Σ. Ιερεμίας, "Η κοροπλαστική της αρχαίας Δημητριάδας: εισηγμένες μήτρες και τοπική παραγωγή" /

: Και περνάμε στη συνέχεια στην επόμενη ανακοίνωση του κύριου Ιερεμία, ο οποίος θα μας μιλήσει και τη φοροπλαστική της αρχαίας Δημητριάνδος, μύθρες και φωτική κεραμική. Καλημέρα σας. Όπως είναι γνωστό, η Δημητριάνδη ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Κολιορτητή το 294 μ.Χ. στο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Θε...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: AMTh 2018
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=7rah9UVR7mE&list=PLEpOBHfJsEAYadEsrDiLVk5TdfDUP3PRd
Απομαγνητοφώνηση
: Και περνάμε στη συνέχεια στην επόμενη ανακοίνωση του κύριου Ιερεμία, ο οποίος θα μας μιλήσει και τη φοροπλαστική της αρχαίας Δημητριάνδος, μύθρες και φωτική κεραμική. Καλημέρα σας. Όπως είναι γνωστό, η Δημητριάνδη ιδρύθηκε από τον Δημήτριο Κολιορτητή το 294 μ.Χ. στο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Θεσσαλίας, στην καρδιά της ελληνικής χερσονήσου, κάτι που κατέστησε πολύ χρυγορά ένα σημαντικό βασιλικό, διοικητικό, ναυτικό και υποδιοκέντρο πολιτιστικού κόσμου, που προσέγγισε κατοίκους από όλοι το Μεσόγειο. Μπολονότι οι ανασκαφές της πόλης ξεκίνησαν οι ίδιοι από τις αρχές του 20ου αιώνα, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν είναι εφραίως γνωστά λόγω της έλλειψης συστηματικών δημοσιεύσεων και μελετών. Αδικείμενος της δακτωρικής μετιαθρηπής είναι η χοροπλαστική της Δημητριάνδας και την Ελληνιστική περίοδο. Περισσότερα από εφτακώς χερδόλια και πρωτομές είναι γνωστά από την πόλη, προερχόμενα από ανασκαφές στα ιερά, τα νεκροταφεία, τις οικίες και το ανάκτορο. Μεγάλο μέρος του υλικού, τον παλιό ανασκαφόν του Αρμανιτόπουλου, αεδοπίστηκε και ταφτίστηκε το 2001 και με τρία στο βόλο και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 2010 με 11 και κυρίως το 2016 και εξής. Και ο υλικό αυτό προέρχεται από τα ιερά της Στασικράτας, της Μητέρας των Θεών, το Θεσμηφόριο, το Νότιο Νεκροταφείο. Αυτά τα σύνολα, σε συνδυασμό με τα ευρήματα των ανασκαφών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτού, στο Ανάκτορο και το Βόθρο στο Λόχο 35 και της Εκορίας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας στο Ιερό της Μητέρας των Θεών, στο λεγόμενο Θεσμοφόριο, την Ελληνιστική Ικία, στο Ηκώπεδο Κατσιφά και το Βόρειο και το Νότιο Νεκροταφείο, προσφέρουν κλούσιο κοροπλαστικό υλικό και σημαντικές πληροφορίες για την κοροπλαστική παραγωγή της Δημητριάδας. Η σημερινή παρουσίαση έχει κεντρωθεί σε μια σύντομη επισκόπηση των εισυγμένων μητρών και της τοπικής παραγωγής. Τα κέντρα με τα οποία η πόλη είχε εμπορικές επαφές, τη χρονολογική κατανομή των επαφών αυτών, αλλά και τη θέση που κατέχει η τοπική παραγωγή στον ελληνιστικό κόσμο. Δεν έχουν βρεθεί στην Δημητριάδα παρά μόνο μία μήτρα για παραγωγή πλακηδίων με διονυσιακό θέμα από το λεγόμενο θεσμοχώριο της πόλης. Επιπλέον, δύο ιδόλια αρχαίτυπα για την παραγωγή μητρών είναι γνωστά από το ιωρό της Φασικράτας. Όμως, δεν έχουν εντοπιστεί ιδόλια που έχουν παραχτεί από αυτά τα αρχαίτυπα. Παρά τα αυτά, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε την ισαγωγή μητρών από τα ίδια τα ιδόλια, συγκρίνοντάς τα με τα προϊόντα των μεγάλων κοροπλαστικών κέντρων. Ένας μεγάλος αριθμός μητρών πρέπει να έχει ισταθεί από την Αττική. Για παράδειγμα, ο τύπος B βρίσκει το κοντινότερο παράλληλό του σε ένα κλειφή λιτροφόρο από το ιερό της συνήθισης στη νότια κλητή της Ακρόπολης. Η μορφή στη λιτροφόρο αποτελεί την προημότερη σωζόμενη γενεά του τύπου αυτού, χρονογημένη στον δεύτερο μισό του τετάρτου αιώνα. Στη Δημητριάδα και την ευρύτερη περιοχή του Παναστικού εντοπίσσεται από το πρόημο τρίτο, δηλαδή μετά την ίδρυση της Δημητριάδας. Η προέλυση της μήτρας ενός ιδολίου κοριτιού από το ιερό της Πασικράτας φαίνεται να είναι πάρη η Αθήνα, καθώς παρόμοιο ιδόλιο έχει βρεθεί στο λεγόμενο αποθέτη του κοροπλάστη, κοντά στον Άριο Πάγου, χρονογημένο στο τρίτο τέτατο του τετάρτου αιώνα. Η έρνευση για τον τύπο D θα μπορούσε να προέρχεται από την Αττική, καθώς παρόμοιο ιδόλιο έχει βρεθεί στην Πραβρόνα και την Αθηνική αγορά, χρονογημένα στο 350-290 π.Χ. Η Μακετωνία όμως δεν θα πρέπει να αποκλειστεί ως προέλευση της μήτρας, καθώς ο τύπος εντοπίζεται εκεί ήδη από το τρίτο τέτατο του τετάρτου αιώνα, σε τάφω των Ευών αλλά και στα Άβυρα. Επίσης ο τύπος είναι πολύ διαδεδομένος αργότερα στα νεκροταφεία της Πέλας και της Πέρυνας. Έτσι δεν είναι ξεκάθαρη η ακριβής προέλευση της μήτρας του τύπου. Ο τύπος P, που θεωρείται ότι παράγεται στην Αττική στο τέλος του τετάρτου αιώνα και γνωρίζει μεγάλη διάδοση, απαντάται σε αποσφασματικά μέχρι στιγμής παραδείγματα στη Μητριάδα. Ο ίδιος τύπος, αλλά με διαφορετικό κεφάλι, έχει βρεθεί σε τάφω στις κοιτονικές ιδιότητες θύλες. Από τη Διωτεία προέρχεται ο τύπος C, που γνώρισε πολύ μεγάλη διάδοση σε όλοι τη Μεσόδιο, με χρονολογία παραβολής στον πρώιμο τρίτο αιώνα κατά τον Χίγινς, που επιβεβαιώνεται από ευρήματα από τάφους του Δημητριάδα. Όμως ο τύπος αυτός, ιδιαίτερα δημοφιλής στην πόλη, συνεχίζει να παράγεται μέχρι το πρώιμο δεύτερο αιώνα. Τουλάχιστον τρεις παραλλαγές και τρεις γενές έχουν εντοπιστεί μέχρι στιγμής. Μία παραλλαγή της λεγόμενης Μυρκούς, διωτικός τύπος επίσης πολύ διαδεδομένος, είναι ο τύπος U. Άλλη παραλλαγή του τύπου εντοπίζεται στο αρχαίτυπο από τον Ιούρο της Πασικράτας. Ο τύπος L, της αποκολούμενης Οκοκλέεν, απαντά στη Δημητριάδα με τουλάχιστον τέσσερα γνωστά παραδείγματα. Ο τύπος N, με το δεξί χέρι τυλιγμένο μέσα στο ημάτιο, βρίσκει παράλληλα στη βιωτεία, τα άφυρα, αλλά και σε μία μήτρα από το άργο. Πέρα από τους παραπάνω παραδειγμάτων, η κοροκλαστική της Δημητριάδας φαίνεται να έχει ιδιαίτερα πολλές ομοιρότητες με τα εργαστήρια της Μακεδονίας, ειδικά αυτά της Πέλλας και της Βέλλης. Ο τύπος C, μοιάζει με ειδόλια από τα πραναφερθέτε εργαστήρια που έχουν βρεθεί στα νεκροταφεία και τα ιέρα των πόλεων. Ο τύπος F, από το νότιο νεκροταφείο, είναι επίσης πολύ κοντά σε χροϊότα των μακεδονικών εργαστηρίων. Δύο ειδόλια αυτού του τύπου προέρχονται από τάφο που χρονολογείται στις τον δεύτερο αιώνα, χρονολόγηση που συμφωνεί και με τα μακεδονικά παραδείγματα. Η Βέλλη ή η Πέλλα είναι οι πόλεις από τις οποίες προήλθαν οι μύτρες δύο ειδολίων έρωτα από το νότιο νεκροταφείο της Δημητριάδας, που βρέθηκαν σε τάφους του δεύτερου αιώνα. Και τα δύο ειδόλια φαίνεται να χρησιμοποιούν την ίδια μύτρα για το σώμα και τον πεσό, αλλά διαφορετικές ως προς τα κεφάλια και τα φτερά. Το σύμπλεγμα φροντίτης και αέρωτα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Φαίνεται ότι είναι μια εκδοχή ενός τύπου που μάλλον δημιουργήθηκε στην Βέλλη την Βέλλη. Ο τύπος αυτός δείχνει τη θεά να ακουμπά σε πεσό, καλύπτοντας με ημάτιο την υβική περιοχή και τα πόδια. Στο παράδειγμα της Δημητριάδας, ο νεαρός ερώτας έχει προσθεθεί μπροστά από το πεσό, ενώ το ημάτιο τραβιέται από το αριστερό χέρι προς το πλάι. Τα ειδόλια της Βέρειας δείχνουν πολλές παραλλαγές του τύπου, ωστόσο στη θέση των χεριών, των κεφαλιών και των αντικειμένων που κρατάει η θεά. Αυτό που είναι όμοιο και στις δύο περιπτώσεις είναι οι πτυχώσεις του ενδύματος στην περιοχή των ποδιών, κάτι που δείχνει ότι πρόκειται μάλλον και η σιγμένη μήτρα. Η καθιστή γυναική αιμορφή από το ιερό της Πασικράτας βρίσκεται ακριβές παράλληλος σε ένα ιδόλιο από τη Λέσβο, το οποίο φρονολογείται στον πρώιμο Τρίτο. Η Μύρινα, μεγάλο κολοπλαστικό κέντρο της Μικράς Ασίας, έχει σημαντική επίδραση στη παραγωγή της Δημητριάδας. Ο τύπος G, γνωστός μόνο από το ιερό της Πασικράτας, μαθυρείται μόνο στον τάφο A της Μύρινας εκτός Δημητριάδας. Ο τύπος δύο καθιστών γυναικών από το βόρειο νεκροδαφείο, που σώσεται σε τουλάχιστον δύο παραδείγματα, προέρχεται σίγουρα από τη Μύρινα, όπως φαίνεται από τα πολλά παραδείγματα από την πόλη αυτή. Σε όλες τις περιπτώσεις τα κεφάλια είναι διαφορετικά και στο παράδειγμα της Δημητριάδας προέρχονται από ντόπιες μύτρες. Ο τύπος Q βρίσκεται παράλληλα στη Βιορτία και τη Βέρεια, όμως είναι καθολικός αποδεκτό ότι δημιουργείται στη Νότια Ιταλία. Παραδείγματα από την Κάπουα δείχνουν ακριβή ταύτιση των πτυχώσεων με το παράδειγμα της Δημητριάδας, κάτι που περιπλέκει τη θεωρία για την εισαγωγή του τύπου, αν δηλαδή πρόκειται για άμεση ή λιέμιση εισαγωγή της μύτρας. Επίσης, ένας λόγος που δεν θεωρώ ότι η μύτρα έχει εισαχή από τη Μακεδονία είναι ότι τα αντίστοιχα παραδείγματα από τη Βέρεια και τη Βέλλα είναι πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος, ενώ αυτά της Κάπουα ταυτίζονται σε μέγεθος. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται για το μοναδικό ιδόλιο μέχρι στιγμής, το οποίο είναι κατασκευασμένο με διπλή μύτρα, μπρος και πίσω. Ένα ιδόλιο καθιστής δυνακίας μορφής από το βόρειο Νεκροταφείου φαίνεται να προέρχεται από την ίδια μύτρα με ιδόλιο από την Κυριναϊκή στο Λούβρο. Όμως, ένα ιδόλιο του ίδιου τύπου από την Ερέτρια πάλι περιπλέκει τον τρόπο εισαγωγής της μύτρας, καθώς και το ιδόλιο αυτό δεν προέρχεται από κλειστό σύνολο και επομένως δεν είναι σαφές πιο προηγή. Μια ευτυχή συγκύρια ήταν η έβρεση του συνόλου που περιγράφεται από τον Αργανιτόπουλο στο ημερολόγιο του από το Νότιο Νεκροταφείο. Καθ' ηλίτες για την τάχτηση αυτή ήταν ένα ιδόλιο με μονόγραμμα στην οπίστια πλευρά του ιδολίου. Προέρχεται πιθανότητα για το αρχικό του ονόματος του κορουπλάστρου. Το μονόγραμμα αυτό είναι το ίδιο με θράσμα οπίστιας πλευράς ιδολίου από το λάκο του ανακτώρ της Δημητριάδας. Η χρονολόγηση έτσι του ιδολίου αυτό είναι δυνατόν να τοποθετηθεί πριν το 200 π.Χ. Ο τύπος του ιδολίου, κυρίως το κάτω τμήμα, μοιάζει με ένα ιδόλιο κοτιμήρινα. Ίσως πρόκειται για μεταλλαγή? Η ομοιόρτα του μονόγραμματος με αυτά κοτιμήρινα θα μπορούσε να υποστηρίχει σε κάτι τέτοιο. Όμως ο κλός του ιδολίου, όπως και των υπολίπων, είναι τόπιος, κάτι που σημαίνει ότι, όπως και στις παραπάνω περιπτώσεις, η μήτρα είναι αυτή που έχει εισαχθεί και όχι το ίδιο το ιδόλιο. Μαζί με το ιδόλιο αυτό βρέθηκαν άλλα ιδόλια που μπορούμε πλέον να τα ταχτίσουμε με αυτά τα οποία αναφέρει ο Ορθανιτόπουλος, ως προερχόμενα από τον Ότιανο Κρωταφείο. Ο τύπος K και το ιδόλιο της Οθόνης, παρόμοιοι τύποι, μπορούν να συγκριθούν με εφρήματα από την Πέλλα και την Βέρεια αλλά και την Ανθήπολη και την Μύρινα. Ο τύπος S, που σώσεται σε τρία παραδείγματα, βρίσκει παράλληλα με τύπο που προέρχεται από τη Μακεδονία, όπως φαίνεται από δύο παραδείγματα, ένα από την Απολωνία και ένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καστοτίνου Πολήση. Τέλος, η νύθρα του ιδολίου της Οθόνης προέρχεται επίσης από τη Μακεδονία με παραδείγματα από τη Βέρεια και την Πέλλα αλλά και από τη Μύρινα. Περνώντας στην τοπική παραγωγή της πόλης, βλέπουμε τύκους που συναντώνται μόνο εδώ αλλά σε σχήματα τυπικά της ελληνιστικής εποχής. Ο τύπος A, που βρίσκεται μόνο στο Υιό της Πασικράτας, θυμίζει ιδιωτικές δημιουργίες του τέους του 4ου ή των αρχών του 3ου αιώνα, αλλά οι διαφοροποιήσεις είναι σημαντικές. Ο τύπος A είναι τυτικός του 3ου αιώνα με παρόμοια παραδείγματα από την Αλεξάνδρου και την Κυριναϊκή, όμως οι αναλογίες του τύπου της Δημητριάδας με στενό κορμό και τον πλατύχο δόκυρο είναι χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα της θεσσαρικής πόλης. Ο τύπος J είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός της πόλης. Όλα τα γνωστά παραδείγματα προέρχονται μόνο από το Υιό της Πασικράτας, κάτι που δυσχερένει και τη χρονολόγησή του και λόγω της αθουσίας σκοτεινών και στελιστικών παραλειών από άλλες περιοχές. Η πιο ασφαλής υπόθεση είναι ότι ανήκει στον 3ο αιώνα, ειδικά αν συγκριθεί με παραδείγματα νεαρών γυναίκων από την πόλη. Ο τύπος O είναι από τους λίγους της τοπικής παραγωγής που μπορεί να στιχνολογηθεί καθώς έχει τέχνην σαν τεκβεν από ένα θράσμα που βρέθηκε στον Ανάκτορο, οπότε θα πρέπει να θεωρήσουμε την παραγωγή του πριν το 200 π.Χ. Οι αναλογίες του τύπου αυτού μοιάζουν με του I, δηλαδή έχουν μικρό κεφάλι, στενό κορμό και πλατύπο δόγιο. Στην τοπική παραγωγή δεν πρέπει να ξεχνάμε και μια από τις μεγαλύτερες ομάδες ειδόλιων στη Μητριάδα, αυτή των αγοριών με καυσία. Με την βοήθεια του αρχαϊκού υλικού, έχει ταυτιστεί με ασφάλινα πάνω από 200 ειδόλια αγοριών με καυσία, προερχόμενα κυρίως ο χωτοϊότης της Πασικράδας, αλλά και το Ανάκτορο και ένα νεκροταφεία. Έχουμε διακρίνει 12 τύπους. Παρά το γεγονός ότι η κοροκλαστική παραγωγή της πόλης βασίζεται, όπως είδαμε, για τα γυναική ειδόλια, κυρίως στην εισαγωγή νεκτρών από μεγάλα κέντρα, ο πολύ δημοφιλής οικονογραφικός αυτός τύπος είναι βασισμένος ήδη από την είδεση της πόλης στην παραγωγή τοπικών εργαστηρίων. Τα ειδόλια που βρέθηκαν στο ιερό της Μητέρας των Θεών δείχνουν επίσης υψηλή στιότητα στωπικά εργαστήρια, καθώς δεν θρύσκουν παράλληλα με ευρύματα από άλλα ιερά της Μακεδονίας, αν και εικονογραφικά κοιμμένονται σαχώς στο πνεύμα της εποχής. Μεταξύ τους υπάρχουν και πρωτότητες δημιουργίες όπως το ιδόλιο της υποπρόσωπης Εκάτης. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η Δημητριάδα, ήδη από την είδεση της, ήταν μια πόλη με επαφές και εισαγωγές από την Αττική, τη Φιωτία, της πόλης της Μακεδονίας, τη Λέσβο, της πόλης της Μικράς Ασίας, κυρίως τη Μύρινα και την Πριήνη, αλλά και με την Αλεξάνδρια, την Κυριναϊκή και τη Νότια Ιταλία. Αυτές τις εισαγωγές δεν ξενίζουν καθώς γνωρίζουμε ότι ταχνίδες από την Αττική και τη Φιωτία δούλεψαν στην πόλη τον 3ο αιώνα στις γνωστές επιτήθειες της Δημητριάδας. Από τα μέσα του 3ου και κυρίως κατά τον 2ο αιώνα, η πόλη δείχνει να έχει πιο στενές σχέσεις με τη πόλη της Μακεδονίας και με πολλά μέσα παράλληλα. Ίδιο είναι η εικόνα από την κεραμική παραγωγή, δηλαδή έντονες αιτικές επιδράσεις, των π.ε. 3ου αιώνα και σταδιακά επαφές με τη Μακεδονία και εκλεκτική παραγωγή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι πύλες στιξίδες και οι λύχνες. Επίσης, κατά τον ύστερο 3ο και τον 2ο αιώνα, τα μελληναϊκά ειδόλια φτάνουν στην πόλη τόσο εσαισυχμένες μήτρες όσο ίσως και ως άμεσα εσαισυχμένα ειδόλια. Όμως, το γεγονός ότι η πλειονότητα των ειδολίων υποεξέταση έχει κατασκευαστεί από τοπικό πυλό, μας κάνει να σκεφτούμε ότι οι μήτρες είναι αυτές που εισάγονται στη Δημητριάδα και όχι τα ειδόλια καθ' αυτά. Τα τοπικά εργαστήρια δημιουργούσαν τα ειδόλια με τοπικό πυλό και έκαναν τη διανομή στα διαφορετικά σύνορτα. Η τοπική αναδιαμόχωση των ειδολίων είναι επίσης αξιοσημείωτη από το γεγονός ότι σε μεγάλο βαθμό για τα ειδόλια αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί κεφάλια από τοπικές μήτρες διαφορετικές από αυτά που βλέπουμε στα παράλληλα από τις περιοχές προέλευσης. Αυτό φανερώνει κατά έναν τρόπο μια προσπάθεια για διαφοροποίηση και διάκριση των προϊόντων της Δημητριάδας από το πρωτότυπο. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα εισυχμένα ειδόλια βρίσκονται κυρίως στα νεκροταφεία ενώ η τοπική παραγωγή κυριαρχεί κυρίως στα ιερά. Η πρακτική αυτή είχε παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές και έχει προταθεί η θεωρία ότι οι συγγενείς ανατέχουν στο νεκρό ακριβότερα ταφικά κτερίσματα από αυτά που ανατέθηκαν στα ιερά. Ο ακριβότερος χαρακτήρας των ειδολίων σε ταφικά σύνολα μπορεί να υποστηριχθεί και από την ανακάλυψη κασιτέλωσης σε ειδόλια του βόρειου νεκροταφείου. Η ακουσία συστηματικών δημοσιεύσεων συνολων ειδολίων από ελληνιστικές πόλεις της Ισταλίας δισχαιρένει την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τις σχέσεις της Δημητριάδας με τις πόλεις αυτές. Από τις λίγες πληροφορίες που γνωρίζουμε για την τροπλαστική των Φερών και των Φαρσάλων φαίνεται ότι τα εργαστήρια της Δημητριάδας ακολουθούν διαφορετικά πρώτα. Η Δημητριάδα φαίνεται έτσι να είναι μια καθαρά μακεδονική πόλη στη θεσσαλική γη με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα ως προς τις εισαγωγές χοροκλαστικών μητρών.