Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5

Διάλεξη 5: Σε πέντε διάλεξη του προπτυχιακού ιαρινού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, συνεχίζομαι με το θέμα της διαχείρισης της μοναστριακής περιουσίας από το Ιγουμινό Συμβούλιο, η οποία διατελεί από τους υποπεριορισμούς. Δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία προβλέπει ως επτοπλήση των εγκρίσεις κ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Κυριαζόπουλος Κυριάκος (Επίκουρος Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Νομικής / Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Προπτυχιακό)
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d5c2efd
id f99b5d8b-59f8-4a39-8c73-c1f258f54a70
title Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5
spellingShingle Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5 / Διάλεξη 5
Εκκλησιαστικό
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο
Δίκαιο
Κυριαζόπουλος Κυριάκος
publisher ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
url https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=d5c2efd
publishDate 2015
language el
thumbnail http://oava-admin-api.datascouting.com/static/f397/21c9/da9b/4812/de65/629c/5bf6/96c5/f39721c9da9b4812de65629c5bf696c5.jpg
topic Εκκλησιαστικό
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο
Δίκαιο
topic_facet Εκκλησιαστικό
Νομική Επιστήμη - Δίκαιο
Δίκαιο
author Κυριαζόπουλος Κυριάκος
author_facet Κυριαζόπουλος Κυριάκος
hierarchy_parent_title Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙ (Προπτυχιακό)
hierarchy_top_title Νομικής
rights_txt License Type:(CC) v.4.0
rightsExpression_str Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
organizationType_txt Πανεπιστήμια
hasOrganisationLogo_txt http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png
author_role Επίκουρος Καθηγητής
author2_role Επίκουρος Καθηγητής
relatedlink_txt https://delos.it.auth.gr/
durationNormalPlayTime_txt 00:28:23
genre Ανοικτά μαθήματα
genre_facet Ανοικτά μαθήματα
institution Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
asr_txt Σε πέντε διάλεξη του προπτυχιακού ιαρινού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, συνεχίζομαι με το θέμα της διαχείρισης της μοναστριακής περιουσίας από το Ιγουμινό Συμβούλιο, η οποία διατελεί από τους υποπεριορισμούς. Δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία προβλέπει ως επτοπλήση των εγκρίσεις κατά κανόνα του επιχωρίου Μητροπολίτη και σπανιότερα της Συνόδου Εκκλησίας Ελλάδος. Νόμια άδεια του Μητροπολίτη που παρέχεται μετά από αίτηση του Ιγουμινού Συμβουλίου παρέχεται και για την εκμίστοση οικοδομών. 7. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τα πρακτικά δημοπρασίας για την εκμίστοση των νοστιριακών κτημάτων. 8. Ο Μητροπολίτης έχει δικαίωμα να διατάξει την επανάληψη της δημοπρασίας όταν την κρίνει ακυρωτέα ή ασύμφορη ή για παράβαση των όρων του Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932, καθώς και όταν δοθεί είτε στο Ιγουμινό Συμβούλιο είτε στον ίδιο προσφορά μεγαλύτερη κατά 5% τουλάχιστον. 9. Η υπεκμίστοση μοναστηριακού κτήματος επιτρέπεται μόνο με έγγραφη έγκριση του Μητροπολίτη. Άρθρο 9, ΣΣΤ, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 10. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τα περιδημοσιεύσεων δημοπρασίας για την εκμίστοση δασών, μεταλλίων και οριχείων την οποία επιμελείται το Ιγουμινό Συμβούλιο. Άρθρο 10, Άρθρα 10 και 11, Εδάφειον Α, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 10. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει την εκποίηση με δημοπρασία των διοργικών κτινοτροφικών και λοιπά περισευμάτων των μονών. Άρθρο 13, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 12. Ο Μητροπολίτης εκδικάζει τις ενστάσεις μοναχών της Μονής κατά των παραπάνω δημοπρασιών. Άρθρο 14, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 13. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τις επισκευές των ακυνήτων κτημάτων. Άρθρο 15, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 14. Ο Μητροπολίτης αποφαίνεται για τη διάθεση των αυτουσίων εισοδημάτων της Μονής μετά από πρόταση του Ηγούμενου Συμβουλίου. 15. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τις πληρωμές από τα πλεονάσματα της διαχειρήσεως και την επένδυσή τους σε χρεόγραφα ή χρηματόγραφα. Άρθρο 17, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 16. Η εκποίηση ακυνήτων κτημάτων των Μονών γίνεται με απόφαση της Ιεράς Συνόδου μετά από έτσι του Ηγούμενου Συμβουλίου που υποβάλλεται δια τουικίου Μητροπολίτη μαζί με τη σχετική γνωμοδότησή του. Άρθρο 18, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 17. Η Δημοπρασία για την εκποίηση ακυνήτων των Μονών γίνεται με όρους, συγγραφείς και υποχρεώσεις που συντάσει το Ηγούμενο Συμβούλιο και εγκρίνει ο Μητροπολίτης. Άρθρο 1, Παράγραφος 1 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 18. Ο Μητροπολίτης ορίζει τον κληρικό που θα αποτελέσει μέλος της Επιτροπής Δημοπρασίας. Άρθρο 1, Παράγραφος 4 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 19. Οι εφημερίδες στις οποίες δημοσιεύεται η διακήρυξη της Δημοπρασίας αποστέλονται στο Μητροπολίτη. 20. Ο Μητροπολίτης διαβιβάζει μαζί με τη γνώμη του τα πρακτικά της Δημοπρασίας στην Ιερά Σύνοδο για έγκριση. Άρθρο 7 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 21. Η απόφαση της Ιερά Σύνοδου κοινοποιείται στο Ιγουμνού Συμβούλιο Διά του Μητροπολίτη. Άρθρο 8 Παράγραφος 2 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 22. Η Ιερά Σύνοδος ως Ανώτερη Εκκλησιαστική Αρχή μπορεί να διατάξει την επανάληψη της Δημοπρασίας για όσους λόγους αναφέρει ο νόμος. Άρθρο 12 ΕΒΒ Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 23. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει την απόφαση του Ιγουμνού Συμβουλίου για την περίληψη σε μία προκήρυξη περισσότερων δημοπρασιών. Άρθρο 15 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 24. Ο Μητροπολίτης αναφέρεται στην Εκκλησία της Ελλάδος ως Ιωνί καθολικό διάδοχο του καταργηθέντος ο ΔΕΠ δια του αρμοδίου Μητροπολίτη. Άρθρο 38 ΝΓΕΙΔ του 1909 25. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τον ετήσιο προϊπολογισμό και απολογισμό των μονών της επαρχίας του. Άρθρο 21 και 22 Προεδρικού Διατάγματος της ΜΜΙΑ κάθος 5-3 του 1932 Σε συνδυασμό με το άρθρο 11 περίπτωση Συγματάφ κανονισμού υπαριθμών 39 του 1972. Υποστηρίζει το όμως βάσιμα η άποψη ότι έχουν καταργηθεί από τη θέση σε ισχύ του νόμου 1700 του 1987 όλες οι σχετικές με τη διοίκηση γενικώς και διαχείριση της μοναστηριακής πυρουσίας διατάξεις μεταξύ των οποίων οι πλέον σημαντικές ήταν οι περιλαμβανόμενες στον κανονισμό 14 του 1981 περίοδεπ. Στο Προεδρικό Διάταγμα της ΜΜΙΑ κάθος 5 Μαρτιού 1932 Περιδιοικίσεως και Διαχείρισεως της Διατηρουμένης Πυρουσίας των Μονών. Στο Νομοθετικό Διάταγμα της 12 κάθος 23 Φεβρουαρίου 1948 Περιόρων και Τρόπου Εκτιμίσεως των Ακινήτων της Διατηρουμένης Πυρουσίας των Μονών. Συγκανονιστικές διατάξεις 3 και 4 του 1969 Περιεκπήσεως και Εγκμηστώσεως Αντιστήχος των Εκκλησιαστικών Ακινήτων και Κινητών. Οι όποιες συναιπώς αβεβαιότητα ως προς την ερμηνεία ή τυχό νομοθετικό κενό, το οποίο ως ιδιομόρφα αυτοίς καταστάσεως παρουσιάζεται και έως ότου ρυθμιστούν εκ νέου ή κατά διαφορετικό τρόπο τα σχετικά ζητήματα, δεν μπορεί παρά να εμπνευθεί με βάση την αρχή της αυτονομίας της διοικίσεως και διαχειρήσεως της περιουσίας των Ιερών Μονών. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να τονιστεί ότι η έγκριση είτε του Μητροπολίτη είτε της Ιερασυνόδου, που προβλέπουν ενοτερό ρυθμίσεις, προϋποθέτει έλεγχο του εγκρίνοντος οργάνου, που περιορίζει στη νομιμότητα μόνο της εγκρινόμενης ράξης, διότι ο διαχειριστικός έλεγχος που εισάγουν οι ρυθμίσεις αυτές υπόκειται στο Γενικό Κανόν του Α'ΤΡΙΝΕΙΑ, παράγραφος 6, νομ. 590-977, κατά την οποίο ο Μητροπολίτης ασκεί των έλεγχων της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρήσεως των Ιερών Μονών της επαρχίας του. Δεν έχει δικαίωμα να προχωρήσει σε έλεγχο σκοπιμότητας αυτής και να αρνηθεί την έγκριση. Αν αρνηθεί να την εγκρίνει παρότι τηρήθηκε η νομιμότητα απ' το Υγούμενο Συμβούλιο, η αρνητική πράξη του είτε ρητεί, είτε σιωπηρή, τεχμερώμενη από την παράληψή του να δώσει την έγκριση, υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας, θεωρητικός βεβαίως όλα αυτά ισχύουν. Έκτον, προχωρούμε σε άλλο θέμα. Βάση των διατάξεων του νόμου, το Υγούμενο Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκμεταλλεύεται την ακίνητη υπερουσία της Μονής, με τους ακόλουθους μόνον τρόπους, πρώτον με αυτοκαλλιέργεια, δεύτερον με εκμίστοση σε τρίτους και τρίτον με εκποίηση τμήματον. Η εκμίστοση γίνεται υποχρεωτικά με δημοπρασία, τακτική αν το εττήσιο μίστομα υπερβαίνει ένα ορισμένο προσώ και πρόχεινη διαφορετικά, μετά από έγκριση αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής, δηλαδή του επιχωρίου Μητροπολίτη. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας διέπεται μέχρι την αρκείτη λεπτομεριά της από τις διατάξεις του πολικιακού νομοθέτη με ποινή ακυρότητας. Άρα, η απευθείας συναψησύνβασης μισθώσεως με συγκεκριμένο πρόσωπο είναι άκυρη. Παρέκληση εις τά το άρθρο μόνον του νομοθητικού διατάγματος 1717 της 22.8.1942, περ' μισθώσεως αγρών και χέρσων εκτάσεων δηλαδή βοσκοτόπων ιερών μονών, προβλέπει εκμίστοση με δημοπρασία και πάλι μετά απόφαση της σειράς συνόδου που εγκρίνεται από τον Υπουργό Παιδείας Θρησκευμάτων ως συνετερισμούς ακτιμόνων για πολυετές διάστημα και υποόρους καθοριζομένους από την Ιερά Σύνοδο, χωρίς την παροχή δικαστικής προστασίας που εκπηγάζει από το ενοικειοστάσιο των βοσκών. Η εκποίηση μοναστηριακού ακυνήτου, η διανομή, καθώς και η σύσταση εμπραγμάτων δικαιώματος, λόγω χάρη δουλείας, ξιλεύσεως ή βοσκίσεως, που κι αυτή συνιστά εκποίηση υπό ευρύα έννοια, βλέπτε μόνο μετά από απόφαση της Ιεράς Σύνοδος της Εξίας Ελλάδος, αφού προηγηθεί αίτηση του ειδομένου Συμβουλίου υποβαλωμένη δια του οικείου Μητροπολίτου. Επιπλέον, αν πρόκειται για δασική έκταση, απαιτείται άδεια των Υπουργών Παιδείας Συσκευμάτων και Γεωργίας, αν πάλι πρόκειται για αγροτικό ακυνήτου, απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, εν όσο ίσχει η σχετική διάταξη. Σε κάθε περίπτωση, η εκποίηση διενεργείται με τακτική πλειοδοτική δημοπρασία, μυστική μάλιστα, της οποίας τα πρακτικά κυρώνονται από την Ιερά Σύνοδο που έδωσε την άδεια. Διαφορετικά είναι άκυρη. Η ακυρώτα μάλιστα είναι σχετική υπέρ των μονών. Άρα είναι αδύνατη η απευθείας προς συγκεκριμένα πρόσωπα μεταβίβαση της κυριότητας ακυνήτου, ίσηις τασηδουλίας, λογοχαριβοσκήσιος ή ξηλεύσεως. Να σημειωθεί ότι ο νόμος 3.250 του 1924, όπως το άρθρο 2 τροποποιήθηκε με το μόνο άρθρο του νόμου 248 του 1952, ο οποίος απαγορεύει με ποινή ακυρώτητα εμπράμα της δικαιοπραξίας επεγρατικών αγκινήτων για την πέρα των διαπροσίων 50 στρεμάτων έκταση να ιδιοκτήτει χωρίς την άδεια του Υπουργού Γεωργίας, εξακολουθεί να ισχύει, τώρα πλέον δεν ισχύει και δεν αντίκτηται στο Ισχυό Σύνταγμα. Έχετε εφαρμογή και από της εκκλησιαστικής περιουσίας. Είχε εφαρμογή. Τέλος, δυνατότητα παραχωρήσεως της χρήσεως μίας μοναστηριακής γείας με χρησιδάνιο, δεν προβλέπει ο νόμος. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι είναι δυνατόν ιερά μονή να χρησιδανήσει αγκίνητό της στο δημόσιο για κοινοφελής σκοπό, λοχάλη δημιουργία φυτορίου. Οπότε, αν το δημόσιο δεν υλοποιήσει το σκοπό, το αγκίνητο είναι άμεσα αποδοτέο. Τώρα προχωρούμε σε ένα άλλο θέμα, στη διαχείριση της περιουσίας των ήσυχαστηρίων. Όπως προαναφέρθηκε, τα ήσυχαστήρια είναι και αυτά μοναστικά ιδρύματα με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αλλά δεν συνιστούν μονές κατά νομική ακρίβεια. Δεν μπορούν λοιπόν να ταυτιστούν με τις ιερές μονές του Άρθου 39, παράγραφη 1-7 κατά θρατικού χάρτη, παρά μόνον από απόψεως επιδιοκόμενου σκοπού. Όσοι ασκούνται σε ήσυχαστήρια, είναι μεν μοναχοί κατά την κανονική έννοια του όρου, αλλά δεν αποκτούν τη μοναχική ιδιότητα ως προς το σύνολο των συνεπιών που αυτή συνεπάγεται σύμφωνα με την κανονική και πολιτιακή νομοθεσία. Τα ισυχαστήρια που λειτουργούν μέσα στην εδαφική περιοχή της εκκλησίας της Ελλάδος είναι είτε άτυπες ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη θρησκευτικού σκοπού Άρθου 107 στιγμού κόδικα, είτε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, σωματεία, ιδρύματα, αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Διέπονται από τον οργανισμό τους. Όταν συντάσσονταν ο καταστατικός χάρτης, νόμος 570 του 1977, ήταν ήδη μια αντικανονική πάντως πραγματικότητα. Γι' αυτό η ύπαρξή τους δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Αναγνωρίστηκαν κατ' ανάγκη και με το άρθρο 39 παράγραφος 10 καταστατικού χάρτη. Παρασχέθηκε στη ρασίνοδο εξουσιοδότηση να εκδώσει κανονιστική απόφαση για τον καθορισμό των πλαισίων της λειτουργίας τους. Τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε ακόμη, πράγμα που εντείνει τη σύγχυση γύρω από τη φύση τους. Εφόσον είναι έστω sui generis, μοναχικοί σχηματισμοί, αλλά πάντως αυτοτελεί νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έχουν το δικαίωμα κτίσεως περιουσίας και μετοχείων. Για τη διοίκηση και διαχείριση ακίνητης και κάθε περιουσίας τους. Ελείψει άλλης νομοθετικής προβλέψεως. Ισχύουν οι κοινές διατάξεις, συμπληρούμενες ως προσταϊδωτικού δικαίου ζητήματα από τον οργανισμό τους, που αποτελεί πηγή ουσιαστικού δικαίου, γιατί περιέχει κανόνες απρόσωπους και αφηρημένους, που αφενώς με ενοργανώνουν το Ισυχαστήριο εσωτερικά, αφετέρου ρυθμίζουν τις ένομες σχέσεις των μελών του. Οι διατάξεις του νόμου 1787 δεν αναφέρονται στην περιουσία των Ισυχαστηρίων, αφού από την όλη διατύπωση νόμου καθίσταται σαφές ότι ο νόμος αυτός αφορά στην ακίνητη περιουσία των ιερών μονών, συναισθημένον κανονικά με τον τύπο της νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου, η οποία στο παρελθόν είχε ρυθμιστεί με την περιοδεπνομοθεσία. Στην τελευταία όμως δεν είχε υποβληθεί η διοκτησία των Ισυχαστηρίων, αυτό καθίστηκε σαφέστερο και από τη ρύθμιση του Άθρο 7, νόμου 1787, που αναφέρει στην αξιοποίηση της αστικής περιουσίας όλων εξαίρετα των νομικών εκκλησιαστικών προσώπων δημοσίου και δικαίου δικαίου. Τέλος, ούτε οι ρυθμίσεις του νόμου 1811-1988 υπόκεινται, αφού κανένα Ισυχαστήριο δεν συμβλήθηκε στην κυρωθήσα με το νόμο αυτό σύμβαση. Η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών. Ο Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Πηρουσίας ΟΒΕΠ ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με το νόμο 4.648 του 1930, που κωδικοποιήθηκε με το προηδικό διάταγμα της 14.21.1931. Καταργήθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο και στον ΟΒΕΠ ανατέθηκε η διοίκηση και διαχείριση της εκποιητέας εκκλησιαστικής περιουσίας πλήν της ενοριακής, καθώς και η διάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης. Ο ΟΒΕΠ μετά την αλλαγή του νομικού καθεστώτος στην εκκλησιαστική περιουσία που πέφραε νόμι 1787 και 1811-1888, καταργήθηκε με το άρθρο 3 νόμου 1811 του 1988. Σ' ένα μέρος από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταργηθέντος ΟΒΕΠ υπησήλθε εξ λέγγε ο Σιονί καθολικός διάδοχος η Εκκλησία της Ελλάδος. Συγκεκριμένα η διαδοχή αυτή ως προς την περιουσία των μονών διαδοχή αφορά στα εξής. Πρώτον, η ακίνητη και ακίνητή περιουσία που ανήκε κατά κυριότητα νομή και κατοχή στον ΟΒΕΠ περίληθε αυτοδικαίως στην Εκκλησία της Ελλάδος, άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο 3 της σύμβασης που κυρώθηκε με το άρθρο 1 νόμου 1811 του 1988. Είναι σαφές ότι η διαδοχή αφορά στα πράγματα της προσωπικής περιουσίας που είχε αποκτήσει ο ΔΕΠΛΟ, χάρη ακίνητα, γραφία, εξοπλισμός και άλλα και όχι στα ακίνητα των μονών που δυνάμει διατάξεως του νόμου ως τρίτος διοικούσε και διαχειριζόταν. Δεύτερον, η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικούσε στο εξής από την περιουσία των ιερών μονών που συμβλήθηκαν στη σύμβαση. Εκείνο το μέρος από την αστική περιουσία τους που στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί ως ρευστοποιητέα και συνεπώς τη διοικούσε ο ΔΕΠΛΟ. Καθώς και εκείνο το μέρος από την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία των ίδιων μονών που απέμενε στις μονές μετά την παραχώρηση με τη σύμβαση στο δημόσιο και που και αυτοί στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί ως ρευστοποιητέα και τη διοικούσε ο ΔΕΠΛΟ. Για αυτή μόνο την περιουσία ορίστηκε ότι θα διοικεί και θα διαχειρίζεται, νομιμοποιούμεναι ενεργητικά και παθητικά οι επισερχόμενοι στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καταργουμένου ο ΔΕΠΛΟ, άρθρο 3, παράγραφος 2, εδάφιο 2 της σύμβασης που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1811 του 1988. Βέβαια με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου αματέθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος και συγκεκριμένα στη Διαρκή Ιερασύνοδο η διοίκηση και διαχείριση όλης της αστικής περιουσίας, ανεξάρτατα από το καθεστώς που την είπε στο παρελθόν των ιερών μονών που δεν συμβλήθηκαν. Ωστόσο η εξουσία αυτή χωρηγήθηκε στην Εκκλησία πρωτογενός και όχι κατά διαδοχή. Γιατί τέτοια διαχειριστική εξουσία επί όλης εγγέννη της αστικής περιουσίας των μονών αυτών δεν είχε ο δε. Όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη. Με αντίθεση αισχύει το άρθρο 55 του νόμου 2413 του 1996 με την οποία διάταξη η Ελλάδα συμμορφώνεται με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ιερές Μονές κατά Ελλάδος. Η Εκκλησία της Ελλάδας με βάσει την αξιοδική διάταξη του άρθρου διά της συμβασίας που κυρώθηκε με τον νόμο 1811 του 1988 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1, παράγραφος 4, 3, 4 περίπτωση ε, 9, 42, 46 και 47 παράγραφος 2. Συνέστησε με τον κανονισμό 100 του 1998 την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπερεσία Οικονομικών, την Γνωστιεκείο, για τη δήξη διαχείριση και αξιοποίηση της εγγενικής κινητής και ακινήτου εκκλησιαστικής περιουσίας, είτε της ανικούσης ή στον καταλογηθέντα ο ΔΕΠ και της εκποιητέας μοναστηριακής διάφτης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού. Ο σκοπός ευρίας αυτής διατυπώσεως των αρμοδιωτήτων της εκείω θα γίνει αντιλήπτως κατωτέρω. Εδώ θα σημειώσουμε ότι τα όρια των αρμοδιωτήτων του πρέπει να ερμηνευθούν με βάση τις εξουσίες που ρητά χωρηγήθηκαν στην Εκκλησία της Ελλάδος από τον νόμο 1811 του 1988, διαφορετικά υπάρχει υπέραμα σε την ορίον της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Και προχωρούμε στο θέμα οι διαχειριστικές εξουσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος επί περιουσίας των μονών που δεν συμβλήθηκαν. Εξαιτίας λοιπόν των νωτέρων νομοθετικών μεταβολών δημιουργήθηκαν πολλές παραρμηνίες για το νέο καθεστώς, που ωστόσο άρχισαν σιγά σιγά να αποκαθίσθανται από την νομολογία. Μία εξ αυτόν είναι και η διατυπωθής άποψη ότι ο καταργητής οδέπηχε δικαιώματα νομής, διοικίσεως και διαχειρίσεως πάνω σε εκείνο το μέρος μοναστηρικής περιουσίας, που στο παρελθόν είχε χαρτηριστεί ως εκποιητέα. Και άρα τον διαδέχτηκε στα δικαιώματα αυτά η Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει το άρθρο τρία, παράγραφος δύο, εδάφιο γ, της από 11 ΑΠΕΜ του 1988, συμβάσεως που κυρώθηκε με το άρθρο ένα του νόμου 1911 του 1988. Η θέση αυτή διατυπώθηκε στην από 15-7-1999 αγωγή της Εκκλησίας Ελλάδος, κατά της «Ειράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μεγάλου Μετεόρου», ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικίου Τρίκα Άλλων, καθώς και στη νόμιου περιεχομένου αίτηση υπάρχουν αριθμό κατά θέσεως 47-14-7-1998, περί λήψιος ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ρινουδικίου Καλαμπάκας μεταξύ των αυτών διαδίκων. Επί της τελευταίας εκδόθηκε υπαριθμών 19-1998 απόφαση του Ρινουδικίου Καλαμπάκας, που δικαίωσε τις θέσεις της Μονής. Εκδόθηκε τελεσίδικα με την υπαριθμόν 112-1999 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικίου Τρικά Άλλων που δίκασε ως εφετίο. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν ενώψη διαφοράς ασφαλιστικών μέτρων νομής μεταξύ της Συράς Μονής Μεγάλου Μετεόρου, τρίτου ιδιότη και της Εκκλησίας Ελλάδος. Δέχθηκαν ότι δείξη και διαχείριση του επίδικου δάσους, το οποίο περιλαμβανόταν στην εκποιητέα περιουσία της Συράς Μονής, που δεν είχε συμβληθεί στη σύμβαση του νόμου 1811-1988, ανήκε στην ίδια την Ιερά Μονή και όχι στην Εκκλησία της Ελλάδος ως διάδοχο του ΟΔΕΠ, όπως η τελευταία υποστήριζε. Ποιο αναλυτικά. Η Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεόρου έχει την κυριότητά της ένα δάσος στη θέση Λογγά Καλαμπάκας, το οποίο υπό την ισχύ του νόμου 4.684 του 1930, είχε περιληφθεί στη ρευστοποιητέα περιουσία της. Το ελληνικό δημόσιο μετά την ψήφιση του νόμου 1787 παρέλαβε το δάσος στη διαχείρισή του, διότι η Ιερά Μονή δεν διέθεται το αξιούμενο από τον νόμο 1711 του 1787, έγραφο και μεταγεγραμμένο τίτλο κυριότητας. Μετά τη νίκη όμως των Ιερών Μονός στο Στρασβούργο και την ψήφιση του άρθρου 55 νόμου 2.413 του 1916, απέδωσε εκούσια το δάσος στη Ιερά Μονή. Ωστόσο η Εκκλησία της Ελλάδος είχε διαφορετική γνώμη. Θεώρησε ότι είναι γενικός διάδοχος του ΟΔΕΠ και διεκδίκτησε όχι μόνο τη διοίκηση και διαχείριση του δάσους, αλλά και τη νομή του. Μάλιστα το μίστοσε, εν αγνοία της Ιεράς Μονής, σε τρίτο μιστοτή με όρους ασύμφορους. Η Ιερά Μονή ζήτησε να λήφθουν ασφαλιστικά μέτρα κατ' ούτου τρίτου μιστοτή για διατάραξη της νομής, διότι επικαλούνταν αβάσιμα μιστοτικά δικαιώματα. Εκείνα δηλαδή που είχε από την ανωτέρο μίστοση από την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία όμως μίστοση έγινε από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έκανε κύρια παρέμβαση η Εκκλησία της Ελλάδος, υποστηρίζοντας ότι έχει όχι μόνο τη διοίκηση και διαχείριση του δάσους αυτού, αλλά και τη νομή του. Το Εινοδικείο Καλαμπάκας με την υπαρρυθμό 1908 απόφασή του, δικαίωσε τις θέσεις της Μονής, απέδωσε τη νομή του δάσους στη Μονή και απέριψε την κύρια παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος ως μη νόμιμη, διότι με βάστηκε η μη νομοθεσία όχι μόνο τη νομή δεν είχε, αλλά ούτε καν τη διαχείριση και διοίκηση του δάσους, έστω και αν στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί εκ ποιηταίο. Τα ίδια έκρυνα με την υπαρρυθμόν 112 του 1999 απόφασή του και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλλων, ενώπιον το πήγχθη η υπόθεση μετά από έθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τώρα ας προχωρήσουμε σε κριτική της άποψης ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως διάδοχος στο ΔΕΠ έχει τη νομή, διαχείριση και δίξη της εκποιηταίας περιουσίας των Μονών που δεν συμβλήθηκαν. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί για τους ακόλουθους λόγους, τους οποίους όμως δεν θα αναφέρομαι στην παρούσα διαλέξή μας, αλλά στην επόμενη διαλέξή μας λόγω της παρόδου του χρόνου αυτής. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
_version_ 1782817491108495360
description Διάλεξη 5: Σε πέντε διάλεξη του προπτυχιακού ιαρινού μαθήματος του Εκκλησιαστικού Δικαίου, συνεχίζομαι με το θέμα της διαχείρισης της μοναστριακής περιουσίας από το Ιγουμινό Συμβούλιο, η οποία διατελεί από τους υποπεριορισμούς. Δεδομένου ότι η σχετική νομοθεσία προβλέπει ως επτοπλήση των εγκρίσεις κατά κανόνα του επιχωρίου Μητροπολίτη και σπανιότερα της Συνόδου Εκκλησίας Ελλάδος. Νόμια άδεια του Μητροπολίτη που παρέχεται μετά από αίτηση του Ιγουμινού Συμβουλίου παρέχεται και για την εκμίστοση οικοδομών. 7. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τα πρακτικά δημοπρασίας για την εκμίστοση των νοστιριακών κτημάτων. 8. Ο Μητροπολίτης έχει δικαίωμα να διατάξει την επανάληψη της δημοπρασίας όταν την κρίνει ακυρωτέα ή ασύμφορη ή για παράβαση των όρων του Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932, καθώς και όταν δοθεί είτε στο Ιγουμινό Συμβούλιο είτε στον ίδιο προσφορά μεγαλύτερη κατά 5% τουλάχιστον. 9. Η υπεκμίστοση μοναστηριακού κτήματος επιτρέπεται μόνο με έγγραφη έγκριση του Μητροπολίτη. Άρθρο 9, ΣΣΤ, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 10. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τα περιδημοσιεύσεων δημοπρασίας για την εκμίστοση δασών, μεταλλίων και οριχείων την οποία επιμελείται το Ιγουμινό Συμβούλιο. Άρθρο 10, Άρθρα 10 και 11, Εδάφειον Α, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 10. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει την εκποίηση με δημοπρασία των διοργικών κτινοτροφικών και λοιπά περισευμάτων των μονών. Άρθρο 13, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 12. Ο Μητροπολίτης εκδικάζει τις ενστάσεις μοναχών της Μονής κατά των παραπάνω δημοπρασιών. Άρθρο 14, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 13. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τις επισκευές των ακυνήτων κτημάτων. Άρθρο 15, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 14. Ο Μητροπολίτης αποφαίνεται για τη διάθεση των αυτουσίων εισοδημάτων της Μονής μετά από πρόταση του Ηγούμενου Συμβουλίου. 15. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τις πληρωμές από τα πλεονάσματα της διαχειρήσεως και την επένδυσή τους σε χρεόγραφα ή χρηματόγραφα. Άρθρο 17, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 16. Η εκποίηση ακυνήτων κτημάτων των Μονών γίνεται με απόφαση της Ιεράς Συνόδου μετά από έτσι του Ηγούμενου Συμβουλίου που υποβάλλεται δια τουικίου Μητροπολίτη μαζί με τη σχετική γνωμοδότησή του. Άρθρο 18, Προεδρικού Διατάγματος της 1-53-1932 17. Η Δημοπρασία για την εκποίηση ακυνήτων των Μονών γίνεται με όρους, συγγραφείς και υποχρεώσεις που συντάσει το Ηγούμενο Συμβούλιο και εγκρίνει ο Μητροπολίτης. Άρθρο 1, Παράγραφος 1 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 18. Ο Μητροπολίτης ορίζει τον κληρικό που θα αποτελέσει μέλος της Επιτροπής Δημοπρασίας. Άρθρο 1, Παράγραφος 4 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 19. Οι εφημερίδες στις οποίες δημοσιεύεται η διακήρυξη της Δημοπρασίας αποστέλονται στο Μητροπολίτη. 20. Ο Μητροπολίτης διαβιβάζει μαζί με τη γνώμη του τα πρακτικά της Δημοπρασίας στην Ιερά Σύνοδο για έγκριση. Άρθρο 7 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 21. Η απόφαση της Ιερά Σύνοδου κοινοποιείται στο Ιγουμνού Συμβούλιο Διά του Μητροπολίτη. Άρθρο 8 Παράγραφος 2 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 22. Η Ιερά Σύνοδος ως Ανώτερη Εκκλησιαστική Αρχή μπορεί να διατάξει την επανάληψη της Δημοπρασίας για όσους λόγους αναφέρει ο νόμος. Άρθρο 12 ΕΒΒ Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 23. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει την απόφαση του Ιγουμνού Συμβουλίου για την περίληψη σε μία προκήρυξη περισσότερων δημοπρασιών. Άρθρο 15 Βασιλικού Διατάγματος 12-23-1948 24. Ο Μητροπολίτης αναφέρεται στην Εκκλησία της Ελλάδος ως Ιωνί καθολικό διάδοχο του καταργηθέντος ο ΔΕΠ δια του αρμοδίου Μητροπολίτη. Άρθρο 38 ΝΓΕΙΔ του 1909 25. Ο Μητροπολίτης εγκρίνει τον ετήσιο προϊπολογισμό και απολογισμό των μονών της επαρχίας του. Άρθρο 21 και 22 Προεδρικού Διατάγματος της ΜΜΙΑ κάθος 5-3 του 1932 Σε συνδυασμό με το άρθρο 11 περίπτωση Συγματάφ κανονισμού υπαριθμών 39 του 1972. Υποστηρίζει το όμως βάσιμα η άποψη ότι έχουν καταργηθεί από τη θέση σε ισχύ του νόμου 1700 του 1987 όλες οι σχετικές με τη διοίκηση γενικώς και διαχείριση της μοναστηριακής πυρουσίας διατάξεις μεταξύ των οποίων οι πλέον σημαντικές ήταν οι περιλαμβανόμενες στον κανονισμό 14 του 1981 περίοδεπ. Στο Προεδρικό Διάταγμα της ΜΜΙΑ κάθος 5 Μαρτιού 1932 Περιδιοικίσεως και Διαχείρισεως της Διατηρουμένης Πυρουσίας των Μονών. Στο Νομοθετικό Διάταγμα της 12 κάθος 23 Φεβρουαρίου 1948 Περιόρων και Τρόπου Εκτιμίσεως των Ακινήτων της Διατηρουμένης Πυρουσίας των Μονών. Συγκανονιστικές διατάξεις 3 και 4 του 1969 Περιεκπήσεως και Εγκμηστώσεως Αντιστήχος των Εκκλησιαστικών Ακινήτων και Κινητών. Οι όποιες συναιπώς αβεβαιότητα ως προς την ερμηνεία ή τυχό νομοθετικό κενό, το οποίο ως ιδιομόρφα αυτοίς καταστάσεως παρουσιάζεται και έως ότου ρυθμιστούν εκ νέου ή κατά διαφορετικό τρόπο τα σχετικά ζητήματα, δεν μπορεί παρά να εμπνευθεί με βάση την αρχή της αυτονομίας της διοικίσεως και διαχειρήσεως της περιουσίας των Ιερών Μονών. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να τονιστεί ότι η έγκριση είτε του Μητροπολίτη είτε της Ιερασυνόδου, που προβλέπουν ενοτερό ρυθμίσεις, προϋποθέτει έλεγχο του εγκρίνοντος οργάνου, που περιορίζει στη νομιμότητα μόνο της εγκρινόμενης ράξης, διότι ο διαχειριστικός έλεγχος που εισάγουν οι ρυθμίσεις αυτές υπόκειται στο Γενικό Κανόν του Α'ΤΡΙΝΕΙΑ, παράγραφος 6, νομ. 590-977, κατά την οποίο ο Μητροπολίτης ασκεί των έλεγχων της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρήσεως των Ιερών Μονών της επαρχίας του. Δεν έχει δικαίωμα να προχωρήσει σε έλεγχο σκοπιμότητας αυτής και να αρνηθεί την έγκριση. Αν αρνηθεί να την εγκρίνει παρότι τηρήθηκε η νομιμότητα απ' το Υγούμενο Συμβούλιο, η αρνητική πράξη του είτε ρητεί, είτε σιωπηρή, τεχμερώμενη από την παράληψή του να δώσει την έγκριση, υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατίας, θεωρητικός βεβαίως όλα αυτά ισχύουν. Έκτον, προχωρούμε σε άλλο θέμα. Βάση των διατάξεων του νόμου, το Υγούμενο Συμβούλιο έχει την εξουσία να εκμεταλλεύεται την ακίνητη υπερουσία της Μονής, με τους ακόλουθους μόνον τρόπους, πρώτον με αυτοκαλλιέργεια, δεύτερον με εκμίστοση σε τρίτους και τρίτον με εκποίηση τμήματον. Η εκμίστοση γίνεται υποχρεωτικά με δημοπρασία, τακτική αν το εττήσιο μίστομα υπερβαίνει ένα ορισμένο προσώ και πρόχεινη διαφορετικά, μετά από έγκριση αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής, δηλαδή του επιχωρίου Μητροπολίτη. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας διέπεται μέχρι την αρκείτη λεπτομεριά της από τις διατάξεις του πολικιακού νομοθέτη με ποινή ακυρότητας. Άρα, η απευθείας συναψησύνβασης μισθώσεως με συγκεκριμένο πρόσωπο είναι άκυρη. Παρέκληση εις τά το άρθρο μόνον του νομοθητικού διατάγματος 1717 της 22.8.1942, περ' μισθώσεως αγρών και χέρσων εκτάσεων δηλαδή βοσκοτόπων ιερών μονών, προβλέπει εκμίστοση με δημοπρασία και πάλι μετά απόφαση της σειράς συνόδου που εγκρίνεται από τον Υπουργό Παιδείας Θρησκευμάτων ως συνετερισμούς ακτιμόνων για πολυετές διάστημα και υποόρους καθοριζομένους από την Ιερά Σύνοδο, χωρίς την παροχή δικαστικής προστασίας που εκπηγάζει από το ενοικειοστάσιο των βοσκών. Η εκποίηση μοναστηριακού ακυνήτου, η διανομή, καθώς και η σύσταση εμπραγμάτων δικαιώματος, λόγω χάρη δουλείας, ξιλεύσεως ή βοσκίσεως, που κι αυτή συνιστά εκποίηση υπό ευρύα έννοια, βλέπτε μόνο μετά από απόφαση της Ιεράς Σύνοδος της Εξίας Ελλάδος, αφού προηγηθεί αίτηση του ειδομένου Συμβουλίου υποβαλωμένη δια του οικείου Μητροπολίτου. Επιπλέον, αν πρόκειται για δασική έκταση, απαιτείται άδεια των Υπουργών Παιδείας Συσκευμάτων και Γεωργίας, αν πάλι πρόκειται για αγροτικό ακυνήτου, απαιτείται προηγούμενη απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, εν όσο ίσχει η σχετική διάταξη. Σε κάθε περίπτωση, η εκποίηση διενεργείται με τακτική πλειοδοτική δημοπρασία, μυστική μάλιστα, της οποίας τα πρακτικά κυρώνονται από την Ιερά Σύνοδο που έδωσε την άδεια. Διαφορετικά είναι άκυρη. Η ακυρώτα μάλιστα είναι σχετική υπέρ των μονών. Άρα είναι αδύνατη η απευθείας προς συγκεκριμένα πρόσωπα μεταβίβαση της κυριότητας ακυνήτου, ίσηις τασηδουλίας, λογοχαριβοσκήσιος ή ξηλεύσεως. Να σημειωθεί ότι ο νόμος 3.250 του 1924, όπως το άρθρο 2 τροποποιήθηκε με το μόνο άρθρο του νόμου 248 του 1952, ο οποίος απαγορεύει με ποινή ακυρώτητα εμπράμα της δικαιοπραξίας επεγρατικών αγκινήτων για την πέρα των διαπροσίων 50 στρεμάτων έκταση να ιδιοκτήτει χωρίς την άδεια του Υπουργού Γεωργίας, εξακολουθεί να ισχύει, τώρα πλέον δεν ισχύει και δεν αντίκτηται στο Ισχυό Σύνταγμα. Έχετε εφαρμογή και από της εκκλησιαστικής περιουσίας. Είχε εφαρμογή. Τέλος, δυνατότητα παραχωρήσεως της χρήσεως μίας μοναστηριακής γείας με χρησιδάνιο, δεν προβλέπει ο νόμος. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι είναι δυνατόν ιερά μονή να χρησιδανήσει αγκίνητό της στο δημόσιο για κοινοφελής σκοπό, λοχάλη δημιουργία φυτορίου. Οπότε, αν το δημόσιο δεν υλοποιήσει το σκοπό, το αγκίνητο είναι άμεσα αποδοτέο. Τώρα προχωρούμε σε ένα άλλο θέμα, στη διαχείριση της περιουσίας των ήσυχαστηρίων. Όπως προαναφέρθηκε, τα ήσυχαστήρια είναι και αυτά μοναστικά ιδρύματα με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αλλά δεν συνιστούν μονές κατά νομική ακρίβεια. Δεν μπορούν λοιπόν να ταυτιστούν με τις ιερές μονές του Άρθου 39, παράγραφη 1-7 κατά θρατικού χάρτη, παρά μόνον από απόψεως επιδιοκόμενου σκοπού. Όσοι ασκούνται σε ήσυχαστήρια, είναι μεν μοναχοί κατά την κανονική έννοια του όρου, αλλά δεν αποκτούν τη μοναχική ιδιότητα ως προς το σύνολο των συνεπιών που αυτή συνεπάγεται σύμφωνα με την κανονική και πολιτιακή νομοθεσία. Τα ισυχαστήρια που λειτουργούν μέσα στην εδαφική περιοχή της εκκλησίας της Ελλάδος είναι είτε άτυπες ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη θρησκευτικού σκοπού Άρθου 107 στιγμού κόδικα, είτε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, σωματεία, ιδρύματα, αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Διέπονται από τον οργανισμό τους. Όταν συντάσσονταν ο καταστατικός χάρτης, νόμος 570 του 1977, ήταν ήδη μια αντικανονική πάντως πραγματικότητα. Γι' αυτό η ύπαρξή τους δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Αναγνωρίστηκαν κατ' ανάγκη και με το άρθρο 39 παράγραφος 10 καταστατικού χάρτη. Παρασχέθηκε στη ρασίνοδο εξουσιοδότηση να εκδώσει κανονιστική απόφαση για τον καθορισμό των πλαισίων της λειτουργίας τους. Τέτοια απόφαση δεν εκδόθηκε ακόμη, πράγμα που εντείνει τη σύγχυση γύρω από τη φύση τους. Εφόσον είναι έστω sui generis, μοναχικοί σχηματισμοί, αλλά πάντως αυτοτελεί νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, έχουν το δικαίωμα κτίσεως περιουσίας και μετοχείων. Για τη διοίκηση και διαχείριση ακίνητης και κάθε περιουσίας τους. Ελείψει άλλης νομοθετικής προβλέψεως. Ισχύουν οι κοινές διατάξεις, συμπληρούμενες ως προσταϊδωτικού δικαίου ζητήματα από τον οργανισμό τους, που αποτελεί πηγή ουσιαστικού δικαίου, γιατί περιέχει κανόνες απρόσωπους και αφηρημένους, που αφενώς με ενοργανώνουν το Ισυχαστήριο εσωτερικά, αφετέρου ρυθμίζουν τις ένομες σχέσεις των μελών του. Οι διατάξεις του νόμου 1787 δεν αναφέρονται στην περιουσία των Ισυχαστηρίων, αφού από την όλη διατύπωση νόμου καθίσταται σαφές ότι ο νόμος αυτός αφορά στην ακίνητη περιουσία των ιερών μονών, συναισθημένον κανονικά με τον τύπο της νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου, η οποία στο παρελθόν είχε ρυθμιστεί με την περιοδεπνομοθεσία. Στην τελευταία όμως δεν είχε υποβληθεί η διοκτησία των Ισυχαστηρίων, αυτό καθίστηκε σαφέστερο και από τη ρύθμιση του Άθρο 7, νόμου 1787, που αναφέρει στην αξιοποίηση της αστικής περιουσίας όλων εξαίρετα των νομικών εκκλησιαστικών προσώπων δημοσίου και δικαίου δικαίου. Τέλος, ούτε οι ρυθμίσεις του νόμου 1811-1988 υπόκεινται, αφού κανένα Ισυχαστήριο δεν συμβλήθηκε στην κυρωθήσα με το νόμο αυτό σύμβαση. Η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών. Ο Οργανισμός Διοίκησης Εκκλησιαστικής Πηρουσίας ΟΒΕΠ ιδρύθηκε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με το νόμο 4.648 του 1930, που κωδικοποιήθηκε με το προηδικό διάταγμα της 14.21.1931. Καταργήθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο και στον ΟΒΕΠ ανατέθηκε η διοίκηση και διαχείριση της εκποιητέας εκκλησιαστικής περιουσίας πλήν της ενοριακής, καθώς και η διάθεση του προϊόντος της ρευστοποίησης. Ο ΟΒΕΠ μετά την αλλαγή του νομικού καθεστώτος στην εκκλησιαστική περιουσία που πέφραε νόμι 1787 και 1811-1888, καταργήθηκε με το άρθρο 3 νόμου 1811 του 1988. Σ' ένα μέρος από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταργηθέντος ΟΒΕΠ υπησήλθε εξ λέγγε ο Σιονί καθολικός διάδοχος η Εκκλησία της Ελλάδος. Συγκεκριμένα η διαδοχή αυτή ως προς την περιουσία των μονών διαδοχή αφορά στα εξής. Πρώτον, η ακίνητη και ακίνητή περιουσία που ανήκε κατά κυριότητα νομή και κατοχή στον ΟΒΕΠ περίληθε αυτοδικαίως στην Εκκλησία της Ελλάδος, άρθρο 3 παράγραφος 2 εδάφιο 3 της σύμβασης που κυρώθηκε με το άρθρο 1 νόμου 1811 του 1988. Είναι σαφές ότι η διαδοχή αφορά στα πράγματα της προσωπικής περιουσίας που είχε αποκτήσει ο ΔΕΠΛΟ, χάρη ακίνητα, γραφία, εξοπλισμός και άλλα και όχι στα ακίνητα των μονών που δυνάμει διατάξεως του νόμου ως τρίτος διοικούσε και διαχειριζόταν. Δεύτερον, η Εκκλησία της Ελλάδος θα διοικούσε στο εξής από την περιουσία των ιερών μονών που συμβλήθηκαν στη σύμβαση. Εκείνο το μέρος από την αστική περιουσία τους που στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί ως ρευστοποιητέα και συνεπώς τη διοικούσε ο ΔΕΠΛΟ. Καθώς και εκείνο το μέρος από την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία των ίδιων μονών που απέμενε στις μονές μετά την παραχώρηση με τη σύμβαση στο δημόσιο και που και αυτοί στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί ως ρευστοποιητέα και τη διοικούσε ο ΔΕΠΛΟ. Για αυτή μόνο την περιουσία ορίστηκε ότι θα διοικεί και θα διαχειρίζεται, νομιμοποιούμεναι ενεργητικά και παθητικά οι επισερχόμενοι στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καταργουμένου ο ΔΕΠΛΟ, άρθρο 3, παράγραφος 2, εδάφιο 2 της σύμβασης που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1811 του 1988. Βέβαια με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του ίδιου νόμου αματέθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος και συγκεκριμένα στη Διαρκή Ιερασύνοδο η διοίκηση και διαχείριση όλης της αστικής περιουσίας, ανεξάρτατα από το καθεστώς που την είπε στο παρελθόν των ιερών μονών που δεν συμβλήθηκαν. Ωστόσο η εξουσία αυτή χωρηγήθηκε στην Εκκλησία πρωτογενός και όχι κατά διαδοχή. Γιατί τέτοια διαχειριστική εξουσία επί όλης εγγέννη της αστικής περιουσίας των μονών αυτών δεν είχε ο δε. Όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη. Με αντίθεση αισχύει το άρθρο 55 του νόμου 2413 του 1996 με την οποία διάταξη η Ελλάδα συμμορφώνεται με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ιερές Μονές κατά Ελλάδος. Η Εκκλησία της Ελλάδας με βάσει την αξιοδική διάταξη του άρθρου διά της συμβασίας που κυρώθηκε με τον νόμο 1811 του 1988 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1, παράγραφος 4, 3, 4 περίπτωση ε, 9, 42, 46 και 47 παράγραφος 2. Συνέστησε με τον κανονισμό 100 του 1998 την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπερεσία Οικονομικών, την Γνωστιεκείο, για τη δήξη διαχείριση και αξιοποίηση της εγγενικής κινητής και ακινήτου εκκλησιαστικής περιουσίας, είτε της ανικούσης ή στον καταλογηθέντα ο ΔΕΠ και της εκποιητέας μοναστηριακής διάφτης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού. Ο σκοπός ευρίας αυτής διατυπώσεως των αρμοδιωτήτων της εκείω θα γίνει αντιλήπτως κατωτέρω. Εδώ θα σημειώσουμε ότι τα όρια των αρμοδιωτήτων του πρέπει να ερμηνευθούν με βάση τις εξουσίες που ρητά χωρηγήθηκαν στην Εκκλησία της Ελλάδος από τον νόμο 1811 του 1988, διαφορετικά υπάρχει υπέραμα σε την ορίον της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Και προχωρούμε στο θέμα οι διαχειριστικές εξουσίες της Εκκλησίας της Ελλάδος επί περιουσίας των μονών που δεν συμβλήθηκαν. Εξαιτίας λοιπόν των νωτέρων νομοθετικών μεταβολών δημιουργήθηκαν πολλές παραρμηνίες για το νέο καθεστώς, που ωστόσο άρχισαν σιγά σιγά να αποκαθίσθανται από την νομολογία. Μία εξ αυτόν είναι και η διατυπωθής άποψη ότι ο καταργητής οδέπηχε δικαιώματα νομής, διοικίσεως και διαχειρίσεως πάνω σε εκείνο το μέρος μοναστηρικής περιουσίας, που στο παρελθόν είχε χαρτηριστεί ως εκποιητέα. Και άρα τον διαδέχτηκε στα δικαιώματα αυτά η Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει το άρθρο τρία, παράγραφος δύο, εδάφιο γ, της από 11 ΑΠΕΜ του 1988, συμβάσεως που κυρώθηκε με το άρθρο ένα του νόμου 1911 του 1988. Η θέση αυτή διατυπώθηκε στην από 15-7-1999 αγωγή της Εκκλησίας Ελλάδος, κατά της «Ειράς Μονής Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μεγάλου Μετεόρου», ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικίου Τρίκα Άλλων, καθώς και στη νόμιου περιεχομένου αίτηση υπάρχουν αριθμό κατά θέσεως 47-14-7-1998, περί λήψιος ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ρινουδικίου Καλαμπάκας μεταξύ των αυτών διαδίκων. Επί της τελευταίας εκδόθηκε υπαριθμών 19-1998 απόφαση του Ρινουδικίου Καλαμπάκας, που δικαίωσε τις θέσεις της Μονής. Εκδόθηκε τελεσίδικα με την υπαριθμόν 112-1999 απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικίου Τρικά Άλλων που δίκασε ως εφετίο. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν ενώψη διαφοράς ασφαλιστικών μέτρων νομής μεταξύ της Συράς Μονής Μεγάλου Μετεόρου, τρίτου ιδιότη και της Εκκλησίας Ελλάδος. Δέχθηκαν ότι δείξη και διαχείριση του επίδικου δάσους, το οποίο περιλαμβανόταν στην εκποιητέα περιουσία της Συράς Μονής, που δεν είχε συμβληθεί στη σύμβαση του νόμου 1811-1988, ανήκε στην ίδια την Ιερά Μονή και όχι στην Εκκλησία της Ελλάδος ως διάδοχο του ΟΔΕΠ, όπως η τελευταία υποστήριζε. Ποιο αναλυτικά. Η Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεόρου έχει την κυριότητά της ένα δάσος στη θέση Λογγά Καλαμπάκας, το οποίο υπό την ισχύ του νόμου 4.684 του 1930, είχε περιληφθεί στη ρευστοποιητέα περιουσία της. Το ελληνικό δημόσιο μετά την ψήφιση του νόμου 1787 παρέλαβε το δάσος στη διαχείρισή του, διότι η Ιερά Μονή δεν διέθεται το αξιούμενο από τον νόμο 1711 του 1787, έγραφο και μεταγεγραμμένο τίτλο κυριότητας. Μετά τη νίκη όμως των Ιερών Μονός στο Στρασβούργο και την ψήφιση του άρθρου 55 νόμου 2.413 του 1916, απέδωσε εκούσια το δάσος στη Ιερά Μονή. Ωστόσο η Εκκλησία της Ελλάδος είχε διαφορετική γνώμη. Θεώρησε ότι είναι γενικός διάδοχος του ΟΔΕΠ και διεκδίκτησε όχι μόνο τη διοίκηση και διαχείριση του δάσους, αλλά και τη νομή του. Μάλιστα το μίστοσε, εν αγνοία της Ιεράς Μονής, σε τρίτο μιστοτή με όρους ασύμφορους. Η Ιερά Μονή ζήτησε να λήφθουν ασφαλιστικά μέτρα κατ' ούτου τρίτου μιστοτή για διατάραξη της νομής, διότι επικαλούνταν αβάσιμα μιστοτικά δικαιώματα. Εκείνα δηλαδή που είχε από την ανωτέρο μίστοση από την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία όμως μίστοση έγινε από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έκανε κύρια παρέμβαση η Εκκλησία της Ελλάδος, υποστηρίζοντας ότι έχει όχι μόνο τη διοίκηση και διαχείριση του δάσους αυτού, αλλά και τη νομή του. Το Εινοδικείο Καλαμπάκας με την υπαρρυθμό 1908 απόφασή του, δικαίωσε τις θέσεις της Μονής, απέδωσε τη νομή του δάσους στη Μονή και απέριψε την κύρια παρέμβαση της Εκκλησίας της Ελλάδος ως μη νόμιμη, διότι με βάστηκε η μη νομοθεσία όχι μόνο τη νομή δεν είχε, αλλά ούτε καν τη διαχείριση και διοίκηση του δάσους, έστω και αν στο παρελθόν είχε χαρακτηριστεί εκ ποιηταίο. Τα ίδια έκρυνα με την υπαρρυθμόν 112 του 1999 απόφασή του και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλλων, ενώπιον το πήγχθη η υπόθεση μετά από έθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και τώρα ας προχωρήσουμε σε κριτική της άποψης ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ως διάδοχος στο ΔΕΠ έχει τη νομή, διαχείριση και δίξη της εκποιηταίας περιουσίας των Μονών που δεν συμβλήθηκαν. Η άποψη αυτή δεν ευσταθεί για τους ακόλουθους λόγους, τους οποίους όμως δεν θα αναφέρομαι στην παρούσα διαλέξή μας, αλλά στην επόμενη διαλέξή μας λόγω της παρόδου του χρόνου αυτής. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.