Διάλεξη 11: Υπόσχεσθαι, αγαπητές φίλες και φίλοι. Στην 10η διάλεξη του Μεταπτυχιακού του Εκκλησιαστικού Δικαίου Δευτέρο έτου σε αρινό εξαμήνου, όπως ήδη προαναγγείλαμε στην προηγούμενη 10η διάλεξη, θα παρουσιάσω με το κεφάλαιο «Κατηγορίες του Συστήματος Σχέσεων Κράτων Συσκευμάτων Ουδετερότητα Χορησμός Συνεργασία» από το άρθρο του καθηγητή Μπαλάς Σάντα, το οποίο περιέχεται στο βιβλίο του καθηγητή Γέρχα Ρόμπερς «Πράτη και Θεσκεύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», το οποίο την επιμέλεια είχε ο εν λόγω Γερμανός καθηγητής. Και στη συνέχεια θα προβούμε στο σχολιασμό των κυριότερων σημείων της παρουσίασης του καθηγητή Μπαλάς Σάντα. Ο καθηγητής Μπαλάς Σάντα αναφέρει «Ουδετερότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η σημαντικότερη αρχή που διέπει το κράτος στη σχέση του με τις θρησκευτικές κοινότητες, καθώς και με άλλες ιδεολογίες». Το κράτος θα πρέπει να παραμένει ουδέτερο σε ζητήματα που αφορούν την ιδεολογία. Δεν θα πρέπει να υπάρχει επίσημη ιδεολογία θρησκευτική ή κοσμική. Η ουδετερότητα σημαίνει το κράτος δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με οποιαδήποτε ιδεολογία ή θρησκεία. Συνεπώς δεν πρέπει να συνδέεται θεσμικά με έναν αριθμό θρησκευμάτων ή με οποιοδήποτε ένα και μοναδικό θρίσκευμα. Αυτό καταδεικνύει ότι το δόγμα που βρίσκεται πίσω από την αρχή του χωρισμού, όπως ρητά ορίστηκε στο Σύνταγμα, είναι η ουδετερότητα του κράτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ουδετερότητα πρέπει να διακρίνεται από την αδιαφορία, η οποία δεν είναι ό,τι το Σύνταγμα υπονοεί, όπως προκύπτει από την έννοια της ουδετερότητας στην οποία επεξεργάστηκε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ούτε η ουδετερότητα αυτή είστε με το λαϊκό χαρακτήρα του κράτους. Το κράτος μπορεί να έχει ενεργό ρόλο στον ορισμό θεσμικού νομικού πλαισίου, όπως και στην παροχή επιχορηγήσεων προς τα θρησκεύματα, για τη διασφάλιση της ελεύθερης άσκησης της θρησκείας στην πράξη. Από το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκείας, προκύπτει η υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει τη δυνατότητα της ελεύθερης διαμόρφωσης προσωπικών πεποιθήσεων, αναφέρει η Επόφαση 4 του 1993 του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το κράτος δεν θα πρέπει να διαπλέκεται θεσμικά με οποιοδήποτε οργανισμό που βασίζεται σε ιδεολογία είτε θρησκευτική είτε κοσμική. Η ελευθερία της θρησκείας και η ελευθερία από τη θρησκεία προστατεύονται εξίσου. Καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση. Όλοι οι δημόσιοι θεσμοί δεσμεύονται από την αρχή της ουδετερότητας. Το κράτος δεν πρέπει να διατηρεί μη ουδέτερα ιδρύματα όπως σχολεία ή θελογικές σχολές. Οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί όμως πράγματι απολαμβάνουν κρατικής χρηματοδότησης. Η έννοια του χωρισμού μπορεί να οριστεί από τη μια πλευρά με το σεβασμό της αυτονομίας, του αυτοκαθορισμού δηλαδή των θρησκευμάτων. Το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις οποιοδήποτε θρησκεύματος. Και από την άλλη πλευρά, με την αρχή που προβλέπεται στο νόμο για τη θρησκευτική ελευθερία, δεν επιτρέπεται να ασκείται κρατικός εξεναγκασμός προς σκοπό της επιβολής των εσωτερικών νόμων και κανώνων θρησκεύματος. Οι θρησκευτικές κοινότητες δεν επιτρέπεται να κάνουν χρήση της κρατικής εξουσίας. Στη σχέση μεταξύ του ατόμου και του θρησκεύματος του ή του θρησκεύματος της, το κράτος δεν παίζει ρόλο. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ουγγρικό σύστημα φαίνεται να είναι πιο κοντά στο ιταλικό-υσπανικό μοντέλο. Ο θεσμικός χωρισμός μεταξύ θρησκευμάτων και κράτους στη Λουγκαρία είναι αναμφίβολα αυστηρότερος από εκείνος το μοντέλο συντονισμού της Γερμανίας. Αλλά το ουγγρικό κράτος παρέχει ευνοϊκές προϋποθέσεις για τις σκεφτικές δραστηριότητες και κρατικές χρηματοδοτήσεις σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την περίπτωση της λαϊκής Γαλλίας. Το ουγγρικό μοντέλο που προέκυψε στη δεκαετία του 90 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευμενής χωρισμός που σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία των θρησκευμάτων, που ενισχύει τις δραστηριότητές τους και είναι ανοιχτό στη συνεργασία για το κοινό συμφέρον, ειδικά στον τομέα των δημόσια υπηρεσιών. Τώρα προχωρούμε στο σχολιασμό των σπουδαιότερων σημείων της παρουσίασης του καθηγητή Μπαλάς Σάντα για τις κατηγορίες του συστήματος σχέσεων κράτους θρησκευμάτων στην Ουγγαρία. Ουδετερότητα, χωρισμός, συνεργασία. Μας εξηγεί την έννοια καταρχάς της ουδετερότητας. Ουδετερότητα σημαίνει το κράτος να μην διαπλέκεται θεσμικά με οποιοδήποτε οργανισμό που βασίζεται σε ιδεολογία. Είτε η ιδεολογία είναι θρησκευτική, είτε είναι κοσμική. Ως προς τον χωρισμό, μας λέει ότι η έννοια αυτή μπορεί να οριστεί από την πλευρά του σεβασμού της αυτονομίας. Δηλαδή έχει μία πλευρά σεβασμού της αυτονομίας ή του αυτοκοθορισμού των θρησκευμάτων από το κράτος. Η άλλη πλευρά της έννοιας του χωρισμού είναι η απαγόρευση της χρήσης της κρατικής εξουσίας από τις θρησκευτικές κοινότητες. Δεν μπορεί δηλαδή το κράτος να παρεμβάλλεται μεταξύ του ατόμου και του θρησκευματός του. Στη συνέχεια, ο καθηγητής Μπαλάς Σάντα προσπαθεί να ορίσει το σύστημα των σχέσεων κράτους-θρησκευμάτων στην Ουγγαρία και λέει ότι είναι το σύστημα του χωρισμού, στο οποίο το κράτος ορίζει το θεσμικό νομικό πλαίσιο, όπως έκανε με το νόμο τον ειδικό για τα θρησκεύματα, που λέγεται νόμος για την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας. Δεύτερον, παρέχει άμεση χρηματοδότηση. Σε θρησκεύματα. Επομένως, είναι το σύστημα του χωρισμού με παροχή προνομίων. Αλλά ποιο είναι ειδικότερα το σύστημα των σχέσεων κράτους-θρησκευμάτων στην Ουγγαρία, το διερευνά ο καθηγητής Μπαλασσάντα, στη συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων. Τώρα, προσιάζομαι αυτά τα οποία αναφέρει ο ίδιος για το ίδιο θέμα, για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων στο άρθρο του για το κράτος και τα θρησκεύματα στην Ουγγαρία. Αναφέρει λοιπόν, ο νόμος για την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας και για τα θρησκεύματα, ψηφίστηκε το 1990, σύμφωνα με αυτό το νόμο, οι οποίοι ακολουθούν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν, προς το σκοπό άσκησης της θρησκείας τους, να ιδρύουν θρησκευτική κοινότητα, θρίσκευμα ή εκκλησία, εφ. θρίσκευμα, με αυτονομία. Οι εκκλησίες μπορούν να ιδρύονται για την επιδίωξη όλων των θρησκευτικών δραστηριοτήτων, που δεν είναι αντίθετες στο σύνταγμα και δεν παραβιάζουν το νόμο. Η καταχώρηση των θρησκευμάτων γίνεται από τα πρωτοδικία, με τον ίδιο τρόπο που καταχωρούνται τα σωματεία, τα πολιτικά κόμματα ή τα ιδρύματα. Οι προϋποθέσεις είναι ιδιαίτερα τυπικές. Τα θρησκεύματα που καταχωρήθηκαν πριν το 1990, επανακαταχωρήθηκαν αυτοδικαίως. Οι άλλες σκεφτικές κοινότητες που επιθυμούν να καταχωρηθούν, χρειάζεται να υποβάλλουν τα νόματα 100 φυσικών προσώπων ως ιδρυντικών μελών και καταστατικών που να περιέχει τουλάχιστον την επωνυμία του θρησκεύματος, την έδρα του και την εσωτερική οργανωτική του δομή και να εξειδικεύει εκείνες τις εσωτερικές μονάδες του θρησκεύματος που έχουν νομική προσωπικότητα. Πρέπει επίσης να έχει συστημαδίκηση και εκπροσώπιση στο οποίο έχει επιλέξει. Οι ιδρυτές πρέπει περαιτέρω να υποβάλλουν δήλωση ότι ο οργανισμός τον οποίο έχουν ιδρύσει έχει θρησκευτικό χαρακτήρα και ότι οι δραστηριότητες τους συμμορφώνονται με το Σύνταγμα και το νόμο. Όλα τα θρησκεύματα που καταχωρούνται έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η ισότητα, όμως, είναι ζήτημα νομικού καθεστότησης και όχι κοινωνικής σημασίας. Όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε, επίσης, η ίση μεταχείριση των θρησκευμάτων δεν αποκλείει να ληφθούν υπόψεις οι πραγματικοί κοινωνικοί ρόλοι των επιμέρους θρησκευμάτων. Συνεπώς, οι εξωτερικές κοινωνικές διαφορές μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το νομοθέτη αν αυτές έχουν σημασία για το δεδομένο ζήτημα. Τα θρησκεύματα δεν έχουν νομική προσωπικότητα ούτε δημοσίου ούτε ιδιωτικού δικαίου. Τα θρησκεύματα που λαμβάνουν νομικής προσωπικότητας ιδίου δικαίου, sui generis. Οι εσωτερικές οργανωτικές τους μονάδες, όπως οι επισκοπές ή ενορίες, είναι επίσης νομικά πρόσωπα και το καταστατικό του θρησκεύματος το προβλέπει. Αυτό σημαίνει ότι το εσωτερικό δίκιο κάθε θρησκευτικής κοινότητας καθορίζει αν οι εσωτερικές οργανωτικές της μονάδες αποκτούν πολιτιακή νομική προσωπικότητα. Δεν απαιτείται περαιτέρω κρατική καταχώρηση αυτών των νομικών προσώπων. Στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας, ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου και ο Κώδικας Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών καθορίζουν τις οργανωτικές μονάδες της Καθολικής Εκκλησίας που αποκτούν νομική προσωπικότητα σύμφωνα με κάποιον από αυτούς τους κώδικες. Έχουν νομική προσωπικότητα στο ουγγρικό νομικό σύστημα. Εξάρτητοι οι οργανισμοί των θρησκευμάτων που ιδρύονται για θρησκευτικούς σκοπούς όπως τα μονοχικά τάγματα. Είναι επίσης νομικά πρόσωπα αλλά χρειάζεται να καταχωρούνται από το Δικαστήριο. Καθώς το νομικό σύστημα είναι πολύ ευπροσάρμοστο σε σχέση με την καταχώρηση και την αναγνώριση νομικής προσωπικότητας, τα θρησκευτικά κινήματα και αποσχηστήσεις ομάδες μπορούν εύκολα να κάνουν χρήση των ίδιων νομικών καθεστώτων με τις παραδοσιακές εκκλησίες. Ο αριθμός των καταχωρημένων θρησκευτικών κοινοτήτων είναι σήμερα περίπου 150. Και τώρα θα προχωρήσουμε στο σχολιασμό των σημαντικότερων σημείων της παρουσίασης του καθηγητή Μπαλάας Σάντα που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων. Οι θρησκευτικές κοινότητες για να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα πρέπει να καταχωρηθούν, να γραφούν στο τυρούμενο από το δικαστήριο, δηλαδή δικαστήριο είναι αρμόδιο για την καταχώρηση, διβλίο. Οι δρητές 100 φυσικά πρόσωπα. Όπως είναι σαφές ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά μεγάλος. Και αυτό έρχεται σε αντίθεση αυτή η πρόβλεψη τόσου μεγάλου αριθμού φυσικών προσώπων συνδρυτών θρησκευτικής κοινότητες. Έρχεται, λοιπόν, σε ευθύ αντίθεση προς το δικαίωμα στην ελευθερία εκδήλωσης θρησκείας σε συνδυασμό με την ελευθερία του συνετερήρισθε θρησκευτικού σκοπούς. Δικαιώματα τα οποία επιβάλλουν την υποχρέωση στο κράτος να προβλέπει μορφές νομικής προσωπικότητας, στις οποίες η πρόσβαση θα διευκολύνεται από πλευράς κρατικής νομοθεσίας, διότι αυτές οι μορφές νομικής προσωπικότητας είναι βασικό επίπεδο. Δεν είναι ανωτέρο επίπεδο, δηλαδή αναγνωρισμένο θρησκεύματος. Είναι βασικό επίπεδο, προκειμένου να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα βασικό επίπεδο για να μπορούν να αναπτύσσουν μια γκάμα δραστηριοτήτων, οι οποίες απαιτούν την ύπαρξη νομικής προσωπικότητας. Το καταστατικό του θρησκεύματος μπορεί να εξειδικεύει ποιες εσωτερικές μονάδες, οργανωτικές μονάδες του θρησκεύματος έχουν νομική προσωπικότητα. Η νομική προσωπικότητα που απολαμβάνουν τα θρησκεύματα με βάση αυτόν τον ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα της Ουγγαρίας δεν είναι ούτε δημοσίου, ούτε ιδιωτικού δικαίου. Είναι «sui generis», ιδίου δικαίου, θρησκευτική νομική προσωπικότητα. Απ' τη στιγμή που η θρησκευτική κοινότητα, δηλαδή ένα θρίσκευμα αποκτήσει νομική προσωπικότητα με την καταχώρησή του, αποκτούν νομική προσωπικότητα και οι εσωτερικές οργανωτικές του μονάδες, αν το καταστρατικό του θρησκεύματος το προβλέπει αυτό. Και δεν απαιτείται, δηλαδή, περαιτέρω καταχώρηση, δηλαδή δεν απαιτείται να ακολουθεί διαδικασία καταχώρησης γι' αυτά τα νομικά πρόσωπα, δηλαδή για τις εσωτερικές οργανωτικές μονάδες, οι οποίες αναγνωρίζονται από το καταστρατικό του θρησκεύματος ότι είναι ξεχωριστά νομικά πρόσωπα. Αυτό εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Καθολικής Εκκλησίας, διότι η Καθολική Εκκλησία ως γνωστόν έχει την τελειότερη νομική οργάνωση σε σύγκριση με όλα τα θρησκεύματα, έχει δύο κώδικες Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας του 1983, Κώδικας Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών Ιωνητικών Εκκλησιών, εκεί στους δύο κώδικες προβλέπονται ποιες είναι οι εσωτερικές οργανωτικές μονάδες, δηλαδή οι θρησκευτικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας, εκεί προβλέπονται αν έχουν νομική προσωπικότητα και τι μορφή νομικής προσωπικότητα έχουν οι θρησκευτικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας. Και έτσι, σύμφωνα με τη νουκρική ενόμητάξη, έχουν νομική προσωπικότητα οι εσωτερικές οργανωτικές μονάδες της Καθολικής Εκκλησίας, δηλαδή οι θρησκευτικοί οργανισμοί της Καθολικής Εκκλησίας, εφόσον έχουν νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με τον ένα ή τον άλλο κώδικα, σύμφωνα με τον κώδικα κανονικού δικαίου της Λατινικής Εκκλησίας ή σύμφωνα με τον κώδικα κανόνων των Ανατολικών Καθολικών Ιουνητικών Εκκλησιών. Αν πρόκειται τώρα για ανεξάρτητους οργανισμούς θρησκευμάτων, όπως είναι τα μοναχικά τάγματα, τότε αυτά πρέπει, δεν έχουν αυτοδικαίωση, απαιτείται δηλαδή για αυτή την περίπτωση η κρατική καταχώρηση αυτών των θρησκευτικών οργανισμών, διότι δεν θεωρούνται ότι είναι εσωτερικές οργανωτικές μονάδες τα μοναχικά τάγματα, αλλά θεωρούνται ως ανεξάρτητοι οργανισμοί των θρησκευμάτων που ιδρύονται για θρησκευτικούς σκοπούς. Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης ότι η δήλωση, την οποίαν υποχρεούνται οι ιδρυτές μιας θρησκευτικής κοινότητας να υποβάλλουν προς το Δικαστήριο όταν ζητούν την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, σύμφωνο με τον Υδικό Νόμο για τα Θρησκεύματα, ότι ο οργανισμός αυτός, τον οποίον έχουν ιδρύσει, έχει θρησκευτικό χαρακτήρα και ότι οι δραστηριότητές του συμμορφώνται με το Σύνταμα και τον νόμο, έρχεται σε ευθύνη αντίθεση με τα διεθνή standards για την θρησκευτική ελευθερία, διότι αποτελεί μια υπερβολική απέτηση, δεδομένου ότι σε αυτό το στάδιο της ιδρύσεως πρέπει να διευκολύνεται η απόκτηση νομικής προσωπικότητας και όχι να απαιτούνται υπερβολικές προϋποθέσεις όπως είναι αυτή. Εξυπονοείται ότι όσοι σκεφτικοί οργανισμοί αποκτούν νομική προσωπικότητα, συμμορφώνονται με το Σύνταμα και τους νόμους. Εάν τώρα η λειτουργία τους αποδείξει το αντίθετο, τότε η κρατική διοίκηση οφείλει να το αποδείξει αυτό και εφόσον προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία να λάβει τα σχετικά μέτρα. Και τώρα προχωρούμε στην παρουσίαση ενός άλλου κεφαλαίου του καθηγητή Μπάλα Σάντα για την έννοια της σκεφτικής κοινότητας και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού των θρησκευμάτων στην Ουγγαρία. Ο καθηγητής Μπάλα Σάντα αναφέρει «Η θρησκευτική αυτονομία μπορεί να θεωρηθεί ως η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των νομικών προσώπων των καταχωρημένων ως θρησκεύματα και των άλλων καταχωρημένων νομικών προσώπων, όπως είναι τα σωματεία, τα πολιτικά κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η αυτονομία με την αυστηρή νομική έννοια σημαίνει ότι οι εσωτερικές πράξεις των οργανισμών που είναι καταχωρημένες ως θρησκεύματα δεν υπόκεινται σε οποιοδήποτε είδος κρατικής παρέμβασης». Ενώ η απόφαση σωματίου μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του δικαστηρίου και τα δικαστρία έχουν την εξουσία να την ακυρώνουν αν αυτές οι εσωτερικές πράξεις είναι παράνομες ή παραβιάζουν το καταστατικό του σωματίου. Η απόφαση επισκόπου ή συνόδου δεν μπορεί να προσβληθεί ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων. Ούτε δεσμεύονται τα θρησκεύματα από την αρχή της δημοκρατικής εσωτερικής οργάνωσης, τα σωματίοι από την άλλη πλευρά πρέπει πράγματι να είναι δημοκρατικά. Αν ένα θρησκεύμα παραβιάζει το δίκαιο, ο ισανγγελέας έχει την εραμονιότητα να προσφύγει δικαστικά κατά του θρησκεύματος. Το δικαστήριο πρέπει να διατάξει το θρησκεύμα να αποκαταστήσει την ομιμότητα της λειτουργίας του. Αν το θρησκεύμα δεν συμμορφωθεί με τη διαταγή του δικαστηρίου, θα διαγραφεί από το βιβλίο «Καταχώρησης των θρησκευμάτων». Αυτό σημαίνει ότι το θρησκεύμα χάνει τη θρησκευτική νομική προσωπικότητά του, αλλά δεν απαγορεύονται οι δραστηριότητές του. Ήδιες οι παράνομες πράξεις δεν μπορούν να προσληθούν, αλλά μπορούν να οδηγήσουν στη διαγραφή του θρησκεύματος από το βιβλίο «Καταχώρησης». Τα θρησκεύματα καθορίζουν την οργάνωσή τους ανεξάρτητα από το κράτος. Δεν απαιτείται ούτε συνέναιση, ούτε γνωστοποίηση, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ίδρυσης νέων επισκοπών. Ο διορισμός θρησκευτικών αξιωματούκων καθορίζεται αποκλειστικά από το ενδιαφερόμενο θρησκεύμα. Μόνον ο διορισμός του καθολικού στρατιωτικού επισκόπου υπόκειται σε προηγούμενη γνωστοποίηση προς την κυβέρνηση. Τα θρησκεύματα, όπως και άλλα νομικά πρόσωπα που δεν είναι δημοσίου δικαίου, μπορούν να διατηρούν όλα τα είδη σχολείων, ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Μπορούν επίσης να μετέχουν σε οικονομικές δραστηριότητες, δυνάμεις ειδικών διατάξεων που αφορούν τη χρηματοδότηση και τη φορολογία. Και τώρα ας προχωρήσουμε στο σχολιασμό των σημαντικότερων σημείων της παρουσίασης του καθηγητή Μπάλα Σάντα που αφορά την έννοια της θρησκευτικής κοινότητας και το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ουγγαρία. Ο καθηγητής Μπάλα Σάντα μας δίνει την έννοια της αυτονομίας των θρησκευμάτων και μας λέει ότι είναι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των νομικών προσώπων που καταχωρούνται, δηλαδή αποκτούν ομικοί προσωπικότερας θρησκεύματα και των άλλων καταχωρημένων νομικών προσώπων, παράδειγμα σωματεία και δίνει το εξής παράδειγμα. Η απόφαση σωματείου μπορεί να προσληθεί ενώπιον του δικαστηρίου και τα δικαστήρια έχουν την εξουσία να την ακυρώνουν αν αυτές οι εσωτερικές πράξεις είναι παράνομες ή παραβιάζουν το καταστατικό της σωματείου. Ενώ η απόφαση ενός οργάνου του θρησκεύματος δεν μπορεί να προσληθεί ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων. Πρώτη διαφορά μεταξύ νομικών προσώπων καταχωρημένων θρησκεύματα και λοιπόν καταχωρημένων νομικών προσώπων. Δεύτερη διαφορά, τα θρησκεύματα πρέπει να έχουν υποχρεωτικά δημοκρατικό πολίτευμα, δηλαδή δημοκρατική οργάνωση και δίκηση. Με συγχωρείτε, τα θρησκεύματα δεν δεσμεύονται από αυτή την αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ήθελα να πω ότι τα σωματεία δεσμεύονται από την αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δηλαδή τα σωματεία πρέπει να έχουν δημοκρατική οργάνωση και δίκηση, δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ τα θρησκεύματα μπορούν να έχουν το πολίτευμα, δηλαδή την οργάνωση και τη δίκηση, που είναι σύμφωνες με τις θρησκευτικές τους πεποίθησεις. Αν τα θρησκεύματα έχουν δημοκρατικό πολίτευμα, όπως είναι οι εβραϊκές κοινότητες, μπορούν να ρυθμίσουν την οργάνωση και τη δίκηση τους στο καταστατικό τους, που υποβάλλεται για την απόκληση νομικής προσωπικότητας σύμφωνα με αυτόν τον ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα, μπορούν να ρυθμίσουν δημοκρατική οργάνωση και δίκηση στο καταστατικό τους. Αν όμως τα θρησκεύματα έχουν ιεραρχικό πολίτευμα, δηλαδή είτε μοναρχικό πολίτευμα είτε ολιγαρχικό πολίτευμα, σύμφωνα με τις θρησκευτικές πεποίθησεις, μπορούν να γράψουν στο καταστατικό τους οργάνωση και δίκηση ιεραρχική, είτε μοναρχική είτε ολιγαρχική, με βάση τις θρησκευτικές πεποίθησεις τις οποίες έχουν. Είτε να αναφέρουν στο καταστατικό τους, να ρυθμίσουν δηλαδή στο καταστό τους, που είναι οργάνωση και δίκηση, αναεπίπεδο χρησιμοποιώντας διάφορους τύπους πολιτευμάτων, πάντα σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποίθησεις. Επίσης, εάν ένα θρίσκευμα παραδιάζει το δίκιο, ο ισαγγελέας μπορεί να προσφύγει εναντίον του θρησκεύματος στο μοδιοδικαστήριο. Το δικαστήριο, καταρχάς, διατάσει το θρίσκευμα να αποκαταστήσει τη νοημότητα της λειτουργίας του. Αν δεν συμμορφωθεί στην απόφαση του δικαστηρίου, τότε η συνέπεια είναι να διαγραφεί από το βιβλίο καταχώρησης των θρησκευμάτων. Αυτό έχει ως συνέπεια να χάσει τη θρησκευτική νομική του προσωπικότητα, την οποίαν είχε αποκτήσει με βάση των ειδικών νόμων για τα θρησκεύματα, αλλά μπορεί να συνεχίσει τις δραστηριότητές του, διότι θρίσκευμα υπάρχει. Έπαψε να υπάρχει νομική προσωπικότητα, διότι τα θρησκεύματα μπορούν να υπάρχουν και να λειτουργούν και χωρίς νομική προσωπικότητα. Επίσης, η οργάνωση με βάση την αυτονομία τους των θρησκευμάτων είναι εσωτερική τους υπόθεση και γι' αυτό δεν γίνεται καμία συνενόηση, γνωστοποίηση ή συνέναιση, δεν υπάρχει του κράτους για αυτά τα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση. Επειδή είναι εσωτερική υπόθεση, αφού είπαμε ότι οι υποθέσεις των θρησκευμάτων διακρίνονται σε εσωτερικές, για τις οποίες αποκλειστικά αρμόδια είναι τα θρησκεύματα, εξωτερικές, για τις οποίες αποκλειστικά αρμόδια είναι το κράτος και μικτές, οι οποίες μάλλον άλλοτε ρυθμίζονται μονομερώς από το κράτος με νόμο και άλλοτε ρυθμίζονται διμερώς με συμφωνία του κράτους με το αντίστοιχο θρησκεύμα. Ο διορισμός επίσης των θρησκευτικών αξιωματούγων και αυτός αποτελεί ένα ζήτημα εσωτερική υπόθεση και συνεπώς καλύπτει από το δικαίωμα στην αυτονομία των εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων. Σε αυτό το σημείο τελείωσε ο χρόνος της ενδέκατης διάλεξης του μετατυχιακού του εκκλησιαστικού δικαίου του 2ο έτους Ε.Ε. και μαζί ολοκληρώσαμε τόσο την παρουσίαση όσο και το σχολιασμό των δύο θεμάτων, τα οποία επιλέξαμε από το άρθρο του καθηγητή Balas Santa για τις πηγές του στήματος σχέσεων κράτους σχεμάτων στην Ολλανδία, καθώς και για το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών οργανισμών στην ίδια χώρα την Ουγγαρία. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |