Διάλεξη 8: Εκκλησιαστικός Δικαίου Πρωπτυχιακού Εαρνού Μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου Γεια σας αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 8η διάλεξη του Πρωπτυχιακού Εαρνού Μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου βρισκόμαστε στο θέμα της Ακίνητης Περιουσίας της Εκκλησίας της Κρήτης, το οποίο είχαμε προναγγείλει ήδη από την προηγούμενη διάλεξη και το οποίο ξεκινάμε τώρα. Η Εκκλησία της Κρήτης, που είναι η μη-αυτόνομη με κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διέπεται από τον δικό της καταστατικό χάρτη, τον νόμο 449 του 1961. Το Σύστημα Διαχείρισης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας είναι το ακόλουφο. Αναφορικά με την πηρουσία των Μητροπόλεων, που είναι νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, σχεδικά είναι τα άρθρα 29 και 131 του καταστατικού δισχάρτη, σύμφωνα με τα οποία η δήξη και διαχείριση της πηρουσίας αυτής ασκεί ο εκάστοτε Μητροπολίτης, που είναι και ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου της Μητροπόλεως. Στο άρθρο 131, παράγραφος 24, ρυθμίζονται βασικά λεπτομέρειες για τον τρόπο μεταβιβάσεως επισκοπικών κτιρίων, τη δυνατότητα επιβάρισης τους με υποθήκη και τη δυνατότητα δωρεάν παραχώρησης μοναστηριακών ή εκκλησιαστικών οικοπέδων για την ανέγερση επισκοπικών κτιρίων κλπ. Η αποδοχή δε της κυρονομίας γίνεται πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι ο Μητροπολίτης συνάσξει αυτών των διαχειριστικών αρμοδιωτήτων του, επικουρείται απ' το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να υπόκειται στην προηγούμενη άδεια ή την εκ των ιστέρων έγκριση αυτού. Ο καταστατικός χάρτης δεν περιέχει καμία ρύθμιση. Ωστόσο, στο άνθρωπο 54 ορίζεται ότι σε αυτές εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επομένως, εφαρμόζονται κατά παραπομπή όλες οι διαχειριστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως για τη διοίκηση και διαχείριση εκείνη της πυρουσίας των ενοριακών ναών της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για τη μοναστηριακή περιουσία των ορμών της Κρήτης ισχύουν τα ακόλουθα. Στην έδρα κάθε νομού της Κρήτης λειτουργεί από ένας οργανισμός διοικίσεως μοναστηριακής περιουσίας που συνιστά νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και αντικείμενο έχει τη διαχείριση εκκλησιαστικής περιουσίας των δύο μητροπόλεων της περιφέρειας του αντίστοιχου νομού. Ειδικότερα, σκοπός κάθε οργανισμού είναι πρώτον η ρευστοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, δεύτερον η δίξη και διαχείριση εκκλησιαστικής περιουσίας εκτός από την περιουσία των ναών και τρίτον η διάθεση του προϊόνου ζευστοποιήσεως για την υλοποίηση των σκοπός που διαγράφονται στον καταστρατικό χάρτη. Στη διοίκηση και διαχείριση μοναστηριακής περιουσίας αναφέρονται δύο κεφάλαια του καταστρατικού χάρτη της εκκλησίας της Κρήτης. Το 13ο άρθρα 78% που καθορίζει το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των οργανισμών διοικίσεως μοναστηριακής περιουσίας και την από αυτούς διαχείριση της εκποιητέας περιουσίας. Καθώς και το 14ο κεφάλαιο άρθρα 101-111 που αφορούν στη διαχείριση από τα μοναστηριακά όργανα της διατηρούμενης περιουσίας. Τα κίντα λοιπόν κάθε Μονής διαχωρίζονται με πράξη του αρμόδιου οργανισμού διαχείρισης μοναστηριακής περιουσίας σε διατηρούμενα και εκποιητέα με κριτήριο της ανάγκες των μονών. Η διατηρούμενη περιουσία είναι καταρχήν αναπαλλοτρίωτη με την έννοια της εκποίησης. Διότι η γενικότερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της μοναστηριακής περιουσίας είναι δυνατή, αν βέβαια συντρέχουν οι λυπές νόμες προϋποθέσεις. Ωστόσο επιτρέπει η εκποίηση της λόγω αναπόφευτης ανάγκης της Μονής ή για προφανή οικονομική ωφέλεια, εφόσον η εκποίηση αυτή εγκριθεί από τον οικείο οργανισμό διαχείρισεως μοναστηριακής περιουσίας και η απόφαση του τελευταία επικυρωθεί από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι Μονές εκμεταλλεύονται την περιουσία τους είτε με αυτοκαλλιέργεια είτε με εκμίστοση. Για την πρώτη περίπτωση, ο Καταστατικός Χάρτης Εκκλησίας Κρήτης χρησιμοποιεί τον όρο «περιοχή», η έννοια του οποίου προσδιορίζεται στο άρθρο 107. Οι πρόσοδοι διανέμονται κατά ποσοστό 70% για τις ανάγκες της Μονής και κατά 30% για την ενίσχυση του οικείου Οργανισμού Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας. Οι πληρωματικά εισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 26-42 του Βασιλικού Διατάγματος 245 του 1962 περί του τρόπου εκποίησεως και μισθώσεως τον υποδιοίκησιν των Οργανισμών Διαχείρισεως Μοναστηριακής Περιουσίας Κρήτης Μοναστηριακών Κτημάτων και του τρόπου Διοικήσεως και Διαχειρήσεως της Διατηρουμένης Περιουσίας των Εγκρήτη Μονών. Η κυριότερη ρυθμίσεις του είναι πρώτον η δίξη και διαχείρηση διατηρούμενης περιουσίας ανήκει στα ειγουμινοσυμβούλια των Μονών. Άρθρο 26 παράγραφος 1 αποφασίζει για τις σχετικές δίκες αλλά μετά από έγκριση του οικείου Οργανισμού Διαχειρήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας άρθρο 26 παράγραφος 2. Ομοίως και στο άρθρο 108 καταστατικού χάρτη Εκκλησίας Κρήτης ορίζεται ότι το εγκλησίδιο δεν μπορεί να γίνει αγωγή, να αποδεχθεί αγωγή ή να συμβαστεί χωρίς άδεια του Οργανισμού Διαχειρήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας. Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε και για την ανάλογη ρύθμιση που αφορά τους ιερούς ναούς της Εκκλησίας Ελλάδος, η εξάρτηση του δικαιωματός των απροσφεύγων στη δικαιοσύνη από την προηγούμενη χωρίς όρια και όρους έγκριση του Οργανισμού Διαχειρήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας παραβιάζει τόσο το άρθρο 20 Συντάγματος, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα παροχής ένομης προστασίας, τόσο και το άρθρο 6 Π.Ε. Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στη χρήση και απονομή δικαιοσύνης. Το τελευταίο εμπεριέχει και το δικαίωμα πρόσβασης σε ένα δικαστήριο. Βέβαια, νόμος μπορεί να καθορίζει όρους και προϋποθέσεις για την άσκη του δικαιώματος αυτού, πλήνει όρια αυτή δεν πρέπει να οδηγούν σε οσιαστικές δυναμίες πρόσβασης. Πρέπει να υπενθυμηστεί ότι έχω ήδη διαφωνήσει ως προς αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, δεδομένου ότι, όπως είχα ήδη πει σε προηγούμενη διάλεξη, υπάρχει μια γειραρχία αξιωματούχων και μια γειραρχία νομικών προσώπων και στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, η οποία και αυτή έχει γειραχικό πολίτευμα. Και συνεπώς η υποχρέωση του Οικουμενού Συμβουλίου λαμβάνει έγκριση για την άσχηση αγωής κλπ. από τον Οργανισμό Διαχείρισεως Μοναστηριακής Πηροσίας των Οικείων. Δεν έρχεται σε αντίδυση ούτε με το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 61 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου, κατά την απόψή μου. Δεύτερον, η εκμίστοση των κτημάτων γίνεται με πλειοδοτική δημοπρασία και με διαδικασία που καθορίζεται λεπτομερειακά. Επισημένεται ότι οι μονές εκπροσωπούνται από τα ηγουμενοσυμβούλια στα δικαστήρια, μόνο στις σχέσεις προκύπτουν από την αυτοκαλυεργούμενη περιοχή τους, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές η εκπροσώπηση ανήκει στον αρμόδιο οργανισμό διοικίσεως Μοναστηριακής Πηρουσίας. Την εκποιηταία Περουσία Διοίκη και διαχειρίζεται ο τοπικός οργανισμός διαχειρίσεως Μοναστηριακής Πηρουσίας, άρθρο 82, καταστατικού χάρτη Εκκλησίας Κρήτης. Σκοπός κάθε οργανισμού διαχειρίσεως Μοναστηριακής Πηρουσίας είναι η ρευστοποίηση της Μοναστηριακής Περουσίας. Η εκποίηση γίνεται με πλειοδοτική δημοπρασία. Οι όρτσοι ο οποίες ρυθμίζονται από τα άρθρα 1-25 του Βασιλικού Διατάγματος 245-1962, που εκδόθηκε κατά εξοδότηση του άρθρου 83-2, καταστατικού χάρτη Εκκλησίας Κρήτης. Εξέρεση από την υποχρέωση διενέργειας δημοπρασίας προβλέπεται για ειδικές περιπτώσεις, όπως λόγω χάρια ίδρυση νοσοκομείων κλπ. σύμφωνα με τα άρθρα 83-85, καταστατικού χάρτη Εκκλησίας Κρήτης, και 1-10 του Βασιλικού Διατάγματος 245-1962. Κατά σημειωθεί ότι οι διαχειριστικές πράξεις των μονονώσεων και των οργανισμών διοικίσεως μοναστηριακής περιουσίας υπάγονται στην ανώτατη εποπτία και έλεγχο της αρμόδιας κρατικής αρχής. Όλα τα νωτέρου σχετικά με το σύστημα διαχειρίσεως και διοικίσεως της περιουσίας των ιερών μονονών της Εκκλησίας Κρήτης είχαν καταργηθεί με το άρθρο 12, νόμου 1700 του 1987, ο οποίος σε θμίσεις ρητά περιέλαβε και τη μοναστηριακή περιουσία της Εκκλησίας Κρήτης, άρθρο 1 παράραφος 2. Βεραιτέρω με το ίδιο άρθρο ορίστηκε ότι η δείξη διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της μοναστηριακής περιουσίας της Κρήτης θα νίκει αποκλειστικά στον οικείο οργανισμό διαχειρίσεως μοναστηριακής περιουσίας. Ο νόμος αυτός βέβαια εκτός το ότι τα άρθρα του 1 και 3 κρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων των Ανθρώπων στην από 9-12 του 1994 απόφασή του που εκδόθηκε στην υπόθεση Ρέζις Μονές κατά Ελλάδος που παραβιάζουν τα άρθρα έξυπρα αφού σε ένα της Ευρωπαϊκής Δικαιωμάτων των Ανθρώπων και το άρθρο 1 του πρώτου πρόσωπου του Πρωτοκόλου. Αυτής κι άρα είναι ανίσχυρα, παραμένει ακόμη αιτελής αφού οι ρυθμίσεις του δεν ολοκληρώθηκαν. Δεν εκδόθηκαν ποτέ τα προβλεπόμενα προηδρικά διατάγματα για την Κρήτη λόγχαρτα σχετικά με τη νέα σύνθεση και συγκρότηση των οργανισμών διαχείρισεως μοναστηριακής περιουσίας. Δεν έρχεται επίσης καμία σύμβαση μεταξύ της Εκκλησίας Κρήτης και του Δημοσίου, όπως έγινε με την Εκκλησία της Ελλάδος για ένα αριθμό μονών. Πράγμα που ρητά απέκλεισε απαρχής η Απαρχιακή Σύνοδος Εκκλησίας της Κρήτης. Θα έπρεπε λοιπόν με τα ταύτα, αφού το προησχύσανε το Σύστημα Διαχείρισεως, καταργήθηκε με το άρθρο 12, νομ. 700 του 1987, να μην ισχύουν κάποιες ειδικές διατάξεις για τη διοίκηση και διαχείρισης μοναστηριακής περιουσίας και η διοίκηση και διαχείρισης μοναστηριακής περιουσίας να γίνεται κατά σκηνές διατάξεις από τις ίδιες τις Μονές. Παρά τα αυτό όμως, στην Εκκλησία της Κρήτης πρέπει να γίνει δεκτό, ότι επανείληθεν σε ισχύει το παλαιό Σύστημα Διαχείρισεως και Διοικήσεως, αυτό δηλαδή που προηγουμένως το αναλύσαμε διότι εκφράστηκε περί αυτού ρητά ο νομοθέτης στο άρθρο 3, νομ. 2, 942 του 2001. Με την πρώτη παράγραφο ιδρύθηκε η Νέα Μητρόπολη Αρκαλοχωρίου, Καστελιού και Διάνου, με τη δεύτερη παράγραφο προβλέφθηκαν τα Περιδιαχειρήσεως και Διοικήσεως της Μοναστηριακής Περιουσίας της Νέας Μητροπόλεως και γνωρίστηκε ότι η διοίκηση και η διαχείριση της Μοναστηριακής Περιουσίας της Ωσάνω Ιράς Μητρόπολης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 78 και επόμενα του νομ. 41-49 του 1961, υπάγεται στον οργανισμό διοίκησης Μοναστηριακής Περιουσίας του νομού Ιρακλίου, στο διοικητικό συμβούλιο του οποίου προσθήθηται ως πέμπτο μέλος σε θέση δεύτερο αντιπροέδρου ο Μητροπολίτης αυτής, έμμεσα με ένα λασσαφός, ο νομοθέτης θέλησε την ισχύ όλου του συστήματος διοικήσεως και διαχείρισεως της Μοναστηριακής Περιουσίας Κρήτης, αφού με μονομένη ισχύς αυτού για την υπόψη νέα Μητρόπολη ως απασπασματική, θα ήταν ακατανόητη. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθούν και τα ακόλουθα. Στο όλο σύστημα εκπροσωπίσεως των μονών της εκκλησίας της Κρήτης, επέφερε ρίγμα και ανατροπή. Το άρθρο 55 του νόμου 2413 του 1996, αυτό το οποίο αφορά τη συμμόρφωση της Ελλάδος με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηριού Αθροπήνων Δικαιωμάτων ειραιές μονές κατά Ελλάδος, το οποίο χωρίσε όλες τις μονές που η περιουσία τους ρυθμίστηκε από τους νόμους 1700-1987 και 1811-1988, άρα και στις μονές της εκκλησίας της Κρήτης την ικανότητα είναι διάδικη και να νομιωποιούνται ενεργητικά και παθητικά στις δίκες που αφορούν την περιουσία τους, άλλως σε κάθε περίπτωση. Η προαναφερόμενη διάταξη στο άρθρο 106, καταστατικού χάρτη εκκλησίας της Κρήτης, με την οποία αντίθεται η δικαστική εκπροσώψη των Ιερών Μονών στον οικείο οργανισμό διαχείρισης ως μοναστηριακής περιουσίας, παραβιάζει το κατοχυρωμένο στο άρθρο 6 παράγρος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δικαίωματα των Ιερών Αυτών Μονών για προσφυγή στα δικαστήρια, αφού δεν είναι σε θέση πλέον να προσπίζουν τα αποραίοντα από την κυριότητα δικαιωματά τους. Επισημαίνω ότι έχω ήδη εκφράσει και έχω ήδη διατυπώ στους λόγους της διαφωνίας μου σε προηγούμενες διαλέξεις γι' αυτό το ίδιο θέμα, γι' αυτή την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση. Όπως ήδη εξηγήθηκε ανωτέρω για τις Συρραίες Μονές της Εκκλησίας Ελλάδος, είναι δεδεκτό ότι το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια προϋποθέτει ότι κάποιος έχει τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας του, περιεχόμενο της οποίας είναι και οι πράξεις που αποβλέπουν στην παροχένωμη της προστασίας. Άρα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων έχει νομολογήσει για τον αν λόγο περιεχομένο άρθρο 1 νομ 1700 του 1987, ότι θερώντας από τις Συρραίες Μονές κάθε περιτέρω δυνατότητα να προσφεύγουν στα δικαστήρια για τα τυχό παράπονα που έχουν κατά του ελληνικού δημοσίου. Τρίτον, η της ίδιας Εκκλησίας Ελλάδος σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά δικαιωματά τους και ακόμη και να πανεβένουν σε αυτές τις δίκαιες, το άρθρο 1 θύγει στην ουσία του δικαιώματος προσφυγής σε δικαστήριο. Υπάρχει κατά συνέπεια παραβείες στο άρθρο 6 παράφως 1 σχετικά με τον πρώτο προβαλόμενο λόγο των αιτουσσών μονών, που δεν είναι συμβαλόμενο μέρος της Συμφωνίας, της 11ης ΠΕΜ του 1988. Για αυτό πρέπει να γίνει δεκτό, ότι όλες οι σχετικές διατάξεις του Καταστατικού Χάρτης Εκκλησίας Ελλάδος, με τις οποίες αφαιρείται η διοίκηση και η διαχείριση περιουσίας από τις Μονές, ή αν αντίθεται η δικαστία εκπροσώπισης έτους στον Οργανισμό Διαχείρισης Μοναστηριακής Περιουσίας, είναι αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Αθρώπων, δηλαδή αντίθετες σε υπερτριστικοί συσχείως νομοθέτημα. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 28 παράφως 1 συντάγματος, είναι ανίσχυρος και δεν πρέπει να εφαρμόζονται από τεχνικά δικαστήρια και τη διοίκηση. Παραέλχει να επαναλάβω την διαφωνία μου ως προς αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία διαφωνία μου ερήδεται στο Δικαίωμα Αυτονομίας της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία στο εσωτερικό της δίκιο, το οποίο βεβαίως επειδή είναι κρατική εκκλησία, ψηφίζεται ως καταστατικός χάρτης από την Ελληνική Βουλή. Σε αυτή την περίπτωση, ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Κρήτης μπορεί να επιτρέπει να αφαιρεί τη διοίκηση και διαχείριση υπερουσίας από τις Μονές για κάποιες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων ή να αντίστοιχται η δικαστία εκπροσώψης τους στον οικείο οργανισμό διαχείρισεως Μοναστηριακής Περιουσίας, χωρίς αυτή η ρύθμιση να έρχεται σε αντίθεση, είτε με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Επισοδοχής Δικαιωμάτων για το Δικαίωμα στη Δίκη και η Δίκη, είτε σε αντίθεση με το άρθρο 20 του Συντάγματος. Συνεχεία θα μπούμε σε ένα άλλο θέμα που αφορά την ακίνητη υπερουσία των παλαιομολογητών, οι γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Οι γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί, όπως οι ίδιοι αποκαλούνται, προέκυψαν ως θρησκευτική κοινότητα το 1924, όταν η Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχτηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο αναφορικά με τον υπολογισμό των ακίνητων εορτών. Τότε μια μερίδα κληρικών και πιστών της Εκκλησίας Ελλάδος διαφώνησε, θέλοντας να εξακολουθείς, να εφαρμόζει το ηλιανό ηπάτριο ημερολόγιο. Στην πορεία τους όμως αυτοί διασπάστηκαν σε περισσότερες από μία προσωποπαγής μάλλον ομάδες και ίδρυσαν ιδιαίτερες θρησκευτικές κοινότητες με δική τους πλήρη διοικητική οργάνωση και ηραρχία. Κοινό τους σημείο είναι η αντίθεση στο νέο ημερολόγιο. Για τις ανάγκες νομικής εκφράσεως του θρησκευτικού τους βίου, οι γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί συνέβηξαν ομάδες προσώπων, συνήθως με τον τύπο του σωματίου. Παρ' ό,τι δογματικά ταυτίζονται με την Εκκλησία της Ελλάδος, κατά βάση, η οποία σημειωταίνει μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει απόφαση περιγυρήξει ως των νοσεαιρετικών ισχυσματικών, εν τούτοις βρίσκονται αναγκαστικά έξω από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως την έννοιά της προσδιορίζει με απόλυτη εισαφήνια το Σύνταγμα στα άρθρα 3,1 και 72,1. Εν όψι του ότι οι θρησκευτικοί λειτουργοί τους έχουν την ίδια εμφάνιση με τους λειτουργούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλώνουν δε ορθόδοξοι κληρικοί και διατηρούν διοικητική περιφέρεια στο ελλαδικό χώρο, ανάλογοι με τις περιφέρειες της Εκκλησίας της Ελλάδος, δημιουργείται σύγχυση που επιτείνεται από την άρνηση των γνησιών ορθοδόξων χριστιανών να δηλώσουν ότι η θρησκευτική κίνησή τους είναι διαφορετική από την επικρατούσα θρησκεία. Το δικαίωμα των γνησιών ορθοδόξων χριστιανών να αποκτήσει η θρησκευτική κοινότητά τους ή υπό διαιρέσεις της, νομική προσωπικότητα και έκφραση, αμφισβητήθηκε στην αρχή της κινήσεώς τους σοβαρά, αλλά δικαιολόγητα, κατάλεπα δε αυτής τις αμφισβητήσεις, διακρίνονται και στην πρόσφατη νομολογία. Συρά δικαστικών αποφάσεων αρνούνται την αναγνώριση σωματίων που συνιστούσαν οι γνήσοι ορθοδόξοι χριστιανοί με το αιτιολογικό, είτε διότι ο σκοπός τους ήταν παράνομο, είτε διότι δεν υπάρχει γνωστή θρησκεία με το όνομα «γνήσοι ορθόδοξοι χριστιανοί». Σήμερα πλέον δεν αμφισβητείται το δικαιωμά τους αυτό και το ασκουνακόλητα, θεμιλιούμενο μάλιστα εκτός από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, κυρίως τα Άρθα 13 του Συντάγματος και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων. Η ακίνητη περιουσία των γω, των γνησιών ορθόδοξων χριστιανών, ανήκει συνήθως σε ένα τέτοιο σωματίο και σπανιότερα σε φυσικά πρόσωπα κληρικών ή πιστών της κοινήσεως. Δεν υπάρχουν ειδικές πολιτειακές διατάξεις και γι' αυτό η διοίκηση και η διαχείρισή τους γίνεται από τον φορέα το εμπραγμά του δικαιώματος κατά τις κοινές διατάξεις. Σε συνδυασμό στην πρώτη περίπτωση με το καταστατικό της σωματίου και τους ιερούς κανόνες στους οποίους συνήθως τα καταστατικά αυτά αναφέρονται. Η νομολογία έχει αναδείξει τα εξή ζητήματα που αναφέρονται στην ακίνητη περιουσία των γνησιών ορθοδόξων χριστιανών. Πρώτον, ναός που χρησιμοποιείται για τα τρία αποπιστούς γνήσιους ορθόδοξους χριστιανούς καθίσταται πράμα εκτός συναλλαγής με όλες τις συνέπειες που η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται. Όταν μεταβαστεί από το κτήτορά του με σύμβαση σε ένα σωματίο γνησιών ορθοδόξων χριστιανών και έχει τηρηθεί ως συμβολιογραφικός τύπος, το δε συμβόλιο μεταγραφεί νόμιμα, υπό την προϋπόδηση όμως ότι έχει εγγενιαστεί και καθιερωθεί στη λατρεία του Θεού σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έτσι εγκαταλήθηκε η προηγούμενη θεώρηση του ζητήματος που δεχόταν ότι ένας τέτοιος ναός δεν καθίσταται εκτός συναλλαγής, διότι το σωματίο γνησιών ορθοδόξων χριστιανών προς το οποίο έγινε η μεταβασή του δεν συνιστά εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του νόμου 590 του 1977, αλλά ένα απλό θρησκευτικό νομικό πρόσωπο. Δεύτερον, ερωτάτε, η θρησκευτική κοινότητα των γνησιών ορθοδόξων χριστιανών, όπως οι ίδια αποκαλούν την κοινότητά τους, κυρογραμματικές υποδιαιρέσεις της, Μήτρο, Όπολη, Ενορία, Μονή, έχουν νομική προσωπικότητα έστω κι αν δεν υπάρχει πολικιακή πράξη που να τους απομένει μια τέτοια προσωπικότητα. Έχουν λοιπόν καθολική κοινότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, αντίστοιχα δε έχουν και ικανότητα διαδίκου και δικαστικής παράστασης. Το γενικότερο αυτό ερώτημα προκύπτει στην πράξη όταν αναζητήται απάντηση στο ειδικότερο ερώτημα αν η εκκλησία των Γοχ, οι ενορίες και οι μονές ή τα ησυχαστήριά τους μπορούν να είναι φορείς δικαιώματος κυριότητας κι ας συνέχως μπορούν να γίνουν της οικείες αγωγές για την προστασία τους. Στα πλαίσια μίας αγωγής διανομής και σε απάντηση του ισχυρισμού της εναγώμηλης μονής γνησιών ορθοδόξων χριστιανών ότι το διανεμητέο ακείνητο ήταν εκτός συναλλαγής γιατί αφαιρόθηκε στην εξυπηρέτηση της σκεφτικού σκοπού, για να λειτουργήσει δηλαδή εκεί η μονή των Γοχ. Το εφετιείο Αθηνών δέχθηκε ότι η μονή αυτή δεν είχε ενομή υπόσταση και άρα δεν μπορούσε να καταστή κυρία του αγκινήτου με την ελάχιστα πιστική αιτιολογία ότι δεν είχε εκδοθεί για την ίδρυσή της το απαιτούμενο από τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας Ελλάδος διάταγμα. Για την επικύρωση μάλιστα της θέσε ως το αυτής που είναι πρόδυλα εσφαλμένη, αφού ο καταστατικός χάρτης Εκκλησίας Ελλάδος δεν έχει εφαρμογή επί τον Γοχ, παραπέμπει σε παλαιότερη γνωμοδότηση του Ιάννη Σόντι, ο οποίος είχε υποστήριξει ότι ένα ησυχαστήριο μοναχών παλιοημερουλογητών δεν συνιστά μονή με αυτοτηλή νομική προσωβικότητα και γι' αυτό αν καταληφθεί στην ανεφότητά της με διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ένα κίνητο πρέπει να ερμηνευθεί ότι η κυριότητα καταλήφθηκε στα κατηδίαν μέλη του ησυχαστηρίου με τον τρόπο της αφιερώσεως σκοπούς του ησυχαστηρίου. Επίσης, στα πλαίσια μιας διαφοράς απ' αποβολή προσωπικότητας προέκυψε σκόπους μιας αδελφότητας της ησυχαστηρίου Γοχ, έγινε δεκτό ότι οι μονές των παλιοημερουλογητών στερούνται νομικής προσωπικότητας, αν και σύμφωνα με την κατοχυρωμένη του Άνθρωπου 13 Συντάγματος της ησυχευτικής λευθερίας, έχουν το δικαίωμα να αποτελέσουν χωριστή ησυχευτική κοινότητα και να απολαμβάνουν της υπροστασίας των νόμων ως γνωστή θρησκεία κατά την άσκηση λατρείας, διεπόμενη κατά λοιπά από τους κανόνες δικαίου της ησυχευτικής τους κοινότητας. Το Δικαστήριο δέχθηκε ωστόσο ότι έχουν ικανότητα διαδίκου ως ενώσης προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό και εκπροσωπούνται δικαστικώς από τα φυσικά πρόσπασμα στο οποίο έχει να τεθεί διαχείριση των υποθέσεών τους. Οι θέσεις αυτές κατακρίθηκαν και δίκαια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ησυχευτικοί νότα των ΓΟΧ και οι εργανοντικές υποδιαιρέσεις της έχουν αυτοδίκεια νομική προσωπικότητα, άρα η ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έστω και αν δεν υπάρχει πολιτιακή πράξη, λόγω καρτηρίση των διατυπώσεων δαστικού κώδικα για σωματιακή υπόσταση. Η διόρυθμη αυτοινομική αυτή προσωπικότητά σου πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα, άρθρο 13, διότι αποτελεί προϋπόθεση είναι κουανόν για την εξασφάλιση δυνατότητας να σκεφτεί από μια θρησκευτική κοινότητα που βέβαια προσβεύει γνωστή θρησκεία, ηλευθερία της λατρείας της σκεφτικής παιδείας, διάδοσης των ιδεών της κλπ. διότι υποκείμενα του δικαιώματος αυτού δεν είναι μόνον ο κάθε εξατομικευμένος άνθρωπος, αλλά και η ομάδα ανθρώπων που συγκροτεί την αντίστοιχη θρησκευτική κοινότητα. Οι ανοτελωθές ενισχύονται μετά την έκδοση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστρου Αθροπινων Δικαιωμάτων για την Καθολική Εκκλησία Ενωρίας Αχανίων, με την οποία έγινε δεκτότη τη θρησκευτική αυτή κοινότητα, έστω κι αν κάτω αλληνικό δίκιο δεν έχει αυτοτελεί νομική προσωπικότητα, έχει σε κάθε περίπτωση ικανότητα διαδίκου. Διαφωνώ με αυτή την άποψη, διότι αν δεν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, δηλαδή νομοσοματίου, για παράδειγμα, μια κοινότητα των ΓΟΧ, τότε δεν έχει νομική προσωπικότητα, δεν έχει αυτοδικαίωση. Δηλαδή το άρθρο 13 δεν εξασφαλίζει νομική προσωπικότητα στις κοινότητες των ΓΟΧ, ούτε σε καμιά άλλη θρησκευτική κοινότητα. Άλλη είναι η περίπτωση της Καθολική Εκκλησίας Αχανίων, διότι αυτή είχε ιδρυθεί ήδη από τον 16ο αιώνα και έκτοτε είχε νομική προσωπικότητα μέχρι που αμφισβητήθηκε πρόσφατα από τον Άριο Πάγω αυτή η νομική της προσωπικότητα. Γι' αυτό και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δικαιωμάτων στην υπόθεση Καθολική Εκκλησία Αχανίων έκρινε ότι ουδέποτε έπαφσε να έχει νομική προσωπικότητα, και από τον 16ο αιώνα. Άλλη περίπτωση, η των κλησίων ορθόδοξων χριστιανών, διότι σε αυτή την περίπτωση πρέπει να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα με το ναστικό κώδικα ή τώρα πια υπάρχει ο νέος νόμος για τις θρησκευτικές νομικές προσωπικότητες, δηλαδή θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο και πλέον μπορούν να χρησιμοποιήσουν και αυτό το νόμο για να αποκτήσουν τις θρησκευτικές νομικές προσωπικότητες, οι γνείς και οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Εδώ τελείωσε ο χρόνος της 8ης διάλεξης του προπτυχερού το πτυχιακού ερευνού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Θα συνεχίσουμε στη επόμενη διάλεξη. Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |