Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2
Διάλεξη 2: Μετά την παρουσίαση του γενικότερου πλαισίου και του ιστορικού και του πολιτισμικού πλαισίου, που αφορά στην Θεσσαλονίκη από την ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Παύλο, ως και τους νεότερους χρόνους, και την συνοπτική παρουσίαση των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2015
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d8fa54c |
id |
cb7bb382-8cb2-47c6-98c6-f26a9c31aca1 |
---|---|
title |
Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 |
spellingShingle |
Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 / Διάλεξη 2 Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία Άγιοι Θεσσαλονίκης Πασχαλίδης Συμεών |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d8fa54c |
publishDate |
2015 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/2215/a322/0453/be34/276b/de9e/82f7/f059/2215a3220453be34276bde9e82f7f059.jpg |
topic |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία Άγιοι Θεσσαλονίκης |
topic_facet |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία Άγιοι Θεσσαλονίκης |
author |
Πασχαλίδης Συμεών |
author_facet |
Πασχαλίδης Συμεών |
hierarchy_parent_title |
Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης |
hierarchy_top_title |
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Καθηγητής |
author2_role |
Καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
01:05:40 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Μετά την παρουσίαση του γενικότερου πλαισίου και του ιστορικού και του πολιτισμικού πλαισίου, που αφορά στην Θεσσαλονίκη από την ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Παύλο, ως και τους νεότερους χρόνους, και την συνοπτική παρουσίαση των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε στα προσεχή μαθήματα, στο σημερινό και στα προσεχή μαθήματα, για τα οποία κάναμε λόγο στο προηγούμενο μάθημα, σήμερα θα προχωρήσουμε να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, στο προηγούμενο μάθημα, σήμερα θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση της πρώτης ομάδας των Αγίων, που ανήκουν στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης, των Αγίων που τους χαρακτηρίζουμε ως Αγίους της Θεσσαλονίκης, είπαμε με το κριτήριο όχι μόνο της καταγωγής αλλά και με το κριτήριο της εκκλησιαστικής ή της θεολογικής δράσεως ή ακόμη και με το κριτήριο της διελεύσεως κάποιων προσώπων και της παραμονής τους βραχίδιας ή μεγαλύτερης σε χρονική διάρκεια από την Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η αρχαιότερη ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης είναι αυτή που σχετίζεται, αυτή των προσώπων που σχετίζονται με την ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι δηλαδή η ομάδα των προσώπων εκείνων τα οποία σχετίζονται με το αποστολικό παρελθόν της. Ήδη στο προηγούμενο μάθημα κάναμε μία σύντομη αναφορά στο θέμα της αποστολικότητας και επισημάναμε ότι το στοιχείο αυτό αφορούσε σε κάτι εξαιρετικά νευραλγικό, κέρριο για την ιστορία μιας εκκλησίας. Το γεγονός δηλαδή της ιδρύσεως μιας εκκλησίας από κάποιον Απόστολο είτε από τον κύκλο των 12 Αποστόλων είτε άλλων προσώπων όπως ασφαλώς ο Απόστολος Παύλος ο οποίος συνδέεται και με την ιστορία της Θεσσαλονίκης και με την Αποστολική Ήδρυση της Θεσσαλονίκης που όπως δημορίζουμε δεν ανήκε στον κύκλο των 12 μαθητών του Χριστού, είτε ακόμη βέβαια και προσώπων που ανήκαν στον κύκλο των λεγόμενων εβδομήκοντα μαθητών, δηλαδή στον ευρύτερο κύκλο μαθητών που κήρυξαν, εργάστηκαν Αποστολικά, επιτέλεισαν ένα σημαντικό Αποστολικό έργο και ίδρυσαν κάποιες τοπικές εκκλησίες όπως είναι για παράδειγμα αρκετά από τα πρόσωπα που φέρονται ως συνεργάτες αυτών των μεγάλων Αποστόλων, είτε των 12 είτε και ασφαλώς του Αποστόλου Παύλου. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης γνωρίζουμε ότι ασφαλώς είχε καταστεί περιβόητη η Εκκλησία των Θεσσαλονικαίων λόγω ακριβώς του Αποστολικού παρελθόντος της. Αυτό το γεγονός καταγράφεται ήδη σε αρκετά προημείς πηγές. Καταγράφεται για παράδειγμα σε κάποια από τα μαρτύρια της πρόημης περιόδου και μάλιστα η πιο πρόημη αναφορά υπάρχει σε ένα από τα λεγόμενα ιστορικά μαρτύρια της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα κείμενο για το οποίο θα κάνουμε εκτενέστερο λόγο σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας, όταν θα μιλήσουμε για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Το μαρτύριο των Αγίων Αγάπης Συρρήνης και Χιώνης Χιωνίας, τριών δηλαδή θεσσαλονικέων γυναικών για τις οποίες ο ανώνυμος συντάκτης του μαρτυρίου τους σημειώνει ότι κατάγοταν από την περιόνιμη Θεσσαλονίκη από την πόλη η οποία είχε καταστεί ακριβώς γνωστή σε όλα τα πέρατα, σε όλα τα πέρατα, ανα τον κόσμο, εξαιτίας της σχέσης που είχε αναπτύξει με τον Απόστολο Παύλο, η λαμπρινομένη υπό του Αποστόλου Παύλου, αυτή που είχε δοξαστεί από τον Απόστολο Παύλου και ασφαλώς η πόλη αυτή που είχε καταστεί, η εκκλησία της είχε καταστεί αποδέκτης και δύο επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Και βέβαια και αρκετά αργότερα σε όλη την βυζαντινή περίοδο βλέπουμε να επιβιώνει αυτή η ισχυρή παράδοση για την αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης, για το αποστολικό παρελθόν της σε ένα αρκετά όψιμο κείμενο, σε ένα μεσεωνικό κείμενο για την ακρίβεια που είναι ο λόγος του κληρικού Ιωάννη Καμινιάτη στην άλωση της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται δηλαδή για το πιο σημαντικό ιστορικό κείμενο που μας έχει διασωθεί για ένα πάρα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός στη μεσοβυζαντινή ιστορία της πόλης που είναι η πρώτη άλωση της Θεσσαλονίκης από τους σαρακινούς πειρατές του Λέοντα Τρυπολίτη το 904 μ.Χ. Όταν λοιπόν ο θεσσαλονικίας κληρικός Ιωάννης Καμινιάτης γράφει αυτό το έργο του στην άλωση της Θεσσαλονίκης με τη μορφή μιας επιστολημέας ιστορικής πραγματείας προς τον Γρηγόριο τον Καπαδόκη εκεί ακριβώς στο προήμιο στην αφετηρία αυτού του έργου σημειώνει για την Θεσσαλονίκη την γενέτειρά του, την πόλη της καταγωγής του ότι εμείς καταγόμαστε από την Θεσσαλονίκη και επισημαίνει ένα βασικό γνώρισμα της ευσέβειας της πόλεως όπως χαρακτηριστικά σημειώνει της ευσέβειας της πόλης η οποία εδράζεται σε τρεις σημαντικούς πυλώνες. Ο πρώτος λοιπόν από αυτούς τους πυλώνες δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η εκκλησία της πόλης αυτής της Θεσσαλονίκης έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Παύλο και βέβαια και οι άλλοι δύο η παρουσία του Αγίου Δημητρίου του επιφανέστερου μάρτυρα της εποχής των διωγμών και η συνεχία παρουσία σημαντικών επισκόπων προσώπων που προασπίστηκαν την δογματική αλήθεια της εκκλησίας στις διάφορες περιόδους ιδίως κατά την περίοδο της συγκλήσεως των μεγάλων συνόδων όπως θα δούμε όταν θα μιλήσουμε ιδιαίτερα για τους Αγίους που ανήκουν στον κύκλο αυτών των ιεραρχών της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι αυτό το αποστολικό παρελθόν και μάλιστα η σύνδεση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης με τον Απόστολο Παύλο διαδραματίζει διαχρονικά ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική ταυτότητα της πόλης. Η ευσέβεια λοιπόν των Θεσσαλονικαίων κατά κύριο λόγο διακρίνεται από το γεγονός ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο. Είπαμε ήδη στο προηγούμενο μάθημα ότι το στοιχείο της αποστολικότητας ενήχε μια δυτή σκοπιμότητα θα μπορούσαμε να πούμε. Το ένα βασικό ζήτημα σχετιζόταν με αυτήν την εσωτερική θα μπορούσαμε να πούμε ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων εκκλησιών, τοπικών εκκλησιών. Αυτό που αργότερα το βλέπουμε να σχηματοποιείται στο λεγόμενο συνταγμάτιο των εκκλησιών. Δηλαδή μια κατάταξη, αξιολογική κατάταξη, ξεκινώντας ασφαλώς από τα πρεσβυγενή λεγόμενα πατριαρχία και εν συνεχεία από τους άλλους εκκλησιαστικούς θρόνους της Μητροπόλης, της Αρχιεπισκοπές, της Επισκοπές. Γνωρίζουμε βέβαια ότι το σύστημα, το ιεραρχικό στην εκκλησία από τη στιγμή που η εκκλησία λειτούργησε ως ένας θεσμός μέσα στο ρωμαϊκό κράτος μετά την αναγνώριση της ως μιας ανεκτής θρησκείας από τον Νέο Κωνσταντίνο και κυρίως βέβαια μετά την εγκαθίδρυση, την επίσημη ανακήρυξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως της επίσημης Εκκλησίας του ρωμαϊκού κράτους από τον Μέγα Θεοδόσιο, ανέπτυξε ένα σύστημα ιεραρχικό στο οποίο κάθε Μητρόπολη ανάλογα με τα στοιχεία, με κάποια ιδιάζοντα στοιχεία προβιβαζόταν ή υποβιβαζόταν σε αυτό το εσωτερικό συνταγμάτιο, σε αυτήν την ιεραρχική κλίμακα. Σε αυτήν, λοιπόν, την ιεραρχική κλίμακα διαχρονικά από τα αρχαιότερα συνταγμάτια αυτής της μορφής που μας έχουν σωθεί, ονομάζονται, μας είναι γνωστά με τον τεχνικό όρο νωτήτη επισκοπάτου, δηλαδή είναι κατάλογοι επισκοπικοί των διαφόρων Μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών, γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης κατέχει μία από τις πλέον υψηλές θέσεις. Σίγουρα καταλαμβάνει μία από τις 10 ιεραρχικά υψηλότερες θέσεις σε όλα αυτά τα συνταγμάτια που βέβαια τα περισσότερα από αυτά τα οποία μας έχουν σωθεί, προέρχονται, χρονολογούνται ελάχιστα από την Μεσοβυζαντινή και κυρίως κατά την Ιστοροβυζαντινή εποχή. Πάντως το γεγονός της υψηλής θέσεως της Θεσσαλονίκης σε αυτήν την εσωτερική ιεραρχική κλίμακα των βυζαντινών εκκλησιών έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός της ιδρύσεως της Αποστολικότητας της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Παύλο. Το δεύτερο στοιχείο που δεν έχει να κάνει με αυτήν την εκκλησιαστική τάξη, αλλά έχει να κάνει με τα ζητήματα της πίστεως και της διαπίστευσης της εκκλησιαστικής αλήθειας σχετίζεται όσον αφορά στην Αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης με το γεγονός ότι όταν μια εκκλησία είχε ιδρυθεί από κάποιον Απόστολο, από έναν από τους Αποστόλους, αυτή η εικόνα προέβαλε και την δογματική αυθεντία της πίστης της, την αυθεντικότητα της πίστης της. Αυτό βλέπουμε ότι είναι ένα στοιχείο που διακρίνει θα μπορούσαμε να πούμε αυτό που ονομάζεται Ευσέβεια της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή συνολικά την πίστη της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και αυτό διαφαίνεται όπως θα δούμε στη συνέχεια από τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον οποίον ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας αρκετοί από τους Επισκόπους της, από τους Αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης στους μεταγενέστερους αιώνες, ξεκινώντας από τον τέταρτο αιώνα και κυρίως στον πέμπτο, τον έκτο και ως και στον όγδο αιώνα, δηλαδή σε όλη αυτή την περίοδο συγκλήσεως των μεγάλων συνόδων, των τοπικών ή κυρίως των οικουμενικών συνόδων, διαπιστώνουμε ότι αρκετοί από τους Αρχιεπισκόπους της διαδραματίζουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος. Ξεκινώντας θα δούμε από ένα πρόσωπο που σχετίζεται ακόμη και με τους ίδιους τους μάρτυρες της εκκλησίας με την εποχή των διωγμών των Αλέξανδρων Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν το βασικό γνώρισμα της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης είναι η αποστολική ιδρυσή της, είναι η αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης, το γεγονός της ιδρύσεως αυτής της εκκλησίας από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος ακριβώς περιγράφεται και μας είναι γνωστό από τη διήγηση του Λουκά, του συγγραφέα του βιβλίου των πράξεων των Αποστόλων, ο οποίος διεκτραγωδεί, διηγείται αρκετά διεξοδικά την έλευση του Αποστόλου Παύλου στην Θεσσαλονίκη και το αποστολικό έργο που καταρχήν επιτέλεσε κατά την πρώτη άφιξη του στην πόλη, κατά τη δεύτερη δηλαδή αποστολική του περιοδία, όταν φτάνει στη Θεσσαλονίκη και πραγματοποιεί ένα πολύ σημαντικό έργο συναδευόμενος και από άλλους και από άλλα πρόσωπα, όπως είναι ο Σίλας ή Σιλουανός όπως μνημονεύεται στις πηγές παραμένοντας για τρεις εβδομάδες στην Θεσσαλονίκη και διδάσκοντας στην καταρχήν και κατά κύριο λόγο όπως συνήθιζε να το πράτει στη Συναγωγή της Θεσσαλονίκης. Μια Συναγωγή, η οποία βέβαια σήμερα δεν έχει διασωθεί, δεν γνωρίζουμε πού βρισκόταν η Συναγωγή αυτή μέσα στην πόλη, αλλά που μαρτυρείται και από τη δήγηση των πράξεων των Αποστόλων αλλά και από άλλες μαρτυρίες που μας είναι γνωστές για την Θεσσαλονίκη. Κατά την περίοδο αυτή βρισκόμαστε στα μέσα του 1ου αιώνα γύρω στο 50 μετά Χριστόν όταν φθάνει εδώ ο Απόστολος Παύλος και είπαμε ότι η βασικότερη πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες είναι η δήγηση των πράξεων των Αποστόλων. Στην δήγηση αυτή γνωρίζουμε ότι μνημονεύονται πρόσωπα, μνημονεύονται και γεγονότα πολύ σημαντικά, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο μάθημα, υπήρξε μια πόλη πολύ συλλεκτική, πολύ φιλετική και πολύ θρησκευτική ασφαλώς, με μεγάλο αριθμό προσώπων να καταφθάνουν πολιτών, να καταφθάνουν στην πόλη αυτή για να παραμείνουν και να εργαστούν, να εγκαταβιώσουν στην πόλη αυτή, μια πόλη η οποία κατήχε το προνόμιο της ελευθέρας πόλεως στο πλαίσιο της ρωμαϊκής τάξιος, μια λίμπερα κύβητας, μια ελεύθερη πόλη που αυτός ο όρος ασφαλώς διαμόρφωνε και αντικατόπτριζε και τα προνόμια τα οποία είχε η πόλη αυτή και βέβαια το γεγονός ότι η πόλη αυτή αποτελούσε ένα σημαντικό κομβικό σημείο μέσα στο δίκτυο, το οικιστικό δίκτυο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Άλλωστε είπαμε ότι οι επιλογές, το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά από τις μελέτες που έχουν γίνει από τους βιβλικούς θεολόγους και κυρίως και από τους βιβλικούς αρχαιολόγους επίσης ότι η επιλογή τόσο του Αποστόλου Παύλου όσο και άλλων Αποστόλων όπως είναι ο Απόστολος Βαρνάβας είναι ακριβώς να κινηθούν εντός των ορίων του ρωμαϊκού κράτους, δεν εκφεύγουν δηλαδή στο ιεραποστολικό τους έργο από τα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μάλιστα επιλέγουν τις πλέον γνωστές και χρηστικές διαδρομές κατά την περίοδο αυτή και βέβαια επιλέγουν να επισκεφθούν τις πιο σημαντικές πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο Απόστολος Παύλος όπως γνωρίζουμε μόλις διαπεραιώθηκε από την Τροάδα στην Εάπολη στην περιοχή της Καβάλλας και στους Φιλίππους αργότερα μέσω της Αμφιπόλεως και της Απολωνίας φτάνει τελικά στην Θεσσαλονίκη γύρω στο 51 μ.Χ. και εδώ παραγματοποιεί ένα έργο υποδομής για την δημιουργία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Γνωρίζουμε ότι παρέμεινε σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά για τρεις ολόκληρες εβδομάδες όπως είπαμε και βέβαια δεν ήταν προφανώς αυτή η σκοπιμότητά του, ίσως σκόπευε να παραμείνει και αρκετά περισσότερο εάν δεν αντιμετώπιζε μία εχθρότητα καταρχήν από τους Ιουδαίους, από τα πρόσωπα δηλαδή εκείνα τα οποία διέκριναν στον Παύλο και στους συνοδούς του την ίδια απειλή έναντι της πατρόας θρησκείας, της Ιουδαικής θρησκείας παρά το γεγονός ότι όπως είπαμε ο Απόστολος Παύλος επιλέγει να μιλήσει και να μεταφέρει το νέο μήνυμα της πίστης στον Ιησού Χριστό μέσα στη συναγωγή της Πόλεως. Έτσι λοιπόν προκαλείται μια μεγάλη ταραχή η οποία αναγκάζει τον Παύλο να κρυφθεί αρχικά, οδηγεί τελικά η Άσωνα έναν Θεσσαλονικέα Ιουδαίο επίσης στην καταγωγή του, ένα πρόσωπο που επίσης μας μαρτυρείται και σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης και σε επιστολές του Αποστόλου Παύλου να οδηγηθεί στους πολιτάρχες δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε στους δημοτικούς άρχοντες της Θεσσαλονίκης για να απολογηθεί για την παρουσία και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου και βέβαια να αφεθεί ελεύθερος και βέβαια μετά από όλη αυτήν την ταραχή που προκλήθηκε στην πόλη με την παρουσία και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου να ληφθεί η απόφαση να εγκαταλείψει ο Απόστολος Παύλος, να εγκαταλείψει μυστικά την Θεσσαλονίκη και να κατευθυνθεί προς την Βέρεια. Αυτό το οποίο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι παρά το γεγονός ότι η παρουσία του Αποστόλου Παύλου υπήρξε πραχήβια, βέβαια με όλη αυτήν την αναστάτωση που επέφερε που δεν συνέβαινε για πρώτη φορά, γνωρίζουμε ότι και στη Μικρά Ασία ακριβώς είχε συμβεί το ίδιο πράγμα που θα προηγήσει ακόμη και σε λιθοβολισμό τους. Στους Φιλίππους επίσης είχε προκληθεί μια παρόμοια αντίδραση, πολύ ισχυρή αντίδραση προς το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου και των συνεργών του. Έτσι λοιπόν και εδώ ο Απόστολος Παύλος έρχεται αντιμέτωπος με ένα εχθρικό υουδαϊκό περιβάλλον το οποίο ωστόσο δεν κατορθώνει να τον εμποδίσει από το να δημιουργήσει τελικά την πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Θεσσαλονίκη. Μια κοινότητα με την οποία συνδέονται κάποια πρόσωπα που εμφανίζονται και ως συνεργοί του και στις επιστολές του όπως είναι ο Ιάσων τον οποίον αναφέραμε ήδη ή ο Αρίσταρχος. Ο Ιάσων μάλιστα ο Ιάσωνας είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο το οποίο γνωρίζουμε ότι ήδη εμφανίζεται και στις πράξεις των Αποστόλων ως συγγενής του Παύλου μια αναφορά του Λουκά η οποία προκάλεσε διάφορες ερμηνείες. Σήμερα η ερμηνευτική έρευνα, η βιβλική έρευνα τείνει στο συμπέρασμα ότι δεν είχε σαρκική συγγένεια με τον Απόστολο Παύλο αλλά ότι περισσότερο είχε μία συγγένεια, ένα σύνδεσμο ως προς το ομότεχνο, το γεγονός δηλαδή ότι και ο ίδιος ήταν σκηνοποιός όπως και ο Παύλος. Το γεγονός βέβαια ασφαλώς ότι ήταν Ιουδαίος, Εβραίος στην καταγωγή και ο Ιάσωνας και βέβαια ο Ιάσωνας εμφανίζεται στη συνέχεια και ως συνεργός του Αποστόλου Παύλου σε επιστολές του, για παράδειγμα στην επιστολή προς τους Ρωμαίους εμφανίζεται ως ένας από αυτούς που αποστέλουν τους χαιρετισμούς τους στους χριστιανούς της Ρώμης. Έτσι λοιπόν δημιουργείται μια πρώτη ζήμη χριστιανών μέσα σε αυτή την πολυφυλετική κοινότητα, την πολυφυλετική πόλη της Θεσσαλονίκης και βέβαια αυτή η ζήμη αυξάνεται σταδιακά όπως πιστωποιείται από τον ίδιο τον Παύλο, από τα δύο σπουδαία μνημεία της Γραμματείας που σχετίζονται με τον Απόστολο Παύλο και σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή τις δύο επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς, την πρώτη και την δεύτερη επιστολή, που ασφαλώς είναι και ένας από τους λόγους που καθιέρωσαν παγκόσμια τη Θεσσαλονίκη ως μια κατεξοχήν χριστιανική πόλη, ως μια πόλη με υψημένουσα παρουσία στην αρχαία χριστιανική ιστορία. Το γεγονός δηλαδή ότι ο Παύλος στέλνει μια πρώτη επιστολή στην οποία μάλιστα εγκωμιάζει τους Θεσσαλονικείς και μια δεύτερη επιστολή, θύγει πολύ σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν ασφαλώς στις πολλές συζητήσεις που γίνονταν και αφορούσαν και την συντέλεια του κόσμου, την έλευση, την δευτέρα έλευση του Χριστού και το γεγονός ότι εγκωμιάζει ο Απόστολος Παύλος ιδιαίτερα τους Θεσσαλονικείς ως φιλάδελφους, ως τα πρόσωπα εκείνα τα οποία με ρυμνούσαν με λογίες, με τη συγκέντρωση δηλαδή βοήθειας για τις εκκλησίες που βρίσκονταν σε υποδιωγμών, που βρίσκονταν υπό άμεση ανάγκη βοηθείας και άλλωστε υπάρχουν τέτοιες μαρτυρίες για τους συνεργάτες του ότι κατευθύνονται σε διάφορες τέτοιες εκκλησίες, στην Κόρινθο, στην Έφεσο και αλλού για να μεταφέρουν αυτές τις λογίες, τις λεγόμενες των Θεσσαλονικέων Χριστιανών, δηλαδή τις βοήθειες, αυτές τους Εράνους θα μπορούσαμε να πούμε που πραγματοποιούνταν μεταξύ των Θεσσαλονικέων Χριστιανών για να βοηθήσουν τους αδερφούς τους των άλλων χυμαζόμενων εκκλησιών. Για την ισχυρή παρουσία του Αποστόλου Παύλου, όπως είναι ευνόητο, δημιουργήθηκαν πολύ σοβαρές παραδόσεις στην συνέχεια, στους μεταγενέστερους αιώνες και βέβαια οι παραδόσεις αυτές προσπάθησαν κατά κάποιο τρόπο να ερμηνεύσουν ή να συμπληρώσουν αυτήν την ιστορική διήγηση του Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν και επιβίωσαν παραδόσεις ακόμη και στην περίοδο της τουκοκρατίας και επιβιώνουν αυτές οι παραδόσεις ως και στις ημέρες μας, που έχουν να κάνουν με τα γεγονότα που καταγράφονται στις πράξεις των Αποστόλων και που απαντούσαν φυσικά, έρχονταν να απαντήσουν αυτές οι παραδόσεις στα ενδεχόμενα εντός εισαγωγικών κενά της διήγησης του Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων όπως για παράδειγμα που ακριβώς κήρυξε ο Απόστολος Παύλος, που βασανίστηκε, που μετακινήθηκε μέσα στην πόλη και έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν ή που κρύφτηκε όταν δημιουργήθηκε όλος αυτός ο άλλος όλη αυτή η αναστάτωση μέσα στην Θεσσαλονίκη και έτσι γνωρίζουμε ότι επεβίωσαν τέτοιες παραδόσεις σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σήμερα ακόμη μας είναι γνωστές είτε από γραπτές πηγές είτε από την προφορική παράδοση αυτές οι παραδόσεις που έφτασαν ως την εποχή μας και κάνουν λόγο για τον χώρο στον οποίο κήρυξε ο Απόστολος Παύλος προς τη Θεσσαλονίκη. Σήμερα αν θα επισκεφθούμε ένα πολύ σημαντικό βυζαντινό εκκλησιαστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης, την Ιερά Μονή Βλατάδων στην Ανωπόλη θα δούμε ότι στο σπουδαίο ιστεροβυζαντινό καθολικό της είναι ενσωματωμένο ένα παρεκκλήσιο το οποίο είναι αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο και σύμφωνα με την παράδοση στον χώρο ακριβώς εκείνο κήρυξε ο Απόστολος Παύλος το Ευαγγέλιο στους Θεσσαλονικείς. Όπως επίσης σε μια πλησιόχορη περιοχή, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα ένας άλλος ναός αφιερωμένος στον Απόστολο Παύλο και πάλι εκτός των τυχών της Θεσσαλονίκης, στον Παλαιό Δήμο Αγίου Παύλου. Επίσης υπάρχει ένα σπήλαιο στο οποίο κατά την παράδοση κρύφθηκε ο Απόστολος Παύλος όταν καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους που αντέδρασαν στο κήρυγμά του. Και βέβαια ένα σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο όπως είναι πολύ πρόημο, όπως είναι η Ρωτόντα που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένα ρωμαϊκό, δηλαδή ταφικό πιθανότατα μνημείο που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανικός ναός, ως ο ναός του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου. Και αυτό επίσης σχετίζεται σύμφωνα με την παράδοση με τον Απόστολο Παύλο αφού ένας άμβωνας ο οποίος βρισκόταν στη Ρωτόντα, στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος επιδεικνυόταν ως ο άμβωνας από τον οποίον είχε κηρύξει επίσης προς τους Θεσσαλονικείς ο Απόστολος Παύλος. Και τέλος έχουμε ένα τελευταίο κατάλυπο από την περίοδο του Συγκοκρατίας με το μνημείο ενός λήθου, την παρουσία ενός λήθου στην επίσης αρχαία βασιλική της αχειροποιήτου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου επίσης κατά την παράδοση είχε δεθεί εκεί ο Απόστολος Παύλος. Οι Θεσσαλονικείς λοιπόν αναζητούσαν σε διάφορα σημεία συνδεόμενα με τα χριστιανικά μνημεία της πόλεως αναζητούσαν ή προσπαθούσαν να συνδέσουν την παρουσία του Μεγάλου Αποστόλου των Εθνών με τους προγόνους θα μπορούσαμε να πούμε, τους συνειδρυτές του της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Και βέβαια μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόσωπα όπως ο Ιάσωνας ή ο Αρίσταρχος διαδραμάτησαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ίδρυση αυτής της πρώτης κοινότητας, χριστιανικής κοινότητας. Βεβαίως δεν θα μπορούσαν να ισχύουν οι υποθέσεις ότι ήδη ο Ιάσωνας ήταν χριστιανός πριν να φθάσει στην Θεσσαλονίκη γιατί εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο ασφαλώς θα είχε προηγηθεί μια προλίανση θα μπορούσαμε να πούμε του εδάφους. Θα είχε δημιουργηθεί δηλαδή ήδη μια πρώτη χριστιανική κοινότητα έστω και εξαιρετικά ο λιγομελής από τον Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας είναι αυτός ο οποίος φιλοξενεί τον Απόστολο Παύλο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές εμφανίζεται και αυτός ως ταρσεύς στην καταγωγή. Πιθανότατα εξαιτίας του γεγονότος, εξαιτίας της αναφοράς που ήδη μνημονεύσαμε του Ευαγγελιστή Λουκά, του συγγραφέα των πράξεων, ότι ήταν συγγενείς του Παύλου με μια αναγωγή ακριβώς στην κοινή καταγωγή τους. Αυτή η αναφορά οδηγούσε σε μια αναγωγή στην κοινή καταγωγή τους από την Ταρσό της Κυλικίας. Και βέβαια εκείνο το οποίο ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου εμφανίζονται και οι δύο σημαντικότεροι συνεργάτες του στο Αποστολικό του έργο και στην Θεσσαλονίκη, ο Σίλας και ο Τιμόθεος. Ο Σίλας ή Σιλάς ή Σιλουανός αναφέρονται με διαφορετικό τονισμό ή με κάποιες ελάχιστες διαφοροποιήσεις στα κείμενα, τα βιβλικά, οι δύο αυτοί οι πολύ σημαντικοί συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου που διαδραμάτησαν σπουδαίο ρόλο σε όλο αυτό το έργο το οποίο το Αποστολικό έργο το οποίο επιτέλεσε στη Μακεδονία ο Απόστολος Παύλος είναι από τα πρόσωπα που εκλαμβάνονται και τιμώνται ως συνειδρητές της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Ήδη ο Σίλας και ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος καταγράφονται στην πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου, ήδη από την πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου, στην αρχή της επιστολής, στον χαιρετισμό της επιστολής ως συγγραφής της επιστολής αυτής. Ως τα πρόσωπα τα οποία αποστέλουν μαζί με τον Απόστολο Παύλο την επιστολή αυτή προς Θεσσαλονικής. Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος έτσι ξεκινάει η πρώτη προς Θεσσαλονικής επιστολή, την εκκλησία Θεσσαλονικαίων και τα λοιπά. Λοιπόν οι αποδέκτες είναι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Οι αποστολείς όμως της επιστολής αυτής είναι τρία πρόσωπα, ο Παύλος και οι δυο συνεργάτες του, που γνωρίζουμε ότι διαδραματίζουν ένα πάρα πολύ σημαντικό αποστολικό έργο, ήδη από τα πρώτα βήματα της αποστολικής δράσεως του Αποστόλου Παύλου. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ο Σίλας ή Σιλουανός είναι το πρόσωπο εκείνο που συνδέεται με τον Απόστολο Παύλο, αργότερα και με τον Απόστολο Πέτρο, στο αποστολικό έργο του Αποστόλου Πέτρου, συνδέεται για να συνδράμει στο αποστολικό του έργο αμέσως μετά την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολήμων. Δηλαδή όταν οι Απόστολοι αποφασίζουν να αποστήλουν τον Παύλο και τον Βαρνάβα στα έθνη, εκτός των ορίων, των γεωγραφικών ορίων της Παλαιστίνης. Εκεί λοιπόν, ως το πρόσωπο που συνδράμει σε αυτό το σπουδαίο αποστολικό έργο, μνημονεύεται ο Σύλλας, ότι παραχωρήθηκε ο Σύλλας στον Παύλο, ο Σύλλας ο οποίος μνημονεύεται επίσης ως ένας εκ των προφητών. Δηλαδή κατήχε μια διακριτή θέση μέσα στην εκκλησία των Ιεροσολήμων ως προφήτης, ανήκει στην τάξη των προφητών. Γνωρίζουμε ότι οι προφήτες είναι μια ομάδα χαρισματούχων χριστιανών, που δρούσαν μέσα στην αρχαία εκκλησία. Αυτή λοιπόν την ομάδα προκύπτει από τις πράξεις των Αποστόλων, ότι ανήκε ο Σύλλας ο οποίος συνόδευσε τον Απόστολο Παύλο, όπως και ο Τιμόθεος, για τον οποίον επίσης έχουμε ασφαλώς πάρα πολλές πληροφορίες από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τις δυο επιστολές που απέστειλε προς τον Τιμόθεο και από το πλήθος των αναφορών για το πρόσωπο του Αποστόλου Τιμοθέου στις πράξεις των Αποστόλων. Έτσι λοιπόν δρά και λειτουργεί μια πολύ σημαντική Αποστολική Κοινότητα. Δημιουργείται μια πρώτη χριστιανική κοινότητα, η οποία από τις μαρτυρίες που έχουμε γρήγορα αναπτύχθηκε, αυξήθηκε αριθμητικά, αλλά κυρίως διακρίθηκε για το χριστιανικό φρονιμά της, για την ζωντανή πίστη της, για την φιλαδελφία της, για την αγάπη της δηλαδή προς τους αδερφούς των άλλων εκκλησιών και γι' αυτό ακριβώς εγκωμιάζεται με εξαιρετικά επενετικά σχόλια από τους ιδρυτές της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και βέβαια μια εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία άμεσα αντιμετώπισε και εσωτερικά θέματα, πίστεως όπως ήταν και γενικότερα πολιτείας της αθημερινής συναναστροφής και διαβίωσης των χριστιανών της Θεσσαλονίκης, αφού όπως είπαμε αυτό το ενθουσιαστικό φρόνιμα που καλλιεργήθηκε στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, σύντομα οδήγησε κάποιους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης στην αντίληψη, στην άποψη, ότι δεν θα έπρεπε πλέον να εργάζονται γιατί ο κύριος είναι εγγύς, η έλευση του Χριστού ήταν πάρα πολύ κοντά, επομένως θα έπρεπε μόνο να προσμένουν την έλευση του Χριστού και είναι ένα από τα θέματα όπως και πολλά άλλα θέματα που έρχεται να αντιμετωπίσει ο Απόστολος Παύλος με τις δύο επιστολές που τους έστειλε, τονίζοντας ακριβώς αυτό το στοιχείο της επιμονής μέσα στον κόσμο, της λειτουργίας των χριστιανών μέσα στον κόσμο, με τον τρόπο με τον οποίο ακριβώς δρούσαν και λειτουργούσαν και πριν να ασπαστούν τη νέα χριστιανική πίστη, τη νέα τους πίστη και πρωτίστως με το εξακολουθώντας να εργάζονται και συνεχίζοντας όλες τις συνήθειές τους, τις καθημερινές τους λειτουργίες. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο λειτουργούν συνεχεία μετά την αποχώρηση, την εσπευσμένη αυτή αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι ο Παύλος επισκέπτεται και πάλι την Θεσσαλονίκη. Εκείνο το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, όπως είπαμε ότι είναι ο Ιάσωνας ή ο Αρίσταρχος και τα ίδια διακρίθηκαν στη συνέχεια ως συνεργοί, συνεργάτες και συναπόστολοι του Αποστόλου Παύλου και γνωρίζουμε ότι τα δύο αυτά ιδιαίτερα πρόσωπα ο Ιάσωνας και ο Αρίσταρχος είναι πρόσωπα που διακρίθηκαν για το αποστολικό τους έργο, το οποίο έφτασε ακόμη και ως την Κέρκυρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιάσωνας θεωρείται ένας από τους ιδρυτές, αυτός ο σημαντικός συνεργάτης όπως είπαμε του Αποστόλου Παύλου, θεωρείται ένας από τους συνειδρυτές της εκκλησίας της Κέρκυρας, μιας παράδοσης εξαιρετικά ισχυρής που καθιερώθηκε μέσα στην βυζαντινή περίοδο και μαζί με τον Σοσήπατρο φθάνουν στην Κέρκυρα και τελικά επιτελούν εκεί ένα σημαντικό αποστολικό έργο ιδρύοντας την εκκλησία και ασφαλώς της Κέρκυρας και ασφαλώς μαρτυρώντας στην Κέρκυρα και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρούνται ως ο Μέσος Σοσήπατρος μαρτυρεί, ο Ιάσωνας παραμένει ως τα βαθιά του γεράματα διακονώντας την εκκλησία της Κέρκυρας και οι δύο καθιερώνονται ως προστάτες και πολυούχοι της Κέρκυρας ως την εποχή μας. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει ένα σημαντικό αποστολικό έργο που συνεχίζεται και διαδέχεται το σημαντικό αποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι μνημονεύονται και άλλα πρόσωπα κατά την περίοδο αυτή από το ευρύτερο περιβάλλον της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας που σχετίζονται με την εκκλησία της Θεσσαλονίκης όπως είναι ο Απόστολος Γάιος ή ο Ουρβανός συνεργάτες επίσης του Αποστόλου Παύλου οι οποίοι μάλιστα σχετίζονται και με την αφετηρία της λειτουργίας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ως επίσκοποι. Αυτό το οποίο όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίοδο αυτή και για το αποστολικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης είναι μια λίγο γνωστή παράδοση σχετικά με την αποστολικότητα του θρόνου της Θεσσαλονίκης και η παράδοση αυτή αφορά σε μία παράλληλη παράδοση η οποία δημιουργείται από ότι φαίνεται αρκετά πρόημα δεν καταγράφεται ωστόσο στα επίσημα στα κανονικά κείμενα της εκκλησίας όπως είναι η πράξη των Αποστόλων που είναι ένα κανονικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης αλλά σε άλλα κείμενα από αυτά που ανήκουν στον κύκλο των αποκρύφων χριστιανικών παραδόσεων αλλά που φαίνεται ότι οι παραδόσεις αυτές ακόμη και μέσα από την καταγραφή τους σε αυτά τα απόκρυφα βιβλία επαληθεύονται από μεταγενέστερους συγγραφείς στους λίγο μεταγενέστερους αιώνες πάντως ήδη μέσα στην περίοδο της ύστερης αρχαιότητας στην παλαιοχριστιανική περίοδο έχουμε επιβίωση και ανάπτυξη και εδραίωση θα μπορούσαμε να πούμε αυτών των παραδόσεων και η αναφορά αυτή η παράλληλη αυτή παράδοση που δημιουργείται για την ίδρυση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης για την αποστολική ίδρυση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης έχει να κάνει με το αποστολικό έργο του Αποστόλου Ανδρέα. Πρόκειται για μία λίγο γνωστή όπως αναφέραμε παράδοση η οποία μάλιστα ασφαλώς δεν αναφέρεται στο βιβλίο των πράξεων όπως γενικότερα δεν υπάρχει καμία αναφορά για το αποστολικό έργο του Αποστόλου Ανδρέα, του πρωτόκλητου αποστόλου που όπως γνωρίζουμε μέσα στην βυζαντινή θεολογική παράδοση διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο ως ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου δηλαδή ιδρυτής της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας στην απεικία εκείνη των Μεγαρέων στο Βυζάντιο, στον χώρο δηλαδή ακριβώς όπου αργότερα ο Μέγας Κωνσταντίνος στις αρχές του 4ου αιώνα, ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, τη νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και έτσι αυτή η παράδοση έρχεται κατά κάποιο τρόπο να αντισταθμίσει την ισχυρή παράδοση, αποστολική παράδοση για την ίδρυση της Εκκλησίας της Πρεσβυτέρας Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης από τον Απόστολο Πέτρο, από τον αδερφό του Ανδρέα, τον πρωτοκορυφαίο Απόστολο τον Πέτρο και έρχεται να σταθεί ως ένα εξίσου ισχυρό έρισμα όσον αφορά στην ίδρυση της Εκκλησίας στον χώρο της Νέας Ρώμης από τον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκριτο. Παράδοση αυτή καταγράφεται σε πρόημα κείμενα και κυρίως καταγράφεται για πρώτη φορά στις λεγόμενες πράξεις του Αποστόλου Ανδρέου, πράξεις Ανδρέου. Είναι ένα κείμενο που ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων αποκρύφων Αποστολικών πράξεων, έχουμε πέρα από τις γνήσια πράξεις των Αποστόλων και μια ομάδα πράξεων Αποστόλων πεπραγμένων δηλαδή του έργου τους που ανήκουν στην ομάδα των αποκρύφων χριστιανικών κειμένων και βέβαια στην ενότητα αυτή εντάσσεται σε ένα από τα πιο πρόημα κείμενα το έργο αυτό, οι πράξεις του Αποστόλου Ανδρέου, που είναι μία διήγηση, μία εξιστόρηση του Αποστολικού έργου που επετέλεσε στη Μικρά Ασία, στον χώρο ευρύτερα πέριξ του Ευξύνου Πόντου φθάνοντας ως τη Σκηθία, τη Μικρά Σκηθία και καταλήγοντας και στην Θράκη και στην Μακεδονία χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής και διεξοδική αναφορά στο Αποστολικό έργο του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο βλέπουμε ότι αρκετά πρόημα δημιουργείται μία τέτοια ισχυρή παράδοση, μία ισχυρή παράδοση η οποία συνδέει το πρόσωπο του Αποστόλου Ανδρέα με την Θεσσαλονίκη. Και μάλιστα είναι ενδεικτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι η παράδοση αυτή δημιουργείται ενώ ακόμη η Θεσσαλονίκη υπάγεται εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο της Ρώμης. Υπάγεται στην εκκλησία της Ρώμης, καθίσταται Βικαριάτο της Ρώμης, στο Ανατολικό η Λειρικό. Σε αυτήν την περίοδο στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται και μία εξίσου θα μπορούσαμε να πούμε μη κανονική μεν, όσον αφορά στην πηγή από την οποία προέρχεται, δηλαδή δεν προέρχεται από ένα κανονικό κείμενο, αλλά εξίσου ισχυρή και εδρεωμένη πεποίθηση και παράδοση για την ύδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και από τον Απόστολο Ανδρέα. Εκτός από τις πράξεις Ανδρέου, όπου είπαμε ότι γίνεται μία αναφορά στην διέλευση του Απόστολου Ανδρέα από την Μακεδονία για το ιεραποστολικό έργο, με βάση το οποίο καταλήγει ως την Αχαία, ως την περιοχή όπου τελικά και μαρτύρησε στην Πάτρα, της οποίας όπως γνωρίζουμε είναι πολυούχος, προστάτης ο Απόστολος Ανδρέας όπου μαρτύρησε. Έχουμε κάποιες πηγές, πρόημες, ήδη από τον έκτο αιώνα που αναφέρονται σε ένα ουσιαστικό αποστολικό έργο του Ανδρέα μέσα στην Θεσσαλονίκη. Βεβαίως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτή η γενικόλογη αναφορά των πράξεων Ανδρέου στην διέλευση του Ανδρέα από την Μακεδονία υπονοεί την παραμονή του και την διέλευση του και από την Θεσσαλονίκη. Δεδομένου ότι ο κύριος οδικός άξονας, η ρωμαϊκή βία Εγγνάτια, η ρωμαϊκή Εγγνατία οδός είναι ένας δρόμος ο οποίος σχετιζόταν με την Θεσσαλονίκη. Διερχόταν έξω από την Θεσσαλονίκη, όχι μέσα ασφαλώς από την Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη παρέμενε, λειτουργούσε ως μία σημαντική πόλη από την οποία διερχόταν αυτή η περίφημη Λεωφόρος, ρωμαϊκή Λεωφόρος, που όπως γνωρίζουμε σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο λειτούργησε ως ο βασικός άξονας, συγκοινωνιακός άξονας που συνέβαιε την Δύση με την Ανατολή. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι πράγματι ο Ανδρέας κατευθυνόμενος προς την Ελλάδα, προς την περιοχή δηλαδή αργότερα του θέματος της Ελλάδος και ως την Αχαία όπου τελικά όπως γνωρίζουμε μαρτύρισε, παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και στην Θεσσαλονίκη. Μάρτυρες της παρουσίας του και της παράδοσης αυτής της αποστολικής παρουσίας του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη, έχουμε και γραπτούς, γραπτές πηγές αλλά έχουμε και εικαστικές πηγές που τεκμηριώνουν αυτήν την παράδοση. Ως προς τις γραπτές πηγές θα πρέπει να μνημονεύσουμε κυρίως δύο πολύ σημαντικές αναφορές. Η μία μάλιστα είναι αρκετά εκτενής και έχει να κάνει με ένα λατινικό μαρτύριο του Αποστόλου Ανδρέα, ένα κείμενο το οποίο μας έχει ισοθεί στη λατινική γλώσσα, ηκάζεται ότι πρέπει να υπήρχε και ένα ελληνικό πρωτότυπο στο οποίο καταγραφόταν αυτή η παράδοση και αποδίδεται στον Γρηγόριο του Ρώνης, σε έναν δυτικό εκκλησιαστικό συγγραφέα, επίσκοπο της Πόλειος Τούρ στην σημερινή Γαλλία, ο οποίος καταγράφει στην λατινική γλώσσα προφανώς χρησιμοποιώντας και ελληνικές πηγές. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι ελληνικές πηγές κυκλοφορούσαν και στη Δύση, τα ελληνικά χριστιανικά κείμενα. Ένα τέτοιο έργο είχε πραγματοποιήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία ήδη κατά τον 5ο αιώνα ο Άγιος Ιερόνιμος, ο βασικός μεταφραστής έργων της ελληνόφωνης χριστιανικής παράδοσης στα λατινικά. Έτσι λοιπόν ο Γρηγόριος του Ρώνης συγγράφει ένα μαρτύριο του Αποστόλου Ανδρέου και εκεί για πρώτη φορά έχουμε μία διεξοδική, θα μπορούσαμε να πούμε θεατρική απόδοση της παρουσίας, του κηρύγματος, της συλλήψεως και της απελευθερώσεως τελικά του Αποστόλου Ανδρέα στο στάδιο της Θεσσαλονίκης από τους Ρωμαίους με αφορμή το χριστιανικό κήρυγμα το οποίο απευθύνει στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική πηγή που μπορούμε πραγματικά να δεχθούμε ότι βασίζεται και σε μία προγενέστερη παράδοση από ήχο της οποίας συνιστά η γενική πληροφορία που συναντούμε στις πράξεις Ανδρέου για τη διέλευση και το αποστολικό έργο του Ανδρέα στην Μακεδονία γενικότερα. Αυτή η όπως φαίνεται ισχυρή παράδοση, ισχυρή τοπική παράδοση για την παρουσία του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη τεκμηριώνεται κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα με την απεικόνιση του, την συναπεικόνιση του καλύτερα μαζί με τον Απόστολο Παύλο σε ένα πλαίσιο απεικονίσεως των δύο συνυδρυτών της εκκλησίας Θεσσαλονίκης στα περίφημα ψηφιδοτά του ναού της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, του κεντρικού αυτού ναού που ιδρύεται κατά την εποχή αυτή με αυτά τα μοναδικά ψηφιδοτά. Στα ψηφιδοτά λοιπόν του Τρούλου της Αγίας Σοφίας έχουμε μία συμβολική συναπεικόνιση των δύο Αποστόλων που δεν είναι ασφαλώς τυχαία αλλά αποτυπώνει ακριβώς αυτήν την παράδοση και την πίστη των Θεσσαλονικαίων σε αυτήν την μεταγενέστερη περίοδο για τον απόηχο αυτής της παρουσίας και της κοινής αποστολικής δράσης στην Θεσσαλονίκη και του Αποστόλου Παύλου όπως τεκμέρεται είπαμε από τις φράξεις των Αποστόλων αλλά και του Αποστόλου Ανδρέα. Επίσης λίγο αργότερα στη διάρκεια του 7ου αιώνα στα τέλη του έκτου ή στις αρχές του 7ου αιώνα συναντούμε μία επίσης πάρα πολύ σημαντική μαρτυρία για το αποστολικό έργο που επετέλεσε ο Ανδρέας στην Θεσσαλονίκη και αυτή καταγράφεται στο πιο πρόημο στο αρχαιότερο εγκόμιο που γράφτηκε προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου από κάποιον μάλιστα θεσσαλονικέας συγγραφέα στην προκειμένη περίπτωση από τον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης τον Αρχιεπίσκοπο της Πόλεως τον Ιωάννη τον Πρώτο. Ο Ιωάννης ο Πρώτος δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο αλλά είναι ακριβώς ο συγγραφέας του πρώτου βιβλίου των θαυμάτων των 15 αυτών διηγήσεων που συναπαρτίζουν μία πρώτη συλλογή θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου με τις γνωστές σπουδαιότατες ιστορικές πληροφορίες για τις επιδρομές των αβάρων εναντίον της Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια του 6ου και της αρχές του 7ου αιώνα. Εκτός όμως από το πρώτο αυτό βιβλίο των θαυμάτων ο Ιωάννης σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας. Μας είναι γνωστός και από άλλα έργα του ομιλητικού περιεχομένου αλλά και θεολογικού περιεχομένου. Είναι μάλιστα ένα από τα πρόσωπα που μνημονεύονται και με τα γενέστερα στη διάρκεια του 8ου αιώνα στα πρακτικά από τους πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Καταγράφεται το όνομά του και χρησιμοποιείται το έργο του ως πηγή από τους πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Ο Ιωάννης στο εγκώμιο αυτό προς τον Άγιο Δημήτρο ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για το οποίο θα κάνουμε λόγο στο ειδικό μάθημα που θα φιερώσουμε στον Άγιο Δημήτριο γιατί είναι όπως είπαμε το αρχαιότερο εγκώμιο που μας έχει διασωθεί. Παρέχει στην αρχή του εγκωμίου του μια πάρα πολύ σημαντική αναφορά για το γεγονός ότι ο Δημήτριος έζησε και έδρασε ως διδάσκαλος της πίστεως σε μία πόλη της εκκλησίας της οποίας συνειδρητές υπήρξαν οι μέγιστοι εν Αποστόλεις Παύλος και Ανδρέας. Υπό Παύλου και Ανδρέα ουσεμνηνομένη αναφέρεται η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ότι περιφανεύεται για το Αποστολικό παρελθόν της και από τον Απόστολο Παύλο και από τον Απόστολο Ανδρέα. Έτσι λοιπόν έχουμε ένα τεκμήριο πολύ ισχυρό που επιβεβαιώνει αυτόν τον σιωπηρό μάρτυρα που αναφέραμε, τον οικαστικό αυτό μάρτυρα, την απεικόνιση δηλαδή των δύο Αποστόλων ως συνειδρητών μέσα από ένα συμβολισμό στο περίφημα αυτά ψηφιδοτά του Τρούλου της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης από ένα επίσημο εκκλησιαστικό πρόσωπο που δεν είναι καθόλου τυχαίο όπως είναι ο Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Ιωάννης ο Πρώτος. Και βέβαια πολύ σημαντική αναφορά γίνεται και σε μεταγενέστερο χρόνο στην παρουσία ενός τεμαχίου του Λειψάνου του Αποστόλου Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη κατά τη Σοβυζαντινή περίοδο όταν μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Όλες αυτές λοιπόν οι αναφορές έρχονται να ισχυροποιήσουν, όλοι αυτοί οι μάρτυρες έρχονται να ισχυροποιήσουν μια παράλληλη παράδοση η οποία δημιουργήθηκε σε άγνωστο χρόνο, αλλά αναπτύχθηκε αρκετά πρώημα και αυτό έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία παρά το γεγονός ότι δεν επιβίωσε στους μεταγενέστερους χρόνους όπως συνέβη με την παράδοση που αναφέραμε για το αποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου. Δεν έχουμε δηλαδή μεταγενέστερες μαρτυρίες, ιδιαίτερα κατά τους ώψιμους βυζαντινούς χρόνους ή αργότερα και κατά την περίοδο της κοκρατίας, που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη αυτής της παραδόσεως, της παρουσίας και του αποστολικού έργου του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι ατόνισε η παράδοση αυτή μετά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και χάθηκε από την ιστορική αυτή συνέχεια, που καταγράφεται σε διάφορες πηγές. Η μοναδική πηγή στην οποία καταγράφεται το όνομα ενός Ανδρέα που σχετίζεται με την Θεσσαλονίκη είναι μία επιγραφή που συναντούμε σε μία από τις πιο πρόημες βασιλικές Θεσσαλονίκης, στη βασιλική της αρχιωροποιήτου, για την οποία θα μιλήσουμε όταν θα αναφερθούμε στους επισκόπους γιατί αναφέρεται σε έναν επίσκοπο Ανδρέα της Θεσσαλονίκης. Βέβαια το γεγονός ότι αυτός ο επίσκοπος της Θεσσαλονίκης ο Ανδρέας, ο οποίος μάλιστα διαδραματίζει και κάποιο ρόλο ευρύτερα μέσα στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή είναι ένα ιστορικό πρόσωπο που μνημονεύεται και από άλλες πηγές, το γεγονός ότι ο επίσκοπος αυτός φέρει το όνομα Ανδρέας, ίσως και να αποτυπώνει μία τέτοια επιβίωση της παράδοσης αυτής για την αποστολικότητα της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Ανδρέα. Έτσι λοιπόν, στην ομάδα αυτή, στον πρώτο αυτό αρχαιότερο κύκλο Αγίων της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε, να τους ονομάσουμε οι Άγιοι του αποστολικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, συναντούμε πρόσωπα που σχετίζονται άμεσα με το μεγάλο αποστολικό έργο που επιτελέστηκε κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά και εκτός των ορίων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι όπως αναφέραμε ο Απόστολος Ανδρέας κινείται ακριβώς και έξω από τον κύκλο αυτό, από τον χώρο επιρροής ή τον χώρο ασφάλειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βέβαια και ένας αριθμός προσώπων, σημαντικών προσώπων, συνεργατών των μεγάλων αυτών Αποστόλων, κυρίως συνεργατών όπως είπαμε του Αποστόλου Παύλου όπως είναι ο Σχύλας και ο Τιμόθεος ή και άλλων προσώπων που εγκαταβιώνουν είτε ως επίσκοποι της Θεσσαλονίκης, όπως είπαμε είναι ο Γάιος, είτε ως συνεργάτες συνεχίζουν το έργο τους και εκτός από τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές όπως είναι ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, ο Ουρβανός και βέβαια ο Ιάσωνας και ο Αρίσταρχος τους οποίους ήδη μνημονεύσαμε. Αυτό λοιπόν αυτός ο κύκλος των Αγίων, των Αποστολικών Παρεθόντων της Θεσσαλονίκης θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαδραματίζει τον πρώτο και κύριο ρόλο, λειτουργεί ως η πνευματική κρυπίδα, η πνευματική βάση, δηλαδή το πνευματικό θεμέλιο για την ανάπτυξη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στους μεταγενέστερους αιώνες, ιδίως στους τρεις μεταγενέστερους αιώνες, που είναι η περίοδος μεγάλης ακμής της Θεσσαλονίκης σε μια εξαιρετικά δυσχερή ιστορική συγκυρία, όπως είναι η ονομαζόμενη περίοδος των Διωγμών, η περίοδος δηλαδή κατά την οποία η εκκλησία της Θεσσαλονίκης, όπως και γενικότερα η εξωτερική εκκλησία, αντιμετωπίζει την εχθρική καταπολέμηση της παρουσίας της υποστάσεώς της και από τους Ιουδαίους και από τους εθνικούς, από τους Ρωμαίους κατακτητές, από το κυρίερχο Ρωμαϊκό κράτος, με κάποιους γενικούς διωγμούς που συμβαίνουν και στην Θεσσαλονίκη ή εκτιλήσονται ιστορικά και στην Θεσσαλονίκη στην ευρύτερη περιοχή και μέσω των οποίων ασφαλώς μετά το αποστολικό αυτό πρόσωπο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αυτό που χαρακτηρίζει όπως είπαμε την αποστολικότητα της εκκλησίας, αναδεικνύεται ένα άλλο πρόσωπο, το μαρτυρικό της πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενό μας μάθημα. |
_version_ |
1782818425928679424 |
description |
Διάλεξη 2: Μετά την παρουσίαση του γενικότερου πλαισίου και του ιστορικού και του πολιτισμικού πλαισίου, που αφορά στην Θεσσαλονίκη από την ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Παύλο, ως και τους νεότερους χρόνους, και την συνοπτική παρουσίαση των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθούμε στα προσεχή μαθήματα, στο σημερινό και στα προσεχή μαθήματα, για τα οποία κάναμε λόγο στο προηγούμενο μάθημα, σήμερα θα προχωρήσουμε να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, να μιλήσουμε, στο προηγούμενο μάθημα, σήμερα θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση της πρώτης ομάδας των Αγίων, που ανήκουν στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης, των Αγίων που τους χαρακτηρίζουμε ως Αγίους της Θεσσαλονίκης, είπαμε με το κριτήριο όχι μόνο της καταγωγής αλλά και με το κριτήριο της εκκλησιαστικής ή της θεολογικής δράσεως ή ακόμη και με το κριτήριο της διελεύσεως κάποιων προσώπων και της παραμονής τους βραχίδιας ή μεγαλύτερης σε χρονική διάρκεια από την Θεσσαλονίκη. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν η αρχαιότερη ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης είναι αυτή που σχετίζεται, αυτή των προσώπων που σχετίζονται με την ίδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι δηλαδή η ομάδα των προσώπων εκείνων τα οποία σχετίζονται με το αποστολικό παρελθόν της. Ήδη στο προηγούμενο μάθημα κάναμε μία σύντομη αναφορά στο θέμα της αποστολικότητας και επισημάναμε ότι το στοιχείο αυτό αφορούσε σε κάτι εξαιρετικά νευραλγικό, κέρριο για την ιστορία μιας εκκλησίας. Το γεγονός δηλαδή της ιδρύσεως μιας εκκλησίας από κάποιον Απόστολο είτε από τον κύκλο των 12 Αποστόλων είτε άλλων προσώπων όπως ασφαλώς ο Απόστολος Παύλος ο οποίος συνδέεται και με την ιστορία της Θεσσαλονίκης και με την Αποστολική Ήδρυση της Θεσσαλονίκης που όπως δημορίζουμε δεν ανήκε στον κύκλο των 12 μαθητών του Χριστού, είτε ακόμη βέβαια και προσώπων που ανήκαν στον κύκλο των λεγόμενων εβδομήκοντα μαθητών, δηλαδή στον ευρύτερο κύκλο μαθητών που κήρυξαν, εργάστηκαν Αποστολικά, επιτέλεισαν ένα σημαντικό Αποστολικό έργο και ίδρυσαν κάποιες τοπικές εκκλησίες όπως είναι για παράδειγμα αρκετά από τα πρόσωπα που φέρονται ως συνεργάτες αυτών των μεγάλων Αποστόλων, είτε των 12 είτε και ασφαλώς του Αποστόλου Παύλου. Έτσι λοιπόν, στην περίπτωση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης γνωρίζουμε ότι ασφαλώς είχε καταστεί περιβόητη η Εκκλησία των Θεσσαλονικαίων λόγω ακριβώς του Αποστολικού παρελθόντος της. Αυτό το γεγονός καταγράφεται ήδη σε αρκετά προημείς πηγές. Καταγράφεται για παράδειγμα σε κάποια από τα μαρτύρια της πρόημης περιόδου και μάλιστα η πιο πρόημη αναφορά υπάρχει σε ένα από τα λεγόμενα ιστορικά μαρτύρια της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα κείμενο για το οποίο θα κάνουμε εκτενέστερο λόγο σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας, όταν θα μιλήσουμε για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης. Το μαρτύριο των Αγίων Αγάπης Συρρήνης και Χιώνης Χιωνίας, τριών δηλαδή θεσσαλονικέων γυναικών για τις οποίες ο ανώνυμος συντάκτης του μαρτυρίου τους σημειώνει ότι κατάγοταν από την περιόνιμη Θεσσαλονίκη από την πόλη η οποία είχε καταστεί ακριβώς γνωστή σε όλα τα πέρατα, σε όλα τα πέρατα, ανα τον κόσμο, εξαιτίας της σχέσης που είχε αναπτύξει με τον Απόστολο Παύλο, η λαμπρινομένη υπό του Αποστόλου Παύλου, αυτή που είχε δοξαστεί από τον Απόστολο Παύλου και ασφαλώς η πόλη αυτή που είχε καταστεί, η εκκλησία της είχε καταστεί αποδέκτης και δύο επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Και βέβαια και αρκετά αργότερα σε όλη την βυζαντινή περίοδο βλέπουμε να επιβιώνει αυτή η ισχυρή παράδοση για την αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης, για το αποστολικό παρελθόν της σε ένα αρκετά όψιμο κείμενο, σε ένα μεσεωνικό κείμενο για την ακρίβεια που είναι ο λόγος του κληρικού Ιωάννη Καμινιάτη στην άλωση της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται δηλαδή για το πιο σημαντικό ιστορικό κείμενο που μας έχει διασωθεί για ένα πάρα πολύ σημαντικό ιστορικό γεγονός στη μεσοβυζαντινή ιστορία της πόλης που είναι η πρώτη άλωση της Θεσσαλονίκης από τους σαρακινούς πειρατές του Λέοντα Τρυπολίτη το 904 μ.Χ. Όταν λοιπόν ο θεσσαλονικίας κληρικός Ιωάννης Καμινιάτης γράφει αυτό το έργο του στην άλωση της Θεσσαλονίκης με τη μορφή μιας επιστολημέας ιστορικής πραγματείας προς τον Γρηγόριο τον Καπαδόκη εκεί ακριβώς στο προήμιο στην αφετηρία αυτού του έργου σημειώνει για την Θεσσαλονίκη την γενέτειρά του, την πόλη της καταγωγής του ότι εμείς καταγόμαστε από την Θεσσαλονίκη και επισημαίνει ένα βασικό γνώρισμα της ευσέβειας της πόλεως όπως χαρακτηριστικά σημειώνει της ευσέβειας της πόλης η οποία εδράζεται σε τρεις σημαντικούς πυλώνες. Ο πρώτος λοιπόν από αυτούς τους πυλώνες δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η εκκλησία της πόλης αυτής της Θεσσαλονίκης έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Παύλο και βέβαια και οι άλλοι δύο η παρουσία του Αγίου Δημητρίου του επιφανέστερου μάρτυρα της εποχής των διωγμών και η συνεχία παρουσία σημαντικών επισκόπων προσώπων που προασπίστηκαν την δογματική αλήθεια της εκκλησίας στις διάφορες περιόδους ιδίως κατά την περίοδο της συγκλήσεως των μεγάλων συνόδων όπως θα δούμε όταν θα μιλήσουμε ιδιαίτερα για τους Αγίους που ανήκουν στον κύκλο αυτών των ιεραρχών της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν διαπιστώνουμε ότι αυτό το αποστολικό παρελθόν και μάλιστα η σύνδεση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης με τον Απόστολο Παύλο διαδραματίζει διαχρονικά ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική ταυτότητα της πόλης. Η ευσέβεια λοιπόν των Θεσσαλονικαίων κατά κύριο λόγο διακρίνεται από το γεγονός ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο. Είπαμε ήδη στο προηγούμενο μάθημα ότι το στοιχείο της αποστολικότητας ενήχε μια δυτή σκοπιμότητα θα μπορούσαμε να πούμε. Το ένα βασικό ζήτημα σχετιζόταν με αυτήν την εσωτερική θα μπορούσαμε να πούμε ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων εκκλησιών, τοπικών εκκλησιών. Αυτό που αργότερα το βλέπουμε να σχηματοποιείται στο λεγόμενο συνταγμάτιο των εκκλησιών. Δηλαδή μια κατάταξη, αξιολογική κατάταξη, ξεκινώντας ασφαλώς από τα πρεσβυγενή λεγόμενα πατριαρχία και εν συνεχεία από τους άλλους εκκλησιαστικούς θρόνους της Μητροπόλης, της Αρχιεπισκοπές, της Επισκοπές. Γνωρίζουμε βέβαια ότι το σύστημα, το ιεραρχικό στην εκκλησία από τη στιγμή που η εκκλησία λειτούργησε ως ένας θεσμός μέσα στο ρωμαϊκό κράτος μετά την αναγνώριση της ως μιας ανεκτής θρησκείας από τον Νέο Κωνσταντίνο και κυρίως βέβαια μετά την εγκαθίδρυση, την επίσημη ανακήρυξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως της επίσημης Εκκλησίας του ρωμαϊκού κράτους από τον Μέγα Θεοδόσιο, ανέπτυξε ένα σύστημα ιεραρχικό στο οποίο κάθε Μητρόπολη ανάλογα με τα στοιχεία, με κάποια ιδιάζοντα στοιχεία προβιβαζόταν ή υποβιβαζόταν σε αυτό το εσωτερικό συνταγμάτιο, σε αυτήν την ιεραρχική κλίμακα. Σε αυτήν, λοιπόν, την ιεραρχική κλίμακα διαχρονικά από τα αρχαιότερα συνταγμάτια αυτής της μορφής που μας έχουν σωθεί, ονομάζονται, μας είναι γνωστά με τον τεχνικό όρο νωτήτη επισκοπάτου, δηλαδή είναι κατάλογοι επισκοπικοί των διαφόρων Μητροπόλεων, αρχιεπισκοπών και επισκοπών, γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης κατέχει μία από τις πλέον υψηλές θέσεις. Σίγουρα καταλαμβάνει μία από τις 10 ιεραρχικά υψηλότερες θέσεις σε όλα αυτά τα συνταγμάτια που βέβαια τα περισσότερα από αυτά τα οποία μας έχουν σωθεί, προέρχονται, χρονολογούνται ελάχιστα από την Μεσοβυζαντινή και κυρίως κατά την Ιστοροβυζαντινή εποχή. Πάντως το γεγονός της υψηλής θέσεως της Θεσσαλονίκης σε αυτήν την εσωτερική ιεραρχική κλίμακα των βυζαντινών εκκλησιών έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός της ιδρύσεως της Αποστολικότητας της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Παύλο. Το δεύτερο στοιχείο που δεν έχει να κάνει με αυτήν την εκκλησιαστική τάξη, αλλά έχει να κάνει με τα ζητήματα της πίστεως και της διαπίστευσης της εκκλησιαστικής αλήθειας σχετίζεται όσον αφορά στην Αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης με το γεγονός ότι όταν μια εκκλησία είχε ιδρυθεί από κάποιον Απόστολο, από έναν από τους Αποστόλους, αυτή η εικόνα προέβαλε και την δογματική αυθεντία της πίστης της, την αυθεντικότητα της πίστης της. Αυτό βλέπουμε ότι είναι ένα στοιχείο που διακρίνει θα μπορούσαμε να πούμε αυτό που ονομάζεται Ευσέβεια της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή συνολικά την πίστη της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και αυτό διαφαίνεται όπως θα δούμε στη συνέχεια από τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον οποίον ανέλαβαν και έφεραν σε πέρας αρκετοί από τους Επισκόπους της, από τους Αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης στους μεταγενέστερους αιώνες, ξεκινώντας από τον τέταρτο αιώνα και κυρίως στον πέμπτο, τον έκτο και ως και στον όγδο αιώνα, δηλαδή σε όλη αυτή την περίοδο συγκλήσεως των μεγάλων συνόδων, των τοπικών ή κυρίως των οικουμενικών συνόδων, διαπιστώνουμε ότι αρκετοί από τους Αρχιεπισκόπους της διαδραματίζουν έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην διατύπωση του ορθόδοξου δόγματος. Ξεκινώντας θα δούμε από ένα πρόσωπο που σχετίζεται ακόμη και με τους ίδιους τους μάρτυρες της εκκλησίας με την εποχή των διωγμών των Αλέξανδρων Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν το βασικό γνώρισμα της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης είναι η αποστολική ιδρυσή της, είναι η αποστολικότητα της Θεσσαλονίκης, το γεγονός της ιδρύσεως αυτής της εκκλησίας από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος ακριβώς περιγράφεται και μας είναι γνωστό από τη διήγηση του Λουκά, του συγγραφέα του βιβλίου των πράξεων των Αποστόλων, ο οποίος διεκτραγωδεί, διηγείται αρκετά διεξοδικά την έλευση του Αποστόλου Παύλου στην Θεσσαλονίκη και το αποστολικό έργο που καταρχήν επιτέλεσε κατά την πρώτη άφιξη του στην πόλη, κατά τη δεύτερη δηλαδή αποστολική του περιοδία, όταν φτάνει στη Θεσσαλονίκη και πραγματοποιεί ένα πολύ σημαντικό έργο συναδευόμενος και από άλλους και από άλλα πρόσωπα, όπως είναι ο Σίλας ή Σιλουανός όπως μνημονεύεται στις πηγές παραμένοντας για τρεις εβδομάδες στην Θεσσαλονίκη και διδάσκοντας στην καταρχήν και κατά κύριο λόγο όπως συνήθιζε να το πράτει στη Συναγωγή της Θεσσαλονίκης. Μια Συναγωγή, η οποία βέβαια σήμερα δεν έχει διασωθεί, δεν γνωρίζουμε πού βρισκόταν η Συναγωγή αυτή μέσα στην πόλη, αλλά που μαρτυρείται και από τη δήγηση των πράξεων των Αποστόλων αλλά και από άλλες μαρτυρίες που μας είναι γνωστές για την Θεσσαλονίκη. Κατά την περίοδο αυτή βρισκόμαστε στα μέσα του 1ου αιώνα γύρω στο 50 μετά Χριστόν όταν φθάνει εδώ ο Απόστολος Παύλος και είπαμε ότι η βασικότερη πηγή από την οποία αντλούμε πληροφορίες είναι η δήγηση των πράξεων των Αποστόλων. Στην δήγηση αυτή γνωρίζουμε ότι μνημονεύονται πρόσωπα, μνημονεύονται και γεγονότα πολύ σημαντικά, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της πρώτης χριστιανικής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο μάθημα, υπήρξε μια πόλη πολύ συλλεκτική, πολύ φιλετική και πολύ θρησκευτική ασφαλώς, με μεγάλο αριθμό προσώπων να καταφθάνουν πολιτών, να καταφθάνουν στην πόλη αυτή για να παραμείνουν και να εργαστούν, να εγκαταβιώσουν στην πόλη αυτή, μια πόλη η οποία κατήχε το προνόμιο της ελευθέρας πόλεως στο πλαίσιο της ρωμαϊκής τάξιος, μια λίμπερα κύβητας, μια ελεύθερη πόλη που αυτός ο όρος ασφαλώς διαμόρφωνε και αντικατόπτριζε και τα προνόμια τα οποία είχε η πόλη αυτή και βέβαια το γεγονός ότι η πόλη αυτή αποτελούσε ένα σημαντικό κομβικό σημείο μέσα στο δίκτυο, το οικιστικό δίκτυο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Άλλωστε είπαμε ότι οι επιλογές, το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά από τις μελέτες που έχουν γίνει από τους βιβλικούς θεολόγους και κυρίως και από τους βιβλικούς αρχαιολόγους επίσης ότι η επιλογή τόσο του Αποστόλου Παύλου όσο και άλλων Αποστόλων όπως είναι ο Απόστολος Βαρνάβας είναι ακριβώς να κινηθούν εντός των ορίων του ρωμαϊκού κράτους, δεν εκφεύγουν δηλαδή στο ιεραποστολικό τους έργο από τα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μάλιστα επιλέγουν τις πλέον γνωστές και χρηστικές διαδρομές κατά την περίοδο αυτή και βέβαια επιλέγουν να επισκεφθούν τις πιο σημαντικές πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο Απόστολος Παύλος όπως γνωρίζουμε μόλις διαπεραιώθηκε από την Τροάδα στην Εάπολη στην περιοχή της Καβάλλας και στους Φιλίππους αργότερα μέσω της Αμφιπόλεως και της Απολωνίας φτάνει τελικά στην Θεσσαλονίκη γύρω στο 51 μ.Χ. και εδώ παραγματοποιεί ένα έργο υποδομής για την δημιουργία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Γνωρίζουμε ότι παρέμεινε σύμφωνα με τη διήγηση του Λουκά για τρεις ολόκληρες εβδομάδες όπως είπαμε και βέβαια δεν ήταν προφανώς αυτή η σκοπιμότητά του, ίσως σκόπευε να παραμείνει και αρκετά περισσότερο εάν δεν αντιμετώπιζε μία εχθρότητα καταρχήν από τους Ιουδαίους, από τα πρόσωπα δηλαδή εκείνα τα οποία διέκριναν στον Παύλο και στους συνοδούς του την ίδια απειλή έναντι της πατρόας θρησκείας, της Ιουδαικής θρησκείας παρά το γεγονός ότι όπως είπαμε ο Απόστολος Παύλος επιλέγει να μιλήσει και να μεταφέρει το νέο μήνυμα της πίστης στον Ιησού Χριστό μέσα στη συναγωγή της Πόλεως. Έτσι λοιπόν προκαλείται μια μεγάλη ταραχή η οποία αναγκάζει τον Παύλο να κρυφθεί αρχικά, οδηγεί τελικά η Άσωνα έναν Θεσσαλονικέα Ιουδαίο επίσης στην καταγωγή του, ένα πρόσωπο που επίσης μας μαρτυρείται και σε άλλα κείμενα της Καινής Διαθήκης και σε επιστολές του Αποστόλου Παύλου να οδηγηθεί στους πολιτάρχες δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε στους δημοτικούς άρχοντες της Θεσσαλονίκης για να απολογηθεί για την παρουσία και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου και βέβαια να αφεθεί ελεύθερος και βέβαια μετά από όλη αυτήν την ταραχή που προκλήθηκε στην πόλη με την παρουσία και το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου να ληφθεί η απόφαση να εγκαταλείψει ο Απόστολος Παύλος, να εγκαταλείψει μυστικά την Θεσσαλονίκη και να κατευθυνθεί προς την Βέρεια. Αυτό το οποίο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι παρά το γεγονός ότι η παρουσία του Αποστόλου Παύλου υπήρξε πραχήβια, βέβαια με όλη αυτήν την αναστάτωση που επέφερε που δεν συνέβαινε για πρώτη φορά, γνωρίζουμε ότι και στη Μικρά Ασία ακριβώς είχε συμβεί το ίδιο πράγμα που θα προηγήσει ακόμη και σε λιθοβολισμό τους. Στους Φιλίππους επίσης είχε προκληθεί μια παρόμοια αντίδραση, πολύ ισχυρή αντίδραση προς το πρόσωπο του Αποστόλου Παύλου και των συνεργών του. Έτσι λοιπόν και εδώ ο Απόστολος Παύλος έρχεται αντιμέτωπος με ένα εχθρικό υουδαϊκό περιβάλλον το οποίο ωστόσο δεν κατορθώνει να τον εμποδίσει από το να δημιουργήσει τελικά την πρώτη χριστιανική κοινότητα στην Θεσσαλονίκη. Μια κοινότητα με την οποία συνδέονται κάποια πρόσωπα που εμφανίζονται και ως συνεργοί του και στις επιστολές του όπως είναι ο Ιάσων τον οποίον αναφέραμε ήδη ή ο Αρίσταρχος. Ο Ιάσων μάλιστα ο Ιάσωνας είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο το οποίο γνωρίζουμε ότι ήδη εμφανίζεται και στις πράξεις των Αποστόλων ως συγγενής του Παύλου μια αναφορά του Λουκά η οποία προκάλεσε διάφορες ερμηνείες. Σήμερα η ερμηνευτική έρευνα, η βιβλική έρευνα τείνει στο συμπέρασμα ότι δεν είχε σαρκική συγγένεια με τον Απόστολο Παύλο αλλά ότι περισσότερο είχε μία συγγένεια, ένα σύνδεσμο ως προς το ομότεχνο, το γεγονός δηλαδή ότι και ο ίδιος ήταν σκηνοποιός όπως και ο Παύλος. Το γεγονός βέβαια ασφαλώς ότι ήταν Ιουδαίος, Εβραίος στην καταγωγή και ο Ιάσωνας και βέβαια ο Ιάσωνας εμφανίζεται στη συνέχεια και ως συνεργός του Αποστόλου Παύλου σε επιστολές του, για παράδειγμα στην επιστολή προς τους Ρωμαίους εμφανίζεται ως ένας από αυτούς που αποστέλουν τους χαιρετισμούς τους στους χριστιανούς της Ρώμης. Έτσι λοιπόν δημιουργείται μια πρώτη ζήμη χριστιανών μέσα σε αυτή την πολυφυλετική κοινότητα, την πολυφυλετική πόλη της Θεσσαλονίκης και βέβαια αυτή η ζήμη αυξάνεται σταδιακά όπως πιστωποιείται από τον ίδιο τον Παύλο, από τα δύο σπουδαία μνημεία της Γραμματείας που σχετίζονται με τον Απόστολο Παύλο και σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή τις δύο επιστολές του Αποστόλου Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς, την πρώτη και την δεύτερη επιστολή, που ασφαλώς είναι και ένας από τους λόγους που καθιέρωσαν παγκόσμια τη Θεσσαλονίκη ως μια κατεξοχήν χριστιανική πόλη, ως μια πόλη με υψημένουσα παρουσία στην αρχαία χριστιανική ιστορία. Το γεγονός δηλαδή ότι ο Παύλος στέλνει μια πρώτη επιστολή στην οποία μάλιστα εγκωμιάζει τους Θεσσαλονικείς και μια δεύτερη επιστολή, θύγει πολύ σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν ασφαλώς στις πολλές συζητήσεις που γίνονταν και αφορούσαν και την συντέλεια του κόσμου, την έλευση, την δευτέρα έλευση του Χριστού και το γεγονός ότι εγκωμιάζει ο Απόστολος Παύλος ιδιαίτερα τους Θεσσαλονικείς ως φιλάδελφους, ως τα πρόσωπα εκείνα τα οποία με ρυμνούσαν με λογίες, με τη συγκέντρωση δηλαδή βοήθειας για τις εκκλησίες που βρίσκονταν σε υποδιωγμών, που βρίσκονταν υπό άμεση ανάγκη βοηθείας και άλλωστε υπάρχουν τέτοιες μαρτυρίες για τους συνεργάτες του ότι κατευθύνονται σε διάφορες τέτοιες εκκλησίες, στην Κόρινθο, στην Έφεσο και αλλού για να μεταφέρουν αυτές τις λογίες, τις λεγόμενες των Θεσσαλονικέων Χριστιανών, δηλαδή τις βοήθειες, αυτές τους Εράνους θα μπορούσαμε να πούμε που πραγματοποιούνταν μεταξύ των Θεσσαλονικέων Χριστιανών για να βοηθήσουν τους αδερφούς τους των άλλων χυμαζόμενων εκκλησιών. Για την ισχυρή παρουσία του Αποστόλου Παύλου, όπως είναι ευνόητο, δημιουργήθηκαν πολύ σοβαρές παραδόσεις στην συνέχεια, στους μεταγενέστερους αιώνες και βέβαια οι παραδόσεις αυτές προσπάθησαν κατά κάποιο τρόπο να ερμηνεύσουν ή να συμπληρώσουν αυτήν την ιστορική διήγηση του Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν και επιβίωσαν παραδόσεις ακόμη και στην περίοδο της τουκοκρατίας και επιβιώνουν αυτές οι παραδόσεις ως και στις ημέρες μας, που έχουν να κάνουν με τα γεγονότα που καταγράφονται στις πράξεις των Αποστόλων και που απαντούσαν φυσικά, έρχονταν να απαντήσουν αυτές οι παραδόσεις στα ενδεχόμενα εντός εισαγωγικών κενά της διήγησης του Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων όπως για παράδειγμα που ακριβώς κήρυξε ο Απόστολος Παύλος, που βασανίστηκε, που μετακινήθηκε μέσα στην πόλη και έτσι λοιπόν δημιουργήθηκαν ή που κρύφτηκε όταν δημιουργήθηκε όλος αυτός ο άλλος όλη αυτή η αναστάτωση μέσα στην Θεσσαλονίκη και έτσι γνωρίζουμε ότι επεβίωσαν τέτοιες παραδόσεις σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σήμερα ακόμη μας είναι γνωστές είτε από γραπτές πηγές είτε από την προφορική παράδοση αυτές οι παραδόσεις που έφτασαν ως την εποχή μας και κάνουν λόγο για τον χώρο στον οποίο κήρυξε ο Απόστολος Παύλος προς τη Θεσσαλονίκη. Σήμερα αν θα επισκεφθούμε ένα πολύ σημαντικό βυζαντινό εκκλησιαστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης, την Ιερά Μονή Βλατάδων στην Ανωπόλη θα δούμε ότι στο σπουδαίο ιστεροβυζαντινό καθολικό της είναι ενσωματωμένο ένα παρεκκλήσιο το οποίο είναι αφιερωμένο στον Απόστολο Παύλο και σύμφωνα με την παράδοση στον χώρο ακριβώς εκείνο κήρυξε ο Απόστολος Παύλος το Ευαγγέλιο στους Θεσσαλονικείς. Όπως επίσης σε μια πλησιόχορη περιοχή, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα ένας άλλος ναός αφιερωμένος στον Απόστολο Παύλο και πάλι εκτός των τυχών της Θεσσαλονίκης, στον Παλαιό Δήμο Αγίου Παύλου. Επίσης υπάρχει ένα σπήλαιο στο οποίο κατά την παράδοση κρύφθηκε ο Απόστολος Παύλος όταν καταδιώχθηκε από τους Ιουδαίους που αντέδρασαν στο κήρυγμά του. Και βέβαια ένα σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο όπως είναι πολύ πρόημο, όπως είναι η Ρωτόντα που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ένα ρωμαϊκό, δηλαδή ταφικό πιθανότατα μνημείο που αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανικός ναός, ως ο ναός του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου. Και αυτό επίσης σχετίζεται σύμφωνα με την παράδοση με τον Απόστολο Παύλο αφού ένας άμβωνας ο οποίος βρισκόταν στη Ρωτόντα, στο ναό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος επιδεικνυόταν ως ο άμβωνας από τον οποίον είχε κηρύξει επίσης προς τους Θεσσαλονικείς ο Απόστολος Παύλος. Και τέλος έχουμε ένα τελευταίο κατάλυπο από την περίοδο του Συγκοκρατίας με το μνημείο ενός λήθου, την παρουσία ενός λήθου στην επίσης αρχαία βασιλική της αχειροποιήτου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όπου επίσης κατά την παράδοση είχε δεθεί εκεί ο Απόστολος Παύλος. Οι Θεσσαλονικείς λοιπόν αναζητούσαν σε διάφορα σημεία συνδεόμενα με τα χριστιανικά μνημεία της πόλεως αναζητούσαν ή προσπαθούσαν να συνδέσουν την παρουσία του Μεγάλου Αποστόλου των Εθνών με τους προγόνους θα μπορούσαμε να πούμε, τους συνειδρυτές του της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Και βέβαια μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόσωπα όπως ο Ιάσωνας ή ο Αρίσταρχος διαδραμάτησαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ίδρυση αυτής της πρώτης κοινότητας, χριστιανικής κοινότητας. Βεβαίως δεν θα μπορούσαν να ισχύουν οι υποθέσεις ότι ήδη ο Ιάσωνας ήταν χριστιανός πριν να φθάσει στην Θεσσαλονίκη γιατί εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο ασφαλώς θα είχε προηγηθεί μια προλίανση θα μπορούσαμε να πούμε του εδάφους. Θα είχε δημιουργηθεί δηλαδή ήδη μια πρώτη χριστιανική κοινότητα έστω και εξαιρετικά ο λιγομελής από τον Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας είναι αυτός ο οποίος φιλοξενεί τον Απόστολο Παύλο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές εμφανίζεται και αυτός ως ταρσεύς στην καταγωγή. Πιθανότατα εξαιτίας του γεγονότος, εξαιτίας της αναφοράς που ήδη μνημονεύσαμε του Ευαγγελιστή Λουκά, του συγγραφέα των πράξεων, ότι ήταν συγγενείς του Παύλου με μια αναγωγή ακριβώς στην κοινή καταγωγή τους. Αυτή η αναφορά οδηγούσε σε μια αναγωγή στην κοινή καταγωγή τους από την Ταρσό της Κυλικίας. Και βέβαια εκείνο το οποίο ιδιαίτερα θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου εμφανίζονται και οι δύο σημαντικότεροι συνεργάτες του στο Αποστολικό του έργο και στην Θεσσαλονίκη, ο Σίλας και ο Τιμόθεος. Ο Σίλας ή Σιλάς ή Σιλουανός αναφέρονται με διαφορετικό τονισμό ή με κάποιες ελάχιστες διαφοροποιήσεις στα κείμενα, τα βιβλικά, οι δύο αυτοί οι πολύ σημαντικοί συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου που διαδραμάτησαν σπουδαίο ρόλο σε όλο αυτό το έργο το οποίο το Αποστολικό έργο το οποίο επιτέλεσε στη Μακεδονία ο Απόστολος Παύλος είναι από τα πρόσωπα που εκλαμβάνονται και τιμώνται ως συνειδρητές της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Ήδη ο Σίλας και ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος καταγράφονται στην πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου, ήδη από την πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου, στην αρχή της επιστολής, στον χαιρετισμό της επιστολής ως συγγραφής της επιστολής αυτής. Ως τα πρόσωπα τα οποία αποστέλουν μαζί με τον Απόστολο Παύλο την επιστολή αυτή προς Θεσσαλονικής. Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος έτσι ξεκινάει η πρώτη προς Θεσσαλονικής επιστολή, την εκκλησία Θεσσαλονικαίων και τα λοιπά. Λοιπόν οι αποδέκτες είναι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Οι αποστολείς όμως της επιστολής αυτής είναι τρία πρόσωπα, ο Παύλος και οι δυο συνεργάτες του, που γνωρίζουμε ότι διαδραματίζουν ένα πάρα πολύ σημαντικό αποστολικό έργο, ήδη από τα πρώτα βήματα της αποστολικής δράσεως του Αποστόλου Παύλου. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι ο Σίλας ή Σιλουανός είναι το πρόσωπο εκείνο που συνδέεται με τον Απόστολο Παύλο, αργότερα και με τον Απόστολο Πέτρο, στο αποστολικό έργο του Αποστόλου Πέτρου, συνδέεται για να συνδράμει στο αποστολικό του έργο αμέσως μετά την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολήμων. Δηλαδή όταν οι Απόστολοι αποφασίζουν να αποστήλουν τον Παύλο και τον Βαρνάβα στα έθνη, εκτός των ορίων, των γεωγραφικών ορίων της Παλαιστίνης. Εκεί λοιπόν, ως το πρόσωπο που συνδράμει σε αυτό το σπουδαίο αποστολικό έργο, μνημονεύεται ο Σύλλας, ότι παραχωρήθηκε ο Σύλλας στον Παύλο, ο Σύλλας ο οποίος μνημονεύεται επίσης ως ένας εκ των προφητών. Δηλαδή κατήχε μια διακριτή θέση μέσα στην εκκλησία των Ιεροσολήμων ως προφήτης, ανήκει στην τάξη των προφητών. Γνωρίζουμε ότι οι προφήτες είναι μια ομάδα χαρισματούχων χριστιανών, που δρούσαν μέσα στην αρχαία εκκλησία. Αυτή λοιπόν την ομάδα προκύπτει από τις πράξεις των Αποστόλων, ότι ανήκε ο Σύλλας ο οποίος συνόδευσε τον Απόστολο Παύλο, όπως και ο Τιμόθεος, για τον οποίον επίσης έχουμε ασφαλώς πάρα πολλές πληροφορίες από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τις δυο επιστολές που απέστειλε προς τον Τιμόθεο και από το πλήθος των αναφορών για το πρόσωπο του Αποστόλου Τιμοθέου στις πράξεις των Αποστόλων. Έτσι λοιπόν δρά και λειτουργεί μια πολύ σημαντική Αποστολική Κοινότητα. Δημιουργείται μια πρώτη χριστιανική κοινότητα, η οποία από τις μαρτυρίες που έχουμε γρήγορα αναπτύχθηκε, αυξήθηκε αριθμητικά, αλλά κυρίως διακρίθηκε για το χριστιανικό φρονιμά της, για την ζωντανή πίστη της, για την φιλαδελφία της, για την αγάπη της δηλαδή προς τους αδερφούς των άλλων εκκλησιών και γι' αυτό ακριβώς εγκωμιάζεται με εξαιρετικά επενετικά σχόλια από τους ιδρυτές της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και βέβαια μια εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία άμεσα αντιμετώπισε και εσωτερικά θέματα, πίστεως όπως ήταν και γενικότερα πολιτείας της αθημερινής συναναστροφής και διαβίωσης των χριστιανών της Θεσσαλονίκης, αφού όπως είπαμε αυτό το ενθουσιαστικό φρόνιμα που καλλιεργήθηκε στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, σύντομα οδήγησε κάποιους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης στην αντίληψη, στην άποψη, ότι δεν θα έπρεπε πλέον να εργάζονται γιατί ο κύριος είναι εγγύς, η έλευση του Χριστού ήταν πάρα πολύ κοντά, επομένως θα έπρεπε μόνο να προσμένουν την έλευση του Χριστού και είναι ένα από τα θέματα όπως και πολλά άλλα θέματα που έρχεται να αντιμετωπίσει ο Απόστολος Παύλος με τις δύο επιστολές που τους έστειλε, τονίζοντας ακριβώς αυτό το στοιχείο της επιμονής μέσα στον κόσμο, της λειτουργίας των χριστιανών μέσα στον κόσμο, με τον τρόπο με τον οποίο ακριβώς δρούσαν και λειτουργούσαν και πριν να ασπαστούν τη νέα χριστιανική πίστη, τη νέα τους πίστη και πρωτίστως με το εξακολουθώντας να εργάζονται και συνεχίζοντας όλες τις συνήθειές τους, τις καθημερινές τους λειτουργίες. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο λειτουργούν συνεχεία μετά την αποχώρηση, την εσπευσμένη αυτή αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι ο Παύλος επισκέπτεται και πάλι την Θεσσαλονίκη. Εκείνο το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, όπως είπαμε ότι είναι ο Ιάσωνας ή ο Αρίσταρχος και τα ίδια διακρίθηκαν στη συνέχεια ως συνεργοί, συνεργάτες και συναπόστολοι του Αποστόλου Παύλου και γνωρίζουμε ότι τα δύο αυτά ιδιαίτερα πρόσωπα ο Ιάσωνας και ο Αρίσταρχος είναι πρόσωπα που διακρίθηκαν για το αποστολικό τους έργο, το οποίο έφτασε ακόμη και ως την Κέρκυρα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιάσωνας θεωρείται ένας από τους ιδρυτές, αυτός ο σημαντικός συνεργάτης όπως είπαμε του Αποστόλου Παύλου, θεωρείται ένας από τους συνειδρυτές της εκκλησίας της Κέρκυρας, μιας παράδοσης εξαιρετικά ισχυρής που καθιερώθηκε μέσα στην βυζαντινή περίοδο και μαζί με τον Σοσήπατρο φθάνουν στην Κέρκυρα και τελικά επιτελούν εκεί ένα σημαντικό αποστολικό έργο ιδρύοντας την εκκλησία και ασφαλώς της Κέρκυρας και ασφαλώς μαρτυρώντας στην Κέρκυρα και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θεωρούνται ως ο Μέσος Σοσήπατρος μαρτυρεί, ο Ιάσωνας παραμένει ως τα βαθιά του γεράματα διακονώντας την εκκλησία της Κέρκυρας και οι δύο καθιερώνονται ως προστάτες και πολυούχοι της Κέρκυρας ως την εποχή μας. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η εκκλησία της Θεσσαλονίκης αναλαμβάνει ένα σημαντικό αποστολικό έργο που συνεχίζεται και διαδέχεται το σημαντικό αποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι μνημονεύονται και άλλα πρόσωπα κατά την περίοδο αυτή από το ευρύτερο περιβάλλον της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας που σχετίζονται με την εκκλησία της Θεσσαλονίκης όπως είναι ο Απόστολος Γάιος ή ο Ουρβανός συνεργάτες επίσης του Αποστόλου Παύλου οι οποίοι μάλιστα σχετίζονται και με την αφετηρία της λειτουργίας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ως επίσκοποι. Αυτό το οποίο όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περίοδο αυτή και για το αποστολικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης είναι μια λίγο γνωστή παράδοση σχετικά με την αποστολικότητα του θρόνου της Θεσσαλονίκης και η παράδοση αυτή αφορά σε μία παράλληλη παράδοση η οποία δημιουργείται από ότι φαίνεται αρκετά πρόημα δεν καταγράφεται ωστόσο στα επίσημα στα κανονικά κείμενα της εκκλησίας όπως είναι η πράξη των Αποστόλων που είναι ένα κανονικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης αλλά σε άλλα κείμενα από αυτά που ανήκουν στον κύκλο των αποκρύφων χριστιανικών παραδόσεων αλλά που φαίνεται ότι οι παραδόσεις αυτές ακόμη και μέσα από την καταγραφή τους σε αυτά τα απόκρυφα βιβλία επαληθεύονται από μεταγενέστερους συγγραφείς στους λίγο μεταγενέστερους αιώνες πάντως ήδη μέσα στην περίοδο της ύστερης αρχαιότητας στην παλαιοχριστιανική περίοδο έχουμε επιβίωση και ανάπτυξη και εδραίωση θα μπορούσαμε να πούμε αυτών των παραδόσεων και η αναφορά αυτή η παράλληλη αυτή παράδοση που δημιουργείται για την ίδρυση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης για την αποστολική ίδρυση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης έχει να κάνει με το αποστολικό έργο του Αποστόλου Ανδρέα. Πρόκειται για μία λίγο γνωστή όπως αναφέραμε παράδοση η οποία μάλιστα ασφαλώς δεν αναφέρεται στο βιβλίο των πράξεων όπως γενικότερα δεν υπάρχει καμία αναφορά για το αποστολικό έργο του Αποστόλου Ανδρέα, του πρωτόκλητου αποστόλου που όπως γνωρίζουμε μέσα στην βυζαντινή θεολογική παράδοση διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο ως ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου δηλαδή ιδρυτής της πρώτης εκκλησιαστικής κοινότητας στην απεικία εκείνη των Μεγαρέων στο Βυζάντιο, στον χώρο δηλαδή ακριβώς όπου αργότερα ο Μέγας Κωνσταντίνος στις αρχές του 4ου αιώνα, ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, τη νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και έτσι αυτή η παράδοση έρχεται κατά κάποιο τρόπο να αντισταθμίσει την ισχυρή παράδοση, αποστολική παράδοση για την ίδρυση της Εκκλησίας της Πρεσβυτέρας Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης από τον Απόστολο Πέτρο, από τον αδερφό του Ανδρέα, τον πρωτοκορυφαίο Απόστολο τον Πέτρο και έρχεται να σταθεί ως ένα εξίσου ισχυρό έρισμα όσον αφορά στην ίδρυση της Εκκλησίας στον χώρο της Νέας Ρώμης από τον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκριτο. Παράδοση αυτή καταγράφεται σε πρόημα κείμενα και κυρίως καταγράφεται για πρώτη φορά στις λεγόμενες πράξεις του Αποστόλου Ανδρέου, πράξεις Ανδρέου. Είναι ένα κείμενο που ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων αποκρύφων Αποστολικών πράξεων, έχουμε πέρα από τις γνήσια πράξεις των Αποστόλων και μια ομάδα πράξεων Αποστόλων πεπραγμένων δηλαδή του έργου τους που ανήκουν στην ομάδα των αποκρύφων χριστιανικών κειμένων και βέβαια στην ενότητα αυτή εντάσσεται σε ένα από τα πιο πρόημα κείμενα το έργο αυτό, οι πράξεις του Αποστόλου Ανδρέου, που είναι μία διήγηση, μία εξιστόρηση του Αποστολικού έργου που επετέλεσε στη Μικρά Ασία, στον χώρο ευρύτερα πέριξ του Ευξύνου Πόντου φθάνοντας ως τη Σκηθία, τη Μικρά Σκηθία και καταλήγοντας και στην Θράκη και στην Μακεδονία χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής και διεξοδική αναφορά στο Αποστολικό έργο του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη. Ωστόσο βλέπουμε ότι αρκετά πρόημα δημιουργείται μία τέτοια ισχυρή παράδοση, μία ισχυρή παράδοση η οποία συνδέει το πρόσωπο του Αποστόλου Ανδρέα με την Θεσσαλονίκη. Και μάλιστα είναι ενδεικτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι η παράδοση αυτή δημιουργείται ενώ ακόμη η Θεσσαλονίκη υπάγεται εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο της Ρώμης. Υπάγεται στην εκκλησία της Ρώμης, καθίσταται Βικαριάτο της Ρώμης, στο Ανατολικό η Λειρικό. Σε αυτήν την περίοδο στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται και μία εξίσου θα μπορούσαμε να πούμε μη κανονική μεν, όσον αφορά στην πηγή από την οποία προέρχεται, δηλαδή δεν προέρχεται από ένα κανονικό κείμενο, αλλά εξίσου ισχυρή και εδρεωμένη πεποίθηση και παράδοση για την ύδρυση της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης και από τον Απόστολο Ανδρέα. Εκτός από τις πράξεις Ανδρέου, όπου είπαμε ότι γίνεται μία αναφορά στην διέλευση του Απόστολου Ανδρέα από την Μακεδονία για το ιεραποστολικό έργο, με βάση το οποίο καταλήγει ως την Αχαία, ως την περιοχή όπου τελικά και μαρτύρησε στην Πάτρα, της οποίας όπως γνωρίζουμε είναι πολυούχος, προστάτης ο Απόστολος Ανδρέας όπου μαρτύρησε. Έχουμε κάποιες πηγές, πρόημες, ήδη από τον έκτο αιώνα που αναφέρονται σε ένα ουσιαστικό αποστολικό έργο του Ανδρέα μέσα στην Θεσσαλονίκη. Βεβαίως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτή η γενικόλογη αναφορά των πράξεων Ανδρέου στην διέλευση του Ανδρέα από την Μακεδονία υπονοεί την παραμονή του και την διέλευση του και από την Θεσσαλονίκη. Δεδομένου ότι ο κύριος οδικός άξονας, η ρωμαϊκή βία Εγγνάτια, η ρωμαϊκή Εγγνατία οδός είναι ένας δρόμος ο οποίος σχετιζόταν με την Θεσσαλονίκη. Διερχόταν έξω από την Θεσσαλονίκη, όχι μέσα ασφαλώς από την Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη παρέμενε, λειτουργούσε ως μία σημαντική πόλη από την οποία διερχόταν αυτή η περίφημη Λεωφόρος, ρωμαϊκή Λεωφόρος, που όπως γνωρίζουμε σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο λειτούργησε ως ο βασικός άξονας, συγκοινωνιακός άξονας που συνέβαιε την Δύση με την Ανατολή. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι πράγματι ο Ανδρέας κατευθυνόμενος προς την Ελλάδα, προς την περιοχή δηλαδή αργότερα του θέματος της Ελλάδος και ως την Αχαία όπου τελικά όπως γνωρίζουμε μαρτύρισε, παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα και στην Θεσσαλονίκη. Μάρτυρες της παρουσίας του και της παράδοσης αυτής της αποστολικής παρουσίας του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη, έχουμε και γραπτούς, γραπτές πηγές αλλά έχουμε και εικαστικές πηγές που τεκμηριώνουν αυτήν την παράδοση. Ως προς τις γραπτές πηγές θα πρέπει να μνημονεύσουμε κυρίως δύο πολύ σημαντικές αναφορές. Η μία μάλιστα είναι αρκετά εκτενής και έχει να κάνει με ένα λατινικό μαρτύριο του Αποστόλου Ανδρέα, ένα κείμενο το οποίο μας έχει ισοθεί στη λατινική γλώσσα, ηκάζεται ότι πρέπει να υπήρχε και ένα ελληνικό πρωτότυπο στο οποίο καταγραφόταν αυτή η παράδοση και αποδίδεται στον Γρηγόριο του Ρώνης, σε έναν δυτικό εκκλησιαστικό συγγραφέα, επίσκοπο της Πόλειος Τούρ στην σημερινή Γαλλία, ο οποίος καταγράφει στην λατινική γλώσσα προφανώς χρησιμοποιώντας και ελληνικές πηγές. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι ελληνικές πηγές κυκλοφορούσαν και στη Δύση, τα ελληνικά χριστιανικά κείμενα. Ένα τέτοιο έργο είχε πραγματοποιήσει με πολύ μεγάλη επιτυχία ήδη κατά τον 5ο αιώνα ο Άγιος Ιερόνιμος, ο βασικός μεταφραστής έργων της ελληνόφωνης χριστιανικής παράδοσης στα λατινικά. Έτσι λοιπόν ο Γρηγόριος του Ρώνης συγγράφει ένα μαρτύριο του Αποστόλου Ανδρέου και εκεί για πρώτη φορά έχουμε μία διεξοδική, θα μπορούσαμε να πούμε θεατρική απόδοση της παρουσίας, του κηρύγματος, της συλλήψεως και της απελευθερώσεως τελικά του Αποστόλου Ανδρέα στο στάδιο της Θεσσαλονίκης από τους Ρωμαίους με αφορμή το χριστιανικό κήρυγμα το οποίο απευθύνει στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική πηγή που μπορούμε πραγματικά να δεχθούμε ότι βασίζεται και σε μία προγενέστερη παράδοση από ήχο της οποίας συνιστά η γενική πληροφορία που συναντούμε στις πράξεις Ανδρέου για τη διέλευση και το αποστολικό έργο του Ανδρέα στην Μακεδονία γενικότερα. Αυτή η όπως φαίνεται ισχυρή παράδοση, ισχυρή τοπική παράδοση για την παρουσία του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη τεκμηριώνεται κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα με την απεικόνιση του, την συναπεικόνιση του καλύτερα μαζί με τον Απόστολο Παύλο σε ένα πλαίσιο απεικονίσεως των δύο συνυδρυτών της εκκλησίας Θεσσαλονίκης στα περίφημα ψηφιδοτά του ναού της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, του κεντρικού αυτού ναού που ιδρύεται κατά την εποχή αυτή με αυτά τα μοναδικά ψηφιδοτά. Στα ψηφιδοτά λοιπόν του Τρούλου της Αγίας Σοφίας έχουμε μία συμβολική συναπεικόνιση των δύο Αποστόλων που δεν είναι ασφαλώς τυχαία αλλά αποτυπώνει ακριβώς αυτήν την παράδοση και την πίστη των Θεσσαλονικαίων σε αυτήν την μεταγενέστερη περίοδο για τον απόηχο αυτής της παρουσίας και της κοινής αποστολικής δράσης στην Θεσσαλονίκη και του Αποστόλου Παύλου όπως τεκμέρεται είπαμε από τις φράξεις των Αποστόλων αλλά και του Αποστόλου Ανδρέα. Επίσης λίγο αργότερα στη διάρκεια του 7ου αιώνα στα τέλη του έκτου ή στις αρχές του 7ου αιώνα συναντούμε μία επίσης πάρα πολύ σημαντική μαρτυρία για το αποστολικό έργο που επετέλεσε ο Ανδρέας στην Θεσσαλονίκη και αυτή καταγράφεται στο πιο πρόημο στο αρχαιότερο εγκόμιο που γράφτηκε προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου από κάποιον μάλιστα θεσσαλονικέας συγγραφέα στην προκειμένη περίπτωση από τον Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης τον Αρχιεπίσκοπο της Πόλεως τον Ιωάννη τον Πρώτο. Ο Ιωάννης ο Πρώτος δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο αλλά είναι ακριβώς ο συγγραφέας του πρώτου βιβλίου των θαυμάτων των 15 αυτών διηγήσεων που συναπαρτίζουν μία πρώτη συλλογή θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου με τις γνωστές σπουδαιότατες ιστορικές πληροφορίες για τις επιδρομές των αβάρων εναντίον της Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια του 6ου και της αρχές του 7ου αιώνα. Εκτός όμως από το πρώτο αυτό βιβλίο των θαυμάτων ο Ιωάννης σημαντικός εκκλησιαστικός συγγραφέας. Μας είναι γνωστός και από άλλα έργα του ομιλητικού περιεχομένου αλλά και θεολογικού περιεχομένου. Είναι μάλιστα ένα από τα πρόσωπα που μνημονεύονται και με τα γενέστερα στη διάρκεια του 8ου αιώνα στα πρακτικά από τους πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Καταγράφεται το όνομά του και χρησιμοποιείται το έργο του ως πηγή από τους πατέρες της 7ης Οικουμενικής Συνόδου. Ο Ιωάννης στο εγκώμιο αυτό προς τον Άγιο Δημήτρο ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο για το οποίο θα κάνουμε λόγο στο ειδικό μάθημα που θα φιερώσουμε στον Άγιο Δημήτριο γιατί είναι όπως είπαμε το αρχαιότερο εγκώμιο που μας έχει διασωθεί. Παρέχει στην αρχή του εγκωμίου του μια πάρα πολύ σημαντική αναφορά για το γεγονός ότι ο Δημήτριος έζησε και έδρασε ως διδάσκαλος της πίστεως σε μία πόλη της εκκλησίας της οποίας συνειδρητές υπήρξαν οι μέγιστοι εν Αποστόλεις Παύλος και Ανδρέας. Υπό Παύλου και Ανδρέα ουσεμνηνομένη αναφέρεται η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ότι περιφανεύεται για το Αποστολικό παρελθόν της και από τον Απόστολο Παύλο και από τον Απόστολο Ανδρέα. Έτσι λοιπόν έχουμε ένα τεκμήριο πολύ ισχυρό που επιβεβαιώνει αυτόν τον σιωπηρό μάρτυρα που αναφέραμε, τον οικαστικό αυτό μάρτυρα, την απεικόνιση δηλαδή των δύο Αποστόλων ως συνειδρητών μέσα από ένα συμβολισμό στο περίφημα αυτά ψηφιδοτά του Τρούλου της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης από ένα επίσημο εκκλησιαστικό πρόσωπο που δεν είναι καθόλου τυχαίο όπως είναι ο Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης Ιωάννης ο Πρώτος. Και βέβαια πολύ σημαντική αναφορά γίνεται και σε μεταγενέστερο χρόνο στην παρουσία ενός τεμαχίου του Λειψάνου του Αποστόλου Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη κατά τη Σοβυζαντινή περίοδο όταν μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Όλες αυτές λοιπόν οι αναφορές έρχονται να ισχυροποιήσουν, όλοι αυτοί οι μάρτυρες έρχονται να ισχυροποιήσουν μια παράλληλη παράδοση η οποία δημιουργήθηκε σε άγνωστο χρόνο, αλλά αναπτύχθηκε αρκετά πρώημα και αυτό έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία παρά το γεγονός ότι δεν επιβίωσε στους μεταγενέστερους χρόνους όπως συνέβη με την παράδοση που αναφέραμε για το αποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου. Δεν έχουμε δηλαδή μεταγενέστερες μαρτυρίες, ιδιαίτερα κατά τους ώψιμους βυζαντινούς χρόνους ή αργότερα και κατά την περίοδο της κοκρατίας, που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη αυτής της παραδόσεως, της παρουσίας και του αποστολικού έργου του Ανδρέα στην Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι ατόνισε η παράδοση αυτή μετά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και χάθηκε από την ιστορική αυτή συνέχεια, που καταγράφεται σε διάφορες πηγές. Η μοναδική πηγή στην οποία καταγράφεται το όνομα ενός Ανδρέα που σχετίζεται με την Θεσσαλονίκη είναι μία επιγραφή που συναντούμε σε μία από τις πιο πρόημες βασιλικές Θεσσαλονίκης, στη βασιλική της αρχιωροποιήτου, για την οποία θα μιλήσουμε όταν θα αναφερθούμε στους επισκόπους γιατί αναφέρεται σε έναν επίσκοπο Ανδρέα της Θεσσαλονίκης. Βέβαια το γεγονός ότι αυτός ο επίσκοπος της Θεσσαλονίκης ο Ανδρέας, ο οποίος μάλιστα διαδραματίζει και κάποιο ρόλο ευρύτερα μέσα στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή είναι ένα ιστορικό πρόσωπο που μνημονεύεται και από άλλες πηγές, το γεγονός ότι ο επίσκοπος αυτός φέρει το όνομα Ανδρέας, ίσως και να αποτυπώνει μία τέτοια επιβίωση της παράδοσης αυτής για την αποστολικότητα της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης από τον Απόστολο Ανδρέα. Έτσι λοιπόν, στην ομάδα αυτή, στον πρώτο αυτό αρχαιότερο κύκλο Αγίων της Θεσσαλονίκης, που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε, να τους ονομάσουμε οι Άγιοι του αποστολικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, συναντούμε πρόσωπα που σχετίζονται άμεσα με το μεγάλο αποστολικό έργο που επιτελέστηκε κατά την διάρκεια του 1ου αιώνα σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά και εκτός των ορίων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι όπως αναφέραμε ο Απόστολος Ανδρέας κινείται ακριβώς και έξω από τον κύκλο αυτό, από τον χώρο επιρροής ή τον χώρο ασφάλειας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βέβαια και ένας αριθμός προσώπων, σημαντικών προσώπων, συνεργατών των μεγάλων αυτών Αποστόλων, κυρίως συνεργατών όπως είπαμε του Αποστόλου Παύλου όπως είναι ο Σχύλας και ο Τιμόθεος ή και άλλων προσώπων που εγκαταβιώνουν είτε ως επίσκοποι της Θεσσαλονίκης, όπως είπαμε είναι ο Γάιος, είτε ως συνεργάτες συνεχίζουν το έργο τους και εκτός από τη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές όπως είναι ο Σιλουανός και ο Τιμόθεος, ο Ουρβανός και βέβαια ο Ιάσωνας και ο Αρίσταρχος τους οποίους ήδη μνημονεύσαμε. Αυτό λοιπόν αυτός ο κύκλος των Αγίων, των Αποστολικών Παρεθόντων της Θεσσαλονίκης θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαδραματίζει τον πρώτο και κύριο ρόλο, λειτουργεί ως η πνευματική κρυπίδα, η πνευματική βάση, δηλαδή το πνευματικό θεμέλιο για την ανάπτυξη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στους μεταγενέστερους αιώνες, ιδίως στους τρεις μεταγενέστερους αιώνες, που είναι η περίοδος μεγάλης ακμής της Θεσσαλονίκης σε μια εξαιρετικά δυσχερή ιστορική συγκυρία, όπως είναι η ονομαζόμενη περίοδος των Διωγμών, η περίοδος δηλαδή κατά την οποία η εκκλησία της Θεσσαλονίκης, όπως και γενικότερα η εξωτερική εκκλησία, αντιμετωπίζει την εχθρική καταπολέμηση της παρουσίας της υποστάσεώς της και από τους Ιουδαίους και από τους εθνικούς, από τους Ρωμαίους κατακτητές, από το κυρίερχο Ρωμαϊκό κράτος, με κάποιους γενικούς διωγμούς που συμβαίνουν και στην Θεσσαλονίκη ή εκτιλήσονται ιστορικά και στην Θεσσαλονίκη στην ευρύτερη περιοχή και μέσω των οποίων ασφαλώς μετά το αποστολικό αυτό πρόσωπο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αυτό που χαρακτηρίζει όπως είπαμε την αποστολικότητα της εκκλησίας, αναδεικνύεται ένα άλλο πρόσωπο, το μαρτυρικό της πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσουμε στο επόμενό μας μάθημα. |