: Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Ανακαagner Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Καλημέρα σε όλους Θα αρχίσουμε την πρώτη συνεδρίαση της σημερινή με τον κ. Κώστα Λάπα για τον οποίο όσα και να πω θα είναι λίγα ως και τον συγγραφέα της ελληνικής δομαρχίας μας αποκάλυψε λέω μόνο ότι ήταν πρώην διευθυντής του κέντρο ερεύνησης του Μεσαιονικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών και σήμερα θα μας πει τι άλλαξε στη σχολική εκπαίδευση με την επανάσταση το θέμα του είναι η σχολική εκπαίδευση από την προεπαναστατική περίοδο στα χρόνια της επανάστασης του 1821 το μες και συνέχειες αγαπητέ μου Κώστα έχεις το λόγο Ευχαριστώ πολύ Καλημέρα και από μένα Στην ανακοίνωσή μου όπως είπε και ο κύριος Κόκονας θα προσπαθήσω να σκιαγραφίσω την κατάσταση της σχολικής εκπαίδευσης στην προεπαναστατική περίοδο 1800-1821 και τις αλλαγές που γίνονται στο τομέα αυτό κατά τη διάρκεια της επανάστασης Με ένα λόγιο θα επιχειρήσω να δω τι αλλάζει και τι συνεχίζεται από τη μία περίοδο στην άλλη Θα ξεκινήσω με μια συνοπτική παρουσίαση του εκπαιδευτικού τοπίου κατά την προεπαναστατική περίοδο Όπως είναι γνωστό η εκπαίδευση στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας περιλαμβάνει δύο τύπου σχολείων ένα κατώτερο το σχολείο των κοινών γραμμάτων και ένα μέσο επίπεδο το σχολείο των ελληνικών μαθημάτων Το σχολείο των ελληνικών μαθημάτων λειτουργούσε σε επίπεδο κοινότητας και πρόσφερε στους μαθητές γνώσεις ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής Ένας δάσκαλος, κληρικός συνήθως αλλά όχι μόνο, με συχειώδης γραμματικές γνώσεις αναλάμβανε να διδάξει τα πρώτα γράμματα σε ένα μικρό ρυθμό παιδιών με τη βοήθεια κειμένων από θρησκευτικά κερίους βιβλία Το σχολείο των ελληνικών γραμμάτων έγινε σκοπό την εξηγείωση των μαθητών με την αρχαία ελληνική γλώσσα και τα αρχαία κείμενα που γινόταν με την εξανδελειδική διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού και τη χρήση της λεγόμενης ψυχαγωγικής με φόβου του συνίστατο στην απόδοση κάθε λέξεις του πρωτοτύπου με συνόνιμες λέξεις της νεοελληνικής Κι όμως από τα ελληνικά γράμματα σε ορισμένα σχολεία διδάσκονταν και επιστημονικά μαθήματα Τα σχολεία των ελληνικών γραμμάτων ιδρύονταν κατά κανόνα από κοινότητες ή ιδιώτες και λειτουργούσαν υπό την υποπτία της τοπικής εκκλησίας και του παντριαρχείου το οποίο φρόντιζε μετά τη σύσταση ενός σχολείου να επικυρώσει την ιδρυτική πράξη και να διασφαλίσει τη λειτουργία του Από τις αρχές του 19ου αιώνα σημειώνονται σημαντικές αλλαγές στη βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης Ο αριθμός των σχολείων αυξάνεται ενώ τα σχολικά προγράμματα και οι διδακτικές μέθοδοι εξυγχρονίζονται Οι εναναιωτικές στάσεις συνδέονται με τις αλλαγές που συντελούνται την εποχή αυτή σε ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας με την ανάπτυξη κυρίως του εμπορίου και τη διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανανέωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων παίζει ο Κοραΐς ο οποίος τα συγκράμματά του και κυρίως τα προλεγόμενά του στις εκδόεις των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων θέτει ένα μύστον ζήτημα, τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί η πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας με προοπτική την απελευθέρωση από κάθε είδους πειρανίες Ένα από τα κυριότερα μέσα για την επίτεξη του στόχου αυτού ήταν για τον Κοραΐ η εκπαίδευση μια εκπαίδευση όμως απαλλαγμένη από τα βαρίδια του σχολαστικισμού που θα ήταν ανοιχτή στις ιδέες του διακοντισμού Για νεοτικές τάσεις βρίσκουν ισχυρά αιρίσματα στην ελληνική εμπορική τάξη ενώ παράλληλα δημιουργούνται χώροι υποδοχής και διάδοσής τους όπως το περιοδικό λόγιο σερμής της Βιέννης Από τις αρχές του 19ου αιώνα λοιπόν η ελληνική εκπαίδευση μπαίνει σε νέα φάση Ο τύπος του παραδοσιακού σχολείου δίδεται υποαμφισβήτηση και προτείνεται η αντικατάστασή του από ένα μοντέρνο σχολείο ικανό να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες Τέτοια σχολεία ιδρύονται στις Κυδωνίες, στα Ιωάννινα, στη Σμίρινη, στο Πήλιο και σε άλλες περιοχές Βασικό χαρακτηριστικό των περισσότερων από τα σχολεία αυτά είναι η χρήση σύγχρονων διδακτικών μεθόδων στη διδασκαλία των ελληνικών και η εισαγωγή επιστημονικών και γενικών μαθημάτων Οι μαθητές των μέσων και ανώτερων τάξεων διδάσκονται φυσική, μαθηματικά και χημεία με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις, ιστορία, γεωγραφία, κατήχηση ευρωπαϊκές γλώσσες αλλά και τουρκικά στοιχείο Επίσης, μαθήματα με πρακτική κατεύθυνση όπως κατασχηχογραφία και αναυτική στην Ελληνεμπορική Σχολή της Οδυσσού ιστορία του εμπορίου στην Καπλανέα Σχολή των Ιωαννίνων Στο μάθημα της Γεωγραφίας χρησιμοποιούνται εποπτικά μέσα, γεωγραφική χάρτες, σφαίρες κτλ Τα μαθήματα της φυσικής και της χημείας υποστηρίζονται από πειράματα ενώ το Γυμνάσιο της ΧΙΙΟΥ διαθέτει και εργαστήριο χημείας Τα περισσότερα από τα παροσχολεία συγκεντρώνουν σημαντικό αριθμό μαθητών που προέρχονται από όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Επικράτειας και τα Επτάλησα Κάποιες αλλαγές επιχειρούνται και στην κατώτερη εκπαίδευση Από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχίζουν να εκδίδονται τα πρώτα εξυγχρονισμένα αλφαβιτάρια τα οποία, ωστόσο, δεν εκτωπίζουν τα παραδοσιακά βιβλία Ένα χρόνο πριν από την Επανάσταση, αρχίζει να εισάγεται σε ορισμένα σχολεία η αλληλοδιδακτική μέθοδος Μια μέθοδος επαναστατική για την εποχή της που είχε επινοηθεί από άγγλους παιδαγούς και υποσχόταν, όπως είναι γνωστό, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του αναλφαβιτισμού των λαϊκών τάξεων καθώς ένας δάσκαλος μπορούσε να διδάξει μεγάλο αριθμό μαθητών με τη βοήθεια των πρωτοσχόλων Η αλληλοδιδακτική μέθοδος έγινε δεχτή με ενθουσιασμό στα ελληνικά περιβάλλοντα των ευρωπαϊκών κέντρων όπως φανερώνει ένα πλήθος κειμένων που δημοσιεύονται στα προεπαναστατικά περιοδικά και σε άλλα έντυπα τα οποία εκθυάζουν τα θαυμαστά βέσματα της αλληλοδιδακτικής και προτείνουν την εισαγωγή της στα ελληνικά σχολεία Πραγματικά, το 1820, ένας παλαιός μαθητής της σχολής των Κυδωνιών ο Γιώργιος Κλεόβουλος, που είχε σπουδάσει την αλληλοδιδακτική μέθοδο στο Παρίσι, ιδρύει στο ΙΑΣΙΟ ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο που περιελάμβανε και διδασκαλείο για την εκπαίδευση δασκάλων Τον ίδιο καιρό η αλληλοδιδακτική μέθοδος εισάγεται και σε σχολεία των Ιωνίων Ίσων από τον Αθανάσιο Πολίτη που είχε σπουδάσει επίσης τη μέθοδο στο Παρίσι Ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο θα ιδρυθεί και στη Μάνη το 1820 με τάσκαλο ένα μαθητή του Κλεόβουλου που μόλις είχε αποφυτήσει από το σχολείο του ΙΑΣΙΟ Η αλληλοδιδακτική δεν εφαρμόστηκε, είδε πέρα όλα δεν να εφαρμοστεί σε περισσότερα σχολεία λόγω της επανάστησης αλλά και επειδή αντιμετωπίστηκε με καυποψία και φόβο από ορισμένους κύκλους Μιλώντας γενικά για την εκπαίδευση στα προεπαναστατικά χρόνια θα λέγαμε ότι παρουσιάζει μια ισθητή ανισότητα Η κατώτερη εκπαίδευση και ένα μεγάλο μέρος της μέσης κινείται στο παραδοσιακό πλαίσιο ενώ σε μεγάλα εγγορικά κέντρα όπως η Σμύρνη, η Χίος, οι Κυδωνίες λειτουργούν από τις αρχές του 19ου αιώνα σχολές με παραδοσιακού τύπου, με νεοτερικού τύπου εκπαιδευτικά προγράμματα προς ανατολισμένα στις ιδέες του διαφορικισμού Η λειτουργία όμως των σχολείων αυτών δεν είδαρα πρόσκοπτη Λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση συντηρητικοί εκπαιδευσιαστικοί κύκλοι θα σκληρύνουν τη στάση τους απέναντι στις νεοτερικές εκπαιδευτικές ιδέες Το πνεύμα αυτό θα εκφραστεί επίσημα με τη γνωσή Πατριαρχική Εγγύκλιο του Μαρτίου 2018 Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου το Θεολογικό Γυμνάσιο της Μύρνης θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας οξίας κοινωνικής σύγκρουσης και θα κλείσει με βίαιο τρόπο κάτω από την επίθεση της τοπικής εκκλησίας και των συντεχνιών Δύο χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1821 αμέσως μετά το επαναστατικό κίνημα του Ιψηλάδη στις ηγεμονίες η Ιερά Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη αποφασίζει την καθαίρεση των φιλοσοφικών μαθημάτων ενώ παράλληλα εξαπολύνονται κατηγορίες κατά νεοτεριστών διεσκάλων ότι διέσπυραν αποστατικά φρονήματα Μέσα στις συνθήκες αυτές και υπό τον φόβο πιθανών τουρκικών αντιδράσεων το Πατριαρχείο θα δώσει εντολή να κλείσουν τα ανώτερα σχολεία και να προσφέρουν τη διάρκεια των κυβερνών και με το τρόπο αυτό θα κλείσουν το 1821 τα Γυμνάσια της Χίου και των Κιδονιών και οι δάσκαλοι, ο νεόφυτος Βάμπας, ο Θεόφυλος Καΐρης, ο Δενιαμή Λέσβιος και άλλοι θα αναχωρήσουν για την επαναστατημένη Ελλάδα Συγχρόνως θα κλείσουν τα ελληνικά σχολεία στις ηγεμονίες και στην Κωνσταντινούπολη λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσαν στις περιοχές αυτές, ενώ στα Ιωάννινα η Καπλανέα σχολή είχε διακόψει ήδη τη λειτουργία της λόγω της πολιορτίας του Αλή Πασά από τα σουλτανικά στρατεύματα Τα υπόλοιπα σχολεία όσα λειτουργούσαν σε περιοχές του ελλαδικού χώρου θα αναγκαστούν να κλείσουν λόγω των πολεμικών συγκρούσεων Λοιπόν, θα περάσουμε τώρα στα χρόνια της επαναστασίας. Όπως έχει επισημανθεί επανειλημμένα από το ξεκίνημα και όλα στο αγώνα, οι επαναστατικές αρχές δίνουν μια ιδιαίτερη φροντίδα για τα εκπαιδευτικά πράγματα, που ευφράζεται με διακηρύξεις αλλά και με ευφρασμίσεις και με ευφρασμίσεις στις ελληνικές σχολείες και με ευφρασμίσεις και με ευφρασμίσεις στις ελληνικές σχολείες για τα εκπαιδευτικά πράγματα, που ευφράζεται με διακηρύξεις αλλά και με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για τη δημιουργία ενός δημόσιο εκπαιδευτικού συστήματος. Κοινός τόπος της διακηρύξης είναι η επιθυμία για τη διάδοση των γραμμάτων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και μια υπέρ αισιόδοξη αντίληψη για τις δυνατότητες της παιδείας. Τον Απρίλιο του 1822 η Πελοποννησιακή Γερουσία με αφορμή την ίδρυση σχολείου Σιντρποητσά διακήρυσε ότι η παιδεία θα καταπολεμούσε την αμάθεια και την βαρβαρότητα που είχε επιβάλλει στο ελληνικό έθνος η δουλεία, θα κατοχύρωνε την ανεξαρτησία του και θα το αναδείχνει αντάξιο των προγόνων του και των προσδοκιών της πεφωτισμένης Ευρώπης. Στις διακηρύξεις αυτές εύκολα διακρίνει κανείς βασικά πρωτάγματα του νεοελληνικού διαφωτισμού με μία ουσιώδη όμως διαφορά. Αν για τους εκπρόσωπους του διαφωτισμού η διάδοση των φώτων θα οδηγούσε την αναγέννηση των Ελλήνων με την προοπτική της ελευθερίας, η παιδεία ανεκλίνεται τώρα σε βασική προϋπόθεση για την οργάνωση ενός ευνομούμενου εθνικού κράτους και για τη διαφύλαξη της αποκτημένης ελευθερίας του. Κι είναι επίσης η πεποίθηση στα χρόνια του αγώνα ότι η διάδοση των φώτων κατά την προεπαναστατική περίοδο συνετέλεσε στην προετοιμασία των Ελλήνων για την διεκδίξη της ελευθερίας τους. Την θέση αυτή θα διατρανώσει η εθνοσυνέλεψη της Τριζίνας 1827 σε μία εγκωμιαστική επιστολή του προς τον Κοραϊ ως προτεργάτη του Διευθοτιστικού Κοινήματος. Διαβάζω. «Ο προς την παιδείαν αίρους των Ελλήνων επήγασεν από τα φώτα όσα πρώτηνων χρόνων ενέσπυραν εις τας καρδίας των τα προλεγόμενά σου. Από τα βιβλία όσα επρομήθευσε εις την πατρίδα ο πατριωτισμός σου, όσα ήγειραν εσοφές συμβουλές σου». Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν, ότι στο επίπεδο της ιδεολογίας έχουμε μια συνέχεια ανάμεσα στην προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο. Φορείς της συνέχειας είναι λόγοι και δάσκαλοι με σημαντικό ρόλο στο κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού που έρχονται στην επαναστατημένη Ελλάδα και συμμετέχουν ενεργά όπως θα δούμε στην οργάνωση της εκπαίδευσης. Στο θεσμικό επίπεδο όμως έχουμε μια σημαντική τομή σε σχέση με το παρελθόν. Η εκπαίδευση γίνεται τώρα υπόθεση του ελληνικού κράτους. Έχουμε δηλαδή μια μετάβαση από τις αποκεντρωμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο χώρο της Οθωμαγίας Αυτοκρατορίας σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα εντός των ορίων του εθνικού κράτους που διευθύνεται από την ελληνική πολιτεία μέσω των αρμόδιων διοικητικών οργάνων. Το 1822 με τον οργανισμό της προσωρινής διοικίσεως της Ελλάδος τα θέματα της παιδείας ανατίθεται στον υπουργό των εσωτερικών. Ενώ με το σύνταγμα που ψηφίζεται στη δεύτερη εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823 η εποπτεία της δημόσιας παιδείας ανατίθεται στη Μπουλή. Τον ίδιο χρόνο δημιουργείται ένα πιο εξειδικευμένο όργανο, ο θεσμός του γενικού εφόρου της παιδείας και της ηθικής ανατροφής των παιδών. Τέλος με το σύνταγμα 1827 τα θέματα της παιδείας περλούν από το Υπουργείο Εσωτερικών στο Υπουργείο του Δικαίου και της Παιδείας και θεσμίζεται στο Υπουργείο του Δικαίου και της Παιδείας. Και θεσμίζεται το δικαίωμα των πολιτών να ιδρύουν σχολεία και να επιλέγουν δασκάλους για την εκπαίδευσή τους. Για πρώτη φορά επίσης σχεδιάζεται η δημιουργία ενός πλήρους εκπαιδευτικού συστήματος. Κατά τον οργανισμό της προσωρινής διοικίσεως της Ελλάδας, καθήκον του Υπουργού Εσωτερικών είναι, να προτείνει στην Κυβέρνηση την μέθοδο και τους τρόπους για την ανέγερση πανεπιστημίων, λυκείων, κατόπαιρων σχολείων, καθώς και σχολείων του Ναυτικού και του Πολεμικού. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ένα σχέδιο που συντάσσει το 1824 μια Επιτροπή με επικεφαλής τον Άρτη Μογαζίκου. Στο σχέδιο αυτό προβλέπονται τρεις εκπαιδευτικές δραστηριότητες σχολεία κατώτερης εκπαίδευσης, λύκια και τουλάχιστον πανεπιστημίων, με τέσσερις σχολές. Καθώς όμως το σχέδιο αυτό ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί, η Επιτροπή έκρινε ότι προς το παρόν δεν μπορούσαν να ιδρυθούν παρά μόνο αλληλοδιδακτικά σχολεία και πρότεινε στη διοίκηση να συσταθεί στο άργος ένα κεντρικό αλληλοδιδακτικό σχολείο. Το σχέδιο του 24 είναι ενδεικτικό των φιλόνοξων στόχων της Επιτροπής και προσωπικά υποθέτω του Άνθιμου Γαζή, ο οποίος μαζί με τον Γρηγόριο Κωνσταντά είχε προτοστατήσει πριν από την Επανάσταση συνείδηση ενός ανώτερου σχολείου στο Πήλιο. Το σχέδιο εγγράφεται ωστόσο και πάλι στη λογική του εθνικού σχολείου και εμπνεύεται από το παράδειγμα ευρωπαϊκών χωρών, όπου το εκπαιδευτικό σύστημα περιελάμβανε όλες τις βαθμίδες από τα κατώτερα σχολεία ως το Πανεπιστήμιο. Την επιθυμία συμπόρευσης με την Ευρώπη φανερώνει επίσης το σχέδιο για τη λειτουργία μιας ακαδημίας με πρότυπο το ισθητήν τεφράς του Παρισιού. Η οποία θα έχει σκοπό την ηθική διαμόρφωση του ελληνικού εθνικού και την ανάπτυξη των επιστημών και των τεχνικών. Το σχέδιο είχε συντάξει ο Πέτρος Κιλιέτσι Σομλίδης και τους εγγραφαν πολιτική και λόγιοι συνδεδεμένοι με τις προσπάθειες οικοδόμησης ενός διλελεύθερου εθνικού κράτους. Η προτεραιότητα όμως στο αγώνα και η πολιτική αστάθεια δεν άφηναν και πάλι περιφόρεια για την εφαρμογή του σχεδίου. Τελικά από τα σχολεία που είχαν προβλεπθεί τα μόνα σχεδόν που δημιουργήθηκαν ήταν τα αλληλοδιδακτικά και ορισμένα ελληνικά. Αξίζει να σχεθούμε λίγο στα πρώτα. Όπως συμβιώσαμε ήδη, η αλληλοδιδακτική μέθοδος είχε αντιμετωπιστεί από την αλληλοδιδακτική μέθοδος είχε αντιμετωπιστεί με καχυποψία και φόβο στις παραμονές της Επανάστασης και δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε να εισταχθεί παρά σε ελάχιστα σχολεία. Αντίθετα, στα χρόνια της Επανάστασης γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή. Υιοθετήται από την πολιτεία και από τις τοπικές αρχές, προπαγμαντίζεται από τον τύπο και προβάλλεται ως σωτήριο μέσο για την εξάπλωση της παιδείας σε ολόκληρο το έθνος. Η αλληλοδακτική μέθοδος έγραφε πολύ χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Ο Φίλος του Νόμου» της Ίδρας του 1826. Δίνεται εις ολίγων καιρών να παιδεύσει έθνος ολόκληρον. Η λειτουργία των αλληλοδακτικών σχολείων βρέθηκε ωστόσο αντιμέτωπη με διάφορα προβλήματα. Το Δημόσιο Ταμείο δεν ήταν σε θέση να καλύψει τα λειτουργικά τους έξοδα, ενώ οι πολεμικές συγκρούσεις οδηγούσαν πολύ συχνά στο κλείσιμο των σχολείων. Από την άλλη μεριά δεν υπήρχαν παρά λίγοι μόνο δάσκαλοι καταρτισμένοι στην αλληλοδακτική μέθοδο. Το κεντρικό αλληλοδακτικό σχολείο στο Άργος δεν ευδουκίμησε και με εξαίρεση μερικούς παλαιούς και νεότερους μαθητές του Κλεόμβουλου, ο οποίος κατέβηκε στην Ελλάδα το 1825, οι υπόλοιποι δάσκαλοι δεν ήταν σε θέση να διδάξουν επαρκώς την αλληλοδακτική μέθοδο. Ωστόσο, η Επανάσταση έχει να παρουσιάσει ορισμένα σημαντικά επιτεύματα. Ήδη το 1822 η Προπονησιακή Γερουσία είχε διακηρύξει ότι η εκπαίδευση θα παρεχόταν δωρεάν και θα ήταν όχι μόνο για τα αγόρια αλλά και τα κορίσια. Η διακήρυξη για την εκπαίδευση των κορισιών, που αποτελούσε προωθημένο έτημα των φιλελεύθερων κύπλων της εποχής, θα πραγματοποιηθεί το 1825 με την ίδρυση στην Αθήνα από την Φιλόμουσο Εταιρεία ενός αλληλοδιδακτικού σχολείου θηλαίων με το όνομα «Σχολείον του Παρθενώνους». Διευθυντής του σχολείου διορίστηκε ο Νεόφυκτος Νικητόπουλος, ένας αξιόλογος δάσκαλος και παιδαγωγός με φιλελεύθερες ιδέες. Ο Νικητόπουλος εισήγαγε στο σχολείο μια πρωτοποριακή για την Ελλάδα καινοτομία. Την ενεργό συμμετοχή των κυβερνήσεων και των ελληνικών κυβερνήσεων δημιουργήθηκε καινοτομία, την ενεργό συμμετοχή των μαθητριών στη διοίκηση του σχολείου. Κατά την αντίληψη του το σχολείο αποτελούσε μια ιωνή πολιτεία όπου ο μαθητής έπρεπε να συνηθίζει από μικρός να διοικεί και να διοικείται. Μια άλλη ενδιαφέρουσα καινοτομία είναι η εισαγωγή το 1826 στο πρόγραμμα μαθημάτων του Ελληνικού Σχολείου της Ύδρας της Πολιτικής Κατήχησης με βάση στο εγχειρίδιο Κατήχησης Πολιτική του Ιταλού Αλερίνο Πάλμα. Ο Πάλμα είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Περδεμοντίου και είχε καταφύγει στην Ύδρα μετά την καταστολή της επανάστασης. Η εισαγωγή του μαθήματος της Πολιτικής Κατήχησης στο Ελληνικό Σχολείο της Ύδρας είναι ένα καλό παράδειγμα της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την πολιτική αγωγή. Το σχολείο πέρα από την εκπαίδευτική αποστολή του θα έπρεπε να εξηγιώσει την νεολέα με τα χρέη και τα δικαιώματα του πολίτη σε ένα ανεξάρτητο δημοκρατικό κράτος. Συνοψίζω. Η εκπαίδευση στα χρόνια της επανάστασης παρουσιάζει αισθητές συνέχειες σε σχέση με την προοπνευμασιατική περίοδο. Ο περίφημος αίρος της παιδείας. Η πίεση στα γράμματα ως μέσο πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης. Ο σταθερός προσανατολισμός προς τη φωτισμένη Ευρώπη. Και η βεβαιότητα ότι η εξάπλωση της εκπαίδευσης απαιλεί προϋπόθεση για την οργάνωση ενός σύγχρονου κράτους και για τη θωράξη της ελευθερίας, έλεγχουν την καταγωγή τους ή εμπνέονται από το κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού. Αγωγή των ιδέων αυτών είναι πολύ λόγη και θέλει με κέντρο σχεσμό και στη διεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους αλλά και είναι ιδιανούμενη που κατεβαίνω στην Ελλάδα μετά το 1821. Πιο σημαντικές όμως από τις συνέχειες είναι οι ιτομές. Η εκπαίδευση που στα προεπαναστατικά χρόνια ήταν κυρίως υπόθεση των τοπικών κοινοτήτων στο ευρύ πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περνάει τώρα στην αρμοδιότητα του εθνικού κράτους. Ορίζονται αρμόδια όργανα για την εποπτεία της, κατοχυρώνται συνταγματικά το δικαίωμα στη μόρφωση όλων των πολιτών, ενώ παράλληλα υιοθετούν νεοτερικά αιτήματα όπως η εκπαίδευση των κορισιών. Νεοτερικών χαρακτήρων θα λέγαμε ότι έχουν και τα σχέδια για ένα πλήρες εκπαιδευτικό σύστημα που θα περιελάβανε όχι μόνο σχολεία κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης αλλά και επανεψιλή. Η τελευταία αυτή πρόβληψη ήταν δύσκολη να πραγματοποιηθεί στις δύσκολες συνθήκες του αγώνα. Αποτελεί ως τόσο δείγμα των αισιόδοξων προοπτικών που γέννησε η Επανάσταση. Υπόσχεσαι, κύριέ μου. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε πολύ τον αγαπητό συνάδελφο. Μας έδειξε με αυτήν την εμπεριστατομένη παρουσίαση ότι η ηγεσία των επαναστατημένων Ελλήνων απέδειξε και με τον τρόπο που αντιμετώπισε την παιδεία ότι δεν επρόκειτο για μια εξέγερση αλλά για μια πραγματική επανάσταση. Θα περάσουμε τώρα στον νέο συνάδελφο Μάριο Λιβιαράτο που είναι φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι και απόφυτος του μεταπτυχιακού προγράμματος νεότερης και σύγχρονης ιστορίας στο Πάντιο Πανεπιστήμιο και πρόσφατα ολοκλήρωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Το θέμα της ομιλίας του είναι «Σχολεία και δάσκαλοι στον ελλαδικό χώρο 1821-1831». Αγαπητές συνάδελφε, έχετε το λόγο. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Ιδιαίτερα θα θέλα να ευχαριστήσω την κυρία Κουλούρη που με εμπιστέχθηκε και μου πρόσφερε την ευκαιρία να συμμετάσω σε αυτό το συνέδριο και να βρίσκομαι τώρα ανάμεσα σας. Όπως είπε και ο κύριος Κόκονας, η ομιλία μου έχει τίτλο «Σχολεία και δάσκαλοι στον ελλαδικό χώρο 1821-1831» και σχετίζεται ουσιαστικά με τη διαμόρφωση ενός πυκνού σχολικού δικτύου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης στον ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα στις περιοχές που θα αποτελέσουν το πρώτο ελληνικό κράτος. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου θα προβάλλω και κάποιους χάρτες που θα αποτυπώνουν αναέτως την εξέλιξη αυτού του σχολικού δικτύου. Ξεκινώντας, θα ήθελα να ξέρω ότι από την εποχή που στον ελλαδικό χώρο εμφανίζονται οικονομικές προϋποθέσεις οι οποίες συμματοδοτούν τη μετάβαση στη σύγχρονη εποχή και διατυπώνεται καθαρά η ιδέα του εξυγχρονισμού ως ιωθέτης του δυτικού προτύπου κάνει την εμφάνιση του ο έρος της παιδείας όπως θα αναφέρετε στο λόγιο Ερμή. Πράγματι, οι περισσότερες επαφές με τη Δύση από τα μέσα του 18ου αιώνα θα διαμορφώσουν μια κοινωνική συνείδηση που θεωρεί αναγκειότητα την εκπαίδευση και αναδεικνύει το σχολείο ως σε κύριο μέσο για τη διάδοση της παιδείας σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Σχεδόν ταυτόχρονα με την Έναξη Επανάσταση, εκφράζεται από πολλές πλευρές η αναγνώριση της κυφαλαιόδου σημασίας της εκπαίδευσης, στην αναγέννηση του ελληνισμού, στην πρόοδο της κοινωνίας και στην ευημερία των πολιτών. Η αντίληψη αυτή δημιουργεί την αίσθητη συνέχειας ανάμεσα στην περίοδο νεοελληνικού διαφωτισμού και στην περίοδο του αγών. Ωστόσο παρατηρούνται κάποιες ιδεολογικές μετατοπίσεις που διαμορφώνουν νέες στάσεις, οι οποίες θα αποτελέσουν βασικά γνωρίσμα του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, η δομή και η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος θεωρείται βασική υποχρέωση της πολιτείας. Η πολιτεία είναι επίσης υποχρεωμένη να ιδρύει και να υποπτεύει τα σχολεία, να επιλέγει τη μέθοδο δασκαλίας και να συγκροτεί το εκπαιδευτικό προσωπικό. Παράλληλα, αρχίζουν να επιβάλλονται ένας συγκεντρωτισμός και μια ομοιομορφία που έχουν ως στόχο την ομογενοποίηση της εκπαίδευσης. Επίσης, δεν εμφανίζονται θεσμικού χαρακτήρα ταξική φραγμοί, προσδίδοντας μια εξωτερική δημοκρατικότητα στην εκπαίδευση, που θα έχει ως αποτέλεσμα ένα αυξημένο ενδιαφέρον για την παιδεία ακόμα και από χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η δημοκρατικότητα αυτή προέρχεται από διαφωτισμό και διευκολύνεται από την απουσία αριστοκρατικής τάξης. Πολλές από αυτές τις εκπαιδευτικές απόψεις τόσο δεν θα ευοδοθούν, καθώς το όλο εγχείρημα αντιμετωπίζει πολλά εμπόδια, όπως την έλλειψη σταθερής χρηματοδότησης, την απουσία κανών δασκάλων της αλληλοδρακτικής και την έλλειψη βιβλίων και διδακτικού υλικού. Με την έκρυξη της Επανάστασης αναστάλθηκε η λειτουργία σημαντικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ωστόσο είναι η στιγμή γέννησης του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα. Ήδη από το πρώτο έτος της Επανάστασης και παρά τις δυσκολίες λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την εκπαίδευση. Συστηρία Ελλάδα μαρτυρείται η λειτουργία ενός σχολείου στην Αθήνα, ένα ακόμα σχολείο λειτουργεί στο Λεβίδι της Πελοποννήσου και δύο κοινά σχολεία στην Άνδρου. Το 1822 κάνουν την εμφάνισή τους στα πρώτα αλληλοδρακτικά σχολεία. Συγκεκριμένα στην Τρίπολη διδάσκει με την αλληλοδρακτική μέθοδο ο Δανιήλ Γεωργακόπουλος και στη Βρεσταίνη ο νεόφυτος Νικητόπουλος. Παράλληλα μαρτυρείται η λειτουργία κοινών σχολείων στην Πελοπόννησο και ενός ακόμα στην Άξο. Το 1823 αρχίζει να λειτουργεί και το πρώτο αλληλοδρακτικό σχολείο στις Κεκλάδες και συγκεκριμένα στην Κίμολο. Στην Πελοπόννησο εντοπίζεται στις πηγές η λειτουργία πέντε σχολείων ενός το αλληλοδρακτικό σχολείο στην Αθήνα, το 1826 μεταβαίνει στη Σαλαμίνα και στη συνέχεια εντοπίζεται σε σχολείο του Πόρου. Το 1828 διδάσκει στο Ναύπλιο, το 1829 στην Αίγινα και το 1831 μεταβαίνει στη Σαλαμίνα. Το 1832 διδάσκει στο Ναύπλιο και το 1833 μεταβαίνει στη Σαλαμίνα. Το 1828 διδάσκει στο Ναύπλιο, το 1829 στην Αίγινα και το 1830 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του αλληλοδρακτικού σχολείου στη γενέτειρά του στη Δήμητσαν. Το 1824 είναι η πρώτη χρονιά που αρχίζει να διαμορφώνεται ένα πιο οργανωμένο και πυκνό σχολικό δίθιο. Το ίδιο έτος διορίζεται έφορος σπαιδίας ο Γρηγόριος Κωνσταντάς. Ο έφορος σπαιδίας θα λειτουργήσει ως το κορυφαίο εκτελεστικό όργανο της εκπαίδευσης. Οι αρμοδιότητες που ανέλαβε αποκαλύπτουν τη γενικότερη διάθεση να δοθεί ένα πιο συστηματικό περιεχόμενο στην εκπαίδευση. Μεταξύ των υποχρεώσεων του εφόρου ήταν η επιθεώρηση των σχολείων και η ενημέρωση της διοίκησης σχετικά με την ικανότητα των δασκάλων, τα μαθήματα, τη μέθοδο δασκαλίας και τους πόρους του κάθε σχολείου. Ωστόσο παρά το φιλόδοξο σχέδιο, οι συνθήκες που επικρατούσαν, όπως ήταν η Πυρατία και ο Ιτουρκο-Εγιπτιακή Εξτρατία, θα περιορίσουν τη δράση του Γρηγόριου Κωνσταντά ως εφόρου της παιδείας στις βόρειες και ανατολικές κυκλάδες. Εκτός όμως από τα εξωτερικά εμπόδια, υπήρχαν και εσωτερικά, καθώς αρκετοί ισχυροί τοπικοί παράγοντες επέβλεπαν στον σφαιτερισμό των σχολικών πόρων και γι' αυτό εμπόδιζαν την είδηση των σχολείων. Πέρα όμως από αυτές τις δυσκολίες, το έργο του εφόρου ήταν τεράστιο και δεν ήταν δυνατό να φέρει εις πέρας ένα μόνο άτομο. Ήταν λαδία επαραίτητη η συνδρομή περισσότερων ανθρώπων. Αυτή τη χρονιά αρχίζουν τη λειτουργία τους στην Πελοπόννησο πέντε ελλοδεκτικά σχολεία, εκ των οποίων τα δύο λειτουργούν στο Άργος. Αξιωσημείωτο είναι επίσης ότι στο Άργος ιδρύθηκε και ένα κεντρικό σχολείο με δάσκαλο τον Γιώργιο Γεννάδιο, το οποίο προοριζόταν για την προετοιμασία δασκάλων της ελλοδεκτικής μεθόδου, ώστε να καλυφθούν οι εκπαιδευτικές ανάγκες και να στελεχωθούν τα σχολεία με ανθρώπους ικανούς να διδάξουν σύμφωνα με τη νέα μέθοδο. Παράλληλα λειτουργούν τρία ελλοδεκτικά σχολεία στη Ρέα Ελλάδα και συγκεκριμένα δύο στην Αθήνα και ένα στο Μεσολόγι. Τα δύο χρονιά ιδρύθηκαν δύο ελλοδεκτικά στην Αίγινα, ενώ μαρτυρείται και η λειτουργία δύο ακόμα ελλοδεκτικών σχολείων, ένα στην Τίνο και ένα στην Άδρα. Το 1825 παρατηρείται μια ανάλογη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Στην Πελοπόννησο, εκτός από το κεντρικό σχολείο του Άργους, λειτουργούσαν 7 ακόμα σχολεία, εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν αλληλοδεκτικά. Στις υπόλοιπες περιοχές ιδρύθηκαν 6 νέα σχολεία, από τα οποία τα τέσσερα ήταν αλληλοδεκτικά, ένα στην Άδρα, ένα στην Αθήνα, ένα στα Μέγαρα και ένα στη Σαλαμίνα. Τα δύο επόμενα έτη, 1826 και 1827, είναι πολύ κρίσιμα για την επανάσταση και η εισβολή του Ιμπράιν επηρεάζει άμεσα και την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Πολλά σχολεία στις περιοχές που καταλαμβάνονται από τον Τουρκο-Εγιπτιακό στρατό, αναγκάστηκαν να αναστείλνουν τη λειτουργία τους. Στις περιοχές όμως όπου εξακολουθούσαν να είναι επαναστατημένες, συνεχίστηκε η εκπαιδευτική δραστηριότητα. Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται αποκλειστικά στην αλληλοδακτική μέθοδο. Το 1826 στο Ναύπουλ και στην Αθήνα λειτουργούσαν από ένα αλληλοδακτικό σχολείο. Στα νησιά του Αργοσαρωνικού μαρτυρείται η λειτουργία τριών ακόμα αλληλοδακτικών σχολείων και άλλα δύο στις κυκλάδες. Το 1827 ιδρύθηκαν νέα σχολεία μόνος στις κυκλάδες, όπου εκμαίναν τρία αλληλοδακτικά και ένα κοινό και ένα αλληλοδακτικό στην Αίγινα. Το 1828 είναι το έτος που αρχίζει να μπαίνει σε εφαρμογή η εκπαιδευτική πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριος μετά την εκλογή του ως κυβερνή της Ελλάδας προσπάθησε να εφαρμόσει τις ιδέες του για την εκπαίδευση. Στόχοι της εκπαιδευτικής του πολιτικής ήταν η ηθική και η χριστιανική αγωγή, η αγωγή της κοινωνίας μέσω της διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και ο εξοευρωπαϊσμός της ελλαρικής κοινωνίας μέσω μιας παιδείας εφάμιλης με την παιδεία που εφαρμοζόταν στα κράτη της Ευρώπης. Παράλληλα, επαιδείωκε την πολιτική κοινωνικοποίηση και την κοινωνική αγωγή των νέων. Στόχος αυτός προϋπέθεται την κοινωνική χρησιμότητα της εκπαίδευσης και το έδινε έμφαση στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση ενώ ταυτόχρονα απέδειπτο το σχολαστικισμό και τον λογιοτατισμό. Για την εφαρμογή της εκπαίδευτικής του φιλοσοφίας, ο Καποδίστριας έδωσε έμφαση στη στοιχειώδη εκπαίδευση, την οποία προσπάθησε να διασπείρει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις περιοχές της επικράτης. Η προτεραιότητα που επέδειξε στη στοιχειώδη εκπαίδευση συνδέεται με την αντίληψη ότι μέσω της παιδείας θα μπορέσουν οι κατώτερες τάξεις να χειραφετηθούν από την διαταπίεση των ισχυρών τοπικών παραγών. Γενικά, απέβλεπε στην ανάπτυξη των μεσίων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία θεωρούσε απαραίτητα για την οργάνωση του κράτους. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής θα φανούν τον επόμενο χρόνο, καθώς κατά τη διάρκεια του 1828 μαρτυρείται η λειτουργία τριών αλληλοδακτικών σχολείων στην Πελοπόννησο, δύο στις Κυκλάδες και ενός στην Έγινη. Αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το 1828 ιδρύονται για πρώτη φορά και δύο αλληλοδακτικά σχολεία στη Σποράδες και συγκεκριμένα ένα στη Σκιάθο και ένα στη Σκόπελλο. Το 1829, η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια προκάλεσε εντυπωσιακή αύξηση των αλληλοδακτικών σχολείων. Συγκεκριμένα, ιδρύθηκαν 59 νέα αλληλοδακτικά σχολεία, εκ των οποίων 30 στην Πελοπόννησο, 18 στις Κυκλάδες, 7 στα νησιά του Αγωσαρωνικού και 4 στη Σποράδες. Αυξητική είναι η τάση και την επόμενη χρονιά που μαρτυρείται η λειτουργία 81 αλληλοδακτικών σχολείων και 9 κοινών σχολείων. Από αυτά, 45 λειτουργούσαν στην Πελοπόννησο, 20 στις Κυκλάδες, 5 στις Σποράδες, 5 στα νησιά του Αγωσαρωνικού και 6 στη Στερεά Ελλάδα. Αυτή τη βιαιτεία, 1869-1830, οργανώνεται και η εποπτεία των σχολείων που αποτελεί βασικό στοιχείο νεορρικότητας και μέσω της οποίας διακρίνεται η επιθυμία της κεντρικής εξουσίας να ελέγχει. Γεγονός που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του νεοτερικού γραφειοκρατικού κράτους. Όταν ο Καποδέστριας ανέλαβε τη διακυβέρνηση, άσχησε προσωπικά την εποπτεία της εκπαίδευσης μέχρι τις 12 Ιουλίου 1829, οπότε διώρησε γραμματέα επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας της εκπαιδεύσεως. Από το 1830 την εποπτεία ασκούσε ο Κοκόνης ως επιθεωρητής των σχολείων της Πελοποννήσου. Την ανάγκη καθιέρωσης της επιθεώρησης επέβαλε το γεγονός ότι η αλληλοδακτική μέθοδος έγινε υποχρεωτική για όλα τα σχολεία. Έτσι διορίστηκαν επιθεωρητές για τον έλεγχο της καλής λειτουργίας των αλληλοδακτικών σχολείων, αλλά και της ικανότητας των δασκάλων. Παράλληλα, ρόλου εποπτεία αναλάμβαναν οι διοικητές και οι έκτακτοι επίτροποι των επαρχιών που έστερνε οι κυβέρνες. Ωστόσο την υψηλή εποπτεία εξακολουθούσε να σκύει ο κυβερνήτης και γι' αυτό οι τοπικοί ηδικητές του έστερναν αναλυτικές εκθέσεις για την κατάσταση των σχολείων. Ταυτόχρονα, σε κάθε επαρχία κληρικοί ή έγκριτα πρόσωπα και επίτροποι των σχολείων διορίζονταν από τις κατατόπους δημογεροντίες. Έλεγα τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων και κατέγραφαν τις ανάγκες τους. Παρατηρείτε, λοιπόν, μια προσπάθεια κοινής οργάνωσης του σχολικού δικτύου για τη λειτουργία του οποίου υπεύθυνη ήταν η κυβέρνηση. Το 1831 αρχίζουν να λειτουργούν 39 ακόμα λοδακτικά σχολεία, 17 στην Πελοπόννησο, 11 στις Κυκλάδες, 9 στη Στερεά, Ελλάδα και από ένα στις Σποράδες και στο Ναυροσαυρονικό. Σε γενικές γραμμές, η πορεία της ελληνικής εκπαίδευσης από την έναρξη επανάσταση και μετά είναι ανωδική, όπως διαφαίνεται και στην επίσημη έκθεση του Υπουργού Παιδείας Χρυσόγελου προς τον Καποδίστριας στις αρχές του 1831, κατά την οποία αποκαλύπτεται ότι στον ελλαδικό χώρο λειτουργούσαν 121 αλλοδακτικά σχολεία υπό κυβερνητικό έλεγχο, με 9.246 μαθητές, ενώ άλλα πάλι 5.000 μαθητές διδάσκονταν από ελεύθερους δασκάλους. Συγκεκριμένα αυτά τα σχολεία κατανέμονται ως εξής. Στην Πελοπόννησο λειτουργούσαν 31 αλλοδακτικά με 2.664 μαθητές, στα νησιά 33 με 2.931 μαθητές, στη Δυτική Στερεά 4 με 329 μαθητές και στην Ανατολική Στερεά 3 με 407 μαθητές. Λαβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια απέδωσε καρπούς και διαμορφώθηκε ένα πυκνό σχολικό δίκτυο. Πράγματικα, από τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια παραγιώθηκε η ιδέα του πρωτοβάθμιου σχολείου, το κράτος έλαβε μέτρα που είχαν ως στόχο την επέκταση των δημοσίων σχολείων, που παρήχαν δωρεάν εκπαίδευση αλλά και την εξασφάλιση του κρατικού μονοπολίου πάνω σε αυτά τα σχολεία. Γενικά η εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια εκφράζει το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική δομή που επιθυμούσε ο κυβερνήτης να καθιερώσει στην Ελλάδα. Για αυτό το σκοπό δόθηκε έμφαση στην εθνική διαπαιταγωγή σε μεριττό στόχο, τη δημιουργία πολιτών ενός εθνικού κράτους και τη σύζευξη θρησκείας και επαιδείας. Καποδίστρια επεδίωξε την οργάνωση και την ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης και κυρίως της πρωτοβάθμιας, καθώς θεωρούσε ότι είναι η βάση για τη δημιουργία ενός σύγχρονου και φιλολαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαιδευτική αυτή πολιτική έδινε προτεραιότητα στη στερέωση ενός δημόσιου δικτύου και καθόριζε την κρατική αντίληψη που ήταν σύμφωνη με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Είναι γεγονός ότι σχεδόν σε όλα τα κείμενα του αγώνα που αναφέρονται στην παιδεία, πίσω από τον ριτορισμό που τα χαρακτηρίζει, μπορεί κανείς να διακρίνει τον ευρωπαϊκό προσανατορισμό, αλλά και τις βασικές αρχές των προοδευτικών εκπαιδευτικών της Ευρώπης. Εν κατακλείδι, μελετώντας τα κείμενα της εποχής, μπορεί να επιβεβαιωθεί η διαπίστοση ότι κατά την περίοδο 1821-1831, η εκπαίδευση αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία νεοτερικότητας του υποίδρυση ελληνικού κράτους. Ιδρύονται εκπαιδευτικοί θεσμοί, όπως είναι ο εφωρός Επαιδείας αρχικά, αλλά και ο υπουργός Παιδείας στη συνέχεια, οι οποίοι συντελούν στη δημιουργία μιας νέας πρωματικότητας και αποτελούν μέρος του νεοτερικού γραφειοκρατικού κράτους που διαμορφώνεται αυτό το διάστημα. Ο νεοτερικός στοιχείο αποτελεί πλέον και το επάγγελμα του δασκάλου, ο οποίος εκπαιδεύεται, επιμορφώνεται, διορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας, εφόσον πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αξιολογείται για το έργο του. Στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται ένα σημαντικό σχολικό δίκτυο με τον πολλαπλασιασμό των σχολείων, το οποίο στηρίζεται στις πρωτοβουλίες των εκάστων κυβερνήσεων. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστούμε πολύ, αγαπητές συνάδελφες, που πήρατε τη σκητάλη από τον κ. Λάπα και μας δώσατε με τρόπο τόσο παραστατικό το πώς εξελίχθηκαν στη συνέχεια τα πράγματα. Πραγματικά, η κόρκο που μας δώσατε είναι και ενδιαφέρουσα και πολύ παραστατική. Είμαστε έτοιμοι για τη συζήτησή μας και από ό,τι βλέπω έχουμε και την πρώτη ερώτηση που απευθύνεται στον κ. Λιβιεράτο. Και η ερώτηση λέει τα στοιχεία που παραθέσατε δείχνουν ότι υπάρχει μια προοδευτική αύξηση του σχολικού δικτύου. Πώς είναι δυνατόν να μην επηρεάζονται από τις πολλαπλές κρίσεις και διακυμάνσεις της επαναστατικής δεκαετίας? Να πω ότι με βάση τις πηγές φαίνεται ότι την περίοδο που περνάει η κρίση επανάσταση υπάρχει μια διακύμαση. Δεν είναι συνεχώς αυξητική αυτή η τάση σε περιοχές όπου υπάρχει έντονη επαναστατική δραστηριότητα. Ωστόσο η τάση είναι πάντα στο να δημιουργηθούν σχολεία και όπου υπάρχει χώρος δημιουργούνται σχολεία, ιδρύονται σχολεία. Ο Ιμπραήμ, ας πούμε, όταν θα φτάσει στην Πελοπόννησο θα δημιουργήσει εκεί πέρα, θα είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας αλλά την ίδια στιγμή παρατηρούμε ότι στην Αθήνα ή στις Κυκλάδες όπου υπάρχει μια πιο ελεύθερη κατάσταση, ιδρύονται σχολεία. Άρα η τάση συνεχίζεται και αυτό εκδηλώνεται πολύ καλύτερα ακόμα όταν με τον Καποδίστρια θα δοθεί ευκαιρία να φανεί. Σίγουρα η επανάσταση επηρεάζει. Ωραία. Δεν βλέπω άλλη ερώτηση, ώσπου να εμφανιστεί κάποια. Θα ήθελα να ρωτήσω εγώ κάτι τον κ. Ελβιεράτο. Είπατε κάποια στιγμή ότι ιδρύθηκε στο Άργος ένα κεντρικό σχολείο για την εκπαίδευση των δασκάλων. Σωστά θυμάμαι. Ναι, ναι, ναι. Το 1824. Αυτό ιδρύθηκε πραγματικά ή ήταν μια πρόταση που έγινε και τελικά δεν μπορέσε να ελλοποιηθεί. Να πω την αλήθεια το συνάντησα στις πηγές να λειτουργεί για δύο χρόνια. Όχι μάλλον το συνάντησα και το 1824 και το 1825. Η τάση να ιδρυθεί υπήρχε από νωρίτερα, αλλά αναφέρονται πηγές στο αγώνα που μιλάνε για τη λειτουργία του αυτά τα δυο έτη. Μετά χάνεται. Μιλάνε για τη λειτουργία του σχολείου? Ναι. Ωραία. Γιατί είχα την εντύπωση ότι δεν λειτουργήσε ποτέ, ότι έμεινε στα χαρτιά, αλλά αυτό που μας λέτε είναι είδηση τώρα. Ωραία. Μια ερώτηση για τον κ. Λάπα τώρα. Ποια στοιχεία από την προεπαναστατική διαφωτιστική παράδοση επιβιώνουν στην εκπαίδευση που καθιερώνεται στο ελληνικό κράτος, αγαπητοί συνάδελφοι. Ναι, νομίζω ότι στο επίπεδο της ιδεολογίας υπάρχει μια αισθητή συνέχεια ανάμεσα στην προεπαναστατική περίοδο και στα χρονιά της ελληνικής επανάστασης. Δηλαδή, η βασική ιδέα ότι η παιδεία, ο φωτισμός της νεολέας, η διάδοση των γραμμάτων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα θα βοηθήσουν την εδραίωση ενός εθνικού δημοκρατικού κράτους και ότι θα αθουρακήσουν την ελευθερία είναι ιδέες που έρχονται ή που εμπνέονται. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι ο διαφωτισμός δεν είναι μια υπόθεση η οποία σταματάει με την ελληνική επανάσταση. Ο διαφωτισμός είναι κάτι το οποίο συνεχίζεται. Δηλαδή, οι ιδέες του διαφωτισμού μεταφέρονται όχι μόνο από διανοούμενος του κύκλου του κόρα ή στην επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και από νέα παιδιά, τα οποία έχουν σπουδάσει σε γερμανικά πανεψημία και τα λοιπά και κατεβαίνουν από το 1821 και μετά στην Ελλάδα. Ωραία. Περιμένοντας την επόμενη ερώτηση, μετά από αυτή που απάντησε ο κ. Λάπας και την οποία έκανε η κ. Κουλούρη, μήπως ο ένας ομιλητής θέλει να ρωτήσει στον άλλο κάτι? Και εγώ απλά ελπίζω στη δικιά μου εισήγηση να μην κούρασαν οι αριθμοί, αλλά νομίζω ότι οι αριθμοί τελικά είναι αυτοί που δείχνουν τη διάσταση και το μέγεθος όλης αυτής της προσπάθειας που συντελέστηκε αυτή την περίοδο. Αντιθέτως, δεν μας κούρασαν καθόλου οι αριθμοί. Ναι, ήταν πολύ χρήσιμα. Πέρα από το γενικό πλαίσιο, έχουμε και αριθμούς που αφορούν δασκάλους, αφορούν μαθητές. Είναι πολύ χρήσιμο. Είναι πολύ χρήσιμο και πολύ εύγλωτο κιόλας, διότι ακόμα και αφορούν διάφορα ιδεολογήματα και τα υπά. Οπότε, η αριθμή για τα στοιχεία είναι καλά στηρίγματα για να φτιάχνουμε την εικόνα καλύτερα στο μυαλό μας. Και γι' αυτό πολύ σας ευχαριστούμε. Εγώ σας ευχαριστώ. Και έχουμε κι άλλη μια ερώτηση για τον κ. Λιβιαράτο. Από την άποψη των σπουδών, ρωτάει πάλι νομίζω κ. Κουλούρη, από την άποψη των σπουδών, ποιος ήταν ο κυρίαρχος τύπος δασκάλου. Να πω ότι στην αρχή οι πρώτοι δάσκαλοι, οι οποίοι προσπαθούν να σελεχώσουν τα αλληλοδακτικά σχολεία, τα οποία ινδρύονται, έχουν σπουδάσει κυρίως το εξωτερικό, έχουν διδαχτεί την αλληλοδακτική μέθοδο. Πάρα πολύ είναι μαθητές του κλεόβουλου, που ανέφερε και ο κ. Λάπας στην αρχή. Άλλοι έρχονται από τα Επτάνησα, όπου εκεί πέρα υπήρχε η αλληλοδακτική μέθοδος. Αλλά γενικότερα είναι λίγοι οι συγκεκριμένοι δάσκαλοι. Στην αρχή περισσότεροι που διδάσκονται, και ειδικά στα κοινά σχολεία, δεν έχουν ιδιαίτερη μόρφωση, γνωρίζουν απλά τα βασικά. Με τον Καποδίστρα σίγουρα προσπαθεί να οργανωθεί περισσότερο το σύστημα, δημιουργούνται και τα κεντρικά σχολεία, τα οποία παράγουν ουσιαστικά δασκάλους, οι οποίοι γνωρίζουν την αλληλοδακτική μέθοδο. Το εντυπωσιακό όμως, νομίζω ότι σε αυτή τη διαδικασία είναι πιο πολύ ότι, όταν κρίνουν ότι κάποιος δάσκαλος δεν έχει τα απαραίτητα προσώδα, τον στέλνουν για μετεκπαίδευση στην Αίγινα, όπου υπάρχει το κεντρικό σχολείο, για να μπορέσει να αποκτήσει τα κατάλληλα εφόδια, ώστε να μπορέσει να στελεχώσει τα σχολεία με τη διαδικασία που θέλουν. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι τα πράγματα βελτιώνονται μετά τον Καποδίστρη, δηλαδή 29 και 3, 1829-1830, έχουμε δασκάλους οι οποίοι μπορούν να στηρίξουν όλο αυτό το σχέδιο και δικά τη μέθοδο σαραζίν που θέλουν να προωθήσουν στα αλληλοδεκτικά σχολεία. Ωραία, ευχαριστούμε για την απάντηση. Σας ερωτά επίσης, αγαπητέ συνάδελφε η κυρία Άννα Χατζημανόλη, να μας πείτε πιο συγκεκριμένα πράγματα για την αναφορά που κάνατε περί σφαιτερισμού πόρων από ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, αν έχετε να πείτε κάτι πιο συγκεκριμένο γι' αυτό. Επίσης, να σας πω και ακολουθεί και άλλη ερώτηση, και από την έρευνά σας τι καινούργιο μπορούμε να πούμε για την επαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια και ένα τελευταίο, αν τα ξεχάσετε θα σας τα θυμίσω, αν υπήρξε σχολείο κατά τα επαναστατικά χρόνια στο Λεωνίδιο. Η πρώτη ερώτηση σχεδιά με τους πόρους. Υπάρχουν μαρτυρίες σε πηγές όπου δημιουργούνται κάποιες επιτροπές, τοπικές επιτροπές για την ίδρυση των σχολείων και για τη λειτουργία τους, ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι που δεν επιθυμούν, δεν αφιερώνουν αυτά τα χρήματα στην ίδρυση σχολείων και τα σφαιτερίζονται. Αυτά είναι μαρτυρίες που υπάρχουν μέσα στις πηγές του αγώνα που αναφέρονται. Ουσιαστικά καταγγελίες γίνονται προς την εκάστατη κυβέρνηση. Από αυτό προέρχεται το δικό μου συμπέρασμα ότι υπάρχουν δυσκολίες και τοπικού χαρακτηρά. Δεν ήταν όλοι υπέρ αυτής της αντίληψης. Αναφορικά τώρα, τη δεύτερη ερώτηση δεν τη θυμάμαι να πω την αλήθεια. Η δεύτερη ερώτηση είναι τι καινούργιο μπορούμε να πούμε για την εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια. Κάτι εντελώς καινούριο δεν ξέρω αν μπορώ να προσθέσω. Εγώ αυτό που κατάλαβα μέσα από τη μελέτη των πηγών από την αλήθεια είναι ότι ο Καποδίστρος έδειξε πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο στοιχείο για την δομή όλου του κράτους και εργάστηκε προς αυτήν την πορεία. Τώρα, κάτι καινούριο από τη δική μου έρευνα δεν ξέρω αν προέκυψε από την αλήθεια. Αλλά νομίζω ότι αποδεικνύεται για άλλη μια φορά το πόσο λάθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι τον θεώρησαν φωτοσβέστη, ας πούμε, επειδή δεν ήθελε την ύπαρξη των πανεπιστημίων. Έδειξε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τα πρωτοβάθμια σχολεία. Θεωρούσε ότι έπρεπε πρώτα η βάση να φτιαχτεί και στη συνέχεια να προχωρήσει. Τώρα, για κάτι καινούριο, για το Λεωνίδιο που με ρωτήσατε. Μαρτυρείται η ύπαρξη σχολείου στο Λεωνίδιο και στον Πραστό. Ο Πραστός ήταν το κέντρο τότε εκείνη την περίοδο. Μαρτυρείται και δάσκαλος από το Λεωνίδιο, Γιώργος Μερίκας νομίζω λέγονταν, αν θυμάμαι καλά. Ναι, είναι μία από τις περιοχές που είχαν έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Σταματάει για λίγο εκεί με τον Ιμπραήμ, αλλά μετά ξανά έχουν έντονη δράση. Μένει να εξηγήσουμε γιατί στο Λεωνίδιο δεν ήρθαν καθόλου τον δάσκαλο που είχαν στείλει επί καποδίστρια και του πετάγανε κοπριας λόγων και αποπατούσανε στην πόρτα του σχολείου. Με αποτέλεσμα τον αναγκάσουν να φύγει. Έχουμε ακόμα 5 λεπτά για συζήτηση. Και ο κύριος Παλικίδης ρωτάει αν έχετε βρει στοιχεία για τον δάσκαλο και διευθυντή του Αλληλοντακτικού Σχολείου Ναυπλίου και φίλου του καποδίστρια του Ισαία. Τον έχω τον συνάντησα στις πηγές, αλλά πιο συγκεκριμένα στοιχεία, να πω την αλήθεια δεν έχω ερευνήσει κάτι περισσότερο σε αυτό το θέμα. Τον έχω συναντήσει όμως ότι μαρτυρείται ως δάσκαλο στο Αλληλοντακτικού Σχολείου Ναυπλίου. Δεν βλέπω άλλη ερώτηση. Νομίζω ότι δεν πειράζει καθόλου να αρχίσουμε το διάλειμμα μας νωρίτερα. Σας ευχαριστώ που ήσασταν, στους ομιλητές απεθύνομαι, που ήσασταν συνεπείς στο χρόνο. Ευχαριστώ πάρα πολύ και τους ανθρώπους που μας άκουσαν. Και ξεκινάει το διάλειμμα μας για να συνεχιστεί το συνέδριο της 11 παρά 4, με συντονιστή της επόμενης συνεντρίας των αγαπητών μας κ. Λάπα. Να είστε καλά, ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Καλησπέρα και καλώς ήρθατε και πάλι στο συνέδριο για την Εκπαίδευση και την Ελληνική Επανάσταση. Ξεκινάμε με τη δεύτερη συνεδρία με θέμα την Ελληνική Επανάσταση στη δημόσια ιστορία. Πρώτος εισηγητής είναι ο κ. Γιάννης Κόκονας, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Αρχαιονομίας, Βιβλιοθυκονομίας και Μουσιολογίας. Ιστορικός, ειδικευμένος στην ιστορία του βιβλίου και τη βιβλιολογία, έχει μελετήσει όψεις της ιστορίας εθνικής ιδέας, Ελληνικού Εθνικού Κυνήματος και Επανάστασης του 21. Κύριε Κόκονα, έχετε το λόγο. Σας ευχαριστώ πολύ. Η πρώτη εικόνα που θα σας δείξω είναι η βορειοδυτική άκρη της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του 1890. Η πόλη είχε κιόλας 120.000 κατοίκους και μεγάλωνε γρήγορα. Είχε περάσει τις γραμμές του τρένου και άγγιζε σχεδόν το δεύτερο νεκροταφείο. Φτωχογειτονίες ήταν εδώ, με όλα τα εξαφανισμένα σήμερα για προφανείς λόγους. Βάθια, μπίθουλας, κασίδα και ζωλήθαρο. Αρχές Αυγούστου του 1894, ένας ούρουπος, κάποιος Αθηναίος δημοσιογράφος, καταδέχτηκε να επισκεφτεί την περιοχή, ψάχνοντας ένα θεατράκι που άκουσε οριστήθηκε στην περιοχή της Βάθιας. Μικρό απόσπασμα από τη γεμάτη ιρωνία περιγραφή της περιπλάνησης του. Πέρασα την ποιητικοτά την συνοικίαν κασίδα και είδα αστρατιάν ημιγδύμνων βρωμερών, απεσίων την θέαν πεδαρίων, την μέλουσαν δηλαδή γενεάν, η οποία θα πάρει την πόλη ξεβράκωτη, καθυμένον επί κοπρίας και ξιόντων διακεράμων τα έλκη της κασίδαστον. Ο Σωτήρης Παθάρης, 7,5 χρονών τότε, ασθενικός και μόνιμα πεινασμένος, θετός γιος ενός μισότυφλου ζητιάνου, δεν πήγαινε σχολείο και κάπως έτσι τριγυρνούσε στις αλάνες της περιοχής. Εδώ κατοικούσε, ή στο ένα σπίτι ή στο άλλο, δεν αποκλείεται λοιπόν να βρισκόταν ανάμεσα στα ημίθυνα και ευρωμερά παιδάρια που είδε εκείνος ο δημοσιογράφος. Έγραψε πολύ αργότερα. Στα μικρά μου χρόνια που έκανα παρέα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μου, όλοι μας έλεγαν αλάνια γιατί όλα σχεδόν φοράγαμε κουρέλια. Δύο τουλάχιστον από τα αλάνια της παρέας του Σωτήρης Παθάρη ήταν λουστράκια. Θυμίζω στο σημείο αυτό μια παλιά διαπίστωση του Θόδωρου Χατζπανταζή, ότι οι λούστροι ήσαν οι προτελευταίοι στον κατάλογο των Απόκληρων, ένα σκαλί πιο πάνω από τους Ζητιάνους. Διαβάζω μια ενθύμηση από εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Όταν ήμουν πολύ μικρός, δύο λουστράκια που ήταν από την Κωνσταντινούπολη, μάλιστα τα φωνάζανε τα παλιατσάκια, το ένα, το πιο μεγάλο, κάθε μέρα μας έλεγε. Όταν ρε ο Μάρκος Μπότσαρης μπήκε μες στο τσαντήρι και είδε τον Πασά να κοιμάται, τον πιάνει από τα γένια και τον σηκώνει ορθό. Όταν ο Πασάς είδε τον Μάρκο με το γιαταγάνι στο χέρι, αμέσως φωνάζει «Τρέξε αράπη με σπουδή, κι απ' του Μάρκο Μπότσαρη τα χέρια γλύτωσέ μου τη ζωή». Τρέχει ο αράπης με σπουδή, μπιστολιά φαρμακερή στου Μάρκο Μπότσαρη την κεφαλή. Όταν μεγάλωσε το λουστράκι, έγινε χασάπης στην ίδια περιοχή και τους τείχους αυτούς μπορεί και να τους ξέχασε. Ο Σπαθάρης όμως που έγινε καραγκιοζοπαίχτης, όχι μόνο δεν τους ξέχασε, αλλά και τους χρησιμοποιούσε στη δουλειά του. Γιατί στο μεταξύ ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη είχε γίνει παράσταση του καραγκιόζη. Την οποία έπαιζε όπως ακριβώς την έμαθε παρακολουθώντας τον σπουδαίο καραγκιοζοπαίχτη Μόλα, μόνο που πρόσθεσε τους τείχους εκείνους στο κατάλληλο σημείο, εξαγωγικά. Εγώ στην παράσταση του Μπότσαρη δεν έκανα τίποτα το παραπάνω, μόνο δυο λόγια πρόσθεσα. Τρέξε αράπη με σπουδή κτλ. Ας ξαναγυρίσουμε στο 1894. Που έχει προσφυώς χαρακτηριστεί χρονιά ορμητικής εισβολής του καραγκιόζης στις γειτονιές της Αθήνας. Ο δημοσιογράφος που σας έλεγα στην αρχή το βρήκε το θέατρο που έψαχνε. Ήταν μια μάντρα κοντά στην πλατεία Βάθης, εδώ που είναι ο κύκλος που είναι κίτρινος. Όπου είχε στήσει τον μπαντέ του ένας νεαρός καραγκιοζοπαίχτης. Στα αμέσως επόμενα χρόνια ο καραγκιόζης εξελίχθηκε σε μαχητικό ανταγωνιστή του δημοφιλού Σφασουλή και οι καραγκιοζοπαίχτες προσπαθώντας να κερδίσουν ένα μέρος τουλάχιστον του κοινού των άνδρων και λοπεχτών άρχισαν να αντιγράφουν εν μέρει το δραματολόγιό τους προσαρμόζοντας στο θέατρο σκιών έργα που παρουσιάζονταν με επιτυχία στο κουκλοθέατρο. Ανάμεσα στα έργα αυτά ήσαν και μερικά που είχαν πρωταγωνιστές ήρωες του 1821. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι ο περίφημος αντρικελοπαίχτης Κονιτσιώτης έπαιζε τον Διάκο το καλοκαίρι του 1895 και ότι λίγο αργότερα ο δάσκαλος του Σπαθάρη, καραγκιοζοπαίχτης Θοδωρέλος, έπαιξε και αυτός το δικό του Διάκο προφανώς αντιγράφοντας και ανταγωνιζόμενος τον Κονιτσιώτη. Με αυτή την παράσταση του Θοδωρέλου, γύρω στο 1900, θα πρέπει να μυήθηκε ο Σπαθάρης στις παραστάσεις πρωταγωνιστές ήρωες του 1821. Τον Διάκο τον έπαιζε συχνότατα μέχρι τα γυράματά του. Έχοντας όμως πάντοτε την έγνοια, μήπως η δραματική ατμόσφαιρα που πάσχιζε να δημιουργήσει καταστραφεί στο τέλος από ασυγκράτητους και ασεβείς καλαμπουρτζίδες θεατές που αστιεύονταν με τρόπο ανάρμοστο. Παραθέτω, εγώ έχω τη γνώμη ότι αυτή η ωραία πατριωτική μας παράσταση του Διάκου, άμα την παίζει ο Καραγκιόζης, να μη δείχνει τη σούβλα στο πανί του Καραγκιόζη, γιατί αυτό το σούβλισμα χαλάει όλο το ωραίο της παράστασης. Γιατί όσες φορές εγώ και αν την έπαιξα, ήτανε αδύνατο να μην πεταχτούνε μερικοί θεατές να πούνε «Τώρα θα αρχίσει το κοκορέτσι» και «Σπαθάρη, πόσο το πουλάς απόψε το κοκορέτσι» και έτσι όλοι οι κόποι μου που έκαναν δυό βραδιές πήγαιναν χαμένοι. Την ευαισθησία και την έργνεια του γι' αυτό το θέμα την ξέρουμε και από μια περίπτωση που τη ζημιά δεν την έκανε θεατής αλλά συνεργάτης του με μια ανάρμοστη ατάκα. Παραθέτω, αφού δυό βραδιές παίξαμε μια πολύ ωραία παράσταση του διάκου, τελευταία που τον σουβλίσαμε και πρέπει να του πει το ποίημα ο Καραγκιόζης, ο Πρωτόγερας λέει με τον Καραγκιόζη «Αδερφάκι διάκο, σε φάγανε μπαμπέσεκα οι μπαγάσιδες» και εγώ του λέω «Τι λες μωρέ» Όταν Εσπαθάρης έγινε 30 χρονών το 1918 και απέκτησε αρκετή καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση, άρχισε να παρουσιάζει παραστάσεις που επινοούσε ο ίδιος ανάμεσά τους και αρκετές με πρωταγωνιστές ήρωες του 1821. Ετούτος είναι ένας κατάλογος των παραστάσεών του γραμμένος από τον ίδιο το 1951. Διαπίστοση 1. Από τις 31 παραστάσεις που επινόησε, 10 έχουν την ένδειξη του 1821. Διαβάζω τους τίτλους. «Νικήτας ο Τουρκοφάγος», «Η αναγνώριση των δύο αδελφών», «Ο Κολοκοτρώνης ελευθερώνει την Τρίπολη», «Ο Κολοκοτρώνης στο Άργος», «Ο Κώστας Λεπενιώτης», «Ο Κολοκοτρώνης εις θάνατον», «Ο Καπετάν Καλτσοδήμος», «Ο Νικοτσάρας», «Ο Καπετάν Φλόγας», «Ο Καπετάν Κατσικογιάννης». Έπιστροχη δεύτερη. Από τις 10 αυτές παραστάσεις, οι 7 χαρακτηρίζονται από τον Σπαθάρη πατριωτικές και οι 3 απλώς ηρωικές. Η διάκριση είναι αξιοπρόσεχτη και πολύ ενδιαφέρουσα. Διαπίστοση 3. Δύο παραστάσεις έχουν πρωταγωνιστές τον κλέφτη Κώστα Λεπενιώτη και τον αρματολό Νικοτσάρα που είχαν σκοτωθεί πολλά χρόνια πριν την επανάσταση. Στο μυαλό του Σπαθάρη λοιπόν, όλοι οι κλέφτες και οι αρματολοί έδρασαν κατά την επανάσταση ή συνδέονται άμεσα με αυτήν. Διαπίστοση 4. Ο Σπαθάρης, άνθρωπος της προφορικής παράδοσης, γνωρίζει πρόσωπα της επανάστασης που δεν ήσαν και δεν είναι ούτε τώρα, νομίζω, και βρύτερα γνωστά, όπως ο Κατσοδήμος και ο Κατσικογιάννης. Διαπίστοση 5. Από τα 10 έργα του 1821, ένα μόνο έχει πρωταγωνιστεί φανταστικό πρόσωπο, τον καπετάν Φλόγα. Θα πιάσουμε τώρα Νικηταρά και Κολοκοτρώνη. Δεν προελαμβαίνουμε να μιλήσουμε για όλους. Ήταν ο Τουρκοφάγος λοιπόν. Τι γνώριζε γι' αυτόν ο Σπαθάρης, από πού το γνώριζε, πώς το χρησιμοποίησε. Παραθέτω. Στα μικρά μου χρόνια είχα ακούσει που λέγανε για τις παλικαριές του. Ένας γέρος λέει μια μέρα σε ένα παιδί που ήρθε γρήγορα από ένα θέλημα που του έκανε. Γεια σου ρε Αντώνη, εσένας αξίζει να σου πω αυτό που είπε του Τουρκοφάγου Οδυσσέας Ανδρούτσου, αφού πεζός έκοψε το κεφάλι του Τούρκου Καβαλάρη. Γεια σου μωρέ Νικηταρά που έχεις ποδάρια σαν φτερά. Σε 20 μέρες παίζω την εντελώς νέα παράσταση που έφτιαξα και της έδωσα το όνομα ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος. Αυτό ήταν όλο. Ο Νικηταράς έγινε πρωταγωνιστής μιας ιστορίας που δεν έχει σχέση με όσα γνωρίζουμε για αυτόν. Με την ευκολία και την άνεση που οι παλιότεροι καρδιοζωπέχτες έβαζαν τον Μεγαλέξανδρο να σκοτώνει θηρία για να στεφανωθεί την αγαπημένη του και να γίνει πασάς, να αποφεύγει τα δηλητηριασμένα κόλλυβα που του πρόσφεραν στο Σαράι και να θρυνεί τη νεκρή σειρήνη με έναν αμανέ, έβαλε και ως παθάρι στον Πελοποννήσιο Νικηταρά να έχει το λιμμέρι του στην Ήπειρο, να αποφεύγει τη Χιωτοπούλα Ελένη και να αποδίδει δικαιοσύνη εκτελώντας τον Πανούργο Πασά που είχε δολοφονήσει τον Σιόρ Νιόνιο και είχε φορτώσει το έγκλημα στον Αθώο Καραγκιόζη. Το έργο μπορεί να κατατάσσεται από τον δημιουργό του στα σχετιζόμενα με το 1821, αλλά η επανάσταση δεν είναι πουθενά στην υπόθεση, δεν γίνεται καμία μάχη Ελλήνων και Τούρκων, στο τέλος η Ελλάς δεν στεφανώνει τον ήρωα, ούτε άγγελοι του λένε πείηματα. Γι' αυτό και η παράσταση στον κατάλογο χαρακτηρίζεται απλώς ηρωική, όχι πατριωτική. Οι τρεις παραστάσεις που έχουν πρωταγωνιστεί τον Κολοκοτρώνη είναι πατριωτικές. Γι' αυτές οι πατάσεις είναι δική προετοιμασία. Αναζήτησε πληροφορίες για να συμπληρώσει τα ελάχιστα και αποσπασματικά που γνώριζε από σκόρπια ακούσματα. Ξεγωγικά, εγώ για τον Κολοκοτρώνη το μόνο που ήξερα ήταν ένα παράξενο τραγούδι του. Το λέω έτσι γιατί με το χαβά που το ξέρω εγώ δεν το έχω ακούσει μέχρι σήμερα να το παραδείσει κανένας. Λάμπει ο ήλιος στις κορφές, λάμπει και στις βραχούλες, έτσι λάμπει και η κλειφτουριά και οι Κολοκοτρώναιοι και τα λοιπά. Δεν είναι ανάγκη να διαβάσω τους στίχους όλους. Πότε το είχε μάθει ο Σπαθάρης το τραγούδι αυτό και από πού, το είχε μάθει όταν ήταν παιδί. Πάλι, κάτι φτωχό παιδά, Λουστράκια από την Πελοπόννησο ήταν η πηγή. Λουστράκια, τις άθληες συνθήκες των οποίων περιγράφει με τρόπο γλαφυρότατο και συγκλονιστικό, για να καταλήξει στο ότι οι επιτίδιοι συμπατριώτες τους που τα είχαν φέρει στην Αθήνα για να τα εκμεταλλεύονται κατά τρόπο αποκρουστικό, εισαγωγικά βάζω εδώ, κάθε βράδυ για να ξεχνάνε να τρώνε τα βάζανε όλα και χορεύανε αφού λέγανε τραγούδια της πατρίδας τους. Μόνο από αυτά τα παιδάκια άκουσα και εγώ το τραγούδι του Κολοκοτρώνη. Αργότερα, στα αυτιά του Σπαθάρη έφτασαν και κάποιες ακόμα πληροφορίες για τον Κολοκοτρώνη και τα στρατηγήματά του, αρκετές για να σκεφτεί ότι θα μπορούσε να φτιάξει παράσταση, ανεπαρκής όμως για να τις καρώσει, με δεδομένο ότι για τον ήρωα αυτό πολλοί γνώριζαν πολλά. Παραθέτω, εγώ επειδή είχα ακούσει άκρες μέσες από την ιστορία του Κολοκοτρώνη, αποφάσισα να παίξω «Ο Κολοκοτρώνης ελευθερώνει την τρίπολη». Επειδή σε αυτή την παράσταση έπρεπε να πατήσω στα σίγουρα, γιατί λίγο πολύ την ήξεραν όλοι οι Έλληνες και δεν ήταν σαν τις άλλες που ό,τι ήθελα εγώ έλεγα, γι' αυτό άρχισα να ρωτάω να μου πούνε πολλούς που ξέρανε γράμματα πού και πώς ο Κολοκοτρώνης πολέμισε και ποιον πασά βάρισε και ύστερα μπήκε στην τρίπολη. Τέλος, ένας κυφισιώτης μου λέει πως αφού ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον Πλαπούτα, Νικηταρά, Ηλία Μαυρομιχάλη, Γιάννη Μαυρομιχάλη στο Βαλτέτσι βαρύσανε τον Μουσταφάμπεη, ύστερα μπήκανε στην τρίπολη. Τι είναι το εισαγωγικά. Η παράσταση δόθηκε. Το κοινό την υποδέχτηκε θέρμη και ο Σπαθάρης την εμπλούτιζε όταν τύχαινε να μάθει κάτι πραπάνω για τον Κολοκοτρώνη. Εισαγωγικά πάλι. Μια χρονιά του 1927 που έπεσα τον Κολοκοτρώνη στο θέατρο Record, τέρμα αχαρνών, όλοις έβγαλα όξω το πρόγραμμα απέναντι που ήταν μια ταβέρνα ένας γέρος μου λέει «Ελα δώ να σου πω ένα πήμα του Κολοκοτρώνη να το πεις το βράδυ. Γεια σου Κολοκοτρώνη μου που σε λαλούν τα ιδόνια, εσύ δε θες παράσιμα πολλά συρήτια και γαλόνια γιατί για παράσιμα έχεις στολίσει βόλια το κορμί σου, τη δε ανδρεία και παλικαριά γραμμένη στο σπαθί σου». Τους άκουσε άραγε ήδη παρεθαρμένους ως παθάρις τους τείχους αυτούς ή τους παραμόρφωσε εκείνος. Το σίγουρο είναι ότι τους αξιοποίησε. Τους έκανε φινάλε της παράστασης όπως βλέπουμε σε μια περιγραφή γραμμένη στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε όλοι οι κολοκοτρώνιοι μπαίνουν στην τρίπολη για να γιορτάσουν τη νίκη τους, πάνε στην εκκλησία να λειτουργήσουν τα τιμημένα τους σπαθιά, όλοι οι Έλληνες πανηγυρίζουν και λένε τραγουδιστά «Είστον κολοκοτρώνι, γεια σου κολοκοτρώνι μου» και τα λοιπά. Και ο φουστανελοφόρος Καραγκιόζης που βαστάει ψηλά τη σημαία της λευτεριάς καλλινυκτή τους θεατάς του. Αν από το τίτλο «Ο κολοκοτρώνις ελευθερώνει την τρίπολη» ευλόγως συμπεράνατε ότι το έργο έχει να κάνει με την άλλωση της τριπολιτσάς, πέσατε έξω. Εδώ η τρίπολη βρίσκεται στα χέρια των Ελλήνων και κινδυνεύει να καταλυφθεί από τους Τούρκους. Ο παπαβλέσας που βρίσκεται εκεί αποφασίζει να φύγει για τη Μάνη, οπότε μένει να την υπερασπιστεί ο κολοκοτρώνις που με ένα στρατήγμα του κατορθώνει να την απαλλάξει από τον κίνδυνο παγιδεύοντας τους εχθρούς και νικώντας τους κατά κράτος. Ακόμα και στην περίπτωση αυτή που ο Σπαθάρης αναζήτησε πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα, όσα συμβαίνουν στην παράσταση δεν αναπαραστούν ιστορικά γεγονότα, δεν της χρειαζόταν γι' αυτό τις πληροφορίες που αναζήτησε ο Σπαθάρης. Ήθελε απλώς να εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ αληθοφάνειας, η οποία θα χτιζόταν με γνωστά ονόματα ανθρώπων και τόπων, ώστε οι θεατές να παρακολουθούν τη φανταστική ιστορία χωρίς να αποθούνται από πραγματολογικά θερακτηριστικά που θα έρχονταν σε εμφανή αντίθεση με τη στοιχειώδη εικόνα που είχαν για την επανάσταση και τους ήρωές της. Τρία λεπτά κύριε Κόκονα. Παραθέτω ενδεικτικά. Ο Καλτσοδήμος δεν έχει σχέση από καμία ιστορία. Είναι έτσι, φαντασία μου. Ούτε ο Σπαθάρης σκόπευε να μεταδώσει ιστορική γνώση, την οποία άλλωστε δεν κατήχε, ούτε το κοινό του την αναζητούσε στον Καραγκιόζη. Τις μεγάλες γραμμές έψαχνε. Οι Έλληνες να είναι περήφανοι, ανυπότακτοι και γενναίοι, να συγκρούνται με τους Τούρκους και κατά προτίμηση να τους νικούν και οι ήρωες να νικούν και να πεθαίνουν για τα ιδανικά που υπερέτησαν και να δοξάζονται μετατρεπόμενοι σε πρότυπα αγωνιστών της εθνικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Παραδείγματα προσμήμηση που τα είχαν ήδη ακολουθήσει οι απόγονοί τους στους βαλκανικούς πολέμους και όφηλαν και οι επόμενες γενιές να σέβονται και να τιμούν. Τις πατριωτικές παραστάσεις, ο Σπαθάρης τις ήθελε διδακτικές. Το τόνιζε αυτό με κάθε ευκαιρία και χαιρόταν στις περιπτώσεις που αναγνωριζόταν η παιδευτική τους αξία. Ισαγωγικά, πολλοί πατεράδες που ήτανε πελάτες μου με περικαλούσανε να τους γράψω τα πείμματα που λέγανε οι αγγέλοι του Καραγκιόζη για να τα πούνε στα παιδιά τους στο σχολείο. Αυτά όλα τα παιδάκια θα το λένε τώρα στα παιδιά τους, πως ο Καραγκιόζης του Σπαθάρη ήτανε τα φώτα της οικογένειας. Τέτοια πείμματα έλεγαν οι αγγέλοι του Καραγκιόζη στο τέλος των πατριατικών και ηρωικών παραστάσεων που συγκένευαν έτσι με τις σχολικές γιορτές και υπηρετούσαν τη μεγάλη ιδέα ως το 1922. 20 χρόνια αργότερα στην κατοχή κάλυψαν άλλη ανάγκη. Διαβάζω και κλείνω, όταν ήρθε το καλοκαίρι του 1943 αρχίσαμε τις παραστάσεις μας στον κήπο του εξοχικού κέντρου τα Παναθήνεα και εκεί είχαμε πολύ δουλειά γιατί παίζαμε πολλά έργα της ελευθεριάς του 1821, τον Διάκο, Κατσαντώνη, Αδρούτσο, Νικηταρά κτλ. Μια βραδιά ενώ επέζαμε, ερεκλαμάραμε πως την άλλη πέμπτη θα παίξουμε τον χορό του Ζαλόγπου. Επειδή δεν υπήρχε χαρτί για να ερεκλαμάρουμε το έργο, ο γιος μου Ευγένιος άρχισε να φτάνει με ρομπογιές όλο το σούλι στον τείχο του μαγαζιού. Πολλοί άρχονται και μου λένε «Σπαθάρι, γρήγορα σβήσ τα αυτά που φιάνει ο γιος σου, γιατί πολλοί Γερμανοί που επέρασαν τα αγριοκοίταζαν, παρά σβήσ τα εάν θέλεις το τομάρι σου». Εγώ τους είπα «Αυτά τα θέλει ο λαός, εγώ δεν τα σβήνω και ας γίνει ό,τι θέλει». Σας ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστούμε πολύ κύριε Κόκονα, πολύ τριφερή αυτή η αφηγησή σας και πολύ βοητευτική η πρόσληψη της επανάστασης και η απόδοση της από τον ανδρικελοπαίχτη. Πολύ μου άρεσε η λέξη από τον καραγγεζοπαίχτη Σπαθάρι. Ο πρώτος ομιλητής ο Βαγγέλης Καραμανολάκης, αναπληρωτής καθηγητής της θεωρίας της ιστορίας και ιστοριογραφίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το θέμα του είναι «Η αριστερά και το 21 σχόλια σε μια πολύπλοκη σχέση από το 1924 έως το 1974». Επιπλέον ο κύριος Καραμανολάκης είναι πρόεδρος του ιστορικού αρχείου του ΕΚΠΑ και αντιπρόεδρος του Δικαιητικού Συγγλίου των ΑΣΚΙ. Καλησπέρα και από μένα. Καταρχάς να ευχαριστήσω θερμά την Οργανωτική Επιτροπή για την πραγματικά τιμητική αυτή η πρόσκληση και τη χαρά να είμαι και σε αυτό το τραπέζι. Τα όσα θα πω σήμερα συνδέονται με κάποιες σκέψεις που μου έχουν δημιουργηθεί τα τελευταίο καιρό με αφορμή την δημιουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας από τα αρχαία της κοινωνικής ιστορίας με θέμα ακριβώς την αριστερά και το 21. Και είναι μια προσπάθεια για να αναδειχτούν τεκμήρια που αφορούν αυτή την πολύπλοκη σχέση μέσα στον 20ο αιώνα. Θα ξεκινήσω όμως κάπου ενδιάμεσα το 1976, το Μάιο του 1986, ο Φίλις Ποσιλιού δημοσίευσε στο περιοδικό Αντί, δυο χρόνια μετά την πτώση της Κούντας, ένα ανθολόγιο κειμένων ανάμεσα στον Γιάννη Ζεύγου και στον Γιάννη Κορδάτο για την επανάσταση του 21, ένα ανθολόγιο από τη μεσοπολεμική του σύγκρουση. Το ανθολόγιο τέλειωνε με ένα δικό του κείμενο, ένα άρθρο με τον τίτλο «Ιδεολογική Χρήση της Ιστορίας», ένα κείμενο το οποίο αποτέλεσε σημαντικότητα ένα από τα θεμέλια της νέας ιστορίας στη μεταπολίτευση, μια φράση και ένα κείμενο το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από πολλούς ιστορικούς και της δικιάς του γενιάς αλλά και από τους νεότερους. Το κείμενο τέλειωνε με την διαπίστωση του ηλίου ότι ήταν ανάγκη να έχουμε μια νέα ποιότητα στη μαρκιστική ιστοριογραφία συνδεδεμένη, όπως έγραφε, χαρακτηριστικά με το όριμο ελληνικό επανεστατικό κίνημα. Το κείμενο του ηλίου είχε πολλαπλούς στόχους, αφενός θύμιζα ξανά την σχέση αριστεράς πολιτικής και 21. Αφεντέρω έφερνε στη συζήτηση έναν όρο, μια έννοια δανεισμένη από το νεολογικό πλωστάσιο των ανάλητης, των λογικές χρήσεις, που στη συνέχεια θα χρησιμοποιούταν κατά κόρον για την ανάγνωση της ελληνικής ιστοριογραφίας. Τρίτο όμως και σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου, έθεται τα όρια ανάμεσα σε μια προηγούμενη περίοδο και σε μια νέα γενιά μαρξιστών ιστορικών, σε μια στιγμή που ήδη οι επανεκδόσεις του Κορδάτου είχαν αρχίσει να κυκλουφορούν και μάλιστα με ευρύ επίχηση μέσα στο κλίμα της μεταπολίτευσης. Ο Λιού διόλου τυχαία νομίζω διάλεξε τη συγκεκριμένη σύγκρουση, όχι μόνο γιατί ο Κορδάτος αποτελούσε στην εποχή του το πλέον εμβληματικό έλληνα μαρξιστή ιστορικό, αλλά και γιατί όντως η επανάσταση του 21 αποτέλεσαν ένα από τους πιο αγαπημένους τόπους της σχέσης της αριστεράς με το εθνικό παρελθόν. Θα προσέθεται δίπλα σε αυτόν την εθνική αντίσταση και σε μια άλλη κατεύθυνση βέβαια την ιστορία του ελληνικού κομινιστικού κινήματος. Στη σημερινή μου παρέμβαση θα προσπαθήσω να διατυπώσω κάποια σχόλια για αυτή την συγκεκριμένη περίοδο, για μια πεντηκοντατηρίδα που ξεκινάει ουσιαστικά από την έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως». Για να φτάσει στην πτώση της Χούντας, στην πραγματικότητα θα μιλήσω για λίγο νωρίτερα, καθώς ο Παναγιώτης Στάθης, πολύ πιο ειδικός από εμένα στη συνέχεια, θα μιλήσει για την επόμενη γενιά των ελλήνων μαρξιστών ιστορικών. Θέλω, λοιπόν, να μιλήσω για αυτή τη σχέση, τη σχέση μιας πολιτικής παράταξης τον 20ο αιώνα, με το μίζον γεγονός του ελληνικού 19ου αιώνα, θέλοντας ακριβώς να σκεφτώ κάποια πράγματα γύρω από αυτή τη σχέση, θεωρώντας όμως εξ αρχής ότι αποτελεί μια μίζωνα στιγμή στον ελληνικό 20ο αιώνα, τη στιγμή όπου η ιστοριαγραφική πρακτική και γραφή συναντιέται με την πολιτική, σε μια στιγμή όπου το έτοιμα για πολιτική και κοινωνική ανανέωση και αλλαγή συναντιέται ακριβώς με το ζήτημα των ιστοριαγραφικών ανανεώσεων για το σημαντικότερο γεγονός της ελληνικής εθνικής ιστορίας. Θεωρώ ότι μέσα από αυτή την αριστερή μαξιτική οπτική παρήθησαν κείμενα και οπτικές ακόμη και αυτήν την περίοδο την οποία συζητάμε τα οποία μετέβαλαν σε σημαντικό βαθμό την ελληνική ιστοριογραφία, ενώ παράλληλα, όπως έχει παρατηρήσει η εφειώσου ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, δεν μπορούμε να φανταστούμε την ιστορία της ελληνικής αριστεράς παρά μόνο βλέποντάς την και μέσα από τον τρόπο που κάθε φορά διάβαζε την ελληνική επανάσταση. Επιτρέψτε μου να επιχειρηματολογήσω λίγο περισσότερο σε αυτό. Είπα προηγουμένως ότι η αριστερή ιστοριογραφία, η αριστερή οπτική, η μαρξιτική οπτική, άλλαξε σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη γύρω από το 1921. Επιτρέψτε μου να αναφέρω μερικά παραδείγματα ή καταρχάς την ίδια την έκδοση του βιβλίου του Κορδάτου, ένα βιβλίο το οποίο παραπέμπει και ξεκινά από το κομμουνιστικό μανιφέστο, μεταφέροντας τον ιστορικό υλισμό και την ταξική ανάλυση στην ελληνική ιστοριογραφία. Ένα βιβλίο που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί την τομή ανάμεσα στον μακρύ δεκατονατών της εθνικής ιστορίας και στον 20ο αιώνα της πιάτης σύγκρουσης ανάμεσα στην εθνική και στην μαρξιτική ιστοριογραφία, στην αριστερή ιστοριογραφία. Το βιβλίο του Κορδάτου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κόμβο, όχι μόνο για την επίδραση που άσκησε το ίδιο, αλλά και για τις αντιδράσεις που προκάλεσε, ξεκινώντας από τον Δασκαλάκη και τον Πιπινέλη ή στριμιλώντας για τον Μιχάλη Σακελλάριου. Προσεγγίσεις όπως εκείνες του Σεραφεί Μάξιμου ή του Νίκους Βορώνου, με αφορμή το ζήτημα της συγκρότησης της αστικής τάξης, οδεύοντας προς την επανάσταση, αποτέλεσαν κείμενα που όντως ανανέωσαν και την ιστοριογραφία και συντέλεσαν καθοριστικά στη δημιουργία μιας οπτικής που την απομάκρυνα από τη φιλολογία. Ακόμη και η στροφή που επιχειρήθηκε από το 1933 και μετά ο Γιάννης Ζεύγος, εισάγοντας την έννοια του λαού, πια μέσα από τη δική του οπτική, υπήρξε καθοριστική, κατά τη γνώμη μου, για τη συγκρότηση αυτού που έχει ονομαστεί και από τον Λιού και από άλλους ιστορικούς, εθνικολαϊκή προσέγγιση. Μια προσέγγιση, η οποία άσχησε πολύ μεγάλη επιρροή και σε αυτό που θα λέγαμε, δημόσια ιστορία. Εάν, λοιπόν, από τη μια αυτή ιστοριογραφία κινήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ανατρεπτικά σε σχέση με την προηγούμενη εθνική ιστοριογραφία, αυτή ακριβώς η ανατρεπτικότητά της συνδεόταν με τον πολιτικό χώρο τον οποίο υπηρετούσαν οι άνθρωποι για τους οποίους συζητάμε. Όταν το 1924 ο Κορδάτος εκδίδει το βιβλίο του, η συζήτηση αφορά την έννοια της κολυτεριακής επανάστασης και βέβαια το ξέρουμε και από όλες τις προηγούμενες δειάσεις που έχουν γίνει, το ερώτημα του ποιο θα είναι το επόμενο επαναστατικό στάδιο στην Ελλάδα σύμφωνα με την κομμουνιστική ανάλυση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν ο Κορδάτος διαγράφεται το 1927, η αντίληψη του θα παραμείνει, συνδεδεμένη και με τα προτάγματα της κομμουνιστικής διεθνούς, η οποία θα μιλήσει εκείνη την εποχή του 1929 μετά το κράχ για την πάλη τάξης με τάξη. Και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1930 ο Ριζοσπάστης θα καλεί τους εργάτες και τους προλεταίρους που διαβάζουν τον διαβάζουν να μη γιορτάσουν την επανάσταση, θυμίζω ότι είναι το εκατό χρόνια, αριθμός των εκατό χρόνων, να μη γιορτάσουν την επανάσταση των αστών, αλλά να τιμήσουν την κομμούνα του Παρισιού. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 1932 ο Κορδάτος συστήνεται ως το κατάλληλον χειρίδιο από τον Ριζοσπάστη πάλι για να διαβάσουν όσοι θέλουν να μάθουν και την επανάσταση. Ξέρουμε ότι η αλλαγή της γραμμής το 1933 από τον Γιάννη Ζεύγο με την επίθεση των αντίων του Κορδάτου και την αναφορά στην ανολοκλήρωτη επανάσταση, στην προδομένη επανάσταση, συνδέεται με τις συνολικότερες διαργασίες διεθνώς στο κομμουνιστικό κίνημα αναφορικά με τα λαϊκά μέτωπα και την ανάγκη αντιμετώπισης των φασιστικών και φλιοφασιστικών δυνάμεων που είχαν ανατείλει στην Ευρώπη. Μια γραμμή η οποία θα κολληφωθεί στα χρόνια της αντίστασης με την ένταξη στη ρητορική του κομμουνιστικού κόμματος όλης αυτής της συζήτησης για τον προδομένο λαό και για την επανάσταση, ενσωματώνοντας πια τα ίδια τα συμβολά της αλλά και τις τελετουργίες της, τους εορτασμούς της Κοστιπιάς Ματίου στο δικό του πια επαναστατικό λεξιλόγιο και οπλοστάσιο. Αν προσπάθησα πολύ σύντομα να σταθώ σε αυτήν την και παραδειγματικά θα μπορούσα κανείς να σκεφτεί πάρα πολλές άλλες πλευρές αυτής της σχέσης και αυτής της διαδικασίας, είναι ακριβώς γιατί θέλω να υποστηρίξω κατ' αρχάς ότι δεν υπάρχει μία αριστερή ανάγνωση του 21 αντί το αντίθετο σε όλη αυτή την περίοδο που συζητώ. Υπάρχουν πολλές, δεν είναι ενιαίες, δεν είναι γραμμικά εξελισσόμενες. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σύνολο εμμυνιών και ιστοραιογραφικών αντιλήψεων, οι οποίες συνομίλησαν κάθε φορά με την προηγούμενη ιστοραιογραφική παραγωγή, με την πολιτική του κόμματος και την γενικότερη πολιτική του κομινιστικού κινήματος στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Ήταν σαφές ότι για την ιστοραιογραφία που ανέτυλε την περίοδο εκείνη, μετά το 24, από έναν πολιτικό χώρο ο οποίος ήθελε να ελέγξει, να σχεδιάσει το μέλλον και να ελέγξει το παρόν, ήταν σαφές ότι αυτή η ιστοραιογραφία δεν θα μπορούσε παραναθέλη με έναν τρόπο να αναμορφώσει και την εικόνα για το παρελθόν. Η επανάσταση σε αυτόν τον λόγο δεν είναι παρελθόν, είναι μέλλον, συνδέεται με το καθορισμός του χαρακτήρα της, έχει αποφασιστική σημασία για την κατανόηση της θέσης της ταξικής σύγκρου στην Ελλάδα και για το επόμενο στάδιο αυτής της διαδικασίας. Αυτές οι προσεγγίσεις δεν ήταν νιέες, δεν ήταν και ισότιμες. Συνδέθηκαν κάθε φορά με πολιτικές και η άνθιση ή η πτώση αυτών των πολιτικών σε πολύ μεγάλο βαθμό τις παρέσυρε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη μου, να υπάρξει ένα παλήμψι στο αυτών των απόψεων, στην ιστορική κουλτούρα της αριστεράς, πολύ συχνά καθώς βρέθηκαν μαζί να συμπορεύονται αντιφατικά διαφορετικές αντιλήψεις από διαφορετικές στιγμές αυτών των διαφορετικών εμμοιών. Επίκεντρο όλων αυτών των προσεγγίσεων, προφανώς όλες αυτές τις σχέσεις που προσπάθησα να περιγράψω, είναι η αντίληψη της γνώσης του παρελθόντος, ως ένα εργαλείο για την αλλαγή του παρόντος. Η ιστορία σε αυτή την αφήγηση καταλαμβάνει ένα κεντρικό ρόλο ως η γνώση του παρελθόντος, η οποία μπορεί να συγκροτήσει γενολογίες, να αναδείξει, να επιτρέψει την κατανόηση των όσων συμβαίνουν και όσων πρόκειται να συμβούν. Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο ρόλος εδώ που αποδίδεται στον ιστορικό υλισμό, στη μέθοδο δηλαδή της Αριστεράς, στην επιστημονική μέθοδο της Αριστεράς, το οποίο αναδεικνύεται σαν το κλειδί για την κατανόηση όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων. Και νομίζω ότι ακριβώς αυτή η κατανόηση του ρόλου που παίζει ο ιστορικός υλισμός μπορεί να μας βεθύσει να καταλάβουμε και αυτό το εύρος, αυτό το κλάτεμα που έχουν οι δουλειές αρκετών από αυτούς τους ιστορικούς, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κορδάτου, οι οποίοι θεωρούσαν ότι με βάση τη μέθοδο θα μπορούσαν να προσεγγίσουν μια πληθώρα θεμάτων και τα οποία πολλές φορές δεν διέθεταν καν παρά λίγες εγκυκλοπεδικές γνώσεις. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το οποίο θέλω να πω, νομίζω ότι θα πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο στα υποκείμενα αυτής της ιστορικής παραγωγής, στα πρόσωπα δηλαδή τα οποία μέσα σε αυτή την πεντηκονταετία έγραψαν ιστορία η οποία εντάχθηκε σε αυτό που θα λέγαμε αριστερή ή μαρξιστική, αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση, ιστορία. Δεν χρειάζεται να παρυθμίσω ξεκινώντας από τον Σεραφεί Μάξιμο και φτάνοντας στον Λεωνίδα Στρίγκο ή στον Δημήτρη Φωτιάδη. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ένα μακρύ κατάλογο ανθρώπων, οι περισσότεροι αυτοδίδακτοι, πάντως όχι με συγκροτημένες ιστορικές σπουδές, οι οποίοι έγραψαν, κάποιοι από αυτούς που ήξεραν και επαγγελματικά στη τελεέχεια του κομματικού κόμματος και οι οποίοι έγραψαν πολλές φορές ιστορία η οποία επικεντρώθηκε γύρω σε μεγάλο βαθμό από το 21. Η αξιοποίηση, η κριτική απέναντι σε αυτό το έργο θα ήταν αρκετά σκληρή καθώς θα έπρεπε να δείξει οι πρακτές των αδυναμίες, συνδεδεμένες πολλές φορές με την έλλειψη στοιχείων, αλλά πολλές φορές και με τους ίδιους κομματικούς μηχανισμούς οι οποίοι αναλειτουρίσαν ως πρέσες συμπιέζοντας άλλωτε ή διαβήνοντας αυτό το έργο. Δεν θα επέμενα σε αυτό. Θα θέλα να σταθώ όμως σε ένα άλλο σημείο που με ενδιαφέρει εδώ, συνδεδεμένο και με την προβληματική του Συνεδρίου. Είναι ακριβώς αυτό το ζήτημα της θεώρησης αυτής της ιστορικής προσέγγισης ως μια ενδυνάμιση δημόσια ιστορίας και εξηγώ αμέσως τι εννοώ. Θα πρέπει να σκεφτούμε λίγο την σχέση αυτής της ιστορίας, την οποία περιγράφω, με την ακαδημαϊκή ιστορία της εποχής. Η δεκαετία του 50 ή του 60 είναι μια δεκαετία στην οποία έχουμε σημαντικές αλλαγές στην ελληνική ιστοριογραφία και όσον αφορά τη μελέτη του 21, με σημαντικότερη νομίζω τη δημιουργία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Όλα αυτά είναι μια περίοδος όπου οι αριστερές ιδέες είναι αποκλεισμένες, όπως επίσης και οι άνθρωποι αυτοί και οι ίδιοι είναι αποκλεισμένοι όσοι από τους θα μπορούσαν να ασκήσουν μια αντίστοιχη δουλειά λόγω του πιστωπιτικού κοινωνικού φρονιμάτου. Δεν είναι καινούργια διαπίστοση αυτή η απουσία διαλόγου ανάμεσα σε αυτή την ιστοριογραφία, όσο και στις καλύτερες στιγμές της και στην ακαδημαϊκή. Είναι κάτι που κατά τη γνώμη μου κόστισε και στους δύο, ενώ από τη μία η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία εξακολούθησε να διατηρεί την ισχυρή της σχέση με τη φιλαιολογία, αρνούμενη ακόμη και τη σχέση με την κοινωνική δικαιονομική ιστορία συνδεοντάστη με την αριστερά. Από την άλλη, κατά τη γνώμη μου, η απουσία αυτή έβλαψε ιδιαίτερα και αυτή την ιστοριογραφία όχι μόνο τη στρατευμένη, ενώ εκείνη που έτσι κι αλλιώς εξυπηρετούσε κομματικές ανάγκες, αλλά και την ιστοριογραφία εκείνη που ήθελε να διευρύνει περισσότερο τα ερωτήματά της. Αν με ενδιαφέρει κάτι σε αυτό τον αποκλεισμό, δεν είναι το να τον μυρολογίσω, όσο κυρίως να κατανοήσω τον τρόπο που αυτός ο αποκλεισμός λειτούργησε, έτσι ώστε αυτή η ιστορία, και ιδιαίτερα το 21, μέσα από διαφορετικά δίκτυα, δίκτυα τα οποία συγκρότησε η Ιεριστερά εκείνη την εποχή, μέσα από τη συλλογικότητά της, μπορέσε να φτάσει σε ένα ευρύτερο κοινό και να αποτελέσει ένα σημείο, ένα στοιχείο ταυτότητας. Η συζήτηση αυτή περιλαμβάνει μια προϋπόθεση και το ερώτημα αυτό περιλαμβάνει ένα άλλο ερώτημα που έχει να κάνει με τον τρόπο που η επανάσταση του 21 προσλαμβάνεται ενδεχομένως από αυτό που θα λέγαμε επαναστατικό κίνημα μέσα από τη δεκαετία του 40. Σε κάθε περίπτωση όμως, στη δεκαετία του 50 και του 60, θα δούμε αυτή την ιστορία, την ιστορία της εθνικής αντίστασης, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό και την ιστορία του 21 να βρίσκεται στις σελίδες του αριστερού τύπου, ξεκινώντας από τα κομματικά έντυπα και φτάνοντας μέχρι την επιθεώρηση τέχνης και τη γενιά μας, τα νεανικά περιοδικά. Θα δούμε την επανάσταση να γίνεται αντικείμενο διαλέξεων, χαρακτηριστικό του στο φάκελο του Γιάννη Κορδάτου από την Ασφάλεια. Καταγράφονται συστηματικά οι ανακοινώσεις στο ταγραφεία της ΕΔΑ αλλά και σε συλλόγους και άλλες συλλογικότητες που αφορούν την ιστορία και κυρίως την επανάσταση. Υπάρχει ένας πολύ μεγάλος δημόσιος λόγος για την επανάσταση η οποία συνδέεται, διαχέεται μέσα στον ευρύτερο κόσμο της αριστεράς. Και ουσιαστικά αναδεικνύει αυτή την ιστορία σε ορόσιμο για τη συγκρότηση λογικής μνήμης. Υπάρχει εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, δεν θα προλάβω να το αναπτύξω, θα το θέσω. Το ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτή η ιστορία, το γιατί αυτή η ιστορία, που μοιάζει καταρχάς να απευθύνεται σε ένα αριστερό κοινό, ανατρέποντας στερεότυπο, ώστε αυτός να περάσει διαφορετικές εκδοχές αυτής της ιστορίας, φαίνεται ότι βρίσκεται ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο κοινό. Δεν είναι μια εύκολη απάντηση. Είναι μια δύσκολη διαδρομή. Φυμίζω το εξαιρετικό άρθρο του επόμενου μιλήτη από Μ. Παναγιώτη Στάθη για το κρυφό σχολείο, που μπορείς να δείξει πως ένας εθνικός μύθος μπορούσε να είναι ένας εθνικός μύθος. Επιτρέψτε μου απλώς να επισημάνω δύο πράγματα που κατά τη γνώμη μου θα μπορούσαν να αποτελέσουν σκέψεις για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης. Η πρώτη είναι το γεγονός ότι αυτή η ιστορία, αυτή η ιστορία για την οποία συζητάμε, είναι μια ιστορία η οποία μέσα από τις διαδρομές της αριστεράς ανήκει σε αυτό που ονομάζεται αριστερά. Δεν έρχεται να ξενίσει τον αναγνώστη της, έρχεται να πατήσει πάνω σε, έστω και αλλάζοντας ρόλους, αλλά πάντως πάνω σε βεβαιωμένους τρόπους αφήγησης αυτής της ιστορίας. Και κατά δεύτερο λόγο, βέβαια, να σκεφτούμε πως πολιτικά γεγονότα, ζητήματα όπως το Κυπριακό, έρχονται να ενισχύσουν στερεότυπα και αντιλήψεις τα οποία υπάρχουν και μέσα σε αυτή την ιστοριογραφία. Τελειώνοντας, να πω ότι από το δεκαετία του 60 και μετά, προφανώς αρχίζει μια άλλη εποχή για αυτή την ιστοριογραφία, χωρίς όμως να σημαίνει ότι, πολλές από τις κληρονομιές για τις οποίες συζητάμε δεν παρέμειναν. Θυμίζω ότι την ίδια εποχή που στη Κούντα γίνονται εισμός που θα οδηγήσω στη νέα ιστορία, ένα βιβλίο όπως το βιβλίο του Γιάννη Σκαρίμπα, θα γνωρίσει μια εξαιρετικά μεγάλη απήχηση. Και βέβαια, νομίζω ότι, για να τελειώνω, ότι ακριβώς η παρέμβαση του Φιλιμπουλιού του 71, έρχονταν, όχι μόνο να βάλει ένα όριο, αλλά να δείξει και το πώς κάθε φορά μια νέα συνθήκη οδηγούσε στην επαναπροσέγγιση και της παλιάς ιστοριογραφίας, αλλά και στην χάραξη καινούργων γεωγραμμών. Σας ευχαριστώ πολύ. Εμείς ευχαριστούμε, κύριε Καμινάκη, γιατί όντως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πολύπλοκη η σχέση και η αναγνώση της αριστεράς, προς το 21. Περινάμε στο 21, στο επόμενο ομιλητή μας είναι ο κύριος Παναγιώτης Στάθης. Το θέμα του είναι η δημόσια ιστορία για το 21 από τη δεκαετία του 60, στη μεταπολύτευση. Ο κύριος Στάθης με σπουδές ιστορίας και αρχαιολογίας εκπονεί διδακτορική διατριβή στο τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με θέμα ακριβώς στην ιστοριογραφία της Επανάστασης, του 21. Εκεί βρίσκονται και τα κύριε αρευνητικά του ενδιαφέροντα, ιστορία της Επανάστασης του 21, ιστορία ιστοριογραφίας της Λυστίας, ιστορία ελληνικού εθνικισμού και της ελληνικής ιστοριογραφίας. Σας ακούμε κύριε Στάθη. Καλησπέρα σας. Ευχαριστώ πολύ για τη συμμετοχή σε αυτό το συνέδριο. Και ξεκινάω αμέσως. Η κλείσιμη δεκαετία του 40 αποτέλεσε το μη στο πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα της ελληνικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια πυκνή περίοδο σε γεγονότα και εμπειρίες που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό τους ανθρώπους, δημιουργώντας νέες υποκειμενικότητες και συγκροτώντας νέες συλλογικότητες. Η πλατιά και επιτυχημένη συμμετοχή αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων των πόλεων στον Πόλεμο του 40 και την εθνική αντίσταση, η εμπλοκή για πρώτη φορά και σε τέτοια έκταση αγροτικών και εργατικών στρωμάτων σε πολιτικές διαδικασίες, συνθέτουν ένα κλίμα που αλλάζει τις οπτικές για τη σημασία και το ρόλο του λαού στις ιστορικές εξελίξεις. Ο Γιώργος Θεοτοκάς βλέποντας τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Αθήνα τις μέρες μετά την απελευθέρωση, σε αμικές διαδηλώσεις, γράφει «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τούτος ο λαός που βλέπουμε αυτές τις μέρες είναι άλλος από εκείνον που ξέραμε, πιο δυναμικός, πιο γενναίος και πιο περήφανος, αληθινά χειραφετημένος και ελεύθερος, όπως φαντάζεται κανείς πως θα ήταν η γενιά του 21». Η έννοια του λαού, λοιπόν, εισβάλλει στο προσκήνιο, επηρεάζοντας και γοητεύοντας ακόμη και από προσώπους του συντηρητικού πολιτικού χώρου. Η διάχειτη αίσθηση ενός λαού πρωταγωνιστή την εποχή αυτή, οδηγεί τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά και αρκετούς πέραν της αριστεράς, να επανεξετάσουν τον ρόλο του λαού, τόσο στο παρόν, όσο και στο ιστορικό παρελθόν. Ενδεικτική της θετικής επαναξιολόγησης του λαού είναι η στροφή της τέχνης στη λαϊκή κουλτούρα, ιδιαίτερα από τα δεκαετία του 60. Οι γνωστά παραδείγματα αποτελούν η θετική αξιοδότηση του ρεμπέτικου και η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού στη μουσική, η αναγνώριση του θεώφυλου και τα λαϊκά στοιχεία στους πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη, του Μίνου Αργυράκη και άλλων στη ζωγραφική, οι προσπάθειες δημιουργίας λαϊκού θεάτρου με τα έργα των Καμπανέλη, Σεβαστίκο, Γρου και άλλων, αλλά και με το ανέβασμα των ορνήθων του Αριστοφάνη από τον Κάρολο Κούν το 59 πάνω σε λαϊκά μοτύπα, η πανεκτίμηση των λαϊκών χωρών με κύριο σταθμό το Σιπτάκι που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης για τον Ζορβάκη. Παράλληλα, η επιτυχημένη δράση των στρατιωτικών ηγετών της περίοδου, όπως του Άριβη Ολυθέα, στο χώρο της αριστεράς, ή του Αλέξανδρου Παπάγου, στο χώρο της δεξιάς, αναβαθμίζει το κύρος και τη σημασία των στρατιωτικών εναντί των πολιτεκών. Οι καπετάνοι του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού αναγνωρίζονται ως λαϊκοί ηγέτες. Σε κάποιο μικρότερο βαθμό το ίδιο συμβαίνει και με τον Παπάγο, τον επιτυχημένο ηγέτη του και του Εθνικού Στρατού στον Εμφύλιο. Όλα τα παραπάνω εκβάλλουν και στον δρόμο που επανεξετάζεται και ανασυμμασιοδοτείται το ιστορικό παρελθόν. Ήδη, στην αριστερή ιστοριογραφία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, είχαν εγκαθιδρυθεί ισχυρές αναλογίες ανάμεσα στην ανάγνωση της σύγχρονης συγκυρίας και στην επανάσταση του 1921. Παράλληλα, στις έντονες πολιτικές συγκρούσεις και στο διχαστικό κλίμα της μετομιφυλιακής περίοδου, οι διαφορετικές αναγνώσεις της ελληνικής ιστορίας καθίστανε κεντρικό στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας των αντιμαχόμενων παρατάξεων και των αντίστοιχων συλλογικών υποκειμένων. Παρατηρείται βαθμιαία μια διώκοση της δημόσιας ιστορίας που οφείλεται εν μέρει στην ενίσχυση της σημασίας της ιστορίας που προανέφερα, εν μέρει στην αύξηση του αναγνωστικού κοινού λόγου της αύξησης της σχολικής συμμετοχής και του αστικού πληθυσμού και εν μέρει στην αύξηση των μέσων παραγωγής δημόσιας ιστορίας. Τέτοια παραδείγματα είναι η εμφάνιξη των κόμιξ, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου και αργότερα της τηλεόρασης, αλλά επίσης η μεγάλη αύξηση εκδόσεων τοπικής ιστορίας που παράγεται από τοπικούς λογίους, κυρίως μέσα των πολλών τοπικών συλλόγων και εταιριών, επιστημονικών ή μη επιστημονικών, που ιδρύονται στη μεταπολεμική περίοδο και κυρίως από τα εκατεία του 1966. Η αύξηση του αριθμού των σελίδων των εφημερίδων και της έκδοσης λαϊκών οικογενειακών περιοδικών επιτρέπει τη συνέχιση και την επέκταση μιας παλιάς πρακτικής. Τις δημοσίες ιστορικών αναγνωσμάτων σε συνέχειες συχνά ιστορικών ρομάντζων, κάποια από τα οποία αγλούσαν τα θέματά τους από το 21 ή την Οθωμανική εποχή. Αναφέρω ενδεικτικά τον Αστραπόγιανο του Γεωργιού Τσουκαλάη, την Βασίλη Σαμαρία του Γεωργιού Ρούσου. Η ιστορία και κυρίως το 21 μοιάζει όλο και περισσότερο να είναι παντού, ιδίως καθώς πλησίαζε η επέτειος των 150 χρόνων της Επανάθεσης. Οι μεγαλύτεροι θυμόμαστε ότι οι αίθουσες των σχολείων διακοσμούνταν με μια θρησκευτική εικόνα, μια εικόνα του βασιλιά και πολλές προσωπογραφίες ιρώων του 21. Τη δεκαετία του 70 θυμάμαι ότι κυκλοφορούσαν κοφρέτες που περιήχαν εικόνα στους αναγωνιστών του 21 και τις οποίες κολλούσαν σε ειδικά άλμπου. Θυμάμαι πως ανταλλάσαμε τις διπλές εικόνες για να συμπληρώσουμε το άλμπου, αλλά πάντοτε κάποιες έλειπαν. Νομίζαμε μάλιστα ότι επίτηδες η εταιρεία δεν τις έβγαζε για να συνεχίσουμε να αγοράζουμε κοφρέτες και να μην τις βρίσκουμε να μην συμπληρώνουμε το άλμπου. Ας δούμε επιγραμματικά ορισμένες από τις εκφάνσεις του 21 στη δημόσια ιστορία αυτής της περιόδου από το 60 και μετά. Στους αναγνωρισμένους πεζογράφους της γενιάς του 30 το 21 δεν είναι από τα θέματα που προτιμούν και τα περισσότερα σχετικά έργα δημοσιεύονται στη δεκαετία του 40 με σημαντικότερη εξαίρεση το δίτομο μυθιστόριμο του Ουθανάση Πετσάλι Διωμήδη «Ελληνικός Όρθρος» το χρονικό του Μεγάλου Συκομού που εκδόθηκε το 1963. Ωστόσο, στη δεκαετία του 60 εκδίδονται πολλές βιογραφίες αγωνιστών του 21 με λογοτεχνικές αξιώσεις, τόσο από αριστερούς συγγραφείς όπως ο Δημήτρης Φωτιάδης και ο Γιάννης Μπενέκος, όσο και από φιλελεύθερους και συντηρητικούς συγγραφείς όπως ο Σπύρος Μελάς, ο Δημήτρης Θαμέλος, ο Μιχάλης Περάνθης, ο Κώστας Σαρδελής και ο Γιώργιος Ρούσος. Στη δεκαετία του 60 ανθίζει επίσης η παιδική και εφηβική πεζογραφία για το 21, με κύριο παράδειγμα τη σειρά των αδελφών Μπεχλιβανίδη με μυθιστορήματα από την παγκόσμια λογοτεχνία διασκευασμένα για εφήβους, σειρά στην οποία εντάσσονται πολλές μυθιστορυματικές βιογραφίες αγωνιστών του 21 γραμμένες περισσότερες από τον Τάκη Λάπα. Οι αδελφοί Μπεχλιβανίδη εξέδωσαν επίσης στη δεκαετία του 50 τη σειρά κόμιξ κλασσικά εικονογραφημένα με διασκευές πάλι μυθιστορυμάτων από την παγκόσμια λογοτεχνία. Σε αυτή τη σειρά ενέταξαν και 20 περίπου τεύχοι με θέματα τους κλέφτες και αρματολούς και τους αγωνιστές του 21, τα οποία επανεκδίδονταν συνεχώς στις δεκαετίας 60 και 70. Τα τεύχοι για το 21, τα περισσότερα είναι γραμμένα από τον Βασίλη Ρώτα. Στην πίεση, εμβληματικές είναι οι ευθείες αναγωγές που συγκροτεί ο Οδυσσέας Ελίτης ανάμεσα στον αγώνα του 40 και στην επανάσταση του 21, στο άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο αντιπολόγωτο της Αλβανίας και στο άξιο νεστή. Η μελοποίηση του στη δεκαετία του 60 από τον Μήκ Θεοδωράκη θα τα καταστήσει κτήμα και το νευρί των ολαϊκών στρωμάτων. Αναφέρω ενδεικτικά τους παρακάτω γνωστούς τύπους. Δεν είχαν πίσω τους αυτοί, οι εχθροί δηλαδή, Θιό Μπουρλιοκέρη, πατέρα γεμιτζή, μάνα που να έχει σφάξει με τα χέρια της, η μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό, χορεύοντας να έχει δοθεί στη λευτεριά του χάρου. Η παρουσία του 21 στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι πυκνώνει πολύ κατά τη διάρκεια της κούντας και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, κυρίως διότι συχνά συνιστά ένα συγκαλυμμένο τρόπο αντιδικτατορικής έκφρασης που περνάει την λογοκρισία. Αναφέρον δεικτικά τους παρακάτω στίχους από το γνωστό τραγούδι του Λοΐζου Μάνου Λοΐζου και Λευθέρη Παπαδόπουλου «Δέκα παλικάρια». «Δέκα παλικάρια στήσαμε χορός του Καρετσιάκη το Κονάκι, πέφταν τα ντουβάρια από το χορό και από τις παινιές του Θοδωράκη. Και όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη Λευτεριά και όλη νύχτα κλαίγαμε «Γοργόνα Παναγιά». Το συγκεκριμένο βέβαια τραγούδι κυκλοφόρησε το 1970 λογοκριμένο αντί για Θοδωράκη Μιχαλάκη. Σημειώνω δόθησα τραγούδια αυτής της εποχής είναι συχνή η παρουσία του Μακριάνη και του Καραϊσκάκη και δευτερεβόντως του Κολοκοτρώνη, ενώ οπουσιάζουν εντελώς η πολιτική, οι προηστοί και οι λόγοι του 21. Ορισμένα τραγούδια προχωρούνται από θεατρικά έργα όπως το Μεγάλο Μαστσύρικο του Καμπανέλη που παρουσιάστηκε το 1973 και τους «Προστάτες» του Μίτσο Ευθυμιάδη που παρουσιάστηκε το 1975. Στην πρόσφατη έκδοση για το 1821 και το θέατρο ο Walter Buchner, το πρόεδρο βιβλία του, καταγράφει 30 περίπου έργα από το 1960 στο 1980 που αφορούν το 21 και άλλα 11 στην πενταετία 1955-1959. Εκτός από τα δύο προαναφερόμενα, σημαντική επίχηση φαίνεται ότι είχαν δύο έργα του Γεωργιού Ρούς. Η Βασίλη Σαμαλία που ανέβηκε το 1958 και αφορά το 21 διότι σχετίζεται με το διωγμό των αγωνιστών στην βαβαρική περίοδο. Ανέβηκε το 58 από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη και με τη Μέρια Ρώνη. Και ξανά ανέβηκε το 1971 από τους Αλίκη Βουλιοκλάκη, Δημήτρη Παμπαμιχαήλ και Μάνο Κατράκη. Το δεύτερο έργο του Ρούσου, η Μαντό Μαυρογένους παρουσιάστηκε το 1959 από τη Μέρια Ρώνη και ξανά το 1974 από τον Αλίκη Βουλιοκλάκη. Τα έργα αυτά όμως είχαν και μια δεύτερη στα διαδρομία καθώς διασκευάστηκαν σε τηλεοπτικές σειρές. Η Βασίλου Σαμαλία το 1975, πάλι με τις Βουλιοκλάκη και η Παμπαμιχαήλ και η Μαντό Μαυρογένους το 1983 με την Κάτια Δοντουλάκη. Για τη τηλεόραση διασκευάστηκε ακόμη το θεατρικό έργο του Αχηλέα Τσουράκη, Πατέρες της Λευτεριάς το 1973 και το 1977 Ο Δαίμονας του Μιχάλη Περάνθη που αναφέρεται στον Οδυσσέ Ανδρούτσο. Όσο γνωρίζω, εκτός από τα προαναφερόμενα μυθοπλαστικά έργα, μπορεί ακόμα να αναφερθεί ένα τεσσάρων επεισοδίων σειριαλ Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας το 1977 σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου και λίγα θεατρικά έργα που παρουσιάστηκαν στο θέατρο της Δευτέρας. Δεν είναι μικρή η παρουσία του 21 και στον Ελληνικό Τουματογράφο με 16 ταινίες από το 1959 μέχρι το 1974 με δύο μάλιστα αξιοσμίωτες πυκνώσεις. 7 ταινίες στο διάστημα 1970-72 και 4 ταινίες το 1959. Εάν η πύκνωση του 70-72 εξηγείται από την επέτειο των 150 χρόνων, αυτή του 1959 είναι τουλάχιστον για μένα δισερμήνευτη. Φαίνεται να εντάσσεται σε μια γενικότερη πάντως πύκνωση εκδόσεων και θεατρικών έργων που παρατηρείται στο διάστημα 1955-1959. Πιθανότατα να σχετίζεται με την ένταση του κυπριακού ζητήματος και τη συνεχόλουθη έξαση του εθνικού αισθήματος. Ποια είναι η εικόνα, όμως, που παράγεται από τη δημόσια ιστορία για το 1921 αυτήν την περίοδο? Η αριστερή συγγραφή της περίοδου, όπως ο Βασίλης Ρώτας, ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Γιάννης Μπενέκος και ο Τάκης Σταμπατόκλος, ακολουθώντας την παλιότερη γραμμή των Γιώργου Λαμπρινού και Γιώργου Βαλέτα, διαμορφώνουν ένα αντιπολικό σχήμα της Επανάστασης, σύμφωνα με το οποίο την Επανάσταση έκανε ο λαός, με ηγέτες του κλεφτόκαπετανέως και τους φιλικούς, ενάντια στη θέληση των πρωιστών και των εμποροκαραβοκυραίων, με στόχο όχι μόνο την εθνική απελευθέρωση, αλλά και την εγκαθίδριση δημοκρατίας και την διανομή των αγωλωτικών γεγον. Στη διάρκεια του αγώνα διαμορφώθηκαν δύο κυρίες παρατάξεις. Από τη μία μεριά η Δημοκρατική, με τον λαό της, περισσότερους καπετανέους, τους φιλικούς και τον Δημήτριο Βυξηλάντη, και από την άλλη η Ολυγιαρχική παράταξη, με τους κοτσαμπάσιδες, τους εμποροκαραβοκυραίους, τους αρχιερείς, τους φαναριώτες και ορισμένους ακόμη μορφωμένους πολιτικούς, όπως τον Ιωάννη Κολέτη. Η Δημοκρατική παράταξη ητήθηκε τελικά, καθώς οι ηγέτες των Ολυγιαρχικών, όπως οι Μαυροκορδάτος, Κολέτης και Κουντουριώτης, άσκησαν μια πολιτική ιδιέρη και βασίλευε εμπολής, ενισχύθηκαν από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις οικονομικά και πολιτικά και εξαγόρασαν ορισμένους καπετανέους. Οι Αγγλία και η Γαλλία, οι κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής, κατόρθωσαν να ελέγξουν την Επανάσταση και να επιβάλλουν ένα εμπολής επικοιοκρατικό καθεστώς, ένα καθεστώς εξάρτησης. Επιφυλάσσουν ωστόσο αυτή η συγγραφή σε σχέση με παλαιότερες αριστερές οπτικές μια ως ένα βαθμό θετική θεώρηση του Καποδίστρια και της ρωσικής πολιτικής. Μας το έχουν δείξει άλλωστε αυτό και η Χριστίνα Κουλούρη και ο Χρήστος Λούκος στη μελέτη τους για τον Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας, μολονότι συντηρητικός και αυθαρχικός στην πολιτική του, είχε αγνές προθέσεις και θέσπισε μια σειρά θετικών μέτρων συνοργάνων του κράτους, ενώ με τις διπλωματικές του ικανότητες κατόρθωσε σημαντικά κέρδηση στην εξωτερική πολιτική. Η Ελλαϊκή Αγωνιστή πιεσμένη από την κοινή της γνώμη βοήθησε τελικά την Επανάσταση. Οι λαϊκοί αγωνιστές καταδιώχθηκαν από τους Βαββαρούς που επέβαλαν απολυταρχικό καθυστός, εγκαθιστώντας στις διοικικές θέσεις Βαββαρούς και μέλη της προαναφερόμενης ολογιαρχικής παράταξης. Οι αριστεροί συγγραφείς εγκαθιστούν ισχυρές αναλογίες τόσο με τους αγωνιστές της εθνικής αντίστασης που καταδιώχθηκαν από το κράτος της δεξιάς, όσο και με όσους αγωνίστηκαν εναντίον της απριλιανής δικρατορίας. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εθνικής διαμόρφωσης, δεν αφιεσβητούν τη συνέχεια και τη συγκροτημένη εθνική συνέχεια στων Ελλήνων, τουλάχιστον κατά την Οθωμανική περίοδο. Ο Χωτιάδης μάλιστα στηρίζεται στον Ανάρι Πουλιανό για να υποστηρίξει την εθνική συνέχεια. Συνεπώς, οι αριστεροί συγγραφείς διαφοροποιούνται σε ένα βαθμό από την επίσημη κομματική ιστοριογραφία της εποχής, των Πέτρου Ρούσου, Λεωνίδα Στρίγγου και, σε μικρότερο βαθμό, του Τάσου Μπουρνά, που επιχειρούν να επανυσαγάγουν την ταξική ανάλυση στην ανάγκη της Επανάστασης και διαμορφώνουν λαφρός πιο εκκληπτισμένες προσεγγίσεις, αναδεικνύοντας το θετικό ρόλο της αστικής τάξης, τουλάχιστον στην Προετοιμασία και στα πρώτα στάδια της Επανάστασης. Σημειώνω εδώ ότι αυτή την περίοδο έχει μεγάλη εμβέλεια το βιβλίο του Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της Επανάστασης του 1921». Όχι όμως η έκδοση του 1924, η ανατύπωση της τέταρτης αναθεωρημένης έκδοσης του 1946, μια έκδοση που συνισθάνει εντελώς διαφορετικό βιβλίο από την πρώτη έκδοση του 1924. Σε αυτή την έκδοση του 1946, ο Κορδάτος, επηρεασμένος από το κρίμα της ιαμικής αντίστασης, διαμορφώνει ένα σχήμα που συγκλίνει στα περισσότερα σημεία με τις παραπάνω αριστερές αναγνώσεις. Στην αριστερά, ωστόσο, εμφανίζονται και πιο ακραίες προσεγγίσεις. Το 1971, ο λογοτέχνης Καρίμπας, που αναφέρθηκε προηγουμένως, γράφει το βιβλίο το 1821 «Και η αλήθεια», οπότε λέει μάλιστα ο ίδιος το έγραψε 3-4 μήνες, διαβέλια του οποίου δεν περιορίστηκε μόνο στο αριστερό ακροατήριο. Για τον Καρίμπα, η Επανάσταση του 1921 ήταν ξεχωριστή επανάσταση, διότι ήταν η μοναδική εθνικό-κοινωνική επανάσταση, με τους όρους του Καρίμπα, στην παγκόσμια ιστορία. Ταυτόχρονα, δηλαδή, εθνική και κοινωνική. Σύμφωνα με τον Καρίμπα, ο ελληνικός λαός ητήθηκε ήδη από τη μάχη της Χερόνιας. Η μακεδονική δυναστία του Φιλίπου και του Αλεξάνδρου και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχαν τίποτε το ελληνικό εκτός της γλώσσας. Οι δημοκρατικές αξίες συνιστούν με πολύ συμφιλετικό χαρακτηριστικό του ελληνικού λαού. Στον Τούρκο, οι μόνοι που αντιστάθηκαν ήταν οι κλέφτες. Την Επανάσταση την έκανε ο λαός ενάντια και στους Τούρκους και στους Έλληνες συμμεταλλευτές του, που ήταν σύμμαχοι των Τούρκων. Με τα λόγια του Σκαρίμπα, το Πατριαρχείο αφόρησε το 21. Οι πρόκριτοι και οι ιεράρχες το κλέβασαν, ο Καποδίστριας του γύρισε τις πλάτες, ο Κοραΐς το μιχτίρισε, ο Καραντζάς, ο Μαυροκορδάτος και ο Ιδνάτιος το ξεπούλαγαν στους ξένους. Χώρια οι Νέγριδες και οι Κολέτιδες, χώρια ο Κιουταχής και ο Ιμπραήμης, όλοι αυτοί μαζί. Ένα πράγμα. Ένας από τους κύριους εχθρίους του έθνους για το Σκαρίμπα είναι οι λογιώτατοι, οι οποίοι καταδυναστεύουν τον λαό. Ο λαός έπρεπε να περάσει μαχαίρι στο Σποδάρικο και στο Κοτσαμπάσικο σκυλολόι, αλλά η επανάσταση τελικά απέτυχε και αυτή η ύτα δεν έγινε δυνατόν να αναστραφεί μέχρι σήμερα, μέχρι τότε δηλαδή που γράφει ο Σκαρίμπας. Αντίστοιχη είναι και η προσέγγιση του Μίτσε Φινουνιάδη στο θεατρικό έργο του Προστάτες το 1975. Οι Κοτσαμπάσιδες και οι Μητροπολιτάδες καταλυστεύουν τον λαό και περνάνε καλά με τους Τούρκους. Ο Κοτσαματολούς έκανε την επανάσταση ενάντια στη θέληση των Κοτσαμπάσιδων. Εφόσον δεν μπόρεσαν να την εμποδίσουν, οι Κοτσαμπάσιδες, οι Μητροπολιτάδες, οι Καλαμαράδες, ο Μαυροκορδάτος, ο Κολέτης και ο Καποδίστριας την ξεπούλησαν στους ξενοσυμπεριαλιστές. Οι Κοτσαματολούς έκανε την επανάσταση ενάντια στη θέληση των Κοτσαματολούς. Εφόσον δεν μπόρεσαν να την εμποδίσουν, οι Κοτσαματολούς, οι Μητροπολιτάδες, ο Καλαμαράδες, ο Κολέτης και ο Καποδίστριας την ξεπούλησαν στους ξενοσυμπεριαλιστές. Σε αυτή την ιστοριαγραφική πρόσλεψη, οι ούτως ή άλλως υπογραφμιζόμενες πολιτικές αντιθέσεις κατά την επανάσταση γίνονται αντιληπτές ως αντιπαραθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών, για τις οποίες στην κύρια ευθύνη έχουν οι πολιτικοί, που αφενώς αναμεινιόνται στις πολεμικές επιχειρήσεις ως μοιόφυλαν και αφεντέρω επιδιώκουν να κυριαρχήσουν επί των στρατιωτικών και να διατηρηθούν στην εξουσία με κάθε τρόπο. Στους πολιτικούς συμπεριλαμβάνονται κοτσαμπάστιδες, προεστοί των νησιών, φαναριώτες αλλά και δυτικοσπουδαγμένοι ετερόθονες που ανέλαβαν πολιτικές θέσεις. Ο λαός, στρατός και η οπλαρχηγή είναι γενναίοι, ανιδιωτελείς και αγνοί πατριώτες, ενώ αντίθετα οι πολιτικοί, οι καλαμαράδες, κατά την υποθυμητική έκφραση της εποχής, ρίχνουν ακόμη και την έκβαση της επανάστασης στο βωμό της κανοποίησης των ατομικών τους υφερόντων. Στις προσεγγίσεις αυτές, η ρητή ή λαμθάνουσα αρνητική πρόσληξη των πολιτικών ηγετών και αξιωματούχων της επανάστασης, φαίνεται ότι συνάδη με την αυξημένη, συγκριτικά με προγενέστερες περιόδους, δυσπιστία απέναντι στους σύγχρονους πολιτικούς και κομματάρχες της μεταπολεμικής εποχής, που προσλαμβάνονται ως ιδιοτελείς και εκφραστές πελατιακών συμφερόντων. Η πιο ακραία φωνή είναι αυτή του περάνθη, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο ανδρούσος και οι στρατιωτικοί ηγέτες θα έπρεπε να επιβάλλουν στραταρχία, δηλαδή στρατιωτική δικτρατορία. Προσεγγίσω πως αυτή του περάνθη και των σενεργογράφων Καμποάν και Κοντέλη, που πνημοδοτούν τους στρατιωτικούς έναντι των ιδιοτελών και φιλόδοξων πολιτικών, βρίσκουν αναμενόμενα υποστήριξη από το καθεστώς της απριλιανής δικτρατορίας. Μια διαφορετική περίπτωση αποτελεί ο Φιλελεύθερος Θεατρικός Συγγραφέας και Δημοσιογράφος Γεώργιος Ρούσος. Το 1975 εκδίδει την νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους, της οποίας ο πρώτος τόμος είναι αφιαρωμένος στην καμποδιστριακή περίοδο. Ο Ρούσος θεωρεί τον Καποδίστριο απολυταρχικό κυβερνήτη, που καταπάτησε τις αρχές της Επανάστασης και παραγγώνησε όλους τους αγωνιστές, ενώ υποτάχθηκε στις επιθυμίες των ξένων μεγάλων δυνάμιων και ιδιαίτερα της Ρωσίας. Αντίθετα, αξιολογεί θετικά τον Φιλελεύθερο Μαυροκορδάτο, θεωρώντας ότι θα αποτελούσε μια πολύ καλύτερη λύση από τον Καποδίστριο. Αντίθετο με τον Μαυροκορδάτο, ο Κολέτης, κατά τον Ρούσο, υπήρξε ένας κερροσκόπος πολιτικάτης που ενδιαφερόταν μόνο για την Εξουσία και επέπλεε με ραδιουργίες και ιδρύκες. Οι Βαββαροί κυβερνήτησαν απολυταρχικά και καταδίωξαν τους αγωνιστές της Επανάστασης, οι οποίοι με μπροστάκη τον Μακριγιάννη αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στο κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη. Έχει ενδιαφέρον όμως ότι στα θεατρικά του έργα, που όμως είναι γραμμένα 15 χρόνια νωρίτερα, ο Ρούσος δεν έχει την ίδια εικόνα για τον Μαυροκορδάτο. Τον θεωρεί εκεί ιδρυκαδόρο πολιτικό, συνυπεύθυνον πολύς με τον Κολέτη για τις εφήλειες αντιπαραθέσεις μέσα στην Επανάσταση, όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης. Φαίνεται ότι εδώ παίζει ρόλο και το διαφορετικό είδος του ιστορικού από το θεατρικό λόγο, που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό και διανθίζεται από ρομάτζα και ίντρικες, στοχεύοντας σε ευρύτερη απήχηση. Ανάλες διαφοροποίησης μπορούμε να βρούμε για παράδειγμα και στο θεατρικό του Ρώτα σε σχέση με το κόμικ που απευθύνεται σε παιδιά. Το 1973, στο Μεγάλο μας Τσίρκο, ένα πανόραμα της ελληνικής ιστορίας, μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καμπανέλης με εξαιρετική τέχνη ακολουθεί τις προαναφερόμενες αριστερές προσεγγίσεις και διαμορφώνει ένα απλουσιαστικό ερμηνευτικό σχήμα όλης της νεοελληνικής ιστορίας. Απέναντι σε μια διαχρονική λαϊκή παράταξη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι καπερτάνοι του 21, αντιπαραθέτει μια εμπολής απαράλλαχτη ξενόδουλη ολιγαρχία εξαρτημένη από τους ξένες μεγάλες δυνάμεις. Απέναντι σε μια διαχρονική λαϊκή παράταξη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι καπερτάνοι του 21, αντιπαραθέτει μια εμπολής απαράλλαχτη ξενόδουλη ολιγαρχία εξαρτημένη από τους ξένες μεγάλες δυνάμεις. Απέναντι σε μια διαχρονική λαϊκή παράταξη, στην οποία περιλαμβάνονται και οι καπερτάνοι του 21, αντιπαραθέτει μια εμπολής απαράλλαχτη ξενόδουλη ολιγαρχία εξαρτημένη από τους ξένες μεγάλες δυνάμεις. Η ισχυρότερος σύμβολος σε αυτόν τον λόγο αποτέλεσε ο απελέκητος λαϊκός αγωνιστής Μακρυγιάννης, που θεωρήθηκε ο κατεξοχήν άδωλος και αγνός υπερασπιστής της δημοκρατίας και των λαϊκών αγωνιστών, ενάντια στους ντόπιους πολιτικάδιδες και τους ξανουσυμπεριαλιστές. Συμπερασματικά, στις δεκαετίες 60 και 70 διαμορφώνονται στο χώρο της δημόσιας ιστορίας, διαμορφώνονται ιστορικά αφηγήματα της Επανάστασης του 21 με πολλά κοινά στοιχεία, τα οποία φαίνεται ότι μπορούν να κατανοηθούν με κοινό τρόπο, ώστε να διαμορφωθεί ένα κοινό εθνικολαϊκό μοντέλο πρόσγληψης της Επανάστασης. Αυτό το εθνικολαϊκό αφήγημα ερμηνεύει αναδρομικά την Επανάσταση με βάση τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, διαμορφώντας παράλληλα μια γενεαλογία λαϊκών αγώνων και αγωνιστών. Πρόκειται για ένα σχήμα που επιδιώκει να ανταποκριθεί στις ανάγκες και σχεδιασμού συγκρότησης μιας λαϊκής ενότητας με στόχο την απαλλαγή από τα μετεμφυλιακά πολιτικά δυνά και την άμβρηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Συνεχίζουμε με την επόμενη εισηγήτριά μας, την κυρία Ελένη Κούκκι. Η κυρία Κούκκι διδάσκει στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Δημόσιας Ιστορίας. Είναι ιστορικός με ειδικεύση στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία και τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στη μελέτη των τελετών των αναμνιστικών πρακτικών και ευρύτερα στη μνήμη και τα κοινωνικά δικτύα που τη διαμορφώνουν. Παρακαλώ. Ευχαριστώ. Καλησπέρα και από μένα. Θα ευχαριστήσω κατ' αρχή τους διοργανωτές του συνεδρίου που μου δίνουν τη δυνατότητα να παρουσιάσω μια δουλειά που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, ανυπομονώ για τα σχόλια και την κριτική πάνω στη δουλειά μου. Η συζήτηση για τις τελετές και ευρύτερα τις μνημονικές πρακτικές της δικτατορίας της 21ης Απριλίου είναι μάλλον περιορισμένη τόσο στο επίπεδο του δημόσια λόγου, όσο και σε ακαδημαϊκό. Στις λίγες περιπτώσεις, το θέμα θύγεται για να αναδειθεί η χαμηλή αισθητική, αυτό που απλά αποκαλούμε «χουντική κακογουστιά» ή «χουντικό κιτς», ως τον φόδης εθνικός λόγος, καθώς και η χρήση των τελετών για προπαναδιστικούς σκοπούς ή για την επιβολή συντηρητικών προτύπων στον πληθυσμό. Ωστόσο σήμερα, θα επιχειρήσω μια ανάλυση που ξεκινάει από μια διαφορετική αθετηρία. Αντιμετωπίζω τους εθνικούς εορτασμούς ως πολιτικά συμβάντα και ως παιδεία διαπάλης για την ίδια την έννοια του έθνους και του εθνικού παρελθόντος, ως στιγμές που διατυπώνονται αντικρουόμενες απαντήσεις για κομβικά ερωτήματα, όπως το ποιος είναι ο χαρακτήρας του ελληνικού έθνους, ποιο είναι το νόημα των οικουμενικών αξιών, όπως η ελευθερία, ποια είναι η θέση της Ελλάδας μέσα στο παγκόσμιο σύστημα κρατών. Η ανάλυσή μου εμπνέεται από ένα σώμα ανθρωπολογικών κειμένων που μέσα στον 20ο αιώνα αναστοχάστηκαν πάνω στην κοινωνική σημασία της τελετουργίας. Το 1936 ο Arthur Maurice Hockard διαπίστωνε ότι η τελετουργία είναι ένα από τα πρώτα πεδία μέσα στα οποία η ίδια η έννοια της διακυβέρνησης του κυβερνήτη και της εξουσίας κατασκευάστηκε. Τέτοιου είδους αμαρλήσεις που αντέστρεφαν τους όρους και αντί να θεωρούν την τελετουργία ως μια αντανάκλαση της εξουσίας, την αντιμετώπιζαν ως το πρώτο στάδιο για να κατασκευαστεί η εξουσία, οδήγησαν δεκαετίες αργότερα τον David Greper, ο οποίος πέθανε πρόσφατα, να υποστηρίξουν ότι η τελετουργία, δηλαδή στην ευρύτερη έννοια η εθιμοτυπία των κυβερνήσεων και η realpolitik, δηλαδή οι σκληρές αποφάσεις με τις απτές επιπτώσεις τους που μια κυβέρνηση καλείται να πάρει, δεν είναι δύο ξεχωριστικόσμοι αλλά ένα αλληλοδιαπλεκόμενο σύστημα. Η τελετουργία δεν είναι απλά μια αντανάτιαση της εξουσίας αλλά ένα πεδίο και μάλιστα σημαντικό άσκησις της. Τι είναι αυτό που καθιστά τόσο σημαντική την τελετουργία για την εξουσία? Το γεγονός ότι κάθε τελετουργία έχει ένα νόμιμο ιδιοκτήτη. Η έννοια αυτή της ιδιοκτησίας της εξουσίας είναι μια ακόμα θεωρητική συνεισφορά του Χόκκαρτ. Για να το πω με ένα πολύ απλό παράδειγμα. Κάθε ένας από εμάς μέσα σε αυτή την ψηφιακή έθουσα μπορεί να πάρει ένα μπολ με νερό και ένα μάτσο βασιλικού και να αρχίσει να καταβρέχει με αυτόν όσους βρίσκονται γύρω του. Μόνο όμως αν αυτός που το κάνει είναι παπάς, η πράξη έχει συμβολικό και τελετουργικό νόημα. Διαφορετικά είναι μια πράξη ανόητη ή έστω μια παροδία. Κάθε τελετουργία έχει ένα νόμιμο ιδιοκτήτη, έναν τελετάρχη, αλλά και αντίστοφα. Κάθε ένας που καταφέρνει να οργανώσει και να πραγματοποιήσει μια τελετουργία με νόημα επιβεβαιώνει τη θέση του ως ιδιοκτήτης της. Με αυτές τις σκέψεις θα προσπαθήσω παρακάτω να περιγράψω πόσο οι εορτασμοί του 1971 για τα 150 χρόνια της ελληνικής επανάστασης μεταβλήθηκαν σε ένα πεδίο σκληρής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη δικτατορία που μέσα από τους εορτασμούς επιχειρούσε να προβληθεί ως ο αδιαφισβήτητος τελετάρχης του ελληνικού έθνους και στους διαφωνούτες με το καθεστώς, που με τις δικές τους ανεπίσημες αντιτελετουργίες προσπάθησαν και κατά τη νόμο μου πέτυχαν να αμφισβητήσουν αυτή την αξίωση του καθεστότος. Πρώτα από όλα όμως θέλω να διευκρινίσω ότι σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ μη έγκυρες αυτές τις αναλύσεις που ανέφερα στην αρχή, ειδικά εκείνες που επικεντρώνονται στην ανάλυση των εθνικών εορτασμών επί δικτατορίας για να αναδείξουν τον προπαναδιστικό και κυρίως το χειριστικό χαρακτήρα τους. Από την πρώτη στιγμή, για το εννοώ κυριολεκτικά, η Τελετουργία είχε ένα διακριτό πολιτικό βάρος για τους ηγέτες του πραξικοπήματος. Το πραξικό που με επιβλήθηκε λίγες μέρες πριν ξεκινήσει η Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα του 1967. Το Μεγάλο Σάββατο συνέπεσε στις 29 Απριλίου 1967. Μια εβδομάδα δηλαδή πιο πριν, λόγω του πραξικοπήματος, δεν επιτρεπόταν ούτε καν στα αεροπλάνα να προσγειωθούν ή να απογειωθούν από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, για να μη μιλήσουμε για τις απαγορεύσεις νυχτερινής κυκλοφόρειας. Έβλογα λοιπόν, κυκλοφόρησαν φήμες, ότι οι θρησκευτικοί ορτασμοί δεν θα πραγματοποιούνταν, ειδικά αυτοί που περιλάμβαναν μαζικές υπέθροιες συγκεντρώσεις και χρήσης πυροτεχνημάτων. Μιλάμε δηλαδή για τον εκτάφειο της Μαχαλής Παρασκευής και την Ανάσταση. Ωστόσο ο Πατακός έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι το πρόγραμμα των θρησκευτικών εορτασμών θα πραγματοποιούνταν κανονικά, τονίζοντας ότι η Επανάσταση είχε πετύχει και οι τάξεις και η ασφάλεια επικρατούσαν σε ολόκληρη τη χώρα. Το παραπάνω είναι ένα μόνο πολύ μικρό παράδειγμα για το πώς μια εξουσία μπορεί να αξιοποιήσει επικοινωνιακά έναν εορτασμό με τις πιο απλές κινήσεις. Δίνοντας η Χούντα την άδεια να πραγματοποιηθεί το Πάσχα, διατιμπάνιζε ότι είχε επικρατήσει και είχε τόσο σταθερό έλεγχο επί της κατάστασης ώστε να μην φοβάται τον κόσμο που συγκεντρώνοταν. Επιπλέον, οι εορτασμοί της Ανάστασης στη Μητρόπολη των Αθηνών έλαβαν ιδιαίτερα λαμπρό χαρακτήρα. Το κεντρικό πρόσωπο υπήρξαν αμφισβήτητα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Δύο μέρες αργότερα, οι New York Times έγραψαν ότι η παρουσία του βασιλιά ήταν ένα «σώου ενότητας». Το 1968 έχουμε την πρώτη και μάλιστα διεθνή καταγγελία για το πώς η δικτατορία χρησιμοποιούσε τους εορτασμούς για να κατασκευάσει μια πλαστή εικόνα συμέμεσης και αποδοχής. Ο Μαξ Βαντρεστούλ, ως ειδικός ερευνητής εκ μέρους του Συμβουλίου της Ευρώπης, σημείωνε στην αναφορά του ότι οι συνταγματάρχες είχαν πρόσφατα περάσει ένα νόμο που υποχρέωνε τους δημόσιους υπαλλήλους και τους μαθητές να παρευρίσκονται στους δημόσιους εορτασμούς. Πράγματι, κατά τη δικτατορία, είναι η πρώτη φορά που παράγεται ένα σύνθετο νομοθετικό έργο που βάζει πλαίσια για την τέλεση των εορτασμών και το οποίο σίγουρα προκύπτει από την επιλογή του καθεστότος να αξιοποιήσει τους εθνικούς και τοπικούς εορτασμούς ως μαζικά γεγονότα που υψοφάκτο θα διατιμπάνιζαν τη λαϊκή αποδοχή που αυτό απολάμβανε. Ταυτόχρονα, σε αυτό το πρώτο διάστημα, μέχρι και το 1971, η δικτατορία πολλαπλασιάζει τους εορτασμούς, τόσο τους τοπικούς, όσο και αυτούς με πανεθνική εμβέλεια. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όντως όσοι αναδεικνύουν την προπαγανδιστική φύση αυτών των τελετών, έχουν απόλυτο δίκιο. Κατά τη γνώμη μου, όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα όταν οι τελετές της δικτατορίας αναλύονται μόνο μέσα από τη σκοπιά της προπαγάνδας. Η ίδια η έννοια της προπαγάνδας φτιάχνει ένα άκαμπτο σχήμα σύμφωνα με το οποίο υπάρχει ένας πανίσχυρος και αυταρχικός πομπός, η δικτατορία, και ένας παθητικός δέκτης, η κοινωνία, η οποία αναγκαστικά υφίσταται αυτόν τον κατηγισμό τελετουργικών συμβάτων και στην καλύτερη περίπτωση δεν πείθεται από αυτά. Μέσα σε ένα τέτοιο αναλυτικό πλαίσιο, η ρόλη είναι βεβαιωμένη και συνεπώς τα ευρήματα είναι σχετικά αναμενόμενα. Αντίθετα, πιστεύω ότι ας τρέψουμε το ενδιαφέρον στη σημασία που αυτές οι τελετές είχαν για το καθεστώς, την προετοιμασία τους πόρους που το καθεστώς έπρεπε να διαθέσει για να εξασφαλίσει ότι το ίδιο θα εμφανιζόταν ως ο νόμιμος τελετάρχης του και αντίστοιχα στους τρόπους με τους οποίους οι αντίπαλοι του επινόησαν τρόπους αμφισβήτησης, τότε η εικόνα προβάλλει πολύ πιο περίπλοκη. Ότως, λοιπόν, από μια τέτοια σκοπιά, οι εορτασμοί του 1971, της 150 ε.Τ., αποτελούν σημείο καμπής για την τελετουργική πολιτική της δικτατορίας. Όπως ήδη παρουσίασα, τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια το καθεστώς είχε αναπτύξει μια συστηματική προσπάθεια για να προσαρμόσει τους εορτασμούς στις δικές του επικοινωνιακές ανάγκες. Τα υιοβιλέα, ούτως ή άλλως, ως εξαιρετική επέτη προσφέρονται για τη διοργάνωση εκδηλώσεων μεγάλης κλίμακας. Ήδη, λοιπόν, από το Σεπτέμβριο του 1970, ανακοινώθηκε ότι είχε σχηματιστεί ειδική επιτροπή για την 150 ε.Τ. με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Ελλάδα Σιερόνυμο και τον πρώτο αντιπρόεδρο της Εθνικής Κυβερνήσεως, Τιλιανό Πατακόπου. Ο τελευταίος, ως πολιτικός προεστάμενος του Υπουργείου Εσωτερικών, είχε ούτως ή άλλως θεσμικά την αρμοδιότητα της παρακολούθησης όλων των εορτασμών. Στις αρχές του 1971, έγινε παρουσίαση του εορταστικού προγράμματος, τόσους σε Έλληνες όσο και σε ξένους δημοσιογράφους. Η επιλογή να γίνει συνέντευξη τύπου, και για ξένους δημοσιογράφους, ήταν κομμάτι του κεντρικού σχεδιασμού της εκδήλωσης, διότι όπως τόνισε ο Πατακός, η 150 ε.Τ. ήταν η ιδανική αφορμή για να προβληθεί η παγκόσμια σημασία του 1821 και για να δημιουργηθεί ένα νέο ρέδωμα φιληνισμού. Ολόκληρο το 1971, κηρύχθηκε ως έτος της ελληνικής εθνικής ελευθερίας. Οι λέξεις σε αυτή τη διατύπωση, όσο τετριμένες και αν φαίνονται εκ πρώτους όψους, είναι διαλεγμένες προσεκτικά. Η ελευθερία αποτελεί ως την πλέον εμβληματική αξία του δυτικού κόσμου την περίοδο του ψυχρού πολέμου, τόσο κεντρική, ώστε να τον ονοματοδοτεί. Ο δυτικός κόσμος είναι ο ελεύθερος κόσμος, the free world. Σε αυτή τη ψυχροπολεμική νοηματοδότηση, η ελευθερία νοείται πρώτα από όλα ως ατομική ελευθερία και έχει μια διακριτή αντικομινιστική χρειά. Ο δυτικός κόσμος είναι ο κόσμος της ελευθερίας σε αντίθεση με το σωβιατικό μπλοκ, στο οποίο οι ατομικές ελευθερίες περιστέλονται. Το καθεστώς λοιπόν, επιλέγοντας να προβάλλει την ελευθερία ως την κεντρική έννοια των εορτασμών, επιχειρούσε πρώτα από όλα να πραγματοποιήσει μια καμπάνια με αποδέκτητη διεθνή κοινότητα, υπενθυμίζοντάς της τις κοινές αξίες που την έδαιναν με το ελληνικό κράτος, έναν από τους ακρίτες του δυτικού κόσμου, άγρυπνο φουρουρό της ελευθερίας ενάντια στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Ταυτόχρον όμως υπογράμιζε ότι η πρωτεραιότητα του καθεστώτος ήταν η εθνική και ελληνική ελευθερία, μια ταυτολογία, δερμπαλιστική ίσως, που υπογράμιζε όμως το συντηρητικό νόημα που το καθεστώτος απέδιδε στη λέξη. Η φροντίδα ήταν το έθνος να παραμείνει ελεύθερο, όχι τάτουμα. Τέλος, ο Πατακός υπογράμιζε ότι οι εορτασμοί αυτοί δεν αποτελούσαν απειλή για τους παλιούς εχθρούς, αλλά πλέον σύμμαχους της Ελλάδας και έδωσε εντολή για να απαλυνθούν οι εντυπώσεις, προκειμένου να απαλυθούν οι εντυπώσεις, να υπάρχουν αναφορές μόνο σε Οθωμανούς και όχι σε Τούρκους. Και αυτή η αναφορά έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, διότι δείχνει τις πρόμοιες που είχαν ληφθεί, ώστε οι εορτασμοί να μην έχουν βυσμενή επίδραση στην ελληνο-τουρκική προσέγγιση, που ο Παπαδόπουλος επιχείρησε το 1971, αλλά και να μην δημιουργήσουν την εικόνα ότι η Ελλάδα ήταν ένα μιλιταριστικό κράτος που ονειρευόταν νέες πολιμικές εξορμήσεις και άρα απειλούσε την ασφάλεια στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Μια κατηγορία που το καθεστώς φοβόταν ότι θα μπορούσε να τους απευθεθεί στην επαρχόμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Ως κεντρική μέρα των εορτασμών ορίστηκε 25 Μαρτίου, δηλαδή η παραδοσιακή ημερομηνία της Εθνικής Γιορτής. Δύο ήταν οι κύριες εκδηλώσεις πέρα από τις υπόλοιπες καθιερωμένες, όπως είναι η παρέλαση. Καταρχήν την προηγούμενη, στις 24 Μαρτίου, όλη η Εθνική Κυβέρνηση θα συγκεντρωνόταν για μια πανηγυρική δοξολογία στην Αγία Λαύρα των Καλαβρίτων. Η Αγία Λαύρα, ως ο μυθικός τόπος της έναρξης της Επανάστασης, αποτελούσε το ιδανικό σημείο για να τονιστούν οι αντιστοιχίες. Όπως οι πρωτοκαπετάνοι του 1821 είχαν ορκιστεί εκεί για την ευώδωση της Επανάστασης, έτσι το 1971 η Εθνική Κυβέρνηση θα ανανεώνει τους όρκους για την προσπάθεια της Επανάστασεως της 21 Απριλίου να αναστήσει το έθνος. Το δεύτερο τελετουργικό αφορούσε την τελετή θεμελίωσης του τάματος του έθνους πάνω στο λόφο Γαλατσίου, που θα γινόταν από τον ίδιο τον αρχηγό της Επανάστασεως. Να θυμίσουμε εδώ ότι τάμα του έθνους είναι η ονομασία που ο ίδιος ο Παπαδόπουλος έδωσε σε ένα πολύ παλιό σχέδιο που χρονολογείται από την εποχή του Καποδίστρια, να αναγερθεί να ως του σωτήρα, ως ευχαριστήριος για την προστασία που ο Θεός παρήχε στους έλειμες, ώστε να ολοκληρώσουμε επιτυχία την Επανάσταση. Ξανά δηλαδή ο Παπαδόπουλος συνδέει το καθεστός του απευθείας με τις απαρχές του ελληνικού κράτους, ως υποτίθεται ο υπεύθυνος ηγέτης που αναλαμβάνει να ολοκληρώσει μια υπόσχεση στην οποία δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ο παλαιοκομματικός διαθραμένος κόσμος. Οι εορτασμοί δέχτηκαν κριτική, καταρχάς από τμήματα του ίδιου του καθεστότος. Για παράδειγμα, η ομάδα της 4ης Αυγούστου, μια ανοιχτά φασιστική κλίκα που δρούσε υπό την προστασία του Ιωάννη Λαδά, έγραψε ένα δηλητηριώδες σχόλιο εναντίον της απόφασης να αναφέρονται οι Τούρκοι ως Οθωμανοί, χαρακτηρίζοντάς την ως ένδειξη ηθικής κατάπτωσης. Αυτές οι αντιδράσεις μας επιτρέπτουν να καταλάβουμε ότι η δικτατορία δεν είναι ένα σαραγείς και ενιαίος πόλος με έναν στόχο, αλλά ένα μπλοκ εξουσίας στο εσωτερικό του οποίου ανταγωνιστικές ομάδες επιδιώκουν τον έλεγχό του και κατά πέκταση προβάλλουν διαφορετικά οράματα για το έθνος, την ιστορία του κτλ. Το γεγονός πάντως ότι το 1971 δημοσιεύονται λίγα αλλά δηλητηριώδη σχόλια για τους εορτασμούς από φιλοκαθεστωτικά μέσα θεωρώ ότι συνδέεται με μια μεγάλη κρίση στο εσωτερικό του καθεστότος, η οποία κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Μάλλον αυτή η κρίση ήταν και η αιτία της ακύρωσης των δύο αυτών τόσο κεντρικών εκδηλώσεων που ανέφερα προηγουμένως. Διότι παρά τις ανακοινώσεις του Πατακού τελικά η Εθνική Κυβέρνηση δεν συγκεντρώθηκε στα Καλάβρυτα και την επόμενη μέρα ο Παπαδόπουλος δεν έθεσε το θεμέλιο λίθο του τάματος του έθνους. Για την ακρίβεια ανήμερα 25 Μαρτίου ο Παπαδόπουλος δεν παρέστη ούτε καν στην παρέλαση επικαλούμενος ασθένεια. Ούτε και στο διεθνές κομμάτι ο εορτασμός πήγαινε όπως θα είχε υπολογίσει το καθεστώς. Ανήμερα την 25 Μαρτίου χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Δυτική Γερμανία απέστειλαν τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα για την εθνική γιορτή, όχι στη κυβέρνηση, ούτε στον αντιβασιλιά, αλλά στον αυτοεξόριστο βασιλιά. Μια τυπική χειρονομία που όμως υπενθύμιζε ποιος κατά τη διεθνή κοινότητα εκφράζει την ομομότητα στην Ελλάδα. Όταν, λοιπόν, οι ορτασμοί του καθεστώτος δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν αυτή τη μεγαλειώδη ατμόσφαιρα όπου η ηγεσία θα παρουσιαζόταν ως ο νόμος ιδιοκτήτης της εθνικής τελετουργίας, μια σειρά μικρής κλίμακας αντιδικτατορικές εκδηλώσεις εντός και εκτός Ελλάδας άρχισαν να πραγματοποιούνται, διεκδικώντας να ορίσουν εκείνες το νόημα των υψηλών αξιών του έθνους, όπως η ελευθερία, όπου δεν μπορούσαν να τις επικαλείται. Επειδή ο χρόνος είναι περιορισμένος, θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα, τη συγκέντρωση αντιφρονούτων στο Λονδίνο του Hyde Park κάτω από το άγαλμα του Λόρδου Βιρώνα. Διάλεξα αυτή την εκδήλωση πρώτον, διότι έχει οργανισθεί και με τη συμβολή της ομάδας Λαμπρία, άρα είναι μια αντιεκδήλωση από συμβιριτικούς δεξιούς κύκλους όπως και αυτοί συμμετέχουν. Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον πώς επικαλείται τα σύμβολα. Η συγκέντρωση μπροστά από το άγαλμα του Λόρδου Βιρώνα τονίζει και στο επίπεδο της εικόνας ότι οι παλιοί φιλέλληνες δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν το σημερινό καθεστώς. Η πιο σημαντική όμως αντικαθεστοτική τελετουργία υπήρξε καθαρά πολιτική και αφορούσε μια σειρά από διαγγέλματα που υπέγραψαν πολιτική και άλλες προσωπικότητες του καθεστώτος, όπως για παράδειγμα το κοινό διαγγέλμα που εξέδωσε η ΕΡΕ και η Ένωση Κέντρου, τα δύο δηλαδή μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα πριν την επιβολή του πραξικοπήματος. Τρία λεπτά κυρίε Βουκί. Ευχαριστώ πολύ. Διαβάζω λίγο την αρχή του διαγγέλματος. 150 χρόνια μετά την έναρξη του εθνικού αγώνος των Ελλήνων ο ελληνικός λαός δεν είναι ελεύθερος. Εορτάζομαι όλοι, όχι στα εκδηλώσεις τα οποίας οργανώνει το καθεστώς. Την εορτάζομαι άλλη στα σφυλακά, άλλη εξόριστη, άλλη υπό συνεχή παρακολούθηση των μυστικών οργάνων του καθεστώτος. Το διάγγελμα συνέχιζε λέγοντας ότι η ελευθερία υπήρξε η βάση πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν τα κράτη της Δύσης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις θυσίες που έκαναν σε αυτόν. Μολονότι όμως και η Ελλάδα έκανε δυσβάστατες θυσίες στον πόλεμο, υπογράμιζε το διάγγελμα, σήμερα δεν ήταν ελεύθερη. Η 21η Απριλίου, προειδοποιούσε το διάγγελμα, δεν έθεται απλώς σε κίνδυνο το δεσμό της Ελλάδας με τη Δύση, αλλά υπονόμεται την ίδια την ηθική υπεροχή της Δύσης ως κόσμο ελευθερίας. Εννοείται στο βαθμό που δεν αναλάμβανε πρωτοβουλία για να τερματιστεί η κατάσταση στην Ελλάδα. Η διακήρυξη αντιστρατεύεται την ίδια της λογιστικής διοργάνωσης των εκδηλώσεων από το καθεστώς για το έτος της ελευθερίας. Πάνω από όλα όμως, ήταν μια τελετουργική κίνηση υψηλού συμβολισμού για την πολιτική συγκυρία. Η ανακοίνωση είχε εκδοθεί από κοινού από τα δύο κόμματα που κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 είχαν συγκρουστεί με οξύπητα. Επιπλέον, η αναφορά σε όλους τους φυλακισμένους και εξωρίστους συμπεριλαμβάνε και τους αριστερούς. Το κοινό ανακοινωθέν, ήταν πρώτα από όλα, μια τελετουργία εθνικής και πολιτικής συμφιλίωσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δικτατορία δεν πραγματοποίησε ένα μεγάλο μέρος των εορτασμών που είχε προγραμματίσει για την 150η ρίδα. Καθώς όμως, οι πλέον κεντρικές και συμβολικές της τελετές δεν μπορέσαν να πραγματοποιηθούν με τον τρόπο που είχαν προγραμματιστεί ή δεν πραγματοποιήθηκαν καθόλου, αυτό που έμεινε ήταν οι δεκάδες επαναλαμβανόμενοι εορτασμοί στην περιφέρεια, τελετές αφοσίωσης των τοπικών αρχών στον καθεστό σίγουρα, αλλά όχι γεγονότα που μπορούσαν να επικυρώσουν την αδιαφυσβήτη ιδιοκτησία του καθεστότος επί του εθνικού παρελθότος. Μάλιστα, μετά το 1971, παρατηρείται κάτι πολύ ενδιαφέρον. Αν τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, υπάρχει ένας πολλαπλασιασμός εορτασμών. Από το 1972, το καθεστώς δρομολογεί τη μείωση των τελετουριών, αρχίζει γεννωμένης από την ίδια την επέτειο της 21ης Απριλίου, η οποία περιστέλεται σημαντικά ως προς το ερωταστικό της πρόγραμμα. Μάλιστα, ανακοινώνει ακόμα και την περιστολή των εορτασμών της πολεμικής αρετής, με ιδιαίτερο βάρος για το στρατιωτικό καθεστώς, καθώς τελούνταν προς τιμήν του στρατού και οργανώνονταν από αυτόν. Αν από το 1967 μέχρι το 1971 έχουμε έναν τελετουργικό πληθορισμό, από το 1972 μέχρι το 1974 έχουμε μια αποεπέμβυση των εορτασμών. Το καθεστώς είχε αναμετρηθεί στο πεδίο της τελετουργίας, είχε διαθέσει σημαντικούς πόρους για αυτή, αλλά τελικά διαπίστωνε ότι τα λιγοστά οφέλη δεν άκουσαν την προσπάθεια. Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, Κιακούκη, πάρα πολύ ενδιαφέροντα εισηγήσεις σας. Γραφή εορτασμού της 150 ετυρίδας υπήρχε και στο Υπουργείο Παιδείας με υποχρεωτική συμμετοχή των μαθητών σε όλα αυτά, πάρα πολύ ενδιαφέροντα. Κλείνει, λοιπόν, ο κύκλος των ομιλειών και περιμένουμε σε αυτή τη μεγαλύτερη σε διάρκεια, αφού είχαμε τέσσερις ομιλητές συνεντρίας, τις ερωτήσεις σας. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ερωτήσεις προς το παρόν, εγώ δεν βλέπω κάτι. Αν έχουν να μας πούν κάτι... Όχι, δεν βλέπω εγώ κάποια ερώτηση. Οι ίδιοι οι εισηγητές θέλουν να διατυπώσουν κάποιες ερωτήσεις ο ένας τον άλλον. Δεν ξέρω, οι αρκετές εισηγήσεις συνομιλούσαν άλλωστε. Ωραία. Να ρωτήσω κάτι εγώ τον κύριο Κόκονα? Βεβαίως. Ευχαριστώ. Στον Καραγκιόζη, οι παραστάσεις για το 1821 ξεκινάνε ουσιαστικά στην καμπή του 19ου αιώνα? Εγώ νομίζω ότι ξεκινάνε από το 1895 και μετά. Πιο πριν δεν έχουμε, είναι άλλα θέματα, άλλες θεματικές. Από όσα ξέρω εγώ πρέπει να ξεκινάνε τότε. Γιατί γράφουν το κουκλοθέατρο δηλαδή. Νομίζω πως ναι. Ο Χρήστος Κονιτσιώτης που ήταν κατεξοχήν έναν ανδρικελοπαίχτης και εδώ να κάνω μια μικρή διόρθωση γιατί η αγαπητή μου Βασιλική ταύτησε τον ανδρικελοπαίχτη με τον Καραγκιοζοπαίχτη, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο ανδρικελοπαίχτης είναι αυτός που παίζει κουκλοθέατρο. Ανδρικελά είναι οι κούκλες του κουκλοθέατρου. Ο Κονιτσιώτης το 1895 ξέρουμε θετικά, ότι έπαιζε διάκομ και το κοινό του ήταν ενθουσιασμένο. Αυτό δεν πρέπει να είναι άσχετο με το... Γιατί μην ξεχνάτε ότι τότε ήταν και ο καιρός που άρχισε η Εθνική Εταιρία να παίρνει τα πάνω της, είμαστε δύο χρόνια πριν το 1897. Αυτό το έβλεπαν οι Καραγκιοζοπαίχτες και καθώς έμπαιναν δυναμικά σαν ανταγωνιστές, όπου έβλεπαν επιτυχία, προσπαθούσαν να υποφεληθούν κι αυτοί. Και έτσι, σύμφωνα με την μαρτυρία του Σπαθάρη, ο δάσκαλος του Θοδωρέλου έπαιξε κι αυτός το διάκο, τον οποίο τον έμαθε ο Σπαθάρης προφορικά σαν μικρός βοηθός του Θοδωρέλου. Αν μου επιτρέψεις να συνεχίσω την ερώτηση λίγο... Να συμπληρώσω κάτι εδώ μόνο. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο διάκος που έπαιζε ο Κονιτσιώτης και ο διάκος που έπαιζε ο Σπαθάρης και τον θυμόταν προφορικά, είχε μέσα μεγάλα κομμάτια διαλόγων από το έργο του Λέοντα Μελά. Δηλαδή, ήταν η στίχη του 1859. Δηλαδή, φανταστείτε το Σπαθάρη να λέει «όταν το ίδωρ και το πυρ στενός συμφιλιοθώσει και η κόλαση συνταυτιστεί μετά του παραδείσου, τότε και εμείς θα γίνουμε πιστοί των Τούρκων φίλων». Δηλαδή, υπάρχει μια συνέχεια. Απλώς, αναρωτιέμαι, μου κάνει εντύπωση γιατί το κουκλοθέατρο είναι, όσο ξέρω, τουλάχιστον εισαγόμενο από το εξωτερικό. Ο Καραγκιόζης υποτίθεται ότι είναι μια παραδοσιακή μορφή λαϊκής τέχνης. Που ελληνοποιήθηκε και αυτή η οθωμανική καταγωγή. Δεν είπα ελληνική, είπα παραδοσιακή. Αλλά ξέρετε, οι Καραγκιοζοπέχτες τι κάνουν. Παρακολουθούν το κουκλοθέατρο, πάνε στις παντομήμες, πάνε στις οπερέτες και όπου βλέπουν κάτι που νομίζουν ότι θα αρέσει στον κόσμο, το κάνουν παράσταση του Καραγκιόζη. Είναι ενδιαφέρον ότι έρχεται από το κουκλοθέατρο στον Καραγκιόζη. Θα πω ότι ξέρω εγώ τουλάχιστον. Δεν είμαι κυριεδινός μελετητής του θεάτρου σκοιών. Εγώ το σπαθάρι έτσι μελετάω τώρα και εκδίδω χειρόγραφά του. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι έχω πλήρη εποπτεία της ιστορίας του θεάτρου σκοιών, αλλά από όσο έχει πέσει στην αντίληψή μου έτσι πρέπει να γίνει. Ο Μήμαρος είναι αυτήν την περίοδο. Ο Μήμαρος είναι λίγο νωρίτερα και αυτήν την περίοδο λίγο. Και δεν είχε ο Μήμαρος έργα για το 1921. Από όσο ξέρουμε δεν είχε έργα για το 1921, είχε ηρωικά έργα. Είχε δηλαδή τον καπετάν Γκρι, ας πούμε, αλλά όχι επανάσταση. Με την έννοια αυτή την πατριωτική του... Ευχαριστώ. Να ρωτήσω και εγώ κάτι την κυρία Κούρκη, αφού είμαστε σε αυτό το επίπεδο. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και κατανοώ απόλυτα αυτό το σχήμα για τον ιδιοκτήτη, το μνημονευτή που θα έλεγε τον Τόροφ, είναι πολύ ενδιαφέρον κατά την όμορφη. Ήθελα να πω το εξής. Από τη μια ισχύω είναι όλο αυτό που λέτε. Από την άλλη επανάσταση του... ή ο εορτασμός του 1971 συνδέεται μια πολύ μεγάλη παραγωγή διαφορετικών φορέων, ακαδημίας, επανεπιστήμιο κλπ. Με ένα πολύ μεγάλο απόθεμα γνώσης. Που είναι σαφές ότι μάλλον μπορεί να έχει και προγραμματιστεί, ακόμη ως και πριν απτυχούνται, δεν ξέρω. Εδώ έχω δύο ερωτήματα. Το ένα είναι πώς αυτό το εσωματώνει, αν το εσωματώνει το καθεστώς. Εννοώ πόσο παρίσταται, πόσο... Και το δεύτερο είναι το εξής, ότι αυτή η θεσμή παράλληλα, οι ίδιοι ήθελαν να εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες αυτής της μνήμης. Ενώ κατεξοχήν αυτό που ξέρω, το πανεπιστήμιο. Άρα, θέλω να μου πω πώς εκεί συνδεριάζονται αυτά τις διαφορετικές... και αν συνδεριάζουν. Ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση. Καταρχήν, ο Όντως, επειδή προσπάθησα να δώσω μια συγκεκριμένη... με απασχόλησαν κάποια πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα, ίσως η ανακοίνωσή μου είναι λίγο παραπλαντική, ως προς το εύρος των εκδηλώσεων. Γινούνται πραγματικά εκατοντάδες εκδηλώσεις... και πάρα πολλοί φορείς αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν τις δικές τους εκδηλώσεις. Εγώ είδα αυτές τις εκδηλώσεις και τη διοργάνωσή τους... μέσα από το αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών. Και εκεί πέρα μπορεί κάποιος πολύ καλά να δει... πώς τα διάφορα σώματα του στρατού ανέλαβαν οργάνωση εκδηλώσεων. Μια πολύ συνηθισμένη μορφή οργάνωσης... ήταν να προκηρύσσονται διαγωνισμοί με έπαθλο... ώστε να προσελκύσουν κόσμο να γράψει κάποια διατριβή για το 1821. Είδα την εκκλησία. Είδα επίσης ερευνητικά κέντρα όπως ο Δημόκριτος και τα λοιπά. Μου είχε κάνει πάρα πολύ εντύπωση... ότι από αυτό το φάκελο απουσίαζε τελείως το πανεπιστήμιο. Οπότε δεν έχω εικόνα του ελληνικού πανεπιστήμιου. Έχω όμως εικόνα για πάρα πολλούς θεσμούς... και βέβαια από και πέρα για τους δήμους και τις κοινότητες. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι σίγουρα η εκκλησία επιχειρεί... είναι ένας από αυτούς τους θεσμούς... που επιχειρεί να δείξει τη σύνδεσή της με το 1821... και δρομολογεί και μια σειρά εκδόσων της Αποστολικής Διακονίας. Επίσης και ο στρατός επιχειρεί από την πλευρά του... να αναδείξει τις ηρωικές μορφές του 1821... που θεωρεί ότι είναι η προγονή τους, το πολεμικό ναυτικό. Κάνει μια σειρά από πρωτομές ελλήνων ναυάρχων. Γιατί το ναυτικό είναι πάντοτε... δεν είναι τόσο προβεβλημένο όσο η μεγάλη οπλαρχηγή... της Πελοποννήσου, για παράδειγμα, ή της στερεάς Ελλάδας. Θα έλεγε κανένας ότι αυτό παρουσιάζει και μια εικόνα κατακέρματισμου. Δηλαδή, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει κεντρικό... η δικτατορία δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κεντρικό επίδικο... ο κάθε θεσμός προσπαθεί να βγάλει όσο γίνεται περισσότερα... από αυτό το νεορτασμό για τους δικούς τους σκοπούς. Και αυτό οδηγεί συχνά και στην αναζωπήρωση... μερικών παλιών τοπικιστικών δικωνιών... που είχαν εξαφθεί ήδη στο προηγούμενο Ιοβιλέο, στην 100η πυρίδα. Όπως, για παράδειγμα, η διαμάχη ανάμεσα στα Τρίκαλα και στην Άρτα... για ποιά είναι η γενέτειρα του Καραϊσκάκη. Το Πανεπιστήμιο από αυτές τις οργανώσεις των άλλων θεσμών... απουσιάζει εντυπωσιακά. Δεν ξέρω τι έκανε μέσα το ίδιος Πανεπιστήμιο... αλλά μου έχει κάνει εντύπωση ότι όλες αυτές οι κριτικές επιτροπές... που είναι για διατριβές και για μελέτες... δεν φροντίζουν καν να έχουν μέσα έναν ιστορικό... για να μπορέσει να εξετάσει αν στέκει ιστορικά αυτό που θα τους κατατεθεί. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη μου απορία... το πώς οι συντηρητικοί ιστορικοί δεν γίνονται περισσότερο... δεν προβάλλονται ως δημόσιοι διανοούμενοι με την αφορμή του 1971. Ευχαριστώ, κυρία Κούκη. Έχουμε μια ερώτηση από την κυρία Χριστίνα Κουλούρη... προς τον κύριο Κόκονα, διαβάζω. Υπάρχουν πολλές πηγές για τον Καραγκιόζη, όχι μόνο το κουκλοθέατρο. Μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και λοιπά... εμπνέουν τόσο το κουκλοθέατρο όσο και τον Καραγκιόζη, δηλαδή ταυτόχρονα. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι παραστάσεις του Καραγκιόζη... συμβάλουν στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης στα λαϊκά στρώματα. Για το πρώτο σκέλος, για την τοποθέτηση στην ουσία της κυρίας Κουλούρη... φυσικά, εννοείται, το Καραγκιόζης παίρνει από παντού, όπως και το κουκλοθέατρο. Αυτό που προσπάθησα να πω εγώ είναι ότι... σύμφωνα με όσα ξέρω... ειδικά οι παραστάσεις για το 1921 με ήρωες του 1921... στον Καραγκιόζη πέρασαν από το κουκλοθέατρο, νομίζω. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού δηλαδή... και της προσπάθειας να πάρουν ένα μέρος του κοινού. Τώρα στη συνέχεια, φυσικά, ό,τι έπεφται στην αντίληψή τους... έχει δίκιο και από μυθοστορήματα και από θεατρικά έργα. Αυτό είναι σωστό. Τώρα, ως προς το αν μπορούμε να θεωρήσουμε... ότι οι παραστάσεις του Καραγκιόζη συμβάλουν στη δημιουργία ιστορικής συνείδησης. Η ιστορική συνείδηση, δεν ξέρω, θα σας... σίγουρα τις παραστάσεις του Καραγκιόζης... θα πρέπει να τις δούμε να λειτουργούν... όπως περίπου, λέω, οι σχολικές γιορτές. Ένα παράδειγμα για αυτό. Ο Ουσπαθάρης έχει σε κάτι κείμενα ανέκδοτα που δουλεύω τώρα... και έχει ορισμένα κομμάτια... τα οποία επαναλαμβάνονταν σε ορισμένες παραστάσεις. Θα σας διαβάσω ένα... στο τέλος μιας παράστασης πατριωτικής τέτοιας. Ο Καραγκιόζης στεφανώνει τον ήρωα και λέει τα εξής... «Αδέρφια, αυτοί είναι οι ήρωες. Έτσι πεθαίνανε για την αγαπημένη μας πατρίδα. Αυτινώνε τα παραδείγματα, επήρανε οι νέες γεννές και διπλασιάσανε την πατρίδα μας. Σύτο η μεγάλη νεκρή μας». Ας πούμε ένα παράδειγμα. Και όταν στη σειρά έπαιξε το διάκο... ξέρουμε ότι ο Ευγένιος Παθάρης που ήταν έφηβος τότε... έχει μια πολύ αναλυτική περιγραφή της παράστασης αυτής... ο Ευγένιος Παθάρης που ήταν έφηβος... δημένος άγγελος με κάτι στερά που του είχε φτιάξει ο Τσαρούχης... απήγγειλε δύο ποιήματα στο διάκο... όπως έγινε τέλος πάντων όταν κορυφώθηκε το δράμα. Του απήγγειλε το γνωστό... «Εσείς που πρωτοσπήρατε της Λευθεριάς στο σπόρο» και τα λοιπά... το σχολική γιορτήκαν εγχώτατα... και ένα πείημα που δεν το έχω ακούσει από αλλού... και που θα μου επιτρέψει να σας το διαβάσω... γιατί δείχνει πώς ο Καραγκιόζης είχε μπει και αυτός... στην υπηρεσία της μεγάλης ιδέας... και λειτουργούσε... ως συμπίρωμα... αλλών λειτουργιών... που είχαν στόχο... αυτά τα πράγματα τα οποία μελετάμε. Είναι πείημα για τη Σημαία τώρα αυτό... και λέει «Δεν ήταν μόνο για το διάκο... ήταν και σε άλλες πατριωτικές παραστάσεις... τα όρη τα ελληνικά την μυροβόλο αύρα... έστειλαν και σε δρόσισαν στην Αγία Λαύρα... φανερά και θαύματα να κάνεις... πόσοι υπόδουλοι αδελφοί δεν κλαίουν όταν σε βλέπουν... και πόσα όνειρα γλυκά εκείνη την ώρα τρέφουν... προβλέπουνε τον θρίαβο που βμένει να αποκτήσεις... όταν περήφανα ψηλά θα κυματίσεις... από τον Γεροδούνα βέωση στην Κυρίνη... και από την Επτάνη σε ως την Παλαιστίνη... θα σέχουν κόσμοι μαλαμπρό Αγιά Σοφιά Σιθόλη... όταν ο ελληνικός στρατός θα νάμπει μέσα στην πόλη... και εκεί το θέατρο σύνεται από τα χειροκροτήματα... το κοινό του καραγκιώζει... που είναι από κάτω 200-300 άνθρωποι... 400 γιατί καμιά φορά ήταν και... πολύ πληθέστατο το κοινό. Αυτό. Η πρόθεση ήταν αυτή. Τώρα πώς ακριβώς δούλευε... Μου επιτρέπετε να πω κάτι πάνω σε αυτό... και αυτά που παρουσιάσατε. Οι παραστάσεις δεν είναι καθρέφτες... ενός δημόσιο αισθήματος και των αντιλήψων... του δημόσιο χώρου για την ιστορία, είναι. Δηλαδή ο Σπαθάρης παίρνει, βλέπει... απορροφά και το ξαναδίνει πάλι με ένα τρόπο... που θα ευχαριστεί στο κοινό. Εξού και οι ταυτήσεις του όταν γίνονται τα σχόλια... για το μαρτύριο του διάκου που ήταν πολύ εντυπωσιακό... το τρόπο που βλέπει να προσβάλλονται ιερά και όσια, έτσι δεν είναι? Ναι. Αυτό να το συμπληρώσω, αν μπορώ λίγο... Βέβαιος, μπορεί να έχουμε χρόνο, πέντε λεπτά ακόμα. Ναι, έχει απόλυτο δίκιο η κυρία Κουλούρης... στο τελευταίο τους βιβλίο που λέει ακριβώς ότι... οι κραγκιοζοπαίχτες έκαναν ακριβώς αυτό. Δηλαδή στην ουσία ξανάδιναν... αυτό που μοιράζονταν μάλλον... με τα λαϊκά στρώματα που ψυχαγωγούσαν. Ναι. Δεν έχουμε άλλη ερώτηση. Δεν ξέρω αν θέλει κάποιος να συμπληρώσει... ή να σχολιάσει κάτι. Από το χρόνο έχουμε λίγα λεπτά ακόμη... και μετά περνάμε στο διάλειμμα. Θέλετε να... Ναι, παρακαλώ. Εάν έχετε εντοπίσει κάποιες εκδηλώσεις... στην Ελλάδα... που ξεφύγαν από την πεπατημένη... ή, τέλος πάντων, από ότι... η Χούντα ενέκρινε, έστω και πλαγίως. Έτσι, ή... Ναι, υπάρχουν. Υπάρχουν αρκετές. Η Χούντα επενέβη πιθανόν μετά ή δεν επενέβη τυμωρητικά... Όχι, δεν επενέβη, γιατί... Ας πούμε, να δώσω ένα παράδειγμα. Οργανώθηκε μία έκθεση... με θέμα την ελευθερία... με αφορμή, με ρητή αναφορά... στο 1821 και στα 150 χρόνια... από δύο πολύ σημαντικές γκαλερί... εκείνης της εποχής. Στην Έθισα Τέχνης Αθηνών, που λειτουργούσε στο Χίλτον... και την Γκαλερή Νέες Μορφές... η οργάνωση με διπλό τρόπο... το ένα ήταν ότι καλούσε τους καλλιτέχνες... να εκφράσουν εκείνοι πώς αισθάνονται την ελευθερία... άρα όθιο πώς τους επιβάλλεται από τα πάνω... και το δεύτερο ήταν και μία κριτική... στον τρόπο με τον οποίο ο καθεστός οργάνωνε... τις αιτήσιες εκθέσεις... και έδειχναν ότι πλέον υπάρχουν δυνάμεις... που θέλουν να αναλάβουν αυτοί τέτοιοι οργανώσεις... πέρα από τη στρεβλός του καθεστώτος... άρα ήταν και μία κριτική... που ακολούθησε το καθεστός. Τώρα είμαι σε μία φάση που συγκεντρώνω... τέτοιου είδους αντικαθεστωτικές εκδηλώσεις. Στο δακτωρικό μου είχα ασχοληθεί... κυρίως με την πλευρά του καθεστώτος. Έχουν συμβεί όμως διάφορα τέτοια μικρά πράγματα... και στο θέατρο, δηλαδή ειδικά στους χώρους των τεχνών... ενέπνευσε και φυσικά... συνέχισε να εμπνέει... αυτή η επαναφορά του 1821... με τόσο ενφατικό τρόπο στο δημοσιολόγο. Δηλαδή και το μεγάλο μας τσίρκο... που αναφέρατε εσείς πιο πριν. Ας πούμε, μια βασική μελετήτριά του... η Γονταβαν Στιν βλέπει ότι... δημιουργήθηκε ακριβώς αυτό το κλίμα της συζήτησης... που προκάλεσε η 150η κοταϊτηρίδα... και έχει αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο... που έχουνε συχνά οι αντιδικτατορικές εκδηλώσεις. Να πούμε εμείς την αλήθεια... διότι αυτοί οι οποίοι επίσημα μιλάνε για το 1821... δεν τη λένε. Σας ευχαριστώ πολύ κυριακού... και ευχαριστώ όλους τους ομιλητές. Εδώ κλείνουμε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνεδρία. Θα είμαστε όλοι μαζί... στις 6.45... για το στρογγυλό τραπέζι... που θα έχει τα συμπεράσματα του συνεδρίου... με θέμα το 1821 στην εκπαίδευση... και τη δημόσια ιστορία. Αυτή ακριβώς η αποτίμηση θα έχει ενδιαφέρον. Σας ευχαριστώ πολύ. Εμείς. Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Μουσική Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Μουσική Μουσική Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Μουσική Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Μουσική Μουσική Υπότιτλοι AUTHORWAVE Μουσική Υπότιτλοι AUTHORWAVE Υπότιτλοι AUTHORWAVE Καλησπέρα και από εδώ. Δεν καταλάβαμε πότε μία μέρα ολόκληρη πέρασε και φτάσαμε στο τέλος αυτού του διεθνού συνεδρίου. Είμαστε εδώ τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής. Ήθιστε στο τέλος ενός συνεδρίου να γίνεται μία συζήτηση και μία αποτίμηση. Θα ήταν βέβαια προτιμότερο αυτή η αποτίμηση να γίνεται και με τη συμμετοχή του κοινού, και μία ζωντανή συζήτηση, γιατί είναι οπωσδήποτε πολύ πιο αμύχανο να στέλνονται ερωτήσεις γραπτά και να μην υπάρχει αυτή η διάδραση ανάμεσα στον κοινό και στους ομιλούντες. Θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε όσο ζωντανό γίνονται, γίνεται διαφωνώντας μεταξύ μας, ώστε να αποκτήσει νομίζω και περισσότερο ενδιαφέρον για αυτούς που παρακολουθούν. Παρακολουθώντας τις παρουσιάσεις των ομιλητών, όλων των ομιλητών, αυτή η πολύ μεγάλη ποικιλία οπτικών προσεγγίσεων, ο πλούτος των νέων γνώσεων που κόμισαν, νομίζω ότι εγώ προσωπικά νιώθω να έχω κερδίσει πολλά καινούργια πράγματα μέσα από την παρακολούθηση αυτού του συνεδρίου. Αν μου επιτρέψει να κάνω δυο-τρεις παρατηρήσεις και μετά να προχωρήσουμε σε μια συζήτηση πάνω σε μερικούς γενικούς άξονες, που νομίζω ότι οργανώνουν θεματικά τις παρουσιάσεις του συνεδρίου. Καταρχάς νομίζω ότι χθες το απόγευμα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη αυτή η συγκριτική προσέγγιση, η ένταξη δηλαδή του ελληνικού παραδείγματος μέσα σε αυτή την ποικιλία και ταυτόχρονα και την ομοιότητα των ευρωπαϊκών παραδειγμάτων μέσα σε αυτό το διάστημα που ξεκινάει στην πραγματικότητα με τη Γαλλική Επανάσταση και φτάνει περίπου μέχρι το 1848. Στα Βαλκάνια βέβαια θα έλεγα ότι ολοκληρώνονται το 1878 με το Συνέδριο του Βερολίνου και τη δημιουργία των βαλκανικών εθνικών κρατών. Η ματιά των γειτόνων είναι μια ματιά που δεν την γνωρίζουμε. Όλες οι ιστορίες οι εθνικές έχουν αυτή την αφτάρκεια και εσωστρέφεια που δεν τους επιτρέπει να ακούσουν κυρίως οι νέες γενιές, όχι εμείς οι ιστορικοί, να ακούσουν το τι σκέφτονται οι άλλοι, τι μαθαίνουν στα σχολεία της Τουρκίας, τι μαθαίνουν στα σχολεία της Ρουμανίας και ένα γεγονός που για εμάς, για την Ελλάδα, είναι τόσο σημαντικό όπως το ιδρυτικό γεγονός του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η ελληνική επανάσταση. Νομίζω δηλαδή ότι και η παρουσίαση του συναδέλφου, του καθηγητή του κ. Λίρσεν από το Πανεπιστήμιο του Άμπστενταμ, που μας έδειξε πώς ακριβώς προσλαμβάνεται η ελληνική επανάσταση από τη ρουμαντική Ευρώπη, και οι παρουσιάσεις της κ. Μουργέσκου και της κ. Εζιουέρ για τη Ρουμανία και την Τουρκία, ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό αποκαλυπτικές για τη ματιά των άλλων πάνω στην ελληνική εθνική ιστορία, πάνω σε αυτό το γεγονός της επανάστασης. Σε ό,τι αφορά τις ανακοινώσεις των ελλήνων συναδέλφων, νομίζω ότι βλέπουμε πόσο έχει προχωρήσει η ιστορική έρευνα, πόσα νέα παιδεία έχουν ανοίξει, πόσα νέα ερωτήματα έχουν τεθεί, πόσοι τομείς, επίσης, μένουν ακόμη προς διερεύνηση. Είδαμε, λοιπόν, το 21 στην τέχνη, το 21 στην ιστοριογραφία, στις τελετές, στο σχολείο, τον καραγκιώζει και στα καταναλωτικά είδη. Μας θύμισε τις γκοφρέτες ο Παναγιώτης Στάθης και μπορούν να θυμηθούμε και πολλά άλλα τέτοια αντικείμενα της καθημερινότητας, τα οποία περνούν σχεδόν να παρατήρητε, αλλά τελικά είναι πάρα πολύ σημαντικά για την εικόνα που φτιάχνουμε για το 21. Θα έλεγα να ξεκινήσουμε κάπως ακολουθώντας τις θεματικές του συνεδρίου και η πρώτη θεματική αφορούσε την ίδια την εκπαίδευση. Όχι το πώς η επανάσταση διδάσκεται στα σχολεία, αλλά πώς στήθηκε η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος. Αυτή η κρίσιμη μετάβαση από την Οθωμανική ευτοκρατορία στο ελληνικό κράτος μέσα από την επανάσταση. Και η ανακοίνωση του κ. Λάπα και του κ. Λιβιεράτου μας έδειξε τη μεγάλη επένδυση που έκαναν οι Έλληνες στην παιδεία. Και θα ήθελα ίσως να ξεκινήσουμε από αυτό. Δηλαδή, το εκπαιδευτικό σύστημα τι ρόλο παίζει, τι ρόλο έπαιξε τότε για την οικοδόμηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ποια ήταν η συμβολή αυτής της, όχι μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά και στο καθαρά οργανωτικό, πρακτικό επίπεδο. Σε ποιο βαθμό λοιπόν είναι αυτό το σύστημα, το εκπαιδευτικό, μέρος αυτού που ονομάζουμε σύγχρονο κράτος. Δεν ξέρω αν ο κ. Λάπα θα ήθελε να μιλήσει πρώτος. Δεν έχω να πω πολλά πράγματα στο θέμα αυτό. Άλλωστε, έχει πάρα πολλές πνιχές. Αυτό που ήθελα να πω, έχει λεχθεί επανειλημμένα, ότι στα χρόνια της Επανάστασης έχουμε πολύ σημαντικά σχέδια για την οργάνωση της εκπαιδεύσης, τα οποία δεν υλοποιήθηκαν για γεγονός τους λόγους. Δηλαδή, οι σύνθυγες του πολέμου, η έλλειψη χρηματικών πόρων και τα λοιπά. Σίγουρα είχαμε ως έναν βαθμό μια ανάπτυξη της κατώτερης εκπαίδευσης, η οποία θα συνεχιστεί στα χρόνια του Καποδίστρια, με διαφορετικό προσανατοχισμό την εποχή εκείνη. Και για μένα αυτό που είναι πάρα πολύ σημαντικό, είναι ότι έχουμε μια λαϊκή συμμετοχή σε όλα αυτά τα πράγματα. Ο Αλέξος Δημαράς έχει επισημάνει, ότι είναι η πρώτη φορά που έχουμε μία σύμπτωση των λαϊκών επιθυμιών και της μέρημνας του κράτους για την εκπαίδευση. Και αυτό το βλέπουμε πάρα πολύ, σε λαϊκές συναθερήσεις, σε συνελεύσεις, που γίνονται κυρίως σε νησιά των κυκλάδων, με αίτημα να γίνει σχολείο στην περιοχή τους, να σταλεί ένας δάσκαλος, να βρεθούν υπόροι από τα εθνικά κτήματα ή από τα μοναστήρια. Συνήθως τα μοναστήρια αντιδρούν σε αυτές τις προτάσεις. Γενικά έχουμε δηλαδή μία λαϊκή συμμετοχή και θα έλεγα μέσα σε συνθήκες αρκετά αντίψωες. Όχι μόνο για τους λόγους που είπα προηγουμένως, αλλά και για το ότι η Επανάσταση έγινε σε περιοχές με χαμηλό βαθμό εκπαιδευτική. Με μία χαμηλή έως ανήπαρκτη εκπαιδευτική παράδοση. Θα ήθελα να σας διαβάσω κάτι που το έχω σημειώσει. Ο Κουντουριώτης το 1825 γράφει στον Κοραϊκό «Το πλησθέν μέρος της Ελλάδος, εξερουμένων ίσως των ναυτικών μας νήσων, ήτον το λιγότερον προοδεύσαν στα φώτα και των πολιτισμών. Τα καλύτερα της Ελλάδος σχολεία υπήρξαν έξω της επικρατείας μας». Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντική αυτή η παρατήρηση. Τελικά, η Επανάσταση έγινε σε περιοχές με χαμηλή εκπαιδευτική παράδοση. Τα κέντρα, ας πούμε, του διαφωτισμού, γενικώς, ή ηχείως, ηχειδονίες και τα λοιπά, είναι εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Όλα αυτά, νομίζω ότι η Επανάσταση, έτσι με την αισιοδοξία που είχε, πέτυχε αρκετά πράγματα, τουλάχιστον στο τομέα της κατώτερης εκπαίδευσης και κάποια πράγματα αρκετά νεοτερικά, στο οποίο αναφέρθηκα το πρωί, όπως είναι η εκπαίδευση των κοριτσιών, ο συνδυασμός της αγωγής με την πολιτική κατήχηση και τα λοιπά. Αυτό, κατά αρχή. Ναι, δεν ξέρω, κύριε Κόκο, να θέλετε κι εσείς να προσθέσετε κάτι, ναι, πώς? Ναι, να πω δύο πράγματα. Εγώ πρέπει να ομολογίζω ότι άρχισα να καταλαβαίνω τι σημαίνει η Ελληνική Πανάσταση, όταν είδα το αρχαϊκό υλικό που είχε αφήσω της. Δηλαδή, όταν συνειδητοποίησα πώς ήταν πανέτοιμοι να στήσουν μια γραφειοκρατία οι άνθρωποι, η ηγεσία της Επανάστασης, με πρωτόκολλα, με βιβλία εισερχομένων και εξερχομένων, υπηρεσίες, αλληλογραφίες και τα λοιπά. Νομίζω ότι κατάλαβαν όλοι αμέσως ότι στη νέα πραγματικότητα, όταν αυτή τελώς πάντων παγιωθεί κάπως, η εγγραμματοσύνη θα είναι απαραίτητη για να έχει κανείς μία τύχη σαν, ας πούμε, υπάλληλος του κράτους ή σαν δάσκαλος. Δηλαδή, συνειδητοποίησαν οι γονείς ότι τα παιδιά τους, αν θέλουν να συμμετέχουν στη νέα πραγματικότητα, πρέπει να ξέρουν γράμματα. Δηλαδή, η επανάσταση είναι μια επανάσταση που την κάνουν άνθρωποι γραμματισμένοι. Θα στηθεί ένα κράτος, το κράτος αυτό για να δουλέψει θέλει στελέχη. Αυτό από τη μεριά του κόσμου και μπορεί να το κάνω λίγο πεζό τώρα, αλλά νομίζω ότι βρίσκεται πίσω από αυτό η συνειδητοποίηση μιας ανάγκης για το λαϊκό έτημα που είπε ο Κώστας ο Λάπας. Δεν είναι μόνο αφυρημένα δηλαδή η αγάπη για τα γράμματα, νομίζω ότι είναι και η επιθυμία της απόκτησης των προσώδων που χρειάζεται για να συμμετέχει κανείς ενεργά στην καινούργια πραγματικότητα. Το ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι ότι έχουν απόλυτη συνείδηση οι άνθρωποι που έχουν δουλέψει για την οργάνωση της επανάστασης ότι υπάρχει ένα θέμα. Το 1824-1825 είναι η ίδια χρονιά που είναι το κείμενο που διάβασε ο κ. Λάπας προηγουμένως. Ένας άλλος πρόσωπος που είχε αξιόλογη συμμετοχή και στην προετοιμασία και στο ξέσπασμα της επανάστασης και αναφέρθηκε το πρωί ο Πέτρος Κυρίτης Σομυρίδης, έγραψε στον Κολέτη ένα γράμμα. Ένα μικρό απόσπασμα από αυτό το γράμμα. Στην Ελλάδα όμως οι ηγέτες της επανάστασης πρέπει να συναραμολογήσουν τα πάντα και να μορφώσουν απαίδευτον λαόν σχηματίζοντας τον εθνικό του χαρακτήρα. Δηλαδή η επένδυση η μεγάλη που είπατε πολύ σωστά ότι έκαναν στην εκπαίδευση δεν ήταν γενικά και αφημμένα μια επένδυση στη μόρφωση. Ήταν η επιθυμία για τη διασφάλιση μιας προϋπόθεσης για να λειτουργήσει το εθνικό κράτος, για να έχει πολίτες συνειδητοποιημένους. Και κάτι ακόμα θα προσθέσω. Το 1800, όταν έφτιαξε ο Καποδίστριας το Κεντρικό σχολείο, κάνανε διάφορε αίτηση υποτροφίες για να σπουδάσουν. Μέσα σ' αυτούς είναι και δύο παιδιά από τα αρβανιτοχώρια της Μεγαρίδας. Και οι δάσκαλοι εξολογούν τις ετήσεις και λένε, «Είναι καλό να βοηθηθεί και ούτως ως και ο συμπολίτης του Δέβης, δέδες, αρβανίτες, για να συντελέσσουν στην εξημέρωση των ομοφίλων των Αλβανών της Μεγαρίδος, διδάσκοντες ως αλληλοδετακτικοί». Και την εκπαίδευση την έβλεπαν σαν ένα εργαλείο ομογενοποίησης. Από τη μία ήταν η ηγεσία της επανάστασης που έβλεπε αυτό, από την άλλη ήταν οι άνθρωποι που για δικούς τους λόγους. Οπότε αυτή η ευτυχής συνάντηση γέννησε αυτές τις προσπάθειες. Δεν ευωδόθηκαν όλες, αλλά όπως μας έδειξε ο κύριος Λιβιεράτος το πρωί, κάτι έγινε. Αυτά ήθελα να πω, συμπληρώνοντας αυτά που είπε ο κύριος Λάπας και αυτά που υπονόησες εσύ ως Χριστήμα. Ναι. Αυτό που δεν ξέρω αν θέλει κάποιος άλλος από τους συναδέλφους να... Θα ήθελα να σε σχολείω. Ναι, ο κύριος Αθανασιάδης. Παίρνοντας την πάσα από τον κύριο Κόκονα, έλεγα ότι το σχολείο ολοκλήρωσε το έθνος, πετυχαίνοντας ενότητα στο χώρο και ενότητα στο χρόνο. Εάν είχαμε και μια τρίτη σύγκηση που έλεγε τι έγινε στα οθονικά χρόνια ή ακόμα καλύτερα μέχρι έναν αιώνα μετά, μέχρι το 1930, θα βλέπαμε ότι το αρχικό καταπίστευμα σχολείων της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού, αυτό που από αποκεντρωμένο γύρου οργανώνεται συγκεντρωτικά στη διάρκεια της Επανάστασης και στη διάρκεια του Καποδίστρια, ενισχύεται ολοένα και περισσότερο έτσι που, όπου φτάνει το δίκτυο των σχολείων και απλώνεται, τόσο παγιώνεται η ενότητα του έθνους. Αυτό που είπε, παγιού, για να δώσω ένα μέτρο αριθμητικό, στα 1850 τα σχολεία ήταν περίπου 1500, στα 1880 περίπου 3000 και στα 1930 περίπου 7500. Και ως προς το μαθητικό πληθυσμό στα 1880 περίπου, ήταν 5% επί του συνολικού πληθυσμού, όταν στη Ρωσία ήταν 2% όπως και στην Πορτογαλία, ενώ μόνο η Γαλλία, η Ιταλία και η Αγγλία και η Γερμανία, βεβαίως, είχαν τα μεγάλα ποσά του 10%. Στο 12% όμως, 12 με 13% φτάνουμε στο 1930. Άρα, πρώτον που θέλω να πω είναι ότι, όπου υπάρχει δίκτυο σχολείων, παγιώνεται η ιδέα του έθνους. Και παγιώνεται με δύο τρόπους. Τον έναν τον υπονόησε ο κ. Κόκονας, και έναν κ. Κόκονας, και έτσι δημιουργούσε τα ιδέα του έθνους. Κι αυτοί δε ήδη είναι οι δύο τροπους, οι οποίοι παγιώνονται στις δύο τροπές. Κι όταν ο κ. Κόκονας, όταν ο κ. Κόκονας φτάνει στις δύο τροπές, όταν ο κ. Κόκονας, όταν ο κ. Κόκονας φτάνει στις δύο τροπές, όταν ο κ. Κόκονας φτάνει στις δύο τροπές, ένα παρελθόν, μια ταυτότητα που υγιώνεται στον χρόνο και αναφέρεται πίσω. Άρα, αν είχαν και μία εισήγηση που θα συμπλήρωνε αυτές του κ. Λάπα και του κ. Λιβιαράτου για τα μετέπειτα χρονιά, θα βλέπαμε πώς αυτό το πράγμα ολοκληρώνεται. Αυτό που έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί το είπε πριν ο κ. Λάπας, η επανάσταση περιλαμβάνει, το κράτος που προκύπτει από την επανάσταση, περιλαμβάνει περιοχές που δεν είχαν εκπαιδευτική παράδοση. Επομένως το σχολείο είναι μία νεωτερικότητα, ένας νεωτερισμός, ειδικά το σχολείο των κοριτσιών όπως είπατε. Εγώ αναρωτιέμαι, και ίσως η απάντηση βρίσκεται σε αυτά που ήδη είπατε, πώς δεν υπήρχαν αντιστάσεις, πώς αυτός ο θεσμός κατάκτησε τόσο γρήγορα αυτή την... Δηλαδή θα περίμενε κανείς ότι αυτοί οι πληθυσμοί δεν θα υιοθετούσαν τόσο γρήγορα και εύκολα αυτόν τον νεωτερικό θεσμό που ήταν, ας πούμε, το αλληλοδοκτικό σχολείο, λέω για παράδειγμα. Όμως αυτό συμβαίνει και αυτό συμβαίνει προφανώς, αν καταλαβαίνω καλά και εγώ αυτή την έτσι κι αλλιώς την άποψη έχω, είναι γιατί η επανάσταση δημιουργεί μία, θα λέγαμε, κουλτούρα του πολίτη. Δηλαδή θέλει να διαμορφώσει πολίτες και εδώ είναι και η διαφορά από χώρες που έχουν άλλη παράδοση. Εγώ πιστεύω πολύ στη δημοκρατική πολιτική παράδοση που δημιουργεί η επανάσταση και η οποία είναι αρκετά ισχυρή και εκδηλώνεται και επί Καποδίστρια και επί Όθωνα, ανεξάρτητα αν υπάρχουν συμφέροντα κτλ. Όμως αυτό είναι μία κληρονομιά που υπάρχει. Το ένα λοιπόν είναι ο πολίτης ο οποίος διαμορφώνει και το άλλο είναι ο πολίτης όμως τι είναι. Ο πολίτης έχει δικαίωμα να μετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους. Γι' αυτό λοιπόν αυτή είναι η διπλή λειτουργία της εκπαίδευσης. Αυτός είναι το μέλος του έθνους έχει κατά αποκλειστικότητα το δικαίωμα αυτό και έτσι η εκπαίδευση φτιάχνει πολίτη που είναι μόνο μέλος του έθνους. Κανένας άλλος δεν μπορεί να είναι πολίτης και αυτός ο πολίτης θα πρέπει να στελεχώσει τη δημόσια διοίκηση. Άρα θέλω να πω ότι όλα αυτά που είπατε φτιάχνουν νομίζω αυτό το σχήμα που δείχνει γιατί ήταν όπως είπε πολύ σωστά και ο κύριος Λάπας λαϊκό έτοιμα η εκπαίδευση. Αυτό είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό και αυτό δείχνει και την μάλλον προειδεάζει και για την πορεία που περιέγραψε ο κύριος Αθανασιάδης. Δηλαδή είναι μια πορεία συνεχώς αυξανόμενη. Παθαίνουμε βέβαια ότι πολλοί γονείς από αγροτικές περιοχές δεν στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο γιατί θέλουν να τα απασχολήσουν σε αγροτικές εργασίες και τα λοιπάρχουν. Συνεχίσανε κύκλοι μέσα στην οθονική περίοδο που προσπαθούν να πείσουν τους γονείς να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο. Είναι υποχρεωτική εκπαίδευση αλλά τα παιδιά δεν πάνε. Έτσι υπάρχει αυτό και αυτή η αριθμή λίγο ξέρετε κύριε Αθανασιάδη δεν είναι πολύ αξιόπιστη όλοι για το 19ο αιώνα τουλάχιστον στο μέτρο που γνωρίζω. Δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη σας. Παρ' ό,τι δεν είναι πράγματι θεμελιωμένη απολύτως, κάποιες τοπικές μελέτες που γίνονται φαίνεται ότι σε αδρές γραμμές επιβεβαιώνουν τη γενική τάση που έχουμε. Λίγο πάνω, λίγο κάτω εκεί είμαστε και σε σύγκριση, το συγκριτικό κρατήριο για ένα νεόκοπο έθνος και κράτος. Ήταν πολύ εντυπωσιακή η εξέλιξη και της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας για άλλους λόγους η καθεμία. Τα της δευτεροβάθμιας τα εξήγησε αρκετά πιστικά νομίζω ο Τσουκαλάς όταν είπε τις δύο διεξόδους, μία προς τον κρατικό μηχανισμό και την πρωτοβάθμια προς τον εξοελληνισμό και τις επιχειρήσεις, δηλαδή την κοινωνική λειτουργία τους. Αλλά η πρωτοβάθμια που είχε περισσότερο εθνική λειτουργία, δηλαδή δένωτο έθνος, ομογενοποιώτο έθνος, έγινε αρκετά δεκτή με όλα αυτά βεβαίως που υπονόησες. Παραδείγματος χάρη υπήρχε επίδομα στο δάσκαλο, με βάση στο κεφάλι, έτσι. Επίσης, υπήρχε νόμος που μπορούσε ο δάσκαλος να οδηγήσει στον Ισαγγελέα τον κορυκό που δεν έστειλε το παιδί του στο σχολείο. Από όσο γνωρίζουμε, δεν εφαρμόστηκαν αυτές, αλλά ας πούμε το κουνούσε ως φοβητρό δάσκαλος ανέλεγε «Κύριο Γιώργο, γιατί δεν στέλνεις το παιδί στο σχολείο, θα σε πάω στον Ισαγγελέα». Υπήρχαν λοιπόν, υπήρχε μαστίγιο και καρότο, αλλά όλα αυτά δεν θα λειτουργούσαν και θα παρήρεγαν ανυπέρβλητες εντάσεις εάν δεν καθόταν πάνω σε μια διάθεση και της κοινωνίας να μπει σε ένα παιχνίδι κατανοώντας ότι πλέον βρισκόμαστε σε άλλη φάση και άρα έχουμε πολλούς λόγους να μπούμε σε αυτήν. Ακριβώς. Και αν μου επιτρέψεις Χριστίνα να προσθέσω κάτι, δεν είναι μόνο οι αριθμοί. Έχουν σωθεί και κατάλογοι μαθητών, δηλαδή έχουμε ανθρώπους πια. Δηλαδή οι δάσκαλοι καταθέτουν καταλούγους των μαθητών τους. Έχουμε ονοματεπώνυμα δηλαδή κιόλας. Βέβαια δεν έχουμε προχωρήσει τόσο πολύ ώστε να οργανώσουμε τις πηγές και να κάνουμε παρατηρήσεις και στατιστικές αναλύσεις. Ωστόσο, στοιχεία υπάρχουν εκεί και είναι πολύ αξιόλογα. Και καμιά φορά μας ξαφνιάζουν κιόλας. Δηλαδή, ας πούμε, όταν ξεκίνησα να κάνω τη μελέτη για το Κεντρικό Σχολείο, δεν φαντάζομαι ποτέ ότι θα βρω εφτακόσεις ανθρώπους να έχουν γραφτεί μέσα σε δύο χρόνια στο ανώτερο σχολείο που υπήρχε τότε στη χώρα. Είναι μεγάλος ο αριθμός. Θέλω να πω, και αυτά δεν είναι νούμερα τώρα, δεν είναι αριθμοί, είναι άνθρωποι συγκεκριμένοι. Με βιογραφικά και τα λοιπά. Αυτό, σαν συμπήρωμα αυτού που είπε ο κύριος. Υσχύει αυτό που είπε πριν ότι όποιος δει τα αρχεία της Επανάστασης, εκεί αντιλαμβάνεται ότι επρόκειται για Επανάσταση. Δηλαδή, όσο περισσότερο, και αυτό θα ήταν κάτι που θα έπρεπε να κάνουμε εμείς, ενώ ως έρευνα, να ενθαρρύνουμε να αξιοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτές οι αρχαιακές πηγές, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν ακόμη στην πληρωτοιτά τους αξιοποιηθεί. Αλλά όταν μπαίνει κάποιος και βλέπει μέσα πώς οργανώνεται, οργανώνεται το κράτος. Δηλαδή δεν είναι τυχαίο ότι για τους Έλληνες επαναστάτες, η επίδαυρος είναι η γενέργλια πράξη. Είναι η ανεξαρτησία. Αυτοί τότε φτιάχνουν το κράτος. Και αυτό το πράγμα έχει ξεχαστεί μέσα από τους εμφυλίους και τα λοιπά. Αν διαβάσεις πώς οι ίδιοι αυτό προσδιορίζονται, νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό και βλέπεις, για μένα είναι εντυπωσιακή αυτό που είπες. Φτιάχνεται γραφειοκρατία από την αρχή. Και σε περιοχές που δεν υπήρχε η παράδοση. Προφανώς ήταν οι μορφωμένοι που το έκαναν, αλλά δεν υπήρχε η παράδοση. Άρα, είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός, αν το σκεφτεί κάποιος. Και αυτό για μένα το κάνει συγκλονιστικό, περισσότερο από το σπασμένο σπαθί του διάκου. Δεν ξέρω αν χρειάσα κάθε λαπηκά. Όχι, κάθαμε και σκέφτομαι με αφορμή όλα αυτά, τα οποία πάρα πολύ όμορφα είπατε. Πόσο κρίμα είναι που δεν μπορούμε να μετατοπίσουμε το κέντρο βάρους από τα στρατιωτικά γεγονότα, σε όλα αυτά τα οποία έθεσαν τις προϋποθέσεις, παράλληλα με αυτό τον καλό αγώνα των αγωνιστών, στο να έχουμε να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος, σε άλλες βάσεις, αυτό το πραγματικά επαναστατικό, το οποίο περιγράψατε κυρία Κουλούρη και δεν το έχουμε. Και όσες φορές έγινε απόπειρα να μετατοπιστεί από αυτή την αφήγηση που επικεντρώνεται στον αγώνα τον στρατιωτικό και κάποιες πολιτικές διπλωματικές εξελίξεις, προκλήθηκαν πόλεμοι της ιστορίας, αλλά θα τα πούμε παρακάτω. Μπαίνουμε λοιπόν, ας μπούμε το επόμενο θέμα, εφόσον το εισάγεται με αυτόν τον τρόπο. Νομίζω ότι από αρκετές παρουσιάσεις, προκύπτει ότι υπάρχει μια εξαιρετική ανθεκτικότητα κάποιων στερεοτύπων και κάποιων μύθων γύρω από την Ελληνική Πανάσταση, γύρω από το 1821. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τους απαριθμίσουμε, τους ξέρουμε όλοι νομίζω, ώστε να μην χρειαστεί έναν έναν να τους πούμε. Εγώ έχω πολλές φορές αναρωτηθεί και προσπαθώ να το εξηγήσω, νομίζω ότι ίσως δεν υπάρχει και... ένα δύο είναι οι εξηγήσεις, είναι άλλης επιστήμης, ίσως όχι της ιστορίας. Γιατί αντέχουν αυτοί οι μύθοι? Τι λέτε, κυρία Σακάμπα, έρχεται στο σχολείο, ειδικά το σχολείο είναι ένας χώρος όπου αυτοί όλοι οι μύθοι έχουν εξαιρετική αντοχή, πολλές φορές ερήμουν των σχολικών βιβλίων και προφανέστατα και ερήμουν της ιστορικής έρευνας. Έχουμε εξήγηση γι' αυτό. Να πούμε ότι όταν χτίζεις επί 200 χρόνια την αυτοσυνείδησή σου πάνω στην ιδιαιτερότητα και την υπεροχή του ελληνισμού, εντάξει, αν όχι 200 χρόνια, λίγο υποχωρεί αυτό τις τελευταίες δεκαετίες, είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπάρξει μετατόπιση από αυτά με τα οποία μεγάλωσαν όλοι. Στην έρευνα για τα σχολικά εγχειρίδια, είδα ότι τα τελευταία 50 χρόνια, για την πρωτοβάθμια αλλά και αντίστοιχα για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έχουν παραχθεί αντίστοιχα πέντε εγχειρίδια. Από αυτά τα πέντε, δύο είχαν μικρή διάρκεια ζωής μετά τη χούντα, τρία είναι εκείνα που προκειρήθηκαν, ένα για κάθε δεκαετία. Ένα το 80, ένα το 90 και ένα το 2000. Στο 2000 έχουμε και τις μετατοπίσεις αυτές, λεπούς, λίγο χρόνο κτλ. Μάλλον μετά ήρθε ένα άλλο βιβλίο, το οποίο αποκατέστησε μια ισορροπία. Τι δείχνει, ότι κάθε φορά που επιχειρείται μια μετατόπιση από αυτό το ενωπλητικό στοιχείο που λέει ότι όλοι μαζί αντισταθήκαμε, εμείς οι καλοί στον άλλο, τον κακό, τον κατακτητή, μεγαλουργήσαμε. Ό,τι κλονίζει την πεποίθησή μας από αυτό το στοιχείο είναι εκ του πονηρού και λειτουργεί διασπαστικά και άσχημα. Έχω εδώ βρήκα την αναφορά του κ. Σωμαρά το 2007. Ήταν ευρωβουλευτής. Με αφορμή το βιβλίο της Ρεπούση, είχε πει «όταν ζητούν να γκρεμίσουν κάθε παραδοσιακό μύθο που εμπεδώνει η εθνική συνείδηση, παραβιάζουν το Σύνταγμα». Μια δική του βέβαια προσέγγιση για την παραβίας του Συντάγματος. Και οι παραβίες του Συντάγματος δεν είναι ούτε ιστορικό, ούτε παιδαγωγικό ζήτημα. Είναι καθαρός πολιτικό και μας αφορά όλους. Και το πήρα από το βιβλίο του κ. Αθανασιάδη, όταν το 2007 έχουμε μια τέτοια προσέγγιση στο τι πρέπει να διδάσκεται στο σχολείο, είναι λογικό ότι αυτή η μύθη είναι παραπάνω απανθεκτική κάθε απόπειρα να μετατοπιστεί η αφήγηση από την παράδοση αυτή που έχτισε αυτή την αντίληψη για το τι είναι Έλληνας και τι σημαίνει η επανάσταση για τον Ελληνισμό, θεωρείται απολύτως υπονομευτική για το ίδιο το έθνος. Ποια είναι αυτά τα στερεότυπα, πέρα από τον καλό αγώνα και την υποστήριξη των καλών στρατιωτικών απέναντι στους μοχθηρούς και τους ιδιοτελείς προεστούς, όλοι στο ίδιο καλούπι με μικρές μετατοπίσεις, η ταύτιση και η ανάγκη να τονιστεί ότι η Εκκλησία, ορθοδοξία και Ελληνισμός συμπλέουν πάντα χωρίς κανένα πρόβλημα ποτέ. Ο ρόλος της Επανάστασης είναι εθνικός. Στο βιβλίο που διδάσκεται τώρα στην τρίτη ηλικία, το τελευταίο, τονίζεται, και δεν αμβιζητεί κανείς ότι είναι εθνικός ο ρόλος, αλλά δεν υπογραμμίζεται καμία άλλη πτυχή της Επανάστασης. Δεν υπάρχουν πλουραλιστικές προσεγγίσεις. Αυτό λοιπόν συντηρεί αυτό που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια και πολύ περισσότερο μετά τη Χούντα τα τελευταία επίσης 50 χρόνια. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Βέβαια αυτό το παράξενο περιβάλλον μέσα στο οποίο τώρα ζούμε, τις πανδημίες εννοώ, αλλά και ως συνέχεια της κρίσης, αλλάζει λίγο το σκηνικό. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις. Δεν υπάρχουν μετατοπίσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρόνων να γίνουν μια φορμή για αναστοχασμό, θα δημιουργήσει καινούργιες εντάσεις και φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι επέτειες των 200 χρονών να δίνουν μια φοβάμαι πάρα πολύ ότι αντί αυτοί οι משχύλiliation Μεבbanuchar. Δεν υπάρχει κανένα διάφορο ε verl lost shoes. Είναι Genau...! ugly eating. Προσπάθειες τέτοιες. Δεν γίνεται κάτι διαφορετικά. Άλλος συνάδελφος θέλει να τοποθετηθεί πάνω σε αυτά τα θέματα που ξεκινήσαμε. Μίλησε για όλα, στην πραγματικότητα και για τα στερεότυπα και για το τι γίνεται σήμερα για τα 200 χρόνια, οπότε διαλέγετε και τοποθετήστε ένα λόγο. Έχουμε και μια ερώτηση, Χριστίνα. Την είδα, Γιάννη, αλλά έλεγα να ολοκληρωθεί αυτό το θέμα και να δούμε στο τέλος. Θα έχουμε λίγο χρόνο για ερωτήσεις. Σε συνέχεια, αυτό που είπε η Κυκή, νομίζω ότι ο πυρήνας των ανθεκτικών μύθων και αφηγήσεων, ο πυρήνας είναι αυτός που υπονόησε και μια ορισμένη αντίληψη περιέθνους. Όταν λένε να είναι εθνική η διαπαιδαγώγηση, η εθνική η ιστορία, ακόμα και η πωρινή υπουργός το ανέφερε αυτό, ότι είπε να καλλιεργεί εθνική συνείδηση ή κάτι τέτοιο σε μια τοποθετησία της, δεν εννοούν μια συγκεκριμένη, πολύ ορισμένη αντίληψη περιέθνους. Στην Επανάσταση, νομίζω ότι σε αυτό θα συμφωνήσουμε, υπήρχαν ταυτόχρονα δύο διαστάσεις, δύο νοηματοδοθείς του έθνους δίπλα-δίπλα και συμπήρχαν αυτές οι δύο. Τη μία θα τη χαρακτήριζα πολιτικό έθνος στη ρεποβληκανική παραδοσία με κέντρο την έννοια της δημοκρατίας, άρα χωράει όλους ως πολίτες και την άλλη θα τη χαρακτήριζα εθνωτικό έθνος όπου το πολιτισμικό στοιχείο έχει τον πρώτο λόγο και στο κέντρο είναι η θρησκεία. Λοιπόν, αυτά τα δύο κομμάτια είναι προφανές ότι δεν εξερήχθηκαν ισόρροπα στη συνέχεια. Θα έλεγα ότι το πολιτικό έθνος ιτύθηκε πολύ γρήγορα με την παγίωση της συνταγματικής μοναρχίας του Όθωνα. Επανέρχεται με διάφορους τρόπους, μεταμορφώναται, δεν έχει σβήσει αλλά είναι πάντοτε δίπλα και κάτω από την κυρίαρχη νοηματοδότηση περιέθνους. Η οποία κυρίαρχη νοηματοδότηση περιέθνους πλέον, ειδικά και μετά την νομογενοποιήσει είναι το διαχρονικό έθνος που υπάρχει πάντα, που ελληνική σχεδόν στα γονίδια μας και το αποτυπώνει σε μια σειρά πολιτισμικές πρακτικές. Άρα, αυτή η αντίληψη στον βαθμό που είχε μέσα της κυρίαρχο και το στοιχείο της θρησκείας, αναγκαίο τότε λόγω της αιτερότητας, αυτό εκδηλώνεται, έπρεπε να επενδυθεί και με αφηγήσεις. Οι γνωστές αφηγήσεις, Αγίας Λαύρας, κρυφοσχόλη και λοιπά, ήταν απολύτως ανάγκη να επινοηθούν από τη στιγμή που κυριάρχησε αυτή η εκδοχή περιέθνους. Αντιθέτως, θυμίζω ότι το αρχικό έθνος, ας το πω το έθνος, του διαφωτιζούν με άλλα λόγια. Δηλαδή, μια ορισμένη εκδοχή που συμπήρχε με την άλλη, αυτής εξάρτησης, ήταν συμπεριληπτικό. Δεν έβλεπε παραδείγμα, ως χάρη, αρβανίδες, που μας λέει η ερώτηση. Δεν έβλεπε γιατί ο αρβανίδης δεν χωράει μέσα ή γιατί ο βλάχος δεν χωράει. Δεν έβλεπε καταγωγές τόσο πολύ. Κατά κάποιον τρόπο έβλεπε ότι κοιτούσε προς το μέλλον. Όσοι συμμετέχουμε σε αυτό το διακύβευμα που θα οδηγήσει σε αυτό το στόπο, ένα έθνος που δημιουργεί κράτος, είμαστε όλοι πολίτες. Όταν ο Μάρκος Μπότσαρης ενώ πολεμούσε, ταυτόχρονα υπαγόρευε και λεξικό, από την αλβανική στην ελληνική, αυτό που εξέδωσε η Ακαδημία ενώ 2.800 λέξεις, ουσιαστικά έχει συνείδηση αυτού του πράγματος. Συνείδηση ότι μετέχουμε σε ένα καινούργιο πράγμα που συνήθει και πρέπει να εξελιχθούμε κι εμείς μαζί του. Να κλείσω εδώ όμως. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι μια ορισμένη εκδοχή περιέθνων, που κατά τη γνώμη μου, για να περάσω στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να ενισχυθεί, είναι αυτό που θα ονομάζαμε πολιτική διάσταση του έθνους. Αυτό που έχει κέντρο τον πολίτη και μπορεί να ενσωματώσει και να συντερηλάβει και ιτερότητες. Μπορώ να προσθέσω κάτι πάνω σε αυτό? Ναι, Νέκη, μπορώ καλώ. Θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, μέσα σε μια κοινωνία που τα τελευταία 25-30 χρόνια έχει μετατραπεί σε πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά και δεν έχουμε μία πρόταση για το πώς θα προσεγγίσουμε τον πάρα πολύ υψηλό αριθμό παιδιών που γεννήθηκαν πια εδώ, είναι Έλληνες αλβανικής καταγωγής, τα παιδιά που έχουμε στα σχολεία και προέρχονται από χώρες της Βαλκανικής και τα παιδιά των μεταναστών που όμως γεννήθηκαν εδώ και είναι και αισθάνονται σε μεγάλο βαθμό Έλληνες. Τα σχολεία του κέντρου το ποσοστό των παιδιών αλλογαπής προέλευσης φτάνει το 60% και όχι μόνο. Δεν έχουμε μία πρόταση για το πώς θα προσεγγίσουμε αυτά τα παιδιά. Δηλαδή έχουμε αυτή τη μονοφωνική αφήγηση του τι σημαίνει μια επανάσταση για τον Έλληνα και αυτός είναι ένας ξένος που πρέπει, με βάση και όλα αυτή την εντατικοποίηση που έρχεται στο σχολείο, να απαντήσει σε ερωτήσεις, να αναπαράγει, δηλαδή συνεχώς απαντήσεις σε προκάτ απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία δεν το αγγίζουν, δεν το βοηθούν να κατανοήσει και δεν το βοηθούν να ενσωματωθεί σε αυτή την κοινωνία και σε αυτό το σχολείο και σε αυτό το χώρο στον οποίο ζει και κινείται. Αν δείτε δε τις ερωτήσεις, γιατί και αυτό έχει σημασία, είδα και ένα υλικό, δεν προλάβανα να τα πω όλα, που παράχτηκε το 2009 και αφορά τους πολίτες οι οποίοι θέλουν να πάνε την ελληνική υφαγένεια. Εκεί το υλικό για την επανάσταση είναι πολύ καλύτερο και πολύ περισσότερο νηφάλιο και πλουραλιστικό σε σχέση με το υλικό των σχολείων. Όμως, στις εξετάσεις που τώρα, το υλικό των εξετάσεων για να πάρεις την υφαγένεια τώρα, έχει διαφοροποιηθεί πάρα πολύ από αυτό και έχει γίνει πάρα πολύ εθνοκεντρικό με ρωτήσεις ακόμα του τύπου του, τι σημαίνει φανουρόπιτα. Το άλλο που ήθελα να πω εδώ είναι ότι στο υλικό αυτό που ετοιμάζαμε για τις ιστορικές αντιλογίες, υπάρχει αναφορά στους λίγους μένα αλλά υπαρκτούς μουσουλμάνους, Τούρκους, οι οποίοι πολέμισαν στο πλευρό των Ελλήνων και για να συμπληρώσω αυτό που είπε ο Αθανασιάδης, την επόμενη μέρα δεν θα ήταν όλοι πολίτες, μόνο οι Χριστιανοί ήταν πολίτες και έχουμε και πιστολές μουσουλμάνων που πολέμισαν στο πλευρό των Ελλήνων και ζητούν από τον κυβερνήτη να τους εντάξει και αυτούς και να τους δεχτεί ως ισότιμους πολίτες παρόλο που είναι αλλοθρησκοί και αλλοχρωμοί. Κάποιοι ήταν και μαύροι. Πολύ ενδιαφέρον υλικό. Έθεξες πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και εκεί. Υπάρχουν πολλά θέματα εδώ, πολύ διαφορετικά. Αυτό που είπε ο Χάρης πριν για τη διαφορά πολιτικού και πολιτισμικού έθνους, ξέρουμε ότι αυτή είναι η ιστορία η ευρωπαϊκή του 19ου αιώνα. Έτσι τα δύο μοντέλα, το γαλλικό και το γερμανικό. Θεωρώ παρόλα αυτά ότι πριν την εμφάνιση των κλωσικών εθνικισμών οι οποίοι κυριαρχούν στα Βαλκάνια μετά το 1850, είναι λίγο πιο χαλαρά τα πράγματα σε ό,τι αφορά την ελληνική εθνική ταυτότητα και είναι πολύ πιο ευρύχωρη. Και αυτό, κατά την άποψη μου, συνεχίζεται αρκετά και με τους βαλκανικούς πολέμους, διότι εκεί ακριβώς περιλαμβάνονται οι πληθυσμοί, που για να μπορέσουν να ενταχθούν μέσα στο ελληνικό έθνος κράτος, χρειαζόταν, θα έλεγα, μία πιο ανεκτική προσέγγιση του ποιος είναι Έλληνας και ο Βενιζέλος το λέει ξεκάθαρα αυτό. Άρα, για μένα, θα έλεγα, το μήνο του 1022, όχι πριν από αυτό, σε ό,τι αφορά τη μετάβαση στον αποκλειστικά πολιτισμικό ορισμό του έθνους, που το βλέπουμε να γίνεται από το Μεσοπόλωμο και επιμεταξά, βέβαια, ξεκάθαρα. Ορίς να σημαίνει ότι αυτά υπάρχουν και τα δύο συνηπάρχουν. Δεν υπάρχει καθαρότητα, ούτε μόνο η πολιτική αντίληψη μπορεί να υπάρχει, ούτε μόνο η πολιτισμική. Και εδώ, ερχόμαστε και στην ερώτηση που έδειξε και ο Χάρης πριν, που ρωτάει η ανδρομάχη οικονόμου για τις αρβανίτικες κοινωνίες της Μεγαρίδας, ρωτάει αν οι αρβανίτικοι απαγορευόταν να ομιλείται στο σχολείο εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω, εγώ θέλω να πω κάτι μετά, αν θέλει ο Γιάννης να πει κάτι γι' αυτό, αν ξέρει. Κοιτάξτε, εγώ δεν ξέρω κάτι. Δηλαδή δεν έχει πέσει στην αντιληψή μου κάτι τέτοιο. Οι πηγές τις οποίες έχω δει, αρχιακές και βιογραφία, σε αυτές δεν έχω βρει τίποτα τέτοιο σχετικό. Είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι, αυτή ήταν δίγλωση, ένα που ήθελα να πω και δεν νομίζω ότι υπήρχε τέτοιο θέμα. Το άλλο που θέλω να πω είναι ότι αυτό που σας διάβασα, ίσως παρεξηγήθηκε λίγο. Δεν ενοχλούσε τους δασκάλους του κεντρικού σχολείου η αρβανίτικη καταγωγή, ούτε η γλώσσα. Αυτό που έλεγαν, για να το καταλάβουμε καλύτερα, θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσω άλλο ένα παράδειγμα. Σχεδόν τα ίδια λένε και για δύο νεαρούς από τη Μάνη, που εκεί δεν υπήρχε θέμα καταγωγής ή γλώσσας. Λέει να πάρουμε κάποιους ανθρώπους που δεν έχουν τελείως διαφθαρία από τις κακές έξεις της περιοχής, για να συντελέσουν στην εξημέρωση των ηθών των συμπατριωτών τους. Δηλαδή το γεγονός ότι αναφέρονται στους αρβανίτες της Μεγαρίδας, δεν είναι επειδή είναι αρβανίτες ή μιλάνε στο σπίτι τους άλλη γλώσσα. Θεωρούν ότι αυτοί οι άνθρωποι με τα σχολεία τα λιλοδετακτικά, θα αλλάξουν κάπως συνήθειες ή ήθη κλπ. Δεν νομίζω ότι έχει πίσω από αυτό τέτοια πρόθεση. Αυτό ήθελα να πω σαν διευκρίνηση και ότι δεν ξέρω εγώ τουλάχιστον κάποια απαγόρευση για να μιλάνε αρβανίτικα στο σχολείο. Δεν έχει πέσει κάτι στην αντίληψή μου. Δεν ξέρω, Κώστα, θες να πεις κάτι γι' αυτό. Α, έλα, δεν σε ακούμε. Από αυτά που είπε ο Γιάννης, καταλαβαίνω ότι όλα αυτά αφορούν το μορφωτικό επίπευο, που θεωρούν ότι είναι χαμηλό και πρέπει να μιλήσει, είτε είναι μανιάκες, ας πούμε, είτε είναι αρβανίτες και τα υπά. Και μιλώνω, μοναχά, ότι όσο γνωρίζω δεν υπήρξε απαγόρευση, πριν από τη γνωστή απαγόρευση επίμεταξα για τους λαβόθουμους, μόνο εκεί υπήρξαν ρητές καταστατικές πρακτικές, έως τότε δεν ενθαρρυνότανε. Αποθαρρυνόταν στο σχολείο η χρήση από της βλάχικης ή της αρβανίτικης ή ακόμα και της καθουμιλουμένης. Ο δάσκαλος πάντα έλεγε πώς το λέμε καλύτερα αυτό, έτσι. Δεν ενθαρρυνόταν. Επίσης, ως κρατική πολιτική, ήταν ένα είδος… άνοιγαν, ας πούμε, σε αλόγουλασσες κοινότητες, άνοιγαν νηπιαγωγεία. Τα πρώτα νηπιαγωγεία που άρχισαν να ανοίγουν ήδη απ' τις αρχές του 20ου αιώνα, αργότερα βεβαίως, και πολύ πιο έντονα στις νέες χώρες από τους Βαρκανικούς και μετά. Επικράτησε η λογική ότι αν βάλουμε νηπιαγωγεία, πολύ γρήγορα τα νέα παιδιά θα ενσωματωθούν στην γλώσσα την ενιέα. Έτσι, λοιπόν, ενθαρρυνότανε η ελληνομάθεια, αλλά δεν υπήρχε καταστολή της άλλης. Τώρα, αν κάποιος δάσκαλος από υπερβολικό ζήλο δημιουργούσε κάποια θέματα στην τοπική κοινωνία, αυτό είναι πιθανόν. Μόνο στη σλαβική γλώσσα υπήρχε, μεταξά, αυτή η καταστολή. Ναι, να συμφωνήσω κι εγώ και να πω το εξής. Ότι υπάρχουν ωραία ανέκτοτα. Το ένα το γράφει η Έλη Σκοπετέα στο βιβλίο της, με δύο γυναίκες που μιλάνε αλβανικά, αρβανίτικα μεταξύ τους. Βλέπουν έναν διμένο με κουστούμι, ο οποίος μιλέγε άπτες στα ελληνικά, βέβαια, και λέει μία στην άλλη στα αλβανικά, κοίτα ένα φράγκο. Δηλαδή, θέλω να πω ότι δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα. Άλλωστε, όπως ξέρετε πολύ καλά, και στα συντάγματα της επανάστασης Έλληνας πολίτης είναι ο χριστιανός. Δεν τίθεται ως προϋπόθεση γνώση της ελληνικής γλώσσας. Η ελληνική γλώσσα αναφέρεται για πρώτη φορά το 1853 από τον Μπαπαριγόπουλο. Δηλαδή, θέλω να πω ότι παρόλο που υπήρχε, δεν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση καν για να είναι κάποιος Έλληνας πολίτης όπου δεν υπήρχε καταστολή. Για δε την αλβανική γλώσσα υπάρχει… μέχρι την εμφάνιση του αλβανικού εθνικισμού του 19ου αιώνα υπάρχει μια θεωρία η οποία διακινείται μέσα από τα βιβλία ιστορίες και γεωγραφίας, που θεωρεί τους Αλβανούς συγγενείς, αδελφούς με τους Έλληνες, ως ηληριούς. Και επομένως δεν υπάρχει καν αυτή η εθνική σύγκρουση Αλβανών-Ελλήνων. Αυτό εμφανίζεται μετά το 1878 στην πραγματικότητα 80, που αρχίζουν οι Αλβανοί πια να διεκδικούν ένα δικό τους εθνικό κράτος. Επομένως θα πρέπει να το δούμε όλο αυτό πώς εξελίσσεται και σε σχέση με τις γλώσσες, όπως το πλαίσιο, θα έλεγα, της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της ανάδυσης των βαλκανικών εθνικισμών και μετά των βαλκανικών εθνών κρατών. Εδώ βλέπω από την κυρία Βασιλική Καραλί, για τον κύριο Αθανασιάδη λέει «Ο λόγος για το πολιτικό έθνος, τουλάχιστον στο έργο και τη σκέπτη του Κουραΐστο κείμενο, που εκφώνησε το 1803 στο Παρίσι, ενισχύεται από την επίκληψη σε πολιτισμικές πρακτικές των Ελλήνων, που βάλουν την ανάγκη να αναγνωριστούν σε ανεξάρτητο κράτος». Δεν ξέρω αν θέλεις, Καραλιάστη. Δεν διαφωνώ υπό την έννοια ότι χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις ως ιδεότητες, έτσι. Στην πραγματική ζωή ποτέ αυτά δεν είναι το ένα από εδώ και το άλλο που εκεί και αντιπαλεύουν. Υπάρχουν οι δύο πόλοι ενός συνεχούς που εμπεριέχει πολλές γκρίζες ζώνες. Όσο πάμε, παρά την ώρα, από τον Κουραΐ προς τον Ρήγα, το βλέπουμε πιο καθαρά, έτσι. Και όσο πάμε από τον Κουραΐ, αντιθέτως, προς, ξέρω εγώ, των παλαιών πατρών Γερμανών, βλέπουμε την άλλη πλευρά πιο καθαρά. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς, ας το πούμε, και θα ήταν ανόητο αν δεν χρησιμοποιούσε πολιτισμικά στοιχεία, όταν ο δυνάστης είχε και μια κεντρική εταιρότητα, από την οποία σε διαχώρησε από αυτόν. Ο Ρήγας δεν τα χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς δεν χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς δεν χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς δεν χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς δεν χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Άρα, προφανώς, ο Κουραΐς δεν χρησιμοποιεί όμως, ο Ρήγας τους βάζει όλους μέσα εναντίον του δυνάστη, χωρίς να βλέπει τις διαφορές της πολιτισμικές. Απλώς θεωρώ ότι είναι αδυνατισμένη επικίνδυνα, ακόμη και σήμερα, η εκδοχή του πολιτικού έθνους. Και θα πρέπει να κεντράρουμε και να την ισχύσουμε μέσω των σχολείων. Για να πω ένα παράδειγμα από αυτά που συζητούσαμε. Το γεγονός ότι αντέχει ο μύθος του κρυφού σχολείου, την ίδια στιγμή που έχουμε την εποποιεία του ελληνικού διαφωτισμού, την ίδια στιγμή που μπορούμε να αντλήσουμε δηλαδή εθνική υπερηφάνεια επειδή είχαμε σχολεία και επειδή δεξιωθήκαμε διά της ελληνικής γλώσσας στην Εγγυής Ανατολή τον γαλλικό διαφωτισμό και τον ευρωπαϊκό, αλλά δεν μας αρέσει να χρησιμοποιούμε αυτό. Θέλουμε εκεί το ημήφος και την καταπίεση. Λέει κάτι για την κυρία και την κουλτούρα στην κοινωνία μας. Το γεγονός ότι προτιμάμε εκείνου. Σε έρευνα που έγινε ακόμα το 65% των ελλήνων θεωρεί ότι το κρυφό σχολείο υπήρξε ιστορικό γεγονός. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια που βγήκε από τα σχολικά βιβλία. Ναι, γιατί προτιμούμε, όχι εμείς μόνο, πρέπει να κουφιστούμε σε αυτό, είναι παγκόσμιο. Ούτε σε αυτό είμαστε μοναδικοί, είναι ότι είναι καλύτερο να είσαι θύμα. Είναι πάντα πιο ωραία η θέση του θύματος. Από το να είσαι με τους νικητές. Αλλά έχεις τα επιστημονικά γράμματα από τα εισάγηση. Έχουμε τις περιβόητες τρεις γενεές διαφωτιστών. Έχουν όλο αυτό το πράγμα. Έχουμε τις έρευνες να το τεκμιώσουμε. Αλλά δεν το αναδεικνύουμε στη δημόσια ιστορία. Λέει κάτι. Δεν ξέρω αν ακούτε, γιατί σας βλέπω παγωμένη την οθόνη. Όχι, εμείς ακούμε και ερχόμαστε τώρα πραγματικά σε αυτό στην εκπαιδευτική πράξη. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Και αυτό ενδιαφέρει και εμάς όσους είμαστε στο πανεπιστήμιο, αλλά και αυτούς που βρίσκονται μέσα στη τάξη. Εδώ έχουμε μία σειρά αποζητήματα. Το ένα έχει να κάνει με αυτό που ανέφερε πριν η Κυκή. Με την αλλαγή της σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού. Αυτό έχει συμβεί και δεν έχει γίνει καμία προσαρμογή απέναντι σε αυτό. Θυμάμαι όταν με αυτά τα εγχειρίδια για τα Βαλκάνε που μεταφράστηκαν στα ελληνικά και υπάρχουν και πηγές για Αλβανούς, για Βούλγαρους και τα λοιπά, μου λέγανε καθηγητές βέβαια για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πόσο χαρούμενα ήταν τα παιδιά ελβανικής καταγωγής, που έβρισκαν μέσα κάποιες πηγές από τη δική τους ιστορία και μπορούσαν να πάνε σπίτι τους και να πούνε στους γονείς τους. Κοιτάξτε, εδώ στο σχολείο λέει και κάτι που με αφορά. Αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό και νομίζω ότι δεν μας έχει απασχολείς. Προσπαθούν οι καθηγητές και οι δάσκαλοι να αντιμετωπίσουν αυτή τη σκληρή πραγματικότητα των πολυπολιτισμικών τάξεων και δεν τους δίνουμε τα εργαλεία, γιατί υπάρχει μια οχύρωση πίσω σε μια ιστορία που ανάγιεται στη δικτατορία όπως μας έδειξε η Κυκή. Και ακόμη πιο πίσω βέβαια, όπως φάνηκαν. Επομένως τώρα με τα 200 χρόνια, βλέπω δεν έχουμε και πολύ χρόνο ακόμη, θα αλλάξει κάτι στην διδασκαλία για την επανάσταση με αφορμή αυτή την επέτειο. Αυτός ο αναστοχασμός που προσδοκούμε θα επηρεάσει καθόλου. Το ένα είναι την ιστορική έρευνα, θα ήθελα λίγο να το πούμε αυτό, εδώ οι συνάδελφοι ξέρουν καινούργια προγράμματα, έρευνες που γίνονται που αφορούν το θέμα που εμείς μιλατούμε στο συγκεκριμένο συνέδριο και το δεύτερο είναι μέσα στην τάξη, αν αυτό τελικά θα αλλάξει κάτι στον τρόπο που διδάσκουμε την επανάσταση. Δεν ξέρω ποιος θα ήθελε να μιλήσει. Σας βλέπω αμύχανους. Δεν θέλω να μιλήσω γιατί είναι πολύ το λόγο. Η ερώτηση απ' ό,τι καταλαβαίνω πρόκειται περί ηριτορικής ερωτήσεως. Φαντάζουμε θεώρη να πούμε, αλλά ας λύσουν ο κύριος Λάβας και ο κύριος Κόκονας που δεν έχουν πάρει αρκετά το λόγο. Θα το πάρουμε όταν έχουμε κάτι να πούμε εγώ. Το μόνο που ήθελα να μιλήσω είναι το δεύτερο. Είναι ενδιαφέρον αυτό που είπε η κυρία Σακά για τη διδασκαλία της επανάστασης στα σχολεία που έχουν μαθητές, οι οποίοι έχουν έρθει από άλλες κοινωνίες, από άλλους πολιτισμούς. Αλλά ομολογώ ότι δεν έχω πολύ καταλάβει τι εννοεί. Δεν ξέρω ποιος θα ήθελε να μιλήσει. Δηλαδή, θα μπορούσατε να το κάνετε πιο συγκεκριμένο. Είπατε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα, ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε και τα λοιπά. Δηλαδή, πώς το καταλαβαίνετε αυτό? Γιατί εγώ πραγματικά δυσκολεύομαι να καταλάβω τι εννοείται. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να έχουμε τις απόψεις των υπόλοιπων Βαλκανίων, των χωρών που ήταν κομμάτων, των Βαλκανίων, των χωρών που ήταν κάτω από οθωμανική διοίκηση και κυριαρχία εκείνα τα χρόνια. Και με τον Α ήδη τα τρόπο, είτε συμπαραστάθηκαν, είτε αδιτάχθηκαν σε αυτό που έκαναν και οι Έλληνες. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια πολυφωνία και μία ενημέρωση, ούτε βιβλιογραφική, αλλά ούτε μία διάθεση να προσεγγιστεί συνολικότερα η ελληνική επανάσταση. Είναι αυτό που είπε η κυρία Κουλούλη. Πηγές από την αλβανική ιστοριογραφία που αφορούν εκείνη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, που τα παιδιά όταν τα πήραν στα χέρια τους, αναγνώρισαν λίγο τον εαυτό τους. Οι ερωτήσεις, οι ασκήσεις, οι παιδαγωγικά εργαλεία τα οποία θα συμπεριλαμβάνουν όλους αυτούς. Σας θυμίζω κάτι πάρα πολύ απλό και που είχε γίνει και μεγάλο σκάνδαλο τότε και έγινε και εδώ. Μια νηπιαγωγό, που σε ένα σχολείο της Λευκάδας και Φαλονιάς, δεν θυμάμαι, στην εθνική επέτειο, είπε σε όλα τα παιδιά, και πάρα πολλά από τα παιδιά ξέρουμε στην επαρχία, ότι τα σχολεία, ειδικά στα χωριά, τα στηρίζουν παιδιά μεταναστών. Όσοι έχουν απομείνει δηλαδή στα χωριά είναι κυρίως μεταναστές που δουλεύουν στον αγροτικό τομέα και όχι μόνο. Ζήτησε από τα παιδιά λοιπόν να φέρουν στο σχολείο τις σημαίες και της ανάρτησε, μάλλον έφτιαξε με τα παιδιά σημαίες των χωρών καταγωγής, του ζήτησε να μιλήσουν για τις εθνικές τους γιορτές και προσπάθησε να το συνδέσει με την 25η Μαρτίου. Έγινε καταγγελία και η νηπιαγωγός σύρφηκε σε μια ΕΔΕ ως υπονομεύτρια του εθνικού αφηγήματος, δεν έχω καταλάβει ακριβώς. Θέλω να πω ότι όλα αυτά τα παιδιά που προέρχονται… Ένα άλλο παράδειγμα που δεν είναι αποκλειστικά μόνο η Επανάσταση. Στα παιδιά του κέντρου, σε σχολεία του κέντρου που πολλές φορές έχουμε 60% και 50% και 70% παιδιά αφρικανικής καταγωγής, σε όλα τα χρόνια τους σε αυτό το σχολείο διδάσκονται μια ιστορία από την οποία η Αφρική είναι απούσα. Δεν υπάρχουν, είναι μη αναγνωρίσιμα, αυτό προσπαθώ να πω. Δηλαδή με τον ίδιο τρόπο δεν είναι εύκολο, δεν έχω εύκολες απαντήσεις. Και στο εξωτερικό, οι Γερμανίες που κάνουν μαθήματα και έχουνε Τούρκους μέσα, είδανε και πως αντιδρούν να τον προσεγγίσουν τον Κεμάλλε έτσι ή αλλιώς. Αλλά νομίζω ότι υπάρχει ένας παιδαγωγικά έντοιμος τρόπος να συμπεριληφθούν ομάδες παιδιών τα οποία ζουν, μεγαλώνουν στην Ελλάδα, αισθάνονται Έλληνες, αλλά δεν αναγνωρίζουν την καταγωγή τους, τον εαυτό τους, την πατρίδα των γονιών τους, πουθενά. Ή αν την αναγνωρίζουν θα είναι, αν όχι, ρητά, υπόρρητα, με αρνητικές αναφορές. Δεν ξέρω αν απάντησα. Επίσης, έχουμε μια πάρα πολύ ωραία παρατήρηση εδώ από τον Παναγιώτη Στάθη, νομίζω, που λέει ότι ακόμα κι αν εξυγχωρωνήσουμε τα αγχειρίδια και τα αγχειρίδια τα τελευταία 30 χρόνια δεν μιλούν τα 25 για το κρυφό σχολείο, όταν οι δάσκαλοι παίρνουν τους μαθητές σε εκδρομή να δουν το υποτιθέμενο κρυφό σχολείο, ανατρέπεται όλη αυτή η προσπάθεια που υποτίθεται έχει γίνει από μια συγγραφική ομάδα. Και εδώ έχουμε την δημόσια ιστορία, πάλι που κάνουν αρχή, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο μέσος μαθητής και τίθεται και ένα τεράστιο θέμα, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, η ανατροφοδότηση των εκπαιδευτικών, η αντιστάση των εκπαιδευτικών, η αδράνεια των εκπαιδευτικών. Εντάξει, είναι πολλά. Δεν σας κάλυψα όμως, νομίζω. Όχι, δεν μα καλύψα να σας πω γιατί. Εδώ μιλάμε για τη δασκαλία της Ελληνικής Επανάστασης στο σχολείο. Και επειδή ήμουνα και 20 χρόνια σταλίκια και δίδαξα ιστορία για δύο δεκαετίες, ως και έθνοσα δασκαλίας ιστορίας ειχα φτιάξει. Θέλω να αναλογιστούμε πόσες ώρες από το πρόγραμμα είναι αφιερωμένα στην Ελληνική Επανάσταση. Υπάρχουν και ορισμένα πράγματα τα οποία είναι ανελαστικά, δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Δηλαδή, μη δίνουμε την εντύπωση ότι έχουμε απεριόριστο χρόνο και δυνατότητες να κάνουμε όλα αυτά τα ωραία πράγματα. Δηλαδή, ο εκπαιδευτικός έχει να καλύψει μία ύλη, η Επανάσταση έχει ένα μερίδιο χρόνου και σε αυτό το χρόνο προσπαθεί, πασχίζει να καλύψει τα βασικά. Οπότε, θέλω να πω ότι αυτό που λέτε, το οποίο έχει ενδιαφέρον, για λόγους που έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα της εκπαιδευτικής πράξης, δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι. Να σας απαντήσω σε αυτό. Όχι, να μην απαντήσει, ο κ. Θανασιάδης θα απαντήσει τώρα. Έχει έρθει εγκύκλιος γι' αυτό σχετική. Α, εντάξει. Όχι, αυτή είναι μία συζήτηση τόσο παλιά όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Δηλαδή, ότι είναι φιλόδοξο το πρόγραμμα και δεν υπάρχει χρόνος. Θέλω να πω ότι δεν χρειάζεται να το κουβεντιάσουμε πια. Η απάντηση είναι μία. Δεν καλύπτεται όλη η ύλη, προσπαθείς να διδάξεις μέθοδο σκέψης, κριτική σκέψη. Αυτό που είπε πριν, τώρα τον πήρα το λόγο, τι να κάνω Χάρη. Όχι, γιατί θέλω να πω πραγματικά, νιώθω ότι ζω τη μέρα της μαρμότας με αυτό το πράγμα. Είναι συνέχεια η ίδια συζήτηση. Η απάντηση δεν υπάρχει άλλη, αυτή είναι η απάντηση. Δεν μπορεί να πηγαίνεις έτσι και να καλύψεις τις τρεις ελιδούλες, αν είναι μόνο αυτό. Πρέπει να ξεφύγεις από αυτό ως καθηγητής, όπως έκανες στην αίθουσα ιστορίες και να κάνεις τα δικά σου πράγματα και να μάθεις τα παιδιά να σκέφτονται. Γιατί αν έμαθαν να σκέφτονται, θα είχαν από τη μια μεριά τον διαφωτισμό και από την άλλη το κρυφό σχολείο και θα ρωτούσαν τα ίδια το δάσκαλο. Εδώ βλέπουμε ότι η ελληνική επανάσταση έγινε, γιατί υπήρχαν παντού σχολεία. Εδώ είχαν μέσα στην Κωνσταντινόπολη πανεπιστήμιο ελληνικό, για να το πω έτσι, ανώτατη σχολή, γιατί κρυβόντουσαν τα έρμα μέσα στην Πελοπόννησο από κάτω. Θα το ρώταγε μόνο το παιδί δώδεκα χρονών. Θέλω να πω, εάν είχε μάθει να σκέφτεται. Συγγνώμη που βγαίνω από τα ρούχα μου, αλλά έχουμε φτάσει εκεί. Μη βγαίνεις, μη βγαίνεις. Άρα με μια εγκύκλο που έχει έρθει, επιτρέπει στους εκπαιδευτικούς να πάρουν επιπλέον χρόνο και να ασχοληθούν μόνο με την επανάσταση, αυτό ήθελα να πω, όλη αυτή τη χρονιά και την επόμενη. Άρα μπορούν να κάνουν πρότζεκτ, μπορούν να κάνουν πολλά. Ακριβώς. Λοιπόν, έχει μια ερώτηση εδώ. Έχουμε καταρχάς χαρητήρια και χαιρετίσματα από την Κύπρο, από τη Μαρία Γεωργίου, όπου λέει βέβαια, μιλάει για τις επιπτώσεις της νοηματοδότησης του 21 στο σήμερα, γιατί λέει είναι προφανές από το Συνέδριο του 1821, το διαβάζω για να μεταφράζουν κιόλας, χρησιμοποιείται ως ηθική πυξίδα, δεδομένου ότι συχνά ή τελευταία χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση τοιχτικών και επικίνδυνων ιδεολογιών, κάνουμε ως εκπαιδευτικοί. Τώρα ο κύριος Αθεμασιάδης θα τα πει όλα μαζί. Δεν θα πω ξανά αυτά που τόσο ωραία είπατε, να πω μοναχά ότι ως προς το περιεκόμενο της αφήγησης, της σχολικής αφήγησης για το 21, θα πρέπει ασφαλώς να ξεφύγει, να πλησιάσει περισσότερο στα πορίσματα της ιστορικής έρευνας. Τουλάχιστον, κατά τη γνώμη μου, σε τρία σημεία θα πρέπει αυτό να το κερδίσει. Σε ένα βαθμό το έχει κερδίσει. Τουλάχιστον ως προς το πλαίσιο. Μάλλον να το πω με ερωτήματα. Γιατί ξέσπασε η επανάσταση το 21 και όχι 100 χρόνια πριν. Με το που θα βάλεις αυτό το ερώτημα, αναγκαστικά θα αναθεθείς στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο, στην εποχή δηλαδή που αρχίζουν τέτοιου τύπου φιλελεύθερες επαναστάσεις, αρχίζει γεννωμένη από την Αμερικανική και την Γαλλική, αλλά και τις αποτυχημένες στο Πεδαιμόντιο, στην Ισπανία και σε Γερμανικά κράτη, κλπ., που καταστέλονται. Άρα λοιπόν, αν ενταχθεί μέσα σε αυτό το ευρύτερο κλαίσιο, θα φανεί μία τομή και ότι υπάρχει ένας κόσμος καινούριος που γεννέται μετά από αυτόν, μάλλον πάρα πολλά πράγματα δεν είναι ίδια με πριν. Άρα λοιπόν, ένα πράγμα που θα πρέπει να περνάει στην εκπαίδευση είναι το 21 ως τομή. Το δεύτερο είναι βέβαια αυτά που είπα περί έθνους, δηλαδή θα πρέπει να ξανασυζητιέται. Αυτή η τομή περιέχει τη γέννηση μιας νέας οντότητας, την ονομάζουμε έθνος. Ωραία, τι είναι αυτό το πράγμα, το να αρχίσει μια συζήτηση για τις νοηματοδοτήσεις αυτού και πώς η νοηματοδοτήση η α ή η β κερδίζει ιστορικά από όσα επακολουθούν και παγιώνει και ισχυροποιείται, αλλά η άλλη συνηπάρχει και πρέπει να τη ξαναδούμε. Αυτό νομίζω ότι πρέπει να μπει με κάποιο τρόπο μέσα. Βεβαίως, το ζήτημα των αντιφάσεων, ότι τίποτε δεν είναι άσπρο ή μαύρο, καλό ή κακό, ηρωικό ή προδοτικό. Με το που θα αναδείχνουν λοιπόν και οι αντιφάσεις αυτών των διαδικασιών, όπως σε κάθε μεγάλο γεγονός υπάρχουν τέτοιες αντιφάσεις, κορυφαίους βεβαίως στις εμφύλιες διαμάχες. Η εκδήλωση των αντιφάσεων. Το να ξαναπροσεγγίσουμε λοιπόν πιο αναστοχαστικά και πιο κοντά στα απορίσματα της ιστορικής έρευνας το 21, νομίζω θα έχει επιπτώσεις κρίσιμες στο πώς κατανοούμε τον εαυτό μας, δηλαδή θα επηρεάσει, θα αναμορφώσει την εθνική μας ταυτότητα. Εγώ το βλέπω ως μια ευκαιρία το 21. Για τους εκπαιδευτικούς θα πω μοναχά ότι, ναι, υπάρχουν οι αδράνειες, ωστόσο βλέπω ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον που εμφανίζεται όπως σας είπα και off the record στο backstage με πάρα πολλές προσκλήσεις πολλών από εμάς από ομάδες εκπαιδευτικών. Τόσες πολλές που δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε πάρα πολύ και αρμούμαστε. Αυτό δείχνει ένα ενδιαφέρον στις συζητήσεις αυτές τις αναστοχαστικές. Όμως να κλείσω εδώ γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να χάσουμε την τελευταία ερώτηση τι κάναμε εδώ σήμερα. Όχι αυτή τη στιγμή εννοώ στο συνέδριο τι κάναμε. Τι καινούργιο συνυσφέραμε. Ναι, έχουμε βέβαια υπερβή το 8ο ήδη νομίζω αν βλέπω καλά εδώ το ρολόι. Μπορούμε βέβαια να πάρουμε να πάμε μέχρι τις 7 νομίζω. Να έχουμε δηλαδή άλλα 7 λεπτά και να τελειώσουμε γιατί αρχίσαμε λίγο πιο αργά. Θεωρώ ότι η συζήτηση που κάναμε έχει άμεση σχέση με αυτά που είπαμε στο συνέδριο. Βλέπω και τις νέες ερωτήσεις που έρχονται και από το πώς μπορούμε να διδάξουμε να προτείνουμε μια πιο κριτική ανάγνωση της ιστορίας. Νομίζω ότι λίγως πολύ τα κουβεντιάσαμε αυτά. Δηλαδή οι πηγές μπορούν να μας βοηθήσουν. Η δουλειά του ιστορικού γίνεται με πηγές. Απλώς οι πηγές δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώνουν μόνο την κεντρική αφήγηση. Θα πρέπει και να την αμφισβητούν. Να υπάρχουν δηλαδή πηγές που εκφράζουν διαφορετικές όψεις ακόμη και μέσα από την ίδια κοινωνία. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Το τι κάνουμε εδώ σήμερα, κύριε Αθανασιάδη, αφού το ρωτάτε, μήπως θέλετε και να το απαντήσετε. Δεν έχω αντίρρηση, τουλάχιστον να αρχίσω την απάντηση και να εξελιχθεί. Και να κλείσουμε με αυτό. Όπως το είδα εγώ. Για να πω καταρχάς, μου άρεσε πάρα πολύ και έμαθα πάρα πολλά πράγματα που δεν γνώριζα. Και ανέκριψαν στο μυαλό μου ερωτήματα που δεν υπήρχαν. Εγώ βλέπω ότι αυτό το συνέδριο εντάσσεται σε μία κατηγορία, σε μία γραμμή αναζήτησης και έρευνας, η οποία ενισχύεται τα τελευταία χρόνια και είναι κάτω από αυτή τη μεγάλη ομπρέδα που ονομάζουμε δημόσια ιστορία. Δηλαδή προσλήψεις ενός γεγονότος. Πώς το καταλαβαίνουμε, πώς το μεταμορφώνουμε, η μέλη, η δίπλα ή απέναντι. Αναπαραστάσεις του γεγονότος μέσα από το κουπλοθέατρο και τον Καραγκιόζη μέχρι τα αγάλματα, μέχρι τη ζωγραφική. Πικίλες αναπαραστάσεις, λοιπόν, του παρελθόντος. Αντιπαραθέσεις γι' αυτό το παρελθόν. Αριστερά, δεξιά, εντός της αριστεράς, εντός της δεξιάς, εντός της ιστοριογραφίας. Και αφηγήσεις γι' αυτό το παρελθόν. Συνεκτικές αφηγήσεις ή άρρητες που μπορούμε να τις εξάγουμε τις αφηγήσεις. Αυτό θέλησα να δείξω στο Διάκο, όχι να ηρωποιήσουμε για μια άλλη φορά το σπασμένο σπαθί. Έτσι, να δείξω πώς υποκρύπτονται δομικές αφηγήσεις, οι οποίες ξετυλίγονται μέσα από ένα γεγονός. Όλα αυτά, λοιπόν, η δημόσια ιστορία, δηλαδή ως πεδίο μελέτης, όχι ως φαινόμενο, ως κάτι που συμβαίνει και επηρεάζει τη σχολική κουλτούρα μόνο, αλλά και ως αντικείμενο προς μελέτη. Να κάνουμε μια ανατομία του, να το καταλάβουμε και εξάγοντας συμπεράσματα, να δούμε βέβαιος εάν και πώς μπορούμε να το επηρεάσουμε. Εάν σε τελευταία ανάλυση μας ενδιαφέρονται όλα αυτά, γιατί μας ενδιαφέρει η ιστορική κουλτούρα μιας κοινωνίας, μιας συνείδησης, όπως αλλιώς και λέμε, τότε δεν θα διαφωνήσω καθόλου. Μας ενδιαφέρει, γιατί το ποια κυριαρχή μετατρέπεται σε απτές δράσεις, οι οποίες έχουν απτά και ορατά αποτελέσματα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Σε τελευταία ανάλυση, δηλαδή, υπάρχει ένα πολιτικό διακύβευμα. Να σταματήσω εδώ, όμως, και να ακούσω εσάς. Ναι, ποιο θέλει να μιλήσει από τους άλλους φιναδέλφους πάνω σε… δεν είναι μόνο… εντάξει, έχουμε στην πραγματικότητα δύο άξονες, το ένα είναι η εκπαίδευση, το άλλο η δημόσια ιστορία, σε αυτό το συνέδριο τουλάχιστον. Ίσως το έχουμε ξαναπεί, Χριστίνα, ότι για μένα τουλάχιστον η σχολική ιστορία είναι η επίσημη δημόσια ιστορία. Ναι, είναι κάπου στην τομή, εντάξει, είναι κάπου στην τομή. Δεν ξέρω ο κύριος Λάπος, ο κύριος Κόκονος, αν θα ήθελα να τοποθετηθούν. Όχι, όχι. Νομίζω ότι τα συνόπιζε, νομίζω, πολύ καλά ο κύριος Αθανασία. Ωραία, αφού τα συνόπισε πάρα πολύ καλά, νομίζω ότι έχουμε φτάσει στο τέλος αυτό του συνέδριου. Εσείως. Εσείως, χωρίς πολλά προόπτα, γιατί πάντα τα διαδικτυακά συνέδρια κρύβουν εκπλήξεις. Όπως επειδή εμείς που κάνουμε μάθημα στο Πανεπιστήμιο, είμαστε μπροστά σε μια οθόνη, αλλά και η εκπαιδευτική, νομίζω, πια από σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Η πιο κρίσιμη είναι η ερώτηση, είναι με ακούτε, οπότε νομίζω ότι αυτή την ερώτηση την απαντήσαμε επιτυχώς σε αυτό το συνέδριο, διότι ναι, μας άκουσαν. Λοιπόν, θα ήθελα να κλείσουμε εδώ, να ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά όλους εσάς τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής, που δουλέψαμε μαζί στο στήσιμο αυτό το συνέδριου, την Πρωτοβουλία 21, το Ίδρυμα Λαμπράκι που μας στήριξε από τεχνική άποψη και όλες τις υποδομές, τον Όμυλο για την ιστορική εκπαίδευση στην Ελλάδα που είναι πολύ δραστήριος και είναι η γέφυρα με τους εκπαιδευτικούς αυτή τη στιγμή και όλους τους ομιλητές που μοιράστηκαν μαζί μας τα πορίσματα της έρευνάς τους και εύχομαι καλή συνέχεια και ένα καλό Επιτιακό 2021 σε όλους. Καλό βράδυ, γεια σας. Καλή συνέχεια, ευχαριστούμε. Καλή συνέχεια, ευχαριστούμε. Καλή συνέχεια, ευχαριστούμε. Καλή συνέχεια. |