκίνας του Ευγένιου Βουλγάριος για να διευθύνει την περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία που είναι η σημαντικότερη σχολή που λειτούργησε στο πλαίσιο του λειτουργίας των σχολών του υπόδουλου ελληνισμού, η Αθωνιάδα Ακαδημία, μια μοναδική επίπεδο και στον τρόπο οργανώσεως των σπουδών της σχολή η Αθωνιάδα Ακαδημία. Πού λειτούργησε, λειτούργησε στο Άγιον Όρος σε ένα κτίριο το οποίο κατασκευάστηκε ειδικά για να λειτουργήσει αυτή η σχολή σε μικρή απόσταση έξω από το κτιριακό συγκρότημα της Μονής Βατοπεδίου. Και σήμερα σώζονται τα ερήπια δυστυχώς μόνο της Αθωνιάδας γιατί εγκαταλήφθηκε μετά η λειτουργία της στον χώρο αυτό και μεταφέρθηκε η Αθωνιάδα σχολή στις Καριές δηλαδή στη βιοικητική πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Η Αθωνιάδα λειτούργησε για πρώτη φορά στα μέσα του 18ου αιώνα 1754 ξεκινά η λειτουργία της και όπως σας είπα η φροντίδα και η προσπάθεια ήταν να προσκληθούν για να διδάξουν εκεί κάποιοι από τους σημαντικότερους διδασκάλους του Ελληνισμού. Βέβαια αυτονόητο ήταν παρά το γεγονός ότι υπήρχαν όπως θα δούμε και στα μαθήματά μας υπήρχαν πεπεδευμένοι μοναχοί στο Άγιον Όρος που είχαν πραγματοποιήσει σημαντικές μάλιστα σπουδές πριν να γίνουν μοναχοί πριν να πάνε να εγκαταδιώσουν στο Άγιον Όρος. Ωστόσο παράλληλα με αυτά τα πρόσωπα όπως είναι ας πούμε για παράδειγμα ο νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ο οποίος δίδασκε ήδη και στην Αθωνιάδα που προϋπήρχε αυτής της νέας αναμορφωμένης σχολής που λειτούργησε υπό την διεύθυνση υπό τη σχολαρχία του Ευγένιου Βούλγαρη παρά τα αυτά προτιμήθηκε να κληθεί από τους διδασκάλους εκτός του Αγίου Όρους ο Ευγένιος Βούλγαρης κληρικός βέβαια και ο ίδιος και να θέσει ένα νέο πρόγραμμα σπουδών με νέα βιβλία πολλά από τα βιβλία τα οποία έχει γράψει ο Ευγένιος Βούλγαρης είναι ανήκουν στον κύκλο αυτών των σχολικών εχειρηδίων θα μπορούσαμε να πούμε της Αθωνιάδας και παρέμεινε εκεί για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, πολύ μικρό χρονικό διάστημα γιατί δυστυχώς εσωτερικά προβλήματα στη λειτουργία της σχολής τον ανάγκασαν να την εγκαταλείψει αλλά η περίοδος κατά την οποία παρέμεινε ο Ευγένιος Βούλγαρης υπήρξε πάρα πολύ σημαντική για το έναυσμα αυτό που δόθηκε και για όσα επακολούθησα στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στη διάρκεια του 19ου αιώνα στο Άγιον Όρος γιατί το Άγιον Όρος όπως θα δούμε υπήρξε τελικά, αποτέλεσε την κυτίδα όλων αυτών των πνευματικών ζημώσεων και αυτής της πνευματικής αναγέννησης που παρατηρείται την περίοδο αυτή. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με αρκετά πρόσωπα που μεταβαίνουν από διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να φοιτήσω στην Αθωνιάδα σχολή και χάρη στην απομάκρυση, στη φυγή αυτή του Ευγένιου Βούλγαρη από την Αθωνιάδα μας έχει σωθεί και ένας κατάλογος των μαθητών της σχολής οι οποίοι έγραψαν μια επιστολή προς τον Πατριαρχείο Κύριλο για να του ζητήσουν να μεσολαβίσει, για να επιστρέψει ο Ευγένιος Βούλγαρη στη σχολή και εκεί από τα ονόματα που υπογράφουν την επιστολή αυτή, ξέρουμε, μας έχει σωθεί ένας σημαντικός αριθμός και μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι ήταν εκείνοι οι οποίοι πρώτοι φοιτησαν στην Αθωνιάδα σχολή. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε για παράδειγμα τον Αθανάσιο Πάριο που σας μνημόνευσα μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη στην Αθωνιάδα ή τον Σέργιο Μακρέο ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο που θα ακολουθήσει και αυτός διδασκαλική σταδιοδρομία και μάλιστα θα εξελιχθεί σε διευθυντή σε σχολάρχη της Πατριαρχικής σχολής, της Πατριαρχικής Ακαδημίας λίγης δεκαετίες αργότερα ο Σέργιος Μακρέος από τα άγραφα από την περιοχή του Καρπενησίου της Ευρυτανίας σήμερα όπως και πολλοί άλλοι λόγοι αυτής της εποχής προέρχονται από τα άγραφα γιατί στα άγραφα έχουμε ήδη μια σημαντική πνευματική στον χώρο των αγράφων ως ένα ενιαίο βέβαια πνευματικό χώρο γιατί σήμερα τα άγραφα διοικητικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαιρούνται στα άγραφα τα θεσσαλικά και στα ευρυτανικά άγραφα λειτουργούσαν όμως την περίοδο αυτή ως ένας ενιαίος χώρος η ευρύτερη αυτή περιοχή των αγράφων και τι έχουμε, έχουμε τον 17ο αιώνα έναν πρόδρομο αυτής της πνευματικής ακμής που όντως δίνει καρπούς που μεταλαμπαδεύονται που μεταφέρονται και στο Άγιον Όρος και αυτός δεν είναι άλλος από τον Ευγένιο Γιανούλη τον μεγάλο διδάσκαλο των αγράφων τον Ευγένιο Γιανούλη τον Ετολό που έζησε στη διάρκεια του 17ου αιώνα και στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ο μαθητής του του Ευγένιου Γιανούλη ίσως ένας από τους σημαντικότερους λογίους αυτής της εποχής ο Αναστάσιος Γόρδιος και μια άλλη ομάδα προσώπων ο Θεοφάνης ο Εξαγράφων ο Σέργιος ο Μακρέος που σας ανέφερα ο Κύριλος ο Εκφουρνά ο Εξαγράφων και άλλα πρόσωπα μεταξύ αυτών μάλιστα είναι και ο περίφημος Διονύσιος ο Εκφουρνά δεν ξέρω αν έχετε ακούσει ποτέ το όνομα αυτό αλλά αξίζει να πούμε ότι ο Διονύσιος ο Εκφουρνά είναι ένα πρόσωπο που προέρχεται από τον κύκλο αυτόν είναι ένας γόνος αυτής της πνευματικής ζήμος και της πνευματικής αναγέννησης στα άγραφα που σημάδεψε με ένα σπουδαίο εγχειρίδιο που έγραψε στο Άγιον Όρος στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα γύρω στο 1730 την ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης σημάδεψε την πορεία την κατοπινή πορεία της ορθόδοξης αγιογραφίας γιατί ο Διονύσιος ο Εκφουρνά ήταν ένας σπουδαίος αγιογράφος αυτής της εποχής ο οποίος όμως ήταν και δάσκαλος της ζωγραφικής και της αγιογραφίας και μετέφερε τις γνώσεις και την προσωπική του εμπειρία αλλά και τις γνώσεις που είχε ακόμη και από παλιότερα εγχειρίδια θα μπορούσαμε να πούμε της ζωγραφικής χειρόγραφα που κυκλοφορούσαν στο πρώτο έντυπο αργότερα εγχειρίδιο που παραδίδεται γύρω από τα θέματα αυτά που είναι η ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και στην εποχή του έχει κυκλοφορήσει σε δεκάδες ίσως χειρόγραφα η ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και σημάδεψε επαναλαμβάνω την καλλιτεχνική θα μπορούσαμε να πούμε πορεία της αγιογραφίας στο Άγιον Όρος Αυτά όλα σας τα είπα γιατί ξεκινώντας από τον Σέργιο Μακρέο ο οποίος προέρχεται από τα άγραφα όπως και άλλοι λόγοι και βέβαια ίσως δεν θα έπρεπε να ξεχάσουμε τον Χριστόφορο τον Προδρομήτη για τον οποίον επίσης θα δούμε ότι είναι ένας από τα πρόσωπα που φυτούν στην Αθωνιάδα αρτινός στην καταγωγή από τα μέρη της Άρτας μεταβαίνει στην Αθωνιάδα για να σπουδάσει ως λαϊκός τελικά παραμένει εκεί και γίνεται μοναχός όπως θα δούμε και ακολουθεί μια σημαντική πορεία μέσα στις πνευματικές ζυμώσεις αυτής της περιόδου και βέβαια να σημειώσουμε και κάτι πολύ ιδιαίτερο ότι στην Αθωνιάδα όχι την περίοδο της σχολαρχίας του Βουλγαρία αλλά λίγο αργότερα επί της περιόδου που τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Ζερζούλης που είναι ένας μετσοβίτης δάσκαλος λαϊκός ο οποίος μαζί με τον Παλαμά τον Παναγιώτη Παλαμά διδάσκει μετά την φυγή του Ευγένιου Βουλγαρη στην Αθωνιάδα φοιτεί στην Αθωνιάδα και ο Άγιος Κοσμάς ο Ετολός εκεί μετέβηκε ο Άγιος Κοσμάς ο Ετολός για να φοιτήσει και αργότερα παρέμεινε ως μοναχός όπως γνωρίζουμε στη Μονή Φιλοθέω μέχρι την περίοδο που αποφάσισε να εγκαταλείψει το Άγιον Όρος για να πραγματοποιήσει αυτό το μοναδικό ιεραποστολικό έργο το έργο επανευαγγελισμού σε όλες τις περιοχές του υπόδουλου ελληνισμού. Το πνευματικό κλίμα λοιπόν στο Άγιον Όρος κατά το 18ο αιώνα διακρίνεται ακριβώς από αυτές τις μεμονωμένες θα μπορούσαμε να πούμε αισθίες αναλαμπής πνευματικής ακμής που παρατηρούνται σε διάφορα μοναστήρια θα σας αναφέρω για παράδειγμα τη Μονή Υβύρου που είναι ένα μοναστήρι στο οποίο έχουμε μια τέτοια πνευματική κίνηση με διδασκάλους και σημαντικούς διδασκάλους όπως είναι στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα ο ιερόθεος ο Υβυρίτης ο ιερόθεος ο Υβυρίτης που ανακηρύθηκε μάλιστα και Άγιος στη συνέχεια είναι μια τέτοια σημαντική μορφή καταγόμενος από τη Μεσσινία από την περιοχή της Μεσσινίας και έχοντας πραγματοποιήσει πολύ σημαντικές σπουδές στην Βενετία, στην Πάδοβα, στην Ιταλία και μάλιστα με γνώσεις, με πολύ καλές γνώσεις και των λατινικών είναι ένα από τα πρόσωπα που εισάγουν ακόμη και τη διδασκαλία της λατινικής γλώσσας στα σχολεία, στα μικρά σε έκταση σχολεία που λειτουργούσαν μέσα στο Άγιον Όρος και αυτήν την παράδοση συνεχίζει αργότερα και ο Ευγένιος Βούλγαρης γιατί στο πρόγραμμα διδασκαλίας της Αθονιάδας ο Βούλγαρης επίσης εισήγαγε και τη διδασκαλία παράλληλα με τα αρχαία ελληνικά και της λατινικής γλώσσας. Έχουμε λοιπόν την καλλιέργεια ένας τέτοιου σημαντικού πνευματικού κλίματος που καταλαβαίνετε ότι λειτούργησε ως ο πόλος έλξης για όλους εκείνους τους φιλωμαθείς νέους ανθρώπους οι οποίοι ήθελαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, διέθεταν ασφαλώς κάποια δυνατότητα για να πραγματοποιήσουν αυτές τις σπουδές και μετέβαιναν στην Αθονιάδα σχολή για να πραγματοποιήσουν αυτές τις σπουδές. Ωστόσο σας είπα ότι την ίδια περίοδο από τον 17ο αιώνα ξεκινώντας έχουμε και κάποιες σημαντικές έρηδες, σας μνημονεύω τις τρεις χαρακτηριστικότερες, η έρηδα περί της ιεράς προσκομιδής, η έρηδα περί των ιερών ημοσύνων, αυτό που ονομάζουμε κολυβαδική έρηδα και η έρηδα περί της συχνίστιες μεταλήψεις κατά χρονολογική σειρά, σας έχω σημειώσει εδώ τις έρηδες. Αυτές δεν θα πούμε πολλά πράγματα τώρα γιατί και στα επόμενα μαθήματα θα αναφερθούμε στις έρηδες αυτές. Τα πρόσωπα όμως που σχετίζονται με την ομάδα των κολυβάδων κυρίως πρωταγωνίστησαν στις δύο τελευταίες, στην έρηδα περί των ιερών ημοσύνων και στην έρηδα περί της συχνής θείας μεταλήψεως. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο, κατά την εμφάνιση αυτών των ερήδων, δύο πνευματικές παρατάξεις θα μπορούσαμε να πούμε, που είναι κατεξοχήν θεολογικές ομάδες, δηλαδή εκφράζουν θα μπορούσαμε να πούμε διαφορετικές θεολογικές τάσεις. Και η αντιπαράθεση τους που πολλές φορές εκτροχιάστηκε από το πλαίσιο μιας καθαρά θεολογικής αντιπαράθεσης, κατά κύριο λόγο ωστόσο διατηρούσε, βασιζόταν πάνω σε θεολογικά επιχειρήματα, σε μια θεολογική βάση. Και έτσι λοιπόν έχουμε τη δημιουργία αυτών των δύο ομάδων, εκ των οποίων θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πιο συμπαγή είναι η πρώτη, η ομάδα των κολυβάδων. Ο όρος κολυβάδες είναι ένας όρος ο οποίος αποδόθηκε από τους αντιπάλους τους στα πρόσωπα αυτά που κυρίως οι κυριότεροι εκπρόσωποι τους και οι ηγέτες θα μπορούσαμε να πούμε της κολυβαδικής παράταξης είναι τα τρία αυτά πρόσωπα που σας αναφέρω εδώ. Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης και ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος. Έχουμε και αρκετά άλλα πρόσωπα στα οποία θα αναφερθούμε όταν θα μιλήσουμε για επιμέρους θέματα. Αλλά κυρίως αυτό το οποίο θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι αυτοί οι τρεις ο Μακάριος, ο Νοταράς, ο Νικόδημος, ο Αγιορίτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος είναι αυτοί οι οποίοι έθεσαν θα μπορούσαμε να πούμε το θεολογικό πλαίσιο για όλες τις θεολογικές συζητήσεις που αφορούσαν στα θεολογικά ζητήματα που προέκυψαν μέσα από αυτές τις αίδες. Προέκυψαν και προέκυψαν ένα πλήθος θεολογικών ζητημάτων τα οποία βέβαια θα δούμε ότι δεν ήταν θέματα που απλά γεννήθηκαν για να γίνονται απλά θεολογικές συζητήσεις. Προέκυψαν μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων αυτών κυρίως στο Άγιον Όρος γιατί εκεί αισθιάζονται, η αισθία είπαμε των πνευματικών ζημώσεων αλλά και των πνευματικών αυτών αντιπαραθέσεων είναι το Άγιον Όρος. Δεν παρέμειναν μόνο οι πνευματικές αυτές αντιπαραθέσεις στο Άγιον Όρος, εξέφυγαν από τα γεωγραφικά όρια του Αγίου Όρους και θα δούμε ότι τόσο οι κολυβάδες όσο και οι αντικολυβάδες και οι αντίπαλοι τους εμφανίζονται και στην Κωνσταντινούπολη στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές και στη Θεσσαλονίκη φυσικά που ήταν μια σημαντική πόλη με ένα σημαντικό πνευματικό περιβάλλον. Και έτσι λοιπόν σας έλεγα ότι ο Όρος καταρχήν κολυβάδες δόθηκε από τους αντιπάλους τους αυτούς που χαρακτηρίζουμε ως αντικολυβάδες με έναν τρόπο υποτιμητικό για να υποτιμήσουν ακριβώς την θεολογία και το θεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαν θέσει τα ζητήματα τα οποία είχαν προκύψει τα πρόσωπα αυτής της ομάδος οι κολυβάδες, η οποία δεν έχει επαναλαμβάνω όπως και οι αντικολυβάδες δεν λειτουργεί με απόλυτα στεγανά και αυτό θα το δούμε στα επόμενα μαθήματα. Δεν το διαπιστώνουμε ούτε από τις ιστορικές πηγές ούτε από τα κείμενά τους ότι ήταν απόλυτα σύμφωνοι σε όλα τα θέματα, υπήρχε μια ενιαία γραμμή σε όλα τα θέματα ούτε στον χώρο των κολυβάδων ούτε και στον χώρο των αντικολυβάδων. Δηλαδή σε επιμέρους ζητήματα παρατηρούμε και διαφοροποιήσεις ενίωτα και παρεξηγήσεις θα μπορούσαμε να πούμε μεταξύ τους γύρω από τα θέματα αυτά, όπως και επαναλαμβάνω κάποια επικοινωνία, σε κάποια θέματα λειτουργούσαν ακριβώς ως κάποια πρόσωπα, ως τα συγκοινωνούν τα δοχεία μεταξύ των δύο ομάδων και βέβαια και οι συμφιλειώσεις που θα δούμε ότι ακόμη και οι ανομολόγητες και αυτές που δεν πιστοποιούνται από τις ίδιες τις πηγές αλλά που προκύπτουν από τα γεγονότα που μας είναι γνωστά. Βασικά αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι εξαιτίας των δύο ερίδων στις οποίες αναφερθήκαμε, με τις οποίες σχετίζονται οι κολυβάδες και οι αντικολυβάδες για τα ιερά μνημόσυνα εξού και κολυβάδες ότι ασχολούνταν με τα κόλλυβα υποτιμητικά τους χαρακτήριζαν έτσι οι αντίπαλοι τους ή για τη συχνή θεία μετάλληψη. Μέσα από τα κείμενα αυτά προκύπτει ένας θεολογικός πλούτος, μια έντονη πνευματική ζήμωση μέσα στον χώρο αυτό και εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε για τα πρόσωπα αυτά είναι η υψηλή θεολογική παιδεία που διακρίνει τα έργα τους τα οποία μας έχουν διασωθεί. Τώρα, μας έχουν διασωθεί έργα τους και τα οποία έχουν εκδοθεί, εκδόθηκαν ήδη και από την εποχή τους, θα δούμε κάποια από αυτά, αλλά και έργα τα οποία παρέμειναν σε χειρόγραφα και ακόμη παραμένουν, οι Φίσταντε είναι ανέκδοτα και σε βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους και σε βιβλιοθήκες άλλων μοναστηριών. Αυτό όμως κυρίως το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσδιορίζει την στόχευση αυτού του πνευματικού κινήματος είναι η προσπάθειά τους για μία αναγέννηση πνευματική που την χαρακτηρίζουμε φιλοκαλική αναγέννηση. Γι' αυτό και το κίνημα αυτό με έναν πιο θετικό τρόπο το χαρακτηρίζουμε ως κίνημα, όχι κολυβαντικό, αλλά κίνημα της φιλοκαλικής αναγέννησης. Γιατί ονομάζεται έτσι? Ονομάζεται έτσι εξαιτίας του πρώτου έργου το οποίο προετοίμασαν και εξέδωσαν οι δύο εκ των προτεργατών αυτού του πνευματικού κινήματος, ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης. Και το έργο αυτό, το πρώτο κοινό τους έργο που επιμελήθηκαν με κείμενα παλαιότερων θεολόγων, παλαιότερων συγγραφέων, ασκητικών συγγραφέων της Βυζαντινής εποχής, της πιο πρόημης, της πιο ώψημης, της περίοδου του ησυχασμού ή και αγιολογικών ακόμη κειμένων, ονομάστηκε, το ανθολόγιο αυτό το πρώτο έργο που επεξεργάστηκαν ονομάστηκε φιλοκαλία. Θα πούμε στα επόμενά μας μαθήματα, θα κάνουμε μια αναφορά στη φιλοκαλία γιατί πραγματικά αποτελεί την καρδιά θα μπορούσαμε να πούμε αυτού του κινήματος και γι' αυτό τα πρόσωπα αυτά εξαιτίας ακριβώς της εκδόσεις της φιλοκαλίας εκδίδεται ήδη το 1782. Δηλαδή πολύ πρώιμα η φιλοκαλία έχει όμως προηγηθεί η αντιπαράθεση γύρω από τα ιερά μνημόσυνα που ξεκινάει λίγο μετά την φυγή του Ευγενείου Βουλγάρεως από την Αθωνιάδα δηλαδή περίπου 20 χρόνια νωρίτερα και περισσότερο έχουμε την κολυβαντική έρηδα. Στη συνέχεια όμως έχουμε αυτήν την σπουδαία συλλογή που συνοδεύεται και από άλλα πολύ σημαντικά έργα όπως είναι ο Ευεργετινός που εκδόθηκε το 1783 ένα χρόνο μετά και πολλά άλλα έργα που θα ακολουθήσουν έντυπα ή σας είπα και κάποια τα οποία μας έχουν σήμερα διασωθεί σε χειρόγραφη μορφή δεν προλαβαν να τα εκδόσουν. Ωστόσο το εκδοτικό έργο τους υπήρξε μοναδικό σε έκταση και σε σημασία ασφαλώς και είναι ένα έργο το οποίο θα δούμε ότι σημάδεψε πραγματικά και την πνευματική πορεία της ελληνόφωνης ορθοδοξίας αλλά και της σλαβικής ορθοδοξίας. Και αυτό έχει επίσης πολύ μεγάλη σημασία γιατί η φιλοκαλία αλλά και άλλα έργα τους μεταφράστηκε λίγο αργότερα και σε διάφορες γλώσσες για να κυκλοφορήσει μεταξύ των ορθόδοξων σλάβων. Ο πρώτος δηλαδή ο οποίος μετέφραστη τη φιλοκαλία είναι ο Άγιος Παΐσιος Βελιτσκόβσκη που είναι ένα πρόσωπο που ζει την ίδια εποχή με τους κολυβάδες και εμφορείται από τις ίδιες ιδέες θα μπορούσα να πούμε από τις ίδιες πνευματικές ανησυχίες και μέσα στον ίδιο πνευματικό χώρο κινείται ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκη και πραγματοποιεί στην σλαβωνική γλώσσα την πρώτη μετάφραση της φιλοκαλίας το 1793 για να ακολουθήσει μετά και μετάφραση της φιλοκαλίας και στα ρωσικά το 1880 και θα δούμε έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αυτό το βιβλίο γιατί είναι ένα από τα βιβλία εκείνα της χριστιανικής πνευματικότητας, της ορθόδοξης πνευματικότητας που κυκλοφόρησαν στις περισσότερες μεταφράσεις ίσως μετά από το βιβλίο της Αγίας Γραφής. Έχει κυκλοφορήσει και εξακολουθεί να μεταφράζεται. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφόρησε ακόμη και σε ασιατικές μεταφράσεις, σε μεταφράσεις σε χώρες της Αποανατολής. Στα κοριατικά, στα ιαπωνέζικα έχουμε μεταφράσεις της φιλοκαλίας. Αυτό δείχνει ότι αυτή η συλλογή σήμανε κάτι και εξακολουθεί να σημαίνει κάτι μέσα στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Έτσι λοιπόν έχουμε αυτά τα τρία πολύ σημαντικά πρόσωπα. Τον Άγιο Μακάριο που τον χαρακτηρίζουμε ως τον ηθήνοντανού του φιλοκαλικού κινήματος και θα δούμε γιατί κατά τη μεγαλύτερος σε ηλικία από τους άλλους δύο αλλά και πιο όρημος στις πνευματικές του αναζητήσεις. Τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη που είναι ο πολυγραφότερος από τον κύκλο αυτών των πατέρων της φιλοκαλικής αναγέννησης και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο που θα τον χαρακτηρίζαμε με μία λέξη ως τον μαχητικότερο από την ομάδα αυτή των κολυβάδων. Θα σταματήσουμε εδώ και θα συνεχίσουμε στο επόμενο μάθημα για να δούμε και το δεύτερο σκέλος που αφορά στους νεομάρτυρες και στο τι δηλώνει ο όρος αυτός και σε ποια πραγματικότητα ανταποκρίνεται η παρουσία των νεομαρτύρων κατά την εποχή αυτή αλλά και πως σχετίζεται με τα πρόσωπα αυτού του πνευματικού κινήματος και τι δήλωνε η σύνδεση και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μία ομάδα και στην άλλη. |