Διάλεξη 13 / Διάλεξη 13 / Διάλεξη 13

Διάλεξη 13: Φτάνουμε στο τέλος του κύκλου των μαθημάτων που αφορούσαν στη θεολογία της Καινής Διαθήκης. Είχαμε την ευκαιρία στη διάρκεια αυτών των παραδόσων να δούμε βασικές πτυχές της θεολογικής σκέψης των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης και μάλιστα εστιάζοντας τη θεολογία της Καινής Διαθήκης. Υπήρξ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Τσαλαμπούνη Αικατερίνη (Επίκουρη Καθηγήτρια)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Θεολογία της Καινής Διαθήκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=cecf89d4
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 13: Φτάνουμε στο τέλος του κύκλου των μαθημάτων που αφορούσαν στη θεολογία της Καινής Διαθήκης. Είχαμε την ευκαιρία στη διάρκεια αυτών των παραδόσων να δούμε βασικές πτυχές της θεολογικής σκέψης των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης και μάλιστα εστιάζοντας τη θεολογία της Καινής Διαθήκης. Υπήρξαμε σε πολύ συγκεκριμένα ζητήματα λόγω ακριβώς και της στενότητας του χρόνου. Περιοριστήκαμε δηλαδή στο να δούμε βασικά κείμενα, κείμενα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της χριστιανικής πίστης. Χωρίς αυτό βέβαια ποτέ να σημαίνει ότι ουσιαστικά καλύψαμε όλο το εύρος των θεμάτων τα οποία θα μπορούσε κανείς να πει ότι η θεολογία της Καινής Διαθήκης περιέχονται μάλλον στον χώρο της θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Ωστόσο σε γενικές ραμμές καταφέραμε να δούμε ορισμένα βασικά σημεία της σκέψης των πρώτων χριστιανών συγγραφέων όπως για παράδειγμα του Παύλου πρώτη στα, στον οποίο αφιερώσαμε αρκετές ώρες και στη συνέχεια του Ιωάννιου Κύκλου, είδαμε λίγο από τα συνοπτικά, συνεχίσαμε με την προσεβραίους επιστολή για να δούμε στο τέλος και μία από τις καθολικές επιστολές, επαναλαμβάνω βέβαια χωρίς ποτέ να έχουμε τη βεβαιότητα ότι έχουμε καλύψει όλα τα θέματα της θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Αυτά περισσότερο τα μαθήματα έχουν τη λογική να θέσουν έναν προβληματισμό, να δώσουν μια πρώτη γεύση, να δώσουν έναν πρόβλημα. Να θέσουν έναν προβληματισμό, να δώσουν μια πρώτη γεύση του τι ακριβώς σημαίνει η θεολογία της Καινής Διαθήκης, ώστε στη συνέχεια κανείς αν επιθυμεί να εμβαθύνει περισσότερο στην έρευνα αυτών των θεμάτων ή και άλλων θεμάτων που συνδέονται άμεσα με τα θέματα τα οποία θήξαμε ή που γενικά μπορούν να ενταχθούν μέσα στο γενικότερο, όπως λέμε, στην γενικότερη θεματική που λέγεται η θεολογία της Καινής Διαθήκης. Κλείνοντας τα μαθήματα, θα εστιάσουμε για λίγο στο να δούμε την επόμενη μέρα, θα λέγαμε, της θεολογίας των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Είπαμε ότι τα κείμενα αυτά εκπροσωπούν συγκεκριμένες τάσεις μέσα στον αρχαίγονο χριστιανισμό. Είπαμε επίσης ότι τα κείμενα αυτά κατά κάποιον τρόπο έχουν επηρεάσει, όχι μόνο επηρέασαν εκείνη την εποχή, αλλά σαφώς ασκήσανε μια μεγάλη επίδραση και στις επόμενες γενιές των χριστιανών και ασχούν ακόμα και σήμερα. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές σήμερα θα πρέπει να δούμε τι τελικά γίνεται με το όλο θέμα της πρόσληψης, όπως συνήθως λέμε στην έρευνα, της Καινής Διαθήκης και κυρίως της θεολογίας της Καινής Διαθήκης μέσα στα κείμενα των επόμενων γενεών χριστιανών. Και φυσικά ένας βασικός σταθμός σε όλη αυτήν την συζήτηση είναι η ίδια η Πατερική Γραμματεία, γιατί ακριβώς αποτελεί θα λέγαμε ένα πρώτο στάδιο της πρόσληψης της Καινής Διαθήκης, ουσιαστικά οι επόμενες πρώτες γενές, αλλά και μέχρι αργότερα και φτάνοντας στη συνέχεια μέχρι και σήμερα. Παίρνουμε στο εισαγωγικό μέρος όσον αφορά την πρόσληψη και την αξιοποίηση της Καινής Διαθήκης και γενικότερα της Αγίας Γραφής, διότι όσα θα πούμε τώρα στις Γενικές Ζαμές ουσιαστικά εφαρμόζονται και στα δύο κείμενα, και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Είναι δηλαδή μια θα λέγαμε σχεδόν ενιαία χραμμή την οποία τηρούν οι Πατέρες, γιατί ακριβώς βασική αρχή στην Πατερική Σκέψη είναι η συνέχεια μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Δηλαδή για τους Πατέρες της Εκκλησίας κατά ανάλογο τρόπο όπως έχουμε και στα ίδια τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει και προμηνεί τα όσα συμβαίνουν στην περίοδο της Καινής Διαθήκης και στη ζωή της Εκκλησίας στη συνέχεια και επομένως δεν μπορούν να διανοηθούν ακριβώς μια διάκριση μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Υπάρχει μια συνέχεια, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες μέσα στους κόλπους της Αρχαίας Εκκλησίας για το ποια είναι η θέση της Παλαιάς Διαθήκης. Μια συζήτηση που έχει να κάνει και με αυτό που λέμε το χωρισμό των δρόμων, το parting of the ways μεταξύ του Αρχαίου Ιουδαϊσμού και του Αρχαίγονου Χριστιανισμού διότι πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ, το είπα μάλωστε και στα πρώτα μαθήματα, ότι ο Αρχαίγονος Χριστιανισμός, τουλάχιστον στις απαρχές του, είναι πάρα πολύ κοντά στον Αρχαίο Ιουδαϊσμό, είναι κομμάτι και προέρχεται μέσα από αυτό. Επομένως είναι πάρα πολύ λογικό να υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση. Που διακρίνονται, που συγκλίνουν, σε ποια σημεία έχουν διαφορετική αντιμετώπιση των κοιμένων τους. Και το ενδιαφέρον είναι ότι σε ένα πρώτο διάστημα για τη Χριστιανική Εκκλησία, η γραφή της είναι η Παλαιά Διαθήκη. Διότι τα κείμενα της Παλαικέννης Διαθήκης γράφονται στη συνέχεια. Άλλωστε, όπως είπαμε και σε προηγούμενα μαθήματα, αυτό ξεκινάει ήδη μέσα στον ίδιο τον ιστορικό Ιησού, από τι φαίνεται, ο οποίος είδε στο πρόσωπό του και δήλωσε ότι στο πρόσωπό του ερμηνεύονται και εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως, ήδη θα λέγαμε από την αρχή, υπάρχει αυτή η συζήτηση, μια συζήτηση η οποία αποκτά ένα ιδιαίτερο θεολογικό βάθος, καθώς Παλαιά και Κενή Διαθήκη αντιμετωπίζονται ως άρρικτα και οργανικά δεμένες μεταξύ τους μέσα στην βατερική σκέψη. Η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύει ουσιαστικά, βοηθάει στην κατανοήση και στην ερμηνεία της Κενής Διαθήκης, αλλά και η Κενή Διαθήκη με τη σειρά της δίνει μια άλλη διάσταση στην Παλαιά Διαθήκη μέσα στον τρόπο ερμηνευτικής σκέψης των πατέρων της Αρχαίας Εκκλησίας. Το δεύτερο στοιχείο είναι η χρηστολογική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης και αυτό ξεκινάει ακριβώς από αυτό που είπα πιο πριν, ότι οι δύο Διαθήκες αντιμετωπίζονται ως άρρικτα και οργανικά δεμένες μεταξύ τους. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι μία είναι ανώτερη και η άλλη κατώτερη, ούτε μπορεί κανείς να πει ότι μπορεί να λειτουργήσει η μία χωρίς να υπάρχει η άλλη. Η χρηστολογική λοιπόν ερμηνεία είναι πάρα πολύ σημαντική για την Παλαιά Διαθήκη, νομίζω αυτό το καταλαβαίνουμε έτσι κι αλλιώς, αφού είπαμε ότι η Παλαιά Διαθήκη κατανοείται ως, θα λέγαμε, η προφητεία, η προτύπωση της ζωής του Ιησού και των όσων στη συνέχεια βιώνει η ίδια η Εκκλησία. Θα έλεγα παραπέρα ότι όχι η χρηστολογική ερμηνεία υπάρχει βέβαια στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά θα λέγαμε το πρόσωπο κλειδί, το ερμηνευτικό κλειδί, το οποίο μπορεί να ξεκριδώσει όλα τα σημεία της Αγίας Ραφής για τη σκέψη, στη σκέψη των πατέρων, είναι ο Ιησούς Χριστός. Θα λέγαμε δηλαδή ότι αν κάναμε με βάση την πατερική σκέψη τη συζήτηση ποιο είναι η μέση, ποιο είναι το κέντρο της Αγίας Ραφής, η απάντηση που θα παίρναμε από τα κείμενά μας, τα πατερικά, είναι ότι είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός δηλαδή είναι ακόμα και στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και στην Καινή το κέντρο και το μεγάλο θέμα. Και αυτός που μπορεί να εξηγήσει όλα αυτά τα οποία προφητεύθηκαν στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και όσα διαδραματίζονται μετά στη συνέχεια μέσα στα κείμενα, εκεί περιγράφονται μέσα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Ο Ριγέννης λέει πάρα πολύ χαρακτηριστικά ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Αυτοαλήθεια. Είναι κάτι δηλαδή το οποίο δεν ερμηνεύεται από κάτι άλλο, αλλά ο ίδιος ερμηνεύει όλα τα υπόλοιπα. Καταλαβαίνουμε λοιπόν αυτήν, ήδη δηλαδή από τον 3ο αιώνα αυτό που σας ανέφερα τώρα, τη γνώμη του Ριγέννη αλλά και νωρίτερα. Αυτό λοιπόν αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της πατερικής σκέψης, η χριστωλογική κατανόηση των γραφών. Και περνώντας στη συνέχεια να δούμε πρακτικά τι σήμανε για τους πατέρες η αξιοποίηση της Καινής Διαθήκης και της Γραφής και της Θεολογικής Σκέψης, θα δούμε, θα διαπιστώσουμε ότι οι πατέρες χρησιμοποιούν την Καινή Διαθήκη και τη δασκαλία της, τη θεολογική της δασκαλία, κυρίως στις δογματικές συζητήσεις, οι οποίες αρχίζουν να λαμβάνουν χώρα, ήδη από τον 2ο αιώνα, αλλά κυρίως 3ο, 4ο και 6ο. Εκεί βλέπουμε πραγματικά, και θα δούμε, θα μιλήσουμε γι' αυτό εκ των αίστρας στη συνέχεια, οι πατέρες ανατρέχουν στην Αγία Γραφή, ανατρέχουν στην Καινή Διαθήκη και στη Θεολογία της, της Θεολογικής Σκέψης, της Καινής Διαθήκης, προκειμένου να υποστηρίξουν συγκεκριμένες θέσεις μέσα στις δογματικές συζητήσεις των, θα λέγαμε, των μεγάλων, ας πούμε, των αιώνων εκείνων, σ' οποίους έχουμε κυρίως αυτές τις αντιπαραθέσεις μεταξύ της Εκκλησίας και άλλων χριστιανικών ομάδων. Ένα σημείο λοιπόν που χρησιμοποιείται πολύ η Θεολογία της Καινής Διαθήκης και είναι αναμενόμενο, είναι, όπως είπα, οι δογματικές συζητήσεις και να δεύτερο, είναι στο πειμαντικό έργο. Στο πειμαντικό έργο και πάλι της Εκκλησίας χρησιμοποιείται πάρα πολύ η Αγία Γραφή, χρησιμοποιείται και η Καινή Διαθήκη, εννοείται, ερμηνεύεται και η Θεολογία της αξιοποιείται ακριβώς για να έχει μία, θα λέγαμε, εφαρμογή στη ζωή της κοινότητας. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι οι πατέρες συνεχίζουν τον τρόπο σκέψης που συναντήσαμε και στη Γνωμηκέ, στην Καινή Διαθήκη, όπου είδαμε ότι, για παράδειγμα στον Παύλο, η θεολογική διδασκαλία του δεν είναι απλώς μία θεωρητική συζήτηση, το είπαμε πανηλυμένα, δεν είναι ένας θεολόγος δηλαδή που κάθεται στο γραφείο του και απλά γράφει ένα σύγγραμμα συστηματικής θεολογίας, αλλά είναι περισσότερο μία, θα λέγαμε, αξιοποίηση αυτού του υλικού, προκειμένου ο Παύλος να απαντήσει σε πρακτικά ζητήματα της κοινότητας. Για παράδειγμα, θα φέρω ένα πολύ απλό παράδειγμα, όταν ο Παύλος μιλάει για τη Θεία Ευχαριστία και αναπτύσσει όλη τη θεολογία που βρίσκεται πίσω από αυτή, το μυστήριο της σωτηρίας, της θυσίας του Ιησού και τα λοιπά, όλα αυτό το χρησιμοποιεί. Υπάρχει ένα πάρα πολύ πρακτικό πρόβλημα μέσα στην ίδια την Κόριθο, που δεν είναι άλλο από αυτό της διάκρισης μεταξύ εκείνων που είχαν και είχαν μία οικονομική άνεση και μία κοινωνική επιφάνεια και εκείνων που δεν είχαν και ήταν, θα λέγαμε, στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και με περιορισμένη οικονομική δυνατότητα και μία διάκριση κοινωνική, η οποία για κάποιο λόγο περνά και μέσα στα κοινά δείπνα της εκκλησίας, όπου φαίνεται ότι υπήρχε ένας χωρισμός μεταξύ αυτών οι οποίοι είχαν και συμμετείχαν σε αυτά τα δείπνα απολαμβάνοντας τα αγαθά, ενώ αντίθετα οι λιγότερο ευκατάστατοι, οι χαμηλότεροι στις κοινωνικές στάξεις, είναι αυτοί που διατηρούν αυτήν την κοινωνική, παραμένουν στην ίδια η κοινωνική θέση και μέσα στα διεύματα κάτι που ο Παύλος το θεωρεί απαράδεκτο, ξεκινώντας ακριβώς από τη θεολογία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και ξεκινώντας από την ίδια τη θυσία του Ιησού, η οποία καταργεί κάθε κοινωνική διάκριση, κάθε διαφυλικό ρατσισμό και κάθε, θα λέγαμε, εθνική αντιπαράθεση. Επομένως, εδώ βλέπουμε πώς ο Παύλος παίρνει ένα πολύ συγκεκριμένο ζήτημα, ένα πολύ συγκεκριμένο θεολογικό θέμα και το χρησιμοποιεί για να λύσει πειμαντικά ένα πρόγραμμα μέσα στην εκκλησία του, μέσα στην κοινότητά του. Αυτή την ίδια τακτική θα δούμε ότι την ακολουθούν και οι πατέρες, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος του έργου τους είναι ομιλίες και κηρύγματα, τα οποία είχαν σκοπό ακριβώς να στηρίξουν, να οικοδομήσουν, να κατηχήσουν, να διδάξουν τα μέλη της κοινότητας, στην οποία αυτή προείσταντο ή ήταν απλώς μέλη αυτής της κοινότητας. Τώρα, θα πρέπει να πούμε ότι μια βασική θεολογική σκέψη της Καινής Διαθήκης είναι αυτή που επηρεάζει πάρα πολύ τον τρόπο που οι πατέρες ερμηνεύουν την Καινή Διαθήκη και γενικότερα την Αγία Γραφή και είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον πώς αυτή η βασική θεολογική σκέψη που κυρίως την βρίσκουμε στον Ιωάννη, έτσι όπως θα τη διατυπώσω τώρα, αλλά και γενικότερα υπάρχει μέσα στην Καινή Διαθήκη και για παράδειγμα στα κείμενα του Αποστόηλου Παύλου, ενδιαφέρον λοιπόν πώς αυτή καθίσταται μία βασική ερμηνευτική προϋπόθεση στο εξηγητικό τους έργο και στην προσπάθειά τους ακριβώς όπως είπα πριν, η Αγία Γραφή και η Καινή Διαθήκη και η Παλαιά Διαθήκη να αποκτήσουν ένα νόημα για το ακροατήριό τους και μία πρακτική εφαρμογή. Και αυτό είναι η σχέση την οποία κάνουν οι πατέρες ανάμεσα στο σαρκωμένο λόγο του Θεού και στο γεγραμμένο λόγο της Αγίας Γραφής. Δηλαδή, βασικά οι πατέρες ακολουθώντας ακριβώς το θεολογικό σχήμα της Καινής Διαθήκης και κυρίως ξεκινώντας και από τον ίδιο τον πρόλογο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, κατανοούν την ιστορία σε δύο επίπεδα. Στην ιστορία της σωτηρίας, γιατί για τους πατέρες η ιστορία κατανοείται πάντε ως μία ιστορία η οποία σαν σκοπό έχει τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου. Την κατανοούμε λοιπόν την ιστορία σε δύο επίπεδα. Το ένα επίπεδο είναι εκείνος στο οποίο η παρουσία του λόγου του Θεού είναι εμφανής σε όλα τα στάδια της ανθρώπινης παρουσίας πάνω σε αυτόν τον κόσμο ή αν θέλετε ακόμα και πιο πριν ήδη από τη στιγμή της δημιουργίας. Ας παρέψουμε εδώ στον πρόλογο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου που ξεκάθαρα ο λόγος του Θεού είναι προϋπάρχων λόγος και είναι αυτός ο οποίος είναι που ενεργεί και συμμετέχει στην δημιουργία του κόσμου. Κι όμως αυτή η σκέψη υπάρχει στην Α' Πέτρου, παρόμοιες ιδέες για την προείπαρξη βρίσκουμε και στα κείμενα του Παύλου και ούτω καθεξής. Αλλά εδώ είναι ξεκάθαρα ότι οι πατέρες ξεκινούν έχουν σημείο έμπνευσης ακριβώς στον πρόλογο του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου και επομένως και πριν τη σάρκωσή του ο λόγος είναι παρόν μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι παρόν στη δημιουργία και καθώς είπαμε βλέπουν αυτήν την ενότητα Παλαιάς και Καινής Διαθήκης βλέπουν πίσω από κάθε γεγονός μέσα στην Παλαιά Διαθήκη την παρουσία του λόγου. Έτσι ο λόγος είναι εκείνος που δημιουργεί τον κόσμο, ο λόγος είναι εκείνος ο οποίος παρεμβαίνει πάρα πολλές φορές μέσα στην ανθρώπινη ιστορία στην περίοδο θα λέγαμε προχριστού. Αυτή είναι μια θα λέγαμε οριζόντια αντίληψη. Υπάρχει όμως και μια κάθετη ότι κάποια στιγμή, κάποια χρονική στιγμή και αυτό είναι πολύ σημαντικό για τους πατέρες, δεν είναι δηλαδή μία αφιερημένη και συμβολική πράξη αλλά έχει ιστορική αναφορά και εντάστηται μέσα στον χρόνο. Κάποια λοιπόν στιγμή ο λόγος αρκώνεται και θα λέγαμε πλέον εγκαθίσταται ανάμεσα στους ανθρώπους. Πλέον φανερά, όχι απλώς ως μία παρουσία την οποία κανείς πρέπει να την ψηλαφίσει και να την αισθανθεί μέσα από τη λεπτομερή ερμηνεία των γεγονότων αλλά πλέον με ένα πάρα πολύ εμφανή τρόπο καθώς γίνεται άνθρωπος και σκοινώνει όπως λέει το ίδιο το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο χρησιμοποιώντας την εικόνα της Εκκυνά από την Παλαιά Διαθήκη, σκοινώνει κατά σκοινώνει ανάμεσα στους ανθρώπους, κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους. Άρα λοιπόν έχουμε μία διπλή κατανόηση της ιστορίας η οποία θα δούμε ότι στη συνέχεια έχει πλήρη εφαρμογή στον τρόπο που οι ίδιοι προσεγγίζουν την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη. Αφού λοιπόν υπάρχει αυτή η παρουσία του λόγου μέσα στην ιστορία και αφού η Αγία Γραφή κατά κάποιον τρόπο καταγράφει αυτήν την παρουσία, επομένως η επόμενη κίνηση η οποία είναι λογική είναι να γίνει μία σύνδεση η οποία είναι και πάρα πολύ εύκολη ακριβώς λόγος των συνειρμών που δημιουργεί η λέξη λόγος. Μια λοιπόν σύνδεση ανάμεσα στον λόγο του Θεού, τον ιό δηλαδή του Θεού και στην Αγία Γραφή. Ο λόγος του Θεού ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και ο λόγος ως το κείμενο της Γραφής. Και βρίσκω λοιπόν μία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά μεγέθη. Από τη μία μεριά ότι όπως ο λόγος σαρκώνεται και γίνεται άνθρωπος, μεταφράζεται θα λέγαμε στην ανθρώπινη συχνότητα, έτσι και ο λόγος του Θεού καταγράφεται και μεταφράζεται στην ανθρώπινη γλώσσα μέσα στην Αγία Γραφή. Είναι μια πάρα πολύ έξυπνη σύνδεση την οποία κάνουν οι πατέρες και είναι πάρα πολύ σημαντική για να καταλάβουμε ακριβώς πώς λειτουργούν στη συνέχεια όταν ερμηνεύουν τα κείμενα. Κατά συνέπεια θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πατέρες κατανοούν ότι η Γραφή σε ένα επόμενο βήμα είναι αποτέλεσμα της άρκωσης του λόγου. Και είναι αποτέλεσμα, όπως είπα και πριν, της παρουσίας του λόγου μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Και επίσης, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ότι οι πατέρες θεωρούν, κατά αναλογία ακριβώς όπως είναι ο σαρκωμένος λόγος, που είναι άνθρωπος και θεός, ότι και η Γραφή είναι πνεύμα και γράμμα. Και ή αλλιώς σώμα και πνεύμα, άλληξη μου που είναι αυτό. Αυτό όμως που είναι ενδιαφέρον είναι ότι ήδη δεν θεωρούν ότι ένα από τα δύο είναι περισσότερο σημαντικό. Γιατί ακριβώς εδώ και αυτοί ξεκινούν πρώτον από το δόγμα της δασκαλία για την εσάρκωση του λόγου του Θεού. Μια δασκαλία που την βρίσκουμε ήδη μέσα στη θεολογία της Καινής Διαθήκης, όπου όπως είπαμε ο Ιησούς αντιμετωπίζει εδώ ως συνάνθρωπος, ως ο τέλειος άνθρωπος εκτός αμαρτίας. Και δεν παραγνωρίζεται και δεν παραγγονίζεται η ανθρώπινη φύση του σαρκωμένου λόγου. Και στη συνέχεια βλέπουμε ότι αυτό αποτελεί και ένα πολύ μεγάλο θέμα συζήτης, κυρίως στο πλαίσιο των λεγόμενων χριστολογικών συζητήσεων, αν είναι ανώτερη η θεϊκή φύση ή όχι, έναντι της ανθρώπινης. Και η Εκκλησία, ανεβρέχοντας ακριβώς σε αυτά που είπα από την Καινή Διαθήκη, υποστηρίζει ότι και οι δύο είναι εξίσου σημαντικές και σπουδές. Μία δεν απορροφά και δεν αφομιώνει καταλυτικά την άλλη, ακυρώνοντας την. Φαρμόζοντας αυτό τώρα μέσα στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης υποστηρίζουν ότι και το γράμμα της Καινής Διαθήκης και γενικότερα της ειδαφής, αλλά και το πνεύμα είναι εξίσου σημαντικά. Και μάλιστα υπάρχουν διακρίσεις, ο Οργένης, ο οποίος μιλάει πάρα πολύ γι' αυτά, ξεκινώντας κυρίως εκεί στο Βιβλίο των Περιαρχών, ασχολείται με το θέμα της ερμηνείας και υποστηρίζει ακριβώς ότι το γράμμα είναι απαραίτητο, είναι το πρώτο βήμα που κάνει κανείς όταν ερμηνεύει τη γραφή και μάλιστα θεωρεί ότι για ορισμένους χριστιανούς μπορεί να είναι και το σημείο στο οποίο μπορούν να φτάσουν, ως εκείνο το σημείο και ότι και αυτό είναι θεμητό και αποδεκτό. Όμως από την άλλη μεριά υπάρχει και το πνεύμα, υπάρχει το βαθύτερο νόημα του κειμένου και επομένως στόχος είναι κανείς να καταλήξει τελικά εκεί πάντοτε. Αυτή λοιπόν η βασική προϋπόθεση γράμματος και πνεύματος, σαρκωμένου λόγου και γεγραμμένου λόγου του Θεού, οδήγησε σιγά σιγά στην διαμόρφωση θα λέγαμε τεσσάρων βασικών τάσεων ή ας το πούμε έτσι προσεγγίσεων του κειμένου της Αγίας Γραφής. Η λεγόμενη τετραπλή πατερική ερμηνεία έτσι όπως την διατυπώνει στο τέλος αυτής της πορείας διαμόρφωσης της ο Ιωάννης ο Κασιανός, ο οποίος μιλάει για τέσσερις ακριβώς προσεγγίσεις και λέει ότι η πρώτη είναι ιστορική. Γιατί ακριβώς αυτή η ιστορική κατανόηση, η οποία έχει να κάνει κυρίως με το γράμμα του κειμένου και με τα γεγονότα τα οποία περιγράφει, ξεκινάει ακριβώς από τη λογική ότι η αποκάλυψη του Θεού λαμβάνει χώρα μέσα στον χρόνο. Δεν μπορεί δηλαδή κανείς να αμφισβητήσει την ιστορικότητα αυτών των γεγονότων. Τον ιστορικότητα με την έννοια όχι κανείς να μπει και δεν μπαίνουν ποτέ οι πατέρες σε πλήρη ανάλυση των ιστορικών δεδομένων όπως κάνουμε σήμερα εμείς για τους δικούς μας λόγους, αλλά με την έννοια ότι αυτά είναι ιστορικά διαφυσβήτητα γεγονότα και με την έννοια ότι αυτά πραγματικά έλαβαν χώρα κάποια στιγμή μέσα στην ιστορία. Απλό παράδειγμα, η έξοδος. Για να φέρω ένα παράδειγμα. Για να πάρουν την Παλαιά Διαθήκη έξοδος, στο ιστορικό πίπεδο θα πρέπει στην ιστορική κατανόηση. Οι ερμηνείες περιορίζονται στο να πει πότε έγινε και στα μη συνθήκες στις οποίες έγινε και ούτω καθεξής. Ένα δεύτερο στάδιο ερμηνείας και κατανόησης του διβλικού κειμένου είναι η λεγόμενη αλληγορική ή τυπολογική κατανόηση του κειμένου. Τι θα πει αυτό? Πίσω από αυτό το κείμενο που έχουμε, πίσω από τα γεγονότα, υπάρχει ένα βαθύτερο και θεολογικό νόημα αυτόν τον γεγονότο. Δηλαδή δεν πρέπει να μείνει μόνο στην ιστορική επιφάνεια, αλλά πρέπει να βρει το νόημα αυτών των πραγμάτων και τη θεολογική του σημασία. Για παράδειγμα, όταν λέμε τυπολογία σημαίνει ότι βλέπουμε ένα γεγονός που έλαβε χώρα κάποια στιγμή μέσα στην ιστορία της σωτηρίας να είναι ο τύπος για κάτι άλλο το οποίο συμβαίνει αργότερα. Για παράδειγμα, ο Πασχάλιος Αμνός στην Παλαιά Διαθήκη είδαμε ότι πολλές φορές μέσα στην Καινή Διαθήκη κατανοήθηκε ως ο τύπος του Ιησού Χριστού και της θυσίας του. Αυτό είναι μια τυπολογική ερμηνεία όπου κατανοείται η ιστορία στην οριζόντια διάστασή της και δεδομένα πρόσωπα γεγονότα του παρελθόντος βρίσκουν την εκπληρωσή τους και την πραγμάτωσή τους σε ένα άλλο σημείο μέσα στην ιστορία. Υπάρχει και η λεγόμενη αλληγορική ερμηνεία όπου είναι και οι δυο αναλογίες ουσιαστικά αυτές οι αναλογικές αυτές οι δυο προσεγγίσεις όπου στην αλληγορία πλέον το επίπεδο ερμηνείας είναι ένα επίπεδο υψηλότερο και θεολογικό. Έχουν μια κάθετη δηλαδή κατανόηση της ιστορίας όπου δηλαδή πράγματα τα οποία συμβαίνουν εδώ έχουν ένα αντίκρισμα σε μία άλλη πνευματική πραγματικότητα. Και αυτό ας πούμε για παράδειγμα ο Ριγένις λέει χαρακτηριστικά ότι τα 40 χρόνια που οι Ισραηλίτες ήταν μέσα στην έρημο ουσιαστικά αλληγορικά μπορεί να ερμηνευτεί με την πορεία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο και την περιπέτεια που περνάει ο άνθρωπος μέχρι να μπορέσει να νικήσει τους πειρασμούς και να φτάσει στην πίστη και την εμπιστοσύνη στο Θεό. Ένα άλλο επίπεδο είναι η λεγόμενη τροπολογία ή τροπολογική ανάγνωση των κειμένων όπου εδώ πλέον στο κείμενο να ζητούνται οι προεκτάσεις που έχει στη ζωή των μελών της εκκλησίας. Είπουμε άλλωστε ότι αυτό είναι κάτι διακρίναμίδη της απαρχές αυτής της τάσης μέσα στα ίδια τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Είχα φέρει πριν ένα παράδειγμα από τον Παύλο. Αυτό βλέπουμε να συνεχίζεται και μέσα στην πατερική ερμηνεία, πραγματικά υπάρχει αυτή η προσπάθεια να γίνει αυτή η σύνδεση μεταξύ των κειμένων της Καινής Διαθήκης και της Παλαιάς Διαθήκης με την καθημερινότητα των μελών της εκκλησίας και τι προεκτάσεις μπορεί να έχει ένα κείμενο ή μια βεβαιότητα ή μια μαρτυρία τέτοια μέσα στη ζωή της εκκλησίας. Για παράδειγμα η παραβολή του καλού Σαμαρίδη. Τι προεκτάσεις μπορεί να έχει για το χρυσόστομο, για παράδειγμα, ο οποίος το τονίζει ιδιαίτερα, στο έργο της ελεημοσύνης και της θήρυξης τους συνανθρώπους ή ούτω καθεξής. Και τέλος υπάρχει ένα επόμενο επίπεδο ανάγνωσης που είναι η λεγόμενη αναγωγική, όπου πλέον τα γεγονότα κατανοούνται υπό μία εσχατολογική προοπτική. Ποια δηλαδή μπορεί να είναι η σημασία τους για τον κόσμο που θα έρθει, για τα έσχατα. Βέβαια είπαμε ήδη ότι και στην Αγία Γραφή, στην Καινή Διαθήκη τα έσχατα είναι ήδη εδώ και είχαμε κάνει και αρκετοί συζήτης στα διάφορα κείμενα και την πραγματοποιήθησα και με ελλοντική παρουσία και εσχατολογία. Και είπαμε ότι υπάρχει μία πάντοτε έτσι, θα φαίνεται προς τη στιγμή ότι υπάρχει μία σύγκρουση αυτών των δύο ιδεών ή μία ένταση τέλος πάντων άμεση της ιδέας. Και ουσιαστικά όμως αυτό που γίνεται είναι μία προσπάθεια εξισορρόπισης. Κάπου υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο ενός γερμανού ερμηνευτή ιστορικού που λέγεται του Χρήστοφ Μαραξής, καθηγητής του Βερολίνου, που το ονομάζει το βιβλίο του «Ανάμεσα σε δύο κόσμους». Και «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» εννοεί, στο βιβλίο αυτό μάλλον περιγράφει τη ζωή των Χριστιανών στους πρώτους αιώνες μετά την Καινή Διαθήκη, δεύτερο, τρίτο και εξής αιώνες, που θέλει ακριβώς να δηλώσει αυτή την ένταση. Μέσα σε αυτό που αισθάνονται οι Χριστιανοί ανάγκοι, να ζήσουν μέσα σε αυτόν τον κόσμο που η παρουσία δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα και από την άλλη μεριά να ζήσουν έχοντας αυτήν την αισχατολογική προοπτική και γνωρίζοντας ακριβώς ότι όλη η ιστορία έχει μία πορεία προς μία πραγμάτωση. Και ακριβώς αυτήν την λογική εκφράζει και η αναγωγική προσέγγιση των κειμένων. Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει μια τετραπλή κατανόηση της γραφής και αυτό που πρέπει πάντως να θυμόμαστε ότι σε οποιαδήποτε από αυτές η αναφορά είναι πάντα χριστοκεντρική. Πάντα το είπαμε και όλας νωρίτερα, το πρόσωπο κλειδί είναι ο Ιησούς Χριστός. Ας δούμε λιγάκι τώρα πώς αξιοποιεί η Πατερική Γραμματεία την Καινή Διαθήκη στις δογματικές συζητήσεις. Είπα και πριν ότι η συζήτηση με ομάδες οι οποίες φαίνεται να αποκλίνουν από αυτό το οποίο θεωρείται η γενική γραμμή και η γενική θέση της εκκλησίας αρχίζει από πολύ νωρίς. Επειδή μέσα στην Καινή Διαθήκη βλέπουμε τέτοιες συζητήσεις. Ο Παύλος πολλές φορές έρχεται αντιμέτωπος με ομάδες, στις οποίες σήμερα δεν είμαστε πάντα σε θέση να γνωρίζουμε ποιες ακριβώς ήταν. Στις καθελικές επιστολές βλέπουμε το ίδιο και γενικά υπάρχει μια τέτοια τάση μέσα στην Καινή Διαθήκη να αντιμετωπιστούν διάφορες ομάδες και ουσιαστικά αντικατοτρίζει εκεί μια θεολογική συζήτηση. Αυτή η θεολογική συζήτηση συνεχίζει και στους επόμενους αιώνες, ίσως και με μεγαλύτερη ένταση, καθώς τα χρόνια περνούν, οι τάσεις εντύνονται, οι διαφορετικές και οδηγούν φυσικά κάθε φορά σε διαφορετικές προβληματικές και διαφορετικές συζητήσεις. Αυτό που βλέπουμε λοιπόν μέσα σε αυτή την πορεία των συζητήσεων είναι ότι η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται από τους πατέρες ως απόδειξη για τις θέσεις των πατέρων. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον πώς δηλαδή η αγγραφή λειτουργεί ως ένα αποδεικτικό στοιχείο γι' αυτό που οι πατέρες εκφράζοντας το βίωμα της εκκλησίας δηλώνουν. Και συνήθως να γίνεται αυτή η αναφορά συνήθως γίνεται σε συγκεκριμένα χωρίες. Θα δούμε ότι κυρίως εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε πολύ συγκεκριμένα χωρίες τα οποία χρησιμοποιούν τους αποδεικτικά στοιχεία. Κάτι που σήμερα μας έχει οδηγήσει το συμπέρασμα ότι πρέπει να υπήρχαν συλλογές χωρίων. Δηλαδή αυτό το ξέρουμε σίγουρα ότι υπήρχαν τέτοια για την Παλαιά Διαθήκη. Ξέρουμε σήμερα ότι υπήρχαν και τέτοια για την Καινή Διαθήκη τα οποία χρησιμοποιούνταν ακριβώς στις συζητήσεις, τις δογματικές που υπήρχαν μεταξύ των ομάδων. Πρέπει να πούμε ότι οι αντίπελες ομάδες χρησιμοπούσαν και οι δύο, θα λέγαμε, το ίδιο πλωστάσιο, δηλαδή τη γραφή. Και ας πούμε οι Αριανοί, οι εκπρόσωποι του Αριού, για παράδειγμα, θέλουν, παράδειγμα, να χρησιμοποιούν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και με βάση αυτά προσπαθούν να αποδείξουν τις θέσεις τους. Και από την άλλη μεριά, η ομάδα που εκπροσωποιεί ο Αθανάσιος, η Ορθοδοξη Πλευρά σήμερα, όπως την ονομάζουμε, αξιοποιεί επίσης κείμενα της Καινής Διαθήκης ακριβώς για να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματα του Αριού και όσων τον ακολουθούν. Έχουμε λοιπόν εδώ, ουσιαστικά, μια συγκέντρωση χωρίων τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία. Και ταυτόχρονα, αυτό που βλέπουμε να πτήσει μέσα στους κόλπους Πατερικής Γραμματείας είναι η λεγόμενη δογματική ερμηνεία, αρκετά διαφορετική από αυτό που έχουμε συνηθίσει σήμερα στο χώρο της εξηγητικής και της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης. Δηλαδή, τι θα πει δογματική ερμηνεία, σημαίνει ακριβώς συζήτηση επιμέρους χωρίων για τη θεμηλίωση της δασκαλίας της Εκκλησίας και για την αντιμετώπιση των αντίστοιχων χωρίων τα οποία προσκομίζει η αντίπολη πλευρά. Δηλαδή, δεν έχουμε θα λέγαμε μια συζήτηση στο σύνολο του κειμένου, αλλά οι Πατέρες θα αξιοποιήσουν συγκεκριμένα χωρίες τα οποία θα τα συνδέσουν μεταξύ τους. Έχουν θα λέγαμε περισσότερο αυτό που λέμε σήμερα canonical approach, δηλαδή αντιμετωπίζουν τα κείμενα μέσα στο πλαίσιο του κανόνα. Δεν κάνουν μια διάκριση όπως κάνουμε εμείς στα μαθήματα της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης μεταξύ, για παράδειγμα, της Θεολογίας που βρίσκουμε στις πρωτοπαύλειες επιστολές και στις δευτεροπαύλειες ή βρίσκουμε στις παύλειες επιστολές και στις καθολικές ή ακόμα και μέσα στις παύλειες επιστολές, τις διακρίσεις που βρίσκουμε από κείμενο σε κείμενο. Αυτό δεν θα το δούμε μέσα στην πατερική αντίληψη και προσέγγιση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, αλλά αντιμετωπίζουν θα λέγαμε την Καινή Διαθήκη ως έναν κανόνα τελειωμένο, έτσι έως ένα σύνολο κειμένων τα οποία όλα μαζί αποτελούν ένα όλον, ένα σύνολο το οποίο έχει ενότητα και συνοχή. Και επομένως στη δογματική τους ερμηνεία αυτό που κάνουν είναι να χρησιμοποιούν αυτά τα χωρεία, ουσιαστικά επιχειρηματολογώντας με βάση αυτά και αξιοποιώντας το ένα για να στηρίξουν το ένα να ερμηνεύσει το άλλο και ούτε καθεξής. Και αυτό ξεκινάει και από τη λογική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα βασικό κριτήριο ερμηνευτικό, μια βασική ερμηνευτική μάλλον αρχή των πατέρων, ότι η γραφή καταρχάς ερμηνεύεται από τον εαυτό της. Γιατί ακριβώς τη βλέπουμε σαν ένα σύνολο το οποίο έχει ακριβώς αυτή τη συνοχή και την πληρότητα και την ενότητα. Και αν δούμε κριτικά όλα αυτά που είπα ως τώρα και το τώρα όπως περιέγραψα το πώς λειτουργεί η δογματική ερμηνεία και πώς λειτουργεί γενικά η παταιρική σκέψη όταν αντιμετωπίζει τα κείμενα, ουσιαστικά αφετηρίες της συζήτης είναι τα δογματικά θέματα που προκύπτουν και από την άλλη μεριά η βεβαιότητα της πίστης. Αυτό που λέμε regula fidei. Ξεκινάνε από εκεί δηλαδή έχουμε το ζήτημα, έχουμε αυτό που δηλώνει η εκκλησία ως βίωμα και στη συνέχεια να τρέχουν στη γραφή για να μπορέσουν να βρούνε ακριβώς αυτά τα στοιχεία που θεωρούν ότι μπορούν να στηρίξουν και τον κανόνα της πίστεως και από την άλλη μεριά τις δικές τους θέσεις. Λειτουργούν δηλαδή τα κείμενα της Αγίας Γραφής ως αποδεικτικό στοιχείο, είναι διαφορετική θα λέγαμε η κατεύθυνση από αυτή που χρησιμοποιεί σήμερα ένας βιβλικός επιστήμονας ο οποίος ξεκινά από το κείμενο. Ξεκινάει από το κείμενο για να δει τι προκύπτει από αυτό το κείμενο και να δει στη συνέχεια πως αυτό προσλήφθηκε, κατανοήθηκε, αξιοποιήθηκε στη συνέχεια. Και αυτή είναι ακριβώς μια βασική μεθοδολογική διαφορά μεταξύ της δογματικής ερμηνείας και αυτού που λέμε βιβλική εξήγηση σήμερα. Και είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας γιατί αυτό όντως διευκολύνει στην κατανοήση και μετριάζει θα λέγαμε και την ένταση που πολλές φορές παρατηρείται ανάμεσα σ' αυτές τις δύο προσεγγίσεις. Βέβαια οι πατέρες πέρα από τη δογματική ερμηνεία έχουν και πάρα πολλά εξηγητικά έργα, πάρα πολλά υπομνήματα. Γενικά οι πατέρες τα υπομνήματά τους αξιοποιούν την προηγούμενη παράδοση που βρίσκουν κυρίως στην Αλεξανδρυνή Γραμματεία. Υπάρχει μια μεγάλη παράδοση σε υπομνήματα. Ξέρουμε ότι έχουν υπομνηματιστεί ο Όμηρος και κυρίως έχει υπομνηματιστεί ο Αριστοτέλης από τους Αλεξανδενούς λόγιους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία μέσα από την οποία κανείς αντιμετωπίζει τα κείμενα. Θα πούμε βέβαια ότι η έμφαση σε αυτά τα υπομνήματα, τα αρχαία υπομνήματα, τα θύραθεν υπομνήματα, είναι κυρίως στην εξήγηση του γράμματος και στην εξήγηση γραμματικών, ιστορικών, πραγματολογικών στοιχείων και λιγότερο σε μία βαθύτερη, θα λέγαμε, συμβολική κατανόηση του κειμένου. Επομένως αυτή η γραμμή γενικά ακολουθείται και στα υπομνήματα των πατέρων. Οι πατέρες αξιοποιούν δύο παραδόσεις. Αξιοποιούν ακριβώς την ελληνική παράδοση, αυτή που τώρα μόλις ανέφερα. Ταυτόχρον όμως αξιοποιούν και τη ραβυνική ερμηνευτική παράδοση, γιατί κατά ανάλογο τρόπο όπως έχουμε υπομνήματα, θα λέγαμε, στον θύραθεν κόσμο, για τα κείμενα φυσικά της θύραθεν γραμματείας, κατά ανάλογο τρόπο έχουμε και μία μεγάλη παράδοση μέσα στον Ιουδαϊσμό, υπομνηματισμού, ερμηνείας, εξήγησης και εφαρμογής των κειμένων, την καθημερινότητα, συγγνώμη, στον κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, μέσα στη συνάφεια που κάθε φορά έρχεται να αντιμετωπίσει και να συζητήσει ο κάθε ραβύνος. Και φυσικά μια αποκρυστάλωση αυτής της ερμηνευτικής παράδοσης είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε ταλμούδ. Από που βλέπουμε ακριβώς τις ερμηνευτικές αυτές προσεγγίσεις διαφόρων ραβύνων σε διάφορα κείμενα, πάντοτε με αφορμή βέβαιες ζητήματα τα οποία τίθεται. Και εκεί πάλι βλέπουμε ότι υπάρχει η ίδια λογική. Τίθεται το ζήτημα και ο ραβύνος, ο δάσκαλος θα πρέπει να ανατρέξει στην γραφή για να βρει εκείνα τα στοιχεία τα οποία μπορούν να τον βοηθήσουν να δώσει απάντηση στο συγκεκριμένο θέμα. Θα πρέπει να πούμε λοιπόν ότι οι πατέρες επιράζονται σαφώς και από τις δύο πραγματικότητες. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, ακόμα και αν φαίνεται ότι οι δρόμοι χώρισαν μεταξύ Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού στην Αρχαιότητα, στην πραγματικότητα υπάρχει μια ώσμωση και υπάρχει ένα συνεχής διάλογος, ίσως κάποιες χωρές και λανθάνων, αλλά πάντοτε εκεί, ο οποίος ακριβώς βεβαιώνει αυτήν την γόνιμη αλληλεπίδραση και ανταλλαγή ιδεών και πρακτικών. Λοιπόν, οι δύο βασικές γραμμές θα πρέπει να τις έχουμε υπόψη μας όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς λειτουργούν εξηγητικά οι πατέρες και πώς λειτουργούν μέσα στα υπομνήματα τους. Και δεν θα πρέπει να μας ξενίζουν γιατί ακριβώς να τα συγκρίνουμε με τα σημερινά υπομνήματα της Καινής Διαθήκης, όντως υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Υπάρχουν διαφορές θα πούμε στη συνέχεια και είναι ακριβώς διαφορετικές οι θεολογικές προϋποθέσεις, είναι διαφορετική η προβληματική από την οποία ξεκινάει και είναι και διαφορετικά τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούνται σήμερα από εκείνα τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν στον αρχαίο κόσμο. Όμως υπάρχει μια διαφορά με τον τρόπο, για παράδειγμα, που προσεγγίζουν τα κείμενα οι Αλεξανδρίνιοι λόγοι. Και αυτό είναι γιατί οι πατέρες δίνουν μεγαλύτερη έμφαση, όχι τόσο στη μορφή του κειμένου, αλλά στο περιεχόμενό τους. Δεν θα σπαταλίσουν πάρα πολύ χρόνο στη σύνταξη ενός κειμένου, εκτός αν αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για να κατανοηθεί το νόημα, ούτε στα πραγματολογικά, ούτε στα φυλλολογικά στοιχεία του κειμένου, θα μείνουν σε αυτά, στο μέτρο που αυτά μπορούν να βοηθήσουν στην κατανοήση του περιεχόμενου. Θα δούμε ακόμα, για παράδειγμα, και ο Ριγέννης, ο οποίος είπα ότι στο έργο του περιερχών μας δίνει τις γραμμές της προσέγγισης και στα υπομνήματα του στη συνέχεια μπορούμε να δούμε τον τρόπο που σκέφτεται, τερμηνευτικά. Βλέπουμε ότι, όντως, η πρώτη του προσέγγιση, η πρώτη ανάγνωση, έχει να κάνει ακριβώς με αυτό που λέμε γράμμα του κειμένου. Θα δώσει κάποια πραγματολογικά στοιχεία ή θα συζητήσει κάποιο σημείο της σύνταξης ή την ερμηνεία, την ετυμολογία μιας λέξης, αλλά αυτό το κάνει, όχι για να μείνει σε αυτό καθαυτό το σχήμα, θα λέγαμε, του λόγου ή σε αυτή τη μορφή του κειμένου, αλλά γιατί αυτό θα το αξιοποιήσει στη συνέχεια για να ισχωρήσει, θα λέγαμε, στο περιεχόμενο και στο νόημα, και στην περίπτωση βέβαια το οριγένει στο βαθύτερο αλληγορικό νόημα της ιστορίας. Οι πατέρες, λοιπόν, γενικά, δίνουν περισσότερο έμφαση στο περιεχόμενο και λιγότερο στη μορφή, χωρίς επαναλαμβάνω ποτέ να το κυρώνουν και αυτό, το δεύτερο μέρος. Ποια είναι τώρα τα βασικά ερμηνευτικά τους κριτήρια σε αυτά τα εξηγητικά, θα λέγαμε, έργα τους και εδώ μπορείτε να δείτε και τη σύγκληση με τη σημερινή βιβλική εξηγητική, αλλά και την απόκληση σε πολλά σημεία. Το πρώτο πρώτο είναι ότι οι πατέρες προϋποθέτουν τη γνώση των βιβλικών γλωσσών, αρχαία ελληνικά, νελιστική γενία δηλαδή της βίβλου, αλλά και τα εβραϊκά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, είναι κάτι το οποίο σήμερα αντίθεται με έμφαση στις βιβλικές σπουδές, καθώς στις παλαιότερες γενές βιβλικών επιστυμόνων αυτό ήταν ένα προαπετούμενο εκ των Ονουκάνεφ. Δεν μπορούσε κανείς να είναι βιβλικός ερευνητής χωρίς να γνωρίζει αρχαία, λατινικά και εβραϊκά και μάλιστα στις σχολές του εξωτερικού ακόμα και σήμερα τα τρία αυτά, οι τρεις αυτές γλώσσες θεωρούνται προαπετούμενο για να μπορέσει κανείς να πάρει το πτυχίο της θεολογίας. Βέβαια στα επόμενα χρόνια και ιδιαίτερα σήμερα κυρίως στις ΗΠΑ αυτό το ενδιαφέρον και αυτή η έμφαση στις αρχαίες γλώσσες της βίβλου έχει υποχωρήσει σήμερα για παράδειγμα οι περισσότεροι φοιτητές στο εξωτερικό κυρίως στην Αμερική οι οποίοι σπουδάζουν θεολογία και βιβλικά κείμενα διαβάζουν από την Αγγλική Μετάφραση κάτι το οποίο προφανώς για έναν πατέρα θα ήταν αδιανόητο όπως θα ήταν αδιανόητο και για την προηγούμενη γενιά βιβλικών επιστήμων. Οι πατέρες λοιπόν τονίζουν πάρα πολύ αυτήν ακριβώς την ανάγκη και φαίνεται ότι το προϋποθέτουν και όλες έχουν αυτήν τη γνώση των βιβλικών γλωσσών. Το δεύτερο είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον κριτήριο που είναι το κριτήριο της αγάπης. Όσο και αν φαίνεται παράξενο ως ερεμιαυτικό εργαλείο για τους πατέρες είναι πάρα πολύ σημαντικός στόχος να αναζητούν μέσα στο κείμενο διπλή αυτή εντολή της αγάπης που βρίσκουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη. Όταν ρώτησαν τον Ιησού ποιες είναι οι εντολές, οι πιο σημαντικές εντολές μέσα στον όμο, είπε ότι είναι δύο, να αγαπήσεις τον Κύριο τον Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την δύναμη και να αγαπήσεις και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Και οι πατέρες επομένως θεωρούν ότι κάθε εξήγηση και κάθε ερμηνεία πρέπει να έχεις ως στόχο αυτά τα δύο πράγματα. Θα λέγαμε την οικοδομή του σώματος της Εκκλησίας όσον αφορά την πίστη αλλά και τη στήριξη σε θέματα πειμαντικά. Αυτό ακριβώς βλέπουμε όπως είπα και νωρίτερα όταν τους βλέπουμε να αξιοποιούν αυτό το κείμενο στην δογματική τους ερμηνεία αλλά και στο πειμαντικό τους έργο. Μια μεριά στήριξη της αλήθεια, στήριξη της πίστης των μελών της Εκκλησίας και από την άλλη μεριά πειμαντική καθοδήγηση θα λέγαμε πάλι υποστήριξη όλων των μελών της Εκκλησίας. Επίσης όταν εξηγούν την Καινή Διαθήκη και την Παλαιά Διαθήκη λαμβάνουν υπόψη πάντοτε τη συνάφια, την αφορμή για την οποία γράφτηκε ένα κείμενο, το σκοπό του κειμένου και εδώ μοιάζουν πάρα πολύ με τον τρόπο που δουλεύει και σήμερα η βιβλική επιστήμη. Και σήμερα είναι αδιανόητο να ακολουθήσουμε, να μελετήσουμε ένα κείμενο χωρίς μια περικοπή, χωρίς να λάβουμε υπόψη τόσο τη μικροσυνάφια, δηλαδή την άμεση συνάφια, όσο και τη μακροσυνάφια του, να μην λάβουμε υπόψη γιατί γράφτηκε αυτό το κείμενο, ποιες ήταν οι αφορμές, αλλά και ποιο σκοπό έχει μέσα στην Καινή Διαθήκη. Και όπως είπα και νωρίτερα, ένα βασικό ερμηνευτικό κριτήρι, μια βασική ερμηνευτική αρχή είναι η αυτοερμηνία της γραφής. Η γραφή ερμηνεύεται από τον εαυτό της πρώτη στα. Πρώτα μέσα στην ίδια τη γραφή θα βρούμε την απάντηση κατά την εκτίμηση των πατέρων και αυτό όπως είπα, και όταν λέμε γραφή ακριβώς αντιμετωπίζεται Παλαιά και Καινή Διαθήκη ως ενότητα και γενικά αυτό που οι πατέρες βλέπουμε να υποστηρίζουν, είναι ακριβώς αυτή η ενότητα της Αγίας Γραφής. Έτσι για παράδειγμα να τους δούμε ότι όταν συζητούν διαφοροποίησεις στη θεολογική σκέψη των διαφορετικών συγγραφέων της Καινής Διαθήκης ή διαφορετικές για παράδειγμα αφηγήσεις στα συνοπτικά Ευαγγέλια, η τάση που παρατηρούμε στην προσέγγιση τους είναι η τάση της ομοιογενοποίησης, δηλαδή και της εξωμίωσης και απάλυψης των διαφορών και των εντάσων μεταξύ των διαφορετικών, παράδειγμα εκδοχών ενός γεγονότος μέσα στη συνοπτική παράδοση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γνώση της διαφοράς, ούτε ότι εθελοτυφλούν, αλλά ακριβώς επειδή ξεκινούν από το ακριτήριο της ενότητας, αυτό λογικά τους οδηγεί στην επόμενη κίνηση να προσπαθήσουν ακριβώς να εξηγήσουν και να μετριάσουν αυτές τις διαφορές. Και επίσης αυτό που πρέπει πάντοτε να έχουμε υπόψη μας όταν διαβάζουμε τον τρόπο που οι πατέρες ερμηνεύουν και κατανοούν την Καινή Διαθήκη, για παράδειγμα κατανοούν τις θεολογικές σκέψεις, θεολογία της Καινής Διαθήκης για την οποία μιλήσαμε πάρα πολύ συχνά, είναι το λεγόμενο εκκλησιολογικό πλαίσιο, αυτό που είπα για τη διπλή εντολή της αγάπης, η οποία για τους πατέρες της εκκλησίας πραγματώνεται μέσα στην ίδια την εκκλησία. Το εκκλησιολογικό λοιπόν πλαίσιο λέει τα εξής και εδώ είναι το πρώτο και βασικό στοιχείο, είναι η Αποστολικότητα. Η Αποστολικότητα θα παίξει ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο μέσα στην αρχαία εκκλησία, γιατί οι πατέρες, οι πρώτοις γενιές, μάλλον οι επόμενες γενιές μετά τη γενιά των πρώτων χριστιανών, θα δουν την εαυτό τους συνέχεια της πρώτης γενιάς και συνέχεια των Αποστόλων. Και μάλιστα η Αποστολικότητα είναι αυτή που οδηγεί τους πατέρες στο συμπέρασμα και στη θέση ότι είναι εκείνη η οποία διασφαλίζει ουσιαστικά την αυθεντική ερμηνεία. Η Αποστολικότητα είναι αυτή που μπορεί να δώσει θα λέγαμε τα μάτια, αυτή την οξία όραση, την δυσδυτική όραση στον ερμηνευτή για να μπορέσει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει αυθεντικά το κείμενο της Αγίας Ραφής, Κενή και Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα θα πω και κάτι παραπέρα και αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, κάποιες στάσεις που διαπιστώνται στους πρώτους αιώνες μετά τον πρώτο αιώνα μετά τις δεύτεροι και τρίτο αιώνα. Η Αποστολικότητα είναι εκείνη που μπορεί να δώσει και τα εργαλεία ώστε να κατανοήσει κανείς και τα κείμενα των αντιπάλων, αυτον δηλαδή οι οποίοι θεωρείται ότι δεν εκφράζουν το σώμα της Εκκλησίας. Λέει χαρακτηριστικά, ας πούμε ένα πρόβλημα χαρακτηριστικό είναι ο Κλήμις ο Αλεξανδρέφς, ο οποίος αξιοποιεί στη συζήτηση του με τους γνωστικούς πάρα πολύ συχνά τα κείμενα των ίδιων των γνωστικών και τα χρησιμοποιεί με τον ίδιο τρόπο περίπου με τον οποίο χρησιμοποιεί θα λέγαμε και τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Με αποτέλεσμα να υπάρχει γενικά μια σύγχυση και να υποστηρίζεται από ορισμένους ερμηνευτές του Κλήμεντος, ότι ο Κλήμις δεν έχει ακόμα διακρίνει μέσα στο μυαλό του ποια είναι τα κανονικά και ποια είναι τα απόκρυφα κείμενα. Κάτι όμως που ο ίδιος το διαψεύει όταν πολλές φορές μέσα στο κείμενο του μιλά για τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα τέσσερα δικά μας Ευαγγέλια. Άρα ο Κλήμις ξέρει πάρα πολύ καλά ποια κείμενα είναι αυτά που εκφράζουν τη δική του ομάδα γιατί ακόμα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για Ορθοδοξία έτσι όπως την κάνουμε λόγο σήμερα, αφού είμαστε ακόμα στο δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν, μια πολύ πρόημη φάση, αλλά ο Κλήμις κάνει κάτι άλλο. Γνωρίζει αυτό και ουσιαστικά θεωρεί ότι αυτή η αποστολικότητα την οποία έχει και εκφράζει η ομάδα του είναι αυτή που του δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύει σωστά και αυθεντικά, όχι μόνο τα δικά του τα κείμενα, αλλά και τα κείμενα των υπολύπων, έτσι ώστε ουσιαστικά να τα χρησιμοποιεί στη συνέχεια για να τους αντιμετωπίσει και να τους αντικρούσει. Αυτό είναι μια πάρα πολύ, θα λέγαμε, έξυπνη ιδέα, η οποία όμως σοκινάει ακριβώς από αυτή τη λογική της αποστολικότητας. Αποστολικότητα λοιπόν βασικό κριτήριο προϋπόθεση για την αυθεντική ερμηνεία. Και ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι η Αγία Γραφή κατανοείται ως η καταγραφή της εμπειρίας της Εκκλησίας. Αυτό ιδιαίτερα μπορεί να το πει κανείς για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, αλλά προεκτείνωσα αυτή η σκέψη οι πατέρες φτάνουν και μέχρι την Παλαιά Διαθήκη για να πούν το ίδιο και για εκείνη. Δηλαδή, αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί ακριβώς θέτει την Αγία Γραφή ως ένα κομμέσα στην ίδια την παράδοση. Υπάρχει παλαιότερα μία αντίληψη, η οποία ξεκίνησε κυρίως από τη Δύση και από τις συζητήσεις μεταξύ Ρουμικαθολικής Εκκλησίας και Πρωτεσταντικής και μεταφέρθηκε στη συνέχεια μέσα από διάφορες δογματικές, εγχειρία δογματικής στην Ορθόδοξη πραγματικότητα, ότι ουσιαστικά η ζωή της Εκκλησίας στηρίζεται σε δύο βασικούς στήλους. Στην Αγία Γραφή και στην παράδοση, αυτονομώντας δηλαδή με αυτόν τον τρόπο τη γραφή από την παράδοση της Εκκλησίας. Το γεγονός όμως ότι οι πατέρες κατανοούν ότι η γραφή είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Εκκλησίας, ουσιαστικά το υποθετεί τη γραφή μέσα στην ίδια την παράδοση. Ουσιαστικά θα λέγαμε, η δεξαμενία που αντλεί η Εκκλησία είναι η παράδοση. Δεν υπάρχει ένα αυτόνομο μέγεθος που λέγεται Αγία Γραφή, το οποίο κατά κάποιο τρόπο έρχεται έξωθεν και υπερβατικά και επιβάλλεται στην Εκκλησία, όπως πολλές φορές δυστυχώς διατυπώνεται, αλλά η Αγία Γραφή είναι ακριβώς κομμάτι, παιδί θα λέγαμε, και σπλάχνου αυτής της ζωής της Εκκλησίας, της εμπειρίας της και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς λειτουργεί στη συνέχεια η σκέψη των πατέρων και ακριβώς πώς μετά αυτό αποτελεί θα λέγαμε το εφαλτήριο από το οποίο ξεκινάν για να διαπτυπώσουν τις δικές θεολογικές θέσεις. Και όντως παιδί της Εκκλησίας η Γραφή ουσιαστικά είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και το μόνο το οποίο μπορεί να βοηθήσει στην ερμηνεία της Γραφής να φωτίσει το νου για τους πατέρες είναι το Άγιο Πνεύμα και αυτό ξεκινά από μια βασική σκέψη, από την πεποίθησή τους ότι αυτός που καθοδήγησε τους συγγραφείς της Καινής Διάθεκας και της Παλαιάς να γράψουν όσα γράψαν είναι το Άγιο Πνεύμα. Αλλά το Άγιο Πνεύμα επίσης ο παράκλητος ακολουθώντας πάλι εδώ τη θεολογία της Ιωάννιας παράδοσης αλλά και της παράδοσης του Λουκά, το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που είναι παρόν μέσα στην Εκκλησία. Άρα το ίδιο πρόσωπο είναι αυτό το οποίο παίζει έναν θα λέγαμε καθοριστικό ρόλο και στα δύο και στη Γραφή και στην Εκκλησία, στη ζωή της Εκκλησίας είναι εκείνος ο παράκλητος που μπορεί να ερμηνεύσει και να βοηθήσει στην κατανόηση της Γραφής. Αν θυμηθούμε το πώς κατανοεί το κατά Ιωάννιο Ευαγγέλιο μέσα στη θεολογία του αυτό είναι προφανές. Εκεί λέγεται ξεκάθαρα ότι ο παράκλητος και θα θυμίσει στους Αποστόλους όλα όσα έζησαν στους μαθητές μαζί με τον Ιησού και θα τους βοηθήσει να τα ερμηνεύσουν και θα τους διδάξει και θα τους παρηγορήσει. Αυτό εφαρμοζοντάς το πλέον στην εξήγηση και στην ερμηνεία έχει την ίδια εφαρμογή. Ο παράκλητος, ο οποίος ουσιαστικά κρύβεται πίσω από το κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι αυτός που διατρέχει θα λέγαμε όλο το κείμενο της Καινής Διαθήκης, είναι αυτός που είναι επίσης παρών και στη ζωή της Εκκλησίας. Και αυτός που βοηθάει στην ερμηνεία. Και είπα ουσιαστικά αυτή την πληματολογική κατανόηση οι πατέρες την παίρναν και πέρα από την Καινή Διαθήκη και στην Παλαιά. Και, οπωσδήποτε, πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ο κανόνας της πίστεως. Η Regula Fidei, όπως λέγεται στα λατινικά, είπαμε ότι αυτός ο κανόνας της πίστεως είναι που αποτελεί την αφετηρία την οποία ξεκινούν οι πατέρες όταν θέλουν να απαντήσουν στους αντιπάλους τους. Δεν ξεκινάν από τη γραφή, ξεκινάν από αυτό που είναι η εμπειρία της Εκκλησίας. Και έχοντας αυτό ως προαπαιτούμενο, ουσιαστικά, ανατρέχουν μετά με βάση αυτό μέσα στο κείμενο της Αγίας Γραφής. Επομένως ο κανόνας της πίστεως είναι πάρα πολύ σημαντικός, είναι αυτός ο οποίος διαδραμάτησε άλλωστε και ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη σύσταση του κανόνα και ήταν το κριτήριο με το οποίο συμπεριληφθήκαν ή απορρίφθηκαν κάποια κείμενα από αυτό που ονομάζουμε σήμερα κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ταυτόχρονα όμως είναι και αυτούς ο οποίος βοηθάει ακριβώς στην ερμηνεία και στην κατανόηση της Καινής Διαθήκης, ιδιαίτερα σε αυτά τα κείμενα τα οποία είναι εξαιρετικά ασαφή και εξαιρετικά δύσκολα, γιατί αυτό είναι επίσης κάτι που πρέπει να πούμε ότι οι ίδιοι οι πατέρες αναγνωρίζουν και εμμολογούν ότι υπάρχουν πάρα πολλά κείμενα της Καινής Διαθήκης τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολα. Και εξαιρετικά δυσνόητα και ασαφή και επομένως αυτό που πρέπει να γίνει είναι να μπορέσει κανείς να τα κατανοήσει και θεωρούν ότι ο κανόνας της πίστεως, η εμπειρία δηλαδή θα λέγαμε της εκκλησίας είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστούν αυτές τις δυσκολίες και οι ασάφες που μπορεί κανείς να διαπιστώσει μέσα στο κείμενο. Στο τελευταίο κομμάτι του μαθήματος, πολύ σύντομα, θα πιάσουμε λίγο να δούμε αυτό που πολλές φορές έθιξα σήμερα στο μάθημα, τη σχέση της πατερικής ερμηνευτικής προσέγγισης προς τη σύγχρονη βιβλική ερμηνεία και κατεπέκταση το κομμάτι αυτό που λέμε θεολογία της Καινής Διαθήκης. Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση, ιδιαίτερα στον ορθόδοξο χώρο, κατά πόσο θα μπορούσε και θα είναι θεμητό κανείς να αξιοποιήσει όλες αυτές τις σύγχρονες μεθόδους, οι οποίες φαίνεται να σε πολλά σημεία να κινούνται έξω από αυτές τις συνηθισμένες γραμμές τις οποίες παραουσίασα νωρίτερα της πατερικής ερμηνείας, καθώς βέβαια όπως είναι γνωστό η βιβλική επιστήμη έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της δυτικής χριστιανοσύνης και κυρίως στο χώρο του Πρωτεσταντισμού αφού για τους Πρωτεστάντες η μόνη πηγή της πίστης είναι η Αγία Γραφή ενώ η παράδοση φαίνεται να μην διαγραμματίζει κανένα ρόλο. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη συζήτηση, ένας μεγάλος προβληματισμός και μια ένταση κάποιες φορές, μια διάκριση μεταξύ διαφορετικών τάσεων και γι'αυτό θα ήθελα έτσι τελειώνοντας αυτά τα μαθήματα να πούμε δύο κουβέντες αφήνοντας περισσότερο δημιουργώντας ένα προβληματισμό και θέτοντας ορισμένα ζητήματα ώστε να μπορεί κανείς συνέχεια να ασχοληθεί περισσότερο μαζί τους. Στο σχήμα που βλέπετε στη διαφάνεια είναι προφανές πώς κατανοείται σήμερα όλη η ερμηνευτική διαδικασία. Και φυσικά σε αυτό το σχήμα λαμβάνονται υπόψη τόσο οι παλαιότερες προσεγγίσεις του κειμένου όσο και οι σύγχρονες και κυρίως θεωρίες της πρόσληψης όπως αυτές που εισηγήθηκαν ο Ιζερ και ο Γιάους ή θεωρίες της επίδρασης του κειμένου όπως είναι αυτή του Γκάνταμερ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μιλώντας για το ερμηνευτικό σύμπαν, στο ερμηνευτικό σύμπαν έχουμε τρεις διαφορετικούς κόσμους. Βασικά θα ξεκινούσα ως εξής ότι έχουμε δύο πόλους πάντοτε. Έχουμε το ίδιο το κείμενο και έχουμε και τον αναγνώστη του. Και βασικά έχουμε τον κόσμο του κειμένου και τον κόσμο πίσω από το κείμενο. Και λέγοντας κόσμο πίσω από το κείμενο εννοούμε όλα αυτά που οδηγούν τον συγγραφέα, τον συγγραφέα μάλλον να πω καλύτερα, τις προϋποθέσεις του, τις αφορμές οι οποίες τον οδηγούν να γράψει το κείμενο, τις προϋποθέσεις του. Και γενικότερα θα λέγαμε ένα ιστορικό, κοινωνικό, πολιτισμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο γεννιέται ένα κείμενο. Έχουμε λοιπόν το κείμενο και από εκεί και πέρα έχουμε τον αναγνώστη. Έχουμε δύο ορίζοντες όπως λέει η θεωρία της πρόσλεψης, τον ορίζοντα του κειμένου και τον ορίζοντα του αναγνώστη. Και αυτοί οι δύο ορίζοντες πρέπει να συναντηθούν. Και αυτή η συνάντηση όπως θα πει ο Ρικέρ ακολουθώντας τη θεωρία του Γκάνταμερ, ο οποίος γκάνταμερ μιλά για σύνδυξη των δύο οριζόντων, χωριτσόνο της Ασμέλτσου, όπως λέει για τη συνάντηση των δύο οριζόντων, αυτή η σύνδυξη, η συνάντηση των δύο οριζόντων, δηλαδή του κειμένου και των προσδοκιών που έχει το αναγνωστικό του κοινό, γεννούν την ερμηνεία. Έτσι γεννιέται η ερμηνεία. Όταν αυτοί οι δύο κόσμοι συναντιούνται και ο αναγνώστης έχει από πίσω του, ο κάθε αναγνώστης σε κάθε εποχή, έχει από πίσω του τη σύγχρονη του συνάφεια. Τις δικές του προϋποθέσεις, τις δικές του αγωνίες, τις δικές του προβληματικές. Και όλες αυτές λειτουργούν, θα λέγαμε, με κάποιον τρόπο καταλυτικά στον τρόπο που αυτός κατανοεί το κείμενο. Για παράδειγμα, ένα σύγχρονος αναγνώστης, ο οποίος μπορεί να έχει οικολογικές ανησυχίες, θα προσπαθήσει μέσα στο κείμενο και στη θεολογία της Καινής Διαθήκης, να αναζητήσει εκείνες τις απαντήσεις που έχουν να κάνουν με αυτό το ζήτημα. Θα ήταν αστείο και άδικο να περιμένουμε ότι μία τέτοια προβληματική, για παράδειγμα, έχει ένας πατέρας του τρίτου ή του τέταρτου αιώνα. Διότι ο δικός του κόσμος είναι πολύ διαφορετικός από τον δικό μας. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε ή αν θέλετε είναι πολύ διαφορετικά τα στοιχεία εκείνα που τονίζει ο κάθε αναγνώστης. Ανάμεσα λοιπόν στο σύγχρονο αναγνώστη και στο ίδιο το κείμενο, υπάρχει και αυτό που λέμε οι διάφορες παραδόσεις ερμηνείας. Δηλαδή όλοι οι προηγούμενοι αναγνώστες, οι οποίοι διάβασαν το κείμενο με κάποιον τρόπο. Όλοι αυτοί αποτελούν μία παράδοση αυτής της ερμηνείας. Και αυτό τον κόσμο το λέμε ο κόσμος μπροστά από το κείμενο. Είναι όλοι οι αναγνώστες μέσα στους αιώνες. Όλοι αυτοί δηλαδή που στέκονται απέναντι στο κείμενο. Και την πατερική λοιπόν γραμματεία θα πρέπει να τη βάλουμε μέσα σε αυτήν ακριβώς την πορεία ανάγνωσης των κειμένων. Είναι αναγνώσεις απόλυτα θεμητές, είναι αναγνώσεις απόλυτα χρήσιμες ακόμα και σήμερα, γιατί ακριβώς μαρτυρούν την ιστορία κατανόησης του κειμένου, ιστορία ερμηνείας και φυσικά έχουν να προσφέρουν πάρα πολύ στην σημερινή κατανόηση του κειμένου. Απλώς θα ήταν άδικο να πούμε ότι τελειώνει εκεί η ερμηνεία του κειμένου. Αν δηλαδή αποφασίσουμε ότι ένα κείμενο τελείωσε ερμηνευτικά στον 8ο, στον 1ο ή στο 10ο αιώνα, ουσιαστικά δεν καταργούμε τη σύγχρονη ερμηνεία αλλά καταργούμε το ίδιο το κείμενο. Γιατί αυτό σημαίνει ότι το κείμενο πλέον δεν έχει να προσφέρει τίποτε καινούριο γιατί η αναγνώση που πτέκεται απέναντί του εστέκεται χωρίς προσδοκίες. Και χωρίς καμία διάθεση ο δικός του ορίζοντας των προσδοκιών, αγωνιών και αναζητήσεων να συντακεί, να συναντηθεί με τον ορίζοντα του ίδιου του κειμένου. Όμως, ο κάθε σύγχρονος αναγνώστης όταν έρχεται να προσεγγίσει το κείμενο, αναπόφευτα έχει μπροστά τον ολόκληρο κόσμο ερμηνείας μιας μακράς αναγνώσης του κειμένου και αν αυτό ισχύει για όλα τα κείμενα, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το κείμενο της Αγίας Γραφής και το κείμενο της Κιανής Διαθήκης, αφού αυτό αποτελεί την καρδιά, τα λέγαμε, της λατρεύουσας κοινότητας της Χριστιανικής Εκκλησίας, ανεξάρτητα από ομολογία, διότι ανάφισβηται για όλες τις Χριστιανικές ομολογίες η Αγία Γραφή είναι το κέντρο της ζωής της και το σημείο αναφοράς της. Έτσι λοιπόν κλείνοντας όλη αυτή τη συζήτηση που κάναμε θα μπορούσαμε να πούμε, συμπληρωματικά σε αυτά που ανέφερα πιο πριν με αφορμή το σχήμα ότι πατερική ερμηνεία και σύγχρονη βιβλική ερμηνεία και εξήγηση και διαφέρουν και μοιάζουν. Έχουνε σαφώς διαφορετικά εργαλεία και διαφορετικές προϋποθέσεις. Είναι διαφορετική η κόσμη των αναγνωστών πίσω από τους αναγνώστες πλέον. Είναι άλλος ο κόσμος πίσω από τον Χρυσόστομο, άλλος πίσω από τον Μέγα Βασίλειο, άλλος πίσω από έναν σύγχρονο ερμηνευτή και επομένως και διαφορετικές οι προϋποθέσεις τους και διαφορετικά τα εργαλεία τα οποία θα αξιοποιήσουν ακριβώς γιατί υπάρχει πιο πριν μια ολόκληρη ιστορία παράδοσης ερμηνείας του κειμένου και συζήτησης του κειμένου. Και ακριβώς επειδή όπως είπα ο καθένας έχει διαφορετικό κόσμο, αυτός ο διαφορετικός πίσω του, ο κόσμος πίσω από τον αναγνώστη, αυτό σημαίνει ότι και ο ορίζοντας των προσδοκιών τους, όχι μόνο τα εργαλεία είναι διαφορετικά αλλά και ο ορίζοντας των προσδοκιών είναι διαφορετικός. Δηλαδή ο καθένας προσεγγίζει το κείμενο έχοντας διαφορετικά ερωτηματικά, έχοντας διαφορετικές συναζητήσεις, έχοντας διαφορετικά ενδιαφέροντα. Και έφερα πριν το παράδειγμα με την οικολογική ερμηνεία ή και άλλες περιπτώσεις ανάλογες μέσα στην Αγία Γραφή. Επομένως εφόσον είναι διαφορετικές κάθε φορά οι ερωτήσεις, είναι διαφορετικές οι προσδοκίες, είναι και διαφορετικές οι πτυχές οι οποίες τονίζονται. Και αυτό ανήκει η ομορφιά θα λέγαμε της ερμηνείας, τόσο που και οι ίδιοι πατέρες να φαίνεται πολλές φορές να δηλώνουν ότι η Αγία Γραφή είναι ένας κρύσταλος που έχει πάρα πολλά επίπεδα. Και ότι κανείς μπορεί να δει αυτό το κρύσταλο από πολύ διαφορετικές πλευρές. Και αυτό είναι κάτι το οποίο το βλέπουμε και στην ίδια την παταιρική ερμηνεία όπου κανείς θα πρέπει να αποφύγει να την αντιμετωπίσει σαν ομοιογενές προϊόν ανθρώπινης παραγωγής και να θεωρήσει ότι όλοι οι πατέρες λένε το ίδιο πράγμα, αλλά αντίθετα αν προσέξει κανείς θα δει ότι πολύ διαφορετικά ο καθένας προσεγγίζει το κείμενό του. Επομένως αυτό που μας μαθαίνει και μας διδάσκει η παταιρική ερμηνεία είναι κυρίως την ανάγκη της σύνθεσης. Και αυτό είναι ένα μεγάλο μάθημα ίσως το οποίο πρέπει να λάβει κανείς σήμερα κυρίως στο χώρο της θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Είπαμε και στα πρώτα από τα μαθήματα ότι υπάρχει μια συζήτηση για το αν πρέπει η θεολογία της Καινής Διαθήκης να είναι αναλυτική ή να είναι συνθετική. Αν θα πρέπει δηλαδή κανείς να εστιάσει περισσότερο στις επιμέρους φτυχές και στις διαφοροποίησεις θα λέγαμε, τις διαφορές μεταξύ των κειμένων της Αγίας Γραφής της Καινής Διαθήκης ή αν θα πρέπει να προσπαθήσει να βρει την δίκουσα έννοια εκείνων των μύτων ο οποίος συνδέει όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία μεταξύ τους. Και σήμερα στην έρευνα υπάρχουν βέβαια και οι ιδιοτάσεις. Αυτό όμως το οποίο καταλήγει σήμερα η έρευνα είναι ότι κανείς πρέπει και τις δύο αυτές τάσεις να τις αξιοποιήσει δημιουργικά και να τις ενώσει. Ναι μεν να έχει αυτή τη συνείδηση της διαφορετικότητας και αυτό είναι ακριβώς το καινούριο προσφέρει σύγχρονη βιβλική ερμηνεία, αλλά από την άλλη μεριά να κατανοήσει τους λόγους οι οποίοι τελικά όλα αυτά τα κείμενα οδηγούν να αποτελέσουν ένα σύνολο. Αυτό που λέμε σήμερα κανόνα ή αυτό που λέμε σήμερα παράδοση της επλησίας. Να κατανοήσει λοιπόν αυτό και να προσπαθήσει να συνθέσει δημιουργικά αυτά τα διαφορετικά στοιχεία. Αυτό είναι κάτι που μας διδάσκει και η πατερική ερμηνεία. Μπορεί κανείς βέβαια να μην συμφωνεί πάντοτε με τα αποτελέσματα αυτής της σύνθεσης στους πατερικά κείμενα ή να βρίσκει κάποιες από αυτές υπερβολικές ή ίσως μη αποδεκτές με βάση τα σύγχρονα ερμηνευτικά εργαλεία. Όμως κανείς δεν μπορεί να αφησβητήσει και δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει αυτή τη διάθεση σύνθεσης. Και, οπωσδήποτε, υπάρχουν δύο διαφορετικά πλαίσια που πολλές φορές παρουσιάζονται να έχουν μία ένταση και αντίθεση μεταξύ τους. Ίσως και μία εχθρότητα, το εκκλησιαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κατανοείται η Θεολογία της Καινής Διαθήκης και το ακαδημαϊκό πλαίσιο. Και πολλές φορές θεωρείται ότι αυτά τα δύο πρέπει να είναι αντίθετα μεταξύ τους. Οπωσδήποτε, κανείς κάνοντας μία ακαδημαϊκή προσέγγιση πρέπει να αξιοποιήσει όλα τα επιστημολογικά κριτήρια τα οποία του υπαγορεύουν μία συγκεκριμένη αντιμετώπιση του υλικού που έχει μπροστά του. Δηλαδή, ο ερμιβουλικός επιστήμονας ξεκινώντας να κάνει μία ακαδημαϊκή συζήτηση, έρευνα της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης, δεν θα πρέπει να προτάξει το προσωπικά του πιστεύω ή την προσωπική του πίστη, ακυρώνοντας ή ακαταργώντας το κείμενο, ή ουσιαστικά χειραγωγώντας το και οδηγώντας το εκεί που εκείνος θα ήθελε να φτάσει γιατί ακριβώς αυτό εξυπηρετεί τις δικές του υποπηθείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει από την άλλη μεριά ότι ο κάθε ερμηνευτής έρχεται χωρίς να έχει πίσω τις δικές του προϋποθέσεις, τον κόσμο του, αυτόν τον κόσμο που έχει πίσω του. Κι εντός υπάρχει και αυτό που χρειάζεται το βιβλικό σε πιστήμον, είναι να συνειδητοποιεί πάντοτε και να έχει πλήρη επίγνωση αυτού του κόσμου το οποίο κουβαλά και τον οποίο να τον αξιοποιεί δημιουργικά στην κατανόηση της θεολογίας της Καινής Διαθήκης. Μπορεί όντως ένας ακαδημαϊκός βιβλικός να μην ανήκει μέσα σε ένα συγκεκριμένο εκκλησιαστικό περιβάλλον, ή ακόμα αν θέλετε να μην είναι μέλος μιας εκκλησίας. Αν φυσικά εφαρμόσει πλήρως με απόλυτη αυστηρότητα τα ακαδημαϊκά του κριτήρια. Από την άλλη όμως μεριά, ένας βιβλικός επιστήμονας να τον εμποδίζει σε τίποτε να είναι ένα ζωντανό μέλος της εκκλησίας και ταυτόχρονα είναι ένας ακαδημαϊκός ερευνητής, εφαρμόζοντας ακριβώς τις αρχές της ακαδημαϊκής έρευνας και της ακαδημαϊκής, τέλος πάντων θα λέγαμε, επιστημολογικής ηθικής. Τον αντίο μάλιστα, ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να είναι χρήσιμος από πολλές απόψεις. Καταρχάς γιατί και ο ίδιος κουβαλάει έναν ιδιαίτερο κόσμο ο οποίος μπορεί όντως να βοηθήσει να κατανοηθούν τα κείμενα καλύτερα αφού τα κείμενα αυτά είπαμε είναι προϊόν πίστης και καταγραφή εμπειρίας μιας κοινότητας στην οποία και ο ίδιος ανήκει ή τουλάχιστον στην ίδια παράδοση με τάση τον εαυτό του και από την άλλη μεριά μπορούν τα απορίσματά του να βοηθήσουν ακριβώς στο να ερμηνευτεί με καλύτερο τρόπο και να αξιοποιηθούν τα απορίσματά του μέσα στην ίδια την εκκλησία πλέον. Ως μια ακριτική φωνή, ως μια φωνή η οποία αξιοποιεί την προηγούμενη παράδοση αλλά οδηγεί τα πράγματα πολύ πιο πέρα παράγοντας ένα νέο υλικό.