: tire track Καλημέρα παιδιά! Είστε όλοι καλά, κάθεστε άνετα, Έχετε μαζί σας ένα τετράδιο και ένα μολύβι? Ωραία. Ονομάζομαι Ματίνα Ντούσκου και θα ξεκινήσω διαβάζοντάς σας ένα κείμενο από το βιβλίο της Γλώσσας της 6ης Δημοτικού. Θα το κουβεντιάσουμε και σιγά σιγά θα σας πω τι θα κάνουμε. Ώρες με τη μητέρα μου. Η μαμά μου ήταν πάντα ξεχωριστή. Με τον μπαμπά παντρεύτηκαν από έρωτα στο άψε-σβήσε. Και οι ευχές που τους έδωσε ο παπάς όταν τους πάντρεψε πραγματοποιήθηκαν. Απόκτησαν καρπόν κυλίας, δηλαδή εμένα και τον αδερφό μου. Η μαμά δεν είχε περάσει τα σαράντα. Τα μάτια της σκούρα γαλάζια. Έμοιαζαν με τα μη μελισμόνη που φυτρώνουν την άνοιξη. Φαίνονταν κοριτσάκι όταν την έβλεπες από πίσω με την κομψίκορμο στασιά της και την ξανθιά κοτσίδα στην πλάτη. Το πιο όμορφο πάνω της, όμως, ήταν οι κινήσεις των χεριών της. Και ό,τι έκανε, το έκανε με χάρη. Δεν ήξερα καμιά γυναίκα στο νησί να φοράει λουλούδια στα μαλλιά. Λάτρευε τις γαρδένιες. Είχαμε τρεις γλάστρες στην αυλή. Τις φρόντιζε σαν να ήταν παιδιά της. Και όταν άνθιζαν, έπλεκε τα λουλούδια τους μαζί με την κοτσίδα της. Άλλες φορές, πάλι, τις περνούσε σε κλωστή και έφτιαγνε βραχιόλια. Σε κάθε κινήσει των χεριών της, οι γαρδένιες μοσχοβολούσαν. Από τότε, μαμά και γαρδένια είναι ένας στο μυαλό μου. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, χειμώνα-καλοκαίρι, φορούσε αθλητική φόρμα και παπούτσια και χανόταν. Παραλία-παραλία, έφτανε ως το ακροτήρι με τον φάρο που τον δέρνουν τα κύματα. Καθόταν στον αγαπημένο της βράχο. Γύριζε πάντα με τα χέρια γεμάτα. Βότσαλα με παράξενα χρώματα που η θάλασσα τους έδινε πότε το σχήμα ενός πουλιού ή τη μορφή μιας γυναίκας. Και ξύλα ξεβρασμένα στην άμμο, αργασμένα από το κύμα και την αρμύρα. Με λίγες καλλιτεχνικές επεμβάσεις, όπως έλεγε η ίδια, έφτιαγνε αριστουργήματα που στόλυζαν τον κήρπο και την αυλή μας. Μικρή, πήγαινα κι εγώ μαζί της. Μου άρεσε να τσαλαβουτάω στην παραλία, να σκαρφαλώνω στα βράχια και να βρίσκω καβούρια και κοχύλια. Και όλο κοίταζα πότε θα βγει η γοργόνα. Η μαμά δε βαριόταν να μου λέει και να μου ξαναλέει παραμύθια. Από εκείνη έμαθα να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία. Το βράδυ αράζαμε κάτω από τη Λεύκα το καλοκαίρι ή δίπλα στο τζάκι το χειμώνα με ένα βιβλίο στο χέρι. Τα παράγγελνε οι ίδια στο βιβλιοπωλείο της πλατείας κι όσα έκρινε ότι με ενδιέφεραν, τα έδινε και σε μένα να τα διαβάσω. Λοιπόν, πώς σας φάνηκε? Σας άρεσε? Γιατί σας άρεσε, τι σας άρεσε. Ακούω σκέψεις, απόψεις, σχόλια, ιδέες. Αν μας παρακολουθείτε με παρέα, ανταλλάξτε απόψεις. Αν είστε μόνοι, πείτε το στον εαυτό σας. Σκεφτήκατε? Ωραία. Έχουμε εδώ μερικούς φίλους, κάποιους συμμαθητές σας, συντερνετικούς βέβαια, που θα μας βοηθήσουν. Η Σοφία λέει, ήταν πολύ ωραίο και εγώ πηγαίνω βόλτα με τη μητέρα μου τα καλοκαίρια στο νησί μας. Ο Πέτρος λέει, μιλά μια γυναίκα για τις αναμνήσεις της και τα παιδικά της χρόνια με τη μητέρα της, τώρα που και αυτή είναι μεγάλη. Η Μαρίνα λέει, μου άρεσε η μαμά που φορούσε λουλούδια και που αγαπιώνταν τόσο πολύ. Πολύ ωραία. Φαντάζομαι ότι θα έχατε να πείτε κι εσείς. Εσείς τα παιδιά έχετε τις καλύτερες ιδέες. Αυτό λοιπόν τώρα το κείμενο που σας διάβασα παιδιά είναι ένα απόσπασμα. Δηλαδή ένα μικρό μέρος από ένα μυθιστόριμο που έχει γράψει η γνωστή συγγραφέας παιδικών βιβλίων, Λίτσα Ψαράφτη. Όπως είμαι σίγουρη ότι καταλάβατε, το πρόσωπο που μιλάει είναι κορίτσι και μας μιλά για τη μητέρα της. Πάμε λοιπόν τώρα να δούμε πώς το κάνει αυτό. Να το δούμε κομματάκι-κομματάκι, παράγραφο-παράγραφο. Η μαμά μου ήταν πάντα ξεχωριστή. Με τον μπαμπά παντρεύτηκαν από έρωτα στο άψε-σβήσε. Και οι ευχές που τους έδωσε ο παπάς όταν τους πάντρεψε πραγματοποιήθηκαν. Απόκτησαν καρπών κυλίας, δηλαδή εμένα και τον αδερφό μου. Τι λέει η ροήδα μας αυτή την παράγραφο. Ποιες λέξεις φανερώνουν, πώς αισθάνεται, ποιες λέξεις σας έκαναν εντύπωση. Σκεφτήκατε? Για να δούμε τι λένε οι φίλοι μας. Ο Πέτρος λέει... Α, συγγνώμη, η Σοφία. Η Σοφία λέει, η συγγραφέας μιλά για τη μητέρα της που γνώρισε τον πατέρα της και έκαναν αυτή και τον αδερφό της. Το επίθετο ξεχωριστή φανερώνει πώς αισθάνεται η ροήδα. Ο Γιώργος λέει... Μου έκαναν εντύπωση η φράση από έρωτα και καρπών κυλίας. Πολύ ωραία τα είπαν οι φίλοι μας. Πραγματικά η συγγραφέας σε αυτή την πρώτη παράγραφο μας παρουσιάζει τη μητέρα της κάνοντας μια γενική κρίση. Και με το επίθετο ξεχωριστή μας αποκαλύπτει πόσο σημαντική είναι η μητέρα της γι' αυτήν. Είναι μια πολύ πολύ ιδιαίτερη γυναίκα. Στη συνέχεια μας μιλάει για την οικογένεια της οποίας μέρος είναι και το κορίτσι που μιλάει και η μητέρα. Και μάλιστα η συγγραφέας έχει βρει εδώ έναν πολύ προσωπικό παιχνιδιάρικο τρόπο, για να μας παρουσιάσει τα παιδιά, τα μέλη της οικογένειας. Λέει λοιπόν ότι ο ιερέας που πάντρεψε τους γονείς, ευχήθηκε καρπόν κοιλίας, όπως τα δέντρα βγάζουν το καρπό. Έτσι και εδώ μεταφορικά ο καρπός της κοιλιάς της μαμάς είναι το μωρό. Είναι μια ευχή που τη διαβάζει ο ιερέας όταν τελεί το μυστήριο του γάμου, ώστε το ζευγάρι να αποκτήσει καρπόν κοιλίας, να αποκτήσει παιδιά. Ετσι και σωστά ο Γιώργος πρόσεξε και τη φράση από έρωτα, γιατί φανερώνει ότι το ζευγάρι είναι αγαπημένο. Ωραία. Πάμε λοιπόν στην επόμενη παράγραφο. Θέλετε κι εσείς τώρα, συγγνώμη, πριν πάμε στην επόμενη παράγραφο, θέλετε κι εσείς τώρα να γράψετε στο τετραδιό σας, αν λοιπόν εμείς θέλουμε να περιγράψουμε οποιονδήποτε αγαπημένο μας. Τη γιαγιά, τον παππού, τον μπαμπά, τη μαμά, έναν θείο, έναν φίλο. Μπορούμε να ξεκινήσουμε δίνοντας ένα γενικό χαρακτηρισμό του προσώπου και παρουσιάζοντας τη σχέση μας μαζί του. Γράφουμε λοιπόν. Γράψτε λοιπόν τίτλο, περιγραφή προσώπου και βάλτε την πρώτη κουκιδίτσα, μπούλετ όπως έχουμε μάθει να τα λέμε, δίνουμε έναν γενικό χαρακτηρισμό του προσώπου και παρουσιάζουμε τη σχέση μας μαζί του. Το γράψατε, αν δεν προλάβετε μην ανησυχείτε γιατί στο τέλος θα πούμε πάλι τα βασικά, οπότε θα συμπληρώσετε ό,τι σας έχει ξεφύγει. Πάμε λοιπόν στη δεύτερη παράγραφο. Η μαμά δεν είχε περάσει τα σαράντα, τα μάτια της σκούρα γαλάζια έμοιαζαν με τα μη μελισμόνι που φυτρώνουν την άνοιξη. Φαινόταν κοριτσάκι όταν την έβλεπες από πίσω με την κομψίκορμο στα σιά της και την ξανθιά κοτσίδα στην πλάτη. Το πιο όμορφο πάνω της όμως ήταν οι κινήσεις των χεριών της. Και ό,τι έκανε, το έκανε με χάρη. Ποιο είναι το θέμα αυτής της παραγράφου? Τι προσπαθεί η συγγραφέας να πετύχει με αυτό? Σκεφτήκατε? Για πείτε το στον εαυτό σας ή μεταξύ σας, ανταλλάξτε απόψεις. Ο Πέτρος λέει, μιλά για τα μαλλιά, τα μάτια και την κορμοστασιά της μητέρας της και ακόμα για την ηλικία της και τις όμορφες κινήσεις των χεριών της. Προσπαθεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πώς φαίνεται η μητέρα της. Πολύ σωστά λοιπόν, πράγματι η συγγραφέας εδώ, μέσω της ηρωίδας της, μας μιλά για την ηλικία, τα μάτια, τα μαλλιά, την κορμοστασιά, τις κινήσεις της μαμάς. Και μήπως προσέχετε ποιο σχήμα λόγου χρησιμοποιεί εδώ πιο πολύ. Πολύ σωστά καταλάβατε, χρησιμοποιεί παρομοιώσεις για να μας βοηθήσει να πλάσουμε με τη φαντασία μας την εικόνα της μαμάς. Άρα λοιπόν φαντάζεται ο καθένας τη δική του ιδέα, κάνει τη δική του εικόνα στο μυαλό του, μιας μαμάς που είναι λέει σαν κοριτσάκι από πίσω, άρα μάλλον είναι μικρή, μικροκαμωμένη και λεπτή, κομψή λέει, κομψή κορμοστασιά, με μια ξανθιά κοτσίδα στην πλάτη. Και δεν μου λέτε τι εικόνα φτιάχνουμε γι' αυτά τα σκούρα γαλάζια μάτια που μοιάζουν με τα μη μελισμόνη, τα λουλουδάκια που φυτρώνουν την άνοιξη. Έχουν γαλάζια ανθάκια τα ξέρετε, ξέρετε τη συγκινητική ιστορία πώς πήραν το όνομά τους. Για να σας την πω κι αυτήν, είναι ένας γερμανικός μύθος που λέει ότι ήταν δύο νέοι ερωτευμένοι και περπατούσαν κατά μήκος του ποταμού Δούναβη. Και είδαν ένα από αυτά τα όμορφα λουλουδάκια με τα γαλάζια ανθάκια και έσκεψε ο νέος να κόψει το λουλούδι να το δώσει στην καλή του, αλλά γλίστρισε, έπεσε μέσα στο ποτάμι και χάθηκε. Πρόλαβε όμως να δώσει το λουλούδι και να της φωνάξει να μην τον λυσμονήσει, να μην το ξεχάσει δηλαδή. Κι από τότε τα λουλούδια αυτά συμβολίζουν την αιώνια αγάπη, την αληθινή αγάπη, την πίστη, τη μνήμη. Τι εικόνες λοιπόν φτιάχνουμε μέσα μας όταν ξέρουμε όλα αυτά, γι' αυτά τα σκούρα γαλάζια μάτια. Αλλά κι αν δεν τα ξέρετε, δεν την ξέρουμε αυτή την ιστορία, ο καθένας φτιάχνει τη δική του εικόνα. Αν λοιπόν και εμείς περιγράφουμε ένα πρόσωπο, μπορούμε να συνεχίσουμε στη δεύτερη παράγραφο, να μιλήσουμε, να περιγράψουμε την εξωτερική εμφάνιση. Και τι μπορούμε να βάλουμε εδώ, για να δούμε. Μπορούμε να μιλήσουμε για τη γενική εντύπωση, τις κινήσεις, την κορμοστασιά και μετά για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα μάτια, τα μαλλιά, το πρόσωπο, το δέρμα, το ντύσιμο. Ένας άπειρος πλούτος, άπειρες επιλογές ανοίγονται μπροστά μας, μέσα από έναν άπειρο πλούτο λέξεων, επιθέτων, σχημάτων λόγου. Φανταστείτε τώρα, η κορμοστασιά λεπτοκαμωμένη, ψιλόλυγνη, γεροδεμένη, γεματούλα, χαριτωμένη, όμορφη. Τα μάτια σκούρα πράσινα, ανοιχτά καστανά, μάτια γεμάτα κατανόηση, μάτια γλυκά, μάτια ευαίσθητα. Τα μαλλιά, ατίθασα φουντοτά, μαλλιά που πέφτουν ελεύθερα στους όμους, μαλλιά πιασμένα κότσο. Το ντύσιμο, έχετε μια μαμά που φοράει κομψά κουστούνια γιατί πηγαίνει κάθε πρωί στο γραφείο της και πρέπει να είναι πολύ περιποιημένη. Έχετε μια μαμά που της αρέσει να φοράει αέρινα λουλουδά τα φορέματα και μοιάζει με τις μαμάδες του παρελθόντος. Έχετε μια μαμά που της αρέσει να ντύνεται με αθλητικές φόρμες γιατί είναι δραστήρια και θέλει να νιώθει άνετα. Βλέπετε πόσα πολλά πράγματα μπορείτε να γράψετε. Και σίγουρα κάθε πρόσωπο έχει πάνω του κάτι ξεχωριστό. Όπως σας πούμε εδώ, στην παράγραφο αυτή μας λέει οι συγγραφές ότι αυτό που ξεχώριζε τη μαμά της ήταν οι συγχαρητωμένες κινήσεις των χεριών της. Άρα λοιπόν έχουμε πάρα πολλές επιλογές να διαλέξουμε. Χρησιμοποιούμε επίθετα, παρομοιώσεις, μεταφορές, εικόνες για να γίνει η περιγραφή μας περισσότερο ζωντανή και παραστατική. Και ο αναγνώστης, αυτός λοιπόν που μας διαβάζει, να καταλάβει, να φτιάξει εικόνα πώς είναι αυτό το πρόσωπο που περιγράφουμε. Γράψατε την προηγούμενη, γράψατε την δεύτερη κουκιδίτσα, έτσι? Η δεύτερη μας κουκιδίτσα ήταν, περιγράφουμε την εξωτερική εμφάνιση του προσώπου που περιγράφουμε. Πάμε λοιπόν να προχωρήσουμε στην επόμενη παράγραφο. Δεν ήξερα καμιά γυναίκα στο νησί να φοράει λουλούδια στα μαλλιά. Λάτρευε τις γαρδένιες. Είχαμε τρεις γλάστρες στην αυλή. Τις φρόντιζε σαν να ήταν παιδιά της και όταν άνθιζαν έπλεκε τα λουλούδια τους μαζί με την κοτσίδα της. Άλλες φορές πάλι, τις περνούσε σε κλωστή και φτιάγανε βραχιόλια. Σε κάθε κίνηση των χεριών της, οι γαρδένιες μου σχοβολούσαν. Από τότε, μαμά και γαρδένια είναι ένας στο μυαλό μου. Τι την έκανε να ξεχωρίζει από τις άλλες γυναίκες του νησιού. Τι της άρεσε να κάνει πολύ. Για σκεφτείτε. Για να δούμε ποιος μιλάει τώρα. Α, ο Γιώργος θα μας πει. Ο Γιώργος λοιπόν λέει, αγαπούσε πολύ τα λουλούδια και τα φρόντιζε σαν παιδιά της. Της άρεσε να στολίζει τα μαλλιά της με αυτά ή να τα φοράει βραχιόλια στο χέρι. Μοσχομύριζε σαν γαρδένια. Πραγματικά, είναι μια γυναίκα, μπράβο Γιώργο, που φοράει λουλούδια στα μαλλιά. Λατρεύει τις γαρδένιες. Έτσι, τα φοράει, τα φτιάχνει και βραχιόλια και τα φοράει στα χέρια της. Σε κάθε κίνηση των χεριών της, οι γαρδένιες μοσχοβολούν. Μας έχει πει και στην προηγούμενη παράγραφο, ότι το πιο ξεχωριστό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι οι χαριτωμένες κινήσεις των χεριών της. Οπότε, για σκεφτείτε, εμείς φτιάχνουμε τώρα στο μυαλό μας μία εικόνα από μια μαμά που κινείται με πάρα πολύ ωραίο τρόπο. Κινεί τα χέρια της και όπως τα κινεί, μοσχομυρίζουν οι γαρδένιες. Άρα, η εικόνα αυτή που φτιάχνουμε είναι και ωσφλητική. Μπορούμε να μυρίσουμε δηλαδή το άρωμα των λουλουδιών που απλώνεται στο χώρο. Και πάμε στην επόμενη παράγραφο. Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά, χειμώνα-καλοκαίρι, φορούσα αθλητική φόρμα και παπούτσια και χανόταν. Παραλία-παραλία έφτανε ως το ακρωτήρι με τον φάρο που το δέρνουν τα κύματα. Καθόταν στον αγαπημένο της βράχο. Γύριζε πάντα με τα χέρια γεμάτα. Βότσαλα με παράξενα χρώματα που η θάλασσα τους έδινε πότε το σχήμα ενός πουλιού ή τη μορφή μιας γυναίκας και ξύλα ξεβρασμένα στην άμμου, αργασμένα από το κύμα και την αρμύρα. Με λίγες καλλιτεχνικές επεμβάσεις, όπως έλεγε η ίδια, έφτιαχνε αριστουργήματα που στόλυζαν τον κήπο και την αυλή μας. Πώς περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της η μαμά αυτή. Τι της άρεσε να δημιουργεί και με τι. Τι λέτε. Η Μαρίνα λέει, κάθε απόγευμα έφτανε ως το ακροτήρι με το φάρο. Μάζευε κοχύλια, βότσαλα και ξύλα από τη θάλασσα, έφτιαχνε αριστουργήματα και στόλυζε τον κήπο. Φραγματικά, αυτή η μητέρα κάθε μέρα, τη φανταζόμαστε και εδώ μια πολύ δυνατή εικόνα, να περπατάει μία μοναχική φιγούρα στην παραλία και να φτάνει στο ακροτήρι με τον φάρο που τον δέρνουν τα κύματα. Και εδώ μια πολύ ωραία εικόνα, μια μεταφορά, δεν δέρνουν τα κύματα. Μεταφορά λοιπόν είναι εδώ. Να κάθεται στον αγαπημένο της βράχο, ότι φανταζόμαστε να αγναντεύει μπροστά στον ορίζοντα και να σκέπτεται. Και να γυρίζει σπίτι με ένα σωρό πράγματα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλα αργασμένα. Εσείς θυμάστε πώς είναι τα ξύλα που έχει ξεβράσει η θάλασσα και τα βρίσκεται το καλοκαίρι στην παραλία. Είναι φαγωμένα από τη θάλασσα, δουλεμένα, αργασμένα από την αρχαία λέξη έργο. Γυρνάει λοιπόν στο σπίτι αυτή η γυναίκα και δημιουργεί έργα τέχνης. Οι κόρη της τα θεωρεί αρισθουργήματα και με αυτά στολίζουν τον κήπο και την αυλή. Σενισίζουν. Έχουν και κήπο και αυλή. Μήπως λοιπόν εδώ από τις δύο αυτές τελευταίες παραγράφους καταλάβατε. Σ' αυτό το σημείο εδώ, σ' αυτές τις δύο παραγράφους τι μας λέει. Ξεκίνησε παρουσιάζοντας τη μαμά και βάζοντάς της στο οικογενειακό της περιβάλλον. Συνέχισε στην επόμενη παράγραφο με την εξωτερική εμφάνιση. Σ' αυτές τις δύο παραγράφους τι κάνει. Είμαι σίγουρη ότι το έχετε ήδη καταλάβει. Σ' αυτές τις δύο παραγράφους μιλάει για τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα της μαμάς. Είδατε όμως ότι δεν χρησιμοποιεί επίθετα. Δεν λέει, η μαμά ήταν έξυπνη, όμορφη, δραστήρια, δημιουργική, ιστορική. Μην τα λέει όλα αυτά. Γιατί χρησιμοποιεί ρήματα. Γιατί? Γιατί μας αφήνει να καταλάβουμε τον χαρακτήρα της μαμάς μέσα από τις ασχολίες της, τα ενδιαφέροντά της, τα πράγματα που αγαπά να κάνει. Γιατί μη μου πείτε ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτή η γυναίκα είναι ευαίσθητη και δημιουργική, έχει καλλιτεχνική φυσιογνωμία αφού δημιουργεί με τα χέρια της εργατέχνης. Ή μη μου πείτε ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι αυτή η γυναίκα είναι δραστήρια και εργατική αφού καταπιάνεται με τόσα πράγματα. Ή ότι είναι ιστορική και γλυκιά αφού ακόμα και τα λουλούδια τα έχει σαν παιδιά της. Ή δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι είναι κοκέτα και της αρέσει να περιποιείται τον εαυτό της και να μοσχοβολά. Ή μήπως δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι είναι στοχαστική και ονειροπόλα αφού περπατά στη θάλασσα και αγναντεύει τον ορίζοντα από τον αγαπημένο της βράχο. Βλέπετε λοιπόν παιδιά πόσα πολλά πράγματα μπορούμε να ανακαλύψουμε σε ένα κείμενο όταν αρχίζουμε να το ξεκλειδώνουμε. Άρα λοιπόν και εμείς μπορούμε λοιπόν όταν περιγράφουμε το δικό μας αγαπημένο πρόσωπο, να φτιάξουμε μετά μια παράγραφο, η δύο ή όσες θέλουμε εμείς, όπου να περιγράφουμε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Έτσι, τη συμπεριφορά του. Και εκεί μπορούμε να μιλήσουμε για προτερήματα αλλά και για ελαττώματα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και επίθετα φυσικά εμείς. Και μπορούμε να μιλήσουμε και για τα ελαττώματα, τις αδυναμίες, γιατί ένα πρόσωπο δεν έχει μόνο προτερήματα. Δεν έχουμε μόνο προτερήματα, έχουμε και αδυναμίες και ίσως αν κάποιος διάβαζε ολόκληρο αυτό το μυθιστόρημα, να έβλεπε και τη Δανάη να αντιμετωπίζει τη σχολεία στη σχέση της με τη μητέρα της. Μπορεί να είχαν συγκρούσεις, να μην έβλεπαν τα πράγματα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε και για τις συνήθειες, τις ασχολίες, τα ενδιαφέροντα. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε και για χαρακτηριστικά επεισόδια, δηλαδή περιστατικά που δείχνουν τον χαρακτήρα του προσώπου που περιγράφουμε. Για παράδειγμα, αν μιλάμε για έναν φίλο μας και γνωρίζουμε ένα περιστατικό, που αυτός έχει σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο για να σώσει ένα γατάκι που δεν μπορεί να κατέβει μόνο του. Αν το γράψουμε αυτό, για σκεφτείτε πόσα πράγματα για το χαρακτήρα του φίλου μας τα καταλάβει αυτός που διαβάζει το κείμενό μας. Σωστά. Καταλάβατε έτσι. Το γράψατε λοιπόν. Αυτή είναι η τρίτη κουκιδίτσα. Περιγράφουμε τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά. Και φτάνουμε στην τελευταία παράγραφο. Μικρή πήγαινα κι εγώ μαζί της. Μου άρεσε να τσαλαβουτάω στην παραλία, να σκαρφαλώνω στα βράχια και να βρίσκω καβούρια και κοχύλια. Και όλο κοίταζα πότε θα βγει η γοργόνα. Η μαμά δεν βαριόταν να μου λέει και να μου ξαναλέει παραμύθια. Από εκείνη έμαθα να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία. Το βράδυ αράζα με κάτω από τη Λεύκα τα καλοκαίρια ή δίπλα στο τζάκι το χειμώνα με ένα βιβλίο στο χέρι. Τα παράγγελνε οι ίδια στο βιβλιοπωλείο της πλατείας κι όσα έκρινε ότι με ενδιέφεραν τα έδινε και σε μένα να τα διαβάσω. Εδώ, παιδιά, σε αυτή την τελευταία παράγραφο συμβαίνει κάτι διαφορετικό από όλες τις άλλες. Τι είναι αυτό? Για σκεφτείτε το. Τι αλλάζει στην τελευταία παράγραφο. Τι θυμάται η συγγραφέας. Για να δούμε. Η Αγγελική λοιπόν, η Δανάη, δεν σας είπα πριν, Δανάη ονομάζεται η ηρωίδα του μυθιστορύματος έτσι. Η Δανάη μας μιλά για τον εαυτό της. Της άρεσε να πηγαίνει με τη μητέρα της στη θάλασσα και να την ακούει να λέει παραμύθια. Από τη μαμά της έμαθε να αγαπάει τα βιβλία και ίσως έγινε συγγραφέας. Α, πολύ ωραίες ιδέες είχε η Δανάη έτσι. Πραγματικά, σε αυτήν εδώ την τελευταία παράγραφο, η Δανάη η ηρωίδα ή η συγγραφέας μέσω της ηρωίδας της, της Δανάης, μας μιλάει για τον εαυτό της σε σχέση με τη μητέρα της. Μας λέει ότι της άρεσε να πηγαίνει μαζί της στην παραλία, να τσαλαβουτάει στη θάλασσα, μας λέει ότι η μαμά της της έλεγε παραμύθια και αυτή περίμενε τη Γοργόνα. Για κοιτάξτε μια πολύ ωραία εικόνα εδώ, το ακροτήρι με τον φάρο και τα κύματα και τη Γοργόνα που ψάχνει τον Αλέξανδρο. Πόσο τεριαστή είναι εδώ η Γοργόνα. Πόσο ωραία η συγγραφέας μας πηγαίνει στους παλιούς μύθους που έχουν φτάσει σε εμάς μέσα από τους αιώνες. Και μας λέει πώς την επηρέασε η μαμά της επίσης. Μας λέει ότι από τη μαμά της έμαθε να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία. Και αυτό που είπε η Αγγελική μου, δώσε μια ιδέα ότι ίσως η Δανάη έγινε συγγραφέας όταν μεγάλωσε. Άρα ποια είναι η Δανάη και ποια είναι η συγγραφέας. Είναι η συγγραφέας η Δανάη ή μήπως η συγγραφέας πλάθει μια ηρωίδα τη Δανάη, αλλά της δανείζει προσωπικά τη στοιχεία. Ένα πολύ γοητευτικό ερώτημα, έτσι. Άρα λοιπόν, όταν και εμείς περιγράφουμε το δικό μας πρόσωπο, μπορούμε να φτιάξουμε μια ακόμα παράγραφο και να περιγράψουμε τη σχέση μας με το πρόσωπο που παρουσιάζουμε. Σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, στιγμές που περνάμε μαζί. Βέβαια θα είδατε ότι στην πραγματικότητα τα συναισθήματα είναι κάτι που μπορεί να απλώνεται σε όλο το κείμενο. Εδώ η λατρεία, η αγάπη, ο θαυμασμός που τρέφει η ηρωίδα για τη μητέρα της είναι διάχειτος σε όλο το κείμενο. Οπότε τα συναισθήματα δεν περιορίζονται. Συνοψίζοντας λοιπόν, εδώ βλέπουμε τα βήματα που ακολουθήσαμε και μπορούμε στο τέλος να τελειώσουμε μια γενική κρίση που θα τη σκεφτούμε μόνη μας. Αυτό λοιπόν είναι ένα σχέδιο που θα μας βοηθήσει να γράψουμε κι εμάς ένα κείμενο όταν θέλουμε να περιγράψουμε ένα πρόσωπο. Μπορούμε να το ακολουθήσουμε για να μας βοηθήσει, να μας δώσει ιδέες, να μας γλιτώσει από την αγωνία, δεν ξέρω τι να γράψω, δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Να δημιουργήσει ένα είδος σκελετού που θα μας στηρίξει τώρα που μαθαίνουμε τον τρόπο που μπορούμε να γράφουμε. Ο σκελετός όμως αυτός δεν πρέπει να φαίνεται. Έτσι, όπως το σώμα μας το στηρίζει ο σκελετός, αλλά δεν το βλέπουμε. Σιγά σιγά εσείς μεγαλώνοντας, θα καταλάβετε ότι όλοι αυτοί οι κανόνες που μαθαίνετε τώρα μπορούν να ανατραπούν. Και ο καθένας μας ψάχνει να βρει τη δική του προσωπική αληθινή φωνή. Και ακόμα και τώρα αν αισθάνεστε ότι θέλετε να το γράψετε αλλιώς μπορείτε και πρέπει να ακολουθήσετε τη δική σας εσωτερική φωνή, τη διέστησή σας. Σιγά σιγά θα ανακαλύψετε ότι σημαντικό είναι όταν περιγράφουμε ένα πρόσωπο να το ζωντανεύουμε, να το αποκαλύπτουμε αυτό και τη σχέση τη δική μας μαζί του, σε αυτόν που μας διαβάζει. Και θα σας δώσω πολύ γρήγορα τώρα μερικά παραδείγματα ανθρώπων που έχουν βρει την αληθινή τους φωνή και με πάρα πολύ λίγες κουβέντες στην ουσία καταφέρνουν να μας δώσουν πολύ ολοκληρωμένες εικόνες. Ο Νικηφόρος Βρετάκος, κοιτάξτε εδώ, μόνο 7-8 στίχοι. Άλλαξε την πόλια της η μητέρα μου και ετοιμάστηκε να πάει στην εκκλησία. Καθαρής αναστέρι παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου τι είναι ο ήλιος, τον φαντάζεται αγάπη που ανατέλλει στον ουρανό. Δεν ξέρει η μητέρα μου. Μέσα σε πολύ λίγους στίχους μας παρουσιάζει τη μητέρα που βάζει το μαντήλι της, ετοιμάζεται να πάει στην εκκλησία, είναι καθαρής αναστέρι, μαυροντιμένη, κατεβαίνει τα σκαλιά. Είναι μια απλή και αγράμματη γυναίκα, δεν γνωρίζει τι είναι ο ήλιος, είναι όμως μια γυναίκα γεμάτη αγάπη. Το ίδιο σας παροτρύνω να διαβάσετε, δεν θα σας το διαβάσω τώρα, τη μάνα μου, πάλι από το ανθολόγιό σας, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με ένα πάρα πολύ μικρό πήμα, μας δίνει μια πολύ ωραία εικόνα της μαμάς που είναι σαν να πιάνει την Παναγιά απ' το χέρι και τρέχει να συντρέξει τις γυναίκες, τις φτωχές και τον κόσμο. Ή τον Καζαντζάκη από την αναφορά στον Γκρέκο, που μας παρουσιάζει τη μητέρα του, μια ευαίσθητη γυναίκα γεμάτη αγάπη που κλαίει όταν ο γιος της συσδηγείται δραματικές ιστορίες από τους βίους αγίων. Σας ευχαριστούμε πολύ που παρακολουθήσατε το μάθημα, να έχετε ένα πολύ όμορφο απόγευμα! |