Διάλεξη 2: Ποια είναι η αρχή του φιλολογικού ήδους του ΒΑΤΟΙΚΑΙΣΟΣΥΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣ� Ποια είναι η αρχή του φιλολογικού ήδους του ΒΑΤΟΙΚΑΙΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣ Οι βασικές θεολογικές γραμμές, οι βασικοί θεολογικοί άξονες, τους οποίους συναντούμε σε τέτοια κείμενα. Το πρώτο λοιπόν θέμα μας είναι το λεγόμενο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο ή όπως συνηθίζεται να ονομάζεται το λεγόμενο Zitz im Leben, ένας γερμανικός όρος ο οποίος ορουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο χώρο της ερμηνείας, της σκενής και της Παλαιάς Διαθήκης και ορίζει ουσιαστικά τον χώρο, τον ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και ανδρώνεται μια κοινότητα. Έτσι λοιπόν ένα βασικό ερώτημα στην έρευνα είναι ποιο είναι το Zitz im Leben μέσα στο οποίο γεννιούνται και αμφούν τέτοια κείμενα όπως είναι τα λεγόμενα αποκαλυφτικά κείμενα. Στην έρευνα έχουν διατυπωθεί ως τώρα δύο βασικές αρχές, δύο βασικές τάσεις τέλος πάνω να εκδηλώνονται όσον αφορά την εξεύρεση και την περιγραφή αυτού του Zitz im Leben, αυτού του ιστορικο-κοινωνικού πλαίσιο. Έτσι λοιπόν η μία τάση θεωρούσε ότι όλα τα αποκαλυπτικά κείμενα γεννιούνται ουσιαστικά από ένα κοινό Zitz im Leben. Αυτή είναι μια θέση που κυρίως την υποστήριξε ο Klaus Koch ενώ μια δεύτερη τάση στην έρευνα είναι πιο επιφυλακτική. Βασικά πρέπει να πούμε ότι ο όρος Zitz im Leben συνδέεται στο χώρο της ερμηνείας όπως πολλές φορές γνωρίζει κανείς όταν ασχολείται με την ιστορία της ερμηνείας, ιστορία της εξήγησης, ιδιαίτερα στους τελευταίους αιώνες. Το Zitz im Leben συνδέεται μάλλον περισσότερο ή λιγότερο με τη λεγόμενη μορφοειστορική σχολή όπου η μορφοειστορία υποστηρίζει ότι πίσω από κάθε συγκεκριμένο φιλολογικό είδος υπάρχει και ένα συγκεκριμένο Zitz im Leben με αποτέλεσμα πολλές φορές. Οι εκπρόσωποι αυτής της τάσης να θεωρούν ότι πάρα πολύ εύκολα γνωρίζοντας το φιλολογικό είδος μπορούμε να αναπαραστήσουμε το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο το οποίο γέννησε ένα τέτοιο φιλολογικό είδος. Η δεύτερη τάση ακολουθεί μια πιο επιφυλακτική τακτική απέναντι στην τοποθέτηση της μορφοειστορίας και λέει ότι το να μπορέσουμε να εντοπίσουμε το Zitz im Leben, το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο και υπόβαθρο αυτόν τον κειμένο δεν είναι καθόλου απλή ιστορία, καθόλου απλή υπόθεση. Και επομένως επηρεασμένοι και κυρίως από τη λεγόμενη ιστορία της σύνταξης οι οποίοι γνωρίζουμε ότι άσχησαν αυστηρή κριτική στις μορφοειστορικές τοποθετήσεις. Ακολουθώς λοιπόν αυτή την τακτική και αυτή τη στάση οι εκπρόσωποι αυτής της δεύτερης ερευνητικής τάσης στο χώρο της έρευνας αποκαλυπτικής γραμματείας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μάλλον είναι σχεδόν αδύνατο πλέον να εντοπίσουμε αυτό το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά και δεν είναι εύκολο να δώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση. Αυτό γιατί υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι οι οποίοι καθιστούν ένα τέτοιο εγχείρημα δύσκολο. Το πρώτο είναι ότι δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες από τα κείμενά μας και μην ξεχνάμε επίσης ότι τα κείμενά μας παρόλο που μπορούν να φαίνονται σήμερα πολλά στην πραγματικότητα είναι λίγα. Δεν προέρχονται από μία συγκεκριμένη μόνο περιοχή και εποχή αλλά βρίσκονται διασπερμένα μέσα στο χρόνο και γεωγραφικά επίσης. Κάτι λοιπόν καθιστά λίγο δύσκολη, πολύ δύσκολη τη συστηματική μελέτη τους και ανάλυση. Και το δεύτερο θέμα είναι ακριβώς ότι δεν πρόκειται για κείμενα τα οποία εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο είδος. Δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα κείμενα παρά τις εξωτερικές τους ομοιότητες, παρά το γεγονός ότι πραγματικά ανήκουν στο ίδιο φιλολογικό είδος, ωστόσο είναι κείμενα με διαφορετικό κάθε φορά χαρακτήρα, είναι επικύλου είδους και επομένως αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να πούμε με βεβαιότητα ποια είναι η κοινότητα ή ποια είναι οι ιστορικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτή την κοινότητα και τα οποίες αναγκάζουν, οδηγούν ακριβώς στη γέννηση αυτού του είδους. Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε είναι χρησιμοποιώντας και αξιοποιώντας το λιγοστό μας υλικό να βρούμε εκεί τα κοινά στοιχεία θα μπορούσε να μας οδηγήσουν να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα όσον αφορά τα στοιχεία εκείνα τους παράγοντας, εκείνους που συμβάλουν στη γέννηση των αποκαλυπτικών κειμένων, να προχωρήσουμε δηλαδή σε κάτι θα το ονομάζαμε τυπολογία του ιστορικοκοινωνικού πλαισίου και αυτό που προκύπτει παρακολουθώντας ακριβώς αυτά τα κείμενα συγκρίνοντας, τα μελετώντας, τα λαβάνοντας υπόψη το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της εποχής από την οποία προέρχονται, είναι ότι πρόκειται για κείμενα τα οποία γεννιώνται από διάφορους κάθε φορά και διαφορετικούς πολλές φορές μεταξύ τους παράγοντες και μάλιστα υπάρχουν από περίπτωση σε περίπτωση ιδιαιτερότητες στις οποίες κανείς μελετώντας αυτά τα κείμενα πρέπει να λαβάνει σοβαρά υπόψη. Ποτέ στην έρευνα δεν είναι ασφαλές, ειδικά όταν μελετάμε τέτοια κείμενα, να προχωρούμε σε γενικεύσεις, πόσο μάλλον όταν έχουμε τόσο λιγοστό υλικό στα χέρια μας. Αυτό λοιπόν σήμερα που οι περισσότεροι ερευνητές υιοθετούν και το οποίο φυσικά απομακρύνεται από την μορφο ιστορική, θα έλεγα αισιοδοξία όσον αφορά την αποκατάσταση και αναπαραγωγή του ιστορικού κοινωνικού πλαισίου των κειμένων, είναι ότι μπορούμε να φτάσουμε στο να καθορίσουμε ένα πλέγμα, θα λέγαμε, ιστορικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, οι οποίοι φαίνεται ότι οδήγησαν στην παραγωγή τέτοιων κειμένων. Όχι λοιπόν μια ενιαία κατάσταση, όχι ένα ενιαίο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, αλλά συνδυασμός διαφόρων παραγόντων. Ο συνδυασμός αυτός κάθε φορά είναι διαφορετικός. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες βασικά στοιχεία τα οποία ωστόσο θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι είναι κοινά ή απαντούν πολύ συχνά στην περίπτωση των αποκαλυπτικών κειμένων. Επίσης αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι αυτοί οι παράγοντες, οι ιστορικο-κοινωνικοί παράγοντες, είναι αυτοί οι οποίοι παράγουν ουσιαστικά σε μια συγκεκριμένη εποχή τους κώδικες επικοινωνίας και το πρωτογενές υλικό της παράδοσης. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας. Γι' αυτό βλέπουμε ότι σε διαφορετικές εποχές έχουμε παρόμοιους κώδικες επικοινωνίας ή έχουμε αν θέλετε και παρόμοιο υλικό της παράδοσης ή ένα πρωτογενές υλικό μιας συγκεκριμένης εποχής που ταξιδεύει μέσα στον χρόνο και διασώζεται μέσα σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια. Αυτό δείχνει ακριβώς αυτό που είπαμε ως τώρα ότι αυτοί οι παράγοντες έχουν έναν πολύ ουσιαστικό, έναν πολύ σημαντικό ρόλο για την παραγωγή τέτοιων κειμένων γιατί ακριβώς είναι εκείνοι οι οποίοι ουσιαστικά δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να κατανοηθεί ένα τέτοιο κείμενο. Από την άλλη όμως μεριά θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι κάθε αποκαλυπτικό κείμενο τις περισσότερες φορές συνδυάζει υλικό από διαφορετικές παραδόσεις και πολλές φορές επίσης υλικό από διαφορετικά φιλολογικά είδη. Έτσι λοιπόν δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ποτέ με ασφάλεια για ένα θα λέγαμε καθαρό φιλολογικό είδος για την ασφάλεια των αποκαλυπτικών κειμένων. Ορισμένοι λοιπόν ερευνητές επικαλούν για αυτή την αδυναμία στην οποία καταλήγει η έρευνα, στην απορία της έρευνα στην προκειμένη περίπτωση προτείνουνε με κύριο επρόσωπο μεταξύ τους τον Hellholm ο οποίος ασχολήθηκε διέτερα με τα αποκαλυπτικά κείμενα προτείνουν λοιπόν να αντιμετωπίσουμε τα κείμενα αυτά σε ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο να εγκαταλείψουμε δηλαδή κάθε προσπάθεια να εντοπίσουμε το ιστορικό κοινωνικό τους πλαίσιο και να περιοριστούμε μονάχα στο να δούμε ποιες είναι οι λειτουργίες που επιτελούν αυτά τα κείμενα, ποια είναι η σημασία τους και η σπουδαιότητά τους σε μια συγκεκριμένη κοινότητα. Αλλά ακόμα και έτσι αν τεθεί το εζήτημα, ακόμα και αν έτσι αν περιοριστούμε στην έρευνά μας σε αυτό και μόνο το κομμάτι του φιλολογικού είδους που είναι η λειτουργία ενός φιλολογικού είδους, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους ιστορικοκοινωνικούς παράγοντες, γιατί ακριβώς αυτοί οι ιστορικοκοινωνικοί παράγοντες είναι εκείνοι που επηρεάζουν άμεσα την φυσιογνωμία, την ιδιαιτερότητα μιας κοινότητας και επίσης είναι εκείνοι οι οποίοι ουσιαστικά πολλές φορές καθορίζουν και τη λειτουργία ενός τέτοιου κειμένου μέσα σε μια κοινότητα. Και ακριβώς το γεγονός ότι υπάρχουν αυτοί οι ιστορικοκοινωνικοί παράγοντες, όλο αυτό το πλέγμα των παραγών των οποίους αναφερθήκαμε πιο πριν, οι οποίοι παράγουν κώδικες επικοινωνίας, ακριβώς το γεγονός ότι υπάρχουν λοιπόν όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι που εξηγεί γιατί παλαιότερα αποκαλυπτικά κείμενα προσλαμβάνονται και αποκτούν σημασία αποκτούν σπουδαιότητα, ξαναδιαβάζονται και ξαναχρησιμοποιείται το υλικό τους σε νέες φυλλολογικές μορφές, σε νέα κείμενα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ένα παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κανείς γιατί κείμενα όπως είναι η Αποκάλυψη εξακολουθούν να γοητεύουν τον άνθρωπο του 21ου αιώνα ή αν θέλετε γιατί κείμενα όπως είναι αυτά τα αποκαλυπτικά κείμενα ή το Δανίηλ, την Αποκάλυψη, το ΑΕΝΟΧ, ξαναδιαβάζονται και το παραδοσιακό τους υλικό χρησιμοποιείται σε άλλες μορφές του ανθρώπινου πολιτισμού εντελώς διαφορετικές από εκείνες της εποχής που γράφτηκαν αυτά τα κείμενα, όπως είναι για παράδειγμα ένα κινηματογραφικό έργο το οποίο οπωσδήποτε αποτελεί ένα είδος επικοινωνίας του ανθρώπινου πολιτισμού, το οποίο δεν φυσικά ανήκει στην εποχή στην οποία αρχικά γράφτηκαν αυτά τα κείμενα. Ας δούμε λοιπόν τώρα, ας προχωρήσουμε να δούμε λίγο πιο αναλυτικά ποιο είναι αυτό το πλέγμα των παραδόσσεων που φαίνεται ότι καθορίζουν τις συνθήκες εκείνες μέσα στις οποίες ανθεί και διασώζεται το αποκαλυπτικό είδος θα λέγαμε δηλαδή ποιο είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο που βρίσκεται πίσω από όλη αυτή την παραγωγή κειμένων τα οποία φαντάζουν πολλές φορές ξένα και απόκοσμα στην πραγματικότητα όμως είχαν ένα αναγνωστικό κοινό και το γεγονός ότι διασώθηκαν μέχρι σήμερα δείχνει ακριβώς τη σπουδαιότητα και τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν από διάφορες κοινότητες. Η πρώτη και βασική προσπάθεια εντοπισμού του πλέγματος αυτών των παραγόντων προέρχεται κυρίως από ανθρώπους, εργαλυτές, οι οποίοι ασχολήθηκαν και με την Παλαιά Διαθήκη οι οποίοι πολύ σωστά τόνισαν ακριβώς το προφητικό υπόβαθρο των Αποκαλυπτικών κειμένων. Έτσι η πιο χαρακτηριστική μελέτη είναι στα 1975 του Χάνσον, The Dawn of Apocalyptic, η Ανατολή της Αποκαλυπτικής, ο οποίος πραγματικά κάνει πολύ σοβαρή δουλειά, είναι μια από τις πολύ σημαντικές μελέτες για τη μελέτη του Υιού της Αποκαλυπτικής. Ο Χάνσον λοιπόν καταλήγει στο εξής ενδιαφέρον συμπέρασμα, ότι η Αποκαλυπτική θα πρέπει να συνδεθεί άμεσα με την προφητεία του μεταεχμαλωσιακού Ιουδαϊσμού. Όπου στα χρόνια μετά την εχμαλωσία, ουσιαστικά στον Ιουδαϊσμό, διαπιστώνουμε δύο ρέματα στην παραγωγή της γραμματείας. Από τη μια μεριά έχουμε τη λεγόμενη ιεροκρατική γραμματεία, με ιδιαίτερο τονισμό του ναού, του ιερατείου κλπ, η οποία προσωπείται από κείμενα όπως είναι ο Αγγέος, οι ορισμένα κεφάλαια του Ζαχαρία, τα πρώτα κεφάλαια του 19-14 και ο Ιεζεκιήλ 40-48. Και έχουμε και μια δεύτερη παραγωγή, ένα δεύτερο ρέβμα, το οποίο είναι η λεγόμενη οραματική γραμματεία, όπου έχουμε πραγματικά ένα χαρακτηριστικό προφητικό είδος και με οράματα, με αποκαλύψεις και οπτασίες, μέσα από τις οποίες διατυπώνονται και εκφέρονται οι προφητείες προς το λαό του Ισραήλ. Και ως χαρακτηριστικά κείμενα σε αυτή την κατηγορία ο Χάνσον εντοπίζει κυρίως ορισμένα κομμάτια από τον Ισαία, συγκεκριμένα τα 24 έως 27 κεφάλαια και το 56 έως 66 και από τον Ζαχαρία ένα μέρος επίσης των κειμέν. Αυτά λοιπόν τα δύο ρεύματα διαπιστώνονται από το Χάνσον στην παραγωγή του μεταχειμενοσιακού Ιουδαϊσμού και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με αυτό το δεύτερο είδος της προφητείας, δηλαδή την οραματική προφητεία, έχουμε και τις μεγαλύτερες συγγένειες, μεγαλύτερη σχέση με την αποκαλυπτική γραμματεία. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζεται προσέχονται εξής ομοιότητες. Η πρώτη μεγάλη ομοιότητα είναι ότι και τα δύο κείμενα ή τα δύο είδη κειμένων περιμένουν μια θεϊκή παρέμβαση μέσα στα ανθρώπινα πράγματα. Τα ανθρώπινα πράγματα είναι τραγικά, ο άνθρωπος αδυνατή να δώσει μια λύση και επομένως και τα δύο είδη κειμένων δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να υπόσχονται και να εκφράζουν αυτή την ελπίδα την ανθρώπινη και όλα τα ανθρώπινα πράγματα θα λυθούν με τη θεϊκή παρέμβαση την οποία προσδοκά ο κάθε πιστός Ισραηλίτης, ο κάθε πιστός γενικότερο. Το δεύτερο που είναι επίσης σημαντικό είναι ότι και οι δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούν, υιοθετούν μια μυθική γλώσσα και πάρα πολλές εικόνες οι οποίες είναι κοινές με βαθύ συμβολισμό σαφώς και με μεγάλη ιστορία πίσω τους μέσα στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και στην παράδοση του Ιουδαϊσμού. Έχουμε λοιπόν και στις δύο περιπτώσεις μια γλώσσα κοινή και αυτό αποτελεί θα λέγαμε μια ακόμα γέφυρα μεταξύ των δύο κειμέν. Επίσης έχουμε την ίδια προσδοκία θα λέγαμε για τη σωτηρία κατά τα έσχατα όπου εκεί πλέον περιμένουν και στις δύο περιπτώσεις αυτοί που τα γράφουν και εκείνοι που τα διαβάζουν ότι στο τέλος της ιστορίας, στο τέλος του κόσμου θα έρθει τελικά η σωτηρία για όλους τους ανθρώπους του Θεού, δηλαδή για τα μέλη του λαού του Θεού. Επομένως αυτό επίσης που φαίνεται να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια κοινή βάση μεταξύ της οραματικής προφητείας και της αποκαλυπτικής είναι ότι οι ιστορικές και οι κοινωνικές συνθήκες παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ίσως εδώ όντως υπάρχει κάποια σχέση, μια σχέση βέβαια η οποία αξίζει κανείς να τη λάβει υπόψη, αλλά δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι θα πρέπει απλώς να περιοριστεί σε αυτήν. Και αυτό γιατί μπορεί να όντως στα κείμενα τα αποκαλυπτικά και τα κείμενα τα προφητικά να έχουν σχέσεις σημαντικές, να υπάρχει μια συγκένεια, όμως μολονότι υπάρχει αυτό το κοινό σύστημα παραδόσεων και το κοινό σύστημα συμβολισμών και εικόνων και αν θέλετε και μια γλώσσα κοινή, υπάρχουν σημαντικές διαφορές όμως σε άλλα σημεία που είναι ουσιαστικά επίσης στα αποκαλυπτικά κείμενα, κάτι που μας κάνει σήμερα να είμαστε περισσότερο επιφυλακτικοί όσον αφορά του πια τελικά είναι η σχέση αποκαλυπτικής και προφητικών κειμένων. Έτσι για παράδειγμα θα πρέπει να πούμε ότι στα προφητικά κείμενα ο ουράνιος κόσμος δεν έχει τόσο μεγάλη σημαντικότητα όπως έχει στα λεγόμενα αποκαλυπτικά κείμενα. Ο ρόλος δηλαδή του ουράνιου κόσμου είναι αρκετά υποβαθμισμένος σε σχέση με το ρόλο που έχουν τα ουράνια όντα και οι ουράνιες πραγματικότητες σε ένα αποκαλυπτικό κείμενο. Το δεύτερο είναι ότι η προφητεία κατανοεί την αισχατολογία σε μια εγκόσμια διάσταση. Δηλαδή θεωρεί ότι τα αίσχατα αφορούν άμεσα τον ίδιο τον κόσμο και δεν έχουν να κάνουν με κάτι το οποίο θα έρθει αφού τελειώσει αυτούς ο κόσμος. Το τέλος ιστορίας. Κάτι δηλαδή που αντιλαμβάνεται συνήθως ως τέτοιο ή αποκαλυπτική. Όπου εκεί βλέπουμε ότι τέτοιοι συγγραφείς θεωρούν ότι θα γίνει μια ρυζική καταστροφή και μετά από αυτή την καταστροφή ουσιαστικά θα έρθει το τέλος του κόσμου. Κάπου τοποθετούν τα αποκαλυπτικά κείμενα θα λέγαμε ως ένα σημείο αυτή την έκβαση της ιστορίας κάπου έξω και στο τέλος της ιστορίας. Έτσι λοιπόν σήμερα επειδή ακριβώς είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε αυτή τη σχέση έχει καταλυφθεί δηλαδή η αρχική αισιοδοξία και μεγάλος ενθουσιασμός και το θέμα αντιμετωπίζεται περισσότερο κριτικά. Πολλοί ερμηνευτές μιλάνε για μία θα λέγαμε σχέση με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης όπου υπάρχουν κάποια κείμενα πραγματικά προφητικά τα οποία έχουν συγγένεια με τα αποκαλυπτικά κείμενα τα οποία συχνά ονομάζονται πρωτοαποκαλυπτικά. Και μία τέτοια συγγένεια κυρίως εντοπίζεται σε δύο ομάδες κειμένων στο Ζαχάριες 914 και στο Ισαΐας 24-27. Μία δεύτερη, ένα δεύτερο πιθανό πλέγμα παραδόσεων είναι οι λεγόμενες βαβυλονιακές επιδράσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι σήμερα στην έρευνα θεωρείται πιθανό κάποιες από τις αρχαιότερες αποκαλύψεις και ως τέτοιες τερού με το ΑΕΝΟΧ και το βιβλίο του Δανιήλ να γράφτηκαν στη βαβυλονιακή διασπορά. Και είναι επομένως φυσικό και είναι και δυνατό τέτοια κείμενα και οι συγγραφείς τους να δέχθηκαν τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Και επομένως αυτό που μπορούμε να πούμε σήμερα είναι ότι, ή τουλάχιστον αυτή η θέση στην έρευνα υποστήριζει, είναι ότι όντως υπάρχουν και βαβυλονιακές επιδράσεις. Και μια ακόμα ένδειξη ότι υπάρχει τέτοια συγγένεια προκύπτει από το γεγονός ότι και οι δύο κατηγορίες κειμένων, δηλαδή και τα κείμενα του Δανιήλ και του ΑΕΝΟΧ, αλλά και από την άλλη μεριά κάποια βαβυλονιακά προφητικά θα λέγαμε κείμενα, παρουσιάζουν τους ήρωές τους, τους ορώντες, δηλαδή αυτοί που έχουν την αποκάλυψη, με παρόμοιο τρόπο. Και επομένως αυτό είναι ακόμα στοιχείο ενδιαφέρον και κοινό και ένα άλλο στοιχείο επίσης ενδιαφέρον ότι με παρόμοιο τρόπο γίνεται η αποκάλυψη της ουράνιας αλήθειας, της αλήθειας που τέλος πάντων θέλει να μεταφέρει το κάθε κείμενο στην κάθε περίπτωση και επομένως αυτό έχει οδηγήσει τους ερευνητές σε μία υπόθεση εργασίας ότι όντως πίσω από τα πρώτα υουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα έχουμε μία επίδραση βαβυλονιακή. Από την άλλη μας μεριά, όσοι στάθηκαν κριτικά απέναντι σε αυτήν την τοποθέτηση, επεσήμαναν τις εξής σημαντικές διαφορές, ότι δηλαδή από τα κείμενα τα αποκαλυπτικά, μάλλον από τα κείμενα τα βαβυλονιακά, απουσιάζουν βασικά στοιχεία τα οποία βρίσκουμε στα αποκαλυπτικά κείμενα. Έτσι, για παράδειγμα, απουσιάζει το μοτίβο του ουράνιου ταξιδιού ή η κρίση των νεκρών ή και τα ουράματα και οι οπτασίες. Αυτά δεν απαντούν συχνά στα βαβυλονιακά κείμενα, ήταν απαντού καθόλου. Γι' αυτό σήμερα η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε πιο πιθανό να υπάρχει μια πιθανή και δυνατή συγγένεια, όχι τόσο με τα ίδια τα βαβυλονιακά κείμενα, αλλά με μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία κειμένων της εκείς Ανατολής, στα λεγόμενα ακαδικά κείμενα, όπου εκεί έχουμε πάρει ορισμένα βασικά θεολογικά θέματα τα οποία βρίσκουμε και μοτίβα, τα οποία βρίσκουμε στα αποκαλυπτικά κείμενα. Έτσι, έχουμε την Προφητεία Εξιβέντου, δηλαδή παρουσιάζεται ως προφητεία, ως κάτι μελούμενο, ως κάτι που θα γίνει στο άμυσο ή στο απότερο μέλλον, κάτι το οποίο έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Και υπάρχει και μία παρόμοια λογική δετερμινιστική, δηλαδή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η ιστορία. Άρα, λοιπόν, θα λέγαμε ότι και αυτή η τοποθέτηση, όσον αφορά τις βαβυλονιακές επιδράσεις, αντιμετωπίζεται με αρκετή επιφύλαξη από την έρευνα. Μία πάρα πολύ σημαντική πτυχή του θέματος είναι η συζήτηση που έγινε κατά πόσο κείμενα αποκαλυπτικά, όπως είναι ο Δανίλ, όπως είναι η Αποκάλυψη, η Χριστιανική, όπως είναι διάφορα άλλα υγουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα, πόσο αυτά μπορεί να επηρεάζονται από περσικά κείμενα και περσικές αντιλήψεις και κατανοήσεις και ερμηνείες της ιστορίας. Αυτή η θέση σήμερα υποστηρίζεται από μια πάρα πολύ μικρή ομάδα ερευνητών, οι οποίοι επισημαίνουν τις επιθανές ομοιότητες, οι οποίες θα λέγαμε ότι είναι και αρκετές και εντυπωσιακές στην περίπτωση των περσικών κειμένων, μεταξύ των αποκαλυπτικών κειμένων, αποκαλύψων οραμάτων, ιουδαϊκών, χριστιανικών ή και γνωστικών και ανάλογων περσικών κειμένων. Το πρόβλημα όμως εδώ βρίσκεται στο εξής, στο γεγονός ότι σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο να χρονολογίσουμε αυτά τα περσικά κείμενα. Επειδή τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από μεταχριστιανικές εποχές, δεν γνωρίζουμε αν αυτό το κείμενο που έχουμε στα χέρια μας είναι ένα αρχαίο κείμενο, το οποίο διατηρείται, αναλύωτο και διασώζεται, κάτι που μάλλον θα πρέπει να το θεωρήσουμε σχετικά δύσκολο, ή αν αυτά τα κείμενα και μέχρι ποιο σημείο έχουν δεχθεί επιδράσεις από το περιβάλλον τους. Το χριστιανικό, στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως λοιπόν, διαβάζοντας αυτά τα κείμενα τα περσικά, βλέπουμε ότι πολλά κείμενα παρουσιάζουν χριστιανική επίδραση. Μήπως δεν ξέρουμε αν τελικά, μήπως τελικά τα ίδια τα αποκαλυπτικά χριστιανικά κείμενα, ή και οι Ιουδαϊκά, τα οποία είναι γνωστά και στη χριστιανική εποχή, και ξέρω ότι διαβάζονται και από τους χριστιανούς, τελικά αυτά τα κείμενα επηρεάζουν τα περσικά και όχι το αντίθετο, οπωσδήποτε τα κείμενα αυτά που ανήκουν στην περσική φιλολογία διασώζουν ενδιαφέροντα μοτίβα και στοιχεία τα οποία θα πρέπει να τα χρονολογήσουμε, να τοποθετήσουμε σε αρκετά αρχαίες εποχές, όμως δεν μπορούμε με ασφάλεια σήμερα να υποστηρίξουμε και να αποδείξουμε αυτή τη σχέση μεταξύ αποκαλυπτικών κειμένων και περσικών αποκαλυπτικών κειμένων. Οπότε πάντα υπάρχουν δάνεια, πάντα υπάρχουν κοινές παραδόσεις, δεν είναι όμως πάντα εύκολο να αποδείξουμε πώς έγινε, θα λέγαμε, η αλληλεπίδραση, ποιος επηρέασε ποιον, τι μεταφέρθηκε σε ποια εποχή κτλ. Μια πολύ σημαντική πτυχή, ένα πολύ σημαντικό πλέγμα θα λέγαμε παραγώντων ιστορικο-κοινωνικών, είναι αυτή που έχουν να κάνουν με το λεγόμενο ελληνιστικό κόσμο, ελληνορωμαϊκό κόσμο, όπως πολλές φορές λέγεται. Έτσι λοιπόν, μέσα στο ελληνιστικό περιβάλλον παρατηρούμε ότι πάρα πολλά μοτίβα από διάφορες παραδόσεις συναντώνται, αναμυγνύονται, επιράζονται ένα το άλλο και χρησιμοποιούνται μέσα σε κείμενα εκείνης της εποχής. Και αυτό φυσικά είναι ενδιαφέρον γιατί ακριβώς αποτελεί θα λέγαμε και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ελληνιστικού κόσμου, αυτή η συνάντηση των πολιτισμών, αυτό το πάντρεμα και το συντέριασμα διαφορετικών παραδόσων, διαφορετικών παραστάσεων, διαφορετικών κοσμοθεωριών και την παραγωγή καινούργιων έργων, τα οποία ακριβώς γεννιούνται μέσα από αυτό το συντέριασμα και από αυτή τη συνάντηση. Βέβαια και ο ελληνικός κόσμος έχει πολλά από αυτά τα μοτίβα και αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι τουλάχιστον δύο βασικές κατηγορίες, ομάδες μοτίβων μπορούμε να τις διακρίνουμε σε κείμενα του ελληνιστικού κόσμου. Και το ένα είναι, χωρίς πάντα αυτά τα κείμενα να θεωρούνται αποκαλυπτικά, καθαρά αποκαλυπτικά, το ένα λοιπόν μοτίβο είναι τα λεγόμενα υπερκόσμια ταξίδια. Δηλαδή πάρα πολλά κείμενα του ελληνιστικού κόσμου παρουσιάζουν τέτοια ταξίδια των ηρώων, σε κόσμους υπερβατικούς, σε κόσμους φανταστικούς θα λέγαμε σήμερα, και αυτό δεν βρίσκουμε μόνο στα ελληνιστικά κείμενα αλλά και νωρίτερα ας θυμηθούμε την Οδύσσια, ας θυμηθούμε τον Πλάτωνα, τον Μένιπο αλλά ακόμα και ο Πλούταρχος και ο γνωστός μας Λουκιανός, όλοι αυτοί διασώζουν τέτοια ουράνια ταξίδια. Και το δεύτερο βασικό μοτίβο που βρίσκουμε σε αυτήν την εποχή είναι ότι και εδώ έχουμε προφητεία πολλές φορές για τα έσκατα, δηλαδή ένα όραμα για το πώς θα είναι το τέλος, πως θα είναι μια ομορφότερη και καλύτερη εποχή και σε αυτή την κατηγορία ανήκουνε διάφορα κείμενα από την Αίγυπτο της ελληνιστικής περιόδου. Οπωσδήποτε στα κείμενα της ελληνιστικής περιόδου, αυτά που ανέφερα και πολλά άλλα, βρίσκουμε στοιχεία τα οποία απαντούμε ξανά και στην Ιουδαϊκή Αποκαλυπτική Γραμματεία. Έτσι, για παράδειγμα, θα βρούμε αυτή την περιοδική αντιλήψη της ιστορίας, όπου η ιστορία χωρίζεται σε περιόδους οι οποίες περιοδικά, μάλιστα, αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται κάθε φορά διαφορετικά. Όπως είπα, υπάρχουν τα ουράνια ταξίδια και οι ουράνια ταξίδια που υποθέτουν ουράνιους κόσμους, μια διαφορετική κοσμολογία από αυτήν που μπορεί να έχει ένα σύγχρονο σάθαπος, για παράδειγμα. Ένα κοινό μοτίβο είναι η κρίση των νεκρών. Η κρίση των νεκρών δεν είναι μόνο μία ιδέα που τη βρίσκουμε στον Ιουδαϊσμό και στον Χριστιανισμό, αλλά παντά και σε κείμενα θύραθεν και ένα επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η λεγόμενη ψεύδεπη γραφία. Και στον ελληνιστικό κόσμο πολλά κείμενα αποδίδονται σε άλλα πρόσωπα από αυτά που πραγματικά πρέπει να υπήρξαν και συγγραφείς τους. Όπως λοιπόν βλέπουμε ως εδώ πραγματικά υπάρχει ένα κοινό ένταφος. Υπάρχει όμως και μία διαφορά, ότι τα Ιουδαϊκά αποκαλυπτικά κείμενα ουσιαστικά αντλούν τη θεματολογία τους, αντλούν τα μοτίβα τους, τη γλώσσα τους, τις εικόνες τους πολλές φορές από τα βιβλικά κείμενα, από την προηγούμενη δηλαδή βιβλική παράδοση, το παλαιοδιοθηκική. Τι γίνεται όμως τώρα μέσα στο καινούριο περιβάλλον πολιτισμικό και αναφέρομαι τώρα σε Ιουδαϊκά κείμενα τα οποία παράγονται μέσα στο ελληνιστικό περιβάλλον. Αυτές οι ιδέες, οι βιβλικές, οι οποίες φυσικά παράγονται, έχουν παραχθεί σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον και έχουν ένα πολύ διαφορετικό ιστορικό κοινωνικό πλαίσιο, διαφορετικό Ζετσιμλεβεν. Αυτά λοιπόν τα στοιχεία ξανά χρησιμοποιούνται και παράγεται ένα καινούριο κείμενο, το οποίο διατηρεί στοιχεία από το παλαιό, από το προηγούμενο υλικό της παράδοσης, έχει όμως και την καινούργια επεξεργασία, έχει το καινούριο το οποίο τα καθιστά κάτι νέο. Και αυτό το πράγμα, αυτό το συντέριασμα, αυτό θα λέγαμε, αυτή η συνάντηση, η δημιουργική συνάντηση, πραγματικά ευμουείται από το κλίμα, το λεγόμενο Zeitgeist, όπως λέμε στην έρευνα πολλές φορές, που δημιουργείται μέσα στο ελληνιστικό κόσμο και στο οποίο συμβάλει και η πολιτική οργάνωση αυτού του κόσμου και το κλίμα που επικρατεί και η κοινωνική οργάνωση που αναπτύσσεται μέσα στις καινούργιες πόλεις, τις λεγόμενες του ελληνιστικού κόσμου, τις οποίες λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε. Όλα αυτά λοιπόν δημιουργούν ένα κατάλληλο κλίμα, ώστε να συναντηθούν πολιτισμοί, να συναντηθούν παραδόσεις, να γίνει το συντέριασμα, να γίνει αυτή η γόνιμη συνάντηση και να έχουμε στο τέλος κάτι το εντελώς καινούριο. Πέρα όμως από αυτά και μίλησα πολλές φορές ως τώρα για κοινωνικό πλαίσιο, θα πρέπει να αναζητήσουμε και να δούμε και μία άλλη παράμετρο, όχι μόνο το ιστορικό, τις ιστορικές συγκυρίες, τις ιστορικές συνθήκες, αλλά θα πρέπει να δούμε και τους πιθανούς κοινωνικούς παράγοντες, τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες εμπνοούν την δημιουργία, τη συγγραφή και τη διάδοση και διατήρηση τέτοιων κειμένων. Εδώ στην έρευνα διαπιστώνουμε δύο βασικές τάσεις. Η μία τάση είναι εκείνο των ερευνητών οι οποίοι εφαρμόζουν κυρίως ανθρωπολογικά μοντέλα, πάμε ένα μοντέλα από την ανθρωπολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Και η δεύτερη τάση, η οποία στέκεται αρκετά κριτική απέναντι σε αυτή την πρώτη τάση με τα μοντέλα, αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους τρόπους κατανόησης της ιστορικής πρωματικότητας και ερμηνείας των κειμένων και υιοθετεί περισσότερο γενικότερες κοινωνικές θεωρίες, αναζητά τους παράγοντες, αναζητά διάφορα στοιχεία, τα συνθήκες που μπορεί να γέννησαν τα κείμενα. Έχουμε δηλαδή μια ευρύτερη και πιο χαλαρή και ανεξάρτητη από τα μοντέλα θεώρηση και ερμηνεία και μελέτη των κειμένων. Αυτές λοιπόν οι δύο τάσεις. Η μία θα μπορούσαμε να πούμε συμπληρώνει την άλλη. Απ' ουσδήποτε τα μοντέλα παρουσιάζουν το εξής βασικό πρόβλημα στην έρευνα, κάτι που δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνούμε. Είναι ότι όταν παίρνεις ένα μοντέλο από μια ανθρωπολογική μελέτη, η οποία γίνεται με βάση ένα συγκεκριμένο πληθυσμό ανθρώπων, που ζει σε ένα πολύ διαφορετικό κοινωνικό πλαίσιο, έχει πολύ διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές, έχει πολύ διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και το εφαρμόζει σε μία άλλη εποχή, σαν διαφορετικό λαό, στην ιδιαφορετική ομάδα, με διαφορετικές συνθήκες, διαφορετικές προϋποθέσεις. Θα πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός, γιατί πάντοτε δεν είναι τόσο εύκολη η μεταφορά δεδομένου από τη μία στην άλλη εποχή και δεν είναι πάντα ευνατό να είναι σύμβατα και υπάρχει ο κίνδυνος εκεί της προβολής του προσωπικού ενδιαφέροντος και της προσωπικής επιθυμίας θα μπορούσα να πω του ερμηνευτή, ο οποίος προσπαθεί και επιβιώκει μέσα από το κείμενο, βλέπει μάλλον στο κείμενο, αυτά που ο κύνος πολλές φορές θα ήθελε να δει ή αναγκάζεται πολλές φορές να κόψει το κείμενο ή να το προσαρμόσει στο μοντέλο το οποίο προτείνει. Σε αυτή την περίπτωση βέβαια κανείς δεν τα ακυρώνει τα μοντέλα, ο οποίος θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι πρώτα πάει το κείμενο, πρώτα πάνε τα δεδομένα που έχουμε από τις εποχές τις οποίες μελετάμε και στη συνέχεια οποιοδήποτε θεωρητικό σχήμα με το οποίο προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε αυτά τα κείμενα. Ένα τέτοιο μοντέλο το οποίο υλοθετήθηκε από αρκετούς ερευνητές και το οποίο θεωρώ ότι θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε πολύς και να εντοπίσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που γεννούν αποκαλυπτικά κείμενα, είναι το μοντέλο για τα λεγόμενα χιλιαστικά κινήματα, το οποίο υλοθετεί ο John Geiger, γνωστός καινοδιαθηκολόγος, ο οποίος σε κάποιες από τις μελέτες του ασχολήθηκε κυρίως με το χαρακτήρα και τη φυσιολογία του αρχαίγονου χριστιανισμού. Ο Geiger παίρνει μια βασική θεωρία που έρχεται από πολύ διαφορετικό χώρο, τη λεγόμενη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας. Του Φέστιγκερ είναι μια θεωρία που διατύπωσε το 1957, ο Geiger γράφει αργότερα γύρω στο 70, αλλά και 80, είναι όμως μια θεωρία η οποία εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να σκεί επιτράσεις. Και τι λέει αυτή η θεωρία? Βέβαια την προσαρμόζει όπως είπα ο Geiger στα δεδομένα της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας και προσπαθεί να εξηγήσει τι συνέβη στον αρχαίγον ο χριστιανισμός. Ποια είναι δηλαδή εκείνα τα στοιχεία που τον οδηγούν να συμπεριφερθεί όπου συμπεριφέρεται και να σταθεί απέναντι στον κόσμο τον τρόπο που στέκεται. Ο Geiger υποστηρίζει λοιπόν ότι οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες είναι αποκαλυπτικές κοινότητες, κοινότητες δηλαδή με στους οποίες υπάρχει αυτή η αποκαλυπτική αντίληψη των πραγμάτων και λέει λοιπόν ότι εφαρμόζει λοιπόν αυτό το μοντέλο του Φέστιγκερ, της γνωστικής όπως είπα συμφωνίας και λέει το εξής ότι τέτοια κείμενα αποκαλυπτικά όπως είναι η καλή ώρα το κείμενο της Αποκαλύψιος, τέτοια κείμενα λοιπόν συνδέονται με χιλιαστικά κινήματα τα οποία χιλιαστικά κινήματα συναπαρτίζονται από ομάδες ανθρώπων οι οποίες αισθάνονται στο κοινωνικό περιθώριο. Αισθάνονται για κάποιον λόγο ότι δεν ανήκουν στον κύριο όγκο της κοινωνίας αλλά κινούνται κάπου στην περιφέρεια. Αυτή λοιπόν τα μέλη αυτών των ομάδων συνήθως βιώνουν μια συμφωνία μεταξύ των προσδοκιών τους και των πεποίθησιών τους δηλαδή όσων πιστεύουν και όσων προσδοκούν και περιμένουν από αυτόν τον κόσμο και της εκπλήρωσης αυτών των προσδοκιών. Δηλαδή θα το λέγαμε απλά οι προσδοκίες τους δεν βρίσκουν εκπλήρωση ή δεν αχνοφαίνεται ακόμα και η ελπίδα ότι θα βρουν μια ολοκλήρωση και πραγμάτωση στην ζωή τους. Όλες αυτές οι ελπίδες τους, όλες αυτές οι προσδοκίες οι οποίες συνηφαίνονται και συνδεόνται άμεσα με τις πεποίθησήσεις τους. Αυτό λοιπόν τους οδηγεί σε ένα επαναπροσδιορισμό του παρόντος. Δηλαδή είναι μια προσπάθεια να ξανακατανοηθεί το παρόν, να προσαρμοστούν και οι πεποίθησεις και οι προσδοκίες σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα χωρίς όμως να εγκαταληφθούν. Και η λύση που προτείνεται στην περίπτωση γνωστικής ασυμφωνίας, όλες οι ομάδες δεν κυρίζονται με τον ίδιο τρόπο αυτήν τη σύγκρουση, αυτήν τη συγκρουσιακή κατάσταση, αλλά στην περίπτωση γνωστικής ασυμφωνίας, οι ομάδες αυτές υποβαθμίζουν το παρόν, τονίζοντας τον πρόσκαιρο και παροδικό του χαρακτήρα και μεταφέρουν την ελπίδα τους στο μέλλον. Δηλαδή μπορεί να υποφέρουμε, μπορεί όλα αυτά που λέγονται και πιστεύουμε και προσδοκούμε για την έλευση της παρουσίας του Ιησού Χριστού, της Δευτέρας Παρουσίας, ή αν θέλετε όλη αυτή η βεβαιότητα που έχουμε ότι ήδη τα έσκατα είναι εδώ, να μην εκπληρώνεται, να μην πραγματώνεται μέσα στην καθημερινότητά μας, να μην έχουμε δηλαδή στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν σε εμάς τις επεπιθύσεις που έχουμε, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας ταράσει, δεν πρέπει να μας ενοχλεί, δεν είναι τα μέλη τέτοιου κοινοτήτων, γιατί απλούστατα αυτό το παρόν δεν είναι σημαντικό. Δεν είναι σημαντικό, γιατί υπάρχει ένα μέλλον λαπρότερο ένδοξο που όλες αυτές οι προσδοκίες θα βρουν την τελική τους εκπληρώση. Και έτσι ο Γκέιγγερ με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύει τη μετάβαση, παρατηρούμε ας πούμε, στον αρχαίγον ο χριστιανισμός από μια έντονη αισχατολογική προσδοκία για το τέλος του κόσμου και για την έλευση της παρουσίας του Ιησού, της δευτέρας δηλαδή παρουσίας, πολύ κοντά. Νομίζουμε ότι ο Απόστολος Παύλος ο Ιησούς ήταν απόλυτα πεπισμένος ότι το τέλος του κόσμου θα γίνει όσο εκείνη, η δευτέρα παρουσία δηλαδή, για να το πω καλύτερα, θα γίνει όσο εκείνος ζει, κάτι που δεν συνέβη. Ο Γκέιγγερ με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να εξηγήσει ακριβώς από τη μια μεριά αυτήν την τάση της αρχαίας εκκλησίας και το πως τελικά η δευτέρα παρουσία δεν έρχεται και πως προσαρμόζεται όλο το σύστημα αξιών και πεπιθύσεων και προσδοκιών της αρχαίας εκκλησίας σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Οπωσδήποτε τα μοντέλα είναι ενδιαφέροντα και δεν νομίζω ότι χωρά αμφιβολία ότι μία τέτοια ερμηνεία όπως αυτή που προτείνει ο Γκέιγγερ και διάφοροι άλλοι ερευνητές, μας ανοίγει όντως σε άλλους δρόμους, μας οδηγεί σε άλλες διαδρομές και σε άλλες δυνατότητες ερμηνείας ενός κειμένου. Απ' την άλλη μας μεριά το πρόβλημα με τα μοντέλα είναι ότι σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει όταν αυτά εφαρμόζονται σε μία κοινωνιολογική έρευνα ή μία ανθρωπολογική μελέτη, εκεί πλέον έχουν ένα δείγμα αρκετά ικανοποιητικό, έναν πληθυσμό αρκετά ικανοποιητικό, ώστε να μπορούμε εμπολής να οδηγηθούμε σε ασφαλείς συμβεράσματα, στην περίπτωση της αρχαιότητας και μάλιστα των αρχαίων κειμένων που μελετούμε τα πράγματα δεν είναι τόσο, απλά. Και αυτό γιατί τα κείμενα μας είναι, όπως είπα και στην αρχή, τη σημερινή συνάντηση είναι λίγα και οι πληροφορίες είναι αποσφασματικές, τα περισσότερα από αυτά είναι βγαλμένα και αποσφασμένα, απομακρυσμένα από την αρχική τους συνάφεια. Και έτσι δεν γνωρίζουμε σήμερα πολλά για τους ανθρώπους που τα διάβασαν και πολύ περισσότερο για τις ομάδες που τα παρήγαγαν, επομένως δεν είναι τόσο ασφαλές με βεβαιότητα να πούμε ότι πρόκειται για ομάδες ανθρώπων οι οποίες κινούνται στην κοινωνική περιφέρεια. Και αυτό που μπορούμε να πούμε, για να μην ακυρώσουμε βέβαια απόλυτα και φτάσουμε σε μία εντελώς μινημαλιστική αντίληψη, η οποία φυσικά θα μας οδηγούσε σε αντίέξοδο, όσον αφορά στην έρευνα, αυτό που μπορούμε να πούμε με ασφάλεια είναι ότι κι αν ακόμα αυτά ισχύουν, που μπορεί πραγματικά να ισχύουν για ορισμένα κείμενα, δεν μπορούν να έχουν γενική εφαρμογή. Είναι δηλαδή να το όντως κάποια από αυτά τα κείμενα προέρχονται από μία συγκεκριμένη ομάδα. Σήμερα η έρευνα καταλήγει ότι τα κείμενα που προέρχονται, που τα ονομάζουμε ενοχικοί γραμματοί, η γραμματεία που συνεχίζεται με το πρόσωπο του ενόχ, όντως πρέπει να προέρχεται από την ίδια γενικά ομάδα ή μια ομάδα ανθρώπου που έχει κοινά ιδεολογικά στοιχεία. Όμως αυτό που ισχύει για αυτά τα κείμενα δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα και να ισχύσει για όλα τα υπόλοιπα κείμενα. Και γι' αυτόν τον ίδιο λόγο σήμερα οι ερευνητές έχουν εγκαταλείψει έναν παλαιότερο όρο που κυριαρχούσε κάποτε στην έρευνα, τον όρο αποκαλυπτικό κίνημα, ότι υπάρχει δηλαδή ένα κίνημα ιδεολογικό το οποίο μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή είναι κοινό και παράγει αυτά τα κείμενα. Και αυτό σήμερα έχει εγκαταληφθεί για τους λόγους τους οποίους αναφέραμε νωρίτερα. Από την άλλη όμως μεριά και προχωρούμε λίγο περισσότερο προς τη λογική των κοινωνικών θεωριών, δηλαδή εγκαταλείποντας χωρίς να ακυρώνουμε βέβαια την πρώτη τάση στην έρευνα και κινούμενοι αρκετά προσεχτικά προς τη δεύτερη τάση, αυτοί που αναζητά κοινωνικές θεωρίες οι οποίες θα ερμηνεύσουν το φαινόμενο της αποκαλυπτικής, θα πρέπει να δεχθούμε ως ορθή τη διατύπωση του Φίλχαουερ, ο οποίος ήταν ένας Γερμανός βιβλικός θεολόγος, ο οποίος μελέτησε κυρίως κείμενα πάλι οδιαθηκικά και όχι μόνο, και ο οποίος διαπίστωσε και διατύπωσε αυτή τη θέση σε ένα από τα βιβλία του ότι τα αποκαλυπτικά κείμενα γεννιούνται σε εποχές κρίσης. Αυτό, ναι, είναι μια πάρα πολύ σοβαρή δήλωση και θα μπορούσαμε να πούμε ότι κρύμνει μια μεγάλη αλήθεια. Και θα μπορούσαμε επίσης να εξηγήσει γιατί κείμενα που παράγονται σε μια συγκεκριμένη εποχή, εξακολουθούν να αγωητεύουν και εξακολουθούν να διαβάζονται με τον ίδιο πάθος και τον ίδιο αθουσιασμό σε άλλες εποχές. Θα μπορούσαμε πολύ καλά να εξηγήσει γιατί ένα κείμενο όπως είναι η Αποκάλυψη είναι ιδιαίτερα αγαπητό στα χρόνια της Τουρκοκρατίας που πάλι έχουμε μια περίοδο κρίση. Αυτό λοιπόν σαν γενική διατύπωση και διαπίστωση θα μπορούσε να ισχύσει. Αλλά εδώ με έναν περιορισμό. Θα πρέπει να αφήσουμε αυτόν τον όρο κρίση αρκετά γενικό και να μην προσπαθήσουμε να τον συνδέσουμε με πολύ συγκεκριμένες μορφές κρίσης. Να το πω με πιο απλά λόγια. Αυτό που μπορεί να αποτελεί κρίση για μια χριστιανική κοινότητα της Μικράς Ασίας του 1ου αιώνα δεν είναι υποχρεωτικό να είναι κρίση για έναν άνθρωπο στον 21ο αιώνα ή για μια εκκλησιαστική κοινότητα στον 21ο αιώνα. Επομένως δεν μπορούμε πάντα να πούμε ότι η ιστορική πραγματικότητα είναι αυτή που χαρακτηρίζεται ως κρίση. Έτσι, για παράδειγμα, η Αντέλα Γιάνμπρο Κόλιν, σε οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Βιβλίο της Αποκάλυψης, λέει ότι είναι όντως δυνατό και είναι θεμητό μία ομάδα απός αυτή που παράγει το Βιβλίο της Αποκάλυψης, που είναι μια κοινότητα που εικάζουμε ότι ζει κεδρά στην περιοχή της Μικράς Ασίας, να βιώνει τη ζωή, την παρουσία της μέσα σε στις πόλεις της Μικράς Ασίας και ίσως δίπλα σε κάποιες υγουδαϊκές διασπορές ως κρίση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι φίσταται αυτοί άνθρωποι έναν πραγματικό διωγμό, διότι ο διωγμός θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης στον αρχαίο κόσμο. Δεν είναι μία έννοια που θα πρέπει πάντα να συνδέεται με την απειλή της σωματικής ακαιρεότητας ή και της ζωής κάποιου. Μπορεί να έχει πάρα πολλές μορφές και να έχει διάφορες εκφράσεις κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά επίσης δεν μπορεί να έχει την ίδια τραγικότητα ένας τέτοιος διωγμός, ένας τέτοιος αποκλεισμός σε όλες τις εποχές. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι κάθε φορά τα αποκαλυπτικά κείμενα που παράγονται από ομάδες που όντως βιώνουν με το δικό τους τρόπο σε ένα υποκειμενικό επίπεδο την κρίση και την θλίψη και τον διωγμό. Προσπαθούν αυτές οι ομάδες να ερμηνεύσουν το παρόν τους και να το κατανοήσουν και στην προσπάθεια τους αυτοί αντλούν υλικό, παίρνουν παραστάσεις, εικόνες στη γλώσσα που βρίσκουν σε παλαιότερα κείμενα και επομένως θα πρέπει όταν μελετούμε τέτοια κείμενα και όταν διαβάζουμε τέτοιες εικόνες να διατηρούμε μέσα μας την αναλογία μεταξύ της τωρινής κατάστασης, της κατάστασης του παρόντος και της κατάστασης από την οποία προέρχονται τέτοιες εικόνες και μπορούμε να βρούμε βεβαιότητα ότι οι αρχαιότεροι αναγνώστες ήταν σε θέση να το κάνουν αυτό. Είναι απαραίτητο λοιπόν και σήμερα ένας αναγνώστες να κάνει μια ανάλογη κίνηση, έναν ανάλογο σχετισμού και νομίζω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό θα λέγαμε ερμηνευτικό κριτήριο ή εργαλείο αν θέλετε στην ανάγνωση και ερμηνεία τέτοιων κειμένων. Αλλά για αυτά φυσικά θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε σε μελλοντικές συναντήσεις. Σε κάθε περίπτωση η θλίψη που αντιμετωπίζει κάθε φορά η κοινότητα και γιατί το οποία γίνεται λόγος μέσα στο κείμενο γίνεται πάντοτε μέσα στα κείμενα κατανοητή και ερμηνεύεται υπό το πρίσμα μιας ουράνιας πραγματικότητας. Εκεί λοιπόν σε αυτήν την ουράνια πραγματικότητα στον κόσμο του Θεού είναι που όλα αυτά κατανοούνται, όλα αυτά συγκεντρώνονται και κατανοούνται και συγκεντρώνονται και προβάλλονται προς το μέλλον. Δηλαδή ουσιαστικά αυτό που μπορούμε να πούμε ότι λίγο πολύ ισχύει στα αποκαλυπτικά κείμενα είναι ότι ουσιαστικά το παρόν ερμηνεύεται με τη βοήθεια της αναφοράς του σε μια ουράνια πραγματικότητα και της προβολής του στο μέλλον. Και κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ένα σημείο μπορεί να μετριάσει την τοποθέτηση του Γκέιγγερ ότι κείμενα όπως η Αποκάλυψη, όπως το Ντανιήλ, όπως το Πρωτοενώχ, Παρούχ και εξής ότι όλα αυτά τα κείμενα προέρχονται από χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ανθρώπους και επίσης από ομάδες ανθρώπων οι οποίες διακρίνονται για μια λαϊκή και πολύ απλή ευσέβεια. Θα πρέπει να πούμε ότι το γεγονός ότι αυτά τα κείμενα γράφονται, δεν μιλάμε δηλαδή για την ύπαρξη μιας προφορικής παράδοσης αλλά μιλάμε για κείμενα τα οποία γράφονται μέσα και μάλιστα γράφονται και οι συγγραφείς χρησιμοποιούν προηγούμενα κείμενα για να γράψουν το δικό τους αυτό που υποθέτει οι πρόσωπα και κοινότητες που έχουν ένα αρκετά υψηλό δίκτυ μορφωτικό και ότι δεν θα πρέπει οπωμένως να αντιμετωπίζονται και όσα αφελή προϊόντα μιας λαϊκής ευσέβειας γιατί αν προσέξουμε και μελετήσουμε τα κείμενα όπως θα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε στη συνέχεια και στις εργασίες οι οποίες δίνονται στο μάθημα είναι σαφές ότι εδώ έχουμε μια πολύ συνειδητή και μια πάρα πολύ προσεκτική ανάλυση και θεολογική επεξεργασία παλαιότερων παραδόσων παλαιότερων μοτίβων, ιδεών, εικόνων που υπάρχουν σε κείμενα κυρίως όπως είπαμε βιβλικά και όχι μόνο Μπορούμε να πούμε ότι τέτοια κείμενα προέρχονται κυρίως από εγγράμματες κοινότητες οι οποίες ταυτόχρονα έχουν μια βιβλική παιδεία γνωρίζουν καλά την Παλαιά τους Διαθήκη και έχουν μια πρόσβαση στα βιβλικά κείμενα Στο δεύτερο μέρος της σημερινής συνάντησης θα συζητήσουμε συντομία λίγο τα κεντρικά θέματα και μοτίβα τα οποία απαντούμε μέσα στα αποκαλυπτικά κείμενα Είπαμε ότι ήδη μιλώντας για το κοινωνικό και ιστορικό πλέγμα παραδόσουν ότι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας επίδρασης σε αυτά τα κείμενα είναι τη λεγόμενη προφητική παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης Οπωσδήποτε λοιπόν αυτός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας που θα τον έχουμε υπόψη μας και είναι φυσικά αναμενόμενο ότι εφόσον η προφητεία επηρεάζει τα αποκαλυπτικά κείμενα πρέπει σε αυτό να συναντούμε πάρα πολλά στοιχεία της θεολογίας των προφητικών κειμέν Έτσι για παράδειγμα αυτό που τονίστηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τα αποκαλυπτικά κείμενα είναι η λεγόμενη θεολογία του ναού και η αναφορά στο λατρευτικό υπόβαθρο του Ισραήλ Πάρα πολύ συχνά δηλαδή μέσα στα αποκαλυπτικά κείμενα και προσέξτε όχι μόνο στα Ιουδαϊκά αλλά ακόμα και σε αυτή την Αποκάλυψη που είναι χαρακτηριστικό χριστιανικό κείμενο έχουμε προϋποτίθεται η θεολογία του να οθμηθεί την ουράνη Ιερουσαλήμ στην Αποκάλυψη και ο τρόπος που περιγράφεται που παραπέμπει ακριβώς και στην Ιερουσαλήμ τη γη που ξέρουν οι αναγνώστες και επίσης τον ισχυρισμό από πολλούς ερμηνευτές ο οποίος θεωρείται βάσιμος ότι και η Αποκάλυψη ουσιαστικά οργανώνεται στη μορφή μιας ουράνιας λειτουργίας. Δηλαδή υπάρχει ένα λειτουργικό υπόβαθρο, ένα αρκευτικό υπόβαθρο το οποίο εν πολλής ταξιδεύει μέσα στα Αποκαλυπτικά κείμενα είτε Ιουδαϊκά είτε Χριστιανικά ξεκινώντας από την Προφητεία και τη θεολογία των Προφητικών κειμένων. Τώρα, όσον αφορά την αισχατολογία των κειμένων, των Αποκαλυπτικών κειμένων, εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αισχατολογία είναι όντως ένα από τα βασικά θέματα των Αποκαλύψεων. Όμως δεν είναι το κεντρικό θέμα των Αποκαλύψεων, εδώ υπάρχει μια παρεξήγηση. Ακριβώς επειδή οι Αποκαλύψεις τονίζουν πάρα πολύ αυτό το όραμα για το μέλλον, δεν κατανοούμε ότι ουσιαστικά η αισχατολογία σε αυτές οι εικόνες και η αισχατολογική αυτή προσδοκία λειτουργεί περισσότερο ως ένα ερμηνευτικό θα λέγαμε εργαλείο κατανόησης του παρόντος της κοινότητας. Και η κατανοήση αυτού του παρόντος και η συμφιλίωση της κοινότητας και η αντιμετώπιση του παρόντος αποτελεί και το ζητούμενο στα Αποκαλυπτικά κείμενα. Και έχοντας αυτού το πλαίσιο υπόψη μας θα μπορέσουμε μίσως καλύτερα να δούμε και να καταλάβουμε τα διάφορα είδη αισχατολογία στα οποία συναντούμε στα Αποκαλυπτικά κείμενα. Γιατί, όπως είπαμε και στο προηγούμενό μας μάθημα, η αισχατολογία αυτή δεν είναι πάντα ίδια. Υπάρχουν κείμενα στα οποία προβάλλεται μια εθνική αποκατάσταση, δηλαδή μια αποκατάσταση όλου του έθνους του Ισραήλ, αλλά κείμενα με περισσότερη προσωπική ισοτηρία ή αποκατάσταση. Υπάρχουν επίσης κείμενα με περισσότερη εσωτεριστική και μυστική διάθεση. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αισχατολογίας, οι οποίοι όμως τύποι ουσιαστικά θα πρέπει να μην αναχθούν στο μίζο θέμα των Αποκαλυπτικών κειμένων, αλλά να κατανοηθούν ως εργαλεία τα οποία χρησιμοποιεί η κοινότητα, ένα μέσο θα λέγαμε ανάγνωσης και κατανόησης του παρόντος. Υπάρχει και ένα άλλο θέμα, ένα άλλο θεολογικό ζήτημα και ένα άλλο θεολογικό θέμα το οποίο βρίσκουμε τακτικά μέσα στα Αποκαλυπτικά κείμενα. Και αυτό είναι η λεγόμενη ιδιαλιστική αντίληψη του κόσμου. Πραγματικά στα Αποκαλυπτικά κείμενα συναντούμε πάρα πολλές φορές αυτή τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων του καλού και του κακού, της αλήθειας και του ψεύδους, της ζωής και του θανάτου. Υπάρχουν δηλαδή τέτοια αντιθετικά ζεύγιοι, τα οποία δεν μας είναι άγνωστα και από την Καινή Διαθήκη. Καταβρούμε και στον Ιωάννη, θυμηθείται το ζεύγος φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος ή ακόμα και στον ίδιο τον Παύλο που κάνει λόγο για ίους του φωτός και ίους του σκότους. Το οποία όντως σήμερα οι ερευνητές λένε ότι πραγματικά πρόκειται εδώ για μία αποκαλυπτική γλώσσα. Μια γλώσσα δηλαδή που θα τη βρίσκαμε και μία ανασύστημα παραστάσεων και εικόνων που το βρίσκουμε πιο συχνά μέσα στα Αποκαλυπτικά κείμενα. Θέλει όμως μία προσοχή, πραγματικά υπάρχει αυτή η διπλή αντίληψη των πραγμάτων, όμως ο διαλεισμός στα κείμενά μας σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει οντολογικό χαρακτήρα. Δηλαδή το κακό ως κακό δεν έχει μία ισοδύνανη και ισότιμη θέση δίπλα στο καλό, δίπλα στον Θεό, ακόμα και όταν το κακό πολεμά με το καλό, ακόμα και όταν οι δυνάμεις τους σκότους έρχονται αντιμέτωπες με τις δυνάμεις του φωτός, με τους ευπροσώπους του Θεού και ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για μία πραγματικότητα, η πραγματικότητα του κακού, η οποία να έχει τη δική της ουσιαστική εξουσία και αυτοίπραξία. Γιατί? Γιατί τελικά στα αποκαλυπτικά κείμενα όλα τα πράγματα περικλείονται από τον ουρανό. Όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο και όλα ερμηνεύονται, όπως είπαμε και νωρίτερα, με την αναγωγή τους και την αναφορά τους σε αυτόν τον ουράνιο κόσμο. Επομένως από την άλλη μεριά και η ανάβαση του ανθρώπου σε αυτούς τους κόσμους, κάτι που είμαι πάρα πολύ συνηθισμένο μέσα στα αποκαλυπτικά κείμενα και το οποίο το βλέπουμε πολύ τακτικά, αυτά τα ουράνια ταξίδια, ακόμα και αυτή η ανάβαση δεν είναι τίποτε άλλο αλλά το ταξίδι θα λέγαμε του ανθρώπου για να αποκατασταθεί στην αρχική του ουράνια φύση. Δεν είναι μια νέα δημιουργία, δεν δημιουργείται κάτι καινούριο, αλλά ουσιαστικά ο άνθρωπος, ο ορών επανέρχεται στην αρχική του ομορφιά. Επομένως κλείνοντας θα λέγαμε ότι όντως στα αποκαλυπτικά κείμενα μπορούμε να συναντήσουμε στοιχεία και από την προφητική και την υπόλοιπη βιβλική παράδοση οπωσδήποτε υπάρχουν στοιχεία και από τον ευρύτερο περιβάλλον, το πολιτισμικό περιβάλλον της Αιγής Ανατολής, στο οποίο βέβαια συμβάλει σε αυτή τη συνάντηση σαφώς και συμβάλουν και οι συνθήκες που δημιουργούνται μέσα στον ελληνιστικό κόσμο. Σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι αρκετά αυτά από μόνα τους να εξηγήσουν αυτό το νέο είδος. Ακόμα και σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο πλέον να καταλήξουμε τι γέννησε αυτά τα κείμενα ή ποιες ομάδες κρύβονται πίσω από το κάθε κείμενο. Στο επόμενό μας μάθημα θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αναλυτικά κάποια από αυτά τα κείμενα, ειδικά της Ιουνταϊκής Αποκαλυπτικής, τα οποία θα τα συζητήσουμε γιατί θα μας βοηθήσουν στη συνέχεια να ερμηνεύσουμε και τα αντίστοιχα κείμενα της Καινής Διαθήκης. |