Διάλεξη 18 / Διάλεξη 18

Διάλεξη 18: και το πρόγραμμα του Ιησού Χάινδιγκερ. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με το...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Νικολαϊδης Αργύριος (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Φυσικής / Φυσική και Φιλοσοφία
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2014
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=43bea948
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 18: και το πρόγραμμα του Ιησού Χάινδιγκερ. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Είναι ένας φιλόσοφος που έχει μπλέξει με τον Εθνικό Παραδείσιο και έχει δημιουργήσει κάποια εμπνευσία. Το περίεργο με τον συγκεκριμένο φιλόσοφο είναι ότι δεν έγραψε πολιτική φιλοσοφία. Και γι' αυτό και όλα όσα παρουσιάζει, ενώ είναι ανοιχτά σε ερμηνεία προς τον Ναζισμό, ας πούμε, ή προς τον Εθνικό Σοσιαλισμό, ταυτόχρον, ας πούμε, δεν μπορεί κάποιος να τη θεωρήσει Ναζιστικά γιατί δεν έγραψε πολιτική φιλοσοφία, ασχολήθηκε με άλλα θέματα, τελείως διαφορετικά. Ήταν Ναζιστής και μάλιστα τώρα κυκλοφόρησε... Αν δεν έχει δει κάποιος και τη ταινία που κυκλοφόρησε, είναι πάρα πολύ ωραία ταινία, καλοπροσεγμένη. Είναι για την Χαν Άρεντ, έτσι λέγεται η ταινία, και είναι για την ζωή της. Έγινε καθηγήτρια φιλοσοφίας, ήταν μαθήτρια του Χάιντεγκερ, είχαν και μια ερωτική σχέση μαζί. Ήταν εβραϊκής καταγωγής, είχανε μαλώσει όταν ο Χάιντεγκερ μπήκε στον Εθνικό Σοσιαλισμό και άρχισε να λέει διάφορα ρατσιστικά για τους Εβραίους. Παρ' όλα αυτά η ταινία νομίζω είναι προσεγμένη και βασισμένη σε ιστορικά ντοκουμέντα και δείχνει ακριβώς το κλίμα και εκείνης της εποχής. Η Χαν Άρεντ δεν είναι γνωστή γιατί παρότι ήταν Εβραία η οποία κυνηγήθηκε από τους Ναζί, ποτέ δεν θέλησε να ανταποδώσει την βία την οποία της έκαναν, προσπαθούσε να δει τα πράγματα και έριξε ευθύνες και στην εβραϊκή κοινότητα της εποχής, κάτι που της κόστισε να χάσει πάρα πολλούς φίλους καθηγητές της Εβραίου, οι οποίοι την αντιμετώπισαν ως φίλου του Ναζιστικού κυνήματος. Η ταινία αξίζει να τη δει κανένας, είναι πολύ ωραία και από ιστορικής άποψης και πλευράς. Ο Χάιντεγκερ είναι ένας φιλόσοφος ο οποίος κινείται στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ευρωπαϊκή γερμανική φιλοσοφία, αυτό που λένε κάποιοι ως υπηρωτική φιλοσοφία, σε αντίθεση με την αναλυτική φιλοσοφία που είναι οι αγγλοσάξονες. Σχηματική διάκριση είναι και ίσως και ατυχής διάκριση, παρόλα αυτά έχουν κάποια χαρακτηριστικά αυτά τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα, από την μία οι αγγλοσάξονες είναι πιο αντίθετοι της μεταφυσικής περισσότερο με τις θετικές επιστήμες, δηλαδή οι φιλόσοφοι ασχολούνται ενώ οι γερμανογάλοι έχουν πιο μεταφυσικό λόγο. Υπάρχουν βέβαια και ξέρεις σε κάθε παράδοση, αλλά έχουν πιο μεταφυσικό λόγο. Ασχολούν μια μεγάλη κριτική και στις θετικές επιστήμες και θα το δείτε και στα αυτά που θα σας διαβάσω. Ελπίζω η φυσική και η μαθηματική να μην νευριάσουν με τόσα θα ακούσουν. Ο Χαίντεγκερ δεν ήταν κατά της τεχνολογίας, ούτε κατά των φυσικών επιστημών, απλώς άσκησε δριμία κριτική κυρίως ως προς τη μέθοδο. Δεν ασχολήθηκε με τους νόμους, ή τουλάχιστον δεν ξέρω αν ασχολήθηκε, με τους νόμους και το αν οι νόμοι της φυσικής εκφράζουν μια αλήθεια ή όχι. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μεθοδολογία των θετικών επιστημών, στην οποία άσκησε και κριτική. Προσωπικά δεν συμφωνώ με πολλά από αυτά που λέει ο Χαίντεγκερ, παρότι προέρχομαι από θεωρητική κατεύθυνση, είμαι λίγο περισσότερο θετικιστής, αλλά παρόλα αυτά νομίζω ότι έχει να μας πει πολλά πράγματα ο Χαίντεγκερ σαν φιλόσοφος και βλέπω ότι όσο προχωράει και ο καιρός, πάρα πολύ και θετικοί επιστήμονες έχουν ασχοληθεί με τα κείμενα του Χαίντεγκερ για την τεχνολογία τεκνικ, στα γερμανικά όσο τεχνική την αναφέρει, η οποία μας δίνει κάποια πράγματα που ίσως πρέπει να τα λάβουν υπόψη και οι θετικοί επιστήμονες. Τώρα, κάποιες έννοιες οι οποίες είναι δύσκολες και θα προσπαθήσω να τις εξηγήσω. Απλώς, για παράδειγμα, το Dasein είναι μια έννοια την οποία την αναφέρει πάρα πολλές φορές. Θα δείτε πάρα πολλές φορές να αναφέρει την έννοια του Sein. Είναι. Μιλάει για το είναι. Άλλο είναι το είναι, άλλο είναι τα όντα. Υπάρχει μια βαθύτερη ουσία μέσα σε κάθε τι. Αυτός μου το δέχεται απριόρι. Υπάρχει βέβαια, δεν είναι τόσο βιαστικό το συμπέρασμά του όσο ακούγεται. Απλώς, τώρα θα καθυστερίσουμε περισσότερα να αναλύσω για την είναι του είναι, που έτσι καλύτερα χρησιμοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους σε πολλά διαφορετικά κείμενα. Δηλαδή, αν κάποιος ακούσε να πει ότι θα σας μιλήσω τώρα για το τι σημαίνει το είναι για τον Heidegger, δεν ξέρει, έτσι, με Heidegger. Δεν υπάρχει είναι. Στο Heidegger υπάρχουν πολλά είναι, τα οποία ανάλογα με την κάθε περίσταση εμεινεύονται με διαφορετικό τρόπο. Παρ' όλα αυτά, η λέξη dasein μπορεί να την εκλαμβάνει τόσο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι μια λέξη, η οποία ακριβώς αυτό σημαίνει και στη Γερμανική, είναι η ανθρώπινη ύπαρξη. Βέβαια, αντιλώνει την ύπαρξη εν γένη. Ο Heidegger, ας πούμε, την περιορίζει μόνο στην ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία ανθρώπινη ύπαρξη για τον Heidegger έχει το βασικό χαρακτηριστικό της αυτοερμηνίας. Δηλαδή, δεν υπάρχει μια ουδέτηρη φύση του ανθρώπου για τον Heidegger. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε η φύση του ανθρώπου είναι αυτή και αυτή. Δεν υπάρχει φύση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, εντός εισαγωγικών και λίγο εκλαϊκευτικά, είναι ότι ερμηνεύει τον εαυτό το τι είναι και ότι ερμηνεύει ότι είναι οι σχέσεις του με τους άλλους. Ανάλογο με την ερμηνεία που θα δώσει στη σχέση τους με τους άλλους, ταυτόχρονα προβαίνει και σε αντίστοιχες κινήσεις. Επ' αυτή την άποψη ο θεός σας, για παράδειγμα, δεν έχει ύπαρξη. Για τον Heidegger δεν υπάρχει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με τη δική μας έννοια της ύπαρξης του Θεού, αλλά ύπαρξη για τον Heidegger σημαίνει το να μπορείς να ερμηνεύσεις τον εαυτό σου κάτι το οποίο δεν μπορεί να το κάνουν οι πέτρες, για παράδειγμα. Οι πέτρες για τον Heidegger δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος. Τονίζω ότι δεν μιλάμε για την έννοια της ύπαρξης της δική μας, ούτε για μια υποτίμηση της υπόλοιπης φύσης σε σχέση με τον άνθρωπο. Δεν λέει κάτι τέτοιο. Οπότε, das Sein, κανονικά ας πούμε, το δει κανένας γλωσσολογικά. Προέρχεται από το «da», που σημαίνει «εδώ», και το «sein», το «εδώ» του «είναι», θα έλεγε κάποιος. Απλώς αυτό θέλει πάρα πολύ μεγάλη επεξεργασία. Δεν θα χρειαστεί να την κάνω τώρα. Νομίζω, αν το εκλάβετε ως ανθρώπινη ύπαρξη κάθε φορά που ακούγεται τη λέξη das Sein, θα είναι πιο σε κάθαρο το νόημο. Μεταξύ των άλλων παραξενειών που έχει ο Heidegger είναι ότι είχε και μία ίσως απεσιόδοξη οπτική της μεταφυσικής παράδοσης της δύσης, της δυτικής μεταφυσικής παράδοσης, φιλοσοφικής παράδοσης εννοώ. Και συγκεκριμένα πίστευε ότι υπήρχε κάποτε μία πρώτη απαρχή, Erster Anfang, η οποία στα πρώτα κείμενά του την ενέτασε ας πούμε στον Αριστοτέλη, την έβρισκε στον Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος φιλόσοφος ο οποίος μπορέσε να συνδέσει ας πούμε τις έννοιες με την πραγματικότητα. Αλλά κατόπιν μετά από αυτή τη σύνδεση που έκανε ο Αριστοτέλης, η υπόλοιπη παράδοση μετά τον Αριστοτέλη άρχισε να αποστασιοποιεί αυτές τις έννοιες από την πραγματικότητά τους και την εμπειρία και να τις κάνει ας πούμε σαν αφηρημένες έννοιες οι οποίες μπορεί ο καθένας να τις εκφράζει και να τις παραφράζει όπως θέλει. Αυτό για τον Heidegger ήταν κάτι εντός εισαγωγικών αρνητικό από την άποψη ότι κάθε έννοια να λαμβάνεται με βάση την εμπειρία από την οποία εκπήγασε. Οι έννοιες κάποτε λέει στην αρχαία Λάδα είχαν εκπηγάσει επειδή υπήρχαν συγκεκριμένες ανάγκες των ανθρώπων και μέσα από την ερμηνεία και την έρευνα πάνω σε αυτές τις ανάγκες που προέκυψαν στις συγκεκριμένες έννοιες. Η αποστασιοποίηση αυτών των εννειών από την φύση και από την εμπειρία είναι κάτι το οποίο οδήγησε σε αυτό που θα ονομάσει ο Heidegger αργότερα «Sanfergesen designs» λύθι του «inne» δηλαδή ότι άρχισε μια αποστασιοποίηση του ίδιου του ανθρώπου από την ίδια την έννοια του «inne» θα εξηγηθώ. Αυτό το οποίο οφείλω να πω είναι ότι είπα εντός εισαγωγικών αρνητικό ότι αυτή η πορεία της ιστορίας ως σκοταδισμού, ως συσκότησης των νοημάτων, ας πούμε της αλήθειας επειδή η αλήθεια είναι η επαφία με την εμπειρία, το λέω τελείως πρόχειρα και κλαικιυτικά, δεν πάει να είναι μια ιστορική διαργασία, στην οποία ως ιστορική διαργασία δεν μπορείς να πεις ότι είναι αρνητική ή είναι θετική. Έχει ένα ουδέτωρο πρόσωπο, είναι μια ιστορική διαργασία, διαργασία αυτή είναι. Ο Χέιντιγκερ λοιπόν μιλάει περιγραφικά, λέει ότι η ιστορία, σε αντίθεση με τον Χέιγγελ ο οποίος έβλεπε την ιστορία ως μια αυτοδιάβγαση, δηλαδή μια συνεχόμενη πορεία του πνεύματος προς την αλήθεια και την ελευθερία, ο Χέιντιγκερ λέει ότι όσο περνάει τα χρόνια οδηγούμαστε σε μια μεγαλύτερη συσκότηση των νοημάτων και της αλήθειας. Αυτό το οποίο πρέπει ο κάποιος να γνωρίζει οπωσδήποτε για τον Χέιντιγκερ είναι η περίφημη οντολογική διαφορά. Ο Χέιντιγκερ θέτει σε μία θέση το είναι ως την βαθύτερη ασφαλική ουσία των πραγμάτων γενικευτικά και στην άλλη είναι τα όντα. Άλλο είναι, άλλο όντα. Αυτή η γραμμή η οποία χωρίζει αυτά τα δύο είναι η οντολογική διαφορά. Το πρόβλημα του Χέιντιγκερ με τις θετικές επιστήμες, θα το αναπτύξω και μετά, είναι ότι μπέρδεψαν τα όντα με το είναι. Έγινε μια σύγχεση ανάμεσα σ' αυτών δύο και θεώρησαν ότι τα όντα είναι το ίδιο με το είναι. Λυσμόνισαν δηλαδή το είναι. Και αυτό ακριβώς υπάγεται πάλι στην λύθη του είναι. Ότι έχουμε ξεχάσει το είναι, μιλάμε για το είναι, ενώ στην πραγματικότητα μιλάμε για τα επιμέρους όντα, τα οποία δεν είναι. Τώρα, η πρώτη απαρχή λοιπόν, τέθηκε ας είμαι αρχικά από τον Αριστοτέλη. Λέω αρχικά γιατί ο Χέιντιγκερ είναι γνωστός, δεν είναι σίγουρο βέβαια θεωρητικά, αλλά πλέον από τους περισσότερους ερευνητές θεωρείται ότι έχει επετελέσει μια στροφή στην σκέψη του, παρόμο με τη στροφή του Βίγγενστάιν, η οποία στροφή, από τη μία δηλαδή τα πρώτα, τα πρώιμα κείμενά του μέχρι και το 1929-1930 έβαζαν ας πούμε τον Dasein, την ανθρώπινη ύπαρξη ως την αρχή με βάση την οποία μπορούμε να ανακαλύψουμε το είναι. Ενώ στα κείμενα μετά το 1930, μετά το 1930 ο λεγόμενος Σίστερος Χάιντεγκερ, πλέον αντιστράφηκε η σχέση είναι και Dasein και θα μπορούσαμε να πούμε ότι... ενώ στα πρώιμα κείμενα από τον Dasein πάμε στο είναι, μόνο μέσω της ανθρώπινης ύπαρξης μπορούμε να προσλάβουμε το τι πάει να πει το είναι, γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αυτή η οποία σκέφτεται σε δίδυση με τα υπόλοιπα ζώα. Έχει αυτοσυνείδηση, δηλαδή μπορεί να δει τον εαυτό της σαν εξωτερικό παρατηρητή. Ο Σίστερος Χάιντεγκερ όμως αντιστρέφεται τη σχέση και λέει ότι από το είναι, το οποίο το είναι ίσως σε κάποιες φορές μοιάζει λίγο με την είναι του Θεού, παρότι τον Θεό τον εκφράζει διαφορετικά ο Χάιντεγκερ, από το είναι πηγαίνουμε στο Dasein. Πλέον δηλαδή το είναι είναι αυτό το οποίο ελέγχει το Dasein και το Dasein, δηλαδή η ανθρώπινη ύπαρξη, είναι το ποτηρητής του είναι, ακούει τα κελεύσματα του είναι. Τα κελεύσματα βέβαια σε μια εποχή ας πούμε μετά το 30, δεν μπορούν να μην παρεφέψουν και στο ναζιστικό καθεστώς, ότι υπάρχει ας πούμε το είναι, κάτι το οποίο κελεύει και ο άνθρωπος απλά υπακούει. Παρ' όλα αυτά, σε κάποια από τα κείμενα του Χάιντεγκερ δείχνει ότι αποσταψιοποιείται από μια τέτοια φιλοναζιστική ερμηνεία της συγκεκριμένης φράσης, παρότι δεν υπάρχει. Τώρα, καθώς προχωράει λοιπόν η πρώτη απαρχή την έβαζε στον Αριστοτέλης, τα ύστερα κείμενα θεώρησε ότι και ο Αριστοτέλης τελικά δεν ήταν τόσο πρόημος όπως το νόμιζε, οπότε πήγε ακόμα πιο πίσω στους προσοκρατικούς, οπότε η πρώτη απαρχή υποτίθεται πως τοποθετήθηκε στους προσοκρατικούς φιλοσόφους. Και φτάνουμε μετά σε μια άλλη απαρχή, under and unfunc, η οποία όμως δεν προσδιορίζεται από τον Χάιντεγκερ, δεν ξέρουμε πότε θα γίνει, δεν ξέρουμε πώς θα είναι, γιατί θα γίνει, πάντως πιστεύει ο Χάιντεγκερ ότι αυτή η πρώτη απαρχή, η οποία οδήγησε σε αυτή τη λύθη του είναι, δηλαδή και σε αυτόν τον εντός εισαγωγικό σκοταδισμό, κάποτε και για κάποιον λόγο θα φτάσει σε μια άλλη απαρχή της σκέψης, μια καινούργια απαρχή, η οποία θα είναι μια εντός εισαγωγικών παγκόσμια επανάσταση, στην οποία θα αλλάξει ρυζικά ο τρόπος σκέψης μας. Και κάτι τελευταίο πριν ξεκινήσω με το κείμενο, για την έννοια της αλήθειας, θα ακούσετε πάρα πολλές φορές την έννοια της αλήθειας. Ίσως για τους θετικούς επιστήμονες είναι λίγο περίεργη. Ο Χάιντεγκερ δεν αναφέρεται στην αλήθεια ως αυτό το οποίο λέμε εμείς, ότι εγώ τώρα σας λέω την αλήθεια, δεν σας λέω ψέματα ή μια συμφωνία ας πούμε του πράγματος μαζί με μία έννοια. Δεν εννοεί αυτό το πράγμα την κλασική αντίληψη περί της αλήθειας. Πηγαίνει στην αρχαιοελληνική ρίζα της αλήθειας, ας πούμε η οποία είναι από το άλφατο στηρητικό και την λήθη. Δηλαδή ότι είναι η απώλεια της λήθης, δηλαδή η αποκάλυψη. Κάτι το οποίο είναι κρυφό ανασύρεται πάνω. Είναι η αποκάλυψη. Αλλά ταυτόχρονα αυτή η αποκάλυψη θέλει πάντα να μας υπενθυμίζει ο Χάιντεγκερ ότι ενυπάρχει μαζί με μία ταυτόχρονη απόκρυψη. Η αλήθεια για τον Χάιντεγκερ δηλαδή είναι μια δυναμική σχέση μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης ταυτόχρονης. Σε οδικό επίπεδο μπορεί κάποιος, δηλαδή σύμφωνα με τη διαφορά που έκανε ο Χάιντεγκερ, μπορεί να το δει κανένα σε κλεκευτικά στο γεγονός ότι εγώ για παράδειγμα τώρα βλέπω τον κ. Νικολαίδη. Ο κ. Νικολαίδης μου αποκαλύπτεται, μου αποκαλύπτεστε εσείς. Αν σας δω στον δρόμο θα ξέρω ότι είστε στο συγκεκριμένο μάθημα. Αλλά ταυτόχρονα την ώρα που εσείς μου αποκαλύπτεστε υπάρχει μια πλευρά σας η οποία μου είναι κρυφή και θα συνεχίσει να μου είναι κρυφή και ακόμα κι αν αυτή η πλευρά σας μου αποκαλυφθεί πάντα θα υπάρχει κάτι άλλο κρυφό. Αυτό το κρυφό μπορεί να είναι από τα όργανα σας τα οποία αυτή τη στιγμή δεν τα βλέπω, γιατί δεν έχω βιονικό μάτι, δεν ξέρω τι και δεν τα βλέπω, δεν υπάρχει ταυτόχρονα κάτι που μου κρύβεται ή από την χαρακτήρα σας και την συμπεριφορά σας, τον εαυτό σας, τα μυστικά σας και όλα τα σχετικά. Πάντα κάτι αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα όμως πάντα κάτι άλλο κρύβεται. Ο Heidegger ίσως είναι από τους φιλοσόφους που θα ήταν κάθετα αντίθετος σε μια ερμηνεία του ανθρώπου ως ενός απόλυτου όντως ή ενός όντως το οποίο μπορεί ας πούμε κάποτε να φτάσει στην απολυτότητα. Είμαστε πεπερασμένα όντα για τον Heidegger και ως πεπερασμένα όντα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα απόλυτο. Κάθε μας κίνηση θα είναι πεπερασμένη και θα είναι πεπερασμένη γιατί ακριβώς δεν θα μπορούμε ποτέ να δούμε αυτό που κρύβεται πίσω από κάθε αποκάλυψη. Πάντα δηλαδή θα μας είναι κάτι κρυφό, άρα την ολότητα δεν μπορούμε να την πιάσουμε ποτέ, απόλυτη αλήθεια δεν μπορούμε ποτέ να την δούμε. Νομίζω με αυτά μπορούμε να ξεκινήσουμε. Ίσως για την τέχνη είπε και ο κ. Νικολαίδης ότι σας φανεί λίγο άσχετη αρχικά αλλά θα δείτε ότι συνδέεται αρμονικά με τον Heidegger και με την όλη αντίληψή του περίπτω της τεχνολογίας. Οπότε θα σας μιλήσω αρχικά λίγο για την τέχνη. Το μόνο πράγμα το οποίο χρειάζεται λίγο να γνωρίζει κανείς για την τέχνη είναι ότι επειδή ο Heidegger απαντάει στην ουσία στον Hegel, ο οποίος μίλησε για το περίφημο τέλος της τέχνης. Γιατί ακριβώς ο Hegel δεν μίλησε για το τέλος της τέχνης, μίλησε ότι η τέχνη είναι κάτι παρελθοντικό για εμάς και έλεγε το εξής, ότι αν παρατηρήσει κανείς από την αρχαία ελληνικό κόσμο και γενικά την αρχαιότητα μέχρι και τον μεσαίωνα, βλέπει ότι η τέχνη είναι συναρμοσμένη μαζί με το θρησκευτικό κομμάτι. Τα περισσότερα μοτίβα στα οποία εδράζεται είναι από την βίβλο, από την αρχαία ελληνική ασφαλή με θρησκεία, είναι συνδυασμένη με το θρησκευτικό. Επειδή το θρησκευτικό ήταν συνειφασμένο στην ιδέα των ανθρώπων με το απόλυτο, ότι η θρησκεία είναι η γνώση του απόλυτου, ταυτόχρονα και η τέχνη με τον συνδυασμό της μαζί με τη θρησκεία εκλάμβανε ένα χαρακτήρα απόλυτου. Η τέχνη ήταν η φανέρωση του απόλυτου. Στην σύγχρονη εποχή όμως, μάλλον στη νεότερη εποχή ή στη σύγχρονη του Χέγγελ αντιπούμε, αυτό το πράγμα έχει τελειώσει. Η τέχνη έχει πλέον βρει την ελευθερία της, έχει αποστασιοποιηθεί από την έννοια της θρησκείας, πλέον μπορεί να βρει κάποιος ένα σωρό πράγματα για να πει οικονίστε τη τέχνη μη θρησκευτικά ή και αντιθρησκευτικά. Ενώ συνετέλεσε στην απόλυτη ελευθερία της τέχνης, τα πάντα δηλαδή ας πούμε σε μια ακραία εκδοχή μπορούν να ονομαστούν και τέχνη, παρότι και αυτό έχει κάποια προβλήματα, ταυτόχρονα έχασε τον απόλυτο χαρακτήρα της. Και έχασε δηλαδή την αντίληψη ότι περιμένουμε πλέον από την τέχνη να βρούμε το απόλυτο. Πλέον θεωρείται kits μια τέτοια άποψη, δηλαδή αν την ακούσαμε και σήμερα. Αυτό που μας λέει ο Hegel είναι για ποιον λόγο θεωρείται kits, επειδή αποσυνδέθηκε από το θρησκευτικό, έχασε και την απολυτότητά της, ενώ ταυτόχρονα βέβαια κέρδισε την ελευθερία της. Αυτό μόνο σημαίνει δηλαδή για τον Hegel και αν είναι ξεκινάω. Σε περίπτωση που βιάζω λίγο να μιλάω μπορείτε να μου λέτε. Επίσης μπορείτε να σταματάτε για απορίες, δεν ξέρω, ή μετά, όπως θέλετε, δεν έχω πρόβλημα. Λοιπόν, ξεκινάω από ένα παράθεμα. Σχεδόν από τότε κιόλας που ξεκίνησε μια ειδική μελέτη της τέχνης και του καλλιτέχνη, αυτή η μελέτη ονομάστηκε αισθητική. Η αισθητική εκλαμβάνει το έργο τέχνης ως αντικείμενο και μάλιστα ως αντικείμενο της αισθήσεως, της αισθητηριακής αντίληψης με τον ευρύτερο τρόπο, με το ευρύτερο νόημα. Αυτή την αντίληψη σήμερα την ονομάζει κανείς βίωμα, εαλεύνης. Ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος βιώνει την τέχνη πρόκειται να μας πληροφορήσει σχετικά με την ουσία της. Το βίωμα είναι η καθοριστική πηγή όχι μόνο για την καλλιτεχνική απόλαυση αλλά και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Τα πάντα είναι βίωμα. Όμως, ίσως το βίωμα να είναι εκείνο το στοιχείο μέσα στο οποίο πεθαίνει η τέχνη. Ο θανάτως διεξάγεται τόσο αργά ώστε θα χρειαστεί μερικούς αιώνες. Εδώ μιλάει για την αισθητική και το βίωμα. Κι ας κάνουμε μια κριτική στην αισθητική, η ίδια αισθητική που έκανε εκεί ο Χέγγελ, και λέει ότι όταν πάμε σε έναν αποκειμενισμό ότι τα πάντα μπορεί να είναι τέχνη ανάλογα με το πώς το νιώθει ο καθένας, αυτό το πράγμα δείχνει και το τέλος του απόλυτου χαρακτήρα της τέχνης. Από τη στιγμή που ο απόλυτός χαρακτήρας, η αλήθεια που υπήρχε μέσα στη τέχνη έχει γίνει η προσωπική αλήθεια του καθενός μας, ο απόλυτός χαρακτήρας της χάθηκε. Οπότε το βίωμα ήταν και ο τρόπος με τον οποίο πέθανε η τέχνη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν να υπάρχουν σοβαρά έργα τέχνης, το λέω και αργότερα. Αυτό συμπερένει ο Heidegger, αυτό που μόλις διάβασα, ήδη από την πρώτη σελίδα του επιλόγου του έργου του, η προέλευση του έργου τέχνης, το οποίο σας προτείνω να το διαβάσετε, είναι ένα πολύ ωρακείμενο. Η προέλευση του έργου τέχνης, η μετάφραση του ελληνική, δεν είναι καλή. Αν κάποιος γνωρίζει από αγγλικά ή γερμανικά μπορεί άνετα να το διαβάσει από εκεί, αλλά και στα ελληνικά, ας πούμε, αν δεν θέλει να ασχοληθεί περαιτέρω, έχει πολύ ενδιαφέρον σε κοινωνία. Σε μια χειρόγραφη υποσημείωση προσθέτει, αλλά αυτή η πρόταση, αυτά δηλαδή το οποίο ανέφερε ότι πεθαίνει η τέχνη μέσα στο βίωμα, δεν σημαίνει ότι η τέχνη πήρε οριστικά τέλος. Αυτό θα συνέβαινε μόνο εάν το βίωμα παρέμενε το μοναδικό στοιχείο της τέχνης. Αλλά το κάθε τι βασίζεται ακριβώς στο να ξεφύγουμε από το βιώνιν και να φτάσουμε στον Dasein, στην ανθρώπινη ύπαρξη, και αυτό θα πει να φτάσουμε στο να πετύχουμε ένα εντελώς διαφορετικό στοιχείο για το καλλιτεχνικό γύγνεσθε. Ok, με το βίωμα πεθαίνει η τέχνη. Βρούμε κάτι άλλο για να φύγει από το βίωμα και έτσι να διασώσουμε την αλήθεια. Όχι για χάρη της ίδιες της αλήθειας, αλλά θα λέγαμε ότι ίσως είδε ότι το τέλος αυτό της τέχνης, όπως θα αναφέρω και στην πορεία, σηματοδότησε μια ροή από καταστροφικά γεγονότα συμπεριλαμβανομένα του μηδενισμού, για τον οποίο μίλησε εκεί ο Νίτσε και τον οποίο θα μιλήσουμε. Αυτό, η τέχνη, τον απόλυτο χαρακτήρα της για τον Χίγελ και τον Χάιντεγκερ, τον είχε στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα. Πλέον, δηλαδή, για παράδειγμα, βλέπε κάποιος με την εικόνα του Χριστού στον μεσαίωνα, ταυτόχρονα πίστευε ότι εκεί υπάρχει το απόλυτο, δηλαδή το εμφανίζεται το απόλυτο. Πλέον, όπως θα διαβάσω και αργότερα ένα κομμάτι, πλέον, ενώ δεν αποκλείεται το κάποιος να νιώθει δαίος, δηλαδή ενωστά σε μια εικόνα, ταυτόχρονα, όπως λέει και ο Χίγελ, πώς θα λένε, δεν σκύβουμε το γόνατο. Δηλαδή, θα το σκεφτείς για να σκύψει το γόνατο ή κάποιοι άνθρωποι, τουλάχιστον, θα είναι πιο επιφυλακτικοί. Πλέον, έχει χάσει τον απόλυτο χαρακτήρα η τέχνη. Λοιπόν, ακόμα και τις θρησκευτικές πράγματα μπορεί να γίνουν στην τέχνη, κάτι που στο Μεσαίωνα δεν μπορούσε να γίνει, δεν μπορούσε να γίνει. Δεν λέει ότι το βίωμα είναι κάτι καταστροφικό, σαφώς και τη στιγμή που βλέπεις ένα εργοτέχνης, το βιώνεις και με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά λέει ότι το βίωμα θα είναι το να γίνει το μόνο κριτήριο της τέχνης. Δηλαδή, ανάλογα με το πώς νιώθω εγώ, βλέποντας ένα συγκεκριμένο πίνακα, αυτή να είναι και η αξία του συγκεκριμένου πίνακα. Δηλαδή, όταν το βίωμα γίνει ο κριτής σας με τις αλήθειες, εκεί υπάρχει λίγο το πρόβλημα για τον Χέιντεγκερ και τον Χέγγελ. Πρέπει δηλαδή να υπάρχεις με ταυτόχρονα να διασωθεί και ο απόλυτος χαρακτήρας, γιατί και ο Χέγγελ και ο Χέιντεγκερ πιστεύει ότι η τέχνη έχει να μας πει πολλά πράγματα και για την αλήθεια, όπου η αλήθεια βέβαια είναι η κρυπτόμενη ακρυπτότητα, όπως θα πει αργότερα, δηλαδή αυτό που ταυτόχρονα κρύβεται και ταυτόχρονα αποκαλύπτεται. Όταν ακούτε δηλαδή τι είναι η ακρυπτόμενη ακρυπτότητα, είναι ίσον αλήθεια. Πάω σε θέμα της τέχνης και κατακουστοποιήμα που είναι το συγκεκριμένο της εκκίνησης και συνεχίζει όμως και πάει πιο πέρα και δεν θέλει να διασφαλίζει κάτι που είναι πέρα από την άλλη συμπεριεπτήρια. Δεν τελειώσει το τελικό ποιόν, το καθίστημα είναι συμιστά. Ακριβώς αυτό. Ακριβώς αυτό. Ο Χάιντεκ και ο Νομίζο να συμφωνούσε με αυτό που λέτε. Άσχησε κριτική. Αν το δούμε στο ιστορικό του περιβάλλον, όταν τα έλεγαν αυτά τα πράγματα ο Χέγγελ για παράδειγμα, μην ξεχνάμε ότι ζούσε λίγο μετά την Καλλική Επανάσταση και ήταν και το κίνημα των φιλοσόφων, των ρωμαντικών. Ίσως θα μπορούσε κάποιος να εντάξει ας πούμε σε ένα τέτοιο ας πούμε και τον Σλάιερ Μάχερ, οι οποίοι έβλεπαν ας πούμε ότι ήταν το βίωμα, έδιναν μια ιδιαίτερη ας πούμε έμφαση στο υποκείμενο. Μια έμφαση την οποία ίσως την έδωσε και ο Νίτσε λίγο αργότερα, ότι ήταν στις αισθήσεις. Ο Νίτσε βέβαια την έδωσε ας πούμε κύριως και στον καλλιτέχνη. Δηλαδή λέει ότι ανάλογο και με τον καλλιτέχνη πρέπει να κρίνουμε ένα εργοτέχνης και όχι ανάλογο με τον αποδέκτη του εργουτέχνης. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε αυτά τα πράγματα. Αυτό το οποίο είναι σημαντικό είναι ότι υπήρχαν φιλόσοφοι εκείνη την εποχή που μιλούσαν για το βίωμα ως αποκλειστικό κομμάτι της τέχνης, είχαν επικρατήσει ας πούμε σε μεγάλο σημείο και σε αυτούς έρχεται να αντιπαρατεθεί ο Χέγγελ. Στην σημερινή εποχή βλέπουμε ότι αν κάποιος πει ότι υπάρχουν και άτομα που λένε ότι δεν με ενδιαφέρει η αντικειμενική αλήθεια για το συγκεκριμένο εργοτέχνης, ανάλογο με το πώς το νιώθω. Αμέρα αυτό μου λέει. Ο Χέγγελ και ο Χάντιγκερ ίσως θα έλεγαν ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο συγκεκριμένο, εφόσον σου αρέσει αυτό, OK, αλλά να ξέρεις, θα έλεγαν, υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από το βιωμά σου. Τώρα, με μια πρώτη ματιά, αν κάποιος εξωτερικός παρατηρητής συναφείς με τη φιλοσοφία έβλεπε τα παραπάνω από σπάσματα χωρίς κάποιος να του πει από πού προέρχονται, οι σκέψεις του θα κατευθυνόταν σίγουρα στον Χέγγελ. Όντως, ολόκληρος επίλογος του συγκεκριμένου κειμένου είναι αφιερωμένος στον Χέγγελ και ειδικότερα στην αναγγελία του γεγονότος του τέλους της τέχνης. Δεν υπάρχει ρητάσμα αυτό στον Χέγγελ. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χέγγελ, στο έργο του διαλέξεις πάνω στην αισθητική, ένα επίσης υπέροχο κείμενο, στο οποίο αργότερα στηρίχθηκε και ο Αντόρνος από τη σχολή της Φραγκφούρτης για να κάνει την αισθητική του. Με άλλον τρόπο, βέβαια. Για εμάς, λέει ο Χέγγελ, δεν ισχύει πια η τέχνη ως ανότατος τρόπος με τον οποίο η αλήθεια παρέχει ύπαρξη στον εαυτό της. Η τέχνη για εμάς παραμένει από την άποψη του πιο υψηλού της προορισμού κάτι παρελθοντικό. Μπορεί κανείς να ελπίζει ότι η τέχνη πάντα θα ανυψώνεται και θα τελειοποιείται όλο και περισσότερο, αλλά η μορφή της έχει πάψει πλέον να είναι η ανότατη ανάγκη του πνεύματος. Αν εμείς θεωρούμε ακόμα εξαίσια τα γάλματα των ελλήνων θεών και το αν βλέπουμε τον Θεό Πατέρα, τον Χριστό και την Μαρία να επικονίζονται με τέλειο και αξιοσεβαστό τρόπο, δεν βοηθάει καθόλου. Δεν γονατίζουμε πλέον ενώπιον τους. Είναι το τέλος της τέχνης που παραδείσουμε και είναι το τέλος της ιστορίας. Υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση και όταν ο Φουκουγιάμα είπε, μίλησε για το τέλος της ιστορίας, ότι στα κείμενα του Χέγγελ, στα οποία πέδωσε ο Φουκουγιάμα το τέλος της ιστορίας, δεν υπάρχει τέτοια έννοια. Ο Χέγγελ δεν μίλησε για τέλος της ιστορίας, για τον Χέγγελ μάλιστα δεν θα μπορούσε να υπάρχει τέλος της ιστορίας, γιατί τα πάντα τα βλέπε διαλεκτικά. Πάντα με λέει, μετά από έναν θάνατο έρχεται και μια ζωή, όχι παραπέμποντας βέβαια πάντα με στο θρησκευτικό κομμάτι. Ξέρει όντως το τέλος της ιστορίας, όπως και ο Φουκουγιάμα και μάλιστα ξέρει το τέλος της ιστορίας. Ναι, ο Χέγγελ όντως υποστήριξε και σε αυτό σας κήρυκε πάρα πολύ μεγάλη κριτική σε αυτόν, ότι ξέρει το πώς κινείται η ιστορία. Ξέρει δηλαδή το πώς κινείται η ιστορία και μάλιστα σφαιρικά. Για να πω, έλεγε ότι από την Αρχαιότητα, από την Ανατολή, υπήρχαν τα βασίλια τα οποία η ελευθερία ήταν ελευθερία του ενός. Αργότερα σιγά σιγά έτσι όπως προχωρούσε η ιστορία πήγαμε στις αριστοκρατίες και στις διάφορες τους ευγενείς και στις ολιγαρχίες όπου η ελευθερία ήταν ελευθερία των λίγων που είχαν την εξουσία. Και σιγά σιγά όπως προχωρά η ιστορία πηγαίνουμε στην ελευθερία όλων μέσα από τη δημοκρατία. Δηλαδή ο Χέγγελ βλέπε την ιστορία ως μια πρόοδο του πνεύματος στην μεγαλύτερη ελευθερία. Όσο πηγαίνει η ιστορία πηγαίνουμε και ως προς μεγαλύτερη ελευθερία. Αυτή ήταν η αντίληψή του. Ναι, έχει δεχτεί πάρα πολύ μεγάλη κριτική σε αυτό για το αν υπάρχει ασφαλώς λόγος μέσα στην ιστορία, για το αν υπάρχουν κάποιοι νόμοι της ιστορίας και αν δεν υπάρχει απλώς μια τυχαιότητα. Δεν ξέρω αν ισχύει το ένα ή το άλλο. Πάντως, έχει ενδιαφέρον και από την άποψη στην οποία τα παρουσιάζει ότι δεν είναι τόσο απόλυτος όπως θεωρήθηκε από τους αιγελιανούς. Δηλαδή βλέπουμε ότι και στον Χάιντεκερ, οι μαθητές του ήταν αυτοί που έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά. Δηλαδή οι αιγελιανοί, οι μαθητές του Χέγγελ, οι μαρξιστές του Μάρξας, οι χαϊντεκεριανοί, έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στον δάσκαλό τους και τον παρουσιάσαν με έναν τρόπο πιο κλειστό σύστημα, ενώ αν δει κανείς τα κείμενα του Μάρξας θα παρατηρήσει μια πολύ μεγάλη διαλεκτικότητα και μια πολύ μεγάλη άνεση. Δεν ήταν ένα κλειστό μυαλό όπως τον παρουσιάζουν, δηλαδή ο οποίος έλειψε συνέχεια και επαναστάσεις και τα σχετικά. Διαλέκτηκε πάρα πολύ με τον φιλοελευθερισμό, διαλέκτηκε με πολλά κείμενα, θαύμαζε πάρα πολύ τον Χέγγελ, ο οποίος δεν ήταν μαρξιστής, εντάξει, δεν ήταν μαρξιστής εννοώ, εντασότανε στο χώρο της αριστεράς μάλλον. Υπήρχε ένα διαφορετικό πνεύμα, με το οποίο αργότερα ίσως προδόθηκε από τους μαθητές των κάστοτε φιλοσόφων. Αυτά κυρίως είμαι για την ιστορία. Τώρα, για το τέλος της ιστορίας, είπαμε ότι δεν μιλάει ξεκάθαρο ο Χέγγελ. Ο Φουκουγιάμα προσπάθησε μέσα από τον νεοφιλοελευθερισμό να το δει ότι ήταν ίσως το τέλος, όπου πλέον φτάσαμε στο νεοφιλοελευθερισμό, τα πάντα είναι ελεύθερα, δεν μας ενδιαφέρει ισότητα και τα σχετικά. Υπάρχει το αντίπολο ισότητας ελευθερίας. Εντός εισαγωγικών, η αριστερή πλευρά είναι υπέρ της ισότητας, ακόμα και αν περιορίζονται κάποιες ελευθερίες, η δεξιά πλευρά, ή τουλάχιστον ακόμα και απ' το κέντρο, λέει ότι μας ενδιαφέρει περισσότερη ελευθερία παρά ισότητα. Ο καθένας μπορεί να κερδίσει μόνος του την ισότητα χωρίς επέμβαση. Υπάρχει μια αγορά από τη μία, ο Adam Smith έχει μιλήσει με έναν τρόπο πιο σοβαρό από ό,τι τον παρουσιάζουν σήμερα, και από την άλλη είναι η έννοια της ισότητας, μπορεί κάποιος να δει αυτά τα δύπολα σε σύγχρονους φιλοσόφους όπως ο Dworkin ή ο John Rawls. Τώρα, από εκεί και πέρα, δεν μίλησα σίγουρα για τέλος της ιστορίας, δηλαδή ο Hegel έβλεπε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει για τέλος, πάντα μετά από ένα τέλος υπήρχε και μια καινούργια αρχή, οπότε οριστικό τέλος ίσως δεν θα μπορούσε να έρθει. Συνδροηγόντως, εσείς δεν ξέρετε γιατί το τέλος του μαθήματος... Ναι, ναι. Ναι, βέβαια, εντάξει, κάποια μίσος θα προσπεράσω. Ναι, ναι, η τεχνική είναι όντως το σημαντικότερο, απλώς για να κατανοήσει κάποιος την τεχνική του Heidegger θα πρέπει να δει και κάποια πράγματα για την τέχνη, δηλαδή γιατί ήταν συναρμότη. Τώρα, θα μπορούσε κανείς να πει προεκονομώντας τα όσα θα ακολουθήσουν, πως το όλο εγχείρημα ενασχόλησης του ίστερου Heidegger με την τέχνη, μπορεί να συνοψηστεί σε δύο βασικούς στόχους. Αφενός, όταν απαντήσει στην παραπάνω θέση του Hegel για το τέλος της τέχνης και αφεντέρου στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τη θημελιώδη εμπειρία του μηδενισμού, για την οποία έκανε λόγο ο Νίτσε και για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Ο Heidegger έχει συνείδηση του γεγονότος πως όταν ο Hegel αναγγέλει το τέλος της τέχνης, αυτό δεν σημαίνει πως αρνείται ότι μπορούν να υπάρξουν νέα έργα τέχνης ή μελλοντικά καλλιτεχνικά κινήματα. Η παρατήρηση του Hegel είναι βαθύτερη και γίνεται πιο κατανοητή με την ακόλουθη επισήμανση του Heidegger. Το ερώτημα παραμένει, είναι ακόμη η τέχνη ένας οσιώδης και αναγκαίος τρόπος κατά τον οποίο συμβαίνει η αλήθεια που είναι καθοριστική για την ιστορική μας ύπαρξη ή μήπως η τέχνη δεν είναι πια αυτό, αλλά εάν η τέχνη δεν είναι πια αυτό, τότε παραμένει το ερώτημα, γιατί συμβαίνει αυτό. Αυτό δείχνει πως χρειάζεται να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη τέχνης. Α' η τέχνη στην οποία συμβαίνει η αλήθεια που είναι καθοριστική για την υπαρξή μας, αυτή που θα αποκαλέσει ο Heidegger ως υψηλή τέχνη ακολουθώντας εις το Nietzsche και Β' η τέχνη στην οποία απουσιάζει μια τέτοια σημασία. Ο Hegel μιλώντας για το τέλος της τέχνης εννοεί το τέλος της τέχνης που σχετίζεται με την αλήθεια. Η κυριαρχία της αισθητικής και ο συναφής με αυτήν ακραίος υποκειμενισμός επέφερε την απώλεια του αρχικού χαρακτήρα της τέχνης ως παρουσίαση της αλήθειας. Η αισθητική διαχωρίζοντας το ωραίο από το αληθές συνετέλεσε στο να πραγματοποιήσει μια στροφή προς την αυτο-υκανοποίηση και την απόλαυση του εαυτού μέσα των συναισθημάτων που παράγονται από το έργο τέχνης χωρίς να δίνεται έτσι προσοχή στο ίδιο το έργο τέχνης καθεαυτό. Λυσμονίσαμε δηλαδή το έργο τέχνης και λέμε ας δούμε το πώς μας ενδιαφέρει εμάς. Δεν μας ενδιαφέρει το τι είναι το έργο τέχνης, εγώ πως το νιώθω. Η όλη σημασία έχει μετατεθεί στον αποδέκτη παρατηρητή του έργου, στο πώς αυτός αισθάνεται και όχι στο ίδιο το έργο τέχνης. Σε αυτό το σημείο εντοπίζονται αρκετές ομοιότητες αλλά και βασικές διαφορές του Χέγγελ με τον Χάιντεγκερ. Και οι δύο αναζητούν μια μη αισθητική θεωρία για την τέχνη. Και οι δύο βλέπουν την τέχνη ως ένα ιστορικό φαινόμενο και οι δύο διαβλέπουν πως η ψηλή τέχνη έχει μεγάλη φιλοσοφική σημασία και ακόμα και οι δύο συμφωνούν πως η τέχνη δεν είναι πλέον ένας ουσιαστικός και αναγκαίος τρόπος με τον οποίο συμβαίνει η αλήθεια που είναι καθοριστική για την ύπαρξή μας. Συμφωνούν ότι έχει παρέλθει, βέβαια ο Χάιντεγκερ σε αντίθεση με τον Χέγγελ λέει ότι, ναι, οκ, έχει παρέλθει αλλά υπάρχει ακόμα τρόπος να την ξαναφέρουμε στο προσκήνιο. Ενώ ο Χέγγελ θεωρεί ας πούμε ότι έχει χαθίας με απόλυτος χαρακτήρας. Όπως και αν έχει πάντως, είτε συμφωνεί κανείς με τον αρνητικό τόνο που αποδίδεται από τον Χέγγελ στην αισθητική είτε όχι, οφείλει να παραδεχτεί πως στη σύγχρονη εποχή όντως ξενίζει η αντίληψη περί της φανέρωσης της αλήθειας εντός του έργου τέχνης. Το να αποδεχτεί βέβαια κανείς πως ο συσχετισμός της τέχνης με την αλήθεια, αυτό που θα ονομάζαμε οντολογία της τέχνης έχει παρέλθει, δεν σημαίνει πως πλέον δεν υπάρχουν και δεν θα συνεχίσουν να υπάρχουν θεασώτες οντολογικών προσεγγίσεων περί τέχνης, άτομα που θα ψάχνουν να βρουν την αλήθεια στην τέχνη. Κάτι τέτοιο δεν θα το δεχόταν ούτε το Χέγγελ. Πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν ακόμα να βρουν την αλήθεια στην τέχνη. Η αναγγελία του Χέγγελ στη πραγματικότητα μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα για ποιο λόγο στη σύγχρονη εποχή όλες αυτές τις προσπάθειες θεωρού και να βρουν την αλήθεια στην τέχνη. Αυτή η προσέγγιση θα επιχειρήσει μια επιστροφή στο ίδιο το λυσμονημένο εργοτέχνης πάντα με γνώμονα το ερώτημα για το «είναι», θέλουμε να ξεφύγουμε από τη σύγχυση της οντολογικής διαφοράς, θέλουμε να σταματήσουμε να χειριζόμαστε ως «να είναι» με κεφαλαίο το «είναι» και θέλουμε να πάμε στο «όντως είναι», να κάνουμε δηλαδή ρητή αυτή την οντολογική διαφορά η οποία έχει λυσμονηθεί τόσο από τη φιλοσοφική παράδοση όσο και από τις πραγματικές δραστηριότητες. Αυτή η προσέγγιση θα επιχειρήσει μια επιστροφή στο ίδιο το λυσμονημένο εργοτέχνης πάντα με γνώμονα περισσότερες βάσεις μέσα στα συναισθήματα που προκαλεί σε κάποιον είτε γιατί δώθηκε περισσότερες βάσεις στον ίδιο τον καλλιτέχνη και όχι σε αυτό το ποιο δημιούργησε. Όλα τα φαινόμενα και οι έννοιες οι οποίες αναπτύσσονται στο κείμενο αποτελούν διαφορετικές οπτικές στη σχέση του design με το ίδιο συμβάν όπως αυτή εμφανίζεται εντός του εργοτέχνηση. Εδώ λίγα πράγματα μόνο για το περίφημο ίδιο συμβάν είναι το γερμανικό Ereignis το οποίο θα σημαίνει να σημαίνει στο συμβάν και μόνο απλώς για τον Heidegger κάνει μια ατιμολογική προοπτική ας πούμε του Ereignis από το Sieg Eigen που σημαίνει κάτι ίδιο δικό μου. Οπότε λέει ότι το πέρασμα από το είναι στα όντα όταν δηλαδή το είναι στον ίστερο Heidegger που είδαμε ότι αυτό είναι η βάση από την οποία πηγαίνουμε στον Τάζαν στην ανθρώπινη ύπαρξη όταν αυτό το είναι μας αποκαλύπτεται η στιγμή της αποκάλυψης είναι αυτό που αναφέρει ως ίδιο συμβάν. Είναι ένα συμβάν το οποίο είναι ίδιο και δικό μας. Ο όρος ίδιο συμβάν ίσως είναι λίγο αδόκημος αλλά είναι πολύ δύσκολο μεταφραστή στα ελληνικά αν τον μεταφράσμος συμβάν χάνει το νόημα το οποίο του δίνει ο Heidegger. Πάντως να ξέρετε ότι ίδιο συμβάν είναι όταν το είναι η στιγμή της αποκάλυψης του είναι στον Τάζαν. Πώς γίνεται όμως να προσεγγίσει κανείς το ίδιο το έργο τέχνης μόνο του χωρίς αναφορά η συσχέτησή του με τον καλλιτέχνη ή με το κοινό. Ο Heidegger προσπαθεί να τραντάξει τις παραδοσιακές ερμηνείες για το έργο τέχνης και προτάσσει ότι η ορθή εμπειρία περί εργου τέχνης μπορεί να κατακτηθεί μόνο εάν αφαιθεί το έργο ως έργο να μας μιλήσει. Μόνο έτσι θα συναντήσουμε το είναι του. Συγκεκριμένα αναφέρει για να βρούμε την ουσία της τέχνης η οποία κυριαρχεί πραγματικά μέσα στο εργο τέχνης θα αναζητήσουμε το πραγματικό εργο τέχνης και θα το ρωτήσουμε τι και πώς είναι. Πώς θα είμαστε σίγουροι όμως ότι αυτό που θα έχουμε μπροστά μας είναι ένα εργο τέχνης, πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματα το εργο τέχνης. Το εργο τέχνης εκ πρώτης όψιος ομοιάζει με τα κοινά πράγματα και ως αντικείμενο αλλά και λόγω του υλικού από το οποίο αποτελείται. Μήπως λοιπόν το εργο τέχνης είναι πράγμα? Να το ξέρουμε αυτό θα πρέπει να ορίσουμε τι είναι το πράγμα και ειδικότερα τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα να είναι πράγμα. Δηλαδή πώς ξέρω εγώ, μπορεί να ακούγετε το πραγμοϊδές το οποίο είναι στο κείμενο που σας έδωσα, αναφέρετε το πραγμοϊδές του πράγματος, σας ακούγεται λίγο περίεργο αυτό. Αλλά αυτό που εννοεί ο Heidegger όπως σου και όταν μιλάει για το οργανοϊδές του οργάνου ή το εργοϊδές του εργο τέχνης είναι στην ουσία το τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα να είναι πράγμα. Πώς ξέρω για παράδειγμα ότι ο Θεός είναι πράγμα ή δεν είναι πράγμα. Οι πέτρες λέμε ότι είναι πράγμα. Γιατί, από πού προκύπτει ότι είναι πράγμα. Μπορεί κάποιος να πει το πράγμα ότι είναι μόνο τα υλικά, να το περιορίσει την ερμηνεία του ότι είναι το ξύλο, οι πρώτες ύλες και τα σχετικά. Κάποιος άλλος όμως μπορεί να θεωρήσει το πράγμα μία γενική έννοια ότι είναι τα πάντα και ο Θεός μπορεί να θεωρηθεί ως πράγμα και ο άνθρωπος ως πράγμα. Πώς ξέρουμε τι είναι αυτό που κάνει το πράγμα πράγμα. Ποιο είναι η ουσία του, το πραγμοϊδές. Όπου πραγμοϊδές, οργανοϊδές και εργοϊδές, ίσον η ουσία αυτούς στο οποίο αναφέρετε. Για να το ξέρουμε αυτό, λοιπόν, πρέπει να οριστούμε τι είναι το πράγμα και, ειδικότερα, τι είναι αυτό που κάνει ένα πράγμα να είναι πράγμα. Αυτό δηλαδή που ο Heidegger θα ονομάσει ως το πραγμοϊδές του πράγματος. Ο Heidegger ανέτρεξε, ακολουθώντας τον αριστοτελικό τρόπο, ανέτρεξε στη φιλοσοφική παράδοση, όπου ανακάλυψε τρεις κυρίαιροχους ορισμούς περί της ουσίας του πράγματος. Ο πρώτος ορισμός είναι ότι το πράγμα είναι ένας φορέας χαρακτηριστικών. Είναι μια πέτρα η οποία ταυτόχρον έχει και το βάρος της, έχει διάφορα χαρακτηριστικά, πυκνότητα και τα σχετικά. Ο δεύτερος τρόπος είναι ότι το πράγμα είναι η ενότητα επικύλων αισθητηριακών δεδομένων. Το πράγμα είναι αυτό το πράσινο πράγμα το οποίο βλέπω μπροστά μου, ανάλογα με τις αισθήσεις μου είναι σκληρό, ανάλογα με τις αισθήσεις κρίνω και την ουσία του. Και το τρίτο είναι ότι το πράγμα είναι η μορφωποιημένη ύλη. Είναι μια ύλη η οποία έχει μια συγκεκριμένη μορφή, ανάλογα με τη μορφή της οποία της δίνεται αλλάζει και αυτό το οποίο ονομάζουμε πράγμα. Ο Heidegger απορρίπτει μεθοδικά και τους τρεις αυτούς τους τρόπους, θεωρώντας τους ότι βιάζουν το ίδιο το πραγμοϊδές του πράγματος. Θα αρκεστεί να ορίσει το πράγμα ως το αυτοφυές και το εσωτερικά ευθυσυχάζον. Λέει ότι όλες αυτές οι ερμηνείες προσπαθούν να χρησιμοποιούν ως αντικείμενο το πράγμα. Ο Heidegger έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα με την αντικειμενοποίηση των όντων. Θεωρεί ότι δεν μπορεί κανέναν και τίποτα να το θεωρήσει ως αντικείμενο, κάτι το οποίο κείται αντί, ενάντια σου και κάτι στο οποίο εσύ ως υποκείμενο μπορείς και έχεις απόλυτη αξιοδότηση να επεβαίνεις σε αυτό κατά το δοκούν. Όπου δηλαδή υπάρχει θεώρηση ως αντικειμένου, ο Heidegger λέει ρητά χ. Αυτό το θεωρεί λοιπόν ως βιασμός με τον όντων, όταν τα θεωρήσεις ως αντικείμενα. Για τον Heidegger υπάρχει η πλευρά της λεγόμενης γαλήνης, gelassenheit, μια έννοια που παίρνει διαφορετικούς ορισμούς αργότερα, ότι στα πράγματα θα πρέπει να τα προσεργήσουμε, να τα αφήσουμε τα ίδια, να φανερωθούν από μόνα τους, να μας μιλήσουν εντός εγωγικών μόνα τους και όχι να επέμβουμε εμείς και να τα ωθήσουμε στο να μας πούμε αυτό που συνήθως θέλουμε εμείς να μας πούμε και αυτό που θέλουμε συνήθως εμείς να ακούσουμε. Τώρα, στη συνέχεια ο λόγος θα μεταφερθεί σε μια δεύτερη κατηγορία που είναι τα σκεύη ή τα όργανα. Ακόμη κι αν γνωρίζουμε το τι είναι πράγμα, υπάρχει μια κατηγορία πραγμάτων που είναι επεξεργασμένα, τα λεγόμενα σκεύη. Το σφυρί για παράδειγμα είναι επεξεργασμένο, το τραπέζι είναι επεξεργασμένο. Θα πρέπει λοιπόν να δει κανείς και ποιο είναι το σκευοειδές του σκεύους ή το οργανοειδές του οργάνου για να μπορέσει να καταλήξει τι από όλα είναι ένα έργο τέχνης, μάλλον τι από όλα αυτά είναι το έργο τέχνης, είναι ένα πράγμα, είναι ένα σκεύος, τι ακριβώς είναι το έργο τέχνης. Τα σκεύη είναι φυσικά πράγματα που έχουν δεχτεί επεξεργασία, όσο επεξεργασμένα πράγματα διαχωρίζονται από τα φυσικά κάθε αυτά. Ο Heidegger σε αυτή τη δεύτερη φάση προσπαθεί να αντιχνεύσει το σκευοειδές του σκεύους ή το οργανοειδές του οργάνου, το οποίο τελικά συνίσταται πρωταρχικά στην εξυπηρετικότητα που έχει ως εργαλείο στα χέρια κάποιου ανθρώπου, αλλά θεμελιωδός στην εμπιστοσύνη που γεννά. Το χαρακτηριστικό δηλαδή και η ουσία ενός σκεύους ή ενός οργάνου είναι η εξυπηρετικότητα, ότι σε αντίθεση για παράδειγμα με έναν απλό βράχο ο οποίος δεν έχει καμία εξυπηρετικότητα σε μένα παρά μόνο όσο αν θέλω να καθίσω για να γραντεύσω πάνω ίσως ή να τον επεξεργαστώ, το όργανο είναι επεξεργασμένο, το καπέλο για μένα το χρησιμοποιώ για να προστατευτώ από τον ήλιο, τα παπούτσια τα χρησιμοποιώ για να προχωρήσω, αλλά πέρα από την εξυπηρετικότητα το όργανο έχει και την εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη με την έννοια ότι την ώρα που φορώ τα παπούτσια μου δεν χρειάζεται καν να σκέφτομαι ότι αυτή τη στιγμή φορώ παπούτσια, επαφείομαι και νιώθω εμπιστοσύνη σε αυτά, αφήνω τον εαυτό μου σε αυτά για να με καθοδηγήσουν. Αργότερα, όπως θα συνεχίσω, αν το παπούτσι, για παράδειγμα, χαλάσει, χάνεται ταυτόχρονα και η εξυπηρετικότητά του και χάνεται και η εμπιστοσύνη την οποία έχασα αυτό πλέον, δηλαδή μπορεί να μπει νερό μέσα και έχει χαθεί όλο αυτό, πλέον γίνεται ένα άχρηστο αντικείμενο. Το σκεύος είναι χρηστικό επειδή το εμπιστευόμαστε. Εμπιστευόμαστε την σταθερότητα του πατήματός μας στο παπούτσι που φοράμε με έναν τρόπο που δεν συλλογιζόμαστε καν ότι φοράμε παπούτσια ή ότι φοράμε μπλούζα, για παράδειγμα. Απλώς επαφειόμαστε εμπιστευτικά σε αυτό. Το παπούτσι όμως με τον καιρό φθείρεται και η φθορά αυτή προκαλεί κάποια ενόχληση στο πόδι μας ή στο βηματισμό. Έτσι η αρχική πιστωσύνη που είχαμε σε αυτό σταδιακά χάνεται γιατί χάθηκε η ανενοχλητικότητα. Πλέον μας προκαλεί ενόχληση. Πλέον το σκευοειδές του σκεύου στη συγκεκριμένη περίπτωση το παπουτσοειδές του παπουτσιού χάνεται και μεταγορφώνεται σε ένα ενοχλητικό πράγμα. Ακριβώς εδώ είναι που φανερώνεται η ουσία του εργουτέχνης. Το εργοειδές του εργουτέχνης και η διαφορά του με τα φυσικά πράγματα και τα σκεύη. Ο Heidegger καταλήγει. Το εργοτέχνης δεν είναι ούτε ένα φυσικό πράγμα και δεν είναι ούτε σκεύος. Είναι αυτό που φανερώνει εντός του τόσο το πραγμοειδές του πράγματος όσο και τους σκευοειδές του σκεύους. Είναι αυτό δηλαδή που μας δείχνει την ουσία και του σκεύους και του πράγματος. Είναι ένας τρίτος πόλος ο οποίος δεν έχει καμία σχέση ούτε με πράγμα ούτε με σκεύους. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση που το σκεύος είναι χρήσιμο σε μένα και να έχει χρήσιμο στην ανάπτυξη? Ναι. Κατασμένα τα φαγούτσια φέρετε σε μετά πρέπει να κάνετε κάτι σε εμένα και να μείνει και να είναι χρήσιμα. Και γι' αυτό με τόνισα ότι πέρα από την χρυσιμότητα ας πούμε υπάρχει και η εμπιστοσύνη. Δηλαδή σε ένα κατεστραμένο σκεύος ταυτόχρονα εάν δεν υπάρχει εξυπηρετικότητα δεν μπορεί να υπάρχει εμπιστοσύνη. Εξυπηρετικότητα ή σαφώς? Για όλους ας πούμε δηλαδή οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ας πούμε με ένα διαφορετικό τρόπο και να εξυπηρετεί σε άλλα πράγματα. Τώρα, η πέτρα ως φυσικό αντικείμενο είναι κάτι του αυτοφυές και εσωτερικά εφυσυχάζουν. Ένας βράχος ας πούμε είναι κάτι το οποίο εφυσυχάζει εσωτερικά, δεν υπάρχει ας πούμε είναι ανεπεξέργαστο. Όταν όμως πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ενός οργάνου για να φτιάξεις κάτι λύφινο, τα τότε θυσιάζει τον εαυτό της, εξαφανίζεται εξυπηρετώντας. Το έργο τέχνης αντίθετα διατηρεί το υλικό και μάλιστα το ανυψώνει τονίζοντάς το. Για παράδειγμα, βλέπεις ότι αν επικονείς ένα βράχο, ένας καλλιτέχνης, ταυτόχρονα το πετρινό της συγκεκριμένης πέτρας ανυψώνεται και αποκτά ένα νόημα λαμπερό. Ή ακόμα και το μάρμαρο, από το οποίο είναι εφτυξημένος ένας ναός, το έργο τέχνης δεν καταστρέφει το μάρμαρο, αλλά το ανυψώνει και του δίνει όλο το μεγαλείο του. Δεν είναι όπως τα σκέπη γίνονται πράγματα και θυσιάζουν τα πράγματα για να γίνει κάτι σκεύος. Το έργο τέχνης αντίθετα διατηρεί το υλικό και μάλιστα το ανυψώνει. Μαζί με το πραγμοϊδές αποκαλύπτει και το σκευοϊδές. Ο Heidegger χρησιμοποίησε παράδειγμα τη ζωγραφιά του Van Gogh ένα ζευγάρι παπούτσια. Το παπούτσι είναι ένα όργανο το οποίο αρχικά είναι εξυπηρετικό και το εμπιστευόμαστε να μας κουβαλάει. Σταδιακά όμως φθείρεται και έτσι καταντά μη χρηστικό και μειώνει την εμπιστοσύνη που έχουμε σε αυτό. Όταν όμως το παπούτσι είναι ζωγραφισμένο σε έναν πίνακα, αυτό το πίνακα σε αυτός διατηρεί το παπούτσι στην εμπιστοσύνη του, διατηρεί το σκευοϊδές του σκεύους. Ήδη από το είναι και χρόνος, ένα από τα πιο κομβικά κείμενα του πρώιμου Heidegger, είχε παρατηρήσει πως ποτέ δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ένα σκεύος μόνο του και αποκομμένο από τα υπόλοιπα. Πάντα πρέπει να είναι σε συνάφεια με κάτι άλλο. Το σκεύος μας παραπέμπει σε άλλους συναυθρώπους μας, στη φύση, στο περιβάλλον αλλά και στον design με τις δυνατότητές του. Για παράδειγμα το σφυρί, το οποίο εκείνη τη στιγμή σφυροκοπά, την ώρα που εγώ χτυπάω με το σφυρί, το σφυρί παραπέμπει σε μένα που το χτυπάω. Έμεσα δηλαδή ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος που το χρησιμοποιεί. Εγώ ταυτόχρονα έχω σχέση με κάποιους άλλους ανθρώπους, με τους γονείς μου, φίλους και τα σχεδικά. Εκείνοι έχουν σχέση με άλλους ανθρώπους και με άλλα πράγματα και σιγά σιγά έτσι δημιουργείται ένας κόσμος, όπως τα αναφέρει ο Heidegger, δηλαδή μέσα από ένα απλό σκεύος παραπέμπει σε έναν ολόκληρο κόσμο, Welt. Τώρα, κάποια πράγματα ίσως μπορώ να τα αφήσω. Τώρα, το παπούτσι είναι ένα όργανο το οποίο αρχικά είναι εξυπηρετικό και το εμπιστευόμαστε να μας κουβαλάει. Σταδιακά όμως φθείρεται και έτσι κατατάμει χρηστικό και μειώνει την εμπιστοσύνη. Εντάξει, τότε χρειάζεται να το επαναλάβουμε. Τώρα, το έργο τέχνης διατηρώντας εντός του το σκευοειδές του σκεύους αποκαλύπτει με τη σειρά του έναν κόσμο, αυτός το οποίο είπα, και καθώς ανυψώνει και δεν καταναλώνει το υλικό από το οποίο φτιάχτηκε, ανωρθώνει αυτό που ο Heidegger θα ονομάσει Γη. Η έννοια της Γης με τον κόσμο είναι λίγο περίεργη και θυμίζει λίγο αποκρυφισμό, δηλαδή μιλάει σε πολλά πράγματα για τη διαμάχη της Γης με τον κόσμο. Στην πραγματικότητα δεν έχει κάτι τέτοια, κάτι τέτοια σημανόμενα. Αυτό που ονομάζει στη Γη ο Heidegger, είναι δύσκολο βέβαια να το πούμε απλά, αλλά απλουστευτικά είναι το υλικό το οποίο σουφανερώνει έναν κόσμο, το σφυρί δηλαδή το οποίο μπορεί να σουφανερώσει τον κόσμο. Και ο κόσμος είναι κάτι το οποίο υπερβαίνει εμάς. Δεν είναι μια αφιριμένη αντίληψη του συνόλου με τον όντων, είναι κάτι το οποίο προηγείται από τη δική μας ύπαρξη. Εμείς για τον Heidegger είμαστε γκεβόρφεν, ριγμένοι μέσα στον κόσμο, δεν ξέρουμε ούτε από πού ήρθαμε, ούτε για ποιον λόγο είμαστε εδώ. Ριχτήκαμε, μας έριξε κάποιος, ριχτήκαμε μόνοι μας, δεν ξέρει καθόλου, δεν λέει κάτι τέτοιο, απλώς είμαστε ανοιχτοί μέσα σε άπειρες δυνατότητες. Ο κόσμος αυτός μας φανερώνει άπειρες δυνατότητες και εμείς καλούμαστε είτε να σπαστούμε κάποιες από αυτές τις δυνατότητες απορρίπτοντας κάποιες άλλες, είτε να προσπαθήσουμε να βρούμε την αυθεντικότητά μας, δηλαδή αυτό που θα έλεγε ο Heidegger στον πραγματικό μας εαυτό. Δηλαδή να μην γίνουμε οι ίδιοι με το υπόλοιπο σύνολο, το οποίο σύνολο έχει μάθει ας πούμε να λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο και εμείς είτε θα το ακολουθήσουμε, δεν λέω ότι είναι αρνητικό να το ακολουθήσεις, αλλά είναι αν αυθεντικό, και είτε να προσπαθήσουμε να δούμε εμείς οι ίδιοι αυτό το οποίο εκφράζει τη δικιά μας ουσία και είναι διαφορετικό, είναι αυτό που μας κάνει πρόσωπα και όχι αντικείμενα, είναι κάτι διαφορετικό από την εκμετάλλευση, ας πούμε τον Όντων ως αντικείμενο. Τώρα, τις αναφορές σε κόσμο και σε εκεί, ο Heidegger τις δανείστηκε από τον Helderlin, ένας ποιητής από τον οποίο εμπνεύστηκε πάρα πολύ, θα ακούσατε σε κάποια σημεία να μιλάω για την αρχαία Ελλάδα με έναν τρόπο ο οποίος θυμίζει λίγο αποκριφισμό πάλι, αλλά ο Heidegger επίσης δεν έχει σχέση με αυτό το πράγμα, ο Helderlin είναι ένας ποιητής ο οποίος τον επηρέασε και ο οποίος ήταν πάρα πολύ αρχαιοελληνιστής, Helderlin είναι ένας ποιητής ο οποίος τον επηρέασε πάρα πολύ, μιλούσε ο Helderlin πάρα πολύ για την αρχαία Ελλάδα, αρχαιοελληνιστής βέβαια όχι με τη δική μας έννοια όπως το χρησιμοποιούμε σήμερα, απλώς θεωρούσε την αρχαία Ελλάδα ως ένα μεγάλο κονβικό σημείο στο οποίο ίσως θα πρέπει να επιστρέψουμε εκεί. Ήτανε λέω μια στιγμή στιγμής. Τώρα, η γη για τον Heidegger δεν σχετίζεται με μία άμορφη μάζα ύλης, ούτε με την αστρονομική έννοια του πλανήτη. Η γη είναι το θεμέλιο το οποίο είναι πέρα για πέρα ιστορικό και ταυτόχρονος υπεριστορικό καθώς φέρει στην επιφάνειά της όλη την ιστορία και τη διασχίζει κρυφά χωρίς να αναδείεται και να ξεκοβάλλει από μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Αυτά ας πούμε αν θέλετε να τα συζητάμε δεν χρειάζεται να δώσετε έμφαση, θα πάω λίγο στα πιο με της τεχνολογίας, απλώς είναι σημαντικά θα δείτε για να κατανοήσετε τα επόμενα. Πολλά από το απόλυτο τέχνη, δεν είπα ότι θα έχεις να γυρίσεις την απολυτότητα. Αυτό είναι τι θεωρείτε καλό. Δεν είπα ότι θέλω να γυρίσω την απολυτότητα, είπα απλά ότι πρέπει να διασώσουμε και τον απόλυτο χαρακτήρα του ταυτόχρονα με το βίωμα. Δεν λέει ότι πρέπει όλοι να βλέπετε το απόλυτο στην τέχνη. Ο Χαϊντιγκερς είπε ότι ο καθένας μπορεί ελεύθερος να επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θέλει να δει τα όντα, μπορεί να τα δει ως αντικείμενα, μπορεί να τα δει ως έναν τρόπο αποκάλυψης της αλήθειας του θεού, μπορεί να τα δει την τέχνη ως απόλυτη, μπορεί να τα δει με έναν υποκειμενισμό, δεν απαγορεύεται. Δεν γινόταν εκείνη την εποχή, γιατί όντως πάλι να το βλέπουμε απόλυτα, λοιπόν να το βλέπετε απολύτως δημοτικά, οπότε δεν μπορεί να χρειάζεται το πρόβλημα εκείνη την εποχή, δηλαδή τι θα νομίζω να χάνεται και τους άνθρωποι. Αυτό που το χανόταν ήταν η έννοια της αλήθειας ότι έβγαινε εντελώς εξωστραγγιζόταν από την τέχνη, δηλαδή ότι από εκεί που η τέχνη είχε έναν απόλυτο χαρακτήρα, απόλυτο όχι με την απολυτότητα που λέμε εμείς, απόλυτο ως κάτι το οποίο να είναι μη σχετικό και να είναι μη πεπερασμένο, να το πω έτσι. Δηλαδή, έτσι με κάτι θεϊκό, για να το πω απλά. Δηλαδή, όχι απόλυτο ότι εγώ είμαι απόλυτος στις απόψεις μου και δεν ακούω κανέναν, όχι με αυτή την έννοια, η επιστροφή στην απολυτότητα ως... Όχι, αυτό ακριβώς, όχι σαν ευθενία, αλλά την τέχνη ως ότι μας λέει και κάποια πράγματα για την αλήθεια, δηλαδή ότι δεν είναι κάτι το οποίο είναι του πεταματού και το πρέπει δηλαδή ανάλογο εγώ το βλέπω ως με έτσι, εσύ το βλέπεις έτσι. Οκ, δες τώρα και έτσι όπως θες, αλλά ταυτόχρονα να έχεις και υπόψη, θα λέγει ο Heidegger, ότι υπάρχει κάτι άλλο εκεί πέρα το οποίο ίσως δεν πρέπει να το λυσμονήσεις. Δεν λέει εξαναγκαστικό, δηλαδή δεν εξαναγκάζει ο Heidegger σε καμία περίπτωση αυτά. Ακριβώς αυτό, δηλαδή δεν λέει για κάτι απόλυτο, σε καμία περίπτωση δηλαδή δεν υποστηρίζει ότι αυτό είναι και τελείωσε. Δηλαδή δεν έχει τέτοια αντίληψη. Λέει ας πούμε ο καθένας μπορεί να κάνει, απλώς δες και την άλλη όψη. Δηλαδή μην λυσμονήσεις ότι πάντα υπάρχει μια απόκρυψη ταυτόχρονα με κάθε εμφάνιση. Μην λυσμονήσεις δηλαδή ότι πάντα την ώρα που πιάνεις μια πέτρα, αυτή η πέτρα έχει ένα συγκεκριμένο βάρος και έχει μια συγκεκριμένη πυκνότητα και σκληρότητα. Ακόμα και να την σπάσω σε κομμάτια αυτή την πέτρα, πάλι θα διατηρίασουμε την σκληρότητά της. Την ίδια την σκληρότητα δεν μπορώ να την βρω κάπου. Όσο και να σπάσω, όσο βαθιά και να την σπάσω, δεν μπορώ να βρω την σκληρότητα κάπου. Πάντα υπάρχει κάτι το οποίο μας αποκαλύπτει και κάτι άλλο το οποίο αποκρύπτεται σε οδικό επίπεδο. Γιατί αργότερα αν μιλήσει για το είναι-κανείς, εκεί βλέπω ότι η απόκρυψη και η αποκάλυψη έχει διαφορετικό νόημα, αλλά δεν θα επεκταθώ σε αυτό. Σε αυτό το σημείο φανερώνεται η κύρια ίσως συνισφορά, ή μάλλον μπορώ να πω λίγα πράγματα και για τον κόσμο. Ο κόσμος από την άλλη, της αντίθεσης με τη γη, είναι μια ολόκληρη σχέση της εμπειρίας την οποία περιλαμβάνονται οι ανθρώπινες δομές παραγωγής νοήματος, αποδοχής νοήματος ή οργάνωσης νοημάτων. Ο κόσμος δηλαδή, σφαιρικά και πολύ απλουσιαστικά, είναι η απειρία δυνατοτήτων που έχει το ριγμένο υποκείμενο μέσα στον κόσμο. Είμαστε ριγμένοι εδώ μέσα και είμαστε μπροστά σε άπερες δυνατότητες. Δεν μπορούμε να τα ζήσουμε όλα, είμαστε πετασμένες συντότητες. Πρέπει να επιλέξουμε τι είναι αυτό το οποίο πρέπει να ζήσουμε ή θα θέλαμε να ζήσουμε και τι είναι αυτό το οποίο δεν θα θέλαμε να ζήσουμε και τι δεν μπορούμε να το ζήσουμε και δεν προλαβαίνουμε. Εδώ ίσως υπάρχει ένα κλειδί. Είναι το θανάτου. Για τον θάνατος, ο Heidegger έμεινε πάρα πολύ στην ιστορία. Ο θάνατος είναι αυτό το οποίο περιορίζει κάθε δυνατότητα. Είναι το τέλος κάθε μιας από αυτές τις άπειρες δυνατότητες που έχουμε στον κόσμο και είναι αυτό η σκέψη του οποίου μπορεί να μας προσγειώσει και να μας κάνει αυθεντικούς. Δηλαδή να δούμε πώς πρέπει να χειριζόμαστε υπόλοιπα όντα. Ας σκεφτώ εγώ στον συγκεκριμένο κύριο, τον οποίο κάθεται εκεί, ο οποίος μπορεί να πει ότι διαφωνεί με αυτό που λέω ή να με βρήσει ώστε να σηκωθεί. Αν εγώ εκείνη τη στιγμή σκεφτώ ότι είναι μια πεπερασμένη οντότητα όπως και εγώ και μπορεί για παράδειγμα αύριο να μην τον ξαναδω ποτέ, επειδή δεν θα υπάρχει και εγώ, ταυτόχρονα να αποκτά μεγαλύτερο νόημα υπαρξής του και για μένα. Δηλαδή, υπάρχει μια τέτοια σχέση. Ο Χάιντεγκερ, νομίζω, έχει να πει πάρα πολλά για την έννοια του θανάτου και αυτό είναι και το μεταπτυχιακό μου που κάνει, η έννοια του θανάτου στον Χέγγελ και στον Χάιντεγκερ. Αυτά τα έγραφε τώρα κυρίως το 1934, δηλαδή 1934-1935. Ναι, ναι, ναι. Είχε τα των κρυστάλων και τα σχετικά. Τα κείμενα υπήρχαν. Το κείμενο του θανάτου υπήρχε ήδη από το 1927. Ναι, ναι, ναι. Έχετε δίκιο. Τα κείμενα αυτά για τον θάνατο υπάρχουν στο είναι και χρόνος, ας πούμε, στο δεύτερο μέρος του είναι και χρόνος. Είναι το 1927, το οποίο είναι σαφώς νωρίτα, γιατί έχει πει, γι' αυτό λέει ότι ο Χάιντεγκερ ίσως θα είναι άδικος να τον απορρίψει κάποιος απριόριο, ας πούμε, επειδή είχε ενταχθεί στο Ναζιστικό Κόμμα, μετά βέβαια έφυγε και άσκησε κριτική. Αλλά ήταν ίσως από τους αφελείς φιλοσόφους, πανέξυπνους σε κάποια ζητήματα, αλλά αφελείς στα πολιτικά, ο οποίος τότε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Είναι ίσως μία πλάνη στον οποίο είχε πει ο Πλάτωνας με τους φιλοσοφούς Βασιλή. Ο Χέγγελ δεν ξέρω, έλεγε ότι είναι η έκφραση του πνεύματος. Πολλοί πέσανε σε αυτό το πράγμα, δηλαδή και ο Μάρξ, για παράδειγμα, ότι πρέπει να αλλάξουμε στον κόσμο και τα σχεδίκα πέσανε πάρα πολύ σε αυτό το πρόβλημα. Ο Χέγγελ βέβαια, παρότι έβλεπε τον Απολέοντα σαν μια έκφραση της αλήθειας, ταυτόχρονος άσκησε πολύ μεγάλη κριτική σε έννοιες όπως την φιλοσοφία. Ο Χέγγελ έλεγε δηλαδή ότι η φιλοσοφία είναι σαν τη γλάφκα της Αθηνάς, η οποία έρχεται μόνο το σούρουπο. Αφού έχει συντελεστεί πραγματικότητα, η φιλοσοφία απλά ρίχνει γκρίζο στην ίδια γκρίζα πραγματικότητα. Δεν θέλει δηλαδή να αλλάξει την πραγματικότητα ο Χέγγελ, έλεγε δηλαδή ότι η φιλοσοφία απλά περιγράφει, δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Δηλαδή ξέφυγε λίγο από αυτό το πράγμα. Ο κόσμος λοιπόν είναι αυτές οι άπειρες δυνατότητες. Σε αυτό το σημείο φαίνεται η κύρια συνισφορά του Χέγγελ στον χώρο της τέχνης. Όπως αναφέρει ο ίδιος, το έργο τέχνης με τον τρόπο του ξανήγει το είναι των όντων. Εντός του έργου συμβαίνει αυτό το ξάνιγμα, δηλαδή η αποκάλυψη, δηλαδή η αλήθεια των όντων. Εντός του έργου τέχνης έχει εγκατασταθεί η αλήθεια των όντων. Η τέχνη είναι η ενέργο εγκατάσταση της αλήθειας, η ενεργοποίηση δηλαδή της αλήθειας. Αποκάλυψη και απόκλειψη. Η αλήθεια για τον Χέγγελ είναι ένα συμβάν εντός του έργου τέχνης και το αναφέρει και όλα σαν ένα συμβάν της διαμάχης της Γης με τον κόσμο, το λέει ας πούμε εικονικά. Ότι η Γη ως κάτι το οποίο είναι κλειστό, αυτό το οποίο κρύβεται, μπορούμε να το δούμε έτσι, και ο κόσμος ως κάτι το οποίο είναι απόλυτα ανοιχτό. Και αυτά τα δύο μεταξύ τους διαπλέκονται και έτσι ας πούμε ότι μπορεί κάτι το οποίο αρχικά είναι κλειστό και κρυμμένο, ξαφνικά να φανερωθεί αλλά να κρύβεται η άλλη του ώψη. Υπάρχει λοιπόν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο και μια στιγμιαία αποκάλυψη και απόκλειψη. Όπως είναι εμφανές ο Χέγγελ επαναφέρει στο προσκήνιο την οντολογία της τέχνης θετοντάς την εισάξια πλάι στη σύγχρονη κυριαρχία της αισθητικής. Είναι σημαντική για την κατανόηση και παρατήρηση του Πέγκελερ ότι ο Χέγγελ δεν ήταν ιστορικός της τέχνης. Δηλαδή δεν προσπάθησαμε να δείξαμε την ιστορία της τέχνης, προσπάθησαμε να δείξουμε οντολογικά τι έχει να μας πει το έργο τέχνης ως έργο τέχνης. Όμως πέρα από την αναμετρησή του με την αγγελιανή διακήρυξη του τέλους της τέχνης και εδώ σιγά σιγά μπαίνουμε και σε αυτά τα οποία αφορούν περισσότερο το μάθημα και τη συνακόλουθη θέση πρότασή του για μια τέχνη που θα αποτελεί το ξέφωτο του συμβάντος της αλήθειας, η οποία θα μετρηθεί και με τη νιτσαϊκή διακήρυξη του γεγονότος του μηδενισμού, η οποία συσχετίζεται ουσιοδώς με την ερωτηματοθεσία για την τέχνη. Τι είναι όμως ο μηδενισμός για τον οποίο έκανε λόγο ο Νίτσε, με λόγια του ίδιου του Χάιντεγκερ, έχει γράψει ένα δίδωμο έργο για τον Νίτσε, το οποίο είναι εξαιρετικό, έχει μεταφραστές στα ελληνικά ίσως λίγο καλύτερη μετάφραση από το έργο τέχνης. Το νίτσε δεν είναι μία κοσμοθεωρία η οποία αναδίεται σε ορισμένο τόπο και χρόνο, αλλά ο θεμελιώδης χαρακτήρας αυτού που συμβαίνει στην ιστορία της Δύσης. Αυτό που συμβαίνει στην ιστορία της Δύσης. Ακόμη και εκεί, ιδίως μάλιστα εκεί, όπου ο μηδενισμός δεν υποστηρίζεται καθόλου στη διδασκαλία ή απέτηση, αλλά κατά τα φαινόμενα υποστηρίζεται το ακριβώς αντίθετο, ακριβώς εκεί είναι στην πραγματικότητα ενεργός. Ο μηδενισμός σημαίνει ότι ύψιστες αξίες απαξιώνονται. Τούτο εννοεί ότι αυτά που τέθηκαν ως καθοριστικές πραγματικότητες και νόμοι στον χριστιανισμό, στην ηθική από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας και στη φιλοσοφία από την εποχή του Πλάτωνα, χάνουν τη δεσμευτική δυναμή τους και τούτο για τον νίτσε σημαίνει πάντα τη δημιουργική τους δύναμη. Ο μηδενισμός για τον νίτσε δεν είναι ποτέ ένα απλό γεγονός του άμεσου παρόντος ούτε και του 19ου αιώνα. Ο μηδενισμός για τον νίτσε όμως ποτέ δεν είναι μόνο κατάπτωση, απαξία και καταστροφή, αλλά είναι ένας θεμελιώδης τρόπος κίνησης της ιστορίας, ο οποίος μάλιστα όχι μόνο δεν αποκλεί μια ορισμένη δημιουργική ανάταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά επιπλέον τη χρειάζεται και την προωθεί. Για τον νίτσε, όπως τον προσεγγίζει ο Χάιντεγκερ, ο θεμελιώδης χαρακτήρας κάθε όντως συνίσταται στην περίφημη βούληση για δύναμη, δηλαδή η βούληση για δύναμη είναι το γεγονός ότι το κάθε όν προσπαθεί εντός αγωγικού να διατηρηθεί στην υπαρξή του, να κυριαρχήσει πάνω σε κάθετι άλλο και αυτό λέει η φύση των όντων για τον νίτσε. Η ουσία όμως του ίδιου του είναι η ουσία αυτής της βούλησης για δύναμη είναι η αιώνια επιστροφή του ομοίου. Δηλαδή εδώ μπορεί κάποιος να το καταλάβει περισσότερο αν δείτε το δίπολο είναι και γύγνεστε. Το είναι ως κάτι σταθερό και στατικό και το γύγνεστε ως κάτι το οποίο προχωράει συνέχεια. Αυτό το οποίο προσπάθησε να κάνει ρητό ο νίτσε κατά τον Χάιντεγκερ είναι ότι προσπάθησε να σφραγίσει το γύγνεστε, να σφραγίσει στο γύγνεστε τον χαρακτήρα του είναι. Δηλαδή αυτό που λέμε εμείς ως είναι να είναι στην πραγματικότητα το γύγνεστε. Αυτή η συνεχόμενη μεταβολή. Να μην υπάρχει δηλαδή αυτή η σχέση ότι άλλο το είναι, άλλο το γύγνεστε. Το γύγνεστε, είναι. Τώρα, ενώπιον αυτής της θεμελιώδος εμπειρίας του μηδενισμού ο νίτσε θέτει την τέχνη ως μία μορφή της βούλησης για δύναμη και ως μία κίνηση αντίρωπη του μηδενισμού πάνω στην οποία σκοπεύει να στηρίξει τη νέα αξιοθεσία. Η βούληση για δύναμη καθίσταται πραγματικά ορατή με αφετηρία την τέχνη και ως τέχνη. Η τέχνη λέει ο νίτσε είναι η αντίρωπη κίνηση του μηδενισμού. Γι' αυτό το αποδέχεται και ο Χάιντεγκερ ότι η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος για τον οποίο μπορεί αυτός ο μηδενισμός να παραγωνιστεί. Ο Χάιντεγκερ αποδέχεται λοιπόν την ιστορική ύπαρξη του μηδενισμού και πατώντας την πλάτη του νίτσε προσπαθεί να επιχειρήσει ο ίδιος μια επαναξιολόγηση όλων των αξιών υπό τη μορφή μιας παγκόσμιας επανάστασης που θα προάγει την έλευση της άλλης απαρχής. Η πρώτη απαρχή της σκέψης οδήγησε τελικά στο μηδενισμό. Έφτασε λοιπόν η ώρα για μια άλλη απαρχή η οποία θα άρρει τα αρνητικά αποτελέσματα της πρώτης. Ο ίστερος Χάιντεγκερ προφανώς έχει συνείδηση πως η έλευση της άλλης απαρχής υπερβαίνει τις δυνατότητες του ανθρώπου καθώς το είναι είναι αυτό το οποίο μας ανοίγεται στον άνθρωπο και πλέον τον Dasein δεν μπορεί ας πούμε να μας πει πολλά για το είναι. Ωστόσο όμως μπορεί τον Dasein πιστεύει ο Χάιντεγκερ να δώσει την απαραίτητη ώθηση ώστε το εκκρεμές του είναι να αρχίσει και πάλι να τα λαντεύεται οδηγώντας την άλλη απαρχή. Ο Χάρις έχει δίκιο ότι όταν λέει πως για να κατανοήσει κανείς επαρκώς το περιεχόμενο των διαλέξεων για την τέχνη και του κειμένου η προέλευση του εργουτέχνης θα πρέπει να το διαβάσει μαζί με το αμέσως επόμενο κείμενο στη συλλογή που βρίσκεται. Η εποχή της κοσμοϊκόνας, ένα επίσης φοβερό κείμενο το οποίο θα πρέπει να το διαβάσει κανένας. Στο κείμενο αυτό του 1938 ο Χάιντεγκερ επισημαίνει τον κίνδυνο που θέτει η σύγχρονη κοσμοϊκόνα στην ανθρωπότητα. Με τον όρο κοσμοϊκόνα εννοεί κάτι σαν τον κοσμοίδωλο. Η έμφαση όμως πρέπει να δοθεί στη λέξη εικόνα. Μπορούμε να στεκόμαστε μπροστά στις εικόνες, να τις κοιτάζουμε, να τις θαυμάζουμε αλλά δεν μπορούμε να εισέλθουμε ή να κατοικήσουμε εντός τους. Οι εικόνες αναφέρονται σε αυτό το οποίο αναπαριστούν. Διθέτως κλειστή κόσμη κατασκευασμένη όσοι κύματα όπως ήταν η Μεσαιονική ή όπως ο κόσμος στην Πλατωνικού Τίμεου δεν αναπαριστούν τίποτε. Οι άνθρωποι είναι τοποθετημένοι κοντά στο κέντρο και τα ανθρώπινα όντα νιώθουν σαν στο σπίτι τους. Ο μηδενισμός και η αισθητική ως κύριο από το κότου έχουν μετατρέψει τον κόσμο από οίκημα σε εικόνα. Στο μέτρο που κατανοούμε τον κόσμο μας ως εικόνα έχουμε χάσει τη θέση μας αυτόν. Δεν μπορούμε να κατοικήσουμε εντός του και έτσι καταλήγουμε άστιγοι πλάνητες, πλανόδιοι, οι οποίοι το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να παρατηρούν, να θαυμάζουν ή να αποστρέφονται αυτή την εικόνα τον όλο κόσμο. Η μεταφυσική παράδοση με την λύθη του είναι ο μηδενισμός ως κατάληξή της και η αισθητική ως απόρεια του μηδενισμού όλα τους οδήγησαν στην απόλυτη εξαντικημενή κεύση των όντων και μέσω αυτής στην κυριαρχία της τεχνολογίας μέσω της λογιστικής. Οι φυσικές επιστήμες πάντα για τον Heidegger θέτουν ενώπιόν μας την φύση ως κάτι διαθέσιμο προς χρήση και ως κάτι που όταν πλέον μας γίνει άχρηστο μπορούμε να το αποβάλουμε ή να το πετάμε. Η σύγχρονη φυσική, υποστηρίζει ο Heidegger, δεν είναι πειραματική επειδή χρησιμοποιεί όργανα για την εξερεύνηση της φύσης, αλλά επειδή έχει θέση εκ των πρωτέρων την φύση σε μια τέτοια θέση ώστε να παρουσιάζεται σαν ένα υπολογίσιμο πλέγμα δυνάμεων. Οι φυσικές επιστήμες προκαλούν την φύση. Η έρευνά τους δεν είναι τίποτε άλλο που ένα θορυβόδες κυνήγι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, να αφήσει την φύση να φανεί μόνη της, την κυνηγάς. Και αυτό είναι ένας βιασμός για τον Heidegger της φύσης. Η σύγχρονη ερμηνεία των όντων είναι τεχνική ερμηνεία τους που συνίσταται στην αποκαλούμενη λογιστική. Η λογιστική δηλώνει την πρακτική τέχνη του υπολογίζει ως απόρεια της αντίληψης των όντων ως αντίκείμενα, η οποία επικεν δημιουργεί τα όντα και την ουσία τους μέσω της ποσοτικοποίησης τους και της επαγωγής τους σε αριθμητικά μεγέθη και σχέσεις. Και βίτα, αδυνατή να αφήσει ανεκμετάλευτη οποιαδήποτε δυνατότητα αρρύθμισης και ποσοτικοποίησης. Η στυφλών επέκταση. Το πρώτο χαρακτηριστικό αποβλέπει στη χρησιμοθυρική προσέγγιση των όντων στην ένταξή τους σε ένα πλαίσιο τεχνικής εκμεταλλευσημότητας και καταναλωτικής χρήσης, ενώ το δεύτερο καθιστά τον υπολογισμό μια στάση και διαδικασία διαρκούς και τυφλής επέκτασης που δεν γνωρίζει όρια και τι είναι να αναπτύσσεται επάπηρο. Αν μπορείτε να μου δώσετε λίγα λεπτά ακόμα. Γιατί, λίγα λεπτά ακόμα. Σε λίγο τελείωνον, απλώς επειδή θα σας δώσω την τ αφήνει το χάιντεγκερ, αποτελεί η περίφημη λύθη του είναι, για την οποία μιλήσαμε, η μετέπειτα δευτερογενής εγκατάληψης του είναι λόγω της προσήλωσης στην αριθμητική ως απόλυτη αλήθεια, ενέχει τη θέση μιας λύθης της λύθης του είναι. Μια απώλεια συνείδησης της ίδιας της λύθης. Δηλαδή, όχι μόνο η ιστορία προχωρά μπερδεύοντας τα όντα και το είναι, αλλά έχουμε ξεχάσει ότι αυτό το πράγμα συμβαίνει και είμαστε έτσι σε μια απρόσμενη τυφλότητα όπου βρισκόμαστε σε ένα στάδιο δευτερογενές λύθη της λύθης. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε ξεχάσει την οντολογική διαφορά. Τραγική απώρεια της σύγχρονης τεχνικής και της λύθης της λύθης αποτελεί το τέχνασμα Magenschaft, το οποίο είναι μια ειδική εκδοχή της τεχνικής και μια ακραία εκδοχή της τυφλότητας που την διέπει. Το τέχνασμα είναι η προσήλωση σε κόλπα και τακτικές χειρισμού των όντων. Εφόσον τα όντα δύναται να απαριθμούνται, εφευρίσκονται κάθε λογί στεχνάσματα προκειμένου να χειραγωγηθούν τα ρυθμοποιημένα πλέον όντα. Το τέχνασμα συνδέεται άμεσα με το βίωμα, το οποίο όπως είδαμε ο Χάιντεγκερ είναι επεπισμένος πως είναι το στοιχείο στο οποίο πεθαίνει η τέχνη. Τόσο το τέχνασμα όσο και το βίωμα, δηλαδή οι αισθητικοί, επιφέρουν την λύθη της οδολογικής διαφοράς και έτσι την λύθη της λύθης του είναι. Ο Χάιντεγκερ αναφέρει στις συμβολές της φιλοσοφίας τρεις τρόπους με τους οποίους τα όντα αποκαλύφτονται στην εγκατάληψή τους από το είναι. Τρεις τρόπους δηλαδή με τους οποίους μπορούμε να δούμε ότι όντως υφύσταται αυτή η εγκατάληψη και οι τρεις όμως αυτοί τρόποι λειτουργούν έτσι ώστε η ίδια η εγκατάληψη από το είναι να αποκρύπτεται από τα ίδια τα όντα. Δηλαδή στην πραγματικότητα αυτοί τρόποι αποκάλυψης αποτελούν αποκρύψεις της αλήθειας. Δεν σε αφήνουν δηλαδή να δεις αυτό που συμβαίνει. Θα καταλάβετε μόλις τους τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι ο υπολογισμός, ο οποίος ισχυροποιείται μέσα των θεμελιωμένων στη μαθηματική γνώση τεχνολογικών τεχνασμάτων. Όπως επισημαίνει ο Heidegger, ο υπολογισμός εδώ θεωρείται ως θεμελιώδης νόμος της συμπεριφοράς και όχι ως ένας απλός υπολογισμός ή ακόμη υπονειριά μιας μεμονωμένης πράξης, το οποίο είναι ήδη όλο των ανθρώπινων τακτικών. Ο δεύτερος τρόπος είναι η γρήγορα, όσοι τα χείριθμη ανάπτυξη των τεχνολογικών επιτευμάτων γίνονται όλα τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να κατανοήσεις και να δεις ότι υφίσταται αυτή η άρνηση της οντολογικής διαφοράς και αυτή η σύγχυση. Γίνονται όλα πάρα πολύ γρήγορα. Και ο τρίτος είναι η έλευση του στοιχείου της μαζας, δηλαδή η ανάδυση και η εγκαθίδριση αυτού που έχει τον χαρακτήρα της μαζας. Δηλαδή πλέον γίνονται τα πάντα σαν μαζες και ως μαζα μπορείς άνετα να τα κάνεις σαν αριθμό. Για παράδειγμα, εγώ πεθάνω τώρα, ταυτόχρονα αυτό μπορεί να γίνει σαν ένα θέμα το οποίο ίσως θα συνταράξει και κάποιος. Αν όμως, για παράδειγμα, ακούσουμε ότι ένα εκατομμύριο νεκροί βρέθηκαν στο Ιράν, ταυτόχρονα ενώ ο θάνατος συνεχίζει να είναι θάνατος, το μαζικό στοιχείο αφαιρεί λίγο την ισοβαρότητα του γεγονότος που δεν παρουσιάζεται ως αριθμή. Παρουσιάζεται ως αριθμός, οπότε λες πέθανε έναν εκατομμύριο, το βλέπεις ως αριθμό και δεν βιώνεις ως έναν κανονικό άνθρωπο που σε εκείνη τη στιγμή τελείωσε η ζωή του. Αυτή η εγκατάληψη από το ίν, εμφανιζόμενη με αυτούς τους τρεις τρόπους, προκαλεί μια συσκότηση του κόσμου και μια καταστροφή της γης. Στα σύγχρονα τεχνάσματα ανήκει και το λεγόμενο γιγάντιο τέχνασμα. Το γιγάντιο τέχνασμα δεν παραπέμπει μόνο σε γιγάντιος προς το μέγεθος τεχνολογικά κατασκευάσματα, αλλά σε μία υπερμεγέθη ποσοτικοποίηση, σε μία βαθύτερη μετατροπή της ποιότητας σε ποσότητα. Αυτή η μετατροπή δεν συνήθιζεται απλώς στην κλήση της ζυγαριάς προς το μέρος της ποσότητας και σε έναν παραγκονισμό της ποιότητας, αλλά σε μία ταύτιση των δύο όρων όπου η ποσότητα αφομειώνει την ποιότητα και καθίσταται η ίδια ποιότητα στη θέση της ποιότητας. Δηλαδή, όχι απλώς έχουμε την ποσότητα από τη μία μεριά ή την ποιότητα από την άλλη και απλά έχουμε γύρια προς το ποσοτικό, πλέον η ποιότητα διαγράφεται και ταυτίζεται με την ποσότητα. Η ποσότητα είναι η ποιότητα. Όσο περισσότερα, τόσο πιο ποιοτικό. Στο συγκεκριμένο, δηλαδή, και αυτό με το κείμενο στην Αθήνα, δεν θα πήγαινε στο φιλοσοφικό κομμάτι, αλλά κυρίως εκεί πηγαίνει στην κυβερνητική και σχέση με πως είναι μια κριτική στην κυβερνητική που είναι σημαντική. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ο Heidegger αυτό που λέει είναι ότι οι φυσικές επιστήμες και γενικά η τεχνολογία δεν είναι αρνητικοί ως προς τη χρήση τους και τα σχετικά, αλλά ταυτόχρονα η τυφλή προσήλωσή τους στα συγκεκριμένα κόλπα και τις τακτικές, οι οποίες επιφέρονται βέβαια και από ιστορικά δρόμενα, η λύθη του είναι και τα σχετικά, οι οποίοι οδηγεί σε αυτά αναγκαστικά, μπορούν να οδηγήσουν να γίνουν καταστροφικά. Δηλαδή αυτό που λέει ο Heidegger είναι ότι αν συνεχίσουν έτσι, αυτό, η προσκόληση στον φορμαλισμό, η αντίληψη ότι τα όντα είναι το όντως είναι και δεν γίνεται αυτή η διαφορά, αυτό το πράγμα όλο λέει, αν δεν θεραπευθεί, δεν μπορεί θετικές επιστήμες και η τεχνολογία να εξυπηρετήσει τον σκοπό της. Εδώ κιόλας, για να δείτε ακριβώς τι λέει, σημαντικό, αυτό που λέει ο Heidegger είναι ότι η νίκη της μεθόδου αναπτύσσει σήμερα τις έσχατες δυνατότητές της ως κυβερνητική και ως μελλοντολογία. Η έννοια της μεθόδου, δηλαδή, με το εγγέννη. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να υπολογίζει τις δυνατότητές του και στη συνέχεια να αυτοεγγλίεται στον χώρο των δυνατοτήτων που έχουν υπολογιστεί από αυτόν και χάριν αυτού. Αυτό που λέει, δηλαδή, στην ουσία ο Heidegger είναι ότι η κυβερνητική και η μελλοντολογία δεν επιτρέπουν να υπάρξει μέλλον. Μετατρέπουν το μέλλον σε ένα παρατεταμένο παρόν, στο οποίο ο άνθρωπος είναι κλεισμένος μέσα στις ίδιες πάντα υπολογισμένες δυνατότητες, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από αυτές και συνεπώς χωρίς να μπορεί να σταθεί ανοιχτός σε νέες δυνατότητες, σε νέους κόσμους και χωρίς να μπορεί να επέλθει έτσι το καινούριο. Πιο απλά όσο εμένουμε στην κυβερνητική λογιστική, δεν πρόκειται να δούμε τίποτα οντολογικά καινούριο, καθώς το μέλλον μετατρέπεται σε παρόν. Αυτό μπορεί να θυμίσει και με διαφορετικό τρόπο βέβαια την αιώνια επιστροφή του Ομίου για την οποία μιλήσαμε και της ίδιες έτσι με την Βούληση για δύναμη τάξη που δεν έχουν σημασία. Δηλαδή, στην ουσία αυτό που λέει ο Χάιντεκ και είναι ότι είναι μια ατέρμονη αναπαραγωγή του Ομίου. Μέσω της νεοτερικής τεχνικής κατατάω αναγκαστικά οι επιστήμες μου και η τεχνολογία σε προσπάθεια βούλησης για αναγωγή των όντων σε υπολογίσιμα μεγέθη, καταλήγοντας σε μια ατέρμονη εξαντικημενίκευση και υπολογισμότητα, η οποία καταλήγει ας πούμε σε μια αιώνια αναπαραγωγή του Ομίου, σε μια αιώνια επιστροφή στο Ομίου, σε ένα κοινότυπο παρόν ομοίων δυνατοτήτων, καταργώντας έτσι το καινούριο, το μέλλον και περιθωριοποιώντας το είναι και την λήθη του είναι, αρεμποδίδοντας έτσι βέβαια και την έλευση της άλλης απαρχής. Πρέπει να αναφέρουμε ό,τι γεγονόμαστε από το 1994, αναφέρτε σε ένα χάμα που διώθατε στο Ρήνω, σε ένα φράγμα που διώθατε στο Ρήνω για να προσφέρει την κίνηση του νερού στην ενέργεια και εκείνο που το έγινε ότι υπάρχει ο κίνδυνος, να ξεκάσουμε την ιστορία του Ρήνου, τι μπορεί να σημαίνει ο Ρήνος, να στεκάσουμε προσοχή μας στο μονοσύμματο, ότι ο Ρήνος για εμάς είναι μοναδική δυνατότητα να πάρουμε την κίνηση του νερού, να ξεκάσουμε άλλως την ιστορία της ιστορίας και να πάρουμε στο Ρήνω ανάπτυσσας του βάδου, του Ρωμαίου, του Ιημού, του Γιάννου, τους πύργους του Ρήνου, το κρασί του Ρήνου που βράζει με το ρίστι και τα υπάρχει και τα υπάρχει και τα υπάρχει, άρα να τα φτωκάσουμε τα πάντα και να γίνουμε παιχνικοί. Άρα θα σας λέω ότι το Ρήνω ξανά έφτιαξε να είναι ξανά, ώστε να καταλάβουν αυτή την ιστορία του Ρηνού. Ακριβά, πρέπει να καταλάβουν πού είναι στραμμένος αυτός ο άνθρωπος και είναι στραμμένος για το παρελθόν που το έχουμε. Κάτσε, γιατί δεν θα το ξαναπούμε μέσα από την Αγγλία και που είναι η Άγιση της Λύτης, που λέμε να πάει στον μέλλον και λέει όχι δεν πάει στον μέλλον, γιατί το μέλλον δεν θα έχει αιμέρος, δεν είναι παρόν. Το παρόν πάλι δεν πάρει στο παρελθόν. Και δε κυρίαζει τους ανθρώπους, δεν κυρίαζει εκείνο το τέτοιας μαρτζιστός, δεν μπορεί να πάθει αρχή. Πάμε στην άλλη την Αμαρτζή, που βρήκα πάντα και δεν λέει τίποτα. Λυμίζει ξανά το προσωπιστικό σκηνικάστο, που μιλάει για συμπρούσεις και οπόλον χρειάζεται ξανά και ξανά στον αυτόν τον λόγο. Και να ρωτέμαι αν είναι η άσκηση του έξυπνου εθνιέστα του Γερμανιού, ο οποίος θέλει να διαβάσει με το δικό του τρόπο Αξιδέλη, Πλάτωνα και προσωπιστικούς, αλλά κάτι που να σε βοηθάει να αφήσει στην κάμερα ένα βήμα πιο πέρα σε πράγματα που είναι όντως σύμπετα και δύσκολα. Δεν τα βλέπω, δηλαδή νιώθω στυμωγμένος, καταπιασμένος, αψάχειες έννοιες. Να πούμε λίγο, λίγο συζητήσουμε αν χωρίς τα όντια και το ίνια εάδα όλα δεν είναι ιδέοι και τα λέει πόντα. Για να πείτε ότι υπάρχει. Όχι, είναι γιατί υπάρχει, δεν συμμετέχει στην ιστορία και παράλληλα σε σκέψη του, που με τρομάζει, αλλά αρνείται και αναδεχτεί το τυχαίωση, το απολύτως τυχαίωση, όχι την αφάνιση που είναι στην ανθρώπινη υπάρξη. Να υπάρξει κάτι που να μην τάσσεται στα σχέδιά του και στα φλάνα του. Ενώ μας διαφέρνει, ξέρει τον τρόπο που μας διαφέρνει. Και συνεχώς είναι μια ασχηρία πέρα από τον κόσμο, γιατί είναι την αλήθεια, γιατί σημαζόμαστε, που λείπει το στοιχείο που υπάρχει στους αρχαίους Ελλήνες και η κοινωνία. Μια κάποιη στιγμή να σταθήκεται κάθε μέρα τότε. Βάζει και το παραξύλωσα, λείπει πάνω στον πλάτο. Και στον διεράγιο. Δηλαδή, γιατί είναι σύντομα. Βάζει και ξεπεράζει. Αυτή η απίθυση του συστήματος, η διαλεκτήκο, είναι το ένα και είναι το άλλο. Εσάς πρόκειται για τρομερή κατασκευή. Όπως όλες οι τρομερές κατασκευές είναι και οι κατασκευές που μας έχονται από τη Γερμανία, μέχρι το τελευταίο 2014. Λοιπόν, κάποιος να σπαθώ, να έχει ζωή, σπίσεκα, και να πει, δεν μπορώ. Αν μου κρατώ μέχρι τότε τον ώρα που το κομπάζει μέσα στην έννοια του σύστημα, και μιλιάζει με τα πάντα, και ξέρει τους κανόνες και τους περιγριμίους. Αν είναι παιχνίδι, σήμερα και με τον Γκράκητο, ας αφήσει και μια επιβολία του μέζοντας χάρη. Χάρη και?! Σε κάποια πράγματα, τί connects με εμένα δεν είναι τόσο κοντά αλλά ρίγμα στις άλλες προβλήματα. Α abroad, κι Είναι πάρα πολύ σοβαρό. Α rasheter, όμως, δε κανείς Ewald, και η απόκρυψη ταυτόχρονη. Αυτό σας είπα ότι μπορεί κάποιος να το βγει ακόμα και εμπειρικά. Ότι βλέπω εγώ εσάς τώρα, αλλά ταυτόχρονα δεν χρειάζεται. Συγγνώμη, θα αρχίσω για δημόν. Ο Ιωσδήποτε, φυσικά, κάνει τη σηγή. Αυτό το ξέρουν. Έτσι θα το δείτε. Υπάρχει ένας φυσικός που δεν ξέρω το μιλαγιτρό είναι, τι είναι, και που δεν ξέρω τι θα κάνουμε και τις πράγματα σας. Όταν ξέρω τι είναι το μιλαγιτρό, είναι αυτός που κάνει τη σηγή, που είναι εκπαιδευτή. Δεν ξέρω τι είναι. Αλλά είναι μια μέτρηση στο βαθμό της μέτρησης. Θα μπορούσα να πω πώς είναι. Δηλαδή, βάβαια, πώς έκανες τα πράγματα. Σίγουρα, το σημείο εκεί, η σύνδεση, δεν ξέρω. Έχω κάνει μια άσκηση, έχω βρει αυτό. Συγγνώμη, αυτό είναι μικρό κομμάτι μιας πανάκωσης που μας ενδιαφέρει. Ο φυσικός το ξέρει. Αυτός που φτιάχνει κρασιά το ξέρει. Γιατί ο φυσικός δεν έχει ασχοληθεί με κάτι, ξέρει πώς το ενδιαφέρει. Ότι είναι από τους εφείς, τους ανταγνώσεις του κλάτωνα. Δεν είναι τάχυτο πολύ αυτή η πλαγιά, αλλά από την άνοιγμα. Τώρα παίρνει αυτόν τον πάθος κοινοσευτικής πρόθεσης. Και να το σιωθάς αυτός, χρησιμοποιείται, ενισχύοντας να πάει στο Αιγαίο, επίσης, δίπλα σε μια μπάρκα εγκαταστατεύετης, η οποία να παίρνει αυτό το πράγμα της πληροσοφίας και κατασκευής. Και την άλλη ιστορία που την ανέβαιλες, πως θα κατάφερε να συμβιώσει με λασσισμό, δεν είναι η έννοξη, είναι ό,τι πάει το πρόβλημα. Μερικές στιγμές η σκέψη του αποσπάται και από το παρελθόν και από το παρόν και από το μέλλον που βλάει το κανάλι, δεν είναι η καθυπές έννοξη. Κατά στιγμές του Πλάθανα, συγγνώμη, σοκαρίστηκε από το θάνατο του δάσκαλου του. Αυτός δεν σοκάνηστηκε που κυνηγούσανε του φίλου του. Πήγε να παίξει και το τεχνίδι στις Ιρακούσες. Αποδέχθηκε από εκεί και έφτασε, και τότε έκρυσε πίσω, πήγε να κάνει κάτι μόνος του μαζί και με τους φίλους του. Αποδέχθηκε ποτέ ότι το 54 το μιλάει για το χρόνο του ίδιου, δηλαδή έπαιξε και έχασε. Άμα τώρα γι' αυτό και θα σωσώ, έπαιξε και έχασε. Στο κομμάτι που έπαιξε, γιατί για να ανεπιμένει αυτόν τον όντως του. Επειδή έστει το φιλόσοπο αν αυτό που λέει είναι μια συνάχεια με αυτό που γίνεται τώρα, τώρα πιο ηλία. Πέντε εκδομή άνθρωποι. Δηλαδή, με διάβαση σε ένα κείμενο ότι η ποσοτικοποίηση του θανάτου δεν έχει σημασία, γιατί το λέει μετά από το Άσβελς. Αυτό θα έχει αξία και πιο μπροστά. Αυτό λέει πιο μπροστά, το 1927. Και όταν έγινε, το βρήκε. Αυτό είναι δηλαδή, αμέσως επόμενα στην εργασία θα μιλούσε και για την πολιτική του και το πώς όλα αυτά τον οδηγήσαν εκεί. Αυτό που τον οδηγήσει στο Ναζισμό ήταν σίγουρα η αντίληψή του, περί αυτή την άλλη επαρχή, ότι ξαφνικά θα γίνει μια άλλη ασμεία επαρχή, η οποία θα μας οδηγίζει, δεν ξέρουμε πού είναι. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, ο λαός, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ, φόλκ, ο λαός, εδώ είμαστε. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία, μιλούσε συνεχώς φόλκ, φόλκ. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία. Άσβελς με το Ναζιστικό κόμμα να ανεβαίνει, λέει, εδώ αυτή είναι η ευκαιρία.