Διάλεξη 4: Στο προηγούμενο μάθημα συζητήσαμε γενικά για την έννοια της προφορικότητας, πώς δηλαδή αυτή η έννοια η οποία ξεκίνησε από τις γενικότερες φιλολογικές σχουδές και κυρίως από τη μελέτη της λαϊκής παράδοσης των λαϊκών ασμάτων, των λαϊκών διηγημάτων και ούτω καθεξής. Σήμερα έρχεται και να μπορέσει να λύσει ή να δώσει μια διαφορετική προοπτική στο θέμα του συνοπτικού προβλήματος. Και είπαμε ότι προέρχεται μια εντελώς καινούργια αντίληψη, μια αρκετά μάλλον καινούργια αντίληψη, έτσι τουλάχιστον όπως διατυπώνεται σήμερα. Παρόλο που όπως θα δούμε σήμερα μέσα από τη συζήτηση των διαφόρων σημαντικών μελετών πάνω σε αυτό το θέμα ουσιαστικά η ιδέα είναι αρκετά παλιά. Απλά καθώς η μελέτη της προφορικής κυρίως λαϊκής παράδοσης στο χώρο της φιλολογίας συνεχώς γραφτίσεται, αυτά τα απορίσματα που προκύπνουν από εκεί δίνουν πολύ μεγάλη όθηση και πολλά και σημαντικά στοιχεία και εργαλεία και στους ουλικούς επιστήμονες οι οποίοι προσπαθούν μέσα από αυτούς τους μηχανισμούς προφορικότητας να εξηγήσουν σε πολλά πράγματα το πώς λειτουργήσε η παράδοση για τον Ιησού. Και πώς δηλαδή αυτή τελικά η παράδοση έρχεται να αποτυπωθεί και να καταγραφεί μέσα στα κείμενα μας. Όπως είπα και πριν η ιδέα δεν είναι καινούργια αυτή κατά αυτή, η ιδέα είναι αρκετά παλιά, για αυτό σήμερα πολύ συχνά ακούγεται ως κριτική ένσταση σε αυτό το μεγάλο αθουσιασμό που υπάρχει στο χώρο της σπουδής της προφορικότητας ότι ουσιαστικά η προφορικότητα είναι κάτι το οποίο ξεκίνησε από την ίδια τη μορφωνοστορία. Επιτρεγόμενη φόρμη και σύγχτερ, πρόσφυδα, κυκλοφόρσα και σχετικές μελέτες, οι οποίες ακριβώς έχουν εκ νέου το ζήτημα πρόκειται όταν μιλάμε για προφορικότητα, για την φόρμη και σύγχτερ, ουσιαστικά για μία μορφή μορφωιστορίας, για τι πράγμα πρόκειται. Αυτό που πρέπει να πούμε καταρχάς, είναι ότι δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Όπως είχαμε πει και σε άλλο μάθημα, ασχοληθήκαμε με το θέμα περισσότερο. Αυτό που είπαμε και εκεί είναι ότι μπορεί να μοιάζει σωσμένα πράγματα με την μορφωιστορία. Οι βασικές ιδέες ότι όπως υπάρχουν μορφές στο γραπτό λόγο υπάρχουν και στον προφορικό, η μορφωιστορία όμως όπως και η ιστορία της σύνταξης και όλες αυτές οι μέθοδες οι οποίες αναπτύχθηκαν ουσιαστικά στηρίζονται πάνω στο γραπτό κείμενο. Δεν έχουν ως βάση τους τον προφορικό λόγο, αλλά ξεκινάνε πρωίμιου με το ίδιο το κείμενο και άλλωστε και το ίδιο το συνοπτικό πρόβλημα. Ως συνοπτικό πρόβλημα, έτσι τουλάχιστον προσθέθηκε από το 18ο αιώνα και έξι. Σουαστικά είναι ένα πρόβλημα το οποίο αφορά στο γραπτό κείμενο, στο γραμμένο λόγο και όχι στον προφορικό. Και βλέποντας ακριβώς μια πρώτη αναφορά στην προφορικότητα αυτή που έχει ο Ρούντολφ Μπουλπμαν σημανικός θεολόγος, σημανικός διβλικός επιστήμηνας του 20ου αιώνα, βλέπουμε ακριβώς αυτό το πράγμα που είπα τώρα, πως δηλαδή η σκέψη των ερευνητών είναι εγκλωβισμένη μέσα στο σχήμα του γραπτού λόγου και δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από αυτό. Ο Μπουλπμαν λοιπόν ζει σε μια εποχή που γίνεται πολύ μεγάλος λόγος για την ψυχή λογοτεχνία, αυτή δηλαδή τη λογοτεχνία που αφορά στις υψηλότερες μορφές λογοτεχνικής έκφρασης και στην χαμηλή μικρή λογοτεχνία, κλαϊνετερατούα, πως λέγεται στην γερμανική γλώσσα, η οποία ουσιαστικά είναι μια παραγωγή ανθρώπινη λογοτεχνική, η οποία δεν είναι αυτή που θα λέγαμε διακρίνεται από ιδιαίτερο φιλολογικό κάλος ή από θα λέγαμε περί τεχνολόγο ή από στοιχεία καλλιολογικά και ούτω καθεξής. Και ο Μπούλπαν θεωρεί ότι η Καινή Διαθήκη, όχι μόνο ο Μπούλπαν και πολλοί άλλοι της εποχής του, ότι η Καινή Διαθήκη θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως κλαϊνετερατούα, η οποία βέβαια για αυτόν έχει πολύ μεγάλη σημασία και είναι λογικό, διότι ακριβώς αυτή η κλαϊνετερατούα είναι αυτή που κατά τη νόμη του και σε αυτό έχει δίκιο, ουσιαστικά διατηρεί μέσα στο κέλλι φως της την αλήθεια για τον Ιησού. Ενδιαφέρον λοιπόν για την κλαϊνετερατούα δείχνει ο Μπούλπαν και ταυτόχρονα αυτό που τονίζει είναι ότι ουσιαστικά αυτό που συναπαρτίζει ένα κείμενο είναι οι μικρές φυλλολογικές μορφές, και εδώ έχουμε ένα χαρακτηστικό παράδειγμα της φώνας της ίχτες, είναι λοιπόν οι μικρές φυλλολογικές μορφές οι οποίες διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένους συγκεκριμένους ζητσιμλέδες. Όταν λέμε ζητσιμλέδες εννοούμε ουσιαστικά την κατάσταση που βρίσκεται μια κοινότητα η οποία παράγει αυτά τα κείμενα και ακριβώς αυτό είναι και το σκεπτικό εδώ του Μπούλπαν. Δηλαδή ουσιαστικά αυτές είναι μικρές φυλλολογικές μορφές, είτε είναι από θέματα, είτε είναι διχρείες, είτε είναι ευχές, παρημίες, είτε ήμοι. Όλα αυτά λοιπόν ουσιαστικά αντικατοπιστεύουν συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένες περιστάσεις μέσα στην κοινότητα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και αυτό είναι ένα από τα βασικά, θα λέγαμε, στοιχεία της βασικές θέσεις της form of a safety. Μάλιστα στην πολύ αισιόδοξη εκδοχή της form of a safety, οι εκφραστές μας της form of a safety υποστηρίζουν ότι πηγαίνοντας, ότι αναντορίζοντας αυτές τις μικρές φυλλολογικές μορφές, είμαστε σε θέση σήμερα να αναπαραστήσουμε, θα λέγαμε, τη ζωή και τις συνθήκες της αρχαίας εκκλησίας, του αρχαίου κοινοτήτου για να το πω καλύτερα, οι οποίες γέννησαν αυτά τα κείμενα. Δηλαδή, πάνω σε αυτή τη λογική, κινείται και ο υπουργός. Βλέπετε, πάλι, ουσιαστικά δεν κινείται τόσο πολύ στον προφορικό λόγο, ωστόσο αφήνει χώρο για αυτό το προφορικό λόγο, λέγοντας ότι ακριβώς υπάρχει μια παράδοση, η οποία δημοφώνεται προφορικά, χτίζεται προφορικά και αρχίζει μετά το θάνατο του ίσου και πηγαίνει, ουσιαστικά, από αυτό το ίδιο το γεγονός, το βίωμα των μαθητών κατά τη μέρα της Ανάστησης. Από το ίδιο γεγονός, λοιπόν, της Ανάστησης, είναι, αν θέλετε, το βίωμα, την εμπειρία που έχουν αυτοί οι μαθητές από την Ανάστηση. Και όλες αυτές οι μικρές φιλολογικές μορφές, στις οποίες θα αποκοσταλθεί, τελικά, αυτή η φιλολογική, αυτός ο προφορικός λόγος, γιατί, ουσιαστικά, ο Μπρουκ μ' αντέχεται, ότι και πίσω από το κάθε φιλολογικό, κάθε φιλολογική μορφή, κάθε φιλολογικό είδος, ουσιαστικά, υπάρχει μια προφορική προηγούμενη ζωή, αυτής της παράδοσης. Υπάρχει, καταρχάς, η ανοιμία, που είναι, αυτά όλα είναι χαρακτηριστικά, έτσι και εγώ, στις προφορικότητες. Υπάρχει ανοιμία, αφού, σήμερα, δεν μπορούμε να αποδώσουμε με βεβαιότητα, στον ένα ή στον άλλο, φορέα της παράδοσης, όσο χωρισμένα κείμενα. Κάζουμε, βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε βεβαιότητα. Η συλλογικότητα, διότι αυτά είναι κείμενα, τα οποία, ουσιαστικά, πλέον είναι κείμενα της κοινότητας και όχι κείμενα προσωπικά, και αυτό έχει να κάνει άμεσα και, συνδέεται άμεσα και με αυτό που είπαμε για την ανοιμία. Και, ουσιαστικά, έχει να κάνει με μη, θα λέγαμε, όχι ψυχού επίπεδο φιλολογικά ήδη. Επομένως, να μπορούμε να δείχνει ένα μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτή τη φάση, θεωρεί ότι, ουσιαστικά, το πέρασμα από την προφορική στη γραπτή παράδοση, δεν είναι τόσο σημαντικό, με την έννοια ότι, ουσιαστικά, ο ίδιος δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη γραπτή και στη προφορική παράδοση, θεωρείται που σιώδεις η όποια, τα λέγαμε, διάκριση μεταξύ των δύο, γι' αυτό και δεν εστιάζει το ενδιαφέρον του ακριβώς αυτό κατά αυτό, την προϋποθέτει την προφορικότητα, θεωρεί ακριβώς ότι, δίγμα αυτής της, αυτής της ποιότητας, τα λέγαμε, των κοιμένων μας, είναι ακριβώς η πιο δύναμη προφορική του ζωή και έχει και μία άλλη βασική αρχή, την οποία εισάγει ο συγγραφέας, ότι ουσιαστικά η τάση την οποία εκδηλώνεται συνήθως μέσα σε μία παράδοση, είναι η τάση για αύξηση και εμπλουτισμό, δηλαδή μία παράδοση που θυμάει πάρα πολύ απλά, είναι πάρα πολύ λιτή, στη συνέχεια όμως εξελίσσεται και αυξάνεται, προσθύνεται συνεχώς καινούργια στοιχεία και αυτό είναι που τη διαθεστά, θα λέγαμε, ενδιαφέρουσα και τη διαθεστά και θα λέγαμε ζωντανή και εξελισσόμενη. Επομένως ο Μπουλπμαν είναι θα λέγαμε ένας από τους πρώτους, ο οποίος συζητά την προφορικότητα, καταλαβαίνει όμως ότι συζητάει κάπως στα όρια, στην περιφέρεια θα λέγαμε, της όλης συζήτησης για τη συναυτική παράδοση και οπωσδήποτε και ο Μπουλπμαν δεν μπορεί να ξεφύγει από το σχήμα ακριβώς, θα λέγαμε, από τα πλαίσια του θέτοιου γραπτός λόγος. Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, οτι οι δημιουργικές σπουδές τα τελευταία χρόνια άρχισαν πλέον να συζητάνε για άλλες μορφές διατήρησης παράδοσης και φυσικά ενώ και βίωση στην προφορική παράδοση, πέρα από τη γραπτή του, επειδή ουσιαστικά θα λέγαμε, όλη αυτή η συζήτηση για το συνοπτικό, η συζήτηση για τον Παύλο και τις πιθανές πηγές του Παύλου, στα πολύ μεγάλο μέρος, τουλάχιστον στο συνοπτικό τουλάχιστον, προϋποθέτει το γραπτό λόγο. Δηλαδή, προημείου ο βιβλικός επιστήμης σκέφτεται με βάση το γραπτό λόγο. Φυσικά οι θέσεις του Μπουλπμαν δέχεται και ακριωτική, για πολλούς και διάφορους λόγους και κυρίως γιατί επαρουσίαζει μια πάρα πολύ χαλαρή ανάπτυξη αυτής της παράδοσης, όπως βλέπετε. Λέει ότι υπάρχει μια τάση για αύξηση, ουσιαστικά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία αν είναι προφορική η γραπτή, ότι αυτό που προέχει είναι η ανανομία ως χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης και, όπως λέει, χαρακτηριστικά η συλλογικότητα, θα έρθει στη συνέχεια ένας πολύ σημαντικός βιβλικός επιστήμονας, ο οποίος πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, ο Μπίγγερ Γέχαρτσον. Ο Μπίγγγερ Γέχαρτσον, ουσιαστικά, συνεχίζει τις ιδέες του ασκάλου του, του καθηγητή Χαραλτ Ρίζνφερτ. Και, ουσιαστικά, αυτός το οποίο, ας πούμε, θα λέγαμε, ασθεί περισσότερο κριτική στη σκέψη του Μπούρτμαν, είναι στο ότι ακριβώς δεν μπορεί να δεχθεί μία τόσο χαλαρή και ανεξέλητη, θα λέγαμε, ανάπτυξη της παράδοσης γύρω από το πρόσωπο του Ιησού και διατήρησης, θέμες, πάνω της δασκαλίας του και των γεγονότων της ζωής του. Και προσπαθεί να αναστήσει παράλληλα φαινόμενα στη σύγχρονη με τον Ιησού εποχή. Και, χαρακτηριστικά, παραλύζει την παράδοση, η οποία αναπτύσσεται για τον Ιησού, με τους μηχανισμούς με τους οποίους παραδίδεται η δασκαλία μέσα στις ραβυνικές σχολές. Ξέραμε ότι υπάρχουν ραβυνικές σχολές, υπάρχουν, δηλαδή, θα λέγαμε, οργανωμένες ομάδες νομοδιδασκάλων και μελετητών της γραφής στα χρόνια του Ιησού, οι ραβύνοι. Υπάρχουν σχολές, γνωρίζουμε για τον Χάλη, η Χιλέλε, γνωρίζουμε πολλά για την εποχή. Αν και τα κείμενα μας είναι μεταγενέστρα αυτά, για τα οποία μας μιλούν για την εποχή του Ιησού, αλλά δεν μπορούμε να φυστηθήσουμε ότι όντως και στην εποχή τους είναι κάτι αντίστοιχο. Προσπαθεί να δει τους μηχανισμούς με τους οποίους παραδίδεται η δασκαλία μέσα σ' αυτές τις σχολές, γιατί η δασκαλία πάντα έχει να κάνει με τον πρόσωπο μας δασκάλο, είναι πως ο παγίσυλος σ' αυτές τις σχολές. Και να δει αν υπάρχουν ομοιότητες με τον τρόπο που τελικά παραδίδεται μέσα στις ομάδες του αρχαίου νομοκριστινισμού παράδεισο για τον Ιησού. Είναι λοιπόν ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία διακρίνει ακριβώς αυτήν την παράδοση τώρα βενικό σκομό, είναι η απομνημόνιση μέσα από συνεχή επανάληψη. Δηλαδή μημοτεχνικές στρατηγικές με τις οποίες οι μαθητές μέσα σ' αυτές τις σχολές απομονεύονταν τις δασκαλίες και τις θέσεις των δασκάλων τους, παράδειγμα και κυρίως του ιδρυτή και δασκάλου της σχολής. Και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά διασώζουν αυτήν την παράδοση. Πάει μια συνεχής επανάληψη δεδομένων και με αυτόν τον τρόπο βραματικά μπορεί να πει κανείς ότι επιτυχάνεται ακριβώς η παράδοση αυτής της δασκαλίας στο μέγεθος που μπορεί να υπάρχει και μάλιστα πιστότητας σε αυτήν την παράδοση. Ο Κέρχαρσον υποστήριξε ότι με τον ίδιο τρόπο ακριβώς διασώθηκε μέσα στην ιστορία και μέσα στη ζωή των πρώτων κοινοτήτων η παράδοση για τον Ιησού. Μέσα από παρόμοιες μνημοτεχνικές, στρατημικές επάντηπες, επανάληψης των αφηγήσεων και των λογίων, αυτό έχει σ' ένα αποτέλεσμα τελικά να διασώζεται με αυτόν τον τρόπο, με τον καλύτερο γνωστό τρόπο, η παράδοση για τον Ιησού. Ουσιαστικά αυτό που κάνει εδώ ο Κέρχαρσον είναι να ανακόψει και να αποκρούσει κυρίως την θέση του Μπουλπμαν ότι η παράδοση για τον Ιησού αναπτύσσεται πάρα πολύ χαλαρά μέσα στις κοινότητες, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει καμία παρέμβαση και καμία σέλευχος, κάτι που ούτως αντιλαμβάνεται ότι ως ένα σημείο ακυρώνει την πιστότητα θα λέγαμε και την αξιοπιστία μιας τέτοιας μαρτυρίας. Ο Κέρχαρσον φυσικά τάραξε τα νερά, κατά ένα άλλο τρόπο όπως τα είχε ταράξει ο Ρίτερ ο Κούλκμαν. Η θέση του συζητήθηκε πολύ, δεν έγινε μουσδεκτή από πάρα πολλούς, γιατί κατ' αρχάς το μοντέλο που υποστηρήθηκε και το οποίο υιοθέτησε είναι αναχρονιστικό. Γιατί ακριβώς ό,τι γνωρίζουμε για αυτές τις σχολές, με τον τρόπο που οι μαθητές απομονεύουν και μεταδίδουν την δασκολία του δασκάλους τους, ουσιαστικά μας έρχεται από πηγές πολύ μεταγενέστερες της εποχής του Ιησού και σήμερα η επιστήμη είναι αρκετά επιφυλακτική, ώστε να μεταφέρει δομένα του 3ου ή του 4ου αιώνα πίσω στον 1ο αιώνα, θεωρώτος ότι αυτό είναι μια αναχρονιστική προβολή δεδομένου μιας άλλης εποχής σε μια εποχή πολύ αρχαιότερη της. Φυσικά αυτό είναι το πρώτο και κύριο επιχείρημα εκείνων οι οποίοι δεν θέλουν να διχθούν τη θέση του Κέρχατσον και το δεύτερο είναι ότι δεν φαίνεται κάτι μέσα στα κείμενά μας να επιβεβαιώνει τη θέση του Κέρχατσον, ο οποίος φαντάζεται ότι ουσιαστικά είναι και η ομάδα του Ιησού αλλά και η πρώτη σκηνά της οργανωμένης με τέτοιο τρόπο που συνεργανομένες οι ομάδες των μαθητών γύρω από τους ραβύνους. Δεν υπάρχουν στοιχεία, μπορεί ο Ιησού να ονομάζεται ραβύνους, μπορεί ο Ιησού να αντιμετωπίζει τους μεγάλους δάσκαλους και προφήτους, όμως δεν υπάρχει αυτή η σταθερότητα που υπάρχει μέσα στη ραβυνική παράδοση. Και επαναλαμβάνουμε πάνω και αυτό το λέμε με κάθε προφύλαξη ακριβώς γιατί τα δεδομένα που έχουμε είναι από μεταγενέστερες εποχές. Αυτό που βλέπουμε μέχρι τώρα, μέχρι δηλαδή και των Γέχαρτζων και κυρίως το βλέπουμε στον Μπουλκμαν, είναι ότι δεν γίνεται μια προσπάθεια να διακριθεί η προφορευκότητα από το γραπτό λόγο. Δηλαδή, ενώ θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο τι θέτεται το θέμα της προφορευκότητας, δηλαδή και είναι λογικό, είναι αυτό νόητο ότι, τουλάχιστον για όπου ομολογίζει λίγο την ιστορία του αρχαίου αγωνακοσθενωσμού, είναι, θα λέγαμε, ένα λογικό συμπέρασμα ότι, όντως, υπάρχει εδώ προφορευκότητα, υπάρχει ένα κομμάτι της παράδοσης του οποίου είναι προφορευκό. Ενώ όμως υπάρχει αυτή η σα σκέψη, θα λέγαμε, στο πίσω μέρος του μυαλού των βιβλικών επιστημών, στην πραγματικότητα δεν γίνεται μια προσπάθεια να διακριθεί ο βιβλικός έως έναν προφορευκός από το γραπτό λόγο. Και υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, πολύ χαρακτηριστικό στην έρευνα τα παλαιότερα χρόνια, ότι αντιμετωπίζεται η πορεία εξέλιξης της παράδοσης, ως ένας, θα λέγαμε, ως μια ευθύγραμη πορεία εξέλιξης. Είτε, όπως είπαμε, από το λιγότερο προς το περισσότερο, με αυξητικό, με αυξητική τάση, είτε από το, θα λέγαμε, λυτό, περισσότερο λυτό σε ταινοπεπίστηση στο πιο σύνθετο. Αλλά σε κάθε περίπτωση η αντίληψη σε αυτή τη φάση είναι ότι της έρευνας είναι ότι γενικά η μία φάση διαδέχεται την άλλη. Και δεν αφήνει περιθώριο να δεχθούμε ότι παράλληλα μπορούν να υπάρχουν και να αναπτύσσουν τρεις και τέσσερις διαφορετικές παραδόσεις. Και τρεις και τέσσερις διαφορετικές τάσεις. Αυτό είναι ένα στοιχείο το οποίο σήμερα φυσικά ζητάται σοβαρά. Γιατί ακριβώς όσο μελετούμε, όσο έχονται στον φως δεδομένα από εκείνη την εποχή, τόσο καταλήγουμε στην πολυμορφία εκείνου του κόσμου και στην ταυτόχρονη, και στην πολυφωνία, θα λέγαμε, όσον αφορά στεολογικές θέσεις και όσον αφορά και την ιδιωτική παράδοση. Ένα άλλο στοιχείο το οποίο προκύπτει ακριβώς από αυτή την αδυναμία διάκρισης της προφορικής παράδοσης από την γραφτή είναι ότι οι συγγραφείς προϋποθέτουν μια ομαλή έως και ανεπέστητη και ουσιαστικά όχι και τόσο άξια συζήτησης μετάβαση από την προφορική στη γραφτή παράδοση. Την προϋποθέτουν, είπαμε, την προφορική παράδοση, δεν ενσκύπτουν σε αυτήν, πολύ δε περισσότερο θεωρώ, ότι όταν πέρασε η παράδοση από ένα στάδιο στο ένα, στο άλλο αυτό έγινε πάρα πολύ ομαλά και πάρα πολύ χαλαρά με έναν τρόπο σχεδόν ανεπέστη. Και όλα αυτά που είπα πιο πριν, αυτό το ότι δεν μπορούν να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στην προφορικότητα και στο γραπτό λόγο, ότι δεν μπορούν να τη σκεφτούν την προφορικότητα ανεξάρτητα από το γραπτό λόγο, ότι δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ για αυτή τη φάση της παράδοσης ή ακόμα το ότι βλέπουν ότι υπάρχει μια ευθύγρανη εξέλιξη της παράδοσης, αστικά δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να προδίδει την αδυναμία που διαπιστώνεται σε αυτή τη φάση και σε αυτή τη γενιά των ερμηνευτών να κατανοήσουν τη δυναμική που έχει την προφορικότητα, αλλά να κατανοήσουν επίσης και τον εξάρετο χαρακτήρα της προφορικότητας. Αυτό σήμερα είναι κάτι το οποίο όλο και περισσότερο τονίζεται στις μελέτες, όχι μόνο της βιβλικής επιστήμης αλλά και θύραθεν όσον αφορά την προφορικότητα, ότι ένα από τα χαρακτηστικά της προφορικότητας είναι ακριβώς αυτή η ανεξαρτησία. Η δυνατότητα δηλαδή να κινηθεί η προφορική παράδοση ανεξάρτητα από τη γραπτή και παράλληλα και με τη γραπτή. Έχουμε την επόμενη φορά για τη δευτερογενή προφορικότητα που δεν είναι τίποτα αλλά παρά ένα χαρακτηστικό παράδειγμα αυτής ανεξαρτησίας της προφορικότητας, όπου έχουμε το γραπτό κείμενο και έχουμε ταυτόφωνα, το ίδιο το γραπτό κείμενο συνεχίζει να ξαναζει και να εξελίσσεται μέσα από ένα προφορικό λόγο, δεν το βλέπουμε μία ανεξάρτη. Ή βλέπουμε να καταγράφεται η παράδοση να έχουμε μια πρώτη κοταγραφή και συνέχεια να συνεχίζει να εξελίσσεται προφορικά και να καταγράφεται ξανά σε ένα δεύτερο κοινό ή τρίτο και διαπιστώνει ως έτσι στάδια στην παράδοση, όπου βλέπουμε βέβαια όχι μόνο μία ευθύ γραμμή θα λέγαμε ξέρετε, βλέπουμε επιρροές από άλλες πραγματικότητες και πάλις παραδόσεις, καινούργιες μορφές παράδοσης και νέου το κάθε εξής. Και αυτό που ουσιαστικά τους χαρακτηρίζει είναι αυτό που λέμε η γραμμικότητας της σκέψης τους. Προσπαθούν να ζητήσουν τις συγκεκριμένες μορφές και πίσω από τις μορφές αυτές είναι βέβαιο ότι θα βρουν το εκάστοτε ζήτησι μλεβεν και επίσης θεωρούν δηλαδή ότι υπάρχει μια ευθεία σχέση ανάμεσα στα αδεία, θεωρούν επίσης ότι η εξέλιξη που υπάρχει έχει να κάνει και με τη γενικότερη εξέλιξη η οποία για αυτούς είναι μία και μοναδική. Όλα αυτά θα λέγαμε είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της φάσης της έρευσης. Και επαναλαμβάνω περισσότερο στον Μπουλτμαν και στους μαθητές του και λιγότερο στη συνέχεια στον Γκέρχαρς αλλά και πάλι και εκεί το ίδιο. Τα πράγματα αλλάζουν με μερικές σημαντικές μελέτες του Βέρνε Κέλμπερ ο οποίος ουσιαστικά εστιάζει κυρίως το ενδιαφέρον του το στωμάχου. Ο Κέλμπερ επηρεάζεται πάρα πολύ από το έργο των φιλολόγων της εποχής του και κυρίως αυτών οι οποίοι ερευντούν τα λαϊκά άσματα ή τα δημοτικά άσματα και τέτοιου είδους κύμα. Όπως για παράδειγμα είναι ο Φόλει ή είναι ο Λόκ. Οι δύο ασχολήθηκαν πάρα πολύ με τέτοιες κύμα, ασχολήθηκαν και με τις ραψονδίες του Ομήρου και με τα Αμερικά δηλαδή. Ασχολήθηκαν με διάφορα ένδυση ασμάτων κημένων τα οποία μεταδίδονται προφορικά. Ο Κέλμπερ λοιπόν έχει υπόψη του τις μελέτες των συνεχισμένων φιλολόγων, στους οποίους ανέφερα και αποφασίζει να εξοποιήσει τα πορίσματα της έρευνάς τους μέσα στη δικιά του έρευνα, η οποία όπως είπα και πριν ξεκινάει από τον Μάρκο, αλλά αυτός το ίδιο Μάρκος είναι θα λέγαμε το ΣΜΜΤΕΝ. Θέλει να πάει πίσω από αυτό και εκεί φυσικά αναγκάζεται να στραφεί στην προφορική παράδοση και επομένως να αρχίσει να συζητάει γι' αυτή. Αυτό που είχε ενδιαφέρον στον Κέλμπερ είναι ότι εισάγει μαζί με την προφορικότητα την έννοια της επιτέλεσης. Δηλαδή θεωρεί ότι η προφορικότητα είναι μια ιδιαίτερη μορφή επιτέλεσης της παράδοσης. Κάθε φορά δηλαδή που κάθε απόστολος χαρακτηριστικά αναπαράγει και αφηγείται ξανά μία ιστορία από την παράδοση ουσιαστικά την επιτελεί. Συμμετέχει ο ίδιος τρόπος να αφηγείται, συμμετέχει επίσης και το κοινό. Και πώς γίνεται αυτή η επιτέλεση, πώς καταλαβαίνει δηλαδή αυτός ο άνθρωπος να ανασύρει από τη μοίρα αυτή την παράδοση και ουσιαστικά να την ξαναδώσει ζωντανή. Αυτό γίνεται πρώτα πρώτα λέει ο Κέλμπερ μέσα από μνημονικά μοτίβα. Δηλαδή υπάρχουν συγκεκριμένα μοτίβα που ξέρετε θα τα χρησιμοποιεί, υπάρχουν συγκεκριμένα μοτίβα σήμερα που μπορούν να διακρίνουν για παράδειγμα στις αφηγήσεις ταυμάτων ή συγκεκριμένα μοτίβα τα οποία μπορούν να εντοπίσουμε στις αφηγήσεις παραβολών και ούτω καθεξής. Υπάρχουν λοιπόν τέτοια θα λέγαμε κομμάτια της παράδοσης τα οποία είναι στερεότυπα, τα οποία ουσιαστικά βοηθάνε ακριβώς στην απομουμμόνιψη μιας ιστορίας. Δεύτερο χαρακτηστικό είναι ο ρυθμός. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο ρυθμός είναι αυτός που βοηθάει να αφηνηθούμε κάτι. Πόσες φορές, εσάς παιδιά, δεν μάθαμε, για παράδειγμα, την αρφάβη το μέσα από ένα ποίημα. Ο ρυθμός βοηθάει τον άνθρωπο να αφηνηθεί και να διατηρήσει γνώσεις μέσα, πλέον, τοποθετώντας, θα λέγαμε, μέσα στο κυβώτιο, το ρυθμό του. Ήδη ακριβώς συμβαίνει, θα πει ο Κέλβερ και για την παράδοση για τον Ιησού. Με απαγγελίες ρυθμικές ουσιαστικά είναι σε θέση η κοινότητα να παράγει ακριβώς αυτό το υλικό της παράδοσης. Παγιωμένες εκφράσεις. Συγκεκριμένες εκφράσεις θα τις βρούμε πάντοτε στην αρχή της, στο τέλος μιας ιστορίας και οι οποίες λειτουργούν σε ένα σημείο φόρμησης για την αφηγητή και κάτι το οποίο του βοηθάει να αφηγηθεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό που θέλει να αφηγηθεί. Επαναλήψεις, οι οποίες και αυτές λειτουργούν ως μια μη μου τεχνική στρατηγική, αλλά και αντιθέσεις ή συγκρίσεις. Θα δούμε για παράδειγμα τρόπους που πολλά χθες συνεργαμωμένες οι παραβολές, όπου υπάρχει αυτή η αντίθεση. Υπάρχουν δύο πρόσωπα και περιγράφονται στη σύστατα στάση με διαφορετικούς τρόπους. Βλέπω όσο με δοντελόν και τον φάρισο αυτός, είναι πάρα πολύ εύκολος τρόπος ή τελικά ένας ευκολότερος τρόπος για να μπορεί κανείς να διατηρήσει μέσα στη μνήμη του όλα αυτά τα πράγματα. Ο κεμπερ επιμένει λοιπόν πάρα πολύ σε αυτό το επιτελεστικό χαρακτήρα της προφορικής παράλωσης και σε αυτό, ουσιαστικά υιοθετεί και ακολουθεί τις θέσεις του Walter Young, ο οποίος ασχολήθηκε πάρα πολύ, όπως όμως το πριν μάθημα, με το θέμα της παράδοσης, της προφορικής μάνας της προφορικότητας, και ο οποίος και εκείνος λέει ότι είναι άλλο πράγμα η προφορική επιτέλεση και άλλο πράγμα η γραπτή μετάδοση ενός μιας παράδοσης. Όπως η προφορική επιτέλεση διακρίνεται από πολλά πράγματα, όπως η δημιουργικότητα, η δημιουργοφία είναι επίσης ο επιτελεστικός χαρακτήρας, ενώ αντίθεται η γραπτή παράδοση, θα λέγαμε, κατά κάποιον τρόπο είναι περισσότερο επαγγελμα. Και επίσης, μια άλλη θέση την οποία δανείζεται από τον Λορντ είναι ότι κάθε προφορική επιτέλεση είναι και μία μονοδική και πρωτότυπη εκδοχή. Δεν μπορούμε να πούμε ότι καμία επιτέλεση της προφορικής παράδοσης δεν είναι η ίδια με την άλλη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον. Γιατί αυτό ακριβώς δείχνει για μία ακόμα φορά το πόσο σημαντικό στοιχείο μέσα στη ζωή μιας κοινότητας είναι η προφορικότητα. Και ακριβώς η προφορικότητα, το είπαμε πάρα πολλές φορές, διατηρεί ακριβώς αυτή τη ζωντανία, διατηρεί τη δημιουργικότητα, διατηρεί την πολυμοφία, την πολυφωνία. Και επίσης, επειδή ακριβώς υπάρχει αυτή η πολυμοφία και η πολυφωνία, κάθε μία από τις εκδοχές αφήγησης ενός επιτυπωμένου προστατικού, η παράδοση κοινών ελπών, σαστικά είναι μία πρωτότυπη εκδοχή. Και όπως είπα και πριν, ο Κέλμπρ δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μελετά τον Μάρκο και με χωνεί τον Μάρκο να λέει όσα λέει. Και ακριβώς παρατηρεί ότι αυτό που λέει, στείλεστε πάρα πολύ καλά από το ίδιο το κατά Μάρκο, βλέπουμε ακριβώς ότι πριν από το κείμενο υπάρχει η προφορική παράδοση και αυτό βεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μάρκος, μέσα στον λόγο του, διατηρεί πολλά στοιχεία της προφορικότητας. Ο Κέλμπρ, λοιπόν, είναι πραγματικά μία πολύ σημαντική νοφή στην ιστορία της συζήτησης της Μεγγυέ σπουδές του προφορικού λόγου και της προφορικής παράδοσης και θα την ακολουθήσουν ο Ρίτζαφ Χόσλι και ο Τζέιππερ, που και οι δύο θα ασχοληθούν και πάλι με την προφορικότητα. Και οι δύο ουσιαστικά υιοθετούν τις θέσεις του φόλεγγ και της αξιοκτήτου και ταυτόχρονα κάνουν το εξής. Υιοθετούν, ακολουθώντας για το φόλεγγ, έτσι πάντοτε, υιοθετούν ουσιαστικά τις θεωρίες πρόσδυψης του Ιζαρ και του Γιάος, στις οποίες όπως δεν τις αφαρμόζουν στον προφορικό λόγο, αλλά τις αφαρμόζουν στον προφορικό λόγο. Στην παράδοση αυτή που υπάρχει για τον Ιησού. Λέει λοιπόν, υποστηρίζουν και οι δύο, αν και διαφορεύουν σωσμένα σημεία μεταξύ τους, ότι ακριβώς κάθε φορά από το κείμενο που, δηλαδή όταν κάποιος κάθεται και αρχίζει και αφηγείται μία ιστορία για τον Ιησού, ο ορίζοντας της παράδοσης και το έχουμε να κάνουμε με τον Κάταμε, έρχεται να συναντήσει τον ορίζοντο προσδοκιό της κοινότητας. Και επειδή ακριβώς οι προσδοκίες δεν είναι οι ίδιες από κοινότηση κοινότητα, ούτε από στιγμή. Και αυτό ακριβώς, αυτή η συνάντηση, η σύνδεξη των χωριόντων, των χωριόντων της Μέλτσον, όπως έλεγε ο Κάταμε, είναι διαφορετική κάθε φορά και τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά. Επομένως, αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που βάζουν ο Χόσλιε και Τρέιπερ, το στοιχείο της πρόσλεψης και το στοιχείο της ανταπόκρισης, θα λέγαμε, τόσο του αφηγητή, όσο και αυτού που ακούν τις αφηγήσεις. Και μέσα από αυτή την πρόσλεψη, ουσιαστικά κάθε φορά, παράγεται ένα καινούργιο κείμενο. Λοιπόν, οι θέσεις του Χόσλιε και του Τρέιπερ, ήδη τις εφαρμόζουν πλέον στη Q. Είναι και οι διάκουνοι που έχουν εκδίωσει αρκετά πάνω στο θένο της Q και λένε, ουσιαστικά, ότι και η Q δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προφορική επιτέλεση. Και φέρνουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη Q. Και σήμερα, όταν βλέπετε Q να παραπέλλει το που λέμε όμως στη Q κάτι, αυτό θα πρέπει να πάει στο καταλουκάνι. Γιατί το καταλουκάνι είναι το οποίο, με βάση αυτό, ουσιαστικά, αποκαθιστούν από τη Q. Λέει, λοιπόν, στο στίχο 49-59, «Πήρ γαρήθον βαλύν επί τη γη, και τί θέλω, ή βιανύφτει». «Μάπτισμα δέχο βασιτιστίνε, και πώς συνέχομαι, οσο τελεστήδο, και το τυρίνι παραγενόν μην δουν εν τη γη». Λέγω εμείς, «Αλή διαμετισμόν, έσο δε γάρα βοτουμήν, πέντε μήχο ελή διαμεμερισμένη, τρεις επί ρυσή και δύο επί ρυσή, διαμεριστήσονται πατήρ ο κοινιό, και ιώσε τρεις μήτρες επί θηλατρή, και θηλατρή επί μητρή, πενθερά επί την ύφυμη αυτής, και ύφυη επί την πενθερά ανάστασης». Κατά τώρα, έχουμε ένα κείμενο το οποίο θυμαστούμε και οι δύο, ότι είναι χαρακτηριστικά και με πάρα πολλά ειδικά πληφορικά στοιχεία, που θυμίζει πάρα πολύ πληφορικολόγου, και θα πρέπει να τους δικαιώσουμε και τους διερευντές, γιατί σήμερα οι Έλληνοι όμως κοταλεί το συμπέρασμα ότι είναι χαρακτηριστικό του λογατεχνικού ύφους του Μάρκου, ακριβώς αυτός ο προφορικός λόγος του. Μία άλλη σημαντική συμβολή στο θέμα της προφορικότητας είναι ο Kenneth Bailey. Ο Kenneth Bailey δημιουσίευσε γύρω στο 80, μια μελέτη που πέρασε γενικά παρατήρ, μια πολύ σύντομη, πολύ μικρή μελέτη, σε ένα περιοδικό το οποίο ουσιαστικά δεν είναι από αυτά που ανήκουν στη πρώτη κατηγορία αναγνωδισμάτων άμεσα στους βιβλικούς, στο Asian Journal of Theology, και εκεί ουσιαστικά σε αυτό το κείμενο δεν έκανε τίποτα άλλο, παραπεριέγραφε τη μελέτη που έκανε ο ίδιος, τον μηχανισμό προφορικότητας στην περιοχή της Παλιστίνης, το οποίο έζησε ο ίδιος για πολύ καιρό. Μελέτησε πάρα πολύ στο κείμενό του, στην παραμονή του στην Παλιστίνη, αυτό το τρόπο με το οποίο οι κοινότητες διασώζουν και αναπαράγουν και παραδίδουν στη συνέχεια ιστορίες, και εκατέληξε ότι συνήθως υπάρχουν τρεις βασικές μορφές τέτοιας προφορικότητας. Είναι η ανεπίσημη, μάλλον μη ελεγχόμενη παράδοση, όπου εκεί πλέον έχουμε ένα κείμενο, το οποίο, σε διάφορες παραδόσεις, οι οποίες αναπαράγονται μεταδίδειτοι χωρίς να υπάρχει κάποιος έλεγχος, τι για την αυθόδητά τους, τι για την ακροδιά τους, τι για τη συμφωνία της μίας με την άλλη, αυτό που λίγο πολύ υποστηρίξε ο Μουτμάν. Έχουμε την επίσημη, ελεγχόμενη παράδοση, οπουτιδήποτε λέγεται, ουσιαστικά ελέγχεται από μία ομάδα αυθεντίας, και αυτό είναι λίγο πολύ αυτό το οποίο έθεσε ως αρχή για την παράδοση του Ιησού ο Γιέρχαρσο, όπου μπορούσε να θυμάστε για μηχανισμός παρόμυσμα αυτούς που λειτουργούν μέσα στις αγαβητικές ομάδες. Και ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτό που ουσιαστικά ισχύει στην περίπτωση των πρώτων κοινοκύπτων είναι μία ανεπίσημη προφορική παράδοση, με την έννοια δηλαδή ότι δεν υπάρχει ένας κεντρικός επίσημος φορέας. Αυτό, νομίζω, σημαίνει ότι είναι και ανεξέλεγκτο. Και λέει ότι είναι μεν ανεπίσημη, αλλά είναι ελεγχόμενη παράδοση. Υπάρχει, δηλαδή, ένα πάσα στιγμή ο έλεγχος από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας για την αρθότητα των όσων παραδείβηταν εις και των όσων διδάστηθεν εις. Όπως είπα και πριν, μια μελέτη, η οποία γενικά πέρασε στα ζήτητα στην αρχή, όμως αργότερα προκάλεσε το ενδιαφέρον ρελουτόν, όπως είπε ο James Dunn, αυτός κυρίως την ανέδειξε, και ότως μετά οι επιστήμονες έδωσαν μεγαλύτερη βιβλική ή έδωσαν μεγαλύτερη υποσοχή στα όσα υποστηρίζει ο Bailey μέσα στο κείμενό του. Το Bailey, λοιπόν, λέει ότι το υλικό της προφορικής παράδοσης είναι της προφορικής παράδοσης επικύλου. Αυτό δεν θα πει κανείς κάτι καινούργιο, το έχουν υποστηρίξει, είπαμε, όλοι οι προηγούμενοί, ουσιαστικά στην ιδιαλογική του κείμενου. Υπάρχει, λοιπόν, ένα υλικό της προφορικής παράδοσης το οποίο είναι πολύ μορφό, παρημίες, γρίφλιν, ποιήματα, παραβολές ιστορίες, ιστορίες για σημαντικά πρόσωπα της κοινότητας, όλα αυτά δηλαδή μπορούν να αποτυπωθούν μέσα στην παράδοση. Και υπάρχουν επίσης, λέει, ανάλογα με το είδος, υπάρχουν διαφορετικοί μηχανισμοί παράδοσης και επίσης διαφορετική βαθμή ανοχής και ελαστικότητας σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, λέει ότι υπάρχει μια ανελαστικότητα όταν κανείς μεταφέρει, παραβεί, ποιήματα ή παρημίες. Όταν κανείς, όντως, προσέχει να τηρήσει τη σειρά των λέξεων, να τηρήσει το ρυθμό, να τηρήσει τις μεκαταληξίες, στην περίπτωση των κοινότων, υπάρχουν κομμάτι της παράδοσης τα οποία τα χαρακτηρίζει μια μερική, θα λέγαμε, ελαστικότητα. Στην έννοια, δηλαδή, για παράδειγμα, οι παραβολές και οι ιστορίες, οι οποίοι μπορούν να παραλάσσουν κάποια στοιχεία, ανωσιστικά στον πυρήνα τους παραμυμήνες, και υπάρχει η πλήρη σεραστικότητα, όπως για παράδειγμα στα αστεία ή στα απλά νέα, από τύπο κουτσοπολίου, όπου κανείς βλέπει ότι όντως υπάρχει μια ελευθερία στον τρόπο αυτά μεταδύθει, όταν είναι σε πως τέτοια αφαιρεί, παραλάσσει και ούτω καθεξής. Ο Μπέι, λοιπόν, έκανε πολύ σημαντικές παρατηρήσεις, τις οποίες βάζει τις εφήμουσαν συνέχεια και μέσα στο δουλικό κείμενο, αλλά θα πρέπει να πω ότι η μελέτη του δεν είναι μια μελέτη ακαδημαϊκή με τον τρόπο που έχουν συνηθίσει, αλλά είναι μια περισσότερο εμπειρική μελέτη. Ο Ιγανόταρς, σωστικά, κατέγραψε αυτό που έζησε μέσα στην παλαιστήν της εποχής του, και το οποίο θεωρούσε ότι μοιάζει πάρα πολύ με τον τρόπο που ζούσαν οι κοινότητες στην εποχή του Ιησού. Και υποστηρέζει ότι ναι μεν είναι ελεύθερη η παράδοση να αντιθεί και έτσι σημαίνει στην πρωτοκλησία και αυτό μπορεί να εξηγήσει την ελευθερία και την πρωτογραφία που υπάρχει στις παραμόδες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κοινότητα δεν ασκεί έλεγχο. Και πρώτη που ασκούν έλεγχο γύριζε αυτό, πες μου, και αυτοί που οι μάρτυρος, οι οποίοι μπορούν να πάνε στη στιγμή να βεβαιώσουν την αλήθεια ενός πράγματος. Δεν μοιάζεσαι κανείς. Αλλά ο Μπέλι παρατήρησε και σωστά ότι ο έλεγχος αυτός που γίνεται από την κοινότητα δεν είναι πάντα της ίδιας ασφαδρότητας ούτε της ίδιας μορφής. Αλλά αυτό πάντα εξαρτάται από τι κανείς παραδείδεται. Και πώς κανείς δηλαδή ουσιαστικά στέκεται απέναντι σε αυτό το ήλικο και πώς το βλέπεις. Αν λοιπόν θεωρείται πάρα πολύ σκουδαίο, αν το θεωρείται κεντρικό κομμάτι της ζωής της Εκκλησίας, τότε όλα αυτά είναι που κάνουν τον άνθρωπο, συγγνώμη την παράδοση, να ελέγχεται περισσότερο, να υπάρχει δηλαδή από την κοινότητα ένας μεγαλύτερος έλεγχος του πώς αυτή μεταδίδει και του καθεξής. Και αυτό που είναι σημαντικό και αυτό είναι συνέχεια της σκέψης μου εδώ από την Παίλη, είναι ότι ακριβώς στην πραγματικότητα ο πυρήνας της παράδοσης, ο οποίος είναι και το σημαντικότερο κομμάτι της παράδοσης, θα μένει ο ίδιος. Μπορεί δηλαδή να αλλάζουν κάποια στοιχεία γιατί ένα χαρακτηριστικό της παράδοσης συμπροφορικής είναι η ελαστικότητα. Όμως το γεγονός ότι μένει ο σκληρός πυρήνας ο ίδιος από αφήγηση σε αφήγηση τελικά δεν ήταν τόσο χαλαρή και τόσο ανεξέλιγτη η εξέλιξη παράδοσης όπως ήθελε ο Μπουλπμαν με το δικό του μοντέλο. Από εκεί πέρα η ζήτηση για την προφορικότητα συνεχίζει. Αυτές όμως τα λέγαμε είδε κατά κάποιο τρόπο οι πιο σημαντικές παρεμβάσεις και συμβολές στην όλη συζήτηση. Αν θέλαμε έτσι να κλείσουμε συντερασματικά για να πούμε τι γίνεται μετά της συζήτησης παραπροφορικότητας, θα λέγαμε ότι το πρώτο που καταλήγει τελικά η έρευνα, σε αντίθεση λοιπόν από την πρώτη γενιά για την οποία ήδη μιλήσαμε, είναι ότι δεν έχουμε μια γραμμικότητα στον τρόπο εξέλιξης της παράδοσης. Δεν ξεκινάμε δηλαδή από την απλούς τελεαπλά που στη συνθροπότρια. Πρέπει να έχουμε ένα πάρα πολύ εξαπλωστευμένο σχήμα, ούτε είναι μία μόνο δυνατότητα εξέλιξης, αλλά ότι έχουμε μια ποικιλία. Δηλαδή μπορεί ταυτόχρονα, θα πρέπει να σκεφτεί κανείς όπως έλεγε ένας ειδικός, όλη αυτή την εξέλιξη σαν τα κλαδιένους δέντρου, περισσότερο και όχι σαν ένα απλό ίσιο δρόμο. Το δεύτερο, το οποίο νομίζω έγινε σαφές από όσα είπαμε νωρίτερα, για την ελεγχόμη, η ελεγχόμη και τα λοιπά είναι ότι η ίδια η προφορικότητα έχει μια βαβαιρή δυναμική μέσα της. Μια βαβαιρή δύναμη. Έχει δηλαδή άπειρες δυνατότητες ακριβώς γιατί μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, μπορεί να εφαρμοστεί μέσα σε διαφορετικές συνάφιες και επομένου μπορεί να αποκτήσει άλλες εμμυγίες και άλλες κατανοήσεις. Χαρακτηστικό επίσης όλον τον παραπάνω και το οποίο έχει να κάνει ακριβώς και με τον επιτελεστικό χαρακτήρα της παράδοσης, κατά το οποίο προσεγόντωνει συδιαίτερο ο Κέλβερ, είναι η ευελιξία και η στετερότητα. Αυτό τα είπε και ο Μπέιγι ουσιαστικά με τον δικό του τρόπο. Τα δύο χαρακτηριστικά τα οποία είχατε προηγουμένου να είναι κάπως μεταξύ τους αλληλοαποκλειόμενα και αντίθετα μεταξύ τους. Από μια μεγάλη υπάρχει μια φοβερή ελαστικότητα στην υποφορική παράδοση, οι λεπτομέρες αλλάζουν, υπάρχουν άπειρες δυνατότητες παραλλαγής ιστορίες. Από την άλλη μοσμολιά υπάρχει σταθερότητα. Υπάρχει πάνω ένα σκυρό σπουρίνος όπου παραμένει σταθερός, υπάρχει μια σταθερή αναφορά σε ορισμένα πρόσωπα και γεγονότα. Επομένως υπάρχει ταυτόχρονα ευελιξία και σταθερότητα, υπάρχει πόλη μορφία και όχι αποκλειστικότητα. Καμία από αυτές οι υποφορικές παραδόσεις δεν διεκδικεί για τον εαυτό της το χαρακτησμό του μοναδικού και αποκλειστικού. Περαντίες φαίνεται υπάρχει μία θα λέγαμε εντός εισαγωικών ανοχή της μιας παράδοσης προς την άλλη, καθώς καινούνται και κλειζούν ταυτόχρονα διαφορετικές, οι οποίες πάλι έχουν να κάνουν, όπως είπα και πριν, τόσο με τις ιστορικές συγκεκριμένες της κοινότητας, ιστορικές και πολιτισμικές, και με τον τρόπο που κάθε φορά επιτελεστικά αυτή η παράδοση παραδίδεται στους επόμενους. Η υποφορικότητα βέβαια έβαλε και ένα άλλο θέμα επί τάπητος, ένα θέμα που πρέπει να κυπάλλει. Θα έπρεπε ίσως να είχε τεθεί όταν γινόταν λόγος για την γραπτή παράδοση, αλλά ουσιαστικά τώρα με την υποφορικότητα τίθεται ιδιαίτερα έντονο αυτό το θέμα και ίσως έχει να κάνει και με το γεγονός ότι την ίδια εποχή που διατυπώνονται αυτές οι θέσεις, αστικά έχουμε και την ανάπτυξη των σπουδών για τη μνήμη, για την ανθρώπινη μνήμη, ιστορική, συλλογική μνήμη, πολιτισμική μνήμη κτλ. Αυτή η ιδέα προσλαμβάνεται από όσους ασχολούνται με τις προφορικές διεργασίες στο αρχαίο γραφισμό και υποστηρίζουμε πραγματικά ότι η προφορικότητα συνδέεται άμεσα με τη συλλογική μνήμη, η μνήμη άλλωστε είναι μια έκραση αυτής της συλλογικής μνήμης και ένα πολύ σημαντικό στοιχείο και νέο στοιχείο το οποίο πραγματικά κάνει την αλλαγή και διαφοροποιεί πλήρως τα δεδομένα της δεύτερης αυτής της φάσης από την πρώτη και της θέσης του Μπούλμαν είναι ότι ουσιαστικά αυτή η προφορική παράδοση και αυτό το λέει τόσο ο Ντάν όσο και ο Μπούλμαν ιδιαίτερα στα οδηγία του ιστορικού Ιησού ουσιαστικά αρχίζει πριν από την Ανάσταση. Ουσιαστικά η εμπειρία που έζησαν οι λατρές στην Ανάσταση είναι αυτή που τους κάνει να αρχίσουν να συζητάνε για τα όσα έζησαν μαζί με τον Ιησού και έτσι αναπτύσσεται μια προφορική παράδοση η οποία ουσιαστικά έχει ως ένασμα και ως αρχή της την ίδια την, το ίδιο γεγονός της Ανάστασης αφήνως κατά κάποιο τρόπο να εννοηθεί ότι πριν από αυτό δεν υπήρχε τίποτα. Καμία πριν από την Ανάσταση. Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα στο χώρο της προφορικής παράδοσης συμφωνούν τη θέση ότι όχι δεν είναι αυτή η αλήθεια, απέναντι ας φαίνεται ότι η προφορική παράδοση δεν αρχίζει ουσιαστικά με το θάνατο του Ιησού, αλλά η προφορική παράδοση αρχίζει ουσιαστικά πολύ νωρίτερα. Ο Μπόκαμ και ο Δάνι λάβουν για το impact, για την επίδραση που έχει ουσιαστικά η παρουσία του Ιησού κατά με τη δασκαλία στη ζωή των ανθρώπων, το συγχρόνο της εποχής του και πως ήδη όσο είναι ο ίδιος στη ζωή αναπτύσσεται ένας κύκλος ιστοριών, λόγιων, τα οποία συμβαίνουν με το πρόσωπο του ή χαρακτηριστικά ο Μπόκαμ θα ήταν στιγμός να σκεφτούμε ότι ο Ιησούς πήγε σε ένα χωριό και έκανε ένα θαύμα και αυτό πέρασε στα αζήτα χωρίς κανείς να ασχοληθεί μαζί του, απέναντι ας φαίνεται ότι προφανώς το κάλεσε αίσθηση, ένα γεγονός, μια δασκαλία και επομένως πρώτες και ήδη όπου περνά ο Ιησούς δημιουργούνται μικροί πυρήνες ανθρώπων που αισθάνουν τον Απολυφό και επομένως είναι λογικό να σκεφτούμε ότι ήδη πριν από τη ζωή, πριν από το θάνατο της ομέρας και την αγιάσταση του Ιησού, ήδη από τότε αρχίζει η προφορική παράδοση να αρχίσει. Και λοιπόν αυτόν τον σύντομο περιγράμμα στον χώρο της προφορικής παράδοσης, βλέπουμε ακριβώς όλα αυτά που είπα πριν, το δυναμισμό που έχει, την δυναμικότητα που έχει αυτό το κομμάτι της παράδοσης, τα πόσα μπορεί να μας αποκαλύψει για τη ζωή του αρχαίου αγιστρατισμού, χωρίς να σημαίνει ότι είναι ένα εύκολο εγχείρημα όταν κανείς αποφασίζει να μπει στο χώρο της προφορικής παράδοσης, γιατί ακριβώς θα λέγαμε κατά κακτρό αποτελεί της «γκρίζ» της ζωής, της παράδοσης για τον Ιησού, και της λέω «γκρίζ» γιατί ακριβώς για έναν βιβλικό είναι πάρα πολύ δύσκολη ακριβώς η αλλαγή του μοντέλο, το να αρχίσει δηλαδή να σκέφτεται με τη λογική ότι τώρα θα μιλάμε για προφορικό λόγο και όχι για γραπτό, και να αρχίσει να φεύγει έξω από τα όρια που του θέτει ακριβώς η προϋπόθεση ότι η παράδοση είναι γραπτή. Όμως, σε κάθε περίπτωση, παράλληλα στις σχολείες, είναι πολύ ενδιαφέρος αυτή η τάση, γιατί ακριβώς δίνει διαφορετικές προοπτικές και με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά βάζει στο τεχνίδι έναν αρκετά παραγνωρισμένο, όπως θα λέγαμε, στις προστιμμένες φάσεις της έρευνας παράγοντα σχηματισμού, της παράδοσης για τον Ιησού και για τη δραστηριότητα της ζωής. |