Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4 / Διάλεξη 4

Διάλεξη 4: Με το σημερινό μάθημα μπαίνουμε σε έναν πολύ ιδιαίτερο κύκλο απόκρυφων κειμένων, τα λεγόμενα απόκρυφα Ευαγγέλια της παιδικής ηλικίας του Ιησού. Είναι μια ομάδα κειμένων, τα χαρακτηρίζουμε έτσι γιατί ως θέμα τους έχουν τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιησού. Το κείμενο που θα δούμε σήμερα δεν...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=3d561ca9
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 4: Με το σημερινό μάθημα μπαίνουμε σε έναν πολύ ιδιαίτερο κύκλο απόκρυφων κειμένων, τα λεγόμενα απόκρυφα Ευαγγέλια της παιδικής ηλικίας του Ιησού. Είναι μια ομάδα κειμένων, τα χαρακτηρίζουμε έτσι γιατί ως θέμα τους έχουν τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ιησού. Το κείμενο που θα δούμε σήμερα δεν είναι ακριβώς η παιδική ηλικία του Ιησού, πιάνει ένα κομμάτι της παιδικής ηλικίας, αλλά θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο η προϊστορία του όσον αφορά τη μητέρα του, τη Μαρία. Επομένως, έχουμε ένα κείμενο το οποίο προσθέτει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το οποίο το εντάσσουμε σε αυτήν την πολύ χαλαρά οριζόμενη ομάδα των Ευαγγελίων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, που όλα τους έχουν στο σκοπό να συμπληρώσουν ακριβώς αυτό το κομμάτι της Ευαγγελικής αφήγης που μας λείπει. Αν κοιτάξουμε στα κανονικά κείμενα μας, θα δούμε ότι οι ιστορίες για τον Μικρό Ιησού είναι λάχιστοι. Γνωρίζουμε πάρα πολύ για πράγματα για τη ζωή του ως παιδί. Έτσι, για παράδειγμα, ξέρουμε για τη γέννησή του, ξέρουμε λίγο πιο πριν για τη σύλληψή του και τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Συνεχώς χάνουμε τα ύχνη του με την κφυγή της οικογένειας στην Αίγυτο. Έχουμε μετά μία ακόμη πληροφορία ότι επιστρέφουν στη Ναζαρέτ και στη συνέχεια μία πληροφορία για ένα επεισόδιο που έλαβε χώρα όταν ο Ιησούς ήταν 12 ετών και οι γονείς του επισκέφτηταν μαζί του τα Ιεροσόνιμα. Και λίγο πιο πριν έχουμε και για την περιτομή και αυτά πάρα πολύ λίγα πράγματα επομένως. Άρα υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην ιστορία. Και όπως είπαμε και στο πρώτο πρώτο κιόλας μάθημα όλα αυτά τα απόκρυφα κείμενα σαν είναι από τους βασικούς τους σκοπούς έχουν ακριβώς να συντηρώσουν αυτά τα κενά της Ευαγγελικής ιστορίας. Και ήταν πολύ λογικό οι αρχαίοι χριστιανοί να έχουν απορίες για το τι συνέβη με τον Ιησού, που ήταν ο Ιησούς μέχρι να ενλικιωθεί, που έζησε, πως ήταν οι γονείς του, αν σπούδασε, αν μορφώθηκε, αν συνέβη κάτι εξαιρετικό στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Και αυτά τα Ευαγγέλια που αναφέραμε νωρίτερα έρχονται να συμπληρώσουν ακριβώς και να απαντήσουν αυτά τα ερωτήματα. Και στα Ευαγγέλια της παιδικής ηλικίας του Ιησού έχουμε πρώτα-πρώτα το Ευαγγέλιο το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα, δηλαδή το λεγόμενο πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου. Στη συνέχεια έχουμε εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο που λέγεται το Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Ιησού του Θωμά, γι' αυτό από τον κύκλο των κειμένων του Θωμά. Και έχουμε το κείμενο του Ψεδοματθέου και φυσικά και μια σειρά από άλλα μικρότερα κείμενα τα οποία σώζονται σε λιγότερο ολοκληρωμένη μορφή, πιο αποσοσματικά. Σήμερα λοιπόν το μάθημά μας θα αφορά το πρώτο από αυτά που ανέφερα, το πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου. Πρόκειται να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο και λέω εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια η πορεία, μάλλον η επίδραση που άσκησε πάνω στην υπόλοιπη χριστιανική γραμματεία, ιδεϊκότερα από τον 1ο-10ο αιώνα και έξις είναι εξαιρετικά μεγάλη και προκαλεί έκπληξη ακριβώς γιατί είναι ένα κείμενο το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της κανονικής παραδόσωσης. Ωστόσο όπως θα δούμε είναι ένα κείμενο το οποίο βραματικά φαίνεται να επηρεάζει τη χριστιανική σκέψη, τη χριστιανική γραμματεία, τη λειτουργική ζωή, τους ορτολογικούς και τους οικονογραφικούς κύκλους τουλάχιστον στο ανατολικό τμήμα της χριστιανοσύνης. Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου έτσι ονομάζεται σήμερα στην έρευνα και ονομάστηκε έτσι από τον Ζιλιόν Ποστέ ο οποίος το ανακάλυψε εκ νέου κατά το 16ο αιώνα ένα κείμενο το οποίο χάνεται στη δύση, αντίθετα στην Ανατολία όπως θα πούμε είναι ένα κείμενο που συνεχίζει να διαγραμματίζει ρόλο και πολλές φορές θα δούμε να παρατήθενται κομμάτια από αυτό το κείμενο μέσα σε πατερικούς λόγους και ομιλίες, όμως τη δύση χάνεται για λόγους που θα πούμε στη συνέχεια, το ανακαλύπτει λοιπόν Ποστέ στο 16ο αιώνα ξανά και του δίνει το όνομα Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Πρωτευαγγέλιο προφανώς με τη σκέψη ότι έρχεται αυτό το κείμενο πρώτα και πριν από τα Ευαγγέλια να συμπληρώσει το κενό, το οποίο λείπει όπως είπαμε στην Ευαγγελική ιστορία, παρουσιάζει τα γεγονότα πριν από τον Μάρκο 1 και λαμβάνει υπόψη τα γεγονότα που αναφέρονται στο Ματθαίο 1-2 και στο Λουκάς 1 και 2 κεφάλαιο. Ιακώβου γιατί ακριβώς ο συγγραφέας στην ιστορία μας είναι ο Ιάκωβος, όχι ο Ιάκωβος ο αδερφός του Ζεβεβαίου, αλλά ο Ιάκωβος ο λεγόμενος αδερφόθεος, δηλαδή ο αδερφός του Ιησού, ο οποίος όμως, εδώ πρέπει να πούμε ψευδεπίγραφα αποδίδεται το έργο σε αυτόν και θα πούμε γιατί. Το Ευαγγέλιο του Ιακώβου είναι σχετικά σύγχρονος επομένως, είναι πολύ μεταγενέστερος τίτλος του κειμένου από την εποχή που συντάχθηκε το κείμενο και ξέρουμε ότι αυτός δεν ήταν ο αρχικός τίτλος του κειμένου γιατί στα χειρόγραφα που έχουμε σήμερα βλέπουμε μια επικοιλία τίτλων και ονομασιών του κειμένου στα οποία κυρίως κυριαρχεί ο όρος γέννησης Μαρία για παράδειγμα στον Μπάπιρο Μποτμέρ που είναι του 4ου αιώνα μετά Χριστό, ή αποκάλυψη Μαρίας ή αποκάλυψη Ιακώβου σε μεταγενέστερα κείμενα. Είπα και πριν ότι ως συγγραφέας παρουσιάζεται ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος. Ξέρουμε από τις Ευαγγελικές αφηγήσεις ότι εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων γύρω από τον Ιησού στην αρχή ιδιαίτερα κριτική και επιφυλακτική που είναι οι οικοί του, οι συγγενείς του και ορισμένοι από αυτούς ονομάζονται αδελφοί και αδελφές του Ιησού. Από την αρχαία εποχή απασχόλησε πάρα πολύ τους χριστιανούς ποια μπορεί να είναι η πραγματική σχέση μεταξύ του Ιησού και αυτών των ανθρώπων και φυσικά δώθηκαν διάφορες απαντήσεις. Στην Ατολή επικράτησε κυρίως η θέση ότι πρόκειται για παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο γιατί ο Ιωσήφ ήταν χείρος σύμφωνα με αυτή τη γραμμή της παράδοσης, είχε παιδιά από το προηγούμενο του γάμο και φυσικά ο κόσμος δεν μπορούσε να διακρίνει τα θεοδούσια αδέρφια του Ιησού. Στη βιεσιόμως επικράτησε η ερμηνεία του Ιερόνιμου ο οποίος υποστήριξε ότι πρόκειται για ξαδέρφια και ξαδέρφες του Ιησού γιατί στην αρχαιότητα υπάρχει μια πολύ χαλαρή χρήση του όρο αδερφός, μπορεί να σημαίνει πάρα πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων και τα έξα αδέρφια. Το κείμενο μας λοιπόν παρουσιάζει ως συγγραφέα τον Ιάκωπο. Όμως, όπως είπα και πιο πριν, τόκηται για μια ψευδεπίγραφη απόδοση του κειμένου σε αυτό το πρόσωπο γιατί απλούστευα ο συγγραφέας του συγκεκριμένου Εδακελίου δεν φαίνεται να γνωρίζει καλά την Παλαιστίνη ούτε τις Ιουδαϊκές εορτές, ούτε τα Ιουδαϊκά έθιμα. Ο Ιάκωπος ο αδερφός του, ήταν πρόσωπος που προχωρόταν από την Παλαιστίνη, γνωρίζει πάρα πολύ καλά και τα ήθη και τα έθιμα εκεί, επομένως αποκλείεται να είναι το ίδιο πρόσωπο. Επιπλέον, το πρόσωπο αυτό το οποίο συγγράφει το κείμενο είναι ένα πρόσωπο που γνωρίζει την Παλαιά Διαθήκη πολύ καλά από την μετάφραση των εβδομήκοντα, το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική του εκδοχή που κυκλοφορεί στη διασπορά. Εικάζουμε λοιπόν ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα τα οποία είναι υπεύθυνα για αυτό το κείμενο είναι κάποιος Ιούδεοχριστιανός, χριστιανός δηλαδή προ-Ιούδεος της διασποράς. Πότε γράφτηκε? Εδώ υπάρχει μεγάλη συζήτηση. Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι ερευνητές συνέθιναν στο ότι πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικά πρόημο, 150 με 200 μετά Χριστόν. Και αυτή η θέση γενικά επικρατεί στην έρευνα. Σήμερα όμως, το γεγονός ότι πλέον τα αρχαιότερα μας χειρόγραφα είναι στο 300 μετά Χριστόν, μας κάνει να δεχθούμε ότι ίσως πρέπει να πάμε λίγο αργότερα, όχι πολύ, αλλά λίγο αργότερα την σύνταξη των κειμένων μας. Και ότι τα κείμενά μας βέβαια, έτσι στη μορφή που τα έχουμε σήμερα, δεν είναι φυσικά του δεύτερου ή αρχαίους τρίτου αιώνα, αλλά μάλλον είναι κείμενα τα οποία έχουν δεχθεί επεξεργασίες σε επόμενες περιόδους, όπως θα δούμε στη συνέχεια μιλώντας για τη χειρόγραφη παράδοση. Και ως πιθανός τόπος συγγραφής, η Κάζερτι είναι η Αίγυτος ή, σύμφωνα με κάποιους άλλους ερευνητές, η Συρία. Και αυτό γιατί ακριβώς είναι στα ελληνικά και ποθέτουμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα υπόβαθρο ελληνόφων. Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Πρώτα απ' όλα, γιατί είναι ένα από τα απόκρυφα εκείνα που διασώζουν μια εκτενή χειρόγραφη παράδοση. Γύρω στα 140 χειρόγραφα σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας από αυτό το απόκρυφο πάρα πολλές αρχές μεταφράσεις. Αυτό που μας δείχνει, μας δείχνει ότι πρόκειται για ένα κείμενο εξαιρετικά διαδεδομένο. Πρέπει να ξέρουμε ότι η πληθώρα, το χειρογράφο ενός κειμένου της αρχαιότητας δηλώνει ακριβώς τη χρήση του. Επειδή ακριβώς τα υλικά γραφή είναι εξαιρετικά ακριβά στην αρχαιότητα, επομένως οι άνθρωποι επιλέγουν να αναπαράγουν εκείνα τα κείμενα τα οποία τους είναι χρήσιμα. Κείμενα τα οποία διαβάζονται, που έχουν μεγάλη κυκλοφορία. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος που διασώζεται σήμερα η Καινή Διαθήκη σε τόσα πολλά χειρόγραφα. Η Καινή Διαθήκη είναι από τα βιβλία της αρχαιότητας, το οποίο διασώζεται στο μεγαλύτερο αριθμό χειρογράφων. Ακριβώς γιατί ήταν ένα κείμενο το οποίο χρησιμοποιούνταν, είχε λειτουργική χρήση αλλά και προσωπική, επομένως τα χειρόγραφα είναι πάρα πολλά. Και βέβαια πολύ περισσότερα από αυτά του Ιακώβου, για να μην γίνει κάποια σήχηση, όμως 140 χειρόγραφα, όπως είναι τα χειρόγραφα που έχουμε σήμερα του Ιακώβου, δείχνουν ακριβώς ότι είναι ένα κείμενο όχι ευκαταφρόνητο στην αρχαιότητα, πέραντίες φαίνεται ότι είναι ένα κείμενο, το οποίο για κάποιο λόγο οι Χριστιανοί προτιμούν να το διαβάζουν. Και επίσης απόδειξη της μακρόχρονης χρήσης αυτού του κείμενου είναι οι πολλές παραλλαγές που έχουμε στο κείμενο. Δηλαδή το κείμενο μας έχει διάφορες εκδοχές, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πράγμα που δείχνει ότι ακριβώς υπάρχει μια ζωντανή παράδοση γύρω από αυτό το κείμενο. Τέλος, όσον αφορά τη λατινική μετάφραση, αυτά που είπα τώρα είναι ελληνικά χειρόγραφα πρώτιστα και διάφορα αρμενικά γεωργιανά και σε διάφορες σαχηδικά και γενικά γλώσσες που έχουμε στον ατωλικό τμήμα της αυτοκρατορίας, στη λατινική μας σώζονται μόνο αποσπάσματα του κείμενου. Γιατί στην Δύση, στο δυτικό κομμάτι της Χριστιανής Εξής, το κείμενο αυτό δεν κατάφερε να επικρατήσει. Τουλάχιστον δεν επικράτησε ως το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ, θα δούμε ότι το ίδιο επηρέασε πάρα πολύ άλλα κείμενα. Αλλά αυτό κατά αυτό το κείμενο δεν πέρασε σαν κείμενο που διαβαζόταν στη Δύση και αυτό γιατί με τον τεκρέτου μικελαζιάνου, το οποίο είναι μια απόφαση που αφορά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, στο δυτικό κομμάτι της Χριστιανής Εξής, απορρίπτεται το πρωτευαγγέλιο ως απόκριφο. Ο λόγος που απορρίπτεται δεν είναι κανένας άλλος, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζει το κείμενο την Ανατολική εκδοχή, όσον αφορά την ταυτότητα των αδερφών του Ιησού, είπαμε πριν, ότι σύμφωνα με το Ανατολικό κομμάτι της Χριστιανοσύνης εκείνης εποχής, τα αδέρφια και αδερφές του Ιησού είναι παιδιά του Ιωσήφ οπως είπαμε από το προηγούμενο γάμο. Είναι μια Ανατολική εκδοχή, ακριβώς επειδή στη Δύση επικρατεί τελικά η θέση του Ιερόνιου, ότι δηλαδή τα αδέρφια του Ιησού είναι εξαδέρφια του, το κείμενο του Πρωτευαγγελίου αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και τελικά απορρίπτεται. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο δεν επικρατεί στη Δύση, επηρεάζει όπως θα δούμε στη συνέχεια πάρα πολύ τη θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας πολύ αργότερα και κυρίως τη λεγόμενη Μαριολογία και επίπλέον επηρεάζει και με άλλους τρόπους, ουσιαστικά περνώντας μέσα σε άλλα από κρεφακείμενα για τα οποία θα μιλήσουμε και στη συνέχεια και σε επόμενα μαθήματα. Με βάση λοιπόν την μεγάλη, την εκτενή χειρόγραφη παράδοση που έχουμε, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις εξής φάσεις όσον αφορά αυτήν. Η πρώτη φάση της χειρόγραφης παράδοσης ξεκινά δω 300 μέχρι το 450, όπου από αυτή την περίοδο έχουμε ορισμένα παράγματα, ορισμένα κομμάτια από σπάσματα του Ευαγγελίου, όπως είναι ο μεταξύ δι' αυτόν χαρακτηριστικός ο Πάπυρος Μποτμέρ 5, αλλά και διάφορες μεταφράσεις όπως είναι η Σαχεδική και η Συριακή. Ουσιαστικά όχι μόνο, μεταφράζεις εκδοχές γιατί διασώζουν διαφορετική ροή του κειμένου. Από το 450 μέχρι το 900 έχουμε μια άλλη σειρά, ένα μεγάλο αριθμό χειρογράφων. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουμε την Περγαμηνή Γκρένφελ, τον Παλίψη στον Κιζένα, αλλά και τη Γεωργιανή, την Αρμενική και τη Λατινική εκδοχή. Δηλαδή, σε αυτή την περίοδο μεταφράζει το κείμενο σε αυτές τις γλώσσες και βλέπουμε ότι υπάρχει ένας ικανός αριθμός χειρογράφων στα ελληνικά. Και τέλος, από το 900 και μετά, και εδώ είναι η ενδιαφέρουσα φάση, έχουμε πολλά ελληνικά χειρόγραφα, μια εκτενή μεγάλη διάλωση στην Ανάτολη του κειμένου, κυρίως μέσα στα λειτουργικά και ομιλητικά κείμενα της εποχής, αλλά και στη λεγόμενη ασχετική γραμματεία. Βλέπουμε δηλαδή ότι το κείμενό μας κάνει βέβαια προφανώς το ξεκίνημά του κάπου πριν από το 300 και από δίκαιο πέρα συνεχίζει τη ζωή του και όσο περνάει ο καιρός αυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό, γίνεται όλο και περισσότερο διαδεδομένο, για να φτάσουμε μετά το 900 να είναι ένα κείμενο το οποίο παραθέτουν οι συγγραφείς, επηρεάζει τον εορτωλογικό κύκλο της εκκλησίας και περνάει και μέσα στην ασχετική γραμματεία. Θα πω βέβαια ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει για τη διάδοση του συγκεκριμένου Ευαγγελίου όλη η συζήτηση υποπικρατεί σχετικά με την δαυτότητα του Ιησού, τη λεγόμενη χριστουλογική συζήτηση, η χριστουλογική έλδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τοποθετήσουμε αναγκαστικά το κείμενο σε αυτήν την εποχή, απλώς σε εκείνη την περίοδο έχουμε μια αύξη του ενδιαφέροντος για το κείμενο αυτό και ίσως είναι και ένας από τους βασικούς λόγους γιατί τελικά αυτό το κείμενο δεν περνάει στην αφάνεια. Σήμερα η έρευνα, γιατί πρέπει να πω είναι εκτενέστατη η βιβλιογραφία γύρω από το πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου, κατά έναν παράδοξο τρόπο, κυρίως από δυτικούς επιστήμονες και κυρίως από επιστήμονες της Ρωμαϊκαθαρτικής Εκκλησίας, αυτό γιατί, όπως είπα, ενδιαφέρει πάρα πολύ όμως όταν αφορά τη Μαριολογία. Ά, λοιπόν, οι επιστήμονες σήμερα μελετώντας το κείμενο και διαπιστώντας θα λέγαμε διακοπές στο κείμενο, δηλαδή σημεία όπου το πρόσωπο αλλάζει του αφήγητοι ή υπάρχουν κενά στην ιστορία, τότε αν το κάνουμε αυτό θα δούμε ότι οι ρενιτές διακολουθώντας μάλλον αυτή τη μέθοδο καταλήγουν ότι μπορούμε να διακρίνουμε το κείμενο μας σε τρία επιμέρους κείμενα, όχι δηλαδή για τρία διαφορετικά κείμενα, προφανώς από διαφορετικούς συγγραφείς, τα οποία κάποια στιγμή συναινώθηκαν. Το ένα από αυτά είναι το Απόκρυφο Μαρίας ή αλλιώς Γέννηση Μαρίας, που καλύπτει τα πρώτα δεκαεφτά κεφάλαια του βιβλίου μας από το 1 έως το 17. Το δεύτερο μέρος είναι ένα δεύτερο βιβλίο, το Απόκρυφο Ιωσήφ, έτσι που ονομάζω στην έρευνα, 18 κεφάλαιο έως 21, γιατί το κυριαρχό πρόσωπο εδώ είναι ο Ιωσήφ, ο οποίος αφηγείται ορισμένα γεγονότα και ουσιαστικά έχουμε τη δική του οπτική στα γεγονότα. Και στο τέλος 22 έως 24 κεφάλαια είναι το λεγόμενο Απόκρυφο Ζαχαρία, διότι εδώ το κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ζαχαρίας, ο πατέρας του Ιωάννου του Προδρόμου. Επομένως έχουμε τρία διαφορετικά κείμενα, τα οποία θα πρέπει να δούμε, όπως θα πούμε μάλλον στη συνέχεια, δεν χορολογούνται στην ίδια εποχή. Άρα δεν προέρχονται και από τον ίδιο συγγραφέα. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ο Ριγένης αρχές του 3ου αιώνα δεν γνωρίζει το τρίτο από αυτά, δηλαδή το Απόκρυφο Ζαχαρία. Για τα άλλα δύο φαίνεται να τα γνωρίζει, γιατί παραθέτει τις ιστορίες που γνωρίζουμε από τα δύο πρώτα μέρη, χωρίς να παραπέμπει ακριβώς στο κείμενο. Δεν παραθέτει το ίδιο κείμενο αυτολεξία, αλλά παραπέμπει στις ιστορίες. Και μάλιστα ο Ριγένης χρησιμοποιεί αυτό το κείμενο στη συζήτησή του με τον γνωστό εθνικό φιλόσοφο Κέλσο, ο οποίος στέκεται πάρα πολύ θετικά απέραντι στη θέση του Χριστιανού για την παρθενία της Παναγίας και είναι μάλιστα και πολύ σαρκαστικός. Σαρκαστικός απαντά λοιπόν σ' αυτόν ο Ριγένης και απαντώντας ουσιαστικά να τρέχει στο κείμενό μας. Άρα λοιπόν τα δύο πρώτα μέρη τα γνωρίζει ο Ριγένης, τα δύο πρώτα κείμενα δεν φαίνεται να γνωρίζει το τρίτο. Γι' αυτό η έρευνα καταλήγει ότι προφανώς τα δύο πρώτα μέρη πρέπει να τα τοποθετήσουμε στο δεύτερο αιώνα, όπως λέγει και η έρευνα μέχρι τώρα, αλλά το τρίτο μέρος είναι μεταγενέστερο κατά πάσα πιθανότητα και θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στα τέλη του τρίτου αιώνα μετά Χριστό. Γι' αυτό είπα από την αρχή ότι επικρατούσαμε ένα ψηθέλη 150 με 200, αλλά ουσιαστικά εδώ έχουμε να κάνουμε με τρεις διαφορετικά κείμενα τα οποία θα πρέπει να χρονολογηθούν διαφορετικά. Κάποια στιγμή αυτά τα τρία κείμενα τα οποία ήταν εξάρτητα ενώθηκαν. Κάποιος συγγραφέ αποφάσισε ότι αυτά όλα έπρεπε να μπουν μαζί γι' αυτό φτιάχνει το προήμιο του κειμένου του και φτιάχνει και έναν επίλογο προκειμένου να κρατήσει όλο αυτό το κείμενο, να συγκρατήσει αυτά τα τρία διαφορετικά κείμενα μαζί σε μία ενιαία ιστορία. Αυτό τώρα ηκάζουμε ότι πρέπει να έγινε γύρω στα τέλη του τρίτου αιώνα με τις αρχές τετάρτου. Λίγο πριν δηλαδή αρχίσουμε στη Ζανιευτοκρατορία οι έντοντες συζητήσεις για τη χρησιμολογία και ξέρουμε ότι και θεωρούμε μάλλον βέβαιο ότι αυτό γίνεται τότε, δηλαδή γύρω στα τέλη του τετάρτου αιώνα, γιατί ο Πάπυρος Ασμούντεν που είναι ένα κείμενο πάλι, είναι μάλλον ένα χειρόγραφο του Π. Ευαγγελίου και το πριν του τέταρτου αιώνα περιέχει για πρώτη φορά και τα τρία μέρη. Άρα λοιπόν, αφού έχουμε ένα κείμενο αρχαίο που τοποθετούμε στον τετάρτου αιώνα και το οποίο έχει ολόκληρο το κείμενό μας, θα πρέπει εμείς να τοποθετήσουμε αναγκαστικά αυτή την ένωση λίγο νωρίτερα ή σίγουρα νωρίτερα. Το γεγονός όμως ότι τα πιο αρχαιότερα χειρόγραφα δεν έχουν ολόκληρο το κείμενο μας οδηγεί με αρκετή ασφάλεια να πούμε ότι η ένωση αυτή είναι μεταγενέστερη και ότι γίνεται στην εποχή στην οποία σας ανέφερα. Φυσικά το επόμενο βήμα στην έρευνά μας είναι πάντοτε όταν έχουμε τέτοια κείμενα να αναρωτιόμαστε ποιες είναι οι πηγές του κάθε συγγραφέα. Αυτό το κάνουμε για όλα μας τα κείμενα, δεν το κάνουμε μόνο για τα εξωκανονικά, το κάνουμε όπως είναι γνωστό και για τα κανονικά κείμενα, όπου συζητάμε πάντοτε ποιες μπορεί να είναι οι πηγές, τι γνωρίζει ο Ευαγγελιστής, ο εκάστοτε χριστιανός συγγραφέας και φυσικά όσοι έχουν παρακολουθήσει μαθήματα εισαγωγής στην Καινή Διαθήκη γνωρίζουν όλη τη μεγάλη συζήτηση που γίνεται γύρω από το λεγόμενο συνοπτικό πρόβλημα που ουσιαστικά είναι ένα πρόβλημα όχι μόνο αλληλεξάρτησης του Ευαγγελίου αλλά και ένα ζήτημα πηγών. Ποιες είναι οι πηγές, τι γνωρίζει ο κάθε συγγραφέας όταν γράφει. Και φυσικά το ίδιο ερώτημα τύθηκε και για το συγκεκριμένο κείμενο. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το κείμενό μας. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι στο κείμενό μας αυτό θα δούμε σίγουρα όλη την ιστορία που γνωρίζουμε από τον Ματθαίος 1 και 2 και από τον Λουκάς 1 και 2. Πρόκειται για δύο διαφορετικές εκδοχές της γέννησης του Ιησού και των πρώτων χρόνων της ζωής του. Θα δούμε ότι δεν είναι ακριβώς οι ίδιες ιστορίες. Δεν μιλάνε ακριβώς για τα ίδια γεγονότα. Επιπλέον, εδώ βλέπουμε στο πρωτευαγγέλιο ότι αυτά τα δύο κείμενα, δηλαδή τα δύο ευαγγελικές εκδοχές, ενώνονται μαζί στο κομμάτι εκείνου του ευαγγελίου που αρχίζει από το κεφάλαιο 11 και τελειώνει στο κεφάλαιο 21. Δηλαδή προσπαθεί ο συγγραφέας μέσα σε αυτό το κομμάτι να εναρμονήσει τις δύο εκδοχές. Έτσι ώστε μαζί να αποτελέσουν μία νέα ιστορία. Άρα λοιπόν μία από τις πηγές του είναι σίγουρα τα κανονικά Ευαγγέλια. Και είναι λογικό γιατί αν το προσφύγουμε γύρω στο 200 τα Ευαγγέλια μας ήδη κυκλοφορούν, είναι ήδη γνωστά, επομένως δεν υπάρχει δυσκολία στο να ανατρέξει κανείς αυτά. Πέρα όμως από αυτές τις ιστορίες που παίρνει ο συγγραφέας αντί από τα ίδια τα κανονικά Ευαγγέλια, υπάρχει και μία ιδιαίτερη θα λέγαμε εξοκανονική παράδοση, η οποία είναι γνωστή στο συγγραφέα, δεν έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα αν πρόκειται για γραπτά κείμενα, αν πρόκειται για ποχολικά κείμενα, πολύ πιθανόν να πρόκειται και για τα δύο. Είμαστε όμως ανοιχτοί στην έρευνα όσον αφορά αυτό γιατί με δεδομένα ακριβώς ότι δεν διαθέτουν αυτή τη στιγμή αυτά τα κείμενα ή παρόμοια κείμενα ώστε να έχουμε μία εικόνα γι' αυτό. Για παράδειγμα η ιστορία των βολιών της Μαρίας που υπάρχει στα πρώτα κεφάλαια, τα ονόματα του Σιλοκήμ και Άννα, όλα τα περιστατικά που έχουν να κάνουν με την γέννηση της Μαρίας, όλα αυτά τα περιστατικά και όλη αυτή η φάση θα λέγαμε της ζωής της δεν είναι γνωστή φυσικά από τα Ευαγγέλια αλλά εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά έτσι τόσο αναλυτικά και με τόσες λεπτομέρειες και υκάζουμε ότι αυτά τα γνωρίζει ο συγγραφέας από κάποια άλλη πηγή η οποία μπορεί να είναι όπως είπα πριν κατά πάση πιθανότητα είναι προφορική αλλά μπορεί να είναι και εγγραπτή. Και τέλος μια τρίτη πηγή για τον συγγραφέα μας είναι η Παλαιά Διαθήκη. Αλλά η Παλαιά Διαθήκη στην ελληνική της εκδοχής, στην ελληνική της μετάφραση, την γνωστή μετάφραση του 1728, αυτό είπα και στην αρχή, ότι ο συγγραφέας μας φαίνεται να είναι ένας χριστιανός, πρώην Ιουδαίος της διασποράς διότι ως γνωστόν το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική του μετάφραση είναι το κείμενο που διαβάζει η Ιουδαϊκή διασπορά σε αυτή την εποχή, είναι το κείμενο της Παλαιά Διαθήκης και είναι φυσικά στη συνέχεια και το κείμενο της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Βλέπουμε ότι έχει μια ευρύτητα πηγών ο συγγραφέας μας, είναι ένα ενδιαφέρον κείμενο από πλευράς διακειμενικότητες, δηλαδή με την έννοια να δούμε ποιες πιθανές επιδράσεις υπάρχουν μέσα σε αυτό από άλλα κείμενα ή ποια δάνεια υπάρχουν από άλλα κείμενα. Όπως είπα πριν είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο από αυτή την άποψη. Τώρα, ένα άλλο θέμα που απασχολεί την έρευνα είναι κατά πόσο αυτό το κείμενο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε Ευαγγέλιο. Όπως ονομάζεται, για παράδειγμα, από τους πιο σύγχρονους ερευνητές, ονομάζεται πρώτο Ευαγγέλιο, είναι Ευαγγέλιο, μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα Ευαγγέλιο. Και δεύτερον, μπορεί να είναι Αποκάλυψη, όπως, για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται σε ορισμένα χειρόγραφα όπου μου λέγεται η Αποκάλυψη Μαρίας, η Αποκάλυψη Ακώβη. Το ενδιαφέρον εδώ σε αυτό το κείμενο είναι ότι ουσιαστικά δεν έχει χριστολογικά ενδιαφέροντα ή θα λέγαμε μια χριστολογική έμφαση όπως έχουν τα Ευαγγέλια που γνωρίζουμε. Συνήθως τα Ευαγγέλια ως κέντρο, ως κεντρικό πρόσωπο, ως κεντρικό ήρο έχουν τον ίδιο τον Ιησού. Γιατί ακριβώς σκοπό έχουν να φωτίσουν πτυχές της προσωπικότης και της ταυτότητάς του και έχουν δηλαδή θα λέγαμε μια χριστολογική πρόπτυκη. Αν διαβάσουμε το συγκεκριμένο κείμενο θα δούμε ότι αυτή η χριστολογία απουσιάζει τελώς. Δεν είναι το κύριο πρόσωπο ο Ιησούς Χριστός αλλά είναι η Μαρία. Και όσες φορές υπάρχουν οποιαδήποτε υπενυγμή, οποιαδήποτε χριστολογική υπενυγμή όπως για παράδειγμα ως χάρη στη θεότητα του Ιησού κτλ. Υπάρχουν γιατί ακριβώς σκοπό έχουν να τονίσουν το πρόσωπο της Μαρίας. Βλέπουμε δηλαδή μια αντίθετη κίνηση από αυτή που συναντάμε στα κανονικά Ευαγγέλια ή από τα απόκρυφα Ευαγγέλια όπου εκεί όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα ουσιαστικά αναδεικνύουν με κάποιον τρόπο και επιβεβαιώνουν την ταυτότητα του Ιησού και τη θεότητά του. Εδώ έχουμε ακριβώς την αντίθετη πορεία. Η θεότητα του Ιησού είναι αυτή η οποία θα επιβεβαιώσει την ακεραιότητα, την αθωότητα, την αγνότητα, την παρθενία της Μαρίας. Σαφώς λοιπόν δεν θα μπορούμε να το ονομάσουμε Ευαγγέλιο, τουλάχιστον με την έννοια που ονομάζεται στα όρους που χρησιμοποιείται στην κανονική παράδοση, ούτε όμως και Αποκάλυψη. Γιατί οι Αποκαλύψεις έχουν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικό σκοπό. Οι Αποκαλύψεις ασκοπό έχουν, φυσικά, να στηρίξουν τα μέλη της κοινότητας που τα διαβάζουν, να τις βοηθήσουν να κατανοήσουν το παρόν τους μέσα από ένα όραμα μελλοντικό. Και το περιεχόμενό τους είναι συνήθως μια Αποκάλυψη από έναν ουράνιο διαμεσελαβητή, ο οποίος αποκαλύπτει σε κάποιον εθνητό κάποιες μεγάλες αλήθειες, όσον αφορά το τέλος του κόσμου και τα έσα. Άρα λοιπόν ούτε Αποκάλυψη μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε. Τι είναι όμως αυτό το κείμενο, λοιπόν. Εκεί που καταλήγει σήμερα η έρευνα είναι ότι πρόκειται για ένα εκλαϊκευμένο αγιολογικό κείμενο. Αγιολογικό κείμενο με την έννοια του μιλά για το βίο ενός προσώπου, το οποίο μέσα στην εκκλησία θεωρείται Άγιος. Ή αλλιώς, όπως μερικοί το ονομάζουν, ένα χριστιανικό μητράς. Θα μπορούσαμε ακόμη να το δούμε και σε ένα άλλο επίπεδο, όπως το βλέπουν μερικοί ερμηνευτές, ότι πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόριμα, δηλαδή πρόκειται για ένα προϊόν φαντασίας, το οποίο όμως μπαίνει μέσα σε ένα σκεφτημένο ιστορικό πλαίσιο. Και θα θυμάστε ότι στο πρώτο-πρώτο κιόλας μάθημα είπα ότι δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι τα κείμενά μας έχουν βέβαια και θεολογικούς σκοπούς, αν θέλετε και κατηχητικούς και απολογητικούς, αλλά είναι και κείμενα, θα λέγαμε, ανάγνους και ψυχαγωγίες των χριστιανών. Είναι δηλαδή δικιά τους λογοτεχνία. Λαϊκή βέβαια λογοτεχνία, όμως λογοτεχνία. Και επομένως θα μπορούσαμε, από αυτή την έννοια, να πούμε ότι αυτό είναι ένα κείμενο, το οποίο είναι επίσης ένα μυθιστόριμα. Μια μυθυρματική αφήγηση ενός πολύ σημαντικού προσώπου από τη ζωή του Ιησού. Η γλώσσα του είναι η ελληνιστική κοινή. Όχι βέβαια μία πάρα πολύ λόγια γλώσσα, ωστόσο μία γλώσσα η οποία έχει πάρα πολλές επιδράσεις από τη γλώσσα της μετάφρασης των εβδομήκοντα. Εδώ έχουμε δηλαδή μία επίδραση των εβδομήκοντα. Έχουμε μία ξεκάθαρη περίπτωση διακειμενικότητας. Και διακειμενικότητα τα λέμε, δηλαδή η σχέση με ταξίδιο κειμένων και δάνει από το ένα κείμενο που περνάνε στο άλλο. Έχει πάρα πολλές μορφές. Ένα από τις μορφές στις οποίες υιοθετεί η διακειμενικότητα είναι ακριβώς η υιοθέτηση της γλώσσας του ήθους ενός άλλου κειμένου ώστε να δημιουργηθεί στον αναγνώστη η αίσθηση ότι το παρόν κείμενο έχει μία σχέση με το προηγούμενο. Αυτό ακριβώς θέλει να δημιουργήσει αίσθηση και ο συγγραφέας μας εδώ. Το κείμενο που διηγείται είναι η Ιερή Ιστορία και την μπαίνει εντάστα μέσα στη γενικότερη ιστορία της θείας οικονομίας, της σωτηρίας, η οποία έχει βυσικά την πρώτη της περιγραφή, τις απαρχές της, μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήθους του συγγραφέα είναι η παρατακτική σύνδεση με το σύνδεσμο και. Δηλαδή, συνδέει κομμάτια ή συνδέει προτάσεις πάρα πολύ συχνά με το και, με το σύνδεσμο και. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον στοιχείο. Είναι και, θα λέγαμε, ένα συγγραφικό τέχνησμα, με το οποίο κατορθώνει ο συγγραφέας να συνδέσει τα τρία διαφορετικά κομμάτια ή τα τρία διαφορετικά κείμενα που έχει στη διάθεση, ότι είπαμε ότι ήδη στην αρχή αναφέρθηκα και είπα ότι υπάρχουν τρία διαφορετικά κείμενα που περιέχονται μέσα σε αυτό που σήμερα ονομάζουν πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, αυτό που το ονομάζουν ξένοι style και. Και είναι πάρα πολύ διαφορετικό, γιατί δίνει με παραστατικότητα στη γλώσσα, μια ζωντανία, από την άλλη μεριά όμως, μια εξαιρετικά, θα λέγαμε, χαμηλής λογιότητος σύνδεση, η οποία ακριβώς δείχνει, όπως είπαμε και πριν, το συγκεκριμένο μορφωτικό και κοινωνικό επίπεδο του συγγραφέα. Τώρα λίγα λόγια να πούμε έτσι πολύ σύντομα για το θεολογικό περιεχόμενο του κειμένου μας. Ποια είναι η δασκαλιά αυτή του κειμένου. Είπαμε βέβαια ότι είναι ένα μυθιστόριμα, είπαμε όμως ότι είναι και ένα εκλακευμένα γεωλογικό κείμενο. Είναι ένα κείμενο που σαφώς έχει και τη δικιά του ατζέντα, σαφώς έχει το δικό του σκοπό και έχει και ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο. Πριν προχωρήσω στα κεντρικά θέματα, να πω ότι υπάρχουν μέσα στο κείμενό μας πάρα πολλά ιουδεοχριστιανικά θέματα, όπως για παράδειγμα το θέμα της δικαιοσύνης με την έννοια που ο όρος κατανοείται στην Παλαιά Διαθήκη και συνδέεται άμεσα με την ευσέβεια και την πίστη στο Θεό. Το θέμα της πίστης επίσης είναι πάρα πολύ σημαντικό. Η πίστη είναι αυτή που διακατέχει όλα τα πρόσωπα, τους κεντρικούς ήρωες της ιστορίας, όπως είναι και η δικαιοσύνη, είναι δίκαιη, όπως είναι η δίκαιη της Παλαιάς Διαθήκης και ένα πολύ σημαντικό θέμα είναι η καθαρότητα. Ξέρουμε ότι στον ιουεσμό το θέμα της τελετουργικής καθαρότητας είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οι ιουδαίοι θέλουν να είναι καθαροί με την έννοια του να μην έχουν διαπράξει κάτι το οποίο θα τους απομακρύνει από το Θεό. Γι' αυτό είναι πάρα πολύ προσωπική. Όλες οι διατάξεις του νόμου έχουν σχοπό να διατηρήσουν αυτήν την καθαρότητα και επομένως να διαφυλάξουν αυτήν τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό του. Και βλέπουμε λοιπόν στο κείμενό μας ότι η καθαρότητα αποτελεί ένα από τα σημαντικά θέματα και μάλιστα σε σχέση με το πρόσωπο της Μαρίας. Και αυτό ακριβώς είναι και το κεντρικό θέμα του κειμένου μας, το πρόσωπο της Μαρίας. Σκοπό έχει το κείμενο να αναδείξει ακριβώς την αγιότητα, τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την καθαρότητα της Μαρίας και τελικά να τονίσει αυτό που γνωρίζουμε ως δόγμα σήμερα της Εκκλησίας, την παρθενία της, το αυπάθονο για την ακρίβεια. Επομένως το κείμενό μας ουσιαστικά αποτελεί ένα εγκόμιο. Και γι' αυτό είπα Μανίκη και στα γεωλογικά κείμενα, γιατί όπως εκείνα πολλές φορές αποτελούν εγκόμια. Έτσι και αυτό είναι ένα εγκόμιο στη βάση και στη μορφή ή μάλλον κατά το πρότυπο των αρχαίων εγκομιών, όπου συνήθως σε αυτά τα κείμενα, στα εγκόμια εγκομιάζονται πρώτα-πρώτα το γένος ενός προσώπου, δεύτερον η γέννησή του, το τρίτο είναι η παιδεία του και το τέτατο που συνήθως εγκομιάζεται είναι οι πράξεις του άνθρωπου. Άνθρωπο λοιπόν και το κείμενό μας, το γένος σαφώς εγκομιάζεται γιατί παρουσιάζονται οι γονείς της Μαρίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως δικαιοί και ευσεβείς, άνθρωποι της πίστης. Στη συνέχεια και η γέννησή της είναι ένα εξαιρετικό γεγονός, το οποίο και αυτό αποδεικνύει ακριβώς την καθαρότητα και την αγιότητα της Μαρίας. Η παιδεία της και αυτή είναι ένα θέμα το οποίο περιγράφεται, συζητιέται μέσα στο κείμενο αφού παρουσιάζονται τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Ζωής της είναι το κείμενο εκείνος το οποίο παρουσιάζεται η Μαρία να οδηγείται από τους γονείς της, ειδικά από τη μητέρα της, την Άννα, στο ναό για να μείνει εκεί όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής της, σύμφωνα με το κείμενο για να μείνει μέσα στο ναό στα Άγια των Αγίων. Θα δούμε τώρα αυτό κατά πόσο θα μπορούσε να έχει συμβεί. Και φυσικά είναι και η πράξη της διότι αποδεικνύεται μέσα στην ιστορία ως τίμια, ως καθαρή, ως παρθένος, ως ένας άνθρωπος που παραμένει πιστός στο θέλημα του Θεού παρά τις δυσκολίες, τις αμφιβολίες, τις δοκιμασίες τις οποίες πρέπει να περάσει. Και όπως είπα και πριν το θέμα το κύριο ή η παρθενία της είναι ένα θέμα το οποίο μέσα στην Κοινή Διαθήκη δεν αναφέρεται με μεγάλη σαφή. Υπάρχει μια βιαστική θα λέγαμε αναφορά στον Ματθαίον. Υπάρχουν κάποια στοιχεία και στον Καταλουκάν Ευαγγέλιο, όμως δεν θα δούμε κάπου αλλού μια ιδιαίτερη αναφορά, ιδιαίτερη ενμία σε αυτό το θέμα. Αυτό βέβαια μπορεί να σημαίνει, δεν υποχρετικό να σημαίνει μάλλον ότι δεν το γνώριζαν οι Χριστιανοί ως θέμα. Πολύ πιθανόν να το γνωρίζουν, αλλά δεν είναι θέμα το οποίο φαίνεται κατασχολή την πρώτη κοινότητα. Γι' αυτό ακριβώς και δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά μέσα στα κείμενα. Αργότερα όμως, όταν έχουμε πλέον τις μεγάλες συζητήσεις για το πρόσωπο του Ιησού και το θέμα της παρθενίας της Μαρίας είναι ένα θέμα το οποίο τίθεται υπό συζήτηση και κυρίως αφηζητείται από αυτούς οι οποίοι βρίσκονται έξω από την κοινότητα, τους εθνικούς αλλά και τους Ιουδαίους. Και έχουμε, θα λέγαμε, απόειχους αυτής της συζήτησης τόσο σε Ιουδαϊκές όσο και σε Χριστιανικές πηγές. Πρέπει να τους χάρη, ξέρουμε ότι υπάρχει μια Ιουδαϊκή παράδοση, η οποία αποτυπώνεται μέσα στο Ταλμούδι και κυρίως αργότερα στη λεγόμενη τον Λουντόφ Ιωσούα που θα πήγαινε αλλογία του Ιωσούα, ένα κοινωνικό Ιουδαϊκό του Μεσαίωνα, το οποίο σήμερα σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς ερενητές μάλλον διασώζει μαρτυρίες από αρχαιότερες εποχές στο οποίο ακριβώς η Μαρία παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο που κάθε άλλο παρθένος είναι, αλλά είναι ένα πρόσωπο που έχει μια σχέση με κάποιο Ρωμαίο στρατιώτη, τον Πάνθυρα ή αλλιώς Παντέρα, όπως αναφέρεται στις Ιουδαϊκές πηγές και αυτός είναι ο φυσικός πατέρας του Ιησού. Εδώ βλέπουμε από πίσω μια ολόκληρη συζήτηση η οποία σε σκοπό έχει να φιλετήσει την Ιουδαϊκότητα καταρχάς του Ιησού, επομένως στη συνέχεια την αισιανικότητά του και κατεπέκταση τη θεότητά του, γιατί ως γνωστόν οι πρώτοι χριστιανοί τόνιζαν ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Ιησούς είναι απόγονος δηλαδή και επομένως είναι ο Μεσσίας του Ισραήλ και όλου του κόσμου. Καταλείοντας αυτό το δεσμό, καταλείοντας αυτή τη σχέση, ουσιαστικά οι πηγές αυτές καταλείουν και τη θεότητα του Ιησού και τον ρόλο του στην ιστορία της σωτηρίας. Και φυσικό ήταν μέσα σε αυτή τη συζήτηση, ένα από τα θύματα αυτής της συζήτησης είναι και το πρόσωπο της Μαρίας. Ωστόσο οι πρώτες μας πηγές που είναι τα Ευαγγέλια δεν κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα όπως είπα, αλλά φαίνεται ότι είναι ένα θέμα το οποίο με την πάρα του χρόνου τίθεται και ξανατίθεται μέσα στις κοινότητες, γνωρίζουμε ότι και ο Ιησούς το συζητά και ο Ριγένης το συζητά αργότερα, άρα πάρα πολύ νωρίς είναι ένα θέμα το οποίο συζητιέται μέσα στην Αρχαία Εκκλησία. Και το κείμενό μας έρχεται ουσιαστικά να απαντήσεις σε όλες αυτές τις αιτιάσεις, σε όλες αυτές τις ψευγείς κατηγορίες, έχει δηλαδή ένα απολογιτικό θα λέγαμε χαρακτήρα προς τα έξω και μια προσπάθεια ακριβώς διαφύλαξης της ακαιρεότητας και της αξιοπιστίας του προσώπου της Μαρίας. Άντι με την κανονική παράδοση, δηλαδή τα Ευαγγέλια μας, τα τέσσερα Ευαγγέλια, θα δούμε ότι εκεί το πρόσωπο της Μαρίας δεν παίζει ένα τόσο σημαντικό ρόλο όπως παίζει σε άλλα κείμενα αργότερα, όπως παίζει για παράδειγμα στο πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου. Η Μαρία, η Παναγία, δηλαδή η Μητέρα του Κυρίου είναι παρούσα σε σημαντικές στιγμές της ζωής του Ιησού, αλλά αν θα προσέξουμε θα δούμε ότι ο ρόλος είναι γενικά αρκετά υποβαθμισμένος και ιδιαίτερα θα δούμε ότι υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση από Ευαγγελιστή σε Ευαγγελιστή. Στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο είναι ελάχιστη αναφορά στο πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου. Είναι ένα πρόσωπο το οποίο ο Μάρκος δεν το παρουσιάζει να βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στον Ιησού. Ο λόγος που το κάνει ο Μάρκος είναι καθαρά θεολογικός, γιατί ο Μάρκος θέλει να τονίσει ακριβώς ότι ο Ιησούς ήρθε στον κόσμο και οι άνθρωποι δεν τον κατάλαβα. Είναι χαρακτηστικό παράδειγμα ότι η Μητέρα του Κυρίου βουσιάζει από την ταφή του Ιησού. Ενώ στα άλλα Ευαγγέλια στον Κατά Ιωάννη και στον Κατά Λουκάν, έχουμε αναφορά στον πρόσωπο της, στον Κατά Ιωάννη κυρίως, δεν έχουμε κάτι τέτοιο στον Μάρκο. Στον Μάρκο είναι άλλα τα πρόσωπα, άλλες οι γυναίκες οι οποίες παρήσθανται από μακριά βέβαια στην ταφή του Ιησού και αυτό είναι ενδιαφέρον στοιχείο, γιατί η λογική σκέψη είναι ότι φυσικά η Μητέρα του θα ήταν παρουσιά. Ο Μάρκος αποσιωπά την παρουσία της, ακριβώς γιατί ο Ποσίπο θέλει να τονίσει ότι ο Ιησούς ήρθε στον κόσμο, δεν τον κατάλαβαν οι άνθρωποι, πέθανε μόνος, αλλά ο Θεός όμως τον δόξασε, τον ανέδειξε και έδειξε ποιος πραγματικά είναι ότι βρίσκουμε στην αρχή της ιστορίας να είναι εκείνοι που γεννά τον Ιησού, να δηλώνεται η παρθενία της Μαρίας ξεκάθαρα με το να χρησιμοποιεί ο Ματθαίος την παλαιοδευτική προφητεία για τον Εμανουήλ και για την παρθένο η οποία θα γεννήσει, διό επιλέγει δηλαδή ο Ματθαίος την εκδοχή των εβδομήκοντα όσον αφορά αυτό το στίχο για να τονίσει ακριβώς την παρθενία της Μαρίας, αλλά και εδώ υπάρχουν μεγαλύτερες αναφορές στο πρόσωπό της, μια μεγαλύτερη αναφορά και σημαντικότερη έχουμε στο κατά Λουκάνο που φαίνεται ακριβώς ο ρόλος της ως συνεργάτη του Θεού στο έργο της Οτυρίας, γενικά στο έργο του Λουκά η Μαρία είναι το πρόσωπο εκείνο που αποτελεί το πρότυπο των Χριστιανών, είναι ένα πρότυπο δηλαδή του Χριστιανού γιατί ακριβώς συνεργάζεται με τον Θεό στο έργο της Οτυρίας που είναι πολύ σημαντικό αυτό σαν ιδέα στο κατά Λουκάνο Ευαγγέλιο για να φτάσει με τέλος στο κατά Ιωάννη όπου εκεί η μητέρα του Κυρίου παίζει ένα σημαντικό ρόλο με την έννοια ότι τη βρίσκουμε στην πρώτη φάση της δράσης του Ιησού στο δάμος στην Κανά και όπου Ιησού της απαντά ούπου γαρίδηκε η ώρα μου, δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου και η ώρα στο κατά Ιωάννη είναι ένας τεχνικός όρος ο οποίος σημαίνει την ώρα του σταυρού που είναι και η στιγμή της δόξας του Ιησού γιατί εκεί αποκαλύπτεται απόλυτα η θεότητά του και θα την ξαναδούμε ακριβώς κάτω από το σταυ που φτάνει αυτή η ώρα να είναι εκείνη την οποία ο Ιησούς εμπιστεύεται στον αγαπημένο του μαεθητή και φυσικά η κοινότητα η οποία έχει το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και είναι η κοινότητα αυτή του αγαπημένου μαθητή είναι και αυτή που είναι θα λέγαμε εκείνη που φιλοξένησε και φιλοξενεί η σύμφωνο με το κείμενο του κατά Ιωάννη τη μητέρα του Κυρίου βλέπουμε είναι η πιο σημαντική θέση της Μαρίας της Παναγίας στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο όμως γενικά ακόμα και έτσι είναι πάρα πολύ περιφερειακή η παρουσία της μέσα στα Ευαγγέλια γιατί όπως είπα δεν ήταν το θέμα ποτέ σε εκείνη την πρώτη φάση της αρχαίας εκκλησίας αργότερα όμως ακριβώς επειδή υπάρχουν συζητήσεις και υπάρχει κυρίως η αμφισβήτηση του προσώπου του Ιησού το πρόσωπο της Μαρίας αναδεικνύεται περισσότερο διότι και αυτό βάλετε από διάφορες κατηγορίες για να φτάσουμε τελικά να έχουμε ένα κείμενο όπως είναι το πρώτο Ευαγγέλιο στο οποίο ο κεντρικός ήρωας το πρόσωπο για το οποίο γίνονται και λέγονται όλα είναι η ίδια η Μαρία. Βλέπουμε μια εξέλιξη ουσιαστικά σε μία παράδοση που ουσιαστικά κινείται εκτός θα λέγαμε ιστοκανωνικής παράδοσης η εκκλησία κατά έναν διαφορετικό τρόπο χρησιμοποιήσε πάρα πολλές φορές το πρωτευαγγέλιο ποτέ όμως δεν το συμπεριέλαβε μέσα στον κανόνα της γιατί ακριβώς πάντοτε υπήρχε η συνείδηση ότι αυτό το κείμενο είναι μένο φέλημο ψυχοφελές αλλά δεν είναι ένα κείμενο το πιο απειχή ιστορικά δεδομένα και γεγονότα. Για παράδειγμα η ιστορία ότι η Μαρία εισέρχεται στα Άγια των Αγίων δηλαδή στον πιο ιερό χώρο του Ιουδαϊκού Ναού δεν μπορεί να είναι ιστορικά πιστευτεί. Γιατί ακριβώς γνωρίζουμε ότι σε αυτό το χώρο μπορούσε να μπει μόνο ο αρχιερέας και μάλιστα αυτό μία φορά το χρόνο για να ραντήσει κατά τη μέρα του οτσιλασμένου και δεν έμεινε κανείς άλλος ποτέ. Επομένως το να σκεφτούμε ότι μία γυναίκα ή οτιείς γυναίκες να πρέπει να αφέρω ότι στο Ναό γενικά βρίσκονται αρκετά πιο μακριά από το χώρο που στέκονται οι άνδρες, αν στέκονται πιο κοντά σε σχέση με τα Άγια των Αγίων και αυτοί με το κοπέδι μισέρχονται αλλά ότι μία γυναίκα όχι μόνο πλησιάζει τόσο κοντά σε αυτό το ιερό χώρο αλλά εισέρχεται σε αυτόν και υποτίθεται σύμφωνα με την ιστορία του κειμένου μας ότι κατοικεί μέσα σε αυτή τουλάχιστον τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής της. Αυτό είναι σαφώς μία υπερβολή, το κείμενο μας εξάλλου το συγκεκριμένο Ευαγγέλιο χαρακτηρίζεται από την υπερβολή, έχει έναν υπερβολικό χαρακτήρα, ο οποίος βέβαια από πίσω θέλει να πει μια μεγάλη αλήθεια ότι το πρόσωπο της Μαρίας είναι ιερό για τους χριστιανούς, για το συγγραφέ του συγκεκριμένου κειμένου και τους αναγνώστες του γιατί ακριβώς είναι το πρόσωπο εκείνο με το οποίο γέννησε, έφερε στον κόσμο κατεξοχήν Άγιο, τον Άγιο των Αγίων, τον Ιησού Χριστό, αλλά σε ένα ιστορικό επίπεδο η αφήγηση εδώ έχει προβλήματα, όπως και σε πολλά άλλα σημεία, διότι θα δούμε ότι ο συγγραφέας πάρα πολλές φορές κάνει τέτοιες αναφορές, επανέρχεται και ξαναεπανέρχεται σε θέματα της Παλαιστίνης, σε θέματα του Ναού, σε Ιουδαϊκές εορτές και έθιμα, όμως αυτά γνωρίζουμε ότι δεν έγινονταν έτσι, που νομίζω ότι ο Ιησού Χριστός έχει μια γενική γνώση την οποία από εκεί πέρα τη συγκυρώνει με τη δική του φαντασία για να φτιάξει την ιστορία του. Άρα λίγο πολύ, έτσι θα πρέπει να δούμε την ιστορία μας και τώρα πολύ πολύ σύντομα θα διαβάσουμε μάλλον και πολύ σύντομα θα αναφερθούμε στο περιεχόμενο αυτού του κειμένου. Τα πρώτα πέντε κεφάλαια, από το ένα έως το πέντε, αναφέρονται στη σύλληψη της Μαρίας. Εδώ είναι πολύ ενδιαφέρον, γιατί εδώ παρουσιάζονται δύο πρόσωπα από την πρώτη στιγμή, ο Ιωακίν που είναι ο πατέρας της Μαρίας και η Άννα. Είναι πρόσωπα τα οποία δεν γνωρίζουμε πουθενά αλλού, αλλά μόνο από εδώ, από αυτό το κείμενο. Στα πρώτα αυτά κεφάλαια είναι πάρα πολύ έντονη η διακειμενικότητα με την Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιωακίν παρουσιάζεται ουσιαστικά παραπέμπει σε μία αντίστοιχη προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης, στον Άντρα της Σοσάννας στο διβείο του Δανίλ και η Άννα, η γυναίκα του, η οποία δεν μπορεί να κάνει παιδί και η οποία όμως τελικά αποκτά παιδί, χάρη στην ευεργεσία και στη δωρεά του Θεού, παραπέμπει σαφώς στην Άννα, την μητέρα του Σαμοίλ, στο Άλφα Βασιλειών. Επομένως βλέπουμε ότι γίνεται μια πρώτη σύνδεση. Να πω βέβαια όσον αφορά την Άννα ότι μια τέτοια διακειμενική σύνδεση, όχι βέβαια με τη Μαρία, αλλά με τη συγγενή της Ελισάβετ υπάρχει και στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο. Άρα αυτές οι διακειμενικές σύνδεσεις γίνονται ήδη και πολύ νωρίτερα. Ο σηγραφός όμως την παίρνει και την περνάει πάλι στη σύνδεση με την ιστορία της Μαρίας, αλλά με άλλα πρόσωπα. Επομένως εδώ το θέμα που οτίθεται στα πρώτα κεφάλαια είναι η αδυναμία των ογμαίων της Μαρίας να αποκτήσουν παιδί και τελικά αποκτούν παιδί γιατί ακριβώς είναι άνθρωποι της πίστης και ο Θεός απαντάς τις προσευχές τους. Ένα μικρό ζήτημα που έχει τεθεί, κυρίως μέσα στα πλαίσια της λεγόμενης Μαριολογίας και της ασπίλου συλλήψεως της, είναι ένα δόγμα της Ρωμακαθαρικής Εκκλησίας, η οποία υποστηρίζει ότι και η Μαρία είχε ανάλογη σύλληψη, όπως και ο γιος του Σοβισμού, είναι κάποια μικρή αναφορά. Μάλλον η έλλειψη σαφούς αναφοράς στη σχέση των δύο συζύγων πριν από τη γέννηση της Μαρίας, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι αυτό όντως είναι έτσι μέσα στο κείμενό μας γιατί όντως σε ένα σημείο αφήνει να εννοηθεί, βέβαια πολύ έμεσα και πολύ διακριτικά, ακριβώς ότι δεν ισχύει μια ασπίλου συλλήψη, αλλά αντίθετα βρέθηκαν και οι δύο ήρθαν σε επαφή οι γονείς της και γέννησαν ένα παιδί, το οποίο βέβαια είναι ένα παιδί που το γεννάνε σε πολύ μεγάλη ηλικία και αυτό φυσικά δημιουργεί προβλήματα και τους απασχολεί και γι' αυτό στη συνέχεια αποφασίζουν να το δώσουν αυτό το παιδί, να το εμπιστοχθούν στους άρχικους τους ιερείς και στην αρθιερέα της Ερουσαλήν, παρουσιάζονται δηλαδή ότι κατοικούν όλοι αυτοί στην Ερουσαλήν, κάτι που ξέρουμε ότι μάλλον δεν ήταν έτσι από την ιστορία, γνωρίζουμε ότι και η Μαρία πρέπει να καταγότανε η οικογένειά της από την Γαλιλαία, πιθανό, ή τέλος πάντων ότι είχε και εκεί κάποιο μέρος της οικογένειας. Από εκεί πέρα έξι έως οκτώ κεφάλαια επιμένουν πάρα πολύ στο θέμα της καθαρότητας της Μαρίας πριν από το γάμο της. Εδώ είναι, όπως είπα, η σκηνή που μεταφέρεται η Μαρία και παραδίδεται από τη μητέρα της στους ιερείς του ναού, μπορώ χαλαρά να παραπέμψω στην εικόνα των ισοδίων της Θεοτόκου που έχουν, που βλέπουν την Άννα να οδηγεί τη μικρή Μαρία στο ναό και η εικόνα αυτή είναι παρμένη και εμβλεσμένη ακριβώς από αυτό το κείμενο εδώ. Από εκεί πέρα βλέπουμε σε αυτά τα κεφάλαια πώς το παιδί μεγαλώνει και πώς παραμένει πάντοτε ένα παιδί θαυμαστό. Και μάλιστα ο αρχιερέας που υποδέχεται το παιδί μία ιστορική ανακρίβεια είναι ο Ζαχαρίας, ο οποίος μας λέγεται ότι είναι ο πατέρας του Ιωάννικου Προγραμμουρίζου, ότι ο Ζαχαρίας δεν υπήρξε ποτέ αρχιερέας στην Ισραήν αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πόσο συγγραφές μας προσπαθεί εδώ να δημιουργήσει μία πιστευτή ιστορία και εντυπωσιακή. Έτσι μία ιστορία που να συνδέσει την Μαρία όχι μόνο με το πρόσωπο του Ιησού αλλά και με τις δικές του Ιουδαϊκές ρίζες. Και στη συνέχεια στα κεφάλαια 9-16 ουσιαστικά παρουσιάζεται η σχέση της Μαρίας με τον Ιωσή, κασικά στην αρχή ο γάμος τους και στη συνέχεια όλη αυτή η φάση της σχέσης τους και πώς μέσα σε αυτή τη φάση αναδεικνύεται και πάλι η παρθενία της Μαρίας. Έχει ένα ενδιαφέρον περιστατικό στην αρχή όπου οι αρχαιρείς όταν η Μαρία φτάνει περίπου στα 12 έτη αρχίζουν και αγωνιούν ότι το παιδί πρέπει να αποκατασταθεί η κοπέλα αυτή και επομένως ζητάνε από τους άνδρες του Ισραή να φέρνουν όλοι ένα ραβδί. Εδώ μας παραπέντει στη γνωστή ιστορία με τον Ααρών και τους υπόλοιπους Ισραηλίτες τους οποίους ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησούς, ο Ιησ Εδώ λοιπόν έχουμε τον Ιωσήφ ο οποίος ακουσίως αποφασίζει να πάει και αυτός εκεί και από το δικό του ραβδί λέει γέννη πετάει ένα περιστέρι λευκό επομένως αυτό οι ιερείς το θεωρούν σαν σημάδι ότι θα πρέπει να παντρευτεί την Μαρία ο ίδιος δεν θέλει υποστηρίζει την αιχείρος γιατί η ιστορία είναι ότι ζητάνε οι ιερείς του ναού να αφήνουν όλοι οι αιχείροι άντρες του Ισραήλ επομένως και αυτός εδώ βλέπουμε την ιστορία που σας είπα ότι θεωρείται ότι είναι αιχείρος και έχει παιδιά από το προηγούμενο γαν ακούσει με πάρα πολλούς ενδιασμούς και αντιρίσεις ο Ιωσήφ δέχεται την εντολή των ιερέων και παίρνει την Μαρία στο σπίτι του φυσικά από ένα σημείο και μετά μας λέει ότι η Μαρία μένει με τον Ιωσήφ και πάει στη συνέχεια από το κεφάλαιο 11 και εξής έχουμε ουσιαστικά την γνωστή ιστορία που ξέρουμε του Ευαγγελισμού από τα κείμενά μας τα κανονικά το καταλουκάν Ευαγγέλη λέει για τον Ευαγγελισμό λέει πως στη συνέχεια ο Ιωσήφ όταν η Μαρία είναι στον έκπον ή να συνειδητοποιεί ότι είναι έγγυος όλους ενδιασμούς που έχει γιατί ο άνθρωπος δεν είχε σχέση μαζί όλο αυτό που γνωρίζουμε από την Ευαγγελική αφήγηση πως στη συνέχεια ο Ιωσήφ τα λεπορείται από αυτές τις σκέψεις όποιες όμως τελικά θα τις διασκεδάσει ο ίδιος ο Άγγελος και στη συνέχεια από το κεφάλαιο 17 και πέρα μιλάει για τη γέννηση του Ιησού αλλά και την παρθενία πάλι της Μαρίας και κατά τη γέννηση εδώ έχουμε πάλι μία πρόσληψη του κατά Ματθαίου πλέον Ευαγγελίου πρώτων κεφαλαίων του Ευαγγελίου όπου και πάλι εκεί εδώ βέβαια πάλι προσθέτει και εκδικά του στοιχεία όπως για παράδειγμα προσθέτει το γεγονός ότι ο Ιησούς γεννιέται σε σπήλο ότι υπάρχει μια έρχεται μία μαμή να τη βοηθήσει τη Μαρία να γεννήσει τη Σαλώμη η Σαλώμη η οποία δοκιμάζει και η ίδια πιστωποιεί την παρθενία της Μαρίας αλλά γι' αυτό τιμουρείται στη συνέχεια έχει πτώσει σε αυτό στη συνέχεια και προχωράμε μετά 21 με 22 κεφάλαια όπου εκεί πλέον έχουμε τον Ηρώδη να εμφανίζεται στην ιστορία τον ξέρουμε που το κατά Ματθαίων Ευαγγελίου και την απειλή την οποία ουσιαστικά αποτελεί αυτό το πρόσωπο για τον Ιησού στην ιστορία μας εδώ λέγεται ότι δεν απειλεί μόνο τον Ιησού αλλά η κίνηση του Ηρώδη να θυματώσει τα παιδιά απειλεί και τον ίδιο τον Ιωάννη τον Πρόδρομο διότι εδώ βέβαια ο συγγραφέας του Πρωτευαγγελίου αγλείπτει τα στοιχεία του από το Καταλουκάν Ευαγγέλιο όπως στο Καταλουκάν Ευαγγέλιο ο Ιωάννης ο Πρόδρομος συνδέεται με τον Ιησού είναι ουσιαστικά συγγενικό του πρόσωπο και επίσης είναι πρόσωπο το οποίο ηλικιακά είναι πάρα πολύ κοντά με τον Ιησού επομένως εδώ παίρνει την ιστορία που ξέρει από το Ευαγγέλιο ο συγγραφέας και την επεξεργάζεται για να την βάλει μέσα στην δική του ιστορία και στη συνέχεια 23 με 24 το μένος του Ηρώδη επεκτείνεται εφόσον τελικά δεν κατορθώνει να σκοτώσει αυτούς που ήθελε να σκοτώσει την Ιησού και την οικογένειά του ουσιαστικά εκτονώνεται στον Ζαχαρία τον πατέρα του Ιωάννη του Πρόδρομου ο οποίος δολοφονείται εδώ στο τέλος της ιστορίας μας το ενδιαφέρον είναι εδώ βέβαια ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας εδώ συντηρώνει μία άλλη πληροφορία που υπάρχει μέσα στα Ευαγγέλια μας κάποια στιγμή ο Ιησούς ελέγχοντας τους Ιουδαίους στην κανονική παράδοση αναφέρει ότι είναι παιδιά απόγονη εκείνων που δολοφόνησαν τον Ζαχαρία τον αρχιερέα στον δρόμο που πήγαινε προς το θυσιαστήριο στο νοο και εδώ ο συγγραφέας μας ταυτίζει αυτόν τον Ζαχαρία που αναφέρεται από τον Ιησού με τον Ζαχαρία τον πατέρα του Ιωάννη του Προδρόμου αυτό φυσικά είναι αστύριχτο ιστορικά έχει όμως ενδιαφέρον πως για μία ακόμη φορά βλέπουμε μέσα στην απόκριση παράδοση μία προσπάθεια τα πρόσωπα να ταυτοποιηθούν να αποκτήσουν συγκεκριμένη ταυτότητα με βάση άλλα πρόσωπα τα οποία γνωρίζουμε μέσα από τα κείμενά μας είναι η γενικότερη τάση όλοι να ταυτοποιηθούν όλα τα πρόσωπα να μην μένουν χωρίς ανοιχτές ιστορίες και ανοιχτά ερωτήματα αλλά όλα τα πρόσωπα να αποκτήσουν ταυτότητα να αποκτήσουν σχέσεις συνδεσμούς έτσι ώστε η ιστορία σιγά σιγά να αποκτήσει μία σχέση και μία σύνδεση και τελειώνει με το 25ο κεφάλαιο το οποίο είναι ο επίλογος του κειμένου μας όπου ο συγγραφέας αποκαλύπτει την ταυτότητά του λέει ότι εγώ ο Ιάκωβος έγραψα αυτή την ιστορία όταν υπήρχε μεγάλη αναστάτωση στην Ευρουσαλήμ και τα χρόνια που πέθανε ο Ιηρόδης και βλέπουμε ο συγγραφέας που σαν να δημιουργήσει εδώ και μία χρονική πισευδέστηση να τοποθετήσει μέσα σε ένα χρόνο σε ιστορικό σημείο να τοποθετήσει το κείμενό του και λέει ότι εγώ ίδιος απομακρύθηκα και πήγα στην έρη μου μέχρι να ερευνήσει αυτή η αναστάτωση με το θάνατο του Ιηρόδη και ότι σε αυτό το διάστημα προφανώς έγραψε το κείμενο και έτσι κλείνει το κείμενο μας ένα κείμενο όπως είπα αρκετά εκλαϊκευμένο και απλοποιημένο όμως κατά ένα παράδοξο τρόπο ένα κείμενο το οποίο επηρέασε πολύ την θεολογική σκέψη τουλάχιστον στις πιο εκλαϊκευμένες τις μορφές και το οποίο κείμενο παρέμεινε εξαιρετικά αγαπητό τουλάχιστον στην Άτολη βέβαια όπως είπα στην Δύση το κείμενο περνάει σε αχριστία νωρίς. Περνάει σε αχριστία όσον αφορά όπως είπα την επίσημη χρήση του με την έννοια δηλαδή ότι το κείμενο χαρακτηρίζεται ξεαρχής απόκρυφο και επομένως πτήθεται εκτός από τα κανόνα επηρεάζει όμως μέσα από άλλα κείμενα και κυρίως επηρεάζει στις μαριολογικές συζητήσεις της Ρωμαϊκοθεολικής Εκκλησίας όταν η Ρωμαϊκοθεολική Εκκλησία αρχίζει και ασχολείται πάρα πολύ με το πρόσωπο της Μαρίας της Παναγίας όταν προσπαθεί να τονίσει να δώσει έμφαση στο αυπάρθεινο στην άσπηλο σύλληψη της Μαρίας κτλ. Εμπνέεται τότε η θεολογική συζήτηση από αυτό το κείμενο και αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον όσον αφορά την Αδύση. Όσον αφορά στην Ατολή τα πράγματα είναι λίγο πιο απλάμεν εξίσου όμως σύνθετα με την έννοια δηλαδή ότι το κείμενο αυτό όπως είπα και πιο πριν ποτέ δεν πέρασε μέσα στον κανόνα ποτέ δεν υπήρξε συνείδηση ότι πρόκειται για ένα αυθεντικό κείμενο. Από την άλλη όμως μεριά είναι το κείμενο το οποίο ενέπνευσε σχεδόν όλον τον οικονογραφικό κύκλο που αφορά στο πρόσωπο της Μαρίας της Παναγίας. Δηλαδή και επίσης επηρέασε πάρα πολύ το λειτουργικό κύκλο γιατί σχεδόν όλες οι εορτές που έχουμε για το πρόσωπο της Μαρίας προέρχονται ακριβώς από αυτό το κείμενο. Από εδώ γνωρίζουμε ότι οι γονείς της λέγονταν Ιωακύμ και Άννα. Από εδώ έχουμε την ιστορία για τα εισόδια και την βαθύκανη εισοδίων. Από εδώ έχουμε όλη την ιστορία διάφορα στοιχεία που βρίσκουμε σε ύμνους και σε ομιλίες που αφορούν ακριβώς αυτή τη νεαρή ηλικία της Μαρίας. Και αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο γιατί ακριβώς δείχνει ότι τελικά τα πράγματα όσον αφορά στον κανόνα είναι εξαιρετικά αρευστά υπό μια έννοια. Και ποια έννοια ότι δηλαδή η εκκλησία, τα μέλη της κοινότητας δηλαδή έχουν συνείδηση ποια κείμενα αποτελούν την αυθεντική έκφραση της εμπειρίας τους. Από την άλλη όμως μεριά δεν δυσκολεύονται καθόλου να χρησιμοποιήσουν τέτοια κείμενα όπως είναι το πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου, εφόσον θεωρούν ότι αυτά τα κείμενα μπορούν με κάποιον τρόπο να αποδώσουν μέρος της δικής τους πίστης. Και μέρος ακριβώς αυτής της δικής τους πίστης είναι η βεβαιότητα ότι η Παναγία είναι ένα άγιο πρόσωπο, είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο μέσα σε όλα τα πρόσωπα της ιστορίας του Ιησού και γι' αυτό ακριβώς ένα σημάδι αυτής της ιδιαιτερότητας και του ξεχωριστού είναι ακριβώς η παρθενία της και η θαυμαστή γέννηση του Ιησού και η θαυμαστή συλλήψη του. Και αυτό ακριβώς θεωρώντας ότι ένα κείμενο όπως είναι το πρώτο Ευαγγέλιο του Ιακώβου μπορεί να το αποδώσει με έναν πιο εκλαικευμένο και έναν θα λέγα μυθιστορυματικό τρόπο. Δεν δυσκολεύονται τα μέλη της κοινότητας να του δειχθούν αυτό, δεν δυσκολεύονται καθόλου να το υιοθετήσουν αυτό το κείμενο και να το εντάξουν μέσα στα αναρμόσματά τους. Ή ακόμα πολύ δε περισσότερο να επιτρέψουν οι ιστορίες αυτού του κείμενου κατά κάποιον τρόπο να περάσουν μέσα στη λειτουργική ζωή ή μέσα στη λινολογία ή μέσα στην ιστορία της ομιλητικής κατήχησης και της δασκολίας και να έχουμε σήμερα και σε πολύ μεταγενέστερες εποχές κείμενα πατερικά και κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, ομιλίες, κηρύγματα, δ.λ. όπου να παραθυπεθέτονται αποσπάσματα από αυτό το κείμενο ή όπου να γίνεται αναφορά ακριβώς σε περιστατικά αυτού του κείμενου και να υπάρχει μια ολόκληρη δασκαλία γύρω από αυτά. Άρα λοιπόν ένα κείμενο σημαντικό, ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον, ένα κείμενο που ακόμα και σήμερα γοητεύουν τους ερευνητές καθώς υπάρχουν πάρα πολλά θέματα ανοιχτά γύρω από αυτό και ένα κείμενο που αξίζει πραγματικά κανείς να το διαβάσει για να δει ακριβώς πώς οι αρχαίοι χριστιανοί αξιοποιούν στοιχεία της παράδοσής τους να πουν με έναν ιθιστορυματικό τρόπο, με έναν τρόπο που φυσικά έχει πάρα πολλά φανταστικά στοιχεία, να αποδώσουν μέσα από αυτό ένα κομμάτι της πίστης τους και ένα κομμάτι της βεβαιότητάς τους για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού.