Διάλεξη 9: Υπότιτλοιωμα διπλωσιακής αρχής. Εκκλησιαστικής Περιουσίας, κ. Γιάννης. Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην ένα τη διάλεξη του προπτυχιακού ερρυνού μαθήματος του εκκλησιαστικού δικαίου, αφού τελειώσαμε με το δίκαιο της εκκλησιαστικής Περιουσίας στις προηγηθήσεις 8 διαλέξεις, στην ένα τη λοιπόν θα ασχοληθούμε με ορισμένα τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά αδικίματα, εν συνεχεία με εκκλησιαστικές ποινές και εν συνεχεία με τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Αυτή θα είναι η συνέχεια των διαλέξεων με βάση τη διδασκαλία των καθηγητών Τρογιάνου και Κονιδάρη. Και ξεκινάμε με την αποστασία. Η αποστασία είναι η εγκατάληψη της χριστιανικής πίστης και η προσχώρηση σε άλλη θρησκεία ή στην αθεία. Το αδίκημα αυτό συνιστά αποτελεί, είναι το βαρύτερο εκκλησιαστικό αδίκημα. Μπορεί να διαπραχθεί από κληρικό, μοναχό ή λαϊκό. Λόγω είναι αδιάφορο για ποιους λόγους ο αποστάτης έπαψε να πιστεύει στη χριστιανική θρησκεία. Παρα πολύ παλαιά η αποστασία αποτελούσε και αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Σήμερα, όμως, είναι αδιανόητο να αποτελεί τέτοιο αδίκημα λόγω της προστασίας των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τόσο σε επίπεδο συνταγματικό όσο και σε διεθνές. Το αδίκημα της αποστασίας τιμωρείται σήμερα με την ποινή του μεγάλου αφορισμού. Άρθρο 4, περίπτωση θ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παράρθρος 3 του καταστρατικού χάρτη. Άλλο σημαντικό εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα είναι η αίρεση, δηλαδή είναι η άρνηση θεμελιώδους δόγματος της ορθόδοξης πίστης, η οποία δεν φτάνει όμως μέχρι την εγκατάληψη της χριστιανικής θρησκείας. Και το αδίκημα αυτό στο Βυζάνδιο ήταν αδίκημα και του κοινού ποινικού δικαίου. Τιμωρείται με την ποινή του μεγάλο αφορισμού, που επιβάλλεται πλέον μόνο από την ιερά σύνοδο της ιεραρχίας. Και προχωρούμε σε ένα άλλο σημαντικό εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα, το σχίσμα. Σχίσμα είναι η απόσχηση από την ενότητα της εκκλησίας και η σύμπηξη, η ύδρυση δηλαδή, η προσχώρηση σε άλλη θρησκευτική κοινότητα. Το σχίσμα διαφέρει από την αποστασία. Κατά το ότι ο σχισματικός δεν πάβει να είναι χριστιανός, διαφέρει όμως και από την αίρεση. Διότι ο σχισματικός δεν αναγνωρίζει την υπάρχουσα εκκλησιαστική διοίκηση και δημιουργεί νέα. Είναι το λεγόμενο σχίσμα διοικίσεως. Αν πάντως παρεμβάλλονται και δογματικές διαφορές σε επουσιώδη όμως ζητήματα, τότε γίνεται λόγος για σχίσμα με τη στενή του όρου έννοια. Σχίσμα πίστεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σχίσματος διοικίσεως θεωρείται το βουλγαρικό σχίσμα. Δηλαδή η αυθαίρετη ανακήρυξη της βουλγαρικής εκκλησίας ως αυτοκέφαλος παρά την αντίδραση του οικουμενικού πατριαρχείου. Το βουλγαρικό σχίσμα ήρθε το 1945. Αντιθέτως σχίσμα πίστεως θεωρείται το σχίσμα της δυτικής εκκλησίας. Οι σχισματικοί τιμωρούνται αν είναι κληρικοί με καθαίρεση, αν είναι λαϊκοί με μεγάλο αφορισμό. Συναφή με το σχίσμα είναι τα δικήματα της παρασυναγωγής. Σχίσμα από ποσοτική άποψη μικρότερης σημασίας. Και της συνομοσίας, φατρίας και τυρίας. Όπου λείπει όμως το στοιχείο της σύμπηξης ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας. Προχωρούμε σε ένα τέταρτο σημαντικό εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα, την Συμονία. Συμονία είναι η εμπορία της θείας Χάρης με την επανταλλάγματη άσκηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Είτε της τελετουργικής είτε της διοικητικής. Κυρίως με την τέλεση μυστηρίων, ιδίως της χειροτονίας και άλλων ιεροπραξιών, όπως της μοναχικής κουράς, αλλά και του διορισμού σε εκκλησιαστικά αξιώματα. Η ονομασία του αδικήματος αυτού προέρχεται από τον Μάγο Σίμονα, ο οποίος προσέφερε χρήματα στους Αποστόλους για να λάβει από αυτούς τη θεία Χάρη. Αυτό είναι γνωστό από τις πράξεις των Αποστόλων. 8ο κεφάλαιο. Το αντάλλαγμα μπορεί να συνίσταται σε κάθε είδους παροχές, περιουσιακές ή ηθικές ή στην υπόσχεση τέτοιων παροχών. Προϋπόθεση διαπράξεως του αδικήματος είναι βέβαια η ύπαρξη δόλου και μάλιστα σε όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν. Διότι υποκείμενο το αδικήματος της Συμμονίας είναι τόσο εκείνος που τελεί την ιεροπραξία ή απονέμη του εκκλησιαστικού αξίωμα, όσο και εκείνος υπέρ του οποίου γίνονται αυτά και εκείνος που μεσολαβεί. Η Συμμονία τιμωρείται ως προς τους κληρικούς με καθαίρεση και μεγάλο αφορισμό, ενώ ως προς τους λαϊκούς με μεγάλο αφορισμό. Κανόνας 29 των Αποστόλων, δεύτερος κανόνας της 4ης Οικουμενικής Συνόδου, 22 ως 23 κανόνες της Πενθέκτης, 19 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Στην περίπτωση που ο εκκλησιαστικός λειτουργός, ο οποίος δέχεται την παροχή, έχει και την ιδιότητα του υπαλλήλου με την έννοια το άρθρο 13, περίπτωση Α ποινικού κώδικα, στοιχειοθετείται και το αδίκημα της δωροδοκίας, άρθρα 235 ως 236 ποινικού κώδικα. Στη συνέχεια προχωρούμε σε ένα πέμπτο σημαντικό εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα, που είναι η Ιεροσυλία. Η Ιεροσυλία είναι η αφαίρεση πράγματος αφιερωμένου στο Θεό. Είναι προφανές ότι έννοια αυτή είναι πολύ ευρύτερη της Ιεροσυλίας κατά το κοινό ποινικό δίκαιο, της διακεκριμένης δηλαδή κλοπής, το άρθρο 374 περίπτωση Α ποινικού κώδικα. Η Ιεροσυλία κατά το κανονικό δίκαιο διαπράττει εκείνος που αφαιρεί πράγμα αφιερωμένο στη Θεία Λατρεία, οπουδήποτε και αν αυτό βρίσκεται και τιμωρείται με καθαίρεση αν είναι κληρικός ή με αφορισμό αν είναι μοναχός ή λαϊκός. Κατά το κοινό ποινικό δίκαιο το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής προϋποθέτει αφαίρεση πράγματος προορισμένου για θρησκευτική λατρεία από τόπο αφιερωμένο σε αυτήν και τιμωρείται με κάθερξη έως 10 ετών. Ένοχος της Ιεροσυλίας κατά το κοινό ποινικό δίκαιο μπορεί να είναι ο παδός μιας θρησκείας που αφαιρεί πράγμα προορισμένο για τη λατρεία άλλης θρησκείας. Το πράγμα που αφαιρείται μπορεί να είναι αφιερωμένο στη λατρεία οποιοδήποτε δόγματος ή θρησκείας και αυτό θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο της συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας. Επομένως δεν συνιστά η Ιεροσυλία αλλά πλήκλοπι η αφαίρεση καθισμάτων ή χρημάτων από το Ναό. Περαιτέρω η αφαίρεση των ιερών πραγμάτων θα πρέπει να γίνει από χώρο προορισμένο για τη θρησκευτική λατρεία παραδείγματος χάρη να από Ναό, Τέμενο, Συναγωγή κ.ο.κ. Και προκειμένου ποιος χώρος είναι προορισμένος για τη λατρεία θα προσδιοριστεί από το δίκαιο της συγκεκριμένης κατά περίπτωση θρησκευτικής κοινότητας. Δεν συνιστά συνεπώς η Ιεροσυλία, η πλήκλοπι ιερού πράγματος, κατά τη διάρκεια λιτανείας ή περιφοράς εικόνων ή από τόπο όπου τούτο βρίσκεται για επισκευή. Μετά την εξέταση ορισμένων σημαντικών εκκλησιαστικών ποινικών αδικημάτων θα προχωρήσουμε στις εκκλησιαστικές ποινές. Οι εκκλησιαστικές ποινές διακρίνονται πρώτον σε ποινές που μπορεί να επιβληθούν σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, δηλαδή σε κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς. Δεύτερον σε ποινές που μπορεί να επιβληθούν μόνο σε κληρικούς. Τρίτον σε ποινές που μπορούν να επιβληθούν σε κληρικούς και μοναχούς και τέταρτον σε ποινές που μπορούν να επιβληθούν μόνο σε μοναχούς. Και ξεκινάμε με την πρώτη περίπτωση των ποινών των επιβαλλόμενων σε όλα τα μέλη της εκκλησίας. Ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, αδιακρίτως, είναι κατεξοχήν ο αφορισμός. Ο αφορισμός διακρίνεται ανάλογα με το περιεχόμενό του σε μικρό και μεγάλο αφορισμό. Ο μεγάλος αφορισμός, ή αλλιώς ανάθεμα, συνεπάγεται την ολοσχερή και διερκή αποκοπή του τιμωρημένου από την εκκλησία, ενώ ο μικρός αφορισμός περιορίζεται στον αποκλεισμό του τιμωρουμένου από τις ιερές τελετές και κυρίως στην προσωρινή στέρηση της θείας κοινωνίας. Οι γεγονός είναι πάντως ότι τις εκκλησιαστικές πηγές, όπου γίνεται χρήση και άλλων όρων για το χαρακτηρισμό της ποινής αυτής, δεν είναι πάντοτε ευχαιρείς η διάκριση, εάν πρόκειται για τον μεγάλο ή τον μικρό αφορισμό. Και ξεκινάμε με τον μικρό αφορισμό. Ο μικρός αφορισμός επιβάλλεται καταρχήν στα πλαίσια του μυστηρίου της μετανείας ή εξομολογήσεως, κατά το οποίο παρέχεται η άφεση των μετά από το βάπτισμα αμαρτιών σε εκείνους που ειλικρινώς μετανοούν και εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Η εξουσία για άφεση αμαρτιών περιήλθε από τον ιδρυτή της εκκλησίας στους Αποστόλους και από εκείνους με την αποστολική διαδοχή στους επισκόπους. Αρχικός ο αφορισμός ήταν αόριστης διάρκειας και η ποινή έλεγε με την ειλικρινή μετάνοια του τιμωρουμένου. Κατά τον 3ο και 4ο αιώνα είχαν διαμορφωθεί ορισμένα στάδια, τα οποία διέρχονταν τα μέλη της εκκλησίας που είχαν τιμωρηθεί με την ποινή του μικρού αφορισμού. Τα στάδια αυτά ήταν των προσκλεώντων, των ακροωμένων, των υποπιπτόντων και των συστάντων. Από τον 4ο και 2ο και 5ο αιώνα γενικεύεται η προσέλευση των πιστών στον επίσκοπο και τους οριζόμενους από αυτον πρεσβυτέρους, τους πνευματικούς για την εξομολόγηση των αμαρτιών, ενώ αργότερα δημιουργούνται συλλογές ειδικών διατάξεων που προβλέπουν την επιβολή συγκεκριμένης ποινής αν λόγος με τα εξομολογούμενα αμαρτήματα, συλλογές δηλαδή επιτιμίων. Το Μυστήριο της Μετάνοιας τελείται σήμερα από Επίσκοπο ή συνειθέστερα από πρεσβύτερο ειδικός εξουσιοδοτημένο με ενταλτήριο γράμμα, μέσα βέβαια στα τοπικά όρια δικαιοδοσίας κάθε επισκόπου. Άλλος κληρικός ή αχειροτόνητος μοναχός δεν έχει καταρχήν εξουσία να τελέσει το Μυστήριο της Μετανίας. Ο Επίσκοπος πάλι έχει το δικαίωμα και εκτός του Μυστήριου της εξομολογήσεως να επιβάλλει αφορισμό σε πρόσωπα που ανήκουν στη δικαιοδοσία του εάν έχει πειστεί ότι υπέψαν σε κανονικό παράπτωμα και αφού πρώτα τους καλέσει να απολογηθούν. Εξάλλου, από τη Βυζαντινή ηδη εποχή έχει επικρατήσει το έθιμο. Οι επίσκοποι να επιβάλλουν ή να απειλούν με την επιβολή αφορισμού αορίστος δηλαδή εναντίον προσώπων συνήθως αγνώστων που θα καταδειχθούν ένοχοι για τη διάπραξη ορισμένου αδικήματος συνήθως κλωπής ώστε από την υποτινασκούμενη ηθική πίεση εκείνος ο οποίος διέπραξε το αδίκημα να αποκαλυφθεί, να ομολογήσει ή να επανορθώσει. Το έθιμο δεν έχει καταργηθεί αλλά σε ένα κράτος δικαίου όπου λειτουργεί ευρύθμως η δικαιοσύνη είναι προφανές ότι έχει χάσει την αξία του. Η χρονική διάρκεια του μικρού αφορισμού ποικίλει. Μπορεί να επιβληθεί ισοβίως, αορίστος ή και για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως έρεται υπό την προϋπόθεση της ειλικρινούς μετάνοιας του τιμωρηθέντος με απόφαση εκείνου που τον επέβαλε του διαδόχου του ή της προισταμένης τους εκκλησιαστικής αρχής. Και τώρα προχωρούμε στη δεύτερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή στο μεγάλο αφορισμό η Ανάθεμα. Ο μεγάλος αφορισμός η Ανάθεμα επιβάλλεται σήμερα πλέον μόνο μετά από απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο καταστατικός χάρτης με απόφαση της, δηλαδή η οποία πρέπει να ληφθεί με αυξημένη πιοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των μελών της, άρθρα τέσσερα περίπτωση θήτα και έξι παράγφους τρία καταστατικού χάρτη. Κενοτομία της διατάξεις αποτελεί τόσο το υγονός ότι η απόφαση ανήκει πλέον ως μίζωνος σπουδαιότητας στην ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή και όχι στη Διαρκή Ιερασύνοδο, όσο κυρίως και ό,τι δεν απαιτείται πλέον όπως υπό το προησχύσαν δίκαιο έγκριση της σχετικής αποφάσεως από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων. Διαφοροποίηση επίσης σε σχέση με το προηγούμενο δίκαιο συνηχιστά το γεγονός ότι η ποινή του Μεγάλου Αφορισμού προβλέπεται στο νόμο χωρίς ειδικό πλέον καθορισμό των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες επιβάλλεται με αναφορά μόνο στους ιερούς κανόνες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Μεγάλου Αφορισμού είναι ότι μπορεί να επιβληθεί αλλά και να αρθεί και με τα θάνατον. Με τον τρόπο αυτό η Εκκλησία μπορεί να αποδοκιμάσει έστω και εκ των υστέρων ερετικές διδασκαλίες με την καταδίκη των αίρεσηαρχών. Η ποινή του Μεγάλου Αφορισμού μπορεί επίσης να ανακληθεί οποτεδήποτε από το όργανο που την επέβαλε, εφόσον πιστεύει ότι εξέληπαν οι λόγοι επιβολής της. Άλλη επίσης ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέρη της Εκκλησίας είναι η ποινή της τερίσεως της εκκλησιαστικής κηδεύσεως και συνακολούθως των υπέρ αναπαύσεως της ψυχής μνημοσύνων. Η ποινή αυτή επιβάλλεται στους τιμωρημένους με την ποινή του Μεγάλου Αφορισμού, εφόσον δεν ανακλήθηκε, καθώς επίσης και σε εκείνους που φωνεύτηκαν σε μονομαχία ή αυτοκτόνησαν, υπό την προϋπόδηση ότι είχαν την ικανότητα για καταλογισμό. Στη συνέχεια θα δούμε ποιες είναι οι ποινές που επιβάλλονται σε κληρικούς ή και μοναχούς. Εκτός από τις ποινές που εξετάστηκαν στην προηγούμενη περίπτωση, οι οποίες επιβάλλονται αδιακρίτως κατά μοναχών, κληρικών ή λαϊκών, υπάρχουν και άλλες που επιβάλλονται μόνο κατά κληρικών ή κατά κληρικών και μοναχών ή κατά μοναχών, όπως είπαμε προηγουμένως. Ποινές, λοιπόν, που επιβάλλονται σε κληρικούς ή μοναχούς. Πρώτον, η καθαίρεση, η οποία είναι η βαρύτερη από όλες τις ποινές που επιβάλλονται κατά κληρικών. Ο κληρικός αποβάλλει με την καθαίρεσή του όχι μόνο τον βαθμό που έχει, αλλά και όλες τις ποινές που επιβάλλονται κατά κληρικών. Ο κληρικός αποβάλλει με την καθαίρεσή του όχι μόνο τον βαθμό που έχει, αλλά την καθόλου ιερατική του ιδιότητα και επανέρχεται στην τάξη στην οποία βρισκόταν πριν από τη χειροτονία του, δηλαδή εκείνη του μοναχού ή του λαϊκού. Αποβάλλει επίσης όχι μόνο την τελετουργική, αλλά και την διδακτική και διοικητική εξουσία και στερείται όλων των εξουσιών, δικαιωμάτων και προνομίων που απορρέουν από την ιδιότητα του κληρικού. Μυστήρια ή ιεροπραξίες, τα οποία καθυριμένος κληρικός στοιχών τελέσει, είναι ανίσχυρα. Ο ίδιος δε υποβάλλεται σε νέα εκκλησιαστική ποινή, κανόνας 28 των Αποστόλων, στερείται το έδικο μέσο της Εφέσεως, κανόνας 4 αντιοχίας και διώκεται ποινικός για αντιποίηση ασκήσιος υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας άρθρο 175 ποινικού κώδικα, εάν δε εξακολουθεί να φέρει την αμφίεση του κληρικού και για παράβαση των άρθρων 196 ποινικού κώδικα και 54 κατιστατικού χάρτη. Πρέπει να υπογραμμίσω ότι αυτή η αρμητική άποψη, ότι αν μυστήρια ή ιεροπραξίες τελεστούν από το καθυριμένο κληρικό αυτές είναι ανίσχυρες, είναι μία από τις υποστηριζόμενες απόψεις. Υπάρχει και η άλλη άποψη, η οποία είναι εγγυρότερη και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και στη Ρωμακαθολική ισχύ, υπερισχύ. Ότι δηλαδή ο καθυριμένος κληρικός τελεί μυστήρια ή ιεροπραξίες έγγυρες, διότι η ιεροσύνη φέρει ανεξίτιλο χαρακτήρα, συνεπώς με την καθέραση δεν πάβει να υπάρχει, αλλά απαγορεύεται η άσκησή της μόνο. Και προχωρούμε στον υποειουβασμό ως ποινής που επιβάλλεται σε κληρικούς. Ο κληρικός αποβάλλει τον ιερατικό βαθμό που κατέχει, διατρεί όμως καταλειπά την ιεροσύνη. Αποδοκιμάζεται καταρχήν ως εκκλησιαστική ποινή στον κανόνα 29 της 4ης Κουμενικής Συνόδου και προβλέπτε μόνο από τον κανόνα 20 της Πενθέκτης, κατά επισκόπων οι οποίοι υποβιουβάζονται στο βαθμό του πρεσβυτέρου, εάν ασκήσουν τη δακτική τους εξουσία εντός των ορίων άλλης εκκλησιαστικής επαρχίας. Μία τρίτη ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς είναι η αργία. Στον κληρικό που τιμωρείται με την ποινή της αργίας, απαγορεύεται η τέλεση ιεροπραξιών και η άσκηση των καθηκόντων που αποραίουν από τη διοικητική εξουσία. Για όσο χρόνο τελεί υπό την έκτιση της αργίας, για όσο χρόνο τελεί υπό την έκτιση της ποινής αυτής, επειδή ο κληρικός διατηρεί τον ιερατικό βαθμό και το αξιωμά του, όλα τα μυστήρια που τυχόν τελεί, όπως και οι λοιπές τελετές είναι έγκυρα, αλλά η απήθειά του συνεπάγεται την επιβολή νέας, βαρύτερης εκκλησιαστικής ποινής. Τα ανώτατα χρονικά όρια της ποινής της αργίας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, είναι πέντε έτη για άγαμους, πρεσβυτέρους και διακόνους, επτάμιση έτη για γάμους και δέκα έτη ή ισοβίος για αρχιερείς. Μία τέταρτη ποινή που επιβάλλεται σε κληρικούς είναι η απώλεια της αρχαιότητας στον ιερατικό βαθμό. Η ποινή αυτή συνεπάγεται την κατάταξη του κληρικού στην έσκατη θέση μεταξύ των ομοιοβάθμων του. Η απώλεια της αρχαιότητας στον ιεραντικό βαθμό, προβλέπεται για παράβαση των απαγορεύσεων που περιέχουν οι κανόνες 7 της Πενθέκτης και 5 της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Μία ποινή η οποία προβλέπεται μόνο για επισκόπους είναι η έκτοση από το θρόνο. Όπως είπα ήδη αυτή απειλείται μόνο κατά επισκόπων. Η ποινή συνεπάγεται από βολή της διοικητικής εξουσίας ενώ παραμένει η Ιεροσύνη. Συνεπώς ο καταδικαστής επίσκοπος αποβάλλεται εμέν από το θρόνο του στον οποίο νομίμως και κανονικώς μπορεί να εκλεγεί νέος επίσκοπος. Διατηρούει όμως την Ιεροσύνη και τον επισκοπικό βαθμό και συνεπώς εν κύρος τελεί ιεροπραξίες με την άδεια βεβαίως του κατά περίπτωση επιχώριου επισκόπου. Μία άλλη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε κληρικούς είναι η απώλεια του αξιώματος. Αυτή η ποινή μπορεί να επιβληθεί επίσης και σε μοναχούς η απώλεια του αξιώματος. Η ποινή αυτή είναι συναφής με την προηγούμενη απλείται τόσο κατά κληρικών όσο και κατά μοναχών. Η ποινή αυτή μπορεί να επιβληθεί τόσο αυτοτελώς όσο και ως παρεπόμενη ποινής αργίας. Μία εκκλησιαστική ποινή, η οποία μπορεί να επιβληθεί μόνο σε έγγαμους κληρικούς, είναι η χρηματική ποινή. Επιβάλλεται στους έγγαμους κληρικούς, είτε αμέσως είτε εμέσως, με τη μορφή της θερίσιος του μισθού ή της συντάξεως για ορισμένο χρονικό διάβολο. Η ποινή αυτή μπορεί να έχει και παρεπόμενο χαρακτήρα, εάν συνοδεύει ποινή αργίας. Μία ποινή, η οποία μπορεί να επιβληθεί τόσο αυτοτελώς όσο και ως παρεπόμενη ποινή, είναι η μετάθεση. Η ποινή αυτή επιβάλλεται τόσο κατά μοναχών, με τη μετακίνηση του μοναχού από τη Μονή, στην οποία διαβιώνει σε άλλοι, όσο και κατά κληρικών ως παρεπόμενη ποινή αργίες, με τη μετακίνηση του εφημερίου σε μικρότερες σημασίες ενορίας, εντός πάντως της αυτοίς Μητροπόλεως. Ως μία ακόμη ποινή, η οποία μπορεί να επιβληθεί τόσο σε κληρικούς όσο και σε μοναχούς, είναι ο σωματικός περιορισμός. Στους μεν έγγαμους κληρικούς μπορεί να επιβληθεί σωματικός περιορισμός κατοίκων έως 75 ημέρες, στους δε γάμους και στους μοναχούς έως 10 μήνες στο σωφρονιστήριο της Μονής και έως 15 χρόνια σε ειδικό σωφρονιστήριο ή σε άλλη Μονή. Η επίπληξη είναι μια εκκλησιαστική ποινή η οποία επιβάλλεται σε κληρικούς και μοναχούς. Όσον αφορά την επιβολία της ποινής σε αρχιερείς, τότε μετονομάζεται σε μοουμφί. Η ποινή λοιπόν της επίπληξης απειλείται τόσα κατά κληρικών παντός βαθμού όσο και κατά μοναχών. Ειδικά για τους μοναχούς μικρότερες σημασίας ποινές προβλέπουν οι εσωτερικοί κανονισμοί των μονών όπως η νουθεσία, η στέρηση τροφής εκτός άρτου, η ξυροφαγία δηλαδή, ο κανόνας με κομβοσχήνη κλπ. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Αλλά όμως επειδή πέρασε ο χρόνος της παρούσας ένατης διάλεξης του προπτυχιακού ερνού μαθήματος του εκκλησιαστικού δικαίου, γι' αυτό μετά την αναγγελία του θέματος το οποίο θα εξετάσουμε θα κάνουμε ένα άρξο του θέματος αυτού στην επόμενη δέκατη διάλεξή μας. Σε ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |