Διάλεξη 1 / Διάλεξη 1 / Διάλεξη 1

Διάλεξη 1: Στον κύκλο των μαθημάτων για το μάθημα με τον τίτλο «Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης», θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε, να μελετήσουμε και να παρουσιάσουμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια από την πνευματική ιστορία της Θεσσαλονίκης, τα οποία σχετίζονται τόσο με αυτήν καθαυτή την ιστορ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Κύριος δημιουργός: Πασχαλίδης Συμεών (Καθηγητής)
Γλώσσα:el
Φορέας:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είδος:Ανοικτά μαθήματα
Συλλογή:Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας / Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης
Ημερομηνία έκδοσης: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2015
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:Αναφορά-Παρόμοια Διανομή
Διαθέσιμο Online:https://delos.it.auth.gr/opendelos/videolecture/show?rid=f00cd416
Απομαγνητοφώνηση
Διάλεξη 1: Στον κύκλο των μαθημάτων για το μάθημα με τον τίτλο «Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης», θα έχουμε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε, να μελετήσουμε και να παρουσιάσουμε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κεφάλαια από την πνευματική ιστορία της Θεσσαλονίκης, τα οποία σχετίζονται τόσο με αυτήν καθαυτή την ιστορική περίοδο της Θεσσαλονίκης, όσο και με τα πνευματικά τεκτενόμενα στην πόλη αυτή, η οποία έχει, όπως γνωρίζουμε όλοι, μια μακρά ιστορία πολλών χιλιετιών και βέβαια μια μακρότατη ιστορία από τη στιγμή που ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική κοινότητα της πόλης. Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε ένα μάθημα με τον τίτλο «Η Άγιη της Θεσσαλονίκης» είναι γιατί ένα από τα γνωρίσματα αυτής της πόλης είναι αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «Η Αγιολογική Ιστορία της Θεσσαλονίκης», δηλαδή η ιστορία που σχετίζεται με την εμφάνιση και με την συναρρύθμιση ενός μεγάλου αριθμού, όπως θα δούμε, αγίων της πόλεως μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Έτσι, λοιπόν, το θέμα «Η Άγιη της Θεσσαλονίκης» είναι κάτι το οποίο για την έρευνα την αγιολογική, για την επιστημονική γενικότερα έρευνα είναι ένα θέμα, αποτελεί ένα θέμα αυτονόητο στην μελέτη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι, όπως θα δούμε, από τους χρόνους δημιουργίας της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, της πολύ πρόημης ιδρύσεως της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, αφού, όπως γνωρίζουμε όλοι, η Θεσσαλονίκη αποτελεί μία από τις πόλεις εκείνες που είχαν το προνόμιο να αποκτήσουν αποστολικές εκκλησίες, δηλαδή εκκλησίες που ιδρύθηκαν από τον κύκλο των πρώτων αποστόλων, αμέσως δηλαδή μετά την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, σε όλες τις περιόδους, σε όλες τις ιστορικές περιόδους της, έχει να επιδείξει και έναν αρκετά σημαντικό αριθμό Αγίων, με την έννοια ότι ως Άγιοι, όπως γνωρίζουμε, εννοούνται, νοηματοδοτούνται τα πρόσωπα εκείνα που κατέχουν μία διακριτή θέση μέσα στην λειτουργική ζωή της πόλης, δηλαδή τιμήθηκαν με έναν ιδιαίτερο τρόπο κάποια πρόσωπα που ανήκαν στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, ή που για κάποια χρονική περίοδο της ζωής τους έτηχε, βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη και παρέμειναν εδώ, αφήνοντας ασφαλώς και το δικό τους, όπως θα δούμε, πνευματικό στίγμα στην εκκλησιαστική ιστορία της πόλης. Η Θεσσαλονίκη, θα επαναλάβω, είναι μία πόλη, όπως γνωρίζουμε, που διαδραματίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο καθ' όλη την αρχαιότητα και την κλασική αρχαιότητα και ασφαλώς την λεγόμενη ύστερη αρχαιότητα, δηλαδή την περίοδο αυτή που διαδέχεται ουσιαστικά την κλασική αρχαιότητα από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά και φτάνει έως και τον 7ο αιώνα, ως τα μέσα περίπου του 7ο αιώνα και διακρίνεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα ιδιαίτερα εκείνα ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, που αφορούν στον τρόπο ζωής, στον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών κατά την αρχαιότητα, την κλασική αρχαιότητα και την ύστερη αρχαιότητα και στον τρόπο βέβαια με τον οποίο λειτουργούσαν οι θεσμοί αλλά λειτουργούσαν και οι ίδιοι οι άνθρωποι, οι κοινότητες, όχι μόνο οι χριστιανικές κοινότητες αλλά γενικότερα οι κοινότητες των διαφόρων πόλεων. Μια πόλη όπως γνωρίζουμε με πολυπολιτισμική θα μπορούσαμε να πούμε ιστορία αφού από πάρα πολύ νωρίς έχουμε μαρτυρίες, ήδη δηλαδή από την προχριστιανική περίοδο του ιστορικού βίου της πόλης, έχουμε μαρτυρίες για την ύπαρξη διαφόρων εθνικών κοινοτήτων στην πόλη μας και βέβαια και διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων αφού εμφανίζονται και στην προχριστιανική αλλά και στην χριστιανική περίοδο ιστορική φάση της ζωής της πόλης, εμφανίζονται αρκετές θρησκείες, δοξασίες, επιμέρους αντιλήψεις και πεποιθήσεις, οι οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζουν και αποτυπώνουν αυτό το κράμα ανθρώπων και πολιτισμικών αντιλήψεων που διαλέγονται και έρχονται σε επαφή μέσα σε αυτήν την πολύ σπουδαία πόλη της αρχαιότητας της Θεσσαλονίκη. Μια πόλη που όπως γνωρίζουμε από τις πρόημες πηγές, από τις αρχαίες είδη πηγές της καταλέγεται, συγκαταλέγεται μεταξύ των λεγόμενων μεγαλοπόλεων της αρχαιότητας. Αποτελεί μια μεγαλόπολη η Θεσσαλονίκη, μια πόλη με μεγάλη έκταση, ένα σημαντικό πληθυσμό σε σχέση με τις υπόλοιπες πόλεις και βέβαια με μια πολύ σημαντική ιστορική παρουσία και μία σημαντικότατη θέση και στην αρχαία περίοδο της ζωής της αλλά ιδιαίτερα στη Βυζαντινή περίοδο κατά την οποία η Θεσσαλονίκη όπως γνωρίζουμε καθίσταται μία συμβασιλεύουσα. Καθίσταται δηλαδή μία πόλη που συλλειτουργεί ως ένα σημαντικό διοικητικό κέντρο σε συναρμογή με την λειτουργία των θεσμών στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, του Βυζαντινού κράτους που είναι η Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι η παρουσία καταρχήν μίας σημαντικής εκκλησιαστικής κοινότητας στην Θεσσαλονίκη και συνακόλουθα ενός σημαντικού αριθμού προσώπων που επιτέλεσαν ένα διακριτό πνευματικό έργο μέσα στην πνευματική ιστορία της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητη. Όπως η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε τον οφθαλμό της Οικουμένης, αποτέλεσε το κέντρο εκείνο το οποίο προσύλκυε όπως παλαιότερα και η παλαιά Ρώμη προσύλκυε σε μεγάλους αριθμούς όχι μόνο επισκεπτών, περιηγητών ή προσκυνητών αλλά και σημαντικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων έτσι και μετά την Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά. Άλλωστε γνωρίζουμε από μαρτυρίες που μας έχουν διασωθεί ότι η πόλη λειτούργησε στην ρωμαϊκή περίοδο ήδη ως ένα σημαντικό διοικητικό κέντρο και αυτό συνέβη στην ύπατη λειτουργία του και αυτό συνέβη κατά την περίοδο που μας είναι γνωστή ως η περίοδος της τετραρχίας, δηλαδή η περίοδος εκείνη που καταλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες του τρίτου αιώνα και κατά την οποία το ενιαίο ρωμαϊκό κράτος, η ενιαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και στο δυτικό ρωμαϊκό κράτος και διοικήθηκε από τέσσερα πρόσωπα εξού και ο όρος τετραρχία, δηλαδή από δύο Αυγούστους και από δύο Κέσαρες. Στην προκειμένη περίπτωση η Θεσσαλονίκη γνωρίζουμε ότι λειτούργησε κατά την περίοδο της τετραρχίας ως η διοικητική έδρα ενός από τους Κέσαρες, από τους δύο Κέσαρες της τετραρχίας του Γαλέριου Ουαλέριου Μαξιμιανού. Είναι ένα πρόσωπο που και σήμερα ακόμη το όνομά του συνδέεται με τη σημερινή ζωή της πόλης, αφού συγκεκριμένα μνημεία, ρωμαϊκά μνημεία της πόλης, σχετίζονται με την παρουσία του Γαλερίου Μαξιμιανού, όπως είναι δηλαδή η καμάρα, η αψίδα του Γαλερίου ή το ανακτορικό συγκρότημα κάτω από την σημερινή Εγνατία Οδό, που έχει ανασκαφεί ένα πολύ σημαντικό ανακτορικό συγκρότημα οκταγωνικό και με ένα σημαντικό αριθμό και άλλων κτιρίων, που γνωρίζουμε ότι είχε κατασκευαστεί από τον Γαλέριο ακριβώς για τις ανάγκες της διοικητικής λειτουργίας της Θεσσαλονίκης ως έδρας του ιδίου του Γαλερίου, ο οποίος είπαμε ότι αποτελούσε τον Κέσαρα του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με Αύγουστο τον Διοκλητιανό, τον γνωστό αυτοκράτορα Διοκλητιανό, για τον οποίον θα μιλήσουμε και σε μία από τις επόμενες ενότητες όταν θα αναφερθούμε ιδιαίτερα όπως και για τον Γαλέριο, θα αναφερθούμε εκτενέστερα στα πρόσωπα αυτά, δεδομένου ότι σχετίζονται με το γεγονός του λεγόμενου μεγάλου διωγμού, δηλαδή με το ξέσπασμα ενός πολύ σημαντικού γενικού διωγμού στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του οποίου εμφανίστηκαν και μαρτύρησαν και αρκετοί χριστιανοί της Θεσσαλονίκης ή και πρόσωπα από άλλες εκκλησίες, τοπικές εκκλησίες που οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη όπως οδηγήθηκαν και στην έδρα του Αυγούστου του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού που ήταν η Νικομίδια στη Μικρά Ασία. Έτσι λοιπόν η Θεσσαλονίκη μπορούμε να πούμε ότι ήδη από την περίοδο βέβαια της δημιουργίας της, αλλά και αργότερα από την δημιουργία της, τους χρόνους του Μ. Αλεξάνδρου από τον Κάσανδρο, αλλά και αργότερα, ιδίως στην ρωμαϊκή περίοδο της ιστορίας της, εμφανίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο και χαρακτήρα στην ευρύτερη περιοχή και βέβαια αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με τις σωζόμενες μαρτυρίες αποτέλεσε και μία από τις επιλογές του Μ. Κωνσταντίνου, του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οποίος επανένωσε τα δύο χωριστά τμήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και βασίλευσε και πάλι ως μονοκράτορας σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεδομένου ότι όταν ο Μ. Κωνσταντίνος αναζητούσε ένα νέο διοικητικό κέντρο για την ενωποιημένη και πάλι αυτοκρατορία του, η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε μία από τις επιλογές του και είχε επιλεγεί εξαιτίας της νευραλγικής θέσεώς της, εξαιτίας ασφαλώς της ιστορίας που είχε η πόλη, του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος και ασφαλώς του πολιτισμού, τον οποίον έφερε η πόλη αυτή και βέβαια εξαιτίας ενός πολύ σημαντικού γεγονότος, το οποίο δεν θα πρέπει να το αγνοήσουμε, γιατί αυτό το γεγονός θα μπορούσαμε να πούμε ότι δίνει το ιδιαίτερο στίγμα στην ιστορία της πόλης και στην ρωμαϊκή περίοδο και στους χρόνους που είχαν προηγηθεί, αλλά κυρίως και στους χρόνους που ακολούθησαν, δηλαδή σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο, που είναι το γεγονός ότι αυτή η Μεγαλόπολη διέθεται ένα πάρα πολύ σημαντικό, είχε καταστεί ένα πολύ σημαντικό εμπορικό κέντρο εξαιτίας του λιμανιού το οποίο διέθεται και το επισημαίνω ιδιαίτερα αυτό δεδομένου ότι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης γνωρίζουμε ότι είχε πραγματοποιήσει κάποια σημαντικά έργα και ο Μέγας Κωνσταντίνος και θα αναφερθούμε σε ένα από τα επόμενα μαθήματά μας ακριβώς και σε αυτήν τη δραστηριότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την κτητορική θα μπορούσαμε να πούμε δραστηριότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που μαρτυρείται σε σχέση και με τα προϋπάρχοντα κτίσματα στον χώρο όπου από τον έκτο αιώνα και μετά αναγέρθηκε ο περίφημος ναός της Αγίας Σοφίας στο κέντρο της πόλεως αλλά και άλλα οικοδομήματα τα οποία γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με τις πηγές που μας έχουν σωθεί και τις ιστορικές και τα αρχαιολογικά τεκμήρια ότι οφείλονται σε αυτήν την κτητορική δραστηριότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έτσι λοιπόν, ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο η πόλη, πριν τελικά αποφασίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος να μεταφέρει την έδρα του και να ανεγείρει μια νέα πόλη στην παλιά απικία των Μεγαρέων στο Βυζάντιο, την νέα πόλη αυτή που ονομάστηκε Νέα Ρώμη και έλαβε και το όνομα του ιδίου του Κωνσταντίνου και ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, είχε αρχικά καταλήξει στο να επιλέξει την Θεσσαλονίκη ως τον ιδεόδη χώρο στον οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο διοικητικό κέντρο από το οποίο θα έλεγχε όλη πλέον την ενοποιημένη αυτοκρατορία του. Βεβαίως το γεγονός αυτό διαδραματίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο και δίνει το στίγμα του στην μετέπειτα ιστορία της πόλης, δεδομένου ότι η πόλη παραμένει ως ένα σημαντικό, ένα νευραλγικό αστικό κέντρο σε όλη τη διάρκεια της λεγόμενης βυζαντινής περιόδου, κατά την διάρκεια κατά την οποία λειτούργησε πλέον αυτό το νέο κρατικό σχήμα που εγγενίασε ο Μέγας Κωνσταντίνος με το νέο διοικητικό κέντρο που ήταν η Νέα Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη και μας είναι γνωστοί ως βυζαντινή αυτοκρατορία με ένα μεγάλο χρόνο ζωής, περισσότερα από χίλια χρόνια, ως την περίοδο κατά την οποίαν καταλήθηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία και βέβαια γνωρίζουμε ότι στην Θεσσαλονίκη το τέλος του Βυζαντίου, όπως θα δούμε στα σχετικά μαθήματα που θα αναφερθούμε σε αυτή την ώψιμη περίοδο, την ώψιμη, την ύστερη βυζαντινή περίοδο της Θεσσαλονίκης, για την Θεσσαλονίκη το τέλος του Βυζαντίου βέβαια δεν είναι το έτος 1453 αλλά είναι το έτος 1430 όταν επέρχεται η τελευταία άλωση της πόλης από τους Τούρκους για να ακολουθήσει μία μακρά περίοδος της Τουρκοκρατίας στην πόλη περίπου μισής χιλιετίας, περίπου πεντακοσίων ετών. Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο αναπτύχθηκε μία ακμάζουσα εκκλησιαστική κοινότητα και θα έχουμε την ευκαιρία σε ένα από τα πρώτα μας μαθήματα να αναφερθούμε με αφορμή το γεγονός ότι η πρώτη ιστορικά ομάδα Αγίων της Θεσσαλονίκης είναι τα πρόσωπα που σχετίζονται με την Αποστολική Ίδρυση της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης με το Αποστολικό της παρελθόν, επομένως με τις αφετηρίες του χριστιανικού βίου της Θεσσαλονίκης και θα πούμε εκεί περισσότερα πράγματα. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε μόνο ότι το αφετηριακό σημείο για την χριστιανική της ιστορία είναι τα μέσα του 1ου αιώνα μετά Χριστόν όταν ο Απόστολος Παύλος γνωρίζουμε ότι φτάνει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιοδίας του και παραμένει για ένα μικρό χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων όπως μας είναι γνωστά τα γεγονότα από τη διήγηση των πράξεων των Αποστόλων στο 17ο κεφάλαιο των πράξεων. Θα αναφερθούμε όμως εκτενέστερα στα θέματα αυτά γιατί στην σχετική διήγηση του Λουκά στις πράξεις των Αποστόλων δίνονται αρκετές πληροφορίες για τα πρόσωπα εκείνα που σχετίζονται ακριβώς ως συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου με αυτήν την Αποστολική Ήδρυση της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης που είναι απριόρι ένα κορυφαίο κεφαλαιόδες γεγονός για την ιστορία της πόλης δεδομένου ότι η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης κατέχει εξαιτίας αυτού του γεγονότος, κατέχει το προνόμιο της Αποστολικότητας. Και γνωρίζουμε ότι η Αποστολική Ήδρυση μιας Εκκλησίας επέφερε θα μπορούσαμε να πούμε στο εσωτερικό συνταγμάτιο λειτουργίας, της θεσμικής λειτουργίας των Εκκλησιών σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία μία προνομιακή θέση για τις Εκκλησίες εκείνες που είχαν ιδρυθεί από τους Αποστόλους και γι' αυτό ακριβώς υπάρχει, βλέπουμε ότι εξελίσσεται μέσα στις πρόημες ιστορικές πηγές και στα πρόημα γενικότερα χριστιανικά κείμενα, εξελίσσεται μια προσπάθεια των κατατόπους εκκλησιαστικών κοινοτήτων να ενδυθούν με αυτό το ένδυμα της Αποστολικότητας. Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό λοιπόν προνόμιο και αυτό φαίνεται από τη στιγμή που μας έχουν σωθεί τα λεγόμενα συνταγμάτια, i notiti episcopatum, δηλαδή ο κατάλογος των Μητροπόλεων και των Επισκοπών στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή και πιο πρώιμα στις διάφορες αναφορές που έχουμε κατά τη σύγκληση των μεγάλων οικουμενικών συνόδων όπως θα δούμε, βλέπουμε ότι η Εκκλησία, ο Αποστολικός Τρόνος της Σαλονίκης κατέχει μία από τις πρώτες διακριτές θέσεις μέσα σε αυτήν την τάξη, σε αυτήν την σειρά, κατά την οποίαν κατατάσσονταν οι εκκλησιαστικές κοινότητες της Εκκλησίας στο σύνολό της, δηλαδή και στην Ανατολή και στη Δύση. Η αφετηρία λοιπόν της χριστιανικής ιστορίας της πόλης είναι ο πρώτος αιώνας, είναι τα μέσα του πρώτου αιώνα και γνωρίζουμε βέβαια από τις επιστολές του Παύλου ότι η Θεσσαλονίκη κατέστη γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο, ήδη πολύ πρώιμα κείμενα όπως θα δούμε, όπως είναι κείμενα για τους μάρτυρες της Θεσσαλονίκης, κάνουν λόγο για το γεγονός αυτό, για το γεγονός δηλαδή ότι η Θεσσαλονίκη εγκωμιάζεται και εξέρεται σε όλον τον κόσμο λόγω της παρουσίας του Αποστόλου Παύλου και εξαιτίας των δύο επιστολών που έστειλε στους Θεσσαλονικείς μέσα μάλιστα από τις οποίες εγκωμίαζε με ιδιαίτερα θερμούς λόγους τα μέλη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και με αφετηρία αυτό λοιπόν το τόσο λαμπρό χριστιανικό παρελθόν η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης πορεύθηκε σε όλους τους μεταγενέστερους αιώνες για να γνωρίσει και περιόδους δύσκολες όπως είναι η περίοδος των τεσσάρων πρώτων αιώνων ως τις αρχές του τέταρτου αιώνα σε μια ευρύτερη ιστορική περίοδο που την χαρακτηρίζουμε ως περίοδο των διωγμών όταν και ανέδειξε η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης το μαρτυρικό της πρόσωπο και θα δούμε ότι αρκετά από τα πρόσωπα που συγκαταλέγονται στον κατάλογο των Αγίων της Θεσσαλονίκης έχουν ακριβώς την ιδιότητα του μαρτυρα, του χριστιανού μαρτυρα και βέβαια το γεγονός αυτό θα δούμε ότι είναι κάτι το οποίο και σήμερα ακόμη πιστοποιείται και τεκμέρεται και μέσα όχι μόνο μέσα από τις σωζόμενες πηγές, τις αγιολογικές ή τις ιστορικές μαρτυρίες που υπάρχουν αλλά ακόμη και από τα αρχαιολογικά τεκμήρια αφού όπως θα δούμε στις αρχαιολογικές ανασκαφές που έχουν πραγματοποιηθεί σε διάφορες περιοχές και ανατολικά και δυτικά της Θεσσαλονίκης έχουν εντοπιστεί οι τάφοι χριστιανών μαρτύρων στις λεγόμενες χριστιανικές νεκροπόλεις της Θεσσαλονίκης που τοποθετούνται ανατολικά των τυχών εκτός του ανατολικού τείχους και εκτός του δυτικού τείχους της Θεσσαλονίκης. Εμείς εδώ στο Πανεπιστήμιο για να έχουμε μία εικόνα περίπου να μπορούμε να προσδιορίσουμε ακριβώς αυτό το γεγονός, βρισκόμαστε εκτός των ανατολικών τυχών της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής πόλης, επομένως γνωρίζουμε μάλιστα ότι στον χώρο τον ευρύτερο του Πανεπιστήμιου, της Πανεπιστημιούπολης, όπου υπήρχαν αρκετές ταφές διαφόρων κοινοτήτων, υπήρχαν ταφές και χριστιανών, έχουμε τον εντοπισμό χριστιανικών ταφών και μάλιστα έχουμε και στον χώρο του Πανεπιστημίου μία τέτοια περίπτωση όπου έχει εντοπιστεί ένα τάφος χριστιανού μάρτυρα που θα δούμε όταν θα μιλήσουμε για τους μάρτυρες της Αισαλονίκης η αρχαιολογική έρευνα και τα τεκμήρια, τα υπόλοιπα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας σε ποιο πρόσωπο κατευθύνονται που καταλήγουν ότι μπορεί να ανήκει αυτός ο τάφος χριστιανού μάρτυρα που βρίσκεται και μέσα στην Πανεπιστημιούπολη. Και βέβαια σε όλη τη βυζαντινή περίοδο η Θεσσαλονίκη κατέχει πέραν αυτής της πρώτης επώδυνης περιόδου των διωγμών η οποία όμως είναι θα μπορούσαμε να πούμε μία εξαιρετικά καρποφόρα από πλευράς αγιολογικής περίοδος για την Θεσσαλονίκη δεδομένου ότι στην πόλη ζουν πάρα πολύ χριστιανοί. Υπάρχει μια σημαντική χριστιανική κοινότητα και από αυτή τη χριστιανική κοινότητα προέρχονται αρκετοί μάρτυρες που θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε όπως θα δούμε ότι αποτελούν μια διακριτή ομάδα που αριθμητικά καταλαβάνει περίπου το ένα τρίτο των αγίων της Θεσσαλονίκης. Αλλά και σε όλη την ιστορική περίοδο που ακολουθεί η Θεσσαλονίκη επίσης εξακολουθεί να διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Την περίοδο των διωγμών είναι θα μπορούσαμε να πούμε η πιο σημαντική πόλη από την οποία προέρχονται μάρτυρες της αρχαίας εκκλησίας μετά την εκκλησία της Ρώμης. Το οποίο γνωρίζουμε και από τα τεκμήρια που έχουμε από τις κατακόμβες της Ρώμης αλλά και από τις αρχαίες μαρτυρολογικές συλλογές ότι εκεί μαρτύρησε ο μεγαλύτερος αριθμός Χριστιανών στη διάρκεια αυτή της περίοδου των διωγμών. Μετά λοιπόν από την Ρώμη η έρευνα καταλήγει δικαίως στο συμπέρασμα ότι η Θεσσαλονίκη κατέχει τα δευτερία, είναι η δεύτερη κατά σειρά πόλη με τον μεγαλύτερο αριθμό Χριστιανών μαρτύρων μετά από τους Χριστιανούς της εκκλησίας της Ρώμης. Αλλά και στην διάρκεια από τον 4ο αιώνα και μετά όταν έχουμε το τέλος των διωγμών και έχουμε πλέον την θεσμική ανάπτυξη και την θεσμική λειτουργία της εκκλησίας και πάλι η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης μέσα από σημαντικές μορφές κυρίως των αρχιεπισκόπων της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης που διαδραματίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στα νέα τεκτενόμενα, στα νέα γεγονότα και στις νέες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει από τον 4ο αιώνα και μετά η εκκλησία που δεν είναι άλλες από τις θεολογικές συζητήσεις, τις θεολογικές έρηδες, την αντιμετώπιση των αιρέσεων και ασφαλώς τα ζητήματα εκκλησιαστικής εφταξίας που πολλές φορές δημιούργησαν ευρύτερες διαμάχες μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο που επεκτάθηκαν και στη Δύση και στην Ανατολή και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο σημαντική υπήρξε η συμβολή των κάποιων αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης που μάλιστα τιμήθηκαν και ως Άγιοι της Πόλης, δηλαδή αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα του έργου τους και συγκατελέγησαν στον χωρό των εναγίης αρχιεπισκόπων της Θεσσαλονίκης και είναι αυτή θα δούμε μία μακρά παράδοση η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην πρόημη περίοδο, στον 4ο, τον 5ο ως τον 8ο αιώνα, δηλαδή όταν έχουμε τη σύγκληση των μεγάλων οικουμενικών συνόδων αλλά επεκτείνεται και στους μεταγενέστερους χρόνους ως και στο τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μάλιστα θα δούμε ότι ιδιαίτερα από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και μετά έχουμε μία συστηματοποίηση θα μπορούσαμε να πούμε της καταγραφής των ονομάτων αυτών των σημαντικών προσώπων μέσα σε ένα τοπικό κατάλογο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης που σήμερα μας είναι γνωστός με την ονομασία συνοδικών της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι μιλώντας για τους Αγίους της Θεσσαλονίκης αναφερόμαστε σε έναν πολύ σημαντικό αριθμό περίπου 160 προσώπων που ανήκουν μέσα στον κύκλο αυτόν τον αγιολογικό της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης. Είναι οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης, είναι τα πρόσωπα που εντάσσονται στο αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης και μάλιστα κάποιοι από αυτά τα πρόσωπα όπως θα δούμε διαδραμάτησαν και κατέλαβαν μια θέση όχι μόνο στο τοπικό αγιολόγιο στην τοπική αγιολογική παράδοση, αλλά η τιμή τους επεκτάθηκε και πολύ ευρύτερα, ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας τους ή της πόλης στην οποίαν έζησαν δηλαδή της Θεσσαλονίκης ή της ενδοχώρας της Θεσσαλονίκης και επεκτάθηκαν πολύ ευρύτερα. Ίσως θα αξίζει εδώ να αναφέρουμε μόνο αυτή τη στιγμή το παράδειγμα του Αγίου Δημητρίου που είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ενός τοπικού αγίου της Θεσσαλονίκης του οποίου όμως η τιμή δεν περιορίστηκε μόνο στα όρια της εκκλησιαστικής κοινότητας και της εκκλησιαστικής ζωής της Θεσσαλονίκης, αλλά επεκτάθηκε και προς Ανατολάς και προς τα Δυτικά και μάλιστα στη Μεσοβυζετνή περίοδο πλέον όπως θα δούμε όταν θα φιερώσουμε ένα ιδιαίτερο μάθημα για τον Αγιο Δημήτριο θα δούμε εκεί ότι η τιμή του επεκτάθηκε θα μπορούσαμε να πούμε σε όλον τον σημερινό ευρωπαϊκό χώρο. Δηλαδή έχουμε μαρτυρίες ότι ακόμη και από την Ισπανία, ακόμη και από την Βρετανία, από τις Βρετανικές νήσους κατέφθαναν προσκυνητές για να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγιού Δημητρίου, κατά συνέπεια έχουμε την Θεσσαλονίκη να καθίσταται και να λειτουργεί ως ένα σημαντικό οικουμενικό προσκύνημα στην Βυζαντινή εποχή. Και έχουμε βέβαια κάποιες τέτοιες περιπτώσεις σε όλον τον χριστιανικό κόσμο, σε όλη τη χριστιανική οικουμένη, αλλά η Θεσσαλονίκη θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί από τις πιο ενδεικτικές, τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπου λειτουργεί, έχουμε μαρτυρίες για τη λειτουργία ενός τόσο σημαντικού χριστιανικού προσκυνήματος με το οποίο προσλαβάνει οικουμενικές διαστάσεις και αυτό, ασφαλώς, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, έχει τον απόηχό του και τις συνέπειές του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της Θεσσαλονίκης και της πνευματικής δηλαδή ζωής της Θεσσαλονίκης και της ιστορίας της εκκλησίας της. Εκείνο το οποίο επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν αποτελεί μόνον ένα πολύ σημαντικό αστικό κέντρο με την έννοια που θα προσδιορίζαμε, θα νοηματοδοτούσαμε αυτόν τον όρο σήμερα ως μια πολυάριθμη δηλαδή πόλη με σημαντικές κατασκευές, με μια πολύ ενδιαφέρουσα ρημοτομία, με δημόσια κτίρια, άξια ιδιαίτερης προσοχής όπως είναι τα ρωμαϊκά κτίσματα που μας έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας ή τα βυζαντινά κτίσματα τα οποία έχουν επιβιώσει ως τις μέρες μας. Χαρακτηριστική ιδιαίτερα είναι η περίπτωση εδώ της κοντινής μας ρωτώντας του Ναού του Αγίου Γεωργίου που είναι ένα ρωμαϊκό κτίσμα με ένα πολύ ενδιαφέροντα διάκοσμο και με μια πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική κατασκευή, αλλά αυτό το οποίο εμπεριέχεται μέσα στον όρο αστικό κέντρο είναι ασφαλώς και για μια πόλη που δημιουργείται και ζει και πορεύεται στην αρχαιότητα και πολύ περισσότερο στη διάρκεια της ίστερης αρχαιότητας ή στον Βυζαντινό Μεσαίωνα και ούτω καθεξής είναι η ασφάλεια ενός τέτοιου αστικού κέντρου. Και γνωρίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε από πολύ νωρίς από τους χρόνους του μεγάλου θεοδοσίου όταν κατασκευάζονται τα πρώτα τείχη της πόλης, το θεοδοσιανό τείχος της πόλης, λειτουργεί ως μία ασφαλής πόλη, ως ένα ασφαλές αστικό κέντρο που το γεγονός αυτό ακριβώς αποτελεί μία προστιθέμενη, θα μπορούσαμε να πούμε, αξία στον αστικό χαρακτήρα της πόλης γιατί η ασφάλεια προσήλκυε πάντοτε περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι μετέβαιναν, επέλεγαν την πόλη αυτή για να ζήσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους στην πόλη αυτή από περιοχές πολλές φορές και απομακρυσμένες όπως θα δούμε και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να έρθουν εδώ και να διαφυλαχθούν με τις οικογένειές τους από τα οχυρά τείχη της Θεσσαλονίκης. Αυτό όμως το γεγονός, το καθαρά πολεοδομικού χαρακτήρα ή γενικότερα ιστορικού χαρακτήρα γεγονός της αυξημένης και ιδιαίτερα ασφαλής οχύρωσης της πόλης, είχε επιφέρει προϊόντος του χρόνου από την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας ήδη και μετά, δηλαδή έχουμε τις πρώτες αναφορές ήδη από τον έκτο αιώνα όπως θα δούμε και εντεύθεν. Επιφέρει και ένα ακόμη στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για την αγιολογική εικόνα της πόλης που είναι η ανάπτυξη μιας μορφής αστικού μοναχισμού στην πόλη. Σήμερα η εικόνα που έχουμε για τον μοναχισμό είναι ότι ο όρος πόλη και ο όρος μονή μοναχισμός είναι δύο θα μπορούσαμε να πούμε ασύμβατοι όροι. Η πόλη αντιπροσωπεύει μια οργανωμένη κατοίκηση πολλών ανθρώπων. Στις μοναστήρια γνωρίζουμε ότι από τις απαρχές της εμφανίσεως του μοναχισμού ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα εκεί στην Κυτίδα του μοναχισμού με τον Μέγα Αντώνιο και τους άλλους μεγάλους πατέρες της Ερήμου είναι κυρίως πολίσματα τα οποία αναπτύχθηκαν μακριά από της πόλης. Αυτή είναι η γενικότερη εικόνα που υπάρχει και εν μέρη βέβαια είναι σωστή δεδομένου ότι στην αφετειριακή μορφή του ο μοναχισμός εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά του ερημητισμού, δηλαδή μιας απομάκρυσης από της πόλης αλλά δεν είναι απολύτως ορθή η εικόνα αυτή που έχουμε δεδομένου ότι ήδη και στην Αίγυπτο που αποτελεί την Κυτίδα του αρχαίου μοναχισμού αλλά και στην Παλαιστίνη αργότερα και στη Συρία έχουμε τη δημιουργία πολύ σημαντικών μοναστηριών σε γιτνίαση με μεγάλες πόλεις όπως είναι για παράδειγμα στην Αίγυπτο ή Αλεξάνδρια η οποία επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι χαρακτηρίζεται, προσδιορίζεται από χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Θεσσαλονίκης. Είναι δηλαδή μια σημαντική μεγαλόπολη με ένα ιστορικό παρελθόν παρεμφερές με αυτό της Θεσσαλονίκης, ένα κομβικό κέντρο με σημαντικό λιμάνι όπως διαθέτηκε η Θεσσαλονίκη και γι' αυτό θα δούμε άλλωστε ότι πιθανότατα υπήρχε μια, μαρτυρείται, μια επικοινωνία, ναυτική επικοινωνία μεταξύ των δύο πόλεων και βέβαια μια ταύτιση σε διάφορα σημεία, ωστόσο και στην Αλεξάνδρια συναντούμε ακριβώς το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή το φαινόμενο της λειτουργίας, της ίδρυσης, της ανέγερσης μοναστηριών έξω από την πόλη, σε μικρή όμως απόσταση από την πόλη και το γεγονός αυτό τόσο για την Αλεξάνδρια όσο και κυρίως για την Θεσσαλονίκη όπου δεν έχουμε μόνο μονές εκτός των τυχών της πόλεως σε μικρή απόσταση από τα τείχη της πόλεως αλλά όπως θα δούμε έχουμε ένα πολύ σημαντικό αριθμό μονών, περισσότερες δηλαδή από 50 μονές, μεγάλα μοναστήρια ή και μικρότερα μονίδρια καταγράφονται στις πηγές ότι λειτουργούσαν σε όλη τη βυζαντινή περίοδο μέσα στην Θεσσαλονίκη δηλαδή είχαν ενσωματωθεί μέσα στον αστικό ιστό της πόλης και αυτό βέβαια έχει την ιστορική εξήγηση του δεδομένου ότι και για τους μοναχούς η προτεραιότητα ασφαλώς ήταν η εξασφάλιση της ζωής τους η ασφάλεια, η προσωπική τους ασφάλεια η οποία στις περιπτώσεις ιδίως στις χρονικές εκείνες περιόδους κατά τις οποίες έχουμε σημαντικές περνούν οι περιοχές αυτές γνωρίζουν σημαντικές ανακατατάξεις όπως είναι για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη θα δούμε ακριβώς αυτό το μετέχμιο από την ύστερη αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, στον βυζαντινό Μεσαίωνα δηλαδή στη διάρκεια του 7ου αιώνα και λίγο νωρίτερα έχουμε εξαιτίας των επιδρομών και των νέων αυτών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή, στην Χερσόνησο του Έμου την αναγκαιότητα οι κάτοικοι των μικρότερων πόλεων, των νησιών, των περιοχών εκείνων οι οποίες δεν διέθεταν ασφαλή οχείρωση να καταφεύγουν σε μεγαλύτερες πόλεις και βέβαια μεταξύ αυτών που κατέφευγαν για να διασωθούν ήταν και πάρα πολύ μοναχοί και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η Θεσσαλονίκη λειτούργησε και ως ένα μοναστικό κέντρο και αυτό όπως θα δούμε μαρτυρείται αρκετά νωρίς, ήδη είπαμε από τον 6ο αιώνα, έχουμε τέτοιες αναφορές και σε όλη την μεσοβυζαντινή περίοδο αναπτύσσεται αυτός οαστικός μοναχισμός στην πόλη, στην Θεσσαλονίκη. Αυτό το στοιχείο είναι επίσης ένα από τα σημαντικά εκείνα σημεία που σχετίζονται με την ανάπτυξη και με την καλλιέργεια της αγιολογικής εικόνας της πόλης δεδομένου ότι γνωρίζουμε ότι ένα από τα στοιχεία εκείνα που εμφυλοχωρούν μέσα στον μοναχισμό, μέσα στη μοναστική ζωή και στη μοναστική πνευματικότητα είναι ακριβώς αυτός ο πνευματικός αγώνας των μοναχών για την πνευματική τελειότητα. Για την τελείωση, την πνευματική τελείωση που ασφαλώς οδηγεί στην θέωση και στον αγιασμό και βέβαια αυτό είναι ένα στοιχείο που στη Βυζαντινή εποχή όπως θα δούμε καταγράφεται σε αγιολογικά κείμενα και δεν είναι τυχαίο. Το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός αγιολογικών κειμένων εκτός από τους αρχαίους μάρτυρες είναι κείμενα τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπα που ανήκουν στον χώρο του μοναχισμού, δηλαδή σε μοναχούς, ιδρυτές μονών ή σημαντικές μοναστικές μορφές που έζησαν σε διάφορα μέρη του Βυζαντίου, όπου αναπτύχθηκε και εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ο μοναχισμός, ο βυζαντινός μοναχισμός και ένα από αυτά βεβαίως υπήρξε και η Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά λοιπόν στην παρουσία του μοναχισμού, κυρίως όπως είπαμε με τη μορφή του αστικού μοναχισμού στη Θεσσαλονίκη, πέρα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν αυτήν την ιστορία του μοναχισμού μέσα σε ένα αστικό κέντρο, η Θεσσαλονίκη βέβαια δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα γιατί ήδη μια παρόμοια λειτουργία και προγενέστερη έχουμε και στην Κωνσταντινούπολη, όπως γνωρίζουμε όταν μετακινούνται στην Κωνσταντινούπολη πολύ σημαντικές μορφές του μοναχισμού, του αναχωρητικού μοναχισμού από τις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου και εγκαθίστανται, ιδρύουν μοναστήρια και εγκαθίστανται είτε εκτός των τυχών της Κωνσταντινούπολης είτε και μέσα στην, εντός των τυχών της πόλεως. Στη Θεσσαλονίκη όμως αυτό το οποίο ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει εκτός είπαμε από αυτό το ιστορικό καθαρά ζήτημα που σχετίζεται με την εξέλιξη και με ασφαλώς και με τις αρχαιολογικές παραμέτρους γιατί είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα της αρχαιολογικής έρευνας ο εντοπισμός όλων αυτών των Βυζαντινών Μοναστηριών, των μεγαλύτερων ή μικρών Βυζαντινών Μοναστηριών για τα οποία ακόμη και σήμερα δεν έχουμε δυστυχώς μια πλήρη αποτύπωση, δεν μπορούμε δηλαδή και σήμερα ακόμη να έχουμε έναν χάρτη των Βυζαντινών Μονών που καταγράφονται στις σχετικές πηγές ότι λειτουργούσαν μέσα στην Θεσσαλονίκη δεδομένου ότι όπως γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ο αστικός χώρος υπέστη μια βάναυση μεταχείριση στη διάρκεια του 20ου αιώνα καταστράφηκαν πάρα πολλά σημαντικά στοιχεία τα οποία θα μας βοηθούσαν να έχουμε μια καλύτερη εικόνα, μια καλύτερη αποτύπωση της Θεσσαλονίκης στο βυζαντινό παρελθό της ή στο κλασικό παρελθό της και έτσι σήμερα όποια νέα στοιχεία έρχονται στο φως αποτελούν πολύ σημαντικές ψηφίδες που έρχονται να προσθεθούν σε ένα αδιαμόρφωτο ακόμη ψηφιδωτό. Εκείνο όμως το οποίο μας ενδιαφέρει είναι ότι μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής λειτουργίας της πόλης ως ενός σημαντικού προσκυνηματικού κέντρου ή ως ενός σημαντικού εκκλησιαστικού κέντρου δεδομένης, είπαμε, της αποστολικότητας της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης, δεδομένης της λειτουργίας του προσκυνήματος του Αγίου Δημητρίου ή δεδομένης της σπουδαιότητας των αρχιεπισκόπων του ρόλου που διαδραμάτισαν οι αρχιεπίσκοποι της πόλης στα πράγματα της Καθολικής Εκκλησίας, της Οικουμενικής Εκκλησίας. Έχουμε ένα νέο στοιχείο το οποίο προστίθεται και αυτό είναι η μετακίνηση αρκετών μοναχών από διάφορα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Θεσσαλονίκη έχοντας την επίγνωση ότι μεταβαίνουν σε έναν χώρο που πέραν των προσκυνηματικών αυτών όλων και των πνευματικών χαρακτηριστικών του είναι και ένας χώρος οικείως για τον μοναχισμό αφού ήδη λειτουργούσαν τόσα μοναστήρια και επομένως θα μπορούσαν να συνεχίσουν και στον χώρο αυτό την μοναχική τους άσκηση και συνεπακόλουθα το γεγονός αυτό η προσέλκυση δηλαδή ενός σημαντικού αριθμού μοναχών είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και μιας ιδιαίτερης ομάδας όπως θα δούμε σε ένα από τα επόμενα μαθήματα που είναι η ομάδα των Βυζαντινών οσίων δηλαδή των Αγίων εκείνων της Θεσσαλονίκης που προέρχονται από τη μοναστική τάξη, από την τάξη των μοναχών, των ασκητών μάλιστα και στη Θεσσαλονίκη μέσα στην πόλη αλλά και εκτός των τειχών της πόλεως έχουμε μαρτυρίες και αναφορές για λειτουργία διαφόρων μορφών του μοναχισμού δηλαδή δεν έχουμε, θα περίμενε κανείς ότι ο μοναχισμός, η μορφή του μοναχισμού που ανθεί στη Θεσσαλονίκη είναι αποκλειστικά και μόνον εφόσον είναι αστική είναι η κοινοβιακή που είναι βέβαια η κυρίαρχη μορφή, η μορφή των κοινοβίων, των αστικών αυτών κοινοβίων που υπήρχαν στην πόλη μας. Σήμερα μια τέτοια χαρακτηριστική επιβίωση ενός παλαιού βυζαντινού κοινοβίου είναι η Μονή της Αγίας Θεοδώρας για την οποία θα κάνουμε λόγο όταν θα αναφερθούμε στους οσίους, στους θεσσαλονικείς οσίους και εάν κάποιος επισκεφτεί σήμερα αυτό το σύγχρονο μοναστήρι μπορεί να δει από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στις τελευταίες δεκαετίες την αποκάλυψη του παλιού αυτού βυζαντινού γυναικίου κοινοβίου μέσα στην καρδιά της Θεσσαλονίκης που ήταν αφιερωμένο στον πρωτομάρτυρα Στέφανο αλλά πέρα από το κυρίερχο κοινοβιακό σύστημα που είναι ένα σύστημα κυρίερχος γενικότερα στον βυζαντινό μοναχισμό έχουμε και άλλες την εμφάνιση και άλλων μορφών του μοναχισμού ακόμη και αυτών των λεγόμενων αυστηρών μορφών του μοναχισμού όπως είναι για παράδειγμα ο δενδρητισμός ή ο στιλητισμός που είναι φαινόμενα που καταγράφονται πρόημα ήδη από τον 6ο αιώνα θα δούμε ότι ένας από τους πρώτους ασκητές της Θεσσαλονίκης ο όσιος Δαβίδ ασκητεύει ως δενδρύτης πάνω σε μια αμυγδαλιά ή αρκετά αργότερα στην μεσοβυζαντινή περίοδο όταν έχουμε την εμφάνιση στιλητών μοναχών έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης δηλαδή έχουμε την μεταλλαμπάδευση θα μπορούσαμε να πούμε μορφών αυστηρής άσκησης που τη συναντούμε κατά κύριο λόγο στον χώρο της Χριστιανικής Μέσης Ανατολής δηλαδή στον ευρύτερο χώρο κατά κύριο λόγο της Συρίας και της Παλαιστίνης. Κατά αυτόν λοιπόν τον τρόπο έχουμε την προσέλκυση όπως είπαμε ενός σημαντικού αριθμού μοναχών και βέβαια μεταξύ αυτών των μοναχών κάποιοι αποτελούν πολύ σημαντικές μορφές στην ιστορία του μοναχισμού διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όχι μόνον στην ιστορία του μοναχισμού στην Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες περιοχές, στις περιοχές από τις οποίες προέρχονται ή και στις περιοχές στις οποίες, στις πόλεις, στις οποίες ή στις ευρύτερες περιοχές στις οποίες κατέληξαν δεδομένου ότι ιδιαίτερα ως προς την ομάδα των βυζαντινών οσίων δηλαδή των αγίων είπαμε της Θεσσαλονίκης που ανήκουν στις τάξεις των μοναχών και των μοναστριών γιατί έχουμε και γυναίκες ασκήτριες όπως έχουμε αντίστοιχα άνδρες και γυναίκες χριστιανούς μάρτυρες, το σημαντικό λοιπόν στοιχείο που προσδιορίζει αυτά τα πρόσωπα είναι ότι κινούνται αντίθετα στην βασική θα μπορούσαμε να πούμε αρχή που διέπει τον αρχαίο μοναχισμό που είναι αυτό που ονομάζεται με τον τεχνικό όρο σταμπίλιτας λόκι δηλαδή το να παραμένουν οι μοναχοί στον τόπο στον οποίο αρχικά έδωσαν τους μοναστικούς τους όρκους και έλαβαν το μοναχικό τους σχήμα στο μοναστήρι εκείνο να παραμένουν φόρους ζωής αυτή η αρχή πολύ συχνά παραβιάζεται κατά κάποιον τρόπο μέσα στο πλαίσιο των λεγόμενων ιεραποδημιών που είναι ένα φαινόμενο εξίσου διαδεδομένο, ευρύτατα διαδεδομένο μετά το τέλος των διωγμών μετά την εμφάνιση του μοναχισμού και ιδιαίτερα κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο όταν δηλαδή σε περιόδους κατά τις οποίες το βυζαντινό κράτος, η βυζαντινή αυτοκρατορία η οποία περικλεί την Μεσόγειο θάλασσα δηλαδή η Μεσόγειος θάλασσα καθίσταται κατά κάποιο τρόπο μια θάλασσα, μια εσωτερική θάλασσα του Βυζαντιού της βυζαντινής αυτοκρατορίας προσδίδει και παρέχει την αίσθηση αυτήν της ασφάλειας στους κατοίκους της βυζαντινής αυτοκρατορίας και βεβαίως και στους μοναχούς που θα είχαν πολύ λιγότερους λόγους για να φοβούνται για την ασφάλεια τους, για να πραγματοποιήσουν μεγάλα ταξίδια ημέν κάτοικοι των διαφόρων πόλεων στο πλαίσιο κυρίως των εμπορικών συναλλαγών και γι' αυτό έχουμε την ανάπτυξη πολύ σημαντικών εμπορικών δρόμων που πολλές φορές αυτοί οι εμπορικοί δρόμοι και οι χερσαίοι αλλά και οι θαλάσσοι ταυτίζονται με αυτούς που θα ονομάζαμε αγγεολογικούς δρόμους. Δηλαδή τα ταξίδια που κάνει ένας Ελληνοσικελός μοναχός, ένας μοναχός δηλαδή που προέρχεται από την ελληνική κοινότητα, από την βυζαντινή παράδοση και ξεκινάει από μια πόλη της Σικελίας, από την παλαιά μεγάλη Ελλάδα δηλαδή για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη μέσω της Θεσσαλονίκης ή και από την Κωνσταντινούπολη ακόμη να ταξιδέψει για τον κύριο προορισμό των περισσότερων μοναχών στο πλαίσιο αυτών των προσκυνηματικών ταξιδιών που είπαμε ονομάζονται ιερές αποδημίες που δεν ήταν άλλως ασφαλώς από τους Αγίους τόπους. Ένα πολύ πρόημο προσκυνηματικό κέντρο που γνωρίζουμε ότι καθιερώνεται ήδη αμέσως μετά το τέλος των διωγμών δηλαδή ήδη από τον 4ο αιώνα έχουμε την καθιέρωση τέτοιων προσκυνηματικών ταξιδιών από την Δύση κατά κύριο λόγο μοναχών αλλά και άλλων κοσμικών δηλαδή χριστιανών οι οποίοι πραγματοποιούν ταξίδια στο πλαίσιο και αυτόν είπαμε των εμπορικών επικοινωνιών, των θαλάσσεων επικοινωνιών μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής πραγματοποιούν προσκυνηματικά ταξίδια στους Αγίους τόπους, στους τόπους δηλαδή όπου έζησε ο Χριστός, έζησαν τα μεγάλα ιερά πρόσωπα της ιστορίας του χριστιανισμού και κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργείται θα μπορούσαμε να πούμε ένα δίκτυο προσκυνηματικών τέτοιων κέντρων που ασφαλώς η Θεσσαλονίκη όπως είπαμε κατέχει μια διακριτή θέση μέσα στο δίκτυο αυτό των χριστιανικών προσκυνημάτων. Βεβαίως αυτό το οποίο θα μπορούσαμε ιδιαίτερα να επισημάνουμε σε σχέση με το γεγονός αυτό είναι ότι στην Θεσσαλονίκη και στον κύκλο των θεσσαλονικαίων Αγίων ιδιαίτερα των θεσσαλονικαίων οσίων δηλαδή των μοναχών και των ασκητών που έζησαν στην Θεσσαλονίκη συγκαταλέγονται πρόσωπα που δεν κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη και αυτό είναι ένα στοιχείο χαρακτηριστικό για να επισημάνουμε ότι όταν μιλούμε για τους Αγίους της Θεσσαλονίκης δεν αναφερόμαστε μόνον, δεν κατατάσσουμε στο αγιολόγιο της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης, πρόσωπα με το κριτήριο μόνον της καταγωγής, δηλαδή πρόσωπα τα οποία κατάγονταν γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη αλλά συγκαταλέγονται και πρόσωπα Άγιοι οι οποίοι παρέμειναν δύήλθαν και παρέμειναν για κάποιο μεγάλο ή μικρόχρονικό διάστημα στην Θεσσαλονίκη ή ασφαλώς πρόσωπα τα οποία επίσης δεν είχαν ζήσει στη Θεσσαλονίκη αλλά έφτασαν προς το τέλος της ζωής. Προς το τέλος της ζωής τους και παρέμειναν εδώ και κοιμήθηκαν όπως λέμε στην εκκλησιαστική ορολογία, δηλαδή απεβίωσαν στη Θεσσαλονίκη και μας είναι γνωστοί οι τάφοι τους, τα προσκυνήματα που αναπτύχθηκαν πολλές φορές γύρω από τους τάφους τους και ούτω καθεξής. Έτσι λοιπόν στο πλαίσιο αυτό οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης που ανήκουν στην ομάδα των θεσσαλονικαίων οσίων δεν είναι πρόσωπα μόνο που έχουν εγκαταβιώσει και έχουν παραμείνει σε όλη τους τη ζωή στη Θεσσαλονίκη αλλά έχουμε πάρα πολλούς Αγίους που διήλθαν από τη Θεσσαλονίκη μέσα στο πλαίσιο αυτών των ιεραποδημιών τους και ενίωτε ακριβώς καθώς έρχονταν σε επαφή με ένα περιβάλλον ιδιαίτερα φιλικό για τον μοναχισμό παρέμεναν και ενίωτε προέβαιναν και στην ίδρυση νέων μοναστηριών. Έχουμε μάλιστα χαρακτηριστικές περιπτώσεις και από τη Δύση αλλά και από την Ανατολή σημαντικών μοναστικών τέτοιων προσωπικοτήτων που φθάνουν στη Θεσσαλονίκη και ιδρύουν στην πόλη καινούργια μοναστήρια. Θα φέρω εδώ μόνον δύο περιπτώσεις για τις οποίες θα μιλήσουμε στο σχετικό μας μάθημα που είναι η περίπτωση του Οσίου Φαντίνου του Νέου του Καλαβρού ο οποίος έρχεται από την Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας και ιδρύει παραμένει τελικά εδώ όπου και επέρχεται και το τέλος του και ιδρύει ένα καινούργιο μοναστήρι ή του Οσίου Ηλαρίωνος του Ήβυρος δηλαδή του Γεωργιανού ο οποίος ξεκινά ως μοναχός από την σημερινή Γεωργία από την Μεσαιονική Ήβυρη από την περιοχή της Καχεθίας για να φθάσει τελικά στην Θεσσαλονίκη και να ιδρύσει στη διάρκεια του 1ου αιώνα και αυτός ένα μοναστήρι, ένα καινούργιο μοναστήρι στην πόλη μας με μια πολύ σημαντική ασφαλώς παρουσία. Έχουμε λοιπόν, επισημαίνουν αυτά τα δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα για να κατανοήσουμε ότι στην Θεσσαλονίκη η Θεσσαλονίκη καθίσταται ένα κέντρο και ένα σημείο επαφής και της Ανατολής με τη Δύση. Άλλωστε, αυτό που σε κάποιες πηγές σημειώνεται, επισημαίνεται, είναι ότι για τους μένους Βυζαντινούς της Κωνσταντινούπολης η Θεσσαλονίκη ήταν Δύση, για την Ρώμη βεβαίως η Θεσσαλονίκη ήταν Ανατολή, αλλά και για τα δύο μεγάλα αυτά διοικητικά κέντρα και για την Παλαιά Ρώμη δηλαδή και για τη Νέα Ρώμη η Θεσσαλονίκη ήταν ένας πολύ σημαντικός ενδιάμεσος σταθμός. Και μάλιστα αυτό γνωρίζουμε ότι δεν έχει να κάνει μόνο με την ενδιάμεση γεωγραφική παρουσία της μεταξύ της Παλαιάς Ρώμης, της Ρώμης της Ιταλίας και της Νέας Ρώμης της Κωνσταντινούπολης στο θέμα της Θράκης, αλλά έχει να κάνει και με το γεγονός ότι και εκκλησιαστικά η Θεσσαλονίκη ακριβώς βρισκόταν στο μετέχμιο της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας αυτών των δύο μεγάλων περιοχών. Θα δούμε πολύ χαρακτηριστικά όταν θα μιλήσουμε για τους αρχιεπισκόπους της Θεσσαλονίκης που ανήκουν, που έχουν ενταχθεί για συγκεκριμένους λόγους όπως θα δούμε στο Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης, θα δούμε ότι η Θεσσαλονίκη ακριβώς διαδραματίζει ένα τέτοιο ρόλο, δηλαδή ως τις αρχές του 8ου αιώνα παραμένει στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης, επομένως έχει άμεση εκκλησιαστική αναφορά στην Δύση, ενώ από τα μέσα του 8ου αιώνα και μετά, δηλαδή από τη βασιλεία του Λέοντα του 3ου του Ισαύρου στην δυναστία των Ισαύρων, στις απαρχές δηλαδή της λεγόμενης οικονομαχικής περιόδου, η Θεσσαλονίκη προσαρτάται ως εκκλησιαστική δικαιοδοσία και η ευρύτερη περιοχή στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, έχουμε λοιπόν μία όσμοση, η Θεσσαλονίκη καθίσταται ένα σημείο όσμοσης αυτών των διαφορετικών παραδόσσεων και βέβαια το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται χώρος οικείως και για τους, εν τη δύση αλλά και για τους εξενατολείς οι οποίοι την επισκέπτονται. Πρέπει ασφαλώς να επισημάνουμε μιλώντας, κάνοντας αυτήν την ιστορική αρχικά επισκόπηση για το χριστιανικό και παράλληλα για το αγιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η σπουδαία αυτή αγιολογική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Θα πρέπει να επισημάνουμε έναν άλλο πολύ σημαντικό παράγοντα που σχετίζεται ακριβώς με την λειτουργία των αστικών μοναστριών στη Θεσσαλονίκη. Αυτός φυσικά δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη στην μεσοβυζαντινή περίοδο είναι ένα σημαντικό αστικό κέντρο που γιτνιάζει με ένα από τα ιερά όροι του Βυζαντίου. Δηλαδή ένα από τα σημαντικά μοναστικά κέντρα της Βυζαντινής εποχής και αυτό ασφαλώς δεν είναι άλλο από το μοναστικό κέντρο που αναπτύχθηκε από τον 8ο αιώνα, ίσως και νωρίτερα. Δεν το ξέρουμε. Υπάρχουν πάντως αρχαιολογικές ενδείξεις ότι μπορεί να υπήρχε και προγενέστερες μοναστικές οικήσεις στο μοναστικό κέντρο της Χερσονίσου του Άθωνος, στο γνωστό και σήμερα Άγιον Όρος, στην Αθωνική πολιτεία που έχει μία ιστορία περισσότερη από μία χιλιετία και ασφαλώς που συνδέθηκε από τις ιστορικές της ακόμη απαρχές με την Θεσσαλονίκη. Δεδομένου ότι αρκετά πρόσωπα μέσα στην ιστορία, στην πνευματική ιστορία του Αγίου Όρους και πρόσωπα που τιμήθηκαν ως Άγιοι στο Άγιον Όρος, ανήκουν δηλαδή στην αγιολογική ομάδα, στην ομάδα των Αγίων της Αθωνικής πολιτείας, προέρχονταν, κατάκονταν από τη Θεσσαλονίκη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετά την Κωνσταντινούπολη λειτούργησε διαχρονικά ως ο σημαντικότερος τροφοδότης, αιμοδότης, με νέα πρόσωπα, με νέο αίμα που εγκαταστάθηκαν και εγκαταβίωσαν ως μοναχοί στην Αθωνική μοναστική κοινότητα, στο Άγιον Όρος, στα μοναστήρια τα οποία αναπτύχθηκαν στο Άγιον Όρος. Αλλά έχουμε και κάτι το αντίστροφο, έχουμε και μια αντίστροφη κίνηση. Δεν έχουμε μόνο τη Θεσσαλονίκη ως τη μήτρα από την οποία προέρχονται πολλές σημαντικές μορφές που εγκαταβιώνουν ως μοναχοί στην αγιολογική κοινότητα, στο κοινό του Αγίου Όρους, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή έχουμε πολλούς αγιορείτες οι οποίοι συνδέονται με τη Θεσσαλονίκη, μεταβαίνουν στη Θεσσαλονίκη και βέβαια σχεδόν όλα τα μοναστήρια αναπτύσσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα και στην εδοχώρα της Θεσσαλονίκης και βέβαια λειτούργησαν και μέσα στη Θεσσαλονίκη και μέσα στον αστικό δηλαδή ιστό της Θεσσαλονίκης αλλά και εκτός των τυχών της πολύ σημαντικά αγιορείτικα, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πολύ σημαντικά αγιορείτικα μετόχια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι αγιορείτες να επισκέπτονται συχνά την Θεσσαλονίκη και μάλιστα αυτή η παράδοση μπορούμε να πούμε ότι επιβιώνει και ως τις μέρες μας με μια πολύ σημαντική παρουσία των αγιορείτων μοναχών και σήμερα ακόμη στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης αλλά και με το γεγονός ότι αυτά τα μετόχια, αυτές οι παραγωγικές μονάδες επιβίωσαν για πάρα πολλούς αιώνες και κάποιες εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα και μέσα στη Θεσσαλονίκη κάποια μετόχια αγιορείτικα, όχι βέβαια πλέον ως παραγωγικές μονάδες αλλά μέσα διατηρούν την ιστορικότητα αυτών των σχέσεων μεταξύ του Αγίου Όρους και τη Θεσσαλονίκη με αποτέλεσμα κάποια στιγμή στη διάρκεια του 19ου αιώνα ένας Θεσσαλονικέας εδώ λόγιος να χαρακτηρίσει τη Θεσσαλονίκη ως δεύτερο Άγιον Όρος, ως δεύτερον Άθωνα υπό την έννοια ότι ήταν ένας χώρος στον οποίο εξακολουθούσε να επιβιώνει ο μοναχισμός με τα αγιορείτικα, μάλιστα, χαρακτηριστικά του, με τα αθωνικά χαρακτηριστικά του και διατηρούσε μετά την πάροδο τόσων αιώνων και μάλιστα μετά την πάροδο περίπου, όπως είπαμε, πεντακοσίων ετών τουρκικής, οθωμανικής κυριαρχίας, οθωμανικής κατοχής διατηρούσαν οι δύο αυτή χώροι απαρασάλευτοι, ακλόνητοι την επικοινωνία τους και τις όποιες πνευματικές σχέσεις είχαν καλλιεργηθεί και στη βυζαντινή εποχή και οι οποίες εξακολουθούσαν να επιβιώνουν ως και στην περίοδο της Οικοκρατίας και όπως είπαμε εξακολουθούν να υφίστανται και ως την εποχή μας. Και βέβαια αυτό το οποίο θα μπορούσαμε να επισημάνουμε είναι ότι σε αυτήν την σχετικά ώψιμη περίοδο η Θεσσαλονίκη αναδεικνύει και κάποια νέα χαρακτηριστικά στην αγιολογική ιστορία της όπως είναι για παράδειγμα η εμφάνιση μετά το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας η εμφάνιση των νεομαρτύρων ενός μιας διακριτής ομάδας νέων αγίων της εκκλησίας για τους οποίους το ιστορικό υπόβαθρο δεν είναι άλλο από την εμφάνιση και την κυριαρχία του Ισλάμ στις χριστιανικές περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι ένα φαινόμενο που ασφαλώς όπως θα δούμε έχει την αφετηρία του ήδη από την μεσοβυζαντινή περίοδο στις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες τις οποίες απώλεσε το βυζαντινό κράτος δηλαδή τις επαρχίες της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας που είχαν χαθεί ήδη κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα και έτσι ήδη οι χριστιανοί μάρτυρες της περιοχής αυτές ονομάζονται έχουμε για πρώτη φορά τον χαρακτηρισμό τους με τον όρο νεομάρτυρες χρησιμοποιείται δηλαδή ο όρος αυτός τον οποίον και σήμερα χρησιμοποιούμε κυρίως εννοώντας τους μάρτυρες εκείνους της εκκλησίας που μαρτύρησαν μετά την κατάληση της βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1453 ο όρος όμως εξίσου χρησιμοποιείται και απειχεί και στους μάρτυρες εκείνους που μαρτύρησαν κυρίως από τους Μουσουλμάνους, από τους Μουσουλμάνους κατακτητές για διαφόρους λόγους όπως θα δούμε για διάφορες αιτίες από την βυζαντινή ακόμη εποχή έτσι λοιπόν και στη Θεσσαλονίκη έχουμε την εμφάνιση αυτού του φαινομένου του φαινομένου των νεομαρτύρων που μάλιστα εμφανίζει παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως θα δούμε η ομάδα των θεσσαλονικαίων νεομαρτύρων που εμφανίζονται από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν αλλά εκείνο το οποίο ίσως δεν θα έπρεπε να λυσμονήσουμε αφού ιστορικά παρουσιάζουμε αυτή την πρώτη επισκόπηση της αγιολογικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης είναι ότι μια σημαντική ομάδα πριν από τους νεομάρτυρες που σχετίζεται με το εκκλησιαστικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης και κυρίως με την πνευματική ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι η ομάδα των λεγόμενων ισυχαστών αγίων των αγίων του βυζαντινού ισυχασμού και αυτό διότι η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε ένα από τα κέντρα εκείνα στα οποία κατά την διάρκεια του 13ου και κυρίως του 14ου αιώνα και αργότερα και του 15ου αιώνα αναπτύχθηκε το λεγόμενο ένα πολύ σημαντικό πνευματικό κίνημα που ονομάζεται το πνευματικό κίνημα του βυζαντινού ισυχασμού. Σήμερα μας είναι γνωστό το κίνημα αυτό κυρίως μέσα από τη ζωή και το έργο του σημαντικότερου ίσως εκπροσώπου του πατέρα θα μπορούσαμε να πούμε του βυζαντινού ισυχασμού που δεν είναι άλλος από τον Αρχιεπίσκοπο της πόλης κατά το 14ο αιώνα τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έναν πολύ σημαντικό Άγιο ο οποίος τιμήθηκε από τους Θεσσαλονικείς και προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ιδιαίτερα και ως συμπολιούχος με τον Άγιο Δημήτριο της Θεσσαλονίκης. Και αυτό βέβαια έχει την ιστορική του εξήγηση δεδομένου ότι ο ναός του Αγίου Δημητρίου είχε μεταβληθεί σε τζαμί επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα προσέγγισης για τους χριστιανούς ενώ το λείψανο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά σωζόταν, φυλασσόταν στο ναό στον τότε επισκοπικό ναό που ήταν της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ήταν ένας από τους τέσσερις ναούς που είχαν παραχωρηθεί για να χρησιμοποιούνται ως χριστιανικοί για τη χριστιανική λατρεία από τους κατακτητές και ήταν η Αγία Σοφία. Το ναό της Αγίας Σοφίας εκεί λοιπόν μέσα στο πλαίσιο αυτό η τιμή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εξελίχθηκε σε μία τιμή συμπολιούχου της πόλης μαζί με τον Άγιο Δημήτριο. Αλλά εκτός από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά θα δούμε ότι μία αρκετά μεγάλη ομάδα εκκλησιαστικών λογίων καταρχήν αλλά και εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων που διαδραμάτησαν πολύ σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής τους αυτής της εποχής του 14ου και του 15ου αιώνα προέρχονται από τη Θεσσαλονίκη ή και εγκαταβιώνουν στη Θεσσαλονίκη. Είναι ενδεικτικό το ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δεν ήταν Θεσσαλονικέας στην καταγωγή όπως θα δούμε ήταν Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή αλλά ασφαλώς ως Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης ακόμη και μέσα από την βραχύβεια επισκοπική του δραστηριότητα δεν παρέμεινε για πάρα πολλά χρόνια στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης ωστόσο σημάδεψε θα μπορούσαμε να πούμε με την παρουσία του αυτή την σχέση του και την αγιολογική εικόνα του με την εκκλησία της Θεσσαλονίκης αλλά έχουμε και αρκετά άλλα πρόσωπα που κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη μαθητές του όπως ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, Θεσσαλονικέας στην καταγωγή ο οποίος επίσης ακολούθησε μια μοναχική πορεία στο Άγιον Όρος στη Μονή Μεγής της Λαύρας και αργότερα ανήλθε και στον Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλης και αρκετά άλλα πρόσωπα για τα οποία θα μιλήσουμε σε ένα πλαίσιο παρουσίασης των θεσσαλονικαίων ησυχαστών πατέρων των θεσσαλονικαίων ησυχαστών αγίων που θα μπορούσαμε να πούμε ότι κλείνει αυτή η ομάδα ολοκληρώνεται με το τέλος της βυζαντινής ιστορίας της πόλης που δεν είναι το 1330 που σχετίζεται και συνδέεται άμεσα με τον τελευταίο Αρχιεπίσκοπο της Θεσσαλονίκης μια πολύ σημαντική μορφή με ησυχαστική αμυγός ησυχαστική διδασκαλία μεταξύ των πολλών έργων που συνέγραψε και μας έχει παραδώσει τον Άγιος Σημεών Θεσσαλονίκης ο οποίος βέβαια θα δούμε ότι είναι κυρίως γνωστός ως ίσως ο πλέον σημαντικός λειτουργικός σχολιαστής σχολιαστής των λειτουργικών κειμένων και συντάκτης ενός πολύ σπουδαίου τυπικού του τυπικού που φέρει το όνομά του του τυπικού του Αγίου Σημεών Θεσσαλονίκης που είναι μια επιβίωση του ασματικού τυπικού δηλαδή του τυπικού των ενωριών της Θεσσαλονίκης της Αγίας Σοφίας όχι δηλαδή μοναστικού τυπικού όπως θα δούμε αλλά ο Σημεών Θεσσαλονίκης πραγματικά υπήρξε ένας υπέρμαχος του ησυχασμού και γι' αυτό ακριβώς τον λόγο τον εντάσσουμε μέσα σε αυτήν την ομάδα των ησυχαστών Αγίων της Θεσσαλονίκης με μια πολύ σημαντική συμβολή στη γενικότερη πνευματική ιστορία της πόλης και βέβαια είπαμε ότι ακολουθούν οι νεομάρτυρες αλλά και αρκετοί άλλοι νέοι Άγιοι στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα για τους οποίους θα αναφερθούμε μάλιστα το τελευταίο ερεύμα καταγραφής και τιμής νέων Αγίων δεν απέχει από τις μέρες μας πάρα πολλά χρόνια γιατί στις τελευταίες δεκαετίες επί της αρχιερατίας του Μακαριστού Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος του Δευτέρου είχε υπάρξει μια συστηματική θα μπορούσαμε να πούμε προσπάθεια ανάδειξης και νέων Αγίων της Θεσσαλονίκης και έτσι πραγματοποιήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τη διαδικασία που ακολουθείται για την ανακήρυξη των νέων Αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία Πραγματοποιήθηκαν ανακηρύξεις νέων Αγίων, παλαιών βέβαια σε πολλές περιπτώσεις προσώπων που δεν είχαν όμως τιμηθεί, στα οποία δεν είχε αποδοθεί λειτουργική τιμή στην Θεσσαλονίκη ή ευρύτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και έτσι ο κύκλος των Αγίων της Θεσσαλονίκης εμπλουτίστηκε και συμπληρώθηκε και με νέους Αγίους και στις τελευταία δεκαετία, στην παρελθούσα δεκαετία όσον αφορά στην Θεσσαλονίκη. Αυτό το οποίο θα πρέπει να πούμε είναι ότι για να ολοκληρώσουμε αυτήν την πρώτη σημαντική ενότητα είναι δύο πράγματα αφενός μεν ότι για τους Αγίους της Θεσσαλονίκης έχουμε το προνόμιο να μας έχουν διασωθεί και να διαθέτουμε σήμερα αρκετά κείμενα τα οποία γράφηκαν για αυτούς. Έχουμε αρκετές πηγές τις οποίες ονομάζουμε αγιολογικές πηγές ή και άλλες πηγές που σχετίζονται καθαρά με την λειτουργική τιμή που τους αποδόθηκε μέσα στην Εκκλησία που είναι ασφαλώς ημνογραφικές πηγές, είναι ημνογραφικά κείμενα, κανόνες, ακολουθίες προς τιμήν των Αγίων της Θεσσαλονίκης με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα πολύ σπουδαίο και ένα πολυάριθμο σώμα κειμένων, ένα κόρπους κειμένων αγιολογικών και ημνογραφικών που αναφέρονται στους Αγίους της Θεσσαλονίκης. Και βέβαια και οι γενικότερες συλλογές, ήδη από την βυζαντινή εποχή, τόσο οι βυζαντινές όσο ακόμη και οι δυτικές, γιατί αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Αγίους της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, είναι ότι τα ονόματα πολλών Αγίων της Θεσσαλονίκης καταγράφονται και στις, όπως είπαμε, λόγω της σχέσης της εκκλησιαστικής που διατηρούσε η Θεσσαλονίκη με το Πατριαρχείο της Ρώμης, με τον Πάπα της Ρώμης, πολλοί Άγιοι της Θεσσαλονίκης καταγράφονται σε δυτικές αγιολογικές πηγές που μας έχουν σωθεί ασφαλώς, είναι γραμμένες στην λατινική γλώσσα. Έτσι, λοιπόν, έχουμε ένα πλήθος πηγών ελληνικών και λατινικών, αλλά ακόμη και άλλων πηγών, όπως είναι, για παράδειγμα, γεωργιανά κείμενα, αναφέρομαι την περίπτωση του Αγίου Ιλαρίωνος, που είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση, ο οποίος του δηλαδή είναι γραμμένος στην γεωργιανή γλώσσα, στην μεσαιωνική γεωργιανή γλώσσα και βέβαια ένας, είπαμε, πολύ μεγάλος αριθμός υμνογραφικών κειμένων, από τα οποία μάλιστα θα πρέπει να πούμε ότι πολλά κείμενα που χρονολογούνται από την Βυζαντινή ακόμη εποχή, δεν έχουν ακόμη εκδοθεί παραμένου ανέκδοτα, δεν έχουν τύχει εκδόσαιος και βέβαια αυτό είναι ένα θέμα το οποίο ένα αιτούμενο θα μπορούσαμε να πούμε της αγιολογικής έρευνας το να αναζητήσει, να καταγράψει και να προβεί στην έκδοση όλων αυτών των κειμένων που σχετίζονται ακριβώς με αυτό, την πολύ πλούσια δεξαμενή των αγίων της Θεσσαλονίκης, του αγιολογικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης. Βέβαια εκτός από τις ίδιες τις πηγές πολύ σημαντική είναι η μαρτυρία και πέρα από τις γραπτές πολύ σημαντική είναι και η μαρτυρία των αρχαιολογικών πηγών, των αρχαιολογικών τεκμηρίων, είτε μέσα από το πλήθος των σωζόμενων βυζαντινών ναών, κάποια από αυτούς είναι αφιερωμένη σε αγίους της Θεσσαλονίκης, είτε βέβαια και μέσα από τα διάφορα άλλα τεκμήρια όπως είναι για παράδειγμα οι απεικονίσεις αγίων της Θεσσαλονίκης, βυζαντινές απεικονίσεις που μας έχουν σωθεί σε διάφορους ναούς και συμπληρώνουν ακριβώς αυτήν την αγιολογική τεκμηρίωση για τους αγίους της πόλεως μας. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να πούμε είναι ότι όσον αφορά τους αγίους της Θεσσαλονίκης, στα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μια στροφή θα μπορούσαμε να πούμε της έρευνας και έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε σχέση με, καταρχήν με το πρόσωπο του Αγίου Δημητρίου και κατά δεύτερο λόγο με όλους τους υπόλοιπους θεσσαλονικείς αγίους, για άλλους περισσότερο και για άλλους λιγότερο. Δεδομένου ότι για πολλούς από τους αγίους της Θεσσαλονίκης, για τους οποίους διαθέτουμε εκτενεί αγιολογικά κείμενα, σήμερα έχουν υπάρξει νέες εκδόσεις των κειμένων αυτών, σχολιασμένες μάλιστα εκδόσεις. Ξεκίνησε λοιπόν για την έρευνα και για την επιστήμη της αγιολογίας η έρευνα όλη αυτή που έχει προεγγυηθεί και η εκδοτική εργασία που έχει πραγματοποιηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διευκολύνει πάρα πολύ αυτή την έρευνα. Με έναν πιο συστηματικό τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έρευνα αυτή ξεκίνησε και στο πλαίσιο λειτουργίας ενός σχετικά νέου κέντρου που λειτουργεί εδώ και περίπου 20 χρόνια στο πλαίσιο των πνευματικών κέντρων της Ιεράς Μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης, που είναι το κέντρο αγιολογικών μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως της Θεσσαλονίκης, το οποίο στεγάζεται στο κτιριακό συγκρότημα της Μονής της Αγίας Θεοδώρας στην Θεσσαλονίκη, επί της οδού Ερμού. Το κέντρο αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν έχει μία μακρά ιστορία, εντούτοις έχει πραγματοποιήσει κάποιες πολύ σημαντικές εκδόσεις για αγίους της Θεσσαλονίκης και βέβαια η αφετηρία της επιστημονικής και της εκδοτικής δραστηριότητας του κέντρου αγιολογικών μελετών, που σχετίζεται με τους αγίους της Θεσσαλονίκης, έχει την αναφορά της και τις απαρχές της στην παρουσία του αίμνηστού καθηγητή της θεολογικής σχολής του, του καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, ο οποίος διατέλεσε και ο πρώτος διευθυντής του κέντρου αγιολογικών μελετών. Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου είχε προγραμματίσει μια σειρά εκδόσεων και για τον Άγιο Δημήτριο. Έχουν ήδη εκδοθεί δύο πολύ σημαντικοί τόμοι με τα αγιολογικά κείμενα έως και την μεσοβυζαντινή περίοδο που αναφέρονται στον Άγιο Δημήτριο, όπως επίσης η έκδοση του Βίου και μιας διηγήσεως για την Αγία Θεοδώρα που αποτελεί ένα πολύ σημαντικό επίσης, μια πολύ σημαντική πηγή για μια Αγία της Θεσσαλονίκης αλλά γενικότερα και για την εκκλησιαστική ιστορία της Θεσσαλονίκης σε μια κρίσιμη περίοδο όπως είναι η περίοδος της οικονομαχίας. Εκείνο όμως το οποίο κυρίως θα έπρεπε να επισημάνουμε είναι ότι με τον προγραμματισμό που πραγματοποίησε ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου σε συνεργασία με τους συνεργάτες του μεταξύ των οποίων είχα την ιδιαίτερη τιμή να συγκαταλέγω με και εγώ, επιχειρήθηκε η συγκρότηση ενός αγιολογίου της Θεσσαλονίκης και έτσι στο πλαίσιο των εκδόσων του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών έχουμε την έκδοση ενός δίτομου έργου, είναι αυτό εδώ το έργο με τον τίτλο Το Αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης στο οποίο συμπεριλήφθηκαν λήματα, επιστημονικά λήματα για όλους τους αγίους της Θεσσαλονίκης. Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε το 1996 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος και το 1997 ο δεύτερος τόμος. Συμμετείχε μια επιστημονική ομάδα αποτελούμενη από καθηγητές της Θεολογικής Σχολής και επιστημονικούς συνεργάτες του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών, κάποιοι από τους οποίους σήμερα είναι επίσης καθηγητές εδώ στη Θεολογική Σχολή και έτσι έχουμε ένα συγκροτημένο επιστημονικό έργο που αποτελεί ασφαλώς έργο αναφοράς για οποιοδήποτε θέλει να ασχοληθεί με την αγιολογία της Θεσσαλονίκης. Με ιδικά λήματα, επιστημονικά λήματα τα οποία συνοδεύονται από τη σχετική βιβλιογραφία για τον κάθε έναν από τους αγίους της Θεσσαλονίκης. Τα λήματα έχουν καταταγεί κατά αλφαβητική σειρά, έχουν τοποθετηθεί κατά αλφαβητική σειρά στο έργο αυτό το αγιολόγιο, το δίτομο αυτό αγιολόγιο της Θεσσαλονίκης. Είναι επίσης σημαντικό που θα έπρεπε να το αναφέρουμε ότι αυτό το αγιολόγιο σήμερα έχει ενσωματωθεί σε μία ψηφιακή μορφή ως ψηφιακό κείμενο στην ηλεκτρονική σελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Επομένως μπορεί κάποιος και μέσα από τον δικτυακό τόπο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης στην ενότητα τοπική Άγι να βρει και να χρησιμοποιήσει όλα τα λήματα αυτού του δίτομου αγιολογίου της Θεσσαλονίκης. Και βέβαια η σχετική βιβλιογραφία και η παλαιότερη πριν από την έκδοση αυτού του πολύ σημαντικού δίτομου έργου του αγιολογίου της Θεσσαλονίκης αλλά και οι μεταγενέστεροι και εξακολουθεί να είναι αρκετά πλούσια, θα άξιζε να μνημονεύσουμε ένα επίσης συλλογικό έργο που πραγματοποιήθηκε από μία επιστημονική ομάδα του τμήματος φιλολογίας υπό την επίβλεψη, υπό την επιστημονική καθοδήγηση της καθηγήτριας κυρίας Σοφίας Κοντζάμπαση για τη Θεσσαλονίκη στα βυζαντινά αγιολογικά και ριτορικά κείμενα, ένα σημαντικό έργο που έχει εκδοθεί στις εκδόσεις του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών και πολλά άλλα κείμενα ανάλογα με τις μελέτες, ανάλογα με τα επιστημονικά ενδιαφέροντα των διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, έχουμε δηλαδή πολύ σημαντικές μελέτες και αρχαιολογικού χαρακτήρα μελέτες για την ιστορία της τέχνης που σχετίζονται με τους Αγίους της Θεσσαλονίκης θα μπορούσα να αναφέρω πρόχειρα τις μελέτες που έχουν πραγματοποιήσει οι συνάδελφοι καθηγητές από το τμήμα ιστορίας αρχαιολογίας για το ναό του Αγίου Δημητρίου, το προσκύνημα του Αγίου Δημητρίου στους βυζαντινούς χρόνους και τα ψηφιδοτά του Αγίου Δημητρίου και γενικότερα για τις αγιολογικές αποικονίσεις στην Θεσσαλονίκη και κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η έρευνα έχει πραγματοποιήσει κατά το παρελθόν πολύ σημαντικά βήματα που διευκολύνουν σήμερα ακόμη περισσότερο την συνέχιση αυτής της επιστημονικής εμβάθησης στον πλούσιο αυτό χώρο της αγιολογίας της Θεσσαλονίκης που όπως είπαμε εκτείνεται από τις ιστορικές απαρχές της χριστιανικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή από τον 1ο αιώνα έως και στην εποχή μας.