Το κρασί, η μαγειρική και η τοπική παράδοση /

: Αυτό, νομίζω, είναι το πολύ σημαντικό γεγονός. Μάλλον είναι ο εορτασμός των 10 ετών από τη βράδυση της Βιβλιοθήκης Βέρειας και νομίζω ότι το Future 2020 που γίνεται, οργανώνεται αυτές τις μέρες, είναι μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία,...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Πολιτιστικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας 2022
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=GPRSTWbyEBc&list=PLF_TSWFK8X_O_0A8Hmh_04RACYy9nvU7S
Απομαγνητοφώνηση
: Αυτό, νομίζω, είναι το πολύ σημαντικό γεγονός. Μάλλον είναι ο εορτασμός των 10 ετών από τη βράδυση της Βιβλιοθήκης Βέρειας και νομίζω ότι το Future 2020 που γίνεται, οργανώνεται αυτές τις μέρες, είναι μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία, μία ευκαιρία. Και νομίζω ότι το Future 2020 που γίνεται, οργανώνεται αυτές τις μέρες, είναι μία πολύ εξαιρετική ευκαιρία να σκεφτούμε, ας μην το βάζουμε κάτω, ότι πρέπει να πηγαίνουμε τα πράγματα μπροστά, πρέπει να δίνουμε ευκαιρίες του πολιτισμού της γεύσης, ας πούμε γενικά ότι μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που θα μιλήσουμε, για να αναλύσουμε το πώς τα κρασιά της συμμαθίας, το πώς η μαγεία, η κουλτούρα της γεύσης, ο πολιτισμός χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της συμμαθίας, αλλά και χαρακτηρίζεται και από αυτούς. Μαζί μας, λοιπόν, θα ξεκινήσω, πρέπει να ξεκινήσω από τις κυρίες, έχουμε την κυρία Αγλαία Κρεμέζη, μια συγγραφέα, η οποία έχει αφήσει ένα εκπαιλεγαμόνο στη μαγειρική, θα έλεγα, σε οτιδήποτε έχει να κάνει σχέση με την Ελλάδα που θέλουμε και αγαπάμε και ως ένα σημείο μας αξίζει, έχει μια μακρόχρονη πορεία στο να κρατήσει τα πράγματα τα οποία η Ελλάδα έχει δημιουργήσει σε επίπεδο πρωτονυλών, σε επίπεδο μαγειρικής, σε επίπεδο συμπεριφοράς του Έλληνα απέναντι σε αυτό το οποίο τρώμε κάθε μέρα και εξακολουθεί να κάνει πολύ σημαντικά πράγματα. Ελπίζω να μας πει πράγματα για συμπόσια που έχουν γίνει στο παρελθόν και τι έχει συμβεί ενδιάμεσο αλλά και το τι πιστεύει για το μέλλον. Η έτερη κυρία μαζί μας είναι η κυρία Ταζοβλή η οποία είναι η νέα γενιά του ελληνικού κρασιού, αν θέλετε του κρασιού της Μαθίας. Είναι μια προσωπικότητα η οποία έχει σημαντική πορεία στο όρο του κρασιού, έχει ένα ακαδημαϊκό background το οποίο πάντα είναι για μένα κάτι που πρέπει να το αγκαλιάζουμε και κάτι που πρέπει να το προωθούμε και να το μνημονεύουμε φυσικά. Όμως στο κομμάτι της συνοπαραγωγής σε επίπεδο καθαρά προσωπικό δεν έχει, αν θυμάμαι καλά, πολλά χρόνια πίσω της, άρα το μέλλον είναι λαμπρό. Είμαι σίγουρος ότι θα δούμε καταπληκτικά κρασιά, ήδη βλέπουμε υπέροχα κρασιά από την κυρία Ταζοβλήδου. Ενώ η κυρία Ταζοβλήδου μπαίνει στο χώρο της συνοπαραγωγής σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια, ο κύριος Θημιόπουλος τα έχει πάρει όλα παραμάζομα. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πολύ γνωστά και εμβληματικά περιοδικά ή εινοκριτικοί του χώρου μας θεωρούν ότι ο Απόστολος είναι ένας από τους κορυφαίους ελληνες συνοπαραγωγούς. Και δεν είναι μόνο ότι οι γνώστες το λένε αυτό. Ταυτόχρονα ο Απόστολος κυριεύει τις αγορές του εξωτερικού. Αυτό είναι κάτι υπέροχο, γιατί πιστέψτε με υπάρχουν πολλές προσωπικότητες οι οποίες τους αποθεώνουμε οι γνώστες του κρασιού, όμως παλεύουν να πουλήσουν ακόμα και τον πρώτο μικάλι. Και δεν είναι μόνο αυτό σημαντικό για τον Απόστολο, είναι για το ελληνικό κρασί. Το ελληνικό κρασί για να πάει μπροστά, δεν πρέπει απλά κάποιοι καρεκλοκένταυρ να λένε ότι είναι καλό. Πρέπει φυάλες από ελληνικό κρασί να φτάνουν στα τραπέζια κάθε ανθρώπου που αγαπάει αυτό το προϊόν, κυρίως σε αγορές του εξωτερικού. Και τελευταίος, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικός, είναι ο Κυριαννης της Καρδιάς μας, είναι ο κύριος Μπουτετάρης. Δεν θα πω για το τι είναι ο Κυριαννης για το ελληνικό κρασί, θα πω ότι ο Κυριαννης ως ένα σημείο είναι το ελληνικό κρασί. Αν αυτή τη στιγμή είμαστε εδώ, το χρωστάμε σε ένα πάρα πολύ μεγάλο επίπεδο στον Κυριαννη. Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Μαζευτήκαμε λοιπόν εδώ για να μιλήσουμε για το κρασί, για τη μαγειρική, για τη γεύση, για την παράδοση της συμμαθίας κυρίως, αλλά νομίζω ότι πάρα πολύ γρήγορα θα φύγουμε σε άλλα παρακλάβια, τα οποία θα έχουν να κάνουν με την Ελλάδα, θα έχουν να κάνουν στους με τον κόσμο όλο, θα έχουν να κάνουν με τους τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα ή και με το κατά πόσον είμαστε εμείς τουρίστες στον τόπο μας. Θα ήθελα λοιπόν την κυρία Κρεμέζη να ξεκινήσει να πάρει τον λόγο, να κάνει κριτόποθέτηση και μετά νομίζω ότι αυτό που θέλουν οι άνθρωποι που μας παρακολουθούν είναι κουβέντα, είναι μια ζήμωση, αλκοολική ή άλλη. Κυρία Κρεμέζη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ την Βιβλιοθήκη της Βέρειας που με κάλεσε για αυτή τη συζήτηση και το ότι σκεφτήκανε να μαζέψουνε εμάς αυτή την παρέα να μιλήσουμε για την παράδοση των φαγητών και των κρασιών, διότι, ας μην το ξεχνάμε, ο Κυριάννης, ο Γιάννης ο Μπουτάρης είναι αυτός που ξεκίνησε τα ελληνικά κρασιά, τα έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη, ο Γιάννης τα έβαλε. Και αυτό που ήθελα να πω είναι ότι το 1991, δηλαδή, ότι μπορώ να ξέρω ακριβώς πόσα χρόνια πριν ήταν, το 1991 πάντως, 30 χρόνια πριν, φανταστείτε, 30 χρόνια πριν. Κάναμε, ο Γιάννης και εγώ βασικά, είμαστε οι Έλληνες οργανωτές ενός συνεδρίου Αμερικανικού. Το πλήρωνε τότε, έδινε χρήματα ο οργανισμός Ελαιολάδου και ένας οργανισμός που ελπίζω έχει αλλάξει και δεν υπάρχει πια που ήταν ο ΠΕ. Ήταν ο οργανισμός Προοθήσεως Εξεγωγών, νομίζω έχει αλλάξει όνομα. Τότε ήταν ένα τραγικό πράγμα, μια τραγική γραφειοκρατία, η οποία το μόνο που έκανε τότε, που προσπαθούσαμε να κάνουμε εμείς ένα συνέδριο, ήρθανε 50 δημοσιογράφοι και συγγραφείς μαγειρικής και μπήκαμε στο χάρτη τότε για πρώτη φορά. Ήρθανε ονόματα, τα πιο γνωστά ονόματα της παγκόσμιας κουζίνας, έπρεπε λοιπόν εγώ και ο Γιάννης να μαζέψουμε, γιατί το συνέδριο γινότανε στο Πόρτο Καράς στη Χαλκιδική, όπου ήτανε στη μέση του τίποτα. Οι 50 αυτοί οι άνθρωποι που ήρθανε δεν είχανε να πάνε ούτε στη Χωριόδειο, δεν είναι τη Θεσσαλονίκη, δεν ήτανε η Βέρια, δεν είχαν πουθενά να πάνε. Ήτανε κλεισμένοι σ' αυτούς τους 5-6 τείχους, τέλος πάντων, σ' αυτού του κτιρίου του Γκρόπιου στη Χαλκιδική και έπρεπε εμείς να τους φέρουμε την Ελλάδα εκεί. Κάτσαμε λοιπόν και ψάξαμε και βρήκαμε, τραεβήξαμε τότε. Και να βρούμε από όλα, από τα νησιά, από τη Βόρεια Ελλάδα, από την Ήπειρο, να κάνουν πίτες, να έρθανε άνθρωποι, οι οποίοι από των νηστέρων, όπως ο Γιάννης ο Γατζηγιαννάκης από τη Σαντορίνη, ας πούμε, είχε έρθει και μαγείρεψε και έκανε τηγανητά, ψάρια και έκανε διάφορα πράγματα, που δεν υπήρχε, δεν ήτανε τόσο πολύ γνωστός, ένα σωρό άνθρωποι ήρθανε, που από των νηστέρων γίνανε ονόματα. Λέγαμε λοιπόν στον ΟΠΕ, ο οποίος έπρεπε να συμφωνήσει και να πληρώσει τα έξοδα. Λέγανε, α όχι, εγώ θα φέρω την κυρία Τάρδη, η οποία είναι η ξαδέρφη μου. Και λέγαμε, ό,τι δεν θα φέρετε την ξαδέρφη σας, εμείς θα φέρουμε αυτόν. Πρώτη φορά είχα έρθει σε επαφή με την Ελληνική Γραφειοκρατία, και έπαιρνε και τους Αμερικάνους, σαν τρελή, και έλεγα, τι θα κάνουμε Γιάννη. Και έλεγε, προχώρα εσύ και πες ότι είναι αυτό που λες, δεν θα γίνει το συνέβριο. Να κάνετε τέτοιο είδους συνέβριο. Κάναμε λοιπόν το συνέβριο και από τότε μπήκαν αυτά τα πράγματα, αρχίσανε να βλέπουν την Ελληνική Κουζίνα, την παραοδοσιακή Ελληνική Κουζίνα, που ούτε δεν υπήρχε και στα εστιατόρια τότε. Η Ελληνική Κουζίνα που είχε πήρια στα εστιατόρια ήταν κάτι ανούσια πράγματα, περίπου παραλλαγές του Τσελεμεντέ, που νομίζανε ότι κάτι μπεσαμέλ με χιλιάδες αλεύρια και πράγματα τα οποία δεν είχε καμία σχέση με την Ελληνική Κουζίνα, και τα οποία όμως νομίζανε ότι αυτά ήταν τα μοντέρνα. Και ο κόσμος που έρχονταν, δεν έβλεπε καμία κουζίνα, διότι αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα μαγείρευαν στο σπίτι τους, αλλά μετά νομίζανε ότι στενείς δεν θέλουνε αυτά να φάνε, και κάνανε αυτές τις αειδείες. Αρχίζοντας λοιπόν να γράφουνε για αυτά τα φαγιά που ήταν τα ταπεινά φαγιά, τα καθημερινά φαγητά των ανθρώπων, έγινε μετά ξανά, μας ήρθε και η μόδα ξανά από έξω, γιατί ανοίξανε ένα σωρό και όρια ελληνικά που είχανε αυτά τα φαγιά, και τώρα έχουμε αυτήν την υπέροχη άνοιξη της ελληνικής κουζίνας, που είναι τα παραδοσιακά και τα πάνε παραπέρα, αλλά όχι όμως τελείως άσχετα πράγματα, δηλαδή να προσπαθούμε να κάνουμε γαλλική μαγειρική. Και ο Γιάννης τότε μου είχε πει εκείνο το καταπληκτικό, ότι τα κρασιά του κάθε τόπου ταιριάζουν και με τα φαγιά του κάθε τόπου. Τα υπέροχα φαγιά της Μακεδονίας, ας πούμε, που είναι κρέας μαγειρεμένο, με ξερά φρούτα, με κρασί επίσης, αυτά τα φαγιά, εμείς δεν τα είχαμε στη Νότια Ελλάδα, δεν είχαμε ακριβώς τέτοια φαγιά, ταιριάζουν θαυμάσια με τα φαγιά εκείνα. Άρχισε λοιπόν ο κόσμος να έχει, δηλαδή και οι μάγειρες, και έγινε ένα κίνημα για να ξαναδούμε την παραδεσιακή κουζίνα. Και επίσης είχα την πολύ μεγάλη τύχη να με καλέσει η Βιβλιοθήκη της Βέρειας, αυτό δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν. Αυτό ήταν, νομίζω, ένα χρόνο μετά το βραβείο ή κάτι τέτοιο. Με είχε καλέει η Βιβλιοθήκη της Βέρειας να μαγειρέψω, λέει, εγώ δεν θα μαγειρέψω, εγώ απλώς θα βοηθήσετε να με φέρετε σε επαφή με γυναίκες της Βέρειας, οι οποίες η κάθε μία θα κάνει ένα πιάτο και κάναμε στη Στενήμαχο, στο ινοπείο που είχατε τότε στη Στενήμαχο κάναμε την εκδήλωση, και κάθε γυναίκα έφερε το φαγητό της και έμαθα και εγώ πάρα πολλά πράγματα τότε για την κουζίνα, διότι αυτό που χρειάζεται και αυτό που πρέπει να γίνει είναι, γιατί εμείς είμαστε γέροι. Τα παίρνουμε, εγώ έχω μάθει μαγειρική από τη μάνα μου. Ο σκοπός είναι να έρθουν οι άνθρωποι να τη μάθουν από τους τους ανθρώπους και μαθαίνω ακόμα κάθε φορά που πιένω ταξίδι, κάθε φορά που έρχομαι στη Βόρεια Ελλάδα και ήμουν ας πούμε πέρυσι πρόβαση, όλο και μαθαίνω πράγματα, ρωτάω τους ανθρώπους να μου τα πούνε. Να βρεθούν οι άνθρωποι να το δουν και να δουν τις γυναίκες τις πιο μεγάλες πώς μαγειρεύουν, διότι εμείς δεν έχουμε βιβλία, δεν είναι του βιβλίου η ελληνική κουζίνα, πρέπει να δουν είναι βασίζεται στα υλικά. Πρέπει λοιπόν να δεις πώς μαγειρεύει ο μάς σου, πώς μαγειρεύει η γιαγιά σου, εγώ αυτό θα ήθελα. Δηλαδή το μήνυμα μου είναι να μαζευτούν οι νέοι, να γράψουν και να κάνουν αυτό που κάνανε στην Ιταλία, που βγάλανε βίντεο της κυρίες, δεν ξέρω αν το ξέρετε, έχει γίνει πάρα πολύ μεγάλο κίνημα και έχει σπαντού στον κόσμο, τις μεγάλες γυναίκες που κάνουνε πάστα. Όλα τα διάφορα είδη πάστα, τις έχουν πάρει βίντεο και έχει γίνει viral που λένε, πάνε να κάνουν τις γυναίκες που μαγειρεύουν σε τόπο να βρεθούν κάποιοι να βιντεοσκοπίσουν και να γράψουν, να κρατήσουν σημειώσεις πώς μαγειρεύουν οι γυναίκες οι παλιές που μαγειρεύαν κανονικά, όχι όνειρα φαντασίας. Ωραία θέμα για τον γαστρονόμο. Αυτό δεν είναι για να κάτσει να γράψει κανείς μόνο τη συνταγή. Καταλάβατε διότι δεν λένε συνταγές, είναι πολύ δύσκολο να πάρετε συνταγές. Άμα πάτε να ρωτήσετε τώρα μια γυναίκα της ηλικίας μου ας πούμε στη Βέρεια και της πείτε πώς μαγειρεύεις αυτό το φαϊ, θα σου πει μια περίπου περιγραφή. Άμα προσπαθήσεις να αντιρωτήσεις λεπτομέρειες θα σου πει πέρις. Δηλαδή δεν το διανοούνται ότι μπορεί οι γυναίκες ή οι σύγχρονες. Δεν έχουν ιδέα. Όταν τους πεις σωτάρισε το κρεμμύδι, δηλαδή, σου λένε. Πρέπει να τους εξηγήσεις τι θα πει να σωτάρεις το κρεμμύδι. Πολύ σημαντικό μήνυμα, πολύ σημαντικό. Αυτό πρέπει να τους... Λοιπόν, γι' αυτό είναι το βίντεο. Να τα πάρουνε βίντεο, ο καθένας να πάρει βίντεο τη γιαγιά του και τη μαμά του, αν είναι μεγάλη, αλλά τη γιαγιά του βασικά, να δει τι κάνει στο κάθε μέρος. Σας παρακαλώ πάρα πάρα πολύ. Εξαιρετική ιδέα. Σούπερ. Πάρα πολύ όμορφα. Κυρία Απταζογλίδου, πείτε μας το κρασί πώς πιστεύετε ότι δημιουργεί ή πώς δημιουργείται από τον κοινωνικό μίας περιοχής, που από ό,τι γνωρίζω έχετε γεννηθεί, έχετε μεγαλώσει και έχετε υπάρξει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Καλησπέρα γι' από μένα. Ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου την βιβλιοθήκη της Βέρειας για όλο αυτό το έργο το μεγάλο που έχει προσφέρει στην πόλη μας. Εγώ ήθελα να πω καταρχήν ότι το κρασί και η κουζίνα είναι ένα ζευγάρι, ένα ζευγάρι, το οποίο καθορίζει και την ταυτότητα ενός τόπου. Λοιπόν, όταν έχουμε εδώ κυρίως το ξινόμαυρο, το οποίο ευδοκιμεί και δίνει τα καλύτερα χαρακτηριστικά του στο τερουάρ που υπάρχει, έτσι λοιπόν και οι άνθρωποι οι οποίοι ζουν σε αυτό το περιβάλλον, πίνουν αυτό το κρασί, διαμορφώνουν σιγά σιγά και τα φαγητά τους σε ένα τέριασμα με το υπάρχον κρασί. Το κρασί και γενικά εδώ σε όλη μας την περιοχή, συνοδεύεται και προβάλλεται μέσα από φεστιβάλ που γίνονται, μέσα από το καρναβάλ της Νάουσας, το γνωστό με τους Γενίτσαρους. Όλο αυτό δημιουργεί μια πολυπλοκότητα και μια σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο και βοηθάει στο να έρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά και να φέρνουν και τουρισμό στην περιοχή. Θα πρέπει δηλαδή, όπως το τερουάρ, επειδή είμαι γεωπόνος, να μιλήσουμε λίγο και για το κρασί, για το πώς δοκιμήκε, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας, τι κρασί παίρνουμε. Η κύρια ποικιλία είναι το ξινόμουρο που είναι ένα κρασί το οποίο έχει μια έντονη οξύτητα, έχει ένα βαθύ χρώμα. Έτσι λοιπόν και τα φαγητά τα οποία μαγειρεύονται εδώ στην περιοχή μας, είναι φαγητά τα οποία μπορούν να αντέξουν, να τεριάσουν και να μην φανούν πάρα πολύ λίγα, πολύ επίπεδα σε σχέση με το υπάρχουν κρασί. Και αυτό λοιπόν και τα φαγητά της περιοχής είναι φαγητά τα οποία είναι έντονες σε γεύσεις. Θα είναι είτε πίτες, που από παλιά τις κάνουν εδώ, που είναι πολύ πλούσιες, σε γέμιση οι πίτες αυτές, είτε είναι χοιρινό, όπως είπε και η κυρία, κρεμέζι με κυδόνια ή με δαμάσκινα. Δηλαδή τα παλιά τα φαγητά, τα ναουσέικα, τα βιετάρικα, τα φάσουλα, τα βάσκου, είναι φαγητά τα οποία έχουν έντονες γεύσεις. Ναι, γελάτε! Είναι η είδος της περιοχής αυτά τα φαγητά, έχουν έντονες γεύσεις για να μπορέσουν να αντέσουν και με τα κρασιά που παράγουν σε αυτή την περιοχή. Ή τα κρασιά γίνονται για να συμπληρώσουν τα φαγιά. Αυτό δεν ξέρω, ναι, δεν ξέρω πώς είναι. Τελικά όμως καταλήγησε ένα τέριασμα, δηλαδή δεν θα μπορούσε εδώ πέρα να υπάρχει μια κουζίνα ελαφριά, γιατί θα ήταν πολύ λίγο και πολύ φθινό μπροστά σε ένα κρασί όπως το ξονόγουρο το οποίο είναι ένα κρασί γεμάτο, πλούσιο, στιβαρό, το οποίο παλαιώνεται, το οποίο δίνει πολύ έντονα χαρακτηριστικά. Έτσι λοιπόν υπάρχει αυτό το τέριασμα. Έτσι το βλέπω εγώ. Τώρα, εγώ τα πρώτα μου βήματα στο χώρο του κρασιού τα έκανα μέσα από την εταιρεία Μπουτάρι με τον Κυριάννη. Όταν πήγα και έβλεπα τα γεύματα του Αμπελουργού που κάνανε, που είχαν το έντονο το τυρί, αυτό το μπάτζο που βγάζουνε, εδώ πέρα στην περιοχή, το οποίο είναι πολύ αλμηρό τυρί, με πολύ έντονη γεύση και έπιναν και το κρασάκι δίπλα τους, έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι πραγματικά το κρασί αυτό θέλει έντονη γεύση και έτσι μπλέκεται όλο και ανεβαίνει και προχωράει από μια πολύ απλή κουζίνα, από το γεύμα του Αμπελουργού, να φτάσουμε στα πολύ καλά και τα κουζίνα. Μια παρεμπολή για να πω ότι όταν σπούδαζα στην Αγγλία και έκανα μουσακά, όποτε έκανα μουσακά, γιατί καλούσα τους συμφιλητητές μου και έκανα μουσακά, πάντοτε είχαμε ξινόμοπρο. Ο μουσακάς ταιριάζει, κατά τη γνώμη μου, ιδανικά με το ξινόμοπρο. Πώς το λέει, κάποια στιγμή άγγιξε το θέμα η κυρία Τζογλίδου γύρω από τους ανθρώπους που γνωρίζουν ένα τόπο πρώτα μέσα από τα κρασιά και πιθανότατα να τους γεννηθεί η ίνγκη να πάνε στον τόπο για να γνωρίσουν και τους ανθρώπους, για να γνωρίσουν τα ενωπίαια από κοντά, να δουν τα αμπέλια και όλα αυτά τα πράγματα τα οποία τα βλέπουμε σε περιοχή. Και όλα αυτά τα πράγματα τα οποία τα βλέπουμε σε περιοχές της Γαλλίας αλλά και της Ιταλίας και της Αμερικής και άλλων χώρων. Θεωρώ ότι τα κρασιά σου είναι, ίσως, από τους καλύτερους πρεσβευτές όχι μόνο της Συμμαθίας αλλά όλων της Ελλάδας. Το εισπράτισσα αυτό. Να καλησπαιρίσω κι εγώ στα γρήγορα τους συμπανελίτες μου εδώ πέρα στην οθόνη και καθώς και να δώσω ένα μεγάλο συγχαρητήριο την Βιβλιοθήκη της Βέρειας, η οποία με το βιβλίο της διαχέει τον πολιτισμό και εμείς με το κρασί μας προσπαθούμε να απλώσουμε τον ελληνικό πολιτιστικό τόπο και αυτό βέβαια το κρασί πάντα είναι αλληλεύθετο και με το φαγητό. Κυρίως βέβαια και κάθε τόπο. Φυσικά πηγαίνει κάποιο κρασί ελληνικό με κάποιο φιλέτο ή κάποια φυάτο στα διεθνή εστιατόρια γιατί δεν συνδυάζονται πάντα τα κρασιά μας έξω με η ελληνική κουζίνα αλλά όταν έρθουμε εδώ στον τόπο, που είναι και η ρίζα και πιο πολιτισμός κάθε περιοχής ναι σίγουρα όσοι επισκέπτες έρχονται και επισκέπτονται την περιοχή θα θέλουν να δοκιμάσουν τα κρασιά με την τοπική κουζίνα. Θεωρώ όχι μόνο στη Νάουσα αλλά και στα νησιά όταν πηγαίνει και δοκιμάζει ένα ψίρντικο στη Σαντορίνη, μια ρομπόλα στη Κεφανογία όπου τίποτα άλλο στην Κρήτη που έχει εκεί κλητική κουζίνα. Θεωρώ ότι ο ΕΕ θέλει να δώσει την ευκαιρία στο φαγητό και στο κρασί του τόπου για να το δοκιμάσει ταυτόχρονα στον τόπο που παράγεται και το ένα και το άλλο. Ευτυχώς όλα σχεδόν τα ενοπία της Ελλάδος έχουν υποδομές πλέον να ειδοδεχτούν κόσμο, να τον εξυπηρετήσουν αξιοπρεπέστατα. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλά εστιατόρια. Έχει φύγει ευτυχώς η μόδα της αντιγραφής ξένων μοντέλων να κάνουμε και εδώ ένα πιάτο που θα το φάει πολύ καλύτερα σε οποιοδήποτε άλλο μέρος αν δεν είναι από εδώ. Το πίεση είναι πολύ σημαντικό και αυτό βλέπω ότι σιγά σιγά τονίζεται. Όπως θέλει να πιούμε ένα κρασί από ελληνικές ποικιλίες, ένας που θα επισκεφτεί έναν τόπο, το ίδιο θα θέλει να φάει και με προϊόντα που παράγονται στην περιοχή του τόπου. Ανοιγητικά ακόμα πιο κοντά στην περιοχή. Και δόξα στον Θεό το κλίμα το ελληνικό μπορεί να παρουσιάσει στα αγροτικά προϊόντα, νομίζω ότι μπορούμε να παράγουμε γευστικότετα προϊόντα πάρα πολύ στην λαχανικά και σε διάφορτες, φυσικά και σε κρασιά, από τις πλουσιότερες γάμες ανά τον κόσμο, οπότε μπορούμε να καλύψουμε οποιοδήποτε και ινόφυλλο και απλό καταναλωτή. Πολύ όμορφο. Σε ευχαριστώ Απόστολε. Θεωρήσω ότι τα κρασιά που βγάζει η Μαθία αντικατοπτρίζουν την προσέγγιση των ανθρώπων της Συμμαθίας ως προς τη ζωή, ως προς την Γεωργία, το ότι επέλεξαν αυτήν την βικυλία μέσα από αιώνες συνεξέλιξης, είναι νεό. Ναι, ταιριάζουν με την κουζίνα απόλυτα. Αυτό που είπε, να συμπληρώσω λίγο πάνω σε αυτό που είπε η Κούλα πριν νωρίτερα, είναι ότι η ντόπια κουζίνα εδώ έχει να κάνει με αρκετά λιπαρά κρέατα. Λέγουμε πολύ το χοιρινό. Παλιότερα σε όλα τα χωριά, εγώ θυμάμαι όλοι εκτρέφανε ένα γουρούνι που το σφάζανε λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Κάνανε τα λουκάνικα, τα οποία τα τρώγαμε όλο το χρόνο μετά. Τσιγαρίδες, διάφορα τέτοια προϊόντα από το χοιρινό. Πάρα πολλά πουλερικά. Κυνήγη έχει πάρα πολλή περιοχή. Πάρα πολύ, σε Αφωνία. Οπότε όλα αυτά, αν συγκρίνουμε αργαολικτικά το ξινόμαυρο, θα δούμε ότι ταιριάζει πάρα πολύ με αυτά εδώ τα πιάτα όλα της περιοχής. Οπότε σίγουρα υπάρχει μια σύνδεση. Η κουζίνα εδώ είναι βαριάν, είναι λίγο ρουστίκτη η περιοχή. Οπότε νομίζω ένα έτσι δυνατό και έντονο κρασί όπως το ξινόμαυρο, ταιριάζει απόλυτα με την κουζίνα της περιοχής. Βέβαια υπάρχουν διάφορες εκφράσεις της ποικιλίας. Γι' αυτό γεμπορούμε σήμερα και μιλάμε και για πολυπλοκότητα. Βλέπουμε ότι το φαγητό, το κρασί, ο τόπος, οι άνθρωποι είναι ένας άρρηκτος κύκλος. Από τη μία αυτό που καταλαβαίνω και το έχω και στο μυαλό μου αρκετά, είναι ότι αυτά εξελίσσονται πάρα πολύ αργά και υπάρχει και ο κίνδυνος να χαθούν, και κάτι που λέω σε φίλους μου που είναι τραπεζίδες λέω, ότι όταν εσείς λέτε τέταρτο εννοείτε το τρίμινο, όταν στο χώρο του κρασιού λέμε τέταρτο εννοούμε βασικά ένα τέταρτο του αιώνα. Το κρασί αλλά και η γαστρονομία ρέει μερικούς γενεών. Και για μένα η μνήμη σε αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό και είναι υπέροχο να το συζητάμε αυτό κάτω από τη σκέπη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέρειας, που είναι μια κανείσκη σοφίας και μνήμης. Μάλιστα θα πέταγα στον κύριο Μπουτάρι μία σκέψη, ότι το υπέροχο αρχείο το οποίο έχετε μαζέψει για το τι είναι Νάουσα, το τι είναι ελληνικό κρασί, το τι είναι κρασί της Συμμαθίας, δεν πρέπει να χαθεί, πρέπει να κάνετε κάτι να το δώσετε σε όλους εμάς. Και θα έλεγα ότι η Βιβλιοθήκη της Βέρειας είναι ένα υπέροχο όχημα γι' αυτό. Αξίζει μνήμη, κύριε Μπουτάρι. Κύριε Μπουτάρι, θα σου πω κάτι το οποίο δεν είναι μυστικό πια. Είμαι έτοιμος να εκδόσω ένα βιβλίο για τη σχέση τη δικιά μου με το κρασί. Και αυτό το βιβλίο έχει τίτλο «Εξήντα χρόνια τρίγος». Βγάλαμε και νέο, βγάλαμε και νέο. Εγώ έχω συμβελώσει παραπάνω από 65 χρόνια τρίγους. Έχω γνωρίσει την Νάουσα που δεν είχε αμπέλια. Η Νάουσα στην αιτία του 60 και του 70 δεν είχε ούτε 500 στρέμματα αμπέλια. Με ένα πρόγραμμα που κάναμε αμπελώσεις, μετά έφτασε και η Ευρωπαϊκή Αρχή και έδινε κάποιες επιδοτήσεις για όλη την ιστορία. Στα τέλη του 70 έφτασε να έχει 7 χιλιάδες στρέμματα αμπέλια. Διότι η ΕΝΕΜΕΝΙΝΗ είχε προχωρήσει αναμπέρα, δεν είχε προχωρήσει αντίστοιχα και η τεχνολογική βελτιώσεις του κρασιού. Ενόντας ότι είχαμε μείνει πίσω λίγο στο, όχι τι κρασί θέλει ο κόσμος, αλλά πώς μπορώ να βελτιώσω το κρασί που κάνω. Και τότε μπήκανε και άλλες διάφορες ιδέες, να μπεί και μια δεύτερη ποικιλία και μια τρίτη ποικιλία, όπως έγινε η Γουμένισσα και θυμίζω και το άλλο, ότι το ξινό μαύρο, η άλλη του ονομασία εκτός από το Ποπόλκα που είναι η Σταύγη, είναι Ποπόλκα. Η άλλη ονομασία είναι Μαύρο Ναούσις. Ο κλόνος της Ναούσις, γιατί τελικά έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν πέντε κλόνοι του ξινό μαύρου, φαίνεται ότι ήταν ο καλύτερος και μου δείχνει ότι ήταν ο καλύτερος πια. Θέλω να πω το εξής, ότι είτε λέγεται φαγητό αυτό, είτε λέγεται κρασί, είναι μια διαδικασία όταν τα προσυγγίζεις, η οποία εξυπηρετεί και ευχαριστεί όλες τις αισθήσεις. Ευχαριστεί το μάτι σου, όταν βλέπεις ένα ωραίο πιάτο, όχι τα πιάτα που τα μπουκόντουν, έτσι όπως, αλλά ωραίο πιάτο για να ευχαριστηθείς, όχι για να γεμίσει τη γυλιά σου. Και υπεθυμίζω αυτό, δεν είναι κακό να γεμίσει τη γυλιά σου. Αλλά στην Ελλάδα η δεκαετία του 50 και η δεκαετία του 60, έπασε από πίνα, πίνα για όλα. Και γι' αυτό η κουλτούρα που λέμε του φαγητού, είχε σχεδόν εξαφανιστεί, όπως και η κουλτούρα του κρασιού. Και η δεκαετία του 60, είχαμε στην Ελλάδα, καμιά δεκαετία ενόπια, τα πιο πολλά από αυτά ήταν συνεπτεριστικά. Και ακόμα και τα ευειοτικά που ήτανε, αυτά που κυκλοφορούσαν, ευφυαλλομένα κρασιά, ποιο ήτανε, η αχαία και ο καμπάσκι που τα έριζε, δεν είχε άλλα ευφυαλλομένα πολλά που κυκλοφορούσαν. Αυτά ήτανε που καλύπτουν την αγορά. Αυτό έπαψε τα επαρήφια. Σήμερα έχουμε πάνω από χίλια ενόπια στην Ελλάδα, χίλια. Και αυτά τα πιο πολλά είναι κτήματα. Που είναι η Τουραντινταζόλυδου, ο Απόστολος, ο Θυκλοφορός, αυτοί ξεκίνησαν από κτήματα. Άλλωστε θα γίνει πιο μεγάλος, θα μείνε εκεί που είναι. Έτσι λειτουργεί το σύστημα. Αυτό που θέλω να πω τελικά είναι τι? Το ότι είχαμε ένα τεράστιο κενό. Η Νάουσα είχε κουλτούρα του κρασιού. Η Σαντορίνη είχε κουλτούρα του κρασιού. Η Κρήτη είχε κουλτούρα του κρασιού. Αλλά ήταν διαφορετική από αυτήν την κουλτούρα που είχαν αναπτύξει οι Γάλλοι και οι Ιταλοί και οι Ισπανοί και όλοι οι Ευρωπαίοι. Δηλαδή ο Αμπερουργός ήταν εκεί ενοποιός. Δεν πουλούσε σταφύλι. Αυτό είναι το κακό που πάθουμε στην Ελλάδα. Ο Αμπερουργός πουλούσε το σταφύλι. Το φορτώνε το κλίμα, έβγαζε πολύ περισσότερη παραγωγή από αυτοί που άντεχε κάθε αυτό το κλίμα. Και αναγκαστικά τα κρασιά που έβγαιναν δεν ήταν του επίπεδου που έπρεπε να είναι. Με την πάρον του χρόντου, με τις ορμασίες που έβγαιναν με τους νέους ενολόγους που ήρθαν στην Ελλάδα. Ήρθαν πάρα πολύ νέοι ενολόγοι στην Ελλάδα, οι οποίοι δουλέψανε και σιγά σιγά έφτασαν στο σημείο να λένε ότι δεν μπορείς να έχεις να κάνεις καλό κρασί και να κάνεις καλό αμπέρι. Και καλό αμπέρι δεν είναι αυτό που έχει τρεις τόνους στο στρέμα. Αμπέρι είναι αυτό που έχει όσο ορίζει η ποικιλία, όσο αντέχει η ποικιλία. Ανάλογα με και το τεράστιρο άρπηλα. Αυτή όλη η ιστορία τελικά έφτασε σε ένα σημείο όπου αρχίζει να φαίνεται ότι καριέργηκε η κουλτούρα του κρασιού. Που πάει παράλληλα φυσικά και με την κουλτούρα του φαγητού. Πολλοί που μπορούσαν να φάσουν ήταν καταστάσεις σε καμιά καντίνα. Έχει δύο, τουλάχιστον να μην πω τρία, εστιατόρια, τον Κοντοσόρο, τον Πασπάλη και τον Νομίδη, οι οποίοι, ο Νομίδης κάνει και παραγωγή, όχι κρασιού διάφορα, τα οποία, εάν φάσεις τον Κοντοσόρο και τον Πασπάλη, θα σου φύγει το μυαλό. Ειδικά ο Κοντοσόρος, ο οποίος κάνει πιο απλά πιάτα. Για να φτάσει στο αρμήντο αυτή η κουλτούρα του φαγητού, θα πει ότι είχε φτάσει η ειδική κουλτούρα του κρασιού, γιατί το κρασί δεν μπήνε σχεδόν το μπάνι μπάρ. Θα πιήσανε ένα ποτηράκι, θα πιούσε, για περάση ώρα η μάδα του μπάνι μπάρ ξεκίνησε λόγω τιμών. Δηλαδή, το να πιήσεις ένα whisky για να τσιμφίσεις ένα τέτοιο, κόστιζε ένα ποτηράκι κρασί παρόλο που ήταν πιο ακριβό αναλογικά. Ένα ποτηράκι κρασί στο μπάρ είναι ακριβό σήμερα, γιατί βγάζει από το μπουκάλι τουλάχιστον οχτώ ποτήρια κρασί. Οχτώ ποτήρια κρασί. Βγάζει από το μπουκάλι τουλάχιστον οχτώ ποτήρια κρασί. Η ημερία είναι 60 μέρες. Με οχτώ ποτήρια κρασιού, με οχτώ δέκα ευρώ που χρεώνεται το ποτήρι το κρασί, με ένα μπουκάλι κρασί αγοράζεις μια κάσα. Αλλά τελικά έγινε το wine bar. Και όχι απλά έγινε. Πηγαίνεις και σε ρωτάει ο σερβιτόρος τι κρασί θέλετε και πες εσύ λαδαράκι. Δεν έχουμε, έχουμε θημιόπουλου. Εντάξει φέρε θημιόπουλου. Θέλω να πω ότι ανοίγουνε μπουκάλια πόνυμα πια. Αυτό θα πει ότι προχωράει σιγά σιγά η κουλτούρα. Όπως εντάξει σημαντικό είναι πέρα από τη σχολή, τη δικιά σου Κουσαντινέ που είναι διεθνούς επίπεδος. Έχουν γίνει στην Ελλάδα ένα σωρό club, ένα σωρό λέσχες, ένα σωρό σχολές υνογνωσίας, υνολογίας κλπ. Εγώ όταν ήμουνα πρόεδρος στο Σύννος Μαρδικού Ίνου είχα κάνει μια πρόταση στο Υπουργείο Μωρίου για να προστατευτεί το ελληνικό κρασί. Ήταν όπως για να ανοίξεις φαρμακείο χρειάζεται φαρμακοποιό. Δεν χρειάζεται. Είναι υποχρεωμένος να έχεις φαρμακοποιό. Για να ανοίξεις κύριε Σούπερ Μάρκετ την ΚΑΦΑ πρέπει να έχεις έναν υνολόγο. Και αν δεν είναι υνολόγος που είναι ψημιακός, να είναι ένας υνολόγος ο οποίος έχει τελειώσει μια σχολή υνολογίας. Γιατί, γιατί εγώ που έρχομαι στο Σούπερ Μάρκετ και βλέπω ότι γόνωλα με τα μπουκάλια του κρασί, είναι τόσες σχολές οι Μάρκετς, δεν ξέρω τι να διαλέξω. Μερδέμεσαι και με τα ονόματα των αντικεντών. Δεν ξέρεις τι έχει μέσα, γιατί δεν γράφουν όλοι τι έχει επάνω. Λοιπόν, δεν έγινε φυσικά ανοιχτό, μας δέρνανε κιόλες στο τέλος. Αυτό που θέλω να πω είναι το ότι αλείπει ένα πράγμα από την Ελλάδα το οποίο θα βοηθήσει πάρα πολύ να βελτιωθεί η κατάσταση. Να ανεβεί η κατάσταση μάλλον, γιατί, μην ξεχνάμε, για να μην λέμε και τους να πω το δίκιο, από τη δεκαετία του 60 μέχρι σήμερα σε 50 χρόνια μέσα σε δύο γενιές, το να όχι απλά πολλαπλασιαστεί, να δέκα πενταπλασιαστεί οι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν και παρουσιάζαν κρασί, είναι τεράστιο επίτευμα. Και μιλάμε για περιόδους δύσκολες, μιλάμε για περιόδους της δικτατορίας. Στην περίοδο της δικτατορίας, απαγορευόταν να ανοίξεις το πύρο. Εγώ άνοιξα ένα πύρο στο Αμίντο, όταν χώρισα από τότε, έψαχνα και δεν ξανακάνα δουλειά, εγώ έψαχνα να βρω, να δείξω το εντοπείο. Βρήκα ένα εντοπείο στο Αμίντο, το οποίο είχε άδεια. Και ήταν παράγκα, από αυτό βγήκε και το όνομα του κρασί, παράγκα. Γιατί με κορονοδεύανε, θα φάντα λεφτά του εκεί μέσα. Κλάξ, έγινε το εντοπείο και ξεπέρασα το πρόβλημα ότι δεν μπορούσα να πάρω άδεια για να δείξω το πύρο. Γιατί υπήρχε αγώρα σε αυτήν την άδεια. Που θέλω να καταλήξω, εντέλει. Το κυριότερο πράγμα από όλα είναι η κουλτούρα. Η γεύση, και για όταν λέω γεύση, εδώ και το κρασί και το φαγητό είναι ευχαριστήση. Όταν θέλουμε να φάμε ή να πιούμε, εκτός από ότι είσαι μοναχικός και πας και φας, είσαι σαν τον κούκου μόνος να πεις, συνήθως το τρως με παρέα, το τρως με φίλους. Ή πίνεις με παρέα και με φίλους. Αυτό σε φέρνει σε επικοινωνία με τον άλλον. Σανίγει λιγάκι. Αυτό είναι πολιτισμός. Η επικοινωνία, ο ένας με τον άλλον. Και η ανταλλαγή απόψων για όποιοδήποτε θέμα αυτές. Εγώ έχω ακούσει κρυφακούς διπλαδά τραπέζια σε εστιατόρια, να μιλάς μισή ώρα για το χρυσό που πίνουν. Και μου κάνει και εντύπωση. Αυτή η κουλτούρα, αν καταφέρουμε αυτή την κουλτούρα, θα την καλλιεργήσουμε. Και αυτό είναι το πρώτο, η πρώτη και κύρια, υποχρέωση αυθής των ηνοποιών. Οι οποίοι πρέπει, μαζί με τους εστιατόρες, πρέπει μαζί με τους σερβιτόρους. Σ' Αλλάδα έχουμε ένα πρόβλημα. Επειδή έχουμε και τον τουρισμό. Οι σερβιτόροι πρέπει να μάθουν για το κρασί. Πρέπει να μάθουν να σερβίρουν. Δεν μπορεί να σου λέει μόνον για αυτό το πιάτο, αντί να σου περιγράφει μόνον το πιάτο, ότι ωραία που έγινε με κρέμ φρέσκ, και δεν ξέρω τι διάλογα, να σου λέει και για το κρασί. Δεν ξέρω τι να πιώ με αυτό το πιάτο που παρήγγα. Αυτό είναι έτσι. Η κουρτούρα που είπαμε υπήρχε. Τελειώνω, Κωνσταντίνα. Απλά με τέσσερα λεπτά και μία πάρα από τον καθένα σας. Πάμε, τελειώνετε. Η κουρτούρα του κρασιού υπήρχε στην Άωση. Υπήρχε στη Σαντορίνη. Φεύγανε κρασιά από τη Σαντορίνη στη Ρωσία εδώ και τρεις αιώνας. Υπήρχε στην Κρήτη, είπαμε. Αυτή διακόπη και ξαφνικά και πρέπει να ξαναχτιστεί. Και βέβαια, τελευταίο, έχουμε αναδικήσει τη Ρετσίνα. Η Ρετσίνα ήταν αυτή η οποία στη διάρκεια των χρόνων μετά τον πόλεμο, επειδή ήταν ευθύνη, επειδή ήταν εύκολη στο πιο τόπο ήταν αυτό, ήταν το εθνικό μας ποτό. Αυτή την ξεχάσαμε. Μόνο πολύ τελευταία. Είναι μερικοί οι οποίοι κάνουν πολύ ωραίες ρετσίνες. Αυτά. Πολύ ωραία. Έχω να πω σε όποιον παρακολουθεί, ότι όταν κάναμε το briefing λίγο πριν μπούμε μέσα, όλοι και οι τέσσερις συμφωνήσαμε να κάνουμε μια σύντομη τοποθέτηση, για να παίξουμε κουβέντες συνέχεια, το ότι έχουμε τρία λεπτά ακόμα. Μάλλον δηλώνει ότι ο κάθε ένας από τους τέσσερις συνομιλητές είχαν πολλά πράγματα να πούν. Εγώ θα ήθελα με ατάκα 10 δευτερολεύτων να ρωτήσω το εξής. Η προώθηση του γευστικού πολιτισμού, του κρασιού, της κουζίνας, του τόπου, της μαθίας, θα πρέπει να στοχεύει ψηλά σε μια υψηλή έκφραση, σε ακριβές τιμές, σε δημιουργικότητα, ή όχι θα πρέπει να στοχεύει στο ίσως πραγματικό, στο ίσως λαϊκό. Κυρία Κρεμέζη, ποια είναι τοποθετή σας? Τι θα πει δημιουργικότητα και λαϊκότητα, εγώ δεν πιστεύω σε αυτά τα πράγματα, ότι πρέπει να στοχεύει στο να είναι αληθινή. Να προσπαθήσει να κάνει αυτήν την αληθινή μαγειρική της περιοχής στο κάθε τόπο. Δεν είναι δυνατόν στη Θεσσαλονίκη να μην υπάρχει ένα πονδιακό εστιατόριο, ας πούμε. Εγώ δεν το καταλαβαίνω, γιατί δεν υπάρχει ένα πονδιακό εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη. Παραδείγματος χάρη. Λοιπόν, να έχει τον πολιτισμό του τόπου. Και επειδή ο τόπος της Συμμαθίας είναι πολύ πολιτισμικός, πρέπει να κοιτάξουν, να κρατήσουν, να έχουν λιγότερα φαγητά, αλλά αληθινά. Από τα πολύ πολύ δημιουργικά και λίγο κοινέζικα και λίγο τέτοια, εγώ δεν τα πιστεύω. Ο δρόμος λοιπόν, ο ένας είναι της αλήθειας. Ηλία Τζογλίδου. Εγώ θα έλεγα ότι θα έπρεπε να κρατήσουμε την αυθεντικότητά μας, θα έχουμε σεβασμό στην παράδοση του τόπου και στην ιστορία του τόπου, και κρατώντας όλα αυτά, στοχεύοντας και πάντα σε μια πολύ καλή ποιότητα κρασιού, που ξεκινάει από την ποιότητα στο απαίλη, θα βρούμε μόνιμα στο δρόμο μας και θα πάμε ψηλά. Γιατί νομίζω ότι πρέπει να πάμε ψηλά. Υπάρχει η κουλτούρα στην περιοχή που μπορεί να μας οδηγήσει. Απόστολοι, θα ήθελες να κάνεις ένα βαρέλι και να το πουλάς 1.500 ευρώ το μπουκάλι από τα 300 ευρώ που θα βγάλεις από το βαρέλι ή θα θέλεις να κάνεις 100 εκατομμύρια φυάλε σε μια πολύ λογική τιμή που να κατακλείζουν την αγορά. Για την Ελλάδα τι θα επέλεγες. Από μια περιοχή το ένα, από άλλη περιοχή το άλλο. Σωστό, σωστό. Τέλειος. Όταν έχουμε πλέον καταναλωτές και πάρα πολύ ενημεριμένους επαγγελματίες, καθώς έχει ανέβει πολύ και η καστρονομία του εξωτερικού, οπότε νομίζω πλέον τα βήματα είναι πολύ πιο γοργά από ό,τι γινόταν παλιά. Ο κόσμος πλέον ξέρει να εκτιμήσει και να πληρώσει και να απορρίψει. Και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλέον η επικοινωνία είναι πολύ πιο γρήγορη. Οπότε δεν έχουμε πολλά περιθώρια για λάθος. Κρινόμαστε όλοι και οι στιάτορες και οι νοποιοί κάθε λεπτό και στο Facebook και σε άλλα μέσα. Οπότε αυτό είναι προς όφελος πάντα του καταναλωτή και φυσικά και μας τον ίδιο που βελτιωνόμαστε συνέχεια. Πολύ όμορφα. Αν είχατε να λύσετε ένα πρόβλημα εκτός από την συνήπαρξη, όπως την ορίσατε, κρασιού και στιάτορα, ποιο άλλο θα ήταν κύριε Μπουτάρη? Εντάξει, είναι δύο απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να προχωρήσουν και τα δύο. Αν δεν υπάρχει ο στιάτορας, ο οποίος ξέρει, ούτε το γρασί θα πέφτει καλά, ούτε το πιάτο θα πέφτει καλά. Είναι απολύτως απαραίτητα, είναι μια διεπαγγελματική προσπάθεια. Αυτό ήταν. Χαίροι, χαίροι, χαίροι συνεργασία. Εγώ θα παρακαλέσω τους ανθρώπους της Βιβλιοθήκης Βέρειας να σας τυμπέσουν, μπας και γίνει καμιά ψηφιοποίηση του αρχείου, γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να περάσει σε επόμενες γενιές. Διάβαζα πριν να ανοίξω το κομπιούτερ μου για τον Νικολάτο Χριστάκη, όπου έχει μια εξαιρετική θεωρία που μιλάει για terroir των ανθρώπων. Δηλαδή, ότι αν οι Έλληνες είμαστε έτσι όπως είμαστε, πρέπει να ψάξουμε το αν υπάρχουν πολλά βουνά, αν υπάρχει άγρια θάλασσα, αν ο καιρός μας οθεί στο να είμαστε έξω άρα μαζί με άλλους, ή να είμαστε έξω ή να είμαστε μόνοι μας σπίτι μας κλπ. Άρα τελικά ο τόπος κάνει το κρασί, ο τόπος κάνει τους ανθρώπους, όμως θεωρώ ότι φτάνουμε σε ένα σημείο όπου σιγά σιγά μπορούμε να κάνουμε τον τόπο εμείς. Μπορούμε να κινήσουμε τη γαστρονομία, το κρασί, και τον τρόπο που θα είναι τα παιδιά μας σε ένα σημαντικό βαθμό. Δεν είναι για μένα δυστοποιημένο, καν προσωπικότες σαν εσάς τους τέσσερις, ως ένα σημείο διαφεντεύουν, ορίζουν, σηματοδοτούν την επόμενη μέρα. Σας ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ που ήσασταν μαζί μου, σας εύχομαι όλα τα καλύτερα αυτή την τρελή περίοδο που ζούμε, συμπιόμαστε όλοι νομίζω για το αν το ζούμε πραγματικά, στο κασί, στην γεύση, στον πολιτισμό, είναι μία από τις πιο σημαντικές ηλιακτίδες που μπορούμε να έχουμε κάθε στιγμή στα σπιτικά μας. Να είστε καλά, σας ευχαριστώ πολύ. Να είστε καλά, Κασταλίνα. Να είστε καλά, γεια σας.