Παρουσίαση του βιβλίου της Έλλης Γιωτοπούλου "Η ζωγραφική της Ιταλικής Αναγέννησης από τις πηγές /

: Ωραία. Άρα, λοιπόν, να σας καλησπερίσω και επισήμως σε αυτή τη διαδικτυακή αναγκαστικά συνάντηση για την παρουσίαση του διβινειού της κυρίας Διωτοπούλου Σισιλιανου «Η ζωγραφική της ιταλικής αναγέννησης από τις πηγές». Όλοι το ξέρετε, για αυτό όλοι είστε εδώ. Να σας καλωσορίζω, λοιπόν, και πάλι εκ...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Φορέας:Μουσείο Μπενάκη
Μορφή:Video
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: The Benaki Museum 2021
Διαθέσιμο Online:https://www.youtube.com/watch?v=nK57evZ6RY0&list=PL7F9E97F83729489A
Απομαγνητοφώνηση
: Ωραία. Άρα, λοιπόν, να σας καλησπερίσω και επισήμως σε αυτή τη διαδικτυακή αναγκαστικά συνάντηση για την παρουσίαση του διβινειού της κυρίας Διωτοπούλου Σισιλιανου «Η ζωγραφική της ιταλικής αναγέννησης από τις πηγές». Όλοι το ξέρετε, για αυτό όλοι είστε εδώ. Να σας καλωσορίζω, λοιπόν, και πάλι εκ μέρους του Μουσείου. Να πω ότι έχω απενεργοποιήσει τα μικρόφωνα όλων, εκτός από τους ομιλητές, ούτως ώστε όσο διαρκεί η παρουσίαση να μην έχετε άλλες ενοχλήσεις, θα τα ανοίξω στη συνέχεια, ούτως ώστε αν κάποιος κάποια θέλει κάτι να πει, κάποια ερώτηση ή ό,τι να μπορέσει να το κάνει. Θα σας ενημερώσω επίσης ότι μανιτοσκοπείται αυτή η συνάντηση για να ανέβει στη συνέχεια στο διαδικτυο. Και δεν θα σας ασχολήσω για την ώρα άλλο. Θα δώσω τον λόγο στον κύριο Μαγκίνη, τον επιστημονικό διευθύν του Μουσείου, θα σας καλωσορίζει η επισήμος και στη συνέχεια θα ξαναγυρίσω να συνεχίσουμε. Κύριε Μαγκίνη. Θα μανιτοσκοπηθεί? Ναι, για να ανέβει στο διαδικτυο, το ήθελε και η κυρία Γιωτοπούλου, αλλά το κάνουμε έτσι για τη δημιουργία του Μουσείου. Αχ, να βάλω continue δηλαδή. Δεν θέλω να μανιτοσκοπηθώ με αυτή την ομιλία. Θα μιλάω σιγά σιγά. Μην ανησυχείτε. Αξιότιμη κυρία Γιωτοπούλου Σισιλιανού, εκλεκτοί ομιλητές, αγαπητοί συνάδελφοι, φίλες και φίλοι, καθαρισμένοι για τη δημιουργία του Μουσείου. Καλησπέρα σας. Εκ μέρους της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Πενάκη, θα ήθελα να σας καλωσουρίσω στην απόψινη διαδικτυακή παρουσίαση του βιβλίου αυτού του εδώ, η Ζωγραφική της Ιταλικής Αναγέννησης από τις Πηγές της Έλης Γιωτοπούλου Σισιλιάνου. Παρακαλούμενο για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα, ακόμα και για τα δεδομένα του Μουσείου Πενάκη, να παρουσιάζεται ένα βιβλίο πρωτότυπο και όχι μετάφραση ή συναγωγή μελετών πάνω στην τέχνη της αναγέννησης. Η στόχευση της επιστημονικής παραγωγής στην χώρα μας είναι αναπόφατα ίσως ελληνοκεντρική. Η δεπεραιτέρω στόχευση του αναχείρας πονήματος στις πηγές, πάνω στις οποίες σανγκυρώνεται από την εποχή του Βαζάρη, η μελέτη της περιόδου, είναι ακόμα πιο ασυνήθιστη για μια Ελληνίδα, δεν είναι όμως απροσδόκητη στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών σπουδών. Μολονότι η ιστορική της τέχνης σήμερα να τρέχουμε στους ήρωες του 19ου και του 20ου αιώνα, από τον Χέιγγλ, στον Βέρλφλιν, από τον Πανώφσκι, στον Μπέργκερ και στα θεωρητικά τους σχήματα, στη βάση κάθε θεώρησης του γνωστικού μας πεδίου παραμένει η έρευνα των πηγών. Θυμήθηκα, ξεφυλίζοντας το βιβλίο, μια καθηγήτριά μου στο Φανεπιστήμιο του Λονδίνου, μια από μερικές δεκαετίες, απελπισμένη από τη σιωπή των φοιτητών της στις ερωτήσεις που συχνά πυκνά έθεται κάτω από τις διαλέξεις της, βροντούσε το χέρι της πάνω στο λευκό πίνακα, χαράσοντάς τον ανεπανόρθωτα με το αδαμαντοπίκλητο δαχτυλίδι και φώναζε με έντονη ιταλική προφορά learn your history, να μαθαίνετε την ιστορία σας, ενόντας την ιστορία του θέματος που σας αφορά, ενόντας την ιστορία που οφείλετε να μάθετε για να μπορέσετε να μιλήσετε για την τέχνη της εποχής. Δίκιο είχε μετέπεικο συνάδελφος και δεν το λυσμόνισα το μάθημα. Η συστηματική πρόσληψη του έργου τέχνης, η συστηματική πρόσληψη, όχι η απόλαυση ή άλλου είδους προσλήψεις, δεν μπορεί να είναι αν ιστορική και οι πηγές είναι το πρώτο εργαλείο στον δρόμο μας προς αυτή την πρόσληψη. Για τον απλό αυτόν τον λόγο θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συγγραφέα Έλλη Γιωτοπούλου Σισιλιάνου για την εμβριθή αυτή η μελέτη που μοιράστηκε μαζί από τις εκδόσεις του Μουσείου Πενάκη. Θα ήθελα επίσης να θυμίσω ότι την εποχή αυτή τιμάται στο Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού εδώ στην οδό Κουμπάρη με μια μικρή αλλά εκλεκτή έκθεση ο σύντροφος της συγγραφέας Γιώργος Σισιλιάνος. Μπρίσκεται κοντά στην είσοδο του κτιρίου αυτή η έκθεση είναι προσβάσιμη από όλους που μπαίνουν σε αυτό και μπορείτε να την επισκεφθείτε αν δεν το έχετε κάνει ήδη ώστε να γνωρίσετε την δική του σημαντική προσφορά στην τέχνη της μουσικής. Είμαστε τυχεροί αυτό το καλοκαίρι. Δίχως περισσότερα λόγια θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους για την απόψινή σας παρουσία έστω και διαδικτυακά και να επιστρέψω τον λόγο στον αγαπητό συνάδελφο Δημήτρη Αλβανιτάκη. Ευχαριστούμε τον κύριο Μαγίνι. Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση που θα κάνουμε αγαπητοί μας προσκεκριμένοι θέλω να εκτελευθώ τη θέση μου και να κλέψω χρόνο τρία λεπτά για να πω μια κουβέντα εισάγοντας όχι στο διβλίο αλλά μια κουβέντα που θα ήθελα να ακούσει η κυρία Σισιλιάν. Η κυρία Έλλη Γιωτοπούλου Σισιλιάν την γνώρισα το 1996 σε ένα συνέδριο ιστορίας. Δεν θυμάμαι το θέμα της ομιλίας της όπως δεν θυμάμαι ούτε το δικό μου. Εκείνο όμως που θυμάμαι καλά είναι η ευγένεια, η ευθυκρισία, η επιστημονική ηθυχή με την οποία υποστήριξε τον άγνωστο της νέο ιστορικό επειδή θεώρησε ότι τον αδικούσε η αντιεπιστημονική αμετροέπια ενός επώνυμου συνέδριου. Η κυρία Έλλη Γιωτοπούλου πράττοντας έτσι έδωσε εκείνη την ημέρα σε εμένα και σε όποιον άλλο θα ήθελε να το λάβει ένα μάθημα επιστημονικής ηθικής. Μιας ηθικής που είναι η ίδια η ανθρώπινη ηθική με άλλο όνομα. Στα επόμενα χρόνια συναντήθηκα πολλές φορές με το έργο της. Έργο πλούσιο, πολύπλευρο, τεχνηριωμένο, μεσαδικό, έργο που απλώνεται από ζητήματα δημοτικής ιστορίας με κέντρο την αγαπημένη της Κέρκυρα μέχρι ζητήματα διδακτικής της ιστορίας, οργάνωσης της εκπαίδευσης ιδίως της παρεπιστημιακής από τη θεωρητική αλλά κυρίως από την πρακτική, την οργανωτική πλευρά. Θα θυμίσω μόνο το εμπληματικό της βιβλίου του Αντώνιο Έπαρχο, έργο του 1978, το οποίο όχι μόνο φωτίζει την προσωπικότητα του κερκυραίου λογίου, του συμφέτη, μεταξύ άλλων, του πολίου που εις την Ελλάδος καταστροφεί, αλλά και κάνει να αναβηθεί ανάβη, είπαμε, μία κρίσιμη περίοδος του ελληνικού κόσμου κατά τον δευναιόνα που ακολούθησε την άλλος. Μια εποχή κατά την οποία ο ελληνικός κόσμος άρχισε να απορίζει διοικητικά, θεσμικά και πολιτισμικά, ακολουθώντας για αιώνες απολύτως διακριτούς δρόμους. Μέσα από αυτό το βιβλίο η κυρία Γιωτοπούλου έφεται, χωρίς να το διατυπώνει προγραμματικά, τις βάσεις της μελέτης μερικών από τα πιο κονδικά ιστοριογραφικά ζητήματα, όπως αυτό των πτυχών της διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικοκότητας. Από τα άλλα βιβλία της θα θυμηθώ μονάχα της Πρεσβείες Τυβερνητοκρατούμενης Κέρκυρας, έργο του 2002, θεμελιώδες για την ελέτη της δημοκρατίας, καθώς περιλαμβάνει και ένα σχεδίασμα συνολικής τοπικής ιστορίας, αλλά και τα Κερκυραϊκά του 1997, ένα τόμο που συγκεντρώνει ποικίρες μελέτες για την τοπική ιστορία του νησιού σε χρονικό ανάπτυγμα 5 αιώνων. Από όσα αφορούν και την αγωνία της εκπαιδεύση θα θυμηθώ εδώ μόνο τον τόμο Εκπαιδευτικά, Τα Αυτονόητα και τα Ανεπίτεχτα του 2007, το οποίο συγκεντρώνει κείμενα προβληματισμού για την εκπαίδευση, αλλά κυρίως την μαρτυρία της για δύο κομβικές στιγμές της σύγχρονης παιδείας μας, στις οποίες η ίδια είχε άμεση εμπλοκή. Ενώ πρώτα την ελαγχολική αλλά εναργή μαρτυρία της για την απόφυρα της εκπαιδευτικής μεγαρύθυνσης επί Γεωργίου Παπανδρέου του 1964, σε συνδυασμό τη δημιουργία και την κατάργηση του παιδαγωγικού ιστοίτου το 65-67. Η δεύτερη μαρτυρία της αφορά την αρχή του Βιού του Ιωνίου Πανεπιστημίου, του οποίου η κυρία Γιωτοπούλου διετέλεσε μέλος και κατόπιν πρόεδρος της Βιουλικούσας στα χρόνια 90-93, την εποχή των χλωρών ελπίδων του Πανεπιστημίου εκείνου. Στα χρόνια του Μουσείου Μπενάκη είχα επίσης την ευκαιρία συχνά να συνεργαστώ μαζί της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η κυρία Γιωτοπούλου συνδέεται πολλαπλά με το ίδρυμά μας. Θα θυμίσω μεταξύ άλλο ότι στην ευγένεια της οικογένειας του συζύγου της χρωστάει το Μουσείο Μπενάκη ένα από τα πιο πολύτιμα πετράδια του πλούτου του, τον Ευαγγελιστή Λουκά του Δωμήνικου Θεοτοκόπουλου, δωρεά του Δημητρίου Σισιλιανού το 1956. Στις τελευταίες δεκαετίες η κυρία Έλλη υπήρξε η ψυχή της έκθεσης «Γιώργος Σισιλιανός ως συνθέτης στην πρωτοπορία της σύγχρονης μουσικής» το 2007, καθώς και του σημαντικού τόμου της συνόδευσης. Μαζί ετοιμάσαμε τον πλούσιο τόμο με τίτλο «Για τη μουσική» το 2011, ο οποίος συγκεντρώνει στοχαστικά κείμενα του Γιώργου Σισιλιανού πάνω στη θεωρία και την πρακτική της τέχνης του, ενώ η ακούραστη κυρία Γιωτοπούλου, την εποχή αρχών στο βιβλίο που μας παίρνει εδώ σήμερα, παρακολουθούσε με προσοχή και ενδιαφέρον την έκδοση πάλι από το Μουσείο Μπενάκη, ενώ σακόμα τόμου μιας σημαντικής μελέτης που αφορά τη μουσική προσφορά του Σισιλιανού, της μελέτης του Αναστάσιου Μαυρουδή για την πρωτοποριακότητα του μουσικού. Για το βιβλίο της κυρίας Γιωτοπούλου «Η ζωγραφική της ιταλικής αναγέννησης από τις πηγές» θα μας μιλήσουν ευθύς αμέσως και γεχτοδιάζομαι οι ευγενικοί προσθεκτημένιοι μας. Εγώ θα κλείσω αυτά τα λίγα λόγια επιστρέφοντας στην αρχή. Το Συνέδριο εκείνος το οποίο την πρωτογνώρισα. Για να πω τώρα ότι εκείνος ο τότε νέος ιστορικός που ευεριατίθηκε από την επιστημονική της ηθική, ήταν αυτός που σας μιλάει τώρα. Και αυτός είναι ο λόγος που ήθελα να της πω ένα δημόσιο ευχαριστώ για αυτό το διαφορετικό μάθημα. Το μάθημα που λέει ότι η επιστήμη μας, η κάθε επιστήμη, δεν είναι ping-pong γνώσεων, δεν είναι διέξοδος υπεροψίας ή αυτοβιβεβαίωσης, αλλά είναι μόνο μια ανθρωποποιητική διαδικασία. Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό. Κυρία Έλλη ευχαριστούμε. Θα προχωρήσουμε την παρουσίαση με το προσκεκριμένι μας. Θα δώσω τον λόγο στον κύριο Κιτρομιλίδη, Πασχάλη Κιτρομιλίδη. Ακαδημαϊκό, τον γνωρίζετε όλοι σας. Κύριε Κιτρομιλίδη, σας ακούμε. Ευχαριστώ πολύ, Δημήτρη, για την ευκαιρία αυτή να καταθέσω κι εγώ την μαρτυρία μου για το έργο και την προσωπικότητα της κυρίας Έλλης Γιωτοπούλου Σισιλιανου. Θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι δεν προηγήθηκε καμία προσυνενόηση με τον κύριο Βανητάκη για αυτά που θα πω, τα οποία θα επαναλάβουν πολλά από αυτά τα οποία έχει ήδη πει εκείνος. Αλλά θα μου επιτρέψετε να πω αυτά τα λίγα λόγια για το πρόσωπο και το έργο της. Αφού για το βιβλίο θα μιλήσουν η Καθήλην Αρμόδη ειδική, η Μαρία Κωνσταντουδάκη και ο Παναγιώτης Ιωάννη. Η ειδική μου συμβολή στην απόψινή μας συνάντηση. Αποβλέπει να αποδώσει με λόγια που είναι πολύ φτωχά την τιμή που αισθάνομαι ότι οφείλει η πνευματική κοινότητα της χώρας στη συνολική προσφορά της Έλλης για το πούνι Σισιλιάνου. Και εγώ την γνώρισα πολλά χρόνια πριν την συναντήσει ο Δημήτρης Αρπανητάκης την αρχές της δεκαετίας του 80 όταν ήρθα να ζήσω σε αυτή τη χώρα. Και ξεχώρησα από τότε το ήθος για το οποίο μίλησε ο Δημήτρης Αρπανητάκης προηγουμένως. Και η γνωριμία ξεκίνησε από το ενδιαφέρον μου για το βιβλίο για τον Αντώνιο Έπαρχο. Ένα βιβλίο το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι σταθμός και καμπί σημαντική για τη σοβαρή μελέτη της κληρονομιάς του ουμανισμού στην ελληνική παιδεία. Το ζήτημα της απόδοσης της τιμής που οφείλεται στην προσφορά της Έλλης Γιωτοπούλου Σισιλιανού είναι μεγάλο και θα απαιτούσε τουλάχιστον μια ολόκληρη ημερίδα για να επιτελεστεί με στοιχειώδη επάρκεια. Για να μην καταχραστώ τον χρόνο των ειδικών ισυγητών θα περιοριστώ να θύξω δύο θέματα τα οποία είναι αλληλένται τα μεταξύ τους. Θα ήθελα να πω δύο λόγια για τα άλλα έργα της κυρίας Γιωτοπούλου πέραν του βιβλίου το οποίο θα φορουσιαστεί απόψε και επίσης να πω δύο λόγια για την παρουσία της στην ελληνική παιδεία του 20ου αιώνα έτσι όπως καταγράφεται και στις σχετικές συναγωγές των εκπαιδευτικών των μελετών της για την ελληνική εκπαίδωση. Θα αρχίσουμε από το δεύτερο αυτό ζήτημα, την παρουσία της στην ελληνική παιδεία, στη μακρά ζωή της και επαγγελματική σταδιοδρομία. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η κυρία Έλη αποτελεί πραγματικά επιτομή των διακοιμάσεων και των ελπίδων για την επίτευξη επιτέλους της προσδοκίας που υπήρξε ζητούμενο στην ελληνική παιδεία τουλάχιστον από την εποχή του διαφωτισμού, να προσδοθεί δηλαδή ουσιαστικό περιεχόμενο στην εκπαίδευση των νεότερων γενιών που να τους καθιστά πραγματικά και όχι μηχανικά εν γράμμα τους, δηλαδή κυριολεκτικά μορφωμένους και καλλιεργημένους πολίτες. Είναι γνωστές οι περιπέτειες του αιτήματος αυτού στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης, δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε, πρόκειται για εκείνα τα ανεπίτευκτα, τα οποία όπως τα ονομάζει η κυρία Αγιοτοπούλου στον εύστοχο τίτλο του σχετικού της βιβλίου. Αν υπήρξε λοιπόν μια στιγμή κατά την οποία προσεγγίσαμε την πραγμάτωση του αιτήματος αυτού, δηλαδή να προσδοθεί ουσιαστικό περιεχόμενο, ουσιαστικό περιεχόμενο στην εκπαίδευση που να συμβάλει ουσιαστικά στην μόρφωση των νεοτέρων γενιών, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανδρέου Παπανούτσου, με την οποία συνέπραξε η Έλλη Ιωτοπούλου ως τελέχος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και για την οποία έχει καταθέσει τη δική της μαρτυρία. Ως μαθητής του Παγκυπριού Γυμνασίου μπορώ να πω ότι έχω προσωπική πείρα της εφαρμογής της μεταρρύθμισης για 2-3 χρόνια όσο πρόλαβε να εφαρμοστεί. Και αυτό νομίζω που θα μπορούσε να λεχθεί χωρίς σοβαρή δόση υπερβολής είναι ότι αυτό που επιχείρησε να κάνει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν να προσδώσει πραγματικό ουμανιστικό περιεχόμενο στην ελληνική παιδεία και θα μπορούσα πραγματικά να πω πάρα πολλά για αυτό το θέμα. Θα χρειαζόταν πολλής χρόνος για να αναπτυχθεί το ζήτημα αυτό αναλυτικά. Ας συγκρατήσουμε όμως την ιδέα του ουμανισμού και της ουμανιστικής παιδείας που σημαίνει τη γνωριμία με τη γλώσσα και το ουσιώδες ανθρωπιστικό περιεχόμενο των κλασικών γραμμάτων. Αυτό μαθαίναμε τότε στα ελληνικά σχολεία. Εκείνη το σύντομο διάλειμμα που εφαρμόστηκε η μεταρρύθμιση στα σχολεία μας. Αυτό νομίζω επιχείρησε να κάνει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της οποίας συντελεστής υπήρξε και η κυρία Γιοντοπούλου. Και νομίζω ότι σε αυτό το σημείο συγκλίνει η εκπαιδευτική της δράση, η θητεία της στην ελληνική εκπαίδευση και στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική με το συγγραφικό της έργο. Γιατί και στο συγγραφικό της έργο η επιστημονική της προσφορά ουσιαστικά αποτελεί συμβολή μεγίστη σημασίας στη μελέτη του ουμανισμού στην παιδεία του νέου ελληνισμού. Αναφέρθηκα, ήδη αναφέρθηκε και ο κύριος Καρβανιτάκης προηγουμένως, στο σπουδαίο έργο για τον Αντώνιο Επαρχό που αποκαθιστά την προσωπικότητά του, την συμβολή του στην καλλιέργεια του ουμανισμού στην ελληνική πνευματική παράδοση και κυρίως στην αποκατάσταση με ακρίβεια της εργογραφίας του. Πέραν του βιβλίου για τον Αντώνιο Επαρχό, το οποίο πραγματικά είναι ένα βιβλίο πρότυπο που θα άξιζε να αποτελέσει υπόδειγμα για αντίστοιχες μελέτες για την υπόλοιπη χωρία των ελλήνων ουμανιστών του 15ου και του 16ου αιώνα. Ήταν λοιπόν από αυτό το βιβλίο. Θέλω να θυμηθώ ως ιστορικός των πολιτικών ιδεών την εξαιρετική μελέτη για τη διαμάχη του Μακιαβέλη με τον Δάντη για το γλωσσικό ζήτημα στην Ιταλία. Που είναι και αυτό ένα έργο που ξεκινά φαινομενικά για να μιλήσει για τα ζητήματα της γλώσσας και την επιλογή ενδεδεικμένης γλώσσας για την ιταλική παιδεία, πέριξης της οποίας διασταυρώνονται οι διάφορες συζητήσεις στην Ιταλία. Για να μας αφήσει να εννοήσουμε τις ουσιώδες πολιτικές πτυχές που υπάρχουν στο γλωσσικό ζήτημα στην Ιταλία, υπενθυμίζοντάς μας τις αντίστοιχες διαστάσεις του γλωσσικού ζητήματος, όπως εμφανίστηκε και στην ελληνική παιδεία από την εποχή του διαφωτισμού και ενδευθεία. Αντίστοιχα, θα μπορούσα να θυμηθώ και την μελέτη για την Φιλόμου Σοαιτερία των Αθηνών και την Μέρι Μνάτης για τις ελληνικές αρχαιότητες, άλλη μια πτυχή της ιστορίας του ουμανισμού. Αυτές οι μελέτες συναιστούν ένα πολύ πτυχό παρακολούθησης και εμβάθησης στις τείχες του ουμανισμού στην ευρωπαϊκή παιδεία και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό της νεοτερικότητας και στην ελληνική παιδεία της ίδιας περίοδος ως μέρος της ευρωπαϊκής παιδείας της νεοτερικότητας. Και αυτό είναι ένα άλλο έτοιμα το οποίο υπηρέτησε συστηματικά και πιστικά η κυρία Γιοντοπούλου με το έργο της να υπογραμμίσει αυτή την οργανική ενσωμάτωση της ελληνικής παιδείας στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περίγραμμα, το οποίο και μόνο μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι σημαίνει ελληνική παιδεία. Αυτής της ενασχόλησης η οποία υπήρξε ένα πρόγραμμα βίου για την κυρία Έλλη, απόλυξη, είναι και το σημαντικότατο βιβλίο για τη ζωγραφική της αναγέννησης από τις πηγές, το οποίο θα μας παρουσιάσουν σήμερα οι άλλοι ισχυγητές και το οποίο μας υπενθυμίζει ότι ο στοχασμός για την ζωγραφική, όπως καταγράφεται στις πηγές του ουμανισμού, είναι άλλη μια κορυφαία πραγματικά έκφραση της πνευματικής εμπειρίας, η οποία καθόρισε τη μεταγενέστερη πορεία των πραγμάτων του πολιτισμού, της τέχνης και της παιδείας στην Ευρώπη. Θα μπορούσα να πω και άλλα, αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να στραφούμε προς το βιβλίο αυτό. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την ευκαιρία να καταθέσω αυτή την πολύ ταπεινή μαρτυρία για το έργο της κυρίας Γιωτοπούλου Σισιλιανν. Ευχαριστώ πολύ. Θα ευχαριστήσουμε τον κύριο Τιτωμερίδη για αυτή την εμβάθυνση στο έργο της κυρίας Γιωτοπούλου Σισιλιαννν, την περιγραφή του βασικού χαρακτηριστικού του έργου και της προσφοράς του. Θα περάσουμε τώρα στους κύριους ομιλητές που θα μας παρουσιάσουν τον τόμο. Δίνω τον λόγο στην κυρία Μαρία Κωνσταντουδάικη, ιστορικό βυζαντικής τέχνης, καθηγήτριας του Αθηνών. Κυρία Κωνσταντουδάικη σε εσάς. Ευχαριστώ πολύ. Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι. Και μια καλησπέρα και στην κυρία Έλη που ελπίζω ότι μας ακούει απόψε. Απόψε που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για μια επιστήμονα ιστορικό, με μελέτες στην ιστορία και τον πολιτισμό των νεότερων χρόνων, με παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό έργο, ομότιμη καθηγήτρια του Ιωνίου Πανεπιστημίου, την Κερκυραία Δέσποινα, άτομο με ευγένεια και ήθος, Έλη Γιωτοπούλου Σισιλιανού, με αφορμή το βιβλίο της και η ζωγραφική της ιταλικής αναγέννησης από τις πηγές. Το «ΟΝΚΟΔΕΣ» 333 σελίδων πόνυμα είναι μια πρόσφατη του 2020 καλαισθήτη και εικονογραφημένη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη, με τη γενική φροντίδα του συναδέλφου ιστορικού και φιασότη της έρευνας πηγών, ιδιώς τα αρχεία της Βονετίας, Δημήτρη Αλβανιτάκη. Η κυρία Γιωτοπούλου Σισιλιανού μας έδωσε ένα βιβλίο απ' αύγασμα γνήσιο ερευνητικού ενδιαφέροντος και πολύχρονής μελέτης. Βιβλίος το οποίο τόλμησε να ασχοληθεί με την εποχή της αναγέννησης, μάλιστα με ένα από τα σημαντικότερα και πλουσιότερα κεφάλαια της, τη ζωγραφική, για την οποία υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία παγκοσμίως. Το γεγονός δεν την επτόησε, επειδή με ρεαλισμό έθεσε τον προσωπικό της στόχο την αναγωγή στις πηγές για το θέμα επιλογής της, δηλαδή το καλλιτεχνικό έργο και την αντιμετώπισή του όπως αυτή τεκμηριώνεται μέσα από τις πραγματείες συγγραφέων της εποχής. Η κυρία Έλη Σισιλιανού είναι λάτρης της τέχνης. Ας μην ξεχνάμε τη μακρόχρονη συντροφικότητα με τον σημαντικό μου σουρουγό Γιώργιο Σισιλιανό, αναφέρθηκε ήδη ο κύριος Μαγκίνης, που έφυγε από τη ζωή το 2005, μάλιστα στην ανέσπερη μνήμη του όπως αναφέρει αφιερώνει το βιβλίο της. Από χρόνια την απασχολούσε το γενικό ερώτημα αναφορικά με τον τρόπο διαμόρφωσης και εξέλιξης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και τις απόψεις των ίδιων των δημιουργών σε συσχετισμό με τον αντίκτυπο της παραγωγής τους σε πραγματίες, άλλα κείμενα και πιστολές διανοουμένων της εποχής και θεωρητικών κριτικών της τέχνης. Την ενδιέφερα να διαβιευνήσει τις συγκλήσεις ή τις αποκλήσεις των απόψεων των δημιουργών αφενός και αφετέρου της κριτικής του έργου τους. Η οπτική αυτή, γενικός άξονας που διατρέχει όλα τα κεφάλαια του βιβλίου της, εγγίζει το ζήτημα της πρόσληψης ή υποδοχής, reception στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία, αναφέρθηκε ήδη επίσης ο κ. Μαγίνης, ιδέων και δημιουργημάτων και ζητάμε να εμβαθύνει στη δυνατότητα κατανόησης εκ μέρους των συγγραφέων της αξίας και της σημασίας του καλλιτεχνικού έργου, ιδίως όταν εκείνο παράγεται από πρωτοπόρους καλλιτέχνες με δυνατότητες πέρα από τα καθιερωμένα όρια. Αποφάσισε λοιπόν να ασχοληθεί με την αρχή των πραγμάτων, τις πρωτογενείς πηγές, τις οποίες είχε τη δυνατότητα να προσεγγίσει στα πρωτότυπα εκδεδομένα κείμενά τους, χάρη και στην πολύ καλή γνώση της ιταλικής γλώσσας που έχει. Πηγαϊκό υλικό υπάρχει άφθονο τόσο σε παλαιότερες όσο και σε νεότερες επιστημονικές και ασχολιασμένες εκδόσεις όπως φαίνεται και στην πλούσια συνοδευτική βιβλιογραφία, ενώ στην απαρίθμηση νεότερων και σύγκρονων μελετών, επισκόπησης ή ερμηνείας σχετικών με το θέμα παρελάβουν ονόματα πολύ γνωστά στο επιστημονικό κοινό ιστορικών της τέχνης και του πολιτισμού και ιστορικών που ενδρίφησαν στην εποχή. Αξίζει να τονιστεί η αναγωγή στις πρωτογενείς πηγές καθώς η προσωπική ενασχόληση με αυτές εκτός του ότι παρέχει μεγάλη ευχαρίστηση στον μελετητή μεταφέροντάς τον στο πνεύμα της εποχής, του παρέχει τη δυνατότητα να αντλήσει αυθεντικές πληροφορίες και να διαπιστώσει τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων τους για το θέμα που επιθυμεί να ερευνήσει. Δεν είναι όμως εύκολη η αναμέτρηση με κείμενα παλαιά από διαφορετικές περιοχές της Ιταλίας με την ιδιαίτερη γλώσσα καθενός, συχνά με διαλεκτικά στοιχεία και με τις αποχρώσεις των νοημάτων τους. Η προσπάθεια αυτής της κυρία Σισιλιανού δείχνει γνήσια ερευνητική περιέργεια και επιστημονική συνείδηση χωρίς φιδό κόπου και χρόνου προκειμένου να συγκεντρωθούν, να αξιολογηθούν και όπου είναι δυνατόν να ερμηνευθούν κατά την ίδια οι υπάρχουσες ιδήσεις. Συγχρόνως οι συγγραφέες όπως είναι φανερός στο βιβλίο προτίθεται να δει την καλλιτεχνική δημιουργία σε σχέση με την εποχή και την κοινωνία στην οποία παράγεται, τα ιστορικά γεγονότα και τις συνθήκες που διαμορφώνονται καθώς όλα επηρεάζουν τους ευεπίφορους δέκτες όπως είναι οι καλλιτέχνες. Είναι ένας καρποφόρος τρόπος που έχει προσελκίσει τους ιστορικούς της τέχνης διαφόρων περιόδων μαζί με το ζήτημα του ρόλου των παραγγελιοδοτών στη δημιουργία συχνά και στη μορφή των έργων τέχνης αλλά και με την ανταπόκριση του ευρύτερου κοινού στον τρόπο απόδοσης των έργων αυτών. Το βιβλίο αποτελείται από την εισαγωγή που αναφέρεται σε επιλεγμένα σημαντικά ιστορικά γεγονότα όπως ο λιμός του 1348 στη Κλωρενδία και η λευλασσία της Ρώμης το 1527 από τον Κάρλο Πέμπτου της Ισπανίας, δηλαδή αναφέρεται στις δύο κύριες πόλεις από όπου ξεκίνησε και όπου έφτασε στην αγμή της αναγέννηση. Άλλη σημαντική ενότητα αναφέρεται σε γενικές παρατηρήσεις για το κεντρικό θέμα της σχέσης δημιουργών και κριτικών της τέχνης. Η αστίαση του ενδιαφέροντος της έρευνας στην αναγέννηση διευρύνεται με τις αναγκαίες αναφορές της διαργασίας που προηγήθηκαν και με τον τρόπο αυτό ανοίγεται μια ουσιαστικότερη προσέγγιση των διαργασιών μετάβασης από την κοσμοθεωρία του μεσαίωνα με την έμφαση στο θρησκευτικό στοιχείο και την προσφυγή στη δύναμη του θείου σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής προς τις αντιλήψεις των νεότερων χρόνων με έμφαση στον άνθρωπο και τις ικανότητές του, τις ανθρωπιστικές αξίες, τον ανθρωπισμό ή ουμανισμό της αναγέννησης. Αναφορικά με το προηγηθέν καλλιτεχνικό κλίμα αρχίζοντας από τον 14ο αιώνα συζητείται η χαρακτηριστική περίπτωση του Τζιώτο, θυμίζω τις χρονολογίες του για ορισμένους ενδεκομένους που δεν έχουν πρόχειρες, 1267 περίπου μέχρι το 1337, που από την αρχή χαιρετίστηκε ως σημαντική για την απληκόνιση της φύσης, του χώρου, της πλαστικότητας των σωμάτων από συγγραφής του 14ου αιώνα αλλά και για την αλλαγή, σύμφωνα με τον Τσενίνο Τσενίνη που έζησε στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα το ότι απελευθέρωσε την ζωγραφική από την ελληνική δηλαδή τη βυζαντινή τεχνοτροπία Μανιέρα Γκρέκτα και της έδωσε μια σύγχρονη μορφή λαφάτα μοντέρνα όπως αναφέρει ο Τσενίνη στο Λίμπρο δε Λάρτε που γράφτηκε από το 1398 αρχικά στην καθολημιλιουμένη ιταλική και μετά μεταφράστηκε από τον ίδιο στη λατινική. Αναγνωρίστηκε λοιπόν ο Τσότος πρωτοπόρος για το επιτεχμό του αυτό ενώ ο γλύπτης Λορέντσο Κιμπέρτη 1378-1355 επενεί επιπλέον στον Τσότο στα κομμεντάρι που γράφτηκαν από το 1447 και μετά επιπλέον για την αίσθηση του μέτρου στην τέχνη του. Η καθολική αναγνώριση του μεγαλείου του Τσότο δείχνει ότι η εποχή ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει και να αποδεχθεί νέες μορφές τέχνης γι' αυτό και ο Τσότος ακολουθεί να επενείται και με τα γενέστερα. Από τον 15ο αιώνα αναφέρεται στην εισαγωγή της συγγραφέας στις ξεχωριστές μορφές του Μαζάτσο, του Κέροντελα Φραντζέσκα, του Ανδρέα Μαντένια και του Μποντιτσέλι. Όλοι ζήσαν στον 15ο αιώνα, το πολύ μέχρι τις αρχές του 16ου, όπως ο Μαντένια. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες της αναγέννησης πρόσφεραν εικαστικό υλικό στους θεωρητικούς για σκέψεις και αναλύσεις, δίνοντας έναυσμα για συζητήσεις σε καλλιεργημένα περιβάλλοντα και αυτό φαίνεται στο βιβλίο όπου παρατήθενται σχετικές πληροφορίες από τις πηγές. Ο κύριος όγκος του βιβλίου, τα 2 τρίτα περίπου, αναφέρεται στην κλασική περίοδο της αναγενησιακής τέχνης. Μετά μια συνοπτική αναφορά στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής, με τις αλλαγές στους τρόπους ηγεσίας και κυριαρχίας στην Ευρώπη, τις νέες συνθήκες διαξαγωγής του εμπορίου και την άνοδο της αστικής τάξης, η κυρία Σισιλιανού επιλέγει και αξιολογεί μαρτυρίες για 4 από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης, όχι μόνο της αναγέννησης αλλά και γενικότερα. Οι 3, ο Λεωνάρντο 1452 με 1519, οι ειδικοί τα ξέρουν ασφαλώς, μπορεί να μας ακούνε και άλλοι που δεν έχουν πρόχειρες τις χρονολογίες αυτές. Ο Ραφαέλλο 1483 με 1520, ο Μικελάνγγελο 1475 με 1564 έδρασαν κυρίως στην Κεντρική Ιταλία στο λίκνο της αναγέννησης μεταξύ Φλωρενδίας και Ρώμης, ενώ ο 4ο είναι ο Βενετός Τιτσιάνο 1490 περίπου με 1576, ο σημαντικότερος από τους ζωγράφους της Βενετίας. Οι μεγάλοι δάσκαλοι είχαν ευλόγως συνέσθηση της αξίας του έργου τους και δημιουργούσαν έργα ενσιμίδητα και με ενδιαφέρον για τα επιτεύγματα ομοτέχνων τους, συχνά φωμιώνοντας επιλεκτικά στοιχεία στο δικό τους έργο, όπως συνέβη στις γνωστές περιπτώσεις μεταξύ των Ισαάξιων Γιωβάνη Μπελίνη 1432 με 1516 και Ανδρέα Μαντένια 1431 με 1506 ή τον Ραφαέλο και Μικελάγγελο. Εξάλλου, μέσα από τις ποιές είναι φανερή προσωπική προβληματισμή καλλιτεχνών του διαμετρήματος του Λεωνάρτο Νταβίντσι με τις γνωστές καθυστερήσεις στη δημιουργία έργων του και του Μικελάγγελο ως προς την ολοκλήρωση λειπτών του, το γνωστό νον φινίτο, το ημιτελές, καθυστερήσεις που δεν οφείλονταν τουλάχιστον μόνο στην έλλειψη χρόνου αλλά σε εσωτερική βάσανο και έχουν μείνει παρημοιώδεις. Η κυρία Σισιλιανού, αφού αναπτύξει το κύριο θέμα της στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου της, αναφέρεται και στα παρεπόμενα που οδηγούν στην υπέρβαση των αξιών της αναγέννησης και την εμφάνιση του ρεύματος του μανιερισμού από το δεύτερο τέταρτο του δέκατου έκτου αιώνα, αφιερώνοντας μερικές γραμμές για τους σημαντικούς εκπροσώπους του, τον Παρμιτζανίνο, τον Ποντόρμο, τον Ρώσο Φιωρεντίνο και τον Τζούλι Ρωμάνο, με τους οποίους η έρευνα της κυρίας Σισιλιανού φτάνει στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα. Αλλά για το μεγαλύτερο αυτό μέρος του βιβλίου θα σας μιλήσει ο συνάδελφος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Παναγιώτης Ιωάννου, και ειδικότερος σε μου πιστεύει. Το βιβλίο συμπληρώνει εύστοχη φωτογραφική τεγμηρίωση, στην οποία την τιμητική του έχει ο Θεϊκός, η Διβίνο Μικελάντζελο. Συμπέρασμα, ας πούμε. Το βιβλίο συγκροτεί τη δική του οπτική και κομίζει της οξυδερικής παρατηρής της συγγραφέως, η οποία στην ουσία κρίνει εκείνους που κρίνουν το έργο των καλλιτεχνών και παρακολουθεί όχι μόνο ό,τι προσφέρουν αλλά και όσα αποσιωπούν, επισημαίνοντας τις εύγλωτες αυτές σιωπές και αναζητώντας τους λόγους τους οποίους οφείλονταν. Πολλά ακόμη θα μπορούσε κανείς να ραφέρει από το πλούσιο περιεχόμενό του. Ένα από αυτά είναι ότι βασίζεται μέσα στις πηγές αλλά κρατεί μια κριτική στάση απέναντι σε αυτές, κρίνοντας τους κρίνοντες, δηλαδή τους θεωρητικούς συγγραφείς που χρησιμοποιεί, οι οποίοι κρίνουν τους καλλιτέχνες. Θέτει σε βάσανο τα στοιχεία που παρέχουν σε συσχετισμό με άλλες μαρτυρίες της εποχής, παρέχοντας έτσι ενάψματα για αποκωδικοποίηση στοιχείων της προσωπικότητας και του χαρακτήρα τους, των μη εκφρασμένων επιθυμιών και προτιμήσεών τους, τις οποίες όμως δεν μπορούν να αποκρύψουν σε μια διεσδυτική ανάγνωση ακόμη κι αν αποφεύγουν να τις εκφράσουν καθαρά. Η έκδοση αυτή αποτελεί μια πρωτότυπη και ευπρόσδεκτη προσθήκη στην ελληνική διδιωγραφία για το θέμα. Ασφαλώς θα χρησιμοποιηθεί δαιόντος και θα διευκολύνει ερευνητές και φοιτητές, αλλά θα φωτίσει και το ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό ώστε να εξικοιωθεί με τις πηγές για την τέχνη και με το υλικό που μπορούν να προσφέρουν. Επιβεβαιώνει επίσης για τους ερευνητές όχι μόνο τη σημασία του υλικού αυτού αλλά και τη σημασία της προσωπικής έρευνας σε αυτό, καθώς αυτή μπορεί να προσφέρει νέες ανακαλύψεις ώστε να δημιουργηθούν νέοι συσχετισμοί και τρόποι έρευνας. Αρκεί να γίνεται συνετή και ισορροπημένη χρήση τους, να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό πλαίσιο, οι κοινωνικές και οικονομικές παράμετρη, να υπάρχει καλή γνώση και της ιστορίας και του εικαστικού υλικού και των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής, αλλά να διασταυρώνεται ή δυνατόν και η αξιοπιστία των πηγών και των συγγραφέων τους, όπως πραγματοποιείται σε πολλά σημεία του αξιόλογου αυτού βιβλίου της κυρία Διωτοπούλου Σισιλιαννου. Την ευχαριστούμε για αυτή τη σημαντική προσφορά της. Σας ευχαριστώ. Κύριε Ακουστοδοδάκη, ευχαριστούμε κι εμείς και σας δίνει πολύ καλή στο χρόνο σας. Οκούγοντας την κυρία Ακουστοδοδάκη, είμαι σίγουρος ότι από το μυαλό όλων περνούσαν καταρακτοδόσεις, εικόνες, ονόματα, πίνακες, έργα που έχουμε δει από κοντά, που έχουμε θαυμάσει είτε από φωτογραφίες είτε από ταξίδια μας. Και σκέφτομαι ότι πρέπει να είμαστε εγνώμονες σε τέτοια βιβλία που μας ανοίγουν προογμές, να πούμε, για να μπαίνει ένας άλλος αέρας, ένας άλλος κόσμος. Αυτός ο κόσμος δεν είναι μέσα στην καθατώ ελληνική παιδεία, όμως είμαστε εγνώμονες σε αυτόν τον κόσμο και σε αυτούς οι οποίοι το φέρνουν κοντά μας. Θα συνεχίσουμε το ταξίδι μας με τον κύριο Παναγιώτη Ιωάννου, καθηγητή τουστορίας στο παραγιστήμιο Κρήτης, που θα έχει να μας πει σίγουρα περισσότερα ακόμα πάνω σε αυτό. Κύριε Ιωάνντο. Ευχαριστώ πολύ. Ακούγομαι τώρα? Για χαρά. Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση πρώτα απ' όλα. Χαίρομαι πάρα πολύ και είναι τιμή μου που βρίσκομαι σε αυτή την παρουσίαση. Η χαρά μου είναι διπλή, γιατί ο ωραίος αυτός τόμος, θα σας δείξουμε άλλη μία φορά, αναφέρεται στην ιταλική ζωγραφική της αναγέννησης και στις πηγές. Γιατί η ιταλική ζωγραφική της αναγέννησης μπορούμε να δούμε πολλές εκδόσεις. Αλλά από τις πηγές δεν θα δούμε. Στην Ελλάδα δεν θα δούμε καμία. Θα πούμε αυτά στη συνέχεια. Έτσι, με αυτό το βιβλίο διαβάζοντας, αυτή την ωραία έκδοση της κυρίας Έλης Γιωτοπούλου Σισιλιάνου, που βγήκε από το Μουσείο Μπενάκι το προηγούμενο καλοκαίρι, θα πω δυο-τρία πράγματα απ' τη πλευρά. Ελπίζω ότι η ιστορία στις τέχνης χωρίς να θέλω να σας κουράσω. Το πρώτο είναι ότι ερχόμαστε αντιμετώπι με ένα θεμελιώδες ζήτημα για την ιστορία της τέχνης. Τη σχέση των έργων που βασίζονται στο σχέδιο, ειδικά εδώ των έργων ζωγραφικής, με τα γραπτά. Τα κείμενα που βασίζονται στο λόγο και αρθρώνονται με λέξεις, όπως το διατυπώνει η ίδια η συγγραφέας. Βασικό αντικείμενο του βιβλίου της είναι, παραθέτω, ο τρόπος που διαμορφώνεται η ανέληξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε σχέση με εκείνον της αντίστοιχης θεωρητικής της αντιμετώπισης. Πρόκειται βέβαια για μια σχέση πολύ επίπεδη. Και αν θέλεμε να δούμε μερικές μόνο τυχές, θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε πολλά επιμέρους ερωτήματα, όπως το έργο προηγείται πάντα ή ενίωτε έπετε ακολουθεί ένα κείμενο γενικά. Το γραπτό κείμενο στοχεύει στην παροχή πληροφοριών, στην αξιολόγησή του, στο να φωτίσει ή και να χειραγωγήσει τον αναγνώστη, τον θεατή ως προς την ανάγνωση του έργου. Ο συγγραφέας του κειμένου συνομιλεί με άλλα κείμενα συνεχίζοντάς τα, απαντώντας αυτά ίσως, διαφωνώντας. Προτίθεται να παρέμβει μήπως στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής των εικαστικών έργων. Ακόμα προβάλλει έργα ως πρότυπα προσμήμηση ή και προς αποφυγή, συντελώντας έτσι στην αναπαραγωγή τους ή μήπως ακόμα και στην καταστροφή τους. Ίσως το μεγαλύτερο ζήτημα εν προκειμένου είναι το εξής. Υπάρχει άρα για μια πραγματική σχέση ανάμεσα στα εικαστικά έργα και τον γραπτό λόγο ή πρόκειται για ξεχωριστούς παράγοντες μιας στανικής εξίσωσης που ακολουθούν δικούς τους νόμους και αρχές και συναντούνται κάποτε επιφανειακά, ελάχιστα ή και καθόλου. Στο γνωστικό αντικείμενο της ιστορίας της τέχνης, από τις απαντήσεις που δίνει κανείς στα παραπάνω ερωτήματα όπως επίσης και σε πολλά άλλα παρόμοια, θα προσδιοριστεί και η προσέγγιση του απέναντι στα εικαστικά έργα. Μπορεί να αγνοήσει τις πηγές ως παράγοντες έξω καλλιτεχνικούς που δεν έχουν σχέση με την εικόνα. Μια εικόνα που αντιμετωπίσεται έτσι όμως θετικιστικά και σίγουρα αν ιστορικά, υπόθεκε και πριν. Πρόκειται για μια τακτική που το μόνο αποτέλεσμα που συνήθως προκαλεί είναι πλήθος παρανοήσεων και προβλημάτων. Μια ιστορία της τέχνης χωρίς πηγές, δυστυχώς η χώρα μας αρκετά γνώριμη, ταυτίζεται με μια προ- ή και αντιεπιστημονική προσέγγιση ιστορίας της τέχνης. Το επισημένει, σωστά και χωρίς περιστροφές, η συγγραφέας. Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται γράφη δεν έχει απασχολήσει ειδικά την ελληνική βιβλιογραφία. Μια άλλη αντιμετώπιση τώρα του ίδιου ζητήματος, σχεδόν εκδιαμέτρου αντίθετη, είναι η απόλυτη πίστη στις πηγές και στην αλήθεια τους. Είναι ένα πρόβλημα που επίσης συνεπάγεται ούκο λίγα προβλήματα. Όχι μόνον επειδή μπορεί να παραβλέπονται έτσι τα ίδια τα έργα, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, αλλά επειδή απλούστατα οι ίδιες οι πηγές ούδη μια αλήθεια διαθέτουν από μόνες τους. Είμαστε εμείς που πρέπει να βρούμε την αλήθεια τους, την ελδεχόμενη χρησιμοτητά τους στις απαντήσεις των ερωτημάτων που θέτουν. Ο Τζοβάνι Πρεβιτάλη, το όνομα του οποίου διαβάζουμε συχνά στο βιβλίο της κυρίας Σισιλιανού, που παρουσιάζουμε εδώ, αρέσκεται να χρησιμοποιεί τον όρο «in verare», να βρούμε την αλήθεια μιας πηγής, εν προκειμένου στην ιστορία της τέχνης, ακόμα και αν υπάρχει σε αυτήν ένα προφανές ψέμα. Κάτι που αντίκεται στην αλήθεια που είναι πασιφανής από άλλα τεκμήρια. Είναι νομίζω σε αυτή ακριβώς τη διαδικασία που πρέπει να δώσουμε βάση. Μακριά από την αντίληψη περί αυθεντίας ενός συγγραφέα, ως οδήποτε αξιόπιστος ή αναξιόπιστος κι αν παρουσιάζεται. Και είναι αυτό που κάνει, σε σχέση με τα παραπάνω, η κυρία Σισιλιανού σε αυτό το βιβλίο. Πολλά είναι τα θέματα που ανοίγονται μπροστά μας, αναφορικά με αυτά τα ζητήματα διαβάζοντας το βιβλίο αυτό. Αναφέρω, χάρη συντομίας, δύο. Το πρώτο. Από τα πάρα πολλά που ανοίγονται, ξαναλέω, το πρώτο. Τι πραγματικά βλέπουμε ή και θαυμάζουμε στην καπέλα συστήνα. Να το πω διαφορετικά. Αν βρεθούμε μέσα στην πολύ βουή αίθουσα, είναι στην οροφή που θα στρέψουμε το βλέμμα περισσότερο για να δούμε τη δημιουργία του κόσμου, ή στον ανατολικό τείχο πίσω από τον βομό για τη δευτέρα παρουσία. Και ως προς το δεύτερο έργο, είναι η τυχογραφία που αντικρίζουμε εκείνο που πραγματικά ζωγράφησε ο Μιχάη Λάγγελος από το 1536 ως τον Οκτώβριο του 1541. Ποιο ρόλο διαδραμάτισε ως προς αυτά τα ερωτήματα η μεγάλη συζήτηση που ξεκίνησε ακριβώς με την αποκάλυψη της μεγάλης τυχογραφίας. Τα πολλά κείμενα που γράφτηκαν, είτε με μορφή βιογραφίας, είτε πραγματείας, είτε επιστολών, ακριβώς οι πηγές με άλλα λόγια, είναι που πρέπει να εξετάσουμε, καθώς μαζί βέβαια με τις αποφάσεις της Συνόδου του Τριδέντου, είχαν ένα ειδικό βάρος στη διόρθωση των λαθών εντός εισαγωγικών και το διόρθωση και των λαθών του Μιχαήλα Αγγέλου και στη μερική καταστροφή του έργου που βλέπουμε σήμερα. Το δεύτερο, γιατί όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την κορύφωση του φαινομένου της αναγέννησης της εικαστικής τέχνης, μιλάμε ακόμα σήμερα για την Τριάδα Λεωνάρδο Νταβίντσι, Ραφαέλο Μικελάντζελο. Ποιος μας αναγκάζει να κάνουμε κάτι τέτοιο, πότε και με ποια κριτήρια κατασκευάστηκε και μας παραδόθηκε αυτό το σχήμα. Και αν η πρώτη σύλληψη, αξιολογική βέβαια αυτής της Τριάδας ανήκει στον Ουμανιστή Παόλο Τζόβιο, που διαβάζουμε αυτό εδώ στο βιβλίο, ήδη στα μέσα της τρίχης δεκαετίας του 16ου αιώνα, τη συνετέλεσε ώστε να καθιερωθεί ύστερα από τον Τζόρτζο Βαζάρη στα μέσα του ίδιου αιώνα και να δεσμεύει ακόμα την ιστορική οπτική μας. Γιατί οι πολλές συζητήσεις που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν τους βίους του Βαζάρη, ακόμα κι αν αμφισβήτησαν ρυζικά αυτή την Τριάδα, πραγματικά μόνο ο Ραφαήλ για ειδικούς και πολύ συγκεκριμένους λόγους είναι σχεδόν πάντα στο απειρόβλητο, εν τέλει την στερέωσαν ακόμα κι αν προσθέθηκε εν μέρει εις βάρος του Μικελάντζελο ο Βενετός Τιτσιάνο. Στις παραπάνω δύο περιπτώσεις, τα Πέλα Σιστίνα, η Τριανδρεία της Αναγέννησης, όπως εννοείται και σε πολλές άλλες περιπτώσεις για τις οποίες διαβάζουμε στα τρία κεφάλαια του βιβλίου, σχεδόν πάντα αυτό που έχει φτάσει ως εμάς δεν αποτελεί παρά σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας συζήτησης, ενός διαλόγου, μιας διαμάχης, ή για να είμαστε ακριβέστεροι, και αυτό αποκομίζουμε από την έκδοση που έχουμε μπροστά μας, πολλών συζητήσεων, πολλών διαλόγων, πολλών και ενίωτες φοδρών και με όρους πολεμικείς διαμαχών που διεξήχθησαν ανα τους αιώνες. Σε αυτό το ντιμπάτιτο, για να το πούμε στα ιταλικά που ταιριάζουν στην παρούσα περίπτωση, εμπλέκονται μέσα στο χρόνο πολλοί παράγοντες. Καλλιτέχνες και έργα βέβαια, αλλά και παραγγελειοδότες, μεκίνες, συλλέκτες, ιδίμονες και ακόμα εμπόριο, γούστο, πολιτική και προπαγάνδα, ιστορία των ιδεών, ανταγωνισμοί προσωπικοί, τοπικισμοί, εθνικισμοί. Κατασκευάστηκε έτσι και άντεξε ως παράδειγμα, επί πολύ ή επί λίγο, μια ιστορία, εκείνη των καλλιτεχνών πρώτα, οι βιογραφίες, αλλά και των σχολών, των γενεών, των φυλών, των εθνών. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει εδώ είναι το πρώτο, η ιστορία των καλλιτεχνών. Πρόκειται εξάλλου για μια από τις κύριας και χρονολογικά πρώτες μορφές γραφής κειμένων περιτέχνης μαζί με τις πραγματίες βέβαια θεωρητικού και τεχνικού χαρακτήρα κατά την περίοδο της αναγέννησης. Μια γραφή αυτή των βιογραφιών που υπακούει και συγκροτεί μια καλλιτεχνική γεωγραφία και μια περιοδολόγηση. Η προόδος ή κατά το βαζάρι αύξηση ή βελτίωση των τεχνών, διαβάζουμε κάτι πανάληψη αυτό στην παρούσα έκδοση, αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης των καλλιτεχνών. Πιο ισχυρή και από τη γεωγραφία είναι αυτή η περιοδολόγηση. Ειδού, όπως διαβάζουμε στο πρώτο και το δεύτερο κεφάλαιο, γιατί η στάση του βαζάρι απέναντι στους καλούς, αλλά παλαιούς και επίσης Φλωρεντινούς, Τζότο και Μαζάτσο, δεν ισοδυναμεί με μία ανεπιφύλακτη αποδοχή. Επανφωτερίζων είναι ο τρόπος με τον οποίο χαρακτήριζε ο βαζάρι τον Τζότο και τον Μαζάτσο, διαβάζουμε σε πολλά σημεία των πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου της κυρίας Σισιλιανν. Ξηρός, όμως και κοφτός, πάλι διαβάζουμε, είναι ο τρόπος των καλλιτεχνών του 400. Είμαστε ακόμα στην πρώτη και δεύτερη εποχή με αυτούς τους χαρακτηρισμούς, με αυτήν την περιοδολόγηση, με αυτά τα κριτήρια. Η τέλεια τέχνη, η κορύφωσή της, θα έρθει με την τρίτη, με τη μοντέρνα μανιέρα. Υμιουργείται έτσι ένας κανόνας. Ένας συγγραφέας έρχεται να αποτιμήσει, γράφοντας ή αποσιωπώντας, όπως υπόθεκε πριν από την κυρία Κωνσταντιδάκη, τα έργα ενός καλλιτέχνη. Ο διάλογος αναπτύσσεται ακριβώς όταν τούτοι την αποτίμηση έρχονται να την αμφισβητήσουν άλλοι συγγραφείς που έχουν προκρίνει διαφορετικά κριτήρια, που όπως είναι εύλογο, καθώς εκτός αιών των άλλων ζούμε σε μια διαφορετική εποχή, έχουν άλλους στόχους. Η καλλιτεχνική, η γεωγραφική και η χρονική εγκύτητα ή η απόσταση μεταξύ καλλιτεχνών και συγγραφέων, αλλά και συγγραφέων μεταξύ τους είναι προφανές ότι θέτει πολλά ιστορικά γοητευτικά προβλήματα. Είναι όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε διαβάζοντας στο βιβλίο. Θέλω μερικά παραδείγματα. Είναι άλλο να μιλάει ο Αλμπέρτη ή ο Λεωνάρντο, στο δεύτερο κεφάλαιο, για τον Μαζάτσο και τον Μποτιτσέλη, όλοι τους μέσα σε ένα ουμανιστικό κλίμα, και άλλο ο Αρμενίνη, στα τέλη του 16ου αιώνα, ήθελε να υποδείξει τις πραγματικές συνταγές, «Dei veri percetti» είναι το έργο του, στους ζωγράφους της αντιμεταρρύθμισης. Άλλη αντιμετώπιση του για τον Τζότο, άλλη αντιμετώπιση του για τον Μποτιτσέλη. Όπως διαβάζουμε εξάλλου, στο βιβλίο της κυρία Σεσιλιανού, η σύμπτωση τεχνοκριτικής και καλλιτεχνικής παραγωγής διαπιστώνεται σε ορισμένες μόνο περικτώσεις, μας λέει. Και πολύ διαφορετικό είναι επίσης τι θα πει ο Βαζάρη για τον Μιχαή Λάγγελο, για να μείνουμε μόνο σε αυτόν, στα 1550 και τι στα 1568. Οι πηγές και οι καλλιτέχνες που στην αλληλεπίδρασή τους επιλέγει η συγγραφέας να μας παρουσιάσει ακριβώς, είναι ακριβώς ενδεικτικές αυτόν τον προβλημάτο. Ως προς τους καλλιτέχνες, η χρονική διάρκεια που καλύπτει είναι μεγάλη, από τον Τζότο, μέχρι το 13ο αιώνα, αρχές το 14ο, μέχρι τους πρώτους μανιεριστές, εκεί γύρω στο 1527, στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα. Ανάμεσα τους, οι φιγούρες τον Μαζάτσο, Πιέρα Τελαφραντσέσκα, Μαντένια, Μποτιτσέλη, Περουτζίνο, και τον 15ο αιώνα, και για τις αρχές του 16ου πάλι, Λεωνάρδο, Μικελάντζελο, Ραφαέλο, Τιτσιάνο, μαζί με συμπληρωματικές αναφορές σε άλλους, όπως τον Σεμπαστένο del Piombo και τον Περίνο del Vaga. Επίσης, είναι μεγάλο το τόξο, το χρονικό σπρος τις πηγές. Παρουσιάζονται επί τοπής των συγγραφείς που είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, αυτό που συντελείται στο 15ο και στις αρχές του 16ου αιώνα. Είναι ο Αλμπέρτη, ο Κιμπέρτη, ο Τσενίνο Τσενίνη, μέχρι τον Φρασίσκο Ντεολάντα. Και ακόμα, ως τα τέλη του 16ου αιώνα, σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον πια, από μανιεριστικό γίνεται αντιμεταρρυθμιστικό, από αναγεννησιακό γίνεται αντιαναγεννησιακό, με πάρα πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές εδώ, ο Λομάτσο, αυτός ο περίεργος θεωρητικός καλλιτέχνης, και θεωρητικός και καλλιτέχνης, με μια δική του οπτική, εν πολύ μυστικιστική, τον Λυγγόριο, όπως πολύ λαφυρά τον παρουσιάζει η κυρία Σισιλιάνου, ένας περίεργος εγωιστής μανιεριστής στα πάντα. Και ο Αρμενίνης, ένας ζωγράφος που δρά μέσα στην αντιμεταρρύθμιση, δεν μπορεί παρά να δίνει εντολές για το πώς πρέπει να είναι ένας καλός ζωγράφος, δησκευόμενος, χριστιανός, αλλά και συγγραφείς, ποιητές, που ακόμα και αν δεν είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, δραστηριοποιούνται στο περιβάλλον των καλλιτεχνών, στο μανιστικό περιβάλλον αρχικά. Ο Δάντης, ο Πετράρχης, ο Βοκάκιος, με αυτούς η τέχνη έγινε τέχνη. Εσείς έδωσαν την πρώτη θεμελίωση θεωρητική για τον Δάντη. Και μετά, για τον Τζότο, ο Βιλάνι, ο Πατσόλι, ο Παόλο Τζόβιο, ο Καστιλιώνε, ο Κονδίβι, ο Τόλτσε. Διαφορετική χώρα, διαφορετική κύκλη. Να μείνουμε σε δυο-τρεις από αυτούς. Ο Παόλο Τζόβιο, ουμανιστής ο οποίος τροφοδοτεί ας πούμε τους βίους του βαζάρι. Ο Καστιλιώνε, το Ουρμπίνο, στην κατεξοχή νουμανιστική αυλή της ισταλικής χελσονήσου και ενδεχομένως όλης της Ευρώπης. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Τόλτσε, διαφορετική περίπτωση, το μέλημά του είναι να βάλει στο παιχνίδι ας το πούμε έτσι και τους Βενετούς. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη. Ο Παόλο Κονδίβι που γράφει ως φαιρέφωνο του Μικελάντζελο εν μέρη συμπληρώνοντας, εν μέρη απαντώντας στον Δάντη.