Τ.Κ. Παπατσώνης: το κριτικό και δοκιμιακό έργο του /

: Τα εφαρμογές της ΕΛΑΔΟΣΕΣΕΣΗΣ ΕΛΑΔΟΣΕΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗ� το τρίμενο αυτό είναι Μάρτιος-Μάιος, γιατί περιμέναμε να ολοκληρωθεί η μετακόμιση, πράγμα που έγινε. Η μετακόμιση τελείωσε και σε λίγο θα αρχίσει και η κανονική λειτουργία...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=Pxku-jy6oVQ&list=PLW3V1R3KCG4kPnCm6wzPfL2de57fb5vMf
Απομαγνητοφώνηση
: Τα εφαρμογές της ΕΛΑΔΟΣΕΣΕΣΗΣ ΕΛΑΔΟΣΕΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗΣΗ� το τρίμενο αυτό είναι Μάρτιος-Μάιος, γιατί περιμέναμε να ολοκληρωθεί η μετακόμιση, πράγμα που έγινε. Η μετακόμιση τελείωσε και σε λίγο θα αρχίσει και η κανονική λειτουργία της βιβλιοθήκης. Σε καμία βιβλιοθήκη του κόσμου, δεν το λέω προλογητικά, το λέω πληροφοριακά, το τέλος της μετακόμισης δεν ταυτίζεται με την έναρξη της κανονικής λειτουργίας, χρειάζεται μια περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας και έτσι θα γίνει και σε εμάς και θα παροχθεί η λειτουργία της ΕΒΕ στο κοινό, τνηματικά. Στο Κέντρο Πολιτισμού Είδημα Σταυροζιάδος και σε όλη την Αθήνα, όπως ξέρετε, γίνεται ένας τεράστιος αριθμός πολιτιστικών και πληροφοριακών λεγωμένων εκδηλώσεων. Μέσα σε αυτό το αχανές πεδίο, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος θα κάνει τα δικά της, όπως έχουμε ξαναπεί, αυτά δηλαδή που εκείνη θεωρεί σημαντικά, χωρίς το άγχος των αριθμών, αυτά που της υπαγορεύει η αποστολή της. Πήρατε ένα χαρτάκι να συμπληρώσετε στην είσοδο και θέλω να το σχολιάξω αυτό λίγο. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος μέχρι τώρα δεν είχε κάνει ποτέ εκδηλώσεις, δεν είχε κάνει ποτέ ημερίδες, δεν είχε κάνει ποτέ συνέδρια. Δεν ήξερε πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Πρέπει να έχουμε μια ειλικρινή σχέση μεταξύ μας. Δεν είχε τον τρόπο, δεν γνώριζε πώς στέλνουμε μία πρόσκληση. Δεν μπορούσε να στείλει μία ηλεκτρονική πρόσκληση. Δεν είχε μία λίστα διευθύνσεων για να στέλνει ένα mail και να ενημερώνει. Αυτό που και ο μικρότερος συγκροτικός είχε ως χώρας. Έχει μία λίστα με 2.050 αναλόγους διευθύνσεων για να ενημερώνει. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος δεν το είχε. Αρχίζει να το συγκροτεί τώρα. Υπάρχει μία νέα συνάδελφος, μόνιμος υπάλληλος της ΕΒΕ, η κ. Μαρία Μπριαννα, που είναι υπεύθυνη του Γραφείου Επικοινωνίας. Τι θα πει, υπεύθυνη του Γραφείου Επικοινωνίας, είναι σύσσωμα του Γραφείου Επικοινωνίας. Αυτό είναι το Γραφείο Επικοινωνίας, η κ. Μπριαννα είναι. Και σιγά σιγά χτίζουμε αυτόν τον τρόπο με τον οποίο η Βιβλιοθήκη να μπορεί να ενημερώνει και να επικοινωνεί με όσους ενδιαφέρονται. Η πρώτη μας εκδήλωση λοιπόν είναι για τον Παπατσόνη και επειδή τη συντονίζω εγώ θα κάτσω τώρα εκεί για να παίξω τον ρόλο μου του συντονιστή. Η εικόνα του έργου του Παπατσόνη, όπως ξέρουν όσοι έχουν λίγο ασκοληθεί, δεν είναι καθόλου καλή. Είναι καλή εκδοτικά, με την έννοια ότι τα έργα του που εξαντλούνται δεν επανεκδηλούνται και επίσης ότι υπάρχουν πάρα πολλά κείμενά του, τα οποία δεν έχουν θρησαυριστεί σε Βιβλίο και είναι μια ολόκληρη εποποιία να τα βρεις σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Δεύτερον, δεν είναι καλή από την άποψη της μελέτης του έργου του. Μας λείπουν και τα στοιχειοδέστα, τα εργαλεία για τη μελέτη αυτή. Δεν έχουμε μια εργογραφία του Παπατσόνη, δεν έχουμε ένα αξιόπιστο σχεδίασμα χρονογραφίας του, χρονολογικό ένα βιογραφικό σημείο αξιόπιστο και βεβαίως για τη δουλειά του υπάρχουν κυρίως κατά κανόνα πολύ γενικόλογα πράγματα. Και τρίτον, δεν είναι καλή όσον αφορά τη σχέση του με το αναγνωστικό κοινό. Υπάρχει μια μηδενική σχεδόν εκδήλωση ενδιαφέροντος του κοινού, για τρόπο του Παπατσόνη, ίσως αυτό να μαρτυρεί και το ολιγάριθμον της απόψινής εκδήλωσης. Τώρα τελευταία, ίσως κάτι ξεκινάει να γίνεται. Ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ετοιμάζεται ένα αφιέρωμα σε ένα περιοδικό, εκπονούνται διδακτορικές διατριβές, υπάρχει ένα ήχνος αισιοδοξίας. Η σημερινή εκδήλωση είναι αφιερωμένη στο κριτικό και δοκιμιακό του έργο. Δεν θα μιλήσουμε δηλαδή για τον ποιητή Παπατσόνη, αλλά για τον δοκιμιογράφο και κριτικό. Ευχαριστώ πάρα πολύ τους ομιλητές που ήρθαν όλοι εκτός Αθηνών για να κλείσουν στην απόψινή μας εκδήλωση, εννοείται και όλους εσάς που είστε απόψε εδώ. Και δίνω ευθύς αμέσως τον λόγο του κ. Γιάννη Δημητρακάκη, επίκουρο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, στην Ελληνική Φιλοδογή. Καλησπέρα σας. Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι σε αυτό το ωραίο χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ευχαριστώ το θέμα από τον κ. Ζουμπουλάκη για την πρόσκληση. Το θέμα μου είναι η γαλλική ποιήση στο δοκιμιακό έργο του Τάκη Παπατσώνη. Η διαμόρφωση της πολιτικής φυσιογνωμίας του Παπατσώνη οφείλει πολλά στην αδιάλειτη συνομιλία του με τη γαλλική ποιήση. Τρίφησε σε αυτήν, τη μελέτησε σε βάθος, την ετέφρασε, άντλησε θέματα και τεχνοτροπίες. Το θέμα είναι ευρύτατο και δεν μπορεί να διαρρευνθεί στο πλαίσιο μιας ανακοίνωσης. Θα περιοριστώ στην εξέταση 11 άρθρων που ο Παπατσώνης δημοσίευσε στο προϊόντικο Νέα Ιστία από την 1η Ιουλίου 1947 έως την 1η Δεκεμβρίου του 2000 με τίτλο «Η σύγχρονη γαλλική ποιήση χ.900-1947». Άρθρα τα οποία ο Ποιητής δεν ενέταξε σε κάποιον από τους μεταγενέστερους τόμους δοκινείων του. Βιαβάζουμε στις εναρκτήριας γραμμές του πρώτου άρθρου. «Το δεύτερο διδακτικό τρίμινο του Μοφωτικού Συλόγου Αθήναιο δίδαξα σε δέκα μαθήματα τα σύγχρονα αρεύματα χ.900-1947 της γαλλικής ποιήσης και τις πηγές τους. Τα μαθήματα τούτα δεν τα είχα δυστυχώς γραμμένα ώστε να μπορέσω να τα δημοσιεύσω αυτούσια. Χαίρομαι που η Πρωτοβουλία της Νέας Εστίας με παρακνή να γράψω κάτι σαν περίληψή τους μαζί και σαν ημερολόγιο με τις παρατηρήσεις μου που άτλησα από την ερασιτεχνική μου διδασκαλία». Από τη συνέχεια του άρθρου αντιλαμβανόμαστε ότι ο Πομπετσόνης υπήξε από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Μοφωτικού Συλόγου Αθήναιο. Πράγματι, αν ανατρέξουμε στον τόμο Αθήναιο πρώτη κοσαετία 1946-1966 που κυκλοφόρησε το 1967, μαθαίνουμε ότι ο Ποιητής ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου του πρώτου Δικητικού Συμβουλίου που συγκροτήθηκε τον Αύξητο του 1946. Στον ίδιο τόμο βρίσκουμε τις συνόψεις των μαθημάτων που το Αθήνιο προσέφερε κάθε έτος. Η σύνοψη των μαθημάτων του Πομπετσόνη που πραγματοποιήθηκαν, διαβάζουμε, από τον Φεβουάριο έως τον Μάιο του 47, έχει ως εξής. Νεότερη Γαλλική Ποιήση. Διάφορα ρεύματα στην Νεότερη Γαλλική Ποιήση μέσα στα τελευταία 50 χρόνια. Μελέτη των άμψων πηγών της. Επισκόψη των παλαιότερων πηγών. Ο Μποντλερ. Μερικοί άμεση πρόδρομοι της ίχρων της Γαλλικής Ποιήσης. Ο Μαραρμέ και ο Συμβολισμός. Πολ Βαλερί. Πολ Κλοντέλ. Ο Υπεριαλισμός. Η Επίδαση και το Καταστάλλαγμα του Υπεριαλισμού. Ο Ζαν Πολ Σαρτ και ο Παρξισμός. Σε αυτή τη σύνοψη διακρίνεται ένα συγκεκριμένο γραμματολογικό σχήμα από τον Μποντλερ στον Υπεριαλισμό. Το κρατάμε για τη συνέχεια. Όταν επομένως ξεκινά στην Αιστία η δημοσίωση των άρθρων, τα μαθήματα έχουν ολοκληρωθεί σχετικά πρόσβατα έξι περίπου δωμάδες νωρίτερα. Είδαμε ότι ο Παπατσώνης χαρακτηρίζει υποκαταβολικά τα άρθρα κάτι σαν περιγλήψεις των μαθημάτων. Χαρακτηρισμός, ωστόσο, που δεν εσταθεί, καθώς πρόκειται για κείμενα αρκούντως αναλυτικά και επεξυγηματικά. Η δημοσίωση τους θα σταματήσει, όπως είπαμε, το Δεκέμβριο του 1947. Πρόκειται περιακοπής. Η επισκόπιση της Γαλλικής ποιήσεις δεν θα προχωρήσει πέρα από τους Βαρλέων και ΡΕΜΟ, με αποτέλεσμα ο τίτλος και ο χρονικός προσδιορισμός που τον συνοδεύει, σύγχρονη Γαλλική ποιήση 1900-1947, να αποδεικνύονται εν τέλει παραπλανητικοί. Στο εν δέκατο, το επιλογικό άρθρο, ο Παπατσώνης εξηγεί ότι ο κυριότερος λόγος της διακοπής είναι που ξαφνικά βρίσκομαι υποχρεωμένος να λείψω για αρκετούς μήνες από την Ελλάδα, αναλαμβάνοντας ένα ταξίδι εξωτικό για τις Αντίλες. Τι γνωρίζουμε για το ταξίδι αυτό? Στο χρονολόγιο του Βιού του Παπατσώνη το διαθέτουμε, διαβάζουμε. 1948-1949. Εξάμινη παραμονή στην Ναυάρα της Κούβας. Τριμιδάφ, Ιουκατάν, Νέα Υόρκη. Δεν προσδιορίζεται πακριβώς οι μήνες του ταξιδιού, ούτε αν τελικά συμπεριλήφθησαν σε αυτό και οι Αντίλες. Αλλά σε πιστεύουμε στο πρώτο από τα άρφρα, όπου ο ποιητής δίνει ορισμένα στοιχεία για το ακροατήριό του στο Αθήνιο. Στο μάθημα αρχικά γράφτηκαν παραπάνω από 50 ακροατές, σημειώνει. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να λιγοστεύουν, έτσι ώστε στο τέλος να μην ξεπερνούν τους 20. Το συγκινητικό όμως στοιχείο ήταν ακριβώς στην αγάπη και την κατανόηση των λίγων αυτών πιστών. Είναι όμως περίεργο, προσθέτει, πως ούτε και του τη λίγη δεν επιβίωξαν καμιά πλησιαίστα διαπαφή, δεν ζητήσαν καμιά από τους διευκρίνηση, δεν δείξαν καμιά αντίδραση ή απορία. Δεν μπορούμε βέβαια να γνωρίζουμε εάν και κατά πόσο ευθύνεται η ερασιτεχνική διδασκαλία του Παπατσώνη για τη φιλολογή των ακροατών του, καθώς και για την απουσία αντιδράσεων και απορειών από τη μεριάν του των εναπομεινάντων. Ο ίδιος δηλώνει ότι επέλεξε να μην κάνει καμιά εκλαγευτική προσπάθεια, καθώς και πρόκτω για θέματα που δεν είναι, που διατείνεται επιτεκτικά εκλαγήγησης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μπορεί να υποθεί με βεβαιότητα είναι ότι τα κείμενα που εμείς έχουμε στη έθεσή μας διακρίνονται για τη συγκροτημένη άρθρωση και τη συνεκτική επιχειρηματολογία τους, γνωρίσματα τα οποία δεν διακρίνουν πάντα το δοκιμιακό έργο του Παπατσώνη. Σε αυτό αναφίβολα συνέβαλ και το σαφές εξελικτικό σχήμα που είχε κατά νου και το οποίο θα ανασυνθέσω στη συνέχεια. Προκουπέρασουμε σε αυτό, αξίζει να σταθούμε σε μια από τις προκενταρκτικές παρατηρήσεις στο πρώτο άρθρο που αφορά στη πνευματική συσχέση Ελλάδας και Γαλλίας, την ελλεινο-Γαλλική δοσολυψία. Εάν επρόκειτο να κλατήσουμε λογιστικά βιβλία με δούνια και λαβή, θα βλέπουμε πως ό,τι χρεωστούσε η Γαλλία στους αρχαίους μας προγόνους μας το απέδωκε προσιοπάροχα, τόσο που πάλι εμείς οι Έλληνες να διέχουμε χρέωστες. Εμείς λοιπόν χρωστάμε τους Γάλλους και όχι οι Γάλλοι σε εμάς. Ας δούμε τώρα το εξελιχτικό σχήμα που συνέχει τα άρθρα. Θα το συνοψήσω και στη συνέχεια θα κάνω ορισμένες παρατηρήσεις και σχόλια. Ο Κωματζόνης ξεκινά την επισκόπηση της ιστορίας της Γαλλικής ποιησης με τον λειρισμό της αναγέννησης υποδειγματικό σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία. Όμως, εξαιτίας της πολλής κλασικότητας, έλλειψαν από την αναγεννησιακή λειρική ποιήση ορισμένα στοιχεία που σήμερα θεωρούνται απαραίτητα για την τέχνη, όπως είναι η εμβάθηση στον ψυχικό κόσμο. Η αναγεννησιακή ποιήση υποστηρίζει ποιητής προζηλωμένη στην τεχνική τελειότητα και την αποκλειστική ανατένηση του εξωτερικού κόσμου, δεν μπορέσε να βυθομετρήσει την ανθρώπινη ψυχή. Μεταχειρίστηκε τα συναισθήματα και τα πάθη με τρόπο επιφανιακό. Γι' αυτό και εν τέλειμα ράθηκε. Τα στοιχεία της τότε μεταπίνησαν στη δραματουργία του 17ου αιώνα, που είναι ο κλασικός αιώνας των γαλλικών γραμμάτων. Ο αιώνας βέβαια του Λουδοδίκου του 14ου. Ούτε όμως το θέατρο αυτό, του Ρακίνα, του Κορναγίκ και άλλων, κατάφερε να αναδείξει τα ανθρώπινα πάθη. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα μακροχρόνιο ποιητικό κενό, ενάμιση περίπου αιώνα, που έλειξε με την έλευση του ρωμαντισμού. Ο ρωμαντισμός καταλαβαίνει κεντρική θέση στο σχήμα του Παπατσόνη, αφιερώνται σε αυτόν το ένα τρίτο περίπου του συνόλου των σελίδων των 11 άρθρων. Ο ρωμαντισμός, συνεχίζει ο Παπατσόνης, δεν αποτέλεσε μονάχα αλλαγή μορφών και μεθόδων ποιητικών, αλλά μεταβολή βαθιά στη στάση του ανθρώπου απέναντι στη ζωή και τη φύση. Τη μεταβολή αυτή ο Παπατσόνης τη συνοψίζει ως εξής, στροφή προς το υποκείμενο και απόπλαδη ύστησης στα μνηστεία της ύπαρξης, θεώρηση του αντικειμένου όχι ως αυτόνομνης οντότητας, αλλά ως δημιουργήματος του υποκειμένου. Γι' αυτό και ο ρωμαντισμός δεν συνιστά απλώς και μόνο ένα πλητικό ρεύμα του παρελθόντος, συμμετοχωτεί μία μεγάλη επανάσταση που είναι η απότελη πηγή του σύγχρονου γαλλικού λιρισμού. Ως ιδιαίτερη στάση προς τάση τη ζωή, ο ρωμαντισμός εξακολουθεί να ισχύει και στις μέρες μας, αποφαίνεται ο δοκιμιογράφος. Η στροφή προς το υποκείμενο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη βυθομέτρηση του εαυτού και την εξομολόγηση και η δόση αυτή είναι η κλεισιεύτερη στάση προς τους κόσμους της μεταφυσικής και της θρησκευτικότητας. Έτσι ο ρωμαντισμός απομακρύθηκε από τον ορθολογισμό του Νικάρτ για να βρεθεί κοντά στις θεολογικές ανησυχίες του Πασκάρ και δημιούργησε ατέγιωτη σειρά μεταφυσικών ρευμάτων στην τέχνη. Στα λέμματα αυτά ισχύρη είναι και η παρουσία του δαιμονισμού. Όπου υπάρχει δόση του καλού, υπάρχει και δύναμη του κακού. Δεν έλεξα ωστόσο από τον ρωμαντισμό ορισμένα βασικά λατόματα, η άμετρη ριτορία και η διαρκής φιλοσοφική ή ψευτοδιδακτική διάθεση που αναμνήγνει την ποιησία της φιλοσοφίας. Θυμήξε αυτή, ο Παπατζόμς την επικρίνει. Ως αντίταση στα λατόματα αυτά δημιουργήθηκαν υπό υποθέσεις μιας επανάστασης ή ενδορρωματικής μεταρρύθμισης, που οδήγησε από τον Βικτώρ Γκόρ στον Σάρθο Μποντλερ. Στον ποιητή των Αρθέων του κακού αφιερώνονται δυόμιση περίπου άρθρο. Ο Μποντλερ κατάρριξε ό,τι σαθρό είχε το οικοδόμμα του ρωμαντισμού και έθεσε το θεμέλιο μιας νέας ποιητικής πολιτείας, μιας πολιτείας που αποτελεί τη σημερινή παγκοσμιακιά ποιηση. Χριστιανός ποιητής, ο Μποντλερ έζησε την γοητεία αλλά και την αγωνία της αμαρτίας και τάφτισε την πίση με την εξομολόγηση ως μυστήριο της εκκλησίας. Όσον για τον ολοτισμό του Μποντλερ, ο Παπαντσόνης παρατηρεί ότι πρόκειται για το μεταφυσικό αγώνα του απόλυτου έρωτα, από τον οποίο ο εξιστατικός άνθρωπος κρεμνάει απεγνωσμένα όλη του την ύπαρξη ακόμη και την ταθανάτια. Το εσωτερικότερο πάθος, δηλαδή ο έρωτας, τοποθετείται στην τεράστια έκκρταση του σύμβατος. Με τον Μποντλερ για πρώτη φορά στην ιστορία της πίσης υποκειμενοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ο εξωτερικός κόσμος. Την ίδια μεταφυσική διαδρομή αλλά ακόμα εντονότερα ακολούθησε ο έκλειτος και μηδενιστής Αρθούρος Ρενμπό. Ενσαρκωμένος διάβολος, υπήρξε εν τούτης το όργανο της μεταστροφής του Πολ Βερλέν στον καθολικισμό. Επίτα ο ίδιος, λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, μεταστράφηκε στην Εκκλησία του Χριστού. Στο Ρενμπό βλέπετε μια ακόμη μεταστροφή, εκεί είναι ενός τόσο κολοσιαίου πίτη, όπως είναι ο Πορ Κλοντέλ. Ολόκληρη σύγχρονη μεταφυσική πίση, το Ρενμπό πρέπει να τοποθετήσει επί κεφάλις της, αλλά η πίταση του δεν εξατλείται εδώ. Με τη σπασμοδική και συνδυμημένη μορφή της πίησης του, ο Ρενμπός τάθηκε πρόδρομος και κολληφαία πηγή της τεχνικής του υπερεαλισμού. Το «Μια Εποχή στην Κόλαση» συνειστά καθαρά θεολογική θέση, διατυπωμένη υπερεαλιστικά. Μάλιστα ο Παπατζόνης προσθέτει «Αν ήμουν καινοτόμος Πάπας, θα όριζα το κείμενο τούτο» «Μια Εποχή στην Κόλαση» να διαβάζεται στα τελικά κάποιου καινούργιου άγιου αρθούρου. Τονίζεται ιδιαίτερα ο προδρομικός χαρακτήριας της πίησης του Ρενμπό ως προς τον υπερεαλισμό, παρ' ό,τι το κείμενο αυτό, εξαιτίας του μαχόμενου αντικρισιανισμού του, δεν μπορούσε ποτέ να αποδειχτεί την οξύτατη και διαπραστική θρησκευτικότητα του Ρενμπό. Αυτή είναι συνοπτικά δοσμένη η πορεία της νεότερης γαλλικής πίησης, όπως και αγγραφείται στα νερό άρθρο. Τρεις αρχικές παρατηρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο Παπατσόνς κατανοεί την πίηση εγγένει. Παρ' ό,τι αυτά τα κείμενα. Πρώτη παρατήρηση. Η πίηση δεν μπορεί να εξυπηρετεί εξωλόγου τεχνικές σκοπιμότητες. Στιλητεύοντας τη φιλοσοφική ή ψευτοδυνακτική διάθεση του ορμαντισμού, ο Παπατσόνς αποφαίνεται. Δεν μπορεί κανείς ατιμορετή και χωρίς συνέπειες να μεταβάλλει το πίημα σε δημιουργία, κήρυγμα ή φιλοσοφικό δοκίμιο. Δύο χρόνια νωρίτερα, πάλι στην Βιαστία υποστήριζε, «Η τέχνη είναι ασίδοντη και ελεύθερη όσο και η ίδια ιδέα της λευτεριάς. Δεν δουλώνεται σε κανένα. Η κάθε δέσμευσή της είναι άβγος, είναι πλήγμα χαμητερό, τη μεταβάλλει από τέχνη θεά σε οδαλήσκι». Μάλλον λόγια, η τέχνη οφείλει να είναι αυτόνομη. Μία τέτοια θέση μόνο αυτονόητη δεν είναι όταν προέρχεται από έναν ποιητή με έντονη χριστιανική πίστη. Αυτόνομη και αν ιδιοτελής, οφείλει να είναι και η κριτική. Η λογοτεχνική κριτική «μα αφορνεί την αστοχή ενός μεγάλου μέρους της κριτικής απέναντι στον Πότλερ. Ο Παπατσόνης υποστηρίζει ότι οι γνώμεις της κριτικής πρέπει να διαμορφώνονται χωρίς την αστολάβηση σκοπών ξένων, πολιτικές ιδέες, θρησκευτικές περιχήσεις, τεχνοτροπία». Η θρησκευτική πίστη, λοιπόν, δεν επιτρέπεται να πειράζει ούτε τις κρίσεις περί ποιήσεως. Δεύτερη παρατήρηση. Σύμφωνα με τον Παπατσόνη, η πίηση στην αγνότερη, την πιο ψηλή μορφή της, χαρακτηρίζεται από έναν χρισμοδοτικό, αποκαλυπτικό, υπερλογικό ή εξολογικό μεταφυσικό στοιχείο, συνένωσα επίθετα που είναι διάσπατα σε αυτά τα άρθρο. Η πίηση, επομένως, ως προς το στοιχείο. Αυτό συγκλίνει με τη θρησκεία. Τρίτη παρατήρηση. Προκειμένου να περιγράψει την ιστορία της γαλλικής ποιήσεις, ο Παπατσόνης κάνει συστηματική χρήση της έννοιας της επανάστασης. Πώς όμως ακριβώς την εννοεί την κάθε μετάβαση από τη μια περίοδο της τέχνης στην άλλη, τη χαρακτηρίζουμε με τον όρο επανάσταση, όσο κι ας το βάθος δεν είναι άλλο από την φυσική εξέλιξη. Και κάνει, επίσης, λόγια εξελικτική αλληλουχία μεταξύ του κάθε σταθμού της γαλλικής ποιήσεις. Είναι ευχαρή η προσπαθιά του να συνδυάσει το στοιχείο που είναι λυσικά νέο με το στοιχείο της συνέχειας. Εν γένει ο Παπατσόνης αντιλαμβάνεται την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού λιγότερο με όρους χρήξης και περισσότερο με όρους συνέχειας. Ένα παράδειγμα, μεσαίωνας και αναγέννηση δεν αποτέλεσαν ποτέ για τον ποιητή τους δύο όρους ενός αντιθετικού ζεύγους. Σε άρθο του 1865 υποστηρίζει ότι ο μεσαίωνας παρουσιάζει, τουλάχιστον χαρακτήρα, συνεχώς προδρομικό σε σχέση με την αναγέννηση. Ένα σχόλιο τώρα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Παπατσόνης κατανοεί το ρομαντισμό. Θεωρώ ιδιαίτερα οξυδερική την παρατήρηση ότι στο ρομαντισμό το αντικείμενο πάλι να διαθέτει αμετάβλητη ουσία και ιδιότητες, όπως συνέβη στον πλασικισμό, το λέει ο ίδιος ο ποιητής, και δημιουργείται πλέον το αντικείμενο από το υποκείμενο. Έχει αντιέχει να παραβάλλουμε την άποψη αυτή με εκείνη του Αζάια Μπέρλιν, ο οποίος το 1965 στη σημαντική μελέτη του, οι ρίζες του ρομαντισμού υποστηρίζε ότι η βάση πάνω στον οποία εδράστηκε ο ρομαντισμός είναι το γεγονός ότι δεν υφίσταται δομή των πραγμάτων, το γεγονός ότι μπορείς να διαμορφώσεις τα πράγματα όπως εσύ θέλεις, τα πράγματα υποστασιοποιούνται μόνο χάρις τη δική σου διαμορφωτική δραστηριότητα. Έξω είχε περιγραφεί της ουσίας του ρομαντισμού. Ο Παπατσώνης δεν λέει κάτι διαφορετικό όταν τονίζει ότι το αντικείμενο στο ρομαντισμό δεν έχει αυτόν τον ύπαρξη, αλλά λαμβάνει την εκάστοτε μεταβλητή του υπόσταση από το υποκείμενο. Δύο παρατηρήσεις για τα περί Μποντλερ. Η πρώτη. Ο Παπατσώνης βλέπει τον δημιουργό των θεών των κακούς συνηφασμένο με τον ρομαντισμό και η επανάσταση που εγκαινιάζει ως ενδωρωματική μεταρρύθμιση τελικά παρουσιάζεται. Η σύνθεση Μποντλερ-ρωμαντισμού δεν παρουσιάζει βέρα κάποια πρωτοτυπία, ωστόσο δεν μπορεί να θεωρθεί και αυτονόητη την εποχή που τη διατυπώνει ο Παπατσώνης. Στις πρώτες δεκαετίας του 20ου αιώνα σπουδαίοι Γαλλοι λογοτέχνες, εκκινώντας από αντιρωμαντική αθετηρία, υποστήριξαν ότι ο Μποντλερ, με την αυστηρότητα της μορφής των ποιημάτων του, επανασυνέδισε τη γαλλική πίηση με τον κλασικό 17ου αιώνα. Ο συσχετισμός του Μποντλερ με τον Ρακίνα, τον μεγάλο δραματουργό αυτού του αιώνα, θα γίνει ένα από τα στερεότυπα της γαλλικής πρόσληψης των αυθαίων του κακού. Θα τον υποστήριξω το συσχετισμό ανάμεσα σε άλλους, ο Ανθέζιδο, ο Πόλ Βαλερή, ο Μασέλ Προύστ, ο Κλοντέλη. Θα το βρούμε και στον δικό μας Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Ρακίνα. Η προβληματική αυτή θα μείνει εντελώς ξένη στον Παπατσώνη. Είδαμε ότι η ανθρώπη που κάνει στον Γαλλικό 1070 όνα δεν είναι θετική. Ας μου επιτραπεί να σχηματοποιήσω, ο Παπατσώνης δεν είναι με το κλασικό, είναι με το ορμαντικό. Σχετικά τώρα με τον Μποντελερικό χριστιανισμό, δεν θα επισέλθω στην ουσία του ζητήματος, οι σχετικοί συζήτησες είναι μακρά. Σημειώνω απλώς ότι ο Παπατσώνης δεν είναι ο πρώτος που υποστήριξε στην Ελλάδα τη θρησκευτικότητα του γαλλοποιητή, πολύ νωρίτερα ένας κριτικός και ποιητής, ο Κλέον Παράσκος, διατινόταν ότι ο Μποντελερ ήταν βαθιά χριστιανός. Ο T. S. Eliot είναι πιο προσεχτικός. Το 1930 στο δοκιμιό του Μποντελερ παρατηρεί. «Ήταν του σειρμού κάποτε να παίρνουμε στα σοβαρά τον σατανισμό του Μποντελερ, όπως σήμερα υπάρχει τάση να εμφανίζουν τον Μποντελερ ως έναν αφοσιωμένο και καθορικό χριστιανό». Αυτή η άποψη, νομίζω, βρίσκεται πιο κοντά στην αλληλία από την πρώτη. Πρέπει όμως να την δεχθούμε με αρκετή επιφύλαξη. Ο Παπαζώνς δέχεται προς καμία επιφύλαξη. Να πούμε ότι είναι βέβαιο ότι έχει ευάσει αυτό το άρθρο του Έλιωτ, το οποίο μεταφράστηκε το 1938 στα ελληνικά από τον Νίκο Καλαμάρη, το μετέπτωτα Νικόλα Κάλλας. Ένα σχολείο για το ζήτημα των θρησκευτικών μεταστροφών. Είδαμε ότι ο Παπαζώνης μνημονεύει τρεις περιτώσεις, Βαρλέν, Ρενμπό, Κροντέλη. Η φανερή, κατά τον Παπαζώνη, μεταστροφή του Ρενμπό στην εκκλησία, είναι στην πραγματικότητα αφίβολη. Ο Παπαζώνης εδώ υιοθετεί αναφανθόν τη συζητή συνηθέση που ο Κροντέλη υποστήριξε το 1932 στον πρόλογο του σε έκδοση των απάντων του Ρενμπό. Πρόλογος πολύ διαβασμένος αλλά και μερολυπτικός, που ξεκινά με μια φράση αρκετά γνωστή, ο Ρενμπό ήταν ένας μυστικός σε άγρια κατάσταση, un mystique, αλλητά σοβάζιο. Αν ξέρετε, πάτσω το ζήτημα του Ρενμπό, μήπως ο Παπαζώνης ορμόμενος από τη δική του μεταστροφή στον κορομοκαθολικισμό, δείχνει υπέρ μετρό ενδιαφέρον για τις θρησκευτικές μεταστροφές μεγάλων ποιητών. Εκτιμώ ότι μάλλον δεν θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε κάτι τέτοιο, επειδή είναι, στα αλήθεια, εντυπωσιακός ο αριθμός των γάλλων λογοτεχνών, του καλλιτεχνών, του διανομμένου, οι οποίοι μεταστράφηκαν στον καθολικισμό ανάμεσα στα 1885 και 1935, διεθέτουμε πλέον και αξιόργιες επιστημονικές μελέτες του φαινομένου. Τέλος, τα μαθήματα του Παπατσώνης στο Αθήνα μπορούν να θορυθούν και ως μία ακόμα προσπάθειά του να προσεγγίσει ένα ζήτημα που τον προβλημάτισε έντονα και διακός, το υπερριαλισμό. Έγραφε το 1945 στο άθρο του «Ο υπερριαλισμός και εγώ». Από πολύ καιρό το πρόβλημα του υπερριαλισμού με απασχολεί όσο δεν το φανταζόμουν. Έχει γίνει για μένα έμμονη ιδέα. Είδαμε ότι από τη σύναμψη των μαθημάτων συνάγεται το σχήμα με βάση το οποίο συλλαμβάνει την ιστορία της νεότερης γαλλικής πίεσης από τον Μποντλερ στον υπερριαλισμό. Παίρνω πλέον τυχαία τον τίτλο του βιβλίου του Μαρτσέλ Ρειμό, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1933, «Τον Μποντλερ ως Ριαλίσμο». Φερό βέβαιο ότι ο Παπατσώνης που γνώρισε το βιβλίο άντλησε αρκετά στοιχεία από αυτό, ενδεχομένως και το ίδιο το γραμματολογικό του σχήμα. Δεν θα πεκτωθώ όμως περισσότερο, δεν μας παίρνει ο χρόνος. Μπορεί τα 11 άρφα της Νέας Ιστιάς να σταματούν πολύ πριν από την εφάνιση του υπερριαλισμού, είναι όμως σαφές ότι το κύμμα αυτό νοείται ως το πιο πρόσφατο αξιόλογο στάδιο της γαλλικής πίεσης, εκεί όπου την οδήξε η εσωτερική λογική που διέπει την πορεία της. Το οποίο βεβαιώνουν και οι συχνές αναφορές του Παπατσώνη στον προδρομικό χαρακτήρα ως προς τον υπερριαλισμό, σημαντικών ποιητικών έργων είδαμε τα σχετικά με μια αποχειρητικότητα σε του Ρενμπό. Η θόρυση αρχική καταδικίνει βέβαια την ιδιαίτερη σημασία, την ίδια βαρύτητα που ο Παπατσώνης προσδίδει στον υπερριαλισμό, σημάμα όμως επιτρέπει στον δοκιμιογράφο να αποδυναμώσει μια πλευρά του υπερριαλισμού, την οποία ο ίδιος έπινε ως εξόχος προβληματική, δηλαδή την απορριπτική τοποθέτηση των αδιάλεκτων υπερριαλιστών απέναντι στο λογοτεχνικό παρελθόν. Παρατηρούσα στο άρθο του ο υπερριαλισμός και εγώ, αλλά όλοι τούτοι οι σφριγγυλοί νέοι, που δίνονται με τόσο πάθος στην τέχνη κάτω από τις σημαίες της νέας και υγιεστά της αυτής μορφής, πρέπει να αρχίσουν το αγώνισμα της αισθητικής τους, δηλαδή την παιδεία τους στην καλλιτεχνική, το 1924, όταν εκδίδεται το πρώτο υπερριαλιστικό μανιφέρος από τον Πρεττόν, και να αγνοήσουν ότι προϋπήρξε ή το χειρότερο να το παραγνωρίσουν και να το μισήσουν αγνοώντας το, εντάσσοντας το παπατσόνι στον υπερρριαλισμό στην παράδοση των φελικών γραμμάτων, στην εξαιρετική αηλουχία των πληκτών ερευμάτων, μπορεί ευκολότερα να εξοτετερώσει τις ανατρεπτικές προθέσεις του κινήματος και να υποσκάψει τις αξιώσεις του να έρθει σε ρήξη με το λογοτερικό παρεθόν. Μπορεί επίσης να αντιμετωπίσει ευχαιρέστα και την αρνητική στάση του υπερρριαλισμού απέναντι στον χριστιανισμό, που τον ενοχλούσε τον ίδιο ιδιαίτερα. Εάν στους προδρόμους του υπερρριαλισμού συγκαταλέγονται, ανάμεσα σ' άλλους, ο Κλοντέλ και η επίσης Χριστιανή κατά τον παπατσόνι Μποντλερ Κερενμπό, τότε ο υπερρρριαλισμός είναι υποφεωμένος να αναθορίσει την αντικριστιανική του στάση. Η περίοπτη επομένως θέση στην ιστορία της νεότες γαλλικής πίσεις, στην οποία τοποθετεί το υπερρρριαλισμός, προεποθέτει μια θεώρηση του κινήματος, την οποία μάλλον δεν θα αναγνώριζα η ορχοδόξη εκπρόσωπή του. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ, κύριο Δημτρακάκη. Το λόγο τώρα θα πάρει ο κύριος Βασίλης μακριδή μας. Είναι υποψήφιος διδακτός στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Το θέμα της διατρεφής του, που καταλαβαίνετε, είναι για το Απατσόνι, όσον που πολύ σύντομα θα είναι και διδακτός κανονικός, σε λίγες μέρες. Είναι σ' ένας από τους ανθρώπους που ξέρει κάτι από κάθε άτομο το έργο του Απατσόνι. Έχουμε όλοι ωφεληθεί από αυτά που έχει βρει στα διάφορα έντυπα και θα μας μιλήσει για τη σχέση του Απατσόνι με τον Καβάφη. Καλησπέρα σας. Ενώ συνήθως δεν έχω άγχος, θα μου επιτρέψετε σήμερα να έχω λιγάκι. Πριν ξεκινήσω, πρέπει να ευχαριστήσω θερμάτον κύριο Ζωγουλάκη, που είναι πάντα γενναιόδρος απέναντί μου. Γνωριστήκαμε περίπου πριν από ένα χρόνο και νομίζω ότι για έναν νέο ερευνητή, όπως εγώ, θα μπορούσα να έχω αρχηθεί να μου συμβεί κάτι καλύτερο. Σήμερα, λοιπόν, θα σας μιλήσω για τον Καβάφη του Απατσόνι. Έχω κάνει μια παρουσία σημερισμένα από σπάσματα από αυτά που θα σας λέω για να υπάρχει μια καλύτερη ροή. Όλα αυτά που βλέπετε είναι αυτά που θα αναλύψω σήμερα. Θα προσπαθήσω, δηλαδή. Και ξεκινάω. Ο Τάκης Παπατσόνις εγκαινιάζει την παρουσία του ως κρητικός και δοκιμιογράφος το 1915 στην εφημερίδα «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριελίδη. Να υπενθυμίσω ότι ως ποιητής έχει συστηθεί ήδη από το 1911 και ως μεταφραστής από το 1910. Η περίπτωση του Καδάφη απασχολεί τον Παπατσόνι αρκετά νωρίς. Από το 1915 έως το 1924 και με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, ο Παπατσόνις έχει παρουσιάσει τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο μόνο τέσσερα άρθρα. Το πέμπτο αφορά στον Αλεξανδρινό. Πρόκειται για τη συμμετοχή του στον Καδαφικό Αφιέρωμα της Νέας Τέχνης, που εξέδιδε ο Μάριος Βαγιάνος, το οποίο σαράντα δύο λόγοι απένειμαν τα έσυμα στην Καδαφική ποιήση, σε μια περίοδο κατά την οποία παρατηρείται μια σημαντική ενίσχυση της παρουσίας της στη λογοτεχνική ζωή της Πρωτεύουσας. Το σύντομο σημείωμα με το οποίο προϋπατούσε ευμένως τον ομοτεχνό του Παπατσόνι συμπληρώνεται από μια κριτική που επιβάλλεται να ιδοθεί στα συμβαρζόμενα του Καδαφισμού. Εδώ βλέπετε το πρώτο μέρος του άρθρου. Το σύντομο του Παπατσόνι και τη μικρό είναι αρκετά πυκνό με κέρια σημασίας νοήματα να διεισδύουν στην αφαιρετική του γραφή. Αποτελείται από τρία μέρη. Στο εισαγωγικό κομμάτι, μέσα από μια δυνατή αλληγορία, παραλυλίζει το Καδαφικό έργο με αρχαιολογικό τόπο, μουσείο ή πάπυρο, θεσπίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο και το δικό του κριτήριο για την πρόζουλψη της υπομελέτη ποιήσεις. Ο ίδιος της σοχάζεται σαν μια επίσκεψη σε ένα παροχημένο με ιστορικά μνημείο, συνεχώς ανανεούμενο δε από την ευεστησία του περιηγητή και την ικανότητά του, μέσα από την κρυπτικότητα του θεώμενου έργου, να απομονώσει τις βαθύτερες νοηματικές διασυνδέσεις και να τις τραβήξει στην επιφάνεια. Στο δεύτερο μέρος του μελετήματος παρουσιάζονται ορισμένες πτυχές της Καδαφικής ποιήσεις, χωρίς αμφιβολία και οχαρακτηριστικές. Πρόκειται για μια απειλήση αναδιπλωμένη στην παρακμιακή πλευρά της ιστορίας, προτείνει ο Παπατσώνης, του κλειστού χώρου, κατακλεισμένη από σκεπτικισμό και γι' αυτό δίχως χαρμόσυνες ειδήσεις. Η θεώρηση αυτή ασφαλώς δεν είναι πρωτότυπη. Η κύρια συμβολή της έγινε στο ότι υπερασπίζεται τον πολύκροτο ιδονισμό του Καβάφη, που την εποχή εκείνη ήλκε τα ολοένα και αυξανόμενα κριτικά βέλη όσον αποκύρισαν αυτή τη διάσταση των στίχων του. Οι λάγνες αναθυμιάσεις που τους χρειώνονται κατά καιρούς συνοδεύονται από την απόρριψη μέρους του Παπατσώνη όσον υποπίπτουν στο σφάλμα της παρανάγνωσής τους, ενώ την ίδια στιγμή ο κριτικός υιοθετεί την ειλονική αίχνη της γλώσσας του Αλεξανδρινού όταν μεταχαιρίζεται ιστορικά πρόσωπα για ψεδοδιδακτικού σκοπούς. Ως εκ τούτου για τη διαστρέβλωση που υφίσταται η καβαφική ποιήσει υπέτεια θεωρεί την ηθική διάβροση ορισμένων αναγνωστών. Σας διαβάζω το απόστασμα. «Ενώει το κύκλο του Καβάφη, τους φαντάζομαι καθώς τους γέρνους ραφίνες, θαμώνες και παρατηρητές των παλεστρών χειρότερους και από τον σύζυγο της Ξανθύπης, δηλαδή τον Σοκράτη, που τους ικανοποιούν ασίλεπτες γραμμές απροσδιόριστα χτυποκάρια, όλα διαστραμμένα, όλα πονηρά, με την αποθέωση όλα του θανάτου πολύγης». Στο τρίτο μέρος του άρθρου, ο Παπατσώνης διευκρινεί για ποιο λόγο αποφάσισε να σταθεί στο πλευρό του Καβάφη, διακρίνοντας ένα ιδεολογικό χάσμα προς τη μέση της δεκαετίας του 20, το οποίο παραδόξως πιστεύει ότι μπορεί να υπερκεράσει η παρακμιακή πτυχή της ποιήσης του ποιητή της Αγιτιακής Παρικίας. Ο Παπατσώνης μετέχεται με μυφαλιότητα την αρνητική όψη της καβαφικής ποιήσεις, αναδεικνύοντας την ενγένειο σε ένα οριακό σημείο μετάβασης σε μια νέο ιστορική εποχή. Μην ξεχνάμε ξάλλον ότι το 1924 έχουν περάσει μόλις δύο χρόνια από την θεσιαρική καταστροφή και οι συνέπειες της ύφασης διεοκόνουν συνεχώς στο κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο. Σε αυτό το έκριθμο περιβάλλον, για το οποίο ο Παπατσώνης φαίνεται να υπονοεί ότι θεωρεί υπέτεια την υπερτροφική ανάπτυξη της δυτικής λογοκρατίας, η καβαφική απεσιοδοξία γίνεται αντιληπτή σαν η ευκαιρία πνευματικής επανεκκίνησης. Τώρα, καθώς εφτάσαμε, πλησιάζει ο ίδιος και η Σελήνη να ανατέλλουν από των δισμών. Τώρα οι παλιές προλύψεις εξελίχθησαν σε επιστήμες και οι επιστήμες, καθώς τους άξιζε, συρθήκαν στους βαρβόρους. Τώρα είναι καιρός να βουτυχτούμε ολόκληρη σε ποιήσεις σαν την καβαφική, να ζωογονηθούμε βαρτιζόμενοι σε έναν γλυκή θάνατο. Εδώ βλέπετε και το σκίτσο το οποίο έφτιαξε ο Πρωτοπάτης και το οποίο υπήρχε μέσα στο φιέρομα. Θα παρακάμψω γρήγορα όλα αυτά που βλέπετε για τα τρία άρθρα του Παπατσώνη στον Ελεύθερο Λόγο. Με τα τρία άρθρα αυτά ο Παπατσώνης επιχειρεί τρία πράγματα. Μιλάει πρώτα για την ελληνικότητα του καβάφη, του απόδεινου καβάφη. Δεύτερον, μιλάει για την εξέλιξη της γλώσσας που σπαθεί να τηρήσει μία μέση στάση στον κλωσικό ζήτημα της εποχής και στον διαξυφισμό μεταξύ καθαριβουσιάνων και δημοτικιστών, γιατί και ο ίδιος θέλει να προσαρτήσει τη μικτή γλώσσα του καβάφη, γιατί αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί και ο ίδιος ως ποιητής. Και τρίτον, μιλάει και για τον Πρωτοπόρο καβάφη μέσω του Πρωτοπόρου Μητρόπουλο. Ο Μητρόπουλος ήταν ένας Μουσουργός, ο οποίος ισχυμενοποιεί σε εκείνη την εποχή τον καβάφη και τις τρεις μεταφράσεις στα γαλλικά της είχε κάνει ο Παπατσώνης. Το επίμονο εγχείρημα άμπλυνσης των ορίων των καθιερωμένων συμβάσεων γύρω από την ελληνικότητα του καβάφη βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την προβολή του τελευταίου ως αφετηρία μιας νεοτερικής πηγητικής, την οποία υπόρρητα ο Παπατσώνης αναλάμβανε να συνεχίσει. Ξηλώνοντας την έννοια αυτή από τα αυστηρά γεωγραφικά όρια, καταφέρει να πλησιάσει τον Έλληνα, όπως τον ονομάζει καβάφη, του διαβιώτος σε ένα περιβάλλον πολιτισμικών προσμίξεων. Η διασταύρωση αυτή μόνο συντοματική δεν είναι, αφού τόσο ο Παπατσώνης, όσο και ο οικουμενικός καβάφης, βρέθηκαν στο μετέχνημα δυο διπόλων. Ο πρώτος ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση και ο δεύτερος ανάμεσα στον Έλληνα και τον Ανατολίτη. Το Νοέμβριο του 1932, στο περιοδικό κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού, γίνεται ένα από τα πιο εμβληματικά αφιερώματα στον καβάφη, με τη συμμετοχή πολλών επιφανών κρητικών της εποχής. Ανάμεσα στις μελέτες των Αλκυθρύλου, Δημαράς, Σαρεγιάννη, Σπιέρου, Τέλου Άγρα και Κατσίμπαλη, τα σχόλια του Παπατσώνη ξεχωρίζουν για την ιδιοτυπία τους, ενώ την ίδια στιγμή ο ποιητής θα μελειώνει τον τρόπο με τον οποίο από εκεί και ύστερα θα αποδιδόταν στην πρόσδοξη της πίεσης του Αλεξανδρυνού. Από την αρχή της μελέτης του, ο Παπατσώνης επέμενε πως πρέπει να πάρει την απόφαση όποιος αγαπάει ψυχικά το έργο του κυρίου Καβάφη και θέλει να συμβάλει στην ψυχική ερμηνεία του και την διάδοσή του, πως το έργο τούτο, καθώς είναι καθαρά εσωτερικό, ψυχικό, του κλειστού χώρου, μια μόνη μέθοδο ανέχεται για ερμηνεία του, την ψυχαναλητική. Η δική του όμως ερμηνευτική μέθοδος φόρο απείχει από τον σκανδαλοθυρικό βιογραφισμό του Μαλάνου, παραδείγματος χάρη. Πατσώνης, συγγνώμη, με φότο τη ψυχαναλητική μέθοδος στη λογοτεχνία, δεν αναζητούσε να βρει πως θα διαγνώσει στο έργο του Αλεξανδρινού ασυνείδητα πάθη και ψυχικές διαταραχές, αντιπροσωπευτικές των αποκλεινουσών σεξουαλικών ορμεέμφυτων του ποιητή. Αντιθέτως, τον χρησιμοποιούσε ως μια εναλλακτική προσέγγιση του καβαφικού ερωτισμού, ειδωμένο αποκλειστικά και μόνο στην κοιμενοκεντρική του διάσταση, με πεδίο ερεύνης, αποκλειστικά ολοκλήβει την δημιουργία και με επίμονη αποφυγή κάθε άλλου εξωτερικού στοιχείου, όπως έγραφε. Τον ενδιέφερε να ανοιχνεύσει το συναισθηματικό πάθος και να το επανατοκοθετήσει σαν καινούριο νεολογικό περιβάλλον, αυτό του θρησκευτικού έρωτα, όπου κατορθώνεται η ανάσχεση της πρόσληψης της σεξουαλικότητας του ποιητή ως ψυχοπαθολογική, κριτική τάση που από το 1932 και μετά θα κολυφωνόταν. Παπατζώνης αντιλαμβανόταν την ποιήση του Καβάφη ως μια προσωπίδα για την κάλεξη της μονήρους ζωής του και γι' αυτό η ερμηνεία τη συλλοποιούνταν στο επίπεδο της μεταφυσικής εξιδανίκευσης, η οποία δεν είχε καθόλου ανάγκη τη συνήθειη τριχωτόμηση σε ποιήματα ιστορικά, φιλοσοφικά, ιδονικά. Η προσπάθεια του Παπατζώνη να ανοιχνεύσει τις μεταφυσικές εξακτηνώσεις της καβαθικής τέχνης καθίσταται μια στερεοτυπική πρακτική του κριτικού, μέσω της οποίας η έννοια της περιβάει της ειρωνίας διαδλάται και μεταλλάσσεται δραστικά. Τη θέση της αναπληρώνει το χωρατό μοναστηρίσιο, γράφει ο Παπατζώνης, ένα είδος της σοβαρής να πούμε ευθυμίας, που αποτελεί βέβαια είδος διαφορετικό από το μοναστηρίσιο αστείο, αλλά που δίνει μια εξήγηση της υπάρ Ο Παπατζώνης, ωστόσο, δεν εστιάζε το μικροσκόπιο της κριτικής του μόνο στο θρησκευτικό υπόβαθρο ενός ποιητή, με τον οποίο παρουσίαζε εκλεκτικές συγγένειες, αλλά επί της ουσίας παρέδιδε στον μελλοντικό μελετητή του τα εργαλεία αναψηλάφυσης της δικής του ποιητικής, και ο επίλογος, γράφει ο Παπατζώνης, ψυχαναλητική μέθοδος, θρησκευτικότητα λατινικά. Οι αναγνώστες μου τους βλέπω πολύ πρόθυμους να κραυγάσουν πως πρόκειται για τις τρεις κυλίδες που με διακρίνουν. Και μάλιστα θρησκευτικότητα με λατινικά αποτελεί στον εύκολο νου την εκκλησία της Ρώμης. Ρήμα καυχήσεώς μου είναι αν πω πως και οι τρεις κυλίδες μου ανήκουν. Προκειμένου δε για την έννοια της θρησκευτικότητας, πρέπει να επαναλάβω πως είναι η παράλληλη με την ερωτική έννοια. Ένας μικρός στίχος της χωρίζει. Το επόμενο χρόνο, το 1933, ο Παπατσόνης θα αρφειερώσει ένα ακόμη άρθρο στον Καβάφη με αφορμή των θάνατών του τον Απρίλο του 1933. Στο άρθρο αυτό που δημοσιεύεται στο περιοδικό σήμερα, «Αριστερίζων έντυπο της εποχής», ο Παπατσόνης προβένει σε μια ενδιαφέρουσα παραλληλία, αναζητώντας μια λανθάνουσα χριστιανική αναφορά του Καβάφη στο πείημά του Αλέξανδρο Ρωσιανναίος και Αλεξάνδρα. Θεωρεί ότι το ιστορικό περιγήμενο των στίχων ενεργοποιούν έναν συμβολισμό. Εκτιμάται το πρωτογραμμιστικό ηγεμονικό ζευγάρι της δυναστίας των Μακαβαίων, στάθηκε η αφορμή της έμπνευσης του Καβάφη επειδή ακροβατεί σε ένα μετεχνιακό στάδιο της ιστορικής εξέλιξης. Αφενός εγκολπώνεται σε μια περίοδο παρακμής για το ίδιο το ένδοξο γένος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το οποίο θέλησε να εκτοπίσει από την εξουσία επαναστατώντας κατά των επηγώνων του τρομερού στρατιλάτη. Αφετέρου προεκονίζει την έλευση του Σωτήρα, ο εκφυλισμός των οποίων έχει περιπέσει το βασιλικό δίδυμο, χαλιβδώνει κατά τον κριτικό το έργο του Χριστού που ήρθε να πατάξει την απατηλήψωρο ικανοποίησή τους, τη ματαιόδοξα τρανή δράση τους με αποτέλεσμα να ευοδώνεται η εξάπλωση του ενάρετου θεϊκού έρωμου. Ο Παπατσώνης θεωρεί τον Καβάφη έναν ασθόπιητοί της κατάπτωσης σε τέλεια ισορροπία με μια κοινωνία καταραίουσα, σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι της δεν νιώθουν το που βρίσκονται και φουσκώνουν από κόμπο όργανα, ξόανα και ανδρίκελα του μηρέου. Στην έκταση του πυκνού αυτού άρθρου πασχίζει εναγωνίως να αποδεσμεύσει τον Καβάφη από τη δίνη της ιστορικοειλιστικής κριτικής, που έμελλε να τον καταδικάσει ως βαθιά παρακμιακό και για το λόγο αυτό ο κριτικός του λόγος είναι κάπως αρθόδοξος από την άποψη ότι προσπαθεί να ισορροπήσει το καβαφικό έργο μεταξύ φιστιανικής συνείδησης και αμφισβήτησης της αστικής τάξης. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας εκπλήσει καθώς είναι η περίοδος που ο Παπατσώνης επιχειρεί ένα άνοιγμα στα ιδεολογικά αιτήματα της Ευρύτερης Αριστεράς, προσπαθώντας επίμονα να συμπεριάξει τις αρχές του σοσιαλισμού με τη χριστιανική φιλοσοφία. Γι' αυτό εξάλλου δεν υιοθετεί τις επιταγές του σκοτεροπυρηνικού μαξισμού, αλλά μια πιο διαλακτική εκδοχή ταξικού αριστερισμού, όπως την προοδοθούσαν ο Γερστάιν και ο Νατσάρσκη, τους οποίους ο Παπατσώνης διαβάζει στους νέους πρωτοπόρους. Το 1953 ο Παπατσώνης αν συμμετάσχει στο αφιέρωμα της νέας αιτίας με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από το θάνατο του Καβάφη, διορθώνοντας κάπως την στάση του προ-20 αιτίας, όταν και ο ίδιος είχε χρησιμοποιήσει την ψυχαναλυτική μέθοδο ως εργαλείο για την κριτική προσέγγιση του καβαθικού αίρου. Πλέον αισθάνεται απογοητευμένος από την ψυχαναλυτική κριτική, την οποία αντιμετωπίζει με δυσπιστία, θεωρώντας ότι καταλήγει την άπιαστη και απερίγραπτα λεπτή σχέση μεταξύ δέχτη και καλλιτεχνήματος, στοχοποιώντας την ωσπερητή και την κίνδυνη για την περίπτωση του Καβάφη. Πρόκειται άραγε για αυτό ανέρεση? Με κάθε βεβαιότητα η απάντηση είναι όχι. Όταν το 32 ο ποιητής επικρατούσε την ψυχαναλύση, είχε κατανοεί μια ψυχαναλυτική μέθοδο κειμενοκεντρική. Σε όλο αυτό το διάστημα των 20 χρόνων, όμως, είχε μεσολαβήσει η ανάπτυξη μιας μάλλον αθέμητης κριτικής υπερβολής γύρω από τον Καβάφη. Για να δανειστώ τα λόγια του Γιάννη Παπαθεοδόρου, ο οποίος έχει σχολιάσει εκτενώς το ανεξέλεγκτο κάποτε ψυχαναλυτικό περιοχήμενο γύρω από την ποιήση του Αλεξανδρενού, πολλά από τα πονήματα αυτά φωσιώθηκαν στο να φανερώσουν, έστω και διά της βίας, εκείνο που κρύβεται, εκείνο που διαφεύγει ακόμα και από τον ίδιο τον δημιουργό. Λαμβάνοντας ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση του ποιητή Καβάφη τα έκνομα ερωτικά του πάθη. Ο Παπατσώνης εκ πουδενή δεν μπορούσε να συγχωρήσει σε αυτό το λοξοδρομημένο κομμάτι της κριτικής, το οποίο εν τέλεια δυνατούσε, όπως έγραφε, να συλλάβει την ειδική ροή που δημιουργείται την ορισμένη στιγμή που ο ποιητής συνθέτει μόνος του ή και έξω εαυτού, μπροστά στο χαρτί του το κάθε επιμέρος έργο του. Για τον Παπατσώνη αυτές οι κρίσιμες στιγμές είναι αναπόφευτα προορισμένες να παραμείνουν άβρατες για τους μελετητές. Το μόνο εξωτερικό στοιχείο που είχε ανάγκη η κριτική συνείδησή του ήταν ορισμένες λιγοστές βιογραφικές του ηλεοφορίες. Με φόντο λοιπόν την καταγωγή και τον χώρο που έζησε ο Καβάφης, επιχειρούσε να σφιβηλατίσει την εκκλητική συγγενειά του με τον Αλεξανδρινό. Στο απόσπασμα που θα σας διαβάσω, ο βιολογικός δετελμινισμός ενισχύει έμεσα με δυτό τρόπο τη σχέση προγόνου και επιγόνου, αφού αρκεί να έχει κανείς στο μυαλό του τη βυζαντινή προέλευση της οικογένειας του Παπατσώνη, όπως και την άλλη τη σχέση του με τον χριστιανισμό. Οι βυζαντινές ρίζες, κληρονομιά που κυλάει στο αίμα του ποιητή, χωρίς να τον σταματήσουν σε μήνυση ή σε εξακολούθηση παλαιών προτύπων, χωρίς να του εμποδίσουν την άνετη εξέλιξη και τον συγχρονισμό, δίνουν εν τούτη στην ατμόσφαιρα τη νεοβυζαντινή, την αγέρωχαν επηρέαστη από νοθείες και εξένες επιρροές. Η Αλεξάνδρια στάθηκε σπουδαίο κέντρο σοφίας, όλη η βαθμιαία συσκότηση και πτώση της πλατωνικής φιλοσοφίας, εξελισσόμενη σε νεοπλατωνική, όλες οι πρωτοχριστιανικές στολές μορφές της εκκλησίας, ύβραν στις χώρες του μύλου μια κητήδα για να ζήσουν και να μαλαθούν. Αυτό είναι το διπλό κλίμα που ανασένει ο Καβάφης και που χάνει σε αυτό αγνοεί τα πάντα, το ανιψώνει και του αφιερώνει τη ζωή του και την τέχνη του. Όταν για τελευταία φορά πιά ο Παπατζώνης θα εγκύψει στον μεγαλείο της τελειότητας του έργου του Καβάφη, ο τίτλος του άρθρου «Υποκειμενικά αντλήματα από τον Καβάφη» διαβεβαίνει ότι επρόκειτο για έναν άγκρος προσωπικό σχολιασμό της φιλίσης αυτής. Το σημαντικότερο κομμάτι αυτής της κατάθεσης είναι το σημείο εκείνο που ο Γρητικός παρακάμπτει την υλική γνωσιολογία της σοφιστικής σχολής από το πλάνο της καβαφικής φύσης, χωρίς να την απαρνεί διολοσδιώνιου, εστιάζοντας την προσοχή του στη στοϊκής κοπής αναζήτηση της αρετής. Το παπατσόνι τον ελκύει η ατέρα μόνη προσπάθεια του Αλεξανδρυνού να σταθεί στον δρόμο της αγαθότητας. Βλέπω τον Καβάφη να προσταθεί σαν ένοχο παιδί να αγωνίζεται να υπόσχεται προς τα λάξη ζωή, να σκύβει κάτω από το βάρος της διάνοιας και να κάνει την προσευχή του με πίστη και κατάνεξη. Από αυτή την πλευρά φωτισμένου βλέπω τον Χριστιανισμό, τον βυζαντινό Χριστιανισμό του Καβάφη. Η προσάρτηση του απόδειμου ποιητή στα νάματα της Ορθοδοξίας υλοποιούταν αφού πρώτα είχαν αμβληθεί τα όρια του τι καλύπτει ο όρος Χριστιανισμός. Η συνείδηση της αμαρτωλότητας του ποιητή και η προσπάθεια να την εξεγνήσει αρκούσαν για τον Παπατζόνι ώστε να ειτάξουν τον Αλεξανδρινό στο ίδιο θρήσκευμα με εκείνον. Στον αντίποδα της μεταπολεμικής ρευστότητας η καβαφική ποιήση προτεινόταν ως το απαύγασμα προσήλωσης στη σταθερότητα που προσφέρει ο Χριστιανισμός. Από την άποψη αυτή ο Παπατζόνις εκθίαζε την προσπάθεια του Σαβίδη να ανοιχνεύσει στους καβαθικούς στίχους τα φιλοχριστιανικά αισθήματα του δημιουργού, ενώ διέγραφε για μια ακόμη φορά κάθε προηγούμενη απόπυρα κατάταξή τους στις γνωστές κατηγορίες των ιστορικών, φιλοσοφικών και αισθησιακών ποιημάτων, πιστεύοντας ακράδαντα ότι μέσα τους ενοικεί η ψυχή του ποιητή γυμνή, διμένη, μεταμφιεσμένη, με προσωπία χωρίς δημιουργική διάνοια και ερωτησμού, παρά μόνο αν όλα αυτά αποτελούσαν τις βάσεις της χριστιανικής ιδιοσυμπρασίας του Καβάφη. Αν αναλύσουμε την πρόταση αυτή, θα διαπιστώσουμε πως η θρησκευτικότητα του Αλεξανδρυνού υψώνεται σε μούσα του, η οποία κατά τον Παπατζόνι μεταπλάθεται και διαχέεται εν τέχνος με διάφορες μορφές μέσα στο σώμα της πυρησίας του. Αναμφίβολο, ο Παπατζόνις άφησε ένα ιδιαίτερο κριτικό αποτύπωμα διαμορφωμένο από την προσωπική του αναζήτηση να ενωθεί με τον Θεό της Αγάπης. Η θέση του αυτή αποτέλεσε την παγιωμένη μέθοδο με την οποία προσπάθησε επανειλημμένα να ανακαλύψει άλλα κρυμμένα νοήματα πίσω από τις λέξεις της Καβαθικής Πύρησης, να φτάσει στα ισθητριακά και ψυχικά αιρίσματα του ποιητικού στο χασμό του Καβάφη. Λίγες μέρες πριν από την προαναφερθήσαμελέτη του 1973, δημοσιεύει ένα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ποιήμα στη Νέα Αιστεία. Σας διαβάζω τον Καβαθικό επίλογο του ποιήματος με τίκλο «Κάιντι Μπλου». «Αν είχε πει χαιρέτα την Αλεξάνδρια που αφήνεις ο άλλος ποιητής, εμάς η πίκρα του αποχωρισμού είναι για πλήθος Αλεξάνδριες που ακροθυγώς της τους περάσαμε». Βλέπετε και τον υπόλοιπο επίλογο μέχρι το τέλος που θα μιλήσει για τα εικονίσματα, έτσι θεωρεί τον Καβάφιο Παπατζώντης ένα εικόνισμα μέσα στην προσωπική του ζωή. Χάρη στην εργασία της Σοφίας Ιακοβίου, είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε το σχήμα του κύκλου στην κριτική συνείδηση του Παπατζώντη γύρω από τον Αλεξανδρινό. Πέρα από την εμφανή διακυμενική σχέση με το ποιήμα «Απολύπινο Θεός Αντώνιον», η ίδια είχε τοπίζει τη συνάφθεια του «Κάιντι Μπλου» με το Καβαθικό μελέτημα του Παπατζώντη το 1932. Εκεί λοιπόν ο ποιητής επεσήμενε ότι η Αλεξάνδρια σημαίνει «τον φθαρτό κόσμο του καλού που αγάπησα». Μέσα στην έκταση αυτού του επίγειου παραδείσου, ο Καβάφης στείνεται από το νεότερο επίγωνο ως ένα εικόνισμα, έναν ισχυρό πρόγονο. Για τον Παπατζώνη, ο Καβάφης υπήρξε πρωτοποριακός, όπως γράφει ο ίδιος, που αφέθηκε στη φωτεινή καθοδήγηση της τέχνης του, σπάζοντας πρότυπα πολύ δίστραυστα, όπως έγραφε στη μελέτη του το 1944. Ο ίδιος ακολούθησε και εξέλιξε τα διδάγματα του προκατόχου του, εισηγούμενος από το 1920 ένα υβριδικό είδος μοντερνισμού, αφού στη συνείδηση του βάρανε υπερβολικά πέρα από την εκφραστική ανανέωση, η ιδέα της αποκάλυψης της απατηλής πραγματικότητας και σύνδεσης με τη μεταφυσική σφαίρα του Θεού. Ο Παπατζόνης επιχειρούσε ανομολόγητα να υψωθεί ως ο επόμενος αδιάσπαστος κρίκος μιας άλλης νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης, που ανθίσταται στην τετριμένη της εθνικής, ως εναρτητήριο σημείο της οποίας ύψωνε τον Αλεξανδρινό. Ο χριστιανισμός του Καβάφη ήταν ο πιο ενδειδηγμένος τρόπος για να τοποθετήσει οργανικά τη δική του οικονοκλαστική παρουσία δίπλα σε μια ανατρεπτική φυσιολογία της νεοελληνικής ποιήσης. Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ με τον Βασίλη Μακριδήμα. Το λόγο τώρα έχει ο Βασίλης Βασιλιάδης από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στη Θαλονίκη, που θα μας μιλήσει, φαντάζομαι, για τον παπατσόνιος κριτικό νεοελληνικών κειμένων. Γεια σας. Ευχαριστώ πολύ τον οικοδεσπότη μας για τη φιλοξενία και χαίρομαι που η φιλοξενία γίνεται σε ένα τόσο ωραίο, λιτό και πλούσιο σπιτικό. Με όσα θα ακολουθήσουν θα καταθέσω ορισμένα σχόλια πάνω σε συγκεκριμένες ώψεις ή στιγμές κειμένων κριτικής του παπατσόνι για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η επισήμανση μελετητών και κριτικών ότι ο Τάκης Παπατσόνης δεν έδωσε την προσδοκόμενη ίσως κριτική προσοχή στα νεοελληνικά γράμματα, ενώ αντιθέτως επέμεινε χάρη στην ευρημάθειά του αλλά και την άριστη γλωσσομάθειά του στη δοκιμιακή του ασχολία με κορυφαί στιγμές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είναι ενμέρι ορθή, ενμέρι παραπλανητική. Για τον έλεγχο της ορθότητάς της, αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του, τους συγκεντρωτικούς τόμους δοκιμίων του για τον Δάντη και τον Χέλντερλιν, τον Κλοντέλ και τον Βαλερή, τον Έλιωτ και τον Άγιο Ιάννη του Σταυρού, τον Βαλίνκλαν και τον Χιμένεθ, θυμίζω τους τίδρους των εκδόσων, ο δίτομος τετραπέρατος κόσμος όπου είναι κήπος, Φρύντερ χέλντερλιν. Αλλά και το υπόλοιπο κριτικό του έργο και η αρθογραφία του, όσα δημοσιευμένα κείμενα του δεν συμπεριλήθηκαν στους τόμους αυτούς, είναι κείμενα με κρίσεις, γνώμεις και σχόλια, στερεωμένα στην ευρύα του γνώση των ευρωπαϊκών γραμμάτων, όπως υποτικνύουν οι συχνές παραδειγματικές του αναφορές σε έργα και συγγραφείς των μεγάλων εθνικών λογοτεχνιών της Ευρώπης, ιταλικής, γαλλικής, ισπανικής, αγγλικής και γερμανικής. Την ίδια στιγμή όμως η παρατήρηση αυτή είναι ενμέλη παραπλανητική, επειδή αφήνει το περιθώριο να εννοηθεί πως ο ευρωπαϊκός ορίζοντας του δοκιμιογράφου Παπατσώνη απέκλειε την όποια κριτική ανασχόλησή του με την εγγυής νεοελληνική πραγματικότητα. Αναφίβολα, όσο επίμονα το παράδειγμα αναφοράς του ανατρέχει στις κορυφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, τόσο η νεοελληνική περίπτωση παρακάθεται στη φτωχή θέση της περιφέρειας και αυτό μπορεί να τημιουργεί την εντύπωση της αριστοκρατικής αποστροφής προς κάθε νεοελληνικό και προσύλλωσης με αγάπη και αμείωτο στο χρόνο θαυμασμό στα μεγάλα έργα του ευρωπαϊκού πνεύματος. Η αριστοκρατική αυτή στάση μπορεί να ανταποκρίνεται ή να μην ανταποκρίνεται στην πρόθεση του Παπατσώνη, αλλά είναι βέβαιο ότι εγγράφεται στην πρόσληψη ορισμένων εκ των αναγνωστών του. Αλλά ο ποιητής και δοκιμιογράφος παρακολουθεί την νεοελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα και έχει αφήσει ουκολύδα τεκμήρια της κριτικής του θεώρησης για τα εθνικά συμφραζόμενα της ποιητικής του δημιουργίας και διαδρομής. Θα μπορούσαμε, χωρίς να περιπλανηθούμε σε σκολιές ατραπούς, όπως τα έλεγε κι ο ίδιος, μιας μάλλον ατέρμονης συζήτησης περικειμενικών ειδών, να χωρίσουμε, να διαχωρίσουμε την αρθογραφία του Παπατσώνη με κτίρια το περιεχόμενο των κειμένων, τη δημιουργία που επιτελούν, το κοινός στο οποίο απευθύνονται και τους στόχους που υπηρετούν, σε μια πρώτη ομάδα μελέτης και δοκιμίου, όπου συσοματώνονται εκείνα τα κείμενα που αφορούν κατά κανόνα θέματα και πρόσωπα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, κυκλοφόρησαν σε ανάτυπα την δεκαετία του 60 και συμπεριληφθήκαν στις αυτοτελείς εκδόσεις που ανέφερα προηγουμένους. Σε μια δεύτερη ομάδα κειμένων μπορούμε να διακρίνουμε τις βιβλιοκρισίες του, οι οποίες εντάχθηκαν υπό την τυπική ευθύνη και δηλωμένη ιδιότητα του Κρητικού, στο πλαίσιο μιας αρκούντος τακτικής συνεργασίας με ένα έντυπο. Η δραστηριότητα αυτή είναι εντοπισμένη σε συγκεκριμένα περιοδικά και εφημερίδες και χρονικά περιορισμένη στα μεσοπολεμικά κυρίως χρόνια, ακριβέστερα από τα μέσα της δεκαετίας του 20 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 40. Μια περίοδο, δεν θα πρέπει να το παραβλέψουμε, αισθητικά και ιδεολογικά ανήσυχη, κατά την οποία τελεί υπό διαπραγμάτευση η θέση του ίδιου και του έργου του στη νεοελληνική λογοτεχνία και σε σχέση με την ορμητική ανάδυση της γενιάς του 30. Σε μια τρίτη ομάδα κειμένων θα μπορούσαμε να εντάξουμε την υπόλοιπη αρθρογραφία του που αφορά τα νεοελληνικά γράμματα αλλά και τις καλές τέχνες ή αναφέρεται ευρύτερα σε θέματα του νεοελληνικού πολιτισμού, προσθέτοντας εδώ και κείμενά του με κάπως πιο έντονο τον επικελικό δημοσιογραφικό χαρακτήρα. Μια διακριτή ομάδα θα μπορούσαν να αποτελούν κείμενα που αφορούν πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με κοινό τους γνώρισμα τον ευκαιριακό χαρακτήρα τους, σημειώματα, σύντομα ή λίγο εκτενέστερα, για αγαπητούς φίλους και συνοδιπόρους, συνειθέστερα ποιητές με αφορνή τη δημοσίευση ενός έργου τους ή τον θάνατό τους, τον Κώστα Ουράνη, τον Νικόλα Κάλλας, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κάπα Θηταδημαρά. Χαρακτηριστικότερη είναι η περίπτωση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Το Ιανουάριο του 1944, και με αφορμή την αυτοκτονία του, ο μάλλον συγκρατημένος στις επικαιρικές δημοσιεύσεις Παπατσώνης, δημοσιεύει τρία κείμενα για τον προσφυλή του νεκρό. Στην ίδια ομάδα θα μπορούσαν να προσθεθούν, με κριτήριο τον συγκυριακό τους χαρακτήρα και επιστολές, ιδιωτικές με ταθανάτια δημοσιευμένες, αλλά και δημόσιες που αποστέλνονται σε έντυπα, καθώς και απαντήσεις που πρόθυμα φαίνεται να έδινε στις έρευνες που κατά καιρούς οργάνωναν περιοδικά λόγω και τέχνης. Αν προχώρησαν στην ίσως λίγο προκρούστη αομαδοποίηση των δοκιμίων της κριτικής των άρθρων των σημειωμάτων και των επιστολών του Παπατσώνη, είναι για να έχουμε μια γενική εικόνα της πεκυλίας του. Ας σημειωθεί ότι ο λόγος είναι για το δημοσιευμένο μέρος, σημαντικό τμήμα του οποίου είναι αντισάμβριστο, γιατί όσο δεν υπάρχει καταγραμμένο αρχείο του ποιητή θα πρέπει να αναμένουμε εμφανίσεις αγνωστών μας, αδημοσίευτων σημειωμάτων, άρθρων του, βιβλιοκρισιών του, ίσως και ιδιόχειρες αναθεωρήσεις ή σχολιασμό των ήδη δημοσιευμένων. Ο Τάκης Παπατσώνης δεν είναι κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας με τον τρόπο που θα το επιδείω και κατά σύστημα στον βίο του ένας επαγγελματίας του είδους. Αλλά από το έργο αυτό, του οποίου το γενικό περίγαραμα έδωσα μόλις τώρα, μπορούμε να παρακολουθήσουμε έλξεις και απόσεις όσον αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και το έργο τους και να ανασυγκροτήσουμε μια συνολική τοποθέτησή του. Άλλοτε με εκτενέστερα άρθρα κριτικής, όπως οι περιπτώσεις των Σεφέρει και Καβάφη, άλλοτε με παρεμπήκτουσα αναφορά ποιητών ή κριτικών και αλλού πάλι με σχήματα γενναλόγησης, ιστορικής συνέχειας ή διαδοχής, διακρίσεων σε αισθητικές παραδόσεις ή και ιδεολογικές κατευθύνσεις. Αναμφίβολα, η αποτύπωση αυτών των σχημάτων και επιλογών μας ενδιαφέρουν και για τη συνολικότερη κατανόηση της αισθητικής και ιδεολογικής αυτότητας του Παπατσώνη και του έργου του. Εδώ ώψεις μόνο θύγο, αποκλείοντας εξ αρχής αναφορές στο καβαφικό έργο του, χάριν της παραπληρωματικότητας στην απόψηνη εκδήλωση. Για τον ποιητή του ετασμού της θαυμαστής φύσης και των μυστικών της συμβόλων, ένα βασικό γνώρισμα της κριτικής του στάσης είναι η κατάφαση απέναντι στη ζωή, με όρους απόλυτης ενδυστωσύνης που εκδηλώνεται με μία εκπροημή μεσιοδοξία για την εξέλιξη της ποιήσεις, μολονότι αναγνωρίζει γύρω του τις πιο αποθαρρυντικές συνθήκες. Μια λογικά αδικαιολόγητη προσμονή πνευματικής ανάστασης που ανάγεται σχεδόν σε αρχή ζωής. Ίσως η πιο χαρακτηριστική αυτής της κατάφασης εκδήλωση εντοπίζεται λόγω και της αντιπαράθεσης που προκαλεί στο άρθρο του με τίτλο «Κριτική Απριόρι» δημοσιευμένο του 28 του «Ελεύθερο Λόγο». Το άρθρο απορρίπτει ως αποστηρωμένη και εξοπραγματικά κανονιστική την αρνητική κριτική του Αποστολάκη, σύμφωνα με την οποία η σολομική ποίηση και το δημοτικό τραγούδι ανάγονται σε απόλυτο κανόνα μέτρησης της καλλιτεχνικής ευρωστίας και της επιζητούμενης ελληνικότητας κάθε ποιητικής εκδήλωσης. Σύμφωνα με το σχήμα αυτό, όλη η λογοτεχνική διαδρομή από τον Σολομού και εντεύθεν εκλαμβάνεται ως διακείς παρακμή. Ο Παπατζώνης, μολονότι συμφωνεί ως προστοποιητικά ανιδροτοπείο στα 1928, όταν δημοσιεύεται το άρθρο του, αντιπαραθέτει στην άρνηση Αποστολάκη την αισιοδοξία του για δημιουργικές αναπτερώσεις της ποίησης στο μέλλον. Μια αισιοδοξία που δεν επιχείρει να την αιτιολογήσει και αφοπλιστικώς μας την καταθέτει με τη βεβαιότητα μιας πίστης. Η αμέσως επόμενη δεκαετία 1928-38 παραδόξως τον δικαιώνει. Ένας κρίσιμος λόγος για τον οποίο ο Παπατζώνης απορρίπτει τις κριτικές αρχές του Αποστολάκη οφείλεται στον αντικειμενικό προσδιορισμό της κριτικής μεθόδου που επιδιώκει ο φιλόλογος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η άρνηση της επιστημονικοποίησης της κριτικής είναι ίσως η πιο απόλυτη που μπορεί να συναντήσει κανείς τον ποιητή και δοκιμιογράφο Παπατζώνη. Η κριτική απέχει της επιστήμης και μετέχει αυτοδικαίως της τέχνης του λόγου. Ο ίδιος άσκησε την κριτική λέγοντας ρητά, το σημαίνει εισαγωγικά σε αρκετά από τα κείμενά του, επιλέγοντας ρητά να εκθέσει τον κριτικό του λόγο στον άκρατο υποκειμενισμό, στην αφηγηματική γοητεία της κατάθεσης εμπειριών και οραμάτων, αναγνωστικών ανταποκρίσεων της ψυχής του στο αναφερόμενο κάθε φορά έργο και τον δημιουργό του. Η κριτική του Παπατζώνη ακουμπά από τη μια πλευρά σε ένα συνεχές λόγο που από την άλλη του πλευρά ανακρούεται η λύρα της ποιήσεις. Πιπλέον, η επιλογή του σολομικού παραδείγματος και της δημοτικής μουσας συνιστά μέρος μόνο της παράδοσης και ως τέτοιο βαρύνεται με τη μονομέρεια της αποσπασματικότητας. Ο Παπατζώνη στοχεύει στην ανασύσταση του όλου, της καθολικότητας, είτε αυτή αφορά την ελληνικότητα και την παράδοση, είτε τη γνήσια καλλιτεχνική συγκίνηση και δημιουργία, είτε την αναγνώριση της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού. Αντιλήψεις και αναζητήσεις σε αυτή την κατεύθυνση διατυπώνονται στα μεσοπολεμικά του κείμενα, συμμετοχή στον ανατιώμενο τότε λόγο περί ελληνικής παράδοσης και των σχέσεών της με την Ανατολή και τη Δύση, αλλά κατασταλάζουν στο πολυσυζητημένο ένδοξο του Βυζαντινισμό, δημοσιευμένο στη νέα αιστία του 1948. Εκεί παρουσιάζει τις απόπειρες ανασύστασεις της ελληνικής παράδοσης και εξασφάλισης της ιστορικής της συνέχειας ως μερικές και γι' αυτό αναποτελεσματικές και αναλυτής, κυρίως επειδή παραβλέπουν την άμεση σύνδεση με το πλούσιο απόθεμα του Βυζαντίου και αποσπούν τμήματα μόνο του όλου, είτε στην κατεύθυνση της δημόδους νεοελληνικής μουσας, είτε στην απότελη καταβήθηση στο αρχαιοελληνικό κλαίος. Εκείνο που προσέχω τόσο στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό, όσο και σε αρκετές άλλες περιπτώσεις που η κριτική σκέψη του Παπατσώνη αναδεικνύει μονομέρειες και αντιφάσεις και καλείται, προκαλείται να τις αντιμετωπίσει, είναι ότι αναζητάς σταθερά να αποκαταστήσει την ολότητα, να ανασυστήσει ένα χαμένο κέντρο μέσα στη δίνη έκεντρων κινήσεων. Μια ισχυρή ανάγκη πιέζει στην κατεύθυνση της υπέρβασης του αποσπασματικού, της άρσης των αντιθέσεων, μια μοίρα κοινή για τους συνοδυπόρους μοντερνιστές που αναζητούν τις εκφάνσεις του καθολικού στον αραγί προν νεοτερικό κόσμο. Η απόκριση του Παπατσώνη στο έτοιμα αυτό ανατρέχει στο αδιέρετο της χριστιανικής Ευρώπης. Ας τιμηθούμε τον λόγο του πως είναι χριστιανός καθολικός πριν από το σχίσμα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αρνήθηκε διαπαντός τον φιλελεύθερο νεοτερισμό του Θεοτοκά, τη λογική μετριοπάθεια της εξυγχρονιστικής λύσης του, προκρίνοντας την ανατρεπτική δύναμη μιας οποιασδήποτε επαναστατικής ορμής. Γενικότερα, ο Παπατσώνης επιδιώκει την επανασύνδεση στο κομμένο νήμα της ιστορικής συνέχειας ως μέσον κατάλησης διαιρέσεων, αντιπαραθέσεων, διχασμών. Σε ένα εκτενές άρθρο του για το κλωσικό ζήτημα, δημοσιευμένου σε τέσσερις συνέχειες, την εφημερίδα Ελεύθερος Λόγος το 28, έγινε έναν φορά πιο πριν, αναλύει παραδειγματικά την ενωποιητική λειτουργία του χριστιανισμού, του ρωμαϊκού δικαίου και της γλώσσας στη διαχρονική του σπορία για να υποστηρίξει έτσι την ανάγκη υπέρεβασης της παραταξιακής πρακτικής στην αντιμετώπιση του κλωσικού ζητήματος πέρα και πάνω από το μυστριώτι και το ψυχάρι. Άλλωστε, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως κι ο έντοξός μας Βυζαντινισμός είναι δημοσιευμένος σε ανάλογα προκλητικό περιβάλλον ιστορικών περιπέτειών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, 1948. Πάντως, και η επιλογή της υπέρβασης αντιμαχόμενων αντιλήψεων, νοοτροπιών και ιδεολογιών, δεν μπορεί να είναι ιδεολογικά ουδέτερη μια επιλογή έξω από την ιστορία. Η σημαντικότερη ίσως στιγμή της δράσης του Παπατσώνη στο πεδίο της Κρητικής όσον αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, είναι νομίζω η δημοσίευση του κειμένου του «Μύθος και Ιστορία» στον τιμητικό τόμο για τον Σεφέρη με αφοεμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την κυκλοφορία της τροφής. Ένα κείμενο που σε αντίθεση με την αμετάκληκτη άρνηση του Θεοτοκά καταθέτει τη γενεόψυχη αναθεώρηση για τον Σεφέρη και την ποιησία του. Ο «Μύθος και Ιστορία» είναι ένα έξωχο κείμενο μιας υποδειγματικής φιλικής χειρονομίας, που και πάλι επιχειρεί να ανερέσει τις διχοστασίες του παρελθόντος και να διαγράψει το εμέσως αποκηρυγμένο άρθρο «Νεαροί υπερόπτε» δημοσιευμένο στη καθημερινή του 1932. Είναι ευθεία βέβαια επίθεση στον Ανδρέα Καραντώνη αλλά παραλλήλως μια αμφισβήτηση της ποιητικής αξίας των πρώτων σεφερικών ποιημάτων. Η κριτική αυτοκριτική ετοιμότητα του Παπατσώνη να θεωρήσει την αρχική του εκτίμηση για την αξία της σεφερικής ποιήσεις εκφράζεται σε μια σύντομη επιστολή που αναγκάζεται να αποστείλει στην διεύθυνση της νέας αιστίας όταν η τελευταία, εν αγνοία τους συντάκτητους, αναδημοσιεύει τους «Νεαρούς υπερόπτε» στα 1972 στο αφιερωμά της στο σεφέρι. Ο Παπατσώνης διαμαρτύρεται ως εξής. Και με αυτό το απόσπασμα των επιστολών θα ήθελα να κλείσω αυτά τα στιγμιότυπα. Αν πάλι κάτι έγραφα σήμερα για τη στροφή αυτό θα περιοριζόταν σε λίγα λόγια. Θα έλεγα πως μου αρκούν 3-4 στροφές που περιέχουν βαθιά ανθρώπινη συγκίνηση και δείχουν πλήρη αντίληψη της αληθινής τέχνης για να παραβλέψω και αποσιωπίσω πολλές επιφυλάξεις μου που δεν έπασα να διατηρώ αλλά που δεν θα μεμπόδιζαν να αναγνωρίσω ανεπιφύλακτα το υψηλό επίπεδο και την αισθητική ευαισθησία του ποιητή που χάσαμε. Έχω άλλωστε μέσα στην τεσσαρακονταετία που πέρασε δημοσιεύσει νεότερες, νυφαλιότερες εντυπώσεις μου, όχι συχνά και όχι πολλές είναι αλήθεια αλλά που οι τελευταίες αποτελούν τη γνώμη μου που θεωρώ για πιο υπεύθυνη και που την κατευθύνει κατά κύριο λόγο μόνο η ενεργώς φιλία. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστούμε τον κύριο Βασιλιάδη και όπως το καταλάβατε όλα αυτά για τα οποία μας μίλησε, αν κάποιος θέλει να πέσει πίτω να τα βρεις σε ένα κάποιο βιβλίο δεν τα βρει δεν έχουν τίποτα από αυτά να έχουν θυσαυριστεί σε ένα βιβλίο. Ο Βατσόνος έχει μια στενή σχέση από τα εφηβικά χρόνια με τον Πόε, ο δεύτερος τόμος του τετραπέρα του κόσμου είναι όλος αφιερωμένος στον Πόε και για αυτή τη σχέση θα μας μιλήσει ο κύριος Βλέτσιος. Αυτό η όλη επανεπιστήμη. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την ελληνική πρόσκληση, ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κύριο Ζουμπουλάκη που υποστηρίζει τον Τάκιο Βατσόνο, τον αγαπάμε όσο τον μαθαίνουμε. Λοιπόν, συγνώμη για τη φωνή που είναι λίγο σπηλαιόδη, αλλά είχα μια απίστευτη λαρυγκύτητα, ευτυχώς τώρα θα μ' ακούσετε λίγο. Για κανέναν όμως από τους προαναφερόμενους, ούτε για κανέναν άλλο συγγραφέα δεν έχει φιερώσει ο Βατσόνης ένα ολόκληρο βιβλίο, όπως μόλις αναφέρθηκε, κριτικών κειμένων και μάλιστα το τελευταίο της ζωής του, δημοσιευμένο τη χρονιά του θανάτου του το 1976. Ο τετραπέρατος κόσμος Β, Λήρος και Λόγος, εξολογικό σχόλιο πάνω σε δύο ποιήματα τζιουβενίλια του Έκκαρ Άλαν Πό, εκδόσεις Ίκάρους. Αν το λογοτεχνικό σύμπαντο του Παπατσόνη απλώνεται απέραντο σε τέσσερα άκρα στο τετραπέρατο κόσμο Ά, όσα και οι τέσσερις ενότητες του βιβλίου, για τη Γαλλία, χαρά της Οικουμένης, το Φλωρετινό, τα Ιβρυκά και τέλος περιάλλων, στο τετραπέρατο κόσμο Β, ο κριτικός λόγος είναι εστιασμένος σε ένα πολύ μικρότερο, στην πραγματικότητα πολύ μικρό δείγμα λογοτεχνικών κειμένων, αφού λήρος και λόγος γίνεται για τον Έρχαρ Αλαμπό, μάλιστα όχι για το σύνολο του έργου του, αλλά για το ποιητικό, ειδικότερα το πολύ πρόημο, μάλιστα δύο ποιήματα. Ωστόσο, είναι ο κριτικός λόγος αυτός έργο ζωής για τον Παπατσόνιο, έργο που οπωσδήποτε ήθελε να ολοκληρώσει πριν το θάνατό του. Είναι το βιβλίο αυτό χωρισμένο σε τρεις ενότητες, με δύο κυρίως, για τον Ταμελάνο σε ρίδες 9 έως 205. Είναι πίστευτη έκταση αυτή. Είναι για το πείημα Ταμελέν 1827 το έργο Αλαμπό και το πείημα ΑΡΑΡΑΦ σε ρίδες 206 έως 409. Είναι το πείημα ΑΡΑΡΑΦ 1829 η πρώτη δημοσίλισσα. Με επιμέρους ενότητες και τέλος το μετάφρασμα, χωρίς κριτικό κείμενο αυτό, Ουλαλούμι από το πείημα Ουλαλούμ 1847. Η μελέτη του βΤ γράφτηκε κατά τα χρόνια 1971-1975 και είναι μέχρι το 1976 ανέκδοτη σε αντίθεση με τη μελέτη του τόμου Α που περιλαμβάνει μελετήματα που έχουν δημοσιεθεί πριν το 1966. Ωστόσο, το μετάφρασμα του Ταμελάνου έχει προηγουμένως δημοσιεθεί μαζί με τη μετάφραση της Ανάπασης του Σεν Τζον Πέρς 1957 και το μετάφρασμα της Ουλαλούμις χρονολογείται από το 1917. Το παραθέτη λέει «προπαντώσε, επειδή γίνεται λόγο σε πολλά σημεία του μελετήματος». Το μετάφρασμα ΑΡΑΡΑΦ από την άλλη γράφεται συγχρόνως με το σχετικό κριτικό κείμενο. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Επομένως είναι έργο της Ορυμόθητας. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος κριτικός λόγος του Παπατσώνη για τον ΠΟ. Και φυσικά να αναφέρω ότι ο κριτικός του λόγος δεν είναι ο μόνος του λόγος για τον ΠΟ. Υπάρχουν και τα μεταφράσματα, υπάρχουν και οι επιδράσεις και οι επιχείσεις του ΠΟ στον πρωτότυπο ποιητικό έργο του Παπατσώνη. Θα αναφερθώ σύντομα σε κάποια από τα παραπάνω μέχρι το 1971, τη στιγμή δηλαδή που αρχίζει τα κριτικά κείμενα που θα δημοσιχθούν το 1976 στο Εντραπέρατο Κόσμο Β. Στα επόμενα λεπτά της ώρας θα αναφερθώ στον ΠΟ των δοκιμίων του Παπατσώνη, φυσικά και στον Εντραπέρατο Κόσμο Β, στον ποιητή όπως λέει που του επιβλήθηκε από τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, ως τα σημερινά έσχα τα χρόνια. Λοιπόν, η πρώτη επαφή με τον ΠΟ πρέπει να είναι το μετάφρασμα Ουλαλούμη, που στο Εντραπέρατο Κόσμο Β αναφέρει ότι είναι του 1917, όπως είπα. Είναι όμως και πρωτότυπα του ποιήματα που εμφανίζουν επιδράσεις από τον ΠΟ. Πολύ λίγη σύντομα αναφέρουμε σε αυτά γιατί εστιάζουμε στο κριτικό έργο. Για παράδειγμα το ποιήμα «Signifer Sanctus Michael» το βρίσκουμε σε επιστολή προς τον Παλαμά το 1920, όπου έχουν εντοπιστεί από τον Μαστοδημήτρη συσκεκρισμοί προπαντός με την Ουλαλούμη. Ενώ σε επιστολή του Παπατσώνη στον Παλαμά το Μάρτιο του 1920 και με αναφορά στην πρόσφατη αυτοκτονία της οικίας τους, Καλιψός Σωσός Κατσίμπαλη, ο Παπατσώνης περιγράφει στον Παλαμά την κατανυκτική ατμόσφαιρα κατά την οποία ανέγνωσε το μετάφρασμά του της Ουλαλούμης στη μνήμη της χαμένης φίλης. Το 1928, και αυτή είναι ίσως η πρώτη αναφορά του Παπατσώνη στον ΠΟ. Σε κριτικό του κείμενο πια, στο δουκινιό του με τίτλο «Τραγούδια των φυλών» με αφορμή τον δελφικό λόγο του Σικελιανού, επιχειρηματολογεί ότι «δεν χρειάζεται να υπεριβληθεί ο σημερινός άνθρωπος, ο απότοκος της εξελίξεως δεκάδων αιώνων, το τίμα του επικού προγόνου του». Τέλος παραθέματος, παραδεχόμενος ότι τώρα τελευταία κάποσα χρόνια διακόπηκε η λαμπρή συνενόηση με τον Σικελιανό, αναφέρεται στο, όπως λέει, «ησχιασμένο παράδειγμα του Ταμερλάνου» που θα το προσχολήσει, φυσικά, πολύ αργότερα, όπως το εμφανίζει στην επιθανάτια εξεμολόγησή του Μαέδρα Άνναπο. Λέει «έχω ομορφώσει την ιδέα πως ένα είδος πρόγραμμα σαν του Ταμερλάνου ή τέτοιων μεγάλων ανθρώπων έχει σκαρώσει ο κύριος Σικελιανός και τούτο, τυλουμένο πάντοτε, όπως λένε, των αναλογιών, ζητάει να εφαρμούσει». Λέει «με τέτοια λαιοδολή αφετηρία της οποίας τόσο θολή χρήση κάνει ο Σικελιανός, δεν μπορεί κανένας να περιμένει προκοπή». Ακολουθούν μικρές και λιγότερο μικρές αναφορές του Παπατσόλη στον ΠΟΟ, σε κριτικά κείμενα, που όλες ωστόσο φωτίζουν την αγάπη του για αυτόν. Το έργο του, τη σχέση με το όνειρο και τη φαντασία, αλλά και τη διάθεσή του να τον συσχετίσει με προσωπικά διώματα, συγγραφής κτλ. Για παράδειγμα, σε ταξιδιωτικό άρθρο του το 1936 για την Κοζαδινόπουλη κάνει ένα κάπως απρόσμενο παραλληλισμό ανάμεσα στον θείο διάπλου στον Βόσπορο και το ονειρόδες και φαντασιακό των αφηγημάτων του ΠΟΟ, το χρήμα του Αρνχάιν και το αγρό χρήμα του Λάντορ. Λέει «σε εκείνο τον καλλιτέχνη η φαντασία του για να μπορέσει να συλλάβει τέτοια οράματα χρειάστηκε να καταφύγει στα χαπητά του συλλητήρια». Το 1944, στο άρθρο του Απατσώνης στη Νέα Αιστία με τίτλον «Απολέω λαπαθιώτης, μετέωρο και σκιά» χρησιμοποιεί ως μότο στίχους από το πίημα του ΠΟΟ «him». Με την αναφορά, στείνεται πρώτος ψυχικός παραστάτης, ποιος άλλος από τον βασιλιά του φωτεινού σκοταδιού, ο Έν καρ ΠΟΟ, που έχει τέλεια μεταφράσει τις καμπάνες του και την αναμπελή μουσικότατα, ενώ παρακάτω αναφέρει ένα περιστατικό στη διάρκεια μιας θελασινής εκδρομής τους, με το «απαθιώτη» δηλαδή, κατά την οποία βρέθηκαν σε διαρκή ατμόσφαιρα του «narrative of Arthur Gordon Pym» του ΠΟΟ. Τόση ήταν η υποβολή που ασκούσε κυριαρχικά πάνω μας ο μοναδικός Αμερικανός. Επίσης, θα βρούμε αναφορές του ΠΟΟ στη μελέτη του Πατσώνη «Η σύγχρονη γαλλική πίηση», για παράδειγμα, στο τελευταίο, αναφέρεται ότι «Η τεχνητή παράδειση, η παραδείσια πολιτεία του ΠΟΕ, οι φαντασίες του «The Quincy» βρήκαν πολύ πρόσφορα έδαφος στη μεταφυσική ψυχή του ΠΟΝΤΛΕ». Το 1957 είναι μια χρονιά σταθμός για το θέμα μας, καθώς συνηπάρχουν σε έκδοση του «Γαλλικού Εσυνδρόμου της Αθήνας» με δύο μεταφράσματα, με κοινά προλεγόμενα, εμάς αυτά μας ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση. Η ανάβαση του «Sense of Paris», που είπα και πριν, είναι έργο του 1924, μαζί με τον Ταμελάνο του ΠΟΕ, που τώρα έφερα προηγουμένως, μαζί. Ο τρομηρός αυτός παραλληλισμός προκύπτει από το θέμα των δύο ποιημάτων. Παραθέτω, ένας νέος και ένας γέρος βλέπουν ο καθένας από τη σκοπιά του την κατάχτιση και τη διασπορά της ζωής τους εξαιτίας της. Πρόκειται για εκδοτικό γεγονός, πολύ σημαντικό ως προς την ίδια την ουσία της μετάφρασης, τον διάλογο ανάμεσα σε γλώσσες, εποχές, συγγραφής και κείμενα. Παραθέτω, η αποκλειστικά ελληνική συμβολή στο έργο το τόσο δύσκολο που ανάλαβα και με πολλούς δισταγμούς παρουσιάσω έγινε στη σκέψη που είχα να μην το παρουσιάσω μόνο σαν απλό αλλά περίεργο λόγο με κεφαλαίο λ, αλλά να το προσθέσω και τον αντίλογο με κεφαλαίο α, μια και τα ρεύματα τα ποιητικά, έξω τόπου και χρόνια και αυτά, κυλάνε μέσα σε διαφορετικές φυλές και διαφορετικούς αιώνες. Και μια και η τύχη έφερε να υπάρχει μέσα στις δέλπτους της παγκόσμιας ποιήσεις ένας άξιος καθόλα αντίλογος. Δεν έχει κατά τη νόμιμου καμία σημασία αν ο χρόνος καταργείται ή αντιστρέφεται. Αν ιστορικά ο αντίλογος προηγήθηκε κατά ένα κάπου αιώνατε ο ταβελάνος δηλαδή και ο ξανανιωμένος λόγος ακολουθεί. Η σημασία έχει ο ουσιαστικός διάλογος, οι δύο φάσεις σε δύο σημεία σε δύο διαφορετικά χρονικά όρια της ζωής που αντικρίζεται το ίδιο θέμα. Τέτοιος παραθέματος, το παρουσίασα λέει στον τετραπέρα το κόσμο β, εντελώς άλλο σκοπό επιδιώκοντας σαν ένα δίπτυχο νεανικούς φύγους ενός κατακτητή, όπως δεν εμφανίζει ο Πέρς στην ανάβασή του, σε αντίθεση προς τη γεροντική απογοήτευση, την αποκάλυψη στο κατόφυλλο του θανάτου της σηματιώτητας του πόλου. Δημιουργεί ένα καινούριο, ας το πούμε, κείμενο με λόγο και αντίλογο. Το 1959, στο αφιέρωμα της νέας αισθίας στον Πόλ, για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, ο Πατσόμης γράφει το άρθρο «Ο Πόε και η καθαρή ποιήσει», που είναι το πρώτο του κριτικό κείμενο, αποκλειστικά για τον Πόλ, και δημοσιεύει το μετάφρασμα «το γοητευόμενο παλάτι». Γράφεται και το 1918, πείημα που είναι ενσωματωμένο στο αφήγημα «Το βούλιαγμα του σπιτιού των Άσσερ», τα οποία ο Πατσόνης θεωρεί από τα τελειότερα του Πόλ. Το άρθρο είναι σύντομο, ωστόσο πολύ ουσιαστικό, ενώ ενδιαφέρον έχουν μεταξύ άλλων οι συσχετισμοί του Πατσόνη, ανάμεσα στον Πόλ και τον πρόγραφα ηλισμό ως προς τον ψυχικό τόνο των έργων και των δύο, αλλά και τα θαυμαστικά λόγια του Πόλ Κλοντέλ για τον Πόλ. Για παράδειγμα, ότι οι Ουλαλούμοι είναι από τα ωραιότερα ποιήματα που έχουν γραφτεί στην αγγλική γλώσσα και άλλα. Το 1967, στη μελέτη του για τον Ποντλέερ με τίτλο «Ο πολύμοφος και μονοειδής ενημερωτικό σημείωμα για τον Κάρλο Ποντλέερ», αναφέρεται στο τμήμα του έργου που έφερε τον Γάλλο Μεγκαλουργό δίπλα στον πιο εκπληκτικό πνεύμα του νεου κόσμου. Λέει «Οι αγγελικοί, οι εφυαλτικοί οπτασιασμοί του Πόλ, ύβραν την απήχηση που τους άξισε στον διόλο άσχετο και συμβίβαστο σατανισμό, ή την ιδιπάθεια ή την βλάσφημη κατεπίφαση εμφάνιση του Ποντλέερ». Ο Ποντλέερ μόχθησε για χρόνια να μεταφράσει το πεζό έργο του Πόλ. Δεν αποτόλμησε, λέει ο Πατσώνης, να μεταφράσει τα ποιήματα εκτός από το κοράκι και ελάχιστα άλλα, από σεβασμό και φόβο να μην προδόσει την αρτιότητά τους, αλλά και τις ποιητικές προτιμήσεις του Πόλ από την αγγλόφωνη ποιήση, αναφέρεται στο ποιήμα «The Bridge of Science» του Thomas Hood, συμπεριλαμβαρομένη στο βιογραφειό του Πόλ, 1852, 1856 και 1857, σε σημείο που να μιλάει για, πως λέει, ταυτότητα των δύο αυτών μεγάλων μορφών, ακόμα και ως προστεχνητά μέσα του ερδαιμονισμού. Το 1971, σε κριτική για το μυθιστορίμα του Καπαλότρη, ο κλέφτης των Μουσείων παραπέμπει σε τρία μοναδικά σταγγράμματα, πως λέει πρόκτυπα, που άφησαν στη ζωή τους σημάτια άσβηστα μέσα στον χρόνο, ανάμεσα στα οποία αναφέρεται η φανταστική αφήγηση του Πόλ «The Oval Portrait». Την ίδια χρονιά, στη μελέτη του Παύλος Βαλερή, «Souls cantare peritus», περιλαμβάνει στις εκλεκτικές συγγένειες, αισθητικές και φιλοσοφικές προτιμήσεις και συνάνθρωποι του ποιητή, το έργο «Έβρήκα» του Πόλ. Το 1974, σε μελέτη του για τον Μπάιρον με τίτλο «Βιρόνι περίπλη» και με αναφορά στο θέμα του «Ογγου» των δύο από τα κυριότερα έργα του Μπάιρον, του Δ. Ζωάν και του Χάρον, παραπέμπει στη θεωρία του Πόλ για την ποιησία «the poetic principle», και ειδικότερα στην απόψη του για το «μακρύ ποιήμα», ότι δηλαδή ο όρος αυτός είναι απλούστατα αντιφατικός, ενώ τα κακώς λεγόμενα «επικά ποιήματα» είναι στην ουσία άθρησμα πολλών μικρών ωραίων λιρικών ποιημάτων. Και φτάνουμε στο τετραπέρατο κόσμο Β, τα κριτικά κείμενα λοιπόν για τον Πόλ, στο τετραπέρατο κόσμο Β, είναι πολύ πρισματικά, είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτό το έργο, είναι τετρακόσια σελίδες και τόσο τόσο σύνθετο, απλώνεται σε τόσα πολλά μεδεία, είναι όπως απολαστικό, σας το συστήνω να πει φίλακτα. Λοιπόν τα κείμενα αυτά είναι πολύ πρισματικά, σύνθετα, κείμενα που μπορούν να διαπαστούν πολλαπλώς, εν υπάρχουν σε αυτά στοιχεία από πολλά κειμενικά είδη, το δοκίμιο, την πραγματεία, τη βιογραφία, την αυτοβιογραφία, την ημερολογιακή γραφή, την πίηση, με τάση για παρεκβάσεις, παρενθέσεις, συνειρμούς, συσκετισμούς, συγκρίσεις. Λέει, σε πολλά σημεία το θύγει αυτό το ζήτημα για την ταυτότητα του έργου αυτό, αλλά έχω διαλέξει ένα δυο. Αντιλαμβάνομαι λέει, πως το γραφτό μου τούτο αμαρτάνει στη σύνθεσή του, αλλά και για πολλούς θετικιστές και στη σύλληψή του, αν μπορεί να θεωρηθεί αμαρτία ένα συνειρμός αφημένος στην αχαλίνωτη ορμή της φαντασίας. Ή, όπως αναφέρει αλλού, το κείμενό του δίνει την ψευδέστηση του δίθεν κριτικού κειμένου, ενώ στην ουσία του είναι μια εντατική υποκειμενική γραφή, ένα πρόσθετο στάλο ημερολόγιο της ψυχής, ένας λύρος ζωής που πλησιάζει στο τέρμα της, αλλά που δεν εννοεί να εγκαταλείψει τις παιδικές της αγάπες, τις αστρικές της έλλειξης. Ο ΠΟΟ είναι ο σπουδαίος ποιητής που αγαπά, με κεφαλαίο π. Όπως λέει, αλλά τον αγαπά επιπλέον, νομίζω, στο στάδιο αυτό της ζωής του, επειδή παρατείνει την αγαπημένη του γραφή, επομένως τη ζωή του που είναι ταχτισμένη με αυτή. Στο διτραπέραστο κόσμο β, θύγονται πάρα πολλά θέματα. Πολλά από αυτά είναι φυσικά για τον ΠΟΟ και τα υποσυζήτηση ποιήματα. Ωστόσο και άλλα πολλά για τη σχέση ζωής και τέχνης, τέχνης και ιστορικής θυμής, για όσοι τον απασχόλησαν σε όλη τη ζωή του, με τα φυσικά, προφητικά, απόκρυφα. Από την ανάγνωση του Παπατσώνη προκύπτει ότι τα δύο υποσυζήτηση νεανικά ποιήματα κρύβουν το προφητικό στοιχείο. Λέει, αν υπάρχει κάποια δυνατότητα ερμηνείας, αυτήν θα τη βρούμε μόνο αν προσφύγουμε σε προφητικές διοράσεις και διαισθήσεις, με τις οποίες πρέπει να το δεχθούμε. Ήταν πρυκισμένος ο έφυγος ποιητής των πρόωρων οραματισμών. Η κεντρική προσέγγιση του Παπατσώνη ως προς τον Ταμελάνο, το πρώτο από τα δύο ποιήματα, είναι ότι βλέπουμε τον νεαρό πόε στην ποιητική του δημιουργία να χειρίζεται ποιητικά, σαν βασικό θέμα, πώς λέει, το ερυπωμένο σωματικά γεροντικό και τιμοθάνατο κατάδυμα αυτό, που υπήρξε ο διαμορφωτής των τυχών του κόσμου, αυτού που άλλαξε τον δρόμο της ιστορίας των φιλών, των γενών, των ιδεών και των ανθρώπων. Σ' άλλον σημείο, λέει, στο βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αντίστοιχο του μυστηρίου της εξομολογήσεως, του εναγώνιου πριν από το θάνατο ανακεφαλαιοτικού στοχασμού της περασμένης ζωής. Και το ποιημα αυτό γράφεται από ένα νεαρότατο πόε. Για τον Παπατσόνη ο ταμελάνος είναι ο ίδιος ο πόε. Ο πόε, λέει ο Παπατσόνης, είδε, διεστάδε και το μελλοντικό εαυτό του σαν έναν ταμελάνο του πνεύματος. Οι κατακτήσεις του ανήκαν στους κόσμους της ποιητικής φαντασίας. Τέλος παραθέματος. Το ταμελάνο τον έχει αναφέρει και δουλέψει μέσω της μετάφρασης πολύ νωρίτερα, όπως είδαμε. Ωστόσο ο Παπατσόνης στην προχωρημένη ηλικία πριν από το δικό του θάνατο ταφτίσεται επιπλέον με το μυστήριο της εξομολογήσεως μέσω της κριτικής γραφής για το ποιημα αυτό, αντλώντας σε επίπεδο ερμηνείας πλέον από τις ποιότητες του πρόημου αυτού ποιηματος. Λέει πρόωρα ορυμασμένη δυνατή φαντασία εις δυτική σε ύψη ουράνια, εξίσου όσο και σε βάθη ταρταρικά. Προφητική, μαντική με κεφαλαία γράμματα. Στον προφητικό αυτό το μαντικό τον ηλικό στοιχείο θα στηρίξω, γράφει ο Παπατσόνης, την οριστική και κατεμένα πραγματική ερμηνεία των όσων κρύφιον κρύβει το ποιήμα που εξετάζουν. Σε αντίθεση με τον ταμελάνο για το Al-Araf, που εστιάζει το δεύτερο μέρος της μελέτης, δεν προϋπάρχει το μετάφρασμα. Είναι σημαντικό αυτό. Έτσι ο Παπατσόνης ακολουθεί τη μέθοδο να μεταφράζει κομμάτι κομμάτι και στη συνέχεια να σχολιάζει. Μετά δε το τέλος της κυρίως ανάλυσης και πριν τα συμπεράσματα παραθέτει στο σύνολο του μετάφρασμα, μάλιστα με αλλαγές. Είναι μια ενπροόδου εργασία. Λέει ο Θεός μόνο ξέρει σε ποιες νέες περιπλανήσεις πρόκειται συν το χρόνο να οδηγηθώ. Υπάρχει στη δεύτερη και όλα σελίδα. Έχει πήγνωση αυτής της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθήσει. Είναι επιπλέον μια συγκριτική εργασία. Όπως συγκριτική ήταν η παρουσίαση του Ταμελάνου ως αντίλογο, με την ανάβαση ως λόγο του 1957 που σας ανέφερα πριν. Λέει ακριβώς αυτές τις τύψεις δηλαδή του Ταμελάνου έρχεται να διαλύσει το αστρικό όγραμμα. Η βιαστική και ανεξήγητη επίσκεψη του Αλ Αράφ. Επίσκεψη δηλωτική αιώνιου έρωτα. Απόλυτης συγνώμης, γαλανής, από θεωτικής ευλογίας. Άντοτα Μελάνος λέει αντιφεγγίζει και προβάλλει το δαιμονικό. Το εσφορικό στοιχείο που βασανίζει και πλήρει τους ανθρώπους. Εδώ υπερισχύει το αρχαγγελικό στοιχείο το φωτεινό. Το αστρικό. Σχεδόν η παρουσία της ίδιας της θεότητας στη μεγαλωσύνη της όπως τη μεταμόρφωση στο Θαβόρ ή στο Θεοβάδη στο Σινά. Και με πια να πω τεριμαντική μεταφυσική προφητική διήστηση στα άγνωστα μέλλοντα. Επέρος παραθέρματος. Οι τροχές του Αλ Αράφ του μοναδικού εκείνου αστρονομικού φαινομένου που φάνηκε πλησία σε τη γη. Οκόθηκε σε τεράστιο φως για να πησοχρήσει λίγο λίγο και να χαθεί για πάντα. Προδιέγραφαν λέει ο Πατσώνης και προϊόνισαν την τροχιά της ίδιας της δικής του, του πόετ δηλαδή, μοίρας. Σε συνάφια αγγελική δεμένη με την ερωτική μοίρα μιας άλλης ψυχής. Είναι γι' αυτό μπειήμα προφητικό, όραση προφήτη, προφητεία που προβάλλει το μέλλον του ίδιου του οραματιστή. Γράφει ο Πατσώνης. Ή σε ένα άλλο σημείο, φτάνουμε δηλαδή να δούμε σαν αποκάλυψη εμπρός μας το θαύμα ενός νέου που οραματίσεται τη μελλοντική του ύπαρξη. Που δεν ήταν σαν τις λυπές υπάρξεις αλλά μοναδική και σπανιότατη στις σφαίρες της μεταφυσικής και της απόκλειφης ζωής. Εταπάνησα πέντε χρόνια για να την καταρτήσω αυτή η μελέτη, λέει ο Πατσώνης, σε ένα προσωπικότερο τόνο. Λέω εγώ. Η ανάγνωση του τετραπέρα του κόσμου Β με συγκίνησε. Προπαντός η προσπάθεια να παρατείνει κανείς τη γραφή. Επομένως τη ζωή μέσα από την πλήση. Ο συγγραφέας αναγκαζόταν για διαφόρους λόγους και υγείας να διακόπτει. Ωστόσο πάντα επέστρεφε και τελικώς ολοκλήρωσε. Λέει το χρεωστό στον αναγνώστη μου αν τυχόν υπάρξει ποτέ, γράφει ο Πατσώνης. Αλλά όπως και να είναι, το χρεωστό κυρίως τον εαυτό μου που τον παρακολούθησα να παραπαίει μέσα σε τόσα ερμηνευτικά σχήματα. Εξίσου περιπλεγμένα, συνεχώς μεταβλητά, συγκεχημένα μυστηριακά, όσο και η απειρία των σχημάτων των αστερισμών που δεν έπασαν πολλούς αιώνες να εξάπτουν τη φαντασία όλων όσοι περνούν τις στείχτες τους αγκληπνώντας, με προσιλωμένο το βλέμμα στα ουράνια φαινόμενα κάθε λογής και κάθε φίλης και κάθε μοφής ανθρώπου. Τέλος παραθέμιτος, νιώθω ότι το κριτικό αυτό κείμενο για τον Πω αναδεικνύει την αγάπη για την πίεση και τη ζωή, την γραφή, αλλά και το μαντικό, το προφητικό, το μελλοντικό, λίγο πριν το θάνατο. Αν η συνέχεια της ανάβασης μπορεί να είναι κατά τον Πατσώνη, ο Ταμελάνος, 1957, και του Ταμελάνου το Al-Araf, 1976, ο κριτικός Παππατσώνης παρουσιάζει πτυχές του τετραπέρα του κόσμου, οψίδα του αλλά και απέραν του, κόσμου της γραφής και της ανάγνωσης της λογοτεχνίας. Και θα κλείσω με το παράδειγμα, κατέχομαι από τη βεβαιότητα πως όπου και αναπεριδιαβάζει η ψυχή του ΠΟΕ, δεν θα γνωρεί πως η πηγή και ο πυρήνας των δικών μου λύρων είναι η ανυπόκριτη, η απόλυτη αγάπη μου προς τη σκιά του και προς τη σκιά που έχω. Ευχαριστώ πολύ.