Διάλεξη 13: Στα μαθήματα μέχρι σήμερα είδαμε κείμενα τα οποία σε κοιλικές δραμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι εύκολα όσον αφορά τα συμπεράσματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε μια οικοθεολογική συζήτηση. Δηλαδή είδαμε κείμενα τα οποία μιλάνε για καταλλαγή, για συμφιλίωση, για ειρήνη. Κείμενα τα οποία κάνουν λόγο για τον Θεό ως το κέντρο του κόσμου, για την, ας το πούμε, κατά κάποιον τρόπο έστω και έμειση άρση του, θα λέγαμε, ανθρώπου κεντρισμού, τον οποίο μας χαρακτηρίζει τα κείμενα. Είδαμε λοιπόν κείμενα που λίγο πολύ θα μπορούσαμε με κάποιον τρόπο να τα αξιοποιήσουν σε αυτήν την συζήτηση σχετικά εύκολα και ίσως και τα μηνύματα που δίνουν είναι πάρα πολύ ελπιδοφόρα και όμορφα. Το θέμα είναι όμως ότι μέσα στη βίβλο υπάρχουν και πάρα πολλά άλλα κείμενα τα οποία κάθε άλλο παρά εύκολα κείμενα θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει και κάθε άλλο παρά κείμενα τα οποία θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν μέσα σε ένα τέτοιο διάλογο. Μάλλον θα λέγαμε ότι δημιουργούν και περισσότερα προβλήματα παρά επιλύου. Αυτό το λέω γιατί και παραπέμπω τώρα αμέσως όσο είχα να πει στο πρώτο κιόλας μάθημα για τις στάσεις που υπήρξαν όσον αφορά τον χριστιανισμό και οι κατηγορίες που ακούστηκαν και οι κριτικές όσον αφορά την ευθύνη του χριστιανισμού στα θέματα, στην ανάπτυξη και την εφάνιση του οικολογικού λεγόμενο προβλήματος ή της γενικότερης εχθρικής στάσης του ανθρώπου πέρα στο περιβάλλον. Λέει ότι εκτός από την κακή ερμηνεία εκείνης της ιστορίες της που υπάρχει στη βίβλο για τη γέννηση, έως λοιπόν από αυτή την περίφημη παρερμηνεία ή παράθυρση του «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε τη λίγο που κατανοήθηκε απόλυτα» ανθρωποκεντρικά και μάλιστα μέσα από έναν καθαρά οφελημιστικό ανθρωποκεντρισμό και έναν τελολογικό, όπως το είχαμε πει τότε, έναν τελολογικό ανθρωποκεντρισμό που όλα έχουν σαστόχο τον ίδιο άνθρωπο και την θέληά του. Πέρα λοιπόν από αυτή την ένσταση, η δεύτερη ένσταση, η οποία είναι εξίσως σοβαρή, εγώ θα έλεγα ότι είναι και ίσως και λίγο σοβαρότερη, είναι το θέμα της αισχατολογίας. Το θέμα δηλαδή, το πώς αντιλαμβάνεται ο χριστιανισμός στο τέλος του κόσμου. Πώς να περιγράφει, να διαγράφει τα βιβλικά κείμενα, τα οποία όπως είναι γνωστά, είναι τα πρώτα κείμενα τα οποία έχει ο χριστιανισμός και κυρίως πυρίζεται πάνω σε αυτά και συνέχεια να πτήσει τη θεολογία του. Είναι λοιπόν ένα θέμα αυτό η αισχατολογία, γιατί πραγματικά το γεγονός ότι ο χριστιανισμός προσδοκά το τέλος αυτού του κόσμου, ίσως κάποιες φορές και θεαματικά θα λέγαμε και με έναν τρόπο ιδιαίτερα τρομακτικό, εικόνες οι οποίες θα δούμε και στο τελευταίο μάθημα, έχουν επηρεάσει κυρίως και τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο σήμερα. Και κάτι μελλονότητά μας όταν μιλάμε για βιβλικές καταστροφές, για παράδειγμα θέλουμε να περιγράψουμε ένα φυσικό φαινόμενο ή μια καταστροφή, υπάρχει λοιπόν αυτό το θέμα της αισχατολογίας, η οποία μας οδηγεί σε μεγάλα προβλήματα για το πώς μπορεί να την διαχειριστούμε. Και το λέω αυτό, γιατί πραγματικά υπάρχουν ομάδες, επιστημικές ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα στην Δύση αλλά όχι μόνο, όπου οι αισχατολογικές προσδοκίες είναι εξαιρετικά έντονες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται η όποια συμπεριφορά φιλική, θα λέγαμε, προς το περιβάλλον, ως μια άρνηση αυτής της πίστης και αυτής της προσδοκίας για το μέλλον. Βέβαια αυτό όλο ξεκινά, θα το δούμε και στα επόμενα μαθήματα, ξεκινά από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς το τέλος του κόσμου. Και πώς αντιλαμβάνεται αυτό που θα κουρφίσει μετά το τέλος του κόσμου. Αν λοιπόν κανείς καταμαήσει το τέλος του κόσμου ως την αρχή για κάτι καινούριο, αλλά το πιο καινούριο όμως έχει αντλεί τα υλικά του, αντλεί το περιεχόμενό του από το παρόν, από το σήμερα, τότε φυσικά η στάση απάντησης του περιβάλλον δεν μπορεί να είναι καθόλου εθνική, πρέπει να είναι φιλική διότι ακριβώς είναι τα ανακυκλώσεις μάλιστα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στον καινούριο κόσμο, όπως θα δούμε και στα επόμενα μαθήματα. Αν όμως κανείς ξεκινά με τη λογική ότι εδώ πρόκειται για μια καθαρά καινούργια κατάσταση, η οποία δεν έχει καθόλου και καμία σχέση με τα προβλήμα, αν θα προβληθεί μια τελική και ολοκληρωτική κατάσταση του φυλή, τότε καταλαβαίνουμε ότι τα πράγματα είναι αρκετά αρκετά δύσκολα, δηλαδή ότι πλέον μιλάμε για ένα κόσμο ο οποίος δεν θα έχει σχέση με τον τωρινό και ο κόσμος δεν έχει καμία τελική αξία στα έσκατα αφού θα καταλυθεί. Άρα, προχωρώντας και ένα βήμα, ορισμένες από αυτές τις ομάδες διαπιστώνουμε ότι κάθε καταστροφή που γίνεται στον περιβάλλον είναι καλή, κάθε καταστροφή σημαίνει ότι πλησιάζει το τέλος που είναι πάρα πολύ καλό, γιατί σημαίνει ακριβώς ότι οι πληθυστοί θα καταστραθούν και θα βρεθούν να ζητουν εκεί. Αυτή λοιπόν η εσχατουλογική προαπτική υπάρχει και μέσα στην Καινή Διαθήκη, βέβαια όχι σε αυτές τις ακραίες εκδοχές όπως σας περιέγραψα σήμερα, αλλά οπωσδήποτε μέσα στα κείμενα μας θα δούμε πολλές φορές να υπάρχουν και οι δύο τάσεις. Και η τάση εκείνη που θέλει τον κόσμο ως έναν κυκλωμένο, μεταμορφωμένο παρόντα κόσμο, ενώ το νέο κόσμο να είναι ο μεταμορφωμένος και σημερινός κόσμος ή εκείνα τα κείμενα που βλέπουν τον καινούργιο κόσμο που θα έρχεται σαν κάτι εντελώς καινούργιο. Υπάρχουν και οι δύο τάσεις. Αυτό που είναι μεγάλο πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα κείμενά μας είναι εξαιρετικά φυσικά. Αυτή αυτή η σημεία στην αισχατολογική πρόπτυκη και στην αισχατολογική γλώσσα των κειμένων της Καινής Διαθήκης, γιατί γι'αυτά μιλούμε τώρα και θα περιουστούμε δυνατή στη Καινή Διαθήκη, είναι πολύ σημαντική και δεν πρέπει να την παρακολουρίσουμε. Αν δεν ξεχνάμε επίσης ότι ήδη και η ιστορία της δημιουργίας, και δεν είναι τυχεία ότι αυτά τα δύο στοιχεία θεωρούνται ως υπεύθυνα για τη στάση μας απέντως στο περιβάλλον, το πώς δηλαδή ο ξενισμός καταμόησε την αρχή και το πώς προσδοκά το τέλος αφού το κόσμο, έτσι λοιπόν η ιστορία της δημιουργίας έχει μέσα της αυτή τη λογική της πορείας προς μία ολοκλήρωση και προς ένα τέλος. Ποσδήποτε, και εδώ βέβαια περνάω λίγο σε χώρος που δεν είναι ακριβώς χώροι της δημιουργικής επιστήμης, όταν ειστεχθεί ότι ο κόσμος προέρχεται από το μηδέν είναι εκτουηδενός και τότε το μηδέν το ίδιο μέσα το έχει και την κατάργηση, έχει και το τέλος, αν κάποιος πει εκτουνεί, όντως τότε εδώ μιλάμε ίσως αφήνουμε και ένα παράθυρο σε μία δημιουργία, η οποία μπορεί και να δημιουργηθεί. Τέλος, όμως, σε κάθε περίπτωση τα κείμενά μας στην Αγία Γραφή κινούνται πάνω σε αυτόν τον μήκος σχήματος αυτών των ιδεών περί κοινογραφίας που υπάρχουν ήδη μέσα στα άλλα δημιουργικά κείμενα και ιδιαίτερα σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα κείμενο από αυτά, ειδικότερα με τη Δήτα Πέτρου, με ένα κείμενο με τη Δήτα Πέτρου του 3ο κεφάλου, ένα κείμενο το οποίο είναι καθαρά αποκαλυπτικό, τέλος πάντων συγκαταλέγεται σε αυτά τα κείμενα του γεωργικά θεωρούμε, είναι πολύ ανοιχτολογικό και είναι πολύ έντος αποκαλυπτικές προεκτάσεις. Αυτό, λοιπόν, το κείμενο το ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι ότι μας δίνει ένα όραμα, μας περιγράφει με μια πολύ έντονη συγκροτητή γλώσσα και αν θέλετε μια σκληρή γλώσσα μας παρουσιάζεται πώς θα είναι το τέλος, τι θα προηγηθεί του τέλους και τι θα υπάρξει μετά από αυτό. Θα διαβάσω το κείμενο στα αρχαία, γιατί νομίζω ότι είναι εξαιρετικά όμορφο να προσέξει κανείς και την ουρολογία που χρησιμοποιεί το κείμενο μας. Ουρολογία θα το βρούμε στη συνέχεια και στο κείμενο από την Αποκάλυπη που θα κάνουμε στο επόμενο μάθημα. Λανθάν οι γαραυτούς, γιατί εδώ ο συγγραφέτης βρίσκεται σε μια πολεμική αντιπαράθεση με κάποιους αντιπάλους, θέλοντας ότι ουρανή εισαν έκπαλε και γη εξίδατος και βιήδατος συναισθόσα το του Θεού λόγο. Βιώνω τότε κόσμους ύδατοι κατακλυστοίς απόλετοι. Κι δεν είναι ουρανή και η γη το αυτό λόγο τεθρισαβεσμένη εις ην πυρή τυρούμενη εις ημέραν κρίσιος και απολίας των ασεβών ανθρώπων. Εν δε τούτο μήλανθαν ειμας αδελφοί, αγαπητοί συγγνώμη, ότι μία ημέρα παρακυρίως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία. Ου βραδείνει κύριος της Ευαγγελίας, ως ποινές βραδίτι παινούνται, αλλά μ' αποθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος του να σαπολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνια χωρίσθαι. Ήξιδε ημέρα κυρίως κλέπτης, εννοί ουρανή ρυζιδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λιθίσονται και γη και τα εν αυτοί έργα ου χρυβρεθείσαι. Τούτον ούτως πάντων λιωμένων ποταπούς δει υπάρχεινοι μάς εν αγίες αναστροφές και υψεδίες. Προσδοκώντας και σπαίδοντας την παρουσία της του Θεού ημέρας, δε ουρανή πυρούν εν λιθίσονται και στοιχεία καυσούμενα τίτου. Καινούς ουρανούς και γη και νοι κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκόμεν εν εις δικαιοσένη καταικεί. Εδώ λοιπόν έχουμε ξεκάθερα ένα σαφέστατο όρομα, μια σαφή να την περιγραφεί, του πως θα είναι το τέλος. Πριν πως θα είναι το τέλος, τι θα έρθει μετά το τέλος και πως η σχέση θα λέγαμε με το αυτό το καινούριο πράγμα που θα έρθει, καινούριη η κατάσταση, καινούριος κόσμο που θα έρθει μετά από αυτό το τέλος, τι σχέση μπορεί να έχει με αυτή η κατάσταση που σήμερα ζούμε. Για να κατανοήσουμε βέβαια το κείμενό μας, θα πρέπει πρώτα απ' όλα να το εντάξουμε μέσα σε μια γενικότερη συνάφεση, στη συνάφεση επιστολής. Και τι πρέπει να προσέξουμε, είναι κατ' αρχάς ότι βρίσκεται σε μια, όπως είπα και πριν, συνάφεση με πολεμική διάθεση, με μια διάθεση αντιπαράθεσης, γιατί εδώ ο συναφές βρίσκεται σε ένα διάλογο ιδιαίτερα έντονο και προσπαθεί να αντικρούσει τον αισχατολογικό κινισμό των αντιπάλων. Αυτή λοιπόν είναι η αντίπαλη για την οποία βέβαια δεν μας δίνει πολλά στοιχεία, δεν μας τους κατονομάζει, απλώς μας τους περιγράφει. Και από αυτά τα στοιχεία που περιγράφει προσπαθούμε να καταλάβουμε για ποια κατάσταση είναι η α. Αυτή λοιπόν είναι η αντίπαλη, καταρχάς αφησβητούν τις προφητείες της Παλαιής Δετικής για τα έσχατα. Θα λέγαμε δηλαδή ότι έχουν μια εξαιρετικά κριτική στάση απέναντι σε αυτό που λέμε τέλος του κόσμου. Και επίσης αφησβητούν και τον λόγο του Ιησού για τα έσχατα. Αυτή λοιπόν οι αντίπαλοι προφανώς έχουν αφετίσει κάποιες από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις, ιδέες που πιτρατούσαν εκείνη την εποχή, οι οποίες έκαναν λόγο για έναν κόσμο άφθρος και αιώνιον. Ήδη στον Πλάτωνα υπάρχει αυτή η ιδέα, αλλά και ο Φίλμαστε παραλαμβάνει στα κείμενά του, ένας κόσμος λοιπόν ο οποίος ουσιαστικά δεν χάρεται, παραμένει ο ίδιος μέσα από μια κυκλοκύκια έννοια κίνηση. Και αυτό βέβαια για τον συγγραφέα δημιουργεί το εξής πρόβλημα. Δημιουργεί το πρόβλημα ότι μία τέτοια στάση οπωσδήποτε αμφισβητεί τη λογική της παρουσίας, δηλαδή τη λογική της αυτό που λέμε σήμερα δευτέρα παρουσία, είπαμε και σε πάρα πολλά άλλα μαθήματα, ότι η έννοια της παρουσίας, όπως το νομίζουμε στιγματικές σπουδές ή κατά την λαϊκότερη και πιο απλή εκφορά η δευτέρα παρουσία, η παρουσία λοιπόν είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο στην αισκατολογία του αρχαίου μου χριστιανισμού. Οι αρχαίοι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο τέλος έρχεται και είναι κοντά. Αλλά αυτό το τέλος σημαίνει κυρίως ότι θα έχουμε στη συνέχεια την παρουσία του Κυρίου, την δεύτερη έλεψη αντιμετώπιση στον κόσμο και πλέον την επικράτηση σε όλο το κόσμο της βασιλίας του Θεού, όπου όπως λέει και το κείμενο μας τα επικρατεί η δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη είναι ένας όρος που χαρακτηρίζει την βασιλία του Θεού, αρκεί να παραπέψω τώρα και στα σημαντικά Ευαγγέλια που η δικαιοσύνη και η βασιλία του Θεού είναι δύο γενείς στενάσεις με δεμένας μεταξύ τους. Βέβαια η ιστορική κατάσταση την οποία προϋποθέτει το κείμενό μας είναι μια κατάσταση προς το τέλος του ε.Ε. ίσως μέσα στον δεύτερο αιώνα, όπου πλέον ο χριστιανισμός αντιμετωπίζει σοβαρά το πρόβλημα που ονομάζουμε κυρίως της δουλικής συμμετοχής, τη μελέτη του αρχαίγονου του χριστιανισμού, καθυστέρηση της παρουσίας. Το εγγονός δηλαδή ότι καθυστερεί να έφθει η παρουσία φέρνει μια μεγάλη ρυζική θα λέγαμε αλλαγή στον αρχαίγον του χριστιανισμού. Δηλαδή αυτό δημιουργεί νέες προϋποθέσεις. Δημιουργεί καταρχάς την προϋπόθεση της παραμονής από τον κόσμο και επομένως της ανάγκης ανάπτυξης και ιεραρχίας, ανάπτυξης θεσμών, διότι πλέον η Χριστιανία να το πω με απλά λόγια, δεν περιμένουμε ότι αύριο θα είναι μαζί με τον Κύριο, αλλά αυτό μπορεί να καθυστερήσει. Δεν χάνουν βέβαια την προσδοκία τους, απλώς η προσδοκία αυγλύνεται αρκετά και επομένως θέλω να πω τι δείτε για αυτούς είναι τι θα γίνει τώρα στην μπορούσα ζωή, πως θα δημετωπίσουν την παρούσα κατάσταση όντως εν αναμονή και με την προσδοκία της έλεψης του Κύριου. Αυτό όμως ως τοποθέτηση δημιουργεί αρκετά προβλήματα. Δηλαδή αν το αντιπαράβραλλουμε αυτό, προς τη μεγάλη βεβαιότητα του Παύλου, ότι ο ίδιος θα ζει όταν φέρνει ο Κύριος, καταλαβαίνετε ότι συνέχεια μεγάλη τροπή και ανατροπή στον αρχαίο αγωνοκριστασμό, κάτι που αντικατοπίζει και στα κείμενα αυτής της εποχής, όπου οι Χριστιανοί πρέπει να έρχονται και ξανακοιτά με τα κείμενα τους και προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί ακριβώς υπάρχει αυτή η καθυστέση και προφανώς σε αυτή τη φάση αναπτύσσονται διάφορες θεολογικές τάσεις και ρεύματα μέσα στην αρχαία έκκληση. Και προφανώς αυτή η ομάδα, την οποία εδώ αντιμετωπίζει ο συνεφές της Β' Πέτρου, είναι μια ομάδα μάλλον η οποία προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της καθυστέλησης της παρουσίας, απλά αρμούμεν αυτό το γεγονός. Λέγοντας ότι δεν πρόκειται να υπάρξει δευτέρα παρουσία, ο κόσμος είναι αφορους και όνειος, είναι πειρασμένοι από τις φιλοσοπικές αντιλήψεις. Θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ξενισμός δεν είναι ένα φαινόμενο, είναι μια πραγματικότητα στον αρχαίο κόμμα που βρίσκεται μέσα σε μια αεροστηγή, θα λέγαμε, σε συσκευασία, χωρίς να έχει οποιαδήποτε γραφή με τον τετροφάλλο. Υπάρχουν σημώσεις, υπάρχουν συμβατήσεις, επιδράση, αριεπιδράση, υπάρχει ένας τεράλογος. Και καρπος που όμως αυτοί διαλόγουν την αρχαία φιλοσοφία, είναι και αυτή η ομάδα την οποία εδώ έρχεται η προσογραφέας Β' Πέτρου να αντικρούσει. Ο προσογραφέας λοιπόν της Β' Πέτρου θεωρεί ότι αυτή η στάση είναι εξαιρετικά επικίνη και ότι απομακρύνται σαχώς από τη δύση της αρχαίας εκκλησίας. Γι' αυτό αρχίζει λοιπόν να κάνει μια σειρά από μεγαλύτερη επιχειρηματολογία σε αυτήν την περιοχή που είδαμε σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπίσει και να αντικρούσει αυτές τις αρχαίσεις. Το πρώτο είναι ότι παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι και τα δέχτυα μου είναι ενδιαφέρονται εδώ ότι χρησιμοποιούν την Παλαιά Διαθήκη που είναι το κοινό κείμενο των πρώτων χριστιανών. Λίγο να καταλάβουν πώς κινείται η συζήτηση στους αρχαίους χριστιανούς. Οι πρώτοι χριστιανοί όσους πρώτο κείμενο αναφοράς έχουν την Παλαιά Διαθήκη. Και χρησιμοποιεί λοιπόν το Παλαιά Διαθήκη και λέει ότι περιστατικά της Παλαιάς Διαθήκης, και να φέρει εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το κατακλυσμό είναι εκείνο που βεβαιώνει ότι κάθε άλλο παράφορος είναι ο κόσμος, εισαίς από να υποστεί τραυματική και να υποστεί φοβερές καταστροφές, να τραυματιστεί και να ξαναγεί καινούργιος, να αλλάξει, να μεταμορφωθεί, να γίνει κάτι εντελώς καινούργιο. Και λέει λοιπόν ότι ο κατακλυσμός, όπως και άλλα περιστατικά βέβαια, αλλά αυτός εντοπίζει, ως που το ενδιαφέρον το εστιάζει στον κατακλυσμό, είναι ένα πάρα πολύ καλό παράδειγμα που αποδεικνύει ακριβώς ότι ο κόσμος δεν είναι άφθαλος. Αυτός τους στίχους 5 έως 7. Στη συνέχεια έρχεται στο πρόβλημα και το πρόβλημα είναι ωραία. Υπάρχει λοιπόν η καταστροφή, είναι βέβαια η καταστροφή. Είναι γιατί ο κύριος ενώ υποσχεύτηκε ότι θα έρθει σύντομα πίσω και θα επιστρέψει και η παρουσία ως βεβαιότητα είναι ιδιαίτερα έντονη στον αρχαίο κομμαξιτερισμό, σε κείμενα όπως το Αποστολουπάμ για παραδειγμα ακόμη και σε κείμενα όπως το Ευαγγέλιο και τη Μάρκου, βλέπουμε ότι υπάρχει αυτή η καθυστέρηση της παρουσίας. Ο συγγραφέας έρχεται να εξηγήσει ότι η καθυστέρηση της παρουσίας στους τύπους 8-9 οφείλεται στην μακροθυμία του Θεού. Δεν γίνεται για κανέναν άλλο λόγο, όχι από την αδυναμία του Θεού, όχι από μία μηχανία αν θέλετε, αλλά οφείλεται απόλυτα στην μακροθυμία του, ο Θεός δίνει χρόνο. Ο Θεός δίνει χρόνο, είναι μια θεολογική απάντηση, πολλές φορές δόθηκε στο πρόβλημα της καθυστέρησης της παρουσίας και τη βρίσκουμε και εδώ στο 55. Και δίνει χρόνο, αλλά θα έρθει η μέρα του Κυρίου ως κλέπτης μέσα στη νύχτα. Εδώ είναι μία εικόνα παλαιοδευτική. Η μέρα του Κυρίου είναι γνωστή από την παλαιοδευτική και ως η μέρα της τελικής κρίσης, όπου η αφέ θα κρίνει τους λαούς και θα αποδώσει τη δικαιοσύνη και θα αποκαταστήσει το λαό του. Θα έρθει ως κλέπτης μέσα στη νύχτα με μία εικόνα που βρίσκουμε στη συνοχτική παράδοση. Λέγοντας ότι αυτή η παρουσία μιλάει απρόσμενα και χρησιμοποιεί το παράδειγμα που κλέπτει μέσα στη νύχτα. Την ίδια λογική έχει και η επιχειρηματολογία και όλη η συζήτηση που κάνει ο Παύλος στην Άλφα Θεσσαλονιγής για το τέλος του κόσμου. Άρα μπορούμε να πούμε ότι εδώ η β' πέτρου προφανώς γνωρίζει και προϋποθέτει αυτά τα κείμενα και αυτή την παράδοση. Απρόσμενο είναι πριν το τέλος, βέβαιο για τους συγγραφέτες της Β' πέτρου και επειδή ακριβώς είναι και απρόσμενο και βέβαιο, είναι απαραίτητο τα μέλη της Εκκλησίας να έχουν το ανάλογο ύφος. Το γεγονός ότι βρίσκομαι πρέπει να είναι αυτό το γεγονός του στιγμού 10. Ο γεγονός ότι θα έρθει το τέλος, αν κανείς δεν ξέρει το πότε ακριβώς, αυτό πρέπει να καθιστά τους χριστιανούς σε εγκληγούση, σε εγκλησία, όπως βάζει, να είναι έτοιμοι για οτιδήποτε θα έρθει. Και αυτό φυσικά ως προσπορκία και ως βουλεότητα να καθορίζει και να υπαγορεύει την όλη της ζωής τους. Και υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο εδώ, ότι θα υπάρξει το τέλος και το περιγράφουμε πολύ, τα λέγαμε με λαμπρόματα, ο συγγραφέας είναι μια κούρυπη καταστροφή των πάντων. Αλλά αυτό δεν είναι το τέλος, γιατί μετά από αυτό θα υπάρξει μια αρχή για κάτι καινούριο και μάλιστα το καινούριο θα είναι και καλύτερο. Θα είναι βέβαια καινούριο, θα είναι καινούρια γήτη, καινούριος ουρανός, αλλά έχει και ένα άλλο στοιχείο. Σε αυτόν τον καινούριο κόσμο, που θα είναι ο κόσμος πλέον του Θεού, θα βασιλεύει η δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη είναι βασική έννοια μέσα στην Καινή Διατήκη και η δικαιοσύνη έχει και σωτεραιολογικό περιεχόμενο. Και με αυτό το σωτεραιολογικό περιεχόμενο πρέπει να την κατανοήσουμε κι εγώ. Λοιπόν, εδώ μιλάμε για μία δικαιοσύνη, η οποία θα είναι το ποιόν, το χαρακτηριστικό, η ποιότητα του αρχού του καινούριου κόσμου. Και είπα και στην αρχή ότι η δικαιοσύνη παραπέμπει αυτόματα στο ίδιο κύριο του ίδιου του ιστορικού Ιησού, του ίδιου Ιησού για την βασιλεία του Θεού, όπου εκεί, ειδικά στο καταμορφέρον εμφανές αυτό, βασιλεία του Θεού και δικαιοσύνη είναι άρετες αδερμένα μεταξύ τους. Τι γίνεται όμως τώρα με αυτό το κείμενο. Είναι προβληματικό το γεγονός ότι περιγράφει με αυτόν τον τρόπο την καταστροφή του κόσμου. Να δούμε λοιπόν αν το κείμενό μας θα μπορούσε να αφήσει έστω και λάχιστο περιθώριο για μια λιγότερο θα λέγαμε καταστατική προς το περιβάλλον στάση και καταμορφή και αν αυτή θα μπορούσε μετά να μας βοηθήσει να αξιοποιήσουν ένα τέτοιο κείμενο μέσα στη συσήτηση. Βαναλαμβάνω βέβαια ότι όλα αυτά τα κείμενα αυτό δεν σημαίνει, ακόμα και αν πετύχουμε το στόχο μας κάπου να το αξιοποιήσουμε, ότι έχουμε αγγίσει το φλόγο με τα αποκαλυπτικά κείμενα της Καλλινής Διατήκης. Πεναντίες τα αποκαλυπτικά κείμενα είναι κείμενα τα οποία παρουσιάζονται οι αιτήλες της σχολής και αυτό θα γίνει και σαφές στη συνέχεια στην ανάλυση που θα κάνουμε. Το πρώτο που πρέπει να προσέξουμε εδώ και αυτό είναι κάτι που πρέπει πάντοτε να έχουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για αποκαλυπτικά κείμενα είναι ότι εδώ έχουμε μια μεταφορική γλώσσα. Έχουμε μια γλώσσα η οποία πολύ πιθανόν να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα κατά λέξη. Και τί έρχεται λοιπόν το ερώτημα, εδώ λοιπόν ο συγγραφέας που μιλάει για καταστροφή θα μπορούσαμε να πούμε μήπως ότι εδώ πρόκειται για μια μεταφορική γλώσσα που αναφέρεται σε γεγονότα που σχετίζονται με την καταστροφή του 70 μ.Χ. Γιατί η καταστροφή της Ερουσαλίας το 70 μ.Χ. είναι μια πάρα πολύ σημαντική στιγμή, ιστορική στιγμή, ακόμα όχι μόνο για τον αρχαιολογισμό αλλά και για τον αρχαίγον οικοστιλιανισμό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και οι χριστιανικές κοινότητες εκεί και έξι κινότητα έχει τις ρίζες της Ερουσαλίας Από πολύ νωρίς συνδέθηκε και προφανώς η διακοτωρία του Ιησού συνδέθηκε η καταστροφή της Ερουσαλίας με την παρουσία και με τα αίσκατα και ο σημάδι των σκάτων και το ρίγμα λοιπόν είναι μήπως εδώ τελικά έχουμε ένα κείμενο το οποίο αναφέρνει ουσιαστικά στα γεγονότα που σχετίζονται με την καταστροφή του ναού, είναι ένα ερώτημα αυτό Οπωσδήποτε ένα άλλο ερώτημα είναι μήπως τελικά το κείμενο μας δεν μιλά για καταστροφή αλλά μιλά για μια μεταμόρφωση του κόσμου και αυτοί τότε αν μιλά για μεταμόρφωση του κόσμου ίσως θα μπορούσαμε να το συνδέσουμε και με άλλα κείμενα που ήδη εξετάσαμε όπως το Ρωμαίου Σοκτών Αυτοί που μου θέλουν αυτό το δεύτερο ερώτημα κάνουν πρώτην εξής παρατήρηση ότι η αναλογία με τον κατακρισμό δεν συνεπάγεται αυτόματα και την απόλυτη καταστροφή Γιατί αν θα θυμηθούμε και εδώ είναι λίγο αδύναμο το επιχείρημα που χρησιμοποιεί Ρήτα Πέργο, αν θα θυμηθούμε στον κατακρισμό ο κόσμος δεν καταστράφεται πέρα πέρα, ο κόσμος ωστόσο καθαρίστηκε από την αδικία και ας θέσω και ως κοκός τουλάχιστον όπως το καταλαβαίνει η βουλική αφήγηση αυτού του περιστατικού Άρα λοιπόν, καταρχάς δεν είναι υποχρετικό να πούμε ότι δηλαδή μιλάει για τον κατακρισμό του, ο κατακρισμός αυτό να τα αποδεικνύει ότι μιλάμε για το τέλος ενός κόσμου, το λεπτό λεπτό τέλος Απέναντιας η ίδια ιστορία μέσα της προϋποθέτει την διατήρηση του προηγούμενου κόσμου αλλά ενός κόσμου μεταμορφωμένου Το δεύτερο στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση είναι το πυρ, το οποίο παρουσιάζεται εδώ στην ιστορία μας. Δεν είναι υποχρετικό πάντα να το κατανοήσουμε ως μία καταστροφική μοίρα Απέναντιας σε πάρα πολλά κείμενα το πυρ και στην αντίληψη εκείνης της εποχής έχει καθαρτικές ιδιότητες, έχει δυνατότητα να ουσιαστικά να εξαγανίζει και να καθαρίζει Τώρα, ένα επόμενο σημείο το οποίο πολλές φορές απασχολεί είναι πως θα καταλάβουν το στίχο 10 Εδώ τώρα είναι ένα δύσκολο κείμενο διότι εδώ ξεκάθαρα λέει ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία θα κατασταθούν σε αυτόν τον κόσμο και μάλιστα πολλοί προτιμούν και την άλλη γραφή που προτείνει στα χειρόγραφα είναι πιο χαλαρή εδώ η κατανόηση της καταστροφής, είναι πιο ανδυμένη. Το ρήμα τώρα λείω, η ίδια ομάδα λέει δεν σημαίνει πλουχωρητικά καταστρέφωκα αλλά σημαίνει το αναλύωστα αρχικά τους στοιχεία για να μπορέσω και με την προαπτική να τα ξανασυνδέσω, να τα βάλω σε ένα καινούριο συνδυασμό και να βάλω κάτι καινούριο Και φυσικά τέλος το κενός δεν υποχρεωτικό πάντων να σημαίνει κάτι εντελώς καινούριο, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι κάτι αποκτά μια καινούρια ποιότητα και λοιπόν ότι υπάρχει μια επιχειρηματολογία από μια ομάδα ελπιτών που προσπαθούν μέσα από το κείμενο να αγγλίσουν εκείνα τα στοιχεία που ίσως θα μπορούσε κανείς να τα διαβάσει διαφορετικά. Είναι γεγονός και είναι σωστή η παρατήρηση ότι στη γέννηση όντως δεν υπάρχει ιδέα ότι ο κόσμος καταστράφει το όλος χερός που τον κατασκευάσουν, δεν είναι απέναντίες. Αυτό που αφήνει να εννοείται είναι ότι ο κόσμος παραμένει. Ο κόσμος όπως που ξέρουμε απλά είναι ένας κόσμος που είχε πλέον να οπαλαχθεί από το άθος της αδικίας και της αγαπτίας καθότι έχει αποκατασταθεί η δικαιοσύνη του θεού και ακομμένως είναι ένας κόσμος καινούργιος με την έννοια δηλαδή όχι ότι είναι κάτι εντελώς καινούργιο, κάτι που δεν υπήρχε πριν, αλλά με την έννοια ότι είναι κάτι που έχει αποκτήσει μια καινούργια εντελώς διαφορετική πλώδια. Λοιπόν είναι λίγο πολύ η λογική στη γέννηση, ωστόσο είναι επίσης γεγονός της εμπεριμένες της αναγνώσης της ιστορίας του κατακρισμού, κυρίως στα πλαίσια της αποκαλυπτικής γραμματείας. Η ιστορία του κατακρισμού συνδέεται με το τέλος του κόσμου, θεωρείται μια προτύπωση του τέλους του κόσμου και κατανοείται με τη λογική ας πούμε ότι κατανοείται ως ας πούμε ένας τύπος της απόλυτης καταστροφής του κόσμου. Και από ότι καταλαβαίνουμε στο κείμενό μας, στις δύο τα πέτρου, συγγραφές ακολουθεί αυτή τη γραμμή, επομένως ο συγγραφές πρέπει να ακολουθεί και να υιοθετεί αυτή τη γραμμή της παράδοσης που βρίσκονται μέσα στην αποκαλυπτική γραμματεία, γι' αυτό είπα και στην αρχή ότι το συγκεκριμένο κείμενο είναι ένα κείμενο το οποίο πολύ στο θεωρούμε ένα κείμενο αποκαλυπτικό. Και το δεύτερο στοιχείο εδώ που είναι ενδιαφέρον είναι το στοιχείο της εκείρουσης το οποίο και οι όροι που χρησιμοποιεί εδώ αλλά και γενικόχαρα η ιδέα, η εικόνα που προϋποθέτει εδώ η γλώσσα του συγγραφέ προέρχεται από στο οικισμό. Βέβαια αυτό αν το σκεφτούμε μας διευκολύνει να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο ομοσυγγραφές, τη ρητορική αν θέλετε, της αντιπαράθυσης του με τους αντιπάλους. Θέλω να πω ότι υπάρχει και αυτή η γραφικού στοιχεία από τη φιλοσοφία, μια εντελώς διαφορετική γραμμή στη φιλοσοφία, κυρίως αυτή που σημαίνει τα πιπλατονικές άγγλικα του κόσμου. Ο συγγραφές εδώ επιλέγει και είναι πολύ επιλεκτικός βέβαια στον τρόπο που καταλαβαίνει η κυρισσοοπή, τη στοϊκή ιδέα της εκπείρουσης του κόσμου και ταυτόχρονα φαίνεται ότι τάσσεται μέσα σε αυτή τη γραμμή της Ιουδαϊκής παράδοσης που ονομάζουμε αποκαρυντική γραμματεία. Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να πούμε είναι ότι ναι μεν το πυρ πραγματικά είναι κάτι το οποίο καθαγιάζει, όμως πραγματικά είναι κάτι που εξαγνίζει και στον αρχαίο κόσμο. Όμως αν προσέξουμε εδώ την αναλογία που φτιάχνει από την οργείο Σελαφραίας μέσα από την επιχειρματολογία του, η αναλογία είναι ως εξής, το νερό εδώ έχει καταστροφική λογική του κατακρισμού, δηλαδή καταστρέφει τα πάντα και κατά ανάλογο τρόπο, δηλαδή το κατακρισμούς χρησιμοποιείται ως μοντέλο εδώ, κατανόησης των εξανατών, κατά ανάλογο τρόπο και το πυρ γίνεται καταστροφικό. Είναι επίσης καταστροφικό, δεν υπολογεί να είναι απλά καταστροφικό και ως καταστροφική δύναμη κατανοείται σε διάφορα κείμενα, το αρχαίο κόσμο, τους παράδειγμα στους συγγενικούς χρησμούς και ακόμα θέλετε ως καταστροφική δύναμη υπάρχει και στην στοική κοσμολογία. Και το τρίο κι ενδιαφέρον εδώ και αυτό έχει να κάνει με τον ανθρωποκαιδρισμό, λοιπόν οι κοινένα και τα οποία έχουν μενήσει πάρα πολλές φορές και είναι ο αντίλογος σ' αυτό που είπα πριν στην ιδέα ότι ίσως εδώ δεν έχουμε μία καταστροφή αλλά έχουμε μία μεταμορφή. Ο αντίλογος είναι ότι η κρίση κανονικά, τουλάχιστον αυτό αφήνει τους δουλεινόμες, αφήνει και τους ανθρώπους. Τη προκαλούν είναι οι άνθρωποι, δεν είναι η δημιουργία αυτή που προκαλεί την καταστροφή αλλά την προκαλούν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Προσθόσο η τιμωρία αν θέλετε ή οι συνέπειες αυτής της κρίσης αφορούν όχι μοναχώς στους ανθρώπους αλλά σε όλη τη δημιουργία και στον υπόλοιπο κόσμο, στη γη, στο ουρανό και τα λοιπά και κανένας δεν γιντώνει από αυτή την καταστροφή. Βέβαια εδώ υπάρχει μια συζήτηση αν τα στοιχεία που αναφέρονται στο στίχο 10 είναι τα ουράνια σώματα ή αν είναι πτυματικές δυνάμεις ή αν είναι τα φυσικά στοιχεία που συναπαρτίζουν τον κόσμο καθώς με τις στις αυθές σημασίες βρίσκουμε τη λέξη αυτή των ουραυτών σε πολλά κείμενα αυτής της εποχής. Και συχνώς καταλαβαίνουμε ότι όσο όμορφο και ανακούγεται ότι μπορεί να μιλάει για μεταμόρφωση του κόσμου, υπάρχει επίσης ένας ισχυρός αντίλογος σε αυτήν την υποθέτηση, ο οποίος λέει πολύ απλά ότι όλα αυτά είναι καλά, όμως εδώ ο συγγραφέας φαίνεται να υποθετεί μια σαπός αποκαλυπτική λογική, η οποία αποκαλυπτική λογική στην προκειμένη περίπτωση θέλει έναν κόσμο να καταστρέφει τον ισχυρός και μετά από αυτό να έρχεται κάτι καινούργιο. Και, συνεχίζοντας εδώ, το ρήμα λύω, το οποίο σημαίνει όμως διαλύω, αναλύω μάνα, εμπεριέχει όμως αυτό την πνεύση καταστροφής, διότι αυτό που αναλύεται στα στοιχεία τα οποία συναπαρτίζεται πάνω πλέον να είναι εκείνο που δείχνει αρχικά. Και ξέρουμε ακόμα ότι αυτή η ιδέα της απόλυτης διάλυσης του κόσμου, δεν είναι ιδέα που βρίσκουμε μόνο εδώ στη ΒΠ, αλλά είναι ιδέα που πέρασε και σε κάποια εκκλησιαστικά κείμενα και κυρίως πέρασε και σε ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του αρχαίου κόσμου, όπου ας το λεγόμουν στίγες μου, πολλά ινουστικά κείμενα αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουμε να κάνουμε μια διάλυση του κόσμου, μια απόλυτη διάλυση, όπου αυτό σημαίνει και την καταστροφή. Και τέλος το μεγάλο πρόβλημα είναι ο όρους κενός. Ο όρους κενός είναι όμως εξαιρετικά αμφίσιμος όρους στον αρχαίο κόσμο, διότι πραγματικά θα τον βρούμε στα κείμενά μας, στα αρχαία κείμενα, να χρησιμοποιείται και με τις δύο σημασίες. Είτε δηλαδή ως κάτι, να δηλώνει κάτι το οποίο είναι εντελώς καινούργιο, δεν υπήρχε πριν, είτε να δηλώνει ότι είναι κάτι το οποίο είναι μεγκενούργιο με την έννοια ότι προήρθει από κάτι άλλο, το οποίο έχει μεταμορφωθεί μετασκευαστή και επομένως με αυτή την έννοια είναι κάτι καινούργιο. Αυτά λοιπόν είναι τα δεδομένα μας όσον αφορά το κείμενο μας και όπως νομίζω καταλαβαίνει ο καθένας δεν είναι εύκολα αυτά τα δεδομένα. Και είναι επομένως αυτό το κομμάτι στη Δήτα Πέπτρος, το 3ο κεφάλαιο, ένα κείμενο το οποίο δικαιώνει αυτό που είπα από την αρχή για την δυσκολία και τα όρια του δημιουργικού κειμένου και την αφησιμία του πολλές φορές, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμάς μας λείπουν δεδομένα σήμερα, διαβάζουμε διαφορετικά τα κείμενα που τα διάβαζαν οι πρώτοι αναγνώστες και προφανώς τα συνέπειτα καταλούν και διαφορετικά γιατί οι ιστορικές μας και οι πολιτισμικές μας και οι ιδεολογικές μας και οι ιδεολογικές μας προποθέσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των ανθρώπων του 1ο-2ο αιώνα μετά Χριστόν. Επομένως είναι ένα κείμενο, το κείμενο είναι δύσκολο και θα ήτανε κανείς, ας πούμε, θα εθελουτυφλούσε κάποιος αν έλεγε το αντίθετο. Δεν είναι εύκολο κείμενο. Δεν είναι ένα κείμενο το πιο εύκολο μπορεί κανείς να το πάρει και να πάει να το πω απλά και να κάνει ένα κείμενο στην εκκλησία για το τέλος του κόσμου αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Μπορεί εύκολα να το βάλεις στο τραπέζι της συζήτησης για το πώς πρέπει ο χριστιανισμός να αντιμετωπίσει το περιβάλλον ή πώς θα αντιμετωπίσει γενικότητα τον κόσμο. Και επομένως εγώ είναι μια απόφαση ερμητική που πρέπει να πάρουμε. Και η ερμητική μας απόφαση είναι να αποφασίσουμε αν θα κατανοήσουμε το κείμενό μας με την μία ή με την άλλη οπτική. Και αυτό είναι κάτι το οποίο πολλές φορές θα πρέπει να το λάβουμε υπόψη όταν μιλάμε για αυτά τα κείμενα. Απούμε και στο επόμενο μάθημα και θα μιλήσουμε ακόμα πιο καναλητικά ότι όπως κατανοούμε και όπως κατάφερε η θεολογία τελικά να καταμορίσει την διπλική ιστορία της δημιουργίας μέσα σε μία πολύ διαφορετική λογική από ό,τι έκανε αρκετούς αιώνες πριν και θα έλεγα σε ένα διάλογο με τις φυσικές επιστήμες, το ίδιο μπορεί να ισχύσει και για το τέλος, για το λόγο περί τέλους της συσκευητής δασκαλίας. Προκαλεί έκπληξη, δεν θα το πούμε και την άλλη φορά, γιατί τελικά κείμενα που μιλάνε για την αρχή του, για την πρωτολογία αν θέλετε, γιατί πρωτολογικά λοιπόν κείμενα αντιμετωπίζονται έτσι και είμαστε πρόθυμοι και έτοιμοι να δεχθούμε και να εντοπίσουμε και τους ανθρωποκεντρισμούς, σύντομα και τις ανθρωπομορφικές εικόνες και τη συμβολική γλώσσα και δυσκολευόμαστε να το κάνουμε αυτό για κείμενα τα οποία μιλάνε για το τέλος. Θα ήθελα δηλαδή να το δούμε και αυτό σαν μία εναλλακτική λύση ώστε να απευλογιστούμε από τέτοια κείμενα τα οποία προφανώς αντιπροσωπεύουν εντελώς διαφορετικό κοσμοίδελο και είναι πιθανόν και οι αναγνώστες θα τα κατανοήσουν πολύ διαφορετικά. Είναι προφανώς και ένα κείμενο όπως αυτό στη Β' είναι ένα κείμενο το οποίο μπορεί να διαβαστεί πολλαπλώς ή τουλάχιστον μπορεί να διαβαστεί προς δύο διαφορετικές κατευθύσεις. Μία κατεύθυνση η οποία να καταλαβαίνει τα πάντα ότι βρίσκονται κάτω από την απειλή της καταστροφής και οτι αυτό το καινούριο που θα φύγει μετά δεν έχει καμία σχέση με αυτό το παρόν. Επομένως ο κόσμος είναι αναλώσιμος, μπορεί εύκολα κανείς να τον ξεφορκωθεί χωρίς να αισθάνεται ούτε τίψης ούτε ότι απειλείται. Ή η άλλη τάση είναι να δεχθούμε ότι ο κόσμος αυτός ναι μεν θα υποστεί μια ρησική αλλαγή αλλά αυτή η αλλαγή θα φέρει στο τέλος τη μεταμόρφωσή του, θα φέρει ένα κάτι καινούριο το οποίο όμως θα προέρχεται από τα στοιχεία του προηγούμενου κόσμου. Αν δεχθούμε τη δεύτερη εκδοχή, τότε μπορούμε να πούμε ότι η λογική που υπάρχει σε ένα τέτοιο κείμενο είναι η λογική της ανακύκλουσης. Οτι ο Θεός δηλαδή δημιουργεί με τον κόσμο, με τη σοφία του αλλά ταυτόχρονα είναι έτοιμος να ανακυκλώσει και το κάνει το όλα σε να κυλώνει τη δημιουργία. Δεν είναι κάτι το οποίο το πετά, δεν είναι κάτι το οποίο το απορρίπτει αλλά είναι κάτι το οποίο θα το αναλύσει στα στοιχεία του για να φτιάξεις ξανά κάτι καινούριο, αυτό είναι αυτό που θα λέγαμε ανακύλουση. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό σαν ιδέα, αν όντως ο δημιουργός Θεός ανακυκλώνει τη δημιουργία, ας το επικραθεί αυτή η έκπραση μέσα από αυτή την τελική αλλαγή της, το τέλος δηλαδή που μπορεί να φαίνεται ως καταστροφή αλλά είναι καταστατικά δέναιμο, αν λοιπόν ο Θεός ανακυκλώνει τον κόσμο αυτό σημαίνει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι άχρηστος, ή αυτός ο κόσμος δεν είναι μικρής αξίας απέναντίας, αυτός ο κόσμος είναι πολύ σημαντικός, γιατί από αυτόν, από τα ιστατικά αυτού του κόσμου, θα πηγάζει, θα βγει ο καινούριος κόσμος που θα έρθει στη συνέχεια, ο οποίος θα είναι ένας κόσμος μεταμορφωμένος στους κόσμους δικαιοσύνης, όπως μας λέει το κείμενο. Επομένως, η ιδέα της ανακύπνωσης εδώ, με την έννοια αυτό που λένε κατά, ας πούμε, πολύ ελεύθερη διατύπωση, προκαλεί, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μία αντίληψη και μία προσέγγιση της ιδέας του περιβάλλοντος κατά μία εντελώς διαφορετική οπτική, διότι αν ο Θεός ανακυκλώνει τον κόσμο, διότι αυτός ο κόσμος είναι συλλογικός, γιατί είναι ο κόσμος με τον οποίο θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ή θα συνεχίσουν να υπάρχουν κάποιοι άλλοι κοντά από μας. Αυτό, λοιπόν, είναι μία προέκταση, όπως είπα της λογικής, ότι εδώ το κείμενο μας δεν μιλά για απόλυτη καταστροφή και υπάρχουν κάποια στοιχεία μέσα στο κείμενο μας που αφήνει να εννοηθεί αυτό, αλλά μιλά για μία προέκταση, μιλάει σημών για μία πιθανότητα μεταμόρφωση του κόσμου. Ο δεύτερος στοιχείο, και αυτό είναι ενδιαφέρον γιατί είναι ένα στοιχείο που το βρίσκουμε κι αλλού, και κυρίως το Ρομαίος 8, είναι αυτή η σχέση που υπάρχει, η ελεξάρτηση μεταξύ του ανθρώπου και της υπόλοιπης δημιουργίας. Αν δημιουργηθεί μία στην προζωμένος επιστολή, ο συγγραφέας, ο Παύλος, κυριώντας και τα έσχατα, με μία πάρα πολύ όμορφη γλώσσα, λέει ότι όλη η δημιουργία συστενάζει και συνοδείνει αχροδίνη. Είχαμε πει τότε, κάνοντας μία αφηματολογία λαούς, σωστικά κάτι έγινε μορήτερα, δεν μας το λέει, βέβαια, εξεκάθερα το κείμενο, αλλά το προποθέτηκε αυτό ενειπτώση, το οποίο ενώ ήταν ένα γεγονός που εν πρώτης αφορούσε τον ίδιο τον άνθρωπο, ουσιαστικά είχε προεκτάσεις και σε όλη την υπόλοιπη δημιουργία. Αυτό είχε στη συνέχεια σαν αποτέλεσμα, η δημιουργία να περιμένει τη λύτρωσή της και να συνδέεται αυτή η λύτρωση και αυτή η απαλλαγή από την κατάσταση που έχει περίεργη, να συνδέεται λοιπόν αυτή με το γεγονός, με τις επιλογές των ανθρώπων. Βέβαια εκεί είναι συγκεκριμένη αυτή η φωτός, αλλά γίνεται υπομένως μια επιλογή, την οποία την κάνουν οι άνθρωποι, αλλά οι πτώσεις της δεν αφορούν μόνο τους ίδιους, αλλά αφορούν και την υπόλοιπη δημιουργία. Και λοιπόν είχαμε τονίσει αυτή την αλληλεξάρτηση και είχαμε μιλήσει και για ένα εργαλειακό θα λέγαμε ανθρωποκεντρισμό, όπου ο άνθρωπος, ναι μεν είναι το κέντρο του κόσμου, αφού όλος εμείς τουλάχιστον, όπου ο άνθρωπος το περιγράφει ο κόσμος πάντως αφορούν σε την, αλλά δεν είναι όλοι εκεί. Δεν είναι δηλαδή το τέλος, ο άνθρωπος, απέναντι ας ο ίδιος γίνεται ένα εργαλείο αναμέσως για να φτάσει και ο υπόλοιπος κόσμος, την υπόλοιπη δημιουργία, σε ένα ίσιο τέλος. Και αυτή η ιδέα της αλληλεξάρτησης θεωρώ ότι υπάρχει και στη Β' πέτρο, γιατί όπως είπα και πριν, ενώ ουσιαστικά όλα αυτά τα φοβερά που θα συμβούν στο τέλος αφορούν στον άνθρωπο, είναι δηλαδή θα λέγαμε το αποτέλεσμα της ανθρώπιμου επιβιωμού, ωστόσο οι πτώσεις δεν περιορίζονται στον άνθρωπο, δεν θα λέγαμε μία καταστροφή, η οποία αφορά μόνο στον άνθρωπο, αλλά είναι μία καταστροφή, η οποία αφορά και στον άνθρωπο, αλλά αφορά και στο υπόλοιπο περιβάλλον, αφού τα δύο αυτά είναι μεταξύ τους άνοιχτα, δεν είναι. Αυτό υπομένως βλέπουμε εδώ, ότι το κείμενό μας ουσιαστικά από μια μεριά προϋποθέτει έναν ανθρωκαινισμό, αφού όλα γίνονται για τον άνθρωπο και αφού και η καταστροφή ουσιαστικά είναι εξαιτίας του ανθρώπου, ταυτόχρονα όμως με κάποιο τρόπο την υποσκελίζει, με τη μία δηλαδή ότι ο άνθρωπος δεν είναι το τέλος των πραγμάτων, ο άνθρωπος θα λέγαμε είναι βέβαια αυτός που το καλεί την καταστροφή, τουλάχιστον οδηγεί τα πράγματα εκεί, όμως αυτό που σημαίνει και την καταστροφή του κόσμου, σημαίνει ταυτόχρονα σε μία αντίστοιχη ουλική, ότι ο άνθρωπος όπως μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή του κόσμου, μπορεί να οδηγήσει και στη σωτηρία του. Και επομένως η ειρήνευση των μέλλων της Εκκλησίας ή αν θέλετε οι επιλογές των μέλλων της Εκκλησίας, το ήθος των μέλλων της Εκκλησίας έχει επίπτωση και στην υπόλοιπη δημιουργία. Αυτό υπομετριάζει τον τεκνοκενισμό ή τον εκκοσκυλίζει με την έννοια που τον καθιστά όχι τελολογικό, όχι το τέρμα όλης της διαδρομής, αλλά ουσιαστικά τον καθιστά ευναλιακό με την έννοια ότι ο άνθρωπος ή στην αλληλευτική εκδοχή, όπως αυτή εδώ στον Κιταπέτρο, στην Εκκλησία, όπως είναι στη Ρημαίως, είναι αυτός από τον οποίο εξαρτάται η μοίρα, θα λέγαμε, και η τύχη της υπόλοιπης δημιουργίας. Αυτό που τρέλει να προκύπτει από το κείμενό μας, αυτό είναι ξεκάθαρο σε όλα τα προκαλυπτικά και ασχολογικά κείμενα, είναι το τέλος του εμβέντρα. Αυτό γι' αυτό το πράγμα είναι ακούωτα πλησμένο στους συγγραφές μας. Και μάλιστα αυτό είναι και το σημείο στο οποίο αντιπαρατήθεται με τους συνομιλητές τους, τους ανώνιους συνομιλητές τους. Το τέλος είναι βέβαιο. Και αυτό που είπαμε και πριν είναι μια ιδέα η οποία είναι σαφής σε όλα τα πρώτα κείμενα του Αρχαίου Ολοκληστανισμού, έστω και αν σιγά σιγά μετριάζεται, με την Έλλητη αρχίζουν να συζητάμε για μια καθυστέρηση παρουσίας και για τους λόγους αυτής της καθυστέρησης. Αυτό είναι βέβαιο το συγγραφέα. Άρα και αυτού σήμερα θα έλεγα να το βεβαιώνει και η επιστήμη. Αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό τώρα βέβαια. Αυτό όμως, το ότι το τέλος είναι βέβαιο, δεν μπορείς αυτώματι να σημαίνει την αδιαφορία απέναντι στη δημιουργία. Και εδώ ερχόμαστε σε μια αντιπαράθεση θα λέγαμε με εκείνες τις ομάδες που θεωρούν ότι απέναντίες αυτό που σημαίνει. Και επειδή αυτούς έρχεται το τέλος, το τέλος σημαίνει ότι πρέπει να διαφορήσουμε και για τον υπόλοιπο κόσμο. Να μην πω κιόλας ότι μπορούμε να χαρούμε ή να οδηγήσουμε σταδιακά, να επισπεύσουμε μάλλον, αυτό το τέλος. Λοιπόν, το τέλος είναι σίγουρο. Το πόσο κοντά είναι, είπαμε, είναι θέμα αντίληψης. Σχεδόν ξέρουμε, και είπα πριν, ότι όσο περνάει νέοι αιώνες, όσο περνάει δεκατοίες, όταν ακουνόμαστε περίμενος ανάστασης, τόσο μετριάζεται αυτή η έντονη αισχατολογική προσδοκία της παρουσίας. Όμως, το τέλος δεν είναι αυτό το οποίο μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους, η μάλλον βεβαιότητα του τέλους, να τους οδηγήσει σε μία αστάση αιωνική απέναντι στο περιβάλλον, αφού μέσα σε αυτό θα πρέπει να ζήσουν όλα τα χρόνια τα οποία έχουν περάσει πάνω σε αυτή τη γη. Απέναντίας, νομίζω ότι μπορεί το γεγονός ιδεδεώθητος του τέλους και ταυτόχρονα το άγνωστο του πότε, του χρόνου της ένευσης, να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μία εγκρίβωση απέναντι στο περιβάλλον, μία γενικότερη εγκρίβωση. Ξάλλον, είναι μία ιδέα που, όπως είπα και στο αρχή του μαθήματος, πολύ ταρτικά βρίσκουμε μέσα στα κείμενά μας. Να οδηγήσει λοιπόν στην εγκρίβωση και στο σεβασμό περιβάλλοντος από τον άνθρωπο αυτό το περιβάλλον είναι ο χώρος στο οποίο πρέπει να ζήσει. Ένα και δεύτερο, είναι το περιβάλλον εκείνο το οποίο, σαστικά, πολύ πιθανόν σε μία από τις δύο κατανοήσεις των εσχάπων, είναι εκείνο το οποίο αποτελέσει την βάση για τον καινούργιο κόσμο. Δηλαδή, θα λέγαμε ότι δεν είναι υποχρεωτικό, οπωσδήποτε, το κείμενό μας, όχι ώστε να το πάρουμε δημιουργία σε συγκεκριμένο ιδέος και μια συγκεκριμένη στάση, η θέση που θέλει να εμεινεύσει το κείμενο ως ένα κείμενο μεταμόρφωσης του κόσμου, οπωσδήποτε, προϋποθέτει ένα ήθος τέτοιο, το βαλόν της ευκαισίας, το οποίο θα είναι με συμφέρον το χαρακτηριστικο σαβασμό του στο περιβάλλον και η λογική ότι το περιβάλλον αποτελεί, θα λέγαμε, τη συνέχεια, θα συνεχίζει να υπάρχει, θα συμπορεύεται με τον άνθρωπο, ότι είναι ένα απόσπος του κομμάτου και να σκεφτούμε ότι μέσα στο κείμενο μας προϋποτίθεται αυτός ο σχετισμός ανθρώπου και υπόλοιπες δημιουργιές, ότι καλή ο άνθρωπος, σωστά, έχει τις συγκρουτώσεις των ανθρώπων στην ομορφιά και αν εδώ το κείμενο μας το συνδυάσουμε με το Ρωμαίους 8, τότε είναι πολύ πιθανό να κατανονίσουμε ότι το τέλος δεν σημαίνει την καταστροφή του κόσμου όπως το τέλος δεν σημαίνει και την καταστροφή του ανθρώπου. Γιατί ακριβώς αυτά τα δύο πηγαίνουν μαζί και επομένως η σωτηρία του ενός σημαίνει και η σωτηρία του άλλου. Και αυτό που υπάρχει ως τόχος επομένως, ως τόχευση τα λέγαμε, για την κοινότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ουσιαστικά η πραγμάτως είναι μια στιγμή η οποία θα προμηγεί τα έσχατα ή αν θέλετε θα είναι η φανέρωση των εσχάτων και εδώ θα πρέπει να παραπέμψουμε σε αυτό ακριβώς που λέει ως χαρακτηριστικό ποιότητα αυτού του καινούργου κόσμου που είναι η δικαιοσία. Η δικαιοσία είπα και πριν, είναι μια πολύ όμοφη αινία μέσα στην Αγία Γραφή, έχει παλαιοδευτικές ρίζες και στη μία βασική της, ένα βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι η δικαιοσία σημαίνει σωτηρία. Αν λοιπόν ο κόσμος είναι ένας κόσμος σωτηρίας, ο κόσμος και αν ουσιαστικά όλα αυτά γίνονται έτσι όπως περιγράφονται εδώ στη γλώσσα β' πέτρο για τη σωτηρία του ενός τρόπου ορφανώς θα σημαίνουν ταυτόχρονα και τη σωτηρία της υπόλοιπης δημιουργίας. Βέβαια η δημιουργία θα λέγαμε μεταμορφωμένης και εδώ που φτάνουμε στα όρια θα λέγαμε του φιλικού μας κοινέδου και έχω τη συνείδηση ότι ο κείμενό μας έχει εδώ ρορίες και δυσκολίες κάνοντας εδώ έρχεται να μας συνεπικουρίσει, θα μας βοηθήσει η υπόλοιπη παράδοση της εκκλησίας και το πώς κατανοήθηκε μέσα στη εκκλησία αυτό το κείμενο συνδέθηκε με τη λογική της μεταμόρφωσης του κόσμου επανειλημμένα μέσα στα κείμενα τα εκκλησιαστικά που όμως βλέπουμε ότι είναι αρχικά ο ίδιος ας πούμε και στον χριστιανισμό στην αρχαία εκκλησία η πρώτη γραμμή ερμηνείας η οποία υποθετείται είναι εκείνη της μεταμόρφωσης του κόσμου είναι βασική έννοια στα κείμενα μας γιατί ακριβώς ο τρόπος που κατανοεί η αρχαία εκκλησία τα κείμενα της δεν είναι αποσπασματικός, δηλαδή κανένα κείμενο δεν μπορεί να κατονοηθεί πέρα από τα υπόλοιπα μπορεί με ένα προϋποθέτη, δεν είναι αυτό αυτό που έλεγε ποτέ, θα σας αφιέσω συγγραφάς στο μορφό μας, εμείς εμείς είμαστε προϋποθέτες διαφορετικές παραδόσεις επηγούσε με γράφες πολλές φορές, οπωσδήποτε διαφορετικό φιλολογικό έδρυσε κάποιες περιπτώσεις και σαφώς πολύ διαφορετικό θεωρηματικό πρωματισμό, όμως παρόλα αυτά όλα αυτά τα κείμενα αποτελούν ένα να πω, θα λέγαμε ένα ενιαίο σύμβολο, το οποίο είναι θα λέγαμε μέσα σε ένα συγκεκριμένο ερμηνευτικό πλαίσιο, το οποίο πλαίσιο το ορίζει ουσιαστικά η εμπειρία της ίδιος του σώματος του που είναι η Εκκλησία και δίνει απλά λόγια, χωρίς να αφιβάλλει κανείς ότι εδώ ο συμμετέχριος έχει αποτελεπτικές τάσεις ξεκάθαρα, χωρίς κανείς να αφιβάλλει ότι εδώ το κείμενο αφήνει πάρα πολλά περιθώρια και προφανώς θα λέγαμε περισσότερο ότι είναι ένα κείμενο καταστροφής ωστόσο φέρεται ότι αυτή η καταστροφή δεν κατανοήθηκε κυλολεκτικά από την Αρχαία Εκκλησία και από τους αρχαίους εμβουλευτές της Αγίας Ζαφής αλλά κατανοήθηκε στη λογική της μεταμόρφωσης και της ασχατωνικής ανακέννησης του κόσμου Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί όταν μελετάμε ένα κείμενο είναι πάντα σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη και την ιστορία της πρόσληψης του κείμενου όπως και την ιστορία της επίδρασης του κείμενου. Πρόκειται για δύο λίγο πολύ παρόμοιες έννοιες ή αν θέλετε διαφορετικές οπτικές που ήδη οφελευμένουν πώς να είναι το κείμενο διαλέγεται με ψαναγνώσεις του μέσα στους αιώνας. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι αυτό το διαλεγόνιον κείμενο στις επόμενες γενεές κατανοήθηκε όχι με την απόλυτα καταστροφική του εκδοχή βέβαια χωρίς να πω ότι υπάρχουν και τέτοιες τάσεις και υπάρχουν στα σύγχρονα χρόνια αλλά κατανοήθηκε κυρίως μέσα σε μια πιο ολιστική αντίληψη περί ασχάτων όπου εκεί πλέον ο κόσμος δεν καταστάχεται, ο κόσμος μεταμορφώνεται, ο κόσμος γίνεται κάτι καινούριο το οποίο όμως διαπνέεται από την έννοια της δικαιοσύνης, της σοκουρίας και της ειρήνης. Κλειδώς λοιπόν το κεφάλαιο θα πούμε συμψίζοντας ότι οπωσδήποτε αν αφισβήθηκα το WF3 είναι ένα εξαιρετικά δυσκολογημένο, ένα εξαιρετικά προβληματικό κείμενο κανένας δεν μπορεί να πει ότι είναι ένα εύκολο κείμενο ή ένα κείμενο το οποίο θα μπορούσε κανείς εύκολα να το ακυρώσει, δεν μπορεί να το ακυρώσει εφόσον ένα κείμενο το οποίο αναγνώσκεται από σκεκριμένες κειμένες ανθρώπων είναι λοιπόν ένα κείμενο το οποίο είναι δύσκολο, είδαμε και τα όρια του κειμένου γιατί είδαμε τις δύο πλευρές, το πως το βλέπει μια πλευρά, το πως το βλέπει άλλη και προφανώς έτσι πολύ ψιχρά σκεπτόμενοι θα λέγαμε ότι η πλάστη διαγέρνει προς την μεριά της απόλυτης καταστροφής ως εγκροχής του κόσμου για το λίγο της εγγραφέτης λίγα πέντου όμως παρ' όλες τις δυσκολίες του και παρά το γεγονός ότι όντως εδώ έχουμε μια ελληνιστική μηχανία πλέον, το δημιουργικό άδεια έξω του εχωρίς η λύση που μπορεί κανείς να προτείνει είναι να υιοθετήσει τη μία από τις δύο εγκροχές, υιοθετώντας τα λαμβάνωση επίσης υπό φυσοβαρά τι σημαίνει αυτό σε επίπεδο θα λέγαμε λιπτώσου για τον κόσμο και γενικότερα για τις σχέσεις ανθρώπων και περιβαλλούς θα λέγαμε λοιπόν εδώ ότι αυτό το κείμενο παρά τις δυσκολίες του, παρά τα όρια μπορεί να καταμεθεί μέσα σε μια πιο γενική αντίληψη περιεσσάτων που υπάρχει στην αρχαία εκκλησία και μπορεί να καταμεθεί με την εκδοχή αυτή της αναμόρφωσης του κόσμου μέσα στο πλαίσιο το οποίο δημιουργούν οι ίδιοι αρχαίοι ελληνευτές κατημένων και φυσικά ως κείμενο το οποίο έχει με μεγάλη ιστορία πρόσληψης η οποία ιστορία πρόσληψης γίνεται σε μια εντελώς διαφορετική κατέθεση στο μεγαλύτερο της μέρας. Αν υπονοηθετήσουμε μια τέτοια εκδοχή, αν υποθεωρήσουμε ότι εδώ μιλά για μια καταστοφή του κόσμου αλλά αφήνει μέσα από την αφησιμία και το κείμενο παράθυρο στην ελπίδα της αποκατάστασης και της μεταμόρφωσης, τότε καταλαβαίνουμε ότι ένα τέτοιο κείμενο μπορεί να αποτελέσει ένα κείμενο διαλόγο με τις ομάδες εκείνες οι οποίες μιλούν για απόλυτη καταστοφή του κόσμου και για ουσιαστικά και έχουν μια απόλυτη απαξίωση του περιβάλλοντος, θα ήταν ένα ερμηνευτικό θα λέγαμε πρόβλημα που θα έρευνε να λύσουν αυτές οι ομάδες, ταυτόχρονα όμως την λογική της μεταμόρφωσης και η αισθατολογική εικόνα της μεταμόρφωσης του κόσμου και της ανανέωσης του, της ανακέννησης του να πω και της πρόστισης μιας ιδιαίτερης ποιότητας αυτής της δημόσιας, μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι μια τέτοια οικολογική ερμηνεία θα μπορούσε να μας βοηθήσει να το εντάξουμε μάλλον και σε ένα θα λέγαμε περισσότερο οικολογικό προσανατορισμό και να γίνει ένα κείμενο το οποίο και αυτό θα μπορούσε να αξιοποιηθεί, με προσοχή βέβαια και γνωρίζοντας πάνω από τα όρια του, σε μία διατύπωση ενός νέου ήθους του χριστιανού να παίρνει στο περιβάλλον, ένας κόσμος ο οποίος θα μεταμορφωθεί, ένας κόσμος ο οποίος έχει ήδη μέσα από εκείνα τα στοιχεία τα οποία θα αποτελέσουν κομμάτι αναπόσπαστο του επόμενου κόσμου, ο οποίος στην προβλοκία του χριστιανισμού είναι κόσμος τον οποίο θα κατοικήσουν και θα συμβιώσουν τα λέγαμε και όλα τα μέλη της εκκλησίας και όλοι οι άνθρωποι ευρωμένους, είναι ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να απορριφθεί, είναι ένας κόσμος ο οποίος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποξιτάπαξιωτικά, ως κάτι το κατώτερο, ως κάτι το απόλυτα αναλώσιμο, ως κάτι το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να το εκμεταλλευτεί πλήρως μόνο για τη δική του αρφέλεια, αλλά πρέπει να δείτε σας αυτό, την προοπτική της μεταμόρφωσης και της ανακαίνησης, μια προοπτική που έτσι κι αλλιώς τα κείμενα αυτά προϋποθέτουν και για τον ίδιο άνθρωπο. |