: Παρακαλώ, παιδιά μου, για λόγους βιβλιογραφικής ενημέρωσης, όποτε κατά καιρούς τύχαινε να συναντήσω μια λόγια ρημάδα, έντυπη ή μεταγενέστερα εκδομένη, κάτουσα στην άκρη ένα δελτίο. Τώρα ήρθε, νομίζω, η ώρα να αναετηθεί η διόλους πλήρης και όχι συστηματική συναγωγή σε μια καινούργια βάση δεδομένων, καλλιρόει το προσωρινό της όνομα που ετοιμάζεται στην ανέμη με βιβλιογραφίες, ώστε να γίνει προσβάσιμη στο επιστημονικό κοινό και να μπορεί σταδιακά να συμπληρωθεί. Όχι μόνο από μένα φυσικά. Κάπως καταχρηστικά, απογράφω και ρημάδες σε 11 σύλλαβους, 13 σύλλαβους ή 8 σύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους, καθώς και ορισμένες προφορικές καταγράφες, όταν κάποιες ενδύξεις με οδηγούν να φεωρώ πιθάνω ότι αποτελούν συντομευμένες απολύξεις αρχικά λόγιων συνθέσεων. Μια τέτοια καταγραφή ό,τι έχω μαζέψει, κυκλοφόρησαν 4 ή 5 αντίγραφα, υπάρχει δυνατότητα όποιος ζητήσει από τη γραμματεία να γίνουν και άλλες φωτοτυπίες, αλλά υπάρχει και πιο απλή δυνατότητα, το mail είναι γραμμένο στη λίστα του συνεδρίου, να μου το ζητήσει ηλεκτρονικά, να το έχει ηλεκτρονικά ώστε να το βάλει, να το τοποθετήσει σε καλύτερη θέση και να μην του πιάνει και χώρο. Δεν απογράφω τα κείμενα που κοινούν από μια υπόθεση φανταστική και που έχουν επομένως αποκλειστικό ή κύριο στόχο την τέρψη του αναγνώστη ή του ακροατή. Ό,τι δηλαδή ονομάζουμε εμείς σήμερα λογοτεχνία. Καταχρηστικά πάλι σεμπεριλαμβάνω και αρκετές ρημάδες που αποτελούν απόπυρος μιας πραγματείας με στόχο τη μάθηση, τη θρησκευτική προπαγάνδα και λοιπά ή τέλος πάντων απλές επιστολές εκτός από τα κείμενα του Κεσάριου Δαπόντε. Αυτά δεν τα περιλεμβάνουν εκτός από δύο. Ενδεχομένως επειδή είναι πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, με ξεπερνάει. Μου έχει κάνει πάρα πολύ εντύπωση μια ιστορία που δεν θυμάμαι που έχω διαβάσει για τον Αθανάσιο και Παπαδόπουλο Κεραμέα. Τον κατέβασαν κάποτε στα υπόγεια της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης της Πετρούρπολης να δει τα ελληνικά χειρόγραφα. Τρελάστηκε και πέθανε μισό τρελός. Τις πολύ δύσκολες δουλειές τις αφήνουμε στην άκρη. Αυτό που καταρχήν ομαδοποιεί τη Συναγωγή μου δεν είναι πάντως η θεματική παρακοινή εκφραστική μορφή. Κείμενα γραμμένα σε ομοιοκατάληκτους στίχους που έχουν δηλαδή λογοτεχνικό ένθυμα. Τα κενά βέβαια της απογραφής δεν είναι λίγα ορισμένα θα μπορούσαν ίσως να καλυφθούν αλλά το ζήτημα δεν βρίσκεται μονάχα εκεί. Βρίσκεται κυρίως στο ότι το μέγιστο μέρος της συγγραφικής παραγωγής το συντριπτικά μεγαλύτερο χάθηκε. Τα κείμενα αυτά είναι από τη φύση τους στοχεύουν στο εφήμερο. Ο χρήστης είτε δεν ενδιαφέρεται να τα διακηρήσει είτε δεν έχει τη δυνατότητα. Δεν πειράζει και από τις τραγωδίες του Σοφοκλή το 19ο γνωρίζουμε. Εξόνυχος ο Λέων. Αυτό που θέλω να μη μας διαφεύγει από το συλλογισμό μας είναι πως μία σειρά ομοιοκατάληκτων στίχων που περιγράφουν ένα σημαντικό περίστατικο ήταν κάτι το πολύ κοινό. Το πολύ καθημερινό και δεν απαιτούσε εξαιρετικές ικανότητες στην κοινωνία που μελετάμε. Τουλάχιστον για τους νησιώτικους και τους αστικούς πληθυσμούς. Επικεντρώνω τώρα το ενδιαφέρον μου σε όσες ρημάδες έχουν αφορμή την πληροφόρηση όσες μάλλα λόγια συγκροτούνται ως ιστορία και δεν επιβιώκουν φαινομενικά κάτι περισσότερο από την περιγραφή. Συχνά βέβαια συναντάμε και σε αυτές σχήματα ρητορικά, μυθολογικές αναφορές είτε άλλα δείγματα μιας βούλησης να επιτεχθεί ειδισμένος λόγος. Ετούτοι όμως οι τροπισμοί δεν συνιστούν παρά κοινούς γλωσσικούς καλοπισμούς πολύ συνηθισμένους σε όλα τα κείμενα των λογίων. Είναι η απόδειξη ότι ο συγγραφέας έχει κάποια σχετική μόρφωση. Ο στόχος όμως των κειμένων είναι να αποτυπώσουν στο χαρτί και έτσι να κοινοποιήσουν σε μια ευρύτερη κοινότητα κάτι αξιωμνημόνευτο, μια πυρκαγιά, ένα λοιμό, πολεμικά ή άλλα πιο ιδιωτικής υφής γεγονότα ενώ μερικά στηρίζουν και καταγράφουν τα όσα είδε ή έπαθε ο ίδιος ο συγγραφέας. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι ορισμένα πολλά μάλλον από αυτά τα κείμενα παρά τον θεωρητικά πληροφοριακό στόχο τους ολοφάνερα λειτούργησαν διαφορετικά ως καθαυτό δηλαδή λογοτεχνία. Αυτό το διαπιστώνουμε αμέσως από την αναγνωστική τους τύχη. Βλέπουμε ότι τυπώνονταν και ανατυπώνονταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που ενίωτε πλησιάζει κάποτε ξεπερνάει και τον ένα μια φορά και τους δύο αιώνες. Άρα το κοινό αγόραζε τα αγόραζε όχι για να μάθει τι ακριβώς συνέβη τα καινούργια νέα παρά για τη συγκίνηση που του προκαλούσαν τα όσα περιγράφονταν. Μήπως είμαστε πιο κοντά στις πραγματικότητες εκείνων των χρόνων θεωρούμε πως οι συντάκτες τους τα έβλεπαν εξίσου ως ιστορικά και ως λογοτεχνικά κείμενα. Άσχετα αν δεν προσέφευγαν εμφανώς στη δημιουργική φαντασία. Αυτή ακριβώς τη διάκριση ή μάλλον αυτή τη σχέση ενδιαφέρομαι να εξετάσω. Υσχύει για όλα για λίγα ή μήπως η διάκριση είναι κάπως πλασματική μήπως δηλαδή προκύπτει από τη δική μας οπτική γωνία ενώ για τους συντάκτες και τους αποδέκτες των κειμένων ήταν ανύπαρκτη ή έστω πιο χαλαρή. Ας ξεκινήσουμε από τη δική μας οπτική γωνία πρώτα αν και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιμείνω καθώς τα πράγματα είναι φανερά. Όσοι καταπιάνονται με την έκδροση ή τη μελέτη των κειμένων αυτών αποφαίνονται χωρίς δισταγμούς το κείμενο παρέχει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες αλλά στελείται παντελώς λογοτεχνικής αξίας λίγο σαν κοινός τόπος στις σχετικές μελέτες. Σωστά, αλλά για τα δικά μας μέτα. Τα τελευταία χρόνια βέβαια με τη μανία να ανακαλύπτουμε κάθε τόσο και από ένα άδικα ξεχασμένο και παραγκονινισμένο λογοτεχνικό αριστούγημα βρισκόμαστε όχι σπάνια και στην αντίθετη τάση. Να ανακαλύπτονται αρετές με περισσή ευκολία. Σομολογήσω από μιας αρχής ότι διόλου δεν με πείθουν οι ανάλογες προσπάθειες. Καμία λογοτεχνική τέρψη δεν αποκόμισα από όσα κείμενα ξαναδιάβασα ή πρωτοδιάβασα για χάρη της παρουσίασης αιτούτης. Η οπτική του αναγνωστικού κοινού τώρα. Όπως είπαμε η συχνή ανατύπωση αποτελεί αδιάψευστη ένδειξη πολλαπλών αναγνώσεων. Άρα ένα μέρος του κοινού στατιστικά άξιο λόγου γοητευόταν διαβάζοντας ή ακούγοντας την περιγραφή ενός θανάτου, ενός ισμού, μιας ερωτικής απιστίας ή μιας διαβολής. Η αλήθεια του περιστατικού καθόλου δεν μείωνε το ενδιαφέρον. Αντίστατα το επαύξανε καθώς το νομιμοποιούσε. Μια από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν βέβαια ή σε πεζό γραμμένη αμαρτωλών σωτηρίας του Αγάπη Ουλάνδου ακούσαμε το πρωί μία ανάφορα. Και ένα μεγάλο τμήμα της ήταν τα ποικίλα θαύματα της Παναγίας. Η πραγματικότητά τους πρέπει να βρίσκεται στη βάση πραγματικότητα φυσικά τουλάχιστον για μένα σε ισαγωγικά. Πρέπει να βρίσκεται στη βάση... Μισό λεπτό γιατί μπερδεύτηκα κάνοντας το σχόλιο. Ναι, στη βάση της αναγνωστικής τέρψης. Το ότι δηλαδή ο κόσμος τα λογάγιαζε για αληθινά, για περιστατικά που συνέβησαν και αποδείκνεαν τη δύναμη που έκρυβε και η ίδια η αγαπημένη χριστιανική θεότητα, η Παναγία, αλλά και η πίστη σε αυτή τη δύναμη. Το ίδιο συνέβαινε και με τους βίους των Αγίων. Όσο θυμάμαι, χωρίς να είμαι σε θέση να τεκμηριώσω βιβλιογραφικά γιατί δεν βρήκα την έκδοση και στο διαδίκτυο τα λένε αλλιώς τώρα, ο Άγιος Σεραφείμ που ασκήτευσε στη Μονή των Μπουρς το 17ο αιώνα, δεν άγγιζε, λέει ο βίος του, μωρό το βιζί της μάνας του τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Ας επιχειρήσουμε, προτού επικεντρωθούμε και σ' άλλα παραδείγματα, μια κάπως γενικότερη θεώρηση. Δεν μας χρειάζονται βέβαια ηλικές γνώσεις για να ξέρουμε πως τα μικρά παιδιά θεωρούν τον Ταρζάνη τον Σούπερμαν όχι πλάσμα της φαντασίας των μεγάλων παραόντα ή παρεκτά. Το ίδιο όπως κάπως παλιότερα τους Ακατανή και τους Δάκους και τις πανέμορφες Βασιλοπούλες που ήταν έτοιμες να παντερθούν το άξιο παλικάρι. Οι ειδονοί που προκαλούν τα παραμύθια εξάπτοντας τη φαντασία των ακροατών θα καταστρεφόταν ουριστικά αν ο αφηγητής ήθι είχε το θάρρος του ταινί Τιντερό να σχολιάσει αποδομητικά τα ίδια του τα λόγια δηλώνοντας ρητά πως όλα αυτά είναι ψέματα εφευρέσεις του δικού του μυαλού με ο μοναδικό στόχο την τέρυψη του αναγνώστη ακροατή. Ωραία. Προτού προχωρήσουμε όμως ας σκεφτούμε λίγο πότε εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο. Πως, πότε ο Τιντερό κάνει αυτού του είδους τις παρεμβάσεις. Θυμίζω τα γεγονότα. Πρόκειται για το μυθιστό ημαζοάκκο Μυρολάτρις και ο αφέντης του γραμμένος στη δεκαετία του 1770 και εκδομένο με τα θάνατον. Στη ροή λοιπόν του κειμένου ο συγγραφέας παρεμβαίνει στον λόγο του αφηγητή εξηγώντας, σχολιάζοντας και έτσι αποκαλύπτει την πλαστότητα των όσων αφηγείται ο αφηγητής. Κάτι ανάλογο, πιο περίπλοκο μάλιστα, είχε επιχειρήσει και ο Λόρεν Στέων στον Τρίσταμ Σάντι, έργο που γράφτηκε την ίδια δεκαετία ο Ψύγωνο επίσης. Άρα μονάχα στα χρόνια του διαφωτισμού και μονάχα κάποια εξαιρετικά προχωρημένα μυαλά που απευθύνονταν σε εξίσου προχωρημένο κοινό μπορούσαν να συλλάβουν παρόμοια αποδόμηση της αφηγηματικής ζωής και πάντως και οι δύο συγγραφείς δίστασαν και δεν εξεδόσαν όσο ζούσαν τα έργα αυτά. Ξαναπιάνω τον αρχικό συλλογισμό. Μπορεί ένα μέρος του κοινού που διάβαζε ας πούμε τις περιπέτειες της αρετούσας να τις προσλάμβανε ως κάτι που συνέβη πραγματικά. Ωστόσο ο Κορενάρος ήξερε βέβαια πως αφηγείται ιστορίες πρασματικές, αλλά τις τοποθέτησε σε περαζόμενους καιρούς, σε άλλους τόπους, άλλους χρόνους, άλλα ήθη, αφήνοντας τον αναγνώστη ακροατή να ξεχαστεί και να ταυτίσει ασυνέσθητα το πραγματικό με κάτι περίπου πραγματικό. Το φανταστικό με κάτι περίπου πραγματικό. Αν ομολογούσε κι αυτός πως λέει ψέματα, ο κόσμος του μυθιστορίματος θα κατέρρεε. Ακριβώς όπως θα κατέρρεε και ο φαντασιακός κόσμος του παιδιού που ενδεχομένως γνωρίζει πια από μια ηλικία κι ύστερα πως ο Θαρζάντης ποτέ δεν υπήρξε, για να απολαύσει όμως την αισθητική χαρά πρέπει να την αισθανθεί ως πραγματική. Σήμερα εμείς μπορεί να διατρέχουμε την ιστορία του αίμου νέα προκειμένου να ανασύρουμε πληροφορίες για το βενετό άγγελο αίμων και την ναυτική του δράση στις θάλασσές μας. Όμως ακούγοντάς της τότε ο κόσμος, κοντά στις πληροφορίες που ίσως να τον αφορούσαν θα ένιωθε παράλληλα και αισθήματα θαυμασμού για τα κατοθώματα του Ναυάρχου και τις αγωνίες του Ναυάρχου. Φόβο δηλαδή και έλεος. Φόβο και έλεος θα ένιωσαν σίγουρα και οι αναγνώστες της ιστορίας θρηνιτικής του στάθη του πραγματευτού. Ο άτυχος αυτός έμπορος επέστρεφε με έναν σύντροφό του από τη Βενετιά στον τόπο του, το Σιμπίνι της Τρανσιλβανίας. Και στο δρόμο κόνιψαν σε ένα χωριό όπου το βράδυ τους επιτέθηκαν ληστές, τον σκότωσαν και τραυμάτισαν σοβαρά το φίλο του. Αυτά συνέβησαν στα 1765, τη νύχτα του 15 Αυγουστό μαθαίνουμε. Σύντομη εξιστόρηση, 66 ειδίστηκα όλα και όλα, σίγουρα δεν στηρίχτηκε σε αυτοψία παρά στις φήμες που θα κυκλοφόρησαν και που μπορεί να ήτανε βέβαια πλασματικές. Παρουσιάζει όμως όλες τις λεπτομέρειες ως πραγματικά γεγονότα. Παίρνει ο στάθης το σκαμνί, χτυπά έναν στη μέση, εστάθη όμως ολιστής δίκος νεκρός να πέσει. Τότε ως άνη θύμωσαν οι κλέφτες γεωργισμένοι κι άλλοι πολλοί επλάκωσαν σαν σκύλοι δυσασμένοι. Πιάνουν το στάθη των πτωχών, παντού θες τον χτυπούσει, με πιστοριές, με μακαιριές και τον κατατρυπούσει. Ο συντάκτης θέλει τον αναγνώστη θεατή. Να προσέξουμε ότι αναγράφεται η ακριβής χρονική στιγμή. Αποβλέπει στην ταραχή που θα του προκαλέσει η φρύκη. Συνάμα όμως εκμεεύει λεκτικά και τη συγκίνηση. Κλάψετε φίλοι, κλάψετε τον πικραμένο στάθη. Χίσετε μαύρα δάκρυα στα θλιβερά του πάθη. Τα μάτια ετοιμάσετε σε αυτήν την ιστορία, νησμάυρα δάκρυα και πικρά, χωρίς παρηγορία. Υποθέτω πως η ρήμα θα συντάχτηκε αμέσως μετά το αποτρόπιο γεώναος και θα κυκλοφόρησε χειρόγραφοι. Τέσσερα χρόνια αργότερα ένα αντίγραφο βρήκε τον δρόμο για το τυπογραφείο. Ανάλογη είναι η συναισθηματική συγκίνηση που θα προκάλεσε και η εξειστώρηση ενός παρόμοιου περιστατικού έναν αιώνα περίπου νωρίτερα, 20 του Γενάρη 1678. Και εδώ η ακριβή συμμερομηνία. Λιστές σκότωσαν το στάμκο δάκκο για ο πλούσιου προκρίτου. Μια αντίστοιχη ρημάδα, ο λόγος εγκομιαστικός κλπ, τυπώθηκε αμέσως τον άλλο χρόνο στη Βενετία. Γραμμένη σε ένα κλίμα λίγο πιο ηθικοπλαστικό, δίχως τις άμεσες φρικιαστικές περιγραφές. Ο στρίτο παράδειγμα μπορούμε να πάρουμε την ιστορία του Γεωργίου Σταβράκη. Ξέρουμε πόσο είχε εντυπωσιάσει την ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο άμετρος πλούτος του, η συνακόλουση ισχής, η γενεοδορία, όσο και η αρπακτικότητά του. Δύο χρόνια από τον δραγικό του τέλος, μια σύντομη ιστορία διαστήκων απλών, εκδόθηκε στη Βενετία και σύντομα κατέκτησε τους αναγνώστες. Έχουν επισημανθεί 15 εκδόσεις ως το 1871, περνάμε τον αιώνα. Αλλά σίγουρα υπήρξαν πολύ περισσότερες. Αυτό το τεκμέρουμε από τη γυτνίαση των χρονολογιών ορισμένων εκδόσων. Αν θέλετε το σχολιάζουμε αυτό μετά. Και εδώ ο αφηγητής εμφανίζεται ως αυτόπ της μάρτις της ζωής του Σταυράκη. Κάτι που σίγουρα δεν υπήρξε. Προφανώς στηρίζεται σε περιγραφές που θα κυκλοφορούσαν. Έτσι για τα λούσα των παλατιών του διαβάζουμε. Μα τι να κάθομαι εγώ τώρα να διηγούμε όσα είδα εγώ εκεί να πω δεν τα θυμούμαι. Καρέκλες ασημένιες και άλλες εντεφένιες στη Βενετιά ήτανε όλες εκεί φτιασμένες. Καθρέπτε ωραιότατοι γύρω πυρβαζωμένοι με τόσα ζαραφλίκια με μάλαμα φτιαγμένοι. Ο στόχος πάντα να αισθανθεί ο αναγνώστης αυτόπ της. Να έμβαινες μέσα εκεί στεκώσουν κι απορούσες στις ζωγραφιές και ευμορφιές να ήσουν προσκυνούσες. Και μάλιστα η ζωή του Σταυράκη τέριαξε όμορφα στην αφήγηση προφέροντας η ίδια το δραματικό καμβά. Πλούτη, δύναμη, υπεροψία, ύβρης, τιμωρία. Και εδώ βέβαια πρέπει να αναζητήσουμε και την εμπειρία της τεράστιας εκδροτικής διάδοσης. Μια ιστορία δραματική από τη φύση της. Δραματικά οργανωμένη. Σε πραγματικά γεγονότα στηρίζεται και η ιστορία της Ευρωπούλας της Μαρκάδας. Και εδώ η εντυπωσιακή επιτυχία που απλώνεται σε ένα άνισμα δύο αιώνων, τέλη 17ου, τέλη 19ου, οφείλεται στη γοητεία της υπόθεσης. Έρος, απαγωγή, απεινής καταδίωξη εκ μέρους της μπαμάς, happy end. Η πραγματικότητα, λοιπόν, πάλι, ή τέλος πάντων μια υποτιθέμενη εκδοχή της. Έφερε την αφήγηση κοντά στο ία ανεγέννητο κατατοϊκός. Όπως συνέβη άλλωστε και με πολλές προφορικά συνθεμένες και αναμεταδιδόμενες ρημές, που και αυτές είχαν ως αρχική αφορμή μια αίμετρη αφήγηση ενός παριστατικού. Αλλά η λειτουργία τους προσέγγισε αμέσως και τη λογοτεχνική συγκινήση. Εύκολα θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραδείγματα. Ας προχωρήσουμε, όμως, σε ένα ακόμα, κοινώς σε όλες τις ρημάδες, χαρακτηριστικό στοιχείο. Ο συντάκτης λόγου χάρη του θρύνου της Κύπρου, λίγο μετά το 1571, που ενδέχεται να ήταν ο μπαμπάς του Νεοφυτουρωδίνου, ενδέχεται, παραθέτει πλάι στα γεγονότα και μια πλασματική ιστορία. Ένα διάλογο όπου η Παναγία εκκληπαρεί τη σωτηρία των Χριστιανών, ο Χριστός όμως δεν αποδέχεται την ηκεσία επειδή οι αμαρτήρες τους είχαν πληθύνει. Μεταφερόμαστε στο άχρονο επίπεδο της ηθικής. Αμάρτημα, θεϊκή τιμωρία και η ελπιζόμενη εξηλέωση. Όλα τα γεγονότα που περιγράφουν οι ρημές είναι διαρκής και πασιφανής, η ανάμιξη του Θεού στα γύηνα και εκμήριο και αυτό της συναισθηματικής φόρητης της αφήγησης. Και όχι μόνο ο Θεός, παρά και τα στοιχεία της φύσης. Στους αμέσως επόμενους στίχους του θρύνου της Κύπρου κατηγορείται η θάλασσα, ως αιτία της καταστροφής της Κύπρου. Γιατί αυτή έφερε τον τουρικικό στόλο. Κάπως παρόμοια συνθέτει την αφήγησή του και ο Μάνθος Ιωάννου στη Συμφορά και Εχμαλωσία Μωρέως, η περιγραφή μαχών συμπλέκεται με τις προσωπικές ταλαιπωρίες του συγγραφέα, με θαύματα που καταδεικνύουν τη θεϊκή δύναμη, με αναβρομές στην πρόσφατη και την απότερη ιστορία, με ηθικές παρενέσεις. Και εδώ αφηγητής εμφανίζεται διαρκώς αυτόπτις. Ακόμα και στη σκηνή όπου ο Σουλτάνος συνομιλεί με τον Βαζίου ή τον Καπετάν Πασά. Και όλα μα όλα περιγραφές και προτροπές κατατείνουν στο φόβο και το έλεος. Σάββατο μέρα επάρθηκε. Ήταν κοντά στο γέμα που μέσα στα ανάπλη έτρεχε σαν ποτάμι το αίμα. Τότε να ειδείς τόσα κορμιά των Χριστιανών κομμένα και να μην γνωρίζονται στο αίμα κυλιμμένα. Όσες γυναίκες και παιδιά ευρίσκονται στο κάστρο το πρόσωπο τους έγινε σαν το κερί το άσπρο. Και δέντρα να μη βλαστήσετε χώρετε να ξυρανθείτε και του Μοριάτη συμφορά όλοι να λυπηθείτε. Ω φρύξον στέναξον θρύνισον η σελήνη κλάψετε τ' άστρα του ρανού το θρύνιος που έγινε κλπ. Η κάθε μαρτυρία εκφέρεται συναισθηματικά φορετισμένη ακριβώς όπως και σε κάθε προφορική αφήγηση δική μας. Ο στόχος είναι να συγκινήσουμε αυτόν τον οποίον το λέμε και να ξανασυγκινηθούμε οι ίδιοι με την ανάμνηση. Ο ίδιος ο μάθος Ιωάννου το ξέρει και το δηλώνει με αφέλεια. Και τώρα όσα έγραψα για να έχω πόνον άμετρον να έχω εγώ πόνον τα γράφω πόνον άμετρον και φλόγα στην καρδιά μου. Και παρακάτω να είχα σπουδή και μάθηση να έγραφα όλο το φήνι το τέλος. Όποιος να την διάβαζε δάκρυα πικρά να γίνει. Όσοι είχα την ελπίδα μου εις του Θεού τη χάρη σε στίχους την επίεισα. Και βγήκα από τα βάρη γάφοντας έφυγε από πάνω μου το βάρος. Και ενώ αρχίζει την αφήγησή του με πόθων και ανασταναγμών βουλήθηκα να γράψω. Με πόθων και ανασταναγμών. Και το μωριά της συμφορά από καρδιάς να κλάψω. Ο φόβος άλλωστε ο θαυμασμός η άμεση συμμετοχή στα τεκτενόμενα βρισκόταν και στην οπτική του αναγνώστη. Προλογίζοντας μια έκδοση των ανθραργαθειών του Μιχάλη Βορεβόδα του γνωστού μας και από τον Κατσούριμπο Πενετού Μιχάλη του ηγεμόνα της Βλαχίας κάποιος νεόφυτος ιερομόναχος, δεν έχω ταυτίση στο πρόσωπο, σημείωνε Όταν της άνθρωπος ακούει διαλόγου πράξεις και ιστορίας ενός μεγαλοψύχου και ανδριωμένου όλος διόλου, η διάνοια του και η διάθεσή του συντρέχει εκεί όπου ο λόγος της ιστορίας διαγράφει το πράγμα. Τι ούτων και παρόμοιον συνέβη και εις εμέ, αγαπητοί αδελφοί ακούγοντας τα προτερήματα του ανδριωτά του Μιχάλη και δεν φαντάζομαι άλλο μόνο πως τον βλέπω να ανταγραφεί με το υψηλόνα αυτού βραχείωνα και λοιπά. Ακούγοντας τον βλέπω. Είμαστε ολότελα στο χώρο της λογοτεχνίας. Και ο πρόλογος αυτός τελείωνε. Δια τούτο, όσοι αντιχάνεται αυτό το πίημα παρακαλούμε να το αναγνώθετε με πόθον. Ακριβώς όπως η συγγραφή για τον Μάνθο Ιωάννου έτσι και η κάθε ανάγνωση για να λειτουργήσει της χρειάζεται η συναισθηματική ένταση. Τα κείμενα λοιπόν εφάπτονται με τη λογοτεχνία. Με τη λογοτεχνία όμως ή μήπως με την παραλογοτεχνία. Ταυτόχρονα είναι και κείμενα μιας ατομικής βιωματικής εξισθόρησης γεγονότων. Προσωπικών ή όχι. Μάλλον σε αυτό το θυσυνδιασμό πρέπει να αναζητήσουμε το κλειδί. Η παραλογοτεχνία δεν δημιουργεί τα συναισθήματα. Τα εκβιάζει. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Δεν σε αφήνει να ξεφύγεις. Είτε με τη φαντασία είτε με την αμεσότητα των περιστατικών που περιγράφει και η βιωματική εξισθόρηση πραγματική είτε πλασματική είναι μια αχρονή ιστορία. Μια αφηγήση που δεν τοποθετεί τα πράγματα στο ανάπτυγμα του χρόνου παρά σε ένα αέναο διαρκές παρόν. Ας μη μας διαφεύγει η επιμονή στις ημερομηνίες. Είδαμε νύχτα του 15 Αυγουστό. Είδαμε 20 του Γενάρη. Σε άλλη περίπτωση έχουμε 18 Ιουνίου. Τα γεγονότα πρέπει να ενταχθούν στον επαναλαμβανόμενο ετήσιο κύκλο με τον ίδιο τρόπο που εντάσσεται και ο βίος των Αγίων. Γιορτάζουμε στις 23 Απριλίου του Αγίου Γεωργίου. Πότε πέθανε ούτε ξέρουμε ούτε μας νοιάζει. Αυτός ο ενιαίος χώρος βρίσκεται έξω από ότι η δική μας οπτική ονομάζει είτε ιστορία είτε λογοτεχνία. Θα ονόμαζα τα έργα αυτά παραιστορικά παραλογοτεχνήματα, αν ο όρος ήταν καλός, που δεν οδηγούν ούτε τη φαντασία ούτε τον στοχασμό, ούτε στη φαντασία ούτε στον στοχασμό. Έργα που παραμένουν δέσμια του άμεσου συναισθήματος και του υποκειμενικού βιώματος, που δεν επιδιώκουν να αναπτύξουν τον νου, τον υποτάσσουν. Αλλά στα μάτια των συντακτών και των αναγνωστών τους, τα έργα αυτά ήταν και ιστορία και λογοτεχνία. Όταν στην ιστορία της λογοτεχνίας, που με έτσι χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον γενικό τίτλο, εντάσσουμε και τις αναγνωστικές συμπεριφορές, τη δεκτικότητα του κοινού, διαπιστώνουμε αμέσως ότι η διάκριση λογοτεχνίας παρά λογοτεχνίας είναι ανύπαρκτη. Το κοινό που τέρπεται με τον ερωτόκριτο, τέρπεται και με τις ρημάδες μας. Και αυτό βέβαια μπορεί να σημαίνει ότι και τη θυσία του Αβραάμι τον ερωτόκριτο, τα διαβάζει ως παραλογοτεχνία, δηλαδή χαίρεται την υπόθεση, τα έντονα πάθη, τις αγραίες καταστάσεις και δεν ζητά τίποτα περισσότερο. Με τον ίδιο τρόπο, ένα πολύ ευρύ τμήμα του κοινού θα διάβαζε άλλωστε και τα πεζά ιστορικά κείμενα, την Βυζαντίδα ή τους 16 τόμους της παλαιάς ιστορίας του Ρωλίνου, όπως άλλωστε και τις έμετρες, όχι όμως και ομοιοκατάληκτες αφηγήσεις. Υσχύει άλλωστε άρα και κάτι τέτοιο και για τους πιο καλλιεργημένους? Και αν όχι, από πότε εντοπίζουμε διαφοροποιήσεις? Άλλο αν κάθει αυτό. Στηχεία για να διαβαθμίσουμε τις διανοητικές ικανότητες των λογίων δεν διαθέτουμε. Μονάχα από την ίδια τους την παραγωγή, όταν υπάρχει. Έως και τον Ιαχωβάκη Ρίζο Νεουλώ πάντως, δεν συναντάμε καμιά διάκριση ανάμεσα στη λόγοτεχνία και τη λόγιοσύνη, δηλαδή την εγγραμματοσύνη, το ενδιαφέρον για τα γράμματα. Και αν αρχίζει κάτι, αρχίζει να αλλάζει με τον Χριστόπουλο και τον Βηλαρά, αλλά ακόμα και αυτοί έχουν τη γλώσσα σαν καθοριστικό στοιχείο. Η αναζήτηση της δεκτικότητας του αναγνωστικού κοινού πάντως, μας οδηγεί, όποια εποχή κι αν μελετάμε, σε όχι πολύ ευάρεστα συμπεράσματα. Ευχαριστώ. |