Διάλεξη 11: Σε πάνω στον κόκορδάτο, το δίκαιο των κορδάτων και εκκλησιαστικών συμβάσεων, εξατάζομαι ήδη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξατάζομαι ήδη από την προηγούμενη δέκατη διάλεξη την Διεθύ Διμερή Συμφωνία μεταξύ Αγίας Έδρας και Δημοκρατίας της Κροατίας για τις νομικές μεμβρές το σχέση όντως, δηλαδή για τα νομικά ζητήματά τους. Ως γνωστόν, ιδίως από τη δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού και μετά, που διεξήχθη μεταξύ των ετών 1962 και 1965 και πραγματοποίησε το λεγόμενο «ρίνοβαμέντο», δηλαδή την ανανέωση της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή το άνοιγμά της στα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα και θρησκεύματα και γενικώς το άνοιγμά της στην κοινωνία. Από τότε, λοιπόν, η Αγία Έδρα δεν προτιμά να συνάπτει κονκορδάτα με την παραδοσιακή έννοια του όρου, δηλαδή διεθνείς δημερείς συμφωνίες με τις οποίες να ρυθμίζονται όλα τα ζητήματα των σχέσεων μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους. Αλλά προτιμά να συνάπτει επιμέρους διεθνείς διμερείς συμφωνίες, όπως είναι οι τέσσερις διεθνείς επιμέρους συμφωνίες που συνήψε με την Κροατία. Μία για τα νομικά ζητήματα, δεύτερη για τη συνεργασία στην εκπαίδευση και τον πολιτισμό, τρίτη για τη θρησκευτική συμπαράσταση στις έναπλες δυνάμεις και τη συνοριακή αστυνομία και τέταρτη για τα οικονομικά ζητήματα. Και προτιμά η Αγία Έδρα να συνάπτει όχι κονκορδάτα με την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά διεθνείς επιμέρους συμφωνίες για το λόγο ότι είναι ευκολότερη η τροποποίηση των επιμέρους διεθνών διμερών συμφωνιών παρά η τροποποίηση ενός κονκορδάτου που ρυθμίζει το σύνολο των σχέσεων της Καθολικής Εκκλησίας με ένα κράτος. Μία εξαίρεση υπάρχει για λόγους συναισθηματικούς, ενδεχομένως πολιτικούς. Ο Πολωνός Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' προτίμησε το 1993 να συνάψει η Αγία Έδρα με την πατρίδα του την Πολωνία, όχι επιμέρους διεθνείς συμφωνίες, αλλά κονκορδάτου με την παραδοσιακή έννοια του όρου, προκειμένου να ρυθμιστούν δίμερως οι σχέσεις μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Πολωνίας για τη συνολική γκάμα των σχέσεων τους. Μετά από αυτή την υπενθύμηση, επανερχόμαστε στην εξέταση, την ερμηνεία και το σχολιασμό των επιμέρους άρθρων της Διεθνούς Δημερού Συμφωνίας για τις νομικές υποθέσεις μεταξύ Αγίας Έδρας και της Δημοκρατίας της Κροατίας. Και βρισκόμαστε στο άρθρο 4. Με σεβασμό του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας ορίζει το άρθρο 4. Η Δημοκρατία της Κροατίας αναγνωρίζει στην Καθολική Εκκλησία και στις κοινότητές της οποιοδήποτε λειτουργικού ρυθμού τη ελεύθερη άσκηση της αποστολικής της αποστολής. Ιδιαίτερα όσον αφορά τη Θεία Λατρεία, τη διακυβέρνηση, τη διδασκαλία και τη δραστηριότητα των οργανισμών για τους οποίους πρόκειται στο άρθρο 14. Στο άρθρο 4, τα δύο υψηλά συμβαλόμενα μέρη υπενθυμίζουν το δικαίωμα της δυσκευτικής ελευθερίας. Και εξ αυτού του λόγου, η Δημοκρατία της Κροατίας αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αυτονομία της Καθολικής Εκκλησίας, το δικαίωμα στην αυτονομία περιλαμβάνει την αποστολή, την αναγνώριση, την κρατική της αποστολής της Καθολικής Εκκλησίας. Όπως η Καθολική Εκκλησία αντιλαμβάνεται, αυτό αντιλαμβάνεται την αποστολή της. Και ιδιαίτερα διευκρινίζεται η Θεία Λατρεία, η διακυβέρνηση, δηλαδή η εξουσία διακυβέρνησης, η άσκηση εξουσίας διακυβέρνησης, νομοθετική εκτελεστική δικαστική, εκκλησιαστική εξουσία, η διδασκαλία και οι δραστηριότητες των οργανισμών της προβλέπονται στο άρθρο 14. Το δικαίωμα, λοιπόν, στην αυτονομία της Καθολικής Εκκλησίας, όπως και των υπολοίπων θρησκευμάτων, κατοχυρώνει τη ρύθμιση και τη δίκηση των δικών της υποθέσεων από την ίδια την Καθολική Εκκλησία. Δικές τις υποθέσεις είναι η λατρεία, η διδασκαλία, η οργάνωση και η δίκησή της. Το δικαίωμα στην αυτονομία αναγνωρίζεται από το άρθρο 4 της Εθνούς Δημερού Συμφωνίας για την Καθολική Εκκλησία στην Κουρατία, αλλά και για τις κοινότητές της, ανεξάρτητα από τον λειτουργικό ρυθμό στον οποίο αυτές ανήκουν. Δηλαδή, ανεξάρτητα από το εάν ανήκουν στο λατινικό λειτουργικό ρυθμό, ο οποίος διέπεται από τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας, ή αν ανήκουν στους ανατολικούς λειτουργικούς ρυθμούς, οι οποίοι διέπεται από τον Κώδικα Κανονών των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών. Και περνάμε στο άρθρο 5. Ανήκει αποκλειστικά στην αρμόδη εκκλησιαστική αρχή, ορίζει το άρθρο 5, να ρυθμίζει ελεύθερα την δική της εκκλησιαστική νομή τάξη, να ιδρύει, να μεταβάλει και να καταργεί εκκλησιαστικές επαρχίες, αρχιεπισκοπές, επισκοπές, αποστολικές διοικήσεις, εδαφικές, ιεραρχικές δικαιοδοσίες, ηγουμενικές εδαφικές δικαιοδοσίες, προσωπικές αρχιερατικές δικαιοδοσίες, ενωρίες, καθηδρίμματα αφιερωμένης ζωής και κοινωνίες αποστολικής ζωής, καθώς και άλλα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Το άρθρο λοιπόν πέντε, στα πλαίσια του δικαιώματος στην αυτονομία της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία αυτονομία, δικαιώμα στην αυτονομία, δεν περιέχεται, δηλαδή προέρχεται από τη θρησκευτική ελευθερία, όπως αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Αθροπίνων Δικαιωμάτων, στην υπόθεση η Μητροπολική Εκκλησία της Βεσαραβίας κατά Μορδαβίας, ιδίως για τις χώρες οι οποίες δεν έχουν ρητή συνταγματική, νομοθετική αναγνώριση αυτού του δικαιώματος στην αυτονομία για τις εκκλησίες σε σχετικές κοινότητες, στις κρατικές ενόμιες τάξεις. Τα πλαίσια λοιπόν της αυτονομίας της Καθολικής Εκκλησίας, το κρατικό κράτος αναγνωρίζει όσα αποκλειστικά αρμόδια την εκκλησιαστική αρχή, να ρυθμίζει την εκκλησιαστική ενόμη τάξη και ιδίως να ιδρύει, να μεταβάλει, να καταργεί εκκλησιαστικούς οργανισμούς και απαριθμί ορισμένα είδη όπως είναι οι εκκλησιαστικές επαρχίες, οι αρχιεπισκοπές. Αρχιεπισκοπές, επισκοπές είναι στην ίδια κατηγορία, επισκοπές. Καθώς και άλλες επιμέρους εκκλησίες. Άλλα είδη επιμέρους εκκλησιών απαριθμούνται στο άρθρο 5, όπως αυτά προβλέπονται από τον Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Δηλαδή, αποστολικές διοικήσεις, εδαφικές ιεραρχικές δικαιοδοσίες, εδαφικές υγουμενικές δικαιοδοσίες, προσωπικές ιεραρχικές δικαιοδοσίες. Αυτά είναι ήδη επιμέρους εκκλησιών. Με σημαντικότερο βεβαίως, τους αρχιεπισκοπές. Οι ορισμοί τους, δηλαδή τι σημαίνει κάθε μία από αυτές τις περιττώσεις επιμέρους εκκλησιών, προβλέπονται στον Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας. Εδώ, αρκεί να πούμε ότι, αυτές οι περιπτώσεις συνιστούν διάφορα είδη επιμέρους εκκλησιών, όπως οι επιμέρους εκκλησίες με σημαντικότερο είδος βεβαίως επισκοπές, όπως αυτές οι επιμέρους εκκλησίες, αντιπαραβάλλονται προς την Παγκόσμια Καθολική Εκκλησία. Επίσης, η Ερμόδια Εκκλησιαστική Αρχή μπορεί να ιδρυενωρίες, όχι μπορεί, αναγνωρίζεται από το κρωτικό κράτος, το δικαίωμα. Ίδη η φιστάμινη δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας, διά των αρμοδίων εκκλησιαστικών αρχών να ιδρύουν ενορίες, καθηδρίμματα αφιερωμένης ζωής, δηλαδή μοναχικά τάγματα, και κοινωνίες αποστολικής δοής, δηλαδή κοσμικά τάγματα, ανάλογα με τα μοναχικά, καθώς και άλλα είδη εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Και προχωρούμε στο άρθρο 6, παράγραφος 1. Ανοίκουν στην Καθολική Εκκλησία όλοι οι εκκλησιαστικοί διορισμοί και η απονομή των εκκλησιαστικών αξιωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου, ορίζει η παράγραφος 1. Η παράγραφος 2 προβλέπει ο διορισμός, η μετάθεση και η πάυση των επισκόπων ανήκουν αποκλειστικά στην Αγία Έδρα. Η παράγραφος 3 διαλαμβάνει πριν την δημοσίευση του διορισμού των επαρχιούχων επισκόπων, που η Αγία Έδρα θα ενημερώνει σχετικώς μέσω εμπιστευτικής οδού την κρωτική κυβέρνηση. Το άρθρο λοιπόν έξια αφορά εκκλησιαστικούς διορισμούς, δηλαδή πληρώσεις εκκλησιαστικών αξιωμάτων. Και η παράγραφος 1 αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία της Καθορικής Εκκλησίας να προβαίνει στους εν λόγω εκκλησιαστικούς διορισμούς ελεύθερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου. Όσον αφορά τους επισκόπους υπάρχει η δική διάταξη της παράγραφου 2, η οποία ορίζει ότι ο διορισμός, η μετάθεση ή η πάυση των επισκόπων ανήκουν αποκλειστικά στην Αγία Έδρα, όπως άλλωστε προβλέπει και ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Λαθηνικής Εκκλησίας. Στην παράγραφο 3 καθερώνται μια υποχρέωση της Αγίας Έδρας, η οποία είναι ελεύθερη να προβαίνει σε διορισμούς επισκόπων, όσον αφορά τους διορισμούς των επαρχιούγων επισκόπων μόνο. Και πριν τη δημοσίευση του διορισμού τους, να ενημερώνει εμπιστευτικά την Κροατική Κυβέρνηση. Δεν προκύπτει από το άρθρο 6 αυτής της Διεθνούς Δημερούς Συμφωνίας κάποιο δικαίωμα της Κροατικής Κυβέρνησης για αντίρρηση πολιτικού χαρακτήρα ως προς το πρόσωπο του υποδιορισμών επαρχιούγου επισκόπου. Βέβαια, η προηγούμενη κοινοποίηση με εμπιστευτικό τρόπο του ρώματος του υποψηφίου στην Κροατική Κυβέρνηση παρέχει τη δυνατότητα σε αυτήν να προβάλλει σχετικές αντιρρήσεις στην Αγία Έδρα, η οποία είναι αρμόδια για τον διορισμό των υπαρχιούγων επισκόπων, αν και δεν κατοχαιρώνεται κάποιο δικαίωμα, όπως προανέφερα, αντίρρηση πολιτικού χαρακτήρα, που να υποχρεώνει την Αγία Έδρα, αν προβληθεί αυτό το δικαίωμα, το οποίο βεβαίως δεν προβλέπεται, εν προκειμένου να υποχρεούνται να μη διορίσει τον υποψήφιο τον οποίον θα ήθελε να διορίσει, αλλά κάποιον άλλον. Συνεπώς, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προβληθούν, η Αγία Έδρα είναι ελεύθερη, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, να διορίσει ως επαρχιούγο επίσκοπο, τον υποψήφιο τον οποίον επιθυμεί η ίδια. Άρθρο 7, παράγραφος 1, η Δημοκρατία της Κροατίας εγγυάται στην Καθολική Εκκλησία, την ελευθερία άσκησης της λατρείας. Όσο εκ περισσού είναι αυτή η διάταξη, διότι είναι μια διάταξη που αφορά την ελευθερία της λατρείας και η οποία αναγνωρίζεται από τη θρησκευτική ελευθερία, γιατί αποτελεί ένα επιμέρους δικαίωμα, το οποίο ανήκει στο πακέτο δικαιωμάτων, στην ομάδα δικαιωμάτων που ονομάζεται τη θρησκευτική ελευθερία. Παρ' όλα αυτά, δεν βλάπτει η υπενθύμησή του στο κείμενο της συγκεκριμένης Διεθνούς Συμφωνίας. Υπαράγραφος 2 ορίζει, «Η Δημοκρατία της Κολατίας εγγυάται το απαραβίαστον των χώρων λατρείας εκκλησιών, παρεκκλησίων και αντίστοιχων παραρτημάτων». Υπαράγραφος 2 περιέχει μια εγγύηση του απαραβιάστου των χώρων της λατρείας, το οποίο είναι ένα επιμέρους δικαίωμα που ενσωματώνεται, βεβαίως, στην ελευθερία της λατρείας. Παράγραφος 3 «Μόνο για σοβαρούς λόγους και με την ρητή συμφωνία της εκκλησιαστικής αρχής μπορούν να προορίζονται οι λόγοχώροι για άλλους σκοπούς». Δηλαδή οι χώροι λατρείας δεν επιτρέπεται κατά κανόνα να προορίζονται για άλλους σκοπούς πέραν του σκοπού της λατρείας. Κατεξέρεσαν όμως για σοβαρούς λόγους και με την ρητή συμφωνία της εκκλησιαστικής αρχής αρμόδιας μπορούν να προορίζονται οι λόγοχώροι λατρείας για άλλους σκοπούς. Παράγραφος 4 ορίζει «Η αρμόδια αρχή της δημοκρατίας-κρωατίας μπορεί να λαμβάνει μέτρα ασφάλειας στους χώρους που αναφέρονται και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής. Εάν αυτό θα ήταν επίγον για την προστασία της ζωής και της υγείας ή για τη διατήρηση των αγαθών ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας». Η παράγραφος λοιπόν 4 το άρθρο 7 καθιερώνει μια δυνατότητα της κυβέρνησης της δημοκρατίας-κρωατίας να λαμβάνει μέτρα ασφάλειας για τους λατρευτικούς χώρους ακόμη και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής. Αλλά αυτό δηλαδή χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής μόνον κατεξέρηση, υπό τις προϋποθέσεις δηλαδή οι οποίες προβλέπονται, δηλαδή αν είναι αναγκαίο για την προστασία της ζωής και της υγείας ή για τη διατήρηση των αγαθών ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας. Την παράγραφο 5 ορίζεται, εν όψει της άσκησης της δημόσιας λατρείας σε χώρους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, δηλαδή σε χώρους διαφορετικούς από τους χώρους λατρείας, όπως στην περίπτωση των λιτανιών, των προσκυνημάτων ή άλλων πράξεων. Οι αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές θα ενημερώνουν σχετικώς τις αρμόδιες αρχές της δημοκρατίας οι οποίες έχουν την υποκρέωση να εγγυώνται τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Η παράγραφο 5, το άρθρο 7, προλέπει ότι αν η δημόσια άσκηση της λατρείας που έχετε να γίνει σε χώρους εκτός εκείνων της λατρείας, όπως είναι η περίπτωση λιτανιών, προσκυνημάτων ή άλλων περιπτώσεων, θα πρέπει να υπάρχει μια προηγούμενη σχετική ενημέρωση από τις αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, των αρμόδιων κρατικών αρχών της δημοκρατίας και κρατίας, προκειμένου οι κρατικές αρχές να εγγυηθούν, δηλαδή να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, οι οποίες αποτελούν υποχρεωσή τους και συνιστούν δική τους δικαιοδοσία. Το άρθρο 8 της ίδιας Διεθνούς Δημερούς Συμφωνίας μεταξύ Αγίας Έδρας και Δημοκρατίας-Συκολατίας ορίζει στην παράγραφο 1. «Τη περίπτωση ανάκρισης ενός κληρικού για ενδεχόμενα εγκλήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικ. Οι δικαστικές αρχές θα ενημερώνουν προηγουμένως τις αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές». Στην παράγραφο 2 προβλέπεται «Σε κάθε περίπτωση το απόριτο της εξομολόγησης είναι απαραβίαστο». Το άρθρο 8 προβλέπει δύο διαφορετικά πράγματα στις δύο παραγράφους. Στην πρώτη παράγραφο «Καθερών τη υποχρέωση των δικαστικών αρχών του κράτους-Κρωατίας να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές. Εάν πρόκειται να διεξαχθεί μια ανάκριση για έναν κληρικό, για ενδεχόμενα ποινικά δικίματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα της Κρωατίας» και η παράγραφο 2 «Αναγνωρίζει το απόριτο της εξομολογήσεως, ότι είναι απαραβίαστο». Το άρθρο 9 καθιερώνει τις εκκλησιαστικές αργίες. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται «Οι Κυριακές και οι ακόλουθες εορτάσιμες ημέρες είναι ελεύθερες από εργασία». Δηλαδή δεν είναι εργάσιμες. Πρώτον, 1 Ιανουαρίου «Εορτή της Μαρίας, της Αγιότης Μητέρας του Θεού Καποντάνο». Δεύτερον, 6 Ιανουαρίου «Επιφανία του Κυρίου ή των Αγίων Μάγων». Τρίτον, Δευτέρα του Πάσχα. Τέταρτον, Δεκάτη Πέμπτη Αυγούστου «Ανάληψη της Μακαριώτα της Παρθένου Μαρίας». Πρώτη Νοεμβρίου Πέμπτον «Όλων των Αγίων». Έκτον, 25 Δεκεμβρίου «Γέννηση του Κυρίου». Έκτον, έβδομον μάλλον 26 Δεκεμβρίου. Πρώτη μέρα μετά τη γέννηση του Αγίου Στεφάνου. Και η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρο 9 προβλέπει ότι τα δύο μέρη θα συμφωνήσουν ενδεχόμενες τροποποιήσεις των ημερών αργίας. Η διάταξη αυτή είναι σαφής, δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη εξίση. Στο σημείο όμως αυτό τελείωσε ο χρόνος της 11ης διάλεξης του Μηταρτιακού Θεσμίου Ευρωπαϊκών Λαών 11ου-20ου αιώνας του 2ου έτους. Θα επανέλθομαι στην Διεθνή Δημερή Συμφορία μεταξύ Αγίας Έδρας και του Κράτους Κουρατίας στην επόμενη 12η και τελευταία διάλεξη του Ελλόγου Μηταρτιακού. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |