Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14
Διάλεξη 14: Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα το θέμα που έχουμε με τα αποκαλυπτικά κείμενα, με κείμενα δηλαδή και έντονα ισχατολογικά κείμενα, τα οποία δηλαδή μιλάνε λίγο πολύ για την καταστροφή του κόσμου, το τέλος που ο κόσμος πώς το εραματίζει δηλαδή πάντων κάθε συγγραφέας αυτού του κείμενου. Είδα...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οικολογική ερμηνεία και Καινή Διαθήκη |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2014
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=2192fd95 |
id |
c3437cb4-8646-41b1-a61c-55edc7e57cbb |
---|---|
title |
Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14 |
spellingShingle |
Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14 / Διάλεξη 14 Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=2192fd95 |
publishDate |
2014 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/b68a/6ed1/8a49/c2e3/d689/f089/e518/8e1c/b68a6ed18a49c2e3d689f089e5188e1c.jpg |
topic |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία |
topic_facet |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία |
author |
Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
author_facet |
Τσαλαμπούνη Αικατερίνη |
hierarchy_parent_title |
Οικολογική ερμηνεία και Καινή Διαθήκη |
hierarchy_top_title |
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Επίκουρη Καθηγήτρια |
author2_role |
Επίκουρη Καθηγήτρια |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
01:08:18 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα το θέμα που έχουμε με τα αποκαλυπτικά κείμενα, με κείμενα δηλαδή και έντονα ισχατολογικά κείμενα, τα οποία δηλαδή μιλάνε λίγο πολύ για την καταστροφή του κόσμου, το τέλος που ο κόσμος πώς το εραματίζει δηλαδή πάντων κάθε συγγραφέας αυτού του κείμενου. Είδαμε πρώτη τέτοια κείμενα τα οποία έχουν περάσει και μέσα στην Καινή Διαθήκη, όπως και λεγόταν στην Παλάη Αιθήκη αλλά και κυρίως στην Καινή Διαθήκη, κείμενα τα οποία καταρχάς προέρχονται από τον Ιουδαϊσμό σε μια πρώτη φάση και έχουν υιοθετηθεί και έχουν σωματωθεί και μέσα στα πιστωλικά κείμενα ή μέσα στους σαν παραστάσεις και σαν ιδέες. Αυτά, λοιπόν, τα κείμενα δημιουργούν προσδίδοτο ένα θέμα οικολογικό καθώς μας αφήνουν ανοιχτά πάρα πολλά ερωτήματα και μας αφήνουν μπροστά σε θεωρικές ακορίες, όπως τα λέγαμε, και θεωρικές δυσκολίες. Πολλές φορές είδαμε το κείμενο από τον Αφαφροτρού που, όπως είχαμε πει και την Μπρουν και όλας, είναι δύσκολο κείμενο, τελικά δύσκολο και εξαιρετικά αμφίσιμο, δηλαδή κείμενο το οποίο θα μπορούσε να καταμεθεί είτε με τον Άιντε ή με τον άλλο τρόπο και αυτή είναι η αίσθηση την οποία έχουμε γενικά όταν συζητάμε κείμενα τα οποία συνδέονται με την Αποκανητική ή μιλάνε για τα έσχατα. Είναι όντως κείμενα τα οποία σε πολλές περιστάσεις μας οδηγούν σε ερωτήματα και σε απορίες. Θα πρέπει όταν μιλάμε για αποκαλυπτικά κείμενα, όταν μιλάμε για αποκαλυπτική, σαφώς δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως όταν μιλάμε για ασχατολογία. Σαφώς τα αποκαλυπτικά κείμενα έχουν ασχατολογικά στοιχεία, όμως το βασικότερο που πρέπει να έχουν υπόψη είναι ότι υπάρχει μια διαφορά προσέγγισης ανάμεσα στην ασχατολογία και στην αποκαλυπτική. Τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Διαβάζοντας γενικά τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και συζητώντας το θέμα της ασχατολογίας, τον τρόπο που προστοκά η Εκκλησία το τέλος του κόσμου, διακρίνουμε διαφορτικές θέσεις ανάμεσα στο ίδιο το χειμερό. Αυτό προκαλεί εντύπωση ότι δεν έχουμε πάντα να κάνουμε με τον ίδιο τρόπο αντίληψης και κατανοήσεις του μέλλοντος και του τέλους του κόσμου. Αν μπορούσαμε έτσι σχηματικά να το κατανοήσουμε αυτό, γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, ότι εδώ μιλάμε για πολύ σχηματική κατανοήση και λόγω σχηματική γιατί υποσδήποτε μέσα στη γενικότητα της ασχατολογίας προσδοκίας που βρίσκουμε μέσα στη Καινή Διαθήκη θα δούμε πολλές διαφορετικές τάσεις και πολλές διαφορετικές αποχρώσεις. Αν μπορούσαμε λοιπόν να τις σχηματοποιήσουμε, δηλαδή να τις εντάξουμε σε μεγάλες κατηγορίες που λίγο πολύ έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, θα διακρίνουμε δύο βασικές τάσεις, τουλάχιστον αυτό εντοπίζουν σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές. Και η μία τάση είναι αυτή όπου έχουμε οράματα καταστροφής του κόσμου, δηλαδή υπάρχουν κείμενα μέσα στη Καινή Διαθήκη τα οποία μιλάει για μια ολοκληρωτική καταστροφή, μια απόλυτη καταστροφή μετά από την οποία θα έρθει θα λέγαμε μια εντελώς καινούργια κατάσταση αν έρθει και τέτοια ας πούμε για παράδειγμα οράματα καταστροφής βρίσκουμε στο Αποκάλυψη 8 ή και στο Αποκάλυψη 16. Θα παραπέμψω βέβαια και σε κείμενα όπως είναι αυτό που είδαμε στην Πεπέτρου, όπως κείμενα που υπάρχουν στο Μάρκος 13, κείμενα τα οποία μιλάνε για μία καταστροφή χρειάζονται να φύγουν περιθώρια ή να φύγουν κάποια παράτηρα για αποκατάσταση και μεταμόρφωση. Όμως μέσα στην Καινή Διαθήκη μπορούμε να βρούμε και οράματα μιας μεταμόρφωσης του κόσμου, μιας ανακένυσης ενός κόσμου και μιας μεταμόρφωσης, μιας αλλαγής του κόσμου σε κάτι νέο και έντοξο. Και αυτό είναι ακριβώς αυτό που προσδοκάει να θυμίσει ο Ρωμαίος, αυτό που είδαμε στα πρώτα μας μαθήματα και τα οποία είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό αυτής της μεταμόρφωσης και αυτής της μετάβασης όλης της δημιουργίας προς τη δόξα του Θεού και της σωτηρίας. Αυτές οι ιδιωτάσεις μπορούν να αντεπιστεί μέσα σε διάφορα κοινά της Καινή Διαθήκης και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μιλώντας ακριβώς γι' αυτές τις, θα είχαμε πει ας πούμε γιατί πόσο δύσκολο είναι να αφησίσουμε για ένα αποκαλυπτικό κείμενο πως είναι αυτό το κείμενο 2,5,3, το οποίο συζητήσαμε την πρώτη φορά και είχαμε πει ότι αυτό το κείμενο μπορεί να εμεινευθεί με πολλούς τρόπους, υπάρχουν πάρα πολλές δυνατότητες. Αυτή λοιπόν είναι η αφησιμία η οποία εσταθήκαμε διαβάζοντας το κείμενο γιατί πρέπει να αποφασίσουμε και εμείς πρέπει να αποφασίσουμε ποια γραμμή εμεινευτική θέλουμε να διαλέξουμε στην προκειμένη περίπτωση, πως το κείμενο μας είναι ανοιχτό και μας αφήνει σε πολλαπλές αναγνώσεις και πολλαπλές εμμυρίες. Αυτή είναι δικαιολογημένη γιατί ακριβώς ήδη το κείμενο της Αγίας Ζαφής εμπεριέχει αυτή τη λογική, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μετράσεις οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Και επειδή ακριβώς υπάρχουν αυτές οι τράσεις μέσα στο κείμενο ήδη, μέσα στα κείμενα να το πω καλύτερα της Καινής Διαθήκης, αυτό δικαιολογεί στη συνέχεια εμείς να έχουμε και μια πιο ανοιχτή σε πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας, ανάγνωση του κειμένου μας. Και αυτή η πολλαπλή ερμηνεία ή αν θέλετε αυτή η διπλή τάση του κειμένου μας είναι χαρακτηριστικό, ότι την εντοπίζουμε με πάρα πολύ έντονο τρόπο και στο Βιβλίο της Αποκάλυψης. Το Βιβλίο της Αποκάλυψης μας είναι εξαιρετικά γνωστό, είναι ακείμενο το οποίο γενικά έχει προκαλέσει πάρα πολλές συζητήσεις, όχι μόνο σήμερα αλλά ήδη από την αρχαιότητα, είναι ακείμεν πάρα πολλά αποκαλυπτικά στοιχεία, αλλά θα ήταν όντως άδικο να θεωρήσουμε ότι είναι μόνο αποκαλυπτικό και να αγνοήσουμε τον προφητικό του χαρακτήρα. Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο που αφήνει τον χώρο για να κάνουμε πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις του κειμένου. Υπάρχει ακόμα αυτό, ότι για παράδειγμα, είπα πριν ότι υπάρχει η λογική της καταστροφής από όλες τις καταστροφούς του κόσμου, υπάρχει και η αναγνώφωση του κόσμου, τέλος πάνω σαν μία πρόκτικη, πράγματα τα οποία εμπάρχουν και μέσα στα προφητικά κείμενα και ίσως θα λέγαμε ότι αυτές οι ιδιωτάσεις που ανέφερα πριν, κατά κάποιον τρόπο προσιδιάζουν κάθε μία ξεχωριστά είτε στα αποκαλυπτικά κείμενα είτε στα προφητικά κείμενα, γιατί θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε την αποκαλυπτική, να ταυτίσουμε τα αποκαλυπτικά κείμενα απόλυτα με τα προφητικά κείμενα. Υπάρχει μια διαφορά σαφής και στον τόνο και στην ιστορική προοπτική μεταξύ της αποκαλυπτικής και της προφητείας, παρόλο που θα λέγαμε ο στόχος είναι ο ίδιος, ο στόχος πάντα είναι σε τέτοια κείμενα και δεν πρέπει να το έχουμε ποτέ υπόψη, όχι να κατανοηθεί ή αν θέλετε να κατά κάποιον τρόπο να γίνει αυτό το μέλλον, αλλά περισσότερο και κυρίως και πρώτη στα να κατανοηθεί το παρόν. Δηλαδή αυτή η προσδοκία και αυτό το όραμα του μέλλοντος δεν έχει κανέναν άλλο στόχο παρά να βοηθήσει ήδη στο παρόν τους ανθρώπους να κατανοήσουν την κατάστασή τους, να βρουν τη θέση τους, να διαμορφώσουν ταυτότητα και ίδιους. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε και είναι πάρα πολύ σημαντικό όταν διαβάζουμε κείμενα όπως είναι η αποκάλυψη ή άλλα θα λέγαμε κείμενα είτε αποκαλυπτικά, αμυγώς αποκαλυπτικά, είτε αποφωτικά, είδη και μετά όπως είναι η αποκάλυψη. Θα μιλήσουμε για αυτά λίγο εκτενέστερα στη συνέχεια. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι το κείμενο μας, δηλαδή το κείμενο της αποκάλυψης έχει αυτές τις τάσεις και τις δύο τάσεις και να κατανοήσει τα πάντα ως μια κατάσταση μετά το τέλος της ιστορίας, μια καθαρά αποκαλυπτική προοπτική του κόσμου, είτε να κατανοήσει την ασχατολογία ως κάτι το οποίο λαμβάνει η χώρα ήδη στο παρόν και μέσα στο χρόνο. Και όπου η σωτηρία πλέον και η λύτρωση δεν είναι κάτι το οποίο θα επέλθει, δεν θα υπάρχει αυτός ο κόσμος, δεν θα υπάρχει ο χρόνος και η σημερινή παρούσα κατάσταση, αλλά κατανοεί η προφητεία και η ασχατολογία, αν θέλετε, τη σωτηρία πάντοτε μέσα στον χρόνο και μέσα στην πορούσα στον παρόν τα κόσμο. Και αυτές οι δύο τάσεις είναι που επηρεάζουν, πάρα πολύ μεγάλο θα λέγαμε, πάρα πολύ έντονο τρόπο, τους τρόπους που διαβάζεται η αποκάλυψη ακόμα και στις μέρες μας. Τα τρεις δηλαδή, η προσέγγιση που έχουμε, είτε η καθαρά ανοιγμός αποκαλυπτική, είτε η ασχατολογική μαθηκολογική που σας είπα, είτε ακόμα αν θέλετε η κατανοήση του τέλους του κόσμου ως ένας ολοκληρωτικός τέλος, είτε η κατανοήση του τέλους του κόσμου ως μια μεταμόρφωση. Αυτές λοιπόν οι τάσεις αντικατοχύονται και στις διάφορες εμμονίες που σήμερα δίνονται από διάφορες συστημικές ομάδες στην αποκάλυψη. Και θα πω εδώ ότι κυρίως βέβαια το φαινόμενο αυτό των πολλαπλών εμμονιών της αποκάλυψης και κυρίως κατανοήσης του εισαγωμένου καθαρά αποκαλυπτικού κειμένου, είναι χαρακτηριστικό κύκλων, αλλά για να είμαστε ιλικρινείς υπάρχουν και αρκετές ομάδες, και ως τον ερχόδοξο ενατομή, θα λέγαμε περιθωριακές βέβαια και περιφερειακές στον εκκλησιαστικό χώρο που κατανοούν την αποκάλυψη σε μια τέτοια ακραία λογική απόλυτης καταστροφής και απόλυτης εξαφάνισης ολόκληρης της δημιουργίας και της δημιουργίας της εφάνισης εν τέλος καινούργιου κόσμου. Αυτό βέβαια, και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό επίσης να το έχουμε υπόψη και συνάδει με αυτό που είπα νωρίτερα, ότι δηλαδή το τι ήταν η αφασία σου μόνο σε ερμηνεία, επηρεάζει και το ήθος μας, το τρόπο κατανοούν το παρόν, αυτό φαίνεται λοιπόν στις τάσεις που από εκεί πέρα κρατάμε απέναντι στο περιβάλλον ή αν θέλετε στις τάσεις που κρατούν τέτοιες ομάδες απέναντι στο περιβάλλον, θα πρέπει πρώτα πρώτα να πω, αυτό που είπα και νωρίτερα, ότι όλα αυτά τα κείμενα, είτε τα αμυγνώσια αποκαλυπτικά, είτε αν θέλετε αυτά τα υπόλοιπα κείμενα και κυρίως για τα προφητικά, δεν έχουν σα στόχο πρώτη στα το μέλλον. Ακόμα και στην περίπτωση του αποκαλυπτικού οικημένου, όπως μου είπε το κύριο Δενεσπού το κείμενο του Δανιή, ή το ΑΕΝΟ, ο πρώτος του στόχος δεν είναι να οραματιστούν ένα μέλλον, όπως δεν πρέπει να υπάρχει και αυτό μέσα στην προαπτική, ως ένα κομμάτι της γενικότερης επιχειρηματολογίας και θέσης του κειμένου, αλλά ο στόχος πρώτη στα είναι να κατανοηθεί το παρόν. Να κατανοηθεί γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι σήμερα, γιατί ήταν οι εκλεκτοί του Θεού, γιατί πάντα περί αυτόν πρόκειται υποφέρουν, γιατί πρέπει να βασαμονήσονται, να δώσει εμπίνα στο παρόν. Και κυρίως, και αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον που κάνει από καλή πτυχή, να συνδυάσει στο παρόν, να μάλλον να κατανοήσει το παρόν με τη βοήθεια του παρελθόντος και προσδοκώντας και βλέποντας προς το μέλλον. Αυτή είναι μια πολύ σύνδετη διαδικασία, η οποία δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει όταν διαβάζουμε τέτοια κείμενα. Όταν δηλαδή ασχολούμαστε με κείμενα τα οποία από τη φύση τους είναι δύσκολα, καθώς αναφέρονται σε μια διαφορετική χρονική στιγμή της μέσα στην ιστορία και καθώς χρησιμοποιούν μια γλώσσα, η οποία δεν προσυμβιάζει τη γλώσσα των άλλων κειμένων της Κέννης Διαθήτης. Όπως είδα και πριν, εφόσον τα κείμενα αυτά έχουν σε σκοπό να μας βοηθήσουν να κατανοήσουν το παρόν, αφού θα δημιουργούσουν ταυτότητα. Σκοπό έχουν επίσης να κατασκευάσουν ένα ήθος ή να προβάλουν ένα ήθος, το οποίο αρμόζει στα μέλη της κοινότητας. Και αυτό το ήθος, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη, αφορά σε πολλές περίπτωσες σχέσεις στο περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση και η ερμηνεία που δίνουμε στο τί ακριβώς θα υπάρξει μετά το τέλος του κόσμου καθορίζει αμπολίες και τη στάση μας και την τοποθέτησή μας στο παρόν. Και κυρίως τη στάση μας απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και σε αυτό που ονομάζουμε πιο απλά, περιβάλλον. Έτσι λοιπόν, το πούμε και στο προηγούμενο μάθημα. Όταν πρωιμού κανείς ξεκινά ότι ο κόσμος αυτός θα κατασταθεί, το κατα συνέπειε δεν θα υπάρξει τίποτα από αυτόν τον κόσμο, στην καινούρια κατάσταση που θα έρθει και τα καινούρια κατάσταση συνδέεται αυτόματα με τη λύτωση και την αποκατάσταση, την ένδοξη κατάσταση των μελών της βασιλείας του Θεού, για να είναι των εκλεπτών του Θεού. Έτσι λοιπόν, μια τέτοια τάση οδηγεί μυραία στην τοποθέτηση ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να φροντίζουμε το περιβάλλον. Το είπαμε και άλλες φορές, ένας κόσμος, ο οποίος έτσι κυρίως τα καταστραφεί, δεν υπάρχει λόγος να αισθανόμαστε άγχος για να το συντελίσουμε, να το προσθετεύσουμε. Απέναντίες σε μερικές ακραίες τορκτώσεις μπορεί και η κάθε καταστροφή σε συγκεκριμένες και χριστιανικές κυρίως φορνευμαδιστικές ομάδες να θεωρείται ως ένα καλό σημάδι της έλευσης της βασιλείας του Θεού, καθώς αυτές οι ομάδες κατανοούν την καταστροφή με οποιαδήποτε περιβαλλοντική καταστροφή ως ένα σημάδι της εγκύτητας του Θεού. Άρα, λοιπόν, κάθε καταστροφή μας φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Επομένως, ουσιαστικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ανοιδικό. Και θα θυμίσω εδώ την ερμηνευτική εκείνη προσέγγιση, που ήθελε να διατηρηθεί, αν θυμάστε, στην ερμηνεία της αντίστασης, όπου εκεί υπάρχει η τάση αντίστασης, αντίστασης όχι μονάχα απέδει στον βιβλικό κείμενο για χάρη της οικολογίας ή του περιβάλλοντος, αλλά αντίσταση στην οικολογία και στη συζήτηση για το περιβάλλον για χάρη του βιβλικού κειμένου. Δηλαδή, δεν προηγείται το περιβάλλον, δεν μας ενδιαφέρει τίποτε από όλα αυτά, μας ενδιαφέρει ο λόγος του Θεού, ο οποίος όμως, στην περίπτωση αυτή, δεν κατανοείται παρά μονάχα σε μια αποκαλυπτική προαπτική και μέσα στην προαπτική στο απόλυτο αφανισμού του παράλλοντος κόσμου. Βέβαια, θα πω και πάλι εδώ ότι υπάρχουν και διαφοροποίηση. Δεν σημαίνει ότι θα βρούμε ή τη μία μάνα που περιγράφω τώρα, είτε την άλλη που θα πω στη συνέχεια, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν αρκετά κοινωνιές, ώστε να προχαρούμε σε μια συμπολογία λίγο πολύ των τάσεων, οι οποίες εκδηλώνονται ακριβώς σωρά πάντως στο περιβάλλον με βάση, φυσικά, του τρόπου κανείς το τέλος ή με το πόσο ακραία είναι η αισχατολογία την οποία υιοθετεί με βάση στα δυνάκια κοιλών. Η δεύτερη τάση είναι αυτή η οποία συνδέει την αισχατολογική ελπίδα με τη μεταμόρφωση του παράλλοντος κόσμου. Δηλαδή, θεωρεί ότι ακριβώς κομμάτι αυτής της βίωσης των αισχάτων είναι η μεταμόρφωση του κόσμου ή, θα λέγαμε, η μεταμόρφωση και, οπωσδήποτε, η βελτίωση των σχέσεων των ανθρώπων με την υπόλοιπη δημιουργία. Να θυμίσω εδώ ράμματα μησιανικής φύσης που έχουμε ήδη στην Παλαιά Δηφύγη σε προφοδικά κείμενα και την ελληνική συμβίωση των ζώων ή τη συμβίωση των λαού μεταξύ τους. Αυτές, λοιπόν, είναι πολύ εισαύχησες αισχατολογικές προοπτικές και εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη αισχατολογική ελπίδα, η οποία όμως δεν συνδέεται με την καταστροφή, δεν συνδέεται με τον όλεθρο, με την απώλεια, εικόνες που πολλές φορές έχουμε συνηθίσει και από τον κινηματογράφο, τον αποκαλυπτικού περιεχομένο κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και με αυτά τα λεβδικά κείμενα. Αλλά μιλάμε για μία προοπτική και μία ελπίδα, η οποία ελπίδα όμως χωράει και η κόλληπη δημιουργία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη ότι και αυτό αφήνει πως καταλαβαίνει κανείς πάρα πολλά παράθυρα ανοιχτά για μία εντελώς φιλική, προς το περιβάλλον, στάση των ανθρώπων. Έχουμε δύο τάσεις, κυρίως, οι οποίες στάσεις σήμερα εκδηλώνται με ιδιαίτερη ένδυση πρώτα θα λέγαμε στον αμερικανικό χώρο, όπου έχουμε εκεί ακριβώς πολλές μικρές πρωτεστεντικές κυρίως προέλευσες στις ομάδες, οι οποίες τηρούν μία άλφα στάση απέναντι στον περιβάλλον, είτε θετική είτε αμνητική. Θα μπορούσε κανείς στα κοινωνικά στιγμές στη βιωγραφία να δει σχετική βιωγραφία και να ασχοληθεί με το θέμα. Πέρα όμως από αυτό, εκεί στο δικό μας χώρο, παρόλο που, όπως δείτε, οι θεολογικές υποθέσεις εδώ είναι εντελώς διαφορετικές, ακόμα όμως και εδώ δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί ότι όντως πολλές φορές υπάρχουν ομάδες, οι οποίες υιοθετούν μία πολύ ακραία αισχατολογική προοπτική, υιοθετούν μία ακραία αισχατολογία, η οποία θέλει το παρόλο του κόσμου να παρέχεται και να εξαφανίσει το πύρος, να καταστρέφεται, ώστε μέσα από την κατάστροφή, μέσα από την απώλεια, μέσα από την απόλυτη φορά, να αναδειθεί κάτι καινούριο και αυτό το καινούριο να είναι εντελώς διαφορετικό και να μην έχει καμία σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, να είναι εντελώς αρνητική και κριτική στάση απέναντι στον παρόντα κόσμο, διότι αυτός ο παρόντος κόσμος μπορεί να συμπεριλαμβάνει και ταυτόχρονα μία πολύ, θα λέγαμε, έντονη προσδοκία για έναν εντελώς καινούριο κόσμο, ο οποίος θα είναι απελευθερωμένος οποιαδήποτε φορά και αποτιδήποτε μπορεί να θυμίζει τον παρόντα κόσμο. Επομένως, μια τέτοια προσέγγιση πολλές φορές τους έχει τύχει σε κάποιους από εμάς, να ακούσουμε στην τηλόραση ιεροκύρικες από συγκεκριμένες ομάδες, εχθριστιανικές, έχουν και εδώ στην Ελλάδα, να κηρύττουν ένα τέτοιο κόσμο με αφορμή πάντα του βιβλίου της αποκάλυψης, γιατί όντως, και εδώ είναι κάτι το οποίο πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, το βιβλίο της αποκάλυψης είναι εξαιρετικά δύσκολο και θα μιλήσουν και στη συνέχεια για αυτό και τις δυσκολίες και τη φύση του. Είναι ένα βιβλίο το οποίο κατά καιρούς προκαλεί τη μεγάλη προσοχή και το ενδιαφέρον των ανθρώπων, προκαλεί συζητήσεις, απασχολεί και γίνεται πολύ συχνά ένα κείμενο, ένα πύρινο θα λέγαμε κήρυγμα, κριτικής της κατάστασης, της οποιασδήποτε κατάστασης βιώνει η εκάστου εξαιρετική ομάδα και μια, ας το πούμε έτσι και ένα μανιφέστο, ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση, για έναν κόσμο μελλοντικό που θα είναι εντελώς διαφορετικός από τον παρόμο. Και εν πολλής μια κρίτη προσέγγιση έχει μία λογική και είναι κατά κάποιον τρόπο δικαιολογημένη, με την έννοια ότι και το βιβλίο αυτό όταν γράφτηκε αυτό σκοπό ήθελε να εξυπηρετήσει, ακριβώς να σκίσει μια σκληρή κριτική, σε όλα τα, στην προηγούμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση και να επαγγελθεί έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος κόσμος ωστόσο ήταν ως κόσμος ελπίδας και παρηγοριάς για τους χριστιανούς και τα μέλη της κοινότητας τα οποία υποφέρουν στον πανούσα κατάσταση, η κατάσταση να υποφερμογηθεί το βιβλίο της Αποκαλύψης και υπομένως πως δοκούν ένα καλύτερο μέλλον για μία καλύτερη κατάσταση. Η Αποκαλυπτική είχε αυτή την τάση πάντοτε να αποθέτει τη λύση αυτού του προβλήματος έξω από το χρόνο και τον τόπο, τον παρόντα τόπο, σε μία καινούργια κατάσταση. Είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αποκαλυπτικής και όπως είχαμε πει και σε μαθήματα σχετικά με την Αποκαλυπτική, έχει και μία κοινωνικο ιστορική αιτία, όλη αυτή η τάση είναι ακριβώς κείμενα τα Αποκαλυπτικά κείμενα γενικότητα και στην έδωσή μας και το βιβλίο της Αποκάλυψης Εμπολίας που γεννήθηκαν σε εποχές διωγμού και στεναχώριας και δυσκολίας και πιέσων, όπου η τάση η οποία εκδηλώνεται είναι αυτή της ανέβρεσης μίας ελίσης πέρα από την παρούσα κατάσταση, η οποία θεωρείται ότι είναι αδιέξοχο. Επομένως λοιπόν το βιβλίο της Αποκάλυψης εντάσσεται θα λέγαμε γενικότερα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς όσο να το θεωρούμε αμυγό σε πολυκαλυπτικό, αλλά να αφήνουμε χώρο και για τα προφητικά του στοιχεία. Πραγματικά σημαίνει μια άλλη συζήτηση μεταξύ των ερευνητών, είναι κατά πόσο αυτό το βιβλίο είναι αποκαλυπτικό ή είναι προφητικό. Υπάρχουν επιχειρήματα και για τη μία και την άλλη βιβλία, θα μπορούσε κανείς πολύ απλά να δεχθεί ότι δεν έχουμε έναν ανοιχτότητο τύπο δεδομένου ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο πάντοτε, κάθε κείμενο δηλαδή. Αυτό είναι σχετικό για την αποκάλυψη. Κάθε κείμενο όταν δημιουργείται δεν υποχρετικό να είναι επανομιώτικο με τα προεδομένα, μπορεί να παράγει κάτι οντελώς καινούργιο και εξάλλου χαρακτηστικό των φυλλολογικών ειδών είναι τα κεντροφυλλολογικά λίρδη να δημιουργούνται μέσα από το συνδυασμό προεδομένων φυλλολογικών ειδών ή μέσα στο ίδιο το φυλλολογικό είδος να έχουμε διάφορες παραλλαγές οι οποίες προέρχονται από συνδυασμούς τέτοιου είδους. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν το βιβλίο της αποκάλυψης, όπως είπα, είναι ένα βιβλίο το οποίο είναι τριγάρι. Ένα βιβλίο που προκαλεί, προκάλυσε και προκαλεί και προκαλεί πάντοτε κυρίως σε περιόδους χρήσεως και δισκονίας, όπως είναι για παράδειγμα οι μέρες μας, όπως ήταν η περίοδος του Οικοκρατίας, κατά την οποία γνωρίζουμε το βιβλίο ήταν εξαιρετικά αχατητό και ακριβώς εξαιτίας αυτής της ιδιάζουσας φύσεως του, το βιβλίο την αρχή αντιμετωπίστηκε μακρυπτή προσοχή και επιφύλαξη από την Εκκλησία Ειδημοσφόλους ότι το βιβλίο της αποκάλυψης άργησε να ενταχθεί στον κανόνα και ότι τελικά όταν επικυρώθηκαν με την πεθέκτη σύνοδο οι διάφοροι κανόνες διεύτερο κατάλογοι δηλαδή των κανονικών βιβλών της Καινής Διαθήκης, επικυρώθηκαν ταυτόχρονα και κανόνες οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν την αποκάλυψη και κάποιοι άλλοι πήγαν από πίσω. Το μίλος καταλαβαίνει δηλαδή ότι ήδη και σε εκείνη την εποχή η Εκκλησία είχε την πλήρη συνείδηση αυτής της αφήσιμης θα λέγαμε, στάσης απέναντι στο βιβλίο της αποκάλυψης και αυτής της μάλλον επιφυλακτικής στάσης απέναντι σε αυτό το βιβλίο. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τελικά το βιβλίο να ενταχθεί μέσα στον κανόνα, αντιμετωπίζοντας με μεγάλη προσοχή ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και δεικτικό ακριβώς της ιστορίας που προηγείται μέχρι το βιβλίο αυτό να ενταχθεί στον κανόνα της Κιανής Διαθήκης είναι το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό δε διαβάζεται στην Αρθοδοξία, στην Ατωλική Εκκλησία, σε καμία από τις ακολουθίες ακριβώς γιατί όταν διαμορφόνταν τα αναγνώσματα της Εκκλησίας αυτό το βιβλίο ακόμα ήδη σε μια θα λέγαμε αρκετά αμφίβολη θέση, δεν ήταν ακόμα πόλτα βέβαιο αν θα έπρεπε να γίνει αποδεικτό και να ενταχθεί μέσα στον κανόνα ή όχι. Το βιβλίο αυτό όπως είπα και πριν είναι ένα δύσκολο βιβλίο και ένα βασικό χαρακτηριστικό του είναι ακριβώς ότι τόσο αισχατολογικός χαρακτήρας αλλά τόσο ακραίος ασχολοτολογικός του χαρακτήρας, από την αρχή προκάλεσε την επιφύλαξη των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέων. Οι οποίοι μάλιστα συνιστούν προσοχή κατά την ανάγνωσή του και βίχνουν και εποπερίοδοι που υπάρχουν κείμενα τα οποία αποτρέπουν την ανάγνωση της Αβουκάλιψης ή τουλάχιστον απαιτούν μια πιο προσεκτική, μια πιο επιφυλακτική ανάγνωση. Και πίσω από αυτή τη συζήτηση κλείβεται ένα ευρύτερο πρόβλημα, το οποίο απασχολεί την Εκκλησία ήδη από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα και αυτό είναι το πρόβλημα της ασχολογίας, το πρόβλημα του τέλους. Είπαμε και όλες και αυτό είναι σημαντικό ότι μία από τις κατηγορίες, ας το πούμε έτσι, κατηγορίες οι οποίες ακούστηκαν, της βάσης του χριστιανισμού και μάλιστα σε σχέση με τη στάση που τύρισε απέντη στο περιβάλλον, ακριβώς η έντονη ασχολογία, την οποία εκφράζουν πολλά από τα κείμενά του και ήταν και χαρακτηριστικό, και είναι χαρακτηριστικό ακόμα αν θέλετε, από όλων οι χριστιανικοί ομάδοι. Και είναι γεγονός βέβαια, αναντήρητο, ότι η ασχολογία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του χριστιανικού κηρύματος. Βέβαια ακόμα και αυτή είναι ένα σημαντικό κομμάτι, αλλά όχι ανεξάρδετη από την πραγματικότητα που λέει ότι, που λέει η σωτηρία δια του Ιησού Χριστού. Δηλαδή η ασχολογία δεν είναι περσέ ένα μέγεθος, ή αν θέλετε αίσχατα, ένα μέγεθος το οποίο είναι ο αυτοσκοπός του χριστιανού, αλλά συνδέεται αυτόματα με την εποχή όπου θα έρθει, θα πέθανε το τέλος, ας πούμε, οποιασδήποτε κατάσταση, τυρανή, ας πούμε, ταλαιπωρή, τον άνθρωπο. Και επομένως, από αυτήν την έννοια, συνδέεται αυτόματα και με τη Βασιλεία του Θεού, συνδέεται αυτόματα με τους σωτηριώδες του Θεού στην Ανάσταση και ούτω κάτω εξής. Δεν μπορεί καμία αφιβολία από εμένα ότι οι πρώτοι χριστιανοί είχαν αναπτύξει μία βεβαιότητα πως το τέλος του κόσμου είναι πάρα πολύ κοντά, είναι εγγύς. Βέβαια εδώ, ακόμα και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, διαβάζοντας τα κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει ότι υπάρχει μία εξέλιξη στον τρόπο που κατανοείται αυτό το τέλος και η εγκύτητα αυτού του τέλους. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα τα κείμενα μας παρουσιάζουν την ίδια βεβαιότητα, ούτε μπορούμε να πούμε ότι και αυτή η βεβαιότητα, όταν εκφράζεται, εκφράζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, τι ήθελα να πω. Είναι γεγονός ότι πολλά κείμενα της Καινής Διαθήκης αφήνουν να εννοηθεί, το λέει και πολύ ξεκάθερα, όπως συνέσουν για παράδειγμα οι πρώτες επιστολές του Παύλου, ότι το τέλος είναι κάτι σύγχρονο και ότι θα έρθει μάλιστα ήδη την εποχή που γράφονται τα κείμενα. Δεν διαβάζοντας κανείς την άνθρωπος της Αναδικής ή την άνθρωπος Πορθίου στο Αποστόλου Παύλου, έχει την βεβαιότητα, την οποία μαζί την εκφράζει και ο Λοσοφός του Λοσεδικά, ότι το τέλος όχι μόνο είναι κοντά, αλλά το τέλος είναι βεβαιό. Είναι βέβαιο, είναι κοντά και είναι ακόμα κάτι το οποίο θα το ζήσουν τόσο ο Παύλος όσο και οι αναγνώσεις του. Αν διαβάζουμε πώς περιγράφει για παράδειγμα στην Άλφα της Αναδικής, την έλευση του Κυρίου, αυτή η έλευση του Κυρίου, η περιγραφή μάλλον είναι στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο εμείς, που σημαίνει και θεωρεί ότι ήδη εμείς που θα είμαστε ακόμα ζωντανοί, θα είμαστε ζωντανοί, αλλά το ποντεί πάρα πολύ κοντά. Και την ίδια ακριβώς τάση εκφράζει και στο διβλίο και στην Αγαπησκοριθείου, σε κοίτα με λίγο πιο έντονα, γιατί και το λέει και ρητά, ότι εγώ πιστεύω ότι δεν θα έχουμε πεθάνει μέχρι το τέλος. Οπωσδήποτε βέβαια καταλαβαίνουμε ότι μία τέτοια αισχατολογική προοπτική πειράζει πάρα πολύ τον τρόπο σκέψης των χριστιανών, αλλά θα ήταν αναγκαίο να δούμε τι ακριβώς είναι αυτή η αισχατολογία. Οπωσδήποτε, και πάλι θα πω, υπάρχουν διάφορες τάσεις και από χρόνους μέσα σε αυτήν την γενικότερη αισχατολογική αποπαραδογία και προσμονή. Και είναι πρώτα απ' όλα απαραίτητο να έχουμε υπόψη και να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην αισχατολογία και την αποκαλυπτική μία διάκριση την οποία ήδη ανέφεραν νωρίτερα. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι θα ακυρώσουμε τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα των κείμενων. Ούτε μπορούμε να ακυρώσουμε, αν θέλετε, και την αποκαλυπτική διάθεση η οποία χαρακτηρίζει πολλά από τα κείμενα του Παύλου. Όμως και εδώ, πάλι, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι το τέλος. Δηλαδή, οπωσδήποτε ο Παύλος αλλά και άλλοι εσυγγραφείς της Καινής Διαθεκής υιοθετούν αποκαλυπτικά στοιχεία δεν θα μπορούσαμε όμως ποτέ να πούμε ότι τα κείμενά τους είναι αμυγώς αποκαλυπτικά. Υπάρχει ένας αποκαλυπτικός τόνος, θεωρώ όμως ότι υπάρχει με σκοπό κυρίως και πρώτη στιγμή να τονίσει ακριβώς αυτήν την έντονη αισχατολογική προσδοκία και αυτή η προσδοκία δίνει ποιότητα στο παρόν των χριστιανών. Και αυτό γιατί η προσδοκία αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι για τους χριστιανούς τα αίσχατα ήδη έχουν αρχίσει. Και εδώ είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ αποκαλυπτικής και αισχατολογίας όπου η αποκαλυπτική τοποθετούν το τέλος του κόσμου, τη διαφορά, την αλλαγή, αν θέλετε σε μια εποχή μετά από το δικό μας κόσμο, έξω από το δικό μας κόσμο ενώ αντίθετα η αισχατολογία θεωρεί ότι αυτή η αλλαγή, αυτή η μεταμόρφωση αρχίζει ήδη τώρα εδώ. Και αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο. Είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να το έχουμε, να το παραγνωρίζουμε όταν ελετάμε κοινωνά πως είναι η αποκάλυψη ή αν θέλετε και άλλα αποκαλυπτικά κείμενα που έχουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη. Άρα λοιπόν αισχατολογία και αποκαλυπτική είναι αναφυσβήτα δύο έννοιες και δύο, ας το πούμε έτσι, τάσεις οι οποίες ναι με παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία, ταυτόχρονα όμως διαφορετούνται και κατά πολύ μεταξύ τους. Το τρίτο που πρέπει να έχουμε υπόψη όταν μιλάμε για την αισχατολογία είναι ο έννοιος ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Σαφώς το κέντρο είναι ο άνθρωπος, το όπως το είπα εγώ, ότι τα αποκαλυπτικά κείμενα μας, γενικότερα τα αποκαλυπτικά μας κείμενα, έχουν έναν ανθρωποκεντρισμό, ένα έννοιον ανθρωποκεντρισμό. Οι ανθρωποκεντρισμούς τους πάντοτε δεν είναι το ίδιο έντονος, υπάρχουν πάρα πολλές φορές που μειώνεται και μετριάζεται, κυρίως όπως είχαμε δει, για παράδειγμα, σε κείμενα σαν, τι λέγαμε, αυτοτηρωμένους οχτώ ή σαν γλωσσαΐς ή ακόμα αν θέλετε και στην περίπτωση της Β' μετριάζεται με τη δαναφορά στον Θεό του, στον Κύριο Ιησού και με τη μετατόπιση του κέντρου Β' σε κάποιες περιπτώσεις στην ίδια την οικογένεια και όχι τόσο μόνο στον άνθρωπο. Υπάρχει ο ανθρωποκεντρισμός, όμως ο ανθρωποκεντρισμός αυτός δεν είναι υποκριτικό πάντοτε για να χρησιμοποιήσω το λόγο του πατριάρκου να είναι ανθρωποκεντρισμός, αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι ένας καθαρά εργαλιακός ανθρωποκεντρισμός, με την έννοια ότι ο άνθρωπος κατανοείται ως το μέσο και ως η γέφυρα και ο τρόπος μέσα του οποίου η άνθρωπη υπόλοιπη δημιουργία μπορεί να ξαναφτάσει στο δημιουργό της και να αποκατασταθεί η σχέση της με αυτών οι οποίες είχαν διαταραχθεί εξαιτίας των επιλογών του ανθρώπου. Όλο το παραπάνω λοιπόν, το γεγονός ας πούμε ότι υπάρχει βεβαιότητα της ασχατωμένης των ασχάδων, το γεγονός ότι μέσα στα κείμενά μας συναντούμε έναν αποκαλυπτικά στοιχεία αλλά ταυτόχρονα είναι έντονα ασχατολογικοί, ασχατολογικός ο τόνος και είπαμε πιο πριν τη διαφορά μεταξύ αποκαλυπτικής και ασχατολογίας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ναι με παραμένουν ανθρωποκεντρικά, όχι πάντοτε όμως με κέντρο θα λέγαμε κατά ένα φιλμιστικό τρόπο τον άνθρωπο, αλλά με τη λογική του άνθρωπος ο ίδιος πολλές φορές θεωρείται και κατανοείται ως το μέσο για την κατάκτηση από την υπόλοιπη δημιουργία της σωτηρίας και τη μετάβασή της τη δόξα και χαρακτηθώ πάλι παράδειγμα από τη γεγονός αυτό. Μετάς λοιπόν από τα προηγούμενα τί θα ήταν μεγάλο ερώτημα. Κατά πόσο μπορεί η χριστιανική ασχατολογία να συμβάλει σε μία θετική και όχι σε μία αρνητική στάση προς το περιβάλλον. Ας θυμηθούμε εδώ τον Νί Λουάιτ, ο οποίος μας έλεγε ότι κατά πάσα από τη νότα η χριστιανική ασχατολογία δεν μπορεί να μας οδηγήσει με τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να μας οδηγήσει ή δεν μας οδηγήσει ως τώρα σε μία φιλική προς το περιβάλλον κατάσταση. Όμως είναι υποχρόςή μας να δούμε αυτήν την ασχατολογία, γιατί εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να νοηθούμε στα κείμενά μας. Είπαμε ότι οπωσδήποτε τα βιβλικά μας κείμενα έχουν τα όρια αυτούς και εδώ είναι ακόμα ένα σημείο στο οποίο δοκιμάζουμε αυτά τα όρια. Από την άλλη μας μεριά η δοκιμία αυτών των ορίων δεν μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε ή να αποσιοπίσουμε το γεγονός ότι δεν μπορούμε να είμαστε. Μπορούμε να αποποιηθούμε ένα κομμάτι πράγματος μας και να δούμε ότι το δεχθούμε. Με όποια προβλήματα αυτόν μπορεί να δημιουργήσει και δημιουργεί. Αυτό είναι μία ίσως τάση που τυρίθηκε από ορισμένες ομάδες. Δεν μπορούμε σε καμία εκκληπτωσία να αρνηθούμε τα κείμενα μας τα ίδια. Είναι αποκαλυπτικά. Υπάρχει λοιπόν ένα μεγάλο εμνευτικό πρόγραμμα με την εσκατολογία. Πώς θα πρέπει να την κατανοήσουμε? Για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε, οι διάφορες θεοικές ομάδες ή αν θέλετε διάφορες εμμονίες που δόθηκαν σε αυτήν την εσκατολογία, αυτού του εσκατολογικού περιοχόμου του κειμένου, το οποίο είπαμε είναι αδιαφυσβήτητο, αδιαφυσβήτητο. Έχουν λοιπόν εκφραστεί διάφορες τάσεις και διάφορες προτάσεις έχουν διατυπωθεί όσον αφορά την κατανοήση της εσκατολογίας. Η μία λοιπόν είναι αυτή που κυρίως η οφή στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ότι η αιώνια ζωή είναι εδώ και τώρα. Θυμάστε ότι στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αντί για την Βασιλεία του Θεού, η οποία έχει μια διαφορετική, αλλά όχι απόλυτα διαφορετική προοπτική, στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο σηγραφές ο Ευαγγελιστής προτιμά κυρίως να χρησιμοποιεί τον όρο αιώνια ζωή και όχι η Βασιλεία του Θεού και να τονίζει ακριβώς την παρουσία μέσα στο παρόν των αγνοστών του αυτής της αιώνιας ζωής. Λοιπόν, για τον Ιωάννη και για όσους ανήκουν σε αυτόν τον Ιωάννη ο κύκλο, η παρούσα ζωή είναι ο χώρος εκπληρώσης των αισχατολογικών προσδικιών. Αυτή αισθεί η αιώνια ζωή, είναι γινός που σήλθε το μόνο αληθινό Θεό και αναπέστει να ζήσει ο Χριστός, όταν δεν αφήνει προοπτικές για το μέλλον, αλλά ήδη μεταφέρει αυτήν την αιώνια ζωή στο παρόν και ή ας την θυμάσουμε λίγο αργότερο, ο πιστεύονης εμέγε κέκοκε. Ο Ιωάννης δηλαδή, ο οποίος πιστεύει σε εμένα, έχει δικαιωθεί μεταφέρτος λοιπόν το βάρος από ένα μέλλον στο παρόν. Ωστόσο βέβαια, ακόμα και μια τέτοια θεώρηση μπορεί να αφήσει μια προοπτική για τη μελλοντική, για μια μελλοντική εκπληρώση, ή επλήρια αποκάλυψη, αν θέλετε, της αιώνιας ζωής. Λοιπόν, δηλαδή, στον Ιωάννη, κάποιος που διαβάζει τον Ιωάννη, το Πατριάν Ευαγγέλιο, μπορεί να διακρίνει αυτό το πράγμα που λέω τώρα, ότι όντως, σαφώς, η αισχατολογία μεταφέρεται στο παρόν, η βαρύτα δύναται στο παρόν, γιατί για τον Ιωάννη εδώ κρίνονται όλα, εδώ αποφασίζονται όλα, και από τη στάση που τηρεί κάποιος απέναντι στο Θεό και στον Ιησού Χριστό, ποιος είναι ο Ιωάννης που τον απέστει, από αυτό κρίνεται και το μέλλον, ωστόσο αυτό από μόνο του δεν καταλεί απόλυτα την ύπαρξη και μιας μελλοντικής προοπτικής, δηλαδή αυτή την προσδοκία για να οριστικό, μια οριστική μελλοντική αποκατάσταση και εντοξικά ύπαρξη των αγαπητών τέχνων του Θεού. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη. Λοιπόν, μια τάση ή αυτή είναι μια εγνωστική στάση απέναντι στο πρόγραμμα της σχατολογίας. Μια πιο απλή στάση είναι εκείνη που δεν δείχνει καμία σχατολογία, θεωρεί ότι δηλαδή δεν τίθεται λόγος σχατολογικής προσδοκίας, δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, ακυγόρωνει οποιασδήποτε προσδοκία και μεταφέρεται πάνω μέσα στην εγκόσμη συνάφια τους, ό,τι και όλα αυτά, που καταλαβαίνουμε ότι αυτό βέβαια ο στάσης ουσιαστικά αγνοεί μια πληθώρα κειμένου της Καινής Διαθήκης και καταργεί ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο το δεσχατολογικό χαρακτήρα τόσο του αρχαίου ομοσθιασμού όσο και της υπόλοιπης, εκεί των υπόλοιπων φάσεων της αστυνομικής εκκλησίας. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη τάση αυτή που υιοθετεί θα λέγαμε ένα αποκαλυπτικό μοντέλο όσον αφορά την ασχατολογία, αυτό που είπαμε πιο πριν ότι έχουμε μια ασχατολογική με προσδοκία, αλλά με έντονο αποκαλυπτικό χαρακτήρα με τον τρόπο που περιγράψαμε την αποκαλυπτική νωρίτερα. Αυτές λοιπόν οι τάσεις είναι τάσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν και διατυπώθηκαν μέσα από διάφορα κείμενα των παλαιότερων περίοδων της θεολογικής ερμηνείας κειμένων όπως είναι η αρχακάλωψη. Και παρά, όπως δούμε τώρα τους έχουν και τα δύναμα στοιχεία και τα δυνατά τους ιδεία, είπαμε ήδη στην πορεία μιλώνοντας κάποια από αυτά, υπάρχει και μια νεότερη τάση, η οποία είναι νομίζω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θεωρώ ότι θα μπορούσε να μας λύσει αρκετά από τα προβλήματα που έχουμε όσον αφορά την αισχατολογία. Και αυτό είναι η πρόταση που γίνεται από ορισμένους αρνηνετές, η γλώσσα του Ιησού, η αισχατολογική γλώσσα του Ιησού, να κατανοηθεί σε μία θα λέγαμε συμβολική και μη κυριολεκτική προοπτική και αντίληψη του τέλους, όπου το τέλος πλέον παρουσιάζεται με ένας κοσμική καταστροφή, αλλά αυτή η κοσμική καταστροφή πρέπει σε ένα πολύ μεγάλο μέρος να κατανοηθεί, στον τόπο τουλάχιστον περιγράφεται, σε έναν ενεταφορικό και έναν συμβολικό επίπεδο. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, ως πρόταση, το να δούμε δηλαδή όλες αυτές τις περιγραφές, όχι σαν κυριολεκτικές περιγραφές, αλλά ως μία θα λέγαμε μεταφορική γλώσσα που θέλει να περιγράψει μία κατάσταση η οποία θα επικρατίζει κατά τη τελευταία φάση της ζωής αυτού του κόσμου. Και νομίζω ότι μας βοηθάει πάρα πολύ μία τέτοια ερμηνεία ή μία τέτοια θεώρηση στο πρόβλημα που έχουμε όσον αφορά την αισχατολογία και το περιβάλλον. Αν λοιπόν κατανοηθούν όλα όσα λέγονται και όσα περιγράφονται σε μία τέτοια προαπτική ή ενός εμβολικού και μη κυρολεκτικού λόγου, τότε φυσικά είναι ανόητη η θετική εκτίμηση κάθε καταστροφής του περιβάλλοντος, γιατί ακριβώς δεν οδηγεί πουθενά αυτή η θεώρηση και δεν έχει και την στήριξη σωστικά μέσα στο διβλικό κείμενο, το οποίο συνήθως βλέπετε χώρος επικαλείται, απέρναντίως το διβλικό κείμενο δεν αφήνει χώρο για κάτι τέτοιο, όταν μάλιστα κατανοείται όπως είπα και πριν σε μία καθαρά συμβολική και μη κυρολεκτική προαπτική. Και αυτή επίσης η τοποθέτηση που βλέπει το τέλος του κόσμου έτσι τουλάχιστον όπως περιγράφεται μέσα στην Καινή Διαθήκη και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στον Πινή Διαθήκη και στην Αποκαλυπτικά Κοινή του Αρχαίου, μας βοηθά να προσεγγίσουμε με διαφορετικό τρόπο τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στην υπόλοιπη βημιουργία και μάλιστα υπό το φως της αισχατολογίας. Θα λέγαμε δύο τάσεις για το συγκαιρασμό της επιστήμης και της θεολογίας όσον αφορά το τέλος του κόσμου. Σαφώς και η επιστήμη σήμερα μιλά για το τέλος του κόσμου, βιοησικά μιλάνε μία πολύ διαφορετική λόσα, χρησιμοποιεί μια διαφορετική περιγραφή, αλλά θα λέγαμε από αυτή την άποψη ότι και ο λόγος της επιστήμης στην προκειμένη περίπτωση ομοιά προσυδιάζει εκεί το βιβλικό κειμένο με την έννοια δηλαδή κυρίως αυτός, τον τρόπο που περιγράφει την καταστροφή του κόσμου. Σύμφωνο με την κάθε ιντάνερη, η οποία σχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα του τέλους του κόσμου και με τα έσκατα και κυρίως με τον τρόπο που θα πρέπει να παντρευτεί η θεώρηση της επιστήμης με εκείνη της θεολογίας, σύμφωνο με εκείνη, η δημιουργία του κόρου που ονομάζεται κόσμος είχε ο σκοπός μάλλον να δημιουργήσει έναν χώρο για την παρέγωση του θεού και κυρίως αυτό το τέλος δημιουργεί αυτή η προσδοκία για το τέλος, αφήνει έναν χώρο στη συνέχεια ακριβώς για να συνεχίσει αυτός ο θεός και αφήνει πάντοτε ευεργατικά και με σωτριώδη τρόπο και φυσικά προς όφελους πάνω από τη δημιουργία στο συνολό του σωτημόνου του ανθρώπου. Το δεύτερο στοιχείο που το γνήσει η Κάδη Φάνη και το οπίζουμε νομίζω είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πολλές φορές μας διαφεύγει όταν συζητάμε για κείμενα αισχατολογικά είναι ότι θα έπρεπε η αφήγηση ή αφηγήσεις αν θέλετε για το τέλος του κόσμου να αντιμετωπιστούν με τέτοιο τρόπο που αντιμετωπίζεται και η ιστορία της δημιουργίας. Βέβαια αυτό είναι μεγάλη περιπέτεια στο χώρο της θεολογίας ότι ταλαιπωρημένη μέσα από μια σχολαστική αγγίλωση στην καταγράμμα και κυριολεκτική καταγνώηση της βιβλικής ιστορίας, βιβλικής αφήγησης για τη δημιουργία ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση με τις φυσικές επιστήμες, σε βασικές αρχές ή βασικές θεωρίες και θέσεις της ήδημης επιστήμης, κάτι το οποίο οπωσδήποτε ήταν ανευουσιαίες και το οποίο δεν εστηριζόταν και φυσικά σε μια ορθολογική αν θέλετε και σε μια κατημαϊκή κατανοήση της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς. Και είναι επίσης γνωστό ότι ακόμα και σήμερα σε περιοχές όπως είναι σύνομισα χώρες, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μια επιφύλαξη απέναντι στο λόγο των φυσικών επιστημών περί δημιουργίας με αποτέλεσμα να μιλάμε σήμερα για το έξυνο, το ευθεία σχέδιο της δημιουργίας, να απαγορεύεται η δασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης στα σχολεία και ούτω καθεξής. Σε κάθε περίπτωση αυτό που λέει κάθε ντάντερ είναι σωστό, ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την ίδια λογική που ξεκινάμε στις γενικότερες, τουλάχιστον στους ευρύτερους οσθενικούς κύκλους, όταν διαβάζουμε την βιβλική αφήγηση για τη δημιουργία, όπου αυτή η αφήγηση δεν κατανοείται πρώτα στα κυριολεκτικά, γιατί ακριβώς ο χαρακτήρις στην αρχή κατανοήθηκε ως καθαρά συμβολικός. Το κυγλώσε είναι μεταφορική και δεν πρέπει ποτέ να κατανοηθεί σε μια κυριολεκτική διάστηση. Αυτό είναι κάτι το οποίο έχει οθετηθεί και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μέσα από ένα, όπως είναι του Νίκου Ματσούκα ή του Δέτρο Πολίτη, υπέρ γάμους Ιησού, αλλά και άλλων εκλεκτών ορθόδοξων θεολόγων. Είναι κάτι το οποίο ιδιαίτερα τονίστηκε και στην ορθόδοξη θεολογία, ότι ο λόγος θεολογίας και ο λόγος του βιβλικού κειμένου είναι σαφώς μεταφορικός και επομένως αυτό μας αποτρέπει ο οποιαδήποτε κυριολεκτική κατανοήση της δημιουργίας. Αυτό άνοισε και δημιούργησε χώρο, ώστε να αναπτύχθουν εγώνιμες σχέσεις, διαλόγου μεταξύ θεολογίας και επιστήμης κάτω από το οποίο το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αυτό που τονίστηκε και συνέχεια τονίζεται είναι ότι πρέπει να βρεθεί ένα τέτοιο μοντέλο συνάντησης, θα λέγαμε και διαλόγου μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστήμων, όπου ούτε οι φυσικές επιστήμες τα ακυρώνονται, κάτι το οποίο πολύ υπέστησαν οι φυσικές επιστήμες μέσα στους θεολογικούς τύπους σε παλαιότερες δεκαετίας, ούτε όμως από την άλλη μεριά θα πρέπει ο κόσμος να χάσει δηματική του διάστηση, γιατί ακριβώς αυτό είναι βασικό σημείο έμφασης στη θεολογία και είναι κάτι το οποίο οι επιστήμες φυσικές ακριβώς επειδή είναι έξω από το χώρο του επιστητούτους δεν μπορούν να το κατανοήσουν και σε κάποιες περιπτώσεις επίσης το ακυρώνουν χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος. Αυτό λοιπόν έγινε στο χώρο της αφήγησης δημιουργιές. Αφήγησης δημιουργιές κατανοήθηκε ως μια μεταφορική αφήγηση, η οποία σαν στόχο είχε να τονίσει ακριβώς την ευεργετική και σωτριώδη παρέμβαση του θεού μέσα στον κόσμο και τη δημιουργία και εξάρτηση όλου του κόσμου το δημιουργό της, ταυτόχρονα να δείξει και την προοπτικία του κόσμου που είναι ακριβώς η τελείωση. Επομένως και φυσικά για να πω και όλες από πολύ νωρίς για την Αρχαία Εκκλησία, νίστηκαν οι ανθρωπομοφισμοί, ανθρωπομοφισμοί αυτής της δημιουργικής αφήγησης, αφήγησαν με χέρια, αφήγησαν με ανθρώπους να χαρακολουθούν, γιατί ακριβώς είναι τα εργαλεία κατανόησης και περιγραφής τα οποία είχε στην αδιάθεσή του άνθρωπος εκείνη την εποχή. Αν λοιπόν αυτό ισχύει για τη λεγόμενη πρωτολογία, δηλαδή για τη δημιουργία του κόσμου, κάτι ενδύστοχο θα πρέπει, αυτή είναι η πρόταση της Στάνερ και θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική, θα πρέπει να υιοθετηθεί και για την αφήγηση περί του τέλους του κόσμου. Γιατί δηλαδή θα πρέπει ενώ στην περίπτωση της δημιουργίας αυτή να κατανοείται έτσι, ως μεταφορική και συμβουλική περιοχή, ενώ στην περίπτωση της κατολογίας να έχουμε μια πολύ πιο, θα λέγαμε, κυριολεκτική κατανοήση του κειμένου. Και επομένως μία τέτοια μη κυριολεκτική κατανοήση είναι σημαντική και θα πρέπει να συμπεριαστεί και με ένα άλλο πράγμα, ότι δεν θα πρέπει η βαρύτητα, σε αυτή την περίπτωση, να βρίσκεται στον κόσμο του μέλλον. Δεν είναι δηλαδή, όπως είπα και πριν, η σημασία, και αυτό είναι κάτι που πολλές φορές το παραγνωρίζουμε ή το υποβαθμίζουμε όταν συζητάμε για αποκαλυπτικά κείμενα, δεν είναι η βαρύτητα του μέλλον, η βαρύτητα είναι στο παρόν. Λοιπόν, δεν θα πρέπει κι εμείς να ακολουθούμε μία τακτική όπου το μέλλον είναι εκείνο που έχει το κέντρο βάρος, αλλά εδώ η βαρύτητα βρίσκεται στον κόσμο στην ολότητά του. Ο κόσμος κατανοείται μέσα σε μια συνολική θεώρηση ως αρχή και τέλος και κατανοείται ως ολότητα μέσα ακριβώς, όχι μόνο σε σχέση προς τις δημιουργικές δυνάμεις του Θεού, όχι ως προς τη δημιουργία μοναχά, αλλά ως προς τη σωτηρία του ακόμα και υπομένως ως προς τη σωτηρία του, ως προς την αισχατολογία. Και με απλά λόγια θα πρέπει να κατανοηθεί αυτός ο κόσμος ταυτόχρονο ως αρχή και τέλος, να κατανοηθεί ως ολότητα και ως ολότητα πλέον να αξιοποιηθεί και αυτή η καταγνώση αφούς μπορεί να αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο που διαβάζουμε τα αποκαλυπτικά και σχετολογικά κείμενα, και δεύτερον κατά πολύ μπορεί να μας βοηθήσει να επαναμορφώσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας τα παιδιά στο περιβάλλον. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική, κατά τη γνώμη μου, τοποθέτηση της Στάνερ, η οποία πραγματικά βάζει τα πράγματα σε μια διαφορετική προοπτική και λέει το αυτό που είπα και πριν, το απόλυτα αυτονόητο, ότι γιατί όταν μιλάμε για τη δημιουργία σήμερα λίγο πολύ οι περισσότεροι θεολόγοι συμφωνούμε, ότι πρόκειται για έναν λόγο μεταφορικό, για έναν λόγο που δεν πρέπει να κατανοηθεί κυριολεκτικά, δεν θα περαιόσουν οι έξι μέρες της δημιουργίας να κατανοηθούν ως έξι, ως τετρά, όλα δεν πρέπει να θεωρήσουμε, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως ανθρωποβολισμό το ότι ο Θεός πήρε χώμα και έφτιαξε τον άνθρωπο του, και ούτε καθεξής, και ενώ λοιπόν ακολουθούμε αυτή την τακτική όσον αφορά την αρχή του κόσμου, δεν έχουμε την ίδια στάση όταν μιλάμε για το τέλος, αλλά δίφτα εκεί με έναν εναξίγητο τρόπο κατανοούμε τα πάντα στην κυριολεκτική τους σημασία. Κι επομένως καταλώνουμε ότι όντως το τέλος του κόσμου ταυτόχρον σημαίνει μία καταστροφή απόλυτη και πλήρη και μία εξαφάνιση αυτού του κόσμου κάτι το οποίο σήμερα η επιστήμη δεν το υποστηρίζει απόλυτα, δεν υπάρχουν διάφορες στάσεις με το τέλος του κόσμου και επομένως δεν θα έπρεπε ίσως να είμαστε και τόσο απόλυτοι όταν συζητάμε και όταν περιγράφουμε αυτό το τέλος. Σε αυτήν την θέση της Στάνερ, η οποία θεωρώ την εξαιρετικά αξιολογή και η οποία θέτει τα πράγματα σε μία πολύ σωστή προαπτική, το οποίο σημαίνει να προσθέσει δύο πράγματα τα οποία σχετίζονται άμεσα και με την αισχατολογική μεταμόρφωση του κόσμου αλλά και με την αντιμετώπιση και θεώρηση του κόσμου ως μία ολότητα, ως ένα σύνολο που ο Θεός θεωρείται όχι μόνο από τις δημιουργικές του δυνάμεις αλλά και μέσα από τις οπειρόδους του ενέργειες. Και αυτή είναι η διπλή πρόταση της αυθόδοξης θεωρολογίας, την οποία μιλήσαμε ήδη στα πρώτα μας μάθηματα και είναι, από τη μία μεριά, η λειτουργική κατανόηση του κόσμου και η ευχαριστιακή εμπειρία. Έχουμε μιλήσει και κανείς ο οποίος, ας το πούμε, έτσι γνωρίζει τα κείμενα του Μητροπολίτη, Περγάμβου Ζιφιούλα, ξέρετε ότι αυτό ήταν μία πρόταση, η λειτουργική του, όπου ο κόσμος κατανοείται εν ευχαριστία, ως ένας κόσμος ο οποίος δημιουργείται και να δημιουργείται και προσφέρεται, ή αλλιώς αναφέρεται, όπως λέει ο ίδιος, χρησιμοποιώντας τη λειτουργική γλώσσα στο Θεό, ώστε αυτός να το μεταμορφώσει, να του δώσει νέο περιεχόμενο και νέα προοπτική. Έτσι λοιπόν, έχουμε μία δημιουργία, η οποία εδώ αποκτά και μία προοπτική του τέλους, μία αισχατολογική προοπτική, και από την άλλη, δημιουργείται το σχετικό ήθος, για το οποίο έχουμε μιλήσει και άλλη φορά, όπου είναι ακριβώς μία πολύ συνετή και εγκρατής στάση απέναντι στο περιβάλλον, ένα περιβάλλον το οποίο ταλαιπωρείται κυρίως από την αλόγη στην διαχείρισή του, εκ μέρους των ανθρώπων, και κυρίως από την άπλυστη καταδυνάστευσή του, περιβάλλον του ζωμού. Επομένως, ευχαριστιακή από μια μία εμπειρία και ευχαριστιακή, αν θέλετε, αναφορά της δημιουργίας. Και από την άλλη μία, και το σχετικό ήθος, ως τρόπο στάσης απέναντι στο περιβάλλον, θα μπορούσαν να συντεριαστούν με τη θέση της κάθε μέρα και να προτείνουν ένα μοντέλο, ακόμα και για την Ορθόδοξη Μοιευτική, η Ορθόδοξη Μοινιά Συγνώμη, το οποίο είναι και αποδεκτό, είναι και μέσα στην ευρύτητα που παρέχει η Ορθόδοξη θεολογική σκέψη, και από την άλλη μεριά μπορεί όμως να δώσει και μία προοπτική στις σχέσεις ανθρώπου και περιβάλλοντος. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε με απλά λόγια ότι εδώ, αυτή ακριβώς η αναφορά του κόσμου μέσα από την ευχαριστία, ουσιαστικά ενμώνει ξανά ολόκληρη τη δημιουργία με τον δημιουργό της και μάλιστα εδώ κατανοείται πάλι η δημιουργία στην ολόκλητά της, όλος ο κόσμος είναι παρόν, όλος ο δημιουργημένος κόσμος ο οποίος αποκτά μία ισχατολογική προοπτική, καθώς γνωστόν η ευχαριστία θεωρείται ως ένα κατεξοχήν ισχατολογικό γεγονός μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Επομένως, περνώντας τα κείμενά μας και περνώντας τα κείμενα όπως αυτά της Ακοκάλυψης, που μιλάνε για ολοκληρωτική καταστροφή και τα οποία επανέρχονται και μιλάνε στη συνέχεια για ένα καινούργιο κόσμιο, για μια καινή γη και μια καινή θάλασσα και ένα καινό ουρανό, δηλαδή καινούργια όλα, περνώντας λοιπόν σε αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε έχοντας υπόψη τα προηγούμενα και κυρίως στη βάση του μοντέλο που πρότεινε ένας άλλος αξιόλογος και νοδιαφθικολόγος, ο Edward Adams, ότι η καταστροφή η οποία περιγράφεται σε αυτά τα κείμενα και φυσικά δεν μπορούμε να την αφιεσβητήσουμε αυτή την καταστροφή ως περιγραφή, δεν θα πρέπει να σημαίνει κατ' ανάγκη κάτι το αρνητικό. Όπως μπορεί να σημαίνει η πείροση των στοικών ή, ας πούμε, ακόμα και οι στοικοί την εκπείροση τη θεωρούν ως μια θετική εφεία πράξη και οι χριστιανοί μιλώντας για την καταστροφή, δεν είναι υποχρεωτικό να μιλάνε μια απόλυτα αρνητική κατάσταση, αλλά μπορεί να σημαίνει και κάτι πάρα πολύ θετικό, την αρχή μιας καινούργιας, κατάσταση η οποία γινιέται από την προηγούμενη. Και επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταστροφή, για παράδειγμα, της Γης, ουσιαστικά δεν είναι το τέλος. Αν θα λέγαμε, σηματοδοτεί την αρχή για ένα νέο μέλλον. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, για να χρησιμοποιήσουμε και λίγο τους τελογικούς όρους από την αρχή δημιουργίας, δεν θα μπορούμε να μιλούμε πλέον για μια δημιουργία μετά την καταστροφή αυτή, εξ νύχυλο, από το μηδέν. Οπότε εδώ μιλάμε για κάτι τελώς καινούργιο. Αλλά για μια δημιουργία εξ μετέλλον, από κάτι παλαιότερο. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, αν το υιοθετήσουμε ως προεδρική, με σκοπό ακριβώς να κατανοήσουμε τη σχέση μας απέντη στο περιβάλλον. Και αυτό, από την άλλη μεριά, ακριβώς επειδή ο καινούργιος κόσμος, δεν θα είναι ο κόσμος ο οποίος δεν θα έχει καμία σχέση με το προηγούμενο, ουσιαστικά θα γεννιέται και θα πηγάζει, ο οποίος ουσιαστικά μεταμοφώνεται και μεταλλάσσεται σαν το γενείο του κόσμου, αυτή η προσδοκία του τέλους, η οποία δεν θα πρέπει να αποβοληθεί, αντίαστα πρέπει να αποτελεί μια σταθερή αξία και ένας ισχυρό παράγοντα διαμόρφωσης ταυτότητας των μελών της Εκκλησίας, μια τέτοια προσέγγιση του τέλους, έχει και ηθικές προεκτάσεις. Είπαμε και πριν ότι όλες αυτές οι προσεγγίσεις του, ή αν θέλετε οι θεωρήσεις και οι κατανοήσεις του μέλλοντος, δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό. Πρέπει να βοηθήσουν το μέλος της κοινότητας, της ουδέκης ασθέλησης, να κατανοήσει τη θέση του μέσα στο παρόν, να κατανοήσει γιατί τους συμβαίνουν όλα αυτά και ταυτόχρονα να το προτέψει στη διαμόρφωση ενός νέου ήθους. Επομένως, ένας στοιχείο αυτοίς του νέου αυτού ήθους είναι η ειρήνη. Ότι τα μέλη της κοινότητας θα πρέπει να ζουν ειρηνικά. Είναι μια από τις κόκκες στην Αποκάλυψη, γιατί πριν από το τέλος όλες οι εικόνες είναι πολεμικές, είναι εικόνες καταστροφής. Αντίθετα, αυτό που έρχεται αμέσως μετά το τέλος είναι η ειρήνη. Και μάλιστα, αυτή είναι μια εικόνα που θυμίζει και παραφαίνει πάρα πολύ στις μεσιανικές παραστάσεις για την ειρήνη. Επομένως, η ειρήνη σημαίνει την έλευση του νεσχάτου στον κόσμο. Ο τρόπος βίωσης και έλευσης του νεσχάτου είναι ακριβώς ουμιούς αυτής της ειρήνης και η εφαρμογή. Με κάθε τρόπο αυτής της ειρήνης. Έτσι στιμηθούμε για παράδειγμα ότι όλος αλλού, όπως θα πει η ειρήνη, στην εβραϊκή σκέψη έχει και κοινωνικές προεκτάσεις, γιατί ακριβώς χωρίς την ποιότητα των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, έχει και ισχατολογικό περιεχόμενο γιατί αφορά σε μια κατάσταση η οποία ουσιαστικά εκπληρώνεται και λογικά στο μέλλον, αλλά μπορεί να έχει και οικολογικές προεκτάσεις. Με την έννοια δηλαδή ότι μπορεί να τηλώνει ακριβώς την ειρήνευση του ανθρώπου με το υπόλοιπο περιβάλλον και πάλι θα παρακολουθώ σε προφητικά οράματα της μεσιανικής εποχής, όπου τα δημιουργήματα βζουν ελληνικά μεταξύ τους, καταργούνται όλες οι σχέσεις αντιπαλότητας και αλληλοκαταστροφής και αλληλοεξόδοσης και όλα τα πράγματα ζούνε μέσα σε ένα πολύ οτόνισμα οτογγημένο, εξαιρετικά ειρηνικός και γαλλήμιος. Διέπαιδας λοιπόν στο 21 κεφάλαιο, στους πρώτους τύχους του 21 κεφαλαίου της Εποχάληψης, έχουμε εκεί πραγματικά μια περιγραφή αυτού που θα υπάρξει στο τέλος. Διαβάζω σύντομα τα όσα λέγονται στο κείμενό μας εκεί. Είναι πάρα πολύ ωραίο κείμενο, το οποίο έχει προκαλέσει επίσης μεγάλες συζητήσεις. «Και εἶδον, μιλά πάλι ο Ρόν, ο Ιωάννης, ουρανόν κενόν και γεῖν κενεῖν, ο γάρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γία πήρθον, και η θάλασσα ο Κρέστην ἔτι, καὶ τὴν πόλην τὴν Ἀγίαν Ἰρουσαλήν, καὶ νῦν ὑδῶν καταβένουσον ἐκ τῷ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, εἶτι μασμένην ἀσμήφη καὶ κοσμημένη τὸν ἄνδρε αὐτοῖς. Καὶ οἱ κουσαφονὴς μεγάλης ἐκ τῷ οὐρανοῦ λεγούσις, εἶδου ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὸν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετὰ αὐτὸν ἔσθαι, καὶ ἐξαλήψῃ ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς πανδάκραιον, ἀπὸ τὸν θερμόν αὐτοῦ, αὐτὸν συγνώμη, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσθαι ἔτι, οὔτε πένθος, οὐτε κραυγή, οὐτε πόνους, οὐκ ἔσθαι ἔτι, ὅτι τὰ πρώτα ἀπήλφον. ὅτι δοῦ καὶ νὰ ποιῶ πάντα, καὶ λέγειν ἡ γράψον, ὅτι οὗτοι ἡ λόγοι πιστὶ καὶ ἀληθινὶ εἰσι, καὶ ἡ πέμι καὶ ἔγωνεν, ἐγὼ τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὁμέγα, ἡ ἀρχὶ καὶ τὸ τέλος, ἐγὼ τὸ διψόνι δὲσῶ ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ἤδατος τὴν ζωῆς τοῦ ἐραῖν. ὁ νικόν ἔσθαι αὐτὸ πάντα, καὶ ἔσωνε αὐτὸ θεὸς, καὶ αὐτὸς ἔσθαι μίος, τῆς δὲ διλῆς καὶ ἀπίστῃς καὶ βεβδευμένης καὶ φλυμμέρης καὶ πόρνης, καὶ φαρμακεῖς καὶ εἰδωλῶδας καὶ πάσης ψευδέσει τὸ μέρος αὐτὸν ἐν τὴν γεῖμη τικαιωμένη ἐν τειρὶ καὶ θεῖο ὁ ἐστίν, τὸ θάνατος ὁ δε Το πρώτο πρασικό στοιχείο είναι ότι πριν ακριβώς αυτήν την εικόνα, η συνάφια μάλλον θα λέγαμε, η μικροσυνάφια και η μακροσυνάφια του κείμενου, έχουν προηγηθεί όλες οι εικόνες της καταστροφής και λίγο πριν στο προηγούμενο κεφάλαιο έχουμε την περιγραφή της εικόνας της γενικής κρίσης. Η γλώσσα εδώ θυμίζει πάρα πολύ η προφητική παράδοση, θυμίζει πάρα πολύ τα προφητικά κείμενα και όχι μόνο μία αποκαλυπτική γραμματία εκεί, ιδιαίτερα παραπέμπει, αν θέλετε, στο Ισαΐας 65-67 αλλά και στο Α' ενώ έχουμε περισσότερο αποκαλυπτικό εκεί μέχρι το 91 κεφάλαιο του 96. Η συζήτηση εδώ είναι γι' αυτό το απήλθον, το απέρχωμε. Το ρήμα απέρχωμε οπωσδήποτε σημαίνει μια αλλαγή, μια μετάβαση σε κάτι καινούριο, οπωσδήποτε σημαίνει αυτομένα την καταστροφή. Εδώ υπάρχει και πάλι, όπως είχαμε δει και στη Β' Πέτρο, ένα άνοιγμα, το οποίο περισσότερο εδώ από τη Β' Πέτρο αφήνει περισσότερο και για μια διαφορετική κατανοήση πέρα από την κατανοήση του κόσμου ως μιας κατάστασης και μιας στιγμής, θα λέγαμε, εποχής της απόλυτης καταστροφής του κόσμου. Επίσης, είναι εμφανής εδώ ο συμβολικός χαρακτήρας της γλώσσας. Δέστε, για παράδειγμα, το συμβολικό χαρακτήρα που έχει η θάλασσα, η οποία και πάλι εδώ επανέρχεται, όπως και οι λίμνοι και όλα αυτά τα στοιχεία εδώ, τα οποία εμφανίζονται εδώ σκενή, καινούργια θάλασσα, η λίμνη οικαιωμένη και τα λοιπά, αλλά ξέρουμε, είτε από την προηγούμενη αφηγήση, ότι αυτά τα στοιχεία έχουν ένα χαρακτήρα συμβολικό μέσα στο κοινό μας, δηλαδή δεν κατανοούνται κυριολεκτικά από τον συγγραφέ μας νωρίτερα, οπότε θα μπορούσε αυτό να μας οδηγήσει να εκκοστρίξουμε ότι και εδώ, πολύ πιθανόν, να έχουμε μια πιο συμβολική, περισσότερο συμβολική κατανοήση και μεταφορική κατανοήση αυτού του νόμου. Επομένως, και ο τρόπος που περιγράφεται η κρίση, και ο τρόπος που περιγράφεται η μετάβαση στην καινούργια κατάσταση, θα πρέπει να γίνει κατανοητός μέσα σε αυτή την προοπτική. Έχουμε ένα καινούργιο κόσμο, και αυτός ο καινούργιος κόσμος δεν είναι εκείνος που ήταν ο πρώτος, προηγούμενος. Εδώ, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι κάτι εντελώς καινούργιο ο κόσμος που έρχεται, αλλά κυρίως είναι πιθανόν να αναφέρεται ως το γεγονός, και αυτό βέβαια πάλι σε σχέση με την προηγούμενη συνάφεια, ότι αυτός ο κόσμος και αυτή η γη, ήταν το χώρος που κυλιάστησαν με το τώρα οι αντίθεες δυνάμεις. Ήταν ένα χώρος όπου διανατρέστηκαν πολλές αδικίες, οι άνθρωποι του Θεού υπέστησαν οι νομούς και τα νάτους, ευλασφημήθηκε το όνομα του Θεού, και επομένως ήταν ένας χώρος αδικίας, η γη επομένως ήταν η σκηνή, επάνω στην οποία διαπράχτηκε όλο αυτό το δράμα της αποστασίας άνθρωπου Θεού. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η γη εδώ, η καινή γη, θέλει ακριβώς να τονίσει την αλλαγή αυτής της κατάστασης, τη μετάβαση, δηλαδή, σε μια γη όπου δεν θα γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Αυτό, κατ' ανάγκη, δεν σημαίνει ότι αυτή η καινούργια γη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό ως προς τα στοιχεία της, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι θα είναι κάτι διαφορετικό ως προς την ποιότητα της και ως προς τους ανθρώπους που την κατοικούν και ως προς την αντιμετώπιση και την γενικότερη στάση ζωής και όσον αφορά την ποιότητα των σχέσεων, οι οποίες διαγραφώνονται πάνω σε αυτήν. Τόσο σχέσον μεταξύ των ανθρώπων και της υπόλοιπας γης μεταξύ τους, όσο και σε σχέση με τον ίδιο τον Θεό. Και είναι ενδιαφέρον ότι στο τέλος αυτής της ιστορίας θα παρουσιαστεί η νέα Ιερουσαλία, το 9 και μετά, που είναι ακριβώς το όραμα του συγγραφέα για το τέλος, για την κατάσταση που θα επικρατήσει μετά το τέλος, μετά από όλα αυτά που έχει πει για την κλήση, εδώ έχουμε ένα θέμα ότι το όραμα του, ας πούμε, ιδανική κατάσταση μετά το τέλος του κόσμου στα έσκατα θα είναι μία απόλυτη. Δηλαδή το όραμα είναι και πολύ αστικό, θα λέγαμε, του συγγραφέα, να έχουμε υπόψη μας το υπόβαθρο του συγγραφέα, τις παραστάσεις, το κρατήριο στο οποίο περιγραφεί, καθώς επίσης και τις πολιτισμικές προϋποθέσεις και τις παραστάσεις τις οποίες έχει αυτός ο κόσμος, μια ιδανική κατάσταση που περιγράφεται συχνά ως μιας ιδανικής και δίκαιης πολιτείας. Και μπορώ να πω ότι και αυτή η νέα Ιερουσαλή μέσα σε αυτή τη λογική και κυρίως στη συνέχεια της προφητικής παράδοσης για τον ναό και για την αποκατάσταση του λαού του Ισραήλ, που ζητούμε εκείνη από τις άλλους συγγραφείς, αυτή λοιπόν, θα λέγαμε, η συνάχη μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε εδώ την έμφαση που δίνεται εδώ, που δίνεται στο κείμενό μας. Τελειώνοντας, αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι το κείμενό μας σαφώς έχει πολλές δυνατότητες, σαφώς μπορεί να μας αφήσει να δούμε τα πράγματα της ενή διαφορετικής προοπτικής, είναι όμως και εδώ, ίσως λιγότερο έντονο από ότι στην ΒΠΤΡΑ, σε κάθε περίπτωση και εδώ το ίδιο δύσκολο, είναι δική μας εμπνευτική απόφαση, γιατί το κείμενο μπορεί να μας δώσει στοιχεία να κινηθούμε από στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. Άλλωστε, όπως είπα και την αρχή, το ίδιο το κείμενο από μόνο του έχει μέσα το στοιχεία, ή αυτό έχει τις θεολογικές στάσεις, που δέχονται τη μία ή την άλλη ίσως όσον αφορά τα έσχα. Οπομένως και εδώ, θα πρέπει να σταθούμε μυνευτικά υπεύθυνα και να λάβουμε αποφάσεις. Θεωρώ, ωστόσο, ότι για να κατανοήσουμε τέτοια κείμενα θα πρέπει να τα δούμε στην ολότητα τους, θα πρέπει να τα δούμε στη γενικότερη συμμάφια τους, αλλά και σε σχέση με άλλα αντίστοιχα κείμενα της θεολογίας. Θα πρέπει να τα δούμε επίσης μέσα στην ιστορία πρόσληψής τους, στον πρόβλημα δηλαδή που κατανοήθηκαν μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Και τέλος, μοντέλα όπως αυτά, αυτό της Stanner, νομίζω ότι μπορούν να μας βοηθήσουν, να βγουν από το αδιέξοδο που πολλές φορές μας οδηγούν, φαινομενικό βέβαια, αδιέξοδο, τέτοια κείμενα, ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία, θα λέγαμε, σε μία απόφαση εργαυτική, η οποία θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει, να πεγλοβιστούν από παλαιότερες κατανοήσεις του κόσμου, ή ακόμα και σημερινές μερικές φορές κατανοήσεις του κόσμου, ως, θα λέγαμε, ενός χώρου αδικίας και ενός χώρου ο οποίος ουσιαστικά έχει ημερομηνία λήξης και είναι απόλυτα αναλόσιμος, και επομένως η στάση μας απέναντί του μπορεί να είναι και αρκετά απαξιωτική, όχι πάντα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, θα μπορούσε λοιπόν να μας οδηγήσει σε μία άλλη προκτική, όπως είπα πριν, κατανοώντας τον κόσμο ως μία ολόθητα, μέσα στον οποία ολόθητα αποκαλύπτονται και εμφανίζονται οι δημιουργικές δυναμούς του Θεού, εμφανίζεται ο Θεός ως ο δημιουργός, αλλά και ο Θεός ως ο τύρας του κόσμου τον οποίο έχει δημιουργήσει. Επομένως σε μια τέτοια περίπτωση, τέτοια κείμενα αποκαλυπτικά ή έντονα εσκατολογικά, δεν είναι υποχρεωτικό να μας οδηγήσουν σε μία ακραία και αρνητική στάση απέναντι στο περιβάλλον, αλλά μπορούν να, αν έχουν αξιοποιηθεί μέσα σε μία γενικότερη, όπως είπα, ερμηνευτική προοπτική, όπου λαμβάνει υπόψη και η συνάθεια και η ιστορία της εμπειρίας στο κειμένο και διάφορα άλλα στοιχεία και η πιθανότητα, αν θέλετε, και η προοπτική αυτά τα κείμενα να είναι, να υιοθτούν μια γλώσσα μεταφορική, κάτι πάρα πολύ πιθανό, μέσα λοιπόν σε αυτή την προοπτική αυτά τα κείμενα μπορούν να αποτελέσουν ενδιαφέροντες, ενδιαφέρουσες αφορμές για την ανάπτυξη ενός οικοθεολογικού λόγου με αισχατολογική προοπτική, που μέσα σε αυτήν την αισχατολογική προοπτική δεν εντάστηται δεν θα ενταχθεί μόνο ο άνθρωπος, αλλά και η πολλή δημιουργία, η οποία θα κατανοηθεί βέβαια ως άρρυχτα δεμένη με τον ίδιο άνθρωπο. |
_version_ |
1782818415758540800 |
description |
Διάλεξη 14: Είδαμε στα προηγούμενα μαθήματα το θέμα που έχουμε με τα αποκαλυπτικά κείμενα, με κείμενα δηλαδή και έντονα ισχατολογικά κείμενα, τα οποία δηλαδή μιλάνε λίγο πολύ για την καταστροφή του κόσμου, το τέλος που ο κόσμος πώς το εραματίζει δηλαδή πάντων κάθε συγγραφέας αυτού του κείμενου. Είδαμε πρώτη τέτοια κείμενα τα οποία έχουν περάσει και μέσα στην Καινή Διαθήκη, όπως και λεγόταν στην Παλάη Αιθήκη αλλά και κυρίως στην Καινή Διαθήκη, κείμενα τα οποία καταρχάς προέρχονται από τον Ιουδαϊσμό σε μια πρώτη φάση και έχουν υιοθετηθεί και έχουν σωματωθεί και μέσα στα πιστωλικά κείμενα ή μέσα στους σαν παραστάσεις και σαν ιδέες. Αυτά, λοιπόν, τα κείμενα δημιουργούν προσδίδοτο ένα θέμα οικολογικό καθώς μας αφήνουν ανοιχτά πάρα πολλά ερωτήματα και μας αφήνουν μπροστά σε θεωρικές ακορίες, όπως τα λέγαμε, και θεωρικές δυσκολίες. Πολλές φορές είδαμε το κείμενο από τον Αφαφροτρού που, όπως είχαμε πει και την Μπρουν και όλας, είναι δύσκολο κείμενο, τελικά δύσκολο και εξαιρετικά αμφίσιμο, δηλαδή κείμενο το οποίο θα μπορούσε να καταμεθεί είτε με τον Άιντε ή με τον άλλο τρόπο και αυτή είναι η αίσθηση την οποία έχουμε γενικά όταν συζητάμε κείμενα τα οποία συνδέονται με την Αποκανητική ή μιλάνε για τα έσχατα. Είναι όντως κείμενα τα οποία σε πολλές περιστάσεις μας οδηγούν σε ερωτήματα και σε απορίες. Θα πρέπει όταν μιλάμε για αποκαλυπτικά κείμενα, όταν μιλάμε για αποκαλυπτική, σαφώς δεν είναι το ίδιο πράγμα όπως όταν μιλάμε για ασχατολογία. Σαφώς τα αποκαλυπτικά κείμενα έχουν ασχατολογικά στοιχεία, όμως το βασικότερο που πρέπει να έχουν υπόψη είναι ότι υπάρχει μια διαφορά προσέγγισης ανάμεσα στην ασχατολογία και στην αποκαλυπτική. Τα οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Διαβάζοντας γενικά τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και συζητώντας το θέμα της ασχατολογίας, τον τρόπο που προστοκά η Εκκλησία το τέλος του κόσμου, διακρίνουμε διαφορτικές θέσεις ανάμεσα στο ίδιο το χειμερό. Αυτό προκαλεί εντύπωση ότι δεν έχουμε πάντα να κάνουμε με τον ίδιο τρόπο αντίληψης και κατανοήσεις του μέλλοντος και του τέλους του κόσμου. Αν μπορούσαμε έτσι σχηματικά να το κατανοήσουμε αυτό, γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, ότι εδώ μιλάμε για πολύ σχηματική κατανοήση και λόγω σχηματική γιατί υποσδήποτε μέσα στη γενικότητα της ασχατολογίας προσδοκίας που βρίσκουμε μέσα στη Καινή Διαθήκη θα δούμε πολλές διαφορετικές τάσεις και πολλές διαφορετικές αποχρώσεις. Αν μπορούσαμε λοιπόν να τις σχηματοποιήσουμε, δηλαδή να τις εντάξουμε σε μεγάλες κατηγορίες που λίγο πολύ έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, θα διακρίνουμε δύο βασικές τάσεις, τουλάχιστον αυτό εντοπίζουν σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές. Και η μία τάση είναι αυτή όπου έχουμε οράματα καταστροφής του κόσμου, δηλαδή υπάρχουν κείμενα μέσα στη Καινή Διαθήκη τα οποία μιλάει για μια ολοκληρωτική καταστροφή, μια απόλυτη καταστροφή μετά από την οποία θα έρθει θα λέγαμε μια εντελώς καινούργια κατάσταση αν έρθει και τέτοια ας πούμε για παράδειγμα οράματα καταστροφής βρίσκουμε στο Αποκάλυψη 8 ή και στο Αποκάλυψη 16. Θα παραπέμψω βέβαια και σε κείμενα όπως είναι αυτό που είδαμε στην Πεπέτρου, όπως κείμενα που υπάρχουν στο Μάρκος 13, κείμενα τα οποία μιλάνε για μία καταστροφή χρειάζονται να φύγουν περιθώρια ή να φύγουν κάποια παράτηρα για αποκατάσταση και μεταμόρφωση. Όμως μέσα στην Καινή Διαθήκη μπορούμε να βρούμε και οράματα μιας μεταμόρφωσης του κόσμου, μιας ανακένυσης ενός κόσμου και μιας μεταμόρφωσης, μιας αλλαγής του κόσμου σε κάτι νέο και έντοξο. Και αυτό είναι ακριβώς αυτό που προσδοκάει να θυμίσει ο Ρωμαίος, αυτό που είδαμε στα πρώτα μας μαθήματα και τα οποία είναι πάρα πολύ χαρακτηριστικό αυτής της μεταμόρφωσης και αυτής της μετάβασης όλης της δημιουργίας προς τη δόξα του Θεού και της σωτηρίας. Αυτές οι ιδιωτάσεις μπορούν να αντεπιστεί μέσα σε διάφορα κοινά της Καινή Διαθήκης και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μιλώντας ακριβώς γι' αυτές τις, θα είχαμε πει ας πούμε γιατί πόσο δύσκολο είναι να αφησίσουμε για ένα αποκαλυπτικό κείμενο πως είναι αυτό το κείμενο 2,5,3, το οποίο συζητήσαμε την πρώτη φορά και είχαμε πει ότι αυτό το κείμενο μπορεί να εμεινευθεί με πολλούς τρόπους, υπάρχουν πάρα πολλές δυνατότητες. Αυτή λοιπόν είναι η αφησιμία η οποία εσταθήκαμε διαβάζοντας το κείμενο γιατί πρέπει να αποφασίσουμε και εμείς πρέπει να αποφασίσουμε ποια γραμμή εμεινευτική θέλουμε να διαλέξουμε στην προκειμένη περίπτωση, πως το κείμενο μας είναι ανοιχτό και μας αφήνει σε πολλαπλές αναγνώσεις και πολλαπλές εμμυρίες. Αυτή είναι δικαιολογημένη γιατί ακριβώς ήδη το κείμενο της Αγίας Ζαφής εμπεριέχει αυτή τη λογική, ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μετράσεις οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Και επειδή ακριβώς υπάρχουν αυτές οι τράσεις μέσα στο κείμενο ήδη, μέσα στα κείμενα να το πω καλύτερα της Καινής Διαθήκης, αυτό δικαιολογεί στη συνέχεια εμείς να έχουμε και μια πιο ανοιχτή σε πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας, ανάγνωση του κειμένου μας. Και αυτή η πολλαπλή ερμηνεία ή αν θέλετε αυτή η διπλή τάση του κειμένου μας είναι χαρακτηριστικό, ότι την εντοπίζουμε με πάρα πολύ έντονο τρόπο και στο Βιβλίο της Αποκάλυψης. Το Βιβλίο της Αποκάλυψης μας είναι εξαιρετικά γνωστό, είναι ακείμενο το οποίο γενικά έχει προκαλέσει πάρα πολλές συζητήσεις, όχι μόνο σήμερα αλλά ήδη από την αρχαιότητα, είναι ακείμεν πάρα πολλά αποκαλυπτικά στοιχεία, αλλά θα ήταν όντως άδικο να θεωρήσουμε ότι είναι μόνο αποκαλυπτικό και να αγνοήσουμε τον προφητικό του χαρακτήρα. Και εδώ ακριβώς είναι το σημείο που αφήνει τον χώρο για να κάνουμε πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις του κειμένου. Υπάρχει ακόμα αυτό, ότι για παράδειγμα, είπα πριν ότι υπάρχει η λογική της καταστροφής από όλες τις καταστροφούς του κόσμου, υπάρχει και η αναγνώφωση του κόσμου, τέλος πάνω σαν μία πρόκτικη, πράγματα τα οποία εμπάρχουν και μέσα στα προφητικά κείμενα και ίσως θα λέγαμε ότι αυτές οι ιδιωτάσεις που ανέφερα πριν, κατά κάποιον τρόπο προσιδιάζουν κάθε μία ξεχωριστά είτε στα αποκαλυπτικά κείμενα είτε στα προφητικά κείμενα, γιατί θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε την αποκαλυπτική, να ταυτίσουμε τα αποκαλυπτικά κείμενα απόλυτα με τα προφητικά κείμενα. Υπάρχει μια διαφορά σαφής και στον τόνο και στην ιστορική προοπτική μεταξύ της αποκαλυπτικής και της προφητείας, παρόλο που θα λέγαμε ο στόχος είναι ο ίδιος, ο στόχος πάντα είναι σε τέτοια κείμενα και δεν πρέπει να το έχουμε ποτέ υπόψη, όχι να κατανοηθεί ή αν θέλετε να κατά κάποιον τρόπο να γίνει αυτό το μέλλον, αλλά περισσότερο και κυρίως και πρώτη στα να κατανοηθεί το παρόν. Δηλαδή αυτή η προσδοκία και αυτό το όραμα του μέλλοντος δεν έχει κανέναν άλλο στόχο παρά να βοηθήσει ήδη στο παρόν τους ανθρώπους να κατανοήσουν την κατάστασή τους, να βρουν τη θέση τους, να διαμορφώσουν ταυτότητα και ίδιους. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε και είναι πάρα πολύ σημαντικό όταν διαβάζουμε κείμενα όπως είναι η αποκάλυψη ή άλλα θα λέγαμε κείμενα είτε αποκαλυπτικά, αμυγώς αποκαλυπτικά, είτε αποφωτικά, είδη και μετά όπως είναι η αποκάλυψη. Θα μιλήσουμε για αυτά λίγο εκτενέστερα στη συνέχεια. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι το κείμενο μας, δηλαδή το κείμενο της αποκάλυψης έχει αυτές τις τάσεις και τις δύο τάσεις και να κατανοήσει τα πάντα ως μια κατάσταση μετά το τέλος της ιστορίας, μια καθαρά αποκαλυπτική προοπτική του κόσμου, είτε να κατανοήσει την ασχατολογία ως κάτι το οποίο λαμβάνει η χώρα ήδη στο παρόν και μέσα στο χρόνο. Και όπου η σωτηρία πλέον και η λύτρωση δεν είναι κάτι το οποίο θα επέλθει, δεν θα υπάρχει αυτός ο κόσμος, δεν θα υπάρχει ο χρόνος και η σημερινή παρούσα κατάσταση, αλλά κατανοεί η προφητεία και η ασχατολογία, αν θέλετε, τη σωτηρία πάντοτε μέσα στον χρόνο και μέσα στην πορούσα στον παρόν τα κόσμο. Και αυτές οι δύο τάσεις είναι που επηρεάζουν, πάρα πολύ μεγάλο θα λέγαμε, πάρα πολύ έντονο τρόπο, τους τρόπους που διαβάζεται η αποκάλυψη ακόμα και στις μέρες μας. Τα τρεις δηλαδή, η προσέγγιση που έχουμε, είτε η καθαρά ανοιγμός αποκαλυπτική, είτε η ασχατολογική μαθηκολογική που σας είπα, είτε ακόμα αν θέλετε η κατανοήση του τέλους του κόσμου ως ένας ολοκληρωτικός τέλος, είτε η κατανοήση του τέλους του κόσμου ως μια μεταμόρφωση. Αυτές λοιπόν οι τάσεις αντικατοχύονται και στις διάφορες εμμονίες που σήμερα δίνονται από διάφορες συστημικές ομάδες στην αποκάλυψη. Και θα πω εδώ ότι κυρίως βέβαια το φαινόμενο αυτό των πολλαπλών εμμονιών της αποκάλυψης και κυρίως κατανοήσης του εισαγωμένου καθαρά αποκαλυπτικού κειμένου, είναι χαρακτηριστικό κύκλων, αλλά για να είμαστε ιλικρινείς υπάρχουν και αρκετές ομάδες, και ως τον ερχόδοξο ενατομή, θα λέγαμε περιθωριακές βέβαια και περιφερειακές στον εκκλησιαστικό χώρο που κατανοούν την αποκάλυψη σε μια τέτοια ακραία λογική απόλυτης καταστροφής και απόλυτης εξαφάνισης ολόκληρης της δημιουργίας και της δημιουργίας της εφάνισης εν τέλος καινούργιου κόσμου. Αυτό βέβαια, και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό επίσης να το έχουμε υπόψη και συνάδει με αυτό που είπα νωρίτερα, ότι δηλαδή το τι ήταν η αφασία σου μόνο σε ερμηνεία, επηρεάζει και το ήθος μας, το τρόπο κατανοούν το παρόν, αυτό φαίνεται λοιπόν στις τάσεις που από εκεί πέρα κρατάμε απέναντι στο περιβάλλον ή αν θέλετε στις τάσεις που κρατούν τέτοιες ομάδες απέναντι στο περιβάλλον, θα πρέπει πρώτα πρώτα να πω, αυτό που είπα και νωρίτερα, ότι όλα αυτά τα κείμενα, είτε τα αμυγνώσια αποκαλυπτικά, είτε αν θέλετε αυτά τα υπόλοιπα κείμενα και κυρίως για τα προφητικά, δεν έχουν σα στόχο πρώτη στα το μέλλον. Ακόμα και στην περίπτωση του αποκαλυπτικού οικημένου, όπως μου είπε το κύριο Δενεσπού το κείμενο του Δανιή, ή το ΑΕΝΟ, ο πρώτος του στόχος δεν είναι να οραματιστούν ένα μέλλον, όπως δεν πρέπει να υπάρχει και αυτό μέσα στην προαπτική, ως ένα κομμάτι της γενικότερης επιχειρηματολογίας και θέσης του κειμένου, αλλά ο στόχος πρώτη στα είναι να κατανοηθεί το παρόν. Να κατανοηθεί γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι σήμερα, γιατί ήταν οι εκλεκτοί του Θεού, γιατί πάντα περί αυτόν πρόκειται υποφέρουν, γιατί πρέπει να βασαμονήσονται, να δώσει εμπίνα στο παρόν. Και κυρίως, και αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον που κάνει από καλή πτυχή, να συνδυάσει στο παρόν, να μάλλον να κατανοήσει το παρόν με τη βοήθεια του παρελθόντος και προσδοκώντας και βλέποντας προς το μέλλον. Αυτή είναι μια πολύ σύνδετη διαδικασία, η οποία δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει όταν διαβάζουμε τέτοια κείμενα. Όταν δηλαδή ασχολούμαστε με κείμενα τα οποία από τη φύση τους είναι δύσκολα, καθώς αναφέρονται σε μια διαφορετική χρονική στιγμή της μέσα στην ιστορία και καθώς χρησιμοποιούν μια γλώσσα, η οποία δεν προσυμβιάζει τη γλώσσα των άλλων κειμένων της Κέννης Διαθήτης. Όπως είδα και πριν, εφόσον τα κείμενα αυτά έχουν σε σκοπό να μας βοηθήσουν να κατανοήσουν το παρόν, αφού θα δημιουργούσουν ταυτότητα. Σκοπό έχουν επίσης να κατασκευάσουν ένα ήθος ή να προβάλουν ένα ήθος, το οποίο αρμόζει στα μέλη της κοινότητας. Και αυτό το ήθος, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη, αφορά σε πολλές περίπτωσες σχέσεις στο περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση και η ερμηνεία που δίνουμε στο τί ακριβώς θα υπάρξει μετά το τέλος του κόσμου καθορίζει αμπολίες και τη στάση μας και την τοποθέτησή μας στο παρόν. Και κυρίως τη στάση μας απέναντι στην υπόλοιπη δημιουργία και σε αυτό που ονομάζουμε πιο απλά, περιβάλλον. Έτσι λοιπόν, το πούμε και στο προηγούμενο μάθημα. Όταν πρωιμού κανείς ξεκινά ότι ο κόσμος αυτός θα κατασταθεί, το κατα συνέπειε δεν θα υπάρξει τίποτα από αυτόν τον κόσμο, στην καινούρια κατάσταση που θα έρθει και τα καινούρια κατάσταση συνδέεται αυτόματα με τη λύτωση και την αποκατάσταση, την ένδοξη κατάσταση των μελών της βασιλείας του Θεού, για να είναι των εκλεπτών του Θεού. Έτσι λοιπόν, μια τέτοια τάση οδηγεί μυραία στην τοποθέτηση ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να φροντίζουμε το περιβάλλον. Το είπαμε και άλλες φορές, ένας κόσμος, ο οποίος έτσι κυρίως τα καταστραφεί, δεν υπάρχει λόγος να αισθανόμαστε άγχος για να το συντελίσουμε, να το προσθετεύσουμε. Απέναντίες σε μερικές ακραίες τορκτώσεις μπορεί και η κάθε καταστροφή σε συγκεκριμένες και χριστιανικές κυρίως φορνευμαδιστικές ομάδες να θεωρείται ως ένα καλό σημάδι της έλευσης της βασιλείας του Θεού, καθώς αυτές οι ομάδες κατανοούν την καταστροφή με οποιαδήποτε περιβαλλοντική καταστροφή ως ένα σημάδι της εγκύτητας του Θεού. Άρα, λοιπόν, κάθε καταστροφή μας φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Επομένως, ουσιαστικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι ανοιδικό. Και θα θυμίσω εδώ την ερμηνευτική εκείνη προσέγγιση, που ήθελε να διατηρηθεί, αν θυμάστε, στην ερμηνεία της αντίστασης, όπου εκεί υπάρχει η τάση αντίστασης, αντίστασης όχι μονάχα απέδει στον βιβλικό κείμενο για χάρη της οικολογίας ή του περιβάλλοντος, αλλά αντίσταση στην οικολογία και στη συζήτηση για το περιβάλλον για χάρη του βιβλικού κειμένου. Δηλαδή, δεν προηγείται το περιβάλλον, δεν μας ενδιαφέρει τίποτε από όλα αυτά, μας ενδιαφέρει ο λόγος του Θεού, ο οποίος όμως, στην περίπτωση αυτή, δεν κατανοείται παρά μονάχα σε μια αποκαλυπτική προαπτική και μέσα στην προαπτική στο απόλυτο αφανισμού του παράλλοντος κόσμου. Βέβαια, θα πω και πάλι εδώ ότι υπάρχουν και διαφοροποίηση. Δεν σημαίνει ότι θα βρούμε ή τη μία μάνα που περιγράφω τώρα, είτε την άλλη που θα πω στη συνέχεια, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν αρκετά κοινωνιές, ώστε να προχαρούμε σε μια συμπολογία λίγο πολύ των τάσεων, οι οποίες εκδηλώνονται ακριβώς σωρά πάντως στο περιβάλλον με βάση, φυσικά, του τρόπου κανείς το τέλος ή με το πόσο ακραία είναι η αισχατολογία την οποία υιοθετεί με βάση στα δυνάκια κοιλών. Η δεύτερη τάση είναι αυτή η οποία συνδέει την αισχατολογική ελπίδα με τη μεταμόρφωση του παράλλοντος κόσμου. Δηλαδή, θεωρεί ότι ακριβώς κομμάτι αυτής της βίωσης των αισχάτων είναι η μεταμόρφωση του κόσμου ή, θα λέγαμε, η μεταμόρφωση και, οπωσδήποτε, η βελτίωση των σχέσεων των ανθρώπων με την υπόλοιπη δημιουργία. Να θυμίσω εδώ ράμματα μησιανικής φύσης που έχουμε ήδη στην Παλαιά Δηφύγη σε προφοδικά κείμενα και την ελληνική συμβίωση των ζώων ή τη συμβίωση των λαού μεταξύ τους. Αυτές, λοιπόν, είναι πολύ εισαύχησες αισχατολογικές προοπτικές και εδώ έχουμε μια ξεκάθαρη αισχατολογική ελπίδα, η οποία όμως δεν συνδέεται με την καταστροφή, δεν συνδέεται με τον όλεθρο, με την απώλεια, εικόνες που πολλές φορές έχουμε συνηθίσει και από τον κινηματογράφο, τον αποκαλυπτικού περιεχομένο κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και με αυτά τα λεβδικά κείμενα. Αλλά μιλάμε για μία προοπτική και μία ελπίδα, η οποία ελπίδα όμως χωράει και η κόλληπη δημιουργία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη ότι και αυτό αφήνει πως καταλαβαίνει κανείς πάρα πολλά παράθυρα ανοιχτά για μία εντελώς φιλική, προς το περιβάλλον, στάση των ανθρώπων. Έχουμε δύο τάσεις, κυρίως, οι οποίες στάσεις σήμερα εκδηλώνται με ιδιαίτερη ένδυση πρώτα θα λέγαμε στον αμερικανικό χώρο, όπου έχουμε εκεί ακριβώς πολλές μικρές πρωτεστεντικές κυρίως προέλευσες στις ομάδες, οι οποίες τηρούν μία άλφα στάση απέναντι στον περιβάλλον, είτε θετική είτε αμνητική. Θα μπορούσε κανείς στα κοινωνικά στιγμές στη βιωγραφία να δει σχετική βιωγραφία και να ασχοληθεί με το θέμα. Πέρα όμως από αυτό, εκεί στο δικό μας χώρο, παρόλο που, όπως δείτε, οι θεολογικές υποθέσεις εδώ είναι εντελώς διαφορετικές, ακόμα όμως και εδώ δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί ότι όντως πολλές φορές υπάρχουν ομάδες, οι οποίες υιοθετούν μία πολύ ακραία αισχατολογική προοπτική, υιοθετούν μία ακραία αισχατολογία, η οποία θέλει το παρόλο του κόσμου να παρέχεται και να εξαφανίσει το πύρος, να καταστρέφεται, ώστε μέσα από την κατάστροφή, μέσα από την απώλεια, μέσα από την απόλυτη φορά, να αναδειθεί κάτι καινούριο και αυτό το καινούριο να είναι εντελώς διαφορετικό και να μην έχει καμία σχέση με την προηγούμενη κατάσταση, να είναι εντελώς αρνητική και κριτική στάση απέναντι στον παρόντα κόσμο, διότι αυτός ο παρόντος κόσμος μπορεί να συμπεριλαμβάνει και ταυτόχρονα μία πολύ, θα λέγαμε, έντονη προσδοκία για έναν εντελώς καινούριο κόσμο, ο οποίος θα είναι απελευθερωμένος οποιαδήποτε φορά και αποτιδήποτε μπορεί να θυμίζει τον παρόντα κόσμο. Επομένως, μια τέτοια προσέγγιση πολλές φορές τους έχει τύχει σε κάποιους από εμάς, να ακούσουμε στην τηλόραση ιεροκύρικες από συγκεκριμένες ομάδες, εχθριστιανικές, έχουν και εδώ στην Ελλάδα, να κηρύττουν ένα τέτοιο κόσμο με αφορμή πάντα του βιβλίου της αποκάλυψης, γιατί όντως, και εδώ είναι κάτι το οποίο πρέπει να το έχουμε υπόψη μας, το βιβλίο της αποκάλυψης είναι εξαιρετικά δύσκολο και θα μιλήσουν και στη συνέχεια για αυτό και τις δυσκολίες και τη φύση του. Είναι ένα βιβλίο το οποίο κατά καιρούς προκαλεί τη μεγάλη προσοχή και το ενδιαφέρον των ανθρώπων, προκαλεί συζητήσεις, απασχολεί και γίνεται πολύ συχνά ένα κείμενο, ένα πύρινο θα λέγαμε κήρυγμα, κριτικής της κατάστασης, της οποιασδήποτε κατάστασης βιώνει η εκάστου εξαιρετική ομάδα και μια, ας το πούμε έτσι και ένα μανιφέστο, ας μου επιτραπεί αυτή η έκφραση, για έναν κόσμο μελλοντικό που θα είναι εντελώς διαφορετικός από τον παρόμο. Και εν πολλής μια κρίτη προσέγγιση έχει μία λογική και είναι κατά κάποιον τρόπο δικαιολογημένη, με την έννοια ότι και το βιβλίο αυτό όταν γράφτηκε αυτό σκοπό ήθελε να εξυπηρετήσει, ακριβώς να σκίσει μια σκληρή κριτική, σε όλα τα, στην προηγούμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση και να επαγγελθεί έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος κόσμος ωστόσο ήταν ως κόσμος ελπίδας και παρηγοριάς για τους χριστιανούς και τα μέλη της κοινότητας τα οποία υποφέρουν στον πανούσα κατάσταση, η κατάσταση να υποφερμογηθεί το βιβλίο της Αποκαλύψης και υπομένως πως δοκούν ένα καλύτερο μέλλον για μία καλύτερη κατάσταση. Η Αποκαλυπτική είχε αυτή την τάση πάντοτε να αποθέτει τη λύση αυτού του προβλήματος έξω από το χρόνο και τον τόπο, τον παρόντα τόπο, σε μία καινούργια κατάσταση. Είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αποκαλυπτικής και όπως είχαμε πει και σε μαθήματα σχετικά με την Αποκαλυπτική, έχει και μία κοινωνικο ιστορική αιτία, όλη αυτή η τάση είναι ακριβώς κείμενα τα Αποκαλυπτικά κείμενα γενικότητα και στην έδωσή μας και το βιβλίο της Αποκάλυψης Εμπολίας που γεννήθηκαν σε εποχές διωγμού και στεναχώριας και δυσκολίας και πιέσων, όπου η τάση η οποία εκδηλώνεται είναι αυτή της ανέβρεσης μίας ελίσης πέρα από την παρούσα κατάσταση, η οποία θεωρείται ότι είναι αδιέξοχο. Επομένως λοιπόν το βιβλίο της Αποκάλυψης εντάσσεται θα λέγαμε γενικότερα μέσα σε αυτό το πλαίσιο, χωρίς όσο να το θεωρούμε αμυγό σε πολυκαλυπτικό, αλλά να αφήνουμε χώρο και για τα προφητικά του στοιχεία. Πραγματικά σημαίνει μια άλλη συζήτηση μεταξύ των ερευνητών, είναι κατά πόσο αυτό το βιβλίο είναι αποκαλυπτικό ή είναι προφητικό. Υπάρχουν επιχειρήματα και για τη μία και την άλλη βιβλία, θα μπορούσε κανείς πολύ απλά να δεχθεί ότι δεν έχουμε έναν ανοιχτότητο τύπο δεδομένου ότι εδώ πρόκειται για ένα κείμενο πάντοτε, κάθε κείμενο δηλαδή. Αυτό είναι σχετικό για την αποκάλυψη. Κάθε κείμενο όταν δημιουργείται δεν υποχρετικό να είναι επανομιώτικο με τα προεδομένα, μπορεί να παράγει κάτι οντελώς καινούργιο και εξάλλου χαρακτηστικό των φυλλολογικών ειδών είναι τα κεντροφυλλολογικά λίρδη να δημιουργούνται μέσα από το συνδυασμό προεδομένων φυλλολογικών ειδών ή μέσα στο ίδιο το φυλλολογικό είδος να έχουμε διάφορες παραλλαγές οι οποίες προέρχονται από συνδυασμούς τέτοιου είδους. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν το βιβλίο της αποκάλυψης, όπως είπα, είναι ένα βιβλίο το οποίο είναι τριγάρι. Ένα βιβλίο που προκαλεί, προκάλυσε και προκαλεί και προκαλεί πάντοτε κυρίως σε περιόδους χρήσεως και δισκονίας, όπως είναι για παράδειγμα οι μέρες μας, όπως ήταν η περίοδος του Οικοκρατίας, κατά την οποία γνωρίζουμε το βιβλίο ήταν εξαιρετικά αχατητό και ακριβώς εξαιτίας αυτής της ιδιάζουσας φύσεως του, το βιβλίο την αρχή αντιμετωπίστηκε μακρυπτή προσοχή και επιφύλαξη από την Εκκλησία Ειδημοσφόλους ότι το βιβλίο της αποκάλυψης άργησε να ενταχθεί στον κανόνα και ότι τελικά όταν επικυρώθηκαν με την πεθέκτη σύνοδο οι διάφοροι κανόνες διεύτερο κατάλογοι δηλαδή των κανονικών βιβλών της Καινής Διαθήκης, επικυρώθηκαν ταυτόχρονα και κανόνες οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν την αποκάλυψη και κάποιοι άλλοι πήγαν από πίσω. Το μίλος καταλαβαίνει δηλαδή ότι ήδη και σε εκείνη την εποχή η Εκκλησία είχε την πλήρη συνείδηση αυτής της αφήσιμης θα λέγαμε, στάσης απέναντι στο βιβλίο της αποκάλυψης και αυτής της μάλλον επιφυλακτικής στάσης απέναντι σε αυτό το βιβλίο. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τελικά το βιβλίο να ενταχθεί μέσα στον κανόνα, αντιμετωπίζοντας με μεγάλη προσοχή ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και δεικτικό ακριβώς της ιστορίας που προηγείται μέχρι το βιβλίο αυτό να ενταχθεί στον κανόνα της Κιανής Διαθήκης είναι το γεγονός ότι το βιβλίο αυτό δε διαβάζεται στην Αρθοδοξία, στην Ατωλική Εκκλησία, σε καμία από τις ακολουθίες ακριβώς γιατί όταν διαμορφόνταν τα αναγνώσματα της Εκκλησίας αυτό το βιβλίο ακόμα ήδη σε μια θα λέγαμε αρκετά αμφίβολη θέση, δεν ήταν ακόμα πόλτα βέβαιο αν θα έπρεπε να γίνει αποδεικτό και να ενταχθεί μέσα στον κανόνα ή όχι. Το βιβλίο αυτό όπως είπα και πριν είναι ένα δύσκολο βιβλίο και ένα βασικό χαρακτηριστικό του είναι ακριβώς ότι τόσο αισχατολογικός χαρακτήρας αλλά τόσο ακραίος ασχολοτολογικός του χαρακτήρας, από την αρχή προκάλεσε την επιφύλαξη των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέων. Οι οποίοι μάλιστα συνιστούν προσοχή κατά την ανάγνωσή του και βίχνουν και εποπερίοδοι που υπάρχουν κείμενα τα οποία αποτρέπουν την ανάγνωση της Αβουκάλιψης ή τουλάχιστον απαιτούν μια πιο προσεκτική, μια πιο επιφυλακτική ανάγνωση. Και πίσω από αυτή τη συζήτηση κλείβεται ένα ευρύτερο πρόβλημα, το οποίο απασχολεί την Εκκλησία ήδη από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα και αυτό είναι το πρόβλημα της ασχολογίας, το πρόβλημα του τέλους. Είπαμε και όλες και αυτό είναι σημαντικό ότι μία από τις κατηγορίες, ας το πούμε έτσι, κατηγορίες οι οποίες ακούστηκαν, της βάσης του χριστιανισμού και μάλιστα σε σχέση με τη στάση που τύρισε απέντη στο περιβάλλον, ακριβώς η έντονη ασχολογία, την οποία εκφράζουν πολλά από τα κείμενά του και ήταν και χαρακτηριστικό, και είναι χαρακτηριστικό ακόμα αν θέλετε, από όλων οι χριστιανικοί ομάδοι. Και είναι γεγονός βέβαια, αναντήρητο, ότι η ασχολογία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του χριστιανικού κηρύματος. Βέβαια ακόμα και αυτή είναι ένα σημαντικό κομμάτι, αλλά όχι ανεξάρδετη από την πραγματικότητα που λέει ότι, που λέει η σωτηρία δια του Ιησού Χριστού. Δηλαδή η ασχολογία δεν είναι περσέ ένα μέγεθος, ή αν θέλετε αίσχατα, ένα μέγεθος το οποίο είναι ο αυτοσκοπός του χριστιανού, αλλά συνδέεται αυτόματα με την εποχή όπου θα έρθει, θα πέθανε το τέλος, ας πούμε, οποιασδήποτε κατάσταση, τυρανή, ας πούμε, ταλαιπωρή, τον άνθρωπο. Και επομένως, από αυτήν την έννοια, συνδέεται αυτόματα και με τη Βασιλεία του Θεού, συνδέεται αυτόματα με τους σωτηριώδες του Θεού στην Ανάσταση και ούτω κάτω εξής. Δεν μπορεί καμία αφιβολία από εμένα ότι οι πρώτοι χριστιανοί είχαν αναπτύξει μία βεβαιότητα πως το τέλος του κόσμου είναι πάρα πολύ κοντά, είναι εγγύς. Βέβαια εδώ, ακόμα και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, διαβάζοντας τα κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει ότι υπάρχει μία εξέλιξη στον τρόπο που κατανοείται αυτό το τέλος και η εγκύτητα αυτού του τέλους. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι όλα τα κείμενα μας παρουσιάζουν την ίδια βεβαιότητα, ούτε μπορούμε να πούμε ότι και αυτή η βεβαιότητα, όταν εκφράζεται, εκφράζεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Δηλαδή, τι ήθελα να πω. Είναι γεγονός ότι πολλά κείμενα της Καινής Διαθήκης αφήνουν να εννοηθεί, το λέει και πολύ ξεκάθερα, όπως συνέσουν για παράδειγμα οι πρώτες επιστολές του Παύλου, ότι το τέλος είναι κάτι σύγχρονο και ότι θα έρθει μάλιστα ήδη την εποχή που γράφονται τα κείμενα. Δεν διαβάζοντας κανείς την άνθρωπος της Αναδικής ή την άνθρωπος Πορθίου στο Αποστόλου Παύλου, έχει την βεβαιότητα, την οποία μαζί την εκφράζει και ο Λοσοφός του Λοσεδικά, ότι το τέλος όχι μόνο είναι κοντά, αλλά το τέλος είναι βεβαιό. Είναι βέβαιο, είναι κοντά και είναι ακόμα κάτι το οποίο θα το ζήσουν τόσο ο Παύλος όσο και οι αναγνώσεις του. Αν διαβάζουμε πώς περιγράφει για παράδειγμα στην Άλφα της Αναδικής, την έλευση του Κυρίου, αυτή η έλευση του Κυρίου, η περιγραφή μάλλον είναι στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο εμείς, που σημαίνει και θεωρεί ότι ήδη εμείς που θα είμαστε ακόμα ζωντανοί, θα είμαστε ζωντανοί, αλλά το ποντεί πάρα πολύ κοντά. Και την ίδια ακριβώς τάση εκφράζει και στο διβλίο και στην Αγαπησκοριθείου, σε κοίτα με λίγο πιο έντονα, γιατί και το λέει και ρητά, ότι εγώ πιστεύω ότι δεν θα έχουμε πεθάνει μέχρι το τέλος. Οπωσδήποτε βέβαια καταλαβαίνουμε ότι μία τέτοια αισχατολογική προοπτική πειράζει πάρα πολύ τον τρόπο σκέψης των χριστιανών, αλλά θα ήταν αναγκαίο να δούμε τι ακριβώς είναι αυτή η αισχατολογία. Οπωσδήποτε, και πάλι θα πω, υπάρχουν διάφορες τάσεις και από χρόνους μέσα σε αυτήν την γενικότερη αισχατολογική αποπαραδογία και προσμονή. Και είναι πρώτα απ' όλα απαραίτητο να έχουμε υπόψη και να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην αισχατολογία και την αποκαλυπτική μία διάκριση την οποία ήδη ανέφεραν νωρίτερα. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι θα ακυρώσουμε τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα των κείμενων. Ούτε μπορούμε να ακυρώσουμε, αν θέλετε, και την αποκαλυπτική διάθεση η οποία χαρακτηρίζει πολλά από τα κείμενα του Παύλου. Όμως και εδώ, πάλι, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι το τέλος. Δηλαδή, οπωσδήποτε ο Παύλος αλλά και άλλοι εσυγγραφείς της Καινής Διαθεκής υιοθετούν αποκαλυπτικά στοιχεία δεν θα μπορούσαμε όμως ποτέ να πούμε ότι τα κείμενά τους είναι αμυγώς αποκαλυπτικά. Υπάρχει ένας αποκαλυπτικός τόνος, θεωρώ όμως ότι υπάρχει με σκοπό κυρίως και πρώτη στιγμή να τονίσει ακριβώς αυτήν την έντονη αισχατολογική προσδοκία και αυτή η προσδοκία δίνει ποιότητα στο παρόν των χριστιανών. Και αυτό γιατί η προσδοκία αυτή πηγάζει από το γεγονός ότι για τους χριστιανούς τα αίσχατα ήδη έχουν αρχίσει. Και εδώ είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ αποκαλυπτικής και αισχατολογίας όπου η αποκαλυπτική τοποθετούν το τέλος του κόσμου, τη διαφορά, την αλλαγή, αν θέλετε σε μια εποχή μετά από το δικό μας κόσμο, έξω από το δικό μας κόσμο ενώ αντίθετα η αισχατολογία θεωρεί ότι αυτή η αλλαγή, αυτή η μεταμόρφωση αρχίζει ήδη τώρα εδώ. Και αυτό είναι επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο. Είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να το έχουμε, να το παραγνωρίζουμε όταν ελετάμε κοινωνά πως είναι η αποκάλυψη ή αν θέλετε και άλλα αποκαλυπτικά κείμενα που έχουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη. Άρα λοιπόν αισχατολογία και αποκαλυπτική είναι αναφυσβήτα δύο έννοιες και δύο, ας το πούμε έτσι, τάσεις οι οποίες ναι με παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία, ταυτόχρονα όμως διαφορετούνται και κατά πολύ μεταξύ τους. Το τρίτο που πρέπει να έχουμε υπόψη όταν μιλάμε για την αισχατολογία είναι ο έννοιος ανθρωποκεντρικός της χαρακτήρας. Σαφώς το κέντρο είναι ο άνθρωπος, το όπως το είπα εγώ, ότι τα αποκαλυπτικά κείμενα μας, γενικότερα τα αποκαλυπτικά μας κείμενα, έχουν έναν ανθρωποκεντρισμό, ένα έννοιον ανθρωποκεντρισμό. Οι ανθρωποκεντρισμούς τους πάντοτε δεν είναι το ίδιο έντονος, υπάρχουν πάρα πολλές φορές που μειώνεται και μετριάζεται, κυρίως όπως είχαμε δει, για παράδειγμα, σε κείμενα σαν, τι λέγαμε, αυτοτηρωμένους οχτώ ή σαν γλωσσαΐς ή ακόμα αν θέλετε και στην περίπτωση της Β' μετριάζεται με τη δαναφορά στον Θεό του, στον Κύριο Ιησού και με τη μετατόπιση του κέντρου Β' σε κάποιες περιπτώσεις στην ίδια την οικογένεια και όχι τόσο μόνο στον άνθρωπο. Υπάρχει ο ανθρωποκεντρισμός, όμως ο ανθρωποκεντρισμός αυτός δεν είναι υποκριτικό πάντοτε για να χρησιμοποιήσω το λόγο του πατριάρκου να είναι ανθρωποκεντρισμός, αλλά σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι ένας καθαρά εργαλιακός ανθρωποκεντρισμός, με την έννοια ότι ο άνθρωπος κατανοείται ως το μέσο και ως η γέφυρα και ο τρόπος μέσα του οποίου η άνθρωπη υπόλοιπη δημιουργία μπορεί να ξαναφτάσει στο δημιουργό της και να αποκατασταθεί η σχέση της με αυτών οι οποίες είχαν διαταραχθεί εξαιτίας των επιλογών του ανθρώπου. Όλο το παραπάνω λοιπόν, το γεγονός ας πούμε ότι υπάρχει βεβαιότητα της ασχατωμένης των ασχάδων, το γεγονός ότι μέσα στα κείμενά μας συναντούμε έναν αποκαλυπτικά στοιχεία αλλά ταυτόχρονα είναι έντονα ασχατολογικοί, ασχατολογικός ο τόνος και είπαμε πιο πριν τη διαφορά μεταξύ αποκαλυπτικής και ασχατολογίας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ναι με παραμένουν ανθρωποκεντρικά, όχι πάντοτε όμως με κέντρο θα λέγαμε κατά ένα φιλμιστικό τρόπο τον άνθρωπο, αλλά με τη λογική του άνθρωπος ο ίδιος πολλές φορές θεωρείται και κατανοείται ως το μέσο για την κατάκτηση από την υπόλοιπη δημιουργία της σωτηρίας και τη μετάβασή της τη δόξα και χαρακτηθώ πάλι παράδειγμα από τη γεγονός αυτό. Μετάς λοιπόν από τα προηγούμενα τί θα ήταν μεγάλο ερώτημα. Κατά πόσο μπορεί η χριστιανική ασχατολογία να συμβάλει σε μία θετική και όχι σε μία αρνητική στάση προς το περιβάλλον. Ας θυμηθούμε εδώ τον Νί Λουάιτ, ο οποίος μας έλεγε ότι κατά πάσα από τη νότα η χριστιανική ασχατολογία δεν μπορεί να μας οδηγήσει με τέτοια κατάσταση, δεν μπορεί να μας οδηγήσει ή δεν μας οδηγήσει ως τώρα σε μία φιλική προς το περιβάλλον κατάσταση. Όμως είναι υποχρόςή μας να δούμε αυτήν την ασχατολογία, γιατί εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να νοηθούμε στα κείμενά μας. Είπαμε ότι οπωσδήποτε τα βιβλικά μας κείμενα έχουν τα όρια αυτούς και εδώ είναι ακόμα ένα σημείο στο οποίο δοκιμάζουμε αυτά τα όρια. Από την άλλη μας μεριά η δοκιμία αυτών των ορίων δεν μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε ή να αποσιοπίσουμε το γεγονός ότι δεν μπορούμε να είμαστε. Μπορούμε να αποποιηθούμε ένα κομμάτι πράγματος μας και να δούμε ότι το δεχθούμε. Με όποια προβλήματα αυτόν μπορεί να δημιουργήσει και δημιουργεί. Αυτό είναι μία ίσως τάση που τυρίθηκε από ορισμένες ομάδες. Δεν μπορούμε σε καμία εκκληπτωσία να αρνηθούμε τα κείμενα μας τα ίδια. Είναι αποκαλυπτικά. Υπάρχει λοιπόν ένα μεγάλο εμνευτικό πρόγραμμα με την εσκατολογία. Πώς θα πρέπει να την κατανοήσουμε? Για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε, οι διάφορες θεοικές ομάδες ή αν θέλετε διάφορες εμμονίες που δόθηκαν σε αυτήν την εσκατολογία, αυτού του εσκατολογικού περιοχόμου του κειμένου, το οποίο είπαμε είναι αδιαφυσβήτητο, αδιαφυσβήτητο. Έχουν λοιπόν εκφραστεί διάφορες τάσεις και διάφορες προτάσεις έχουν διατυπωθεί όσον αφορά την κατανοήση της εσκατολογίας. Η μία λοιπόν είναι αυτή που κυρίως η οφή στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ότι η αιώνια ζωή είναι εδώ και τώρα. Θυμάστε ότι στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αντί για την Βασιλεία του Θεού, η οποία έχει μια διαφορετική, αλλά όχι απόλυτα διαφορετική προοπτική, στον Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο σηγραφές ο Ευαγγελιστής προτιμά κυρίως να χρησιμοποιεί τον όρο αιώνια ζωή και όχι η Βασιλεία του Θεού και να τονίζει ακριβώς την παρουσία μέσα στο παρόν των αγνοστών του αυτής της αιώνιας ζωής. Λοιπόν, για τον Ιωάννη και για όσους ανήκουν σε αυτόν τον Ιωάννη ο κύκλο, η παρούσα ζωή είναι ο χώρος εκπληρώσης των αισχατολογικών προσδικιών. Αυτή αισθεί η αιώνια ζωή, είναι γινός που σήλθε το μόνο αληθινό Θεό και αναπέστει να ζήσει ο Χριστός, όταν δεν αφήνει προοπτικές για το μέλλον, αλλά ήδη μεταφέρει αυτήν την αιώνια ζωή στο παρόν και ή ας την θυμάσουμε λίγο αργότερο, ο πιστεύονης εμέγε κέκοκε. Ο Ιωάννης δηλαδή, ο οποίος πιστεύει σε εμένα, έχει δικαιωθεί μεταφέρτος λοιπόν το βάρος από ένα μέλλον στο παρόν. Ωστόσο βέβαια, ακόμα και μια τέτοια θεώρηση μπορεί να αφήσει μια προοπτική για τη μελλοντική, για μια μελλοντική εκπληρώση, ή επλήρια αποκάλυψη, αν θέλετε, της αιώνιας ζωής. Λοιπόν, δηλαδή, στον Ιωάννη, κάποιος που διαβάζει τον Ιωάννη, το Πατριάν Ευαγγέλιο, μπορεί να διακρίνει αυτό το πράγμα που λέω τώρα, ότι όντως, σαφώς, η αισχατολογία μεταφέρεται στο παρόν, η βαρύτα δύναται στο παρόν, γιατί για τον Ιωάννη εδώ κρίνονται όλα, εδώ αποφασίζονται όλα, και από τη στάση που τηρεί κάποιος απέναντι στο Θεό και στον Ιησού Χριστό, ποιος είναι ο Ιωάννης που τον απέστει, από αυτό κρίνεται και το μέλλον, ωστόσο αυτό από μόνο του δεν καταλεί απόλυτα την ύπαρξη και μιας μελλοντικής προοπτικής, δηλαδή αυτή την προσδοκία για να οριστικό, μια οριστική μελλοντική αποκατάσταση και εντοξικά ύπαρξη των αγαπητών τέχνων του Θεού. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη. Λοιπόν, μια τάση ή αυτή είναι μια εγνωστική στάση απέναντι στο πρόγραμμα της σχατολογίας. Μια πιο απλή στάση είναι εκείνη που δεν δείχνει καμία σχατολογία, θεωρεί ότι δηλαδή δεν τίθεται λόγος σχατολογικής προσδοκίας, δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, ακυγόρωνει οποιασδήποτε προσδοκία και μεταφέρεται πάνω μέσα στην εγκόσμη συνάφια τους, ό,τι και όλα αυτά, που καταλαβαίνουμε ότι αυτό βέβαια ο στάσης ουσιαστικά αγνοεί μια πληθώρα κειμένου της Καινής Διαθήκης και καταργεί ουσιαστικά με αυτόν τον τρόπο το δεσχατολογικό χαρακτήρα τόσο του αρχαίου ομοσθιασμού όσο και της υπόλοιπης, εκεί των υπόλοιπων φάσεων της αστυνομικής εκκλησίας. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη τάση αυτή που υιοθετεί θα λέγαμε ένα αποκαλυπτικό μοντέλο όσον αφορά την ασχατολογία, αυτό που είπαμε πιο πριν ότι έχουμε μια ασχατολογική με προσδοκία, αλλά με έντονο αποκαλυπτικό χαρακτήρα με τον τρόπο που περιγράψαμε την αποκαλυπτική νωρίτερα. Αυτές λοιπόν οι τάσεις είναι τάσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν και διατυπώθηκαν μέσα από διάφορα κείμενα των παλαιότερων περίοδων της θεολογικής ερμηνείας κειμένων όπως είναι η αρχακάλωψη. Και παρά, όπως δούμε τώρα τους έχουν και τα δύναμα στοιχεία και τα δυνατά τους ιδεία, είπαμε ήδη στην πορεία μιλώνοντας κάποια από αυτά, υπάρχει και μια νεότερη τάση, η οποία είναι νομίζω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θεωρώ ότι θα μπορούσε να μας λύσει αρκετά από τα προβλήματα που έχουμε όσον αφορά την αισχατολογία. Και αυτό είναι η πρόταση που γίνεται από ορισμένους αρνηνετές, η γλώσσα του Ιησού, η αισχατολογική γλώσσα του Ιησού, να κατανοηθεί σε μία θα λέγαμε συμβολική και μη κυριολεκτική προοπτική και αντίληψη του τέλους, όπου το τέλος πλέον παρουσιάζεται με ένας κοσμική καταστροφή, αλλά αυτή η κοσμική καταστροφή πρέπει σε ένα πολύ μεγάλο μέρος να κατανοηθεί, στον τόπο τουλάχιστον περιγράφεται, σε έναν ενεταφορικό και έναν συμβολικό επίπεδο. Αυτό είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, ως πρόταση, το να δούμε δηλαδή όλες αυτές τις περιγραφές, όχι σαν κυριολεκτικές περιγραφές, αλλά ως μία θα λέγαμε μεταφορική γλώσσα που θέλει να περιγράψει μία κατάσταση η οποία θα επικρατίζει κατά τη τελευταία φάση της ζωής αυτού του κόσμου. Και νομίζω ότι μας βοηθάει πάρα πολύ μία τέτοια ερμηνεία ή μία τέτοια θεώρηση στο πρόβλημα που έχουμε όσον αφορά την αισχατολογία και το περιβάλλον. Αν λοιπόν κατανοηθούν όλα όσα λέγονται και όσα περιγράφονται σε μία τέτοια προαπτική ή ενός εμβολικού και μη κυρολεκτικού λόγου, τότε φυσικά είναι ανόητη η θετική εκτίμηση κάθε καταστροφής του περιβάλλοντος, γιατί ακριβώς δεν οδηγεί πουθενά αυτή η θεώρηση και δεν έχει και την στήριξη σωστικά μέσα στο διβλικό κείμενο, το οποίο συνήθως βλέπετε χώρος επικαλείται, απέρναντίως το διβλικό κείμενο δεν αφήνει χώρο για κάτι τέτοιο, όταν μάλιστα κατανοείται όπως είπα και πριν σε μία καθαρά συμβολική και μη κυρολεκτική προαπτική. Και αυτή επίσης η τοποθέτηση που βλέπει το τέλος του κόσμου έτσι τουλάχιστον όπως περιγράφεται μέσα στην Καινή Διαθήκη και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στον Πινή Διαθήκη και στην Αποκαλυπτικά Κοινή του Αρχαίου, μας βοηθά να προσεγγίσουμε με διαφορετικό τρόπο τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στην υπόλοιπη βημιουργία και μάλιστα υπό το φως της αισχατολογίας. Θα λέγαμε δύο τάσεις για το συγκαιρασμό της επιστήμης και της θεολογίας όσον αφορά το τέλος του κόσμου. Σαφώς και η επιστήμη σήμερα μιλά για το τέλος του κόσμου, βιοησικά μιλάνε μία πολύ διαφορετική λόσα, χρησιμοποιεί μια διαφορετική περιγραφή, αλλά θα λέγαμε από αυτή την άποψη ότι και ο λόγος της επιστήμης στην προκειμένη περίπτωση ομοιά προσυδιάζει εκεί το βιβλικό κειμένο με την έννοια δηλαδή κυρίως αυτός, τον τρόπο που περιγράφει την καταστροφή του κόσμου. Σύμφωνο με την κάθε ιντάνερη, η οποία σχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα του τέλους του κόσμου και με τα έσκατα και κυρίως με τον τρόπο που θα πρέπει να παντρευτεί η θεώρηση της επιστήμης με εκείνη της θεολογίας, σύμφωνο με εκείνη, η δημιουργία του κόρου που ονομάζεται κόσμος είχε ο σκοπός μάλλον να δημιουργήσει έναν χώρο για την παρέγωση του θεού και κυρίως αυτό το τέλος δημιουργεί αυτή η προσδοκία για το τέλος, αφήνει έναν χώρο στη συνέχεια ακριβώς για να συνεχίσει αυτός ο θεός και αφήνει πάντοτε ευεργατικά και με σωτριώδη τρόπο και φυσικά προς όφελους πάνω από τη δημιουργία στο συνολό του σωτημόνου του ανθρώπου. Το δεύτερο στοιχείο που το γνήσει η Κάδη Φάνη και το οπίζουμε νομίζω είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πολλές φορές μας διαφεύγει όταν συζητάμε για κείμενα αισχατολογικά είναι ότι θα έπρεπε η αφήγηση ή αφηγήσεις αν θέλετε για το τέλος του κόσμου να αντιμετωπιστούν με τέτοιο τρόπο που αντιμετωπίζεται και η ιστορία της δημιουργίας. Βέβαια αυτό είναι μεγάλη περιπέτεια στο χώρο της θεολογίας ότι ταλαιπωρημένη μέσα από μια σχολαστική αγγίλωση στην καταγράμμα και κυριολεκτική καταγνώηση της βιβλικής ιστορίας, βιβλικής αφήγησης για τη δημιουργία ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση με τις φυσικές επιστήμες, σε βασικές αρχές ή βασικές θεωρίες και θέσεις της ήδημης επιστήμης, κάτι το οποίο οπωσδήποτε ήταν ανευουσιαίες και το οποίο δεν εστηριζόταν και φυσικά σε μια ορθολογική αν θέλετε και σε μια κατημαϊκή κατανοήση της επιχειρηματολογίας της άλλης πλευράς. Και είναι επίσης γνωστό ότι ακόμα και σήμερα σε περιοχές όπως είναι σύνομισα χώρες, όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει μια επιφύλαξη απέναντι στο λόγο των φυσικών επιστημών περί δημιουργίας με αποτέλεσμα να μιλάμε σήμερα για το έξυνο, το ευθεία σχέδιο της δημιουργίας, να απαγορεύεται η δασκαλία της θεωρίας της εξέλιξης στα σχολεία και ούτω καθεξής. Σε κάθε περίπτωση αυτό που λέει κάθε ντάντερ είναι σωστό, ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την ίδια λογική που ξεκινάμε στις γενικότερες, τουλάχιστον στους ευρύτερους οσθενικούς κύκλους, όταν διαβάζουμε την βιβλική αφήγηση για τη δημιουργία, όπου αυτή η αφήγηση δεν κατανοείται πρώτα στα κυριολεκτικά, γιατί ακριβώς ο χαρακτήρις στην αρχή κατανοήθηκε ως καθαρά συμβολικός. Το κυγλώσε είναι μεταφορική και δεν πρέπει ποτέ να κατανοηθεί σε μια κυριολεκτική διάστηση. Αυτό είναι κάτι το οποίο έχει οθετηθεί και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια μέσα από ένα, όπως είναι του Νίκου Ματσούκα ή του Δέτρο Πολίτη, υπέρ γάμους Ιησού, αλλά και άλλων εκλεκτών ορθόδοξων θεολόγων. Είναι κάτι το οποίο ιδιαίτερα τονίστηκε και στην ορθόδοξη θεολογία, ότι ο λόγος θεολογίας και ο λόγος του βιβλικού κειμένου είναι σαφώς μεταφορικός και επομένως αυτό μας αποτρέπει ο οποιαδήποτε κυριολεκτική κατανοήση της δημιουργίας. Αυτό άνοισε και δημιούργησε χώρο, ώστε να αναπτύχθουν εγώνιμες σχέσεις, διαλόγου μεταξύ θεολογίας και επιστήμης κάτω από το οποίο το βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αυτό που τονίστηκε και συνέχεια τονίζεται είναι ότι πρέπει να βρεθεί ένα τέτοιο μοντέλο συνάντησης, θα λέγαμε και διαλόγου μεταξύ θεολογίας και φυσικών επιστήμων, όπου ούτε οι φυσικές επιστήμες τα ακυρώνονται, κάτι το οποίο πολύ υπέστησαν οι φυσικές επιστήμες μέσα στους θεολογικούς τύπους σε παλαιότερες δεκαετίας, ούτε όμως από την άλλη μεριά θα πρέπει ο κόσμος να χάσει δηματική του διάστηση, γιατί ακριβώς αυτό είναι βασικό σημείο έμφασης στη θεολογία και είναι κάτι το οποίο οι επιστήμες φυσικές ακριβώς επειδή είναι έξω από το χώρο του επιστητούτους δεν μπορούν να το κατανοήσουν και σε κάποιες περιπτώσεις επίσης το ακυρώνουν χωρίς να υπάρχει πραγματικός λόγος. Αυτό λοιπόν έγινε στο χώρο της αφήγησης δημιουργιές. Αφήγησης δημιουργιές κατανοήθηκε ως μια μεταφορική αφήγηση, η οποία σαν στόχο είχε να τονίσει ακριβώς την ευεργετική και σωτριώδη παρέμβαση του θεού μέσα στον κόσμο και τη δημιουργία και εξάρτηση όλου του κόσμου το δημιουργό της, ταυτόχρονα να δείξει και την προοπτικία του κόσμου που είναι ακριβώς η τελείωση. Επομένως και φυσικά για να πω και όλες από πολύ νωρίς για την Αρχαία Εκκλησία, νίστηκαν οι ανθρωπομοφισμοί, ανθρωπομοφισμοί αυτής της δημιουργικής αφήγησης, αφήγησαν με χέρια, αφήγησαν με ανθρώπους να χαρακολουθούν, γιατί ακριβώς είναι τα εργαλεία κατανόησης και περιγραφής τα οποία είχε στην αδιάθεσή του άνθρωπος εκείνη την εποχή. Αν λοιπόν αυτό ισχύει για τη λεγόμενη πρωτολογία, δηλαδή για τη δημιουργία του κόσμου, κάτι ενδύστοχο θα πρέπει, αυτή είναι η πρόταση της Στάνερ και θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική, θα πρέπει να υιοθετηθεί και για την αφήγηση περί του τέλους του κόσμου. Γιατί δηλαδή θα πρέπει ενώ στην περίπτωση της δημιουργίας αυτή να κατανοείται έτσι, ως μεταφορική και συμβουλική περιοχή, ενώ στην περίπτωση της κατολογίας να έχουμε μια πολύ πιο, θα λέγαμε, κυριολεκτική κατανοήση του κειμένου. Και επομένως μία τέτοια μη κυριολεκτική κατανοήση είναι σημαντική και θα πρέπει να συμπεριαστεί και με ένα άλλο πράγμα, ότι δεν θα πρέπει η βαρύτητα, σε αυτή την περίπτωση, να βρίσκεται στον κόσμο του μέλλον. Δεν είναι δηλαδή, όπως είπα και πριν, η σημασία, και αυτό είναι κάτι που πολλές φορές το παραγνωρίζουμε ή το υποβαθμίζουμε όταν συζητάμε για αποκαλυπτικά κείμενα, δεν είναι η βαρύτητα του μέλλον, η βαρύτητα είναι στο παρόν. Λοιπόν, δεν θα πρέπει κι εμείς να ακολουθούμε μία τακτική όπου το μέλλον είναι εκείνο που έχει το κέντρο βάρος, αλλά εδώ η βαρύτητα βρίσκεται στον κόσμο στην ολότητά του. Ο κόσμος κατανοείται μέσα σε μια συνολική θεώρηση ως αρχή και τέλος και κατανοείται ως ολότητα μέσα ακριβώς, όχι μόνο σε σχέση προς τις δημιουργικές δυνάμεις του Θεού, όχι ως προς τη δημιουργία μοναχά, αλλά ως προς τη σωτηρία του ακόμα και υπομένως ως προς τη σωτηρία του, ως προς την αισχατολογία. Και με απλά λόγια θα πρέπει να κατανοηθεί αυτός ο κόσμος ταυτόχρονο ως αρχή και τέλος, να κατανοηθεί ως ολότητα και ως ολότητα πλέον να αξιοποιηθεί και αυτή η καταγνώση αφούς μπορεί να αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο που διαβάζουμε τα αποκαλυπτικά και σχετολογικά κείμενα, και δεύτερον κατά πολύ μπορεί να μας βοηθήσει να επαναμορφώσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας τα παιδιά στο περιβάλλον. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική, κατά τη γνώμη μου, τοποθέτηση της Στάνερ, η οποία πραγματικά βάζει τα πράγματα σε μια διαφορετική προοπτική και λέει το αυτό που είπα και πριν, το απόλυτα αυτονόητο, ότι γιατί όταν μιλάμε για τη δημιουργία σήμερα λίγο πολύ οι περισσότεροι θεολόγοι συμφωνούμε, ότι πρόκειται για έναν λόγο μεταφορικό, για έναν λόγο που δεν πρέπει να κατανοηθεί κυριολεκτικά, δεν θα περαιόσουν οι έξι μέρες της δημιουργίας να κατανοηθούν ως έξι, ως τετρά, όλα δεν πρέπει να θεωρήσουμε, θα πρέπει να θεωρήσουμε ως ανθρωποβολισμό το ότι ο Θεός πήρε χώμα και έφτιαξε τον άνθρωπο του, και ούτε καθεξής, και ενώ λοιπόν ακολουθούμε αυτή την τακτική όσον αφορά την αρχή του κόσμου, δεν έχουμε την ίδια στάση όταν μιλάμε για το τέλος, αλλά δίφτα εκεί με έναν εναξίγητο τρόπο κατανοούμε τα πάντα στην κυριολεκτική τους σημασία. Κι επομένως καταλώνουμε ότι όντως το τέλος του κόσμου ταυτόχρον σημαίνει μία καταστροφή απόλυτη και πλήρη και μία εξαφάνιση αυτού του κόσμου κάτι το οποίο σήμερα η επιστήμη δεν το υποστηρίζει απόλυτα, δεν υπάρχουν διάφορες στάσεις με το τέλος του κόσμου και επομένως δεν θα έπρεπε ίσως να είμαστε και τόσο απόλυτοι όταν συζητάμε και όταν περιγράφουμε αυτό το τέλος. Σε αυτήν την θέση της Στάνερ, η οποία θεωρώ την εξαιρετικά αξιολογή και η οποία θέτει τα πράγματα σε μία πολύ σωστή προαπτική, το οποίο σημαίνει να προσθέσει δύο πράγματα τα οποία σχετίζονται άμεσα και με την αισχατολογική μεταμόρφωση του κόσμου αλλά και με την αντιμετώπιση και θεώρηση του κόσμου ως μία ολότητα, ως ένα σύνολο που ο Θεός θεωρείται όχι μόνο από τις δημιουργικές του δυνάμεις αλλά και μέσα από τις οπειρόδους του ενέργειες. Και αυτή είναι η διπλή πρόταση της αυθόδοξης θεωρολογίας, την οποία μιλήσαμε ήδη στα πρώτα μας μάθηματα και είναι, από τη μία μεριά, η λειτουργική κατανόηση του κόσμου και η ευχαριστιακή εμπειρία. Έχουμε μιλήσει και κανείς ο οποίος, ας το πούμε, έτσι γνωρίζει τα κείμενα του Μητροπολίτη, Περγάμβου Ζιφιούλα, ξέρετε ότι αυτό ήταν μία πρόταση, η λειτουργική του, όπου ο κόσμος κατανοείται εν ευχαριστία, ως ένας κόσμος ο οποίος δημιουργείται και να δημιουργείται και προσφέρεται, ή αλλιώς αναφέρεται, όπως λέει ο ίδιος, χρησιμοποιώντας τη λειτουργική γλώσσα στο Θεό, ώστε αυτός να το μεταμορφώσει, να του δώσει νέο περιεχόμενο και νέα προοπτική. Έτσι λοιπόν, έχουμε μία δημιουργία, η οποία εδώ αποκτά και μία προοπτική του τέλους, μία αισχατολογική προοπτική, και από την άλλη, δημιουργείται το σχετικό ήθος, για το οποίο έχουμε μιλήσει και άλλη φορά, όπου είναι ακριβώς μία πολύ συνετή και εγκρατής στάση απέναντι στο περιβάλλον, ένα περιβάλλον το οποίο ταλαιπωρείται κυρίως από την αλόγη στην διαχείρισή του, εκ μέρους των ανθρώπων, και κυρίως από την άπλυστη καταδυνάστευσή του, περιβάλλον του ζωμού. Επομένως, ευχαριστιακή από μια μία εμπειρία και ευχαριστιακή, αν θέλετε, αναφορά της δημιουργίας. Και από την άλλη μία, και το σχετικό ήθος, ως τρόπο στάσης απέναντι στο περιβάλλον, θα μπορούσαν να συντεριαστούν με τη θέση της κάθε μέρα και να προτείνουν ένα μοντέλο, ακόμα και για την Ορθόδοξη Μοιευτική, η Ορθόδοξη Μοινιά Συγνώμη, το οποίο είναι και αποδεκτό, είναι και μέσα στην ευρύτητα που παρέχει η Ορθόδοξη θεολογική σκέψη, και από την άλλη μεριά μπορεί όμως να δώσει και μία προοπτική στις σχέσεις ανθρώπου και περιβάλλοντος. Άρα, θα μπορούσαμε να πούμε με απλά λόγια ότι εδώ, αυτή ακριβώς η αναφορά του κόσμου μέσα από την ευχαριστία, ουσιαστικά ενμώνει ξανά ολόκληρη τη δημιουργία με τον δημιουργό της και μάλιστα εδώ κατανοείται πάλι η δημιουργία στην ολόκλητά της, όλος ο κόσμος είναι παρόν, όλος ο δημιουργημένος κόσμος ο οποίος αποκτά μία ισχατολογική προοπτική, καθώς γνωστόν η ευχαριστία θεωρείται ως ένα κατεξοχήν ισχατολογικό γεγονός μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Επομένως, περνώντας τα κείμενά μας και περνώντας τα κείμενα όπως αυτά της Ακοκάλυψης, που μιλάνε για ολοκληρωτική καταστροφή και τα οποία επανέρχονται και μιλάνε στη συνέχεια για ένα καινούργιο κόσμιο, για μια καινή γη και μια καινή θάλασσα και ένα καινό ουρανό, δηλαδή καινούργια όλα, περνώντας λοιπόν σε αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε έχοντας υπόψη τα προηγούμενα και κυρίως στη βάση του μοντέλο που πρότεινε ένας άλλος αξιόλογος και νοδιαφθικολόγος, ο Edward Adams, ότι η καταστροφή η οποία περιγράφεται σε αυτά τα κείμενα και φυσικά δεν μπορούμε να την αφιεσβητήσουμε αυτή την καταστροφή ως περιγραφή, δεν θα πρέπει να σημαίνει κατ' ανάγκη κάτι το αρνητικό. Όπως μπορεί να σημαίνει η πείροση των στοικών ή, ας πούμε, ακόμα και οι στοικοί την εκπείροση τη θεωρούν ως μια θετική εφεία πράξη και οι χριστιανοί μιλώντας για την καταστροφή, δεν είναι υποχρεωτικό να μιλάνε μια απόλυτα αρνητική κατάσταση, αλλά μπορεί να σημαίνει και κάτι πάρα πολύ θετικό, την αρχή μιας καινούργιας, κατάσταση η οποία γινιέται από την προηγούμενη. Και επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η καταστροφή, για παράδειγμα, της Γης, ουσιαστικά δεν είναι το τέλος. Αν θα λέγαμε, σηματοδοτεί την αρχή για ένα νέο μέλλον. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, για να χρησιμοποιήσουμε και λίγο τους τελογικούς όρους από την αρχή δημιουργίας, δεν θα μπορούμε να μιλούμε πλέον για μια δημιουργία μετά την καταστροφή αυτή, εξ νύχυλο, από το μηδέν. Οπότε εδώ μιλάμε για κάτι τελώς καινούργιο. Αλλά για μια δημιουργία εξ μετέλλον, από κάτι παλαιότερο. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, αν το υιοθετήσουμε ως προεδρική, με σκοπό ακριβώς να κατανοήσουμε τη σχέση μας απέντη στο περιβάλλον. Και αυτό, από την άλλη μεριά, ακριβώς επειδή ο καινούργιος κόσμος, δεν θα είναι ο κόσμος ο οποίος δεν θα έχει καμία σχέση με το προηγούμενο, ουσιαστικά θα γεννιέται και θα πηγάζει, ο οποίος ουσιαστικά μεταμοφώνεται και μεταλλάσσεται σαν το γενείο του κόσμου, αυτή η προσδοκία του τέλους, η οποία δεν θα πρέπει να αποβοληθεί, αντίαστα πρέπει να αποτελεί μια σταθερή αξία και ένας ισχυρό παράγοντα διαμόρφωσης ταυτότητας των μελών της Εκκλησίας, μια τέτοια προσέγγιση του τέλους, έχει και ηθικές προεκτάσεις. Είπαμε και πριν ότι όλες αυτές οι προσεγγίσεις του, ή αν θέλετε οι θεωρήσεις και οι κατανοήσεις του μέλλοντος, δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό. Πρέπει να βοηθήσουν το μέλος της κοινότητας, της ουδέκης ασθέλησης, να κατανοήσει τη θέση του μέσα στο παρόν, να κατανοήσει γιατί τους συμβαίνουν όλα αυτά και ταυτόχρονα να το προτέψει στη διαμόρφωση ενός νέου ήθους. Επομένως, ένας στοιχείο αυτοίς του νέου αυτού ήθους είναι η ειρήνη. Ότι τα μέλη της κοινότητας θα πρέπει να ζουν ειρηνικά. Είναι μια από τις κόκκες στην Αποκάλυψη, γιατί πριν από το τέλος όλες οι εικόνες είναι πολεμικές, είναι εικόνες καταστροφής. Αντίθετα, αυτό που έρχεται αμέσως μετά το τέλος είναι η ειρήνη. Και μάλιστα, αυτή είναι μια εικόνα που θυμίζει και παραφαίνει πάρα πολύ στις μεσιανικές παραστάσεις για την ειρήνη. Επομένως, η ειρήνη σημαίνει την έλευση του νεσχάτου στον κόσμο. Ο τρόπος βίωσης και έλευσης του νεσχάτου είναι ακριβώς ουμιούς αυτής της ειρήνης και η εφαρμογή. Με κάθε τρόπο αυτής της ειρήνης. Έτσι στιμηθούμε για παράδειγμα ότι όλος αλλού, όπως θα πει η ειρήνη, στην εβραϊκή σκέψη έχει και κοινωνικές προεκτάσεις, γιατί ακριβώς χωρίς την ποιότητα των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, έχει και ισχατολογικό περιεχόμενο γιατί αφορά σε μια κατάσταση η οποία ουσιαστικά εκπληρώνεται και λογικά στο μέλλον, αλλά μπορεί να έχει και οικολογικές προεκτάσεις. Με την έννοια δηλαδή ότι μπορεί να τηλώνει ακριβώς την ειρήνευση του ανθρώπου με το υπόλοιπο περιβάλλον και πάλι θα παρακολουθώ σε προφητικά οράματα της μεσιανικής εποχής, όπου τα δημιουργήματα βζουν ελληνικά μεταξύ τους, καταργούνται όλες οι σχέσεις αντιπαλότητας και αλληλοκαταστροφής και αλληλοεξόδοσης και όλα τα πράγματα ζούνε μέσα σε ένα πολύ οτόνισμα οτογγημένο, εξαιρετικά ειρηνικός και γαλλήμιος. Διέπαιδας λοιπόν στο 21 κεφάλαιο, στους πρώτους τύχους του 21 κεφαλαίου της Εποχάληψης, έχουμε εκεί πραγματικά μια περιγραφή αυτού που θα υπάρξει στο τέλος. Διαβάζω σύντομα τα όσα λέγονται στο κείμενό μας εκεί. Είναι πάρα πολύ ωραίο κείμενο, το οποίο έχει προκαλέσει επίσης μεγάλες συζητήσεις. «Και εἶδον, μιλά πάλι ο Ρόν, ο Ιωάννης, ουρανόν κενόν και γεῖν κενεῖν, ο γάρ πρώτος ουρανός και η πρώτη γία πήρθον, και η θάλασσα ο Κρέστην ἔτι, καὶ τὴν πόλην τὴν Ἀγίαν Ἰρουσαλήν, καὶ νῦν ὑδῶν καταβένουσον ἐκ τῷ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, εἶτι μασμένην ἀσμήφη καὶ κοσμημένη τὸν ἄνδρε αὐτοῖς. Καὶ οἱ κουσαφονὴς μεγάλης ἐκ τῷ οὐρανοῦ λεγούσις, εἶδου ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τὸν ἀνθρώπων, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετὰ αὐτὸν ἔσθαι, καὶ ἐξαλήψῃ ἀπὸ αὐτὸν ὁ Θεὸς πανδάκραιον, ἀπὸ τὸν θερμόν αὐτοῦ, αὐτὸν συγνώμη, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσθαι ἔτι, οὔτε πένθος, οὐτε κραυγή, οὐτε πόνους, οὐκ ἔσθαι ἔτι, ὅτι τὰ πρώτα ἀπήλφον. ὅτι δοῦ καὶ νὰ ποιῶ πάντα, καὶ λέγειν ἡ γράψον, ὅτι οὗτοι ἡ λόγοι πιστὶ καὶ ἀληθινὶ εἰσι, καὶ ἡ πέμι καὶ ἔγωνεν, ἐγὼ τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὁμέγα, ἡ ἀρχὶ καὶ τὸ τέλος, ἐγὼ τὸ διψόνι δὲσῶ ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ἤδατος τὴν ζωῆς τοῦ ἐραῖν. ὁ νικόν ἔσθαι αὐτὸ πάντα, καὶ ἔσωνε αὐτὸ θεὸς, καὶ αὐτὸς ἔσθαι μίος, τῆς δὲ διλῆς καὶ ἀπίστῃς καὶ βεβδευμένης καὶ φλυμμέρης καὶ πόρνης, καὶ φαρμακεῖς καὶ εἰδωλῶδας καὶ πάσης ψευδέσει τὸ μέρος αὐτὸν ἐν τὴν γεῖμη τικαιωμένη ἐν τειρὶ καὶ θεῖο ὁ ἐστίν, τὸ θάνατος ὁ δε Το πρώτο πρασικό στοιχείο είναι ότι πριν ακριβώς αυτήν την εικόνα, η συνάφια μάλλον θα λέγαμε, η μικροσυνάφια και η μακροσυνάφια του κείμενου, έχουν προηγηθεί όλες οι εικόνες της καταστροφής και λίγο πριν στο προηγούμενο κεφάλαιο έχουμε την περιγραφή της εικόνας της γενικής κρίσης. Η γλώσσα εδώ θυμίζει πάρα πολύ η προφητική παράδοση, θυμίζει πάρα πολύ τα προφητικά κείμενα και όχι μόνο μία αποκαλυπτική γραμματία εκεί, ιδιαίτερα παραπέμπει, αν θέλετε, στο Ισαΐας 65-67 αλλά και στο Α' ενώ έχουμε περισσότερο αποκαλυπτικό εκεί μέχρι το 91 κεφάλαιο του 96. Η συζήτηση εδώ είναι γι' αυτό το απήλθον, το απέρχωμε. Το ρήμα απέρχωμε οπωσδήποτε σημαίνει μια αλλαγή, μια μετάβαση σε κάτι καινούριο, οπωσδήποτε σημαίνει αυτομένα την καταστροφή. Εδώ υπάρχει και πάλι, όπως είχαμε δει και στη Β' Πέτρο, ένα άνοιγμα, το οποίο περισσότερο εδώ από τη Β' Πέτρο αφήνει περισσότερο και για μια διαφορετική κατανοήση πέρα από την κατανοήση του κόσμου ως μιας κατάστασης και μιας στιγμής, θα λέγαμε, εποχής της απόλυτης καταστροφής του κόσμου. Επίσης, είναι εμφανής εδώ ο συμβολικός χαρακτήρας της γλώσσας. Δέστε, για παράδειγμα, το συμβολικό χαρακτήρα που έχει η θάλασσα, η οποία και πάλι εδώ επανέρχεται, όπως και οι λίμνοι και όλα αυτά τα στοιχεία εδώ, τα οποία εμφανίζονται εδώ σκενή, καινούργια θάλασσα, η λίμνη οικαιωμένη και τα λοιπά, αλλά ξέρουμε, είτε από την προηγούμενη αφηγήση, ότι αυτά τα στοιχεία έχουν ένα χαρακτήρα συμβολικό μέσα στο κοινό μας, δηλαδή δεν κατανοούνται κυριολεκτικά από τον συγγραφέ μας νωρίτερα, οπότε θα μπορούσε αυτό να μας οδηγήσει να εκκοστρίξουμε ότι και εδώ, πολύ πιθανόν, να έχουμε μια πιο συμβολική, περισσότερο συμβολική κατανοήση και μεταφορική κατανοήση αυτού του νόμου. Επομένως, και ο τρόπος που περιγράφεται η κρίση, και ο τρόπος που περιγράφεται η μετάβαση στην καινούργια κατάσταση, θα πρέπει να γίνει κατανοητός μέσα σε αυτή την προοπτική. Έχουμε ένα καινούργιο κόσμο, και αυτός ο καινούργιος κόσμος δεν είναι εκείνος που ήταν ο πρώτος, προηγούμενος. Εδώ, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι κάτι εντελώς καινούργιο ο κόσμος που έρχεται, αλλά κυρίως είναι πιθανόν να αναφέρεται ως το γεγονός, και αυτό βέβαια πάλι σε σχέση με την προηγούμενη συνάφεια, ότι αυτός ο κόσμος και αυτή η γη, ήταν το χώρος που κυλιάστησαν με το τώρα οι αντίθεες δυνάμεις. Ήταν ένα χώρος όπου διανατρέστηκαν πολλές αδικίες, οι άνθρωποι του Θεού υπέστησαν οι νομούς και τα νάτους, ευλασφημήθηκε το όνομα του Θεού, και επομένως ήταν ένας χώρος αδικίας, η γη επομένως ήταν η σκηνή, επάνω στην οποία διαπράχτηκε όλο αυτό το δράμα της αποστασίας άνθρωπου Θεού. Όμως, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η γη εδώ, η καινή γη, θέλει ακριβώς να τονίσει την αλλαγή αυτής της κατάστασης, τη μετάβαση, δηλαδή, σε μια γη όπου δεν θα γίνονται όλα αυτά τα πράγματα. Αυτό, κατ' ανάγκη, δεν σημαίνει ότι αυτή η καινούργια γη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό ως προς τα στοιχεία της, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι θα είναι κάτι διαφορετικό ως προς την ποιότητα της και ως προς τους ανθρώπους που την κατοικούν και ως προς την αντιμετώπιση και την γενικότερη στάση ζωής και όσον αφορά την ποιότητα των σχέσεων, οι οποίες διαγραφώνονται πάνω σε αυτήν. Τόσο σχέσον μεταξύ των ανθρώπων και της υπόλοιπας γης μεταξύ τους, όσο και σε σχέση με τον ίδιο τον Θεό. Και είναι ενδιαφέρον ότι στο τέλος αυτής της ιστορίας θα παρουσιαστεί η νέα Ιερουσαλία, το 9 και μετά, που είναι ακριβώς το όραμα του συγγραφέα για το τέλος, για την κατάσταση που θα επικρατήσει μετά το τέλος, μετά από όλα αυτά που έχει πει για την κλήση, εδώ έχουμε ένα θέμα ότι το όραμα του, ας πούμε, ιδανική κατάσταση μετά το τέλος του κόσμου στα έσκατα θα είναι μία απόλυτη. Δηλαδή το όραμα είναι και πολύ αστικό, θα λέγαμε, του συγγραφέα, να έχουμε υπόψη μας το υπόβαθρο του συγγραφέα, τις παραστάσεις, το κρατήριο στο οποίο περιγραφεί, καθώς επίσης και τις πολιτισμικές προϋποθέσεις και τις παραστάσεις τις οποίες έχει αυτός ο κόσμος, μια ιδανική κατάσταση που περιγράφεται συχνά ως μιας ιδανικής και δίκαιης πολιτείας. Και μπορώ να πω ότι και αυτή η νέα Ιερουσαλή μέσα σε αυτή τη λογική και κυρίως στη συνέχεια της προφητικής παράδοσης για τον ναό και για την αποκατάσταση του λαού του Ισραήλ, που ζητούμε εκείνη από τις άλλους συγγραφείς, αυτή λοιπόν, θα λέγαμε, η συνάχη μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε εδώ την έμφαση που δίνεται εδώ, που δίνεται στο κείμενό μας. Τελειώνοντας, αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι το κείμενό μας σαφώς έχει πολλές δυνατότητες, σαφώς μπορεί να μας αφήσει να δούμε τα πράγματα της ενή διαφορετικής προοπτικής, είναι όμως και εδώ, ίσως λιγότερο έντονο από ότι στην ΒΠΤΡΑ, σε κάθε περίπτωση και εδώ το ίδιο δύσκολο, είναι δική μας εμπνευτική απόφαση, γιατί το κείμενο μπορεί να μας δώσει στοιχεία να κινηθούμε από στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. Άλλωστε, όπως είπα και την αρχή, το ίδιο το κείμενο από μόνο του έχει μέσα το στοιχεία, ή αυτό έχει τις θεολογικές στάσεις, που δέχονται τη μία ή την άλλη ίσως όσον αφορά τα έσχα. Οπομένως και εδώ, θα πρέπει να σταθούμε μυνευτικά υπεύθυνα και να λάβουμε αποφάσεις. Θεωρώ, ωστόσο, ότι για να κατανοήσουμε τέτοια κείμενα θα πρέπει να τα δούμε στην ολότητα τους, θα πρέπει να τα δούμε στη γενικότερη συμμάφια τους, αλλά και σε σχέση με άλλα αντίστοιχα κείμενα της θεολογίας. Θα πρέπει να τα δούμε επίσης μέσα στην ιστορία πρόσληψής τους, στον πρόβλημα δηλαδή που κατανοήθηκαν μέσα στην ίδια την Εκκλησία. Και τέλος, μοντέλα όπως αυτά, αυτό της Stanner, νομίζω ότι μπορούν να μας βοηθήσουν, να βγουν από το αδιέξοδο που πολλές φορές μας οδηγούν, φαινομενικό βέβαια, αδιέξοδο, τέτοια κείμενα, ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μία, θα λέγαμε, σε μία απόφαση εργαυτική, η οποία θα μπορούσε ίσως να βοηθήσει, να πεγλοβιστούν από παλαιότερες κατανοήσεις του κόσμου, ή ακόμα και σημερινές μερικές φορές κατανοήσεις του κόσμου, ως, θα λέγαμε, ενός χώρου αδικίας και ενός χώρου ο οποίος ουσιαστικά έχει ημερομηνία λήξης και είναι απόλυτα αναλόσιμος, και επομένως η στάση μας απέναντί του μπορεί να είναι και αρκετά απαξιωτική, όχι πάντα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, θα μπορούσε λοιπόν να μας οδηγήσει σε μία άλλη προκτική, όπως είπα πριν, κατανοώντας τον κόσμο ως μία ολόθητα, μέσα στον οποία ολόθητα αποκαλύπτονται και εμφανίζονται οι δημιουργικές δυναμούς του Θεού, εμφανίζεται ο Θεός ως ο δημιουργός, αλλά και ο Θεός ως ο τύρας του κόσμου τον οποίο έχει δημιουργήσει. Επομένως σε μια τέτοια περίπτωση, τέτοια κείμενα αποκαλυπτικά ή έντονα εσκατολογικά, δεν είναι υποχρεωτικό να μας οδηγήσουν σε μία ακραία και αρνητική στάση απέναντι στο περιβάλλον, αλλά μπορούν να, αν έχουν αξιοποιηθεί μέσα σε μία γενικότερη, όπως είπα, ερμηνευτική προοπτική, όπου λαμβάνει υπόψη και η συνάθεια και η ιστορία της εμπειρίας στο κειμένο και διάφορα άλλα στοιχεία και η πιθανότητα, αν θέλετε, και η προοπτική αυτά τα κείμενα να είναι, να υιοθτούν μια γλώσσα μεταφορική, κάτι πάρα πολύ πιθανό, μέσα λοιπόν σε αυτή την προοπτική αυτά τα κείμενα μπορούν να αποτελέσουν ενδιαφέροντες, ενδιαφέρουσες αφορμές για την ανάπτυξη ενός οικοθεολογικού λόγου με αισχατολογική προοπτική, που μέσα σε αυτήν την αισχατολογική προοπτική δεν εντάστηται δεν θα ενταχθεί μόνο ο άνθρωπος, αλλά και η πολλή δημιουργία, η οποία θα κατανοηθεί βέβαια ως άρρυχτα δεμένη με τον ίδιο άνθρωπο. |