: Επί ασπαλάθων, ήταν ωραίο το σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού, πάλι με την άνοιξη. Λίγοστα πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα και ασπάλαθη. Λίγοστα πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα και ασπάλαθη. Λίγοστα πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα και ασπάλαθη. Δείχνοντας αίτημα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους σανθούς. Από μακρά οι αρχαίες κολώνες, χορδές μιας άρπας αντιχούν ακόμη. Γαλήνη, τι μπορεί να μου θύμισε τον αρδιέο εκείνον, μια λέξη στον πλάτο να θαρώ, χαμένη στο μυαλό ταυλάκια. Το όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή. Τον έδεσαν χειροπόδαρα, μας λέει, τον έριξαν χάμο και τον έγδαραν, τον έσυραν παράμερα και τον καταξέσκησαν απάνω στους αγκαθαιρούς ασπάλαθους και πήγαν και τον πέταξαν στον τάρταρο, κουρέλι. Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρονε τα κρίματά του, ο πανφίλιος αρδιέος, ο πανάθλιος τύρανος. Αυτή είναι η πραγματικότητα. |