σύντομη περιγραφή: Συνεχίζουμε σήμερα στο δεύτερο μάθημά μας, αφού παρουσιάσαμε το γενικό πλαίσιο της εποχής, με την ιδικότερη παρουσίαση του πνευματικού και του θεολογικού πλαισίου, σε συνδυασμό βέβαια με τα ιστορικά γεγονότα που αφορούν στην διαμόρφωση αυτής της πνευματικής έρηδας, των πνευματικών συζητήσεων, ειδικότερα θα μπορούσαμε να πούμε και των θεολογικών συζητήσεων, που σχετίζονται με τις δύο μεγάλες συζητήσεις και έρηδες γύρω από την τέλεση των ιερών υμωσύνων και την συνεχή θεία μετάληψη. Είναι δύο βασικές θεολογικές έρηδες αυτής της εποχής με τις οποίες σχετίζονται τα πρόσωπα που ονομάζουμε κολυβάδες. Και είπαμε ότι ο όρος κολυβάδες είναι ένας όρος που δόθηκε υποτιμητικά, χρησιμοποιήθηκε από τους αντιπάλους των προσώπων αυτών. Σήμερα όμως το χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο ακριβώς για να κατανοήσουμε ως έναν τεχνικό όρο τον κύκλο αυτών των προσώπων, που σχετίζονται με τις δύο αυτές συγκεκριμένες πολύ σημαντικές θεολογικές ζυμώσεις μέσα στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην περίοδο αυτή που μας απασχολεί, δηλαδή στο δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, και που βέβαια είχε τις αναβιώσεις του και σε μεταγενέστερες περιόδους, δεδομένου ότι όπως θα δούμε η έρηδα για τη συνεχή θεία μετάληψη, για την οποία θα μιλήσουμε σε κάποιο από τα επόμενα μαθήματά μας, έχει ακριβώς σοβαρές επιπτώσεις και συζητήσεις, την αναβίωση σχετικών συζητήσεων ακόμη και στη διάρκεια του 20ου αιώνα, δεδομένου ότι ασφαλώς όπως αντιλαμβάνεστε αφορά σε ένα θέμα εξαιρετικά νευραλγικό για την ορθόδοξη πνευματικότητα, όπως είναι η μετοχή των χριστιανών στο κατεξοχήν, στο πιο σημαντικό θα μπορούσαμε να πούμε, αν μπορεί να υποθεί, στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Και βέβαια μας ενδιαφέρει να δούμε και το πώς κινήθηκαν οι αντικολυβάδες, δηλαδή οι αντίπαλοι, οι θεολογικοί αντίπαλοι αυτού του κύκλου. Έχουμε ήδη κάνει μια πολύ σύντομη αναφορά στους κολυβάδες, στους προτεργάτες του κολυβαδικού κινήματος. Είπαμε ότι το κύνημα αυτό σήμερα συνηθίζεται να αποκαλείται με ένα πιο θετικό πρόσημο μέσα από τον όρο πατέρες του φιλοκαλικού κινήματος ή τα πρόσωπα του φιλοκαλικού κινήματος, όχι κολυβαδικό κινήμα αλλά φιλοκαλικό κινήμα, για να ακριβώς να ορίσουμε αυτό το οποίο προσδιορίζει, θα μπορούσαμε να πούμε, την καρδιά αυτού του πνευματικού κινήματος, που δόθηκε μέσα από το πρώτο έργο που συνεξέδωσαν οι δύο από τους προτεργάτες αυτού του κινήματος, δηλαδή ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορίτης. Το σημαντικότερο πρόσωπο είναι ασφαλώς, θα μπορούσαμε να πούμε, αυτός που κρύβεται κατά κάποιο τρόπο δεδομένου, δεν προβλήθηκε μέσα από ιδιαίτερα συγγράμματα ή μέσα από μια ιδιαίτερη παρουσίαση του ονόματος του και της γενικότερης, της ευρύτερης προσφοράς του, η σπουδαιότητα του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως τον κινητήριο μοχλό αυτού του πνευματικού κινήματος, ως τον ηθήνοντα νου αυτού του πνευματικού κινήματος. Και βέβαια θα άξιζε να πούμε ότι ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς προέρχεται από την γνωστή οικογένεια των Νωταράδων, μια οικογένεια με βυζαντινές μάλιστα ρίζες που επιβιώνει σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας και μάλιστα ένας σημαντικός κλάδος της αναπτύσσεται στην Πελοπόννησο στον χώρο της γενέτειρας του Αγίου Μακαρίου, δηλαδή στην περιοχή της Κορινθίας και ειδικότερα στα Τρίκαλα, στην ορεινή περιοχή των Τρικάλων Κορινθίας. Εκεί βρισκόταν η πατρογονική αισθία των Νωταράδων. Πρέπει να σας πω ότι στις πηγές από μελέτες, ειδικές προσωπογραφιές που έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία και υλικό για εκατοντάδες ονόματα, για εκατοντάδες πρόσωπα που ανήκουν στο οικογενειακό δένδρο, στο γενεαλογικό καλύτερα δένδρο των Νωταράδων. Αλλά εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς έλκει την καταγωγή από μία οικογένεια από την οποία προέρχονται τρία επιφανή πρόσωπα αυτής της περιόδου της τελοκρατίας. Τον 16ο αιώνα, και το μνημονεύει ιδιαίτερα και ο ίδιος, εμφανίζεται ο πρώτος σημαντικός Νωταράς, το πρώτο σημαντικό πρόσωπο από την οικογένεια των Νωταράδων που καθιστά γνωστή θα μπορούσαμε να πούμε την οικογένεια αυτή ευρύτερα στον Ορθόδοξο χώρο, ο οποίος είναι ο Άγιος Όσεος Γεράσιμος ο Νέος. Είναι ο προστάτης όπως γνωρίζετε σήμερα της Κεφαλονιάς στα Επτάνησα, ένας σπουδαίος ασκητής ο οποίος μεταβαίνει και στο Άγιον Όρος, επιτελεί ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο και τελικά καταλήγει στην Κεφαλινία όπου συνεχίζει το πνευματικό του έργο και ενταφιάζεται στη Μονή των Ομαλών που είναι σήμερα το γνωστό μοναστήρι όπου βρίσκεται το άφθαρτο λίψανο του Αγίου Γερασίμου. Γνωρίζουμε μάλιστα ότι ο Άγιος Μακάριος επισκέφθηκε το μοναστήρι αυτό από ένα χειρόγραφο που έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι ένα χειρόγραφο που σήμερα ανήκε κάποτε στην συλλογή των χειρογράφων της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αθήνα. Σήμερα ανήκει στη συλλογή των χειρογράφων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου στην Αθήνα. Αυτό το πολύ σημαντικό μουσείο στο οποίο εκτίθεται πολύ σημαντικές βυζαντινά κυμήλια και ασφαλώς χριστιανικά αντικείμενα. Περιλαμβάνει και μια πολύ σημαντική συλλογή χειρογράφων στην οποία ανήκει το χειρόγραφο αυτό που είναι αυτόγραφο του Αγίου Μακάριου του Νοταρά. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Άγιος Μακάριος το έγραψε αυτό το κείμενο, περιλαμβάνει τον Ευεργετινό για τον οποίον θα πούμε κάποια πράγματα στο επόμενο μάθημα, όταν θα μιλήσουμε ειδικά για τον Άγιο Μακάριο και ένα μέρος της συλλογής των αποφθεγμάτων του Γεροντικού. Αλλά αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι έχει ένα αυτόγραφο σημείωμα του Αγίου Μακάριου που λέει ότι γράφηκε μετά της δυστυχούς Πελοποννήσου καταστροφή και τα λοιπά, εν τη Ιερά Μονή των Ομαλών υπεμού Μακαρίου Αρχιερέως και τα λοιπά. Μεταβαίνει λοιπόν εκεί μετά από την καταστροφή της Πελοποννήσου, στη διάρκεια των Ορλωφικών το 1770, που ξέρετε ότι είναι από τις πιο σημαντικές, από τις πιο τραγικές στιγμές στην ιστορία της Πελοποννήσου. Μετά από την ανακατάληψη το 1715 της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, έχει προηγηθεί ένα σύντομο χρονικό διάστημα Βενετοκρατίας, οι Βενετοί δηλαδή έχουν καταλάβει την Πελοποννήσο το 1685, την διατηρούν υπό την κυριαρχία τους έως το 1715 και στη συνέχεια ανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους και λίγες δεκαετίες αργότερα έχουμε την οργάνωση αυτής της επανάστασης των Ορλωφικών, που όπως γνωρίζετε απέτυχε παταγοδώς και προξένησε μια πολύ μεγάλη καταστροφή στους χριστιανικούς πολιτισμούς, στο χριστιανικό πολιτισμό της Πελοποννήσου. Έχουμε μεγάλες σφαγές, εξαντραποδισμούς και την αναγκαστική φυγή πάρα πολλών χριστιανών, ιδίως προσώπων που ανήκαν στις επιφανείς οικογένειες της Πελοποννήσου, όπως ήταν ο πατέρας του Αγίου Μακαρίου, ο Γεωργαντάς, ο Νοταράς και άλλοι Νοταράδες. Εγκαταλείπει λοιπόν και ο Άγιος Μακάριος στην Πελοποννήσο, έχοντας μάλιστα τότε την ιδιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου. Σε αρκετά νεαρή ηλικία είχε εκλεγεί Μητροπολίτης Κορίνθου. Αναγκάζεται λοιπόν, όπως και άλλοι αρχιερείς, της Πελοποννήσου να την εγκαταλείψει για τον φόβο των σφαγών και των δεινών που επακολούθησαν μετά την αποτυχία της επανάστασης των Ορλωφικών. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Άγιος Μακάριος θα τα δούμε αναλυτικότερα στο επόμενο μάθημα, αφού έχει μια ευρύτερη παρουσία στον νησιωτικό χώρο και στον ιππυρωτικό χώρο, στο σημερινό νησιωτικό και ιππυρωτικό ελλαδικό χώρο. Και συνδέονται αρκετά μέρη, κυρίως του νησιά του Αιγαίου με την παρουσία του, η Ύδρα, θα δούμε, η Πάτμος, η Χίος, τα τρία σημαντικότερα ίσως νησιά. Γνωρίζουμε ότι είχε μεταβεί και στο Άγιον Όρος, μάλιστα λαμβάνουμε πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες για την παρουσία του στο Άγιον Όρος από τον βίο του, έναν εκτενή βίο που έγραψε ο συναγωνιστής του και το πρόσωπο εκείνο που έζησε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά του, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, στο Ιχείο, όπου παρέμεινε το τελευταίο χρονικό διάστημα της ζωής του ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς. Γνωρίζουμε λοιπόν από τον βίο του ότι η κατεξοχή παρουσία του στο πρώτο στάδιο των ερίδων των πνευματικών αυτών οξύσεων έχει να κάνει με ένα γεγονός που εντάσσεται μέσα στην όξυνση που δημιουργήθηκε γύρω από την τέλεση των ιερών ημωσύνων. Είναι το μνημόσυνο του ενός λόγιου πατριάρχη της Αλεξανδρίας ο οποίος εφυσίχαζε στο Άγιον Όρος ο πρώην, όπως συνηθίζουμε να λέγεται στην εκκλησιαστική γλώσσα, ο πρώην Αλεξανδρίας, πατριάρχης πρώην Αλεξανδρίας Ματθαίος. Ο Ματθαίος ήταν άδριος στην καταγωγή, ήταν ένα πρόσωπο σεβαστό ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος με διασυνδέσεις και στην Κωνσταντινούπολη και αλλού και αποσύρεται στη Μονίκου του Λουμουσίου. Μάλιστα σήμερα γνωρίζουμε ότι είχε δορίσει και ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του στη Μονίκου του Λουμουσίου που σώζεται σήμερα. Υπάρχει και κατάλογος των βιβλίων του Ματθαίου Αλεξανδρίας στο μοναστήρι αυτό. Λοιπόν, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατό του το 1774, πιθανότατα το 1775 έχουμε την τέλεση του αιτισίου μνημοσύνου του Αλεξανδρίας Ματθαίου, το οποίο σκοπίμως από τους αντιπάλους των κολυβάδων. Η κολυβαδική έρηδα, είπαμε, έχει ξεκινήσει ήδη στα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή η αφετηρία είναι γύρω στο 1754, όταν ξεκινούν οι Αγιανανίτες μοναχοί, δηλαδή οι μοναχοί που ασκήτευαν στη σκήτη της Αγίας Άννας, μια παλιά ιστορική σκήτη του Αγίου Όρους, στο νότιο τμήμα, η οποία υπαγόταν και υπάγεται στη Μονή Μεγής της Λαύρας, δηλαδή κυρίαρχη μονή στην οποία υπάγεται η σκήτη αυτή, όπως και η διπλανή σκήτη των Καυσοκαλυβίων είναι η Μεγής στη Λαύρα, η Λαύρα δηλαδή του Αγίου Αθανασίου. Όταν λοιπόν οι μοναχοί, οι Αγιανανίτες, έκτιζαν το καινούριο καθολικό τους, αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στις Καριές, στο κέντρο δηλαδή του Αγίου Όρους, στο διοικητικό κέντρο, που ήταν και ένα σημείο συναντήσεως και εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των Αγιοικτών Μοναχών, κατέβαιναν λοιπόν για να πουλήσουν τα εργόχειρά τους, με αποτέλεσμα όλη αυτή η διαδικασία να οδηγήσει στην ανάγκη να μεταθέσουν τα μνημόσυνα των κτητόρων του Κυριακού της εκκλησίας από το Σάββατο όπου τελούνταν στην Κυριακή ημέρα. Αυτή είναι η αφετηρία που βέβαια για κάποιον ο οποίος δεν γνωρίζει την θεολογική σημασία αυτού του γεγονότος θα φαινόταν, φαίνεται ως ένα γεγονός ίσον ο σημασίας. Τι σημαίνει το να μεταφερθεί το μνημόσυνο από το Σάββατο την Κυριακή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι στις περισσότερες εκκλησίες, αν θα πάμε την Κυριακή ημέρα, βλέπουμε ότι τελούνται μνημόσυνα. Επομένως γιατί αυτό να προκαλέσει μια τέτοια αντίδραση και μια τόσο μεγάλη συζήτηση. Έχει όμως τη θεολογική του βάση και βασίζεται σε μια πολύ μεγάλη θεολογική παράδοση και λειτουργική παράδοση, η οποία συνδέεται με τον χαρακτηρισμό του Σαββάτου ως της ημέρας των κεκοιμημένων, της ημέρας των ψυχών. Έχουμε και σήμερα, βλέπετε ας πούμε πριν από την περίοδο τώρα της Μεγάλης της Αρακοστής που διανύουμε, έχουμε τα λεγόμενα ψυχο-Σάββατα. Τα Σάββατα δηλαδή που τελούνται ακριβώς τα μνημόσυνα, τα ιερά μνημόσυνα των κεκοιμημένων, των προγόνων μας και έχουμε και τη θεολογική σημασία της Κυριακής. Θα δούμε, θα μιλήσουμε για τα λεγόμενα προνόμια της Κυριακής. Η Κυριακή τι είναι, η Κυριακή έχει μια διπλή σημασία. Είναι η ημέρα που σχετίζεται, συμβολίζει την Ανάσταση, εορτάζεται κάθε εβδομάδα την Κυριακή ημέρα η Ανάσταση του Χριστού, επομένως είναι η ημέρα, η εθρόσινη ημέρα της Αναστάσεως σε αντίθεση με την ημέρα μνήμης όπως είπαμε των κεκοιμημένων που ορίστηκε να είναι το Σάββατο και το δεύτερο στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό είναι η αισχατολογία αυτής της ημέρας. Η Κυριακή ημέρα είναι στην πατερική θεολογία η οχδόη ημέρα. Είναι η ημέρα που κλείνει, που ολοκληρώνει τον επίγειο κύκλο, τον κύκλο του χρόνου. Εντάξει, ξεκινάει με την πρώτη ημέρα και ολοκληρώνεται με την οχδόη ημέρα. Αυτό αν δούμε στον εβδοματικό κύκλο, στον εβδομαδίαιο κύκλο των επτά ημερών ολοκληρώνεται πάλι με την Κυριακή. Πρώτη ημέρα η Κυριακή και τελευταία ημέρα η οχδόη είναι πάλι η Κυριακή. Είναι μια θεολογία που ακριβώς δείχνει ότι επαναφέρει την Κυριακή ως την ημέρα, την νέα ημέρα, την ημέρα του νέου κόσμου. Έτσι λοιπόν, κατά την ακρίβεια της εκκλησίας δεν θα έπρεπε να τελούνται τα μνημόσυνα, να υπάρχει η μνήμη του θανάτου, των κεκοιμημένων, την ημέρα αυτή κατά την οποία η εκκλησία και οι χριστιανοί εορτάζουν την Ανάσταση. Και εορτάζουν και την έλευση των εσχάτων της Δευτέρας Παρουσίας. Έτσι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Άγιος Μακάριος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην τέλεση του μνημωσύνου του Ματθαίου Αλεξανδρίας κατά την ημέρα του Σαββάτου. Μετά από όλη αυτήν την σύγχυση που είχε δημιουργηθεί και τις πολλές αντεγκλήσεις αρνήθηκε να συμμετάσχει και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εσπευσμένα το Άγιον Όρος φοβούμενος αυτήν την πολύ σοβαρή όξυση που είχε δημιουργηθεί και η οποία μάλιστα έχουμε πληροφορίες από τα κείμενα αυτής της περιόδου οδήγησε ακόμη και σε μία έμμεση στον έμμεσο φόνο κάποιον από τους οπαδούς από τους προασπιστές αυτής της ακριβούς παραδόσας από τους κολυβάδες δηλαδή. Έχουμε δηλαδή την περίοδο αυτή τον πνιγμό από κάποιους ληστές, από κάποιους χριστιανούς ληστές, χριστιανούς πειρατές οι οποίοι λιμμένονταν όλον αυτόν τον χώρο μεταξύ του Αγίου Όρους, της Λίμνου, της Λέσβου και των Σποράδων σε αυτόν τον ευρύτερο χώρο. Γνωρίζουμε ότι η Πειρατία βρισκόταν σε μεγάλη άνθηση, ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, το γνωρίζουμε αυτό, αλλά ιδιαίτερα και στον 18ο αιώνα και βέβαια έχουμε και χριστιανούς που ασκούσαν αυτήν την δραστηριότητα της Πειρατίας. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς σε συνενόηση με κάποιους, όπως καταγγέλλεται στα κείμενα των κολυβάδων, σε συνενόηση με κάποιους από τους αντικολυβάδες, συνέλαβαν δύο από τους μοναχούς που σχετίζονταν με τους κολυβάδες, τον Παΐσιο τον Καλλιγράφο, ένα γνωστό πρόσωπο, που ακριβώς ήταν γνωστός επειδή κυρίως ασκούσε το διακόνημα της Καλλιγραφίας και τον γέροντά του τον Θεοφάνη από μια καλύβη κοντά στην Αγία Άννα και τελικά τους έριξαν στη θάλασσα και τους έπνιξαν ανοιχτά από τη Νέα Σκήτη, δηλαδή σε μια άλλη σκήτη δίπλα ακριβώς από τη σκήτη της Αγίας Άννας. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε μια τραγική κατάσταση με μεγάλη οξύτητα που βέβαια εξέτρεψε τελείως την όλη αυτή συζήτηση από τη θεολογική της βάση, που είπαμε ότι το κύριο στοιχείο αυτής της συζήτησης είχε θεολογική αφετηρία, δεν ήταν κάτι το οποίο σχετιζόταν με τους τύπους αλλά με την ουσία και τελικά οδήγησε και στην παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Μεγάλης Εκκλησίας έχουμε ήδη από το 1772 και αργότερα διάφορα κείμενα που εκδόθηκαν από Οικουμενικούς Πατριαρχείες κυρίως στην λογική του συμβιβασμού. Δηλαδή σημειώνοντας σε αυτά τα πατριαρχικά έγγραφα, σε αυτές τις πατριαρχικές αποφάσεις ότι καλό είναι το να τηρεί κανείς την παράδοση της τελέσεως των ιερών ημωσίων κατά την ημέρα του Σαββάτου αλλά δεν είναι κατακριτέο και αν υπάρξει μετάθεση αυτής της πράξεως κατά την ημέρα της Κυριακής δεδομένου ότι ο θάνατος μέσα στην παράδοση της εκκλησίας μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση δεν έχει μια αυτόνομη παρουσία αλλά καταλύεται μέσα από την Ανάσταση του Χριστού και καταλύεται επομένως και ο θάνατος των ανθρώπων μέσα στην προοπτική της κοινής των πάντων Αναστάσεως. Έτσι λοιπόν σε αυτή την προοπτική προσπάθησαν να προσπάθησε το Εκκλησιαστικό Πατριαρχείο να λειτουργήσει συμβαστικά. Αυτό βέβαια δεν ικανοποιούσε ούτε την μία πλευρά ούτε την άλλη δηλαδή την πλευρά θα μπορούσαμε να πούμε της ακρίβειας της εκκλησιαστικής ακρίβειας και την άλλη πλευρά της εκκλησιαστικής οικονομίας στην ουσία και διαιώνησε ένα πρόβλημα περίπου για δύο δεκαετίες ίσως και παραπάνω έως ότου προέκυψε το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που αφορούσε στη συζήτηση γύρω από τη συνεχή θεία μετάληψη. Αυτή προκύπτει με την ίδια Πατριαρχική Απόφαση του 1772 που είναι η Πατριαρχική Απόφαση του Πατριάρχη Γαβριήλ και στη Γαβριήλ του Δευτέρου και στη συνέχεια επεκτάθηκε κυρίως μέσα και αναζωπηρώθηκε μέσα από την κυκλοφορία δύο κειμένων για τα οποία θα κάνουμε λόγο στα επόμενά μας μαθήματα που είναι δύο ανώνυμα εγχειρίδια περί της συνεχούς θείας μεταλήψεως που εκδόθηκαν το 1ο το 1777 και το 2ο το 1783. Σήμερα όμως δεν θα πούμε περισσότερα πράγματα για τα εγχειρίδια αυτά, θα αναφερθούμε εκτενώς στα επόμενά μας μαθήματα. Ο Άγιος Μακάριος μορήσουμε βέβαια ότι επανήλθε για μικρά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον άλλες τρεις φορές στο Άγιον Όρος, κυρίως στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη δηλαδή σε αυτήν την μοναδική εκδοτική συνεργασία που είχαν τα δύο αυτά πρόσωπα. Εξέδωσαν τόσα έργα είτε οι δύο μαζί ως προς τον αριθμό των σελίδων, για παράδειγμα μόνο το πρώτο έργο τους η φιλοκαλία αποτελείται από 1220 περίπου σελίδες. Είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο έργο τεραστίων διαστάσεων και ως προς τον εκδοτικό άθλο της κυκλοφορίας ενός τόσο μεγάλου έργου που κόστιζαν οι εκδόσεις όπως καταλαβαίνετε πάρα πολύ. Είχαν πολύ μεγάλο υψηλό κόστος, δεν υπήρχαν τυπογραφεία στον ελλαδικό χώρο, στον υπόδουλο ελληνισμό, τα τυπογραφεία λειτουργούσαν μόνο στη Βενετία ή σε άλλες πόλεις της Δύσεως και το κόστος ασφαλώς της εκδόσωσης των ελληνικών βιβλίων ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Επομένως αντιλαμβανόμαστε ότι τόσο αυτό το έργο όσο και το δεύτερο, ο Ευεργετινός ένα επίσης αρκετά μεγάλο σε έκταση έργο, κόστισαν πάρα πολύ και βέβαια καταλαβαίνουμε ότι ήταν πολύ μεγάλη σημασία. Τους αναντηληφθούμε και την προσπάθεια που κατέβαλαν για να συγκεντρώσουν το υλικό για αυτά τα έργα, δε δομένω ότι δεν τα έγραψαν οι ίδιοι, αλλά προχώρησαν στην έντυπη έκδοση κειμένων της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Θα τα δούμε ποια είναι αυτά, ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των έργων στα επόμενά μας μαθήματα για αυτό που ονομάζεται φιλοκαλική παράδοση ή ασκητική παράδοση γενικότερα της εκκλησίας. Δηλαδή αυτό το πνεύμα το οποίο διακρίνει, διαπνέει τον χριστιανισμό και αντιστρατεύεται θα μπορούσαμε να πούμε στο πνεύμα της εκοσμίκευσης της εκκλησίας, το κυρίαρχο στοιχείο μέσα στην ορθόδοξη παράδοση. Στην χριστιανική γενικότερα παράδοση είναι η άσκηση, είναι το στοιχείο της ασκήσεως όχι ως μοναχικής ασκήσεως όπως πιθανότατα πηγαίνει το μυαλό μας μες στα μοναστήρια αλλά της άσκησης ως μιας ενός πνευματικού αγώνα που σχετίζεται με πάρα πολλά ζητήματα μέσα και στον κόσμο, μέσα στην ζωή των χριστιανών στον κόσμο. Αυτό λοιπόν είναι το ένα ζήτημα που αφορά στον Άγιο Μακάριο, κυρίως όμως οι τελευταίες τους σας είπα μεταβάσεις στο Άγιον Όρος έχουν ακριβώς ανήκουν σε αυτή την προσπάθεια της επεξεργασίας και της εκδόσειας των κοινών τους έργων με τον Άγιο Νικόδημο. Η τελευταία μάλλον θα πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 1794 εκεί περίπου προσδιορίζεται όταν γνωρίζουμε ότι υπήρχε η προετοιμασία ενός πολύ σημαντικού έργου κοινού, του τελευταίου σημαντικού κοινού τους έργου που ήταν το νεομαρτυρολόγιο για το οποίο θα μιλήσουμε γιατί σχετίζεται ακριβώς με αυτό το διπτυχό κολυβάδες και νεομάρτυρες. Δηλαδή οι κολυβάδες κυρίως προέβαλαν τους την σημασία και την σπουδαιότητα των νεομαρτύρων μέσα από το έργο τους αυτό και θα δούμε πόσο σημαντικό υπήρξε και το προήμιο που συνέταξαν και συμπεριέλαβαν στο έργο αυτό. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη. Θα δούμε ότι ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης καταγόταν βέβαια, ο Άγιος Μακάριος είπαμε καταγόταν από την Πελοπόννησο, ο Άγιος Νικόδημος όμως όπως και ο Άγιος Αθανέσος Πάριος ήταν καταγόταν από δύο γειτονικά νησιά από την Άξο και από την Πάρο, από τις Κυκλάδες. Νάξιος ο Άγιος Νικόδημος στην καταγωγή, το επώνυμο του γνωρίζουμε ότι ήταν Καλιβούρτζης. Στην Άξο υπήρχε τότε όπως γενικότερα στα Κυκλαδονίσια. Σήμερα γνωρίζουμε επίσης ότι υπάρχουν ισχυρές πολυάριθμες κοινότητες καθολικών, Ελλήνων καθολικών στα νησιά ιδιαίτερα στην Σύρο. Αλλά και στην Άξο επίσης υπάρχουν και σήμερα καθολικοί, υπήρχαν και τότε και έχουμε κάποιες μαρτυρίες και από τα κείμενα του Αγίου Νικόδημου ή και από τη βιογραφία του Αγίου Νικόδημου. Δύο βίους μάλιστα που γράφτηκαν από συγχρόνους του συνασκητές του οι οποίοι τον γνώρισαν και αποφάσισαν να καταγράψουν τη ζωή του αυτή τη θαυμαστή ζωή του την οποίαν όμως διένισε στο σύνολό της μέσα στο Άγιον Όρος. Ενώ ο Άγιος Μακάριος ο Νωταράς και θα δούμε και ο Άγιος Αθανάης ο Πάριος εγκατέλειψαν, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και κινήθηκαν κυρίως εκτός του Αγίου Όρους. Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης είναι το πρόσωπο εκείνο που κυρίως παρέμεινε στο Άγιον Όρος και ασκήτευσε διαβίου χωρίς να το εγκαταλείψει ποτέ. Καταγράφονται πολύ μικρές αναχωρήσεις του από το Άγιον Όρος. Για παράδειγμα έχουμε μια περίπτωση που γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι ήρθε στη Θεσσαλονίκη για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα αλλά κυρίως είναι το πρόσωπο εκείνο που σχετίζεται με την παρουσία και με την εξέλιξη αυτής όλης της παράδοσης στο Άγιον Όρος. Φτάνει στο Άγιον Όρος γύρω στο 1775 σε πολύ νεαρή ηλικία αφού είχε ήδη σπουδάσει στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στην Άξο. Στην Άξο μάλιστα ήταν σχολάρχης στην εκεί σχολή της Άξου ο αδελφός του Αγίου Κοσμάτου Ετολού ο Χρύσανθος ο Ετολός ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Υπάρχει η εκτίμηση των ιστορικών ότι ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης είχε πληροφορηθεί πολλά στοιχεία για την ζωή του Αγίου Κοσμάτου Ετολού από τον ίδιο τον αδελφό του. Μάλιστα στο βίο του Αγίου Κοσμάτου Ετολού που τον συμπεριέλαβε όπως θα δούμε στο νέο μαρτυρολόγιο. Εκεί αναφέρεται στη διδασκαλία του Αγίου Κοσμάτου Ετολού και λέει ότι ήτανε πράος και γαλήνια η διδασκαλία του όπως εκείνη των Αλλιέων εννοώντας τους μαθητές του Χριστού τους Αποστόλους. Και ότι μάλιστα λέει καθώς και αφτίκοι εμείς γεννόμεθα. Δηλαδή ότι και ο ίδιος είχε ακούσει τον Αγιο Κοσμάτου Ετολού να διδάσκει. Γνωρίζουμε ότι σε μία από τις εργοστολικές του περιοδείες είχε μεταβεί στις Κυκλάδες, στα Δουκάνισα όπως αναφέρονται που δηλώνονται με τον όρο αυτό τα Κυκλαδονίσια και ασφαλώς είχε επηρεαστεί φυσικά ο Άγιος Νικόδημος από την παρουσία του Αγίου Κοσμάτου. Ψάνει λοιπόν γύρω στο 1775, αφού αρχικά έχει μεταβεί και στην ίδρα και έχει γνωρίσει κάποιους κολυβάδες όπως είναι ο Σίλβεστρος ο Κεσαρέας, μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία. Κεσαρέας, Καπαδόκης δηλαδή στην καταγωγή. Αυτό έχει κάποια σημασία γιατί ξέρουμε ότι κάποιοι από τα πρόσωπα αυτά κατάγονταν από την Καπαδοκία και ήταν καραμαλίδες. Αυτό θα δούμε ότι σχετίζεται με τη δημιουργία μιας σκήτης στο Άγιον Όρος, της σκήτης του Αγίου Βασιλείου που είναι γνωστή και ως σκήτη των καραμαλίδων, την οποίαν επάνδροσαν τέτοια πρόσωπα, αυστηροί ασκητές, οι οποίοι μελετούσαν τα κείμενα αυτής της νυπτικής παράδοσης που την ονομάζουμε φιλοκαλική γιατί συγκεντρώθηκαν και ενσωματώθηκαν μετά στην έντυπη αυτή έκδοση. Και βέβαια ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγινε ο δέκτης όλων αυτών των πυρών και των επιθέσεων που δέχονταν οι κολυβάδες διαχρονικά μέσα στο Άγιον Όρος, και αργότερα μετά το 1784 όταν θεωρήθηκε και ο ίδιος ότι ήταν συγγραφέας του δεύτερου ανώνυμου εχειρηδίου στο Άγιον Όρος σε σχέση με το ζήτημα της συνεχούς ή συχνής θείας μεταλήψεως. Και ο τρίτος ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος που θεωρείται ότι είναι ο μαχητικότερος των κολυβάδων, γνωρίζουμε ότι διαμένει για πολύ μικροχρονικό διάστημα στο Άγιον Όρος, σχετίζεται η παρουσία του κυρίως με την μαθητία του κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη στην Αθωνιάδα και αργότερα πιθανόν υπάρχει και μια σύντομη παρουσία του ως διδασκάλου στην Αθωνιάδα σχολή. Ωστόσο ο ίδιος κυρίως διέμεινε στην Θεσσαλονίκη, γνωρίζουμε ότι παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα ως διευθυντής εδώ, ως σχολάρχης του Ελληνομουσίου της Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία στην Χίο, όπου όπως είπαμε συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Άγιο Μακάριο τον Οταρά στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του και έτσι δημιουργήθηκε και ένας σύνδεσμος ισχυρός, με αποτέλεσμα να προκύψει και ένα κοινό έργο τους όπως θα δούμε που είναι το νέο λιμονάριο, ένα σημαντικό έργο. Υπάρχουν και οι επίγονοι των κολυβάδων, θα λέγαμε ο Πυρήνας είναι τα τρία πρόσωπα που αναφέραμε, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εκεί μαζί τους και τον Χριστόφορο τον Προδρομήτη τον Αρτινό από την Άρτα, συνασκητής και συνοδυπόρος κυρίως του Αγιού Νικοδήμου του Αγιορίτη, ο Χριστόφορος ο Προδρομήτης ή Ιβυροσκητιώτης, Προδρομήτης γιατί είχε εγκαταβιώσει στην Ιβυρητική Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Και Ιβυροσκητιώτης ακριβώς για τον ίδιο λόγο αποκαλείται ως Ιερομόναχος της Σκήτης των Ιβύρων. Πολύ σημαντικό επίσης πρόσωπο, θα πούμε κάποια πράγματα ιδιαίτερα για το αγιολογικό του έργο στη συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτής της κολυβαδικής παράδοσης που γεννήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος και διεσπάρει στη συνέχεια σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στον ιππυρωτικό αλλά κυρίως στον νησιωτικό. Γι' αυτό έχουμε πολύ σημαντικές αισθίες αυτής της παραδόσεως σε πολλά νησιά. Ξεκινώντας από τις Ποράδες στη Σκιάθο όπου ιδρύει ο Όσεος Νίφων ο Χίος ένα πολύ σημαντικό μοναστήρι, τη Μονή του Ευαγγελισμού, την Ευαγγελίστρια της Σκιάθου αν έχετε πάει στη Σκιάθο για παράδειγμα για διακοπές ή αν θα πάτε να το επισκεφτείτε είναι πολύ κοντά στην πρωτεύουσα του νησιού, ένα εξαιρετικό νησί, ένα εξαιρετικό μοναστήρι που πραγματικά δίνει ακριβώς την αρχιτεκτονική εικόνα ενός αγιοριτικού μοναστηριού με πολύ σημαντικά κοιμήλια και μάλιστα με πολλά κοιμήλια που σχετίζονται με αυτήν την αγιοριτική εγκαταβίωση πολλών από τους πατέρες αυτού του κινήματος. Γιατί ξέρουμε ότι η Μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου λειτούργησε ως το καταφύγιο των κολυβάδων όσων από αυτούς εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος και ήταν πάντοτε ένα σημείο αναφοράς. Σε αυτά ξέρουμε και έχουμε πληροφορίες ότι και οι προσωπικές βιβλιοθήκες του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά και του Αγίου Ευθανασίου του Παρίου από τη Χίο, εξαιτίας της απειλής του νησιού να καταστραφεί από τους Τούρκους μετά την επανάσταση του 1821 όπως και έγινε το 1822 που έχουμε την μεγάλη καταστροφή της Χίου, ένας μαθητής τους ο Ιωσήφ ο Εκφουρνά μεταφέρει ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης τους από την Χίο στη Μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου. Σε αυτό το μοναστήρι το οποίο ίδρυσε ο Ωσιος Νίφων ο Χίος με έναν μαθητή του Σκιαθήτη τον Γρηγόριο τον Χαντζισταμάτη που είναι ένα πρόσωπο που καταγράφεται και σε ένα λογοτεχνικό έργο του γνωστού Σκιαθήτη λογοτέχνη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το δίγημα για τον Χαντζόπουλο ακριβώς αναφέρεται σε αυτήν την ιστορία με την οικογένεια του μαθητή του Οσίου Νίφωνος του Χίου ο οποίος παραχώρησε την οικογενειακή του περιουσία η οποία ήταν πάρα πολύ μεγάλη για να κτιστεί αυτό το μοναστήρι. Και γενικότερα ο Οσίος Νίφων ο Χίος θεωρείται μια σημαντική μορφή στην διάχυση αυτής της παραδόσεως, της κολυβαντικής, της φιλοκαλικής παραδόσεως στο Αιγαίο. Βλέπετε ότι ιδρύσε πάρα πολλά κοινόβια, γι' αυτό και είναι γνωστός και ως Νίφωνο κοινοβιάρχης σε διάφορα νησιά. Στη Σκιάθο είπαμε, αναφερθήκαμε, στην Ικαρία η Μονή Ευαγγελισμού Λευκάδος στην Ικαρία, ένα επίσης πολύ σημαντικό προπύργιο θα μπορούσαμε να πούμε αυτής της φιλοκαλικής παράδοσης, στους γειτονικούς λειψούς, στους φούρνους και σε άλλες περιοχές και στην Χίου επιστρέφει ο Νίφωνας. Έχει μια πολύ μεγάλη δραστηριότητα μοναστική με μια πολύ ζωντανή μοναχική συνοδεία. Στην ίδια ομάδα ανήκει ο Γρηγόριος ο Γραβανός, επίσης ένας αγιορείτης που αναγκάζεται όπως οι περισσότεροι αγιορείτες, ιδίως μετά από το τραγικό αυτό γεγονός του πνιγμού του Παϊσίου, του παπα Παϊσίου του Καλλιγράφου και του Γέροντα του Θεοφάνους έφυγαν, αναγκάζητηκαν πάρα πολύ να φύγουν από το Άγιον Όρος. Έτσι εγκαταλείπει και ο Γρηγόριος ο Γραβανός το Άγιον Όρος και μας είναι γνωστός κυρίως γιατί ξέρουμε κάποιες κινήσεις του. Εγκαταβιώνει και στη Μονή στην Ικαρία, στη Μονή του Ευαγγελισμού που αναφέραμε, αλλά και ιδρύει ένα κάθεσμα και διέμεινε εκεί στην Πάτμω στην Παναγία του Γραβά. Είναι ένα γνωστό κάθεσμα το οποίο υπάρχει και σήμερα με τόχη εξάρτημα της ιστορικής Μονής του Αγίου Ιωάνν του Θεολόγου που είχε ιδρύσει ο Ωσιος Χριστόδουλος όπως γνωρίζετε στην κορυφή της χώρας της Πάτμω και βεβαίως και το Μοναστήρι αυτό γνωρίζουμε ότι σχετίστε με τους Κολυβάδες. Θα δούμε και όταν θα μιλήσουμε για τον Άγιο Μακάρι ότι και ο Άγιος Μακάριος παρέμεινε για κάποιο χρονικό διάστημα στην Πάτμω στο Μοναστήρι του Αγίου Ιωάνν του Θεολόγου και μάλιστα είχε οριστεί και από το Πατριαρχείο για ένα μικρό χρονικό διάστημα ως Πατριαρχικός Έξαρχος. Δηλαδή ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο θα ανελάβανε την ρύθμιση κάποιων ζητημάτων που είχαν να κάνουν με το Μοναστήρι και τότε κατέγραψε σε ένα χειρόγραφο κατάλογο και τα κάποια βιβλία της Βιβλιοθήκης, της πολύ σημαντικής Βιβλιοθήκης της Πάτμω, της Μονής του Αγίου Ιωάνν του Θεολόγου της Πάτμω. Πολύ σημαντικός είναι, αξίζει να αναφέρουμε, τον Μοναχό Κωνστάντιο. Μέχρι πρόσφατα ήταν άγνωστος ο Κωνστάντιος. Τελευταία όμως με τις έρευνες που έχουμε κάνει έχουμε κατορθώσει να διαπιστώσουμε ότι ο Κωνστάντιος είναι αφενός μεν βλέπετε ο γραφέας των σημαντικότερων φιλοκαλικών χειρογράφων, δηλαδή των χειρογράφων εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της φιλοκαλίας. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί στην έρευνα υπήρχε πάντοτε ένα μεγάλο ερωτηματικό γύρω από τα χειρόγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοση της φιλοκαλίας. Μάλιστα το ένα το σημαντικότερο χειρόγραφο του Κωνσταντίου βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής του Ευαγγελισμού της Κιάθου. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, ακριβώς δένει αυτό όλο το πλαίσιο και είπαμε και στο δίκτυο των μετακινήσεων αυτών των προσώπων. Το δεύτερο είναι ότι ο Κωνσταντιος γνωρίζουμε από τον βίο του που έγραψε, από τον βίο του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά που έγραψε είπαμε ο Αθανάσιος ο Πάριος, ότι είχε συναντήσει τον Άγιο Μακάριο αρχικά στη Μύβρα και εν συνεχεία τον ακολούθησε και στη Χείο και κατά κάποιο τρόπο παρέμεινε στη Χείο όσο υποτακτικός του. Πέραν αυτού όμως μετά τον θάνατο του Αγίου Μακαρίου έχουμε πληροφορίες ότι ο Κωνσταντιος είναι αυτός ο οποίος πρώτος προέβαλε την αγιότητα του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά. Μάλιστα μια αγιότητα η οποία καταπολεμήθηκε από κάποιους κυρίως μέσα στο Άγιον Όρος διότι υπήρχε αυτή η αρνητική εικόνα για τον Αγίου Μακαρίου του Νωταρά ότι ανήκε σε αυτήν την φατρία, σε αυτήν την ομάδα των κολυβάδων. Κατεξοχήν προασπιστής της αγιότητας του Αγίου Μακαρίου του Νωταρά και γνωρίζουμε ότι από τον Κωνσταντιο δημιουργήθηκαν οι δύο από τους αρχαιότερους ναούς που αφιερώθηκαν στον Αγιο Μακάριο. Ο ένας είναι στη Χείο σε ένα χωριό στην Ελλάδα της Χείου και ο δεύτερος είναι στη Σάμο όπου στη συνέχεια μετακινήθηκε ο Κωνσταντιος στους Μύλους της Σάμου κοντά στο βαθύ στη Σάμο. Και επίσης και αυτός ο οποίος σχετίζεται με την κατασκευή των πρώτων εικόνων του Αγίου Μακαρίου. Και βέβαια πολλοί άλλοι πατέρες της Μονής του Ευαγγελισμού της Λευκάδος, για τους οποίους έχουμε στοιχεία, κυρίως όμως πρέπει να μνημονεύσουμε τον Παπαπαρθένιο τον Σκούρτο. Είναι ένας από τους πνευματικούς, τους μεγάλους πνευματικούς του Αγίου Όρους αυτής της εποχής, στον οποίο μάλιστα σύμφωνα με τον βιο του Αγίου Μακαρίου τον Οταρά, από τον οποίον έλαβε το μοναχικό σχήμα ο Άγιος Μακάριος όταν έφτασε την πρώτη φορά στο Άγιον Όρους. Βλέπουμε ότι ο Παπαπαρθένιος ο Σκούρτος επιτέλεσε ένα πολύ σημαντικό έργο, λειτούργησε ως συνεκτικός παράγοντας στον κύκλο αυτό των μοναχών των Αγιοριτών που σχετίζονταν με το πνευματικό αυτό κίνημα. Εν τω μεταξύ αυτόν υπήρχαν και πολλοί άλλοι στον Άγιον Όρος που εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος και διέσπειραν την φιλοκαλική παράδοση όπως είναι για παράδειγμα ο Γέροντας Ιερόθεος της Ίδρας, ένας πολύ σημαντικός ασκητής αυτής της περιόδου που ξεκινάει και αυτός από το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος έχουμε μια σημαντική αισθία μοναχών αυτής της παραδόσσεως στην σκήτη του Αγίου Δημητρίου, στη βατοπεδινή σκήτη του Αγίου Δημητρίου και εγκαταβιώνοντας αρχικά εκεί μαζί με έναν άλλο κολυβά, τον Ιωάσαφ τον Πάριο και άλλα πρόσωπα, μάλιστα από τον Ιωάσαφ τον Πάριο μας έχουν σωθεί και σχετικά κείμενα, θα τα δούμε αυτά. Ο Ιερόθεος εγκαταλείπει τελικά και αυτός το Άγιον Όρος και ιδρύει τη Μονή του Προφήτου Ηλιού στην Ήδρα, ένα σημαντικό μοναστήρι της φιλοκαλικής παράδοσης που και σήμερα προβάλλεται ως τέτοιο, αν θα πάτε στην Ήδρα θα δείτε υπάρχει έτσι και σήμερα μάλιστα υπάρχει και μια αδερφότητα μοναχική στο μοναστήρι αυτό και μας έχουν σωθεί ακόμη και χειρόγραφα στην βιβλιοθήκη αυτού του μοναστηριού που προέρχονται από το Άγιον Όρος. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε ένας μεγάλος κύκλος προσώπων των πατέρων αυτής της παραδόσεως, αρκετά από τα πρόσωπα αυτά μάλιστα τιμήθηκαν και ως Άγιοι στην εποχή τους ή και αργότερα, ας πούμε ο Άγιος Νικόδημος Αγιορίτης τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως Άγιος το 1955, όχι στην εποχή του παρά το γεγονός ότι έχουμε βίους του όπως θα δούμε γραμμένους από συγχρόνους του, προς τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη σε μια επίσημη πράξη αναγνώρισης της αγιότητάς του το 1955 ή ο Άγιος Αθανάης ο Πάριος πολύ αργότερα το 1998. Έχουμε λοιπόν μία αναγνώριση θα μπορούσαμε να πούμε με την πάροδο των χρόνων ακόμη και των αιώνων θα μπορούσαμε να πούμε της προσφοράς, της πολύ σημαντικής προσφοράς αυτών των προσώπων. Τώρα, ποιοι ήταν οι αντίπαλοι τους? Πολύ σύντομα εδώ σας τους αναφέρω, ο Βυσαρίωνας ο Εκραψάνης, Βασίλειος λεγόταν Ραψανιώτης από την Ραψάνη εδώ της Πιερίας, την γνωστή Κομπόλη, συμμαθητής του Αθανασίου του Παρίου και πρέπει να σας πω ότι αρκετά από τα πρόσωπα αυτά είχαν μια αρχική κοινή αφετηρία. Δηλαδή, ο Αθανασίος ο Πάριος αργότερα και ο Άγιος Νικόδημος Αγιωρίτης εμπλέκεται ως διδάσκαλος, θα δούμε μέσα στα πράγματα του Αγίου Όρους, αναφέρεται ως Νικόδημος ο διδάσκαλος και αναλαμβάνει μάλιστα και στην Αθωνιάδα σχολή, είναι επίτροπος της Αθωνιάδας το 1801. Ο Βησαρίων ο Εκραψάνης και ο Σέργιος Μακρέος, που τον αναφέρω εκτός του Αγίου Όρους αντικολυβάδες, είναι πρόσωπα με κοινές αφετηρίες. Προέρχονται από το ευρύτερο πνευματικό περιβάλλον, δηλαδή δεν είναι μοναχοί όταν φτάνουν στο Άγιον Όρος, ο Αθανασίος ο Πάριος ήταν λαϊκοί, ο Σέργιος ο Μακρέος, ο Βησαρίων ο Εκραψάνης είναι όλοι λαϊκοί. Και μαθητές του Ευγενείου Βουλγάριος, ίσως μέσα από αυτή την πολύ σημαντική μήτρα θα μπορούσαμε να πούμε, πνευματική μήτρα που ήταν η Αθωνιάδα, ήταν επόμενο να προκύψουν τόσο σημαντικά πρόσωπα και βέβαια ακόμη και να έρθουν σε αντιπαραθέσεις θεολογικές όπως και ήρθαν γύρω από τα θέματα που σας ανέφερα. Αργότερα ο Βασίλειος ο Ραψανιώτης καθίσταται μοναχός, ιερομόναχος, μας είναι γνωστός ως ένας από τους πλέον οξείς στην αντίδραση τους εναντίων των κολυβάδων, ιδιαίτερα στο πρώτο αυτό τμήμα, στο ζήτημα που αφορούσε την τέλεση των ιερών μνημοσύνων και καταγράφονται διάφορα γεγονότα, δεν θα σας κουράζουν αυτά, εκείνο μόνο που θα ήθελα να σας επισημάνω είναι ότι τελικά αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι δεν υπήρχαν στεγανά μεταξύ αυτών των ομάδων, δηλαδή υπήρχαν διάβλη επικοινωνίας, είτε πρόσωπα κοινής αποδοχής, θα μπορούσα να σας αναφέρω τον Κύριλο των Εξαγράφων που είναι κοινός πνευματικός του Αγίου Όρους, αυτός επικοινώνει και με τους κολυβάδες και με τους αντικολυβάδες, έχει σχέση με τον Σέργιο Μακρέο, έχει σχέση όμως και με τον Αθανάσιο τον Πάριο και με τον Μακάριο τον Νοταρά, ή ο πρώην Δανίιλ Θεσσαλονίκης, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο οποίος εφυσίχαζε στο Άγιον Όρος, επίσης πρόσωπο κοινής αποδοχής, με το οποίο επικοινωνούσαν και οι δύο πλευρές. Και τελικά βλέπουμε ότι με την πάροδο των δεκαετιών θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει μια αύλυνση αυτών των οξύνσεων και των αντιθέσεων και το διαπιστώνουμε αυτό είναι πολύ χαρακτηριστική περίπτωση, αξίζει να το αναφέρουμε, η περίπτωση του Βυσαρίωνα στο Εκραψάνι. Ο Βυσαρίωνας το μοναδικό έργο του το οποίο μας είναι σήμερα γνωστό σε όλη του την έκταση είναι ένα χειρόγραφο που μας έχει σωθεί στη Μονή Γρηγορίου με τον τίτλο «Η Σύναψης της Καινής Διαθήκης». Τι κάνει ο Βυσαρίωνας? Στα 1800, ακριβώς το έτος 1800, γράφει ένα χειρόγραφο στο οποίο προσπαθεί να καταδείξει τη συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Αυτό σημαίνει η σύναψη της Καινής Διαθήκης. Δηλαδή αυτό που να αντιμετωπίσει αυτό που θα λέγαμε στη γλώσσα της βιβλικής επιστήμης, των βιβλικών θεολόγων, το συνοπτικό πρόβλημα. Δηλαδή τα δάνεια, το ποιος εξαρτάται από ποιον, τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον έναν Ευαγγελιστή από τον άλλον. Προσπαθεί λοιπόν να δείξει ακριβώς τη συμφωνία αυτό που είναι μια παράδοση πολύ παλαιά της εκκλησίας και της θεολογίας. Όταν μιλάει για παράδειγμα ο Άγιος Ιρηνέος για το τετράμορφον Ευαγγέλιο ή το διατεσσάρων Ευαγγέλιο που λέει ο Κατιανός ο Απολογητής. Αυτή λοιπόν να καταδείξει αυτήν την αρμονία και τη συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μέσα από το έργο του αυτό. Γιατί σας το αναφέρω αυτό το έργο. Γιατί πριν από αυτό το έργο προηγούνται κάποια επιγράμματα. Συνήθως τα έργα που γράφονταν την εποχή αυτή και θα το δούμε ιδιαίτερα στην περίπτωση των έργων αυτών των κολυβάδων να συμβαίνει. Επιζητούσαν την επικύρωση και την θεώρηση θα μπορούσαμε να πούμε κάποιων λογίων αυτής της εποχής ή πολύ περισσότερο την επικύρωση του ιδίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή προέτασαν επικυρωτικές επιστολές, επικυρωτικά κείμενα των Οικουμενικών Πατριαρχών ή επιτροπών του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θα δούμε ότι συμβαίνει αυτό, σας είπα ιδιαίτερα στα κείμενα αυτά, στα βιβλία αυτά που εξέδωσαν οι κολυβάδες. Εδώ τι έχει, δεν έχει βέβαια μια πατριαρχική επικύρωση, αλλά έχει επιγράμματα που αναφέρονται στη σπουδαιότητα αυτού του έργου που συνέταξε ο Βυσαρίων ο Εκραψάνης. Μεταξύ αυτών των επιγραμμάτων, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, υπάρχουν δύο επιγράμματα εκ των οποίων το ένα ανήκει στον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορίτη και το δεύτερο στον Χριστόφορο τον Προδρομήτη. Στιχείο που δείχνει ότι το 1800 αυτές οι αντιθέσεις ακριβώς είχαν υποχωρήσει και είχαν δώσει τη θέση τους σε μία κατανόηση και σε μία θα μπορούσαμε να πούμε και αλληλοεκτίμηση, όπως προκύπτει από τον εγκωμιαστικό, τον επενετικό χαρακτήρα που έχουν αυτά τα επιγράμματα του Αγιού Νικόδημο και του Χριστοφόρου του Προδρομήτη για το έργο αυτό του Βυσαρίων ο Εκραψάνης. Γενικώς πάντως δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν παρατηρούνται τα στεγανά τα οποία συνήθως σε πολλά βιβλία, νεότερα βιβλία ή περισσότερο σε παλαιότερα βιβλία που αναφέροντας τα γεγονότα αυτά βρίσκει κανείς. Ότι ήταν δύο άτεκτες ομάδες αντιπαρατηθέμενες και αντιπαρατασσόμενες η μία στην άλλη. Υπήρχαν διάβλη επικοινωνίας, υπήρχαν ζητήματα κοινής θα μπορούσαμε να πούμε μιας συναντήληψης σε διάφορα θεολογικά θέματα και αυτό λοιπόν προκύπτει από αρκετές περιπτώσεις. Όπως το γεγονός ότι στους κολυβάδες δεν σας ανέφερα για παράδειγμα έναν από τους προτεργάτες αυτής της έρηδας περί των ιερών νημοσύνων ο οποίος όμως εγκατέλειψε αυτήν την κοινή θεολογική γραμμή θα μπορούσαμε να πούμε λίγο αργότερα μετά την εκδήλωση της κολυβαδικής έρηδας του νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτη. Ο νεοφύτος ο Καυσοκαλυβίτης είναι μια σημαντική φυσιογνωμία διδάσκαλος και αυτός στην Αθωνιάδα θα μπορούσαμε να πούμε το αντίπαλο δέος του Ευγενείου Βουλγάρεως ενώ όμως αρχικά τοποθετείται σε αυτήν ακριβώς την κοινή γραμμή ο ίδιος στη συνέχεια εγκαταλείπει το Άγιον Όρος διακόπτει θα μπορούσαμε να πούμε την επικοινωνία του και τις σχέσεις κυρίως τις σχέσεις της πνευματικής. Αυτής διοχέτευσης των κοινών πνευματικών αντιλήψεων και φτάνει στο Βουκουρέστι στη Ρουμανία στη Βλαχία στην περιοχή της Βλαχίας και εκεί εγκαταβιώνει μόνος του βέβαια με κάποιες επίσης κάποια πρόσωπα που τον επισκέπτονται όπως είναι ο Κωνσταντιός ο μοναχός και κάποια άλλα πρόσωπα. Ο Γιαννάδιος ο Χαλεπίου θα μπορούσαμε να πούμε ο δεύτερος σημαντικότερος αντικολυβάς, επίσης ένα πρόσωπο με πολύ ισχυρή παρουσία στα γεγονότα αυτά και ένας επίγονός τους στο Άγιον Όρος που είναι ο Ιάκωβος ο Νεασκητιώτης. Δεδομένου ότι ο Ιάκωβος ζει στη διάρκεια του 19ου αιώνα κυρίως, δηλαδή είναι μια γενιά μετά από την πρώτη αυτή γενιά των κολυβάτων αλλά κυρίως αυτός ο οποίος διασώζει μέσα στο έργο του αυτήν την αντικολυβαντική θεολογική παράδοση. Έχει γράψει πάρα πολλά έργα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ένα μεγάλο έργο του, εξαιρετικά μεγάλο, αποτελούμενο από χιλιάδες σελίδες που φέρει τον τίτλο Αθωνιάς. Και είναι μια συγκέντρωση θα μπορούσαμε να πούμε ιστοριών, θρύλων, θεολογικών ζητημάτων και αντιπαραθέσεων που σχετίζονται με την ιστορία του Αγίου Όρους, με την προ ιστορία και με την ιστορία του Αγίου Όρους. Και στη συνέχεια αξίζει να αναφέρουμε από τους αντικολυβάδες τον Πατριάρχη Καλλίνικο τον τρίτο τον Εξαγοράς, έναν λόγιο Πατριάρχη, ο οποίος επίσης όπως και αρκετά πρόσωπα από τον κύκλο του Πατριαρχείου ανήκαν στους αντικολυβάδες. Και προφανώς είχαν επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον Σέργιο Μακρέο που είναι μια σημαντική μορφή στο χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μια σημαντική θεολογική φυσιογνωμία ο Σέργιος Μακρέος γιατί είναι διδάσκαλος της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Αυτής της Ακαδημίας που αργότερα μεταξελίχθηκε στην γνωστή μας μεγάλη του γένους σχολή που υφίσταται και σήμερα και διετέλεσε μάλιστα και σχολάρχης, διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Ο Σέργιος Μακρέος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο πιο σημαντικός θεωρητικός αυτής της εποχής, εναντίον των θέσεων των κολυβάδων, των πατέρων της φιλοκαλικής αναγέννησης. Θα κλείσουμε με αυτήν τη διαφάνεια για σήμερα το ένα ζήτημα, ήδη σας το ανέπτυξα, το ζήτημα της μνήμης των κεκοιμημένων στην παράδοση της εκκλησίας. Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Ο θάνατος στην πατερική ανθρωπολογία και στην ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν είναι το τέλος, είναι ένα σημείο, ένα σημείο διάβασης στην αιώνια ζωή, στο σύνολο της αιώνιας ζωής, που ξεκινάει από την δημιουργία του κόσμου και φτάνει ως τα έσχατα, ως την συντέλεια του κόσμου, ως το νέο κόσμο, την νέα αγία και το νέο ουρανό που θα δημιουργηθεί, που αναφέρεται στην Αποκάλυψη, που είναι μία σημαντική αισχατολογική εικόνα θα μπορούσαμε να πούμε και που ασφαλώς ολοκληρώνεται με τη δεύτερη έλευση του Χριστού μέσα στην διδασκαλία των πατέρων της εκκλησίας, με τη δεύτερη έλευση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων, την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Αυτή λοιπόν η μνήμη παραμένει ένα κέρριο θεολογικό σημείο. Δεν αφορά απλά τους προαπηχωμένους, τους προαπελθόντες, όπως αναφέρονται στην λειτουργική γλώσσα, τους προαπελθόντες πατέρες και αδερφούς, τους προγόνους μας, τους παππούδες, τους προπαππούδες, τους γονείς, αλλά αναφέρεται σε ένα ουσιαστικό στοιχείο στην διάσωση δηλαδή της μνήμης μέσα στο λειτουργικό γύγνεσθε της εκκλησίας, στην διάσωση της μνήμης αυτών των προσώπων μέσα στο λειτουργικό γύγνεσθε, στο λειτουργικό παρόν της εκκλησίας. Αυτή είναι η στόχευση δηλαδή δεν είναι κάτι το οποίο είναι απλά, έχει απλά έναν χρονικό, εντάστητε μέσα σε έναν χρονικό πλαίσιο, σε έναν χρονικό ορίζοντα. Το γεγονός ότι αυτή η μνήμη είναι τοποθετημένη όπως μέσα στο πλαίσιο της εβδομάδος κάθε ημέρα έχει μια ιδιαίτερη αφιέρωση, όπως ονορίζετε πάρα πολύ καλά. Έτσι και είπαμε η ημέρα του Σαββάτου, η ημέρα δηλαδή της καθόδου του Χριστού, κατά την οποία ο Χριστός παρέμεινε στον Άδη. Παρέμεινε μέσα στην θεολογική παράδοση, μέσα στην πίστη της εκκλησίας η ημέρα η οποία ήταν αφιερωμένη στους κεκοιμημένους. Δεν θα μπορούσε αυτή η μνήμη των κεκοιμημένων να συνδεθεί με την Κυριακή, γιατί η Κυριακή ημέρα είπαμε ότι θεολογικά διακρίνονταν για κάποια ιδιαίτερα προνόμια της, ονομάζονται τα προνόμια της Κυριακής. Είπαμε ότι είναι η ημέρα της Αναστάσεως και η οχδό ημέρα, η ημέρα των Εσχάτων. Αυτό λειτουργικά έχει κάποιες συνέπειες. Σχετίζεται με το γεγονός, για παράδειγμα, ότι απαγορεύεται η γονικλησία κατά την ημέρα αυτή. Πανηγυρίζουν οι Χριστιανοί την Ανάσταση του Χριστού, δε γονατίζουν τις λειτουργικές συνάξεις. Εντάξει, ούτε και στη στιγμή αυτής της μετουσιώσεως των τιμίων δώρων, στον τασά εκ των σών. Απαγορεύεται από τους κανόνες της Εκκλησίας, από την κανονική παράδοση της Εκκλησίας, να γονατίζουν οι Χριστιανοί την Κυριακή ημέρα. Επίσης, η απαγορεύση της νηστείας. Απαγορεύεται να νηστεύουν οι Χριστιανοί την Κυριακή ημέρα. Και αρκετά άλλα θέματα, λειτουργικού κυρίως χαρακτήρα, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντάσσονται στα λεγόμενα προνόμια της Κυριακής. Αυτή λοιπόν η παράδοση αφορά στις θεολογικές συνισθώσεις αυτής της έρηδας, ως προς το πρώτο σκέλος της. Και θα δούμε στο επόμενό μας μάθημα τις θεολογικές συνισθώσεις της δεύτερης μεγάλης έρηδας, που είναι η έρηδα για τη συνεχή θεία μετάληψη, που επίσης έχει πάρα πολύ σημαντικά θέματα για ανάλυση και κατανόηση, αφού ερμηνεύει μια μακραίωνι επίσης παράδοση στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτά για σήμερα. |