Πενήντα χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου /

: Φτάνουμε σήμερα στην έβδομη και τελευταία συζήτηση του κύκλου εκδηλώσεων που οργάνωσε την Εθνική Βουλιοθήκη της Ελλάδας, στο νέο χώρο της, στο Κέντρο Πολιτισμού Υδημοστάδου Ρομιάχους, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Summer Nostrums Festival, με ένα θέμα κάπως τενάχωρο, καθώς αφορά μια επέτειο, που παρό...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Είδος:Ακαδημαϊκές/Επιστημονικές εκδηλώσεις
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος 2019
Θέματα:
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=Sn8ohqAEzGs&list=PLW3V1R3KCG4kPnCm6wzPfL2de57fb5vMf
Απομαγνητοφώνηση
: Φτάνουμε σήμερα στην έβδομη και τελευταία συζήτηση του κύκλου εκδηλώσεων που οργάνωσε την Εθνική Βουλιοθήκη της Ελλάδας, στο νέο χώρο της, στο Κέντρο Πολιτισμού Υδημοστάδου Ρομιάχους, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Summer Nostrums Festival, με ένα θέμα κάπως τενάχωρο, καθώς αφορά μια επέτειο, που παρότι δεν θέλουμε, οφείλουμε να θυμόμαστε. Αφορμή, συμπήρως πενήντα χρόνια από το πραξικό κομμάτι, της 21ης Αυριλίου 1967, και την επιβιβολή της ραδιοδικής διθεκτορίας στη χώρα. Θέμα, η στάση του διανοουμένου. Μια στάση που κινήθηκε σε ένα μεγάλο φάσμα, πηκίνωση περιφορών, πρακτικών, δράσεων, συναισθημάτων, με βασικό νομίζω δίλημα, για όσους τουλάχιστον σούσα στην Ελλάδα, τη μεγάλη και μικρή ίσως απόσταση, ανάμεσα στην ιχειρή συνοπή και τη βουβή κραυγή. Σήμερα είναι μαζί μας για να παρουσιάσουν τις σκέψεις τους και τις απόψεις τους στον αθηματικό αυτοάξονα, τρεις εξαιρετικοί ομιλτές, η καθηγήτρια της Γενικής και Συνθετικής Λουλολογίας του Αριστολικού Υπανιστημίου Θεσσαλονίκης, η κυρία Βιζινγκό, ο αναπληρωτής καθηγητής Δημιουργικής Λουλολογίας του Αριστολικού Υπανιστημίου Ιωαννίνων, κ. Γιάννης Παπαθεοδόρου, και ο επισκημονικός συνεργάτης της δασκαλίας Εθνικής Λουλολογίας του Υπανιστημίου κ. Κώστας Καραβίδας. Ακολουθώντας τη σύντομη, πολύ όμορφη, πιστεύω παράδοση που δημιουργήθηκε σε εκπλώσεων των ημερών της Εθνικής Λουλυθήκης της Ελλάδος, οι ανακοινώσεις των τριών ομιλητών θα πλαισιωθούν με την ανάγνωση χαρακτηριστικών κειμένων της εποχής από τον διεκριμένο εθνικοποιό Νίκο Γεωργάκη σε κείμενα που επέλεξαν ο Γιάννης Παπαθεοδόρου, κ. Κώστας Καραβίδας και ο Στάβρος Μπουμπλάκης. Πριν πάρουμε όμως το λόγο οι μιλητές, θα ξεκινήσουμε με κάτι εμβληματικό. Πάει καιρός, πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άνοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσιεύσα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου, δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φημόθηκε η ελευθερία, έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καταλά τη σκέψη μου. Μόνο αυτά, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου οράει να πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο γιατί σήμερα είναι η κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα. Κλείνω δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολός διόλου αντίθετο με τα ιδεόδια τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμβα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής ναρκής όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνους και με κόκους πάνε και αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ερώδης τεκάμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν ρογαριαζούν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν μπράγεται μόνο για αυτόν τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπόκρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους πανπάλεους χορούς του αισχίδου. Όσο μένει η ανομαλία τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν απολύτως πολιτικό δεσμό και μπορώ να το πω μίλω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον κρέμο όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανομαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξεραγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεό να μην με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω. Ήταν βέβαια ο Γιώργος Σεφέρης στο Δημοφωνικό Σταθμό του BBC στις 28 Μαρτίου 1969, την περίφημη δηλώση και το λόγο έχει η κυρία Τζιμώ. Καλησπέρα. Ακούλητε? Λοιπόν, θαρώ πως πρέπει να ξεκινήσουμε με κάποια αυτονόητα μάλλον. Πώς δηλαδή εξακολουθούμε σε πολύ αδρές γραμμές να θεωρούμε τον διανοούμενο και τη διανοούμενη συμπεριφορά με κριτήρια που επέτρεψαν τη διαμόρφωση αυτού του όρου και ενός διακριτού κοινωνικού τύπου στην περίφημη υπόθεση Τρέιφους. Υπόθεση που δίχασε στη Γαλλία συνειδήσεις και νοοτροπίες τότε. Έκτοτε, μολονότι η συζήτηση και η σχετική βιβλιογραφία έχουν υπερβολικά διωγωθεί βέβαια, ο κριτικός έλεγχος, η αμφισβήτηση, η ανάληψη κοινωνικής ευθύνης και παρεμβατικής δράσης δεν έπαψαν να προσμετρώνται διαχρονικά στα διεπιστευτήρια του διανοούμενου. Ο Σάρτρα αργότερα το διατύπωσε επιγραμματικά. «Διανοούμενος είναι αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν». Δεν είναι δηλαδή απλός ταχυδρόμος, διακπεραιωτής, διαχειριστής πολιτικών ή πολιτιστικών εντολών, αλλά επιδιώκει να γίνεται και συντάκτης νέων μη καθιερωμένων προτάσεων. Το θέμα βέβαια επανέρχεται τακτικά, στην ταχύριθμη πια επικαιρότητά μας, με κάθε αφορμή. Σημάδει πως ένας δακτήλιος σύγχυσης ή ασάφιας περιβάλλει την κατηγορία των πολιτών εκείνων που αποκαλούνται «διανοούμενοι», μολονότι σχεδόν ποτέ οι ίδιοι δεν αυτοπροσδιορίζονται με τη λέξη αυτή. Μιλάμε στην τρέχουσα μπλόσα για στράτευση ή αποστράτευση των διανοούμενων, ιδιώτευση, απόσευσή τους, σιωπή τους, προδοσία τους, ανεφέρουμε στο 2015, τους εξισώνουμε με την εξίσουα σαφή και γενικευτική κατηγορία των πνευματικών ανθρώπων ή των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, που είναι συνάμα και σκεπτόμενη, αναστοχαστική και φτάνουμε ενύατε και σε αρνητικές, χλεβαστικές συντηλώσεις, μιλώντας για διανοουμενισμό, εγκεφαλισμό ή απλώς για κουλτοβιάριδες. Ταγμένος και συνάματαγός, χωρίς καμιά ηρωική υπερβολικά ή αποστολική ιδιότητα, ο διανοούμενος ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα σε μια αυτοδιάθετη κλήση που ενύατε συνεπιφέρει ανεστιότητα, ξενότητα, αναθομείωση και σε ένα όλο ένα αυξηνόμενο πια επαγγελματισμό, αρκεί να σκεφτούμε σήμερα τις στρατιές συμβούλων εξειδικευμένης τεχνογνωσίας που στελεχώνουν τα λεγόμενα think tanks. Προφανώς δεν θα ανοίξουμε εδώ τώρα τη συζήτηση για οργανικούς ή εργαλειακούς διανοούμενους, για ψευδόδιανοούμενους, όπως τους αποκαλούσε ο Νιζάν, Κέλβερους ή Μαντρόστυλα του Συστήματος, Σχεντεγκάτ, για ενοχικούς διανοούμενους, πάσκους, αισυνηδήσεις κτλ. Ας κρατήσουμε ότι η δράση του διανοούμενου είναι πρόσθετη μετά επαγγελματική, ανεξαρτήτως δηλαδή αν κάποιος είναι δάσκαλος, νομικός ή καλλιτέχνης ή οτιδήποτε άλλο, ότι διεκδικεί στεναρά την ελευθεροφροσύνη, επιδιώτι την αυτογνωσία του, συνειδητοποιώντας και μη παρακάμπτοντας τις αντιφάσεις που τον ορίζουν και ότι επιχειρεί σταθερά όχι να ηγεμονεύσει αλλά να απομηθεύσει απομηθευόμενος και ο ίδιος. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν αυξημένα ανακλαστικά, συνεχή εγρήγορση, συμμετοχική διάθεση και ιδιαίτερα όταν οι πιέσεις εντύνονται. Περνώντας τώρα στα καθημάς, παρατηρούμε ότι οι πάντοτε σχεδόν τεταμένες και δίστροπες σχέσεις των πνευματικών ανθρώπων εν Ελλάδη με την εξουσία, δέχθηκαν βάλει πλήγμα με την Απριλιανή δικτατορία. Η χώρα υπούλωνε τις μεταπολεμικές με τενφυλιακές πληγές της και η δεκαετία του 60 άνοιγε ευδηματισμός στον χώρο των ιδεών. Μια μικρή άνοιξη, όπως εκ των ιστέων, αποκάλυσαν αυτή την κουτσή μισαιρή η δεκαετία του 60. Τουλάχιστον τρία καλά περιοδικά, το ένα μάλιστα φοιτητικό ενώ την υπθεώρηση τέχνης τις εποχές και την πανσπουδαστική, ενημερώνονται και ενημερώνουν για τις τάσεις στα γράμματα, τις τέχνες, την έρευνα με διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό, που ωστόσο δεν είναι απαγορευτικός ή στεγανοποιημένος. Οι μικρές χρηστικές εκδόσεις του «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου κάνουν προσιτά στο αναγνωστικό κοινό παλαιότερα και νεότερα αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα. Το περαιδικό θέατρο του Κωνστανίτσου εκπαιδεύει τους θεατρόφυλους και όχι μόνο. Ο Ζηγός, άλλο περαιοδικό, παρακολουθεί και διαμορφώνει τα εικαστικά και τις καλές τέχνες. Ενγένει νέος αέρας, τόλμης και αυαισθησίας, κινεί τα πράγματα στη μουσική, με χατζιδάκι, θεοδωράκι, νέο κύμαξ, αρχάπο κλπ., στον κινηματογράφο επίσης. Και σημαντικό, ο ημερήσιος τύπος στηρίζεται από δημοσιογράφους που κατά τεκμήριο ξέρουν καλά γράμματα. Η φοιτητιώσα νεολαία, όπως την έλεγαν οι παλιοί, ήταν δυναμική, ανήσυχη και κολαπτόμενη διανοούμενη. Σε μεγάλο βαθμό, άλλωστε, αυτή η νεολαία στήριζε όλα αυτά τα ανοίγματα και τους πειραματισμούς στα εκδοτικά, τις τέχνες και τις ιδέες. Η Ελλάδα, λοιπόν, προσπαθούσε να κερδίσει το χαμένο χρόνο και εν μέρει το κατόρθανε. Όλη αυτή η ανάσα κόπηκε απότομα την 21η Αυγή. Ένα χρόνο πριν ο νεαρός Αγόκουλος, στον φορτηγό του, τραγουδούσε για τον βιεκραμέζο Φουμιτσιν που ανασένει με καλάμι. Σε αυτή τη θέση βρέθηκε ξαφνικά η χώρα, αποκομμένη βία από τη φυσιολογική προοπτική της, με ακυρωμένη τη νυγμάδα του παρόντος της. Λοξοδρομώντας προς το πνευματικό τοπίο της επταετίας, από την άνεση των 50 χρονών που μας φορίζουν πια από αυτή, μπορούμε να καταγράψουμε το αρχικό μούδιασμα αλλά και τις μετρημένες ανάσες, τις εναντιώσεις, τη βαναυσότητα, τη δίωξη και τη φήμωση που επέβαλε το νέο καθεστώς. Σε αυτές τις συνθήκες συντηρήθηκε και οξύνθηκε μια ποιητική και αναγνωστική νοημοσύνη, κάτι σαν άδειλη αναπνοή, όταν η πνευμονική αναπνοή ήταν εμποδισμένη. Ας πούμε μάλιστα προγραμματικά ότι το πολιτιστικό στίγμα της οδηλής αυτής περιόδου είναι διακριτό, αναγνωρίσιμο και αποτέλεσε εχέγλιο για την τύχη του μεταπολιτευτικού λόγου. Εγκαστρίμηθος, συλλαβιστός, υπενυκτικός ή σιωπηρά έυλωτος, ο πολυμήχανος λόγος των έμφρακτων αυτών χρόνων γίνεται φύτρα νέων επιλογών και καταγράφεται ως χειρονομία αντίστασης. Εν αρχή, λοιπόν, ήταν υπαγερή σιωπή. Εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά, εφημερίδες έκλεισαν. Όσοι δεν συνελήκθησαν ή δεν έφυγαν στο εξωτερικό, επέλεξαν να σηγήσουν, να μην δημοσιεύσουν τίποτα, υποβάλλοντας στα γραφτά τους την ταπείνωση της προληπτικής λογοκρισίας. Υπήρξε, λοιπόν, μια συμπαγής σιωπή, αποχή, πνευματική ασυτεία επαόριστον, που ουσιαστικά σπάει με τη δήλωση του Σεφέρι που μόλις ακούσαμε το Μάρτιο του 1969. Αντίδραση της κούντας αυτό ήταν υποχρεωτική δημοσίευση στον τύπο δηγημάτων από συγκεκριμένη ανθολογία, χωρίς την άδεια των συγγραφέων τους. Το γεγονός πυροδότησε την πρώτη δημόσια συλλογική διαμαρτυρία 18 επώνυμων συγγραφέων, ένα μήνα περίπου μετά τη δηλώση Σεφέρι, τον Απρίλιο 1969, που καταδικάζουν επωνύμως, όπως είπα, την επιβεβλημένη και αφθαίρετη αυτή δημοσίευση και ταυτόχρονα τάσσονται αλληλέγγοι με τη δηλώση Σεφέρι. Κάτω από το βάρος και την απήχηση αυτών των αντιδικτατορικών χειρονομιών, έρεται η προλυουτική λογοτρισία τον Αέμβριο 1969 και αντικαθίσταται από έναν αυστηρό και ασαφή νόμο περιτύπου. Εκμεταλλευόμενος στα νέα δεδομένα, ο κέντρος της Νανάς Καλιαννέση εκδίδει το καλοκαίρι του 1970, με ρύφμα 18 κείμενα, συλλογή νέων πρωτοτύπων κειμένων όλου του φάσματος ενώ ποιηση, πρόζα, δοκίμιο, αποσπάσματα από μεγαλύτερα αφηγηματικά έργα, με μια τιμητική πρόταξη ενός ανέκδοτο ακόμη στην Ελλάδα, πήματος του Σεφέρι, της γάτες του ΑΕ Νικόλα. Κατά νόμο υπεύθυνοι αναγράφονται 7 από τους 18 συγγραφείς, οι 18 καλύπτουν όλο το ιδεολογικό φάσμα, αποτυπώνοντας έτσι την καθολική με τοπική αντίθεση προς το καθεστώς. Τα ονόματα αναγράφονται δημοκρατικό το τρόπο με αλφαβητική σειρά, πλην του προτασσόμενου Σεφέρι. Περιτέφουν νομίζω να διαβάσω ένα ένα τα ονόματα, είναι γνωστά. Οι 18 συγγραφείς του τόμου δεν αντιστοιχούν ακριβώς τους 18 της δήλωσης του Απριλίνου του 1969, αλλά και οι δύο κινήσεις υπογραμμίζουν μια συλλογική ευθύνη και εξωστρέφεια, που αξιοδοτεί αναδρομικά την προγενέστερη σιωπή. Για τη συμβολική κίνηση των 18 κειμένων υπάρχει πλέον πλούσια διπλαιογραφία και σχολιασμός, η επιχείρηση τους ήταν τεράστια και η ίδια περίπου συντακτική ομάδα θα παρουσιάσει λίγο αργότερα, το Φεβρουάριο του 1971, τα νέα κείμενα με συμμετοχή και του Ιτσου Πια, και τα νέα κείμενα δύο το χθυνόπωρο της ίδιας χρονιάς λίγο μετά το θάνατο και την πάνδημη κλειδία του Σεφέρι. Ο ίδιος κύκλος, πάντα υπό τη μεγίδα του κέντρου, που είχε την ευθύνη όλων των παραπάνω ατόμων, θα συνεχίσει τη δραστηριότητα αργότερα με το μηνιαιο περιεδικό Η Συνέχεια από το Μάρτυο του 1973, μέχρι σώτου κλίση το Νοέμβριο με το γεγονότατο του Πολυτεχνίου και την άνοδο του Ιππιονίδη στην Εξουσία. Κατά μια μαρτυρία τώρα του Αντρέα Λετάκη, πριν από τη συνέχεια παρατηρείται μια κίνηση για έκδοση περιοδικού με τίτλο «Ο Πολύτης», που θα υποδείλωνε ακριβώς αυτό, δηλαδή την αντίθεση όσων δεν θεωρούν εαυτούς οι πικώους κεραγιάδες, αλλά υπεύθυνοι άτομα, δηλαδή πολίτες. Λέει ο Λετάκης τελικά δεν κυκλοφόρησε, όμως το μεγαλύτερο τμήμα εκείνης της συνταπτικής ομάδας αποτέλεσε τη συνταπτική ομάδα της συνέχειας. Στην ίδια ρότα συλλογικών τόμων δηλαδή, με πλούσια νέα παραγωγή, με αισθητή συμμετοχή όμως εκπροσώπων της νεότερης γενιάς, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις που κουμάνει η κατάθεση 73 και η κατάθεση 74. Αλλά για να επιστρέψουμε στη φρονική ροή των γεγονότων, ας αναφέρουμε ότι στον εκδοτικό χώρο υπήρχαν από νωρίς σημαντικές κινήσεις, όπως η πρωτοβουλία των εκδόσων Κάλβος από το καλοκαίρι ήδη του 68 στο πλαίσιο ακόμη της προληπτικής λογοκλησίας, που εμφανίζουν μικρό σχήμα καλέσθητα βιβλία, κυρίως μεταφράσεις, χαμηλής θυμολόγησης, προσβλέποντας ιδιαίτερα στο φοιτητικό κοινό και τα μεσαία εισοδήματα. Το τυτλολόγιο του Κάλβου αριθμίως το τέλος της δικτρατορίας παίρνει τους 70 τόμους. Αμέσως μετά την άσση της προληπτικής λογοκλησίας, τύνανται τα κείμενα του Φίλιπου Βλάχου, που θα προσφέρουν υποδειγματικά φροντισμένες και ευθυνές εκδόσεις παλαιότερων αλλά και σύγχρονων τίτλων, ελληνικών και ξένων. Το στέκι των κειμένων υπήρξε εργαστήρι τυπογραφικής μαθητίας και κέντρο αναγνωστικής μίησης για πολλά νέα παιδιά φανατικά για γράμματα. Ως το 1974 εκδόθηκαν 50 τίτλοι, μεταξύ των οποίων και τα ποιήματα του Άρη Αλεξάνδρου, συγκεντρωτική έκδοση των 30 περίπου χρόνων, 41-71, αυτό εξόρυστο τότε στο Παρίσι. Το αναφέρω γιατί είναι και το μοναδικό βιβλίο των εκδόσων, που απαγορεύτηκε από τη λογοκλησία. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1972 για λίγες μόνο μέρες και αποσύρθηκε. Στον Φιλιππό Βλαχο, όπως τον έλεγαν φίλοι και γνωστοί, είχε κατατεθεί αρχικά και το κυβότιο του Άρη Αλεξάνδρου, για οικονομικούς λόγους όμως η έκδοση δεν προχώρησε και το ανέλογα κατόπινο κέντρος. Άλλη νέοι εκδοτικοί οίκοι αναφέραν δεικτικά τον ερμή της Λένα Σαβίδη και του Αρχιεργγέλου από το 1969 και εξής, που επίσης ανανέωσε θεωματικά το χώρο του Παιδευτικού Κυρίου Βιβλίου, Μελέτες, Δοκίνιο ή εξαιρετικά φροντισμένη σειρά Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη. Ο Διογέννης του Κουλουφάκου, οι νέοι στόχοι εκδόσης 70, Επίκουρος, πολλοί άλλοι που, πλάι σε παλαιότερους όσους συνεχίζουν, τον Νίκαρο, τον Μιλιδανό, την Γενεστία, διαιμορφώνουν την ευαισθησία του αναγνωστικού κοινού. Από το 1971 η εφημερίδα «Το βήμα» διευρύνει την ομάδα των τακτικών επιφιλειδογράφων του με την προσθήκη νέων ονομάτων. Ο Σαβίδης, ο Μαρονίτης, ο Λέκος Αργυρίου, ο Λεοτσάκος, πλάι σε παλαιότερους και καταξιωμένους κριτικούς, τον Δημαράτο, τον Τερζάκη και άλλους, συμβάλουν στην ανανέωση ενός κέρυου είδους, του δημοσιογραφικού δοκιμίου θα λέγαμε, περί διάβαση όπως ήθελε να τις ονομάζει αυτές τις συμμετοχές, τις συμβολές του ο Σαβίδης. Και το 1972 προσπίθεται ένα ακόμη βήμα ελεύθερης έκφρασης. Η Εταιρεία Σπουδών Ελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μοραϊκη, που οργανώνοντας εκθέσεις, διαλέξεις, κύκλους μαθημάτων, συσπειρώνει πλειάδα ανήσυχων ερευνητών, αναφέρουν δεικτικά ονόματα, Ποσκής Καλιόρας, Νίκος Κουρμουζιάδης, Αλέξη Δημαράς, Παύλο Ζάννας, Σαβίδης, Μανώλης Κάζδαβλης, Βασίλης Καμιδάς και άλλοι πολλοί και προσφέρει επίσης πνευματική τροφή στο αθηναϊκό κοινό. Μέσα στο 1972 εμφανίζεται επίσης το πρώτο τεύχος του περιοδικού αντί, επιμελημένο από τον Αντόν Καρκαγιάννη του Ολγκού, άλλες εκδόσεις σημαντικές αυτή την εποχή, τον Χρήστο Παπουτσάκη, τον Γιάννη Θεοδωράκη και πλήθος συνεργατών, εθελοντών φίλων. Μετά τη σύλληψη του Παπουτσάκη, μολονότι το δεύτερο τεύχος είχε ετοιμαστεί, το περιοδικό έκλεισε και θα εμφανιστεί μετά πια την πτώση της κούλας, το Σεπτέμβρη νομίζω του 1974. Άλλο περιοδικό το 1 και 2, 1973, με συνεπιμέλεια του Νικόλα Φαράκλα και του Αντρέα Λεντάκη, που δεν πρόλαβε επίσης να βγάλει πλήθο τεύχος, μολονότι είχε προετοιμαστεί, το τραμ της πρώτης διαδρομής, 71-72, ένα όχημα νέων και ορεξάτων φιλιτών της Θεσσαλονίκης, που κράτησε ψηλά τον πήχη της λογοτεχνικής στάθμις και στην πόλη εκκληνή αυτή την περίοδο. Προφανώς ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να επιμηκυνθεί πολύ. Δεν είναι ασφαλώς εξαντλητική η απογραφή εδώ όλων των αιστιών που συσπύρωσαν και διαμόρφωσαν γρήγορους πολίτες εκείνη τη δύσκολη εποχή, ενάντια στην κύβδη πατριδολογία και την κίτς αισθητική των συνταγματαρχών. Θα πρέπει να προσθέσει κανείς διάφορα στέκια βιβλιοπολία όπως την Ενδοχώρα του Μοσχονάς, τη ΣΥΝΑ, το Ελεύθερο Θέατρο και τις δραστικές παραστάσεις του ή το Ανοιχτό Θέατρο του Μιφελίδη, την Κινηματογραφική Λέσχη στο Υπόγειο Άστη, την Αλκεμίδα και το Στούντιο που λειτουργούσαν άτυπα σαν ένα είδος κινηματογραφικής ακαδημίας, της γαλερή ώρα του Μπαχαριάν με τις εκδόσεις, το χρονικό, το ετήσιο χρονικό, τις νέες μορφές, την πολιτισμική δραστηριότητα επίσης ξένων μορφωτικών Ινστιτούτων κυρίως του ΓΕΤΕΑ και του Γαλλικού Ινστιτούτου, την υποδειγματική δράση του Σωματίου της Τέχνης του Βιβλιοπολίου Μόρχο στη Θεσσαλονίκη, την πολύτιμη παρουσία της Διαγωνίου με επινακοθήκη και περιοδικό στη Θεσσαλονίκη. Η κουλτούρα, η καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών στα χρόνια της δικτατορίας είναι τεράστιο κεφάλαιο προς διερέγνηση, προφανώς. Κάθε άλλο παρά σκοτεινή και υποτολική περίοδος είναι, τυρουμένον των αναλωλιών βέβαια και των δεδομένων συνθηκών. Πολλοί συγγραφείς για βιοπολιστικούς λόγους στρέφονται στη μετάφραση, αλλά και παράγουν κείμενα νέας εσωδίας και τεχνοτροπίας. Ο Σεφέρης είναι παρόν και δίνει το έναβισμα, όπως είδαμε, για την επανεκκίνηση της πολιτισμικής ατμομηχανής. Ο Ρίτσος γράφει συνεχώς, ακαταπώνητος, εν μέσω εκτοπίσεων και διωγμών. Ο Φραντιάς, ο Ναγνοστάκης, ο Τσίρκας, ο Κωτσιάς, ο Σινόπουλος και πολλοί άλλοι είναι αγωνιστικά ενεργοί. Ο Αλεξάνδρουλο πληρώνει το Κιβώτιο στο 72 μέσα σε απίστευτες αντιξότητες. Ο Πατρίκιος επίσης δίνει σημαντικό έργο αυτή την εποχή στο Παρίσι. Ο Ζάνας μεταφράζει φυλακισμένος στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Ο Μαρονίτης ταινογραφεί σε χαρτοπετσέδες τον αγγλισμό του στη Μαύρη Γαλήνη. Μικρότεροι λοιπόν και μεγαλύτεροι φάροι παιδευτικής αλλά όχι σοφρονιστικής ή δασκαλίστικης νοοτροπίας αναπροσδιορίζουν τις έννοιες του πολιτισμού και του πολιτικού. Σπινθήρες αλληλεγγύης, ευψυχίας, έντιμης ανυπακοής. Πυκνοτές μιας ευαισθησίας που στρέφεται συναιτά στα απλά και στοιχειώδη τη γραφή και την ανάγνωση. Τα νεότερα παιδιά με τους δικούς τους στόχους, τα δικά τους προβλήματα ενδιαφέρονται ήδη για μιαν άλλη πατριδογνωσία κωδικοποιώντας αλλιώς τα παλαιά και μνημιωμένα σύμβολα ώστε να μπορούν να διαλέγονται αμεσότερα μαζί τους. Είναι η νέα γενιά, η λεγόμενη γενιά του 70, που εσωτερικεύει αλλά και εμφισβητεί ή ανατρέπει το κληροδοτημένο τοπίο και θέλει να παίξει με δικούς τους όρους το παιχνίδι της επικοινωνίας με το παρελθόν και το μέλλον. Δείγματος χάρη, λοιπόν, αναφέρω από μία συλλογή της Джέννη Μαστοράκης με τον ιδιότυπο και συμβολικό τίτλο «Διόδια», που πρέπει να οικηλώσεις κανείς για να δεις τη διαφόρο να παίξει και αυτός. Το Δούριο είπε, ο Δούριος Ήππος είπε τότε «όχι, δεν θα δεχτώ δημοσιογράφος» και είπε «γιατί» και είπε πως δεν ήξερε τίποτα για το φωνικό. Και ύστερα εκείνος έτρωγε πάντα ελαφρά τα βράδια και μικρός είχε δουλέψει ένα φεγγάρι αλογάκι σε Λουναπά. Καλησπέρα. Τώρα καλησπέρα. Καλησπέρα, θα πιάσω το ενήμα από εκεί που το άφησε η κυρία Τσεριμόκου. Εστιάζοντας στη σιωπή και στις σχέσεις λογοτεχνίας και λογοκρισίας. Το θέμα λογοκρισία και λογοτεχνία δεν είναι καινούριο. Αν κάποιος τόσο αλλάζει μέσα στη χούντα είναι προφανώς η ίδια η φύση του καθεστότος. Η στεντιωτική λιτατορία ως μια ειδική μορφή κράτους εκ τάκτου ανάγκης, για να θυμηθούμε τον Μακαλίτη, τον Νίκο, τον Πουλατζάν, επιβάλλει ένα ιδιαίτερο τύπο θεσμικού αυταρχισμού, οργανικό μέρος του οποίου είναι και η λογοκρισία. Προτείνω λοιπόν να δούμε τη λογοκρισία, όχι ασπρος ένα σύμπτωμα, αλλά ως μια ιδιά ουσα πολιτική οικονομία της γραφής και της ανάγνωσης, η οποία επηρεάζει το λογοτεχνικό πεδίο, προκαλώντας στάσεις και ατιστάσεις, διαμορφώνοντας μάλιστα μια ορισμένη γλώσσα απέναντι στο νέο καθεστώς, μία ριτορική της αντιλογίας. Η ιδέα ότι η σιωπή, είτε ως καταστολή, είτε ως επιλογή, παράγει πολιτισμικά νοήματα, μοιάζει αυτονόητοι. Το ενδιαφέρον ζήτημα για τη σημερινή μας συζήτηση είναι να ανοιχνευθούν αυτά τα νοήματα, καθώς και οι ερμηνευτικές κοινότητες που τα προσλαμβάνουν μέσα στα συγκεκριμένα ιστορικά συφραζόμενα εκείνης της περιόδου. Η Χούντα επιβλήθηκε την 21η Απριλίου 1967, λίγες μέρες πριν τον Πάσηχα. Το Πάσηχα ήταν 30 Απριλίου. Χάρη στη μαρτυρία της Στατιάνας και της Μιλιαίκης, μπορούμε σήμερα να χρονολογήσουμε με σχετική ασφάλεια τον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε η ιδέα της σιωπής, η οποία θα με επασχολήσει στην μιλιά. Το ίδιο βράδυ, μετά τον επιτάφειο, βρεθήκαμε πάλι στο σπίτι μου. Ο Τσίρκας, ο Πλασκοδίτης, η Νότα Σάρη και κοντά στο κρεβάτι της υψωμένης Πάνταρ Μαγκάλη ακούσαμε το διάγγελμα του Μίκη από τη δεύτερη κασέτα, που αργότερα έβγαλε ο Ροζέ από την Ελλάδα. Εκείνο το βράδυ του επιταφείου, που ο θρύνος του γίνηκε και θρύνος δικός μας, έπεσε για πρώτη φορά από τον Τσίρκα η ιδέα μιας επίθεσης σιωπής από μέρους όλων των πνευματικών ανθρώπων, δηλαδή να μην δημοσιεύσουν ούτε άρθρο, ούτε βιβλίο, ούτε περιοδικό λογοτεχνικό να υπάρξει. Στις 28 Απρίλιο 1967 επομένως, για να πρωταγωνιστεί το στρατι Τσίρκα, γεννιέται μια διανοητική στάση που θα εξελιχθεί σε ευρύτερη πολιτισμική πρακτικία εμπέναντι στη λογοκρισία του καθεστότος. Εν τω μεταξύ, οι εκδηλώσεις της λογοκριτικής καταστολής πυκνώνω. Η διάλυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, η κατάσχεση των εκδόσεων του Θεμέλιου, η παραβίαση του περιοδικού και οι δημοσίες των αρχείων της επιθεώρησης τέχνης στον ελεύθερο κόσμο του Σάβα Κωνσταντόπουλου, η δίεξη καλλιτεχνικών σαματίων που δικαιολογημένα ή αθέρετα θεωρούνται αριστερά, καθιστούν ήδη φανερή την πρόθεση και τη στάση του καθεστότος από την πρώτη και άλλας μέρα της δικτατορίας. Η λογοκρισία απλώνεται παντού, στο θέατρο, στη μουσική, στον κινηματογράφο, ζυγισμένη ανάμεσα στην ασφάλεια του καθεστότος και τη νέα ελληνοχριστιανική αγωγή. Ανάμεσα στα πρώτα θύματα αυτής της αγωγής θα είναι και τα οπίστια της Κατρίντε Νεύ στην ταινία «Η ωραία της ημέρας», καθώς η γνωστή φυκινή που ηθοποιός εμφανίζεται με το διαφανές φορεμά της θεωρήθηκε υπεύθυνη για την πρόκληση ηθικού σκανδάρου. Ας επιστρέψουμε στον χώρο της λογοτεχνίας. Η Χούντα αγκαλιάζει την ανθολογία πεζογραφίας του Ηρακλία Ποστολίδη και αναδημοσιεύει τα κείμενά της, προσπαθώντας να πείσει τους μέσα και τους έξω ότι υπάρχει ένα τεχνητό έστω κλίμα λόγω τεχνικής ζωής. Η αναδημοσίεση θα διακοπεί βία μετά την αναδημοσίεση του διηγήματος Α2 του Ρένου Αποστολίδη, του οποίου τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενο μάλλον υπερέβαινε τα πολιτικά όρια των λογοκριτών. Πρώτο θύμα της λογοκρισίας θα είναι και ο Ηλίας Πετρόπουλος που δικάζεται και καταδικάζεται το 1968 σε πεντάμινη φυλάκηση για το βιβλίο του Ρεβέτικα Τραγούδια, το οποίο η ρήση του εν παρόδο δεν έφερα καν της φραγγίδας της λογοκρισίας. Το 1972 φυλακίζεται ξανά για τα καλλιάρντα αλλά και για το πείημά του σώμα και για μια σειρά άλλων ποινικών πράξεων. Στη σειρά των δικαστικών εμπλοκών, εξαιτίας του λογοκρισίας, μπαίνει και ο Μένις Κουμανταρέας που καταδικάζεται πρωτοδύκο σε φυλάκηση για τις άσαιμνες φράσεις που περιέχονται στο αρμένισμα, αλλά αθώναται στο τριμελές εφετιό Αθηνών με το σκεπτικό ότι ναι με εμμονωμένες φράσεις, είναι πεζέ μέχρι χειδαιότητος, όμως το όλον έργον δεν είναι άσαιμνον. Ο Νίκος Κάσταγλις δικάζεται λίγο αργότερα, τον Απρίλο του 1970, για το άσενο μυθιστό ρημά του «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου» και αθώνεται. Για πολλούς συγγραφείς γίνεται πλονθανερό ότι η λογοκρισία δεν απειλεί μόνο την ελευθερία της σκέψης αλλά τέλει την ατομική αξιοπρέπεια. Το να αρνηθείς εξάλλου να υποβάλεις τα γρατά σου κάτω από τον αστυνομικό έλεγχο των λογοκριτών αποτελεί επιτέλειως θέμα αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας, σημειώνει ο Σπύρος Πασκοβίτης σε μια μεταγενέστερη μαρτυρία του. Η εξηγείωση με το καθεστώς, καθώς η Χούντα έμπαινε ήδη στο δεύτερο και λίγο αργότερα στο τρίτο χρόνο της Εθνών Σωτηρίου Επαναστάσεως, άμπλεινε σταδιακά τις αντιστάσεις ορισμένων λογοτεχνών, οι οποίοι δέχτηκαν να δημοσιεύουσαν λογοτεχνικά περιοδικά υπερετώντας το πνεύμα της δίθε με τριοπάθειας που προωθούσε το δίδυμο πατακούγια οργαλά. Δεν έχει κανείς παρά να ξασφυλίσει τον ελεύθερο κόσμο του Σάβου Α. Κωνσταντόπουλου ή να σκεφτεί τους πανηγερικούς εορτασμούς της 21ης Απριλίου από την Ακαδημία, παρουσία του αντιβασιλέως Ζωητάκη, με ενεργή και δραστήρια παρουσία από την τάξη γραμμάτων και ηθικών εξειμών. Ας σημειωθεί εδώ πως δίπλα στους αφελείς αισθητές προσθέθηκαν βρήγορα και ιδιοτελείς χεροσκόποι. Διορισμοί σε κρατικά θέατρα και ραδιόφωνα, βραβεύσεις από θεσμούς, χειραψίες και φωτογραφίες με τον Μαγκαρέζο, τινητικά διπλώματα, φάκυλοι με χρηματικά ποσά, υλικές απολαβές. Η εξαγορά των συνειδήσεων είναι μένους και αυτοί του μηχανισμού της χωτικής προπαγάνδας. Δημιουργούσε άνωσε την τσευδέστηση ότι η διάκριση αποτελούσε τη βιτρίνα μιας ψευδόνιμης αναγνώρισης ή έστω ενός εφήμερου πρωτισμού. Θα θυμηθούμε αδεικτικά τα ποσά. 1.500.000 δραχμές για τα πρώτα εφνικά βραβεία, 250.000 δραχμές για τα δεύτερα και προσφορά ενός μηνιαίου μισθού 4.000 δραχμές σε όσους θα υποβάλλανε έτηση και θα περιλαμβάνονταν στον εγκεκριμένο από κάποια επιτροπή κατάλογο λογοτεχνών. Μέσα σε αυτό το πρέσιο η ιδέα μιας προγραμματισμένης σιωπής αρχίζει να κερδίζει έδαφος, συνοδευμένη ωστόσο από μια παράλληλη εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για τη λογοκρισία, τις κατασχέσεις, το κλείσιμο των περιοδικών, κυρίως τα βασανιστήρια της εξωρίας και τις φυλακήσεις. Έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε για λίγο στα πολιτικά περιβάροντα που πλαισιώνουν τις λογοτεχνικές συντροφιές, τις παρέες και τις συλλογικότητες. Το πατριωτικό μέτωπο αρχικά αλλά και η δημοκρατική άμυνα αγκάλιασαν αμέσως την ιδέα της σιωπής και την καλλιέργησαν συστηματικά στους κύκλους τους. Ο Αλέξανδρος Γκωτσιάς, ο Κώστας Χαλιγάς, ο Κώστας Τεργιόπουλος αλλά και ο Διόλο Απρόσμενος, όπως αποδείχτηκε Ρώδης Ρούφος, κινητοποιούνται και κινητοποιούν. Ας φτάσουμε έτσι σε ένα πρώτο συμπέρασμα. Η σιωπή υιοθετείται κατά βάση από μεταπολεμικού συγγραφής που ενώ τους χώριζε η προηγούμενη παραταξιακή διαμάχη του εμφυλίου, διατηρούν έντονη στη μνήμη τους την ύπαρξη της κατοχής και της αντίστασης αλλά και την πίστη όσο καταλλητική στάθηκε αυτή η κοινή αναφορά. Αυτό που έλειπε ήταν μια πράξη που θα έδινε το συμβολικό κύρος στην επίθεση της σιωπής. Κι αυτό έγινε βέβαια με τη δήλωση που σε φέρει. Της προάλευσε ένας μεσόκοπος λογοτέγνισμός, έφερε να υπογράψω ένα μανιφέστου. Αρνήθηκα. «Θα αφήσουμε λοιπόν να γίνει δικτατορία» με ρώτησε. Του είπα. «Η δικτατορία θα είναι η χαριστική βολή για τον τόπο. Αλλά πιστεύω πως τις δικτατορίες δεν τη σταματούν μανιφέστα διανοωμένου. Η αποστροφή που αισθάνομαι για τους ελλαδικούς κομματικούς τρόπους είναι ανίποτη». Αυτά λέει ο Γιώργος Σεφέρης στο περιοδικό «Εποχές» τον Ιανουάριο του 1967, υπογραμμίζοντας την αποστασιοποίηση τοποτεντρέχουσα κομματική γεωγραφία αλλά και τη δυσπιστία του για την παρέμβαση των διανοωμένων. Ακούσαμε ήδη την δήλωσή του το 1969, ένα χρόνο μετά, σε 28 Μαρτίου. Νομίζω πως το κείμενο του Σεφέρη, ενταγμένο μέσα στην συμβολική έγκληπτο δικτατορικού αγώνα, δεν έχει βλεπτυθεί επαρκώς ότι αφορά την πολύσιμη λειτουργία του. Το δαχτυλόγραφο, όπως σώζεται στο αρχείο Σεφέρη, φέρει στην πάνω δεξιά γωνία την ένδειξη προς δημοσίευση, ενώ στην κάτω αριστερή γωνία υπάρχει η μερομηνία 28 Μαρτίου 1969. Στην πραγματικότητα καμία από τις δύο ενδείξεις δεν ισχύει. Ο Σεφέρης, έχοντας πλήρη επίγνωση της επικείμενης λογοκρισίας, έχει ήδη επιλέξει ένα άλλο μέσο. Δεν δημοσίευε τη δήλωση, έχει επιλέξει το ραδιόφωνο. Το κείμενο, λοιπόν, μανιτοφωνημένο σε κασέτα, πιθανό στην οδό Άγρας με τη φωνή του, στέλνεται στο PPC και διαβάζεται, εκφωνείται δηλαδή, την 21 Μαρτίου 1969, ενώ τα δακτυλογραφήμενα αντίγραφα διανένονται σε όλες τις πρωινές εφημερίδες στα γραφεία τύπου και στους ξένους των ταποκριτές στην Αθήνα. Και βέβαια, δεν δημοσιεύεται πουθενά στο ιστορικό της χώρας. Η δήλωση αναμεταδίδεται από την Toitsevelle, ενώ παράλληλα προωθείται από τον Robert Keeley στο State Department μέσω εμπίσημου τηλεγραφήματος. Η επιλογή του ραδιοφώνου λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τη μετάδοση του μηνύματος, καθώς η ηχητική πλέον δήλωση, και όχι το δακτυλόγραφο, εντάστη σε νέα δίκτυα κηλουφορίας του λόγου. Η καταλυτική σημασία της δήλωσης είναι άμεση. Μπορούμε να την προσδιορίσουμε με βάση εντελώς διαφορετικά και αντιθετικά τεκμήρια. Η πρώτη μαρτυρία έρχεται από το χώρο της επίσημης προπαγάνδας. Ο Σάβας Κωνσταντίο Κωνσταντόπιλος επιτίθεται από τη στήλη του στο Σεφέρι, υποστηρίζοντας ότι το βραβείο του δόθηκε χαριστικά, χωρίς να το αξίζει, χάρις τη δικλωματική του ιδιότητα. Η άλλη μαρτυρία έρχεται από το χώρο της λαϊκής κουλτούρας. Τον Μάρτη του 1969, γράφει ο Σπύρος Πλασκοβίτης, εξόριστος στην Κάσο, βγαίνοντας από το καλυβό σπιτό μου για ένα μικρό περίπατο, κοντά στα βράχια της παραλίας, πληροφορήθηκα από έναν εργάτη του δήμου, που έσκαβε και με προφύλαξη μου πέταξε μια καλημέρα, πως κάποιος σπουδαίος άνθρωπος, ηγκλέζος, ποιητής ή κάτι τέτοιο, Σέφερ, Ζέφερ, το όνομά του, ακούστηκε από ξένο ραδιόφωνο να χτυπάει τους λεβέτες. Το μήνυμα έχει φτάσει παντού. Η δικτατορία, βέβαια, το αφέρει αμέσως στο δικλωματικό διαβατήρα. Είναι νομίζω σαφές πως η δήλωση του Σεφέρη σηματοδοτεί μια τομή μέσα στη λογοτεχνική ατμόσφαιρα της δικτατορίας, ακριβώς επειδή απελευθερώνει νέες δυνάμεις καταγγελίας αλλά και αντίστασης του καθεστότος. Ήδη ακούσαμε τη μαρτύρια του Γιαναβάκη και να θυμίσω εδώ ότι η δήλωση του Σεφέρη χρησιμοποιείται στην απολογία του Γιάννη Καούνη, είναι ίσως η πρώτη απολογία σε δίκη της Χούντας η οποία ενσωματώνει τη δήλωση του Σεφέρη από ο πολιτικοκρατούνος της αίστερας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι λίγο αργότερα, τον Απρίλο του 1869, 18 συγγραφείς διαμαρτύροντα έτοιωνα για την ακούσια συμπερίλεψή του στην αθολογία Αποστολίδη και άρα στην υποχρεωτική δημοσίευση των κειμένων τους ελεύμη της θέλησής του. Ας προσέξουμε και εδώ την κοινή αναφορά στην ταυτότητα της γενιάς γράφου. «Η υπογραφόμενη 18 αθηναίοι συγγραφείς της μεταπολεμικής γενιάς συμμεριζόμαστε την αγανάκτηση εκείνων από μας των οποίων τα ονόματα χρησιμοποιούνται χωρίς τη συγκατάθεσή τους με την αναγκαστική δημοσία συκειμένων τους στον τύπο για να δημιουργηθεί εντύπωση μέσα και έξω από την Ελλάδα ότι υπάρχει τάχα ελεύθερη πνευματικής ζωής στη χώρα μας. Τιμούμε τον Γιώργο Σεφέρη για την πρώτος επεσήμανα τους κενδύνους που αυξάνουν όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση. Ελπίζουμε η φωνή του μεγάλου ποιητή να μην αποδειχθεί φωνή Κασάνδρας». Το κείμενο ακριβώς λόγω της λογοκρισίας δεν δημοσιεύτηκε και αυτό σε καμία εφημερίδα και ακολούθησε τον ρόμο της εξωτερικής προβολής. Δημοσιεύτηκε στο Λεμόν το 8 Μαΐο του 1969 και μεταδόθηκε από τους ραβδιεφονικούς σταθμούς του Παρισιού, του Λονδίνου και του Βαρολίμου. Το αρχικό κείμενο υπέγραφε και ο Μανώλης Αναγνωστάκης αλλά και ο Τάκης Συνόπουλος. Οι συντονιστές της δήλωσης, δηλαδή ο Αλέξανδρος Γουτσιάς και ο Ρώδης Ρούφος, εξέρεσαν τον πρώτο, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ως πολιτικά σε σημασμένο από την ασφάλεια και τον δεύτερο, ως εύκολο θύμα απόλυσης από το δημόσιο. Το τίμα της επιμονής του για να υπογράψει πλήρωσε τελικά ο τραπεζικός υπάλληλος Νίκος Κάσδαγλης, ο οποίος απολύθηκε, ενώ ακολούθησε ανακριτική κλήση στην ασφάλεια του Ρώδη Ρούφου και του Θεόφιλου Φραγκόπουλου, όπως και άλλων συγγραφέων που υπέγραψαν, προκειμένου να γίνουν οι αναγκαίες συστάσεις, συνοδευμένους από τις απαραίτητες φιλοφρονήσεις για το έργο τους. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους διϋπόθεση τους ήταν και ο Κώστας Ταχτσής. Λίγο καιρό πριν τον είχε επισκεφτεί στο σπίτι του, τότε έμενε κοντά στο Σεφέρι, ένας αστυνόμος για μια πρώτη φιλική συζήτηση που πήρε μια μάλλον απροσδόκητη τροπή. Τη στιγμή που με χαιρετούσε, γράφε ο Ταχτσής, χαμογέλασε πονηρά και μου είπε «Κλείστε τη ρόπα σας». Καλοκαίρι ήταν, δεν φορούσα τίποτα από μέσα, δεν περίμενα επισκέψεις. Ρώτησα αφελέστατα «Γιατί» και μου είπε «Με ρεθίζει». Έτσι, αντί να φύγει αμέσως, έμεινε ας πούμε λίγο παραπάνω. Τα όρια ανάμεσα στον επιτηρητή και στον επιτηρούμενο γίνονται συχνά περίπλοκο μέσα σε μια άλλη λογοκρισία, τη λογοκρισία των παθών και των ειδωνών. Μας το έχουμε κι αυτό στο νου μας κάθε φορά που απολυτοποιούμε τα σχήματα. Παρουσιάζοντας για πρώτη φορά, εις τα από τρία χρόνια, πρωτότυπη λογοτεχνική εργασία σε τούτο τον τόμο, πιστεύουμε ότι συμβάλλουμε σε μια απόπειρα επανατοποφέτησης του προβλήματος του Έλληνα δημιουργού κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Η άρση της προληπτικής λογοκρισίας δεν αρκεί για τη χειραφέτηση της θρηματικής ζωής ενός τόπου, όταν μεγάλες ζωτικές περιοχές εξακολουθούν να περιβάλλονται από πλέγματα που καθιστούν ανέφυκτη την εξατλητική περιγραφή και αξιολόγησή τους. Αυτό είναι το ισογωγικό σημείο από τα 18 κείμενα. Βρισκόμαστε ήδη στην εποχή που η άρση της προληπτικής λογοκρισίας έχει στο όνομα πάντα της ομαλοποίησης του καθεστότους σηματοδοτή μια μετάβαση από τη σιωπή σε μια νέα ομιλητική αλληγορία. Η εκδοτική πρωτοβουλία των 18 κειμένων, το επικυλίζει προηγουμένως με τη θεραπεία υποστήριξη της Νανάς Χαλιανέση από τις εκδόσεις Κέδρους, θα στεγάσει κείμενα και συγγραφείς που θα ενώσουν πλέον τις δυνάμεις τους όχι απλώς για να δοκιμάσουν τα όρια των λογοκριτών και μέσα από τη λόσα της αλληγορίας, αλλά για να πολιτικοποιήσουν περαιτέρω τη διαφωνία τους με το καθεστό σου. Ας θυμηθούμε το πρόεδρο της έκδοσης που υπογραμμίζει ότι καινούργια αυτή η ομαδική παρουσία έχει νέα χαρακτηριστικά, είναι διαγενειακή, ενσωματώνει πλέον την ποικιλία ποιητικών τεχνοτροπιών και αφηγηματικών τρόπων και κυρίως είναι πολιτικά ανεξίθρησκη με την έννοια ότι έρη τον παλαιότερο διχασμό της εμφυλιακής αριστεράς και της εμφυλιακής στεξιάς. Το τειράς της έκδοσης φτάνει στα 16.000 αντίτυπα. Στον τόμο προτάσσουν τις εφερικές γάτες του Νικόλα και ακολουθούν τα άλλα 17 κείμενα που επικεντρώνονται έμεσα ή άμεσα στο σχολιασμό του παρόντος. Και όμως η άσχη της πολιτικής λογοκρισίας ως προσωρινό άλωφη του καθεστότος δεν ανερούσε βέβαια την ύπαρξη του λογοκριτικού μηχανισμού. Τα χειρόγραφα προσχέδια βιβλίων της Στατιάνας Πριτσιμιλιέξ καταστρέχονται από τη Χούτα, το θεατρικό έργο της Έλης Αλεξίου μια ημέρα στο γυμνάσιο απαγορεύεται, ενώ σε διαρκή ταλαιπωρία βρίσκεται και ο Κώστας Μουσελάς για τα έργα του Στάση Φιλιοφορίου και του Αυγώ. Ο Ιάκωβος Καπανέλης διώκεται για το εμφανώς αδικτατορικό του μεγάλων μας Τσίτκου, είμαστε και στο 1973, το οποίο θα διακοπεί με παράλληλη φυλάκηση των συντελεστών της παράστασης του τελευταίου των ηθοποιών Καζάκους Καρέζη και πολλών άλλων. Τυπικά η λογοκρισία είχε αρθεί, αλλά συνέπειες της όχι. Μετά την δημοσία σε ένας άρθρος στο Δήμα, που κατέκατοίγει την ύπαρξη μαύρες λίστα συγγραφέων και βιβλίων, αναφέροντας μάλιστα πως είχε μοιραστεί σε βιβλιοπωλία προς συμμόρφωση των εκδοτών βιβλιοπωλών και των αναγνωστών, το περιοδικό Index on Sexism, στο παρθενικό του τεύχος τον Οκτώβριο του 1971, καταγγείλει ότι στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία υπάρχουν και διακινούνται επίσημες λίστες απαγόρευσης βιβλίων. Ο υφυπουργός παρά τον πρωθυπουργό και πρόσωπος τύπου της κυβέρνησης Δήρων Σταματόπουλος αρνήθηκε σε σχετική ερώτηση του New York Times την ύπαρξη μιας τέτοιας λίστας, αν και επισήγμανε πως προβλέπεται συνταγματικά λήψη μέτρων για την αποφυγή της κομμουνιστικής προπαγάνδας, αφού ο κομμουνισμός είναι ο χειρότερος εχθρός της δημοκρατίας. Σε 20 Ιουνιού 1972 αποκαλύνταται από το περιοδικό ολόκληρη η λίστα, ο χαρακτηρισμός των βιβλίων και κυρίως οι απίθανες αιτιολογήσεις της απαγόρευσης που έχουν αποστελεί οι Πυρσιακός στην Ασφάλεια τον Οκτώβριο του 1971, με την ένδειξη κατάστασης των εκδοθέντων και κυκλοφορούντων κομμουνιστικών και αντικυβερνητικών βιβλίων και περιοδικών. Ο κατάλογος των βιβλίων αυτών ξεκινάει με την «Κυρία με το σκυλάκι» του Τσέχουφ και η αιτιολόγηση της απαγόρευσης δεν αφήνει βεβαίως περιθωρία παρεμονίας, σκόπμος προβολή της ρωσικής λογοτεχνίας. Στις λίστες εντοπίζονται διάφορα κλασικά βιβλία, το «Αίρος και Πολιτισμός» του Μαρκούζε, παρέθυση, αιτιολογία, επειδή ο συγγραφέας ανήκει στην νέα αριστερά, «Τη ζωή του Γαλιλαίου και ο τρόμος και η αφιλότητα του τρίτου ράιχτ» του Πέρτολ Πρέχτ, παρέθυση, κομμουνιστής, «Τη Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» του Τρότσκη, με ανοιχτά χαρτιά του Λουίσα Ραγκών, παρέθυση, κομμουνιστικό περιεχόμενο, «Τα προβλήματα οντολογίας και πολιτικής» του μαξιστή Γέρο Πουλουκάτς και το «Τι είναι η λογοτεχνία του Σάρτ», ενώ από την εχώρια παραγωγή προσημειώνονται τα 12 μαθήματα για τον κινηματογράφο του Βασίλη Ραφαηλίδη, παρέθυση, επειδή ο συγγραφέας είναι κομμουνιστής, «Το φόβο της ελευθερίας» του Δημήτρη Μαρωνίτη, παρέθυση, λόγο του αδικυβερνητικού του περιεχομένου, «Το δημοτικισμός και παιδεία» του Αλέξανου Τελμούζου, παρέθυση, επειδή η δουλειά του μπορεί να γίνει αδικείμενο εκμετάλλευσης στα σχολεία και στα χέρια της κρυπτοκομμουνιστικής ελληνιο-ευρωπαϊκής κίνησης νέων, «Την αλήθεια για τους Έλληνες πολιτικούς» του Γεωργίου Ράλι, «Ετιολογία» δεξιός πολιτικός αλλά αντικυβερνητικό περιεχόμενο, μια βιογραφία του Γεωργίου Παπανδρέου και τα απογνειμονεύματα του Κολοκοτρώνη με την επιμέλεια, δυστυχώς, του Αριστερού Τάσου Βουρνά, που είναι μάλλον το γεγονός που εξηγεί την αναπάντηχη αυτή λογοκρισιανός βιβλίου για τον Κολοκοτρώνη. Η επόμενη δοκιμασία για τη Χούντα θα έρθει βέβαια με την κηδεία του Σεφέρισης 22 Σεπτευριού του 1971. Το κλείθος τραγουδάει στους δρόμους τα παγορευμένα τραγούδια, τη μελλοποιημένη επίσης τους εφέρεται ο Θοδωράκη. Έτω μεταξύ κυκλοφόρουν τα νέα κείμενα και τα νέα κείμενα δύο, εκεί θα δημοσιευθεί και του Επιασπαλάθον, που έννοιαζε να συμπληρώνει τη φράση της αρχικής δήλωσης «Η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος». Που συντήμουν όλα αυτά? Θα έλεγα πρόχειρα στην υπέρβαση του φόβου, στη γενήκευση της διαμαρτυρίας, στην απαρχή ενός διαλόγου για τα ζητήματα της νεοελληνικής κοινωνίας, σε μόνιμη και διαρκή πλέον πολιτισμική παρέμβαση των διανοημένων που είναι και του θένοντας. Οι δυο σύλλογοι που δημιουργούνται ακολουφώντας αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή η Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων και η Ελληνιο-Ευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, θα πούν γρήγορα στο στόχα σου της θεωρίας. Με απόφαση του πρωτοδικίου διαλύονται και τα στελέχη τους, Γιάγκος Περμαζόγλου, Αναστάσης Πεποννής και Γιώργος Κουμάντος, εκτοπίζονται. Της κοιτάλη θα πάρει το περιοδικό η συνέχεια που η έκδοση τους είπε ότι σχεδόν με την κατάληψη της νομικής τον Φεβρουάριο του 1973. Το πρώτο τεύχος ανοίγει με πολιτικά άρθρα του Γιάγκου Περμαζόγλου, του Δημητρίου Τσάτσου και του Αναστάσης Πεποννή. Μια ιδιαίτερα ομιλητική στιγμή της σιωπής εντοπίζεται στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού, όταν ανακοινώνει τη σύλληψη του Μαρονίτη, αφήνοντας καινή τη στήλη που θα φιλοξενούσε το άρθρο του. Το περιοδικό βγάζει το τεύχι ως τον Οκτώβριο του 1973, ενώ το ένα το τεύχος δεν θα τυπωθεί ακριβώς επειδή η νέα αλλαγή φουράς, το καθεστώς Ιωαννίδη δηλαδή, επιφέρει μια νέα σκλήνηση στους λογοκριτικούς μηχανισμούς. Προληπτικά αφαίλονται και πάλι τα διαβατήρια τους συντάκτες και τους συνεργάτες του περιοδικού. Βρισκόμαστε όμως ήδη στην αντιεστροφή μέτρηση. Η επίκνωση των γεγονότων από την εξέγερση του πολιτεχνείου ως την τουρκική εισβολιστική προέχει να ομολογήσει την πτώση της χούντας, ενώ το σπάσιμο της λογοκρισίας θα γίνει με τον πιο θεαματικά τελετουργικό τρόπο από τη φοιτητική νεολεία και τον αυτοσχέδιο ραδιοφωνικό σταθμό του πολιτεχνείου. Νομίζω πως έχει φανεί ήδη από την προσέγγιση αυτή πως δεν πρέπει να βλέπουμε τη λογοκρισία και την απαγόρευση μόνο ως ένα μηχανισμό καταστολής και κατασύγασης του λόγου, αλλά και ως ένα κίνητρο παραγωγής νέων λόγων και νέων πρακτικών που ενσωματώνουν αυτές τις πιέσεις για να δημιουργήσουν νέα πολιτισμικά αλλά και πολιτικά νοήματα. Από αυτή την άποψη η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε για την περίοδο αυτή είναι η εξής. Η στάση των συγγραφέων και των διανομένων απέναντι στη λογοκρισία δημιουργεί μια νέα επινοητικότητα. Ο πλάγιος λόγος, η ελληγορία, το ειρωνικό ύφος, το παιχνίδι της φανέρωσης και της απόκρυψης νοημάτων υιοθετούνται ως ρητορική τρόπη και ιδολογικές επιλογές τόσο στην πίεση ως επιστημπιστογραφία. Το στοιχείο αυτό διαμορφώνει μια νέα επιτελιστική γλώσσα στην οποία η ένα της καθηπόταξης του λόγου αντιμετωπίζεται πλέον ως ένας εγγεγραμμένος χώδικας των ίδιων των κειμένων αλλά και συχνά ως τέχνασμα αυτοπαρουσίασης των λογοκριμένων συγγραφέων. Ανάμεσα στα άλλα κλειοδοτήματα της σιωπής υπάρχει μια νέα τροπικότητα της γραφής. Δεύτερον, η σιωπή οδηγεί σε μια ανασύνταξη του ίδιου του λογοτεχνικού πεδίου τόσο σε επίπεδο γενιών όσο και σε επίπεδο ιδεολογικών προσανατολισμών. Οι παλαιότερες σκληρές διακρίσεις ανάμεσα στην αριστερά και στη δεξιά αμπλύνονται, ενώ είναι το ωραίο και πιο κατανοητό ότι κοινή βάση για οποιοδήποτε διάλογο ή ακόμη και σύγκρουση στη δημόσια σφαίρα θα πρέπει να είναι από εδώ και πέρα ο κοινός παρνομαστής του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας. Τρίτον, η ανασχόληση μιας νέας γενιάς ανθρώπων με τα βραχύδια έστω περιοδικά αλλά και τους διάφορους ομίλους, εταιρίες και λοιπά δημιουργεί μια νέα συλλογική ταυτότητα στην οποία υπάρχει άμεση επικοινωνία ανάμεσα πλέον στη πολιτική και την κουλτούρα. Θα έλεγα πως μέσα από αυτή τη συνάντηση αναδίεται ένας νέος τύπος διανοούμενου, ο διανοούμενος σε ανανοτικής αριστερά που θα συναντήσουν μετά στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού πολίτης ένας επίμονος δημοκράτης και σοφός ακαδημαϊκός ο Αριστόφιλος Μάνησης έγραφε πως τον Ιούλιο του 74 δεν τέλειωσε η επταετία αλλά έπεσε η χούντα, η δικτατορία. Ας το έχουμε υπόψη μας ξανά αυτό τώρα που η μόδα των ποικίλων αναφέρα. Καλησπέρα. Εγώ θα σας μιλήσω για τις κληρονομιές της επταετίας στη μεταπολίτευση. Είναι καιρός νομίζω να αναστουχαστούμε αν αυτό που στην πολιτική ιστορία περιγράφεται ως το μή του 1967 ή του 1974 ισχύει και για το λόγο τεχνικό και πολιτισμικό πεδίο. Ενδεχομένως μια προσεχτικότερη μελέτη των μετασχηματισμών στην περίοδο της δικτατορίας που θα παρακολουθεί τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν την προδικτατορική περίοδο και τη δικτατορία με τη μεταπολίτευση να ανατοποθετήσει σε άλλη βάση τις συνέχειες και τις τομές στη λογοτεχνική και διανοητική ιστορία. Οι γρανικές σχηματοποιήσεις ασφαλώς και προσφέρουν την ευκολία μιας απλοϊκής ανάγνωσης του πρόσφατο παρεθούντος. Από την άλλη αποκρύβουν κρίσιμες διασυνδέσεις και διαλεκτικές συνάφειες που αν τις υπολογίζαμε, ίσως με κατανοούσαμε επαρκέστερα τη διαδοχή των ιστορικών περιόδων. Η μεγάλη δυσκολία στη μελέτη του πρόσφατο ιστορικού παρελθόντος είναι προφανώς η άμεση διαπλοκή του με το παρόν. Από την άποψη αυτή δεν είναι καθόλου τυχείο το γεγονός ότι παρά την έκρηξη του ερευνητικού ενδιαφέροντος για τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση τα τελευταία χρόνια, ακόμα και αξιόλογες ερμηνευτικές προσεκτήσεις εμφανίζονται να συνομιλούν με την παροντική συνθήκη, χάνοντας σε ιστορικότητα και ψυχραιμία. Η περίοδος της διαδορίας για τη λογοτεχνία και όχι μόνο σπανιότατα μελετήθηκε μέσα σε ένα διευρυμένο ιστορικό συνεχές που ξεκινά από τη μεταπολεμική εποχή και καταλήγει στο παρόν. Αντιθέτως, πολύ συχνότερα υιοθετήθηκε μια οπτική που την αντιμετώπιζε απλώς ως ιστορική παρένθεση και ως ανάσχεση της πολιτισμικής αναγέννησης του 60. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις, η περίοδος της χούντας εμφανίζεται σαν ένα κατανόητο ιστορικό μετέο, αποσυναλμολογημένο από το πριν και το μετά. Παρά, λοιπόν, την ακαδημαϊκή εφορία, δεν είναι σίγουρος αν έχει έρθει ακόμα ο καιρός να συζητήσουμε νυφάλια απαιτητικά και πέρα από πολιτικές και άλλες χρήσεις το πρόσφυτο ιστορικό παρελθόν. Όταν έρθει εκείνη η ώρα, εκτιμώ ότι θα αναγκαστούμε να θέσουμε νέα ερωτήματα, αναθεωρώντας πολλά από τα σημερινά μας συμπεράσματα. Φαίνεται πως πρέπει μάλλον πρώτα να καταρρέψουν οι παλιές βεβαιότητες και να κλείσει οριστικά αυτός ο άγωνος ιστορικός κύκλος που ζούμε τα τελευταία χρόνια και ο οποίος πυροδοτεί μανιχαρισμούς και απολυτότητες για να μπορέσουμε να κάνουμε ανοιχτά αυτή τη συζήτηση για τις επιβιώσεις των πολλαπλών κληρονομιών της δικατορίας στη μεταπολίτευση. Και χαρακτηρίζω πολλαπλές αυτές τις κληρονομιές, γιατί δεν πρέπει να μας διαφέρει ότι την κουλτούρα της μεταπολίτευσης δεν την επηρέασε μόνο η στάση των αντικαθεστωτικών διανομμένων, αλλά και ο ίδιος ο λόγος, η αισθητική και η πράξης της χούντας, που δυστυχώς δεν επιβίωσαν μόνο στο φαντασιακό των οσταλών της. Σε έναν τελείο πλαίσιο, στη μικρή απόψενή παρέμβαση, θα ασχοληθώ με κάποιες από τις πολιτισμικές κληρονομίες και επιβιώσεις της δικατορίας στη μεταπολίτευση. Και ως συγκεκριμένο θα προσπαθήσω να δείξω τι κληροδότησες εννοωτροπίες, πρακτικές και ιδέες στον λογοτεχνικό και πολιτισμικό πεδίο της μεταπολίτευσης, η στάση των συγγραφέων και των πνευματικών ανθρώπων κατά την περίοδο της κουδές. Το κεντρικό μου επιχείρημα είναι ότι στην περίοδο της δικατορίας προετοιμάστηκε, κοιοφορήθηκε και διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό πεδίο και οι πολιτικές της κουλτούρας που κυριάρχισαν στην πρώτη τουλάχιστον φάση της μεταπολίτευσης. Σε αυτό το ανανεωμένο πεδίο, ο ρόλος των διανοημένων αλλά και των περιοδικών ως συλλογικών διανοημένων υπήρξε αποφασιστικός. Τι κληροδότησε, λοιπόν, η περίοδος της δικατορίας στο λογοτεχνικό πεδίο της μεταπολίτευσης. Σε ένα πρώτο επίπεδο και εντελώς σχηματικά, θα έλεγα ότι η δικατορία άφησε πίσω της μια ανθρωπολογική κληρονομιά. Πρώτα απ' όλα, δημιούργησε, κατά κάποιον τρόπο, ένα νέο τύπο δημόσιου διανοούμενου που είναι ορατό στη δημόσια σφαίρα από τα παρεμβατικά του κείμενα αλλά και από τις συμβολικές ή συμβολοποιημένες πάξεις του. Παράλληλα, δημιούργησε και ένα νέο τύπο αναγνώστη και γενικότερα πολίτη που μετέχει ενεργά της κουλτούρας και της πολιτικής, κατανοώντας τις δύο αυτές σφαίρες σε αξεδιάλητη ενότητα. Συμπληρωματικά για το λογοτεχνικό πεδίο, η περίοδος της Κατορίας μας χειροδότησε ένα σύνολο από πρακτικές θεσμούς και κινηματικές λογικές για τη διάχυση της λογοτεχνίας και της κουλτούρας στο δημόσιο χώρο. Νέες επικοινωνιακές πρακτικές και πολιτισμικές τεχνολογίες, καινούρια είδη περιοδικών προσανατορισμένα σε μαζικότερα και υπερκοματικά κρονατήρια, αναβάθμιση της βαρύτητας του κριτικού λόγου του πανεπιστημιακού δασκάλου, ανανεωμένες στήλες επιφυλίδων στις μεγάλες αστικές εφημερίδες με συνεργάτες που εκφράζουν αντικομφοριστικές θέσεις, αλλά και νέα στέκια συνάντησης, ώσμωσης ιδεών και εκκληρώσεων λόγου, όπως τα λιβιωπολία, τα μορφωτικά ινστυτούτα ξένων χωρών, η καλλιερία, οι νέοι πολιτιστικοί οργανισμοί, ακόμη και τα γραφεία περιοδικών και εκδοτικών ήχων. Είναι η εμπέδοση ενός πνεύματος συλλογικής κουλτούρας στο δημόσιο φόρο που μοιραβάστηκε, όχι χωρίς υπερβολές, στη μεταδικατορική περίοδο. Θα περιμένω λίγο περισσότερο στη συμβολή των διανομμένων και του τύπου στον μετασηματισμό του λογοτεχνικού περίπου. Το χρονικό των αντιδικατορικών παρεβάσεων των συγγραφείων είναι λίγο πολύ γνωστό και δεν θα υπενθυμίσω παραμόντως ρασικούς κόμμους. Η δίδωση σχέδι, τα 18 κείμενα, τα νέα κείμενα, η συνέχεια, τα τετράδια, το τραμ, το αντί, οι δημόσια εκδηλώσεις και διαλέξεις της ΕΚΙΝ, της ΕΜΕΤ, του Ινστρικού ΓΕΤΕ, η νέη βουλική οίκη που προωθεί το λεγόμενο προοδευτικό βιβλίο, οι λατριφονικές εκπομπές στην Τόιτσε ΒΕΛΕ και βεβαίως η στάση των διανομμένων στα έκτακτα σταδοδικία, αποτελούς στιγμές της πολιτισμικής ιστορίας της δικατορίας που φέρνουν στο προσκήνιο έναν νέο τύπο παρεμβατικού διανομμένου. Αν εξιτάσουμε τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του, αυτός ο νέος δημόσιος διανοούμενος δεν ταυτίζεται ούτε με τον γραμμσιανό οργανικό διανοούμενο που συνδέεται ιδεολογικά με ένα κόμμα ενιακολογική παράταξη, αλλά ούτε και με τον παραδοσιακό τύπο εθνικού διανοούμενου που χαράσει και υπερασπίζεται την εθνική διελογία. Πολλοί περισσότερο διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτό που παλαιότερα με μια αξιολογική ουδετερότητα ονομάζαμε άνθρωποι του πνεύματος ή άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών. Τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν αυτόν τον νέο τύπο δημόσιο διανοούμενου, ο οποίος συνήθως είναι πανεπιστημιακός και δεν αισθάνεται τη δέσμευση της κομματικής τράτευσης, είναι η πίστη στην ηθική της ευθύνης, η συνέρεση λόγων και πράξεων, η παρησία, η ελευθεροφοροσύνη, το αντιστασιακό ήθος και η ανεξαρτησία γνώμης. Πολλοί συχνά, όπως συμβαίνει κατεξοχή με την περίπτωση σε ΦΕΡ ή ΡΙΤΣΚΟ, ο διανοούμενος αυτός συμβολοποιείται ως μορφή των κοινωνικών αγώνων, ανεξάδεται από την επιθυμία του για μια τέτοια πολιτική χρήση. Όμως το μίζο χαρακτηριστικό αυτού του τύπου διανοούμενου παραμένει η αντίληψή του για την ηθικοπολετική ευθύνη. Οι απολογίες του Σάκη Καράγιόρδα, του Αριστόβου Ρουμάνεση, του Γεώργιου Μαγκάκη στα έκτα κραστατοδικία, δείχνουν ξεκάθαρα τον καθοδηγητικό ρόλο της διαπεδαβόγησης των μαζών που πρόθυμα η κοινωνία αναθέτει στους διανόμενους. Οι τορμηροί στάσεις των συγγραφέων στα 18 κείμενα, των εκδοτώμαν και των υπερασπιστών του Αντί και του Τραμ, του Προεδρύου και των Μελών της Εκκήν και της ΑΜΕΛ, ενισχύουν αυτόν τον συνοχισμό ότι η ηθική της ευθύνης αναδεικνύεται σε ύψη στο κριτήριο αναγωγής ενός δημόσιου προσώπου σε ρόλο διανοούμενου. Ο νέος τύπος διανοούμενου, παίρνοντας τη σκητάλη από τον προηγούμενο πφυλελεύθερο ή αριστερό διανοούμενο, έχει πλήρη συνείδηση του κοινωνικού του ρόλου και χρησιμοποιεί τις επιστημονικές του γνώσεις για να τοποθετεί πάνω σε συγκεκριμένα προβλήματα της δημόσιας ζωής. Μια προοδευτική αντίληψη αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης στην παραγωγή δημόσιου λόγου φέρνει την επιστήμη απέναντι στην εξουσία, ενώ οι διανοούμενοι διεκδικούν το ρόλο της άδρυπνης κριτικής συνείδησης της κοινωνίας. Ο διανοούμενος δεν τη στάζει να συγκρουστεί με την εξουσία καλλιεργώντας πάλι ως έναν λόγο σοβαρό και επιθαλχημένο, που στα κείμενά του βρίσκει καταφύγιο συνήθως στην αυστηρότητα της δοκιμιακής γραφής, που επίσης ανθεί την ίδια περίοδο. Από φασιστική σημασίας ρόλο για τη συγκρότηση αυτού του τύπου διανοούμενου στη δημόσια σφαίρα της δικτωρίας και κατεπέκταση της μεταπολίτευσης διαδραματίζει ο τύπος. Στην περίοδο της δικτωρίας, παρά τη λογοκρισία και τις διώξεις, ενισχύεται η επιτελεστικότητα του άρθρογου νόμιους και διευρύνεται η σημασία και το συμβολικό κύρος της υπογραφής, στοιχεία που θα αξιοποιηθούν περισσότερο στις συνθήκες ελεύθερης διακίνησης των ιδεών στη μεταπολίτευση. Ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής δραστηριότητας των διανοούμενων μεταφέρεται στην επιφιλειδογραφία και την κριτική σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα τέτοιου εντύπου είναι η εφημερίδα των βήμα, με μακρά αλλοστε παράδοση επιφιλείδων υψηλού επιπέδου από τον Δημαρά και τον Παπανούτσο ως τον Τετζάτη και τον Προλίτη, που όμως στην περίοδο της δικτωρίας ανανιώνεται με νέες, τριζοσπαστικές φωνές. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον χώρο της λογοτεχνίας στην περίοδο της δικτωρίας ξεκινούν να γράφουν επιφιλείδες στο βήμα εναλλάξ, εκτός από τον Σαβίδη, ο Μαρονίτης, ο Αργυρίου, ο Βίτη, ο Δάλας και άλλοι, ο Αλέξανδρος Γοτζιάς και άλλοι, πρακτική που συνεχίζεται, εμπλουτίζεται και διαδίδεται σε άλλες εφημερίδες στη μεταπολίτευση. Ειδικότερα όσον αφορά τον Πέδη την λογοτεχνία και κριτικό λόγο, στην περίοδο αυτή σημειώνεται το αποφασιστικότερο πέρασμα από την λογοτεχνική κριτική στην πολιτισμική παρέμβαση. Ο κριτικός λόγος δεν στέκεται πια μόνο σε παρουσιάσεις βιβλίων και λογοτεχνικά κείμενα, αλλά κατευθύνεται στην πραγμάτευση συζητημάτων ευρύτερο ενδιαφέροντος που έμεσα ή άμεσα σχετίζονται και με τη λογοτεχνία. Στο χώρο της λογοτεχνίας, για πρώτη φορά, χάρις τις επιφιλείδες και τα νέα περιοδικά, έχουμε τη διάχυση των νεοελληνικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα και σε ευρύτερα ακροατήρια. Η νεοελληνική φιλολογία και κριτική πάλι να είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τα πανεπιστημιακά αμφιθεέτρα και γίνεται μέρος της συζήτησης για την οργάνωση της κουλτούρας και την κοινωνική ελλαγή. Στο χώρο των περιοδικών, στην περίοδο της δηλειοτωρίας, εμφανίζονται κάποια πολύ σημαντικά έντυπα που επρόκειτον να λειτουργήσουν ως προπλάσματα και προμηνήματα της εκδοτικής έκρισης των περιοδικών στη μεταπολίτευση. Το Τραμ, το Χνάρι, ο Λωτός, η κατάθεση 73 και 74, το 1 και το 2, οι σημειώσεις και κυρίως το αντί και η συνέχεια είναι έντυπα που αποτέλεσαν το μη στην ιστορία του περιοδικού τύπου. Από τη Σκοπιά της Αριστεράς, το αντί που στην περίοδο της δηλειοτωρίας, λόγω της δίωξης του εκδότη, που χωρίσε μόνο ένα τεύχος για να επανερθεί κανονικά αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, υπήρξε το έντυπο που ανανέωσε ριζικά τη μακρά παράδοση αριστερών περιοδικών στην Ελλάδα. Από το Μεσοπόλεμο μέχρι την επιθεώρηση τέθνης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το Μεσοπολενικό σήμερα και η κριτική του Μανώλη Μαγνωστάκη, η οργανωτική σχέση των περιοδικών με το κόμμα θεωρούνταν αυτονόητη. Το αντί, προσλαμβάνοντας τα μηνύματα των καιρών, φιλοδότησε να εκφράσει την ιστορική αναγκαιότητα ενός περιοδικού της ευρύτερης πολιτισμικής αριστεράς, χωρίς κομματικό κομισάριο. Από την άλλη πλευρά η συνέχεια, περισσότερο προσανατολισμένη στη λογοτεχνία και την κριτική, αποτέλεσε έντυπο ορόσιμο για την ιστορία του λογοτεχνικού τύπου. Με σκόπιμα συνεχημένη την ιδεολογική της ταυτότητα, αλλά πάντα με έναν δημοκρατικό και φιλελεύθερο προσανατολισμό και κυρίως εκφράζοντας το πνεύμα της εθνικής ενότητας των διαμουμένων στην περίοδο της κρατορίας, η συνέχεια αποτέλεσε το ενδιάμεσο σκαλοπάτι στην ιστορία των περιοδικών από την επιθεώρηση τέχνης και της εποχές στον μεταδικτατορικό πολίτη. Η εμπειρία της τρατορίας πλώνησε ανεπανόρθωτα τις εντάξεις, τις τυφλές στρατεύσεις και τα δόγματα, αναπροσδιορίζοντας και διευρύνοντας το περιεχόμενο του πολιτικού. Η λογοτεχνία και η κουλτούρα έγιναν εναλλακτικοί τρόποι πολιτικής δράσης. Έτσι, τα νέα περιοδικά της μεταπολίτευσης, το αντίκαιο πολίτης, το δέντρο ή το μέσο ή ο ιδανός, το διαβάζω ή σπήρα, λέξη, ακολουθώντας το υπόδειγμα της συνέχειας, τουλάχιστον ως προσταζητήματα λογοτεχνίας και κουλτούρας, λειτούργησαν σε πολυσυλλεκτική και πολυφωνική βάση και κυρίως χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς και λίγο στη χοντροκομμένη χρήση ιδεολογικών κριτηριών αξιολόγησης. Το ανανεωμένο λογοτεχνικό πεδίο της μεταπολίτευσης υπήρξε ανεκτικότερο και πιο ευρύχωρο χάρη στην εμπειρία της δικτατορίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποθεί ότι από τα 18 κείμενα μέχρι τα 8 τεύχη της συνέχειας πρόλαβε να ανοίξει μια ευρία γάμμα ζητημάτων γύρω από τη λογοτεχνία και την κουλτούρα που αποτέλεσαν βασικά πεδία διαμάχης στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Οι σχέσεις λογοτεχνίας και ιστορίας, το νέο γλωσσικό ζήτημα, ο ρόλος του Πανεπιστημίου, η σχέση τέχνης και εξουσίας, οι χρήσεις της παράδοσης, ο λόγος της μαρτυρίας και οι αναζητήσεις της λαϊκότητας είναι ζητήματα της κουλτούρας που πριν απασχολήσουν τη μεταπολίτευση συζητήθηκαν στο λογοτεχνικό πεδίο της δικτατορίας. Εξάλλου, η έμφαση που έδωσε η συνέχεια στον κριτικό λόγο υπήρξε προπομπός για την ευεργετική κριτική πολυφωνία της μεταπολίτευσης. Σε ένα πιο στενό φιλολογικό πλαίσιο, στην περίοδο της δικτατορίας και λίγο πριν, με τις εργασίες των Μαρωνίκ της Σαβίδη Αριγυρίου, Λύνου Πολίτη και Βίτη, διαμορφώθηκαν οι ηγεμονικές ερεμινευτικές υποθέσεις που κανονικοποίησαν το λογοτεχνικό παρελθόν και τακτοποίησαν γραμματολογικά την ιστορία της λογοτεχνίας. Οι όροι για τη διαμόρφωση των κυριότερων ερεμινευτικών σχημάτων και του λογοτεχνικού κανόνα, που αντέχουν ως σήμερα, διαμορφώθηκαν σε αυτήν την περίοδο προφανώς με τα αισθητικά κριτήρια και τις προδιαλαμβές που όριζε την εποχή. Αν διαβάσουμε τη μεταπολίτευση μέσα από το ερεμινευτικό σχήμα που βλέπει ως κυριαρχες πολιτισμικές λογικές της, τη συνέννεση, την εξομάλλινση και τη μετριοπάθεια, νομίζω εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε τις ρίζες αυτής της κατάστασης στις πρακτικές των διανουμένων στην περίοδο της δικατορίας, όπου υποχωρούν οι παλαιότερες ιδεολογικές και πολιτικές εντάσεις. Από την άποψη αυτή έχει δει και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος που βλέπει σε αυτή την περίοδο το ξεπέρασμα του εμφύγιου διχασμού, χαρακτηρίζοντας την πνευματική αντίσταση στον καθεστώς υπερκοματική, ενωτική και εθνικοδημοκρατική με την ελευθερία και τη δημοκρατία ως προπήρια ενάντια σε όλους τους ολοκληρωτισμούς. Έβλογα εδώ προκύπτει το ερώτημα τι απέγιναν στην πορεία της μεταπολίτευσης αυτές οι κατακτήσεις, οι νοοτροπίες, οι ιδέες και οι πρακτικές, αλλά αυτό το ερώτημα απαιτεί μια άλλη σταξίως συζήτησης. Θα κρίσω την παρέμβασή μου δοκιμάζοντας κάποια γενικότερα συμπεράσματα. Πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και ακόμα η ιστορία και η κριτική φιλολογία δεν έχουν κατασταλάξει σε πιστικά ελληνιευτικά σχήματα. Η δυσκολία ένταξης της δικατορίας μέσα σε ένα ιστορικό συνεχές συντρεί ανοιχτούς τους λογαριασμούς μας με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Ζητήματα όπως η στάση των διανομένων απέναντι στο καθεστώς, η παθητική αντίσταση, η συνένταση και η σιωπή, η δυναμική συλλογική δράση και ο επινοημένος μύθος της καθολικής αντίδρασης απέναντι στη χούντα, συνεχίζουν να προκαλούν συγχύσεις, διχασμούς και ιτερονομίες. Τελευταία είναι ενδιάκριτη και μια νέα τάση, να μεταφερθεί η διαμάχη των ιστορικών για τη δεκαετία του 40 στην περίοδο της δικατορίας, σε ένα σχήμα περίπου ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται μέχρι σήμερα έστω με άλλα μέσα. Και όλα αυτά σε ένα ιστορικό παρόν φορτισμένο στη συγκυρία της κρίσης που πολύ συχνά υπαγορεύει εκείνη τις ερμηνευτικές κατηγορίες μέσα από τις οποίες όχι απλώς οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί επιστήμονες αλλά και οι απλοί άνθρωποι τείνουν να κατανοούν το παρελθόν, όντας εγκλωδισμένοι στο παρόν. Είναι προφανές ότι για πολλούς, ακόμα και σήμερα, η ιστορία της δικατορίας παραμένει μια ιστορία του παρόντος που αντισταίχεται στην ιστορικοποίησή της. Καθώς όμως απέρχονται οι εμπόλεμες γενιές και το λογοτεχνικό πεδίο γνωρίζει διαρκής μεταλλάξεις και μετασχηματισμούς, στην εποχή που αναρωτιόμαστε τι απέγιναν οι διανοούμενοι, και ενώ τα λογοτεχνικά περιοδικά εξαφανίζονται, ιστορικές εφημερίδες κλείνουν ή αλλάζουν ιδιοκτησίες και ως δημόσια σφαίρα νοούνται αποκλειστικά οι βιαστικές αναλτήσεις στα μέσα κοινωνικής διτίωσης, οι επισκέψεις στο πρόσφατο παρελθόν αποκτούν όχι μόνο συναισθηματική αλλά και πρακτική αξία. Στον αντίποδα της ιστορικής απεσιοδοξίας και της νοσταλικής αναπόλησης, η επιστροφή στην πολιτισμική ιστορία της δικατορίας και της μεταπολίτευσης, όπως εξελίσσονται τα πράγματα στη χώρα μας, θα γίνεται ακόμη πιο απαραίτητη, ακόμη πιο πλούσια σε διδάγματα, ακόμη πιο ερευθιστική σε προβληματισμούς, ακόμη πιο συναρπαστική. Ευχαριστού.