Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10
Διάλεξη 10: Θα ξεκινήσουμε, καταρχήν, συνεχίζοντας τα όσα είπαμε στο προηγούμενο μάθημα, όπου κάναμε αναφορά, να σας θυμίσω, για την Αριανική αίρεση, την κύρια τριαδολογική αίρεση που εμφανίστηκε στον 4ο αιώνα από έναν πρεσβύτερο της Αλεξάνδριας, τον Άριο και την διδασκαλία του, όπως αυτή είχε διατυ...
Κύριος δημιουργός: | |
---|---|
Γλώσσα: | el |
Φορέας: | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Είδος: | Ανοικτά μαθήματα |
Συλλογή: | Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ – ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ |
Ημερομηνία έκδοσης: |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2014
|
Θέματα: | |
Άδεια Χρήσης: | Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
Διαθέσιμο Online: | https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=8434241d |
id |
feca7f54-79c7-4560-b9a0-0c9d4858d90e |
---|---|
title |
Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 |
spellingShingle |
Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 / Διάλεξη 10 Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία πατρολογία Εισαγωγή Πασχαλίδης Συμεών |
publisher |
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
url |
https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=8434241d |
publishDate |
2014 |
language |
el |
thumbnail |
http://oava-admin-api.datascouting.com/static/7359/3f0a/2e48/ecad/afd3/f5d4/fef8/029c/73593f0a2e48ecadafd3f5d4fef8029c.jpg |
topic |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία πατρολογία Εισαγωγή |
topic_facet |
Φιλοσοφία, Ηθική, Θρησκεία πατρολογία Εισαγωγή |
author |
Πασχαλίδης Συμεών |
author_facet |
Πασχαλίδης Συμεών |
hierarchy_parent_title |
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ – ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ |
hierarchy_top_title |
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας |
rights_txt |
License Type:(CC) v.4.0 |
rightsExpression_str |
Αναφορά-Παρόμοια Διανομή |
organizationType_txt |
Πανεπιστήμια |
hasOrganisationLogo_txt |
http://delos.it.auth.gr/opendelos/resources/logos/auth.png |
author_role |
Καθηγητής |
author2_role |
Καθηγητής |
relatedlink_txt |
https://delos.it.auth.gr/ |
durationNormalPlayTime_txt |
01:28:19 |
genre |
Ανοικτά μαθήματα |
genre_facet |
Ανοικτά μαθήματα |
institution |
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
asr_txt |
Θα ξεκινήσουμε, καταρχήν, συνεχίζοντας τα όσα είπαμε στο προηγούμενο μάθημα, όπου κάναμε αναφορά, να σας θυμίσω, για την Αριανική αίρεση, την κύρια τριαδολογική αίρεση που εμφανίστηκε στον 4ο αιώνα από έναν πρεσβύτερο της Αλεξάνδριας, τον Άριο και την διδασκαλία του, όπως αυτή είχε διατυπωθεί από τον ίδιο και από τους οπαδούς του, τις κοινότητες που είχαν συσταθεί στην Αλεξάνδρια, στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές, γιατί ο Αριανισμός γνώρισε μια μεγάλη διάδοση σε όλοι το ανατολικό μέρος, αλλά και στο δυτικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, όπως είπαμε, είχε διατυπωθεί η διδασκαλία του Αρίου για την κτιστότητα του δευτερού προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Λόγου του Θεού. Είχε διατυπωθεί αυτή η διδασκαλία και στην συλλογή αυτή με τους ύμνους και τα ευκολογικά κείμενα, τη θαλία, τη συλλογή που χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί του Αρίου στις εκκλησιαστικές τους συναθρήσεις. Όλη αυτή η αναστάτωση που επήλθε από την Αριανική Έρηδα δεν αντιμετωπίστηκε, είπαμε, μόνον από μία Σύνοδο, από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Ταλάνησε την Εκκλησία, αλλά και έδωσε την ευκαιρία, στη διάρκεια όλου του 4ου αιώνα, αλλά και έδωσε την ευκαιρία να διατυπωθούν ακριβέστερα οι θεολογικές αλήθειες γύρω από το τριαδολογικό δόγμα. Να διατυπωθεί η τριαδολογική δασκαλία της Εκκλησίας και ως προς τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά και ως προς τη σχέση του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα. Έτσι, λοιπόν, στη διάρκεια του 4ου αιώνα, όπως θα δούμε, έχουμε, όπως ήδη σας έχω αναφέρει, δύο μεγάλες συνόδους, δύο οικουμενικές συνόδους, την πρώτη οικουμενική συνόδος, στην οποία συμμετείχε και ο ΩΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΩ στο 325, και μια δεύτερη οικουμενική συνόδο το 381, η πρώτη στην Ίκεα της Βυθυνίας, η δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη, που ασχολήθηκαν με τα ίδια θέματα και με κάποια επιπλέον ζητήματα, δεδομένου ότι είχε προκύψει έντονα και το ζήτημα της σχέσης του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα, και θα το δούμε αυτό σήμερα που θα μιλήσουμε και για τον Μέγα Βασίλειο, ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, εξίσου σημαντικό όπως και αυτό το οποίο κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ως προς τη σχέση των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος, οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος ήταν Αλεξανδρέας στην καταγωγή, καταγόταν από την Αλεξάνδρια. Είπαμε ότι η Αλεξάνδρια την περίοδο αυτή έφερε μια σπουδαία θεολογική παράδοση από τον τρίτο αιώνα, την παράδοση των Αλεξανδρυνών θεολόγων του Κλίμεντος και του Οριγένη. Αυτή λοιπόν αυτής της σπουδαίας παραδόσειος θεολογικής και εκκλησιαστικής παραδόσειος, μέτοχος, γνωρίζουμε ότι υπήρξε ο Μέγας Αθανάσιος. Γνωρίζουμε ότι πραγματοποίησε, έλαβε πλούσια παιδεία, θεολογική αλλά και κλασική παιδεία και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που αφορά όλους τους Πατέρες αυτής της περιόδου. Θα το δούμε όταν θα μιλήσουμε και για τον Μέγα Βασίλειο και για τον Γρηγόριο Ονίσης, για τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Αυτό το στοιχείο της εντρύφησης μέσα στην κλασική παράδοση, στην κλασική παιδεία και μάλιστα της παρότρισης προς τους νέους ανθρώπους να μελετήσουν την κλασική παιδεία ως ένα στοιχείο βασικό, ένα υπόβαθρο για να κατανοήσουν τα όντα, οτιδήποτε αφορά στην δημιουργία και έτσι να μπορέσουν καλύτερα να θεολογήσουν, να ασχοληθούν με το όντως ον. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι γεννήθηκε το 295 δηλαδή στα τέλη του 3ου αιώνα γεννιέται ο Μέγας Αθανάσιος και το 325 είπαμε ότι ήταν μόλις 30 ετών διάκονος, είχε χειροτονηθεί ήδη διάκονος από τον Αλέξανδρο Αλεξανδρίας μια ηγετική μορφή των Ορθοδόξων που παρά το γεγονός ότι όπως είπαμε άλλοι Ορθόδοξοι ηγέτες αυτής της περίοδου σε μια περίοδο κατά την οποία είπαμε δεν είχαν επακριβώς διατυπωθεί αυτές οι σημαντικές δογματικές αλήθειες γύρω από την Αγία Τριάδα παρέκλιναν από την Ορθόδοξη διδασκαλία, σας ανέφερα την περίπτωση του Μαρκέλου, του Μαρκέλου Αγγίρας στο προηγούμενο μάθημα και άλλων ηγετών της Ορθόδοξης παράταξης, παρά ταύτα ο Αλέξανδρος Αλεξανδρίας υπήρξε μια σημαντική μορφή, ένας αδιάλειπτα ισχυρός ηγέτης των Ορθοδόξων. Ως διάκονος του λοιπόν ο Αθανάσιος συμμετείχε στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και αναδείχθηκε σε μία από τις ηγετικές μορφές. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι και άλλα πρόσωπα και διάκονοι και πρεσβύτεροι και μοναχοί συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους και ανέλαβαν πολύ σημαντικό έργο στις θεολογικές διαργασίες αυτών των μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων. Εκείνο όμως το πιο σημαντικό είναι το έργο το οποίο παρίγαγε το θεολογικό και γενικότερα το εκκλησιαστικό έργο το οποίο παρίγαγε από αυτήν την περίοδο και μετά ο Μέγας Αθανάσιος ως τέλος, ως την κύμησή του το 373 μ.Χ. Ήδη τρία χρόνια μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο το 328 μ.Χ. η ηλικία μόλις 33 ετών ο Αθανάσιος εξελέγη και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδριας. Σε πολύ νεαρή ηλικία στοιχείο που μαρτυρεί αυτήν την μεγάλη αναγνώριση και την απήχηση που είχε η προσωπικότητά του και η θεολογική του προσφορά σε όλον τον Ορθόδοξο κόσμο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο. Σε μία πάρα πολύ μικρή ηλικία παρά το γεγονός μάλιστα ότι αντέδρασαν έντονα οι ισχυροί κύκλοι αιρετικών της Αλεξάνδριας και της Αιγύπτου και από τους Αριανούς και από τους Μελιτιανούς. Είναι ένα άλλο σχείσμα που εμφανίζεται στην Αίγυπτο, το Μελιτιανό σχείσμα. Και από τους Κολουθιανούς, ο παδούς του Κόλουθου, πολλές αιρετικές ομάδες αντέδρασαν παρά τα αυτά, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν αυτήν την ανάριση του νεαρού Αθανάσιου στον Αρχιεπισκοπικό και στον Πατριαρχικό Θρόνο της Αλεξάνδριας. Εκείνο όμως το οποίο κατόρθωσαν ήταν συνεχώς να διαβάλουν την θεολογική του διδασκαλία, μάλιστα να εισάγουν μέσα σε αυτές τις διαβολές και στοιχεία που σχετίζονταν με μία αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας, την περίοδο αυτή αυτοκράτορας είναι όπως γνωρίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος και αυτό το γεγονός προκάλεσε τη σύγκληση μίας συνόδου από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 335 μ.Χ. στην Τύρο. Είναι η περίφημη σύνοδος της Τύρου, στην οποία προσήλθε ένας πολύ μεγάλος αριθμός αριανιζόντων, αριανών επισκόπων και ασφαλώς και πολύ ορθόδοξοι επίσκοποι για να συζητήσουν, ως βασικό θέμα είχαν τις θέσεις του Μ.Αθανασίου και ασφαλώς μέσα σε αυτό το κατηγορητήριο που είχε προκύψει εναντίον του Μ.Αθανασίου είχαν κατασκευαστεί και πάρα πολλά άλλα εξοφρενικά ψεύδι από τους αριανούς, είχε φωνεύσει έναν επίσκοπο τον Αρσένιο, τελικά οι ορθόδοξοι προσήγαγαν εκεί ζωντανό τον Αρσένιο για να καταρρίψουν αυτήν την κατηγορία, ότι είχε διαφθείρη μία γυναίκα, προσήγαγαν και αυτήν την γυναίκα η οποία καταδεικνύοντας προσπαθώντας να κατηγορήσει τον Αθανασίο, τελικά κατέδειξε ένα άλλο πρόσωπο και όχι τον Αθανασίο. Έτσι λοιπόν αυτές όλες οι κατηγορίες αποδείχθηκαν ψευδείς και καμία κατηγορία δεν κατόρθωσε να παραμείνει ισχυρή έναντι του Μεγάλου Αθανασίου. Εν τούτοις ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε την εξωρία του για να ειρηνεύσει η εκκλησία στα τρέβυρα της Γαλλίας και εδώ καταγράφεται η πρώτη εξωρία από μία σειρά εξωριών, λιγοετών, βραχύβιων ή μακρόχρονων εξωριών τις οποίες αντιμετώπισε ο Μέγας Αθανασίος ως περίπου το τέλος της ζωής του. Συνολικά γνωρίζουμε ότι εξωρίστηκε πέντε διαδοχικές φορές. Μια επόμενη εξωρία, αφού επιστρέφει από τα τρέβυρα της Γαλλίας, επίλθε το 340 έναν από τους διαδόχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνσταντιό, ο οποίος ήταν Αριανίζων, έρεπε προς την ομάδα των Αριανών και τον εξωρίζεται αυτή τη φορά στη Ρώμη. Μάλιστα, κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι ο Αθανασίος έγινε με ιδιαίτερη θέρμη δεκτός από τους Χριστιανούς της Ρώμης και υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος αυτή η περίοδος της εξωρίας του στη Ρώμη. Ήρθε σε επαφή με τα εκκλησιαστικά πρόσωπα τους εκκλησιαστικούς ηγέτες της Ρώμης. Μετέφερε τη διδασκαλία για το μοναχισμό και το πνεύμα του μοναχισμού, ο οποίος είπαμε ότι την περίοδο αυτή γνώριζε μεγάλη διάδοση από μεγάλη απήχηση εξαιτίας της παρουσίας του μεγάλου Αντωνίου για τον οποίον όπως θα δούμε έγραψε το σημαντικότερο κείμενο που έρχεται από τον ίδιο το Μέγα Θανάσιο, μαθητή του σε μία περίοδο στην περίοδο της εξωρίας του στην έρημο και ασφαλώς υπήρξαν μέτοχοι οι Χριστιανοί της Ρώμης αυτής της διδασκαλίας του, της Ορθόδοξης διδασκαλίας γύρω από την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα. Ίσως εξαιτίας αυτού του γεγονότος, της παρουσίας του δηλαδή στη Ρώμη, προέκυψε και αυτή η παράδοση για το λεγόμενο Αθανασιανό Σύμβολο. Ένα σύμβολο το οποίο εμφανίστηκε στην Δυτική Εκκλησία πολύ πρώιμα, δεν είναι ακριβώς το Ορθόδοξο σύμβολο το οποίο μας είναι γνωστό από την Σύνοδο της Νίκαιας, την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ή αργότερα στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο το σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, αλλά είναι ένα πρώτο σύμβολο το οποίο μας έχει σωθεί στην Λατινική Γλώσσα. Σας το αναφέρω μόνο διότι σε αυτό το σύμβολο υπάρχει μια πρόημη αναφορά σε μία μορφή φιλειόκβε και αυτό το σύμβολο το επικαλέστηκαν αργότερα οι εκπρόσωποι της Δύσεως στις συζητήσεις που γίνονταν γύρω από το φιλειόκβε πολλούς αιώνες αργότερα. Έχουμε λοιπόν αυτήν την Δεύτερη Εξωρία του και λίγα χρόνια αργότερα το 343 μ.Χ. μία Δεύτερη Σύνοδος συγκαλείται και πάλι για να συζητήσει τα ίδια θέματα έχοντας περίπου ως κυρίαρχο ζήτημα την διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου, του μεγάλου εκπροσώπου των Ορθοδόξων. Είναι η Σύνοδος της Σαρδικής, μια πολύ σημαντική Σύνοδος. Σας είπα ότι η αρχαία πόλη Σαρδική ταυτίζεται με τη σημερινή Σόφια, έχουν εντοπιστεί στη Σόφια ερήπια της αρχαίας Σαρδικής. Στην περιοχή λοιπόν της Σόφια συγκεντρώθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός και πάλι Αριανιζών των Επισκόπων και Ορθοδόξων Επισκόπων. Τελικά όμως οι αριανοί Επίσκοποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Σαρδική και να συνεχίσουν να συγκαλέσουν μια δική τους αριανική Σύνοδο στην Φιλιππούπολη, όπου κατεδίκασαν τον Αθανασίο ενώ οι Ορθόδοξοι παρέμειναν στη Σαρδική όπου και εξέτασαν την διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου και δικαίωσαν για μια ακόμη φορά τον Αθανασίο. Αναγνωρίστηκε με έναν επίσημο συνοδικό τρόπο η διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου. Μετά από ένα μικρό διάστημα, βλέπετε το 343 συγκλήθηκε η Σύνοδος της Σαρδικής, ο Αθανασίος εξοδίζεται και πάλι το 356 από τον διάδοχο τον Κωνσταντιό και πάλι από τους αριανίζοντες από την αριανίζωσα εξουσία, καταδικάζεται στο Μιλάνο αυτή τη φορά, στο Μεδιόλανο και έτσι την περίοδο αυτή καταφεύγει στην έρημο. Είναι η περίοδος κατά την οποία θα συνδυηθεί ιδιαίτερα με τον Μέγα Αντώνιο και μάλιστα η περίοδος αυτή είναι κατά την οποία υπέρχεται και το τέλος του Μεγάλου Αντωνίου και έτσι ο Αθανασίος αναλαμβάνει να συγγράψει τον εκτενή βίο του που είπαμε ότι αποτελεί ένα πρότυπο για τη σύνταξη των μοναστικών βίων στους μεταγενέστερους συγγραφείς, αλλά και στην ουσία ένα υπόμνημα όπως θα δούμε στο οποίο καταγράφονται οι αρχές του μοναχισμού όπως ξεκίνησε στα πρώτα του βήματα, δηλαδή μέσα από την ερημητική και την λαβριωτική μορφή του όπως εμφανίζεται σε αυτό το πρώτο στάδιο ο μοναχισμός. Ακολουθεί μια εξωρία του το 362 από τον συγγενή του Μεγάλου Κωνσταντίνου των αυτοκρατόρων τον Ιουλιανό ο οποίος ανέρχεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον αυτοκρατορικό θρόνο και κατά το μικρό αυτό διάστημα περίπου τριών ετών προσπαθεί να αναβιώσει την ειδωλολατρική θρησκεία, την ειδωλολατρία. Έτσι λοιπόν εξωρίζεται και πάλι ο Αθανάσιος διότι αποτελεί μόνος του ένα μεγάλο ανάστημα, θεολογικό ανάστημα και εκκλησιαστικό κυρίως ανάστημα το οποίο ασφαλώς θα δημιουργούσε πολύ μεγάλα προβλήματα στην αναβίωση της ειδωλολατρίας και ακολουθεί μη. Μια ακόμη εξωρία από τον Ουάλη, τον γνωστό οπαδό επίσης του Αριανισμού που σχετίζεται όπως θα δούμε και με τον Μέγα Βασίλειο, είναι ένα πρόσωπο που προσπάθησε να μειώσει την απήχηση του εκκλησιαστικού και του θεολογικού έργου και του Μεγάλου Βασιλείου χωρίς επιτυχία. Συνολικά έχουμε ο χρόνος αρχιερατίας κατά τον οποίο παρέμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Αθανάσιος είναι πάρα πολύ μεγάλος, είναι 45 χρόνια, μεσολάμπισαν όμως αυτές όλες οι εξωρίες οι οποίες συμποσούμενες ανέρχονται σε 10 χρόνια. Ένα μεγάλο διάστημα το 1 τέταρτο της αρχιερατίας του το έζησε εξώριστος ο Μέγας Αθανάσιος και διοκόμενος και καταδιοκόμενος παρά ταύτα και κατά τις περιόδους των εξωριών του συνέχισε να παράγει ένα πολύ σημαντικό θεολογικό έργο που ενίσχυσε την εκκλησιαστική συνείδηση των Ορθοδόξων και την εκκλησιαστική παρουσία των Ορθοδόξων και έτσι εμφανίζεται ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Ορθοδόξων κατά την περίοδο αυτή. Υπήρξε ένα πρόσωπο στο οποίο αποτελεί το έργο του σημείο αναφοράς για όλους τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους όσον αφορά τα θέματα τα οποία παρουσιάζονται μέσα από τα έργα του που δεν αφορούν μόνον αφορούν όλες τις πτυχές της τριαδολογίας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Μέγας Βασίλος που είναι ο πρώτος συντάκτης ενός κειμένου μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αθανασίου ενός εγκωμίου στο Μέγα Αθανασίου περίπου με τη μορφή μιας μονοδίας αλλά ενός εγκωμιαστικού κειμένου ξεκινάει με αυτή την χαρακτηριστική ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με συγχωρείτοχιο Μέγας Βασίλειος ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεκινάει αυτό το σημαντικό εγκωμιαστικό κείμενό του που απετέλεσε πρότυπο και για πολλούς μεταγενέστερους βυζαντινούς συγγραφείς κειμένων μορφολογικά από πλευράς μορφολογίας πρότυπο το κείμενο αυτό ξεκινάει με τη χαρακτηριστική φράση Αθανασίων επενών αρετήν επενέσομαι γενικότερα νοώντας ως αρετή όλη την εκκλησιαστική ζωή αυτού του ανθρώπου και την εκκλησιαστική ζωή των χριστιανών. Το έργο του είπαμε ότι δεν περιορίστηκε μόνο στις εκκλησιαστικές διαργασίες τις οποίες συμμετείχε αλλά αποτυπώθηκε και σε πολύ σημαντικά συγγράμματα του τα οποία έχουν είτε έναν χαρακτήρα καθαρά θεολογικό δογματικό είτε απολογητικό όπως θα δούμε είτε και αρκετά άλλα κείμενα τα οποία έχουν επίσης σχετίζονται με τα θέματα τα οποία συζητούνταν κατά την περίοδο αυτή. Από τα πιο πρόημα έργα του ο λόγος κατά Ελλήνων το 318 είναι το πρώτο έργο το οποίο ο Αθανασίος συγγράφει το έργο αυτό σε ηλικία μόλις 23 ετών. Σε πολύ νεαρή ηλικία μόλις 23 ετών γράφει ένα σπουδαίο έργο έναν λόγο κατά Ελλήνων όπου περίπου θα μπορούσαμε να πούμε ότι επαναλαμβάνει και χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα των αρχαίων απολογητών για να καταπολεμήσει την ειδωλολατρία και την μυθολογία τους ελληνικούς μύθους τον πολιθεισμό και τον πανθεισμό που προέκυπταν μέσα από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας αλλά επισημαίνουμε το στοιχείο ότι δεν καταπολεμά την φιλοσοφία. Αντιθέτως δείχνει μια εκτίμηση προς την αρχαία φιλοσοφία ως ένα όργανο το οποίο είναι χρήσιμο όπως άλλωστε είχε χρησιμοποιηθεί η φιλοσοφία από τους μεγάλους διδασκάλους της αλεξανδρενής θεολογίας από τον Κλίμεντα και από τον Οριγέννη. Κατά συνέπεια δεν θα ήταν δυνατόν και ο Αθανάσιος να μην εκφράσει την ίδια εκτίμηση για την φιλοσοφία ως ένα εργαλείο προπαρασκευαστικό για την διατύπωση των δογματικών αληθιών της Εκκλησίας. Εξαιρετικά σημαντικό έργο του ο λόγος περί ενανθρωπίσεως του λόγου. Ένα πολύ σημαντικό έργο που ακριβώς σχετίζεται θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνιστά μία ιστορία, μία νευματική ιστορία της ανθρωπότητας, του ανθρώπινου γένους το έργο αυτό. Εξετάζει ιδιαίτερα όλα αυτά τα κείμενα, τα βιβλικά κείμενα και τα ερμηνεύει που σχετίζονται με την ενανθρώπιση του λόγου του Θεού και συνδέει αυτό το γεγονός, αυτό είναι το βασικό στοιχείο, ότι η ενανθρώπιση του λόγου του Θεού σχετίζεται, έχει άμεση σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός για το οποίο αιρίζουμε, δεν αιρίζουμε οι αίριδες και οι συζητήσεις οι οποίες βρίσκονταν σε μεγάλη έξαρση την περίοδο αυτή, δεν βρίσκονταν για τα ονόματα αλλά για τα πράγματα. Και αυτή είναι η μεγάλη αρχή πάνω στην οποία βασίζεται το έργο, το θεολογικό έργο και η διδασκαλία και του Μεγάλου Αθανασίου αλλά και των Καπαδοκών Πατέρων. Οι συζητήσεις δεν αφορούν τα ονόματα, γι' αυτό και δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ονόματα, δεν επιμένουν ιδιαίτερα στα ονόματα. Πολλές φορές δε όπως θα δούμε χρησιμοποιούν και εναλλακτικά διάφορους όρους για να μπορέσουν να προσεγγίσουν και τις μετριοπαθείς ομάδες των αιρετικών. Με αποτέλεσμα κάποιες φορές και οι ίδιοι να κατηγορηθούν ως αιρετικοί. Αλλά αυτό το οποίο έχει τη μεγάλη σημασία για τον Αθανασίου και για τους Καπαδόκες Πατέρες είναι τα πράγματα. Δηλαδή οι αλήθειες αυτές οι οποίες εμπεριέχονται μέσα στην διδασκαλία του χριστιανισμού και οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου. Δεν είναι ψηλές αλήθειες, δεν είναι κάτι το οποίο είναι αφηρημένο και σχετίζεται με μια διανοητική σύλληψη των ενιών αυτών, αλλά είναι κάτι το οποίο έχει εφαρμογή και αποτύπωση στην εκκλησιαστική πραγματικότητα που η εκκλησιαστική πραγματικότητα υφίσταται για ένα και μόνο λόγο, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, λοιπόν, ο Αθανάσιος καθίσταται ένας δεινός ερμηνευτής των κειμένων χρησιμοποιώντας την προηγούμενη ερμηνευτική παράδοση. Δεν υποκύπτει, βέβαια, στα ερμηνευτικά ολιστήματα του μεγάλου Αλεξανδρυνού Θεολόγου, του Οριγένη, τα οποία οδήγησαν τον Οριγένη σε κάποιες, σε αυτήν την προσπάθειά του να μορφοποιήσει τις αρχές της χριστιανικής θεολογίας, τον οδήγησαν και σε κάποιες αιρετικές διατυπώσεις και γι' αυτό, όπως είπαμε, τελικά οδήγησαν στην καταδίκη του οριγενισμού και στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και στις Μεταγενέστερες και στην Έκτη, στην Πενθέκτη, στην Εύδομη Οικουμενική Σύνοδο, έχουμε επαναλαμβανόμενες καταδίκες του οριγενισμού, όπως και άλλων διδασκαλιών και του Ευαγρίου του Ποντικού, που υπήρξε ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της ασκητικής θεολογίας. Και έχουμε επίσης μια άλλη ομάδα κειμένων του μεγάλου Αθανασίου, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγκαινιάζουν ένα ιδιαίτερο γραμματολογικό είδος στην περίοδο αυτή. Και είναι όλα αυτά τα απολογητικά κείμενα που συνέγραψε στο πλαίσιο της πολεμικής του κατά των Αρριανών. Ο Απολογητικός Κατά Αρριανών είναι ένα συστηματικό κείμενο που σχολιάζει επίσημα κείμενα που προέρχονταν από τους ίδιους τους Αρριανούς, 36 επίσημα κείμενα που εμπεριέχονται μέσα στο έργο αυτό. Η απολογία περί της φυγής αυτού, όταν κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε την εκκλησία του, έχουμε ένα παρόμοιο έργο θα δούμε και στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Απαντά λοιπόν εδώ στους κατηγόρους του που τον κατηγόρησαν για δηλία, όταν έφυγε, όταν εγκατέλειψε την Αλεξάνδρια και κρύφτηκε στην έρημο. Η ιστορία των Αρριανών είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο που καταγράφει την ιστορία της Αρριανικής αίρεσης, αλλά το έργο αυτό τουλάχιστον ως την Σύνοδο της Τύρου δυστυχώς έχει απολεστεί. Θα αποτελούσε μια σπουδαία πηγή για τα πρό της Συνόδου, για τις αφετηρίες αυτής της μεγάλης αίρεσης του τέταρτου αιώνα, όπως επίσης το περί τον ένα ρημίνο και σε λευκία Συνόδων επίσης εντάσσεται σε ένα τέτοιο κλίμα, έχει ένα τέτοιο περιεχόμενο. Και πολύ σημαντικό έργο το αποτελεί μια τριλογία, τρεις λόγοι του κατά Αρριανών, ένα από τα σπουδαιότερα θεολογικά αντιαρριανικά έργα του μεγάλου Αθανασίου, στο οποίο εκθέτει την διδασκαλία των Αρριανών, την αρριανική διδασκαλία, και ερμηνεύει την ορθόδοξη πίστη μέσα από την ερμηνεία των βιβλικών χωρίων της Καινής Διαθήκης, χωρία που επιλέγει από τα Ευαγγέλια και από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που αναφέρονται στην γέννηση του Υιού και στη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα. Το επόμενο έργο του το 362 ο τόμος προς τους αντιοχείς είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο στο οποίο ο Μέγας Αθανάσιος εξετάζει και αναλύει, ερμηνεύει τον όρο υπόστασης, που σας είπα όταν μιλήσαμε και για την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ότι είναι ένας όρος αμφιλεγόμενος που ταλαιπώρησε τους ορθόδοξους εκπροσώπους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, γιατί ο όρος αυτός στην ουσία κατέστη πιο έβληπτος μέσα από τη διδασκαλία των Καπαδοκών. Οι Καπαδόκες θα δούμε, ιδιαίτερα ο Μέγας Βασίλειος, ασχολήθηκαν με την ερμηνεία, με την ορθή χρήση αυτού του όρου, δεδομένου ότι όπως είπαμε, τον όρο υπόσταση νοούνταν και η ουσία αλλά και τα πρόσωπα, εντάξει. Αυτό που είπαμε, η έλλειψη διακρίσεως των όρων που εμφανίζεται σε πολύ πρόημους συγγραφείς αυτής της περιόδου, ακόμη και σε συγγραφείς, όπως είπαμε, της ορθόδοξης παρατάξιος. Και από την έρημο, όπου βρισκόταν, ο Μέγας Αθανάσιος συγγράφει και τέσσερα πολύ σημαντικά κείμενα, τέσσερις επιστολές προς τον Σεραπείονα Θμούεος, έναν φίλο του. Εκπρόσωπό του, θα μπορούσαμε να πούμε, ο Σεραπείονας προσπάθησε να μεσολαβίσει και στον Κωνσταντιό, στον αυτοκράτορα Κωνσταντιό, για να μην εξοριστεί ο Μέγας Αθανάσιος. Τελικά, όμως, ο ίδιος ο Σεραπείονας υπέστη την εξορία, εξαιτίας αυτής της μεσολαβίσεώς του, στον αυτοκράτορα Κωνσταντιό. Του στέλνει, λοιπόν, από την έρημο, όπου βρισκόταν, αυτές τις τέσσερις πολύ σημαντικές επιστολές. Και επισημαίνω ιδιαίτερα τις επιστολές του αυτές, διότι είναι τα πρώτα συστηματικά κείμενα του Μεγάλου Αθανάσιου και γενικότερα στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία, όπου διατυπώνεται η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος. Είναι πνευματολογικά κείμενα, δηλαδή έχουμε μία μετάβαση πέρα από τις συζητήσεις που έχουμε για τις σχέσεις των προσώπων, των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος και στα θέματα της Ορθόδοξης Πνευματολογίας. Και βέβαια, σε όλη την περίοδο της παρουσίας του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδριας, ο Μέγας Αθανάσιος εξακολουθούσε να στέλνει, να συγγράφει και να αποστέλνει τις λεγόμενες εορταστικές επιστολές. Είναι κείμενα που τα απέστελε προς τους άλλους επισκόπους της Αιγύπτου και μας έχουν ζωθεί κάποια από αυτά. Η σημαντικότερη από αυτές τις επιστολές που μνημονεύουμε είναι η 39η εορταστική επιστολή του Μ. Αθανάσιου. Με αφορμή τον εορτασμό του Πάσχα απέστελε τις επιστολές αυτές. Το Πάσχα, λοιπόν, του 367 αποστέλνει την 39η εορταστική επιστολή, που είναι ένα κείμενο με πολύ μεγάλη σημασία, διότι διατυπώνει και τον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Και της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης. Ολοκληρώνω με το θέμα αυτό των συγγραμμάτων, του συγγραφικού έργου του Μ. Αθανάσιου, με αυτό το πολύ σημαντικό κείμενο για το οποίο ήδη μιλήσαμε, τον βίο του Μ. Αντωνίου. Ενός προσώπου που είπαμε ότι κινήθηκε ακριβώς την περίοδο αυτή που ο Μέγας Αθανάσιος κατέφυγε στην έρημο. Βεβαίως τον είχε γνωρίσει και πολύ νωρίτερα και γι' αυτό τον λόγο, άλλωστε, του εμπιστεύθηκε πολλά πράγματα και εμφανίζεται ως γνώστης της διδασκαλίας του Μ. Αντωνίου, παρά το γεγονός ότι μας έχουν σωθεί και άλλα κείμενα που φέρονται με το όνομα του Μ. Αντωνίου, όχι τόσο στην ελληνική παράδοση όσο κυρίως στην κοπτική παράδοση, οι λεγόμενες επιστολές του Μ. Αντωνίου. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι είναι ενσωματωμένο μέσα σε αυτό το εκτενέστατο κείμενο στον βίο του Μ. Αντωνίου μας παραδίδεται όλη η ιδιωτή αλλά κυρίως η διδασκαλία του Μ. Αντωνίου και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε στα πρώτα του βήματα ο αρχαίγονος μοναχισμός. Στο κείμενο αυτό που σας μνημόνευσα, στο εγκόμιο του Μ. Αθανάσιου, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον βίο αυτό με αυτή τη χαρακτηριστική φράση ότι ο βίος του Μ. Αντωνίου αποτελεί της μοναδικής πολιτείας νομοθεσία εν πλάσματι διηγήσεως. Με τη μορφή δηλαδή μιας διήγησης στην ουσία ο Αθανάσιος κατέγραψε τις αρχές της μοναχικής δηλαδή πολιτείας. Της πολιτείας των μοναχών αυτού του νέου γένους μέσα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή που προέκυψε μετά το τέλος των διωγμών. Και είπαμε ότι αποτέλεσε πρότυπο για τη δημιουργία αυτού του ιδιαίτερου είδους και γνώρισε το κείμενο αυτό περισσότερο από όλα τα άλλα κείμενα του Μ. Αθανάσιου ένα πλήθος μεταφράσεων. Ήδη δηλαδή από το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα έχουμε λατινικές μεταφράσεις του Βιού του Μ. Αντωνίου από τον Ευάγριο, όχι τον Ποντικό, έναν άλλο θεολόγο στην Αντιόχεια και άλλα πρόσωπα που μεταφράζουν το κείμενο αυτό στη λατινική γλώσσα και αργότερα και σε άλλες ανατολικές μεταφράσεις. Τώρα ως προς τη θεολογία του Μ. Αθανάσιου αυτό που ασφαλώς θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι ένα είναι το κύριο στοιχείο, η βάση πάνω στην οποία εδράζεται η θεολογία του Μ. Αθανάσιου και αυτή είναι η παράδοση. Αλλά τι σημαίνει παράδοση αυτό είναι εκείνο το οποίο πρέπει να γνωρίζουμε όσον αφορά στην βάση της θεολογίας του Μ. Αθανάσιου. Τι σημαίνει παράδοση για το Μ. Αθανάσιο. Η παράδοση είναι δύο βασικά στοιχεία. Είναι το κείμενο της Αγίας Γραφής. Τα κείμενα που έχουν αποτυπώσει γραπτός τη διδασκαλία του Χριστού των Αποστόλων, αλλά ξεκινάει η παράδοση ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Οριακά λέει ο Αθανάσιος δέχεται την Παλαιά Διαθήκη μέσα στην αφετηρία αυτής της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Η κατεξοχήν παράδοση είναι η διατύπωση της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Αλλά συνεχίζεται η παράδοση αυτή και ως τους πατέρες της εκκλησίας. Μέσα από την διδασκαλία των πατέρων της εκκλησίας ερμηνεύεται, είπαμε, η προγενέστερη παράδοση. Είναι η ερμηνεία του γεγονότος της θείας οικονομίας και έτσι, λοιπόν, η παράδοση κατά τον Μέγα Αθανάσιο φτάνει και επεκτείνεται ως τους πατέρες οι οποίοι θεολόγησαν πριν από αυτόν. Επίσης, πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι ο δρόμος εκείνος ο οποίος οδηγεί στη γνώση του Θεού δεν είναι κάτι το εξωτερικό, δεν σχετίζεται με τη γνώση όπως αυτή την αποκτά ο άνθρωπος μέσα από τη φιλοσοφία ή από τη γνώση, την μελέτη και την εξερεύνηση του κόσμου, αλλά είναι μια εσωτερική διαδικασία, είναι μια εσωτερική διαργασία που βεβαίως οδηγεί σε μια μερική γνώση του Θεού. Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις ενέργειές του και ασφαλώς δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γνωρίσει την ίδια την ουσία του Θεού. Ως δημιούργημα, ως κτίσμα δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει την ουσία του δημιουργού του. Επίσης για το Μέγα Θανάσιο υπάρχει το στοιχείο ασφαλώς της υπερβάσεως, υπερβατικός ο Θεός, κατά συνέπεια ακατάληπτος, το στοιχείο αυτό που είπαμε ότι εν υπάρχει στην αποφατική θεολογία που εγγενιάζεται με τον Κλίμεντα τον Αλεξανδρέα, αλλά δεν είναι μόνον υπερβατικός, είναι και προσωπικός. Και ως προσωπικός ο Θεός εκφράζεται μέσα από τις ενέργειες των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Τώρα, ως προς τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα. Αυτό το οποίο ιδιαίτερα τονίζει είναι ότι αποτελεί συνιστά τέλειο γέννημα του Πατρός ο Υιός, όχι κατά θέλησιν, και αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο, δεν θα επιμείνουμε στα θέματα αυτά γιατί θα τα δείτε διεξοδικά, θα τα μελετήσετε στα επόμενα χρόνια των σπουδών σας, ιδιαίτερα στην ιστορία των δογμάτων και στη δογματική. Δεν είναι κατά τη θέληση του Πατρός τέλειο γέννημα, αλλά είναι υφίσταται ως υφίσταται εκ της μίας ουσίας και ασφαλώς είναι άναρχος. Αυτό το οποίο βλέπουμε ότι έχει περάσει ιδιαίτερα στην υμνογραφία αυτών των ημερών, αυτής της περιόδου στην οποία εισερχόμαστε, του Αγίου Δαδεκαημέρου, των Χριστουγέννων. Υδιαίτερα στην υμνογραφία αυτή θα δείτε πώς διατυπώνονται όλες αυτές οι δογματικές αλήθειες. Έτσι λοιπόν, όπως ο Πατέρας δεν έχει αρχή, είναι άναρχος. Κατά τον αυτόν λόγο και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι άναρχα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Και κατά την χαρακτηριστική φράση του Μεγάλου Αθανασίου, και αυτό πρέπει να το προσέξουμε, ο Υιός αποτελεί εικόνα και ομοίωση του Πατρός. Και σας επισημαίνω ιδιαίτερα αυτήν τη διάκριση. Δεν αναφέρει ο Αθανασίος, ο Μέγας Αθανασίος, δεν κάνει αναφορά στον Υιό και λόγο ως κατοικώνα και καθομοίωσιν, αλλά ότι συνιστά την εικόνα και την ομοίωση του Πατρός. Για να διευκρινήσει ότι το κατοικώνα και το καθομοίωσιν, όπως αργότερα το τονίζουν και οι άλλοι πατέρες της Εκκλησίας, ακριβώς για τον άνθρωπο, ακριβώς δείχνει αυτό το στοιχείο, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατά τον λόγο του Θεού. Ομοιούμενος προς τον λόγο του Θεού. Η πραγματική εικόνα του Θεού είναι ο λόγος του Θεού. Εντάξει, είναι εικόνα και ομοίωση λοιπόν του Πατρός. Όπως κατ' αναλογία είναι το Άγιο Πνεύμα εικόνα του Υιού, όπως ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός. Και επιμένει ιδιαίτερα στις επιστολές του προς τον Σεραπείονα στο ζήτημα αυτό της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, διότι, όπως βλέπετε εκεί σε αυτήν τη χαρακτηριστική φράση του, ενώ θεοποιείται η κτίσης, ούκ' ανοίει εκτός αυτού της του Πατρός θεότητος. Αυτό με το οποίο θεούται η κτίση, εισέρχεται στην διαδικασία της θεώσεως όλη η κτίση, δεν θα μπορούσε αυτό, το οποίο λοιπόν επιφέρει την θεοποίηση της κτίσεως, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται έξω από την θεότητα του Πατρός, έξω από την ουσία, από την πατρική ουσία. Και εδώ αυτό το σχήμα δεν είναι ένα τυχαίο σχήμα, είναι ένα σχήμα το οποίο επινοήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Βυζαντινούς θεολόγους για να δείξει ακριβώς αυτήν την ενότητα της ουσίας, αλλά και την διάκριση των προσώπων αυτή, οι τρεις τεμνόμενοι κύκλοι με τους τρεις αυτούς αυτούς ήλιους, η Τρισήλιος Θεότης, για την οποίαν κάνουν λόγο και οι Καπαδόκοι, οι Καπαδόκες Πατέρες και έτσι ακριβώς τους εγκωμιάζουμε στο γνωστό Απολιτήκιο της Τρισιλίου, η Τρισήλιος Θεότης. Αυτό το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό στη θεολογία, στην τριαδολογία του μεγάλου Αθανασίου, είναι ότι χρησιμοποιεί παράλληλα, εκπαραλλήλου και τον όρο τρεις υποστάσεις και τον όρο μία υπόστασης. Σχετίζεται με αυτό το στοιχείο το οποίο σας μνημόνευσα ήδη, ως μία υπόσταση νοεί την ουσία, ως τρεις υποστάσεις τα πρόσωπα, αλλά δεν χρησιμοποιούνταν ο όρος πρόσωπα, διότι ο όρος πρόσωπα δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, διότι ήταν αρνητικά χρωματισμένος. Νοηματοδοτούσε τα προσωπία, κάτι το οποίο δεν υφίσταται υποστατικά. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιεί εναλλακτικά τον όρο υπόστασης και υποστάσεις. Είναι αυτό το οποίο, όπως είπαμε, θα ιδιαίτερα αναπτυχθεί από τους Καπαδόκες Πατέρες αμέσως μετά, στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα. Και το σημαντικότερο στοιχείο το οποίο επισημένει στη διδασκαλία του Ομέγας Αθανάσιος είναι ότι η αρριανική αίρεση, ο αρριανισμός, δεν πολεμάται για κάτι άλλο, αλλά για αυτό που είπαμε για τα πράγματα, διότι ανατρέπει το οικοδόμημα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εκείνος ο οποίος ανέλαβε το έργο της σωτηρίας, δηλαδή ο Χριστός, πρέπει να κατέχει το πλήρωμα της θεότητος. Ότι εν αυτό κατοικεί πάντο πλήρωμα της θεότητος σωματικός, αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος. Στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητος. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο διάκρισης. Έτσι λοιπόν η θέωση του ανθρώπου επέρχεται από έναν τέλειο θεό. Και βέβαια με οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο ως κτίσμα, ως δημιούργημα, η κατωτερότητα δηλαδή του λόγου θα διέλυε την τριάδα, την τριαδική αλήθεια του Θεού. Όπως επίσης ενώ η περίπτωση που θα λατρευόταν από τους Χριστιανούς ένας λόγος ο οποίος αποτελούσε κτίσμα, αυτό το γεγονός θα επέφερε μια πολυθεία, μια λατρεία διαφορετικών θεών. Ο λόγος λοιπόν είναι πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ομοούσιο και ομότιμο προς τον Πατέρα. Και αυτό το στοιχείο το οποίο ιδιαίτερα τονίζει στο περιενανθρωπήσιος του λόγου ο Μέγας Αθανάσιος και διευκρινίζει είναι ότι ο λόγος του Θεού έλαβε και ψυχή και σώμα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν έλαβε μόνον το ανθρώπινο σώμα, δεν προσέλαβε μόνο την ανθρώπινη ψυχή, αλλά έλαβε και την ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα. Και δεν εισήλθε στον άνθρωπο, δεν εισέρχεται μέσα σε έναν άνθρωπο όπως υποστήριζε πολύ ερετική, δεν είναι τυχαίες αυτές όλες οι διατυπώσεις, αλλά έχουν αφετηρία της διδασκαλίας των ερετικών τις οποίες αντιμετωπίζει. Δεν εισήλθε λοιπόν σε έναν άνθρωπο, αλλά έγινε ο ίδιος άνθρωπος. Εντάξει, λαμβάνοντας και ψυχή και σώμα. Τώρα, στην ανθρωπολογία του ακριβώς ακολουθεί αυτές τις τριαδολογικές αρχές. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Η ψυχή όμως είναι κάτι ανώτερο του σώματος, το οποίο κινεί το σώμα, είναι αυτό το οποίο κινεί το σώμα η ψυχή του ανθρώπου και καθίσταται αθάνατοι και χαρακτηρίζεται επίσης ως αυτοκίνητος η ψυχή του ανθρώπου. Κινείται η ίδια η ψυχή του ανθρώπου προς τον Θεό. Η αθανασία όμως της ψυχής, για την οποία γνωρίζουμε ότι γίνεται μεγάλος λόγος και στην προχριστιανική φιλοσοφία, δεν είναι κάποιο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά εδώ μέσα από τη χριστιανική θεολογία, αλλά η αθανασία της ψυχής δεν είναι κάτι το αυτοτελές, αλλά είναι κάτι το οποίο εδράζεται και αφετειριάζεται στην θέληση του Θεού. Η θέληση του Θεού είναι αυτή η οποία προσέδωσε την δυναμική της αθανασίας, θα μπορούσαμε να πούμε, στην ψυχή. Και γι' αυτό ο άνθρωπος νοεί τα θεία, λέει ο Μέγας Αθανασίος. Είναι το μόνο ον πάνω στον κόσμο το οποίο νοεί τα θεία, το οποίο δηλαδή, του οποίου η σκέψη ανάγεται προς τα θεία. Που είναι ακριβώς αυτή η σκέψη του ανθρώπου και η αναγωγή της ανθρώπινης ψυχής προς τα θεία, αποδεικνύει ακριβώς την υπέρβαση των εγκοσμίων πραγμάτων από τον άνθρωπο. Επίσης, πολύ σημαντικό ότι ο ίδιος ο άνθρωπος, όπως και όλα τα όντα της δημιουργίας, είναι αγαθά. Αυτό που τονίζεται στην δημιουργία, στη γέννηση. Και ότι επίσης ο Θεός πάντα καλά λείαν, είναι αγαθά. Αλλά αυτό το στοιχείο της αγαθότητας είναι κάτι το οποίο το προσδαμβάνει και πάλι εκτίσει και ο άνθρωπος από την αγαθότητα του Θεού. Είναι δηλαδή ενέργεια του Θεού η αγαθότητα αυτή η οποία επέρχεται στον άνθρωπο και τον καθιστά ένα αγαθό όν. Ενώ φαύλα ως φαύλα χαρακτηρίζει ο Μέγας Αθανάσιος τα μειώντα, αυτά τα οποία δεν υφίστανται. Και εδώ υπάρχει το ζήτημα του κακού και της αμαρτίας. Το κακό και η αμαρτία είναι μειών. Είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει, δεν δόθηκε σε αυτό η ύπαρξη από τον Θεό. Και γι' αυτό θα δούμε ότι οι Καπαδόκες πατέρες ο Μέγας Βασίλειος ιδέτερα τονίζει αυτό το στοιχείο ότι δεν είναι έτειος των κακών ο Θεός. Γιατί, διότι ακριβώς το κακό είναι το μειών, είναι αυτό το οποίο δεν έχει δημιουργηθεί. Εντάξει. Έτσι λοιπόν η αμαρτία κατά τον Μέγα Αθανάσιο είναι μια επινόηση του ίδιου του ανθρώπου. Και στην ουσία είναι η απομάκρυνση του του ανθρώπου από το όντος όν. Έτσι λοιπόν το μειών που είναι η αμαρτία που είναι το κακό είναι ακριβώς αυτό το οποίο έρχεται σε αντιδιαστολή με το όντος όν. Κάνει επίσης ιδιαίτερη αναφορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και μιλούμε πολύ συχνά εμείς οι θεολόγοι για το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Το οποίο όμως έχει και θετική και αρνητική χρεία το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Διότι δίνει στον άνθρωπο την βούληση, την δυνατότητα να επιλέξει και να κατευθυνθεί είτε προς το καλό και προς το κάλλος. Θα δούμε ότι το κάλλος στους Καπαδόκες ιδιαίτερα σχετίζεται και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό. Γι' αυτό και χρησιμοποίησαν όπως θα δούμε αυτόν τον όρο φιλοκαλία, η αγάπη του κάλλους, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό και προς το κακό. Και βέβαια κάνει λόγο για μία νηφάλια έξταση του ανθρώπου, για μία έξοδο του ανθρώπου από την γύη είναι η κατάστασή του. Όπως χαρακτηριστικά λέει και των λόγων ειδών μέσα από την ενανθρώπησή του ο άνθρωπος των λόγων ειδών οράει αυτό και το του λόγου πατέρα. Μέσα λοιπόν από τον λόγο ο οποίος ενυθρόπησε ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα πλέον να βλέπει, να ορά μέσα από την εικόνα και τον ίδιο τον πατέρα. Βεβαίως εν εσωπτρο όπως τονίζει και ο Απόστολος Παύλος, δηλαδή αυτή η θέα του Θεού είναι μέσα θα μπορούσαμε να πούμε από έναν καθρέφτη. Όπως βλέπουμε εμείς τη μορφή μας σε έναν καθρέφτη έτσι ακριβώς δεν είναι δηλαδή δεν έχει την πραγματική υπόσταση η μορφή μας η οποία αποτυπώνεται σε έναν καθρέφτη. Έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό και την βασιλεία του Θεού εν εσωπτρο και εν ενύγματι όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Και κατά τον τρόπο αυτό λοιπόν μέσα από αυτήν την υφάλια έκσταση από την έξοδο του ανθρώπου από την γιεινή του κατάσταση και από την απομάκρυνση του από το όντωσον οι άνθρωποι μπορούν να καταστούν γεννόμενοι μέτοχοι των ενεργειών του Θεού. Να καταστούν οι ίδιοι θεοί κατά τη χάρη και όχι κατά τη φύση. Δεν προσλαμβάνουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν τη θεία φύση ο άνθρωπος αλλά μόνο μέσω της μετοχής του προς τις ενέργειες του Θεού καθίσταται κατά χάρη Θεός με μικρό θείτα όπως είδαμε. Και δύο πολύ σύντομα λόγια για τον Σεραπείονα στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε μια πολύ σημαντική μορφή. Ο Σεραπείων Θμούαιος είπαμε ότι συνδέθηκε με τον Μέγα Αθανάσιο και με τον Μέγα Αντώνιο. Κατέστη επίσκοπος μιας ιστορικής παλαιάς επισκοπής της Αιγύπτου, της Θμούαιος. Από την περιοχή αυτή έχουμε μαρτυρολόγια της πρώτης χριστιανικής περιόδας από τα πιο πρόημα μαρτυρολόγια και μας είναι γνωστός κυρίως λόγω της συγγραφής δύο έργων του. Είναι ένας πολύ σημαντικού έργου κατά μανυχαίων. Ο μανυχαϊσμός τουλάχιστον μέσα από το έργο του Σεραπείονα, αυτό διαφαίνεται έντονα ότι είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη έξαρση κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα. Έτσι λοιπόν εκθέτει και προσπαθεί να καταρρίψει την διαρχική διδασκαλία του μανυχαϊσμού. Κυρίως μας είναι γνωστός ο Σεραπείων Θμούαιος μέσα από το πρώτο διαμορφωμένο ευχολόγιο που μας έχει σωθεί. Το ευχολόγιο του Σεραπείων Θμούαιος είναι ένα από τις πολύ σημαντικές πηγές της θείας λατρείας για την οποία θα ακούσετε και στα μαθήματα της λειτουργικής περισσότερα πράγματα. Μια συλλογή 30 ευχών που σχετίζονται με διάφορα μυστήρια και με διάφορα γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής. Ευχές της αναφοράς, ευχές του βαπτίσματος, της θείας ευχαριστίας, της χειροτονίας, του ευχελαίου και πολλών άλλων εκκλησιαστικών τελετών. Οι ευχές είναι ενταγμένες μέσα σε αυτό το πάρα πολύ σημαντικό πρόημο ευχολόγιο της εκκλησίας. Αυτά πολύ σύντομα. Το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο θα δείτε ότι στην ύλη υπάρχει και ένα ενδιάμεσο κεφάλαιο για την αντιοχιανή θεολογία και τους μικρασιάτες θεολόγους. Ιδιαίτερα από εκεί θα σας παρακαλέσω να προσέξετε την περίπτωση του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, που είναι ένας από τους πολύ σημαντικούς συγγραφείς του δεύτερου μισού του τέταρτου αιώνα. Ζει ως τις αρχές του πέμπτου αιώνα, το 403 μετά Χριστόν. Ο Επιφάνιος Κύπρου είναι ο πιο σημαντικός αντιαιρετικός συγγραφέας αυτής της περιόδου. Μετά δηλαδή τους αντιαιρετικούς συγγραφείς του τρίτου αιώνα, τους οποίους είδαμε, τον Άγιο Ιρινέο Λιώνος και τον υπόλοιτο Ρώμης, ο πρώτος συστηματικός αντιαιρετικός συγγραφέας είναι ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου. Και θέλω ιδιαίτερα να προσέξετε την αναφορά που υπάρχει στην ήλισσας για τα δύο πολύ σημαντικά έργα του, το Πανάριο και τον Αγκυρωτό. Ο Αγκυρωτός Επιφάνιος Κύπρου είναι ένα έργο που επέλεξε τον τίτλο αυτό για να το παρουσιάσει ως μία άγκυρα της ορθόδοξης διδασκαλίας μέσα στην εκκλησία, μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, μέσα στο πλήθος των ερέσεων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Και καταγράφει, εκθέτει διεξοδικά τη διδασκαλία της εκκλησίας, το Πανάριο που σημαίνει για την ακρίβεια φαρμακοθήκη, δηλαδή ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν τα φάρμακα. Το Πανάριο είναι το συστηματικό αντιαιρετικό σύγγραμμα στο οποίο καταγράφει 80 ερέσεις της εποχής του, αλλά δεν εννοεί ως ερέσεις μόνο τις χριστιανικές ερέσεις, καταγράφει και θρησκείες, μίζωνες και ελάσσονες εκείνης της περιόδου και διαχωρίζει την περίοδο πριν από την έλευση του Χριστού σε τέσσερις κύριες περιόδους για να κατατάξει αυτές τις ερέσεις. Στην εποχή του βαρβαρισμού στο ΝΟΕ και τα λοιπά, έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία να προσέξετε ιδιαίτερα την αναφορά στον Άγιο Επιφάνιο γιατί δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο στα μαθήματά μας. Εδώ θα μιλήσουμε τώρα για τον κύκλο αυτών των πολύ σημαντικών προσώπων που μας είναι γνωστά ως οι Καπαδόκες Πατέρες. Είναι τα πρόσωπα τα οποία χρονικά και θεολογικά, θα μπορούσαμε να πούμε, διαδέχονται το Μέγα Αθανάσιο και την Αθανασιανή Θεολογία, παίρνουν τη Σκητάλη και οδήγησαν την Θεολογία και την Πατερική Θεολογία και την Εκκλησιαστική Θεολογία γενικότερα σε μια πολύ σημαντική περίοδο ακμής. Είπαμε ότι η περίοδος αυτή, ο τέταρτος αιώνας, κατά την περίοδο του οποίου έζησαν οι τρεις ιεράρχες αυτοί, τα πρόσωπα αυτά που ανήκουν στον κύκλο των Καπαδοκών Πατέρων, συνήθως μας είναι γνωστά ως οι τρεις ιεράρχες, αν και ο ένας εξ' αυτόν, όχι σε αυτήν την εικόνα, ο ένας εξ' αυτόν είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Χριστός, όμως που δεν ανήκει στην Καπαδοκική Θεολογία, αλλά είναι θεολόγος της αντιόχιανής θεολογικής παράδοσης. Ωστόσο, γενικότερα, η θεολογική παράδοση που κυριαρχεί είναι αυτή των Καπαδοκών Θεολόγων, των Καπαδοκών Πατέρων, που κυρίως μας είναι γνωστά μέσα από το έργο του Μεγάλου Βασιλείου, του αδερφού του, του Γρηγορίου Νύσης, του επιστήθιου φίλου του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αλλά και άλλων προσώπων όπως ήταν ο υποστηρικτής της θεολογίας και του έργου του Μεγάλου Βασιλείου ο Αμφιλόχιος Ικωνίου, όπως ήταν ο Αστέριος Αμασίας, ο Βασίλειος Ελευκίας και κάποια άλλα πρόσωπα ελάσσονα που ανήκουν σε αυτήν την παράδοση της Καπαδοκική Θεολογίας. Γιατί ονομάζονται Καπαδόκες Πατέρες? Προφανώς εξαιτίας της καταγωγής τους και του χώρου στον οποίο έζησαν τα πρόσωπα αυτά. Είναι τα περισσότερα, όπως θα δούμε, προέρχονταν από οικογένειες αριστοκρατικές συνήθως ή υψηλού επίπεδου οικογένειες της Καπαδοκίας, μιας περιοχής που θα δούμε ως Ρωμαϊκή Επαρχία στην επόμενη διαφάνεια, που ακριβώς εκτείνεται. Και υπάρχουν ασφαλώς και άλλα συνδετικά στοιχεία του έργου αυτών των προσώπων, όπως είναι το γεγονός ότι συνδέονταν ήδη από τα νεανικά τους χρόνια τα πρόσωπα αυτά. Θα δούμε ότι υπήρξαν συμφυτητές στην περίοδο των σπουδών τους, συνασκητές στην περίοδο της ασκήσεώς τους, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος κυρίως, που συνασκήτευσαν στο ασκητήριο της οικογένειας του Μεγάλου Βασιλείου στον Πόντο. Επίσης το εκκλησιαστικό και επισκοπικό τους έργο ευρύτερα είναι κοινό, αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα από πλημαντικής απόψεως, επικουρούν ο ένας το έργο του άλλου, ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί όπως θα δούμε και τον αδερφό του τον Γρηγόριο και τον φίλο του τον Γρηγόριο από την Αζιανζώ για να τους κάνει επισκόπους, να τους ορίσει ως επισκόπους σε κάποιες μικρές κοινότητες, σε κάποιες μικρές κόμμες της επαρχίας του και ασφαλώς το σημαντικότερο συνδετικό στοιχείο είναι η κοινή θεολογική τους σκέψη, τα θεολογικά τους συγγράμματα που μας έχουν σωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, το έργο τους, θεολογικά συγγράμματα που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, τα ίδια θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και βέβαια το γεγονός ότι μέσα από αυτό το θεολογικό τους έργο εμφανίζονται ως οι προτεργάτες μιας νέας θεολογικής ορολογίας ή καλύτερα μιας αναβαπτισμένης θεολογικής ορολογίας σε σχέση με τη θεολογική ορολογία της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου που είναι η τριαδολογική και η πνευματολογική ορολογία όπως αυτή διατυπώθηκε στην δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Θα πρέπει να πούμε, καταρχήν νομίζω ότι ξεκινήσαμε, εδώ είναι η αφετηρία, θα πρέπει να πούμε ότι για την διάδοση του χριστιανισμού στην Καπαδοκία υπάρχουν πολύ πρόημες αναφορές ήδη στην Αποστολική εποχή. Γνωρίζουμε ότι από την περίοδο της διαδώσεως του Ευαγγελίου από τους Αποστόλους είχε κηρυφθεί το Ευαγγέλιο και στην Καπαδοκία και εκείνο το οποίο κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ποιος υπήρξε ο φωτιστής, το πρόσωπο που σχετίζεται με την διάδοση του χριστιανισμού κυρίως και την συγκρότηση των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων, το επισκοπικό σύστημα στην Καπαδοκία. Εδράζεται κατά κύριο λόγο στον Άγιο Γρηγόριο Νέο Κεσαρίας που έζησε τον 3ο αιώνα και υπήρξε, μπορούμε να πούμε, ο μέντορας, το πρόσωπο αυτό το οποίο εισήγαγε στην ουσία την καπαδοκική θεολογική σκέψη μέσα από την παρουσία του και από την συγκρότηση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Βλέπετε ότι η Καπαδοκία βρίσκεται εδώ, στον ενδότερο μικρασιατικό χώρο. Εδώ εμφανίζεται από έναν χάρτη της ρωμαϊκής περιόδου που καταγράφει τις υπόλοιπες ρωμαϊκές επαρχίες, η Παφλαγονία, η Βυθηνία, η Μυσία, η Λυδία, οι δυτικο-μικρασιατικές επαρχίες. Εδώ η Καπαδοκία βρίσκεται στην Ανατολή, πόντος, Καπαδοκία, κάπου εδώ στα όρια βρισκόταν η Νεοκαισάρια όπου ασκήτευσαν οι δύο πρωτεργάτες αυτής της σπουδαίας θεολογικής σχολής, της Καπαδοκικής θεολογικής σχολής, ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος. Και βέβαια η επαρχία αυτή στη συνέχεια γνωρίζουμε ότι θα δούμε ότι διαχωρίστηκε κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα, στο 2ο μισό του 4ου αιώνα, σε δύο επαρχίες με μία σκοπιμότητα ιδιαίτερη που αφορούσε τον Μέγα Βασίλειο στην Καπαντόκια πρίμα και Καπαντόκια σε κούντα, στην πρώτη Καπαδοκία και στην δευτέρα Καπαδοκία. Η πιο σημαντική μορφή και ο προτεργάτης αυτής της θεολογικής παραδόσεως δεν είναι άλλος από τον Μέγα Βασίλειο. Γι' αυτό άλλωστε και μνημονεύεται πάντοτε πρώτος σε όλες τις αναφορές και στις αναφορές που κάνουμε για τους τρεις ιεράρχες στην εορτή των τριών ιεραρχών πάντοτε πρωτοστατεί το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, ο Βασίλειος Ομέγας και ο θεολόγος Γρηγόριος και ο κλινός Ιωάννης ο Χρυσορίμων. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν που αποτελεί μια κυρίαρχη θεολογική μορφή και στην εποχή του αλλά και στους μεταγενέστερους αιώνες όπως προκύπτει από το γεγονός ότι το έργο του επικαλούνται κατεπανάληψη ως έργο μιας θεολογικής αυθεντίας για τους μεταγενέστερους ή πατέρες των επόμενων οικουμενικών συνόδων. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο με βάση τα κριτήρια που ήδη σας έχω αναφέρει, τα κριτήρια διακρίσεως των πατέρων από τους οικουμενικούς διδασκάλους, ο Μέγας Βασίλειος αποτελεί έναν από τους πρώτους που χαρακτηρίστηκαν οικουμενικοί διδάσκαλοι. Διδάσκαλοι δηλαδή όλοι στις εκκλησίας και μάλιστα όχι μόνο της ανατολικής παράδοσης αλλά και της διδικής παραδόσεως. Ασφαλώς οι αφετηρίες του υπήρξαν λαμπρές, όχι μόνο ως προς τις σπουδές του που θα δούμε ότι ήταν πολύ σημαντικές αλλά καταρχήν από την καταγωγή του, από την οικογένειά του. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος και ήταν διδάσκαλος της ρητορικής στην Καπαδοκία. Η μητέρα του η Εμέλεια και η μάμη του όπως την αναφέρει δηλαδή η γιαγιά του η Μακρίνα ήταν αντίστοιχα κόρη και σύζυγος μάρτυρα της εκκλησίας αυτής της περιόδου. Αυτό λοιπόν από μία οικογένεια που όπως είχαμε δει και για τον Οριγέννη έχει μαρτυρικές ρίζες. Και από εκεί και πέρα η οικογένεια αυτή γνωρίζουμε ότι αργότερα εξελίχθηκε σε μία κοινότητα ασκητών, σε μία ασκητική κοινότητα, σε ένα κτήμα της οικογένειας στην περιοχή εκεί της Νεοκαισάριας, στα σύνορα της Καπαδοκίας με τον Πόντο. Είχε αποσυρθεί η οικογένειά του και η αδερφή του η Μακρίνα η οποία αποτελεί το πρότυπο θα μπορούσαμε να πούμε της γυναικείας μοναστικής βιογραφίας με βάση το πολύ σπουδαίο έργο που έγραψε ο αδερφός της ο Γρηγόριος Νίσης για τον οποίον θα μιλήσουμε στο τελευταίο μας μάθημα. Έτσι λοιπόν, προερχόμενος από μια τόσο σημαντική οικογένεια με ένα τόσο ιδιαίτερο χριστιανικό υπόβαθρο, ο Βασίλιος υπήρξε ένα πρόσωπο που ιδιαίτερα θέλθηκε από τις σπουδές, θέλησε να πραγματοποιήσει σπουδές και γι' αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στην Κεσάρια της Καπαδοκίας, όπου γνώρισε για πρώτη φορά τον Γρηγόριο τον θεολόγο τον Γρηγόριο από την Αζιανζό της Καπαδοκίας και τον εξάδερφο των αυτοκρατώρων τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα τον Ιουλιανό τον γνωστό ως παραβάτη, αλλά συνέχισε τις σπουδές του για μία περίοδο και στην Κωνσταντινούπολη, πιθανολογείται ότι εκεί διδάχθηκε Φιλοσοφία από τον μεγάλο διδάσκαλο της περίοδο αυτής τον Λιβάνιο, είναι πρόσωπο με τον οποίο συνδέθηκε στην περίοδο των σπουδών του και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο Λιβάνιος μία κυρίαρχη μορφή και αργότερα στην Αθήνα όπου είχε δασκάλους τον Ημέριο και τον Προερέσιο και εκεί και πάλι συνδέθηκε με τον φίλο του τον Γρηγόριο, εκεί τον περίμενε ο Γρηγόριος στην Αθήνα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε αυτήν την πολύ σημαντική σχολή, νεοπλατωνική σχολή, σχολή της Φιλοσοφίας και της Ριτορικής που υπήρχε στην Αθήνα. Μάλιστα η ενότητα αυτών των δύο προσώπων του Βασιλείου και του Γρηγορίου ήταν τόσο σημαντική που ο πρώτος βιογράφος του ο Γρηγόριος αναφέρει για την περίοδο αυτή ότι τα πάντα μην δει κοινά και ψυχή μία, ότι ήταν σαν να είχαν μόνο μία ψυχή, είχαν τα πάντα κοινά οι δύο φίλοι και το μόνο λέει το οποίο τους διέκρινε ήταν το ότι είχαν δύο διαφορετικά σώματα, αλλά η ψυχή ήταν μία μεταξύ των δύο αυτών φίλων από τους παιδικούς τους, από τους εφηβικούς τους ακόμη χρόνους. Βεβαίως τέσσερα χρόνια αργότερα ο Βασίλειος εγκατέλειψε την Αθήνα, τις σπουδές τους στην Αθήνα έχοντας συμφωνήσει με τον Γρηγόριο να επιστρέψουν στην Κεσάρια για να συνασκητεύσουν, να ζήσουν μαζί ως ασκητές. Αλλά ο Γρηγόριος δεν τον ακολούθησε, παρέμεινε στην Αθήνα όπου μάλιστα δίδαξε και ως διδάσκαλος στην Αθήνα, ενώ ο ίδιος ο Βασίλειος επέστρεψε και εμφανίζεται ως καθηγητής της Ριτορικής στην Κεσάρια της Καπαδοκίας, προτεύουσα δηλαδή της επαρχίας της Καπαδοκίας, ενώ λίγο αργότερα το 360 χειροτονήθηκε και λίγα χρόνια αρχ... χειροτονήθηκε διάκονος και λίγα χρόνια αργότερα εμφανίζεται ως ασκητής στον Πόντος, αυτό το οικογενειακό ασκητήριο που είπαμε, όπου αργότερα τον συνάντησε και ο φίλος του ο Γρηγόριος, συνασκήτευσαν και προετοίμασαν αυτό το σπουδαίο έργο, την φιλοκαλία του Οριγέννη, είπαμε ότι θεωρούσαν πατέρα της χριστιανικής θεολογίας τον Οριγέννη και θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φιλοκαλία αποτελούσε ακριβώς μια τέτοια σταχειολόγηση με στόχο να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο θεολογικής παιδείας. Αυτό λοιπόν το έργο με προτεργάτες τους δύο αυτούς συνασκητές, τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, ξεκίνησε στο ασκητήριο τους στον Πόντο. Για να καταστεί λίγο αργότερα το 370 μετά τον θάνατο του επισκόπου Κεσσάριας να εκλεγεί επίσκοπο στην Κεσσάρια, ήταν ήδη γνωστός ο Βασίλιος, είχε ήδη ζήσει στην Κεσσάρια, ο πατέρας του ήταν εκεί όπως είπαμε καθηγητής και ο ίδιος είχε διδάξει την ριτορική αλλά κυρίως ήταν γνωστός από το πολύ σημαντικό εκκλησιαστικό του έργο, το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει πριν από το 370 και βέβαια και κατά την περίοδο της αρχιερατείας του εκεί ο Βασίλιος συνέχισε αυτό το πολύ σημαντικό θεολογικό του έργο το οποίο εστιάστηκε σε δύο κύριους παράγοντες. Ο ένας σχετίζεται με την ποιμαντική του φροντίδα για την αντιμετώπιση των ερέσεων. Σας είπα ότι ο αριανισμός δεν είναι μια αίρεση που κινήθηκε στον χώρο της Αιγύπτου, επεκτάθηκε και σε όλο το μικρασιατικό χώρο και αυτό ερμηνεύει την πολύ συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε ο Βασίλιος για να αντιμετωπίσει τον αριανισμό και τις αριανικές κοινότες της παρχίας του ακόμη και ευρύτερα του μικρασιατικού χώρου, ακόμη και μετά τη σύγκληση, βρισκόμαστε μισόν αιώνα μετά τη σύγκληση της πρώτης οικουμενικής συνόδου, αλλά ο αριανισμός εξακολουθεί να ανθεί και να αντιστέκεται. Η αντιαριανική πολιτική του είναι μια βασική παράμετρος και η άλλη παράμετρος είναι η γενικότερη πρόνοια την οποία κατέβαλε ο Μέγας Βασίλιος γεννόμενος ένα υπόδειγμα επισκόπου θα μπορούσαμε να πούμε. Γνωρίζουμε όλοι αυτό το σπουδαίο έργο κοινωνικής πρόνοιας που δημιούργησε μέσα από τη Βασιλιάδα και το γενικότερο πειμαντικό έργο το οποίο ανέπτυξε. Μάλιστα ήταν τόσο σημαντικό, ώστε όταν ο αριανίζων αυτοκράτορας ο Άλης αποστέλει στην Κεσάρια τον Μόδεστο για να τον ελέγξει και να του μεταφέρει πληροφορίες για να καταδικαστεί ο Βασίλιος. Ο Βασίλιος με εφθαρσός, με παρησία, αντιδρά στην αριανική πολιτική του Ουάλενδα του διαμεινεί στον Μόδεστο να μεταφέρει όλες τις θέσεις του στον αυτοκράτορα με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Ουάλης τη συνέχεια να τον επισκεφθεί αλλά τελικά από αυτή την επίσκεψη δεν προκύπτει η εξωρία του βασιλείου όπως ήταν στόχος του Ουάλενδα να αποκεφαλιστεί η εκκλησία της Κεσάριας της μητροπολιτικής δηλαδή έδρας της Καπαδοκίας από ένα τόσο σημαντικό επίσκοπο ο οποίος καταπολεμούσε τις αριανικές κοινότητες αλλά παραμένει διατηρεί τον Βασίλειο στον επισκοπικό του θρόνο μάλιστα γνωρίζουμε ότι ενίσχυσε και οικονομικά μέσα το κοινωνικό έργο το έργο πρόνοιας το οποίο είχε αναπτύξει ο Βασίλειος στην Κεσάρια αλλά για να περιστήλει, για να μειώσει το έργο του αυτό τι έκανε επινόησε ένα χωρισμό της Καπαδοκίας έτσι χωρίστηκε όπως είπαμε σε δύο επαρχίες η Καπαδοκία στην πρώτη Καπαδοκία Καπαντόκια Πρίμα που είχε ως έδρα της την Κεσάρια και στην Καπαντόκια Σεκούντα στη δεύτερη Καπαδοκία που είχε ως έδρα της τα Τίανα την πόλη των Τιάνων στην οποία επισκοπή βρισκόταν ένας Αριανίζων επίσκοπος ως προς το έργο του θα πρέπει να πούμε καταρχήν ότι ο Βασίλειος διακρίθηκε ιδιαίτερα για το παραινετικό και το ασκητικό του έργο και θα δούμε στη συνέχεια το ιδιαίτερα σημαντικό θεολογικό του έργο το παραινετικό του έργο εκφράζεται μέσα από μια τριλογία ιδιαίτερων έργων του που είναι αυτά τα τρία που βλέπετε προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελίντων λόγων απευθύνεται στους νέους θεωρώντας ότι εκφράζοντας την πεποίθηση και την γνώμη ότι οι νέοι οι οποίοι δεν μπορούν λόγω της ηλικίας τους πολύ εύκολα να ασχοληθούν και να κατανοήσουν τα θέματα τα οποία σχετίζονται με τον Θεό και επομένως να ασχοληθούμε τα ζητήματα της θεολογίας συνήθως αντιδρούν γι' αυτόν τον λόγο είναι καλό και δόκιμο να ασχολούνται με τα κλασικά γράμματα να μαθάνουν να γνωρίζουν την κλασική παιδεία να προσλαμβάνουν την κλασική παιδεία ως ένα εφόδι ως ένα όργανο το οποίο τελικά οδηγεί σε αυτήν την γνώση του Θεού προοδευτικά Το δεύτερο έργο του ιστοπρόσεχε σε αυτό επίσης ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο στο οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ιδιαίτερα τονίζει ο Μέγας Βασίλειος στους νέους ανθρώπους να μην ασχολούνται με τα θέματα τα οποία αφορούν στα ιδιοκτησιακά, τα δικά τους πράγματα, τα εαυτών μη τα εαυτού, ούτε τα περί εαυτών, αλλά τα σεαυτού Αυτή είναι η προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου να ασχολείται κανείς με αυτήν την ενδοσκόπηση με τον ίδιο του, τον εαυτό να διεργάζεται και να καλλιεργεί τον ίδιο τον εαυτό του και όχι με το περικάλυμα του εαυτού του που αποτελούν όλα αυτά που έχουν σχέση με την ιδιοκτησία τα εαυτού ή τα περί εαυτών, αυτά τα οποία δηλαδή δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά περιβάλλουν τον άνθρωπο Και το τρίτο έργο του, επίσης πάρα πολύ σημαντικό, ήδη σας το ανέφερα με τον τίτλο «Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός» Ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας το έργο αυτό και είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα στα οποία εξειδικεύεται ένας πατέρας της εκκλησίας είχαμε δει ότι ιδιαίτερα με το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας ασχολήθηκε και ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας, στο τέταρτο και το έβδομο βιβλίο του Εδώ, σε αυτή τη μικρή πραγματεία του, επίσης εξετάζει το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας και αντιμετωπίζει αυτήν την κατηγορία ότι τα κακά προέρχονται από τον Θεό ότι το κακό προέρχεται από τον Θεό Στην συνάφη αυτή που ήδη σας έχω αναπτύξει σε σχέση με την αθανασιανή θεολογία ότι το κακό δεν υφίσταται, είναι μειών Ο αίμνηστος καθηγητής της σχολής μας, της δογματικής, ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας έχει γράψει ένα πολύ σημαντικό έργο και μέσα στην πολύτομη δογματική του έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την γένεση του κακού και με την αντίληψη περί του κακού Το κακό λοιπόν δεν είναι κάτι το οποίο οντολογικά υφίσταται και αυτό διακρίνει τη χριστιανική θεολογία από αυτό το οποίο είδαμε ότι υπάρχει στις αιρέσεις σε διάφορες αιρέσεις και ο διαλυσμός αυτός του μανιχαϊσμού η διαμάχη μεταξύ καλού και κακού ακριβώς υποστασίαζε το κακό γιατί η χριστιανική θεολογία το κακό δεν υφίσταται, δεν έχει ύπαρξη, είναι ανύπαρκτο Αυτό λοιπόν ιδιαίτερα το αναπτύσσει στο έργο του αυτό ο Μέγας Βασίλειος Εκτός από τα παραινετικά ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα ασκητικά έργα του ο Μέγας Βασίλειος είπαμε ότι έζησε για μια μεγάλη περίοδο της ζωής του και σε όλη τη ζωή του ιδιαίτερα έζησε ως ασκητής, άλλωστε όλοι οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας δηλήθαν από μια περίοδο ασκήσεως, θα το δούμε αυτό και στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, επίσης πριν να γίνει Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως είχε ζήσει πολλά χρόνια ως ασκητής στην Αντιόχεια Έτσι λοιπόν μας σώζονται 12 έργα του που έχουν ασκητικό περιεχόμενο και θέτουν τους κανόνες και τις βάσεις για τον κοινοβιακό τρόπο της μοναχικής ζωής γι' αυτό και επεκράτησε να χρησιμοποιεί το όρος βασιλιανή μοναχή για τους μοναχούς εκείνους οι οποίοι ακολουθούσαν το κοινοβιακό σύστημα όπως διατυπώνεται σε αυτά τα έργα, στους όρους καταπλάτων, στους όρους κατεπιτωμήν και στους ηθικούς όρους αυτήν την τριλογία που περιλαμβάνει κάποια επιμέρους έργα και καταγράφει όλους τους κανόνες της μοναχικής ζωής και εξειδικεύεται σε επιμέρους ζητήματα θα μπορούσαμε να πούμε το σύνταγμα του κοινοβιακού μοναστικού βίου τα έργα αυτά και επαναλαμβάνονται από πάρα πολλούς συγγραφείς και περίπου έλαβαν μια ισχύ και ένα κύρος κανονικών έργων τα συγγράμματα αυτά όσον αφορά τα θέματα της μοναχικής ζωής επίσης πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι σε σχέση με όσα έχουμε δει μέχρι τώρα με τα έργα όλων των συγγραφέων που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα ότι ο Μέγας Βασίλειος είναι ο πρώτος συγγραφέας ο οποίος ασχολείται διεξοδικά με την ερμηνεία της εξαϊμέρου με την ερμηνεία δηλαδή της δημιουργίας του κόσμου έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η ερμηνεία του την οποία συναντούμε σε εννέα ομιλίες του εννέα ομιλίες εις την εξαϊμέρον εξαιρετικά σημαντικές διότι εισάγουν μέσα στην χριστιανική θεολογία και μέσα στην πατερική θεολογία την ερμηνεία έχουμε την πρώτη συστηματική ερμηνεία μια πρώτη κοσμολογία πατερική κοσμολογία για τη δημιουργία του κόσμου πρέπει δεν να σας πω ότι έχουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει ένας συνδυασμός της βιβλικής διήγησης από τη γένεση με τη φυσιογνωσία της εποχής του Μεγάλου Βασιλείου δηλαδή τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε της επιστημονικής έρευνας αυτό που καταγραφόταν ως επιστημονική έρευνα και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διότι και αυτό ερμηνεύει το γεγονός δηλαδή ότι δημιουργείται ήδη από την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου μέσα από αυτό το έργο του και θα δούμε μετά και από τον Γρηγόριο Νήσης και από άλλους συνγραφείς που ασχολούνται συστηματικά με τη δημιουργία του κόσμου ερμηνεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι στο Βυζάντιο ποτέ δεν τέθηκαν ως προβληματισμός θέματα τα οποία ανέκυψαν στον δυτικό κόσμο και σήμερα έχουν δημιουργήσει θα μπορούσαμε να πούμε μία σχάση μία σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς τους επιστήμονες ή τους θεολόγους της Δύσεως που υποστηρίζουν την καταγράμμα προσέξτε το λίγο αυτό υποστηρίζουν την καταγράμμα ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου σε σχέση με αυτούς που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξελίξεως και τούτο διότι ήδη μέσα στα πατερικά κείμενα εν υπάρχει η ερμηνεία της εξελίξεως του κόσμου της εξελίξεως του κόσμου αν δούμε συγκεκριμένα σημεία της διδασκαλίας του Μεγάλου Βασιλείου θα δούμε ακριβώς πως αναπτύσσει ο Μέγας Βασίλειος με βάση επαναλαμβάνω τα φυσιογνωστικά δεδομένα της εποχής του και προϋπάρχει ένα πλούσιο υπόβαθρο και στον Αριστοτέλη και στην πλατωνική φιλοσοφία και σε άλλους προχριστιανικούς αλλά και χριστιανούς συγγραφείς ερμηνεύει τα βιβλικά γεγονότα της δημιουργίας του κόσμου. Ως προς το πολύ σημαντικό βιβλίο των ψαλμών που είπαμε ότι το βιβλίο των ψαλμών αποτέλεσε και για την χριστιανική εκκλησία ένα θεμελιώδες κείμενο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις λατρευτικές συνάξεις. Ο Μέγας Βασίλειος έχουμε στοιχεία ότι ερμήνευσε όλους τους ψαλμούς, βέβαια δεν μας σώζονται όλοι οι ψαλμοί, μόνο η ερμηνεία του σε 18 ψαλμούς που έχουν όμως πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα κείμενα αυτά τα οποία μας έχουν διασωθεί. Και πολύ σύντομα να δούμε τα δογματικά έργα του γιατί είπαμε ότι ο Μέγας Βασίλειος κατεξοχήν είναι αυτός ο οποίος έθεσε τις βάσεις για αυτήν τη νέα θεολογική ορολογία της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Γιατί δεν συμμετείχε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο? Γιατί δεν συμμετείχε? Διότι είχε αποβιώσει. Νέος σε ηλικία το 379, την 1η Ιανουαρίου του 379, ο Βασίλειος απεβίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία και δύο χρόνια αργότερα συνήλθε η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381. Είχε όμως ο Μέγας Βασίλειος πραγματοποιήσει όλο αυτό το έργο, το προπαρασκευαστικό θεολογικό έργο που αποτυπώνεται και μέσα στα συγγράμματα του για να δώσει τις βάσεις για την επιτυχημένη αυτή Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 381, τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Ένα πολύ σημαντικό έργο του είναι ο ανατρεπτικός το απολογητικού του Ευνομίου. Ο Ευνομίος ήταν ένας από τους πολύ σημαντικούς ερετικούς της εποχής του Μεγάλου Βασιλείου, και πνευματομάχος, και ο Βασίλειος αποφασίζει για πρώτη φορά να συγράψει ένα ειδικό έργο στο οποίο ανατρέπει τον περίφημο απολογητικό του Ευνομίου, εισάγοντας εδώ ένα νέο δοξολογικό τύπο. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Τι σημαίνει δοξολογικός τύπος? Σημαίνει ένας τριαδολογικός τύπος, όπως λέμε και εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε μέσα στην Θεία Λατρεία διάφορους δοξολογικούς τύπους που έχουν τριαδολογικό περιεχόμενο, δηλαδή αποτυπώνουν το περιεχόμενο της πίστης της εκκλησίας στην Αγία Τριάδα. Δόξα το Πατρί και το Υιό και το Αγίο Πνεύμα, που το ψάλλουμε και σήμερα στις εκκλησιαστικές συνάξεις. Εδώ λοιπόν ο Βασιλείος εισάγει ένα νέο δοξολογικό τύπο σε σχέση με τον δοξολογικό τύπο τον οποίο είχε υιοθετήσει η πρώτη οικουμενική σύνοδος, δόξα το Θεό μετα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας ότι ακριβέστερα ο τύπος αυτός αποτυπώνει την ισότητα, την ομοουσιότητα και την ομοτιμία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Εξαιρετικά σημαντικό το έργο του περί Αγίου Πνεύματος, το οποίο ακριβώς προκάλεσε η μεγάλη έξαρση των πνευματομάχων, της ερέσεως των πνευματομάχων, αναγκάζεται να συγγράψει αυτό το πάρα πολύ σημαντικό έργο που αποτελεί την βάση της ορθόδοξης πνευματολογίας. Ήδη είπαμε ότι ο Μέγας Αθανάσιος λίγες δεκαετίες νωρίτερα έχει ασχοληθεί και έχει προειδεί αυτήν την έρεση η οποία γιγαντώνεται, την πνευματομαχική έρεση και έχει αποστείλει τις επιστολές, τις τέσσερις επιστολές προς τον Σεραπείο Ναθμού έωσε. Ο Βασίλειος λοιπόν γράφει ένα συστηματικό έργο περί του Αγίου Πνεύματος όπου ασχολείται και με το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η ανατολική θεολογική παράδοση δεν εξέπεσε ποτέ στο μεγάλο ατόπιμα του φιλιόκβε, της εκπορεύσεως δηλαδή και εκ του Υιού του Αγίου Πνεύματος που εισάγει μία, στην ουσία, μία διαρχία εισήγαγε μέσα στην Αγία Τριάδα. Εάν υπάρχουν δύο αρχές από τις οποίες εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα. Αυτό θα το είχε αποφύγει η θεολογική σκέψη της Δύσεως αν γνώριζε ή αν είχε χρησιμοποιήσει με μεγαλύτερη συνέπεια το έργο περί του Αγίου Πνεύματος του Μεγάλου Βασιλείου. Δηλαδή, όλη αυτή η εκτροπή που εμφανίζεται στη δυτική θεολογική σκέψη, εδράζεται στην άγνοια ή στην μη παραδοχή αυτού του πολύ σημαντικού έργου του Μεγάλου Βασιλείου, πνευματολογικού συγγράμματος. Και επίσης, μας έχουν σωθεί διάφορες ευχές, μία θεία λειτουργία η οποία αποδίδεται στο Μέγα Βασίλειο, όπως και στην περίπτωση του Μεγάλου Χρυσοστόμου, πιθανότατα αποτυπώνει μία παράδοση, η λειτουργική παράδοση της Καπαδοκίας και πολλές επιστολές του που έχουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον. Δηλαδή, έχουμε ένα πρώτο επιστολάριο, δηλαδή μία επιστολογραφική συλλογή, εξαιρετικά σημαντική, που γνωρίζουμε μάλιστα ότι συγκροτήθηκε άμεσα μετά τον θάνατό του και αποτυπώνει την θεολογία του μέσα από τις απαντήσεις και από τις επιστολές που αποστέλνει σε διάφορα οικεία του πρόσωπα, όπως επίσης μας δίνει και μία πάρα πολύ εναργή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ως ποιμένας ο ίδιος ή και για τον τρόπο με τον οποίο είχαν συγκροτηθεί οι εκκλησιαστικές κοινότητες στην Καπαδοκία κατά την περίοδο αυτή. Θα σταματήσουμε εδώ, δεν θα συνεχίσουμε για τον Άγιο Γρηγόριο Νήσης και θα ολοκληρώσουμε τα θέματα αυτά στο τελευταίο μας μάθημα. |
_version_ |
1782818418571870208 |
description |
Διάλεξη 10: Θα ξεκινήσουμε, καταρχήν, συνεχίζοντας τα όσα είπαμε στο προηγούμενο μάθημα, όπου κάναμε αναφορά, να σας θυμίσω, για την Αριανική αίρεση, την κύρια τριαδολογική αίρεση που εμφανίστηκε στον 4ο αιώνα από έναν πρεσβύτερο της Αλεξάνδριας, τον Άριο και την διδασκαλία του, όπως αυτή είχε διατυπωθεί από τον ίδιο και από τους οπαδούς του, τις κοινότητες που είχαν συσταθεί στην Αλεξάνδρια, στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές, γιατί ο Αριανισμός γνώρισε μια μεγάλη διάδοση σε όλοι το ανατολικό μέρος, αλλά και στο δυτικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, όπως είπαμε, είχε διατυπωθεί η διδασκαλία του Αρίου για την κτιστότητα του δευτερού προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Λόγου του Θεού. Είχε διατυπωθεί αυτή η διδασκαλία και στην συλλογή αυτή με τους ύμνους και τα ευκολογικά κείμενα, τη θαλία, τη συλλογή που χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί του Αρίου στις εκκλησιαστικές τους συναθρήσεις. Όλη αυτή η αναστάτωση που επήλθε από την Αριανική Έρηδα δεν αντιμετωπίστηκε, είπαμε, μόνον από μία Σύνοδο, από την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Ταλάνησε την Εκκλησία, αλλά και έδωσε την ευκαιρία, στη διάρκεια όλου του 4ου αιώνα, αλλά και έδωσε την ευκαιρία να διατυπωθούν ακριβέστερα οι θεολογικές αλήθειες γύρω από το τριαδολογικό δόγμα. Να διατυπωθεί η τριαδολογική δασκαλία της Εκκλησίας και ως προς τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά και ως προς τη σχέση του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα. Έτσι, λοιπόν, στη διάρκεια του 4ου αιώνα, όπως θα δούμε, έχουμε, όπως ήδη σας έχω αναφέρει, δύο μεγάλες συνόδους, δύο οικουμενικές συνόδους, την πρώτη οικουμενική συνόδος, στην οποία συμμετείχε και ο ΩΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΩ στο 325, και μια δεύτερη οικουμενική συνόδο το 381, η πρώτη στην Ίκεα της Βυθυνίας, η δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη, που ασχολήθηκαν με τα ίδια θέματα και με κάποια επιπλέον ζητήματα, δεδομένου ότι είχε προκύψει έντονα και το ζήτημα της σχέσης του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα, και θα το δούμε αυτό σήμερα που θα μιλήσουμε και για τον Μέγα Βασίλειο, ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα, εξίσου σημαντικό όπως και αυτό το οποίο κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ως προς τη σχέση των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος, οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος ήταν Αλεξανδρέας στην καταγωγή, καταγόταν από την Αλεξάνδρια. Είπαμε ότι η Αλεξάνδρια την περίοδο αυτή έφερε μια σπουδαία θεολογική παράδοση από τον τρίτο αιώνα, την παράδοση των Αλεξανδρυνών θεολόγων του Κλίμεντος και του Οριγένη. Αυτή λοιπόν αυτής της σπουδαίας παραδόσειος θεολογικής και εκκλησιαστικής παραδόσειος, μέτοχος, γνωρίζουμε ότι υπήρξε ο Μέγας Αθανάσιος. Γνωρίζουμε ότι πραγματοποίησε, έλαβε πλούσια παιδεία, θεολογική αλλά και κλασική παιδεία και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που αφορά όλους τους Πατέρες αυτής της περιόδου. Θα το δούμε όταν θα μιλήσουμε και για τον Μέγα Βασίλειο και για τον Γρηγόριο Ονίσης, για τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Αυτό το στοιχείο της εντρύφησης μέσα στην κλασική παράδοση, στην κλασική παιδεία και μάλιστα της παρότρισης προς τους νέους ανθρώπους να μελετήσουν την κλασική παιδεία ως ένα στοιχείο βασικό, ένα υπόβαθρο για να κατανοήσουν τα όντα, οτιδήποτε αφορά στην δημιουργία και έτσι να μπορέσουν καλύτερα να θεολογήσουν, να ασχοληθούν με το όντως ον. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι γεννήθηκε το 295 δηλαδή στα τέλη του 3ου αιώνα γεννιέται ο Μέγας Αθανάσιος και το 325 είπαμε ότι ήταν μόλις 30 ετών διάκονος, είχε χειροτονηθεί ήδη διάκονος από τον Αλέξανδρο Αλεξανδρίας μια ηγετική μορφή των Ορθοδόξων που παρά το γεγονός ότι όπως είπαμε άλλοι Ορθόδοξοι ηγέτες αυτής της περίοδου σε μια περίοδο κατά την οποία είπαμε δεν είχαν επακριβώς διατυπωθεί αυτές οι σημαντικές δογματικές αλήθειες γύρω από την Αγία Τριάδα παρέκλιναν από την Ορθόδοξη διδασκαλία, σας ανέφερα την περίπτωση του Μαρκέλου, του Μαρκέλου Αγγίρας στο προηγούμενο μάθημα και άλλων ηγετών της Ορθόδοξης παράταξης, παρά ταύτα ο Αλέξανδρος Αλεξανδρίας υπήρξε μια σημαντική μορφή, ένας αδιάλειπτα ισχυρός ηγέτης των Ορθοδόξων. Ως διάκονος του λοιπόν ο Αθανάσιος συμμετείχε στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και αναδείχθηκε σε μία από τις ηγετικές μορφές. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι και άλλα πρόσωπα και διάκονοι και πρεσβύτεροι και μοναχοί συμμετείχαν στις Οικουμενικές Συνόδους και ανέλαβαν πολύ σημαντικό έργο στις θεολογικές διαργασίες αυτών των μεγάλων Οικουμενικών Συνόδων. Εκείνο όμως το πιο σημαντικό είναι το έργο το οποίο παρίγαγε το θεολογικό και γενικότερα το εκκλησιαστικό έργο το οποίο παρίγαγε από αυτήν την περίοδο και μετά ο Μέγας Αθανάσιος ως τέλος, ως την κύμησή του το 373 μ.Χ. Ήδη τρία χρόνια μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο το 328 μ.Χ. η ηλικία μόλις 33 ετών ο Αθανάσιος εξελέγη και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδριας. Σε πολύ νεαρή ηλικία στοιχείο που μαρτυρεί αυτήν την μεγάλη αναγνώριση και την απήχηση που είχε η προσωπικότητά του και η θεολογική του προσφορά σε όλον τον Ορθόδοξο κόσμο και ιδιαίτερα στην Αίγυπτο. Σε μία πάρα πολύ μικρή ηλικία παρά το γεγονός μάλιστα ότι αντέδρασαν έντονα οι ισχυροί κύκλοι αιρετικών της Αλεξάνδριας και της Αιγύπτου και από τους Αριανούς και από τους Μελιτιανούς. Είναι ένα άλλο σχείσμα που εμφανίζεται στην Αίγυπτο, το Μελιτιανό σχείσμα. Και από τους Κολουθιανούς, ο παδούς του Κόλουθου, πολλές αιρετικές ομάδες αντέδρασαν παρά τα αυτά, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν αυτήν την ανάριση του νεαρού Αθανάσιου στον Αρχιεπισκοπικό και στον Πατριαρχικό Θρόνο της Αλεξάνδριας. Εκείνο όμως το οποίο κατόρθωσαν ήταν συνεχώς να διαβάλουν την θεολογική του διδασκαλία, μάλιστα να εισάγουν μέσα σε αυτές τις διαβολές και στοιχεία που σχετίζονταν με μία αμφισβήτηση της αυτοκρατορικής εξουσίας, την περίοδο αυτή αυτοκράτορας είναι όπως γνωρίζεται ο Μέγας Κωνσταντίνος και αυτό το γεγονός προκάλεσε τη σύγκληση μίας συνόδου από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 335 μ.Χ. στην Τύρο. Είναι η περίφημη σύνοδος της Τύρου, στην οποία προσήλθε ένας πολύ μεγάλος αριθμός αριανιζόντων, αριανών επισκόπων και ασφαλώς και πολύ ορθόδοξοι επίσκοποι για να συζητήσουν, ως βασικό θέμα είχαν τις θέσεις του Μ.Αθανασίου και ασφαλώς μέσα σε αυτό το κατηγορητήριο που είχε προκύψει εναντίον του Μ.Αθανασίου είχαν κατασκευαστεί και πάρα πολλά άλλα εξοφρενικά ψεύδι από τους αριανούς, είχε φωνεύσει έναν επίσκοπο τον Αρσένιο, τελικά οι ορθόδοξοι προσήγαγαν εκεί ζωντανό τον Αρσένιο για να καταρρίψουν αυτήν την κατηγορία, ότι είχε διαφθείρη μία γυναίκα, προσήγαγαν και αυτήν την γυναίκα η οποία καταδεικνύοντας προσπαθώντας να κατηγορήσει τον Αθανασίο, τελικά κατέδειξε ένα άλλο πρόσωπο και όχι τον Αθανασίο. Έτσι λοιπόν αυτές όλες οι κατηγορίες αποδείχθηκαν ψευδείς και καμία κατηγορία δεν κατόρθωσε να παραμείνει ισχυρή έναντι του Μεγάλου Αθανασίου. Εν τούτοις ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε την εξωρία του για να ειρηνεύσει η εκκλησία στα τρέβυρα της Γαλλίας και εδώ καταγράφεται η πρώτη εξωρία από μία σειρά εξωριών, λιγοετών, βραχύβιων ή μακρόχρονων εξωριών τις οποίες αντιμετώπισε ο Μέγας Αθανασίος ως περίπου το τέλος της ζωής του. Συνολικά γνωρίζουμε ότι εξωρίστηκε πέντε διαδοχικές φορές. Μια επόμενη εξωρία, αφού επιστρέφει από τα τρέβυρα της Γαλλίας, επίλθε το 340 έναν από τους διαδόχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνσταντιό, ο οποίος ήταν Αριανίζων, έρεπε προς την ομάδα των Αριανών και τον εξωρίζεται αυτή τη φορά στη Ρώμη. Μάλιστα, κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι ο Αθανασίος έγινε με ιδιαίτερη θέρμη δεκτός από τους Χριστιανούς της Ρώμης και υπήρξε μια εξαιρετικά σημαντική περίοδος αυτή η περίοδος της εξωρίας του στη Ρώμη. Ήρθε σε επαφή με τα εκκλησιαστικά πρόσωπα τους εκκλησιαστικούς ηγέτες της Ρώμης. Μετέφερε τη διδασκαλία για το μοναχισμό και το πνεύμα του μοναχισμού, ο οποίος είπαμε ότι την περίοδο αυτή γνώριζε μεγάλη διάδοση από μεγάλη απήχηση εξαιτίας της παρουσίας του μεγάλου Αντωνίου για τον οποίον όπως θα δούμε έγραψε το σημαντικότερο κείμενο που έρχεται από τον ίδιο το Μέγα Θανάσιο, μαθητή του σε μία περίοδο στην περίοδο της εξωρίας του στην έρημο και ασφαλώς υπήρξαν μέτοχοι οι Χριστιανοί της Ρώμης αυτής της διδασκαλίας του, της Ορθόδοξης διδασκαλίας γύρω από την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα. Ίσως εξαιτίας αυτού του γεγονότος, της παρουσίας του δηλαδή στη Ρώμη, προέκυψε και αυτή η παράδοση για το λεγόμενο Αθανασιανό Σύμβολο. Ένα σύμβολο το οποίο εμφανίστηκε στην Δυτική Εκκλησία πολύ πρώιμα, δεν είναι ακριβώς το Ορθόδοξο σύμβολο το οποίο μας είναι γνωστό από την Σύνοδο της Νίκαιας, την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ή αργότερα στη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο το σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, αλλά είναι ένα πρώτο σύμβολο το οποίο μας έχει σωθεί στην Λατινική Γλώσσα. Σας το αναφέρω μόνο διότι σε αυτό το σύμβολο υπάρχει μια πρόημη αναφορά σε μία μορφή φιλειόκβε και αυτό το σύμβολο το επικαλέστηκαν αργότερα οι εκπρόσωποι της Δύσεως στις συζητήσεις που γίνονταν γύρω από το φιλειόκβε πολλούς αιώνες αργότερα. Έχουμε λοιπόν αυτήν την Δεύτερη Εξωρία του και λίγα χρόνια αργότερα το 343 μ.Χ. μία Δεύτερη Σύνοδος συγκαλείται και πάλι για να συζητήσει τα ίδια θέματα έχοντας περίπου ως κυρίαρχο ζήτημα την διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου, του μεγάλου εκπροσώπου των Ορθοδόξων. Είναι η Σύνοδος της Σαρδικής, μια πολύ σημαντική Σύνοδος. Σας είπα ότι η αρχαία πόλη Σαρδική ταυτίζεται με τη σημερινή Σόφια, έχουν εντοπιστεί στη Σόφια ερήπια της αρχαίας Σαρδικής. Στην περιοχή λοιπόν της Σόφια συγκεντρώθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός και πάλι Αριανιζών των Επισκόπων και Ορθοδόξων Επισκόπων. Τελικά όμως οι αριανοί Επίσκοποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Σαρδική και να συνεχίσουν να συγκαλέσουν μια δική τους αριανική Σύνοδο στην Φιλιππούπολη, όπου κατεδίκασαν τον Αθανασίο ενώ οι Ορθόδοξοι παρέμειναν στη Σαρδική όπου και εξέτασαν την διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου και δικαίωσαν για μια ακόμη φορά τον Αθανασίο. Αναγνωρίστηκε με έναν επίσημο συνοδικό τρόπο η διδασκαλία του μεγάλου Αθανασίου. Μετά από ένα μικρό διάστημα, βλέπετε το 343 συγκλήθηκε η Σύνοδος της Σαρδικής, ο Αθανασίος εξοδίζεται και πάλι το 356 από τον διάδοχο τον Κωνσταντιό και πάλι από τους αριανίζοντες από την αριανίζωσα εξουσία, καταδικάζεται στο Μιλάνο αυτή τη φορά, στο Μεδιόλανο και έτσι την περίοδο αυτή καταφεύγει στην έρημο. Είναι η περίοδος κατά την οποία θα συνδυηθεί ιδιαίτερα με τον Μέγα Αντώνιο και μάλιστα η περίοδος αυτή είναι κατά την οποία υπέρχεται και το τέλος του Μεγάλου Αντωνίου και έτσι ο Αθανασίος αναλαμβάνει να συγγράψει τον εκτενή βίο του που είπαμε ότι αποτελεί ένα πρότυπο για τη σύνταξη των μοναστικών βίων στους μεταγενέστερους συγγραφείς, αλλά και στην ουσία ένα υπόμνημα όπως θα δούμε στο οποίο καταγράφονται οι αρχές του μοναχισμού όπως ξεκίνησε στα πρώτα του βήματα, δηλαδή μέσα από την ερημητική και την λαβριωτική μορφή του όπως εμφανίζεται σε αυτό το πρώτο στάδιο ο μοναχισμός. Ακολουθεί μια εξωρία του το 362 από τον συγγενή του Μεγάλου Κωνσταντίνου των αυτοκρατόρων τον Ιουλιανό ο οποίος ανέρχεται για ένα μικρό χρονικό διάστημα στον αυτοκρατορικό θρόνο και κατά το μικρό αυτό διάστημα περίπου τριών ετών προσπαθεί να αναβιώσει την ειδωλολατρική θρησκεία, την ειδωλολατρία. Έτσι λοιπόν εξωρίζεται και πάλι ο Αθανάσιος διότι αποτελεί μόνος του ένα μεγάλο ανάστημα, θεολογικό ανάστημα και εκκλησιαστικό κυρίως ανάστημα το οποίο ασφαλώς θα δημιουργούσε πολύ μεγάλα προβλήματα στην αναβίωση της ειδωλολατρίας και ακολουθεί μη. Μια ακόμη εξωρία από τον Ουάλη, τον γνωστό οπαδό επίσης του Αριανισμού που σχετίζεται όπως θα δούμε και με τον Μέγα Βασίλειο, είναι ένα πρόσωπο που προσπάθησε να μειώσει την απήχηση του εκκλησιαστικού και του θεολογικού έργου και του Μεγάλου Βασιλείου χωρίς επιτυχία. Συνολικά έχουμε ο χρόνος αρχιερατίας κατά τον οποίο παρέμεινε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Αθανάσιος είναι πάρα πολύ μεγάλος, είναι 45 χρόνια, μεσολάμπισαν όμως αυτές όλες οι εξωρίες οι οποίες συμποσούμενες ανέρχονται σε 10 χρόνια. Ένα μεγάλο διάστημα το 1 τέταρτο της αρχιερατίας του το έζησε εξώριστος ο Μέγας Αθανάσιος και διοκόμενος και καταδιοκόμενος παρά ταύτα και κατά τις περιόδους των εξωριών του συνέχισε να παράγει ένα πολύ σημαντικό θεολογικό έργο που ενίσχυσε την εκκλησιαστική συνείδηση των Ορθοδόξων και την εκκλησιαστική παρουσία των Ορθοδόξων και έτσι εμφανίζεται ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Ορθοδόξων κατά την περίοδο αυτή. Υπήρξε ένα πρόσωπο στο οποίο αποτελεί το έργο του σημείο αναφοράς για όλους τους συγχρόνους του και τους μεταγενέστερους όσον αφορά τα θέματα τα οποία παρουσιάζονται μέσα από τα έργα του που δεν αφορούν μόνον αφορούν όλες τις πτυχές της τριαδολογίας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Μέγας Βασίλος που είναι ο πρώτος συντάκτης ενός κειμένου μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αθανασίου ενός εγκωμίου στο Μέγα Αθανασίου περίπου με τη μορφή μιας μονοδίας αλλά ενός εγκωμιαστικού κειμένου ξεκινάει με αυτή την χαρακτηριστική ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με συγχωρείτοχιο Μέγας Βασίλειος ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ξεκινάει αυτό το σημαντικό εγκωμιαστικό κείμενό του που απετέλεσε πρότυπο και για πολλούς μεταγενέστερους βυζαντινούς συγγραφείς κειμένων μορφολογικά από πλευράς μορφολογίας πρότυπο το κείμενο αυτό ξεκινάει με τη χαρακτηριστική φράση Αθανασίων επενών αρετήν επενέσομαι γενικότερα νοώντας ως αρετή όλη την εκκλησιαστική ζωή αυτού του ανθρώπου και την εκκλησιαστική ζωή των χριστιανών. Το έργο του είπαμε ότι δεν περιορίστηκε μόνο στις εκκλησιαστικές διαργασίες τις οποίες συμμετείχε αλλά αποτυπώθηκε και σε πολύ σημαντικά συγγράμματα του τα οποία έχουν είτε έναν χαρακτήρα καθαρά θεολογικό δογματικό είτε απολογητικό όπως θα δούμε είτε και αρκετά άλλα κείμενα τα οποία έχουν επίσης σχετίζονται με τα θέματα τα οποία συζητούνταν κατά την περίοδο αυτή. Από τα πιο πρόημα έργα του ο λόγος κατά Ελλήνων το 318 είναι το πρώτο έργο το οποίο ο Αθανασίος συγγράφει το έργο αυτό σε ηλικία μόλις 23 ετών. Σε πολύ νεαρή ηλικία μόλις 23 ετών γράφει ένα σπουδαίο έργο έναν λόγο κατά Ελλήνων όπου περίπου θα μπορούσαμε να πούμε ότι επαναλαμβάνει και χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα των αρχαίων απολογητών για να καταπολεμήσει την ειδωλολατρία και την μυθολογία τους ελληνικούς μύθους τον πολιθεισμό και τον πανθεισμό που προέκυπταν μέσα από τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας αλλά επισημαίνουμε το στοιχείο ότι δεν καταπολεμά την φιλοσοφία. Αντιθέτως δείχνει μια εκτίμηση προς την αρχαία φιλοσοφία ως ένα όργανο το οποίο είναι χρήσιμο όπως άλλωστε είχε χρησιμοποιηθεί η φιλοσοφία από τους μεγάλους διδασκάλους της αλεξανδρενής θεολογίας από τον Κλίμεντα και από τον Οριγέννη. Κατά συνέπεια δεν θα ήταν δυνατόν και ο Αθανάσιος να μην εκφράσει την ίδια εκτίμηση για την φιλοσοφία ως ένα εργαλείο προπαρασκευαστικό για την διατύπωση των δογματικών αληθιών της Εκκλησίας. Εξαιρετικά σημαντικό έργο του ο λόγος περί ενανθρωπίσεως του λόγου. Ένα πολύ σημαντικό έργο που ακριβώς σχετίζεται θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνιστά μία ιστορία, μία νευματική ιστορία της ανθρωπότητας, του ανθρώπινου γένους το έργο αυτό. Εξετάζει ιδιαίτερα όλα αυτά τα κείμενα, τα βιβλικά κείμενα και τα ερμηνεύει που σχετίζονται με την ενανθρώπιση του λόγου του Θεού και συνδέει αυτό το γεγονός, αυτό είναι το βασικό στοιχείο, ότι η ενανθρώπιση του λόγου του Θεού σχετίζεται, έχει άμεση σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός για το οποίο αιρίζουμε, δεν αιρίζουμε οι αίριδες και οι συζητήσεις οι οποίες βρίσκονταν σε μεγάλη έξαρση την περίοδο αυτή, δεν βρίσκονταν για τα ονόματα αλλά για τα πράγματα. Και αυτή είναι η μεγάλη αρχή πάνω στην οποία βασίζεται το έργο, το θεολογικό έργο και η διδασκαλία και του Μεγάλου Αθανασίου αλλά και των Καπαδοκών Πατέρων. Οι συζητήσεις δεν αφορούν τα ονόματα, γι' αυτό και δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ονόματα, δεν επιμένουν ιδιαίτερα στα ονόματα. Πολλές φορές δε όπως θα δούμε χρησιμοποιούν και εναλλακτικά διάφορους όρους για να μπορέσουν να προσεγγίσουν και τις μετριοπαθείς ομάδες των αιρετικών. Με αποτέλεσμα κάποιες φορές και οι ίδιοι να κατηγορηθούν ως αιρετικοί. Αλλά αυτό το οποίο έχει τη μεγάλη σημασία για τον Αθανασίου και για τους Καπαδόκες Πατέρες είναι τα πράγματα. Δηλαδή οι αλήθειες αυτές οι οποίες εμπεριέχονται μέσα στην διδασκαλία του χριστιανισμού και οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου. Δεν είναι ψηλές αλήθειες, δεν είναι κάτι το οποίο είναι αφηρημένο και σχετίζεται με μια διανοητική σύλληψη των ενιών αυτών, αλλά είναι κάτι το οποίο έχει εφαρμογή και αποτύπωση στην εκκλησιαστική πραγματικότητα που η εκκλησιαστική πραγματικότητα υφίσταται για ένα και μόνο λόγο, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, λοιπόν, ο Αθανάσιος καθίσταται ένας δεινός ερμηνευτής των κειμένων χρησιμοποιώντας την προηγούμενη ερμηνευτική παράδοση. Δεν υποκύπτει, βέβαια, στα ερμηνευτικά ολιστήματα του μεγάλου Αλεξανδρυνού Θεολόγου, του Οριγένη, τα οποία οδήγησαν τον Οριγένη σε κάποιες, σε αυτήν την προσπάθειά του να μορφοποιήσει τις αρχές της χριστιανικής θεολογίας, τον οδήγησαν και σε κάποιες αιρετικές διατυπώσεις και γι' αυτό, όπως είπαμε, τελικά οδήγησαν στην καταδίκη του οριγενισμού και στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και στις Μεταγενέστερες και στην Έκτη, στην Πενθέκτη, στην Εύδομη Οικουμενική Σύνοδο, έχουμε επαναλαμβανόμενες καταδίκες του οριγενισμού, όπως και άλλων διδασκαλιών και του Ευαγρίου του Ποντικού, που υπήρξε ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της ασκητικής θεολογίας. Και έχουμε επίσης μια άλλη ομάδα κειμένων του μεγάλου Αθανασίου, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εγκαινιάζουν ένα ιδιαίτερο γραμματολογικό είδος στην περίοδο αυτή. Και είναι όλα αυτά τα απολογητικά κείμενα που συνέγραψε στο πλαίσιο της πολεμικής του κατά των Αρριανών. Ο Απολογητικός Κατά Αρριανών είναι ένα συστηματικό κείμενο που σχολιάζει επίσημα κείμενα που προέρχονταν από τους ίδιους τους Αρριανούς, 36 επίσημα κείμενα που εμπεριέχονται μέσα στο έργο αυτό. Η απολογία περί της φυγής αυτού, όταν κατηγορήθηκε ότι εγκατέλειψε την εκκλησία του, έχουμε ένα παρόμοιο έργο θα δούμε και στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Απαντά λοιπόν εδώ στους κατηγόρους του που τον κατηγόρησαν για δηλία, όταν έφυγε, όταν εγκατέλειψε την Αλεξάνδρια και κρύφτηκε στην έρημο. Η ιστορία των Αρριανών είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο που καταγράφει την ιστορία της Αρριανικής αίρεσης, αλλά το έργο αυτό τουλάχιστον ως την Σύνοδο της Τύρου δυστυχώς έχει απολεστεί. Θα αποτελούσε μια σπουδαία πηγή για τα πρό της Συνόδου, για τις αφετηρίες αυτής της μεγάλης αίρεσης του τέταρτου αιώνα, όπως επίσης το περί τον ένα ρημίνο και σε λευκία Συνόδων επίσης εντάσσεται σε ένα τέτοιο κλίμα, έχει ένα τέτοιο περιεχόμενο. Και πολύ σημαντικό έργο το αποτελεί μια τριλογία, τρεις λόγοι του κατά Αρριανών, ένα από τα σπουδαιότερα θεολογικά αντιαρριανικά έργα του μεγάλου Αθανασίου, στο οποίο εκθέτει την διδασκαλία των Αρριανών, την αρριανική διδασκαλία, και ερμηνεύει την ορθόδοξη πίστη μέσα από την ερμηνεία των βιβλικών χωρίων της Καινής Διαθήκης, χωρία που επιλέγει από τα Ευαγγέλια και από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που αναφέρονται στην γέννηση του Υιού και στη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα. Το επόμενο έργο του το 362 ο τόμος προς τους αντιοχείς είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο στο οποίο ο Μέγας Αθανάσιος εξετάζει και αναλύει, ερμηνεύει τον όρο υπόστασης, που σας είπα όταν μιλήσαμε και για την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο ότι είναι ένας όρος αμφιλεγόμενος που ταλαιπώρησε τους ορθόδοξους εκπροσώπους, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, γιατί ο όρος αυτός στην ουσία κατέστη πιο έβληπτος μέσα από τη διδασκαλία των Καπαδοκών. Οι Καπαδόκες θα δούμε, ιδιαίτερα ο Μέγας Βασίλειος, ασχολήθηκαν με την ερμηνεία, με την ορθή χρήση αυτού του όρου, δεδομένου ότι όπως είπαμε, τον όρο υπόσταση νοούνταν και η ουσία αλλά και τα πρόσωπα, εντάξει. Αυτό που είπαμε, η έλλειψη διακρίσεως των όρων που εμφανίζεται σε πολύ πρόημους συγγραφείς αυτής της περιόδου, ακόμη και σε συγγραφείς, όπως είπαμε, της ορθόδοξης παρατάξιος. Και από την έρημο, όπου βρισκόταν, ο Μέγας Αθανάσιος συγγράφει και τέσσερα πολύ σημαντικά κείμενα, τέσσερις επιστολές προς τον Σεραπείονα Θμούεος, έναν φίλο του. Εκπρόσωπό του, θα μπορούσαμε να πούμε, ο Σεραπείονας προσπάθησε να μεσολαβίσει και στον Κωνσταντιό, στον αυτοκράτορα Κωνσταντιό, για να μην εξοριστεί ο Μέγας Αθανάσιος. Τελικά, όμως, ο ίδιος ο Σεραπείονας υπέστη την εξορία, εξαιτίας αυτής της μεσολαβίσεώς του, στον αυτοκράτορα Κωνσταντιό. Του στέλνει, λοιπόν, από την έρημο, όπου βρισκόταν, αυτές τις τέσσερις πολύ σημαντικές επιστολές. Και επισημαίνω ιδιαίτερα τις επιστολές του αυτές, διότι είναι τα πρώτα συστηματικά κείμενα του Μεγάλου Αθανάσιου και γενικότερα στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία, όπου διατυπώνεται η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος. Είναι πνευματολογικά κείμενα, δηλαδή έχουμε μία μετάβαση πέρα από τις συζητήσεις που έχουμε για τις σχέσεις των προσώπων, των δύο πρώτων προσώπων της Αγίας Τριάδος και στα θέματα της Ορθόδοξης Πνευματολογίας. Και βέβαια, σε όλη την περίοδο της παρουσίας του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδριας, ο Μέγας Αθανάσιος εξακολουθούσε να στέλνει, να συγγράφει και να αποστέλνει τις λεγόμενες εορταστικές επιστολές. Είναι κείμενα που τα απέστελε προς τους άλλους επισκόπους της Αιγύπτου και μας έχουν ζωθεί κάποια από αυτά. Η σημαντικότερη από αυτές τις επιστολές που μνημονεύουμε είναι η 39η εορταστική επιστολή του Μ. Αθανάσιου. Με αφορμή τον εορτασμό του Πάσχα απέστελε τις επιστολές αυτές. Το Πάσχα, λοιπόν, του 367 αποστέλνει την 39η εορταστική επιστολή, που είναι ένα κείμενο με πολύ μεγάλη σημασία, διότι διατυπώνει και τον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Και της Παλαιάς Διαθήκης και της Καινής Διαθήκης. Ολοκληρώνω με το θέμα αυτό των συγγραμμάτων, του συγγραφικού έργου του Μ. Αθανάσιου, με αυτό το πολύ σημαντικό κείμενο για το οποίο ήδη μιλήσαμε, τον βίο του Μ. Αντωνίου. Ενός προσώπου που είπαμε ότι κινήθηκε ακριβώς την περίοδο αυτή που ο Μέγας Αθανάσιος κατέφυγε στην έρημο. Βεβαίως τον είχε γνωρίσει και πολύ νωρίτερα και γι' αυτό τον λόγο, άλλωστε, του εμπιστεύθηκε πολλά πράγματα και εμφανίζεται ως γνώστης της διδασκαλίας του Μ. Αντωνίου, παρά το γεγονός ότι μας έχουν σωθεί και άλλα κείμενα που φέρονται με το όνομα του Μ. Αντωνίου, όχι τόσο στην ελληνική παράδοση όσο κυρίως στην κοπτική παράδοση, οι λεγόμενες επιστολές του Μ. Αντωνίου. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι είναι ενσωματωμένο μέσα σε αυτό το εκτενέστατο κείμενο στον βίο του Μ. Αντωνίου μας παραδίδεται όλη η ιδιωτή αλλά κυρίως η διδασκαλία του Μ. Αντωνίου και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε στα πρώτα του βήματα ο αρχαίγονος μοναχισμός. Στο κείμενο αυτό που σας μνημόνευσα, στο εγκόμιο του Μ. Αθανάσιου, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον βίο αυτό με αυτή τη χαρακτηριστική φράση ότι ο βίος του Μ. Αντωνίου αποτελεί της μοναδικής πολιτείας νομοθεσία εν πλάσματι διηγήσεως. Με τη μορφή δηλαδή μιας διήγησης στην ουσία ο Αθανάσιος κατέγραψε τις αρχές της μοναχικής δηλαδή πολιτείας. Της πολιτείας των μοναχών αυτού του νέου γένους μέσα στην ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή που προέκυψε μετά το τέλος των διωγμών. Και είπαμε ότι αποτέλεσε πρότυπο για τη δημιουργία αυτού του ιδιαίτερου είδους και γνώρισε το κείμενο αυτό περισσότερο από όλα τα άλλα κείμενα του Μ. Αθανάσιου ένα πλήθος μεταφράσεων. Ήδη δηλαδή από το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα έχουμε λατινικές μεταφράσεις του Βιού του Μ. Αντωνίου από τον Ευάγριο, όχι τον Ποντικό, έναν άλλο θεολόγο στην Αντιόχεια και άλλα πρόσωπα που μεταφράζουν το κείμενο αυτό στη λατινική γλώσσα και αργότερα και σε άλλες ανατολικές μεταφράσεις. Τώρα ως προς τη θεολογία του Μ. Αθανάσιου αυτό που ασφαλώς θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι ένα είναι το κύριο στοιχείο, η βάση πάνω στην οποία εδράζεται η θεολογία του Μ. Αθανάσιου και αυτή είναι η παράδοση. Αλλά τι σημαίνει παράδοση αυτό είναι εκείνο το οποίο πρέπει να γνωρίζουμε όσον αφορά στην βάση της θεολογίας του Μ. Αθανάσιου. Τι σημαίνει παράδοση για το Μ. Αθανάσιο. Η παράδοση είναι δύο βασικά στοιχεία. Είναι το κείμενο της Αγίας Γραφής. Τα κείμενα που έχουν αποτυπώσει γραπτός τη διδασκαλία του Χριστού των Αποστόλων, αλλά ξεκινάει η παράδοση ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Οριακά λέει ο Αθανάσιος δέχεται την Παλαιά Διαθήκη μέσα στην αφετηρία αυτής της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Η κατεξοχήν παράδοση είναι η διατύπωση της διδασκαλίας του Χριστού και των Αποστόλων μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Αλλά συνεχίζεται η παράδοση αυτή και ως τους πατέρες της εκκλησίας. Μέσα από την διδασκαλία των πατέρων της εκκλησίας ερμηνεύεται, είπαμε, η προγενέστερη παράδοση. Είναι η ερμηνεία του γεγονότος της θείας οικονομίας και έτσι, λοιπόν, η παράδοση κατά τον Μέγα Αθανάσιο φτάνει και επεκτείνεται ως τους πατέρες οι οποίοι θεολόγησαν πριν από αυτόν. Επίσης, πάρα πολύ σημαντικό είναι ότι ο δρόμος εκείνος ο οποίος οδηγεί στη γνώση του Θεού δεν είναι κάτι το εξωτερικό, δεν σχετίζεται με τη γνώση όπως αυτή την αποκτά ο άνθρωπος μέσα από τη φιλοσοφία ή από τη γνώση, την μελέτη και την εξερεύνηση του κόσμου, αλλά είναι μια εσωτερική διαδικασία, είναι μια εσωτερική διαργασία που βεβαίως οδηγεί σε μια μερική γνώση του Θεού. Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις ενέργειές του και ασφαλώς δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γνωρίσει την ίδια την ουσία του Θεού. Ως δημιούργημα, ως κτίσμα δεν είναι δυνατόν να γνωρίσει την ουσία του δημιουργού του. Επίσης για το Μέγα Θανάσιο υπάρχει το στοιχείο ασφαλώς της υπερβάσεως, υπερβατικός ο Θεός, κατά συνέπεια ακατάληπτος, το στοιχείο αυτό που είπαμε ότι εν υπάρχει στην αποφατική θεολογία που εγγενιάζεται με τον Κλίμεντα τον Αλεξανδρέα, αλλά δεν είναι μόνον υπερβατικός, είναι και προσωπικός. Και ως προσωπικός ο Θεός εκφράζεται μέσα από τις ενέργειες των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Τώρα, ως προς τη σχέση του Υιού προς τον Πατέρα. Αυτό το οποίο ιδιαίτερα τονίζει είναι ότι αποτελεί συνιστά τέλειο γέννημα του Πατρός ο Υιός, όχι κατά θέλησιν, και αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο, δεν θα επιμείνουμε στα θέματα αυτά γιατί θα τα δείτε διεξοδικά, θα τα μελετήσετε στα επόμενα χρόνια των σπουδών σας, ιδιαίτερα στην ιστορία των δογμάτων και στη δογματική. Δεν είναι κατά τη θέληση του Πατρός τέλειο γέννημα, αλλά είναι υφίσταται ως υφίσταται εκ της μίας ουσίας και ασφαλώς είναι άναρχος. Αυτό το οποίο βλέπουμε ότι έχει περάσει ιδιαίτερα στην υμνογραφία αυτών των ημερών, αυτής της περιόδου στην οποία εισερχόμαστε, του Αγίου Δαδεκαημέρου, των Χριστουγέννων. Υδιαίτερα στην υμνογραφία αυτή θα δείτε πώς διατυπώνονται όλες αυτές οι δογματικές αλήθειες. Έτσι λοιπόν, όπως ο Πατέρας δεν έχει αρχή, είναι άναρχος. Κατά τον αυτόν λόγο και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι άναρχα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Και κατά την χαρακτηριστική φράση του Μεγάλου Αθανασίου, και αυτό πρέπει να το προσέξουμε, ο Υιός αποτελεί εικόνα και ομοίωση του Πατρός. Και σας επισημαίνω ιδιαίτερα αυτήν τη διάκριση. Δεν αναφέρει ο Αθανασίος, ο Μέγας Αθανασίος, δεν κάνει αναφορά στον Υιό και λόγο ως κατοικώνα και καθομοίωσιν, αλλά ότι συνιστά την εικόνα και την ομοίωση του Πατρός. Για να διευκρινήσει ότι το κατοικώνα και το καθομοίωσιν, όπως αργότερα το τονίζουν και οι άλλοι πατέρες της Εκκλησίας, ακριβώς για τον άνθρωπο, ακριβώς δείχνει αυτό το στοιχείο, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατά τον λόγο του Θεού. Ομοιούμενος προς τον λόγο του Θεού. Η πραγματική εικόνα του Θεού είναι ο λόγος του Θεού. Εντάξει, είναι εικόνα και ομοίωση λοιπόν του Πατρός. Όπως κατ' αναλογία είναι το Άγιο Πνεύμα εικόνα του Υιού, όπως ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός. Και επιμένει ιδιαίτερα στις επιστολές του προς τον Σεραπείονα στο ζήτημα αυτό της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, διότι, όπως βλέπετε εκεί σε αυτήν τη χαρακτηριστική φράση του, ενώ θεοποιείται η κτίσης, ούκ' ανοίει εκτός αυτού της του Πατρός θεότητος. Αυτό με το οποίο θεούται η κτίση, εισέρχεται στην διαδικασία της θεώσεως όλη η κτίση, δεν θα μπορούσε αυτό, το οποίο λοιπόν επιφέρει την θεοποίηση της κτίσεως, δεν θα μπορούσε να βρίσκεται έξω από την θεότητα του Πατρός, έξω από την ουσία, από την πατρική ουσία. Και εδώ αυτό το σχήμα δεν είναι ένα τυχαίο σχήμα, είναι ένα σχήμα το οποίο επινοήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τους Βυζαντινούς θεολόγους για να δείξει ακριβώς αυτήν την ενότητα της ουσίας, αλλά και την διάκριση των προσώπων αυτή, οι τρεις τεμνόμενοι κύκλοι με τους τρεις αυτούς αυτούς ήλιους, η Τρισήλιος Θεότης, για την οποίαν κάνουν λόγο και οι Καπαδόκοι, οι Καπαδόκες Πατέρες και έτσι ακριβώς τους εγκωμιάζουμε στο γνωστό Απολιτήκιο της Τρισιλίου, η Τρισήλιος Θεότης. Αυτό το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό στη θεολογία, στην τριαδολογία του μεγάλου Αθανασίου, είναι ότι χρησιμοποιεί παράλληλα, εκπαραλλήλου και τον όρο τρεις υποστάσεις και τον όρο μία υπόστασης. Σχετίζεται με αυτό το στοιχείο το οποίο σας μνημόνευσα ήδη, ως μία υπόσταση νοεί την ουσία, ως τρεις υποστάσεις τα πρόσωπα, αλλά δεν χρησιμοποιούνταν ο όρος πρόσωπα, διότι ο όρος πρόσωπα δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, διότι ήταν αρνητικά χρωματισμένος. Νοηματοδοτούσε τα προσωπία, κάτι το οποίο δεν υφίσταται υποστατικά. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιεί εναλλακτικά τον όρο υπόστασης και υποστάσεις. Είναι αυτό το οποίο, όπως είπαμε, θα ιδιαίτερα αναπτυχθεί από τους Καπαδόκες Πατέρες αμέσως μετά, στο δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα. Και το σημαντικότερο στοιχείο το οποίο επισημένει στη διδασκαλία του Ομέγας Αθανάσιος είναι ότι η αρριανική αίρεση, ο αρριανισμός, δεν πολεμάται για κάτι άλλο, αλλά για αυτό που είπαμε για τα πράγματα, διότι ανατρέπει το οικοδόμημα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εκείνος ο οποίος ανέλαβε το έργο της σωτηρίας, δηλαδή ο Χριστός, πρέπει να κατέχει το πλήρωμα της θεότητος. Ότι εν αυτό κατοικεί πάντο πλήρωμα της θεότητος σωματικός, αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος. Στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητος. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο διάκρισης. Έτσι λοιπόν η θέωση του ανθρώπου επέρχεται από έναν τέλειο θεό. Και βέβαια με οποιαδήποτε αναφορά στον λόγο ως κτίσμα, ως δημιούργημα, η κατωτερότητα δηλαδή του λόγου θα διέλυε την τριάδα, την τριαδική αλήθεια του Θεού. Όπως επίσης ενώ η περίπτωση που θα λατρευόταν από τους Χριστιανούς ένας λόγος ο οποίος αποτελούσε κτίσμα, αυτό το γεγονός θα επέφερε μια πολυθεία, μια λατρεία διαφορετικών θεών. Ο λόγος λοιπόν είναι πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ομοούσιο και ομότιμο προς τον Πατέρα. Και αυτό το στοιχείο το οποίο ιδιαίτερα τονίζει στο περιενανθρωπήσιος του λόγου ο Μέγας Αθανάσιος και διευκρινίζει είναι ότι ο λόγος του Θεού έλαβε και ψυχή και σώμα. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δεν έλαβε μόνον το ανθρώπινο σώμα, δεν προσέλαβε μόνο την ανθρώπινη ψυχή, αλλά έλαβε και την ανθρώπινη ψυχή και το ανθρώπινο σώμα. Και δεν εισήλθε στον άνθρωπο, δεν εισέρχεται μέσα σε έναν άνθρωπο όπως υποστήριζε πολύ ερετική, δεν είναι τυχαίες αυτές όλες οι διατυπώσεις, αλλά έχουν αφετηρία της διδασκαλίας των ερετικών τις οποίες αντιμετωπίζει. Δεν εισήλθε λοιπόν σε έναν άνθρωπο, αλλά έγινε ο ίδιος άνθρωπος. Εντάξει, λαμβάνοντας και ψυχή και σώμα. Τώρα, στην ανθρωπολογία του ακριβώς ακολουθεί αυτές τις τριαδολογικές αρχές. Ο άνθρωπος αποτελείται από σώμα και ψυχή. Η ψυχή όμως είναι κάτι ανώτερο του σώματος, το οποίο κινεί το σώμα, είναι αυτό το οποίο κινεί το σώμα η ψυχή του ανθρώπου και καθίσταται αθάνατοι και χαρακτηρίζεται επίσης ως αυτοκίνητος η ψυχή του ανθρώπου. Κινείται η ίδια η ψυχή του ανθρώπου προς τον Θεό. Η αθανασία όμως της ψυχής, για την οποία γνωρίζουμε ότι γίνεται μεγάλος λόγος και στην προχριστιανική φιλοσοφία, δεν είναι κάποιο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά εδώ μέσα από τη χριστιανική θεολογία, αλλά η αθανασία της ψυχής δεν είναι κάτι το αυτοτελές, αλλά είναι κάτι το οποίο εδράζεται και αφετειριάζεται στην θέληση του Θεού. Η θέληση του Θεού είναι αυτή η οποία προσέδωσε την δυναμική της αθανασίας, θα μπορούσαμε να πούμε, στην ψυχή. Και γι' αυτό ο άνθρωπος νοεί τα θεία, λέει ο Μέγας Αθανασίος. Είναι το μόνο ον πάνω στον κόσμο το οποίο νοεί τα θεία, το οποίο δηλαδή, του οποίου η σκέψη ανάγεται προς τα θεία. Που είναι ακριβώς αυτή η σκέψη του ανθρώπου και η αναγωγή της ανθρώπινης ψυχής προς τα θεία, αποδεικνύει ακριβώς την υπέρβαση των εγκοσμίων πραγμάτων από τον άνθρωπο. Επίσης, πολύ σημαντικό ότι ο ίδιος ο άνθρωπος, όπως και όλα τα όντα της δημιουργίας, είναι αγαθά. Αυτό που τονίζεται στην δημιουργία, στη γέννηση. Και ότι επίσης ο Θεός πάντα καλά λείαν, είναι αγαθά. Αλλά αυτό το στοιχείο της αγαθότητας είναι κάτι το οποίο το προσδαμβάνει και πάλι εκτίσει και ο άνθρωπος από την αγαθότητα του Θεού. Είναι δηλαδή ενέργεια του Θεού η αγαθότητα αυτή η οποία επέρχεται στον άνθρωπο και τον καθιστά ένα αγαθό όν. Ενώ φαύλα ως φαύλα χαρακτηρίζει ο Μέγας Αθανάσιος τα μειώντα, αυτά τα οποία δεν υφίστανται. Και εδώ υπάρχει το ζήτημα του κακού και της αμαρτίας. Το κακό και η αμαρτία είναι μειών. Είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει, δεν δόθηκε σε αυτό η ύπαρξη από τον Θεό. Και γι' αυτό θα δούμε ότι οι Καπαδόκες πατέρες ο Μέγας Βασίλειος ιδέτερα τονίζει αυτό το στοιχείο ότι δεν είναι έτειος των κακών ο Θεός. Γιατί, διότι ακριβώς το κακό είναι το μειών, είναι αυτό το οποίο δεν έχει δημιουργηθεί. Εντάξει. Έτσι λοιπόν η αμαρτία κατά τον Μέγα Αθανάσιο είναι μια επινόηση του ίδιου του ανθρώπου. Και στην ουσία είναι η απομάκρυνση του του ανθρώπου από το όντος όν. Έτσι λοιπόν το μειών που είναι η αμαρτία που είναι το κακό είναι ακριβώς αυτό το οποίο έρχεται σε αντιδιαστολή με το όντος όν. Κάνει επίσης ιδιαίτερη αναφορά στο αυτεξούσιο του ανθρώπου και μιλούμε πολύ συχνά εμείς οι θεολόγοι για το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Το οποίο όμως έχει και θετική και αρνητική χρεία το αυτεξούσιο του ανθρώπου. Διότι δίνει στον άνθρωπο την βούληση, την δυνατότητα να επιλέξει και να κατευθυνθεί είτε προς το καλό και προς το κάλλος. Θα δούμε ότι το κάλλος στους Καπαδόκες ιδιαίτερα σχετίζεται και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό. Γι' αυτό και χρησιμοποίησαν όπως θα δούμε αυτόν τον όρο φιλοκαλία, η αγάπη του κάλλους, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό και προς το κακό. Και βέβαια κάνει λόγο για μία νηφάλια έξταση του ανθρώπου, για μία έξοδο του ανθρώπου από την γύη είναι η κατάστασή του. Όπως χαρακτηριστικά λέει και των λόγων ειδών μέσα από την ενανθρώπησή του ο άνθρωπος των λόγων ειδών οράει αυτό και το του λόγου πατέρα. Μέσα λοιπόν από τον λόγο ο οποίος ενυθρόπησε ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα πλέον να βλέπει, να ορά μέσα από την εικόνα και τον ίδιο τον πατέρα. Βεβαίως εν εσωπτρο όπως τονίζει και ο Απόστολος Παύλος, δηλαδή αυτή η θέα του Θεού είναι μέσα θα μπορούσαμε να πούμε από έναν καθρέφτη. Όπως βλέπουμε εμείς τη μορφή μας σε έναν καθρέφτη έτσι ακριβώς δεν είναι δηλαδή δεν έχει την πραγματική υπόσταση η μορφή μας η οποία αποτυπώνεται σε έναν καθρέφτη. Έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό και την βασιλεία του Θεού εν εσωπτρο και εν ενύγματι όπως λέει ο Απόστολος Παύλος. Και κατά τον τρόπο αυτό λοιπόν μέσα από αυτήν την υφάλια έκσταση από την έξοδο του ανθρώπου από την γιεινή του κατάσταση και από την απομάκρυνση του από το όντωσον οι άνθρωποι μπορούν να καταστούν γεννόμενοι μέτοχοι των ενεργειών του Θεού. Να καταστούν οι ίδιοι θεοί κατά τη χάρη και όχι κατά τη φύση. Δεν προσλαμβάνουν και δεν έχουν τη δυνατότητα να προσλάβουν τη θεία φύση ο άνθρωπος αλλά μόνο μέσω της μετοχής του προς τις ενέργειες του Θεού καθίσταται κατά χάρη Θεός με μικρό θείτα όπως είδαμε. Και δύο πολύ σύντομα λόγια για τον Σεραπείονα στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε μια πολύ σημαντική μορφή. Ο Σεραπείων Θμούαιος είπαμε ότι συνδέθηκε με τον Μέγα Αθανάσιο και με τον Μέγα Αντώνιο. Κατέστη επίσκοπος μιας ιστορικής παλαιάς επισκοπής της Αιγύπτου, της Θμούαιος. Από την περιοχή αυτή έχουμε μαρτυρολόγια της πρώτης χριστιανικής περιόδας από τα πιο πρόημα μαρτυρολόγια και μας είναι γνωστός κυρίως λόγω της συγγραφής δύο έργων του. Είναι ένας πολύ σημαντικού έργου κατά μανυχαίων. Ο μανυχαϊσμός τουλάχιστον μέσα από το έργο του Σεραπείονα, αυτό διαφαίνεται έντονα ότι είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη έξαρση κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα. Έτσι λοιπόν εκθέτει και προσπαθεί να καταρρίψει την διαρχική διδασκαλία του μανυχαϊσμού. Κυρίως μας είναι γνωστός ο Σεραπείων Θμούαιος μέσα από το πρώτο διαμορφωμένο ευχολόγιο που μας έχει σωθεί. Το ευχολόγιο του Σεραπείων Θμούαιος είναι ένα από τις πολύ σημαντικές πηγές της θείας λατρείας για την οποία θα ακούσετε και στα μαθήματα της λειτουργικής περισσότερα πράγματα. Μια συλλογή 30 ευχών που σχετίζονται με διάφορα μυστήρια και με διάφορα γεγονότα της εκκλησιαστικής ζωής. Ευχές της αναφοράς, ευχές του βαπτίσματος, της θείας ευχαριστίας, της χειροτονίας, του ευχελαίου και πολλών άλλων εκκλησιαστικών τελετών. Οι ευχές είναι ενταγμένες μέσα σε αυτό το πάρα πολύ σημαντικό πρόημο ευχολόγιο της εκκλησίας. Αυτά πολύ σύντομα. Το επόμενο μεγάλο κεφάλαιο θα δείτε ότι στην ύλη υπάρχει και ένα ενδιάμεσο κεφάλαιο για την αντιοχιανή θεολογία και τους μικρασιάτες θεολόγους. Ιδιαίτερα από εκεί θα σας παρακαλέσω να προσέξετε την περίπτωση του Αγίου Επιφανίου Κύπρου, που είναι ένας από τους πολύ σημαντικούς συγγραφείς του δεύτερου μισού του τέταρτου αιώνα. Ζει ως τις αρχές του πέμπτου αιώνα, το 403 μετά Χριστόν. Ο Επιφάνιος Κύπρου είναι ο πιο σημαντικός αντιαιρετικός συγγραφέας αυτής της περιόδου. Μετά δηλαδή τους αντιαιρετικούς συγγραφείς του τρίτου αιώνα, τους οποίους είδαμε, τον Άγιο Ιρινέο Λιώνος και τον υπόλοιτο Ρώμης, ο πρώτος συστηματικός αντιαιρετικός συγγραφέας είναι ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου. Και θέλω ιδιαίτερα να προσέξετε την αναφορά που υπάρχει στην ήλισσας για τα δύο πολύ σημαντικά έργα του, το Πανάριο και τον Αγκυρωτό. Ο Αγκυρωτός Επιφάνιος Κύπρου είναι ένα έργο που επέλεξε τον τίτλο αυτό για να το παρουσιάσει ως μία άγκυρα της ορθόδοξης διδασκαλίας μέσα στην εκκλησία, μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, μέσα στο πλήθος των ερέσεων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Και καταγράφει, εκθέτει διεξοδικά τη διδασκαλία της εκκλησίας, το Πανάριο που σημαίνει για την ακρίβεια φαρμακοθήκη, δηλαδή ο χώρος στον οποίο φυλάσσονταν τα φάρμακα. Το Πανάριο είναι το συστηματικό αντιαιρετικό σύγγραμμα στο οποίο καταγράφει 80 ερέσεις της εποχής του, αλλά δεν εννοεί ως ερέσεις μόνο τις χριστιανικές ερέσεις, καταγράφει και θρησκείες, μίζωνες και ελάσσονες εκείνης της περιόδου και διαχωρίζει την περίοδο πριν από την έλευση του Χριστού σε τέσσερις κύριες περιόδους για να κατατάξει αυτές τις ερέσεις. Στην εποχή του βαρβαρισμού στο ΝΟΕ και τα λοιπά, έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία να προσέξετε ιδιαίτερα την αναφορά στον Άγιο Επιφάνιο γιατί δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε ιδιαίτερο λόγο στα μαθήματά μας. Εδώ θα μιλήσουμε τώρα για τον κύκλο αυτών των πολύ σημαντικών προσώπων που μας είναι γνωστά ως οι Καπαδόκες Πατέρες. Είναι τα πρόσωπα τα οποία χρονικά και θεολογικά, θα μπορούσαμε να πούμε, διαδέχονται το Μέγα Αθανάσιο και την Αθανασιανή Θεολογία, παίρνουν τη Σκητάλη και οδήγησαν την Θεολογία και την Πατερική Θεολογία και την Εκκλησιαστική Θεολογία γενικότερα σε μια πολύ σημαντική περίοδο ακμής. Είπαμε ότι η περίοδος αυτή, ο τέταρτος αιώνας, κατά την περίοδο του οποίου έζησαν οι τρεις ιεράρχες αυτοί, τα πρόσωπα αυτά που ανήκουν στον κύκλο των Καπαδοκών Πατέρων, συνήθως μας είναι γνωστά ως οι τρεις ιεράρχες, αν και ο ένας εξ' αυτόν, όχι σε αυτήν την εικόνα, ο ένας εξ' αυτόν είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Χριστός, όμως που δεν ανήκει στην Καπαδοκική Θεολογία, αλλά είναι θεολόγος της αντιόχιανής θεολογικής παράδοσης. Ωστόσο, γενικότερα, η θεολογική παράδοση που κυριαρχεί είναι αυτή των Καπαδοκών Θεολόγων, των Καπαδοκών Πατέρων, που κυρίως μας είναι γνωστά μέσα από το έργο του Μεγάλου Βασιλείου, του αδερφού του, του Γρηγορίου Νύσης, του επιστήθιου φίλου του Μεγάλου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αλλά και άλλων προσώπων όπως ήταν ο υποστηρικτής της θεολογίας και του έργου του Μεγάλου Βασιλείου ο Αμφιλόχιος Ικωνίου, όπως ήταν ο Αστέριος Αμασίας, ο Βασίλειος Ελευκίας και κάποια άλλα πρόσωπα ελάσσονα που ανήκουν σε αυτήν την παράδοση της Καπαδοκική Θεολογίας. Γιατί ονομάζονται Καπαδόκες Πατέρες? Προφανώς εξαιτίας της καταγωγής τους και του χώρου στον οποίο έζησαν τα πρόσωπα αυτά. Είναι τα περισσότερα, όπως θα δούμε, προέρχονταν από οικογένειες αριστοκρατικές συνήθως ή υψηλού επίπεδου οικογένειες της Καπαδοκίας, μιας περιοχής που θα δούμε ως Ρωμαϊκή Επαρχία στην επόμενη διαφάνεια, που ακριβώς εκτείνεται. Και υπάρχουν ασφαλώς και άλλα συνδετικά στοιχεία του έργου αυτών των προσώπων, όπως είναι το γεγονός ότι συνδέονταν ήδη από τα νεανικά τους χρόνια τα πρόσωπα αυτά. Θα δούμε ότι υπήρξαν συμφυτητές στην περίοδο των σπουδών τους, συνασκητές στην περίοδο της ασκήσεώς τους, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Γρηγόριος, ο Θεολόγος κυρίως, που συνασκήτευσαν στο ασκητήριο της οικογένειας του Μεγάλου Βασιλείου στον Πόντο. Επίσης το εκκλησιαστικό και επισκοπικό τους έργο ευρύτερα είναι κοινό, αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα από πλημαντικής απόψεως, επικουρούν ο ένας το έργο του άλλου, ο Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεί όπως θα δούμε και τον αδερφό του τον Γρηγόριο και τον φίλο του τον Γρηγόριο από την Αζιανζώ για να τους κάνει επισκόπους, να τους ορίσει ως επισκόπους σε κάποιες μικρές κοινότητες, σε κάποιες μικρές κόμμες της επαρχίας του και ασφαλώς το σημαντικότερο συνδετικό στοιχείο είναι η κοινή θεολογική τους σκέψη, τα θεολογικά τους συγγράμματα που μας έχουν σωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, το έργο τους, θεολογικά συγγράμματα που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, τα ίδια θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και βέβαια το γεγονός ότι μέσα από αυτό το θεολογικό τους έργο εμφανίζονται ως οι προτεργάτες μιας νέας θεολογικής ορολογίας ή καλύτερα μιας αναβαπτισμένης θεολογικής ορολογίας σε σχέση με τη θεολογική ορολογία της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου που είναι η τριαδολογική και η πνευματολογική ορολογία όπως αυτή διατυπώθηκε στην δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Θα πρέπει να πούμε, καταρχήν νομίζω ότι ξεκινήσαμε, εδώ είναι η αφετηρία, θα πρέπει να πούμε ότι για την διάδοση του χριστιανισμού στην Καπαδοκία υπάρχουν πολύ πρόημες αναφορές ήδη στην Αποστολική εποχή. Γνωρίζουμε ότι από την περίοδο της διαδώσεως του Ευαγγελίου από τους Αποστόλους είχε κηρυφθεί το Ευαγγέλιο και στην Καπαδοκία και εκείνο το οποίο κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ποιος υπήρξε ο φωτιστής, το πρόσωπο που σχετίζεται με την διάδοση του χριστιανισμού κυρίως και την συγκρότηση των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων, το επισκοπικό σύστημα στην Καπαδοκία. Εδράζεται κατά κύριο λόγο στον Άγιο Γρηγόριο Νέο Κεσαρίας που έζησε τον 3ο αιώνα και υπήρξε, μπορούμε να πούμε, ο μέντορας, το πρόσωπο αυτό το οποίο εισήγαγε στην ουσία την καπαδοκική θεολογική σκέψη μέσα από την παρουσία του και από την συγκρότηση των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Βλέπετε ότι η Καπαδοκία βρίσκεται εδώ, στον ενδότερο μικρασιατικό χώρο. Εδώ εμφανίζεται από έναν χάρτη της ρωμαϊκής περιόδου που καταγράφει τις υπόλοιπες ρωμαϊκές επαρχίες, η Παφλαγονία, η Βυθηνία, η Μυσία, η Λυδία, οι δυτικο-μικρασιατικές επαρχίες. Εδώ η Καπαδοκία βρίσκεται στην Ανατολή, πόντος, Καπαδοκία, κάπου εδώ στα όρια βρισκόταν η Νεοκαισάρια όπου ασκήτευσαν οι δύο πρωτεργάτες αυτής της σπουδαίας θεολογικής σχολής, της Καπαδοκικής θεολογικής σχολής, ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος. Και βέβαια η επαρχία αυτή στη συνέχεια γνωρίζουμε ότι θα δούμε ότι διαχωρίστηκε κατά την διάρκεια του 4ου αιώνα, στο 2ο μισό του 4ου αιώνα, σε δύο επαρχίες με μία σκοπιμότητα ιδιαίτερη που αφορούσε τον Μέγα Βασίλειο στην Καπαντόκια πρίμα και Καπαντόκια σε κούντα, στην πρώτη Καπαδοκία και στην δευτέρα Καπαδοκία. Η πιο σημαντική μορφή και ο προτεργάτης αυτής της θεολογικής παραδόσεως δεν είναι άλλος από τον Μέγα Βασίλειο. Γι' αυτό άλλωστε και μνημονεύεται πάντοτε πρώτος σε όλες τις αναφορές και στις αναφορές που κάνουμε για τους τρεις ιεράρχες στην εορτή των τριών ιεραρχών πάντοτε πρωτοστατεί το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, ο Βασίλειος Ομέγας και ο θεολόγος Γρηγόριος και ο κλινός Ιωάννης ο Χρυσορίμων. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν που αποτελεί μια κυρίαρχη θεολογική μορφή και στην εποχή του αλλά και στους μεταγενέστερους αιώνες όπως προκύπτει από το γεγονός ότι το έργο του επικαλούνται κατεπανάληψη ως έργο μιας θεολογικής αυθεντίας για τους μεταγενέστερους ή πατέρες των επόμενων οικουμενικών συνόδων. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο με βάση τα κριτήρια που ήδη σας έχω αναφέρει, τα κριτήρια διακρίσεως των πατέρων από τους οικουμενικούς διδασκάλους, ο Μέγας Βασίλειος αποτελεί έναν από τους πρώτους που χαρακτηρίστηκαν οικουμενικοί διδάσκαλοι. Διδάσκαλοι δηλαδή όλοι στις εκκλησίας και μάλιστα όχι μόνο της ανατολικής παράδοσης αλλά και της διδικής παραδόσεως. Ασφαλώς οι αφετηρίες του υπήρξαν λαμπρές, όχι μόνο ως προς τις σπουδές του που θα δούμε ότι ήταν πολύ σημαντικές αλλά καταρχήν από την καταγωγή του, από την οικογένειά του. Ο πατέρας του ονομαζόταν και αυτός Βασίλειος και ήταν διδάσκαλος της ρητορικής στην Καπαδοκία. Η μητέρα του η Εμέλεια και η μάμη του όπως την αναφέρει δηλαδή η γιαγιά του η Μακρίνα ήταν αντίστοιχα κόρη και σύζυγος μάρτυρα της εκκλησίας αυτής της περιόδου. Αυτό λοιπόν από μία οικογένεια που όπως είχαμε δει και για τον Οριγέννη έχει μαρτυρικές ρίζες. Και από εκεί και πέρα η οικογένεια αυτή γνωρίζουμε ότι αργότερα εξελίχθηκε σε μία κοινότητα ασκητών, σε μία ασκητική κοινότητα, σε ένα κτήμα της οικογένειας στην περιοχή εκεί της Νεοκαισάριας, στα σύνορα της Καπαδοκίας με τον Πόντο. Είχε αποσυρθεί η οικογένειά του και η αδερφή του η Μακρίνα η οποία αποτελεί το πρότυπο θα μπορούσαμε να πούμε της γυναικείας μοναστικής βιογραφίας με βάση το πολύ σπουδαίο έργο που έγραψε ο αδερφός της ο Γρηγόριος Νίσης για τον οποίον θα μιλήσουμε στο τελευταίο μας μάθημα. Έτσι λοιπόν, προερχόμενος από μια τόσο σημαντική οικογένεια με ένα τόσο ιδιαίτερο χριστιανικό υπόβαθρο, ο Βασίλιος υπήρξε ένα πρόσωπο που ιδιαίτερα θέλθηκε από τις σπουδές, θέλησε να πραγματοποιήσει σπουδές και γι' αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στην Κεσάρια της Καπαδοκίας, όπου γνώρισε για πρώτη φορά τον Γρηγόριο τον θεολόγο τον Γρηγόριο από την Αζιανζό της Καπαδοκίας και τον εξάδερφο των αυτοκρατώρων τον Ιουλιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα τον Ιουλιανό τον γνωστό ως παραβάτη, αλλά συνέχισε τις σπουδές του για μία περίοδο και στην Κωνσταντινούπολη, πιθανολογείται ότι εκεί διδάχθηκε Φιλοσοφία από τον μεγάλο διδάσκαλο της περίοδο αυτής τον Λιβάνιο, είναι πρόσωπο με τον οποίο συνδέθηκε στην περίοδο των σπουδών του και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο Λιβάνιος μία κυρίαρχη μορφή και αργότερα στην Αθήνα όπου είχε δασκάλους τον Ημέριο και τον Προερέσιο και εκεί και πάλι συνδέθηκε με τον φίλο του τον Γρηγόριο, εκεί τον περίμενε ο Γρηγόριος στην Αθήνα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε αυτήν την πολύ σημαντική σχολή, νεοπλατωνική σχολή, σχολή της Φιλοσοφίας και της Ριτορικής που υπήρχε στην Αθήνα. Μάλιστα η ενότητα αυτών των δύο προσώπων του Βασιλείου και του Γρηγορίου ήταν τόσο σημαντική που ο πρώτος βιογράφος του ο Γρηγόριος αναφέρει για την περίοδο αυτή ότι τα πάντα μην δει κοινά και ψυχή μία, ότι ήταν σαν να είχαν μόνο μία ψυχή, είχαν τα πάντα κοινά οι δύο φίλοι και το μόνο λέει το οποίο τους διέκρινε ήταν το ότι είχαν δύο διαφορετικά σώματα, αλλά η ψυχή ήταν μία μεταξύ των δύο αυτών φίλων από τους παιδικούς τους, από τους εφηβικούς τους ακόμη χρόνους. Βεβαίως τέσσερα χρόνια αργότερα ο Βασίλειος εγκατέλειψε την Αθήνα, τις σπουδές τους στην Αθήνα έχοντας συμφωνήσει με τον Γρηγόριο να επιστρέψουν στην Κεσάρια για να συνασκητεύσουν, να ζήσουν μαζί ως ασκητές. Αλλά ο Γρηγόριος δεν τον ακολούθησε, παρέμεινε στην Αθήνα όπου μάλιστα δίδαξε και ως διδάσκαλος στην Αθήνα, ενώ ο ίδιος ο Βασίλειος επέστρεψε και εμφανίζεται ως καθηγητής της Ριτορικής στην Κεσάρια της Καπαδοκίας, προτεύουσα δηλαδή της επαρχίας της Καπαδοκίας, ενώ λίγο αργότερα το 360 χειροτονήθηκε και λίγα χρόνια αρχ... χειροτονήθηκε διάκονος και λίγα χρόνια αργότερα εμφανίζεται ως ασκητής στον Πόντος, αυτό το οικογενειακό ασκητήριο που είπαμε, όπου αργότερα τον συνάντησε και ο φίλος του ο Γρηγόριος, συνασκήτευσαν και προετοίμασαν αυτό το σπουδαίο έργο, την φιλοκαλία του Οριγέννη, είπαμε ότι θεωρούσαν πατέρα της χριστιανικής θεολογίας τον Οριγέννη και θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φιλοκαλία αποτελούσε ακριβώς μια τέτοια σταχειολόγηση με στόχο να αποτελέσει ένα εγχειρίδιο θεολογικής παιδείας. Αυτό λοιπόν το έργο με προτεργάτες τους δύο αυτούς συνασκητές, τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο, ξεκίνησε στο ασκητήριο τους στον Πόντο. Για να καταστεί λίγο αργότερα το 370 μετά τον θάνατο του επισκόπου Κεσσάριας να εκλεγεί επίσκοπο στην Κεσσάρια, ήταν ήδη γνωστός ο Βασίλιος, είχε ήδη ζήσει στην Κεσσάρια, ο πατέρας του ήταν εκεί όπως είπαμε καθηγητής και ο ίδιος είχε διδάξει την ριτορική αλλά κυρίως ήταν γνωστός από το πολύ σημαντικό εκκλησιαστικό του έργο, το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει πριν από το 370 και βέβαια και κατά την περίοδο της αρχιερατείας του εκεί ο Βασίλιος συνέχισε αυτό το πολύ σημαντικό θεολογικό του έργο το οποίο εστιάστηκε σε δύο κύριους παράγοντες. Ο ένας σχετίζεται με την ποιμαντική του φροντίδα για την αντιμετώπιση των ερέσεων. Σας είπα ότι ο αριανισμός δεν είναι μια αίρεση που κινήθηκε στον χώρο της Αιγύπτου, επεκτάθηκε και σε όλο το μικρασιατικό χώρο και αυτό ερμηνεύει την πολύ συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε ο Βασίλιος για να αντιμετωπίσει τον αριανισμό και τις αριανικές κοινότες της παρχίας του ακόμη και ευρύτερα του μικρασιατικού χώρου, ακόμη και μετά τη σύγκληση, βρισκόμαστε μισόν αιώνα μετά τη σύγκληση της πρώτης οικουμενικής συνόδου, αλλά ο αριανισμός εξακολουθεί να ανθεί και να αντιστέκεται. Η αντιαριανική πολιτική του είναι μια βασική παράμετρος και η άλλη παράμετρος είναι η γενικότερη πρόνοια την οποία κατέβαλε ο Μέγας Βασίλιος γεννόμενος ένα υπόδειγμα επισκόπου θα μπορούσαμε να πούμε. Γνωρίζουμε όλοι αυτό το σπουδαίο έργο κοινωνικής πρόνοιας που δημιούργησε μέσα από τη Βασιλιάδα και το γενικότερο πειμαντικό έργο το οποίο ανέπτυξε. Μάλιστα ήταν τόσο σημαντικό, ώστε όταν ο αριανίζων αυτοκράτορας ο Άλης αποστέλει στην Κεσάρια τον Μόδεστο για να τον ελέγξει και να του μεταφέρει πληροφορίες για να καταδικαστεί ο Βασίλιος. Ο Βασίλιος με εφθαρσός, με παρησία, αντιδρά στην αριανική πολιτική του Ουάλενδα του διαμεινεί στον Μόδεστο να μεταφέρει όλες τις θέσεις του στον αυτοκράτορα με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Ουάλης τη συνέχεια να τον επισκεφθεί αλλά τελικά από αυτή την επίσκεψη δεν προκύπτει η εξωρία του βασιλείου όπως ήταν στόχος του Ουάλενδα να αποκεφαλιστεί η εκκλησία της Κεσάριας της μητροπολιτικής δηλαδή έδρας της Καπαδοκίας από ένα τόσο σημαντικό επίσκοπο ο οποίος καταπολεμούσε τις αριανικές κοινότητες αλλά παραμένει διατηρεί τον Βασίλειο στον επισκοπικό του θρόνο μάλιστα γνωρίζουμε ότι ενίσχυσε και οικονομικά μέσα το κοινωνικό έργο το έργο πρόνοιας το οποίο είχε αναπτύξει ο Βασίλειος στην Κεσάρια αλλά για να περιστήλει, για να μειώσει το έργο του αυτό τι έκανε επινόησε ένα χωρισμό της Καπαδοκίας έτσι χωρίστηκε όπως είπαμε σε δύο επαρχίες η Καπαδοκία στην πρώτη Καπαδοκία Καπαντόκια Πρίμα που είχε ως έδρα της την Κεσάρια και στην Καπαντόκια Σεκούντα στη δεύτερη Καπαδοκία που είχε ως έδρα της τα Τίανα την πόλη των Τιάνων στην οποία επισκοπή βρισκόταν ένας Αριανίζων επίσκοπος ως προς το έργο του θα πρέπει να πούμε καταρχήν ότι ο Βασίλειος διακρίθηκε ιδιαίτερα για το παραινετικό και το ασκητικό του έργο και θα δούμε στη συνέχεια το ιδιαίτερα σημαντικό θεολογικό του έργο το παραινετικό του έργο εκφράζεται μέσα από μια τριλογία ιδιαίτερων έργων του που είναι αυτά τα τρία που βλέπετε προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελίντων λόγων απευθύνεται στους νέους θεωρώντας ότι εκφράζοντας την πεποίθηση και την γνώμη ότι οι νέοι οι οποίοι δεν μπορούν λόγω της ηλικίας τους πολύ εύκολα να ασχοληθούν και να κατανοήσουν τα θέματα τα οποία σχετίζονται με τον Θεό και επομένως να ασχοληθούμε τα ζητήματα της θεολογίας συνήθως αντιδρούν γι' αυτόν τον λόγο είναι καλό και δόκιμο να ασχολούνται με τα κλασικά γράμματα να μαθάνουν να γνωρίζουν την κλασική παιδεία να προσλαμβάνουν την κλασική παιδεία ως ένα εφόδι ως ένα όργανο το οποίο τελικά οδηγεί σε αυτήν την γνώση του Θεού προοδευτικά Το δεύτερο έργο του ιστοπρόσεχε σε αυτό επίσης ένα πάρα πολύ σημαντικό έργο στο οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ιδιαίτερα τονίζει ο Μέγας Βασίλειος στους νέους ανθρώπους να μην ασχολούνται με τα θέματα τα οποία αφορούν στα ιδιοκτησιακά, τα δικά τους πράγματα, τα εαυτών μη τα εαυτού, ούτε τα περί εαυτών, αλλά τα σεαυτού Αυτή είναι η προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου να ασχολείται κανείς με αυτήν την ενδοσκόπηση με τον ίδιο του, τον εαυτό να διεργάζεται και να καλλιεργεί τον ίδιο τον εαυτό του και όχι με το περικάλυμα του εαυτού του που αποτελούν όλα αυτά που έχουν σχέση με την ιδιοκτησία τα εαυτού ή τα περί εαυτών, αυτά τα οποία δηλαδή δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά περιβάλλουν τον άνθρωπο Και το τρίτο έργο του, επίσης πάρα πολύ σημαντικό, ήδη σας το ανέφερα με τον τίτλο «Οτι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός» Ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας το έργο αυτό και είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα στα οποία εξειδικεύεται ένας πατέρας της εκκλησίας είχαμε δει ότι ιδιαίτερα με το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας ασχολήθηκε και ο Κλήμις ο Αλεξανδρέας, στο τέταρτο και το έβδομο βιβλίο του Εδώ, σε αυτή τη μικρή πραγματεία του, επίσης εξετάζει το ζήτημα της χριστιανικής τελειότητας και αντιμετωπίζει αυτήν την κατηγορία ότι τα κακά προέρχονται από τον Θεό ότι το κακό προέρχεται από τον Θεό Στην συνάφη αυτή που ήδη σας έχω αναπτύξει σε σχέση με την αθανασιανή θεολογία ότι το κακό δεν υφίσταται, είναι μειών Ο αίμνηστος καθηγητής της σχολής μας, της δογματικής, ο καθηγητής Νίκος Ματσούκας έχει γράψει ένα πολύ σημαντικό έργο και μέσα στην πολύτομη δογματική του έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την γένεση του κακού και με την αντίληψη περί του κακού Το κακό λοιπόν δεν είναι κάτι το οποίο οντολογικά υφίσταται και αυτό διακρίνει τη χριστιανική θεολογία από αυτό το οποίο είδαμε ότι υπάρχει στις αιρέσεις σε διάφορες αιρέσεις και ο διαλυσμός αυτός του μανιχαϊσμού η διαμάχη μεταξύ καλού και κακού ακριβώς υποστασίαζε το κακό γιατί η χριστιανική θεολογία το κακό δεν υφίσταται, δεν έχει ύπαρξη, είναι ανύπαρκτο Αυτό λοιπόν ιδιαίτερα το αναπτύσσει στο έργο του αυτό ο Μέγας Βασίλειος Εκτός από τα παραινετικά ιδιαίτερη σημασία έχουν και τα ασκητικά έργα του ο Μέγας Βασίλειος είπαμε ότι έζησε για μια μεγάλη περίοδο της ζωής του και σε όλη τη ζωή του ιδιαίτερα έζησε ως ασκητής, άλλωστε όλοι οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας δηλήθαν από μια περίοδο ασκήσεως, θα το δούμε αυτό και στην περίπτωση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, επίσης πριν να γίνει Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως είχε ζήσει πολλά χρόνια ως ασκητής στην Αντιόχεια Έτσι λοιπόν μας σώζονται 12 έργα του που έχουν ασκητικό περιεχόμενο και θέτουν τους κανόνες και τις βάσεις για τον κοινοβιακό τρόπο της μοναχικής ζωής γι' αυτό και επεκράτησε να χρησιμοποιεί το όρος βασιλιανή μοναχή για τους μοναχούς εκείνους οι οποίοι ακολουθούσαν το κοινοβιακό σύστημα όπως διατυπώνεται σε αυτά τα έργα, στους όρους καταπλάτων, στους όρους κατεπιτωμήν και στους ηθικούς όρους αυτήν την τριλογία που περιλαμβάνει κάποια επιμέρους έργα και καταγράφει όλους τους κανόνες της μοναχικής ζωής και εξειδικεύεται σε επιμέρους ζητήματα θα μπορούσαμε να πούμε το σύνταγμα του κοινοβιακού μοναστικού βίου τα έργα αυτά και επαναλαμβάνονται από πάρα πολλούς συγγραφείς και περίπου έλαβαν μια ισχύ και ένα κύρος κανονικών έργων τα συγγράμματα αυτά όσον αφορά τα θέματα της μοναχικής ζωής επίσης πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είναι σε σχέση με όσα έχουμε δει μέχρι τώρα με τα έργα όλων των συγγραφέων που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα ότι ο Μέγας Βασίλειος είναι ο πρώτος συγγραφέας ο οποίος ασχολείται διεξοδικά με την ερμηνεία της εξαϊμέρου με την ερμηνεία δηλαδή της δημιουργίας του κόσμου έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η ερμηνεία του την οποία συναντούμε σε εννέα ομιλίες του εννέα ομιλίες εις την εξαϊμέρον εξαιρετικά σημαντικές διότι εισάγουν μέσα στην χριστιανική θεολογία και μέσα στην πατερική θεολογία την ερμηνεία έχουμε την πρώτη συστηματική ερμηνεία μια πρώτη κοσμολογία πατερική κοσμολογία για τη δημιουργία του κόσμου πρέπει δεν να σας πω ότι έχουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει ένας συνδυασμός της βιβλικής διήγησης από τη γένεση με τη φυσιογνωσία της εποχής του Μεγάλου Βασιλείου δηλαδή τα στοιχεία θα μπορούσαμε να πούμε της επιστημονικής έρευνας αυτό που καταγραφόταν ως επιστημονική έρευνα και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διότι και αυτό ερμηνεύει το γεγονός δηλαδή ότι δημιουργείται ήδη από την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου μέσα από αυτό το έργο του και θα δούμε μετά και από τον Γρηγόριο Νήσης και από άλλους συνγραφείς που ασχολούνται συστηματικά με τη δημιουργία του κόσμου ερμηνεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι στο Βυζάντιο ποτέ δεν τέθηκαν ως προβληματισμός θέματα τα οποία ανέκυψαν στον δυτικό κόσμο και σήμερα έχουν δημιουργήσει θα μπορούσαμε να πούμε μία σχάση μία σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς τους επιστήμονες ή τους θεολόγους της Δύσεως που υποστηρίζουν την καταγράμμα προσέξτε το λίγο αυτό υποστηρίζουν την καταγράμμα ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου σε σχέση με αυτούς που υποστηρίζουν τη θεωρία της εξελίξεως και τούτο διότι ήδη μέσα στα πατερικά κείμενα εν υπάρχει η ερμηνεία της εξελίξεως του κόσμου της εξελίξεως του κόσμου αν δούμε συγκεκριμένα σημεία της διδασκαλίας του Μεγάλου Βασιλείου θα δούμε ακριβώς πως αναπτύσσει ο Μέγας Βασίλειος με βάση επαναλαμβάνω τα φυσιογνωστικά δεδομένα της εποχής του και προϋπάρχει ένα πλούσιο υπόβαθρο και στον Αριστοτέλη και στην πλατωνική φιλοσοφία και σε άλλους προχριστιανικούς αλλά και χριστιανούς συγγραφείς ερμηνεύει τα βιβλικά γεγονότα της δημιουργίας του κόσμου. Ως προς το πολύ σημαντικό βιβλίο των ψαλμών που είπαμε ότι το βιβλίο των ψαλμών αποτέλεσε και για την χριστιανική εκκλησία ένα θεμελιώδες κείμενο το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις λατρευτικές συνάξεις. Ο Μέγας Βασίλειος έχουμε στοιχεία ότι ερμήνευσε όλους τους ψαλμούς, βέβαια δεν μας σώζονται όλοι οι ψαλμοί, μόνο η ερμηνεία του σε 18 ψαλμούς που έχουν όμως πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τα κείμενα αυτά τα οποία μας έχουν διασωθεί. Και πολύ σύντομα να δούμε τα δογματικά έργα του γιατί είπαμε ότι ο Μέγας Βασίλειος κατεξοχήν είναι αυτός ο οποίος έθεσε τις βάσεις για αυτήν τη νέα θεολογική ορολογία της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Γιατί δεν συμμετείχε στην Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο? Γιατί δεν συμμετείχε? Διότι είχε αποβιώσει. Νέος σε ηλικία το 379, την 1η Ιανουαρίου του 379, ο Βασίλειος απεβίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία και δύο χρόνια αργότερα συνήλθε η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381. Είχε όμως ο Μέγας Βασίλειος πραγματοποιήσει όλο αυτό το έργο, το προπαρασκευαστικό θεολογικό έργο που αποτυπώνεται και μέσα στα συγγράμματα του για να δώσει τις βάσεις για την επιτυχημένη αυτή Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 381, τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο. Ένα πολύ σημαντικό έργο του είναι ο ανατρεπτικός το απολογητικού του Ευνομίου. Ο Ευνομίος ήταν ένας από τους πολύ σημαντικούς ερετικούς της εποχής του Μεγάλου Βασιλείου, και πνευματομάχος, και ο Βασίλειος αποφασίζει για πρώτη φορά να συγράψει ένα ειδικό έργο στο οποίο ανατρέπει τον περίφημο απολογητικό του Ευνομίου, εισάγοντας εδώ ένα νέο δοξολογικό τύπο. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Τι σημαίνει δοξολογικός τύπος? Σημαίνει ένας τριαδολογικός τύπος, όπως λέμε και εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε μέσα στην Θεία Λατρεία διάφορους δοξολογικούς τύπους που έχουν τριαδολογικό περιεχόμενο, δηλαδή αποτυπώνουν το περιεχόμενο της πίστης της εκκλησίας στην Αγία Τριάδα. Δόξα το Πατρί και το Υιό και το Αγίο Πνεύμα, που το ψάλλουμε και σήμερα στις εκκλησιαστικές συνάξεις. Εδώ λοιπόν ο Βασιλείος εισάγει ένα νέο δοξολογικό τύπο σε σχέση με τον δοξολογικό τύπο τον οποίο είχε υιοθετήσει η πρώτη οικουμενική σύνοδος, δόξα το Θεό μετα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας ότι ακριβέστερα ο τύπος αυτός αποτυπώνει την ισότητα, την ομοουσιότητα και την ομοτιμία των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Εξαιρετικά σημαντικό το έργο του περί Αγίου Πνεύματος, το οποίο ακριβώς προκάλεσε η μεγάλη έξαρση των πνευματομάχων, της ερέσεως των πνευματομάχων, αναγκάζεται να συγγράψει αυτό το πάρα πολύ σημαντικό έργο που αποτελεί την βάση της ορθόδοξης πνευματολογίας. Ήδη είπαμε ότι ο Μέγας Αθανάσιος λίγες δεκαετίες νωρίτερα έχει ασχοληθεί και έχει προειδεί αυτήν την έρεση η οποία γιγαντώνεται, την πνευματομαχική έρεση και έχει αποστείλει τις επιστολές, τις τέσσερις επιστολές προς τον Σεραπείο Ναθμού έωσε. Ο Βασίλειος λοιπόν γράφει ένα συστηματικό έργο περί του Αγίου Πνεύματος όπου ασχολείται και με το θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η ανατολική θεολογική παράδοση δεν εξέπεσε ποτέ στο μεγάλο ατόπιμα του φιλιόκβε, της εκπορεύσεως δηλαδή και εκ του Υιού του Αγίου Πνεύματος που εισάγει μία, στην ουσία, μία διαρχία εισήγαγε μέσα στην Αγία Τριάδα. Εάν υπάρχουν δύο αρχές από τις οποίες εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα. Αυτό θα το είχε αποφύγει η θεολογική σκέψη της Δύσεως αν γνώριζε ή αν είχε χρησιμοποιήσει με μεγαλύτερη συνέπεια το έργο περί του Αγίου Πνεύματος του Μεγάλου Βασιλείου. Δηλαδή, όλη αυτή η εκτροπή που εμφανίζεται στη δυτική θεολογική σκέψη, εδράζεται στην άγνοια ή στην μη παραδοχή αυτού του πολύ σημαντικού έργου του Μεγάλου Βασιλείου, πνευματολογικού συγγράμματος. Και επίσης, μας έχουν σωθεί διάφορες ευχές, μία θεία λειτουργία η οποία αποδίδεται στο Μέγα Βασίλειο, όπως και στην περίπτωση του Μεγάλου Χρυσοστόμου, πιθανότατα αποτυπώνει μία παράδοση, η λειτουργική παράδοση της Καπαδοκίας και πολλές επιστολές του που έχουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον. Δηλαδή, έχουμε ένα πρώτο επιστολάριο, δηλαδή μία επιστολογραφική συλλογή, εξαιρετικά σημαντική, που γνωρίζουμε μάλιστα ότι συγκροτήθηκε άμεσα μετά τον θάνατό του και αποτυπώνει την θεολογία του μέσα από τις απαντήσεις και από τις επιστολές που αποστέλνει σε διάφορα οικεία του πρόσωπα, όπως επίσης μας δίνει και μία πάρα πολύ εναργή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε ως ποιμένας ο ίδιος ή και για τον τρόπο με τον οποίο είχαν συγκροτηθεί οι εκκλησιαστικές κοινότητες στην Καπαδοκία κατά την περίοδο αυτή. Θα σταματήσουμε εδώ, δεν θα συνεχίσουμε για τον Άγιο Γρηγόριο Νήσης και θα ολοκληρώσουμε τα θέματα αυτά στο τελευταίο μας μάθημα. |