Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7
Διάλεξη 7: Με το σημερινό μάθημα περνάμε σε μία νέα ενότητα αποκρύφων κειμένων. Πρόκειται για τα κείμενα εκείνα, τα εξοκαμηνικά κείμενα, τα οποία συνήθως τα ονομάζουμε στην έρευνα Ευαγγέλια του Πάθους. Δεν είναι Ευαγγέλια του Πάθους, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε ήδη από το τίτλο, πρόκειται για έναν ευα...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2015
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=fe6f62eb |
id |
735ba32b-3978-4770-88d7-38e371dd5b10 |
---|---|
title |
Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 |
spellingShingle |
Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 / Διάλεξη 7 Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία ευαγγέλια απόκρυφα Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=fe6f62eb |
publishDate |
2015 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/1058/efc3/c4d6/2b63/641c/e239/72ab/c3ab/1058efc3c4d62b63641ce23972abc3ab.jpg |
topic |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία ευαγγέλια απόκρυφα |
topic_facet |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία ευαγγέλια απόκρυφα |
author |
Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
author_facet |
Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
hierarchy_parent_title |
Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια |
hierarchy_top_title |
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Επίκουρη Καθηγήτρια |
author2_role |
Επίκουρη Καθηγήτρια |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
00:59:54 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Με το σημερινό μάθημα περνάμε σε μία νέα ενότητα αποκρύφων κειμένων. Πρόκειται για τα κείμενα εκείνα, τα εξοκαμηνικά κείμενα, τα οποία συνήθως τα ονομάζουμε στην έρευνα Ευαγγέλια του Πάθους. Δεν είναι Ευαγγέλια του Πάθους, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε ήδη από το τίτλο, πρόκειται για έναν ευαγγέλιο του Πάθους, όπως αντιλαμβάνεστε ήδη από το τίτλο, πρόκειται για κείμενα, τα οποία αφορούν στο Πάθος και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, που είναι επίσης ένα κομμάτι της ιστορίας του Ιησού, εξαιρετικά ενδιαφέρον και εξαιρετικά δύσκολο, με αρκετά κενά. Και είναι φυσικό, οι αρχαίοι συγγραφείς αυτών των εξοκανονικών κειμένων έχονται να απαντήσουν ακριβώς σε αυτές τις απορίες και στην ανάγκη να συμπληρωθούν αυτά τα κενά. Είπαμε πάρα πολλές φορές, το επανταλαμβάνω και τώρα, ότι τα κείμενά μας, τα λεγόμενα απόκρυφα, σαν βασικό σκοπό έχουν να συμπληρώσουν την ευαγγελική ιστορία. Να απαντήσουν δηλαδή σε ερωτήματα τα οποία παραμένουν προφανώς ανοιχτά από τα όσα λέει ευαγγελική αφήγηση. Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα την περίπτωση των Ευαγγελίων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, που είπαμε ότι έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, το τι έγινε στα παιδικά χρόνια του Ιησού, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά, ουσιαστικά ελάχιστα γνωρίζουμε από την ευαγγελική αφήγηση. Ένα άλλο κενό είναι αυτό που αφορά κυρίως στο θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και κυρίως τα τρεις αυτές μέρες, τις οποίες ο Ιησούς, από τρεις μέρες που ο Ιησούς παραμένει στον τάφο, σύφωνα πάντα με την ευαγγελική αφήγηση, και δεύτερον, το πώς ακριβώς έγινε η ανάσταση. Γιατί αν ανατρέξουμε στις κανονικές αφηγήσεις θα δούμε ότι πραγματικά αυτά τα δύο σημεία που ουσιάζουν. Τα Ευαγγέλια με μπορεί να περιγράφουν την επίσκεψη των γυναικών στον άδειο τάφο, μπορεί να μιλούν για την εκφάνιση του αναστημένου Ιησού στους μαθητές, αλλά δεν λένε τίποτε για τη στιγμή αυτή καθαυτή της ανάστασης, πώς ακριβώς έγινε η ανάσταση. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει, ίσα-ίσα μπορούμε να πούμε ότι οι ευαγγελικές αφηγήσεις της ανάστασης σε αυτό το σημείο συμφωνούν όλες μεταξύ τους, παρά τις επιμέρους διαφορές, οι οποίες σαφώς έχουν, ωστότι ακριβώς το πρώτο σημείο αναφοράς τους είναι ο κενός τάφος, το τάφος που επισκέπτονται κάποιες γυναίκες και πληροφορούνται ότι ο Ιησούς δεν είναι πια στον τάφο και δεν είναι νεκρός. Πώς όμως έγινε αυτό το ίδιο το γεγονός, είναι άγχος το. Βέβαια υπάρχουν κάποιες προσπάθεις και στα ίδια τα κανονικά Ευαγγέλια να δοθούν κάποιες απαντήσεις σε αυτό. Μια πολύ καλή περίπτωση είναι το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπου ο Ματθαίος προσπαθεί να εξηγήσει και να συμπληρώσει τα κενά της αφήγησης του Μάρκου, ο οποίος ως γνωστό είναι το αρχαιότερο Ευαγγέλιο που έχουμε στη διάθεσή μας, προσθέδοντας ακριβώς την ιστορία για τον άγγελο που κατεβαίνει από τον ουρανό, το σεισμό που γίνεται και κυλάει πέτρα ολίθως και τους στρατιώτες οι οποίοι φοβούνται και φεύγουν. Και όλο αυτό έρχεται να απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα που δημιουργεί η αφήγηση του Μάρκου, παραμονώς χάρη γιατί οι γυναίκες βρήκαν κυλισμένη την πέτρα, γιατί δεν βρήκαν τους στρατιώτες οι οποίοι υποτίθεται ότι φύλαγαν, ήταν η φρουγά έξω από τον τάφο και ούτε καθεξής. Όμως ακόμα και στα κανονικά Ευαγγέλια, ακόμα και σε μια προσπάθεια σαν αυτή του Ματθαίου, βλέπουμε ότι είναι πάρα πολύ συγκρατημένη, θα λέγαμε, η προσπάθεια συμπλήρωσης της ιστορίας, γίνεται μια προσπάθεια να δε δίνονται υπερβολικά στοιχεία και κυρίως δεν απαντάται το βασικό ερώτημα τι ακριβώς έγινε τη στιγμή της Ανάστασης. Αυτό είναι το ένα. Και το δεύτερο, φυσικά, είναι τι γίνεται στις τρεις μέρες που ο Ιησούς παραμένει στον τάφο. Υπάρχει μια αναφορά στην Α' Πέτρου ότι ο Ιησούς κήρυξε στους νεκρούς, είναι μια πολύ σύντομη αναφορά στην Α' Πέτρου, χωρίς ιδιαίτερες παραπέρανοίξεις. Αυτό, όμως, έδωσε τροφή, έδωσε έμπνευση, θα λέγαμε, σε ορισμένα από αυτά τα Ευαγγέλια του Πάθους να μιλήσουν γι' αυτό το περιστατικό. Σήμερα θα δούμε ένα Ευαγγέλιο το οποίο μιλάει κυρίως για τη στιγμή της Ανάστασης. Και στο επόμενο μας μάθημα θα δούμε ένα Ευαγγέλιο το οποίο μιλάει για αυτές τις τρεις μέρες στον τάφο του Ιησού. Και θα δούμε ακριβώς αυτό που είπα προηγουμένως, αυτή την τάση συμπλήρωσης και εξήγησης, έτσι ώστε να μην παραμένουν κενά στην Ευαγγελική ιστορία. Το Ευαγγέλιο λοιπόν για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα είναι το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Πέτρου. Έτσι αποδίδεται στον μεγαλύτερο θα λέγαμε στην κεντρική φυσιογνωμία των μαθητών στο στήλο της Αρχαίας Εκκλησίας. Επομένως με την απόδοση αυτή έχει ήδη ένα ιδιαίτερο κύρος. Και γι' αυτό ακριβώς αποδίδεται και στον Πέτρο, είναι ψευεπίγραφο σαφώς δεν χρειάζεται να το πω. Αλλά η επιλογή του Πέτρου ως του μάρτυρα για αυτό το Ευαγγέλιο είναι δεν τυχαία αλλά ακριβώς από σκοπή στο να δώσει σε αυτό το κείμενο μία ιδιαίτερη αξία και ένα ιδιαίτερο κύρος, κάτι το οποίο γνωρίζουμε ότι είχε στην Αρχαία Εκκλησία. Και μάλιστα για αυτό το Ευαγγέλιο έχουμε αρκετές αναφορές στους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες, ενώ για άλλα Ευαγγέλια δεν έχουμε τόσες αναφορές. Μπορεί να είναι μία, δύο ή και πολλές φορές ούτε καν ξεκάθερα αναφορά σε αυτά τα Ευαγγέλια ή κείμενα γενικότερα απόγριφα. Για το Ευαγγέλιο του Πέτρου έχουμε αναφορές από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές του 3ου αιώνα μεταδορυγένη, έχουμε μαρτυρία στον Ιερώνημο, στον Ευσέδιο και στο Θεοδόρητο Κύρου. Αυτό λοιπόν είναι το κείμενο το οποίο μαρτυρείται σ' αυτούς τους συγγραφείς. Εδώ θα προσθέσω ότι ο Ευσέδιος Κεσαρίας παραπέμπηκε σ' έναν αρχαιότερο μάρτυρα του Σεραπείου, ένα επίσκοπο Αντιοχίας, για το οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο. Αυτό λοιπόν το κείμενο ταυτίστηκε στην έρευνα με ένα χειρόγραφο, το οποίο βέβαια το κείμενο σώζεται σε απός πραγματικής μορφής αυτό το χειρόγραφο, σε ένα χειρόγραφο λοιπόν που βρέθηκε στα 1886-1887 στο Ακχύμ. Στην αρχαία Πανόπολη δηλαδή της ΑνωΕγύπτου. Αυτό λοιπόν το κείμενο από πολύ νωρίς θεωρήθηκε ότι είναι το κείμενο του Ευαγγελίου του Πέτρου, το οποίο όπως είπα το ανέφερα αρκετήξε αρχαίοι συγγραφείς. Η σημαντικότερη μαρτυρία, το ανέφερα λίγο βιαστικά νωρίτερα, που έχουμε για το χειρόγραφο, για το Ευαγγέλιο του Πέτρου, προέρχεται από έναν επίσκοπο, τον επίσκοπο Αντιοχίας Σεραπείωνα, ο οποίος έζησε ανάμεσα στο 189 με 182 και τις αρχές του 3ου αιώνα. Είναι λίγο νωρίτερα δηλαδή, είναι λίγο περίπου κοντά στην εποχή του Οργένη και των άλλων πρώτων μαρτύρων για το Ευαγγέλιο. Ο Ευσέβιος Κεσαρίας παραθέτει στο κείμενο της εκκλησιαστικής ιστορίας ένα απόσπασμα από μία επιστολή αυτού του επισκόπου, του Σεραπείωνα, προς την εκκλησία του Ρώσου. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό το απόσπασμα γιατί ο Σεραπείων, ο οποίος είναι επίσκοπος της περιοχής, λέει ότι βρέθηκε στην κοινότητα αυτή και άκουσε να διαβάζει το Ευαγγέλιο του Πέτρου. Αρχικά δεν το θεώρησε σαν κάτι κακό, αργότερα όμως, γνωρίζοντας κυρίως την επίδραση που είχαν οι δοκείτες, θεωρεί ότι αυτό το κείμενο δεν είναι καλό να διαβάζεται γιατί το συνδέει με το δοκιτισμό και θα εξηγήσω σύντομα τι είναι ο δοκιτισμός. Και από την μια μεριά λέει ότι μέσα στο κείμενο υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία θα πρέπει να αποδοθούν στον Πέτρο, δηλαδή θεωρεί ότι είναι, θα λέγαμε, σύμφωνα με τη δασκαλία και την εμπειρία της εκκλησίας. Από την άλλη όμως μεριά θεωρεί ότι υπάρχουν και κάποιες κακοδοξίες και γι' αυτό καλεί τους χριστιανούς να μην το χρησιμοποιούν πλέον αυτό το κείμενο, να μην το διαβάζουν. Και μάλιστα αυτό που προκύπτει από τον τρόπο που γράφει ο Σαραπείονας είναι όχι τόσο ότι θεωρεί αυτό καθ' αυτό το κείμενο κακό ή κακόδοξο, αν θέλετε, ή αιρετικό, αλλά περισσότερο θεωρεί κακή την δοκιτική ερμηνεία του κειμένου και ίσως τις κάποιες παρεμβολές, κάποιες προσθήκες που έγιναν σ' αυτό τις οποίες θεωρεί υπομπές. Οι δοκιτές ως γνωστό είναι μια ομάδα μέσα στον αρχαίο χριστιανισμό, η οποία ακριβώς παλεύει με το πρόβλημα του πώς ο Θεός ο ίδιος σταυρώθηκε και πέθανε, αν είναι να τόν ο Θεός να πεθάνει και να σταυρεθεί. Γι' αυτό θεωρούν ότι εφάνι έδωξε στους ανθρώπους ότι ο Ιησούς πέθανε πάνω στο σταυρό και ήταν διάφορες ερμηνείες, είτε ότι κάποιος άλλος σταυρώθηκε στη θέση, είτε όπως ο Σύμμενο Κυρινέος, ή πολύ περισσότερο, ότι ήταν ένα φάντασμα, ήταν μια φαντασία των ανθρώπων, νόμιζαν ότι τον σταύρωσαν, ουσιαστικά όμως εκείνος δεν είχε σταυρωθεί. Και έχουμε αυτήν την ιδέα σε πολλά κείμενα της αρχαίας, απόκριφα της εκκλησίας, του αρχαίου χριστιανισμού, όπου ο Χριστός φαίνεται να στέκεται μακριά από το σταυρό και να βλέπει τους υπόλοιπους να τους περιγελάει γιατί προσπαθούν το σταυρός να ομολύσουν το σταυρό και το καθ' εξής. Από αυτό που λέει ο Σαραπείωνας, και είναι αρκετά αρχαία η μαρτυρία, μιλάμε για τέλη Β' και αρχές του 3ου αιώνα μετά Χριστό, φαίνεται ότι κυκλοφορούσε ένα κείμενο που αποδιδόταν στον Πέτρο. Δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο από ένα, δεν πρέπει να ήταν πραγματικά ένα το κείμενο που στην αρχαιότητα αποδόθηκε στον Πέτρο. Και φαίνεται ότι αυτό το κείμενο, ακριβώς λόγω του ότι συνδεόταν με το όνομα του Πέτρου, έχε μεγάλης εκτίμησης σε πολλές τοπικές εκκλησίες. Έτσι ώστε να διαβάζεται κιόλας. Υπάρχει εδώ μια συζήτηση ότι προφανώς το Ευαγγέλιο του Πέτρου διαβαζόταν και μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο. Στη συνέχεια, λίγο αργότερα, μετά από το Σαραπείωνα, ο Ριγένης, στο υπόμνημά του στον Καταμακτέων, συζητά το θέμα των αδελφών του Ιησού. Γνωρίζετε ότι στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Ιησούς είχε αδέλφια. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση την οποία την κάναμε και σε παλαιότερο μάθημα, αν είναι τα ξαδάρφια του, αν είναι παιδιά του Ιωσήφ από άλλο γάμο. Και λέει εκεί ο Ριγένης ότι με αυτό το θέμα ασχολείται και το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ή η μαρτυρία του Ιακώμου. Δεν είναι απόλυτα βέβαιος. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ο Ριγένης μάλλον δεν έχει μπροστά του το ίδιο το κείμενο του Πέτρου, γιατί αν το είχε φυσικά θα ήξερε αν λέγεται ή όχι κάτι τέτοιο εκεί. Εκφράζει αφιβολίες. Πρέπει να μου σημαίνει ότι απλώς το γνωρίζει, είτε του περιεχόμενού του γνωρίζει προφορικά ή έχει ακούσει γενικά γι' αυτό και ούτω καθεξής. Ο Ευσέβιος αργότερα είναι πολύ πιο ξεκάθαρος. Το συγκαταλέγει μεταξύ των ψευδεπιγράφων κειμένων, τα οποία αποδίδονται σε αυτά τα συγγράμματα, σε αυτά τον κύκλο που λέμε του Πέτρου, δηλαδή συγκείμενά τα οποία στην αρχαία εκκλησία ψευδεπίγραφα αποδόθηκαν στον Πέτρο. Μάλιστα το διαχωρίζει ξεκάθαρα από τις δύο επιστολές α και β Πέτρου, οι οποίες ξέρουμε ότι είναι στον κανόν της Καινής Διαθήκης. Και στην διαγραμμή ακολουθεί και ο Ιερόνιμος. Στη μαρτυρία του Ευσέβιου και στη μαρτυρία του Ιερονίμου, στυρίζεται και η απόφαση αργότερα, το λεγόμενο «Decretum Gelasianum», πρόκειται για συνοδική απόφαση στην Εκκλησία της Ζυνητικής Εκκλησίας, η οποία ορίζει σε γενικές ραμμές το περιεχόμενο του κανόνα και θέτει εκτός κανόνα μία σειρά κειμένων, τα οποία προφανώς κυκλοφορούσαν ευρύτατα στην αρχαία εκκλησία και είχαν μία αμφιλεγόμενη θέση, κάτι μεταξύ κανονικού και μη κανονικού κειμένου. Αργότερα ο Θεοδώρης του Σκύρου υποστηρίζει ότι μία Ιουδαϊκή ομάδα, θεωρεί ότι δεν είναι Χριστιανοί, μαρτυρεί ότι αυτοί δεν δέχονται τον Ιησού ως Θεό, ότι μία ομάδα, η λεγόμενη «Ναζωρέη», διάβαζαν μεταξύ άλλων και χρησιμοποιούσαν και το Ευαγγέλιο του Πέτρου και τέλος ο Δήμος το θεωρεί απόκρυφο κείμενο επίσης. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί δείχνει ακριβώς, βλέπουμε εδώ όλη τη μαρτυρία της Αρχαίας Εκκλησίας όσον αφορά το κείμενό μας και όπως είπα και άλλες φορές μιλώντας για τα υπόλοιπα κείμενα, δεν έχουμε τόσο νωρίς για πολλά κείμενα μαρτυρία στους Αρχαίους Κρισιαστικούς συγγραφείς. Ακόμα και ένα κείμενο όπως είναι για παράδειγμα το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου σε γενικές δραμές χρησιμοποιείται πολύ μεταγενέστερα μέσα στην Εκκλησία ή παρατήθητε όπως είχαμε πει σε ομιλίες και κηρύγματα με αφορή της αιωτές του θεωρητωρικού κυκλού, αλλά εδώ έχουμε ένα κείμενο το οποίο ήδη από τα τέλη του αρχές του 3ου αιώνα μαρτυρείται μέσα στην Αρχαία Εκκλησία, μιλάμε δηλαδή και ένα αρχαίο κείμενο. Βέβαια το ερώτημα πάντα που θα πρέπει κανείς να θέσει είναι αν το κείμενο που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας και ονομάσαμε Ευαγγέλιο του Πέτρου, αν αυτό το κείμενο είναι πραγματικά το κείμενο για το οποίο κάνουν λόγο η εκκλησιαστική αυτή συγγραφής. Η έρευνα σήμερα λέει ναι και λέει ναι για πολλούς λόγους, λογομιότητας του περιεχομένου σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά κυρίως γιατί δύο φορές μέσα στο κείμενο θα τα δούμε στη συνέχεια ο Πέτρος ο ίδιος προσωπικά μιλάει, λέει εγώ ο Πέτρος, λέω αυτό και το άλλο, λέει ακριβώς ότι ο συγγραφέας του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιαζόταν να είναι ο Πέτρος. Και μάλιστα ένα μία άλλη ενδιαφέρουσα μαρτυρία είναι ένα όστρακο, όστρακο μιλάμε ένα κομμάτι από αγγείο πάνω στο οποίο είναι γραμμένο κάποιο μικρό κείμενο που βρέθηκε από δύο Γάλλους ρευνητές στα 1904 και το οποίο ανάγεται στον 6ο αιώνα, συγγνώμη, στο οποίο επάνω γράφεται, αναφέρεται ο Πέτρος ως Ευαγγελιστής. Τώρα, αν ο Πέτρος θεωρούνταν ότι έγραψε ένα Ευαγγέλιο ή όχι αυτό είναι ανοιχτό στην έρευνα, όμως είναι πάρα πολύ πιθανό να ονομάζεται Ευαγγελιστής, ακριβώς γιατί σε αυτόν αποδιδόταν από πολύ αρχαίους χρόνους ένα Ευαγγέλιο, αυτό το Ευαγγέλιο για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα. Το κείμενό μας, λοιπόν, το οποίο σήμερα το έχουμε μονάχα, όπως είπα, σε ένα αντίγραφο από το Ακχήμα από την Πανόπολη και το οποίο είναι αρκετά μεταγενέστερο, δεν θα μιλήσουμε για αυτά τώρα σε λίγο, μάλλον στην αρχική του μορφή προέρχεται από κάποια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, δύσκολο να την προσδιορίσουμε με μεγάλη ακρίβεια, η έρευνα μου σήμερα κατατείνει και συμφωνεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποια περιοχή στη Συρία και το πιο πιθανό να είναι η Βόρεια Συρία, ο τόπος συγγραφής, όπου ξέρουμε ότι υπάρχει μία έντονη παράδοση γύρω από το πρόσωπο του Πέτρου και στην οποία περιοχή τοποθετούμε και άλλα κείμενα απόκριφα τα οποία αποδιβεί στον Πέτρο. Και όσον αφορά τον χρόνο συγγραφής, σήμερα η έρευνα πάλι τείνει και υποστηρίζει η φωνή ότι μάλλον θα πρέπει να βάλουμε ως χρόνο, το πιο πιθανό χρόνο συγγραφής, τα μέσα του Δευτέρου Εώνα μετά Χριστό. Άρα μιλάμε για ένα πολύ παλαιό κείμενο, ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρουνο όπως θα δούμε στη συνέχεια, το οποίο μάλιστα όπως και θα παρουσιάσουμε λίγο μετά, είναι ένα κείμενο το οποίο προκάλεσε μεγάλη συζήτηση στην έρευνα και μάλιστα σε σχέση με τα υπόλοιπα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα στους κόλπους του ακαδημαϊκού φόρουμ που ονομαζόταν «Jesus Seminar» και το οποίο είχε σαν ένα από τους πολλούς του στόχους να αναδείξει τέτοια κείμενα του αρχαίγου, του χριστιανισμού αναζητώντας πίσω από αυτά αμαρτηρίες για τον ιστορικό Ιησού. Μέσα σε αυτήν την ομάδα αυτό το κείμενο απέκτησε με ιδιαίτερη αξία και μελετήθηκε θα λέγαμε πάρα πολύ. Οπωσδήποτε σήμερα πολλά από τα συμπεράσματα αυτής της ομάδας του «Jesus Seminar» δεν γίνονται δεκτά γιατί θεωρούνται ακραία, όμως σε κάθε περίπτωση ακριβώς αυτή η έμφαση δείχνει το πόσο ενδιαφέρον και πόσο σαγηνευτικό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι ένα τέτοιο κείμενο. Σχετικά με την παράδοση του κειμένου τα πράγματα είναι μάλλον απλά, δηλαδή δεν θα έχουμε αυτή την πολυπλοκότητα την οποία είδαμε, σε κείμενο όπως ήταν το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Ευαγγέλιο του Ψευδομαρθέου και το καθεξής και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο, γιατί δεν έχουμε πολλά χειρόγραφα. Είναι ένα κείμενο το οποίο δεν διασώθηκε σε πολλούς μάρτυρες. Ο κύριος μάρτυρας του κειμένου μας είναι ένα περγαμινό χειρόγραφο το οποίο βρέθηκε, όπως είπα, στο Απχύμ, δηλαδή στην αρχαία πανόπολη της Άνω Αιγύπτου, βρέθηκε το χειμώνα του 1886-1887, σύφιωνα με τις αρχικές μαρτυρίες βρέθηκε σε τάφο Μοναχού. Η τελευταία έκδοση των αποκρύφων και όπου το κείμενο το παρουσιάζει ο Τοβίες Νίκλας, ο οποίος είναι και ένας γνώστης μεγάλος του συγκεκριμένου κειμένου, διατυπώνει αφιβολίες για το αν βρέθηκε πραγματικά σε τάφο Μοναχού. Σε κάθε περίπτωση, αν ισχύει, είναι ενδιαφέρον γιατί έχουμε ακόμα ένα κείμενο το οποίο συνδέεται με το μοναστικό χώρο, πρώτο, και δεύτερον ενδιαφέρον με την έννοια ότι βλέπουμε και τις αναγνωστικές επιλογές των μοναχών της αρχαιότητας, οι οποίες ξεφεύγουν από αυτό που λέμε μοναχακανονικά βιβλία. Ο κώδικας λοιπόν αυτός που βρέθηκε στο ACCHIM περιέχει εκτός από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, ακόμα ένα κείμενο το οποίο αποδίδεται στον Πέτρο, μια εκδοχή της ελληνικής έκδοσης της Αποκάλυψης του Πέτρου, δεν είναι η ίδια ακριβώς, είναι παραλλαγή. Επίσης, έχει ένα κομμάτι από το βιβλίο του Ενώχου, ένα κείμενο εξαιρετικά αγαπητό στην αρχαία εκκλησία, είναι και όχι χριστιανικό, με έντονα αποκαλυπτικά στοιχεία και κολλημένο μέσα στον κώδικα βρήκαν και ένα φύλλο από τις πράξεις Ιουλιανού της Αναβαρζού. Πρόκειται και αυτό για ένα απόκρυφο κείμενο. Τώρα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι με βάση της παλαιογραφικής πλέον μελέτες του κειμένου, του χεινογράφου, είναι τα δύο κείμενα, δηλαδή το Ευαγγέλιο του Πέτρου και αυτό που ονομάζεται Αποκάλυψη του Πέτρου, προέρχονται από το ίδιο χέρι. Πρόκειται δηλαδή για τον ίδιο συγγραφέ, κάτι που δεν ισχύει για τα άλλα δύο. Και μάλλον ηκάζεται ότι ανάγονται στις αρχές του 6ου αιώνα. Άρα λοιπόν η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για το χειρόγραφο είναι του 6ου αιώνα. Είπα βέβαια ότι το κείμενο πάει πιο πίσω στα μέσα του 2ου αιώνα ακριβώς γιατί μαρτυρίες για αυτό το χειρόγραφο, μαρτυρίες για αυτό το Ευαγγέλιο έχουμε πολύ νωρίτερα με τους Αραπείων. Να πω σε παρένθεση κάτι που παρέληψα πριν να πω ότι η μαρτυρία του Ιουστίνου μάλλον δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με το συγκεκριμένο κείμενο. Θα δούμε και γι' αυτό στη συνέχεια. Άρα λοιπόν μέσα του 6ου αιώνα το πρώτο χειρόγραφο που έχουμε για το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο. Υπάρχει και μία υπόθεση των Τζέιμς και του Νίκλας οι οποίοι θεωρούν ότι αυτό που ονομάζεται Απόκριφη Αποκάλυψη στο συγκεκριμένο χειρόγραφο μάλλον είναι κομμάτι του Απόκριφου Ευαγγελίου του Πέτρου. Αυτή η θέση δεν έχει σήμερα γίνει δεκτή. Την αναφέρω όμως γιατί είναι ενδιαφέρουσα. Σε κάθε περίπτωση το κομμάτι αυτό που ονομάζεται Απόκριφη Αποκάλυψη του Πέτρου ξεκινάει απότομα χωρίς ουσιαστικά να φαίνεται να είναι ολοκληρωμένο στην αρχή. Πράγμα που σημαίνει ότι λείπει κάτι, διότι ξεκινάει με τους Ιουδαίους και λέει από τους Ιουδαίους όμως κανένας δεν έπινε τα χέρια του, δεν έχει πρόλογο, δεν έχει τίποτα. Οπότε που σημαίνει ότι προφανώς λείπει ένα κομμάτι του κώδικα ή καταστράφηκε, ξαναφτιάχτηκε αυτός ο κώδικας για να μπορέσει να σωθεί το κέντρο για τον ιδιοκτήτη του. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα και τελειώνει επίσης απότομα. Θα διαβάσω πάλι για να δείτε το πώς τελειώνει. Ήταν η τελευταία μέρα των Αζίμων και πολλοί έφευγαν από την πόλη και επέστρεφαν στα σπίτια τους, θα πούμε γιατί μετά, γιατί η γιορτή είχε τελειώσει, εμείς όμως οι 12 μαθτές του κύριου κλαίγαμε και είμασταν αχτυμένοι και κανένας από εμάς και καθόσα καθώς ήταν θλιμμένος γι' αυτό που είχε συμβεί έφυγε το σπίτι του. Αλλά εγώ ο Σίμων ο Πέτρος, να είναι μια αναφορά στον Πέτρο και ο Ανδρέας ο αδερφός μου πήραμε τα δίχτυα μας και πήγαμε στη Λίμνη. Ήταν μαζί μας ο Λεβύς ο γιος του Αλφέου τον οποίον ο κύριος και με συνεχίζει. Άρα λοιπόν λείπει και από εδώ το τέλος του Ευαγγελίου. Έχουμε ένα κείμενο αποσπασματικό όμως σε κάθε περίπτωση αρκετά εκτενές ώστε να μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα πολύ διαφορεσότερο να κάνουμε συγκρίσεις με τις υπόλοιπες πληροφορίες που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια για τον Ιησού και το πάθος και την ανάστασή του. Οικάζουμε βέβαια ότι το τέλος του Ευαγγελίου μάλλον συμπληρωνόταν με στοιχεία που ξέρουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια. Γιατί λέει ότι ο Πέτρος πήγε στην Γαλιλαία, ξέρουμε ότι στα Ευαγγέλια αναφέρεται η συνάντηση του Ιησού με τον Πέτρο στη Γαλιλαία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Ίεσως λοιπόν, και εδώ να ακολουθεί την ίδια γραμμή που την ξέρουμε και από άλλα απόκρυφα κείμενα, να υπάρχει μια ιστορία εντελώς άσχετη από την κανονική Ευαγγενική παράδοση και στη συνέχεια να συμπληρώνεται με στοιχεία ή με την ίδια αυτολεξία της ιστορίες που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγένια. Το κείμενο, έτσι όπως το έχουμε σήμερα, έχει δύο ειδών διαρρέσεις. Στην έκδοση του Καραβιδόπουλου συμπεριλαμβάνονται και οι δύο. Η μία εκδοχή χωρίζει το κείμενο σε 14 κεφάλαια, είναι η διαρρέση που πρότεινε ο Ρόμπινσον. Ο Δε Χάρνακ πρότεινε το χωρισμό του σε 60 στίχους. Όπως και να το δούμε δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, γιατί όπως είπα το κείμενό μας είναι εξαιρετικά αποσπασματικό. Εκτός λοιπόν από το χειρόγραφο αυτό, το περγαμινό αυτό χειρόγραφο, έχουμε ακόμα δύο σπαράγματα παπίρων, δύο μικρά κομμάτια από παπίρους που βρέθηκαν στην Οξύνηχο. Είναι ο παπίρος 2949, τα οποία εντοπίστηκαν το 1972 από τον Κόλς. Το κείμενο αυτό, το οποίο διασώζεται τέλος πάντως αυτά τα δύο σπαράγματα, ηκάζεται ότι προέρχεται, τουλάχιστον ο πρώτος εκδότης θεώρησε ότι προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, και μάλιστα γιατί ακριβώς έχει πάρα πολλές ομοιότητες με τα κεφάλαια 3-5 του απόκριθου Ευαγγελίου, όμως δεν είναι το ίδιο. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια συγγένεια τόσο μεγάλη μεκτική, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για ένα παρόμοιο κείμενο με εκείνο το αποκρίφω Ευαγγελίου, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι ακριβώς το ίδιο. Σε κάθε μας περίπτωση είναι πάρα πολύ κοντά το ένα με το άλλο, για να αντεχθούμε μια συγγένεια μεταξύ τους. Αυτός ο Πααπηρός ο 2949 χρονολογείται στον 2ο με 3ο αιώνα, αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί αυτό είναι ακόμα μια ένδειξη για να πάμε το κείμενό μας πίσω στο χρόνο και θα πούμε αυτό που είπαμε πριν ότι πρέπει να είναι το μέσον του 2ου αιώνα, γιατί εφόσον αυτό το κείμενο παρουσιάζει τόσο μεγάλη συγγένεια με το Ευαγγέλιο του Πέτρου και με τα συγκεκριμένα κεφάλαια 3-5 τα οποία είπα πιο πριν, αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι κάποιος το ένα γνωρίζει το άλλο και επιμένως μπορούμε να το τοποθετήσουμε σχετικά κοντά φρονικά. Εκτός τούτου στην έρευνα έχουν προτερθεί και άλλα χειρόγραφα που βρέθηκαν ότι είναι κομμάτια από το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο, ο Πάπυρος G. 25, το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Φαγιού, και επίσης ο Πάπυρος Ωξυρίχου τεσ. 1009. Σήμερα δεν θεωρούμε ότι δεν δέχεται γενικά η έρευνα ότι αυτά τα δύο κείμενα προέρχονταν από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, η υπόθεση είναι ότι και αυτά αντλούν από μία κοινήπη δεξαμενή παραδόσια ή αν υπάρχει κάποια σχέση πρέπει να είναι εξαιρετικά μακρινή και έμμεση, οπότε δεν μπορούμε να πούμε για μια άμεση λογοτεχνική εξάρτηση των δύο αυτών κειμένων. Είπα και ξεκινώντας την παρουσίαση ότι το Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι από αυτά τα κείμενα τα οποία πολύ συχνά μαρτυρείται, ή αρκετά τέλος πάντων, που συχνά μαρτυρείται στην πατερική γραμματεία και στην αρχαία χριστιανική γραμματεία. Πραγματικά έχουμε πληροφορίες ότι υπήρχε αυτό το κείμενο, δεν έχουμε αρκετές μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούνταν αυτό το κείμενο. Υπάρχουν κάποιες, όπως είπα για τους Αραπείων και νωρίτερα, που είναι αποαυτόνομους, δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες για τη χρήση του μέσα στην εκκλησία, ούτε βλέπουμε οι προηγούμενοι από αυτό να το χρησιμοποιούν μέσα στα κείμενα τους. Οι ουστίνους και με λίγων σάρδεων που θεωρήθηκαν ότι ίσως είναι μάρτυρας της χρήσης, δηλαδή το Ευαγγέλιο και το χρησιμοποιούν μέσα στα δικά τους κείμενα, σήμερα αυτό αφισβητείται από την έρευνα, θεωρούν ότι μάλλον αντλούν και αυτοί από μία κοινή παράδοση, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν το ίδιο το κείμενο και προφανώς αντλούν από μία δεξαμινή παραδόσον, που όπως είπα είναι κοινή στην περιοχή της Συρίας, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εξαρτήσεις και των δύο συγγραφέων. Κάποια ύχνη επίδρασης του κειμένου μας, δηλαδή χρήσης ουσιαστικά ορισμένων λέξεων, ορισμένων μοτίβων που βρίσκουμε και στον Πέτρο, βρίσκουμε και στο λεγόμενο Ευαγγέλιο του Βερολίνου, αλλά και εδώ πάλι είναι πολύ αχνή θα λέγαμε η σχέση, ώστε να μην μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να πούμε ότι όντως υπάρχει μια τέτοια άμεση εξάρτηση. Και αυτό για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι ότι το κείμενο χρησιμοποιείται κατά κόρμα από τους Μανιχαίους. Μια τέτοια βιβαιότητα μας δίνει και ένα σπάραγμα, το λεγόμενο σπάραγμα του Τουρφάν 18, που είναι ο Μανιχαϊκός κείμενο, και στο οποίο φαίνεται ακριβώς αυτή η άμεση λογοτεχνική εξάρτηση μεταξύ αυτού του σπαράγματος και του Ευαγγελίου του Πέτρου. Και φυσικά υπάρχουν και άλλα κείμενα που κατά καιρούς έρχονται στην επιφάνεια και τα οποία θεωρούμε ότι ίσως γνωρίζουν το Ευαγγέλιο του Πέτρου, αλλά για όλα αυτά η έρευνα τελικά καταλήγει ότι μάλλον είναι πάρα πολύ χαλαρή η όποια σχέση, έτσι ώστε να μην μπορούμε βεβαίως να πούμε ότι υπάρχει μια εξάρτηση κειμενική μεταξύ των δύο κειμένων. Ένα από τα θέματα που απασχόλησε πάρα πολύ την έρευνα είναι το θέμα της σχέσης του συγκεκριμένου Ευαγγελίου με την κανονική Ευαγγελική παράδοση, δηλαδή κατά πόσο ο συγγραφέας αυτού του αποκρύφου γνωρίζει τα Ευαγγέλια, τα χρησιμοποιεί, εξαρτάται λογοτεχνικά από αυτά ή όχι. Και μία τάση που διατυπώθηκε, όπως θα δούμε κιόλας μάλιστα είναι διάφορες οι τάσεις, αλλά η μία σημαντική τάση είναι αυτή του Τένκερ, ο οποίος λέει ότι το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο δεν έχει καμία εξάρτηση από τα κανονικά Ευαγγέλια, δεν τα γνωρίζει ο συγγραφέας ή δεν τα χρησιμοποιεί τουλάχιστον και ότι αντίθετα ανατρέχει στη λεγόμενη κατηχητική παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή όποιες θα λέγαμε πιθανές φαινομενικές σχέσεις με τα κανονικά Ευαγγέλια εντοπίζουν στο συγκεκριμένο κείμενο, αυτές οφείλονται σε μία άλλου είδους εξάρτηση, ουσιαστικά σε μία πολύ έμμενη εξάρτηση από τα Ευαγγέλια, γιατί ακριβώς τα γνωρίζει θα λέγαμε ή τα χρησιμοποιεί έμμεσα μέσα από την λεγόμενη προφορική κατηχητική παράδοση της Εκκλησίας, η καλία δηλαδή της Εκκλησίας στην Κατήχηση. Επιπλέον όμως ο Ντένκερ εντόπισε στο κείμενο μας μία έντονη διακειμενική σχέση με την Παλαιά Διαθήκη. Δηλαδή δεν είναι μόνο τα Ευαγγέλια που δεν τα γνωρίζει, είναι και η Παλαιά Διαθήκη την οποία την γνωρίζει. Ο συγγραφέας μας και τη θεωρεί πηγή ο Ντένκερ του συγκεκριμένου Ευαγγελίου και η Κάζη διατυπώνει την άποψη ότι πρόκειται για ένα Υουδαιοχριστιανικό κείμενο, το οποίο τοποθετεί γύρω στο 100 με 130 μετά Χριστό. Βλέπετε το θέμα της εξάρτησης ή όχι του κειμένου μας από τα κανονικά Ευαγγέλια, κανέναν άλλογο τρόπο όπως και στην περίπτωση του Ευαγγελίου του Θωμάτο, το οποίο συζητήσαμε σε παλαιότερο μάθημα, επηρεάζει κατά πολύ τη χρονολόγηση ενός κειμένου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ευαγγελίου του Πέτρου. Ο Χελμουτ Κέστερ διατύπωσε την άποψη και αυτός ότι πρόκειται για ένα κείμενο που είναι ανεξάρτητο από την κανονική παράδοση, δεν αντιγράφει δηλαδή τα Ευαγγέλια, τουλάχιστον στο κομμάτι το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας, και ότι μάλλον ο συγγραφέας έχει υπόψη του μια ιστορία επιφάνειας, την οποία θα τη δούμε στη συνέχεια και η οποία ουσιαστικά είναι στο τέλος, την βρίσκουμε, ο κυρίνας της βρίσκεται στο τέλος του κειμένου το οποίο έχουμε σήμερα στα χέρια μας και την οποία ως συγγραφέας του συγκεκριμένου Ευαγγελίου την αναπτύσσει περισσότερο, προσθέτει διάφορα στοιχεία από την προφορική παράδοση και αλλού και μας δίνει αυτό το κείμενο που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας. Μια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση είναι αυτή του Τζόν Κροσάν, ο Κροσάν είναι ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του Τζήσου Σέμινα, μιλήσαμε για αυτό στην αρχή του μαθήματος και ο Κροσάν διατυπώνει την άποψη και αυτός ότι το Ευαγγέλιο μας, το Ευαγγέλιο δηλαδή του Πέτρου ουσιαστικά επεξεργάζεται ένα παλαιότερο υλικό, ένα αρχαιότερο Ευαγγέλιο του Σταυρού ή του Πάθους, το Cross Gospel όπως λέει, ο Κροσάν έχει δηλαδή υπόψη ένα προηγούμενο κείμενο το οποίο το επεξεργάζεται και το επεξεργάζεται χρησιμοποιώντας και στοιχεία από την κανονική Ευαγγελική παράδοση. Δηλαδή ο Κροσάν ουσιαστικά συνδυάζει τη θεωρία της ανεξάρτης πηγής, τις ανεξαρτησίες θα λέγαμε του Ευαγγελίου του Πέτρου και της εξάρτησής του από τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Βέβαια το υποθετεί ο ίδιος το κείμενο πάρα πολύ νωρίς ακριβώς γιατί λέει ότι προέρχεται από ένα κείμενο, τουλάχιστον στο κομμάτι αυτό που χρησιμοποιεί αυτό το Ευαγγέλιο του Σταυρού, το υποθετεί γύρω στο 50-60 αυτό το Ευαγγέλιο, δηλαδή ουσιαστικά πάει πολύ πιο πριν τις πηγές του Ευαγγελίου του Πέτρου από αυτές τους συνοπτικών Ευαγγελίων, γι' αυτό και ο Κροσάν μαζί και με άλλους εκπροσώπους του Jesus Seminar ήταν από αυτούς που έκαναν λόγο για ένα κείμενο το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπίζει, το Ευαγγέλιο του Πέτρου θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια ισότιμη πηγή για τον Ιησού δίπλα στα υπόλοιπα κανονικά Ευαγγέλια. Σήμερα η θέση αυτή αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη μεγάλη γιατί ακριβώς αντιλαμβανόμαστε ότι το κείμενό μας έχει τεχθεί πολλές επιτράσεις και φυσικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέτοιου Ευαγγελίου, ενός Ευαγγελίου του Σταδρού το οποίο υποθέτει και υποστηρίζει ο Κροσάν. Αυτό που σήμερα καταλήγει η έρευνα όσον αφορά τη σχέση κανονικών Ευαγγελίων και αποκρύφου Ευαγγελίου του Πέτρου είναι ότι πρόκειται για ένα κείμενο σαφώς ανεξάρτητο από τα Ευαγγέλια μας, με την έννοια δηλαδή ότι δεν είναι απλή αντιγραφή, από την άλλη όμως μεριά δέχεται ότι πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο έχει μία εξάρτηση όχι από ένα συγκεκριμένο, αλλά από όλα τα κείμενα, ότι προφανώς τα γνωρίζει, η ανεξαρτήσειο του έγινε στο ότι προσθέτει ένα σωρό καινούργια στοιχεία τα οποία δεν τα έχουμε από την Ευαγγελική παράδοση. Γιατί βλέπουμε πραγματικά ότι σε πάρα πολλά σημεία παρουσιάζει ομοιότητες και με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου και κυρίως με το Ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά έχει και στοιχεία τα οποία το φέρνουν κοντά στο Μάρκο και στον Ιωάννη. Επομένως αυτό το οποίο σήμερα λέμε στην έρευνα είναι ότι ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Πέτρου δεν κάνει μεν την προσπάθεια να ακολουθήσει κατά γράμμα τις Ευαγγελικές αφηγήσεις και γι' αυτό μίλησα στην αρχή για ανεξαρτησία ή πολύ περισσότερο δεν προσπαθεί να τις εντάξει όλες μαζί και να τις εναρμονίζει, για παράδειγμα έκανε ο Τατιανός στο Διατεσάρον, αλλά από την άλλη μεριά έχει εξάρτηση, τα γνωρίζει σαφώς τα Ευαγγέλια, γιατί τα Ευαγγέλια του παρέχουν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τις δικές του καινούργιες πληροφορίες. Δηλαδή ακολουθεί θα λέγαμε το γενικό σχήμα και τις γενικές πληροφορίες που έχουμε πάρα πολύ βεβαία, σε πολύ αδραίες γραμμές θα δούμε στη συνέχεια, που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια, όμως το γέμισμα αυτού του πλαισίου προέρχεται από καθαρά δικές του παραδόσεις. Παραδόσεις που είναι πάρα πολύ δύσκολο να δούμε από πού έρχονται, αν είναι από την κυριματική παράδοση της εκκλησίας στην κατηχητική, αν είναι κάποιες δαπτές πηγές τις οποίες σήμερα έχουμε χάσει, αν είναι κομμάτι της προφορικής παράδοσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσουμε για αυτό το θέμα. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτό το κείμενό μας από την αρχή γίνεται μια προσπάθεια μέσα στο ίδιο το κείμενο, όπως είπα και πιο πριν να προδουθεί στον Πέτρο. Έχουμε δύο σημεία, το ένα το διάβασα νωρίτερα στο 14ο κεφάλαιο, υπάρχει ακόμα ένα σημείο στο 7ο κεφάλαιο, όπου και πάλι σε πρώτο πρόσωπο ο Πέτρος μιλά και λέει «Αλλά εγώ, ο Πέτρος, μαζί με τους φίλους μου, ήμουν λυπημένος και καθώς είμασταν πληγωμένοι μέσα στις καρδιάς μας κρυβόμασταν». Εδώ βλέπουμε επωμένως πάλι μια αναφορά στον Πέτρο, η άλλη ήταν στο τέλος του κειμένου μας, την οποία, όπως είπα και πριν, την έχω ήδη διαβάσει. Επομένως και ξέρουμε μάλιστα ότι πολλές φορές μέσα στην αρχαία εχθριανική παράδοση, έχουμε και τη μαρτυρία του παππού, ο Πέτρος παρουσιάζεται ως ένας μάρτυρας αψενδής και γνήσιος της ζωής του Ιησού. Είναι πολύ λογικό μετά από αυτό να αναπτυχθεί αυτή η παράδοση απόκρυφη γύρω από το πρόσωπό του και να αποδοθεί σε αυτόν και ένα Ευαγγέλιο όπως αυτό που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Όσον αφορά τώρα τις θεολογικές θέσεις του κειμένου μας, εδώ υπάρχει μια άλλη μεγάλη συζήτηση κατά πόσο είναι το κείμενό μας δοκιτικό ή γνωστικό ή κάτι παρόμοιο. Είδαμε ότι ο ίδιος Αραπείων το συνέδεσε πολύ νωρίς με τους Δοκίδες. Είπε δηλαδή ότι το κείμενο αυτό έχει πάρα πολλά καλά στοιχεία, έχει στοιχεία που πρέπει να θεωρήσουμε ότι προέρχονται από τη δασκαλία του Πέτρου, ωστόσο έχουν επαρρυσθήσει σε αυτό διάφορα δοκιτικά στοιχεία. Είπαμε κιόλας ότι ο Αραπείων ενοχλείται περισσότερο από τη δοκιτική, θα λέγαμε, ερμηνεία και επεξεργασία του κειμένου χωρίς βέβαια να ακυρώνει πλήρως την θα λέγαμε καταρχήν ορθόδοξη. Και λέω εισαγωγικά ορθόδοξη, γιατί ακόμα δεν είμαστε στη φάση που εισάγονται αυτοί οι όροι, δεν έχουν γίνει οικουμενικές σύνοδοι για να υπάρχει όρθος ορθόδοξης, εντός πάντων αυτό που ανήκει στην εμπειρία της Εκκλησίας. Πραγματικά υπάρχουν κάποια σημεία μέσα στο κείμενό μας τα οποία θα μπορούσαν να μας δημιουργήσουν εντύπωση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε ένα δοκιτικό κείμενο. Έτσι για παράδειγμα, κυρίως εκεί που περιγράφεται ο θάνατος του Ιησού, εκεί έχουμε κάποια στοιχεία τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα κείμενο με αρκετές δοκιτικούς υπενυγμούς. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 4 στο στίχο 10 που περιγράφεται η σταύρωση λέγεται χαρακτηριστικά «έφεραν τότε δύο κακοποιούς και σταύρωσαν τον Κύριο ανάμεσά τους». Αυτό το ξέρουμε και από την κανονική παράδοση. «Αλλά εκείνος σιωπούσε, σαν να μην αισθανόταν κανέναν πόνο». Αυτό θεωρήθηκε ότι ίσως εδώ είναι μια προσπάθεια να αποδεσμευθεί ο Ιησούς και η ιδέα του Ιησού ως θεό, ο οποίος πεθαίνει επάνω στο σταυρό και πονά και υποφέρει. Κάτι που είπαμε ότι είναι έξω από τις θεολογικές προϋποθέσεις του δοκιτισμού, ο δοκιτισμός δυσκολεύεται να δεχθεί έναν πάσχοντα θεό. Και μάλιστα ένα θεό που αναλαμβάνει ανθρώπινη μορφή και υφίσταται τον πόνο για τον δάνατο ενός ανθρώπου. Ένα άλλο σημείο είναι ο στίχος 19, πάλι εδώ στην ιστορία της σταύρωσης, στο κεφάλαιο 5, όπου ο Ιησούς είναι λίγο πριν πεθάνει και ο Κύριος κράβγασε δυνατά λέγοντας «δύναμή μου, δύναμή μου, με εγκατέλειψες». Αφού είπε αυτά αναλύφθηκε. Εδώ λοιπόν δείχνει σαν να μην μιλάει για θάνατο, αποφεύγει να μιλήσει για τον θάνατο του Ιησού. Φαίνεται η θεϊκή δύναμη να αποχωρεί από το σώμα του Ιησού και να αναλαμβάνεται. Και αυτό είναι το πιο κλασικό χωρίο το οποίο χρησιμοποιείται από εκείνους που υποστηρίζουν ότι το κείμενο μας είναι δοκιητικό. Βέβαια τα υπομνήματα τα οποία έχουν κυκλοφορήσει, ειδικά ένα εξαιρετικό υπόμνημα του 1930, που κυκλοφόρησε για το Ευαγγέλιο του Πέτρου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για καθαρά δοκιητικό κείμενο. Υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία ίσως, όπως αυτό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν δοκιητικά, όμως και εδώ δεν είναι πολύ ξεκάθαρη η θέση του κειμένου μας. Δεν είναι ότι με κάθε τρόπο λέει ότι ο Ιησούς είναι εκείνος ο οποίος δεν θα βρώνεται κλπ. Υπάρχουν απλώς υπενυγμοί. Γι' αυτό και σήμερα αποφεύγουμε στην έρευνα να το συνδέσουμε με το δοκιτισμό. Αυτό που κυρίως τονίζουμε σήμερα στην έρευνα είναι καταρχάς ότι εδώ έχουμε ένα κείμενο το οποίο διασώζει στοιχεία αρχαίας χριστιανικής μαρτυριολογίας. Τα μαρτυριολογικά κείμενα έχουν οδηγησμένα βασικά μοτίβα τα οποία τα βρίσκουμε και εδώ. Και επίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εδώ ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τη σωματικότητα του Ιησού. Δεν δίνεται τόσο έντονα η πληροφορία, όπως είπα και πριν, ότι ο Ιησούς δεν πέθανε και ότι πέθανε κάποιος άλλος ή φάνηκε στους υπόλοιπους ότι πέθανε. Εκτός από αυτό το σημείο που διάβασα, καμιά άλλη προσπάθεια να διαχωριστούν η θεϊκή του φύση από την ανθρώπινη. Το δεύτερο ερώτημα το οποίο συνήθως τίθεται στην έρευνα είναι ποια μπορεί να είναι η πιθανή σχέση του με τον γνωστικισμό. Γιατί ο ίδιος Αραπείων κάνει μια τέτοια νήξη. Λέει ακριβώς ότι διπληροφορήθηκε ότι το κείμενο το χρησιμοποιούσαν κάποιοι οι οποίοι ήταν γύρω από κάποιον που μάλλον εννοείται εδώ το όνομα έτσι όπως στην παραθωρά που είναι ο Μαρκίωνας, ο γνωστός γνωστικός, γι' αυτό και γίνεται και εκείνος αρκετά επιφυλακτικός απέρανση στο κείμενο, κάθεται και το μελετά ξανά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να διαβάζεται στην εκκλησία. Λέει ακριβώς από τη μαρτυρία του Σεραπείωνα έχουμε και το γεγονός ότι εξαρτάται το κείμενο μας πάρα πολύ από το Καταλουκάν Ευαγγέλιο. Αν όντως συνδέεται με το Μαρκίωνα δεν θα ήταν παράξενο ότι ο συγγραφές εδώ καταφεύγει κυρίως το Καταλουκάν Ευαγγέλιο διότι γνωρίζουμε ότι ο Μαρκίωνας από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια εκείνο που δεχόταν ως δικό του κανονικό ως αποδεκτό κείμενο ήταν το κείμενο του Λουκά. Επομένως είναι μια ένδειξη. Από την άλλη όμως μεριά όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, το κείμενο είναι όμως να τρέχει πάρα πολύ συχνά στην Παλαιά Διαθήκη. Και γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά το πόσο επιφυλακτική ήταν η στάση των γνωστικών, ή θα λέγαμε αρνητική και κριτική στάση τους απέντη στην Παλαιά Διαθήκη, ειδικά του Μαρκίωνα, ο οποίος Μαρκίωνας ο γνωστός πέριψε πάρα πολλά από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ακριβώς για αυτό το λόγο. Γιατί δεν θεωρούσε ότι είναι κείμενα τα οποία ανατρέχουν στην Παλαιά Διαθήκη και κατεπέκταση στο θεό της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος όπως είπαμε και άλλη φορά ως δημιουργός αυτού του ατελούς κατά τη γνώμη του και κακού κόσμου δεν μπορεί να είναι ένας καλός θεός. Επιπλέον δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως ένδειξη υπέρ της γνωστικής συγγένειας του κειμένου το γεγονός ότι έχουμε πολλά αντιουδαϊκά στοιχεία μέσα στο κείμενό μας. Καταρχάς υπάρχουν αντιουδαϊκά στοιχεία, σαφώς. Υπάρχει μια αντική στάση απ' ένδειξη υπέρ της, όχι όμως συνεχώς μέσα στο κείμενο, αλλά σε ορισμένα σημεία και ουσιαστικά απαντούμε μέσα στο κείμενό μας αντιουδαϊκά στερεότυπα παρόμοια με αυτά που βρίσκουμε και σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Επιμέλως δεν υποχρωτικό να θεωρήσουμε ότι αυτό έχει να κάνει μια γνωστική επίδραση στο κείμενό μας, αλλά μπορεί να συνδέεται με τη γενικότερη χριστιανική παράδοση, η οποία ως γνωστό σε πολλές περιπτώσεις ασκεί μια σκληρή κριτική στους Ιουδαίους. Περνώντας το θέμα της Χριστολογίας τώρα του κειμένου μας, θα πούμε ότι παρουσιάζεται μια σαφής Χριστολογία. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ως Υιός του Θεού, ως Κύριος, αλλά άλλες φορές δεν τονίζεται τόσο πολύ αυτό το στοιχείο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας μας δεν διαφέρδει και πάρα πολύ να δώσει μια χριστολογική ερμηνεία του προσώπου της ιστορίας του πάθους. Μάλλον αυτός το οποίο σήμερα καταλήγουμε πολύ επιφυλακτικά και με πολύ προσοχή είναι ότι έχουμε ένα κείμενο, το οποίο περιέχει απλά μια ιστορία του Ιησού. Προφανώς ο Ευαγγελιστής ήθελε να, ο συγγραφέας δηλαδή αυτό το κείμενο, ήθελε να πει μια ιστορία για τον Ιησού. Μια ιστορία όμως που συντάσσεται και μοιάζει πάρα πολύ με ανάλογες ιστορίες που τυκλοφορούν για τον Ιησού γύρω στον δεύτερο αιώνα. Είναι ένα κείμενο που δεν θα πρέπει να το δούμε καθαρά σε μια δογματική βάση. Είπαμε ότι υπάρχουν κείμενα τα οποία σκοπό έχουν να τον Ιησού, για παράδειγμα είχαμε πει τη Μαριολογία, τη Μαρία είναι μέσα στο πλαίσιο της συζήτησης γενικότερης για το πρόσωπο της Μαρίας και στο πλαίσιο των χριστολογικών συζητήσεων της εποχής, το κείμενο μας αυτό δεν πρέπει να το εντάξουμε μέσα σε κάποια, τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει μέσα σε μια γενικότερη συζήτηση δογματικής φύσεως, αλλά είναι περισσότερο αυτό που είπαμε για την αρχή, μια προσπάθεια να συμπληρωθούν και να στην ιστορία μας. Και τώρα στο τελευταίο μέρος του μαθήματος, πολύ σύντομα θα μιλήσουμε για το περιεχόμενό του. Έτσι θα διαβάσουμε ορισμένα κομματάκια, αποσπάσματα από το κείμενο, θα πούμε δυο κουβέντες για να έχει κανείς μια πιο συνολική εικόνα του σύντομου αυτού Ευαγγελίου. Καταρχάς, στα πρώτα δύο κεφάλαια, γιατί είπαμε ξεκινάει πολύ αποσπασματικά το κείμενό μας, παρουσιάζεται ο Πιλάτος και ο Ηρώδης και το θέμα τους είναι ο Ιησούς. Ο Ιησούς έχει συλληφθεί, αυτό ήδη προϋποτίθεται στο πρώτο κεφάλαιο και μάλιστα στην δίκη του Ιησού παρήσθενται Ιουδαίοι σαφώς, γνωστοί από την ιστορία των εικανονικών Ευαγγελίων, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης, όπου αυτή τη φορά βρίσκονται και οι δυο μαζί και λέει συγκεκριμένα. Από τους Ιουδαίους όμως κανένας δεν έπλυνε τα χέρια του, εδώ είναι ένας υπενυγμός στην ιστορία που ξέρουμε, ο Πιλάτος πλένει τα χέρια του και λέει το κρύμα του να είναι πάνω σας, ούτε ο Ηρώδης ούτε κανένας από τους δικαστές του. Και αφού δεν θέλησαν να τα πλύνουν ο Πιλάτος σηκώθηκε για να φύγει. Ούτε εδώ και ο Πιλάτος σε κάθαρα λέγεται ότι έπλυνε τα χέρια του, η ευθύνη πέφτει απόλυτα στους Ιουδαίους. Τότε ο βασιλιάς ο Ηρώδης διέταξε να πάνε τον κύριο λέγοντάς του να του κάνει όσα σας διέταξα να κάνετε. Και στη συνέχεια στο δεύτερο κεφάλαιο εμφανίζεται ο Ιωσήφ ο Απαρυμαθέας, ο φίλος όπως λέει του Πιλάτου και του κυρίου. Και επειδή κατάλαβε ότι πρόκειται να τον σταυρώσουν πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του κυρίου για ενταφιασμό. Αυτό γνωρίζουμε από την Ευαγγελική παράδοση. Η διαφορά είναι εκεί βέβαια ότι ο Ιωσήφ ζητά το σώμα του Ιησού μετά το θάνατό του. Εδώ βλέπουμε ότι ο Ιωσήφ προλαμβάνει, καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει. Έχουμε δηλαδή αυτές τις μικρές διαφοροποιήσεις από την Ευαγγελική αφήγηση, η οποία σε γενικές γραμμές λειτουργεί ως το πλαίσιο, όπως είπαμε, το αφηγηματικό. Και ζητάει λοιπόν το σώμα του από τον Πιλάτο, ο Πιλάτος με τη σειρά το ζητάει από τον Ηρώδη και παίρνει την εξής απάντηση από τον Ηρώδη. Αδελφέ Πιλάτε, πάρα πολύ ενδιαφέρον, ακόμα και αν κανείς δεν τον είχε ζητήσει, εμείς θα τον ενταφιάζαμε γιατί ξημερώνει Σάββατο. Είναι γραμμένο στο νόμο ότι ο ήλιος δεν πρέπει να δύσει πάνω από κάποιον που έχει θανατωθεί και τον παρέδωσε στο λαό την ημέρα πριν από τα άζημα στη γιορτή τους. Βλέπουμε λοιπόν εδώ μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από τη γνωστή των Ευαγγελιών. Στη συνέχεια στα κεφάλαια 3 έως 4 έχουμε τη σταύρωση του Ιησού. Το πρώτο μέρος το γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια για τη λιδωρία και για τους εμπεγμούς και τα βασανιστήρια τα οποία εφίσταται ο Ιησούς πριν από το σταυρό. Και στη συνέχεια στο τέτατο κεφάλαιο έχουμε τον Ιησού να σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο κακοποιούς. Τα γνωστά όσο ξέρουμε για το μοίρασμα των ενδυμάτων του Ιησού αμεκλήρω μεταξύ των φρουδών του. Και έχουμε τη γνωστή και από το Λουκά η ιστορία της συνομιλίας μεταξύ των δύο λιστών, των δύο κακοποιών. Ο ένας είναι υπέρ, ο οποίος μάλιστα ο ένας αυτός, στον Καταλουκά βλέπουμε ότι μιλάει στον άλλον κακοποιό και του λέει γιατί τον βρίζεις, εμείς καλά κάνουμε και υποφέρουμε γιατί είμαστε ό,τι είμαστε, αυτός όμως δεν έπραξε κάτι κακό. Εδώ έχουμε μια διαφοροποιήση, ο ένας από τους δύο κακοποιούς μιλάει στον πλήθος, τους Ιουδέους και τους λέει, εμείς υποφέρουμε με αυτόν τον τρόπο για τα κακά έργα που διαπράξαμε. Αυτός όμως που έγινε ο σωτήρας των ανθρώπων τι κακό σας έκανε. Ενδιαφέρον αυτό, διότι αυτό που ουσιαστικά στα Ευαγγέλια βρίσκουμε να είναι η συνομιλία μεταξύ των δύο κακοποιών, ο οποίος μάλιστα ο ένας λιστής είναι αυτός ο οποίος επιτίθεται φραστικά στον Ιησού, εδώ βλέπουμε ότι γίνεται μετατρέπεται σε κατηγορία πως τα πλήθει. Το ενδιαφέρον δεύτερο στοιχείο εδώ είναι ότι οι Ιουδαίοι αγανακτούν και διέταξαν να μην τους σπάσουν τα πόδια ώστε να πεθάνει με πόνος. Εδώ βλέπουμε εντελώς διαφορετική εξήγηση γιατί δεν έσπασαν τα πόδια του Ιησού. Ξέρουμε από την Ευαγγελική ιστορία ότι δεν έγινε αυτό ακριβώς επειδή ο Ιησούς είχε πεθάνει νωρίτερα και ξέρουμε επίσης ότι έσπασαν τα πόδια στους σταμαμένους για να επιταχύνουν το θάνατό τους. Και γι' αυτό οι δυο ληστές οι οποίοι δεν είχαν ήδη εξεψυχήσει υπέστησαν και αυτό το τελευταίο μαρτύριο. Τώρα από εκεί και πέρα στο πέντε κεφάλαιο έχουμε τους τελευταίους λόγους του Ιησού. Εδώ έχουμε εξαιρετικά πολλά στοιχεία τα οποία βρίσκουμε και στα προηγούμενά μας κείμενα στα κανονικά Ευαγγέλια και έχουμε και αυτή την γνωστή φράση την οποία διάβασα νωρίτερα. Τον Ιησού, ο τελευταίος λόγος στο σταυρό να είναι δύναμή μου, δύναμή μου μην κατέληψες και αφού είπε αυτό αναλύφθηκε. Βέβαια το αναλύφθηκε εδώ, είπαμε, θεωρήθηκε ότι είναι ένας επενυγμός στην ανάληψη του Ιησού και ίσως και ένας δοκιτικός επενυγμός. Ξέρουμε από χριστιανικές επίγραφες κυρίως της Φρυγίας ότι η λέξη ανάληψης σημαίνει το θάνατο. Λοιπόν πολύ πιθανόν εδώ να είναι μια τέτοια χρήση της λέξης και να μην έχει καμία δοκιτική προέκταση και απλώς να δηλώνει ακριβώς ότι ο Ιησούς πέθανε. Στα κεφάλαια 6-8 έχουμε την αποκαθήλωση του Ιησού, ο Ιησούς παραλαμβάνει τελικά το σώμα του Ιησού και όχι μόνο αυτό γίνεται κάτι θαυμαστό με τον ήλιο εκεί ο οποίος εμφανίζεται, οι προύχοντες, οι πρεσβύτεροι του λαού αντιλαμβάνονται την αμαρτία που πράξαν σκοτώνοντας τον Ιησού και μάλιστα λέει εκεί η αφήγηση στρέφεται τώρα στο πρώτο πρόσωπο και ο Πέτρος μιλάει και λέει «αλλά εγώ μαζί με τους φίλους μου ήμουν λυπημένος και καθώς ήμασταν πληγωμένοι μέσα στις καριές μας κρυβόμασταν, γιατί αυτοί μας καταζητούσαν με την κατηγορία ότι είμαστε κακοποιείς και ότι θέλαμε να βάλουμε φωτιά στο ναό». Εδώ ηκάζεται ότι ίσως είναι ένας υπενυγμός στη γνωστή κατηγορία ενάντιον των χριστιανών ότι ήθελαν να κάψουν την Ρώμη πινέρωμα. Δηλαδή επομένως ίσως εδώ έχουμε ένα τέτοιο υπενυγμό, τουλάχιστον αυτό εκτιμούν διάφοροι ερμηνευτές του κειμένου. Και στη συνέχεια έχουμε πάλι μια παραλλαγή της ιστορίας που έχουμε από τον Μαθαίο, όπου οι Φαρισαίοι ζητούν στρατιώτες για να πάνε να φουρήσουν έξω από τον τάφο για να μην κλαπεί το σώμα του Ιησού και μάλιστα για τρεις μέρες θα κάτσουν να το φυλάνε και ο Ιππιλάτος τους δίνει τον πετρόνιο των εκατόνταρχων, ο οποίος πηγαίνει στον τάφο, κυλούν μάλιστα και μια μεγάλη πέτρα μπροστά στον τάφο για καλό γεγρακό για να μην γίνει και η κλοπή του σώματος και κάθονται και το φουρούν. Το ενδιαφέρον κομμάτι, το κατεξουχή του ενδιαφέρον κομμάτου στο Ευαγγέλιό μας αρχίζει με το κεφάλαιο 9, όπου πλέον έχουμε την περιγραφή της Ανάστασης. Και το Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι το μόνο αρχαιοχριστιανικό κείμενο, το οποίο αποπειράται να διηγηθεί το πώς αναστήθηκε ο Ιησούς. Τι ακριβώς συνέβη? Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία. Θα διαβάσω αυτό το κομμάτι, διότι πραγματικά αξίζει. Στο κεφάλαιο 9 λέει «Καθώς ξημέρανε το Σάββατο, νωρίς το πρωί ήρθε πλήθος κόσμο από την Ιερουσαλή». Εδώ έχουμε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από τις Ευαγγέλια. Στις Ευαγγέλια κανείς δεν είναι εκεί, κρυφά θα πάνε και γυναίκες στον τάφο. Εδώ βλέπουμε όσοι τον όλο το Ιεροσόλυμα να έχουν κατασκηνώσει γύρω από τον τάφο, περιμένοντας, για να δουν το σφαγισμένο τάφο, όπως λέει. «Νύχτα όμως, κατά την οποία ξημέρονε η Κυριακή, καθώς οι στρατιώτες φλούσαν δύο-δύο σε κάθε βάρδια, ακούστηκε μια δυνατή φωνή στον ουρανό. Είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και δυο άντρες να κατεβαίνουν από εκεί μέσα στο λαμπερό φως και να πλησιάζουν τον τάφο. Είναι η πέτρα που είχε τοποθετηθεί μπροστά στην πίσωδο, κύλησε από μόνη της, εδώ θυμίζει τον Ματθαίο, και ήρθε στο πλάι, ο τάφος άνοιξε και οι δυο νεανοίς και μπήκαν μέσα. Όταν λοιπόν οι στρατιώτες τα είδαν αυτά, ξύπνησαν ο Νεκατόνταρχος και τους Πρεσβύτερους, γιατί και αυτοί επίσης φύλαγαν στον τάφο. Και ενώ αφηγούνταν αυτά που είδα, βλέπουν πάλι να βγαίνουν από τον τάφο τρεις άντρες, δυο μπήκαν, τρεις βγαίνουν, οι δυο από αυτούς υποβαστούσαν τον ένα και τους ακολουθούσε ένα σταυρό. Επειδή έχουμε δυο οι οποίοι κρατάνε ένα και από πίσω ακολουθεί ο σταυρός. Τώρα πώς ακολουθεί ο σταυρός, αυτό είναι μια λεπτομέλη την οποία δεν εξηγεί το κείμενό μας. Τον μεν δύο το κεφάλι ξεπερνούσε τους ουρανούς και δεν ήταν το άλλο ενδιαφέρον πως τον υποβάσταζαν, εφόσον το κεφάλι τους έφτυπνε στον ουρανό, ενώ του άλλου που τον οδηγούσαν το κεφάλι ξεπερνούσε τους ουρανούς, ήταν ψηλότερος από εκείνος. Τέλος πάντων είναι μια ιστορία, εδώ που θέλει να τονίσει ακριβώς ότι το κεντρικό πρόσωπο αυτός που το κεφάλι είναι πιο πάνω από τους ουρανούς είναι ο Ιησούς. Άκουσαν και μια φωνή από τον ουρανό να λέει κήρυξε στους κοιμωμένους δηλαδή στους νεκρούς και από το σταυρό ακούστηκε η απάντηση ναι. Και στη συνέχεια λέει ότι συσκέπτονται τι θα κάνουν και τι θα πούναν, πολύ αυτή την ιστορία οι Ιουδαίοι με τους στρατιώτες, και ενώ ακόμη συσκέφτονταν φαίνονται πάλι ουρανοί να ανοίγουν και ένας άνθρωπος να κατεβαίνει και να εισέρχεται στον τάφο. Πρόκειται για τον Άγγελο τον οποίο θα πρέπει να συναντήσουν οι γυναίκες στην Ευαγγελική ιστορία, άρα λοιπόν εδώ το κείμενό μας οικονομεί κατά κάποιο τρόπο την ιστορία, οι δυο φεύγουν με τον τρίτο στους ουρανούς, επομένως έχουμε και εδώ έναν υπερνηγμό στην ανάληψη του κυρίου και στη συνέχεια κατεβαίνει ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο ακριβώς θα παίξει το ρόλο του Αγγέλου στη συνέχεια. Βλέπουμε δηλαδή πώς προσπαθεί το κείμενό μας εδώ. Παναλαμβάνω, χρησιμοποιεί την Ευαγγελική κανονική παράδοση ως το πλαίσιο, αλλά από και πέρα αυτά που προσθέτει είναι εντελώς καινούργια στοιχεία. Και στη συνέχεια τελειώνει η ιστορία μας με την ιστορία έτσι όπως την γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια μας. Στο 12 κεφάλαιο εμφανίζεται η Μαρία Μαγδαλή, δεν είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζεται η Μαρία Μαγδαλή, μοιάζει πολύ με τα Ευαγγέλια μας. Έχουμε και μια περισσότερη θα λέγαμε, ένα πιο κεντρικό ρόλο της Μαρίας εδώ. Πολύ πρωί την Κυριακή η Μαρία Μαγδαλή είναι μια μαθήτρια του κυρίου, η οποία φοβισμένη καθώς ήταν εξαιτίας των Ιουδαίων που ήταν οργισμένη, δεν είχε εκτελέσει στον τάφο του κυρίου αυτά που οι γυναίκες συνηθίζουν να κάνουν για τους νεκρούς που τους είναι προσφυλείς. Πήρε μαζί της τις φίλες της και ήρθε στον τάφο που ο κύριος είχε τεθεί, εδώ βλέπουμε Μαρία είναι αυτή η οποία έχει την πρωτοβουλία και μαζεύει τις υπόλοιπες γυναίκες, είπαμε και άλλη φορά ότι η Μαρία Μαγδαλή είναι ένα πρόσωπο στην αρχαία εκκλησία, καταλαβάνει κεντρική θέση. Γιατί τι ακριβώς καταλαβάνει αυτή τη θέση, την βρίσκουμε πάρα πολλές φορές μέσα στα κείμενά μας κυρίως σε σχέση με την Ανάσταση του Ιησού. Και βλέπουμε εδώ ότι δεν είναι όπως στα Ευαγγέλια μας αναφέρεται η Μαρία Μαγδαλή, δεν φαίνεται όμως ο αγιετικός της ρόλος μέσα στην ομάδα των γυναικών, εδώ είναι προφανής αυτός ο ρόλος. Και από εκεί και πέρα η ιστορία πάει όπως τη γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια, οι γυναίκες συζητάνε ποιος θα τους κελίσει την πέτρα, φτάνουν στον τάφο, το βρίσκουν άδειο, βρίσκουν ένα νεανίσκο ο οποίος τους λέει τι ψάχνεται, εδώ ακολουθεί τον Μάρκο ξεκάθαρα το κείμενο μας, τι ψάχνεται δεν είναι εδώ. Ο Ιησούς αναστήθηκε και οι γυναίκες φεύγουν γεμάτες φόβο. Και κλείνει φυσικά με την ιστορία των Αζήμων και λέει και για τους δώδεκα μαθητές, οι οποίοι είναι θλιμμένοι, και ο Πέτρος παίρνει τον Ανδρέα και πάνε στα να ψαρέψουν. Και εδώ αναφέρεται και ο Λεβί και ίσως από εδώ και πέρα, γιατί εδώ σταματάει το κείμενό μας, το κείμενο να ακολουθούσε την αφήγηση όπως την έχουμε στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο με τους μαθητές να ψαρεύουν, να εμφανίζεται στην άκρη της λίμνης και να τους καλεί, να κάνει ένα θαύμα, να ψάρουν ψάρια εκεί που δεν μπορούσαν να πιάσουν καθόλου, να τον αναγνωρίζουν και στη συνέχεια να έχουμε τη συζήτηση του Πέτρου με τον Ιησού και την αποκατάστασή του στα μάτια των υπόλοιπων μαθητών στον αποείχο της άρνησης του στις μέσες του πάθους. Έτσι λοιπόν κλείνει το Ευαγγέλιό μας. Πιστεύουμε ότι είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο, πολύ βιαστικά βέβαια, κανείς θα πρέπει να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το κείμενο και να διαβάσει με προσοχή ό,τι αναφέρεται σε αυτό. Σε κάθε ενός περίπτωση είναι ένα κείμενο στο οποίο ακριβώς αποτυπώνεται αυτή η προσπάθεια της Αρχαίας Εκκλησίας να απαντήσει στο ερώτημα της Ανάστασης. Γιατί ακριβώς είναι ένα ζήτημα δύσκολο και προς τους έξω. Έχουμε δηλαδή και στο Ευαγγέλιό μας κάποιες απολογιτικές τάσεις, την προσπάθεια να εξηγηθεί πώς ακριβώς έγινε η Ανάσταση και από την άλλη μεριά να διατηρηθεί και να τονιστεί η ανωτερότητα του Ιησού, η κυριαρχία του επάνω στο θάνατο. Βέβαια και εδώ πάλι, όπως και σε πολλά άλλα κείμενα, διαπιστώνουμε αυτή την απλοϊκότητα της θεολογίας του κειμένου. Θα λέγαμε είναι πάρα πολύ αδραίες οι γραμμές τις χριστολογικές. Σαφώς ο Ιησούς είναι ανώτερος, όμως δεν λέγεται ιδιαίτερα αυτό, δεν τονίζεται με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο μέσα από χριστολογικούς τίτλους και ούτω καθεξής. Αλλά βλέπουμε την προσπάθεια ακριβώς να γίνει ένας συνδυασμός Ανάστασης και Ανάληψης εδώ. Κάτι που υπάρχει και σε άλλα κείμενα και μέσα στην Καινή Διαθήκη, ας πούμε στο Κατά Ιωάννη, Ανάσταση και Ανάληψη δεν ξεχωρίζουν ξεκάθαρα μέσα στο κείμενο, όπως γίνεται ας πούμε στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Υπάρχουν, λοιπόν, τέτοια στοιχεία τα οποία θυμίζουν και τη γενικότερη χριστιανική παράδοση για την Ανάσταση. Από την άλλη, όμως, μεριά, σαφώς το κείμενό μας ακολουθεί και δικές του πηγές και έναν δικό του τρόπο σκέψης, ο οποίος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για όποιον θέλει να μελετήσει ακριβώς την θεολογία και την πίστη για την Ανάσταση στον Αρχαίο Μονοχριστινισμό. |
_version_ |
1782818403675799552 |
description |
Διάλεξη 7: Με το σημερινό μάθημα περνάμε σε μία νέα ενότητα αποκρύφων κειμένων. Πρόκειται για τα κείμενα εκείνα, τα εξοκαμηνικά κείμενα, τα οποία συνήθως τα ονομάζουμε στην έρευνα Ευαγγέλια του Πάθους. Δεν είναι Ευαγγέλια του Πάθους, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε ήδη από το τίτλο, πρόκειται για έναν ευαγγέλιο του Πάθους, όπως αντιλαμβάνεστε ήδη από το τίτλο, πρόκειται για κείμενα, τα οποία αφορούν στο Πάθος και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, που είναι επίσης ένα κομμάτι της ιστορίας του Ιησού, εξαιρετικά ενδιαφέρον και εξαιρετικά δύσκολο, με αρκετά κενά. Και είναι φυσικό, οι αρχαίοι συγγραφείς αυτών των εξοκανονικών κειμένων έχονται να απαντήσουν ακριβώς σε αυτές τις απορίες και στην ανάγκη να συμπληρωθούν αυτά τα κενά. Είπαμε πάρα πολλές φορές, το επανταλαμβάνω και τώρα, ότι τα κείμενά μας, τα λεγόμενα απόκρυφα, σαν βασικό σκοπό έχουν να συμπληρώσουν την ευαγγελική ιστορία. Να απαντήσουν δηλαδή σε ερωτήματα τα οποία παραμένουν προφανώς ανοιχτά από τα όσα λέει ευαγγελική αφήγηση. Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα την περίπτωση των Ευαγγελίων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, που είπαμε ότι έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, το τι έγινε στα παιδικά χρόνια του Ιησού, για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά, ουσιαστικά ελάχιστα γνωρίζουμε από την ευαγγελική αφήγηση. Ένα άλλο κενό είναι αυτό που αφορά κυρίως στο θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και κυρίως τα τρεις αυτές μέρες, τις οποίες ο Ιησούς, από τρεις μέρες που ο Ιησούς παραμένει στον τάφο, σύφωνα πάντα με την ευαγγελική αφήγηση, και δεύτερον, το πώς ακριβώς έγινε η ανάσταση. Γιατί αν ανατρέξουμε στις κανονικές αφηγήσεις θα δούμε ότι πραγματικά αυτά τα δύο σημεία που ουσιάζουν. Τα Ευαγγέλια με μπορεί να περιγράφουν την επίσκεψη των γυναικών στον άδειο τάφο, μπορεί να μιλούν για την εκφάνιση του αναστημένου Ιησού στους μαθητές, αλλά δεν λένε τίποτε για τη στιγμή αυτή καθαυτή της ανάστασης, πώς ακριβώς έγινε η ανάσταση. Καμία μαρτυρία δεν υπάρχει, ίσα-ίσα μπορούμε να πούμε ότι οι ευαγγελικές αφηγήσεις της ανάστασης σε αυτό το σημείο συμφωνούν όλες μεταξύ τους, παρά τις επιμέρους διαφορές, οι οποίες σαφώς έχουν, ωστότι ακριβώς το πρώτο σημείο αναφοράς τους είναι ο κενός τάφος, το τάφος που επισκέπτονται κάποιες γυναίκες και πληροφορούνται ότι ο Ιησούς δεν είναι πια στον τάφο και δεν είναι νεκρός. Πώς όμως έγινε αυτό το ίδιο το γεγονός, είναι άγχος το. Βέβαια υπάρχουν κάποιες προσπάθεις και στα ίδια τα κανονικά Ευαγγέλια να δοθούν κάποιες απαντήσεις σε αυτό. Μια πολύ καλή περίπτωση είναι το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, όπου ο Ματθαίος προσπαθεί να εξηγήσει και να συμπληρώσει τα κενά της αφήγησης του Μάρκου, ο οποίος ως γνωστό είναι το αρχαιότερο Ευαγγέλιο που έχουμε στη διάθεσή μας, προσθέδοντας ακριβώς την ιστορία για τον άγγελο που κατεβαίνει από τον ουρανό, το σεισμό που γίνεται και κυλάει πέτρα ολίθως και τους στρατιώτες οι οποίοι φοβούνται και φεύγουν. Και όλο αυτό έρχεται να απαντήσεις σε ορισμένα από τα ερωτήματα που δημιουργεί η αφήγηση του Μάρκου, παραμονώς χάρη γιατί οι γυναίκες βρήκαν κυλισμένη την πέτρα, γιατί δεν βρήκαν τους στρατιώτες οι οποίοι υποτίθεται ότι φύλαγαν, ήταν η φρουγά έξω από τον τάφο και ούτε καθεξής. Όμως ακόμα και στα κανονικά Ευαγγέλια, ακόμα και σε μια προσπάθεια σαν αυτή του Ματθαίου, βλέπουμε ότι είναι πάρα πολύ συγκρατημένη, θα λέγαμε, η προσπάθεια συμπλήρωσης της ιστορίας, γίνεται μια προσπάθεια να δε δίνονται υπερβολικά στοιχεία και κυρίως δεν απαντάται το βασικό ερώτημα τι ακριβώς έγινε τη στιγμή της Ανάστασης. Αυτό είναι το ένα. Και το δεύτερο, φυσικά, είναι τι γίνεται στις τρεις μέρες που ο Ιησούς παραμένει στον τάφο. Υπάρχει μια αναφορά στην Α' Πέτρου ότι ο Ιησούς κήρυξε στους νεκρούς, είναι μια πολύ σύντομη αναφορά στην Α' Πέτρου, χωρίς ιδιαίτερες παραπέρανοίξεις. Αυτό, όμως, έδωσε τροφή, έδωσε έμπνευση, θα λέγαμε, σε ορισμένα από αυτά τα Ευαγγέλια του Πάθους να μιλήσουν γι' αυτό το περιστατικό. Σήμερα θα δούμε ένα Ευαγγέλιο το οποίο μιλάει κυρίως για τη στιγμή της Ανάστασης. Και στο επόμενο μας μάθημα θα δούμε ένα Ευαγγέλιο το οποίο μιλάει για αυτές τις τρεις μέρες στον τάφο του Ιησού. Και θα δούμε ακριβώς αυτό που είπα προηγουμένως, αυτή την τάση συμπλήρωσης και εξήγησης, έτσι ώστε να μην παραμένουν κενά στην Ευαγγελική ιστορία. Το Ευαγγέλιο λοιπόν για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα είναι το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Πέτρου. Έτσι αποδίδεται στον μεγαλύτερο θα λέγαμε στην κεντρική φυσιογνωμία των μαθητών στο στήλο της Αρχαίας Εκκλησίας. Επομένως με την απόδοση αυτή έχει ήδη ένα ιδιαίτερο κύρος. Και γι' αυτό ακριβώς αποδίδεται και στον Πέτρο, είναι ψευεπίγραφο σαφώς δεν χρειάζεται να το πω. Αλλά η επιλογή του Πέτρου ως του μάρτυρα για αυτό το Ευαγγέλιο είναι δεν τυχαία αλλά ακριβώς από σκοπή στο να δώσει σε αυτό το κείμενο μία ιδιαίτερη αξία και ένα ιδιαίτερο κύρος, κάτι το οποίο γνωρίζουμε ότι είχε στην Αρχαία Εκκλησία. Και μάλιστα για αυτό το Ευαγγέλιο έχουμε αρκετές αναφορές στους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες, ενώ για άλλα Ευαγγέλια δεν έχουμε τόσες αναφορές. Μπορεί να είναι μία, δύο ή και πολλές φορές ούτε καν ξεκάθερα αναφορά σε αυτά τα Ευαγγέλια ή κείμενα γενικότερα απόγριφα. Για το Ευαγγέλιο του Πέτρου έχουμε αναφορές από πολύ νωρίς, ήδη από τις αρχές του 3ου αιώνα μεταδορυγένη, έχουμε μαρτυρία στον Ιερώνημο, στον Ευσέδιο και στο Θεοδόρητο Κύρου. Αυτό λοιπόν είναι το κείμενο το οποίο μαρτυρείται σ' αυτούς τους συγγραφείς. Εδώ θα προσθέσω ότι ο Ευσέδιος Κεσαρίας παραπέμπηκε σ' έναν αρχαιότερο μάρτυρα του Σεραπείου, ένα επίσκοπο Αντιοχίας, για το οποίο θα μιλήσουμε σε λίγο. Αυτό λοιπόν το κείμενο ταυτίστηκε στην έρευνα με ένα χειρόγραφο, το οποίο βέβαια το κείμενο σώζεται σε απός πραγματικής μορφής αυτό το χειρόγραφο, σε ένα χειρόγραφο λοιπόν που βρέθηκε στα 1886-1887 στο Ακχύμ. Στην αρχαία Πανόπολη δηλαδή της ΑνωΕγύπτου. Αυτό λοιπόν το κείμενο από πολύ νωρίς θεωρήθηκε ότι είναι το κείμενο του Ευαγγελίου του Πέτρου, το οποίο όπως είπα το ανέφερα αρκετήξε αρχαίοι συγγραφείς. Η σημαντικότερη μαρτυρία, το ανέφερα λίγο βιαστικά νωρίτερα, που έχουμε για το χειρόγραφο, για το Ευαγγέλιο του Πέτρου, προέρχεται από έναν επίσκοπο, τον επίσκοπο Αντιοχίας Σεραπείωνα, ο οποίος έζησε ανάμεσα στο 189 με 182 και τις αρχές του 3ου αιώνα. Είναι λίγο νωρίτερα δηλαδή, είναι λίγο περίπου κοντά στην εποχή του Οργένη και των άλλων πρώτων μαρτύρων για το Ευαγγέλιο. Ο Ευσέβιος Κεσαρίας παραθέτει στο κείμενο της εκκλησιαστικής ιστορίας ένα απόσπασμα από μία επιστολή αυτού του επισκόπου, του Σεραπείωνα, προς την εκκλησία του Ρώσου. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό το απόσπασμα γιατί ο Σεραπείων, ο οποίος είναι επίσκοπος της περιοχής, λέει ότι βρέθηκε στην κοινότητα αυτή και άκουσε να διαβάζει το Ευαγγέλιο του Πέτρου. Αρχικά δεν το θεώρησε σαν κάτι κακό, αργότερα όμως, γνωρίζοντας κυρίως την επίδραση που είχαν οι δοκείτες, θεωρεί ότι αυτό το κείμενο δεν είναι καλό να διαβάζεται γιατί το συνδέει με το δοκιτισμό και θα εξηγήσω σύντομα τι είναι ο δοκιτισμός. Και από την μια μεριά λέει ότι μέσα στο κείμενο υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία θα πρέπει να αποδοθούν στον Πέτρο, δηλαδή θεωρεί ότι είναι, θα λέγαμε, σύμφωνα με τη δασκαλία και την εμπειρία της εκκλησίας. Από την άλλη όμως μεριά θεωρεί ότι υπάρχουν και κάποιες κακοδοξίες και γι' αυτό καλεί τους χριστιανούς να μην το χρησιμοποιούν πλέον αυτό το κείμενο, να μην το διαβάζουν. Και μάλιστα αυτό που προκύπτει από τον τρόπο που γράφει ο Σαραπείονας είναι όχι τόσο ότι θεωρεί αυτό καθ' αυτό το κείμενο κακό ή κακόδοξο, αν θέλετε, ή αιρετικό, αλλά περισσότερο θεωρεί κακή την δοκιτική ερμηνεία του κειμένου και ίσως τις κάποιες παρεμβολές, κάποιες προσθήκες που έγιναν σ' αυτό τις οποίες θεωρεί υπομπές. Οι δοκιτές ως γνωστό είναι μια ομάδα μέσα στον αρχαίο χριστιανισμό, η οποία ακριβώς παλεύει με το πρόβλημα του πώς ο Θεός ο ίδιος σταυρώθηκε και πέθανε, αν είναι να τόν ο Θεός να πεθάνει και να σταυρεθεί. Γι' αυτό θεωρούν ότι εφάνι έδωξε στους ανθρώπους ότι ο Ιησούς πέθανε πάνω στο σταυρό και ήταν διάφορες ερμηνείες, είτε ότι κάποιος άλλος σταυρώθηκε στη θέση, είτε όπως ο Σύμμενο Κυρινέος, ή πολύ περισσότερο, ότι ήταν ένα φάντασμα, ήταν μια φαντασία των ανθρώπων, νόμιζαν ότι τον σταύρωσαν, ουσιαστικά όμως εκείνος δεν είχε σταυρωθεί. Και έχουμε αυτήν την ιδέα σε πολλά κείμενα της αρχαίας, απόκριφα της εκκλησίας, του αρχαίου χριστιανισμού, όπου ο Χριστός φαίνεται να στέκεται μακριά από το σταυρό και να βλέπει τους υπόλοιπους να τους περιγελάει γιατί προσπαθούν το σταυρός να ομολύσουν το σταυρό και το καθ' εξής. Από αυτό που λέει ο Σαραπείωνας, και είναι αρκετά αρχαία η μαρτυρία, μιλάμε για τέλη Β' και αρχές του 3ου αιώνα μετά Χριστό, φαίνεται ότι κυκλοφορούσε ένα κείμενο που αποδιδόταν στον Πέτρο. Δεν φαίνεται να ήταν περισσότερο από ένα, δεν πρέπει να ήταν πραγματικά ένα το κείμενο που στην αρχαιότητα αποδόθηκε στον Πέτρο. Και φαίνεται ότι αυτό το κείμενο, ακριβώς λόγω του ότι συνδεόταν με το όνομα του Πέτρου, έχε μεγάλης εκτίμησης σε πολλές τοπικές εκκλησίες. Έτσι ώστε να διαβάζεται κιόλας. Υπάρχει εδώ μια συζήτηση ότι προφανώς το Ευαγγέλιο του Πέτρου διαβαζόταν και μέσα στο λειτουργικό πλαίσιο. Στη συνέχεια, λίγο αργότερα, μετά από το Σαραπείωνα, ο Ριγένης, στο υπόμνημά του στον Καταμακτέων, συζητά το θέμα των αδελφών του Ιησού. Γνωρίζετε ότι στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται ότι ο Ιησούς είχε αδέλφια. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση την οποία την κάναμε και σε παλαιότερο μάθημα, αν είναι τα ξαδάρφια του, αν είναι παιδιά του Ιωσήφ από άλλο γάμο. Και λέει εκεί ο Ριγένης ότι με αυτό το θέμα ασχολείται και το Ευαγγέλιο του Ματθαίου ή η μαρτυρία του Ιακώμου. Δεν είναι απόλυτα βέβαιος. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ο Ριγένης μάλλον δεν έχει μπροστά του το ίδιο το κείμενο του Πέτρου, γιατί αν το είχε φυσικά θα ήξερε αν λέγεται ή όχι κάτι τέτοιο εκεί. Εκφράζει αφιβολίες. Πρέπει να μου σημαίνει ότι απλώς το γνωρίζει, είτε του περιεχόμενού του γνωρίζει προφορικά ή έχει ακούσει γενικά γι' αυτό και ούτω καθεξής. Ο Ευσέβιος αργότερα είναι πολύ πιο ξεκάθαρος. Το συγκαταλέγει μεταξύ των ψευδεπιγράφων κειμένων, τα οποία αποδίδονται σε αυτά τα συγγράμματα, σε αυτά τον κύκλο που λέμε του Πέτρου, δηλαδή συγκείμενά τα οποία στην αρχαία εκκλησία ψευδεπίγραφα αποδόθηκαν στον Πέτρο. Μάλιστα το διαχωρίζει ξεκάθαρα από τις δύο επιστολές α και β Πέτρου, οι οποίες ξέρουμε ότι είναι στον κανόν της Καινής Διαθήκης. Και στην διαγραμμή ακολουθεί και ο Ιερόνιμος. Στη μαρτυρία του Ευσέβιου και στη μαρτυρία του Ιερονίμου, στυρίζεται και η απόφαση αργότερα, το λεγόμενο «Decretum Gelasianum», πρόκειται για συνοδική απόφαση στην Εκκλησία της Ζυνητικής Εκκλησίας, η οποία ορίζει σε γενικές ραμμές το περιεχόμενο του κανόνα και θέτει εκτός κανόνα μία σειρά κειμένων, τα οποία προφανώς κυκλοφορούσαν ευρύτατα στην αρχαία εκκλησία και είχαν μία αμφιλεγόμενη θέση, κάτι μεταξύ κανονικού και μη κανονικού κειμένου. Αργότερα ο Θεοδώρης του Σκύρου υποστηρίζει ότι μία Ιουδαϊκή ομάδα, θεωρεί ότι δεν είναι Χριστιανοί, μαρτυρεί ότι αυτοί δεν δέχονται τον Ιησού ως Θεό, ότι μία ομάδα, η λεγόμενη «Ναζωρέη», διάβαζαν μεταξύ άλλων και χρησιμοποιούσαν και το Ευαγγέλιο του Πέτρου και τέλος ο Δήμος το θεωρεί απόκρυφο κείμενο επίσης. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον γιατί δείχνει ακριβώς, βλέπουμε εδώ όλη τη μαρτυρία της Αρχαίας Εκκλησίας όσον αφορά το κείμενό μας και όπως είπα και άλλες φορές μιλώντας για τα υπόλοιπα κείμενα, δεν έχουμε τόσο νωρίς για πολλά κείμενα μαρτυρία στους Αρχαίους Κρισιαστικούς συγγραφείς. Ακόμα και ένα κείμενο όπως είναι για παράδειγμα το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου σε γενικές δραμές χρησιμοποιείται πολύ μεταγενέστερα μέσα στην Εκκλησία ή παρατήθητε όπως είχαμε πει σε ομιλίες και κηρύγματα με αφορή της αιωτές του θεωρητωρικού κυκλού, αλλά εδώ έχουμε ένα κείμενο το οποίο ήδη από τα τέλη του αρχές του 3ου αιώνα μαρτυρείται μέσα στην Αρχαία Εκκλησία, μιλάμε δηλαδή και ένα αρχαίο κείμενο. Βέβαια το ερώτημα πάντα που θα πρέπει κανείς να θέσει είναι αν το κείμενο που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας και ονομάσαμε Ευαγγέλιο του Πέτρου, αν αυτό το κείμενο είναι πραγματικά το κείμενο για το οποίο κάνουν λόγο η εκκλησιαστική αυτή συγγραφής. Η έρευνα σήμερα λέει ναι και λέει ναι για πολλούς λόγους, λογομιότητας του περιεχομένου σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά κυρίως γιατί δύο φορές μέσα στο κείμενο θα τα δούμε στη συνέχεια ο Πέτρος ο ίδιος προσωπικά μιλάει, λέει εγώ ο Πέτρος, λέω αυτό και το άλλο, λέει ακριβώς ότι ο συγγραφέας του συγκεκριμένου κειμένου παρουσιαζόταν να είναι ο Πέτρος. Και μάλιστα ένα μία άλλη ενδιαφέρουσα μαρτυρία είναι ένα όστρακο, όστρακο μιλάμε ένα κομμάτι από αγγείο πάνω στο οποίο είναι γραμμένο κάποιο μικρό κείμενο που βρέθηκε από δύο Γάλλους ρευνητές στα 1904 και το οποίο ανάγεται στον 6ο αιώνα, συγγνώμη, στο οποίο επάνω γράφεται, αναφέρεται ο Πέτρος ως Ευαγγελιστής. Τώρα, αν ο Πέτρος θεωρούνταν ότι έγραψε ένα Ευαγγέλιο ή όχι αυτό είναι ανοιχτό στην έρευνα, όμως είναι πάρα πολύ πιθανό να ονομάζεται Ευαγγελιστής, ακριβώς γιατί σε αυτόν αποδιδόταν από πολύ αρχαίους χρόνους ένα Ευαγγέλιο, αυτό το Ευαγγέλιο για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα. Το κείμενό μας, λοιπόν, το οποίο σήμερα το έχουμε μονάχα, όπως είπα, σε ένα αντίγραφο από το Ακχήμα από την Πανόπολη και το οποίο είναι αρκετά μεταγενέστερο, δεν θα μιλήσουμε για αυτά τώρα σε λίγο, μάλλον στην αρχική του μορφή προέρχεται από κάποια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, δύσκολο να την προσδιορίσουμε με μεγάλη ακρίβεια, η έρευνα μου σήμερα κατατείνει και συμφωνεί ότι μάλλον πρόκειται για κάποια περιοχή στη Συρία και το πιο πιθανό να είναι η Βόρεια Συρία, ο τόπος συγγραφής, όπου ξέρουμε ότι υπάρχει μία έντονη παράδοση γύρω από το πρόσωπο του Πέτρου και στην οποία περιοχή τοποθετούμε και άλλα κείμενα απόκριφα τα οποία αποδιβεί στον Πέτρο. Και όσον αφορά τον χρόνο συγγραφής, σήμερα η έρευνα πάλι τείνει και υποστηρίζει η φωνή ότι μάλλον θα πρέπει να βάλουμε ως χρόνο, το πιο πιθανό χρόνο συγγραφής, τα μέσα του Δευτέρου Εώνα μετά Χριστό. Άρα μιλάμε για ένα πολύ παλαιό κείμενο, ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρουνο όπως θα δούμε στη συνέχεια, το οποίο μάλιστα όπως και θα παρουσιάσουμε λίγο μετά, είναι ένα κείμενο το οποίο προκάλεσε μεγάλη συζήτηση στην έρευνα και μάλιστα σε σχέση με τα υπόλοιπα Ευαγγέλια, ιδιαίτερα στους κόλπους του ακαδημαϊκού φόρουμ που ονομαζόταν «Jesus Seminar» και το οποίο είχε σαν ένα από τους πολλούς του στόχους να αναδείξει τέτοια κείμενα του αρχαίγου, του χριστιανισμού αναζητώντας πίσω από αυτά αμαρτηρίες για τον ιστορικό Ιησού. Μέσα σε αυτήν την ομάδα αυτό το κείμενο απέκτησε με ιδιαίτερη αξία και μελετήθηκε θα λέγαμε πάρα πολύ. Οπωσδήποτε σήμερα πολλά από τα συμπεράσματα αυτής της ομάδας του «Jesus Seminar» δεν γίνονται δεκτά γιατί θεωρούνται ακραία, όμως σε κάθε περίπτωση ακριβώς αυτή η έμφαση δείχνει το πόσο ενδιαφέρον και πόσο σαγηνευτικό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι ένα τέτοιο κείμενο. Σχετικά με την παράδοση του κειμένου τα πράγματα είναι μάλλον απλά, δηλαδή δεν θα έχουμε αυτή την πολυπλοκότητα την οποία είδαμε, σε κείμενο όπως ήταν το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Ευαγγέλιο του Ψευδομαρθέου και το καθεξής και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο, γιατί δεν έχουμε πολλά χειρόγραφα. Είναι ένα κείμενο το οποίο δεν διασώθηκε σε πολλούς μάρτυρες. Ο κύριος μάρτυρας του κειμένου μας είναι ένα περγαμινό χειρόγραφο το οποίο βρέθηκε, όπως είπα, στο Απχύμ, δηλαδή στην αρχαία πανόπολη της Άνω Αιγύπτου, βρέθηκε το χειμώνα του 1886-1887, σύφιωνα με τις αρχικές μαρτυρίες βρέθηκε σε τάφο Μοναχού. Η τελευταία έκδοση των αποκρύφων και όπου το κείμενο το παρουσιάζει ο Τοβίες Νίκλας, ο οποίος είναι και ένας γνώστης μεγάλος του συγκεκριμένου κειμένου, διατυπώνει αφιβολίες για το αν βρέθηκε πραγματικά σε τάφο Μοναχού. Σε κάθε περίπτωση, αν ισχύει, είναι ενδιαφέρον γιατί έχουμε ακόμα ένα κείμενο το οποίο συνδέεται με το μοναστικό χώρο, πρώτο, και δεύτερον ενδιαφέρον με την έννοια ότι βλέπουμε και τις αναγνωστικές επιλογές των μοναχών της αρχαιότητας, οι οποίες ξεφεύγουν από αυτό που λέμε μοναχακανονικά βιβλία. Ο κώδικας λοιπόν αυτός που βρέθηκε στο ACCHIM περιέχει εκτός από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, ακόμα ένα κείμενο το οποίο αποδίδεται στον Πέτρο, μια εκδοχή της ελληνικής έκδοσης της Αποκάλυψης του Πέτρου, δεν είναι η ίδια ακριβώς, είναι παραλλαγή. Επίσης, έχει ένα κομμάτι από το βιβλίο του Ενώχου, ένα κείμενο εξαιρετικά αγαπητό στην αρχαία εκκλησία, είναι και όχι χριστιανικό, με έντονα αποκαλυπτικά στοιχεία και κολλημένο μέσα στον κώδικα βρήκαν και ένα φύλλο από τις πράξεις Ιουλιανού της Αναβαρζού. Πρόκειται και αυτό για ένα απόκρυφο κείμενο. Τώρα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι με βάση της παλαιογραφικής πλέον μελέτες του κειμένου, του χεινογράφου, είναι τα δύο κείμενα, δηλαδή το Ευαγγέλιο του Πέτρου και αυτό που ονομάζεται Αποκάλυψη του Πέτρου, προέρχονται από το ίδιο χέρι. Πρόκειται δηλαδή για τον ίδιο συγγραφέ, κάτι που δεν ισχύει για τα άλλα δύο. Και μάλλον ηκάζεται ότι ανάγονται στις αρχές του 6ου αιώνα. Άρα λοιπόν η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για το χειρόγραφο είναι του 6ου αιώνα. Είπα βέβαια ότι το κείμενο πάει πιο πίσω στα μέσα του 2ου αιώνα ακριβώς γιατί μαρτυρίες για αυτό το χειρόγραφο, μαρτυρίες για αυτό το Ευαγγέλιο έχουμε πολύ νωρίτερα με τους Αραπείων. Να πω σε παρένθεση κάτι που παρέληψα πριν να πω ότι η μαρτυρία του Ιουστίνου μάλλον δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει σχέση με το συγκεκριμένο κείμενο. Θα δούμε και γι' αυτό στη συνέχεια. Άρα λοιπόν μέσα του 6ου αιώνα το πρώτο χειρόγραφο που έχουμε για το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο. Υπάρχει και μία υπόθεση των Τζέιμς και του Νίκλας οι οποίοι θεωρούν ότι αυτό που ονομάζεται Απόκριφη Αποκάλυψη στο συγκεκριμένο χειρόγραφο μάλλον είναι κομμάτι του Απόκριφου Ευαγγελίου του Πέτρου. Αυτή η θέση δεν έχει σήμερα γίνει δεκτή. Την αναφέρω όμως γιατί είναι ενδιαφέρουσα. Σε κάθε περίπτωση το κομμάτι αυτό που ονομάζεται Απόκριφη Αποκάλυψη του Πέτρου ξεκινάει απότομα χωρίς ουσιαστικά να φαίνεται να είναι ολοκληρωμένο στην αρχή. Πράγμα που σημαίνει ότι λείπει κάτι, διότι ξεκινάει με τους Ιουδαίους και λέει από τους Ιουδαίους όμως κανένας δεν έπινε τα χέρια του, δεν έχει πρόλογο, δεν έχει τίποτα. Οπότε που σημαίνει ότι προφανώς λείπει ένα κομμάτι του κώδικα ή καταστράφηκε, ξαναφτιάχτηκε αυτός ο κώδικας για να μπορέσει να σωθεί το κέντρο για τον ιδιοκτήτη του. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα και τελειώνει επίσης απότομα. Θα διαβάσω πάλι για να δείτε το πώς τελειώνει. Ήταν η τελευταία μέρα των Αζίμων και πολλοί έφευγαν από την πόλη και επέστρεφαν στα σπίτια τους, θα πούμε γιατί μετά, γιατί η γιορτή είχε τελειώσει, εμείς όμως οι 12 μαθτές του κύριου κλαίγαμε και είμασταν αχτυμένοι και κανένας από εμάς και καθόσα καθώς ήταν θλιμμένος γι' αυτό που είχε συμβεί έφυγε το σπίτι του. Αλλά εγώ ο Σίμων ο Πέτρος, να είναι μια αναφορά στον Πέτρο και ο Ανδρέας ο αδερφός μου πήραμε τα δίχτυα μας και πήγαμε στη Λίμνη. Ήταν μαζί μας ο Λεβύς ο γιος του Αλφέου τον οποίον ο κύριος και με συνεχίζει. Άρα λοιπόν λείπει και από εδώ το τέλος του Ευαγγελίου. Έχουμε ένα κείμενο αποσπασματικό όμως σε κάθε περίπτωση αρκετά εκτενές ώστε να μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα πολύ διαφορεσότερο να κάνουμε συγκρίσεις με τις υπόλοιπες πληροφορίες που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια για τον Ιησού και το πάθος και την ανάστασή του. Οικάζουμε βέβαια ότι το τέλος του Ευαγγελίου μάλλον συμπληρωνόταν με στοιχεία που ξέρουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια. Γιατί λέει ότι ο Πέτρος πήγε στην Γαλιλαία, ξέρουμε ότι στα Ευαγγέλια αναφέρεται η συνάντηση του Ιησού με τον Πέτρο στη Γαλιλαία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Ίεσως λοιπόν, και εδώ να ακολουθεί την ίδια γραμμή που την ξέρουμε και από άλλα απόκρυφα κείμενα, να υπάρχει μια ιστορία εντελώς άσχετη από την κανονική Ευαγγενική παράδοση και στη συνέχεια να συμπληρώνεται με στοιχεία ή με την ίδια αυτολεξία της ιστορίες που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγένια. Το κείμενο, έτσι όπως το έχουμε σήμερα, έχει δύο ειδών διαρρέσεις. Στην έκδοση του Καραβιδόπουλου συμπεριλαμβάνονται και οι δύο. Η μία εκδοχή χωρίζει το κείμενο σε 14 κεφάλαια, είναι η διαρρέση που πρότεινε ο Ρόμπινσον. Ο Δε Χάρνακ πρότεινε το χωρισμό του σε 60 στίχους. Όπως και να το δούμε δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, γιατί όπως είπα το κείμενό μας είναι εξαιρετικά αποσπασματικό. Εκτός λοιπόν από το χειρόγραφο αυτό, το περγαμινό αυτό χειρόγραφο, έχουμε ακόμα δύο σπαράγματα παπίρων, δύο μικρά κομμάτια από παπίρους που βρέθηκαν στην Οξύνηχο. Είναι ο παπίρος 2949, τα οποία εντοπίστηκαν το 1972 από τον Κόλς. Το κείμενο αυτό, το οποίο διασώζεται τέλος πάντως αυτά τα δύο σπαράγματα, ηκάζεται ότι προέρχεται, τουλάχιστον ο πρώτος εκδότης θεώρησε ότι προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, και μάλιστα γιατί ακριβώς έχει πάρα πολλές ομοιότητες με τα κεφάλαια 3-5 του απόκριθου Ευαγγελίου, όμως δεν είναι το ίδιο. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια συγγένεια τόσο μεγάλη μεκτική, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για ένα παρόμοιο κείμενο με εκείνο το αποκρίφω Ευαγγελίου, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι ακριβώς το ίδιο. Σε κάθε μας περίπτωση είναι πάρα πολύ κοντά το ένα με το άλλο, για να αντεχθούμε μια συγγένεια μεταξύ τους. Αυτός ο Πααπηρός ο 2949 χρονολογείται στον 2ο με 3ο αιώνα, αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατί αυτό είναι ακόμα μια ένδειξη για να πάμε το κείμενό μας πίσω στο χρόνο και θα πούμε αυτό που είπαμε πριν ότι πρέπει να είναι το μέσον του 2ου αιώνα, γιατί εφόσον αυτό το κείμενο παρουσιάζει τόσο μεγάλη συγγένεια με το Ευαγγέλιο του Πέτρου και με τα συγκεκριμένα κεφάλαια 3-5 τα οποία είπα πιο πριν, αυτό μας κάνει να υποθέσουμε ότι κάποιος το ένα γνωρίζει το άλλο και επιμένως μπορούμε να το τοποθετήσουμε σχετικά κοντά φρονικά. Εκτός τούτου στην έρευνα έχουν προτερθεί και άλλα χειρόγραφα που βρέθηκαν ότι είναι κομμάτια από το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο, ο Πάπυρος G. 25, το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Φαγιού, και επίσης ο Πάπυρος Ωξυρίχου τεσ. 1009. Σήμερα δεν θεωρούμε ότι δεν δέχεται γενικά η έρευνα ότι αυτά τα δύο κείμενα προέρχονταν από το Ευαγγέλιο του Πέτρου, η υπόθεση είναι ότι και αυτά αντλούν από μία κοινήπη δεξαμενή παραδόσια ή αν υπάρχει κάποια σχέση πρέπει να είναι εξαιρετικά μακρινή και έμμεση, οπότε δεν μπορούμε να πούμε για μια άμεση λογοτεχνική εξάρτηση των δύο αυτών κειμένων. Είπα και ξεκινώντας την παρουσίαση ότι το Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι από αυτά τα κείμενα τα οποία πολύ συχνά μαρτυρείται, ή αρκετά τέλος πάντων, που συχνά μαρτυρείται στην πατερική γραμματεία και στην αρχαία χριστιανική γραμματεία. Πραγματικά έχουμε πληροφορίες ότι υπήρχε αυτό το κείμενο, δεν έχουμε αρκετές μαρτυρίες ότι χρησιμοποιούνταν αυτό το κείμενο. Υπάρχουν κάποιες, όπως είπα για τους Αραπείων και νωρίτερα, που είναι αποαυτόνομους, δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες για τη χρήση του μέσα στην εκκλησία, ούτε βλέπουμε οι προηγούμενοι από αυτό να το χρησιμοποιούν μέσα στα κείμενα τους. Οι ουστίνους και με λίγων σάρδεων που θεωρήθηκαν ότι ίσως είναι μάρτυρας της χρήσης, δηλαδή το Ευαγγέλιο και το χρησιμοποιούν μέσα στα δικά τους κείμενα, σήμερα αυτό αφισβητείται από την έρευνα, θεωρούν ότι μάλλον αντλούν και αυτοί από μία κοινή παράδοση, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν το ίδιο το κείμενο και προφανώς αντλούν από μία δεξαμινή παραδόσον, που όπως είπα είναι κοινή στην περιοχή της Συρίας, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εξαρτήσεις και των δύο συγγραφέων. Κάποια ύχνη επίδρασης του κειμένου μας, δηλαδή χρήσης ουσιαστικά ορισμένων λέξεων, ορισμένων μοτίβων που βρίσκουμε και στον Πέτρο, βρίσκουμε και στο λεγόμενο Ευαγγέλιο του Βερολίνου, αλλά και εδώ πάλι είναι πολύ αχνή θα λέγαμε η σχέση, ώστε να μην μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να πούμε ότι όντως υπάρχει μια τέτοια άμεση εξάρτηση. Και αυτό για το οποίο είμαστε σίγουροι είναι ότι το κείμενο χρησιμοποιείται κατά κόρμα από τους Μανιχαίους. Μια τέτοια βιβαιότητα μας δίνει και ένα σπάραγμα, το λεγόμενο σπάραγμα του Τουρφάν 18, που είναι ο Μανιχαϊκός κείμενο, και στο οποίο φαίνεται ακριβώς αυτή η άμεση λογοτεχνική εξάρτηση μεταξύ αυτού του σπαράγματος και του Ευαγγελίου του Πέτρου. Και φυσικά υπάρχουν και άλλα κείμενα που κατά καιρούς έρχονται στην επιφάνεια και τα οποία θεωρούμε ότι ίσως γνωρίζουν το Ευαγγέλιο του Πέτρου, αλλά για όλα αυτά η έρευνα τελικά καταλήγει ότι μάλλον είναι πάρα πολύ χαλαρή η όποια σχέση, έτσι ώστε να μην μπορούμε βεβαίως να πούμε ότι υπάρχει μια εξάρτηση κειμενική μεταξύ των δύο κειμένων. Ένα από τα θέματα που απασχόλησε πάρα πολύ την έρευνα είναι το θέμα της σχέσης του συγκεκριμένου Ευαγγελίου με την κανονική Ευαγγελική παράδοση, δηλαδή κατά πόσο ο συγγραφέας αυτού του αποκρύφου γνωρίζει τα Ευαγγέλια, τα χρησιμοποιεί, εξαρτάται λογοτεχνικά από αυτά ή όχι. Και μία τάση που διατυπώθηκε, όπως θα δούμε κιόλας μάλιστα είναι διάφορες οι τάσεις, αλλά η μία σημαντική τάση είναι αυτή του Τένκερ, ο οποίος λέει ότι το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο δεν έχει καμία εξάρτηση από τα κανονικά Ευαγγέλια, δεν τα γνωρίζει ο συγγραφέας ή δεν τα χρησιμοποιεί τουλάχιστον και ότι αντίθετα ανατρέχει στη λεγόμενη κατηχητική παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή όποιες θα λέγαμε πιθανές φαινομενικές σχέσεις με τα κανονικά Ευαγγέλια εντοπίζουν στο συγκεκριμένο κείμενο, αυτές οφείλονται σε μία άλλου είδους εξάρτηση, ουσιαστικά σε μία πολύ έμμενη εξάρτηση από τα Ευαγγέλια, γιατί ακριβώς τα γνωρίζει θα λέγαμε ή τα χρησιμοποιεί έμμεσα μέσα από την λεγόμενη προφορική κατηχητική παράδοση της Εκκλησίας, η καλία δηλαδή της Εκκλησίας στην Κατήχηση. Επιπλέον όμως ο Ντένκερ εντόπισε στο κείμενο μας μία έντονη διακειμενική σχέση με την Παλαιά Διαθήκη. Δηλαδή δεν είναι μόνο τα Ευαγγέλια που δεν τα γνωρίζει, είναι και η Παλαιά Διαθήκη την οποία την γνωρίζει. Ο συγγραφέας μας και τη θεωρεί πηγή ο Ντένκερ του συγκεκριμένου Ευαγγελίου και η Κάζη διατυπώνει την άποψη ότι πρόκειται για ένα Υουδαιοχριστιανικό κείμενο, το οποίο τοποθετεί γύρω στο 100 με 130 μετά Χριστό. Βλέπετε το θέμα της εξάρτησης ή όχι του κειμένου μας από τα κανονικά Ευαγγέλια, κανέναν άλλογο τρόπο όπως και στην περίπτωση του Ευαγγελίου του Θωμάτο, το οποίο συζητήσαμε σε παλαιότερο μάθημα, επηρεάζει κατά πολύ τη χρονολόγηση ενός κειμένου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Ευαγγελίου του Πέτρου. Ο Χελμουτ Κέστερ διατύπωσε την άποψη και αυτός ότι πρόκειται για ένα κείμενο που είναι ανεξάρτητο από την κανονική παράδοση, δεν αντιγράφει δηλαδή τα Ευαγγέλια, τουλάχιστον στο κομμάτι το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας, και ότι μάλλον ο συγγραφέας έχει υπόψη του μια ιστορία επιφάνειας, την οποία θα τη δούμε στη συνέχεια και η οποία ουσιαστικά είναι στο τέλος, την βρίσκουμε, ο κυρίνας της βρίσκεται στο τέλος του κειμένου το οποίο έχουμε σήμερα στα χέρια μας και την οποία ως συγγραφέας του συγκεκριμένου Ευαγγελίου την αναπτύσσει περισσότερο, προσθέτει διάφορα στοιχεία από την προφορική παράδοση και αλλού και μας δίνει αυτό το κείμενο που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας. Μια άλλη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θέση είναι αυτή του Τζόν Κροσάν, ο Κροσάν είναι ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του Τζήσου Σέμινα, μιλήσαμε για αυτό στην αρχή του μαθήματος και ο Κροσάν διατυπώνει την άποψη και αυτός ότι το Ευαγγέλιο μας, το Ευαγγέλιο δηλαδή του Πέτρου ουσιαστικά επεξεργάζεται ένα παλαιότερο υλικό, ένα αρχαιότερο Ευαγγέλιο του Σταυρού ή του Πάθους, το Cross Gospel όπως λέει, ο Κροσάν έχει δηλαδή υπόψη ένα προηγούμενο κείμενο το οποίο το επεξεργάζεται και το επεξεργάζεται χρησιμοποιώντας και στοιχεία από την κανονική Ευαγγελική παράδοση. Δηλαδή ο Κροσάν ουσιαστικά συνδυάζει τη θεωρία της ανεξάρτης πηγής, τις ανεξαρτησίες θα λέγαμε του Ευαγγελίου του Πέτρου και της εξάρτησής του από τα συνοπτικά Ευαγγέλια. Βέβαια το υποθετεί ο ίδιος το κείμενο πάρα πολύ νωρίς ακριβώς γιατί λέει ότι προέρχεται από ένα κείμενο, τουλάχιστον στο κομμάτι αυτό που χρησιμοποιεί αυτό το Ευαγγέλιο του Σταυρού, το υποθετεί γύρω στο 50-60 αυτό το Ευαγγέλιο, δηλαδή ουσιαστικά πάει πολύ πιο πριν τις πηγές του Ευαγγελίου του Πέτρου από αυτές τους συνοπτικών Ευαγγελίων, γι' αυτό και ο Κροσάν μαζί και με άλλους εκπροσώπους του Jesus Seminar ήταν από αυτούς που έκαναν λόγο για ένα κείμενο το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπίζει, το Ευαγγέλιο του Πέτρου θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια ισότιμη πηγή για τον Ιησού δίπλα στα υπόλοιπα κανονικά Ευαγγέλια. Σήμερα η θέση αυτή αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη μεγάλη γιατί ακριβώς αντιλαμβανόμαστε ότι το κείμενό μας έχει τεχθεί πολλές επιτράσεις και φυσικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποδείξουμε την ύπαρξη ενός τέτοιου Ευαγγελίου, ενός Ευαγγελίου του Σταδρού το οποίο υποθέτει και υποστηρίζει ο Κροσάν. Αυτό που σήμερα καταλήγει η έρευνα όσον αφορά τη σχέση κανονικών Ευαγγελίων και αποκρύφου Ευαγγελίου του Πέτρου είναι ότι πρόκειται για ένα κείμενο σαφώς ανεξάρτητο από τα Ευαγγέλια μας, με την έννοια δηλαδή ότι δεν είναι απλή αντιγραφή, από την άλλη όμως μεριά δέχεται ότι πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο έχει μία εξάρτηση όχι από ένα συγκεκριμένο, αλλά από όλα τα κείμενα, ότι προφανώς τα γνωρίζει, η ανεξαρτήσειο του έγινε στο ότι προσθέτει ένα σωρό καινούργια στοιχεία τα οποία δεν τα έχουμε από την Ευαγγελική παράδοση. Γιατί βλέπουμε πραγματικά ότι σε πάρα πολλά σημεία παρουσιάζει ομοιότητες και με το Ευαγγέλιο του Ματθαίου και κυρίως με το Ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά έχει και στοιχεία τα οποία το φέρνουν κοντά στο Μάρκο και στον Ιωάννη. Επομένως αυτό το οποίο σήμερα λέμε στην έρευνα είναι ότι ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Πέτρου δεν κάνει μεν την προσπάθεια να ακολουθήσει κατά γράμμα τις Ευαγγελικές αφηγήσεις και γι' αυτό μίλησα στην αρχή για ανεξαρτησία ή πολύ περισσότερο δεν προσπαθεί να τις εντάξει όλες μαζί και να τις εναρμονίζει, για παράδειγμα έκανε ο Τατιανός στο Διατεσάρον, αλλά από την άλλη μεριά έχει εξάρτηση, τα γνωρίζει σαφώς τα Ευαγγέλια, γιατί τα Ευαγγέλια του παρέχουν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει τις δικές του καινούργιες πληροφορίες. Δηλαδή ακολουθεί θα λέγαμε το γενικό σχήμα και τις γενικές πληροφορίες που έχουμε πάρα πολύ βεβαία, σε πολύ αδραίες γραμμές θα δούμε στη συνέχεια, που έχουμε από τα κανονικά Ευαγγέλια, όμως το γέμισμα αυτού του πλαισίου προέρχεται από καθαρά δικές του παραδόσεις. Παραδόσεις που είναι πάρα πολύ δύσκολο να δούμε από πού έρχονται, αν είναι από την κυριματική παράδοση της εκκλησίας στην κατηχητική, αν είναι κάποιες δαπτές πηγές τις οποίες σήμερα έχουμε χάσει, αν είναι κομμάτι της προφορικής παράδοσης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσουμε για αυτό το θέμα. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι αυτό το κείμενό μας από την αρχή γίνεται μια προσπάθεια μέσα στο ίδιο το κείμενο, όπως είπα και πιο πριν να προδουθεί στον Πέτρο. Έχουμε δύο σημεία, το ένα το διάβασα νωρίτερα στο 14ο κεφάλαιο, υπάρχει ακόμα ένα σημείο στο 7ο κεφάλαιο, όπου και πάλι σε πρώτο πρόσωπο ο Πέτρος μιλά και λέει «Αλλά εγώ, ο Πέτρος, μαζί με τους φίλους μου, ήμουν λυπημένος και καθώς είμασταν πληγωμένοι μέσα στις καρδιάς μας κρυβόμασταν». Εδώ βλέπουμε επωμένως πάλι μια αναφορά στον Πέτρο, η άλλη ήταν στο τέλος του κειμένου μας, την οποία, όπως είπα και πριν, την έχω ήδη διαβάσει. Επομένως και ξέρουμε μάλιστα ότι πολλές φορές μέσα στην αρχαία εχθριανική παράδοση, έχουμε και τη μαρτυρία του παππού, ο Πέτρος παρουσιάζεται ως ένας μάρτυρας αψενδής και γνήσιος της ζωής του Ιησού. Είναι πολύ λογικό μετά από αυτό να αναπτυχθεί αυτή η παράδοση απόκρυφη γύρω από το πρόσωπό του και να αποδοθεί σε αυτόν και ένα Ευαγγέλιο όπως αυτό που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Όσον αφορά τώρα τις θεολογικές θέσεις του κειμένου μας, εδώ υπάρχει μια άλλη μεγάλη συζήτηση κατά πόσο είναι το κείμενό μας δοκιτικό ή γνωστικό ή κάτι παρόμοιο. Είδαμε ότι ο ίδιος Αραπείων το συνέδεσε πολύ νωρίς με τους Δοκίδες. Είπε δηλαδή ότι το κείμενο αυτό έχει πάρα πολλά καλά στοιχεία, έχει στοιχεία που πρέπει να θεωρήσουμε ότι προέρχονται από τη δασκαλία του Πέτρου, ωστόσο έχουν επαρρυσθήσει σε αυτό διάφορα δοκιτικά στοιχεία. Είπαμε κιόλας ότι ο Αραπείων ενοχλείται περισσότερο από τη δοκιτική, θα λέγαμε, ερμηνεία και επεξεργασία του κειμένου χωρίς βέβαια να ακυρώνει πλήρως την θα λέγαμε καταρχήν ορθόδοξη. Και λέω εισαγωγικά ορθόδοξη, γιατί ακόμα δεν είμαστε στη φάση που εισάγονται αυτοί οι όροι, δεν έχουν γίνει οικουμενικές σύνοδοι για να υπάρχει όρθος ορθόδοξης, εντός πάντων αυτό που ανήκει στην εμπειρία της Εκκλησίας. Πραγματικά υπάρχουν κάποια σημεία μέσα στο κείμενό μας τα οποία θα μπορούσαν να μας δημιουργήσουν εντύπωση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε ένα δοκιτικό κείμενο. Έτσι για παράδειγμα, κυρίως εκεί που περιγράφεται ο θάνατος του Ιησού, εκεί έχουμε κάποια στοιχεία τα οποία δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα κείμενο με αρκετές δοκιτικούς υπενυγμούς. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο 4 στο στίχο 10 που περιγράφεται η σταύρωση λέγεται χαρακτηριστικά «έφεραν τότε δύο κακοποιούς και σταύρωσαν τον Κύριο ανάμεσά τους». Αυτό το ξέρουμε και από την κανονική παράδοση. «Αλλά εκείνος σιωπούσε, σαν να μην αισθανόταν κανέναν πόνο». Αυτό θεωρήθηκε ότι ίσως εδώ είναι μια προσπάθεια να αποδεσμευθεί ο Ιησούς και η ιδέα του Ιησού ως θεό, ο οποίος πεθαίνει επάνω στο σταυρό και πονά και υποφέρει. Κάτι που είπαμε ότι είναι έξω από τις θεολογικές προϋποθέσεις του δοκιτισμού, ο δοκιτισμός δυσκολεύεται να δεχθεί έναν πάσχοντα θεό. Και μάλιστα ένα θεό που αναλαμβάνει ανθρώπινη μορφή και υφίσταται τον πόνο για τον δάνατο ενός ανθρώπου. Ένα άλλο σημείο είναι ο στίχος 19, πάλι εδώ στην ιστορία της σταύρωσης, στο κεφάλαιο 5, όπου ο Ιησούς είναι λίγο πριν πεθάνει και ο Κύριος κράβγασε δυνατά λέγοντας «δύναμή μου, δύναμή μου, με εγκατέλειψες». Αφού είπε αυτά αναλύφθηκε. Εδώ λοιπόν δείχνει σαν να μην μιλάει για θάνατο, αποφεύγει να μιλήσει για τον θάνατο του Ιησού. Φαίνεται η θεϊκή δύναμη να αποχωρεί από το σώμα του Ιησού και να αναλαμβάνεται. Και αυτό είναι το πιο κλασικό χωρίο το οποίο χρησιμοποιείται από εκείνους που υποστηρίζουν ότι το κείμενο μας είναι δοκιητικό. Βέβαια τα υπομνήματα τα οποία έχουν κυκλοφορήσει, ειδικά ένα εξαιρετικό υπόμνημα του 1930, που κυκλοφόρησε για το Ευαγγέλιο του Πέτρου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για καθαρά δοκιητικό κείμενο. Υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία ίσως, όπως αυτό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν δοκιητικά, όμως και εδώ δεν είναι πολύ ξεκάθαρη η θέση του κειμένου μας. Δεν είναι ότι με κάθε τρόπο λέει ότι ο Ιησούς είναι εκείνος ο οποίος δεν θα βρώνεται κλπ. Υπάρχουν απλώς υπενυγμοί. Γι' αυτό και σήμερα αποφεύγουμε στην έρευνα να το συνδέσουμε με το δοκιτισμό. Αυτό που κυρίως τονίζουμε σήμερα στην έρευνα είναι καταρχάς ότι εδώ έχουμε ένα κείμενο το οποίο διασώζει στοιχεία αρχαίας χριστιανικής μαρτυριολογίας. Τα μαρτυριολογικά κείμενα έχουν οδηγησμένα βασικά μοτίβα τα οποία τα βρίσκουμε και εδώ. Και επίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε εδώ ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον για τη σωματικότητα του Ιησού. Δεν δίνεται τόσο έντονα η πληροφορία, όπως είπα και πριν, ότι ο Ιησούς δεν πέθανε και ότι πέθανε κάποιος άλλος ή φάνηκε στους υπόλοιπους ότι πέθανε. Εκτός από αυτό το σημείο που διάβασα, καμιά άλλη προσπάθεια να διαχωριστούν η θεϊκή του φύση από την ανθρώπινη. Το δεύτερο ερώτημα το οποίο συνήθως τίθεται στην έρευνα είναι ποια μπορεί να είναι η πιθανή σχέση του με τον γνωστικισμό. Γιατί ο ίδιος Αραπείων κάνει μια τέτοια νήξη. Λέει ακριβώς ότι διπληροφορήθηκε ότι το κείμενο το χρησιμοποιούσαν κάποιοι οι οποίοι ήταν γύρω από κάποιον που μάλλον εννοείται εδώ το όνομα έτσι όπως στην παραθωρά που είναι ο Μαρκίωνας, ο γνωστός γνωστικός, γι' αυτό και γίνεται και εκείνος αρκετά επιφυλακτικός απέρανση στο κείμενο, κάθεται και το μελετά ξανά και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να διαβάζεται στην εκκλησία. Λέει ακριβώς από τη μαρτυρία του Σεραπείωνα έχουμε και το γεγονός ότι εξαρτάται το κείμενο μας πάρα πολύ από το Καταλουκάν Ευαγγέλιο. Αν όντως συνδέεται με το Μαρκίωνα δεν θα ήταν παράξενο ότι ο συγγραφές εδώ καταφεύγει κυρίως το Καταλουκάν Ευαγγέλιο διότι γνωρίζουμε ότι ο Μαρκίωνας από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια εκείνο που δεχόταν ως δικό του κανονικό ως αποδεκτό κείμενο ήταν το κείμενο του Λουκά. Επομένως είναι μια ένδειξη. Από την άλλη όμως μεριά όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, το κείμενο είναι όμως να τρέχει πάρα πολύ συχνά στην Παλαιά Διαθήκη. Και γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά το πόσο επιφυλακτική ήταν η στάση των γνωστικών, ή θα λέγαμε αρνητική και κριτική στάση τους απέντη στην Παλαιά Διαθήκη, ειδικά του Μαρκίωνα, ο οποίος Μαρκίωνας ο γνωστός πέριψε πάρα πολλά από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ακριβώς για αυτό το λόγο. Γιατί δεν θεωρούσε ότι είναι κείμενα τα οποία ανατρέχουν στην Παλαιά Διαθήκη και κατεπέκταση στο θεό της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος όπως είπαμε και άλλη φορά ως δημιουργός αυτού του ατελούς κατά τη γνώμη του και κακού κόσμου δεν μπορεί να είναι ένας καλός θεός. Επιπλέον δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως ένδειξη υπέρ της γνωστικής συγγένειας του κειμένου το γεγονός ότι έχουμε πολλά αντιουδαϊκά στοιχεία μέσα στο κείμενό μας. Καταρχάς υπάρχουν αντιουδαϊκά στοιχεία, σαφώς. Υπάρχει μια αντική στάση απ' ένδειξη υπέρ της, όχι όμως συνεχώς μέσα στο κείμενο, αλλά σε ορισμένα σημεία και ουσιαστικά απαντούμε μέσα στο κείμενό μας αντιουδαϊκά στερεότυπα παρόμοια με αυτά που βρίσκουμε και σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Επιμέλως δεν υποχρωτικό να θεωρήσουμε ότι αυτό έχει να κάνει μια γνωστική επίδραση στο κείμενό μας, αλλά μπορεί να συνδέεται με τη γενικότερη χριστιανική παράδοση, η οποία ως γνωστό σε πολλές περιπτώσεις ασκεί μια σκληρή κριτική στους Ιουδαίους. Περνώντας το θέμα της Χριστολογίας τώρα του κειμένου μας, θα πούμε ότι παρουσιάζεται μια σαφής Χριστολογία. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ως Υιός του Θεού, ως Κύριος, αλλά άλλες φορές δεν τονίζεται τόσο πολύ αυτό το στοιχείο. Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας μας δεν διαφέρδει και πάρα πολύ να δώσει μια χριστολογική ερμηνεία του προσώπου της ιστορίας του πάθους. Μάλλον αυτός το οποίο σήμερα καταλήγουμε πολύ επιφυλακτικά και με πολύ προσοχή είναι ότι έχουμε ένα κείμενο, το οποίο περιέχει απλά μια ιστορία του Ιησού. Προφανώς ο Ευαγγελιστής ήθελε να, ο συγγραφέας δηλαδή αυτό το κείμενο, ήθελε να πει μια ιστορία για τον Ιησού. Μια ιστορία όμως που συντάσσεται και μοιάζει πάρα πολύ με ανάλογες ιστορίες που τυκλοφορούν για τον Ιησού γύρω στον δεύτερο αιώνα. Είναι ένα κείμενο που δεν θα πρέπει να το δούμε καθαρά σε μια δογματική βάση. Είπαμε ότι υπάρχουν κείμενα τα οποία σκοπό έχουν να τον Ιησού, για παράδειγμα είχαμε πει τη Μαριολογία, τη Μαρία είναι μέσα στο πλαίσιο της συζήτησης γενικότερης για το πρόσωπο της Μαρίας και στο πλαίσιο των χριστολογικών συζητήσεων της εποχής, το κείμενο μας αυτό δεν πρέπει να το εντάξουμε μέσα σε κάποια, τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει μέσα σε μια γενικότερη συζήτηση δογματικής φύσεως, αλλά είναι περισσότερο αυτό που είπαμε για την αρχή, μια προσπάθεια να συμπληρωθούν και να στην ιστορία μας. Και τώρα στο τελευταίο μέρος του μαθήματος, πολύ σύντομα θα μιλήσουμε για το περιεχόμενό του. Έτσι θα διαβάσουμε ορισμένα κομματάκια, αποσπάσματα από το κείμενο, θα πούμε δυο κουβέντες για να έχει κανείς μια πιο συνολική εικόνα του σύντομου αυτού Ευαγγελίου. Καταρχάς, στα πρώτα δύο κεφάλαια, γιατί είπαμε ξεκινάει πολύ αποσπασματικά το κείμενό μας, παρουσιάζεται ο Πιλάτος και ο Ηρώδης και το θέμα τους είναι ο Ιησούς. Ο Ιησούς έχει συλληφθεί, αυτό ήδη προϋποτίθεται στο πρώτο κεφάλαιο και μάλιστα στην δίκη του Ιησού παρήσθενται Ιουδαίοι σαφώς, γνωστοί από την ιστορία των εικανονικών Ευαγγελίων, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης, όπου αυτή τη φορά βρίσκονται και οι δυο μαζί και λέει συγκεκριμένα. Από τους Ιουδαίους όμως κανένας δεν έπλυνε τα χέρια του, εδώ είναι ένας υπενυγμός στην ιστορία που ξέρουμε, ο Πιλάτος πλένει τα χέρια του και λέει το κρύμα του να είναι πάνω σας, ούτε ο Ηρώδης ούτε κανένας από τους δικαστές του. Και αφού δεν θέλησαν να τα πλύνουν ο Πιλάτος σηκώθηκε για να φύγει. Ούτε εδώ και ο Πιλάτος σε κάθαρα λέγεται ότι έπλυνε τα χέρια του, η ευθύνη πέφτει απόλυτα στους Ιουδαίους. Τότε ο βασιλιάς ο Ηρώδης διέταξε να πάνε τον κύριο λέγοντάς του να του κάνει όσα σας διέταξα να κάνετε. Και στη συνέχεια στο δεύτερο κεφάλαιο εμφανίζεται ο Ιωσήφ ο Απαρυμαθέας, ο φίλος όπως λέει του Πιλάτου και του κυρίου. Και επειδή κατάλαβε ότι πρόκειται να τον σταυρώσουν πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του κυρίου για ενταφιασμό. Αυτό γνωρίζουμε από την Ευαγγελική παράδοση. Η διαφορά είναι εκεί βέβαια ότι ο Ιωσήφ ζητά το σώμα του Ιησού μετά το θάνατό του. Εδώ βλέπουμε ότι ο Ιωσήφ προλαμβάνει, καταλαβαίνει τι πρόκειται να γίνει. Έχουμε δηλαδή αυτές τις μικρές διαφοροποιήσεις από την Ευαγγελική αφήγηση, η οποία σε γενικές γραμμές λειτουργεί ως το πλαίσιο, όπως είπαμε, το αφηγηματικό. Και ζητάει λοιπόν το σώμα του από τον Πιλάτο, ο Πιλάτος με τη σειρά το ζητάει από τον Ηρώδη και παίρνει την εξής απάντηση από τον Ηρώδη. Αδελφέ Πιλάτε, πάρα πολύ ενδιαφέρον, ακόμα και αν κανείς δεν τον είχε ζητήσει, εμείς θα τον ενταφιάζαμε γιατί ξημερώνει Σάββατο. Είναι γραμμένο στο νόμο ότι ο ήλιος δεν πρέπει να δύσει πάνω από κάποιον που έχει θανατωθεί και τον παρέδωσε στο λαό την ημέρα πριν από τα άζημα στη γιορτή τους. Βλέπουμε λοιπόν εδώ μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από τη γνωστή των Ευαγγελιών. Στη συνέχεια στα κεφάλαια 3 έως 4 έχουμε τη σταύρωση του Ιησού. Το πρώτο μέρος το γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια για τη λιδωρία και για τους εμπεγμούς και τα βασανιστήρια τα οποία εφίσταται ο Ιησούς πριν από το σταυρό. Και στη συνέχεια στο τέτατο κεφάλαιο έχουμε τον Ιησού να σταυρώνεται ανάμεσα σε δύο κακοποιούς. Τα γνωστά όσο ξέρουμε για το μοίρασμα των ενδυμάτων του Ιησού αμεκλήρω μεταξύ των φρουδών του. Και έχουμε τη γνωστή και από το Λουκά η ιστορία της συνομιλίας μεταξύ των δύο λιστών, των δύο κακοποιών. Ο ένας είναι υπέρ, ο οποίος μάλιστα ο ένας αυτός, στον Καταλουκά βλέπουμε ότι μιλάει στον άλλον κακοποιό και του λέει γιατί τον βρίζεις, εμείς καλά κάνουμε και υποφέρουμε γιατί είμαστε ό,τι είμαστε, αυτός όμως δεν έπραξε κάτι κακό. Εδώ έχουμε μια διαφοροποιήση, ο ένας από τους δύο κακοποιούς μιλάει στον πλήθος, τους Ιουδέους και τους λέει, εμείς υποφέρουμε με αυτόν τον τρόπο για τα κακά έργα που διαπράξαμε. Αυτός όμως που έγινε ο σωτήρας των ανθρώπων τι κακό σας έκανε. Ενδιαφέρον αυτό, διότι αυτό που ουσιαστικά στα Ευαγγέλια βρίσκουμε να είναι η συνομιλία μεταξύ των δύο κακοποιών, ο οποίος μάλιστα ο ένας λιστής είναι αυτός ο οποίος επιτίθεται φραστικά στον Ιησού, εδώ βλέπουμε ότι γίνεται μετατρέπεται σε κατηγορία πως τα πλήθει. Το ενδιαφέρον δεύτερο στοιχείο εδώ είναι ότι οι Ιουδαίοι αγανακτούν και διέταξαν να μην τους σπάσουν τα πόδια ώστε να πεθάνει με πόνος. Εδώ βλέπουμε εντελώς διαφορετική εξήγηση γιατί δεν έσπασαν τα πόδια του Ιησού. Ξέρουμε από την Ευαγγελική ιστορία ότι δεν έγινε αυτό ακριβώς επειδή ο Ιησούς είχε πεθάνει νωρίτερα και ξέρουμε επίσης ότι έσπασαν τα πόδια στους σταμαμένους για να επιταχύνουν το θάνατό τους. Και γι' αυτό οι δυο ληστές οι οποίοι δεν είχαν ήδη εξεψυχήσει υπέστησαν και αυτό το τελευταίο μαρτύριο. Τώρα από εκεί και πέρα στο πέντε κεφάλαιο έχουμε τους τελευταίους λόγους του Ιησού. Εδώ έχουμε εξαιρετικά πολλά στοιχεία τα οποία βρίσκουμε και στα προηγούμενά μας κείμενα στα κανονικά Ευαγγέλια και έχουμε και αυτή την γνωστή φράση την οποία διάβασα νωρίτερα. Τον Ιησού, ο τελευταίος λόγος στο σταυρό να είναι δύναμή μου, δύναμή μου μην κατέληψες και αφού είπε αυτό αναλύφθηκε. Βέβαια το αναλύφθηκε εδώ, είπαμε, θεωρήθηκε ότι είναι ένας επενυγμός στην ανάληψη του Ιησού και ίσως και ένας δοκιτικός επενυγμός. Ξέρουμε από χριστιανικές επίγραφες κυρίως της Φρυγίας ότι η λέξη ανάληψης σημαίνει το θάνατο. Λοιπόν πολύ πιθανόν εδώ να είναι μια τέτοια χρήση της λέξης και να μην έχει καμία δοκιτική προέκταση και απλώς να δηλώνει ακριβώς ότι ο Ιησούς πέθανε. Στα κεφάλαια 6-8 έχουμε την αποκαθήλωση του Ιησού, ο Ιησούς παραλαμβάνει τελικά το σώμα του Ιησού και όχι μόνο αυτό γίνεται κάτι θαυμαστό με τον ήλιο εκεί ο οποίος εμφανίζεται, οι προύχοντες, οι πρεσβύτεροι του λαού αντιλαμβάνονται την αμαρτία που πράξαν σκοτώνοντας τον Ιησού και μάλιστα λέει εκεί η αφήγηση στρέφεται τώρα στο πρώτο πρόσωπο και ο Πέτρος μιλάει και λέει «αλλά εγώ μαζί με τους φίλους μου ήμουν λυπημένος και καθώς ήμασταν πληγωμένοι μέσα στις καριές μας κρυβόμασταν, γιατί αυτοί μας καταζητούσαν με την κατηγορία ότι είμαστε κακοποιείς και ότι θέλαμε να βάλουμε φωτιά στο ναό». Εδώ ηκάζεται ότι ίσως είναι ένας υπενυγμός στη γνωστή κατηγορία ενάντιον των χριστιανών ότι ήθελαν να κάψουν την Ρώμη πινέρωμα. Δηλαδή επομένως ίσως εδώ έχουμε ένα τέτοιο υπενυγμό, τουλάχιστον αυτό εκτιμούν διάφοροι ερμηνευτές του κειμένου. Και στη συνέχεια έχουμε πάλι μια παραλλαγή της ιστορίας που έχουμε από τον Μαθαίο, όπου οι Φαρισαίοι ζητούν στρατιώτες για να πάνε να φουρήσουν έξω από τον τάφο για να μην κλαπεί το σώμα του Ιησού και μάλιστα για τρεις μέρες θα κάτσουν να το φυλάνε και ο Ιππιλάτος τους δίνει τον πετρόνιο των εκατόνταρχων, ο οποίος πηγαίνει στον τάφο, κυλούν μάλιστα και μια μεγάλη πέτρα μπροστά στον τάφο για καλό γεγρακό για να μην γίνει και η κλοπή του σώματος και κάθονται και το φουρούν. Το ενδιαφέρον κομμάτι, το κατεξουχή του ενδιαφέρον κομμάτου στο Ευαγγέλιό μας αρχίζει με το κεφάλαιο 9, όπου πλέον έχουμε την περιγραφή της Ανάστασης. Και το Ευαγγέλιο του Πέτρου είναι το μόνο αρχαιοχριστιανικό κείμενο, το οποίο αποπειράται να διηγηθεί το πώς αναστήθηκε ο Ιησούς. Τι ακριβώς συνέβη? Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιστορία. Θα διαβάσω αυτό το κομμάτι, διότι πραγματικά αξίζει. Στο κεφάλαιο 9 λέει «Καθώς ξημέρανε το Σάββατο, νωρίς το πρωί ήρθε πλήθος κόσμο από την Ιερουσαλή». Εδώ έχουμε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή από τις Ευαγγέλια. Στις Ευαγγέλια κανείς δεν είναι εκεί, κρυφά θα πάνε και γυναίκες στον τάφο. Εδώ βλέπουμε όσοι τον όλο το Ιεροσόλυμα να έχουν κατασκηνώσει γύρω από τον τάφο, περιμένοντας, για να δουν το σφαγισμένο τάφο, όπως λέει. «Νύχτα όμως, κατά την οποία ξημέρονε η Κυριακή, καθώς οι στρατιώτες φλούσαν δύο-δύο σε κάθε βάρδια, ακούστηκε μια δυνατή φωνή στον ουρανό. Είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και δυο άντρες να κατεβαίνουν από εκεί μέσα στο λαμπερό φως και να πλησιάζουν τον τάφο. Είναι η πέτρα που είχε τοποθετηθεί μπροστά στην πίσωδο, κύλησε από μόνη της, εδώ θυμίζει τον Ματθαίο, και ήρθε στο πλάι, ο τάφος άνοιξε και οι δυο νεανοίς και μπήκαν μέσα. Όταν λοιπόν οι στρατιώτες τα είδαν αυτά, ξύπνησαν ο Νεκατόνταρχος και τους Πρεσβύτερους, γιατί και αυτοί επίσης φύλαγαν στον τάφο. Και ενώ αφηγούνταν αυτά που είδα, βλέπουν πάλι να βγαίνουν από τον τάφο τρεις άντρες, δυο μπήκαν, τρεις βγαίνουν, οι δυο από αυτούς υποβαστούσαν τον ένα και τους ακολουθούσε ένα σταυρό. Επειδή έχουμε δυο οι οποίοι κρατάνε ένα και από πίσω ακολουθεί ο σταυρός. Τώρα πώς ακολουθεί ο σταυρός, αυτό είναι μια λεπτομέλη την οποία δεν εξηγεί το κείμενό μας. Τον μεν δύο το κεφάλι ξεπερνούσε τους ουρανούς και δεν ήταν το άλλο ενδιαφέρον πως τον υποβάσταζαν, εφόσον το κεφάλι τους έφτυπνε στον ουρανό, ενώ του άλλου που τον οδηγούσαν το κεφάλι ξεπερνούσε τους ουρανούς, ήταν ψηλότερος από εκείνος. Τέλος πάντων είναι μια ιστορία, εδώ που θέλει να τονίσει ακριβώς ότι το κεντρικό πρόσωπο αυτός που το κεφάλι είναι πιο πάνω από τους ουρανούς είναι ο Ιησούς. Άκουσαν και μια φωνή από τον ουρανό να λέει κήρυξε στους κοιμωμένους δηλαδή στους νεκρούς και από το σταυρό ακούστηκε η απάντηση ναι. Και στη συνέχεια λέει ότι συσκέπτονται τι θα κάνουν και τι θα πούναν, πολύ αυτή την ιστορία οι Ιουδαίοι με τους στρατιώτες, και ενώ ακόμη συσκέφτονταν φαίνονται πάλι ουρανοί να ανοίγουν και ένας άνθρωπος να κατεβαίνει και να εισέρχεται στον τάφο. Πρόκειται για τον Άγγελο τον οποίο θα πρέπει να συναντήσουν οι γυναίκες στην Ευαγγελική ιστορία, άρα λοιπόν εδώ το κείμενό μας οικονομεί κατά κάποιο τρόπο την ιστορία, οι δυο φεύγουν με τον τρίτο στους ουρανούς, επομένως έχουμε και εδώ έναν υπερνηγμό στην ανάληψη του κυρίου και στη συνέχεια κατεβαίνει ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο ακριβώς θα παίξει το ρόλο του Αγγέλου στη συνέχεια. Βλέπουμε δηλαδή πώς προσπαθεί το κείμενό μας εδώ. Παναλαμβάνω, χρησιμοποιεί την Ευαγγελική κανονική παράδοση ως το πλαίσιο, αλλά από και πέρα αυτά που προσθέτει είναι εντελώς καινούργια στοιχεία. Και στη συνέχεια τελειώνει η ιστορία μας με την ιστορία έτσι όπως την γνωρίζουμε και από τα Ευαγγέλια μας. Στο 12 κεφάλαιο εμφανίζεται η Μαρία Μαγδαλή, δεν είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς παρουσιάζεται η Μαρία Μαγδαλή, μοιάζει πολύ με τα Ευαγγέλια μας. Έχουμε και μια περισσότερη θα λέγαμε, ένα πιο κεντρικό ρόλο της Μαρίας εδώ. Πολύ πρωί την Κυριακή η Μαρία Μαγδαλή είναι μια μαθήτρια του κυρίου, η οποία φοβισμένη καθώς ήταν εξαιτίας των Ιουδαίων που ήταν οργισμένη, δεν είχε εκτελέσει στον τάφο του κυρίου αυτά που οι γυναίκες συνηθίζουν να κάνουν για τους νεκρούς που τους είναι προσφυλείς. Πήρε μαζί της τις φίλες της και ήρθε στον τάφο που ο κύριος είχε τεθεί, εδώ βλέπουμε Μαρία είναι αυτή η οποία έχει την πρωτοβουλία και μαζεύει τις υπόλοιπες γυναίκες, είπαμε και άλλη φορά ότι η Μαρία Μαγδαλή είναι ένα πρόσωπο στην αρχαία εκκλησία, καταλαβάνει κεντρική θέση. Γιατί τι ακριβώς καταλαβάνει αυτή τη θέση, την βρίσκουμε πάρα πολλές φορές μέσα στα κείμενά μας κυρίως σε σχέση με την Ανάσταση του Ιησού. Και βλέπουμε εδώ ότι δεν είναι όπως στα Ευαγγέλια μας αναφέρεται η Μαρία Μαγδαλή, δεν φαίνεται όμως ο αγιετικός της ρόλος μέσα στην ομάδα των γυναικών, εδώ είναι προφανής αυτός ο ρόλος. Και από εκεί και πέρα η ιστορία πάει όπως τη γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια, οι γυναίκες συζητάνε ποιος θα τους κελίσει την πέτρα, φτάνουν στον τάφο, το βρίσκουν άδειο, βρίσκουν ένα νεανίσκο ο οποίος τους λέει τι ψάχνεται, εδώ ακολουθεί τον Μάρκο ξεκάθαρα το κείμενο μας, τι ψάχνεται δεν είναι εδώ. Ο Ιησούς αναστήθηκε και οι γυναίκες φεύγουν γεμάτες φόβο. Και κλείνει φυσικά με την ιστορία των Αζήμων και λέει και για τους δώδεκα μαθητές, οι οποίοι είναι θλιμμένοι, και ο Πέτρος παίρνει τον Ανδρέα και πάνε στα να ψαρέψουν. Και εδώ αναφέρεται και ο Λεβί και ίσως από εδώ και πέρα, γιατί εδώ σταματάει το κείμενό μας, το κείμενο να ακολουθούσε την αφήγηση όπως την έχουμε στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο με τους μαθητές να ψαρεύουν, να εμφανίζεται στην άκρη της λίμνης και να τους καλεί, να κάνει ένα θαύμα, να ψάρουν ψάρια εκεί που δεν μπορούσαν να πιάσουν καθόλου, να τον αναγνωρίζουν και στη συνέχεια να έχουμε τη συζήτηση του Πέτρου με τον Ιησού και την αποκατάστασή του στα μάτια των υπόλοιπων μαθητών στον αποείχο της άρνησης του στις μέσες του πάθους. Έτσι λοιπόν κλείνει το Ευαγγέλιό μας. Πιστεύουμε ότι είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο, πολύ βιαστικά βέβαια, κανείς θα πρέπει να ασχοληθεί ιδιαίτερα με το κείμενο και να διαβάσει με προσοχή ό,τι αναφέρεται σε αυτό. Σε κάθε ενός περίπτωση είναι ένα κείμενο στο οποίο ακριβώς αποτυπώνεται αυτή η προσπάθεια της Αρχαίας Εκκλησίας να απαντήσει στο ερώτημα της Ανάστασης. Γιατί ακριβώς είναι ένα ζήτημα δύσκολο και προς τους έξω. Έχουμε δηλαδή και στο Ευαγγέλιό μας κάποιες απολογιτικές τάσεις, την προσπάθεια να εξηγηθεί πώς ακριβώς έγινε η Ανάσταση και από την άλλη μεριά να διατηρηθεί και να τονιστεί η ανωτερότητα του Ιησού, η κυριαρχία του επάνω στο θάνατο. Βέβαια και εδώ πάλι, όπως και σε πολλά άλλα κείμενα, διαπιστώνουμε αυτή την απλοϊκότητα της θεολογίας του κειμένου. Θα λέγαμε είναι πάρα πολύ αδραίες οι γραμμές τις χριστολογικές. Σαφώς ο Ιησούς είναι ανώτερος, όμως δεν λέγεται ιδιαίτερα αυτό, δεν τονίζεται με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο μέσα από χριστολογικούς τίτλους και ούτω καθεξής. Αλλά βλέπουμε την προσπάθεια ακριβώς να γίνει ένας συνδυασμός Ανάστασης και Ανάληψης εδώ. Κάτι που υπάρχει και σε άλλα κείμενα και μέσα στην Καινή Διαθήκη, ας πούμε στο Κατά Ιωάννη, Ανάσταση και Ανάληψη δεν ξεχωρίζουν ξεκάθαρα μέσα στο κείμενο, όπως γίνεται ας πούμε στο Ευαγγέλιο του Λουκά. Υπάρχουν, λοιπόν, τέτοια στοιχεία τα οποία θυμίζουν και τη γενικότερη χριστιανική παράδοση για την Ανάσταση. Από την άλλη, όμως, μεριά, σαφώς το κείμενό μας ακολουθεί και δικές του πηγές και έναν δικό του τρόπο σκέψης, ο οποίος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για όποιον θέλει να μελετήσει ακριβώς την θεολογία και την πίστη για την Ανάσταση στον Αρχαίο Μονοχριστινισμό. |