σύντομη περιγραφή: Ποια είναι η αρχή του μάθηματος του κυρίου Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στο υπέθριο μάθημα που κάναμε αυτήν την εβδομάδα, ελπίζω να τους κίνησε το ενδιαφέρον και ελπίζω να έχω και τις εντυπώσεις τους, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου, για τους οποίους ήταν στον κύριο Συνδροδοσίου. Ελπίζω να τους κίνησε το ενδιαφέρον και ελπίζω να έχω και τις εντυπώσεις τους, για το τι αποκόμισαν και αν αξίζει τον κόπο να γίνεται και τις επόμενες χρονιές. Πάντως κάποιος που ήταν σε προηγούμενη χρονιά διαμαρτυρήθηκε, γιατί δεν το κάναμε και στη δική του φουρνιά αυτό το πράγμα, αυτό το ειδικό, ας το πούμε, μάθημα. Ξεκινάμε με το να δούμε τις ασκήσεις που μπήκανε στο τέστ, ποια είναι οι σωστές απαντήσεις. Είχαμε λοιπόν δύο ασκήσεις την προηγούμενη φορά. Ελπίζω να φύγει αυτό από εδώ. Διαβάζω την εκφώνηση. Για να γίνουνε εργασίες σε ξηρόπιθμένα, σε καθένα από τα αρθογωνικά οικόπεδα α, β, γ, δ, που φαίνονται σε κάτοψη στα σχήματα α, β και γ, θα κατασκευαστεί η οίωση στο κέντρο τους, δηλαδή στο σημείο τομής των διαγωνίων τους. Σε ποιο σημείο, πιθανόν διαφορετικό για κάθε σχήμα, πρέπει να γίνει έλεγχος, ώστε να καθαριστεί η ελάχιστη απαιτούμενη παροχή άντλησης. Σε ποια από τις τρεις εξκαφές η ελάχιστη απαιτούμενη παροχή είναι η μεγαλύτερη. Θεωρείστε ότι οι υποκείμενοι υδροφορείς έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, οι εξκαφές είναι ίσες και έχουν οι ίδιες αποστάσεις από τα όρια. Λοιπόν, για να ακούσω τις απόψεις σας. Σε κάθε σχήμα χωριστά. Κάποιοι εδώ να πω ότι απάντησαν σωστά πλήρως, δύο έκαναν το εξής περίεργο, να πούν ότι βρίσκουν, να βρουν σωστά με το σκεπτικό τους, να επιλέξουν σωστά με ένα σκεπτικό λάθος σημείο. Δηλαδή να πούμε πρώτα τις σωστές λύσεις και μετά να αρθούμε στα λάθη. Ακριβώς αυτό, αφού έχουμε θάλασσα και θάλασσα, έχουμε, να πω, κύριες εικόνες, δύο πηγάδια φόρτισης και, πιο απομακρυσμένη εικόνα, ένα πηγάδι άντλησης. Άρα, λοιπόν, η στάθμη στο Δέλτα πέφτει πιο δύσκολα. Εκεί τροφοδοτείται περισσότερο με νερό ο υδροφορέας από το όριο δεξαμενής που έχουμε. Άρα, λοιπόν, πρέπει να επιλέξουμε το σημείο στο οποίο η στάθμη πέφτει πιο δύσκολα για να κάνουμε τον έλεγχο. Εδώ είναι το λάθος που έκαναν δύο, όπου επέλεξαν το σημείο που η στάθμη πέφτει πιο εύκολα. Και μου το έγραψαν αυτό, επιλέγω το άλλο σημείο, επειδή η στάθμη πέφτει πιο εύκολα και με δυσκόλεψαν στην βαθμολόγηση. Φυσικά, πήραν τις μισές μονάδες, περίπου, με αυτό που έκαναν. Εντάξει. Στο δεύτερο, ποιο είναι η σωστή απάντηση, ποιο σημείο θα πρέπει να ελέγξουμε. Έχουμε, από μια μεριά, όριο δεξαμενής, την άλλη έχουμε αδιαπέρατο όριο. Ναι. Και σωστά θα έλεγες το α. Ακριβώς. Με το ίδιο σκεπτικό, το αδιαπέρατο είναι έλειμμα νερού, από εκεί δεν έρχεται νερό, το όριο δεξαμενής είναι περίσσια νερού, έρχεται πιο εύκολα νερό, άρα πιο δύσκολα θα πέσει η στάθμη στο σημείο α, προφανώς τα α, β, γ, δ, τα πέχουν εξίσου από το πηγάδι άντλησης, άρα αυτός ο παράγοντας, που σε άλλη περίπτωση θα ήταν επίσης καθοριστικός, εδώ δεν παίζει ρόλο. Εντάξει. Και στο τελευταίο σχήμα. Λογικά το β, γιατί εδώ έχουμε δύο αδιαπέρατα όρια, άρα το σημείο το οποίο είναι πιο απομακρυσμένο από τα αδιαπέρατα όρια, άρα θα έρχεται σε αυτό το σημείο νερό από τον υπόλοιπο υδροφορέα πιο εύκολα, άρα λογικά, σε τρίτη περίπτωση, θα πρέπει να ελέγξουμε στο σημείο β. Έχει και ένα δεύτερο ερώτημα, που λέει σε ποια από τις τρεις εξκαφές η ελάχιστη επετούμενη παροχή είναι η μεγαλύτερη. Εδώ δυστυχώς ένας που έγραψε γενικώς καλά ξέχασε αυτό το ερώτημα. Δεν το απάντησε. Υποθέτω ότι όντως το ξέχασε και έχασε τσάμπα μία μισή μονάδα, δεν είναι τόσο τραγικό από βαθμολογική άποψη, θα είναι τραγικό κάτι τέτοιο στις τελικές εξετάσεις. Για να ακούσω την άποψή σας λοιπόν γι' αυτό. Στην πρώτη περίπτωση. Και γιατί, σωστή είναι η απάντηση. Ακριβώς, εκεί είναι από τις τρεις περιπτώσεις αυτή που έχουμε πιο εύκολη τροφοδοσία με νερό, άρα για να πετύχουμε το ίδιο αποτέλεσμα προφανώς θα πρέπει να κάνουμε μεγαλύτερη προσπάθεια να το πω έτσι, αυτό σημαίνει να αντλήσουμε περισσότερη παροχή εν τέλει, στην περίπτωση την πρώτη. Άρα λοιπόν έχουμε συμφωνήσει όλοι για το ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις σε αυτό το θέμα. Και πάμε τώρα στο επόμενο ερώτημα. Να λοιπόν και το επόμενο ερώτημα. Αυτό είναι στις μη μόνιμες ροές πλέον. Θέλετε να υπολογίσετε την πτώση στάθμισης σε μη μόνιμη ροή υποπίεση, σε υδροφορέα με μεταφορικότητα τάφισων 10 στην μήον τρίτη μέτρα τετράγωνον το δευτερόλεπτο και αποθηκευτικότητα δύο επί δέκα στη μήον τετάρτιν. Ξέχασα τις μονάδες εδώ. Στην αποθηκευτικότητα. Όχι, είναι αδιάστητο μέγεθος. Εντάξει. Σε απόσταση R1 ίσον 60 μέτρα από το πηγάδι την χρονική στιγμή τε ίσον 1800 δευτερόλεπτα. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον ακόλουθο τύπο. S ίσον Q διά 4πΤ, επιλογάριθμος, ναι, του 225Τ κεφαλαίου επί τε, διά R1 τετράγωνο, S κεφαλαίου. Ξαναλέω, S μικρό είναι οι πτώσεις τάθμις, S κεφαλαίου είναι η αποθηκευτικότητα. Μπορώ ή δεν μπορώ, ή να το πούμε αλλιώς, πότε χρησιμοποιούμε αυτόν τον τύπο. 0,01. Αυτός λοιπόν είναι ένας, πολύ σωστά, είναι ένας προσεγγιστικός τύπος που μας δίνει την πτώση τάθμις σε μη μόνιμη, σε περίπτωση μη μόνιμης ροής, υπό μία προϋπόθεση. Όταν το U και το U είναι ίσο με S κεφαλαίου επί R τετράγωνο, η απόσταση στο εξεταζόμενο σημείο από το πηγάδι διά 4Τ κεφαλαίου επί τε μικρό, να είναι μικρότερα από το 0,01. Άρα λοιπόν, για να λύσει κανείς αυτήν την άσκηση και οι περισσότεροι το έκαναν αυτό το πράγμα, πρέπει να υπολογίσει ακριβώς το αντίστοιχο U. Ευτυχώς οι πράξεις γίνονται εύκολα με το μυαλό, προκύπτει ότι είναι σαφώς μεγαλύτερο 0,05, πέντε φορές μεγαλύτερο από το όριο, άρα η απάντηση είναι ότι όχι, αυτός ο τύπος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Υπάρχει κάποια απορία? Αν δεν υπάρχει κάποια απορία, θα συνεχίσει ο Νίκος ο Θεοδοσίου, από το σημείο που σταματήσαμε την προηγούμενη φορά, και θα ολοκληρώσει το μάθημα τον κ. Νίκο ο Θεοδοσίου. Καλημέρα οριακά και από μένα. Μαζί θα συνεχίσουμε το υπόλοιπο του μαθήματος μέχρι το τέλος, την ειραπτική των υπόγειωρων. Θα ξεκινήσουμε ακριβώς από εκεί που πήρατε με τον κ. Κασηπεράκη. Θα κάνουμε σήμερα κάποιες ασκήσεις ακόμα για να διαχωριστούμε κάποια σημεία σχέση με τις μη μόνιμες ροές. Και θα συνεχίσουμε στις επόμενες μαθήματα, κυρίως με τις οικημαστικές ασκησίες και το τέλος του μαθήματος. Λοιπόν, αν είχατε δει με τον κ. Κασηπεράκη την προηγούμενη εβδομάδα κάποια θέματα που έχουν κάνει με τις μη μόνιμες ροές, θα δούμε μια-δυο ασκήσεις ακόμα. Μια άσκηση είναι αυτή που βλέπετε εδώ. Έχουμε δύο πηγάδια, α και β, τα οποία απέχουν μεταξύ τους 120 μέτρα. Και έχουν ακτίνα 0,25. Θεωρούμε ότι έχουν και τα δύο πηγάδια την ίδια ακτίνα 0,25, 25 εκατοστά. Αντουλώνει νερό από περιορισμένου υδροφορέα. Άρα έχουμε υδροφορέα υποπίεση. Άρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις πιο απλές πάντα εξεσώσεις των υδροφορέων υποπίεση. Δίνεται μεταφορικότητα του υδροφορέα. Δυόμιση επί δέκα στιγμίων τρία τετραμονικά μέτρα και αποθηκευτικότητα 0,001, όπως είπατε και πριν από λίγο, χωρίς διαστάσεις. Τη χρονική στιγμή τ' άφησαν 0, αρχίζει να λειτουργεί η πρώτη γεώτρηση. Με παροχή 0,05 κυβικάτο δευτερόλεπτο. Μία ώρα αργότερα, μία ώρα είναι 3600 δευτερόλεπτα αργότερα, αρχίζει να λειτουργεί η δεύτερη γεώτρηση. Με παροχή κυβήτα άγνωστη. Το κόστος άντλησης, το συνολικό κόστος άντλησης, δίνεται από αυτή τη σχέση εδώ, όπου το σε είναι ένας πολλαπλασιαστής που συνήθως έχει να κάνει με την τιμή της κυλοπατόρας, γιατί το κόστος άντλησης ουσιαστικά είναι κόστος ενέργειας, επί την παροχή επί την πτώση στάθμιση. Το κόστος ενέργειας, το κόστος άντλησης, είναι η παροχή του νερού που αντλούμε επί το βάθος του νερού από το οποίο το αντλούμε. Τώρα μας ενδιαφέρει το γινόμενο της παροχής επί την πτώση στάθμιση. Για τις δύο γεωτρίσεις σίγμα από ένα μέχρι δύο. Το ερώτημα είναι, και είναι η μεγαλύτερη δυνατή τιμή της παροχής κυβήτα, ως το κόστος άντλησης μέχρι τη χρονική στιγμή 7200 δευτερόλεπτα, μέχρι δύο ώρες δηλαδή, το διπλάσιο του 3600, να μην ξεπερνά την τιμή δύο επί σε. Είπαμε έναν σταθερό συντελεστής, δεν το δίνουμε, το διατηρούμε ως το τέλος. Και παρατηρούμε ότι οι δύο παροχές α και β παραμένουν σταθερές σε όλο το εξεταζόμενο διάστημα, δηλαδή η παροχή α από χρόνο 0 μέχρι δύο ώρες και η παροχή β από μια ώρα μέχρι την δεύτερη ώρα. Θεωρούμε ότι η κρίσιμη χρονική στιγμή είναι τα 7200 δευτερόλεπτα. Προφανές νομίζω, έτσι, είναι το τέλος και της δεύτερης ώρας. Άρα, όσο περισσότερη ώρα αντλούμε από τις 2-3, τόσο μεγαλύτερο είναι και το κόστος αντλήσης. Άρα, προφανώς, αναζητούμε το μέγιστο κόστος αντλήσης στο τέλος και της δεύτερης ώρας. Και προσπαθούμε να βρούμε την πτώση στάθμις. Η παροχή α είναι γνωστή, η παροχή β είναι η ζητούμενη παροχή. Προσπαθούμε να βρούμε την πτώση στάθμις, ώστε να εξασφαλίσουμε τους όρους Qα επί πτώση στάθμις α, Qβ το στάθμις β. Το Qβ είναι το άγνωστο που θα αναζητήσουμε στο τέλος. Η πρώτη πτώση στάθμις στην 2-3 α προκύπτει από αυτόν τον σύνθετο τύπο, ο οποίος, όπως είδατε και στο προηγούμενο μάθημα και στην άσκηση που είδατε πριν από λίγο με τον κ. Κασηφαράκη, εξαρτάται, μάλλον προκύπτει, από την επίδραση της αξίωσης της μη μόνιμης ροής. Γιατί σε χρόνο μηδέν έχουμε μηδενική πτώση στάθμις, η πτώση στάθμις συνεχώς αυξάνει όσο περνάει ο χρόνος. Μετά από μία ώρα ενεργοποιείται και η δεύτερη γεώτρηση, επηρεάζει φυσικά και η πτώση στάθμις της πρώτης γεώτρησης, γιατί η απόσταση είναι μικρή μεταξύ τους, η απόσταση είναι 120 μέτρα μεταξύ των δύο γεωτρήσεων. Οπότε η συνολική πτώση στάθμις στην γεώτρηση α επηρεάζεται και από τη λειτουργία της γεώτρησης α και της γεώτρησης β. Αν αυτή η απόσταση δεν ήταν 120 μέτρα, αλλά ήταν 2 χιλιόμετρα, θα μπορούσε αυτή η συνισφορά της δεύτερης γεώτρησης να ήταν μέχρι και μηδενική. Αλλά ούτως ή άλλως ήταν πάρα πολύ μικρή. Επειδή επιλύουμε την εξίσουση και βρίσκουμε όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση μεταξύ των γεωτρήσεων, προφανώς η επίδραση της δεύτερης γεώτρησης προς την γεώτρηση που εξετάζουμε είναι όλο και πιο μικρή. Όσο φτάνουμε στα όρια της αχθήνας επιρροής, πλησιάζουμε στο μηδέν. Πέρα της αχθήνας επιρροής είναι το απόλυτο μηδέν. Λοιπόν, αυτός ο πρώτος όρος της εξίσουσης μας δίνει την πτώση στάθμιση στο σημείο α λόγω της λειτουργίας της γεωτρής α και ο δεύτερος όρος μας δίνει την πτώση στάθμιση στο σημείο α λόγω της λειτουργίας της γεωτρής της β. Η γεώτρηση α λειτουργεί για δύο ώρες, η γεώτρηση β λειτουργεί για μία ώρα. Κι αυτό επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα και την τελική πτώση στάθμιση. Όπως είδατε και πριν από λίγο, το πρώτο που εξεντάζουμε είναι η συνάρτηση ου για να δούμε κατά πόσον είναι η μικρότερη από το όριο του 0,01. Σε μικρότερες τιμές χρησιμοποιούμε την εξίσουση, σε μεγαλύτερες τιμές ανατρέχουμε στον πίνακα που έχει στο παράθυμα του δουλείου σας. Αυτό το όριο του 0,01, το αν θα είμαστε πάνω ή κάτω από το όριο, εξεφτάται από δύο κυρίως μεταλληλούτους παράγοντες, την απόσταση και το χρόνο. Όσο μικρότερη είναι η απόσταση, τόσο μικρότερος είναι και αυτός ο όρος και όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος, πάλι τόσο μικρότερος είναι ο όρος. Άρα, σε αυτή την περίπτωση που έχουμε και μικρή απόσταση και μεγάλο χρόνο, είναι πολύ πιθανό να είμαστε κάτω από το όριο του 0,01. Θα το εξετάσουμε όμως, για να δούμε πραγματικά υπερβαίνουμε αυτό το όριο ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, η συνάρτηση έχει τιμή 0,04, σίγουρα είμαστε πάνω από το όριο του 0,01, άρα γι' αυτό εδώ θα ανατρέξουμε στον πίνακα. Αυτό εδώ μπορούμε να το λύσουμε κατευθείαν, χρησιμοποιώντας την εξίδωση που είδατε πριν από λίγο με τον κ. Κασηφαράκη. Οπότε, ξέρουμε το κ, ξέρουμε το τ, αυτό εδώ προφανώς είναι τ, είναι 4πτ, όπως και αυτό εδώ για κάποιο λόγο βρεδεύτηκαν οι όροι. Ξέρουμε προφανώς το π, ξέρουμε το τ, είναι δεδομένο, ξέρουμε όλες τις παραμέτρες που μπαίνουν στην εξίσωση, την απόσταση, τον χρόνο, την αποθηκευτικότητα, όλα τα στοιχεία της εξίσωσης. Το μόνο που δεν ξέρουμε είναι το κ. Οπότε, λύνοντας την εξίσωση, ανατρέχοντας στον πίνακα για να βρούμε την τιμή του 0,04 σε τι αντιστοιχή, κατέληγουμε σε αυτό το αποτέλεσμα 24,97 συν 85,39 επί το κ. Αυτή είναι η πτώση στάθμις στη θέση α λόγω της λειτουργίας των δύο γεωτρίσεων, της 2α για 2 ώρες και της 2β για 1 ώρα. Στο τέλος των δύο ώρων, η πτώση στάθμις στο σημείο α είναι αυτή εδώ. Αντίστοιχα, στο μπιγάδι β, θέλουμε και την πτώση στάθμις στο μπιγάδι β. Οι όροι είναι ανάλογοι, αλλά το μόνο που αλλάζει ουσιαστικά είναι η απόσταση της θέσης που εξεντάζουμε την πτώση στάθμις από τις γεωτρίσεις που λειτουργούν. Δηλαδή όλη αυτή η όρη είναι ακριβώς η ίδια. Αλλάζει αυτός ο όρος εδώ, 120 μέτρα, δηλαδή η απόσταση του σημείου β που εξεντάζουμε από τη γεωτρίση α και το 0,25, η απόσταση από την παρειά της γεωτρίσης, δηλαδή, μεταφέρεται στην γεωτρίση β. Όλοι οι πόλοι οι όροι είναι ακριβώς οι ίδιοι. Εδώ τώρα έχουμε τον όρο που υπερβαίνει το 0,01, όπου το ου συνάρτησης πηγαδιού υπερβαίνει το 0,01. Εδώ, επειδή είμαστε πολύ κοντά στη γεώτριση, είμαστε κάτω από το όριο, άρα μπορούμε κατευθείαν να υπολογίσουμε μέσω του ΕΛΕΝ το αποτέλεσμα της εξίσωσης. Καταλήγουμε κάνοντας τις πράξεις σε αυτήν εδώ την εξίσωση, 5,341 συν 4,77,39 επί το Qβ. Και δείτε ακόμα και τις τιμές των συντελεστών. Η επίδραση της γεώτρισης β στο Α έχει να συντελεστεί 85,39. Η επίδραση της γεώτρισης β στον εαυτό της έχει να συντελεστεί 477. Αναμενόμενο. Λοιπόν, τώρα, το ζητούμενο είναι το κόστος. Είπαμε ότι το κόστος δεν πρέπει να υπερβαίνει μια συγκεκριμένη τιμή, που ορίζεται ως 2επισε. Το κόστος είναι το σε επί το άθροισμα του Qεπιεσ της παροχής, επί την πτώση στάθμιση για κάθε μία από τις δύο γεωτρίσεις. Το Qα είναι γνωστό, το Σα είναι αυτό εδώ, συναρτήση του Qβ. Το Qβ είναι άγνωστο, το Σβ προκύπτει πάλι από αυτήν την εξίσωση συναρτήση του Qβ, κάνοντας τις πράξεις, το σε απαλήφεται φυσικά και από τα δύο σκέλη της εξίσωσης, κάνοντας τις πράξεις καταλήγουμε σε μια εξίσωση 2ου βαθμού, λύνοντας την εξίσωση 2ου βαθμού βρίσκουμε μια θετική και μια αρνητική τιμή της 2ου βάθημας εξίσωσης. Προφανώς η θετική τιμή μας ενδιαφέρει, η αρνητική τιμή απορρίπτεται, γιατί ως με αρνητικό πρόσημο χαρακτηρίζουμε τις παροχές της γεωτρίς φόρτισης. Εδώ δεν έχουμε γεωτρίς φόρτισης, έχουμε δύο γεωτρίς άντλησης. Άρα η αρνητική τιμή δεν μας ενδιαφέρει, απορρίπτεται γι' αυτόν τον λόγο, όχι επειδή δεν είναι αποδεχτές οι αρνητικές τιμές στις παροχές, επειδή δεν ισχύει σε αυτήν την περίπτωση. Έτσι υπάρχουν πάρα πολλά μεγέθη, τα οποία δεν έχουν νόημα στις αρνητικές τους τιμές. Σε αυτήν την περίπτωση δεν είμαστε σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε αρνητικές τιμές της παροδοχής, απλώς με αρνητική τιμή συμβολίζουμε τις παροχές φόρτισης. Εδώ ξέρουμε ότι η παροχή είναι η παροχή άντλησης, άρα απορρίπτεται η αρνητική τιμή και κρατάμε αυτήν ως τελική τιμή, ως τελικό αποτέλεσμα της άσκησης μας. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι η μέγιστη παροχή που μπορούμε να αντιλήσουμε από τη γιοτρυση Β, χωρίς να υπερβούμε μετά από έναν διάστημα λειτουργίας δύο ωρών για το σύστημα των δύο γιοτρύσεων, το σύστημα των δύο γιοτρύσεων είναι 0,031 κλμ. Ωραία. Είναι απλό, απλώς πρέπει να θυμάστε αυτήν την λογική, ότι για να βρούμε την πτώση στάθμη σε ένα σημείο θα πρέπει να λάβουμε προφανώς υπόψη και τη λειτουργία της άλλης γιοτρύσης, πώς να λαβάνουμε υπόψη τη λειτουργία της άλλης γιοτρύσης και των δύο γιοτρύσεων δηλαδή σε μη μόνιμες συνθήκες, εφαρμόζοντας αυτήν την εξίσοση. Ωραία. Υπάρχει κάποια ερωτήρια? Θα δούμε ακόμα μια άσκηση. Αυτή η άσκηση υπάρχει και στο βιβλίο σας. Θα την δούμε λίγο πιο γρήγορα, γιατί μπορείτε να τη δείτε και πιο αναλυτικά στο βιβλίο. Έχουμε εδώ μια γιοτρύση σε έναν περιορισμένο υδροφορέα, άπειρης έκτασης, έναν άπειρο υδροφορέα υποπίεση, το πάχος υδροφορέα είναι 25 μέτρα, η υδραμπλική αγωγημότητα, η αποθηκευτικότητα δίνονται. Απαιτείται να αντιληθούν συνολικά 13.824 κλμ νερού σε διάστημα 4 ημερών. Ξέρουμε ότι είναι τη συνολική παροχή που θέλουμε να αντιλήσουμε και το συνολικό χρονικό διάστημα. Μέσα σε 4 μέρες πρέπει να αντιλήσουμε αυτήν την παροχή. Στήνει ένα υπολογιστή πτώσης τάθμις στο τέλος της τέταρτης μέρας, καθώς και στο τέλος της έκτης μέρας, σε ένα σημείο που απέχει 100 μέτρα από το πηγάδι για τις εξίσιο περιπτώσεις. Συνεχής άντληση επί 4 ημέρες, διακοκομένη άντληση σε ημερήσια βάση. Δηλαδή, η πρώτη περίπτωση είναι αυτή εδώ. Αντλούμε μια σταθερή παροχή για 4 ημέρες ή αντλούμε εν'αλλάξη την πρώτη και την τρίτη μέρα, προφανώς με μεγαλύτερη παροχή. Έτσι, εφόσον εδώ αντλούμε για 4 ημέρες, η παροχή θα είναι μικρότερη απ' ό,τι η παροχή με την οποία αντλούμε στα δύο διακοκριμένα διαστήματα. Άρα, πρέπει να βρούμε πρώτα την πτώση στάθμις για αυτή την περίπτωση, για την συνεχή άντληση, δηλαδή, για τις 4 ημέρες και μετά να δούμε αυτό το διακοκομένο πρόγραμμα λειτουργίας των γεωτρίσεων, που λειτουργεί την πρώτη μέρα, την δεύτερη δεν λειτουργεί, λειτουργεί ξανά τη τρίτη, την τέταρτη δεν λειτουργεί και το καθεξής. Να δούμε πώς υπολογίζεται η πτώση στάθμιση με αυτό το σύστημα λειτουργίας της γεώτρισης. Εξιτάζουμε την πρώτη περίπτωση, το στάθμιση για συνεχή λειτουργία 4 ημερών. Έχουμε τη γεώτριση να λειτουργεί συνέχεια για 4 μέρες και θέλουμε να δούμε ποια είναι η συνολική πτώση στάθμιση στο τέλος της τέταρτης μέρας και στο τέλος της έκτης μέρας, όπως λέει η εκφώνηση. Δηλαδή και δυο μέρες μετά τη διακοπή της λειτουργίας της γεώτρισης. Λοιπόν, η παροχή είναι αυτή εδώ. Την ανάγουμε σε μονάδες του SI, μονάδες που χρησιμοποιούμε συνήθως. Ξέρουμε τη συνολική παροχή για τις 4 μέρες. Άρα, διαιρώνοντας για 4 βρίσκουμε την ημερήσια παροχή. Διαιρώνοντας για 86-400 βρίσκουμε την παροχή ένα δευτερόλεπτο. Από αυτή την πράξη, εδώ, καταλήγουμε στο παροχή 0,04 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο. Αυτή η παροχή, δηλαδή, αν η γεώτριση λειτουργεί με αυτή την παροχή 0,04 κυβικά το δευτερόλεπτο και λειτουργεί για 4 συνεχόμερες μέρες, θα αντιλήψει συνολικά 13.824 κυβικά μέτρα. Η πτώση στάθμισης δίνεται με αυτή την εξίσουση, αυτή που έχετε ήδη δει. SPR τετράγωνο, δια 4ΤΦ κεφαλαίο συντελεστής μεταφορικότητας, δια ΤΤΦ ο χρόνος. Κάνοντας τις αντικαταστάσεις με τις δεδομένες τιμές, ξέρουμε το S, ξέρουμε το R, την απόσταση από το σημείο της αντιλήψης μέχρι το σημείο παρατήρησης, ξέρουμε το συντελεστή μεταφορικότητας, κρατάμε στην άκρη το ΤΤΦ γιατί είναι αυτό που μεταβάλλεται και θα το χρησιμοποιήσουμε στη συνέχεια για να κάνουμε τις παραλλαγές της άσκησης. Αν θεωρήσουμε ότι το ΤΤΦ είναι 4 μέρες, έχουμε δηλαδή τη συνεχόμενη λειτουργία της διότρησης, τότε το ΟΥΜ παίρνει τιμή 22 τις 4 μέρες και 286.400 δευτερόλεπτα που έχει κάθε μέρα και καταλήγουμε σε αυτή την τιμή εδώ. Για αυτή την τιμή εδώ πρέπει να βρούμε από το παράρτημα Α2 την τιμή του συνάρτησης πηγαδιού. Ας δώσετε λίγο πώς λειτουργεί αυτός ο πίνακας. Έχουμε την τιμή 5,787 επί 10 στη μειών 5. Ο πίνακας είναι αυτός εδώ. 5,787 επί 10 στη μειών 5. Ψάχνουμε να βρούμε εδώ στις στήλες που έχουμε το 10 στη μειών 5. Το 10 στη μειών 5 το έχουμε εδώ. Εδώ έχουμε ν, επί 10 στη μειών 5. Το βρίσκουμε από εδώ. Εμείς θέλουμε το 5,787. Δεν υπάρχει ακριβώς αυτή τη τιμή. Υπάρχει το 5,5 και το 6. Για τιμή 5,5 επί 10 στη μειών 5 η τιμή της συνάρτησης πηγαδιού είναι 9,2310. Για τιμή 6 επί 10 στη μειών 5 η τιμή της συνάρτησης πηγαδιού είναι 9,1440. Κάνουμε μια παρεμβολή μεταξύ των δύο τιμών για να εντοπίσουμε ακριβώς το 5,787 και βρίσκουμε την τιμή της συνάρτησης πηγαδιού. Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας, ο τρόπος χρήσης αυτού του πίνακα που υπάρχει στο παράκτημα α'-2, αν θυμάμαι καλά, του βιβλίου σας. Οπότε κάνοντας αυτές τις παρεμβολές βρίσκουμε 9,181 από τον πίνακα. Αντικαθιστούμε την τιμή της συνάρτησης πηγαδιού και βρίσκουμε 5,845. Το 5,845 είναι η συνολική πτώση στάθμισης στο σημείο παρατήρησης, το οποίο, θυμίζω, βρίσκεται 100 μέτρα μακριά από την γιώτρηση, μετά από 4 μέρες συνεχούς λειτουργίας της γιώτρησης με παροχή 0,04 κυβικάτοδευτερόλεπτο. Ωραία. Λοιπόν, στην περίπτωση της διακυγουμένης άντλησης. Στην διακυγουμένη άντληση θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εξουσσάσεις, που είδατε με τον κ. Κατσιφαράκη, κατά τις οποίες μεταβάλλεται συνεχώς η παροχή. Μια πολύ συνηθισμένη περίπτωση αυτής της μεταβολής της παροχής είναι η ενδιάμεση διακοπή της λειτουργίας της γιώτρησης. Είναι μια μεταβολή της τιμής της παροχής, με τιμή 0. Μια ειδική περίπτωση, πολύ συνηθισμένη περίπτωση, πάρα πολύ συχνά δηλαδή έχουμε αυτό το διακυρικομένο πρόγραμμα λειτουργίας των γιωτρήσεων σε ένα πρακτικό δηλαδή πρόβλημα, σε ένα πραγματικό ιδροφορέα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι είτε χρησιμοποιούμε το νερό για αρτευτική χρήση, είτε για ιδρευτική χρήση, οι γιωτροί σπάνια λειτουργούν συνεχόμενα για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Δεν μπορούν και οι άντλοιες να λειτουργήσουν για πάρα πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οπότε τα συστήματα είναι προγραμματισμένα με τέτοιο τρόπο, οτι ώστε να αντλούν για ένα διάστημα να παρέχουν την παροχή που χρειάζεται, να διακόπτουν τη λειτουργία τους και στη συνέχεια να επανέρχονται να ξαναξεκινούν και να δίνουν την υπόλοιπη παροχή που χρειάζεται. Σπάνια έχουμε μεταβολή της τιμής της παροχής. Δηλαδή το να έχουμε να ξεκινάει μια γιώτηση να λειτουργεί με 5 κυβικά το δευτερόλεπτο, στη συνέχεια να πηγαίνει στα 3 κυβικά, στα 2, στα 6, στα 8 κυβικά και το καθεξής, είναι μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ελάχιστες περιτώσεις. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση είναι η διακοπή της λειτουργίας της γιώτησης και η επανεκκίνηση της πάλι με την ίδια παροχή. Οπότε αυτό το σύστημα εδώ, με τη διακοπημένη λειτουργία μιας γιώτησης, είναι μια πάρα πολύ συνηθισμένη περίπτωση λειτουργίας μιας γιώτησης, είτε ιδρευτικής είτε αρρεττικής. Τώρα, εδώ επειδή η άσκηση δέχεται πολλές εναλλακτικές λύσεις, γίνεται μια προσπάθεια λίγο συστηματοποίησης της επίλυσης της εξίσωσης. Οπότε γι' αυτό βλέπετε λίγο κάποιους ενδιάμεσους όρους, κάποιους ενδιάμεσους υπολογισμούς που γίνονται, για να συστηματοποιηθεί η επίλυση της εξίωσης και να λυθούν πιο εύκολα οι αναλλακτικές λύσεις, παρά η βασική λύση την οποία εξετάζουμε. Αλλά η βασική λειτουργία είναι αυτή εδώ, η βασική εξίωση είναι αυτή εδώ, σύμφωνα με την οποία έχουμε τη λειτουργία της γιώτησης για ένα διάστημα, τη λειτουργία της γιώτησης για ένα διάστημα με μηδενική παροχή, στη συνέχεια την επανενεργοποίηση της γιώτησης και το καθεξής, για όσα διαστήματα χρειάζονται. Λύνοντας πάλι αυτό τον συνεχή τύπο, αυτή τη συνεχή εξίσωση, καταλήγουμε σε αυτό τον πίνακα, που όπως σας είπα παρουσιάζει ενδιάμεσα στάδια επίλυσης, ο οποίος μας επιτρέπει εύκολα να αναζητήσουμε τις αναλλακτικές λύσεις. Δηλαδή, στην περίπτωση που το σύστημα λειτουργεί την πρώτη και την τρίτη μέρα, οπότε το Q1 και το Q3 έχουν τιμή παροχής προφανώς διπλάσια από την παροχή που είχαμε προηγουμένως, εφόσον προηγουμένως η γιώτηση λειτουργούσε για 4 μέρες, λειτουργούσε με μια συγκεκριμένη παροχή. Όταν λειτουργεί για 2 μέρες αναζητώντας την ίδια συνολική παροχή, προφανώς θα λειτουργεί με τη διπλάσια παροχή. Άρα, εάν έχουμε λειτουργία των γιωτρίσεων στην πρώτη και την τρίτη μέρα με τη διπλάσια παροχή ενώ τη δεύτερη και την τέταρτη μέρα έχουμε μηδενική παροχή, τότε στις 4 μέρες η συνολική υπτοριστάθμιση θα είναι 1,27. Αν είχαμε τον άποδο, δηλαδή η λειτουργία της γιώτησης στη δεύτερη και την τέταρτη μέρα και μηδενική παροχή την πρώτη και την τρίτη μέρα, τότε πάλι αξιοποιώνοντας αυτές τις τιμές του πίνακα, ότι αυτός ο πίνακας είναι λοιμμέρος με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτρέπει την εύκολη επανάληψη της διαδικασίας στην αναζήτηση των αποτελεσμάτων, μας δίνει μια πτώση στάθμις, 10,42. 1,27, 10,42. Πρόγραμμα λειτουργίας δύο ημερών. Στην πρώτη περίπτωση, η λειτουργία της την πρώτη και την τρίτη μέρα και διερεύνηση της τόσης στάθμις στο τέλος της τέταρτης. Στην δεύτερη περίπτωση, η λειτουργία της δεύτερη και την τέταρτη μέρα και αναζήτηση της τόσης στάθμις στο τέλος της τέταρτης. Η διαφορά τους δεν είναι η συνολική παροχή άντλησης. Η διαφορά σε σίγουρο περίπτωση είναι πότε σταμάτησε να λειτουργεί η άντλια. Στην πρώτη περίπτωση σταμάτησε να λειτουργεί στο τέλος της τρίτης μέρας. Σε όλη τη διάρκεια της τέταρτης μέρας είχαμε τη διαδικασία επαναφοράς της στάθμις, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μετράμε την πτώση της στάθμις στο τέλος ακριβώς της λειτουργίας της αντλίας. Προφανώς η πτώση της στάθμις είναι πολύ μεγαλύτερη. Και βλέπετε, μάλιστα, ότι η πτώση της στάθμις στο πρώτο παράδειγμα που είδαμε, δηλαδή στη συνεχή λειτουργία για 4 μέρες της γεώτρησης, που ήταν 5,845, είναι μεταξύ των δύο τιμών, μεταξύ του 1,27 και του 10,42. Σε αυτή την περίπτωση πάλι μετράμε την πτώση στάθμις στο τέλος της λειτουργίας της γεώτρησης. Λειτουργεί η γεώτρηση για 4 μέρες και μετράμε την πτώση στάθμις στο τέλος της τέταρτης μέρας. Άρα μόλις έχει διακοπεί η λειτουργία της γεώτρησης. Η διαφορά πάλι με αυτή την περίπτωση είναι η παροχή άντλησης. Εδώ αντλούμε με παροχή Q, εδώ αντλούμε με παροχή 2Q. Άρα αν συγκρίνει κανείς τις τρεις περιπτώσεις, το 1,27, το 10,42 και το 5,85, η διαφορά της πρώτης με τη δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει με το χρονικό διάστευμα που μας ολαβεί μετά την διακοπή λειτουργίας της γεώτρησης και που ουσιαστικά αξιοποιείται από τον ίδρου φορέα και την επαναφορά της στάθμις, ενώ η διαφορά μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης περίπτωσης, όπου ο χρόνος διακοπής της λειτουργίας της γεώτρησης είναι ο ίδιος, η διαφορά έγινε στη παροχή. Στην τιμή της παροχής. Εδώ αντλούμε με μεγαλύτερη παροχή, άρα έχουμε και μεγαλύτερη περίπτωση στάθμισης. Ωραία. Όπως είπαμε πολλές φορές, το λέμε αυτό σε κάθε μάθημα, θα πρέπει τα αποτελέσματά μας να τα αξιολογούμε, να βλέπουμε αν είναι λογικά. Το αν είναι σωστά, μπορεί να μην είναι εύκολο να το αξιολογήσει κανείς. Αυτό το αποτέλεσμα είναι 10,42 ή 10,60 ή 9,9. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το διακρίνει κανείς. Αλλά αν αυτό το αποτέλεσμα εδώ ήταν μικρότερο από αυτό, τα ξέραμε ότι κάπου έχουμε κάνει λάθος. Μπορούμε να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα όσον αφορά στη λογική τους. Όχι τόσο στην ακρίβεια των αποτελεσμάτων. Αλλά όσον αφορά στη λογική, μπορούμε να τα αξιολογήσουμε. Και πρέπει να τα αξιολογούμε τα αποτελέσματα μας. Ωραία. Υπάρχει κανείς μια απορία σε αυτήν την άσκηση. Λοιπόν, τώρα, όλα αυτά που έχουμε δει μέχρι τώρα, αφορούν σε ιδροφορείς υποπίεση. Έχουμε πει από την αρχή και σε όλα τα παθήματα και στο μάθημα της υπόχειας ιδραπληκτικής σκέψης και σε αυτό το μάθημα, ότι οι ιδροφορείς υποπίεση έχουν πολύ πιο απλές εξισώσεις από τους φρεάδιους ιδροφορείς. Και ο λόγος, η αιτία είναι η μεταβολή της στάθμις του ιδροφορέα. Στους ιδροφορείς υποπίεση δεν έχουν μεταβολή της στάθμις, έχουν μεταβολή της ενέργειας, αλλά δεν έχουν μεταβολή της στάθμις, ενώ στους φρεάδιους ιδροφορείς έχουν μεταβολή της στάθμις. Είναι σαν να εξετάζει κανείς αυτό το χώρο και έχετε ένα ταβάνι που μετακινείται. Στους ιδροφορείς υποπίεση το ταβάνι δεν μετακινείται, η ενέργεια που έχει ο χώρος μεταβάλλεται, αλλά η οροφή παραμένει ίδια. Στους ιδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια μεταβάλλεται η οροφή. Αυτές είναι οι εξισώσεις, οι αντίστοιχες που περιγράφουν τις ίδιες συνθήκες που είδατε και προηγουμένως, αλλά σε φρεάδιους ιδροφορείς. Βλέπετε ότι είναι είτε δεύτερες παράγωγες εξισώσεων, βλέπετε ότι οι μεταβαλλητές μας είναι στην δεύτερη δύναμη. Για να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις εξισώσεις των φρεάδιων ιδροφορέων κάνουμε πάλι κάποιες παραδοχές, πιο σημαντικές από τις παραδοχές που κάνουμε στους ιδροφορείς υποπίεση, γιατί ακριβώς είναι πολύ πιο σύνθετο το πρόβλημα. Οι παραδοχές που κάνουμε είναι για ομογενή και ισότροπο ιδροφορέα, που σε ένα βαθμό είναι αποδεχτές και ικανοποιητικές ως παραδοχές. Μια άλλη όμως, λίγο πιο ευαίσθητη παραδοχή, είναι αυτή εδώ. Για δοσμένη τόσης στάθμις, η απόκριση του ιδροφορέα με τη μορφή παροχής όγκου νερού από τα αποθηκευμένα από θέματα του είναι άμεση. Δηλαδή, στους ιδροφορείς υποπίεση, όταν αντλείται νερό με τη γεώτρηση, προφανώς δημιουργείται ένα κενό στον ιδροφορέα. Αυτό κάνετε, αδιάζεται το νερό που υπάρχει στα διάκαινα του εδάφους, το συγκεντρώνεται στη γεώτρηση και το αντλείται. Άρα δημιουργείται ένα κενό στο έδαφος. Αυτό το κενό καλύπτεται πάρα πολύ γρήγορα από το νερό που υπάρχει στα διάκαινα του εδάφους, στον υπόλοιπο ιδροφορέα, επειδή ακριβώς το νερό μας έχει την υποπίεση. Στους ιδροφορείς όμως, όταν αντλείται, η επαναφορά δεν γίνεται τόσο γρήγορα. Χρειάζεται κάποιο χρόνο το νερό για να κινηθεί και να καλύψει αυτά τα κενά που δημιουργήθηκαν, επειδή ακριβώς το νερό κινείται με ελεύθερη επιφάνεια. Αυτό, όμως, είναι μια παραδοχή που δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει με αυτές τις εξισώσεις. Πρέπει να αντέξει σε πολύ πολύ πιο σύνθετες τις εξισώσεις. Οπότε γίνεται αυτή η παραδοχή ότι η απόκριση του ιδροφορέα είναι άμεση. Για τους ιδροφορείς η αποπίεση είναι μια ασχηρή παραδοχή, μια εύκολη παραδοχή. Για τους φρεάτιους ιδροφορείς είναι μια παραδοχή λίγο ευαίσθητη. Δεν ισχύει δηλαδή σε όλους τους φρεάτιους ιδροφορείς. Και επιπλέον έχουμε το πρόβλημα της μη γραμμικότητας, της οριακής συνθήκης που ισχύει στην ελεύθερη επιφάνεια, ακριβώς γιατί η ελεύθερη επιφάνεια, όπως είπαμε και προηγούμενος, είναι μεταβλητή στους φρεάτιους ιδροφορείς. Η διαδικασία επίλυσης είναι η ίδια και για τους ιδροφορείς η αποπίεση. Όπως είδατε σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος, η δομή είναι αυτή, δηλαδή εξετάζουμε το πρόβλημα στους ιδροφορείς η αποπίεση, που έχουν τις πιο απλές εξισώσεις και είναι πιο εύκολο να γίνουν κατανοητές όλες αυτές οι λειτουργίες που περιγράφουμε. Και βλέπουμε τις παραλλαγές για τους ιδροφορείς με ελεύθερη επιφάνεια και για τους ιδροφορείς με διαρροή. Να πάρουν τις υπόψεις πάντα στην συγκεκριμένη περίπτωση και το συντελεστή διαρροής του ιδροφορέα. Στα προηγούμενα είδαμε ότι κάνουμε την παραδοχή του ισότροπου ιδροφορέα. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, η ιδροφορείς δεν είναι ισότροπη. Δηλαδή, ο συντελεστής απεραντότητας δεν έχει την ίδια τιμή στις διάφορες κατευθύνσεις. Είναι μια μεταβολή που έχει να κάνει με την γεωλογική δομή του ιδροφορέα, με τα γεωλογικά χαρακτηριστικά του ιδροφορέα, όπου πολλές φορές υπάρχει μια ευκολή ακίνηση του νερού προς μια κατεύθυνση σε σχέση με την άλλη κατεύθυνση. Αυτό εκφράζει η ανισοτροπία. Ότι κατά τη διεύθυνση χ, για παράδειγμα, το νερό κινείται πιο γρήγορα, πιο εύκολα από ό,τι καν τη διεύθυνση ψη. Γιατί ακριβώς έτσι είναι η δομή του εδάφους, είναι τα διάκαινα του εδάφους, ή έχουν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο τα διάκαινα του εδάφους. Θυμίζει λίγο τις επιφανειακές αφορές και τα ρέματα. Το νερό, απορρέοντας επιφανειακά, καταλήγει στη μισγάγγια, διαβρώνει το έδαφος και δημιουργεί ρέματα. Δημιουργεί περιοχές, δηλαδή, στις οποίες μπορεί να κινηται πιο εύκολα. Αν έχετε μια περιοχή, έναν υδροφορέα, ο οποίος έχει μια σαφή υδραυλική κλήση από την ορεινή περιοχή προς τη θάλασσα, για παράδειγμα, οπότε συνεχώς η ροή του υδροφορέα είναι σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση, το νερό ασκεί πίεση στα διάκαινα του εδάφους, διαμορφώνοντας πιο ευνοϊκές συνθήκες ροής κατά τη διεύθυνση που θέλει να κινηθεί. Οπότε η διεύθυνση, η ευκολία κίνησης κατά μια διεύθυνση, μπορεί σε πάρα πολλές περιπτώσεις να είναι διαφορετική από την ευκολία κίνησης κατά την άλλη διεύθυνση. Άραν έχουμε υδροφορέα ανισότροπο, με διαφορετικές τιμές του k στη διεύθυνση x, σε σχέση με τη διεύθυνση ψ. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται αυτό το θέμα είναι με τη χρήση αυτών των δύο εξισώσεων. Βρίσκουμε ουσιαστικά έναν ισοδύναμο συντελεστή διαπερατότητας και μια ισοδύναμη απόσταση. Ο ισοδύναμος συντελεστής διαπερατότητας προκύπτει από τη ρίζα του γυνομένου των δύο συντελεστών διαπερατότητας κατά τις δύο διευθύνσεις και ο ισοδύναμοι απόσταση προκύπτει από αυτήν εδώ τη σχέση. Εισάγοντας δηλαδή τις καρτεσιανές συνταγμές x ψ και τις τιμές των συντελεστών διαπερατότητας κατά τη διεύθυνση x, κατά τη διεύθυνση ψ και του ισοδύναμου συντελεστή διαπερατότητας. Αυτό που γίνεται ουσιαστικά είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι μια στρέβλωση του πεδίου. Δηλαδή, αν θεωρούμε ότι έχουμε ευκολή ακίνηση κατά αυτήν τη διεύθυνση και δυσκολή ακίνηση κατά αυτήν τη διεύθυνση, αν συμπιέσουμε το πεδίο, αν στρεβλώσουμε το πεδίο ροής και μειώσουμε αυτήν την απόσταση και αυξήσουμε αντίστοιχα αυτήν την απόσταση, καταλήγουμε σε έναν ιδροφορέα ισότροπο, όπου η κίνηση κατά τις δύο διευθύνσεις είναι η ίδια πλέον, αλλά οι αποστάσεις είναι στρεβλές. Δηλαδή, παίρνουμε έναν κύκλο και τον κάνουμε έλλειψη. Αλλάζουμε τις συντηταγμένες ουσιαστικά του πεδίου, αλλάζουμε το σύστημα συντηταγμένων του πεδίου και καταλήγουμε σε έναν ιδροφορέα ισότροπο και από σημεία που θα έχουμε πλέον ιδροφορέα ισότροπο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις εξισώσεις που έχουμε δει μέχρι τώρα. Αλλά επειδή είναι μια πολύ συνηθισμένη περίπτωση να έχουμε ιδροφορέα ανισότροπο, η άμεση αντιμετώπιση της ανισοτροπίας στις εξισώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Δηλαδή, το να βρείτε εξισώσεις που να περιγράφουν έναν ανισότροπο ή ανισότροπο ιδροφορέα είναι εξαιρετικά σύνθετο. Αυτό που γίνεται συνήθως είναι αυτή η παρέμβαση. Η αλλαγή δηλαδή του πεδίου ροής, εισάγοντας ένα συντελεστή διαπερατότητας και μια απόσταση ισοδύναμη για να εξισορροπήσουμε την ανισοτροπία, τη διαφορά κίνηση, δηλαδή, στο πεδίο ροής. Λοιπόν, τώρα, για να μπούμε στο τελευταίο κομμάτι του σημερινού μαθήματος, θα δούμε κάποιες αποκλήσεις από τις ιδιατές συνθήκες ροής. Δηλαδή, πώς αντιμετωπίζουμε συνθήκες ροής που διαφέρουν από αυτές που έχουμε ορίσει εξ αρχής ως προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός ιδροφορέα. Αν θυμάστε, το είχαμε δει από την υπόγεια αδερφολική αυτό, μια βασική αρχή για τη λειτουργία των γεωτρίσεων είναι ότι θεωρούμε ότι οι γεωτρίσεις αναπτύσσονται σε όλο το πάχος του διαπερατού στρώματος. Αντιλούν, δηλαδή, από όλον την ιδροφορέα. Δηλαδή, αν αυτός εδώ είναι ιδροφορέας και κατασκευάσουμε μια γεωτρίση, θεωρούμε ότι η γεωτρίση ξεκινά από πάνω και φτάνει μέχρι κάτω. Αντιλεί, δηλαδή, με ομοιόμορφο τρόπο από όλη την ιδροφορέα. Αυτή είναι μια παραδοχή που σπάνια ισχύει στην πράξη. Είναι μια καθοριστική παραδοχή για τους υπογειοσυνδροφορείς, αλλά σπάνια ισχύει στην πράξη. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι πρέπει κάποιος να πάει στο πεδίο, να κάνει μια γεωτρίση και να συνεχίζει να τρυπά το έδαφος μέχρι να φτάσει στον διαπέρατο πυθμένα. Ο πυθμένας μπορεί να είναι πάρα πολύ βαθιά, σε τεράστια βάθη. Όχι σπάνια γίνεται αυτό το πράγμα, σπάνια καταλήγουμε σε τόσο μεγάλα βάθη. Συνήθως αυτό που κάνουμε είναι να σταματήσουμε σε μια περιοχή η οποία μπορεί να μας εξασφαλίσει την ποσότητα νερού που χρειαζόμαστε. Δεν σταματάμε μόλις βρίσκουμε νερό, γιατί αυτό σημαίνει ότι μια μικρή μεταβολή της στάθμης θα κατεβάσει τη στάθμη του νερού κάτω από τη γεώτριση μας. Συνεχίζουμε να διανοίγουμε τη γεώτριση κινούμενη μέσα στο νόγκο του ιδροφορεία, μέσα κάτω από τη στάθμη του ιδροφορού ορίζοντα, μέχρι να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου το ύψος του νερού που έχουμε πάνω από το τέλος της γεώτρισης να είναι τέτοιο που να μας επιτρέπει να αντλούμε την ποσότητα του νερού που χρειαζόμαστε με τη χρονική διάρκεια που θέλουμε να έχουμε για τη γεώτριση μας. Αλλά σπάνια φτάνουμε στο σημείο να διανοίξουμε μια γεώτριση σε όλο το πάχος του ιδροφορέα. Εκτός από ότι το πάχος του ιδροφορέα είναι μικρό και το βρούμε ούτως ή άλλως. Αλλά σπάνια καταλήγουμε, αναζητούμε το βάθος των αδιαπέρατων επιθυμένων του ιδροφορέα. Αυτό σημαίνει ότι όταν αντλούμε νερό από τη γεώτριση, δεν αντλούμε, το νερό δεν γίνεται παράλληλα προς τη στάθμη του ιδροφορέα και κάθετα προς τη γεώτριση. Αυτή είναι μια βασική παραδοχή για όλες τις εξεσώσεις που έχετε μάθει μέχρι τώρα για την υπόλοιπη ιδροβουλική. Λέει θεωρούμε ότι αν έχουμε εδώ τη γεώτριση, το νερό που κινείται από όλο το ιδροφορέα προς τη γεώτριση, κινείται παράλληλα με τον πυθμένα και κάθετα προς τη γεώτριση. Με τον ίδιο τρόπο κινείται εδώ, εδώ, εδώ, εδώ. Έχουμε συνεχώς δηλαδή την ίδια πορεία κίνησης του νερού προς τον ιδροφορέα. Στην περίπτωση όμως που δεν ισχύει αυτό, που δεν έχουμε αυτήν την σταθερή κίνηση του νερού προς τον ιδροφορέα, τότε είμαστε σε αυτήν την περίπτωση εδώ. Αυτό που βλέπετε εδώ, όπου έχουμε μια γεώτριση μερικής διείσδυσης στον ιδροφορέα, όπου στα πάνω στρώματα, εδώ, ισχύει αυτήν την παραδοχή που κάναμε. Δηλαδή πραγματικά το νερό κινείται παράλληλα με τον αδιαπέρατο πυθμένα και κάθεται προς τη γεώτριση ακολουθώντας αυτές τις γραμμές ροής. Όσο πηγαίνουμε πιο βαθιά όμως, βλέπουμε ότι το νερό ακολουθεί πλέον διαφορετικές διαδρομές. Το νερό, όταν ακολουθεί αυτή τη διαδρομή εδώ, όταν αναγκάζεται να ανέβει προς τα πάνω, αναγκάζεται να στρεβλωθεί η γραμμή ροής και κυρίως να γίνει μια συμπίκνωση των γραμμών ροής. Αυτό εισάγει επιπλέον πρόσθετες απόλες ενέργειας. Αν είχαμε πλήρη δίδυση της γεώτρισης στον ιντροφορέα, η κίνηση του νερού θα ήταν παράλληλη. Οι γραμμές ροής θα ήταν παράλληλες μεταξύ τους και παράλληλες και στον ιντροφορέα και κάθετες προς τη γεώτριση. Είχαμε δηλαδή μια σειρά από παράλληλες γραμμές αν έφτανε μέχρι κάτω. Οι εξισώσεις της υπόγειας διαδραμμουγής που έχετε μάθει μέχρι τώρα ξεκινούν με αυτή την προϋπόθεση. Ότι έχουμε πλήρη δίδυση της γεώτρισης στον ιντροφορέα και ότι ουσιαστικά οι γραμμές ροής είναι παράλληλες μεταξύ τους. Σε αυτές οι περιπτώσεις όμως, που είναι και πρακτικά οι περισσότερες περιπτώσεις, έχουμε αυτή την αλλείωση των γραμμορροείς. Την αλλείωση της κίνησης των νερών στον ιντροφορέα. Και είπαμε ότι αυτή η αλλείωση προκαλεί πρόσθετος απόλυας ενάργειας και λόγω του ότι το νερό ακολουθεί μεγαλύτερες διαδρομές αλλά και λόγω του ότι το νερό στα χαμηλότερα στρώματα, κοντά στον επιθυμένα της γεώτρισης δηλαδή, συμπιέζεται. Δηλαδή έχουμε μια πίεση, επειδή έχουμε μια σύγκλιση των γραμμορροείς, το νερό ασκεί μια πιπλέον πίεση προς το νερό που κατευθείνεται στην διακατεύθυνση. Έχει την ίδια πορεία. Και αυτό δημιουργεί πρόσθετος απόλυας ενάργειας. Αυτές οι πρόσθετος απόλυας ενάργειας έχουν ως αποτέλεσμα, τοπικά, μεγαλύτερη από τις στάθμεις. Απόλυας ενάργειας είναι αυτό. Ότι πέφτει στάθμι περισσότερο απ' όσοι υπολογίζουμε. Εμείς υπολογίζουμε μια απ' όσοι στάθμεις εδώ, όσο είναι αυτή η συνεχής γραμμή. Αυτό μας δείχνουν οι εξισώσεις της επόγειας της τραβουλικής που ξέρουμε. Αλλά επειδή έχουμε γεώτριση μερικής διήσδυσης και επειδή το νερό για να φτάσει μέσα στη γεώτριση ακολουθεί διαδρομές που προκαλούν πρόσθετος απόλυας ενάργειας, η τελική πτώση στάθμιση είναι εδώ. Ισάγεται δηλαδή μια πρόσθετη πτώση στάθμιση. Ισάγονται πρόσθετες απ' όλες ενάργειας που εκφράζονται με μεγαλύτερη πτώση στάθμιση. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το έχετε υπόψη σας, πρέπει να το έχουν όλοι οι υπόψη τους όσοι ασχολούνται με γεωτρίσεις, είτε σε θεωρητικό επίπεδο, σε πιστημονικό, είτε και σε πρακτικό επίπεδο. Γιατί όταν πάει κανείς να κάνει μια γεώτριση και κάνει μια δοκιμαστική άντληση, μετράει τη στάθμιση του νερού στη γεώτριση, ουσιαστικά μετρά ή περιμένει να μετρήσει αυτό εδώ. Περιμένει ότι ξέρει ότι η πίεση του νερού είναι εδώ, η ενέργεια που έχει το νερό είναι εδώ, ξέρει ότι η αντλία που θα βάλει και η παροχή που θα θέλει να αντλήσει θα προκαλέσουν κάποια τόση στάθμιση, η οποία είναι αυτή εδώ, αλλά θα πρέπει να υπολογίσει και το γεγονός ότι, εφόσον η γεώτριση είναι μερικής δύσδυσης, θα έχει μια πρόσθετη πτώση στάθμιση. Η πραγματική πτώση στάθμιση, δηλαδή, θα είναι αυτή εδώ, η διαγκυγωμένη γραμμή. Ενώ, σύμφωνα με όσα ξέρουμε, περιμέναμε να είναι αυτή η συνεχής γραμμή. Η μεγαλύτερη πτώση στάθμιση μπορεί να έχει πάρα πολλές συνέπειες και πολύ σημαντικές. Απ' το να φτάσει η στάθμιση κάτω από το άνω όριο του ιδραφοραίου υποπίεση και να έχουμε εδώ δημιουργία ενός θύλακα με λεύτερη επιφάνεια, μέχρι το αν αυτή η πτώση στάθμιση είναι πολύ μεγάλη, να φτάσει και στον πληθυμένα της γεώτρισης ακόμα ή να αποκαλυφθεί η ανδλία της γεώτρισης και η ανδλία να γυρίζει στο κενό, ή να χρειάζεται με καλύτερη ενέργεια. Όπως είδαμε και στο προηγούμενο παράδειγμα που κάναμε, η ενέργεια που χρειάζεται το γεώτριση να λειτουργήσει είναι το γινόμενο της παροχής επί την τόη στάθμιση. Εάν οι στάθμιοι είναι πιο χαμηλά, σημαίνει ότι εφόσον αυξάνει η στάθμιση του νερού, αυξάνει η ενέργεια που πρέπει να δώσει η ανδλία στο νερό για να ανέβει στην επιφάνεια του εδάφους. Χρειάζεται το νερό με καλύτερη ενέργεια. Όπως ξέρετε από τις ανδλίες, υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας των γεωτρίσεων. Όχι των γεωτρίσεων, των ανδλιών γενικά. Ένα σημείο ισορροπίας που καθορίζεται από την παροχή και το μανομετρικό. Όσο αυξάνει το μανομετρικό, το σημείο είναι την παροχή. Αν εγκαστείτε να πάτε σε μεγαλύτερα βάθη, η ανδλία σας δε θα μπορεί να σας ανεβάσει το νερό στην επιφάνεια του εδάφους ή θα ανεβάζει νερό λειτουργώντας με διαφορετικό σημείο ισορροπίας, άρα με μικρότερη παροχή. Είναι πάρα πολύ σημαντικό δηλαδή αυτό το πράγμα εδώ. Αυτή η πρόσθετη πτώση στάθμισης λόγω της μητικής διείσδισης της γεώτης σε έναν νητροφορέα. Είναι μια πάρα πολύ σημαντική παράματος. Υπάρχουν δύο τύποι ανδλιών. Υπάρχουν οι ανδλίες που βρίσκονται στην επιφάνεια του εδάφους, που είναι ουσιαστικά ανδλίες αναρώφησης. Δημιουργούν δηλαδή ένα αρνητικό πεδίο και αναρωφούν το νερό από τη γεώτηση. Οι λιγότερο συνηθισμένες πλέον είναι παλαιότερης τεχνολογίας, ήταν παλαιότερης χρήσης βασικά. Παλαιά δεν είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε τόσο βαθιές γεώτησης. Δηλαδή ψάχναμε υπόγειο νερό εκεί που το νερό ήταν πάρα πολύ ψηλά. Αυτές οι ανδλίες επιφανειακές μπορούσαν με αναρώφηση να αντλήσουν το νερό σε περιπτώσεις όμως που είμασταν πάρα πολύ ψηλά. Σε αυτή τη γεώτηση που είδαμε για παράδειγμα στον Άγιο Νικόλαο, που το βάθος του νερού ήταν σαν πέντε μέτρα, αυτό θα μπορούσε να αντιληθεί με μια τέτοια αγιώτηση επιφανειακή, που δημιουργεί ένα κενό και αυτό το κενό κάνει μια αναρώφηση του νερού. Όταν όμως κατεβαίνω σε μεγαλύτερα βάθη, αυτές οι ανδλίες αναρώφησης δεν μπορούν να λειτουργήσουν, γιατί, σωστικά, οι ανδλίες αναρώφησης δημιουργούν ένα κενό σε σχέση με την ατμοσφαιρική πίεση. Δεν μπορούν να αντλήσουν από βάθη μεγαλύτερα των 10 μέτρων, του 9,81 μίον της απώλειας ενέργειας. Άρα, πάμε σε άλλου τύπου ανδλίες. Όλες οι σύγχρονες ανδλίες, όπως αυτά που είπαμε πριν, πάμε σε άλλου τύπου ανδλίες. Όλες οι σύγχρονες ανδλίες, ειδικά οι ανδλίες των γεωτρίσεων, είναι ανδλίες που βληθίζονται στη γεώτριση, μπαίνουν, δηλαδή, σε κάποιο σημείο στη γεώτριση και λειτουργούν ως βληθισμένες ανδλίες, εμπαπτισμένες ανδλίες. Δημιουργούν, δηλαδή, την ενέργεια που χρειάζεται το νερό για να μετατρέπουν την κινητική ουσιαστικά ενέργεια σε δυναμική και δίνουν την όθυση στο νερό για να ανέβει πιο ψηλά. Το νερό ανεβαίνει τόσο ψηλά, όσο χρειάζεται να ανέβει, κυρίως για να φτάσει στην επιφάνεια του εδάφους. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση, δηλαδή, είναι να ανεβάζουμε νερό από τη γεώτριση στην επιφάνεια του εδάφους. Αν ο στόχος μας είναι κάτι άλλο, να το ανεβάσουμε το νερό και να το μεταφέρουμε στη νιάδεξα μενή, τότε το μανομετρικό και απόλες ενέργειας θα πρέπει να υπολογιστούν ακολουθώντας όλη αυτή την πορεία. Αυτή είναι η απαιτούμενη ενέργεια που πρέπει να έχει η Ανδλία. Το σημείο ισορροπίας, το σημείο λειτουργίας της Ανδλίας, είναι ένα σημείο που εξεφθάται από την ενέργεια και την παροχή. Θυμάστε, είναι αυτές οι δύο τύποι καμπύλων που έχουν διαφορετική πορεία. Όσο αυξάνουν οι απαιτήσεις ενέργειας, δηλαδή όσο πηγαίνετε πιο βαθιά, όσο έχουμε μεγαλύτερη πτώση στάθμις, άρα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη ενέργεια στο νερό για να ανέβει ψηλά, τόσο μειώνεται η παροχή. Δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση εδώ, που έχουμε την πρόσθετη πτώση στάθμις, αν η Ανδλία μας είναι διασησιολογημένη οριακά, είναι πολύ πιθανό να μπορεί να ανεβάσει το νερό στην υφάνεια των εδάφους, λόγω αυτής της πρόσθετης στάθμις, αλλιώς μπορούν να αριθμίσουμε την Ανδλία με τέτοιο τρόπο, αλλάζοντας τις μειοισορροπίας της, αυξάνοντας το μονομετρικό, αλλά μειώνοντας την παροχή. Αν δηλαδή δεν διασησιολογήσουμε σωστά, αν δεν επιλέξουμε σωστά την Ανδλία μας και κάνουμε όλη αυτή την κατασκευή και μετά διαπιστώσουμε ότι έχουμε αυτή την πρόσθετη πτώση στάθμις, μπορεί να καταλήξουμε, είτε να μην μπορούμε να αντλήσουμε νερό, δηλαδή να ανεβάζει η Ανδλία το νερό, αλλά μην μπορεί να το ανεβάσει μέχρι την υφάνεια των εδάφους ή να φτάνει το νερό μέχρι εδώ για παράδειγμα, ή να πρέπει να αναγκαστούμε να αντλήσουμε μικρότερη παροχή, για να δώσουμε μεγαλύτερο περιθώριο στην ενέργεια. Όπως ξέρετε, οι Ανδλίες έχουν ένα ιδανικό σημείο λειτουργίας, όπου λειτουργούν τα πάντα με τον καλύτερο τρόπο, ένα σημείο ισορροπίας, όπου η Ανδλία έχει το μανομετρικό και την παροχή που προτείνει ο κατασκευαστής, για να έχουμε τη μεγαλύτερη απόδοση, έχουμε τη μεγαλύτερη συντελευθεία απόδοσης σε αυτό το ιδανικό σημείο λειτουργίας. Όσο αποκλίνουμε από τη σημεία λειτουργίας, τόσο αλλάζει, μειώνεται και η συντελευθεία της απόδοσης. Άρα, αν αναγκαστούμε, αν δεν υπολογίσουμε σωστά αυτή την πρόσθεση εντυπτώσης τάθμις και αναγκαστούμε να ξαναριθμίσουμε τη λειτουργία της Ανδλίας, θα πάμε σε ένα σημείο όπου, για να έχουμε την απαιτούμενη ενέργεια, θα παίρνουμε μικρότερη παροχή και θα έχουμε και μεγαλύτερη κατενάλωση ενέργειας από την Ανδλία, γιατί δεν θα λειτουργήσει το βέλτισμα στο σημείο ισορροπίας της. Ναι, όλες οι Ανδλίες, μαζί με τις Ανδλίες, παίρνεις αυτό το διάγραμμα λειτουργίας, το οποίο είναι ένα διάγραμμα που δίνει για διάφορους συντελεστές απόδοσης, δίνει τη σημεία ισορροπίας μεταξύ παροχής και μανομετρικού. Οπότε, ο κατασκευαστής, αν θέλετε να πάτε να αγοράσετε μια Ανδλία, θα πείτε, θέλω μια Ανδλία που να αντλεί 30 κυβικά την ώρα, για μανομετρικό 100 μέτρα. Και θα σας δώσει την κατάλληλη Ανδλία που έχει αυτό το βέλτισμα στο σημείο ισορροπίας. Αν έχετε μια Ανδλία που λειτουργεί με 80 μέτρα μανομετρικό, μπορείτε να αλλάξετε τις ρυθμίσεις της Ανδλίας, να πάτε στα 100 μέτρα, γιατί το χρειάζεστε για να ανεβάσετε το νερό πιο ψηλά, αλλά αναγκαστικά θα μειωθεί η παροχή, γιατί θα πάτε σε ένα άλλο σημείο ισορροπίας της λειτουργίας της Ανδλίας. Όχι, σημαίνει ότι το νερό, από εδώ που θα ξεκινήσει, θα μπορεί να φτάσει 100 μέτρα πιο πάνω. Το πόσο στήλη νερού υπάρχει πάνω από το νερό είναι ευνοϊκή για το μανομετρικό, γιατί ουσιαστικά είναι μια πρόσθετη πίεση στο νερό. Δηλαδή είναι σαν να θέλετε να αντλίσετε νερό από κάπου και ταυτόχρονα εσείς να το πιέζετε εκείνο το σημείο. Πιο εύκολα θα ανέβει το νερό ψηλά. Άρα όσο μεγαλύτερο φορτίο υπάρχει εδώ, σε σχέση με τη θέση της Ανδλίας, τόσο μικρότερη ενέργεια χρειάζεται να προσδόσετε εσείς, επιπλέον ενέργεια χρειάζεται να προσδόσετε, για να ανέβει το νερό στην εμφάνεια του εδάθους. Γι' αυτό και η πρόσθετη πτώση στάθμις δημιουργεί αυτή την αρνητική κατάσταση. Και η πρόσθετη πτώση στάθμις σημαίνει ότι έχουμε μικρότερο διαθέσιμο φορτίο στη θέση που είναι εγκαταστημένη η Ανδλία. 20 συστηίχες ηρεμίας όμως. Ναι, θα πρέπει να βρείτε πόση είναι η πτώση στάθμις που προκαλείται λόγω της λειτουργίας της Ανδλίας, πόση είναι η πρόσθετη πτώση στάθμις, αν υπάρχει πρόσθετη πτώση στάθμις, λόγω του γεγονότος ότι η Ανδλία σας δεν αντλεί από όλο το βάθος της γιώτρησης, να το αφαιρέσετε αυτό από το διαθέσιμο υδραυλικό φορτίο και να βρείτε την διαφορά ως απέτηση για βιβλίο μανομετρικό. Δηλαδή, αν από τα 80 μέτρα όλα αυτά που είπαμε πτώση στάθμις και η πρόσθετη πτώση στάθμις είναι άλλα 20 μέτρα, σημαίνει ότι το διαθέσιμο φορτίο είναι 60, αλλά εσείς χρειάζεται βιβλίο 40 για να ανεβείτε στην επιφάνεια του εντάφους. Πώς τα έχεις σταθερήσει τα θέση στάθμισης στον ίδιο φοριό μας. Μα και σταθερήσει... Εμείς θέλουμε να έχουμε πάνω στην επιφάνεια, να έχουμε 20 μέτρα να βάλουμε εδώ. Δηλαδή, δηλαδή, το σύνήκωση να μετρήσετε. Το σύνήκωση να μετρήσετε. Το σύνήκωση. Ναι, ναι. Άρα δηλαδή, το βάθος θα μας ενδιαφέρει το βάθος. Εξορροπείται το βάθος από την πίεση που δέχεται. Δηλαδή, το σημείο εκείνο δέχεται μια πίεση. Είναι σαν να... Πώς να σας πω... Φανταστείτε μια λεκάνη με νερό. Και έχετε σημασία έναν κάθε το σωλήνα. Αν δημιουργήσετε ένα έμβολο και πιέσετε τη στάθμιση του νερού προς τα κάτω, το νερό δεν θα ανέβει μόνο του προς το σωλήνα. Γιατί ασκείται μια πίεση στο νερό. Το νερό ασκεί μια πίεση στο σημείο της ροής του νερού στο σωλήνα. Το ίδιο πράγμα γίνεται και εδώ. Αυτό το νερό ασκεί μια πίεση στο σημείο που μπορεί να μπει μέσα στο σωλήνα. Δηλαδή, ήδη το νερό εδώ μέσα, μέσα στο σωλήνα της γεώτρησης, είναι εδώ. Όταν η στάθμιση είναι ήρεμη, η στάθμιση του νερού στη σωλήνα είναι εδώ. Άρα χρειάζεται να δώσετε λίγη ενέργεια για να ανέβει το νερό από αυτό το σημείο στην επιφάνεια. Όταν πέσει η στάθμιση και πάει εδώ, θα πρέπει να δώσετε τόση ενέργεια όσοι χρειάζεται για να πάει το νερό από εδώ στην επιφάνεια. Αν υπάρχει και πρόσθετη πτώση στάθμισης, εσείς θα πρέπει να δώσετε ενέργεια από εδώ μέχρι την επιφάνεια. Και καταλαβαίνετε ότι η διαφορά αυτού εδώ με αυτό εδώ είναι τεράστια. Δηλαδή, αν κάποιος μιουργεί σε μια γεώτρηση, διανοίξει μια γεώτρηση, δει μέχρι που έχει τη στάθμιση του νερού και πει, βάξεις είμαι στα πέντε μέτρα, άρα χρειάζομαι λίγη, μια μικρή αντλία. Όταν η αντλία αρχίζει να λειτουργεί όμως και δημιουργείς μια πτώση στάθμισης, αυτή η πρόσθετη ενέργεια προφανώς θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Δηλαδή, αν στη γεώτρηση που είδαμε για παράδειγμα, αν βάζαμε εκεί μέσα μια αντλία, βλέπουμε ότι το βάθος του νερού είναι στα πέντε μέτρα. Ωραία, σήκενε το πηγάδι. Το βάθος του νερού είναι στα πέντε μέτρα. Βάζουμε μια αντλία μέσα, προφανώς την βάζουμε πιο βαθιά για να μπορεί να αντλεί νερό και έστω και το νητροφορέας έχει τέτοια χαρακτηριστικά που με τη λειτουργία της αντλίας, εμείς επιλέγουμε μια αντλία δέκα μέτρων, πέντε μέτρα που είναι η ψωμετρική διαφορά και άλλα πέντε για να έχουμε διαθέσιμα. Λοιπόν, αν η πτώση στάθμισης του νητροφορέα, αν τα χαρακτηριστικά του νητροφορέα είναι τέτοια, που προκαλείται μια μεγάλη πτώση στάθμισης και έστω ότι έχουμε είκοσι μέτρα πτώσης στάθμισης, αμέσως η στάθμιση του νερό από τα πέντε θα πάει στα είκοσπέντε. Η ενέργεια που δίνει η αντλία είναι δέκα μέτρων, άρα το νερό θα φτάσει στο μειών δεκαπέντε. Δεν θα φτάσει στην επιφάνεια του εδάφους. Η εικόνα που βλέπουμε για τη στάθμιση του νερού δεν είναι το τελικό αποτελέσμα που μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει η απόσταση της επιφάνειας του εδάφους, ή το που θέλουμε να μεταφέρουμε με το νερό, από τη στάθμιση άντλησης, όχι από τη στάθμιση ηρεμίας. Από τη στάθμιση άντλησης, από τη χαμηλή στάθμιση δηλαδή. Στην Χαλκιδική, για παράδειγμα, που είναι ένας άλλος χώρος που έχουμε εγκαταστήσει ένα τέτοιο δίκτυο παρακολούθησης, πιθανόν, ίσως, να μπορέσουμε να πάμε κάποια στιγμή και εκεί να το δούμε, ή μπορώ να σας δείξω κάποια στιγμή, ίσως, σε κάποιο επόμενο μάθημα, τις αυτές τις μετρήσεις, είναι τέτοια τα χαρακτηριστικά του ιδροφορέα, που έχουμε πτώσεις στάθμισης τεράστιες. Δηλαδή, πτώσεις στάθμισης μπορεί να είναι και 50 μέτρα. Με το που ξεκινάει να λειτουργεί η αντλία, δηλαδή, πέφτει η στάθμιση 50 μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι η αντλία πρέπει να έχει τέτοια χαρακτηριστικά, που να μπορεί να ανεβάσει το νερό, όχι μόνο από τη στάθμιση ηρεμίας στην επιφάνεια του εδάφους, αλλά συν 50 μέτρα πρόσθετη στάθμιση λόγω της λειτουργίας της αντλίας. Αν δείτε το διάγραμμα της αιτήσιας λειτουργίας του ιδροφορέα, η μέση στάθμιση του ιδροφορέα το χειμώνα είναι πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμιση το καλοκαίρι. Για το καλοκαίρι αντλούν όλοι. Και μεγαλύτερες ανάγκες σε νερό έχουμε και μεγαλύτερες ανάγκες σε άρδευση έχουμε. Πόσο αντλούν όλοι, πέφτει η στάθμιση ακόμα περισσότερο. Η διαφορά μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα είναι πάλι 40-50 μέτρα. Άρα, αν σκεφτείτε μια γιώτρηση που κατασκευάζεται για να λειτουργήσει το καλοκαίρι, έστω ότι έχει βάθος στάθμιση ηρεμίας το χειμώνα που την κάνετε τη γιώτηση σας 50 μέτρα, οι δυσμενέστεροι στάθμιοι όμως θα είναι άλλα 50 μέτρα πιο κάτω το καλοκαίρι λόγω της απώλειας νερού που έχει ο ιδροφορέας μεταξύ χειμώνα και καλοκαιριού και άλλα 50 μέτρα πιο κάτω λόγω της πλώσης στάθμις από την λειτουργία της γιώτρησης. Άρα, εκεί που έχετε βάθος νερού στα 50 μέτρα το χειμώνα, τελικά χρειάζεται μια γιώτρηση μοναδία από τα 150 μέτρα λόγω όλων αυτών των μεταβολών της στάθμις του ιδροφορέα. Εσείς, λοιπόν, πρέπει να εξετάσετε το χαμηλότερο σημείο, τη δυσμενέστερη κατάσταση. Να προσέσετε φυσικά και ένα περιθώριο ασφάλειας, γιατί και η Αγγλία πιθανόν να έχει κάποιες απώλειες λειτουργίας. Πιθανόν ο Σολίνας να αποκτά μια μεγαλύτερη τραχύτητα, άρα να εισάγει μεγαλύτερες απώλειες ενέργειας. Πάντα έχουμε ένα συντελεστή ασφάλειας σε αυτές τις περιπτώσεις. Άρα, θα πρέπει να εξετάσετε τη στάθμια άγλυσης, να προσέσετε την τυχόν προς τις στάθμεις λογομερικής διήζησης της γιώτρησης, να προσέσετε τις τυχόν απώλειες που θα έχετε στην πορεία του χρόνου, και τότε να βρείτε, ποιο είναι το μονομετρικό που πρέπει να έχει η Αγγλία σας, το ελάχιστο μονομετρικό που πρέπει να έχει η Αγγλία σας. Από εκεί και πέρα, θα πρέπει να δείτε, φτάνοντας στην επιφάνεια του εδάφους, τι το κάνω το νερό. Το αφήνω εκεί, ποτίζω το χωράφι μου που είναι δίπλα, ή το μεταφέρω το νερό σε μια δεξαμενή κάπου αλλού. Μια ιδρευτική γιώτρηση, για παράδειγμα, μεταφέρει το νερό με έναν αγώμ που να είναι και κάποια χιλιόμετρα, σε μια δεξαμενή που είναι λογικά σε ένα ψηλό σημείο για να λειτουργεί μετά ως δεξαμενή. Άρα θα πρέπει να υπολογίσετε το μονομετρικό από το χαμηλότερο σημείο στην επιφάνεια του εδάφους. Γραμμικές και τοπικές απώλειες σε όλο το μήκος αυτού του αγγούτου ενός χιλιομέτρου. Υψομετρική διαφορά για να φτάσει το νερό στη στάθμη της δεξαμενής και τότε να βγάλει το μονομετρικό της αντλίας. Ξεκινώντας από το σημείο αρχής, που είναι αυτή η χαμηλή στάθμη εδώ, μέχρι το σημείο τέλους, που είναι τη μέγιστη στάθμη στο σημείο προορισμού. Κι όταν έχει τόσο μεγάλη μεφορά η στάθμη του αγγούτου, δε ξέρουμε. Βασικά, ποιο κρίσιμο επιλέγω θα είναι το βέρι στο μονομετρικό της αντλίας, δηλαδή το σημείο... Αυτό το ρυθμίζεται μόνιμα. Δηλαδή, πρέπει να βγάλει την αντλία και να αλλάξει τις ρυθμίσεις της, για να αλλάξει το σημείο ισορροπίας. Απλώς, αν η ενέργεια που δίνει είναι μεγαλύτερη από αυτή που χρειάζεται, όταν φτάνει το νερό στο τελικό προορισμό, όταν φτάνει στη δεξαμενή δηλαδή, θα βγαίνει το νερό με πολύ μεγάλη ενέργεια, με πολύ μεγάλο διαθέσιμο φορτίο. Ενώ, στη δυσμένη στήριπτος, θα φτάνει οριακά. Το καλοκαίρι, δηλαδή, θα φτάνει το νερό, ίσα ίσα που θα στάζει στη δεξαμενή, ενώ το χειμώνα θα τρέχει με πολύ μεγάλη πίεση. Απλώς, δεν θα φτάσει το νερό, αν το αμανομετρικό αψηθεί. Απλώς, δεν θα φτάσει το νερό. Είναι σημεία ισορροπίας, είναι ρυθμίσεις τις αντλίες αυτές, για να λειτουργεί η αντλία πάντα με την ίδια παροχή. Γιατί, αλλιώς, αν γινόταν αυτή η αυτορρίθμιση, θα μπορούσετε να πάτε το καλοκαίρι να ποτίσετε το χράφι σας και να πλημμυρίσεις το ένα νεθιόρρολεπτο, να σας βγάλει μια τόσο μεγάλη παροχή, που να πλημμυρίσουν πάντα. Είναι θέμα ρυθμίσεις της αντλίας. Αλλά, στη διαστασιολόγηση της αντλίας, στην αρχική επιλογή της αντλίας, θα πρέπει να λάβετε υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες. Και, επιπλέον, είπατε προγνώσει το παράδειγμα της άντλησης από λίμνη. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο ποτέ δεν έχουμε την ιδανική περίπτωση της πλήρους διέζησης της γεώτρησης, είναι και το γεγονός ότι η γεώτρηση ποτέ δεν μπαίνει στον πυθμένα, η αντλία ποτέ δεν μπαίνει στον πυθμένα της γεώτρησης. Ούτε στον πυθμένα της λίμνης να βάλετε την αντλία. Γιατί, αν βάλετε την αντλία στον πυθμένα της λίμνης, θα άνορφα συνεχεία τα φερτά, στον πυθμένα της λίμνης. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γεώτρηση. Στον πυθμένα της γεώτρησης μαζεύονται και πολλά χώματα που πέφτουν μέσα στη γεώτρηση, που πέφτουν από τα φίλτρα και κατεβαίνουν στον πυθμένα της γεώτρησης. Άρα, οι αντλίες ασχόντως ή άλλως είναι λίγο πιο ψηλά. Αυτή η περίπτωση, δηλαδή, είναι η σχεδόν απόλυτα συνηθισμένη περίπτωση. Η άλλη περίπτωση, η ιδανική περίπτωση, με την οποία ασχολούμασταν τόσα χρόνια και μαθαίναμε όλες αυτές τις εξισώσεις, είναι μια ιδανική περίπτωση, όπως είναι και λίγο θεωρητική. Σπάνια ισχύει. Ισχύει στην περίπτωση που, αν έχετε ανεδροφορέα με βάθος 100 μέτρα και βάλετε την αντρία σας δυο μέτρα πάνω από το πυθμένα, προφανώς αυτά τα δυο μέτρα σχέση με τα 100 είναι κάτι αμεληταίο. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει, αλλά όχι ότι θα βάλετε την αντρία σας ακριβώς στα 100 μέτρα. Λοιπόν, οπότε καταλαβαίνετε πόσο σημαντική είναι αυτή η περίπτωση, το να εξετάσει κανείς τη λειτουργία ενός πεγαδιού μερικής διαιζίσης. Είναι πάρα πολύ συνηθισμένη περίπτωση. Με αυτό μπορούμε, με αυτή τη διαδικασία που θα δούμε τώρα, να υπολογίσουμε την πρόσθετη πτώση στάθμις, πέραν δηλαδή της πτώσης στάθμις που δημιουργείται ούτως ή άλλως από τη λειτουργία της αντλίας, μπορούμε να υπολογίσουμε την πρόσθετη πτώση στάθμις, το ΔΕΛΤΕΣ, που δημιουργείται λόγω του γεγονότους ότι έχουμε αναπηγάδει μερικής διαιζίσης και όχι πλήρους διαιζίσεις. Ισάγονται κάποιες παράμετρη όπως είναι το ποσοστό διαιζίσης, που είναι το χ μικρό δια το χ κεφαλαίο, δηλαδή εδώ στην εικόνα μας το χ μικρό είναι αυτό εδώ, το βάθος διαιζίσης της γεώτρησης στον ιδροφορέα και το χ κεφαλαίο είναι το πάχος του ιδροφορέα. Αυτό εδώ, ο λόγος αυτών των δύο είναι το ποσοστό διαιζίσης. Σε τι ποσοστό δηλαδή του ιδροφορέα έχει διαιζίσει η γεώτρηση που έχουμε κατασκευάσει. Στο 10% στο 50% στο 80% και το 100% και το 100% εξής. Είναι καθοριστικό που βρίσκεται η γεώτρηση. Μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρος είναι η εκεντρότητα. Η εκεντρότητα εκφράζεται από τον λόγο του δέλτα προς το χ. Το δέλτα είναι η απόσταση από το κέντρο βάρους της γεώτρησης στην περιοχή διαιζίσης σε σχέση με το κέντρο βάρους του ιδροφορέα. Δηλαδή το κέντρο βάρους της γεώτρησης είναι εδώ, στο χ δεύτερο ουσιαστικά. Η απόσταση αυτού του σημείου από το μέσο της γεώτρησης είναι αυτή εδώ. Γιατί και αυτό είναι στο χ δεύτερα. Έτσι όπως είναι σχεδιασμένο το σχήμα μας, η γεώτρηση διαιζίει στο 50%. Αυτή η απόσταση εδώ, το μέσο της γεώτρησης σε σχέση με το μέσο του ιδροφορέα δείχνει την εκεντρότητα της γεώτρησης. Και η εκεντρότητα όπως θα δείτε παρακάτω επηρεάζει πάρα πολύ την απόδοση της γεώτρησης και την τελική πτώση στάθμιση που θα έχουμε στη γεώτρηση μας. Και αυτή είναι μια παράμετρος πάρα πολύ σημαντική και πάρα πολύ συνηθισμένη γιατί στην διάνεξη των γεωτρήσεων όπως πιθανόν να ξέρετε, όταν ανοίγουμε μια γεώτρηση βάζουμε μετά ένα σωλήνα στη γεώτρηση ο οποίος είτε είναι συμπαγή σωλήνας που αποκλείει δηλαδή την είσοδο του νερού στη γεώτρηση είτε είναι σωλήνας διάτριτος που επιτρέπει την είσοδο του νερού στη γεώτρηση. Αυτό το κάνουμε για πάρα πολλούς λόγους. Κυρίως πρώτα απ' όλα για λόγους ευστάθειας. Δηλαδή αν μια γεώτρηση είναι από την αρχή ως το τέλος διάτρητη καταλαβαίνετε ότι αυτός ο σωλήνας δεν έχει πολύ μεγάλη ευστάθεια εύκολα μπορεί να στρεπλώσει, εύκολα μπορεί να αλλειωθεί, να καταστραφεί. Άρα θέλουμε συμπαγή κομμάτια που να κρατούν σταθερή την γεώτρηση μας. Οπότε η αρχή είναι ότι βάζουμε συμπαγή σωλήνες στις περιοχές που δεν έχουμε υδροφόρα στρώματα και βάζουμε διάτρητοι σωλήνες στις περιοχές που έχουμε υδροφόρα στρώματα. Καλώς ώστε να παίρνουμε το νερό που χρειαζόμαστε. Επίσης πολλές φορές βάζουμε συμπαγή σωλήνα στα επιφανειακά στρώματα του υδροφορέα για να αποκλείσουμε την είσοδο νερού αφιβόλου ποιότητας. Γιατί τα επιφανειακά στρώματα ενός υδροφορέα επειδή είναι σε άμεση γετνίαση με το έδαφος πολλές φορές έχουν πολύ μεγαλύτερη ρύπανση λόγω των δραστηριοτήτων που υπάρχουν στο έδαφος. Αυτές τις περιοχές παρότι έχουν νερό δεν τις θέλουμε γιατί θα μας καταστρέψουν το νερό που αντλούμε από τη μεγαλύτερη γεώτρηση. Οπότε βάζουμε και συμπαγή σωλήνα. Αυτό μας ενδιαφέρει εδώ ουσιαστικά δεν είναι μόνο η διήσδιση της γεώτρησης στον υδροφορέα αλλά η διήσδιση της γεώτρησης στο τμήμα που έχει φίλτρα στον υδροφορέα. Δηλαδή αν αυτή η γεώτρηση έφτανε σε λίγο μεγαλύτερο βάθος και τα φίλτρα δεν ξεκίνησαν από εδώ αλλά ξεκίνησαν από εδώ και το μέσον του διάτριου του τμήματος της γεώτρησης ταυτιζόταν με το μέσον του υδροφορέα η εκκεντρώτητα θα ήταν μηδένα. Μονάβατε δηλαδή η δεύτερη τιμή. Όχι, μηδένα είναι η δεύτερη τιμή. Γιατί του δεύτερου θα ήταν μηδένα, για πόσες θα ήταν μηδένα. Αν η γεώτρηση μας ήταν λίγο πιο βαθιά όσο εδώ στα τριατέταρτα και το πρώτο τμήμα ήταν συμπαγή σωλήνας αυτό το κομμάτι εδώ που αντιστοιχεί στο χ δεύτερα ήταν διάτριτο και το άλλο δεν υπήρχε καν. Λοιπόν το μέσον του διάτριου του τμήματος που θα είναι εδώ ταυτίζεται με το μέσο του υδροφορέα. Άρα η απόσταση Δ που εκφράζει την απόσταση από το μέσο του διάτριου του τμήματος προς το μέσο του υδροφορέα θα ήταν μηδένα. Μπορεί να έχουμε και η γεώτρηση μερικής διήδυσης με μηδενική εγκεντρότητα. Ωραία. Αυτό δημιουργεί καλύτερες συνθήκες άνδλησης του νερού στον υδροφορέα. Η εγκεντρότητα δημιουργεί ουσιαστικά αυτή την καμπηλότητα. Όσο πιο καλά κατανοημένη είναι αυτή η εγκεντρότητα τόσο αυτή η καμπηλότητα δημιουργεί λιγότερες απόλες ενέργειας. Λιγότερες απόλες ενέργειας σημαίνει μικρότερη πρόσθετη πτώσης στάθμισης. Λοιπόν, αυτή είναι η αξίωση που μας δίνει την πρόσθετη πτώση στάθμισης, το ΔΕΣΜΙΔΕΝ, εξαρτάται από την παροχή, από το π, από το συντελεστή μεταφορικότητας, από το π που είπαμε είναι το ποσοστό διήσδυσης, από το συντελεστή α, που είναι η συνάρτηση του ποσοστού διήσδυσης και της εγκεντρότητας σύμφωνα με αυτόν τον πίνακα που υπάρχει στο βιβλίο σας και με βάση των οποίων μπορεί κανείς να υπολογίσει το συντελεστή α και να μπαίνει σε αυτήν την αξίωση. Δηλαδή, ένας πίνακας που συνδυάζει το ποσοστό διήσδυσης με την εγκεντρότητα. Ωραία, και μας δίνει εδώ το συντελεστή α. Ο συντελεστής α μπαίνει στην αξίωση σε αυτό το σημείο εδώ και ξέροντας το π και το α, το π και το α είναι ουσιαστικά τα σημεία που διαφοροποιούν την αρχική αξίωση που γνωρίζαμε. Ισάγοντας αυτές τις δύο τιμές μπορούμε να υπολογίσουμε την πρόσθετη πτώση στάθμιση που δημιουργείται στη γεώτηση λόγω της μερικής διήσυσης της γεώτησης μας στην μετροφορέα. Λοιπόν, οπότε είπαμε ότι αυτή είναι η μεθοδολογία για τον υπολογισμό της πρόσθετης πτώσης στάθμισης λόγω της μερικής διήσυσης των γεωτρίσεων σε έναν υπόγειο ητροφορέα και θα δούμε τώρα μία ή δύο εφαρμογές για να δούμε και στην πράξη πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό το σύστημα και τι σημαίνει αυτή η πρόσθετη πτώση στάθμιση σε σχέση με την πτώση στάθμιση που ξέρουμε μέχρι τώρα, την βασική πτώση στάθμιση. Λοιπόν, έστω ότι έχουμε έναν ητροφορέα υποπίεση, το πάχος του ητροφορέα είναι όπως βλέπετε 16 μέτρα, αυτό εδώ. Η δραβολική αγωγημότητα, αποθηκευτικότητα, δεδομένα, η ακτίνα της γεώτρισης είναι 40 εκατοστά και διησδή κατά 8 μέτρα στον ητροφορέα. Φτάνει δηλαδή ως στη μέση του ητροφορέα. Αν δείτε την παροχή Q0, μετά από 60 μέρες, από την αρχή της άντλησης, η πτώση στάθμιση στον πηγάδι είναι μεγαλύτερη κατά 10 εκατοστά από ότι ήταν στις 30 μέρες. Δηλαδή έχουμε μια συνεχή μεταβολή της πτώσης στάθμισης, αν δούμε συνέχεια δηλαδή από την ητροφορέα, στις 30 μέρες καταγράφουμε την πτώση στάθμιση, στις 60 μέρες καταγράφουμε την πτώση στάθμιση και είναι κατά 10 εκατοστά μεγαλύτερη από αυτή που είχαμε στις 30 μέρες. Και θέλουμε να υπολογίσουμε τη τιμή της παροχής που προκάλεσε όλη αυτή την αναστάτωση στην ητροφορέα και τη συνολική πτώση στάθμιση στον πηγάδι στις 60 μέρες. Τη συνολική πτώση στάθμιση, όχι μόνο την πρόσθετη πτώση στάθμιση, τη συνολική πτώση στάθμιση. Λοιπόν, η αξίωση που μας δίνει την πρόσθετη πτώση στάθμιση είναι αυτή εδώ, αυτή που είδαμε και προηγουμένως, που εισάγει και το ποσοστό διήζησης και τον συντερεστή α που προκύπτει από τον συνδυασμό του ποσοστού διήζησης και της εγκεντρότητας της ιότηρης σε σχέση με την ητροφορέα. Εδώ το ποσοστό διήζησης είναι 8 x 16, 8 x 16 είναι το 0.5, δηλαδή το 50%. Η εγκεντρότητα τώρα, προσέξτε πώς υπολογίζεται η εγκεντρότητα, το μέσον της ιότρησης, αυτό εδώ, 2, το βάθος, το πάθος της ιοτροφορέα, 4, 2, το 16. Λοιπόν, από αυτό το πίνακα που είδαμε προηγουμένως, από αυτό το πίνακα εδώ, που συνδυάζει το ποσοστό διήζησης με την εγκεντρότητα, μπορούμε να βρούμε το συντερεστή α που προκύπτει ίσως με 0.51. Αν αντικατήσουμε το 0.51 σε αυτήν την εξίσουση, το χ μικρό είναι το βάθος της ιότρησης, όχι του ιδροφορέα, της ιότρησης, το Ά0 είναι η ακτίνα της ιότρησης, το 1 δια Π και το Π είναι 0.5, το Q0 είναι άγνωστο, το Τ είναι δεδομένο. Άρα, με αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε την πρόσθεση της πτώσης στάθμις για τη λειτουργία της ιότρησης υπό συνθήκες άντρησης με παροχή Q0. Τώρα, είπαμε ότι έχουμε τη διαφοροποίηση της πτώσης στάθμις εξαιτίας της παρόλου του χρόνου, δηλαδή άλλοι πτώσεις στάθμις έχουμε στις 30 μέρες, άλλοι στις 60 μέρες. Σύμφωνα με την εξίωση που έχουμε δει και προηγουμένως για τη μη μόνιμη ροή, δηλαδή εδώ ένα συνδυασμός μη μόνιμης ροής, με μερική διήσδυση στον ιδροφορέα, συνδυασμός δηλαδή των δύο ασκήσεων που είδαμε σήμερα. Ισσάγοντας αυτήν την εξίσωση της συνάρτησης ΠΚΔΙΙΟ για τον υπολογισμό του συντερεστή U, δηλαδή συναυτίση του χρόνου, ξέρουμε τις διάφορες παραμέντες, ξέρουμε το S, το R, το ταφ κεφαλαίο είναι ο συντερεστής μεταφορικότητας, το ταφ μικρό είναι ο χρόνος, είναι 30, επί 30 μέρες, επί 86.400, που είναι τα δευτερόλεπτα της ημέρας. Και βρίσκουμε μια τιμή για τον συντερεστή U. Κάνουμε την ίδια διαδικασία εκεί για τον χρόνο 60, χωρίς να χρειάζεται να κάνουμε όλη αυτή την πράξη, εφόσον ξέρουμε ότι απλώς αλλάζει αυτή τη τιμή και από 30 γίνεται 60, μπορούμε απλώς να διαρρέσουμε την τιμή που βρήκαμε αυτήν εδώ με το 60. Μπορούμε εύκολα, χωρίς να ξανακάνουμε όλες τις πράξεις, να βρούμε και την αντίστοιχη τιμή για το συντερεστή της συνάρτησης Πηγαδιού για τις 60 μέρες. Τώρα, από τους πίνακες Α2, που είναι η πίνακη σπίδα με προηγούμενους στις προηγούμενες ασκήσεις της μη μόνιμης ροής, μπορούμε να υπολογίσουμε την τιμή του συντερεστή της συνάρτησης Πηγαδιού, τον W δηλαδή, για τις δύο διαφορετικές τιμές του U. Βλέπετε ότι οι τιμές είναι πάρα πολύ μικρές, είναι ούτως ή άλλως πολύ μικρότερες από το όριο. Και υπολογίζουμε, προσέχετε κάτι, η ιδιαίτεροτητα που έχει η άσκηση είναι ότι δεν ξέρουμε την παροχή. Αν ξέρουμε την παροχή, θα λαμβάνουμε το πρόβλημα πάρα πολύ εύκολα από την αρχή. Το γεγονός είναι ότι δεν ξέρουμε την παροχή μας, οδήγει σε μια λίγο πιο έμμεση διαδικασία επίλυσης. Ξέρουμε είναι ότι μετά από 60 μέρες, από την αρχή της Άνδρυσης, η πτώση στάθμις στον Πηγάδι είναι μεγαλύτερη κατά 10 κατοστά από ότι ήταν στις 30 μέρες. Άρα ξέρουμε την μεταβολή της στάθμις μεταξύ 60 και 30 ημερών. Ξέρουμε ότι είναι 10 κατοστά. Μπορούμε να βρούμε την πτώση στάθμις, συναρτήση του Q, για να εστιάσουμε ακριβώς αυτήν την μεταβολή της στάθμις. Τη συναρτήση του Πηγαδιού τις ξέρουμε, τις βρήκαμε παραπάνω, τον στυλαστή μεταφορικότητας τον ξέρουμε. Ξέρουμε αυτό εδώ, ουσιαστικά, την μεταβολή της στάθμις μεταξύ των 60 μέρων και των 30 μέρων, που είναι 10 κατοστά. Οπότε λύνοντας την εξίωση βρίσκουμε την τιμή της παροχής, που είναι 8,87 επί 10 στη μία αντρία κυβικά μέτρα του δευτερόλεπτου. Η συνολική πτώση στάθμις τώρα, σε αυτή την περίπτωση είναι, αυτή εδώ η εξίωση που μας δίνει την στάθμιση του ιδροφορέα, την πρόσθετη πτώση στάθμιση, 77 επί το Q0, 3,40 στις 0,68, 4,08. 3,40 είναι η πτώση στάθμιση που προκύπτει από τη λειτουργία της γεώτρησης. 0,68 είναι η πρόσθετη πτώση στάθμιση που προκύπτει από το γεγονός ότι η γεώτρηση δεν είναι πλήρως δίδυσης, αλλά μερικές δίδυσεις. Οι αναλογίες είναι τέτοιες, μπορεί και ακόμα μικρότερες, συνήθως είναι ακόμα μικρότερες. Σε ιδροφορίες δηλαδή που έχουμε όντως ή άλλες πολύ μεγάλες πτώσεις στάθμισης, αυτή η πρόσθετη πτώση στάθμιση μπορεί να είναι αμελητέα. Αλλά σε περιπτώσεις που έχουμε μικρές πτώσεις στάθμισης, βλέπετε ότι το 0,68 στα 3,40 δεν είναι αμελητέια ποσότητα. Είναι μια σημαντική ποσότητα σε σχέση με την αρχική πτώση στάθμισης. Με αυτή τη διαδικασία μπορούμε να απολογίσουμε την συνολική πτώση στάθμισης που θα έχουμε στη μητροφορία, εξαιδείας του γεγονότος ότι αυτή η γεώτρηση δεν φτάνει μέχρι κάτω, αλλά φτάνει μέχρι εδώ. Αν φτάνει μέχρι κάτω, η πτώση στάθμιση είναι 3,40. Αυτό εδώ δηλαδή, αυτή η πτώση στάθμισης είναι 3,40. Αυτή η πρόσθετη πτώση στάθμισης είναι 0,68. Το σύνολο είναι 4,08, η συνολική πτώση στάθμισης. Άρα θα πρέπει όταν διαστασιολογίσουμε την Αντρία, όταν επιλέξουμε την Αντλία, θα πρέπει να την επιλέξουμε με τέτοιο τρόπο που να μας δίνει μια συνολική πτώση στάθμισης, ένα συνολικό μονομετρικό που μπορεί να καλύψει το σύνολο της πτώσης στάθμισης και όχι μόνο την πτώση στάθμιση λόγω πλήρως δίδρισης της γεωτρίας σε μητροφορία. Ωραία. Λοιπόν, και μια ακόμα άσκηση, πάλι στο ίδιο πνεύμα. Έχουμε έναν μητροφορέο υποπίεση. Το πάθος του μητροφορέου είναι 20 μέτρα. Όλο αυτό εδώ είναι 20 μέτρα. Έχουμε μια γιώτρηση διαμέτρου 50 εκατοστών. Ακτή να επιρρώσει 800 μέτρα. Η γιώτρηση λειτουργεί έχοντας το διάτριο του τμήματος να διεισδεί κατά 16 μέτρα στον ίδιο πνεύμα. Μετά από αρκετό χρόνο λειτουργίας διαπιστώνουν ότι τα κατώτερα 6 μέτρα του φίλτρου του πηγαδιού έχουν φραχθεί από λεπτόκοκκα ελικά. Και στην ουσία το πηγάδι λειτουργεί μόνο με τα ανώτερα 10 μέτρα. Θεωρώντος ότι ενδιαφερόμαστε για συνθήκες μόνιμης ροής, ζητείτε να βρεθεί ποσοστιαία αύξηση της γενολογικής φτωριστάθμισης στον πηγάδι εξαιτίας αυτής της έμφραξης. Δεν φτάνει που έχουμε μερική διέσδυση της γιώτρησης κατασκευαστικά στο νητροφορέα. Έχουμε μια πέρατερο μείωση της γιώτρησης λόγω του γεγονότους ότι έχουμε κατήσδυση υφερτών. Περίπτωση μιαν τετράς κατήσδυσης υπάρχει τρόπος να καθαρίσουμε... Δεν υπάρχει τρόπος καθαρισμού των γιωτρήσεων, ναι. Απλώς πρέπει να βγάλεις την αντλία, πρέπει να τραβήξεις την αντλία και το καλώδιο και να αναρωφήσεις ουσιαστικά τα φερτά που έχουν κατακαθήσει. Ίνα τα αναρωφήσεις ή να τα εσπίεσεις προς τον νητροφορέα. Να φύγουν, δηλαδή να βάλεις νερό με πίεση και να φύγουν όλα αυτά ξανά έξω από το φίλτρο της γιώτρησης. Αλλά και αυτή είναι μια πάρα πολύ συνηθισμένη περίπτωση στη λειτουργία των γιωτρήσεων. Δηλαδή είναι πάρα πολύ εύκολο φερτά, λεπτό κοκαελικά να περάσουν είτε από την υπηφανή των εδάφους, είτε από τα διάφορα φίλτρα, να περάσουν μέσα από τα φίλτρα και εφόσον βρίσκω ένα κενό, βρίσκω ένα σωλή, ένα κενό. Όλα αυτά πέφτουν και από εδώ να περάσουν, θα πέσουν και θα κάτσουν στον πειθυμένα της γιώτρησης. Όσο ανεβαίνουν αυτά στον πειθυμένα της γιώτρησης, τόσο κλείνει ουσιαστικά ένα πρόσθετο κομμάτι της γιώτρησης. Είναι αυτό που λέγαμε προηγουμένως ότι την αντλία δεν την βάζουμε στον πειθυμένα της γιώτρησης, την βάζουμε πιο ψηλά για να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα, όμως, το αντιμετωπίζουμε εν μέρη, με αυτόν τον τρόπο. Το αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, ως ανασφαρά τουλάχιστον στην συνέχιση της λειτουργίας της αντλίας. Αν η αντλία ήταν στον πειθυμένα, τότε θα καταστρεφόταν η αντλία. Σε αυτή την περίπτωση η αντλία παραμένει, συνεχίζει να λειτουργεί η αντλία, αλλά καταστρέφεται εν μέρη η γιώτρηση. Γιατί μαζεύει φερτά και κλείνει ένα πιο πιο κομμάτι της γιώτρησης. Και έχουμε ακόμα μικρότερη δύσδυση, δηλαδή, νερού στην γιώτρηση. Και επειδή αυτά είναι στον πειθυμένα, αυξάνει η εγκεντρότητα του όλου συστήματος, γιατί αναγκαστικά το νερό ακολουθεί ακόμα πιο μεγάλες διαδρομές για να φτάσει μέσα στο σόλινα της γιώτρησης, να περάσει μέσα από τα φίλτρα και να φτάσει και να τελεθεί από τη γιώτρηση. Και δημιουργούνται σημαντικές πρόσθετες των στάθμισεων στην γιώτρηση. Δηλαδή, πέρα από όλα αυτά που είπαμε προηγουμένως για το τι πρέπει να λάβει κανείς υπόψη όταν επιλέγει την αντλία, θα πρέπει να συνυπολογίσει και το γεγονός ότι ναι μεν γίνεται τώρα μερική δύσδυση της γιώτρησης στον ιδροφορέα, αλλά αυτό στην πορεία μπορεί να εξερεθεί σε μια δυσμενέστερη κατάσταση. Αυτό θα μπορούσε να είναι και μια περίπτωση γιώτρησης πλήρους δύσδυσης, η οποία στην πάρα του με την πάρα του χρόνου γίνεται μερικής δύσδυσης, γι' αυτό ακριβώς το λόγο. Είναι πράγμα το που πρέπει να το έχει κανείς υπόψη όταν σχεδιάζει ένα τέτοιο έργο και όταν επιλέγεται τον εξοπλισμό με τον οποίο θα λειτουργήσει το όλο σύστημα. Άρα, έχουμε μια γιώτρηση, έναν ιδροφορέα 20 μέτρα, έχουμε μια γιώτρηση που δυσδύει στα 16 μέτρα στον ιδροφορέα, με την πάρα του χρόνου τα τελευταία 6 μέτρα κλείνουν, άρα μας μένει μια γιώτρηση με βάθος 10 μέτρα και θέλουμε να δούμε τη μεταπολή της συνολικής πτώσης στάθμις εξαιτίας αυτής της πρόσθετης έμφραξης. Λοιπόν, ξεκινάμε πάλι με την ίδια διαδικασία που ακολουθήσαμε προηγουμένως. Η πρώτη περίπτωση, η αρχική κατάσταση, έτσι όπως βάλαμε, δηλαδή όπως συμμιουργήσαμε τη γιώτρηση μας. Ο ιδροφορέας έχει πάχος 20 μέτρα, η γιώτρηση δυσδύει κατά 16 μέτρα. Το ποσοστό δυσδύσης είναι 16 στα 20, 0.8, είναι μεγάλο για το ποσοστό δυσδύσης, είναι στο 80% Η εκεντρότητα είναι το μέσον αυτής της γιώτρησης, μάλλον η απόσταση του μέσον της γιώτρησης από το μέσον του ιδροφορέα προς το πάχος του ιδροφορέα. Το μέσον της γιώτρησης είναι στα 8 μέτρα, το μέσον του ιδροφορέα είναι στα 10 μέτρα. Το Δ, η εκεντρότητα είναι η απόσταση από το 8 στο 10, τα 2 μέτρα, διά το συνολικό πάχος του ιδροφορέα. Αυτό το 2 δηλαδή εδώ είναι η απόσταση από το μέσον της γιώτρησης προς το μέσον του ιδροφορέα. Το μέσον της γιώτρησης είναι στα 8 μέτρα, το μέσον του ιδροφορέα στα 10 μέτρα. Άρα η εκεντρότητα το Δ είναι 2 μέτρα. Είναι αυτού που είπαμε προηγουμένως ότι αν αυτή η γιώτρηση είχε ένα τυφλό κομμάτι εδώ και το μέσον του φίλτρου τα φτιζόταν με το μέσον του ιδροφορέα, θα είχαμε εκεντρότητα 0. Εδώ έχουμε εκεντρότητα 2 μέτρα ως είναι η απόσταση του μέσου της γιώτρησης από το μέσον του ιδροφορέα. Διά το 20. Άρα έχουμε ένα συντελεστή εκεντρότητας 0.1. Από τον πίνακα που είδαμε προηγουμένως που υπάρχει στο παράδειγμα του βιβλίου σας, βρίσκεται τη σχέση μεταξύ του ποσοστού διήζησης και της εκεντρότητας, η οποία εκφράζεται με αυτόν τον συντελεστή α, όπως βλέπετε εδώ βγήκε ένα ίσως με 0.22. Ξέρουμε ότι η ακτήρα της γιώτρησης είναι 0.25. Προσέξτε, η διάμετρος της γιώτρησης είναι 50 εκατοστά. Η ακτήρα της γιώτρησης είναι 25 εκατοστά. Και πάμε στην αξίωση που είδαμε προηγουμένως για την πρόσθετη εκτώση στάθμις, που είναι αυτή εδώ, που μας δίνει την πρόσθετη εκτώση στάθμισης συναρτήσης της παροχής, που δεν την ξέρουμε, το συντελεστή μεταφορεϊκόντας που τον ξέρουμε, το π και το 1 δια π που τα ξέρουμε, το α, το χ και το ρ που είναι και αυτά γνωστά. Άρα μπορούμε να βρούμε την πρόσθετη εκτώση στάθμισης συναρτήσης της παροχής. Συγγνώμη, και το τ δεν το ξέρουμε. Ούτε το τ το ξέρουμε. Δεν ξέρουμε το κ και το τ. Ξέρουμε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ιδροφορέα. Άρα αυτή είναι η πρόσθετη εκτώση στάθμισης λόγω μερικής διείσδυσης της γιώτρησης κατά 16 μέτρα αντί 20 στον ιδροφορέα. Τώρα στην δεύτερη περίπτωση, όπου έχουμε έμφραξη των τελευταίων 6 μέτρων, προσέξτε τώρα τι γίνεται με την εγκεντρότητα. Το χ παραμένει 20, το χ μικρό, το βάθος της γιώτρησης είναι στα 10 μέτρα, η εγκεντρότητα τώρα, το βάθος της γιώτρησης τώρα είναι εδώ. Το μέσο της γιώτρησης από το μέσο του ιδροφορέα. Το μέσο της γιώτρησης είναι στα 5 μέτρα, εφόσον η γιώτρηση μας είναι στα 10, το μέσο του ιδροφορέα είναι στα 10 μέτρα, άρα η απόσταση από 5 στο 10 είναι 5 μέτρα. Το δεύτερο εδώ είναι 5 μέτρα. Κάνοντας πάλι αυτές τις αναγκολλές, το ποσοστό διήζει στις 10 δια 20 στις 0.5, ο συντελεστής κεντρότητας 5 δια 20 στις 0.25, πάλι από τον πίνακα του βιβλίου βρίσκουμε το α ίσο με 0.51, αντικαθιστούμε στην εξίσωσή μας, πάλι η ίδια εξίσωση, η ίδια αντικαντάσταση, η ίδια άγνωστη, το Q και το T, βρίσκουμε μια διαφορετική τιμή για την πρόσθετη πτώση στάθμισης στον ιδροφορέα λόγω της έμφραξης ενός μέρους της διότρισης και της επιδύνωσης της κατάστασης μερικής διήζησης της διότρισης στον ιδροφορέα. Ωραία, από εκεί που είχαμε διήζηση στο 80%, τώρα έχουμε διήζηση στο 50% και από εκεί που είχαμε κεντρότητα 2, μάλλον 0.1 τώρα έχουμε κεντρότητα 0.25. Λοιπόν, τώρα, από τα δεδομένα που έχουμε από το πρόβλημα, το πρόβλημα μας είναι την αχτήν επιρροής, μπορούμε να βρούμε την πτώση στάθμισης της πλήρους διήζησης, την κλασική πτώση στάθμιση που ξέρετε, από αυτή την εξίωση εδώ, από αυτή την εξίωση που ξέρετε την υπόγεια τραβλική, του Q0 διαδίωπη ΤΑΦ από το ΕΛΕΝ του εισαχτήνας επιρροής διά την αχτήνα της γεώτρησης. Η αχτήνα επιρροής δίνεται ίση με 800 μέτρα, η αχτήνα της γεώτρησης είναι 0.25, άρα βρίσκουμε την πτώση στάθμισης πλήρους διήζησης, πάλι συναρτήσει του Q0 και του ΤΑΦ. Λοιπόν, αυτό που έχουμε ως δεδομένο, είναι ότι, μάλλον αυτό που ζητάμε είναι η μεταβολή της πτώσης στάθμισης, της συνολικής πτώσης στάθμισης λόγω της πρόσθετης έμφραξης της γεώτρησης. Ωραία. Η συνολική πτώση στάθμισης για την κάθε μια από τις δυο περιπτώσεις είναι η πτώση στάθμισης της πλήρους διήζησης, συν την πρόσθετη πτώση στάθμισης λόγω μερικής διήζησης. Προσέξτε λίγο τα νούμερα εδώ. 8 κάτι είναι η πτώση στάθμισης λόγω πλήρους διήζησης. 0,66 η πρόσθετη πτώση στάθμισης λόγω της μερικής διήζησης των 16 μέτρων αντί τον 20. 8,07 η ίδια τιμή φυσικά για την πλήρη διήζηση. Τρία μέτρα, τρία επιπλέον μέτρα πτώση στάθμισης, λόγω του γεγονότος ότι έχουμε μια μερική έμφραξη της γεώτρησης. Τρία επιπλέον μέτρα πτώση στάθμισης. Από τα 8,7 πήγε στα 11,0 κάτι. Πολύ μεγάλη διαφορά. Βλέπετε ότι η πρώτη αύξηση το 0,66 λόγω της μερικής διήζησης της γεώτρησης είναι μια σημαντική αύξηση αλλά μικρή σχετικά. Η πρόσθετη πτώση στάθμισης όμως είναι τεράστια λόγω της έμφραξης ενός μέρους της γεώτρησης. Άρα θα πρέπει να, αν έχουμε μια τέτοια μεγάλη αύξηση της πτώσης στάθμισης, θα πρέπει να ανατρέξουμε σε αυτό που ρώτησε ο συνάδελφος σας προηγουμένως, τι κάνουμε όταν γεμίσει η γεώτρηση. Θα πρέπει να πάμε σε καθαρισμό της γεώτρησης. Αλλιώς οι πτώσεις στάθμισης είναι τεράστια. Η πρόσθετη πτώση στάθμισης είναι τεράστια και είναι πολύ πιθανόν η ίδια η Ανδλία να έχει πρόβλημα εδώ. Γιατί είπαμε ότι η Ανδλία δεν το αποθέτει στο μυθήμένα της γεώτησης αλλά λίγο πιο ψηλά. Αν όπως έχουν γεμίσει έξι μέτρα εδώ, είναι πολύ πιθανόν να έχει φτάσει στην Ανδλία. Να έχουν φτάσει ταφερτά στην Ανδλία και να μην μπορεί πλέον να λειτουργήσει η Ανδλία. Άρα είμαστε υποχρεωμένοι να καθαρίσουμε τη γεώτρηση. Θα βγάζει λάσπη αλλά θα το δούμε και υδραυλικά από το γεγονός ότι θα πέσει πάρα πολύ η πίεση. Θα ανακατεύει το νερό με τη λάσπη και θα βγάζει λάσπη. Το ερώτημα μας ήταν το ποσοστό μεταβολής της στάθμις λόγω αυτής της περιτέρων έμφραξης. Το οποίο μπορούμε να τυπολογίσουμε ως ο λόγος της απόκλεισης μεταξύ των δύο καταστάσεων. Δηλαδή το 11.086 σημείων το 8.732 διά το 8.732. Με αυτόν τον τρόπο βλέπουμε ότι απαλασσόμαστε και από αυτούς τους συντελεστές που κουβαλούσαμε από την αρχή της άσκησης την υπαροχή και το συντελεστή μεταφορικότητας που δεν τα ξέραμε και βρίσκουμε μια πρόσθετη τόση στάθμισης στάθμισης του 27%. Άρα έχουμε ένα σχεδόν 30%, σχεδόν το ένα τρίτο δηλαδή, πρόσθετη πτώση στάθμισης λόγω της έμφραξης της γεώδρησης από τα φερτά. Κι αν αναλογιστείτε ότι ένα μέρος αυτής της πτώσης στάθμισης είναι ήδη πρόσθετη πτώση στάθμισης λόγω της μερικής διήδυσης της γεώδρησης στον ιντροφορία, καταλαβαίνετε ότι οδηγούμαστε σε μια κατάσταση πάρα πολύ δυσμενή. Και ακριβώς για να αποφύγουμε αυτό το πρόβλημα, που είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα αυτό με την πρόσθετη πτώση στάθμιση ειδικά λόγω της έμφραξης της γεώδρησης, πολλές φορές και κατά την κατασκευή της γεώδρησης λαμβάνουμε κάποια μέτρα που μπορούν να αποτρέψουν αυτή την κατάσταση. Για παράδειγμα, όταν διανοίγουμε τη γεώδρηση, το γεωτρύπανο ανοίγει προφανώς μια μεγαλύτερη τρύπα, το σωλήνα της γεώδρησης. Σε συνέχεια βάζουμε το σωλήνα της γεώδρησης, που είναι είτε συμπαγής είτε διάτριτος, ανάλογα με το τι θέλουμε, τι στρώματα έχουμε συναντήσει για τη διάνοξη της γεώδρησης και από πού θέλουμε να παίρνουμε νερό. Και το υπόλοιπο τμήμα, από τη διάνοξη της γεώδρησης, από την τρύπα που έχει ανοίξει μέχρι τη σωλήνα, το γεμίζουμε με λεπτόκοκα, όχι λεπτόκοκα, με αδρομερή υλικά, με χαλίκια με τέτοια υλικά, τα οποία επιτρέπουν την κίνηση του νερού, αλλά εμποδίζουν την κίνηση του εδάφους, των λεπτόκοκων υλικών. Έτσι προσπαθούμε να συγκρατήσουμε τα λεπτόκοκα υλικά έξω από τη γεώδρηση και να μπορέσουμε να διατήσουμε τη γεώδρηση καθαρή. Θα μου πείτε, αυτά τα λεπτόκοκα υλικά, αν δεν καταφέρουν να μπουν μέσα στη γεώδρηση, θα κλείσουν τους πόρους στο χαλίκι και πάλι θα έχουμε δυσκολία στην κίνηση του νερού. Αυτό γίνεται πιο εύκολα όμως, αυτή η απαλλαγή γίνεται πιο εύκολα, δηλαδή εισάγοντας νερό με πίεση στη γεώδρηση, αυτό αντιστρέφει την κίνηση των φερτών και τα διώχνει πιο εύκολα, εφόσον είναι εκτός γεώδρησης. Όταν μπουν μέσα στη γεώδρηση και κατακτηθούν στον πυθμένα, ακόμα και αυτή η πρακτική είναι πολύ δύσκολη στην απαλλαγή από τα φερτά υλικά. Δηλαδή συνήθως γίνεται άντλησή τους με μεγάλες αντλίες που έχουν μεγάλο στόμιο και μπορούν να αντλήσουν τέτοιες υλικά. Άρα πρέπει να βγει όλη η αντλία, να βγουν όλα τα καλώδια τροφοδοσίας του ρεύματος, να βγουν οι σωλήνες της, ο σωλήνας ο καταστροφητικός που μεταφέρει το νερό από τη γεώδρηση, να βγει η αντλία, να μπει αυτός ο σωλήνας σαν ηλεκτρική σκούπα που είναι να καθαρίσει τον πυθμένα της γεώδρησης για να μπορεί η γεώδρηση να λειτουργεί κανονικά. Άρα είναι μια κατάσταση, μια διαδικασία πολύ δύσκολη που ειδικά σε μεγάλα βάθη ορισμένες φορές είναι προτιμότερο να ανοίξει κανείς μια καινούργια γεώδρηση παρά να συντηρήσει μια παλιά. Πολλές φορές δηλαδή, αν τρέχουμε σε καινούργιες γεωτρήσεις οι οποίες μπορούν να κατασκευαστούν και με πιο σύγχρονα μέσα και με πιο καλά υλικά, εφόσον θεωρήσουμε ότι η προηγούμενη γεώδρηση κατασκευάστηκε πριν από κάποια χρόνια, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να πάρουμε ένα ενερό καλύτερης ιπποιότητας με πιο ασφαλούς ποσότητας με έναν τρόπο που θα διαρκέσει για περισσότερα χρόνια. Αλλά βλέπετε πόσο έντονο είναι αυτό το πρόβλημα, πόσο σημαντικό είναι αυτό το πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί αφενός μεν από τη μερική διείσδηση γεωτρήσου στον ιτροφορέα και αφετέρου από την περαιτέρω μείωση της διαθέσιμου φίλτρου λόγω της συσδροής των λεπτόκολληλικών. Υπάρχει καν μια απορία? Ωραία, λοιπόν, θα σταματήσουμε εδώ τώρα. Δεν τελειώνουν αυτές οι ασχήσεις που είχαμε προγραμματισμένες για σήμερα. Να μην μπούμε σε έναν καινούργιο κεφάλαιο ακολουθώντας αυτό το κενό. Θα δούμε στο επόμενο μάθημα κάποια χαρακτηριστικά των αριθμητικών σχημάτων και των μαθηματικών μοντέλων που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για την προσομοίωση ιδροφορέων, γιατί είδαμε εξισώσεις, είδαμε προσεγγίσεις, είδαμε παραδοχές, πάρα πολλές. Είναι προφανές ότι όσο αυξάνουν οι παραδοχές τόσο αρχίζουμε να αποκλίνουμε από το φυσικό πρόβλημα και πρέπει να πάμε σε άλλες τεχνικές, όχι στις αναλυτικές λύσεις που έχουμε εδώ, αλλά σε πιο πολύπλοκα, πιο σύνθετα μαθηματικά μοντέλα προσομοίωσης. Όσο στεναλάβουμε να λάβουμε υπόψη σε όλες τις παραμέτρες του προβλήματος και να έχουμε μια καλύτερη προσέγγιση στα αποτελέσματά μας. Θα δούμε λίγο αυτό το θέμα και θα καταλήξουμε με τις δοκιμαστικές αντλήσεις, που είναι και ένα λίγο πειραματικό στοιχείο, μια διαδικασία που γίνεται σχεδόν πάντα ακολουθεί την διάνεξη μιας γεώτρησης και καθορίζει ουσιαστικά τα χαρακτηριστικά του ιτροφορέα, προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του ιτροφορέα και καθορίζει και την δυναμικότητα του ιτροφορέα και τις επιλογές που θα πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια για τις παροχές των αντλιών που θα βάλουμε στις γεωτρήσεις. |