Ανάπτυξη και Λειτουργία ενός Έμπειρου Συστήματος, Χαρακτηριστικά Έμπειρων Συστημάτων, Αρχιτεκτονική Έμπειρου Συστήματος, Εργαλεία Ανάπτυξης Έμπειρου Συστήματος, Παρουσίαση Σχεδίασης Έμπειρου Συστήματος: Τι είναι το έμπειρος συστήματος, ουσιαστικά πρόκειται για ένα λογισμικό, το οποίο βασίζεται στη γνώση και στη λογική για να μπορέσει να επιτελέσει ένα πολύ πλοκό έργο. Το ισχυρό του χαρτί του ενός έμπειρος συστήματος είναι ότι προκύπτει από τη γνώση η οποία είτε περιέχεται στο ήδηστο σύστημα αυτό, είτε αποκτάται κατά την πορεία. Και δεν αποτελεί το έμπειρος σύστημα μέθοδο αναζήτησης ή αλγόριθμο για εξαγωγή διαφόρων συμπερασμάτων. Είναι χρήσιμο σε διάφορα προβλήματα όπου δεν υπάρχει κάποιος προφανής δοκιμασμένος αλγόρισμος για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Ουσιαστικά δηλαδή πρόκειται για μια πολύ εξαιδικευμένη εφαρμογή στην κατηγορία στοντομέτης τεχνητής νοημοσύνης. Η έρευνα πάνω στοντομέτης τεχνητής νοημοσύνης έχει στρεβεί στην αναγνώριση διαφόρων σχημάτων, στην αναγνώριση προσώπων, στην αναγνώριση ανθρώπινου λόγου, η ρομποτική στην εκτέλεση διαφόρων σενάρεων. Ουσιαστικά δηλαδή γίνεται μια προσπάθεια κατασκευής, σχεδιασμού και κατασκευής διαφόρων προγραμμάτων ή συλλογισμικών μίμησης, προσωμίωσης, ανθρώπινης σκέψης. Όπως επίσης η ενσωμάτωση και της θεωρίας των παιγνίων, η κεντρική της ιδεία ήταν η ελαχιστοποίηση της μέγιστης ζημίας και η δημιουργία πιθανών σενάριων καταστάσεων για την επιλογή της βέλτης της. Λόγω της πολλοπλοκοτές, η οποία δημιουργείται από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού υποθέσεων σενάριων, πολύ συχνά γίνεται χρήση διαφόρων εμπειρικών ή ευριστικών κανόνων. Επίσης γίνεται η υιοθέτηση των προσεγγίσεων του τύπου GPS και μάλιστα Global Problem Solver για τη δημιουργία ενός και μοναδικού πλαισίου επίλυσης συγκεκριμένου προβλήματος ανεξάρτητα από το που προέρχονται. Ήδη τέτοια συστήματα έχουν εφαρμοστεί από τη δεκαετία του 60. Σχηματικά θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τα διάφορα κομμάτια ενός εμπειρου συστήματος ως εξής. Καταρχήν διακρίνεται η φάση της λειτουργίας, όπου από το εμπειρό σύστημα έχουμε ουσιαστικά τη διασύνδεση με το χρήστη. Και τελικά τη χρησιμοποίηση, την αλληλεπίδραση έτσι με τον τελικού χρήστη, ο οποίος ουσιαστικά είναι και ο τελικός αποδείκτης της λειτουργίας του συστήματος αυτού. Εσωτερικά έχουμε τη σύνδεση του με τον τομέα της γνώσης, το οποίο αλληλοτροφοδοτείται από τον μηχανικό γνώσης, ο οποίος ή έχει δεδομένα, ή προσπαθεί να εκμεεύσει μέσω της διαδικασίας των ερωτήσεων και των απαντήσεων, να εκμεεύσει γνώσης, δεδομένα, οποιαδήποτε δηλαδή σχετική πληροφορία από τους ειδικούς για να εμπλουτίσει με πληροφορία το σύστημα. Τα διάφορα επιθυμητικά χαρακτηριστικά των εμπειρων συστημάτων ουσιαστικά είναι η δυνατότητα που έχουν να επεξηγήσουν και να αιτιολογήσουν την πορεία του συλλογισμού. Δεν δίνεται ξερό το αποτέλεσμα, το τελικό δεδομένο, η τελική έξοδος, το τελικό συμπέρασμα, αν δεν επεξηγηθεί και δεν αιτιολογηθεί το σύνολο της υπορίας μέχρι την έξοδο του τελικού αποτελέσματος. Διακρίνονται επίσης, πρέπει να διακρίνονται για τη δυναμικότητά τους, δηλαδή την δυνατότητα που θα έχουν για ανανέωση, επικαιροποίηση των διαφόρων δεδομένων, ουσιαστικά επικαιροποίηση της γνώσης. Επίσης, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό το οποίο θα πρέπει να διαθέτουν, να είναι η ταχύτητα αντίδρασης, να είναι δηλαδή ώστε το εναδώνει μικρότερη χρόνη για τον ειδικό, ο οποίος τελικά πρόκειται να χρησιμοποιήσει το σύστημα αυτό. Πολύ σημαντική η ύπαρξη διαφάνειας του κώδικα, όπου δεν θα υπάρχει σημείο κρυφό ή ερωτηματικό στην πορεία του συλλογισμού. Μεγάλη βοήθεια μπορούμε να πάρουμε με το χειρισμό της αβέβαιης ή ελλειπούς ή μη πλήρους, όπως λέγεται, γνώσης, η οποία υπάρχει ένα καλό χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων συστημάτων που μπορούν να εσωματώσουν. Τώρα, γιατί γίνεται επιλογή των έμπειρων συστημάτων και όχι χρησιμοποίηση, παράδειγμα, διαφάνων συμβατικών λογισμικών ή προγραμμάτων, μπορούμε να δούμε στον παρακάτω πίνακα, όπως και τις διαφορές οι οποίες παρουσιάζονται, όπου το μεν έμπειρο σύστημα προσωμιώνει τον τρόπο επίλυσης, ενώ τα συμβατικά ουσιαστικά προσωμιώνουν το πρόβλημα. Τα εμπειρά συστήματα συνήθως κάνουν παράσταση, δίνουν παράσταση και χειρισμό της νόσεις σε επίπεδο συμφόλων, ενώ τα αντίστοιχα συμβατικά λογισμικά πηγαίνει σε επίπεδο αριθμητικών υπολογισμών. Είπαμε ότι είναι καλό να γίνεται χρήση των διαφώνων εμπειρικών κανόνων για τον περιορισμό του χώρου, ενώ αντίστοιχα στα προγράμματα τα συμβατικά γίνεται χρήση διαφώνων αλγορίθμων. Γλώσσες προγραμματισμού, οι οποίες χρησιμοποιούνται, συνήθως πλησιάζουν την ανθρώπινη λογική και γλώσσα, ενώ στα συμβατικά προγράμματα, επειδή το θέμα είναι οι όσο δενατόν ταχύτεροι και λειτουργία τους, αφορούν περισσότερο γλώσσες προγραμματισμού απευθυνόμενες στον εκμεταλλευμένο τρόπο λειτουργίας του υπολογιστή. Στα εμπειρασιστήματα, βέβαια, έχουμε τη χρησιμοποίηση της βάσης γνώσης, ενώ στα αντίστοιχα στα συμβατικά έχουμε τη βάση δεδομένων. Δυνατότητα της επέκτασης και της αναθεώρησης της γνώσης, ενώ αντίστοιχα σε τέτοιους προγράμματα, αυτό απαιτεί σημαντικότατες αλλαγές, εάν είναι δυνατό να γίνουν στο πρόγραμμα. Είπαμε ότι μπορεί να χειριστεί θέματα αβέβαιης ή ελπούς ή μη πλήρως γνώσης, ενώ τα αντίστοιχα συμβατικά προγράμματα συμβατικά λογισμικά δεν μπορούν να χειριστούν τέτοιου είδους, δεν έχουν τη δυνατότητα να χειριστούν τέτοια γνώση. Το επίσης βασικό είναι ότι έχουμε την αιτιολόγηση της πορείας του συλλογισμού από την αρχή μέχρι το τέλος, ενώ στα υπάρχοντα έτσι στα συμβατικά λογισμικά, η δυνατότητα επεξήγησης είναι ανύπαρκτη. Για να δούμε τώρα την αρχιτεκτονική ενός τέτοιου συστήματος. Αυτό χωτρικά αποτελείται από τέσσερα κομμάτια. Ένα είναι η βάση γνώσης, ένας είναι ο μηχανισμός εξαγωγής συμπερασμάτων, η μία είναι η διασύνδεση, η ιντερφή, και τέλος είναι ο μηχανισμός επεξήγησης. Σχηματικά θα μπορούσαμε να έχουμε τη δομή την αρχιτεκτονική του έμπειρου συστήματος ως εξής. Έχουμε τα δύο βασικά κομμάτια της βάσης γνώσης και του μηχανισμού εξαγωγής συμπερασμάτων, τα οποία αλληλεπιδρούν και αποτελούν το πυρήνα του έμπειρου συστήματος ως αναφορά το διαχωρισμό της βάσης γνώσης σε στατική δυναμική διαρμηνεία και του χρονοπρογραμματιστή, οι οποίοι περιέχονται στο μηχανισμό εξαγωγής συμπερασμάτων, θα γίνει αναφορά παρακάτω. Το πυρήνας αυτός έρχεται μέσω της επεξήγησης να ενημερώσει το κομμάτι της διασύνδεσης, ουσιαστικά δηλαδή της επικοινωνίας με τον τελικό χρήστη. Εκείνο δηλαδή η διασύνδεση με ό,τι άλλο βοηθητικό πρόγραμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελούν το κέλυφος του έμπειρου συστήματος. Το πρώτο τμήμα της βάσης γνώσης περιέχει όλη τη γνώση, την πληροφορία του συστήματος, όπως όμως έχει αυτή εκμεευθεί από τον ειδικό. Σε γενικές γραμμές αποτελείται από γεγονότα, δηλαδή οι πηγές γνώσης οι οποίες χρησιμοποιούνται, οι διάφορες πληροφορίες δηλαδή, όπως παράδειγμα σε συγκεκριμένη εφαρμογή, αν είναι ο αριθμός των περκαγιών ανάδας αρχείο, αναέτος, ανανομό, ωραιογραφική μονάδα κτλ. Οι κανόνες οι οποίοι συνδυάζονται με τα γεγονότα για τη δημιουργία των διαφορών υποθέσεων, η δημιουργία νέων γεγονότων, γεγονότων τα οποία τελικά οδηγούν στον τελικό στόχο. Η γενική μορφή είναι η κλασική μορφή της υπόθεσης, αν συμβαίνει μια συνθήκη τότε το συγκεκριμένο συμπέρασμα ή δάλλως κάτι άλλο και προφανώς σε τέτοιου είδους κανόνες οι επιμέρους συνθήκες και οι αναλλακτικές είναι συνδεδεμένες με τους περίφημους λογικούς θελεστές. Τέλος υπάρχουν τα πλαίσια τα οποία δίνουν την δυνατότητα να παγκενταριστεί η γνώση για να υπάρχει καλύτερη πρόσβαση. Τα στοιχεία τα οποία μπορούν να περιέχονται σε πλαίσια μπορεί να είναι όνομα, τύπος, βεβαιότητα, αρχική τιμή κτλ. Το δεύτερο τμήμα είναι το τμήμα εξαγωγής συμπερασμάτων το οποίο ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη γνώση η οποία έχει καταχωρηθεί και με κατάλληλες ενέργειες προσπαθεί να φτάσει να βρει την λύση. Το θέμα το μεγάλο είναι ότι κάνει χρήση, υπάρχει όπως είπαμε και η δυνατότητα χρήσεων των κανόνων όπου όμως δεν γίνεται χρήση όλων των κανόνων από πλευράς του συστήματος αλλά μονάχα εκείνων οι οποίοι είναι τελείως απαραίτητοι. Υπάρχουν διάφορα πρότυπα έτσι μηχανισμών η εξαγωγή συμπερασμάτων, χοντρικά όμως μπορούμε να πούμε ότι χωρίζεται σε δύο μέρη στον διερμηνεία και στον χρονοπρογραμματιστή. Το τρίτο κομμάτι που αφορά το interface, τη διασύνδεση με τον τελικό χρήστη, θα πρέπει να μιλάμε για ένα φιλικό περιβάλλον προς τον χρήστη με παράθυρα όπου θα εμφανίσονται οι ερωτήσεις, παράθυρα επίσης για την περίπτωση των απαντήσεων, το οποίο μπορεί να είναι μέσω λίστας, ας πούμε, με προκαθορισμένες επιλογές ή μέσω πλεσίων κειμένου με ελεύθερη απάντηση. Σύγκριση επόμενο είναι ότι μπορεί να γίνεται σύγκριση με τα δεδομένα, τα οποία έχουν εισαχθεί από την εκμέρση γνώσης που είχαμε πάρει από τον ειδικό και ουσιαστικά να γίνει επανατροφοδότηση με καινούργια δεδομένα του συστήματος. Τέλος, γίνεται έλεγχος ιβατότητας της νέας γνώσης, η οποία έχει εισαχθεί με την ίδια υπάρχουσα. Ο μηχανισμός επεξήγησης, τέλος, εξηγεί τη συμπεριφορά στον χρήστη, τη συμπεριφορά του έμπειλου συστήματος. Αυτό το κομμάτι ουσιαστικά ονομάζεται ή αποκαλείται από διάφορους ειδικούς και σαν διαφάνιδους συστήματος. Ουσιαστικά, δηλαδή, εδώ δίνονται απαντήσεις σε όλη την πορεία του συλλογισμού από την αρχή μέχρι το τέλος, οι απαντήσεις στις δύο βασικές ερωτήσεις. Πώς και γιατί. Τέλος, ο μηχανισμός επεξήγησης αλληλοεπιδράσει στενά, προφανώς, με το μηχανισμό εξαγωγής συμπερασμάτων. Τώρα, όσον αφορά τη διαδικασία ανάπτυξης ενός εμπειρού συστήματος, αυτή ξεκινά από την ανάλυση του προβλήματος, από τελείως βασικά θέματα, όπως είναι αν υπάρχει ειδικός ο οποίος μπορεί να μας παράσει και τη γνώση. Αν αυτός ο ειδικός, παρόλο που είναι ειδικός, έχει τη γνώση. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με λαχιστοποίηση χρόνων, αν υπάρχουν ή όχι ωφέλη από τη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου συστήματος και διάφορα άλλα τέτοια επιμέρους προβλήματα. Δεύτερο στάδιο είναι η απόκτηση της γνώσης, πώς αποκτάμε τη γνώση, ποιες είναι οι κατάλληλες ερωτήσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν, αν υπάρχει βιβλιογραφία μέσω της οποίας μπορούν να αντιληθούν δεδομένα, να αντιληθούν στοιχεία ή αν υπάρχουν άλλες πηγές από τις οποίες μπορούμε να τροφοδοτήσουμε τη βάση δεδομένου. Επίσης πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά, σε περίπτωση συνεργασίας με διάφορους ειδικούς, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η διάσταση απόψων η οποία μπορεί να υπάρχει, όπως επίσης και να γίνεται και μια εκτίμηση της ορθότητας της γνώσης που παρέχεται από τον ειδικό. Αφού λοιπόν εκμευθεί η γνώση από το μηχανικό, γίνει εκμευθεί η γνώση με το μηχανικό από τον ειδικό, γίνεται προσπάθεια μοντελοποίηση αυτής της γνώσης με διάφορες τεχνικές. Τώρα, η δημιουργία του μοντέλου είναι ιδιαίτερα σημαντική και χρήσιμη, όχι μόνο για τη σχεδίαση και την υλοποίηση, αλλά ακόμα περισσότερο για την τεκμηρίωση του συστήματος αυτού. Στη συνέχεια έχουμε τη σχεδίαση. Σε αυτή τη φάση καθορίζεται τη μορφή της αναπαράστασης, η συλλογιστική καθώς και το εργαλείο με το οποίο θα γίνει η ανάπτυξη του έμπειρου συστήματος. Ουσιαστικά, δηλαδή, εδώ πέρα καθορίζεται η πορεία, τα βήματα, τα οποία θα πρέπει να ακολουθηθούν, όπως επίσης και με ποιο μηχανισμό, με ποιο εργαλείο θα γίνει η ανάπτυξη του στήσιμου, η υλοποίηση του έμπειρου συστήματος. Στη συνέχεια γίνεται η υλοποίηση και στο τέλος έχουμε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, την επαλήφθευση και τον έλεγχο αξιοπιστίας. Ο έλεγχος, καταρχήν ένας πρώτος έλεγχος συμβατότητας με τις αρχικές προδιαγραφές που έχουν τεθεί, επίσης γίνεται επιβεβαίωση της ορθότητας της κωδικοποίησης και οι διάφοροι έλεγχοι συνήθως γίνονται με τελείως διαφορετικά δεδομένα ώστε να μπορεί να εξασφαλιστεί η ευρωστία του συστήματος σε απροσδόγητα δεδομένα, σε ακραίες τιμές ή σε περίεργες καταστάσεις. Όσον αφορά για τα εργαλεία της ανάπτυξης ενός έμπειρος συστήματος, αυτές είναι δύο ειδών, δύο κατηγοριών, είναι γλώσσες προγραμματισμού, όχι συνήθως οι απλές γλώσσες προγραμματισμού που χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, αλλά τελείως εξειδικευμένες γλώσσες προσανατολισμένες σε αυτή τη λογική όπως είναι η λύπτου η προλόγου κτλ. Οι υπόλοιπες γλώσσες προγραμματισμού συνήθως χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των διασυνδέσεων μεταξύ του τελικού χρήση και του έμπειρος συστήματος. Επίσης βέβαια μπορούν να χρησιμοποιηθούν έτημα και λύφη έμπειρος συστήματος. Ουσιαστικά πρόκειται για προηγούμενη κατασκευή, για προηγούμενα εργαλεία τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες ή σε περίπου ίδιες καταστάσεις σε αντιμετώπιση προβλημάτων αφού αφαιρεθεί από αυτά η γνώση. Όσον αφορά τη σχεδίαση και στον τρόπο που γίνεται η κατανόηση του έμπειρος συστήματος, υπάρχουν δύο μηχανισμοί. Είναι του εμπρόστιου δεσίματος και του οπίστεου. Όπως φανερώνει η λέξη εμπρόστιο δέσιμο, ουσιαστικά ξεκινά από τα πρωτογενή δεδομένα και προχωρά συνεχώς προς τα μπρος, ελέγχοντας κάθε κανόνα που συναντά και ενεργοποιεί εκείνους για τους οποίους η υπόθεση πρέπει να είναι αληθής. Αποτέλεσμα αυτού είναι η δημιουργία νέων δερδομένων και η επανατροφοδότηση του συστήματος. Το σύστημα βέβαια σταμάτα, όταν δεν υπάρχουν άλλοι κανόνες για ενεργοποίηση. Οπότε εκεί πέρα έχουμε την επίτευση του στόχου. Σε αντίθετη περίπτωση με το εμπρόστιο δέσιμο έχουμε είναι το πίστιο, το οποίο ουσιαστικά ξεκινά ανάποδα, ξεκινά με τη δημιουργία μιας υποθετικής λύσης και προσπαθεί να βρει δεδομένα, στοιχεία η οποία θα στηρίξει και θα αποδείξει την υπόθεση αυτή. Αρχικά ψάχνει να βρει ερευνά για κανόνες οι οποίοι μπορεί να υποστηρίξουν αυτή τη λύση και στη συνέχεια ερευνά τις υποθέσεις για τους κανόνες για να δει ποια στοιχεία είναι απαραίτητα για τη χρήση. Εάν αυτοί οι κανόνες τελικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν, τότε όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, ο στόχος τότε έχουμε φτάσει στο τέλος, ο στόχος έχει αποδειχθεί. Ένα κλασικό παράδειγμα διαφορετικής αντιμετώπισης λειτουργίας του μηχανισμού εμπρός του και ο πίεσης του δεσίματος είναι αν υπάρχουν τέσσερις παράδειγμα κανόνες, ο κανόνας 1, 2, 3 και 4, και εκείνη η υπόθεση ότι το Χ1 είναι 3 και το Ψ1 είναι 4. Στην πρώτη περίπτωση, εμπρός του δεσίματος, θα ενεργοποιηθεί κατευθείαν ο κανόνας 2, από τον οποίο θα προκύψει ότι το Χ είναι ίσουτε με τη μονάδα. Αμέσως μετά, λογικό είναι, με δεδομένο το Ψ1 ότι είναι 4, θα ενεργοποιηθεί ο τρίτος κανόνας, όπου θα προκύψει αποτέλεσμα το Ψ2. Στη συνέχεια, με δεδομένο ότι το Χ είναι 1, θα ενεργοποιηθεί ο κανόνας 4, οπότε θα έχουμε αποτέλεσμα το Ψ5. Και στον τέλος θα ενεργοποιηθεί ο τελευταίος κανόνας, ο οποίος πάλι, αν το Χ είναι 1, και ουσιαστικά θα συμφωνήσει και το Ψ2. Και τέλος έχουμε, δηλαδή, την επίτευση του στόχου. Αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας απλά του μηχανισμού εμπρός του δεσίματος. Αντίστοιχα τώρα, το οποίο είναι το δεσίματος, ξεκινάμε με τη λογική ότι πάμε να κάνουμε χρήση, κατ' αρχήν, του πρώτου κανόνα, ο οποίος ζητά να βρει το Χ. Προχωράει στο δεύτερο κανόνα, εκείνος ζητά να βρει το Χ1. Είπαμε ότι ψάχνει, αφού βρίσκεται τους κανόνες, μετά ψάχνει να βρει τιμές, στοιχεία τα οποία θα έρθουν να κουμπώσουν πάνω στον κανόνα αυτό. Οπότε έρχεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και κάνει την ερώτηση για τη μη του Χ1. Με τη στιγμή που ο χρήστης έδωσε τιμή για το Χ1, έστω το 1, γίνεται η ενεργοποίηση ξανά του κανόνα 2 και αποδίδεται τιμή στο Χ. Συσυνέχεια ενεργοποίηση του κανόνα 1, έβρεση του Ψ, πάλι ερώτηση για το Ψ1, υπάρχει δεδομένο για το Ψ1, ενεργοποίηση του τρίτου κανόνα και ξανά τέλος ενεργοποίηση του πρώτου, τελικό αποτέλεσμα ίδιο με την προηγούμενη, αλλά λίγο πιο σύνθετη διαδικασία, ο στόχος πάλι έχει επιτευχθεί. Χρησιμοποιήθηκε αυτή η λογική τόσο του μηχανισμού, του υπρούσιου δεσίματος όσο και του οπίσιο κατά διαστήματα στην ανάπτυξη ενός εμπειρού συστήματος για την διαχείριση, για το προσδιορισμό διαφόρων παραμέτρων, ιδιαίτερα χρήσιμο στον τομέα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Ξέρουμε ότι ο προφανώς ο τελικός χρήστης του προγράμματος θα είναι ο δασολόγος, ο οποίος, σε παρένθεση, δεν έχει τέτοια εξηγείωση με καινούργια συστήματα. Άρα λογικό πρώτη παρατήρηση θα πρέπει η διασύνδεση του συστήματος με το χρήστη θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική. Ουσιαστικά δηλαδή από αυτόν έχουμε την τροφοδότηση για την ύπαρξη σενάριου πολιτικής σταθερότητας ή ακόμα πληροφορίων και στοιχείων για την ξερασία για το δασαρχείο και για το έτος για το οποίο αναφερόμαστε. Επίσης μπορεί εδώ πέρα να γίνει αναφορά είτε σε συγκεκριμένο δασαρχείο είτε σε τμήμα νομού είτε σε επίπεδο νομού. Κατευθείαν αυτά τα δεδομένα τροφοδοτούν την βάση δεδομένων που αφορά είτε σε πανελλήνιο επίπεδο είτε σε επίπεδο δασαρχείου είτε σε επίπεδο νομού. Επίσης εκεί πέρα μέσα έχει τροφοδοτηθεί αυτή η βάση δεδομένων έχει τροφοδοτηθεί με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των δασαρχείων είτε σε επίπεδο νομού είτε σε επίπεδο πανελλαδικό όπως είναι τύπος, όνομα, αριθμός πυρκαγιών, αριθμός καμένων εκτάσεων κλπ. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θα είναι η δημιουργία διαφόρων σενάριων και προφανώς το επόμενο βήμα είναι η εφαρμογή μέσω της εφαρμογής των σενάριων αυτών είναι να καταλέξουμε στη δημιουργία προβλέψεων σε σχέση με την πολιτική σταθερότητα γιατί όπως έχει αποδειχθεί στη πορεία μέχρι τώρα παρατηρείται μία συνάφεια ιδιαίτερα ισχυρή μεταξύ των χρόνων διενέργειας πολιτικών εκλογών και αύξησης των δρασικών πυρκαγιών. Επίσης ένα κομμάτι του όλου αυτού του έμπειρου συστήματος είναι η χρησιμοποίηση, η δημιουργία ενός διαστήματος ασαφούς που αναφέρεται στην πυρκαγιά είτε με τη λογική του αριθμού των πυρκαγιών είτε με τη λογική των καμένων στρεμάτων. Για τον υπολογισμό όλα αυτά τα δύο αυτά υποσυστήματα συμβάλλουν στη δημιουργία της πρόβλεψης του ημερίσιου βαθμού κινδύνου. Είναι ένα στοιχείο του συγκεκριμένου συστήματος το οποίο μπορεί να ενημερώνει την ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν όπως βλέπουμε στη συνέχεια για την επικίνδυνότητα των διαφόρων περιοχών στην Ελλάδα. Ουσιαστικά δηλαδή έχουμε στο τέλος την έβρεση βαθμού κινδύνου έτσι σε επίπεδο δασαρχείου. Εάν ληφθούν υπόψη οι διάφορες ανθρωπογενείς ή μετρολογικές συνθήκες. Ουσιαστικά δηλαδή έχουμε από τη μία πλευρά σωμάτως πληροφοριών μετρολογικών δεδομένων όπως επίσης και ας πούμε δασοπονικών δεδομένων όπως είναι η υγρασία νεκρών κλαδιών. Επίσης βαθμούς κινδύνου από τον άνθρωπο είναι αφορά ουσιαστικά καταλήγει την προσπελασιμότητα ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με τον τύπο δάσους και τα λοιπά, την προσπελασιμότητα της δασικής έκθεσης από τον άνθρωπο και τέλος επίσης εάν υπάρχει ιδιαίτερα αυξημένος βαθμός κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς λόγω μετρολογικών συνθήκων. Δηλαδή υπάρχουν διάφορα ακραία φαινόμενα όπως είναι κατεγίδες, αστραπές και τα λοιπά. Σαφώς βέβαια υπάρχει όπως και στην προηγούμενη περίπτωση η άντληση των επιμέρους στοιχείων των διαφόρων δασαρχίων όπως είναι η έκταση, ο αριθμός πυρκαγιών, τα αίδια πυρκαγιών προηγούμενων ετών τα οποία γενικά μπορούν να συγκριθούν με τα καινούργια δεδομένα. Αυτό ουσιαστικά το συμπεριλάβαμε στο έμπειρο σύστημα, αυτό το κομμάτι, το συμπεριλάβαμε με τη λογική ότι αν όντως μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα αξιόπιστο ημερίσιο βαθμό κινδύνου να ελαχιστοποιήσουμε την δυνατότητα πρώτης επέμβασης, ουσιαστικά δηλαδή να μειώσουμε το χρονικό διάστημα για την επέμβαση των πυροσβεστικών, των καταστατικών δυνάμεων στην περιοχή της πυρκαγιάς. Μετά θα μπορούσαμε να κάνουμε, αποτέλεσμα ακριβώς του προηγούμενου κομματιού, θα ήταν να γίνει και μια κατάταξη είτε σε επίπεδο νομού, είτε σε επίπεδο δασαρχείων, ανάλογα με το βαθμό επικίνδυνότητας. Ουσιαστικά πάλι έχουμε μια τροφοδοσία τέτοια, όπως λέμε, ανάλογα με το είδος των δασικών εκτάσεων, επίσης ανάλογα με τον αριθμό πυρκαγιών των καμένων εκτάσεων, το έτος υπολογισμό και μέσα στιγμής και τα λοιπά, σε επίπεδο τόσο νομού, όσο και σε επίπεδο δασαρχείων, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις όπου απαντώνεται διάφορα δασαρχεία μέσα στον ίδιο νομό, με διαφορετικές περιοχές ευθύνης. Ουσιαστικά αποτέλεσμα αυτού του υποτμήματος θα είναι να έχουμε μια κατάταξη νομών, είτε μέσα σε επίπεδο νομού, σε επίπεδο δασαρχείων, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου. Αυτό μπορεί να παρουσιαστεί είτε με τη λογική του τοπογραφικού χάρτη, παράδειγμα, είτε σε παναλαδικό, είτε σε περιφερειακό επίπεδο, είτε με εκτύπωση αναφοράς. |