Oral history interview with Antonis Doukas / Interviewee Doukas, Antonis Interviewer Nomikou, Anna Date interview: 2016 April 20 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation

Interviewee Doukas, Antonis Interviewer Nomikou, Anna Date interview: 2016 April 20 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Μου τα βλέπεις! Ε, ε... Μου τα βλέπεις! Τι μετίχαν! Μου τα...

Πλήρης περιγραφή

Λεπτομέρειες βιβλιογραφικής εγγραφής
Γλώσσα:el
Συλλογή: /
Ημερομηνία έκδοσης: United States Holocaust Memorial Museum 2016
Θέματα:
Άδεια Χρήσης:No restrictions on access
Διαθέσιμο Online:https://collections.ushmm.org/search/catalog/irn538218
Απομαγνητοφώνηση
Interviewee Doukas, Antonis Interviewer Nomikou, Anna Date interview: 2016 April 20 Language Greek Extent 1 digital file : MPEG-4. Credit Line United States Holocaust Memorial Museum Collection, courtesy of the Jeff and Toby Herr Foundation: Μου τα βλέπεις! Ε, ε... Μου τα βλέπεις! Τι μετίχαν! Μου τα βλέπεις! Γιατί εγώ πήγα πολύ συχνά στη Συναγωγή, και δεν τα λέω. Ωραία. Ιδιαίτερα να σας δείξω την περιοχή. Έχει σημασία. Ναι, θα μου τη δείξετε. Αφού το διάβασα... Λάτε όμως σαν να μην έχω διαβάσει τίποτα. Εντάξει, ναι μου. Καλημέρα σας. Καλημέρα σας. Θέλω πρώτον να σας ευχαριστήσω πολύ, που δεχτήκατε να δείσετε ξανά άλλη μια φορά σήμερα. Δική μου χαρά είναι αυτή. Δική μου διπλή χαρά και χαίρομαι πέτρα που μπορώ να γίνουμε χρήσιμος σε όλη την κοινότητα των Εβραίων, σε όλη την Ελλάδα, γιατί έχω πολύ μεγάλους δεσμούς μαζί τους. Μαζί μεγαλώσαμε. Είχαμε εκατοντάδες παιδιά από το κολέγιο και όσα δεν ήταν στο κολέγιο τα είχα σαν αρχηγός κατασκήνωσης τα 25 περίπου χρόνια που ήμασταν μαζί. Θέλετε να μου πείτε το όνομά σας? Αντώνης Δούκας. Και πού γεννηθήκατε? Είμαι από τη Θεσσαλονίκη. Πότε? Το 1931. Ελέω Θεού. Και μόλις τώρα, την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου, συμβείρωσα τα 85 μου χρόνια. Έχω εδώ μαζί μου κάποιες σημειώσεις από την προηγούμενη συνέντευξη που είχατε κάνει. Οπότε, αν κάτι ξεχάσουμε και χρειαστούμε και θέλουμε να το θυμηθούμε, μπορούμε να αναφερθούμε σε αυτές. Καλώς. Πείτε μου λίγο, κύριε Δούκα, για την οικογένειά σας. Όταν ήσασταν μικρός, πόσοι ήσασταν. Δεν καταλάβα την ερώτηση. Πόσοι ήσασταν στην οικογένειά σας. Ποιοι ήσασταν. Στην οικογένειά μου ήταν ο πατέρας μου, η μητέρα μου και εγώ. Και μάλιστα με μια πολύ δύσκολη γέννα της μητέρας μου. Οι γιατροί, μετά από καμιά ώρα που βγήκαν έξω, μπορούν να τα πω αυτά τα πράγματα όλα. Το ρώτησαν, κύριε Δούκα, τα πράγματα με τη γέννα της γυναίκας είναι πολύ δύσκολα και θέλουμε να σας παρακαλέσουμε να το δεχτείς. Τι θέλεις. Τη γυναίκα σου ή το παιδί σου. Ήταν τόση δύσκολη η περίπτωση. Και ο πατέρας μου έκανε κάποιο σταυρό, λέει εσείς είστε γιατροί, ο Θεός μαζί σας. Εγώ δεν προκείω να ανακατεύω αυτά τα πράγματα. Κάντε ό,τι καλύτερο νομίζω. Βγήκε η αφεντιά μου, αλλά η μητέρα μου δεν ξαναπόρεσε να κάνει άλλο παιδί. Και έτσι είμαστε καλά. Όλα πήγαν κατευθύν. Πώς τη λέγαν τη μητέρα σας. Αγγελική. Και τον πατέρα σας. Σπύρος. Καταγωγή από την Κέρκυρα καταγωγή από το άργος κορηδείας και η πρώτη από δεκατέσσερα αδέρφια που έκανε η γιαγιά μου. Εγώ γνώρισα από τα τέσσερα πέντε που μπορούσα να λέω θεία και λοιπά τους έντεκα. Μια μεγάλη οικογένεια στον κορονό μένανε σε ένα δικό του σπίτι και εκεί μόνο θεία έλεγα και γυρίζαν πολλά κεφάλια. Στη Θεσσαλονίκη, μικρός, που μένατε? Στη Θεσσαλονίκη κατ' αρχή γεννήθηκα στο σιδηρονομικό σταθμό στο σπίτι που μέναμε τα 15 μέτρα από τις περιφράξεις του σταθμού. Δεν μπορούσα όμως να μείνουμε εκεί πέρα από τι έμορφα μετά από τη μητέρα μου. Τίποτα άλλο από σφυρίδες, από κτυπήματα, από τα συγκρούσεις και από τα μηχανικά. Ήταν πολύ θόρυβος. Εγώ δεν κοιμόμουν ποτέ και όλο έκλαιγα. Και μεταφερθήκαμε από εκεί στη Φιντίου 5. 100 μέτρα από το σταθμό δηλαδή. Και μεγάλωσε αυτό το 1935. Στο σπίτι αυτό που μέναμε ήταν νοικοκυρά μια εβραϊκή οικογένεια η μαντάμ Σολ με τον άντρα της. Η διαρίθμηση του σπιτιού έχει σημασία. Ήταν τρία μεγάλα δωμάτια, ένα μεγάλο χολ, μια μεγάλη κουζίνα, ένα λουτρό και ένα βεσέ. Όλα αυτά ήταν κοινά για όλους μας. Δεν υπήρχε εβραίος, θρυανός και τίποτα άλλο. Στο ένα δωμάτιο μέναμε εμείς και στα άλλα δύο έμενα η μαντάμ Σολ με τον άντρα της και στο τρίτο έμενε ο γιος της ο Ραφαέλ με τη γυναίκα του και το παιδί του. Κοινή κουζίνα, κοινό χολ, κοινό λουτρό. Είχαμε μια σειρά, ξέραμε τι κάναμε και ζούσαμε αρμονικά και όμορφα. Σε αυτό το σπίτι, μαζί με τις οικογένειες αυτές, πήγατε το 1935? Ναι, ναι. Ζούσατε δηλαδή όλοι μαζί από τότε. Όλοι μαζί. Και στο απάνωστο, απάνω όροφο ήταν, όπως φαίνεται εδώ το σπίτι, πρώτος όροφος μπαίναμε εμείς, στο δεύτερο όροφο έμεινε, πάλι η ίδια ρίεθμιση, η οικογένεια Αντωνίου Ρόκου, όπου ήταν ο διευθυντής εταιρείας, διεθνούς εταιρείας κυλιναμαξών, Βαγκόλυ Κουκ. Το Κουκ είναι εβραίικο και μόλις μπήκαν Γερμανοί, καταργήθηκε η εταιρεία αυτή και βήκε η εταιρεία Ευρώπα. Αλλά είχαν απολυθεί όλοι οι πάντοιοι. Έξι άτομα αυτή μέναν στα δύο δωμάτια και στο ένα δωμάτιο, το τρίτο, έμεινε η κόρη της Μαντάμ Σολ, η Σαρίκα, με την εγγονή της τη Σολίκα. Ό,τι μέναμε κάτω, μέναμε απάνω. Ήταν ένα σπίτι, δυο, τρεις οικογένειες, αλλά είμαστε όλοι μαζί εδωθωμένοι. Πώς και μένατε όλοι μαζί εκεί πέρα? Πώς προέκυψε και μείνατε όλοι μαζί εκεί πέρα? Μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Εξαμελής η οικογένεια του κύριου Ρόκου, τρισμελής εμείς. Ούτε ψάξαμε να δούμε γιατί είμαστε τρεις ή έξι και ποιοι είμαστε. Εκείνο που έχει σημασία όμως για τη γειτονιά μου αυτή που μέναμε, έχει πολύ μεγάλη σημασία, γι'αυτό έβαλα και τα χρώματα. Το τριόροφο αυτό σπίτι, ήτανε πορνίου, οίκος ανοχής. Το τετραόροφο αυτό σπίτι, μένανε ελληνικές οικογένειες, μόλις ήρθανε Γερμανοί που το επιτάξανε. Σε δύο μέρες δώσανε άδεια να φύγει από μέσα από τα πράγματα τους. Και μπήκανε οι Γερμανοί. Υπήκανε διάφορες κατασκευές. Και ένα καλό που έκαναν αυτοί, έκαναν ένα πολύ ωραίο υπόγειο, καταφύγιο. Έχει σημασία αυτό. Και δίπλα το κίτρινο αυτό το σπίτι που μέναμε εμείς, με την κυμαδάμ Σολ. Εδώ το άσπρο είναι η πρώτη πάροδος της Φιντίου. Και δίπλα πάλι το κίτρινο, ήτανε ο φούρνος της γειτονιάς. Πένανε οι αδελφοί, γκανί. Όλη η γειτονιά, αυτή ήτανε ο φούρνος. Τώρα, όταν ήρθανε, οι Γερμανοί, επειδή ξέρανε ότι ήταν Εβραίοι μέσα, δεν περπάταγε κανένας Γερμανός, από αυτό το πεζοδρόμιο. Εν θεωρούν το μίασμα, να περάσουν από τις Εβραίους. Και περνάγανε από το άλλο πεζοδρόμιο. Αυτή η εκκλησία, αφιερωμένη στην Παναγία, ήταν καθολική εκκλησία. Και κάθε Κυριακή, πηγαίναμε στην εκκλησία, και κλειδιαζόμασταν. Και όλοι πήγαιναμε. Δεν κοιτάγαμε. Δεν κοιτάγαμε, αν είναι καθολική ή όχι. Όταν ήρθανε οι Γερμανοί, την επίταξαν, κάνανε μία πόρτα από εδώ, και την εκκλησία την κάνανε μαγειρίου. Αυτό το μαγειρίου, όμως, έδωσε ζωή, σε όλους τους φτωχούς από τα Περαγία, που κάθε μεσημέρι, βρέθηκε ένας μάγεραν Γερμανός, που ήταν πρώτα άνθρωπος και μετά μάγερας, και μοίραζε ό,τι περίσευε, από το καζάνι. Είχε 30 άτομα μόνιμα, την κομμαντατούρ, και δούλευε και σαν, κέντρο διερχομένων Γερμανών. Θα σας πω γιατί, και δούλευε έτσι. Και μαζευόμαστε στην τουλάκια, μας το έδειγε. Τάχαν περίσευε. Ήταν όμως τόσο καλό ο καρδός, ο οποίος πάντα έβαζε περισσότερο φαγητό, κατσερόλες. Συνέβη μέσα μας, κάποια στιγμή κάποιος της, αξιωματικός των ΕΣΕΣ, τη Μεγάλη Κυφορεσιά, τη Μαύρη, ήρθε νευριασμένος με ένα βούρδολα, είχε μάθει τι γίνεται, έκανε παράπονα και φωνές και, δεν ξέρω τι ακριβώς γερμανικά το έλεγε, αλλά του χτύψε δύο φορές το χέρι, το οποίο έπεσε λιπόθυμος κάτω, και αποδείχτηκε σε τρεις μέρες, ότι του έσπασε, το δεξί χέρι. Εσείς το είδατε μπροστά σας? Μπροστά μας, και εξαφανιστήκαμε αμέσως όλοι. Την ημέρα σύντομα, κά εκείνη ο πατέρας μου έλειπε ταξίδι, και η μητέρα μου, δεν μπορούσε να έρθει στην σερά, και πήγα εγώ, άφησα το κασελάκι μου σπίτι, και πήγα εγώ, να κάνω. Ήμουνα ο τρίτος που θα έπαιρνε φαγητό. Η γυναίκα που η πρώτη που ήταν, για να πάρει φαγητό, και κατσαρόλα, δεν κάτσαμε να δούμε τι έγινε, αλλά μάθαμε μετά, το ρίδαμε μετά, από τρεις μέρες, μενάρθηκα εδώ πέρα και γύψω. Κύριε Δούκα, πάμε λίγο πριν τον πόλεμο, για να ολοκληρώσουμε, με αυτό το κομμάτι, και να συνεχίσουμε να μου πείτε και όλα αυτά. Μου είπατε λοιπόν, ότι μένατε με αυτή την οικογένεια. Τι δουλειές κάνανε αυτή η οικογένεια? Ο άντρας της κυρίας, τη μαντάμ Σολ, είχε καφενείο στην παραλία. Αυτή ήταν η δουλειά του. Ο ένας γιος, που έκανε δουλειές του υποδαριού, έκανε οτιδήποτε, δούλευε στην κοινότητα, και ότι το έλεγε η κοινότητα, τι σήμερα θέλουμε να κάνουμε αυτό, σήμερα δεν είχε μια μόνιμη δουλειά. Ήταν ένα πάρα πολύ καλό παιδί, πολύ δυνατός, και για αυτό και άντεξε το ξύλο που έφαγε. Το όνομά του? Ραφαέλ. Είχαν ένα γιο. Έχαν ένα γιο παντρεμένος, το εγγόν δεν θυμάει πως το λέγανε. Το έμεινε μαζί μας στο Ισσόγειο. Η κόρη τους η Σαρήκα, είχε τον Αντόλφο, ο οποίος ασχολείταν με το εμπόριο, ο Αντόλφο. Είχαν και ένα κοριτσάκι αυτή, και είχα δώσει το όνομα της μαντάμ Σολ. Το λέγανε Σολίκα. Το σπίτι ήταν δικό τους. Το σπίτι ήταν της νοικοκυρά, ήταν η μαντάμ Σολ. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία της μαντάμ Σολ. Κάτω από το σπίτι αυτό, είχαμε ένα υπόγειο. Δεν ήταν όμως καταφύγιο, αλλά κάθε φορά που έρχονταν οι σημαϊκές, οι σύμμαχοι και μπαμβαρδίζανε, πήγαιναμε από κάτω. Μπορώ να συνεχίσω από τότε από βαρδισμούς. Μισό λεπτάκι. Θέλω λίγο να ρωτήσω κάτι ακόμα για τη συνδύωσή σας με τους Εβραίους νοικοκυραίους. Πώς ήτανε η σχέση σας, η καθημερινότητα, είχατε διαφορετικές συνήθειες? Κάπου η μόνη μας συνήθεια, δηλαδή όχι η δική μας, οι Εβραίοι εκεί του κουζίνανε διαφορετικοί. Αλλά έβαζαν, που λένε, νερό στο λαδάκι τους. Δεν τρώγανε μόνο. Ψάχανε να βρουν κασέρ. Φαγητό κασέρ. Το είχανε κάποιες φορές, αλλά τρώγανε και κανένα σουβλάκι που κάνανε. Μαγειρεύανε και δυο. Λέγανε η μεντάμψόλη με τη μητέρα μου. Τι θα θάμιση με ένα ντομάτις για μισθές. Ένα ταυσί ντομάτις για όλους. Ή φασόλια, ή μακαρόνια με κρέας. Το κρέας λίγο το προσέχανε να μην είναι χοιρινό και λιπάρα. Δεν ήταν και πολύ φανατισμένοι. Γενικά, επειδή το έζησα εγώ και 25 χρόνια με την κατασκήνωση, εκεί ήταν πια πολύ αυστρό. Το κάναμε αυτό να είναι πολύ αυστρό, για να συνηθίσουν τα παιδιά να ζουν όπως έπρεπε, σαν εβραίοι. Αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν. Μεγαλώνανε στο σχολείο με χριστιανούς, όλα αυτά τα πράγματα. Και πάντα πηγαίνανε κρυφά, έψαναν την κατασκήνωση, να φάνε ένα σουβλάκι, να φάνε παγωτό, να κάνουν κάτι άλλο. Αλλά μέσα στην κατασκήνωση, το πρόγραμμα ήταν καθαρά εβραϊκό. Γενικά, δεν είχαμε καμί... Δηλαδή, εμείς μάθαμε ότι οι εβραίοι υπάρχουν στη Θεσσαλονίκη, όταν τους είδαμε με το κίτρινο αστέρι. Και λέγαμε, καλά, τόσοι πολύ εβραίοι ήταν στη Θεσσαλονίκη και στη κοιτονιά μας. Εμείς είχαμε κανένα δεκαριά μονάχα συναντέλφους, συμμαρτές στο σχολείο. Και αυτό ήτανε. Και είχαμε πολλούς, γιατί κάποιοι από αυτούς ήταν και συνδρορομικοί. Τότε, οι συνδρορομικοί δεν είχαν ευτοκίνητο να πάρουν στη δουλειά τους. Σήμερα, εργάζονται, μένουν στη Βέρεια και έρχονται στο Αθμόν να δουλέψουν. Και έτσι, όλη η περιοχή αυτή ήταν συνδρορορομικοί, που δουλεύανε στο ΣΕΚΤ, όταν δεν υπήρχε ο ΣΕΚΤ. Και μια συνοικία του Βαρόνου Χίρς, που έμεναν όλοι οι πτωχοί εβραίοι, που τους συντηρούσανε η κοινότητα. Και αυτοί είχανε γίνει, επειδή είχε η καΐθε Σαλονίκη το 17, και δεν είχαν πού να μείνουν, μάμπτωχοι. Και τότε βρέθηκε ο Βαρόνος Χίρς, έκθεσε μια περιοχή μεγάλη στο Αθμόν, έμεινε από τότε και το όνομά του. Και αυτός, αυτή η περιοχή όλοι, ήταν και το τελευταίο κομμάτι που μετακινούντο πια οι εβραίοι, να μπουν στα τρένα μέσα. Από άλλες περιοχές τις μαζεύανε εκεί, και έπαιρναν μέσα. Αυτό είναι για αργότερα. Μου είπατε ότι είχατε καμιά δεκαριά συμμαθητές στο σχολείο εβραίους. Θυμάστε κάποια ονόματα φίλων σας που κάνατε παρέα. Τα ονόματα είναι κοινά όλα. Τώρα δεν ξέρω αν ήταν ο Ντάβιντος, ο Μπουσίσος, ο Ηλίας, είχαν και ελληνικά ονόματα. Πάρα πολλά ονόματα. Υπάρχει όμως ένα, εκεί που πραγματικά για πρώτη φορά πικραθήκανε πάρα πολύ και στεραχωρηθήκανε, η τελευταία μέρα που θα έκλαινε το σχολείο, ήταν η παραμονή του Αγιού Δημητρίου, είπε ο διευθυντής αύριο θα γιορτάσουμε τη δική γιορτή. Ο 28 Οκτωβρίου είναι διπλή γιορτή ήταν τότε. Ήταν η απελευθέρωση της Σαλονίκης του 18 και η γιορτή του Αγιού Δημητρίου επειδή ήταν πολυούχος της πόλης. Και είπε θα γιορτάσουμε αύριο τη γιορτή μας και να πείτε και στους γονείς σας να έρθετε, να γιορτάσουμε, να χορέψουμε, να τραγουδήσουμε και κυρίως να αποχαιρετήσουμε 4-5 δασκάλες οι οποίοι θα πάνε στο μέτωπο και κάποιες δασκάλες οι οποίες θα πηγαίνουν να γίνουν ως συλλευθείες. Τελείωσε ο διευθυντής αυτός, δεν είπε τίποτα άλλο. Παρουσιάστηκε ένας νέος, μιας ηλικίας κοντά στα 30 και είπε ακούστε παιδιά, όπως θέλετε εγώ είμαι ο αρχηγός της αιών της περιοχής σας, αύριο στη γιορτή θα έρθετε με τα ρούχα της αιών. Τι μένει, γιατί είναι μεγάλη γιορτή. Εκτός των Εβραίων, οι Εβραίοι δεν θα φορέσουν αύριο τα ρούχα της αιών. Δεν τα φορέσουν, ήρθαν όμως στη γιορτή μας και ήταν οι πρώτες αφορείες που λέγαμε και εγώ έλεγα όταν πια το συνηθίσαμε το θέμα, ήταν το πρώτο δάκρυ πικρίας που μπήκε στο κρυστάλλινο ποτήρι του Μίσους και της γενοκτονίας των Εβραίων συμπολιτών μας. Αυτό το ποτήρι ξεκίνησε έτσι. Όχι Εβραίοι, γιατί όχι Εβραίοι λέγαμε, πολλά αρτύπατα. Ρώτησα τον πατέρα και μου λέει, γιατί Εβραίοι, μπα. Αντωράκι μου λέει, έχουμε πόλεμο. Στον πόλεμο θα ακούσεις πολλά πράγματα. Μην διάειστε να βγάλεις συμπεράσματα, γιατί αυτά μπορούν αύριο να αλλάξουν, αλλά ό,τι σας είπανε αυτό να κάνετε. Ο πόλεμος θέλει πισαρχία. Μόνοι σας θα μορφωθείτε. Ε, αυτό το πράγμα το ποτήρι σε ένανάμιση χρόνου έχει εξεχειλήσει. Πριν από αυτό το γεγονός της 28ης, στο σχολείο είχατε παρατηρήσει υπήρξε κάποιος άλλος διαχωρισμός ανάμεσα στα χριστιανόπουλα και εβρεόπουλα. Κανένας. Κανένας. Νομίζω ότι τα πιο πελάωτα παιδιά τα γνωρίσαμε την ημέρα, εκείνοι αυτοί που δεν φοράγαν στωλή. Ξέραμε 3-4, αλλά ήρθαν 12 σημαντές μας άλλων τάξεων και είδαμε ότι ήταν περισσότεροι. Και το ίδιο συνέβη όταν φορέσανε το κίτρινο αστέρι. Δεν το λέω αυτό. Θέλω λίγο να μου πείτε για τη γειτονιά σας που λέγαμε. Μου είπατε, μένατε με αυτή την οικογένεια και υπήρχε και ένας φούρνος, αν κατάλαβα καλά. Ναι, ναι. Αδερφό εγκανοί. Είχατε άλλους γείτονες εβραίους στην περιοχή. Είχαμε βεβαίως. Δεν μένανε στη γειτονιά μας Φιντίο Αναγενίσος. Μένανε σε άλλες, οπότε δεν τους βοήθησαμε και πολύ καλά αυτά. Αλλά ο φούρνος ήταν κοινός σε μια περιοχή πολύ μεγάλη. Ίσως 500 μέτρα γύρω από τον φούρνο δεν υπήρχε άλλος φούρνος. Όλοι πηγαίναν και μάλλον ήταν και κουφός αυτός ο άνθρωπος και κάναμε και πλάκες μαζί τους. Και εσείς πηγαίνατε εκεί διότι? Πηγαίναμε εμείς και κάναμε πλάκες επειδή δεν άκουγε ο Γκανή. Έβγαζε το φτιάρι το μεγάλο που έβαζε το φαγητό, ένα ταψί μέσα. Όταν το τράβαγε αυτό έβγαινε από το παράθυρο έψω από τον δρόμο. Μέχρι να βάλει άλλο φαγητό τι κάναμε εμείς οι μπαγκάσιτες. Βγαίνανε κοσέρβες στο ξύλο που περίσεβε και φεύγανε. Τράβαγε αυτός ο Γκανή να πάλι μέσα του. Παλιό θα σας κάνω μην τραπατήσετε εδώ και λοιπά. Πλάκες μικρές. Θέσαμε μαζί κρέφτης αυτινόμους. Και κάθε Σαββάτο απόγευμα ήταν πετροπόλεμος. Πού παίζατε πετροπόλεμο? Στη γειτονιά. Η δόση ήταν γεννήσεως, ήταν ένας μεγάλο τρόπος από το λιμάνι και πήγαινε μέχρι το σημερινό καινούργο στασμό της Θεσσαλονίκης. Και τα φορτηγά, αυτοκίνητα, βαγόνια πηγαίνανε πάρα πολύ αργά. Κάναμε σκαλομαρία σε αυτά εμείς. Και πηγαίνανε μαζί μας. Γεννηγούσανε βέβαια ιστοδρομικοί και υπήρχε ένας χώρος που για να περάσει το τρένο ήταν 30-40 μέτρα ακόμα. Φτερωμένη βέβαια η γραμμή. Και ήταν τα σύντροφα τα δικά μας. Μια μέρα κάναμε τροπόλεμο υψηλή με τους κοντούς. Μιά φορά κάναμε τρίτη τάξη με τη δευτέρα τάξη. Αλλά κάθε Σαββάτο είχαμε πετροπόλεμο. Ο πετροπόλεμος τελείωνε με χτυπήματα στο κεφάλι, στα κέρκια οι πέτρες και μετά ακολουθούσε η παντόφλα της μαμάς. Έχω χαλάσει πολλές παντόφλα της μητέρας μου. Μετά απογυρνούσαμε. Σε όλα αυτά τα παιχνίδια είσασταν και Χριστιανοί και Εβραίοι όλοι μαζί παίζατε. Ποτέ μας δεν σκεφτήκαμε ότι αυτός είναι Εβραίος. Δεν γινόταν Εβραίος. Μαζί συζούσαμε. Μαζί κάναμε τις πλάκες, μαζί μαλώναμε, μαζί παίσαμε ποδόσφαιρα, μαζί πηγαίναμε σινεμά, μαζί πηγαίναμε στο γήπεδο να δούμε τους αγώνες. Οι γονείς σας θυμάστε να έχουν στενές φιλικές σχέσεις με Εβραίους. Πάρα πολύ καλές. Μάλιστα η μητέρα μου, δεν ξέρω από ποια η δύο μορφεία τώρα, από την αγιά της, η μητέρα μου έλεγε και τον καφέ. Οπότε μαζευόντυσαν εκεί πέρα κάποιες μέρες, πάμε στην Κεραγγελική να πιούμε καφέ. Έρχοντσαν, δεν είχαν έρθει οι Γερμανοί ακόμα, έξω από το πεζοδρόμιο εκεί πέρα μαζευόντυσαν, έκανε η μάνα μου τον καφεδάκι τους, το πήραν και περίμενα μετά πότε θα παντρευτούνε, τι θα γίνει, ποια μεγάλη πόρτα θα περάσουν. Τα ακούγατε. Ναι. Με τη Μαδάμ Σολ, η μητέρα σας τι σχέση είχε? Αδελφές. Αδελφές. Πρωί πρωί το πρώτο πράγμα που κάνανε, τι θα κάνουμε, τι φάγητο θα κάνουμε Αγγέλω, Αγγέλω την έλεγε, και εσείς τι δεν τρώτε, θα μην κάνουμε αυτό που τρώτε έλεγε. Ή, καλά, θα κάνουμε κάτι, θα τσιμπήσουμε και από το δικό σας. Κάναμε διάφορα φαγητά, ψάρι πάρα πολύ, και δεν ξεχωρίσαμε. Δεν μπορούσα να πω ότι αυτοί είναι εβραίοι και εμείς δεν είμαστε εβραίοι, αυτοί οι μέσοι είμαστε χρυφιανίκοι και αυτοί είναι... Δεν το κατάλαβα. 250 χρόνια ζωή ήταν αυτή. Και μάλιστα γινόταν και ο διαχώρισμος, τον μάθαμε αργότερα μισό το διαχωρισμό. Οι δικοί μας οι εβραίοι, αυτοί που και σήμερα είναι εγώ σε Θεσσαλονίκη, ήταν έκθε από την Ισπανία. Αυτοί ήταν οι σωστοί εβραίοι. Ξέραν ισπανικά, ξέραν ιταλικά, από όλα. Και τους μπερδεύανε ο κόσμος, τους μπερδεύε με τους γύφτους. Ποιοι ήταν οι γύφτοι? Οι γύφτοι ήτανε εβραίοι από την Αίγυπτο. Και με την παραφορά της γλώσσας, Αίγυπτι, Αίγυπτι, Αίγυπτι, Αίγυπτι, έμεινε να λένε γύφτοι. Και δυστυχώς και ακόμα τώρα λένε να μαθούν κάποιον, αυτός είναι γύφτος. Δεν είναι γύφτος επειδή είναι αλήτης, επειδή είναι... ότι είναι εβραίος από την Αίγυπτο. Χάθηκε αυτό. Και γίνεται μεγάλος αγώνας και οι εβραίοι σήμερα εδώ πέρα, αλλά και οι γύφτοι, οι τσιγκάνοι, να κρατήσουν... πρέπει να τον πεις Ρωμά τον άλλον. Είσαι τσιγκάνος, τελείωσε. Να σας ρωτήσω, ο πατέρας σας τι δουλειά έκανε τότε? Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος της εταιρείας κλειδομαξών Wagon League Cook. Προστάμενός του ήταν ο πάνω ο κύριος Δρόκος. Στην αρχή περαιπιούνταν τα βαγόνια που ταρθούν για να φύγουν οι καινούργιοι επιβάτες και μετά από τα 15 χρόνια που ήταν πήρε την προαγωγή του και έγινε κοντιχτέρ, που σημαίνει προεστάμενος του βαγονιού που είναι ο ύπνος. Δύο βαγόνια υπήρχαν σε κάθε ενωπαχία. Ένα βαγόνι ύπνο της Wagon League Cook και ένα ρεστοράν. Στο ρεστοράν δουλεύανε δύο αδέρφια της μητέρας μου. Και έτσι αργότερα άρχισαν να κάνουν ταξίδια. Πήγαινε στον Βελιγκράτη, πήγαινε στην Κουρθαντινούπολη, όλα αυτά τα πράγματα. Εσείς οι εβραϊκές περιοχές, υπήρχαν κάποιες περιοχές μάλλον στη Φεσσαλονίκη που ήτανε εβραϊκές συνοικίες. Βεβαίως. Πού ήταν αυτές? Ήτανε μία σταθμό, η μεγαλύτερη σταθμό, αυτή που είχε κάνει ο Βαρόνος Σίρης. Η άλλη ήταν σκορπισμένη, δεν υπήρχε άλλη συνοικία εβραίων. Η πιο πολύ ήταν αυτή στον Βαρόνος Σίρης και κάποιες οικογένειες που γύρω ήταν γύρω από μας. Από την περιοχή Αναγενίσεως, Σόπου, Γιαννητσών κλπ. Είχε Σπαρτές, γιατί κυρίως η περιοχή από το Βαρδάρι μέχρι τους Αγιούς Πάντες η Μοναστηρίου, αν είχε 200 καταστήματα, 200 μαγαζιά, τα 150 ήταν εβραϊκά. Ασχολήθηκα πάρα πολύ με το εμπόριο. Θυμάστε κάποια μαγαζιά που πηγαίνατε εσείς εβραϊκά? Δεν νομίζω να πηγαίναμε, ήμουνα πολύ μικρός για να πάω σε μαγαζί. Αργότερα όμως που γνωριστήκαμε και με τους γονείς και τα παιδιά του ήταν στο κολέγιο ή έρχονταν στη καταστήμαση, είχα άλλες σχέσεις μαζί τους. Ήταν η Άμπον, την Μπερμαγιόρ, η Σαλτιέλ... Συγγνώμη. Πολλές εβραίκες οικογένειες. Και από αυτές ευτυχώς η Κούνιο, η Μόρχο, μεγάλοι ονόματα, πλούσιες οικογένειες. Τώρα λέτε ποιο μετά. Ε, ναι. Αυτά ήταν όταν γύρισα γυμναστής από την Οθήνα. Ήρθα στο κολέγιο, αναγκαστικά γνωριστήκαμε. Εγώ από το 59 έκανα την πρώτη κατασκήνωση με τη Χαν και τη δεύτερη. Και μετά έχουν κάνουν πρόταση να πάω από το 60 μέχρι το 85 ήμουνα μαζί τους. Μόλις τους προέδρους που περάστηκαν. Να σας ρωτήσω. Πριν τον πόλεμο είχε τύχει να πάτε ποτέ στη Συναγωγή. Πώς βέβαιος. Πείτε μου πώς σας, τι εντύπωση σας έκανε. Καταρχήν μας καλούσαν οι γονείς των συμμαθητών μας. Ότι ξέρω εγώ μετά αύριο θα γίνει η γιορτή της σαν ηλικιώσεως. Πηγαίναμε κίνηση. Εγώ και την περασμένη εβδομάδα από ελληνική και τον περασμένο μήνα πήγα σε δύο τέτοιες. Να δω τα εγγόνια των μαθητών μας που μεγαλώνουν. Είναι μια λέξη που διαθέτει τώρα αυτό το μεγάλωμα που γίνεται. Μπαρμίτσβα. Αυτό. Πηγαίναμε. Πηγαίναμε σε γάμους. Γιατί μαθαίναμε καταχήν. Το γυμνάσιο που πηγαίναμε στη Συγκρού ήταν ένα σπίτι. Μετά το γυμνάσιο ήταν η συναγωγή στην οδό Συγκρού. Και πηγαίναμε πολύ συχνά εκεί. Σε γάμους. Σε γάμους, ναι. Θυμάστε τότε να γίνονται και μικτοί γάμοι ανάμεσα σε χριστιανούς και εβραίους. Αυτό έγινε πολύ αργότερα. Μετά τον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο έγινε, ναι. Δεν θυμάστε κάτι πιο πριν. Όχι. Δεν θυμάστε να υπάρχουν ζευγάρια όμως. Μετά μπορεί να υπήρχε κάποιος. Δεν το ξέραμε εμείς. Αλλά θα έλεγα μετά έγινε μόδα. Σε αυτόν έγινε μόδα. Θυμάστε... Χαίρο παιδιά αυτή τη στιγμή που έχουν παντρευτεί χριστιανές. Όπως υπάρχουν και εβραίοι σας. Επίσης έχουν παντρευτεί στην Αθήνα. Που ζουν και όλα στην Αθήνα. Έβρεε χριστιανούς. Έγινε πια συνήθεια αυτό. Οι γονείς δεν θέλανε ποτέ με καμία περίπτωση. Αλλά όταν φαινότανε ότι... Το κίντρο ήτανε να μείνει έγγυος η κόρη. Μόλις γινόταν αυτό, κατέβαινε η θρησκεία κάτω και ζούνε ευτυχισμένα και πολύ καλά. Και έχουμε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους έχω γνωρίσει. Πριν τον πόλεμο πάλι, θυμάστε άλλες γιορτές εβραϊκές που συμμετείχατε κι εσείς. Τώρα αυτή τη στιγμή που διαθέμουν τα νόματα, την κατασχένωση θα ήξερα όλα και μη ευρωμηνίως. Τώρα λόγω ηλικίας, που δεν θυμόμαστε, πήγα την προσβήμη εβδομάδα και σε ρώτησα τώρα πώς λέγεται το μεγάλο μας. Συγχωρέστε με. Δεν υπάρχει θέμα. Αλλά με την οικογένεια με την οποία ζούσατε, με τους νοικηρέους σας τότε, θυμάστε τις γιορτές τους, να τις γιορτάζετε μαζί. Μα πάντα τις γιορτάζαμε μαζί. Πάντα. Γιατί κάνανε κάτι διαφορετικό εκείνοι που έκανε η μητέρα μου. Ή πηγαίνανε μαζί κάπου σε κάποια άλλο σπίτι να γιορτάσουν. Δεν ξεχωρίζαμε. Εκείνο που πρόσεχαν πάρα πολύ οι μοναχα τότε, πρώτη πολέμου, ήταν πολύ αυστηρή το θέμα του φεγγιτού, το κασέρ. Αυτό εγώ το μάθα στην κατασκήνωση. Πολλά χρόνια. Ήταν πολύ αυστηρή και ο Μαραβίνος προχότανε και βοήθησε πάρα πολύ εγώ τα παιδιά να μάθαινε τη νοοτροπία αυτή. Τι θα κάνουν όταν θα πάνε σπίτι τους, δεν μας ενδιέφερε. Δεν μπορούσαμε να πεύουμε. Αλλά ονομαστικά τώρα αυτή η γιορτή για αυτό το πράγμα, αυτή η γιορτή, δεν μπορώ να το θυμηθώ αυτή τη στιγμή. Θα ήξερα όλα αυτά απ' έξω. Λέτε ότι γενικά στη Θεσσαλονίκη οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων ήταν συνήθως καλές, γενικά καλές, σωστά? Όχι συνήθως. Μπορώ να πω εδώ και 250 χρόνια, γιατί έχουν πολλά χρόνια αυτοί που είχαν έρθει και οι Εβραίοι από την Ισπανία, Εβραίοι, Χριστιανοί, Αρνένιδες και Οθωμανοί, ήτανε κολλημένοι. Κολλημένοι, σωστά κολλημένοι. Δεν μισούσε κανόνας τον άλλον. Όταν έγιναν κάτι επεισόδια γύρω στη 1900, θα τα μαθαίνουμε μετά, 1910, ό,τι θέλουμε, ο Σουλτάνος έβγαλε φερμάνη για την άνεξη θρησκεία. Και σταμάτησαν όποια τίποτα, πάψε Εβραία, πάψε Αρμένια, πάψε Παλαιοχριστιανοί, δεν υπήρχανε. Συζούσαμε 250 χρόνια χωρίς να υπάρχει τίποτα. Τους λατρεύανε, καταρχήν οι δικοί μας οι έμποροι, μάθανε πολλά πράγματα από το εμπόριο, του τρόπου εμπόριου που κάνανε οι Εβραίοι. Ήταν οι οικονομικοί παράγοντες, όχι της Θεσσαλονίκης, ολόκλητης της Μακεδονίας. Κι Άμποτ, μεγάλη οικογένεια. Λόγω αυτής της δράσης, το εμπόριο, θυμάστε ποτέ να υπάρχει ανταγωνισμός... Τώρα, αν μεταξύ τους κάποιοι... Σίγουρα σε ένα εμπόριο αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν έπεσε στην αντίληψή μου ένα μάλλομα, ότι αυτός ο έμπορας που πουλάει χαλιά ο έμπορας, αυτός ο έμπορας που πουλάει χαλιά ο Εβραίος, θα μαλώσει με τον άλλον που πουλάει κι αυτός χαλιά. Δεν υπήρχε αυτή η κατάσταση. Δεν υπήρχε. Δεν μαθαίρθηκε τίποτα. Είχατε ακούσει ποτέ κάποια φήμη για τους Εβραίους να κυκλοφορεί? Φήμη... Ήταν κάτι κακό φήμη. Κάποιοι οι οποίοι άφησαν κάποιο κακό όνομα στην κοινότητα, διότι κάνανε δουλειές οι οποίοι δεν έπρεπε να τις κάνουν, τους ήξερα, αυτούς δεν θέλω να τους αναφέρω το όνομα τώρα, αλλά αυτούς... προσπαθούσε η κοινότητα να τους κάνει ανθρώπους. Και αυτό κάποιες, δυο οικογένειες από αυτές, γλιτώσανε από τη κατάκραυγή της κοινότητας και ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, βουτάσανε, ένας έγινε γιοπόνος, άλλος έγινε εργολάβος, άλλος έγινε κάτι άλλο, και τα ίδια τα παιδιά αλλάξαν την εικόνα της οικογένειας. Εγώ εννοούσα και λίγο αν είχατε ακούσει φήμες να κυκλοφορούνε από τους Χριστιανούς για τους Εβραίους. Όχι, εγώ το λάθος δεν άφησα τίποτα. Ή είναι Εβραίος, ή κάτι έκανε ή δεν έκανε. Μας έχουν πει σε αρκετές περιοχές ότι κυκλοφορούσε μία φήμη να μην πηγαίνουν τα παιδιά την περίοδο του Πάσχα στις περιοχές των Εβραίων, γιατί θα τους βάλουν στα βαρέλια με τα βελόνια. Το έχετε ακούσει? Αυτό πρώτη φορά το ακούω. Αν υπήρχαν κάποιες οικογένειες φανατικές που δεν θέλαμε τα παιδιά τους να κάνουν παρέα από τις χρούς, δεν αποκλείται να υπήρχαν. Αλλά εγώ έβλεπα στις εθνικές γιορτές, στις κοινές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, οτιδήποτε άλλες τοπικές γιορτές, ήμασταν όλοι μαζί. Όλοι μαζί ήμασταν. Τώρα, αν προσωπικά κάποια οικογένεια ήταν στραβή και τα βλέπε έτσι, μεγιά της με χαράτησε κι εκείνη. Δεν πέρασε τίποτα. Όλοι οι Θεσσαρωνικοί υποφέραμε με τη γιονοκτενία αυτή. Υποφέραμε απάνταστα. Και εγώ αυτή τη στιγμή που μιλάω και θυμάμαι αυτά τα πράγματα, ειλικρινά σας λέω υποφέρω. Αυτή τη στιγμή εγώ υποφέρω, γιατί δεν είναι τίποτα που το θυμάσαι ευχάριστα. Αυτά που πήραμε και μείνανε στη μνήμη μας, δεν ήτανε μνήμες και θύμησες. Λαξεύτηκαν από καλέμι μαρμαροποιού και δεν φεύγουνε αυτά από μέσα. Πάντα θα τα λέω τα ίδια πράγματα θα τα λέω. Ας το μη μιλάμε γι' αυτό. Θα φτάσουμε αυτά που θα σας δείξω. Θα το ξεπεράσω κι εκείνο εκεί. Πάμε λίγο στην περίοδο του πολέμου. Ξεκινάει ο πόλεμος. Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση εσάς προσωπικά στη ζωή σας? Η πρώτη ανάμνηση του πολέμου. Καταρχήν... Τι καταλαβαίνω τώρα... Εμείς είμαστε επιχειρηκάδες. Εγώ ήμουνα νέα χρόνια όταν έγινε ο Λιταλικός Πόλεμος. Ήμουνα εννέα ετών. Έγινε πόλεμος. Άδιασε το σχολείο από άντρας. Άδιασε η γειτονιά από 18 και πάνω μέχρι το 45 άδειος. Ο πατέρας μου δικά δεν πήγε στο στρατό αμέσως γιατί είχε πλατυποδία. Και τρεις μήνες μετά τον καλέσανε και υπηρέτησε τους υπόλοιπους μήνες όσο υπήρχε ο πόλεμος στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. Και από τη δεύτερη πλευρά της μητέρας μου γι' αυτό πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Μας είπε ο αμπάζ μου στην Αθήνα για να μείνουμε κοντά στους δικούς μας. Πέντε αδέρφια της μητέρας μου ήταν στη Ναλμανία. Πέντε αδέρφια. Τα γράμματα που πήραν από τη Βασίλησο. Τα γράμματα που έπαιρνε από το Γενικό Τηλεόραστο. Μια οικογένεια από κυραζωή με έπαιρνε από το χέρι για να πάρουμε με το 17 κουμπόνι τον καφέ από τον Μακάρο. Και μόλις βλέπαν την κυραζωή, οι γείτονες αραιώνανε για να περάσει η κυραζωή αυτόν τον που έβασε στο βιβλίο, να περάσει η κυραζωή από τον εγκώτη του και να πάρει κάποια πρώτη. Και όλη η λαχτάρα όταν έγινε η Ρέινη, και η Αερήνη, τη διάρκεια του πολέμου είχε ειχθάσει ο ελληνικός στρατός στα τρία τέταρτα της Αλβανίας. Και αν δεν μπαίνανε στη μέση οι Γερμανοί, δεν θα φεύγαμε από εκεί. Θα ήμασταν οι νικητές. Να φεύγουν οι νικητές και περιμένανε στο σπίτι η γιαγιά μου και οι υπόλοιπες πότε θα έρθουν τα παιδιά. Κάθε δυο μέρες ερχόταν ένας. Ευτυχώς όταν μαζεύτηκαν και οι πέντε, έκανε ένα γλέντι όλη η γειτονιά. Όλη η γειτονιά κάναμε γλέντι που και οι πέντε γυρίσανε. Ήταν ένα θαύμα. Θαύμα Θεού ήταν να γυρίσουν και οι πέντε. Ούτε θα πατήσουνε τίποτα. Ήταν και στην πρώτη γραμμή όλοι. Και στην Αθήνα σε ποια περιοχή μείνατε? Στον Κολονό. Μαρωνίας 20. Με τη γιαγιά σας. Ο Κολονός ήταν 50-100 μέτρα από το τρένο. Πάλι κοντά μέναγε στη δρόμη. Ήταν δυο από τους. Και ένας ήταν της τσαγκάρης. Ο άλλος ήταν έμπορος στη Λαχαναγορά. Ο Ανδρέας. Ο Γιώργος ήταν καρσόνι και τελικά έγινε σεφ. Ήταν περιζήτητος σε μεγάλες δεξιώσεις να πάει. Τους αρσεότερος τους γνώρισε και η μητέρα. Ο Κώσας Χαρμίνη. Και πόσο διάστημα κάτσατε στην Αθήνα? Στην Αθήνα κάτσαμε πολύ λίγο στον πόλεμο. Γιατί όταν ήρθαν η Αθήνα είχε, το 1941, πολύ μεγάλη τυριπίνα. Και λέει ο πατέρας μου, δεν ήμασταν να μείνουμε εδώ. Γυρίσανε τα αδέρφια σου. Πάμε στη Θεσσαλονίκη, η οποία πάντα εξακολουθεί, να θεωρείται η μεγαλωμάνα. Ήρθαμε εδώ και χορτάσαμε, όπως λένε. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία, και η Χαλκιντική και η Ανατολική με πλά, τάιζε όλη την Ελλάδα. Το φέρανε κάτω. Στην Αθήνα εσείς πώς τη ζήσατε την πίνα? Στην Αθήνα. Ήταν πολύ δύσκολα. Κάθε μέρα με έπαιρνε η μητέρα μου, η γιαγιά μου, με ένα χαρτί, 17 εκαφές, το 18 είναι τα Λάτι. Ξέρω εγώ, τα Λέβερ ήταν 25. Και πήγαιναμε, κάθε μέρα είχε μια αποθήκη, που καθόμουσα στην τωρά, έδινε στον νούμερο και έπαιρνε σε αυτό. Και έπαιρνε να μου κάνει εντύπωση, που με έπαιρνε από το χέρι και αραιώνανε όλοι να περάσει και να ζωή. Ήταν σημαντικό αυτό το πράγμα. Στο σπίτι δε που μένανε και η γιαγιά μου, και η μητέρα μου, και οι δυο αδερφές της, δεν έκαναν τίποτα άλλο, να πλέχουν κάθε μέρα πουλόβερ, χαλκό, σκασκόλ, γάντια, κάλτσες για το στρατό. Και φεύγανε τα πακέτα συνέχεια. Ήτανε δύσκολη η εποχή. Πολύ δύσκολη στην Αθήνα. Είχατε δει και κόσμο στον δρόμο να πεινάει πολύ, να... Αυτό που είδα εγώ, ένα, ήμουνα... εννιά, δέκα χρονών, εννιά, εννιά, όχι. Λιγότερο ήτανε. Εννιά με δέκα ήμουνα. Με πήρε ο θείος μου, ο Γιώργος, για να πάει βόλτα, ή χαιρεπώ. Ήτανε καυσόνις σε ένα μεγάλο εστιατόρια τον Αθωμί, και χαιρεπώ, και με πήρε. Όταν φτάσαμε στην Ομώνια, είχε κάτω δυο-τρία πτώματα. Και ήρθανε κάτι οι πιτσιρικάδες, τα παίρνανε, τα βάσαμε το καλώδι σε απάνω, και τα πηγαίνανε παρακάτω. Γιατί τα πηγαίνανε παρακάτω, τους περίμενε το αυτοκίνητο του Δήμου, τους τη δίνανε εκεί πέρα, και ο οδηγός τους έδινε από μία χάρη τα ψωμί, επειδή πήγανε ένα νεκρό εκεί. Ψάχνανε, δηλαδή, αντί να ψάχνεις να βγεις σε φαγητό κάτω ή κάτι να διάσεις, ήτανε παρέες παιδιών, όχι αλήθιδες, αλλά ξεβγαλμένα πολλιά και περπατουμένα, και ψάχνανε να βρουν χτυπημένος και αλαπίμενος, για να πάρουν κάποιο ψωμί. Πήγανε στη βουλή μπροστά, που είχε δύο χιλιάδες περίπου τότε περιστέρια. Και πήγε ο θεός μου, καλά, παιδιά, λέω, πού είναι τα περιστέρια από δυο χιλιάδες, ποια περιστέρια των άγιων μου, έχουνε, στο φούρνο όλα φαγώτηκαν με αυτά, περιστέρια τώρα να δούμε. Και εγώ, μάλλον, είχα πει στη αγιά μου, δώσε μου λίγο ρύζι για να ρίξω τα περιστέρια. Ποια περιστέρια, λέει, εντώνη μου, δεν έχει το... Καλά, όταν θα πας θα μου το πεις, λέει. Τρομερή η κατάσταση, τρομερή η κατάσταση στην Αθήνα. Με αυτό, γυρίσαμε πίσω, και ήταν λίγο ταλαιπωρία αυτό το πίσω, γιατί είχε πέσει η γέφυρα του Γοργοποτάμου, σταματήσαμε με εσπίρι και περπατάγαμε 20-25 χιλιόμετρα πάνω στην ταβουνά, για να περάσουμε, για να βγάλουμε στο ταθμό της Λαμίας, να μας πάρει το άλλο τρένο. Και αυτό, νομίζω, στο ευλίου πρέπει να το θυμάσαι. Τι εποχή ήταν όταν γυρίσατε πίσω στη Θεσσαλονίκη, πότε ήτανε περίπου? Κατ' αρχή στη Θεσσαλονίκη, είχε ο πατέρας μου πάρα πολλούς συναντές. Μόλις κατεβήκαμε στο ταθμό, πήγε στα καφενεία επάνω, ήταν γνωστός. Στην Αθήνα δεν ήταν τόσο πολύ γνωστός ο πατέρας μου. Ήταν κυρίως στον Θεσσαλονίκη, καλός το πίπω, ήταν κυρίως, τώρα έκανε πίπη. Πίπω μου και πίπω μου, πού είναι ο Αντωνάκης να τον γνωρίσουμε, και σε ένα κατάστημα, είπε τι κάνουμε τώρα, λέει θα έρθεις να δουλεύεις σε εμάς, κάθε πρωί θα έρχεσαι εδώ πέρα να δουλεύεις. Έτσι ξεκίνησε ο πατέρας μου και μετά από κανένα δυο μήνες, βρήκε τη δουλειά σαν καρσόνι, ήταν μια μεγάλη ταβέρνα, πολύ γνωστή μου για τα γλένια της, και δούλευε εκεί την καρσόνι. Και μείνατε στο ίδιο σπίτι που μένατε πριν. Το ίδιο, όχι στο Σουβιδί, φύγαμε πέρα από το θαθμό, και αρχίσαμε από το 1900, τότε που γυρίσαμε, το 35 ήμασταν, και γυρίσαμε πάλι στο ίδιο σπίτι αυτό της Φιντίου. Όταν γυρίσατε από την Αθήνα, πήγατε πάλι στο ίδιο σπίτι με τη Μαδάμ Σολ. Και εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο. Το σχολείο ήταν άτακτο, πολύ ήταν άτακτο. Κάναμε για δύο δωμάδα μάθημα, αν κάναμε μάθημα. Δεν είχε δασκάλους μέχρι να οργανωθεί το σχολείο. Εντάξει, είχα αρχίσει να έχω το μαγαζί μου, να τον κοβαλάω από το τέλος του 1941. Τα Χριστούγεννα του 1941, άνοιξα το μαγαζί μου εγώ. Γιατί ο πατέρας μου είχε τύφο, έμεινε τρεις μήνες στο κρεβάτι, και έπρεπε κάποιος να δουλέψει. Εγώ τι να πω να κάνω τελευταία. Μου είχε ετοιμάσει ο πατέρας μου, είπε να σε ετοιμάσω εγώ ένα καρσελάκι, και μη στεναχωριέσαι. Εντάξει, επειδή από την πέμπτη δημοτικού, εγώ, τότε υπήρχε το 86ο γυμνάσιο, δεν ήταν 6 και 6, ήταν 8. Και μου κούσες, δηλαδή, από την 4η δημοτικού, να πας στο γυμνάσιο, πρώτο γυμνάσιο. Αν έδινες εξιστάσεις από την πέμπτη γυμνάσιο, πήγαινες δευτέρα. Εγώ έδωσα από την πέμπτη γυμνάσιο, πήγα στη δευτέρα γυμνάσιο, και πήρα το περίφυγμο καπέλο του γυμνασίου. Και αυτό ήταν ο κράκτης, να έχω πελατεία. Τι κάνατε, τι κάνατε ακριβώς, ποια ήταν η δουλειά σας? Η δουλειά μου ήταν, καταρχήν έκανα πολλές δουλειές, αυτή ήταν η δεύτερη δουλειά. Η πρώτη δουλειά ήταν στην οδός Κατούνη, με τα καραμέλες, να κάθουν μέχρι το τσουβάλι να μην κλέβουν τις καραμέλες. Τρία μαγαζιά παρακάτω, ήταν ένα μεγάλο κατάσταμα, δύο του Καπόν και του Νεχαμά. Αυτή ήταν η αυθεντία στην Αγιορά της Αρονίκης με τα μπαχαρικά. Γνωρίστηκα με αυτούς και όταν είπα ότι θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά, λέει θα έρθεις ποτά σε μας. Και πήγαινα στον Καπόν, τώρα ο γιος του ήταν η καδηδήμαρχος τώρα, ο Χασδάης, και μαθητήτσαν στο κολέγιο και μου δίνανε κανέλες, ρίγανη, μπαχάρια, ό,τι μπορούσαν να μου δίνουνε και το γέμιζαν σακολάκι και δεν μου παίρναν ούτε λεφτά. Εγώ είχα και τσιγάρα και σπίρτα και αγγλικά τσιγάρα κρυμμένα. Εδώ ήταν η φουφούλα που έκρυμπαν τα μυστικά, εδώ έκρυμπαν τα αγγλικά τσιγάρα. Απαγορευόντισαν, είχα πελάτες που θέλανε, τους έδιναν και τα πληρώναν. Είχατε και πελάτες Εβραίους που θυμάστε? Βεβαίως, βεβαίως. Καταρχήν την οικογένεια Κούνιο, η νέα οικογένεια Μόργο, πήγαινα στα μαγαζιά τους. Γιατί μέσω του Χασδάη και του Νοχαμά, γνωρίστηκα και με αυτούς. Δεν έθευγα από κέντρα και να μην καφνίσανε και να μην πέρανε, κάτι πέρανε. Και ο πρώτος που έκραψε τα βιβλία που έγραψα το 1966, έκρασα ένα βιβλίο του Βόλεη, τα πήρε τα βιβλία ο Μόργος, για να βοηθήσει. Έκραψα το πρώτο ελληνικό βιβλίο Βόλεη και την τεχνική του Βόλεη. Από τότε άνοιξε η δουλειά πολύ. Στη Φεσσαλονίκη τότε είχαν έρθει οι Γερμανοί. Και βέβαια. Πώς είχε αλλάξει η ζωή με τους Γερμανούς στην πόλη. Να το αρχίσω όπως θέλω εγώ τώρα, τώρα που ήρθανε στον πόλεμο. Τι θέλετε, μη σηκωθείτε, μη σηκωθείτε. Ξέχασα, δώσε μου τα αυτά όλα. Είπα προοδουμένως ότι οι πρώτοι στα λαγματιά πικρίας, που νιώσαμε ότι αυτοί οι φίλοι μας είναι κάτι άλλο και δεν πρέπει να τους κάνουμε παρέα, από αυτό μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, η πρώτη μέρα που μπήκανε, όλοι οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης, τα δέντρα, οι κολώνες γέμισαν με ανακοινώσεις κολλημένες. Δεν είχαν πολλά λόγια πάνω. Μια μεγάλη εφράση με μεγάλα γράμματα. Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι. Λέω στον πατέρα μου, ήταν τότε άρρωστος κιόλας, έτσι γράφονται, τι σου έλεγα να περιμένεις. Νάκη η πρώτη, θα ακολουθήσει. Τελείωσε αυτό το δυο ημέρα περίπου και αρχίζουνε γη και ορολόγιο πρόγραμμα, που οι Εβραίοι από το πρωί στις 8 μέχρι τις 6 ήτανε τα σπίτια τους. Από τις 8 και ύστερα απαγορωγότανε κυκλοφορίστες. Ήρθε το αστέρι. Μαζί με το αστέρι άρχισανε οι λεηλασίες των σπιτιών, των μαγαζιών, τα οποία ήταν σημαδενένα, ξέρανε πού θα πηγαίνανε. Σπίτια, σχολεία, η Συναγωγή, την κατέθραψανε. Κατέθραψανε και κάψανε τα γραφεία της κοινότητας, όλα αυτά τα πράγματα. Απαγορευότανε να χρησιμοποιήσουνε δημόσια μέσα. Η δημόσια μέσα πια ήταν το τραμ και να πάρει ένας Εβραίος και να άμαξε να πάει κάπου. Να πληρώσει δημόσια, απαγορευότανε. Απαγορευότανε να πάει σινεμά, θέατρο, γήπεδο, καφενείο. Αυτά όλα απαγορευόντουσαν και έτσι έξι ώρα να μαζευτούν το σπίτι. Να σας ρωτήσω κάτι. Αυτή την αφίσα που λέτε, που έλεγε οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι, σε ποια γλώσσα ήτανε γραμμένη? Ελληνικά. Ελληνικά δυστυχώς είχε πάρα πολλούς Έλληνες καθιέδες. Και τι κάνανε με τα σπίτια. Όταν επιτάξανε ένα σπίτι όπως αυτό το σπίτι, το τεραόροφο, το επιτάξανε, είναι μόνο ελληνικές οικογένειες. Σε όλες τις οικογένειες που πέρανε ελληνικά σπίτια ήταν καλά, μεγάλα για γραφεία, για στρατηγούς και τέτοια πράγματα, ή άλλες δουλειές, τις ελληνικές οικογένειες λένε πάρτε τα πράγματά σας από μέσα, σε δύο μέρες. Ενώ άμα ήταν να επιτάξουνε το σπίτι Εβραϊκό, δεν τους άφαινε να πάρουν τίποτα. Παίρνανε αυτοί και λιστεύανε οι ίδιοι πρώτα τα κλούσια σπίτια τα Εβραϊκα, πίνακες, ασημικά, χρυσαφικά, ό,τι βρίσκανε. Αυτό πως το ξέρετε, συνέβη σε κάποιον που ξέρετε... Τα κουβεντιάζαμε, τα κουβεντιάζαμε. Ένα πράγμα ήμασταν όλοι. Και μετά μπαίνανε μέσα οι Χαβιέδες και δεν άφηναν ούτε παράθυρα, ούτε τζάμια, ούτε πόρτες, ούτε γραφεία, ούτε καρέκλες, τίποτα. Οι Χαβιέδες αυτοί ήταν Έλληνες και δε σου κρύβω δυστυχώς, η πληγή της κοινότητας, είχε μέσα και Εβραίους οι οποίοι δουλεύαν μαζί με τους Γερομανούς. Ήταν οι χειρότεροι από τα τάγματα ασφαλείας αυτή. Ήταν οι πρώτοι οι οποίοι υποδεχόντουσαν, θα το έλεγα μετά, από όταν τα γιούνταν κέτο. Εσείς γνωρίζατε ανθρώπους που ήταν συνεργάτες των Γερμανών... Δε γνωρίζαμε. Ξέρετε κάποια ονόματα να μου πείτε. Όχι. Ήταν άγνωστη στην κοινωνιά μας αυτή. Δεν ξέρω από πού ήταν αυτή. Όμως λέτε ότι μπαίνανε στα σπίτια και τα αλεηλατούσανε. Ναι. Αυτό το είδατε? Βεβαίως. Τι είδατε? Να είχε αμάξια, να είχε φορτηγά και να τα γεμίζουν έπιπλα. Και λέγαμε κοίτα το σπίτι του φίλου μας, του Σαλτία του ξέρω εγώ, του Νταβίκου. Μπροστά σε όλους γινόταν αυτό. Αλλά εδώ μεταξύ είχαν αρχίσει να γίνονται τα τρία μεγάλα γκέτα στη Θεσσαλονίκη. Μαζέψανε από όλες τις περιοχές. Τρεις διαλέξανε. Θελατήθηκαν σπίτια όλα αυτά και φορτώνανε, φέρανε κλέβους από όλη τη Μακεδονία. Βρεούς φέραγε, είπα κλέβους, λάθος. Βρεούς εκεί πέρα. Ήταν τα τρία αυτά. Και το μεγάλο που ήταν στο βαρώνου χείριστο σταθμό, ήταν πάντα άδειο, το ετοιμάσανε. Έμπαιναν αυτοί μέσα. Τα 100 βαγόνια περιμέναν τον κόσμο. Γέμιζε, έφευγε και μόλις έβγαιναν αυτοί από άλλο γκέτο θένανε κόσμο. Αυτά τα τρία γκέτο που ήτανε? Τώρα, αυτή τη στιγμή, ήτανε ένα κοντά στην εκκλησία, την κόκκινη εκκλησία. Δεν σκέφτηκα να το έχω το εβλίο, να το γράφω. Ή το εβλίο, ή το γράφει. Και από ποιο δρόμο αρχίζει και πού τελειώνει. Αυτό αυτή τη στιγμή δεν το θυμάμαι. Τρία γκέτο ήτανε. Είχαν φύγει όλοι από εκεί μέσα οι άλλοι. Εντάξει, είχε αρχίσει να αδειάζει και η Θεσσαλονίκη. Η πρώτη, πώς το λένε, η πρώτη αποστολή με 2.800 Εβραίους. Πριν πάμε, όμως, σε αυτό. Εδώ είναι η Πλατεία Ελευθερίας. Την παραμονή 11 Ιουλίου Σαββάτο. Από την Παρασκευή βγήκε διαταγή. Όλοι οι άρρνες από 18 μέχρι 45 ετών να έρθουν στην Πλατεία στο τέλος. Γιατί, είπανε. Για να διαλέξουν από εκεί πέρα κάποιους που αντέχουνε. Για να δουλέψουν στο στρατό για δικές μας ανάγκες. Αυτή τη διαταγή την είδατε εσείς? Δεν την είδα χαραμένη πουθενά, αλλά αυτή ήταν η διαταγή. Οι νοικοκυραίοι σας λάβανε τέτοια διαταγή. Βεβαίως. Καταρχήν τους ειδοποιούσε η κοινότητα. Όσους δεν μπορούσαν να ειδοποιήσουν με τα αυτοκίνητα που περάγαν και λέγανε αυτό θα γίνει, αυτό θα γίνει, αυτό θα γίνει, αυτό θα γίνει, εκείνο, ειδοποιήθηκαν όλοι τους να είναι γύρω στις 8,5-9 χιλιάδες κόσμους εκεί. Εσάς οι νοικοκυραίοι σας σας είπαν ότι... Βεβαίως. Γιατί από εκεί πήγε ο δαδίκος, ο άντρας της και ο Ραφαέλ, ο γιος της. Παρουσιαστήκαν εκεί. Δεν μπορούσαν να πάρουν βέβαια και οι μητέρες τους και οι διαδρεφές τους ήτανε γύρω από εδώ για να δουν τι θα γίνει. Δεν είχαν αρχίσει ακόμα τα κέντρωτα μεγάλα και να φεύγουν με τα τρένα. Και πήγαν όλοι εκεί πέρα να δουν τι θα γίνει. Και εκεί έγινε το σώσε εκεί πέρα τότε. Εσείς που ήσασταν, ήσασταν εκεί? Θα σου πω τώρα που ήμουν να δω. Άρχισε εκεί μέσα το καψόνι, το στεχνοτικό καψόνι. Τάχα να κάνω γυμναστική. Αυτό άρχισε από τις 10 η ώρα μέχρι να μαζευτούν αυτές οι χιλιάδες. Ο ήλιος όμως θα άρχισε να καίει. Απαγορευόταν να φοράνε καπέλο. Κάνανε γυμναστική. Λένε, ναι, καλά θα περάσουμε καλά τώρα δίποτα. Αλλά αυτή ήταν τόσο εξαντλητική. Μετά δεν είχε μόνο χαρτί με λιση. Είχε και ανθρώπους που κουτσένανε. Ήτανε ανάπηροι. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Γιατί ήταν στη ηλικία, αυτό πρέπει να είναι εκεί. Και ο πόρτος βούρδουλα σέβεθα από εκεί. Ήτανε και μέσα καμιά δεκαριά γκάχτερ, τους λέγανε. Με ένα βούρδουλα. Και όποιος δεν έκανε καλά, τάχανε τις ασκήσεις, τον δέρνανε. Γερμανοί ήταν αυτοί. Γερμανοί. Γερμανοί και γερμανίδες. Και οι γυναίκες. Δέρνανε. Αυτή είναι η άλλη φάση. Εδώ είναι όταν άρχισε το πράγμα. Το ξύλο που έπεφτε. Όσοι δεν ακολουθούσαν το πρόγραμμα. Και οι κουβάδες με νεδρο από κάτω. Ρίχναν νεδρο για να ξελιπωθυμίσουνε. Και αν τέλειξαν να λιπωθυμούσαν, το δέρνανε εκεί που ήτανε. Αυτή ήταν η δουλειά. Κάποια στιγμή έφτασαν στο θέμα της γύρω στις 12-19 η ώρα περίπου. Και ο κόσμος είχε μαζευτεί γύρω γύρω. Φαίνεται ο κόσμος άλλωστε. Τα γραφεία αυτά, τα σπίτια όλα γύρω, ήτανε γεμάτο, ήτανε γεμάτο από κόσμο και έρχοντανε και από τη Θεσσαλονίκη γιατί μάθανε. Γύρω από τον κόσμο, από την πλατεία αυτή, είχε καμιά κοσταριά φαντάρους με τα πολυβόλα στο χέρι και μικρά κανόνια, λες και ο Βούδης δεν μπορείς να φύγει κανένας. Και απορούσαν τι θέλουν να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι εδώ. Το ξύλο που βλέπανε, εγώ ήμουνα σε μια γωνία εδώ διαγώνια από εδώ είναι η τελευταία κάγγελο του λιμανιού. Μετά ήταν η θάλασσα. Είχα στριμωχτεί εκεί πέρα και θα είχα τα άλλα μπροστά μου αυτά τα πράγματα. Σε μια κατάσταση που όταν τελείωσε μετά από 2-3 ώρες που κράτακα το κασελάκι μου έτσι, δεν άλεγαν τα χέρια μου για να φύγουμε γιατί μας κυνηγάγαν. Φοβήθηκαν τα Γερμανοί μαζέθηκε η νησί Θεσσαλονίκη εκεί πέρα. Και σου λέει πολύ έγινε. Και άρχισαν να βγάλαν τα σχεία έξω και γαβγίζανε και ράγους και γαβγίζανε και ράγους και σηκωθήκαμε να φύγουμε. Και η σκέψη που γινότανε και την κουβέντα που άκουγα από μεγάλους, καλά λέει, αυτοί οι άνθρωποι έχουν σήμερα αυτή τη δύναμη. Οι Γερμανοί. Αν πηγαίναν σε ένα στρατόπεδο μέσα και πέντε και δέκα χιλιάδες να είναι, μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουνε και όπως θέλουνε και ό,τι τρόπο το θέλουνε. Δεν το θέλαμε αυτό όμως οι Γερμανοί. Θέλαμε δημόσια να ταπεινώσουνε και να ξαφνιώσουνε το μίασμα που λέγανε αυτοί ότι είναι οι Εβραίοι. Και πρέπει να λύψουνε. Γιατί το κάνανε παραδογματικά. Να το βλέπουν οι Εβραίοι και να μαθαίνουμε κι εμείς να προσέχουμε. Μα ήταν ένα αντιριαστικό. Δεν είναι υπερβολία αυτό που θα σας πω τώρα, γιατί το έτσι αυτό το πράγμα. Οι μπουρδουλιές τόσο πολύ ακουγότανε που κάθε χράπτ, κάθε χράπτ. Όχι όλοι που είναι εκεί, χράπτ. Το ξύλο ακουγότανε. Ο κόσμος υπέφερε απ' το ξύλο που τρώχανε, αφού πήγαινε μέσα. Ο Ραφαέλ, ο γιος Ραφαέλ, πέντε άτομα τον πήγαν στο σπίτι αγκαλιά. Απ' το ξύλο που έφαγε. Και κοιμόταν από το Σαββάτο το μεσημέρι μέχρι την Κυριακή, τη Δευτέρα το πρωί. Δεν πήγε. Ή θέλει να πάει κι αυτός, δεν τον άφηνε μάνα του. Αλλά μάνα θα πρέπει να πάω. Ή να με πάτε εκεί, γιατί αν δεν με πάει εκεί, εδοχομένως θα υπάρχουν αντίπληνα. Και αυτό να φτιάξουν εσάς. Και πήγε σακατεμένος εκεί. Αν βλέπατε το κορμί του, που εγώ το είδα το κορμί του, όταν το γνίσανε και του βάζανε αυτά τα πλάσματα και τέτοια πράγματα, και τελλάθηκα. Τις έζησα προσωπικά αυτές τις σκηνές. Αυτό το παιδί δηλαδή και πάει τόσο ξύλο, και φέρνει τόσο το αντέχανε, τους έδιναν περισσότερο. Και έκανε... Οι απορίες των άλλων είναι δυνατόν τώρα. Έχουν τη δύναμη και να τις σκοτώσουν και να τις κρεμάσουν. Εγώ τίδήποτε να κάνουν. Θέλαν όμως να γίνει δημόσιο αυτό. Να αποδείξουν στον κόσμο ότι αυτό είναι μίασμα. Πρέπει να λείψει από τη γη. Τόσο νιονιό είχανε. Μπορείς να φανείσεις μία φιλή με ξύλο. Έρχεται και με σκότωμα. Πόσους? Πόσους θα σε καταφέρετε. Τέτοια τρέλα είχανε. Και αποδείχθηκε ότι αυτοί, θα μάθαραμε μετά που μεγαλώσαμε λιγάκι και βλέπαμε και κόσμο, αυτοί που ήταν εκεί μέσα, ήταν εκπαιδευμένοι τουλάχιστον πάνω από έξι μήνες τα καθάρματα αυτά, που να μισούν δεν είναι, που είπες κάτι και μ' άρεσε και σου είδωσα μία γλωθιά και σε έβρισα και έφυγες. Πήγα εκεί γιατί με μάθανε να μισώ αυτό που είναι. Δεν βλέπα. Να σας πω εκτός από γερμανούς, υπήρχανε και έλληνες συνεργάτες εκεί στη πλατεία. Όχι. Εσείς πως βρεθήκατε εκεί. Τι κάνατε εκεί εκείνη τη μέρα. Εγώ πουλάγα τη σιγάρα και επειδή τό με το κασελάκι μου. Κάθε πρωί έξι ώρα ήμουνα όρθιος, έφευγα γιατί η Αναγενίσεως, δεν ξέρω αν ξέρετε καθόλου τι θα σας λέγει, η Αναγενίσεως, η ευθεία της Αγενίσεως, βγαίνει η Ανίτα στο δρόμο για τα Λαδάδικα. Είναι τα δικαστήρια μπροστά εκεί, τα δικαστήρια. Εμένα, εμένα. Και πηγαίναμε κατευθείαν στα Λαδάδικα. Στα Λαδάδικα είχαν υπόγειο, έκανε κολούρια και δέκα πράγματα. Μου το γέμιζε το... έπαιρνα 20 κολούρια, 20 ταφυδόψεμα και κάτι άλλο. Από εκεί τερνούσα απ' το μαγαζί, απ' το μαγαζί του Νεχαμά. Έπαιρνα τα διαπορέμματα μου, δεν μου πήραν ποτέ δραχνοί αυτοί οι άνθρωποι. Αρκεί που τα πουλούσα και τα έδινα, και τα κολούρια και τα ταφυδόψεμα φεύγαρα σε μισή ώρα μέσα από τους υπαλλήρους, από τους χαμάλιδες του Λαμανιού. Εκεί οι χαμάλιδες που έχουν και κάποια... ένα ειδικό σαμάρι που φορούσαν και που βάλασαν πράγματα. Περιμένα τον Αντωνάκη για να πάρει το κολούρι τους. Είχα πολύ μεγάλη πελατία. Πάρα πολύ μεγάλη πελατία. Έβγαζα χρήματα και θα πήγαινα σπίτι και εντοπίστευαν ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου σώθηκε από ένα γιατρό με μεγάλο όρμα της εποχής εκείνης, ο Καραμαούνας. Αυτός που με έβγαλε φωτογραφία, ο κύριος Γιώργος, με έβγαλε φωτογραφία, λέει εσύ είσαι στεναχωρημένος. Τι συμβαίνει, λέει ο πατέρας μου, έχω τι υπολόγητες, δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν θα κάνεις τίποτα, ο Αντωνάκη μου λέει. Δεν μου πήρε λεφτά για τη φωτογραφία ο κύριος Γιώργης. Είχα μεγείνει φιλιαράκια. Και είχα και ένα άλλο προσόν. Κουσούρι αλλά προσόν. Είμουνα ολόξανθος. Και το παρατσούκλου μου ήταν εξανθόψηρα. Και αυτή η εξανθόψηρα, με βλέπανε οι Γερμανοί. Και αν έγινε να γυρναστήσεις εγώ, χάρη σε έναν γιατρό Γερμανό έγινε να γυρναστήσεις, θα το πω μετά αυτό. Να γυρίσουμε λίγο στην πλατεία ελευθερίας, γιατί δεν ολοκληρώσαμε. Μου είπατε ότι είχε μαζευτεί μισή Θεσσαλονίκη εκεί γύρω. Θυμάστε πώς αντιδρούσε ο κόσμος. Ο κόσμος φοβότανε να αντιδράσει. Άμα έβλεπε σαν να μου τον κόσμο, εκεί που ήμουνα εγώ, να σηκωθώ λίγο εκεί. Όχι, φλύσεκο, προσέξτε λίγο. Να είναι έτσι, σχουμένοι, να μη σοβρίζουν. Τι κάνουν τα καθέκια, τι κάνουνε αυτά οι διαλύτες, γιατί τους έχουν... Αυτή η κατάσταση. Οι γυναίκες κλαίγανε. Πολλές κλαίγανε τα χέρια τους, για να μη βλέπουνε τα παράθυρα, αφού είδαν το χάζι την αρχή, την γυμναστική, ήταν τα άλλα, κλείνανε τα παράθυρα μέσα. Δεν θέλαναν να βλέπουνε, δεν μπορούσαν να βλέπουνε. Λυποθυμούσανε οι γυναίκες από αυτά που βλέπανε. Ήταν ανατριχαστική η κατάσταση. Και τώρα που το λέω, συγχωρέστε με, αλλά υποφέρω. Αναγνωρίσατε πρόσωπα ανάμεσα στους Εβραίους που είχανε μαζέψει, από εκεί που καθόσασταν και βλέπατε. Αναγνωρίσατε κάποιον. Όχι. Όχι, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω κάποιον. Βλέπαμε μια μάζα ανθρώπων αυτή. Τίποτα άλλο δεν έβλεπε. Ήταν το Ραφαέλ, το Δανδίγοτος, ο Αλτιέλ και λοιπάει, ή τον Μωρίς. Δεν πήγαινε εκεί το μυαλό σου. Είχε στερέψει. Έβλεπε μονάχα αυτό το πράγμα και είσαι ένα ξαγρυωμένος εκεί. Και έλεπες, δούλουλα μα, δούλουλα. Υποφέραμε μαζί. Και ήταν, είπατε, και οι Εβραίες γυναίκες τους, που δεν τους είχανε καλέσει εκεί με διαταγή, είχανε μαζευτεί κι αυτές. Ήταν οι γονείς, οι οποίοι μαζεύανε τα σαράβαλα που λένε. Ήξερε το άντρα της, ήταν κουτσός, δεν μπορούσε. Ήταν οικογένεια εκεί, οι γυναίκες όλοι. Τον παίρναν αγκαλιά και τον πήγαν σπίτι. Έτσι κάνανε οι περισσότεροι. Εσείς πόση ώρα κάτσατε εκεί? Αυτό ξεκίνησε τα 10 η ώρα και τελείωσε 2.30. Εσείς, πόση ώρα ήσασταν εσείς? Ήταν πάρα από τρεις ώρες καρφωμένος. Μάθαμε αργότερα μέσω του Κούνιο, του Μόρχο και μετά τους άλλους. Αυτά θα μαθαίνουμε μετά. Ότι έγιναν διαβουλεύσεις, έπαινε που ο διεθνής ερθρός σταυρός και το γράφω το εβιλίο μέσα και ποιος είναι, πώς λογότανε, τον αναφέρω το όνομά του. Αυτό που κάνουνε δεν είναι καλό και ότι δισφημούν τη Γερμανία. Δεν καταλαβαίνανε τέτοια πράγματα αυτοί. Όταν πια ενδεχομένως κουράστηκαν κι αυτοί από αυτά όλα, έπεσε και το μεσημέρι, πήγε 2.30 η ώρα και ο ήλιος για πρώτη φορά, ή ήταν έτσι καυτερός την ημέρα κι είνη έτσι το νιώθαμε εμείς. Και δεν μπορούσαν άλλο οι άνθρωποι. Απ' την άλλη, είδατε τη μάζα αυτή δίπλα του κόσμου, που δεν μιλούσε, δεν μιλούσε. Αυτά που λέγανε τα λέγανε και το διπλανό μοναχα. Φοβόντουσαν, γιατί είχε στραμμένα πολυβόλα και στην κατάγραμμα και στραμμένα πολυβόλα, μητραγιοβόλα στον κόσμο. Μήπως κάνουν κάτι. Πού να μιλήσεις. Τι να πεις. Και κάποιοι είπανε, δεν προλάβαμε, η διαταγή ήταν που μάθαμε μετά, από το σπίτι της κυρίας της Μαδάμ Σουαλτ, δεν προλάβανε να γράψουν τα ονόματα που θέλαμε, γιατί ασχολήθηκαν με κάποια άλλα πράγματα και θα πρέπει να έρθουν ξανά και η Δευτέρα το πρωί. Η Δευτέρα το πρωί, από τις εννέα περίπου χιλιάδες, πήγανε πέντε. Από το Σαββάτο με σημέρι και ύστερα όσοι μπορούσανε, γεμίσανε τα χωριά της Μακεδονίας, Χαλκιδικής, όποτε στα χωριά πηγαίνανε, στα βουνά, σε αδάρες πήγανε και όσοι είχαν κάποια οικονομική στα χέρια τους, μπορούσαν να φεύγανε, πηγαίνανε μέσα ο Κατερίνης, όχι η Λάρισα, να πάρουν κάποιο τρένο και πήγαν στην Αθήνα. Και πήγα μονάχα πέντε χιλιάδες άτομα, δεν κάνανε καμιά κίνηση, δεν είχαν αντίπνα, αλλά από τα πέντε χιλιάδες άτομα, διαλέξανε τρεις χιλιάδες άτομα, νεαρούς βέβαια, ο Ανδόλφος, ο γαμπρός, ο ένας, από το Σαββάτο μεσημέρι, είχε βρεθεί στον βόλο μας είπε, γιατί μετά από πέντε χρόνια, ήρθε στη Θεσσαλονίκη, μας είδε, μιλήσαμε, ήταν ο μόνος ο οποίος ήταν ζωντανός από την οικογένεια και είχε δικαίωμα να πάρει το σπίτι. Το πούλησε στην κοινότητα, δούσανε λεφτά και έφυγε και είναι ακόμα στο Ισραήλ ο Ανδόλφος. Αυτός ήτανε, θυμίστε μου λίγο, ο γαμπρός της Μαδάμ Ψόρτ. Ναι, της Μαδάμ Ψόρτ, ο Ανδόλφος. Ο Ανδόλφος την πρώτη φορά στην πλατεία Ελευθερές, ήτανε κι αυτός. Βεβαίως. Κι αυτός δάρτηκε. Αλλά αυτός έθιγε αμέσως, όταν είπε να φύγετε, δεν πήγε σπίτι, είχε αφοασίσει να ξεφανιστεί. Από την πρώτη στιγμή εκείνη τον είδα να μιλήσει μετά από πέντε χρόνια. Μετά στο πενήντα περίπου. Μετά από όλο αυτό που είδατε στην πλατεία Ελευθερίας, πού πήγατε? Όταν φύγατε από εκεί, πού πήγατε? Όταν έφυγα από εκεί, κατ' αρχή προσπαθούσα να ανοίξουν αδέρφια μου από το κασελάκι. Δεν ανοίγανε από την περένταση. Αλλά ακούγοντας το γάβγισμα των λικόσκυλων, που ουσιαστικά μας φαινόταν σαν γάου-γάου μπροστά στις αγριοφωνάρες του Γερμανού, που τρέχανε και μας κυνηγούσαν να φύγουν. Σε ένα στενό, την ήξερα πολύ καλά τι τα λαδάδικα, κάθεκα και βρέθηκα στον Άγιο Μηνά, στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Χώθηκα κάτω εκεί, ξάπλωσα, πήγα στη βρύση, έβαλα το κεφάλι μου, πλήθηκα καλά όλος για να συνέλθω. Όταν βγήκα από εκεί, μου ερχόντισαν κάποιοι να πάρουν... Αντωνάκη, τσιγάρα και λοιπόν, πάρτα και μοιράστακα. Είχα διάσει όλο το κασουλάκι μου, τη λεφτά να πάρω τώρα στον Ανακίνημα. Βιασόμενο να φύγω, να πάω σπίτι. Και αφού κάθισε καμιά ώρα εκεί να συνέρθω στον Άγιο Μηνά, έφυγα σιγά-σιγά, βγήκα στην Εκνατία και πήγα στο σπίτι μας. Εκεί όταν πήγα, επειδή πήγα πολύ αργά εγώ, είδα τη μητέρα μου, τη Μαζάμ Ψόλ και δυο άλλες γυναίκες να απερρυπηούνται. Βλέπω ποιος είναι εκεί πέρα, είναι ο Ραφαέλης. Λέω να δω τώρα ο Ραφαέλης τι έχει. Τι θα δω. Μια πλάτη μαυρισμένη. Αμή μιλάει καθόλου. Πριν δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε πια. Πολλοί από τους άνθρωποι με συνεφέρουν. Ήταν αδύνατος. Ο αντόλος χάθηκε. Όταν λάβανε την διαταγή να ξαναπαρουσιαστούνε μετά από δύο μέρες, ο Ραφαέλης πήγε τη δεύτερη φορά. Πήγε με το ζόρι, τον πήγανε. Τον κράταγε ο πατέρας του, τον χέριγε κάποιος φίλος για να πάει. Γιατί φοβότανε να μην έχει αντίπινα η οικογένεια. Γιατί σου λέει εσύ, πού είναι άλλοι. Και πήγε. Και ήταν από αυτούς που διαλέξανε τους τρεις χιλιάδες. Τι κάνανε αυτοί οι τρεις χιλιάδες. Λοιπόν, να τι κάνανε αυτοί οι τρεις χιλιάδες. Τους πηγαίνανε στο σταθμό. Σε διάφορα, στο πλατεί, στη Θεσσαλονίκη, στο Σίντης, παρακάτω. Και με ένα ξύλο στο χέρι, που τους είχαν δώσει ένα στυλιάρι δηλαδή. Ψάχνανε τις γέφυρες πριν περάσει το τρένο. Αν είναι σαμποτάζανε, έχουν βάλει τίποτα. Και εκείνη καμιά έκρηξη και σηκωθεί κάποιος. Όλη την ημέρα, από το πρωί της έξι μέχρι το βράδυ, με δυό ποτήρια νερό, χωρίς φαγητό και χωρίς γιατρό, από αυτούς, τουλάχιστον 10 με 15 την ημέρα, πεθαίνουν. Τους κουβαλούσαν με καλοτσάκι οι υπόλοιποι πατριώτες που ήταν μαζί, εβραίοι, και πήγανε στο σταύραν ομαδικά. Ένας άλλος τρόπος που κάνανε, είχαν φτιάξει τρία μεγάλα μακριά τρένα, βαγόνια, χωρίς σκέπασμα, αλλά να είναι συρμάτινοι. Που ήτανε γύρω στα 40 με 50 μέτρα μπροστά από τη μηχανή. Γεμάτο εβραίους μέσα αυτά τα δίκτυα, και πηγαίνανε ταξιδεύανε για να πάρουν στην Αθήνα, ξέρω εγώ πού θα πηγαίνουν, εις τελάρισα και λοιπά στην Κατερίνη. Ήτανε αυτοί που αν τυχόν τους είχε διαφύγει τον άλλο ομολυγούμενο, κάποια βόμβα, κάποια οβίδα, κάποια εκκληκτικό, να είναι τα πρώτα θύματα για να μπορέσει μια αμαξιτικία να περάσει κάτω. Τον Ραφαέλ τον ξαναείδατε, τον Ραφαέλ, τι απέγινε, δεν γύρισε ποτέ. Όχι δεν τον ξαναείδαμε, μετά από αυτά που πήγανε δεν τον ξαναείδαμε, γιατί εδώ μεταξύ είχαν αρχίσει τα γκέτο, και άρχισαν οι ποδαρόδρομοι. Αυτή είναι μια, ένας ποδαρόδρομος που πάνε σταθμό. Φεύγανε από τον γκέτο το δικό τους, της περιοχής Σιντριβάνη κλπ. από εκεί, και πηγαίνανε στο σταθμό, γιατί είχε αδειάσει το πρωιτό τρένο. Αυτά άρχισαν από τον 15 Μαρτίου και ύστερα. 15 Μαρτίου έγινε η πρώτη αποστολή Εβραίων. Πριν πάμε σε αυτό μόνο, θα ήθελα να μου πείτε λίγο, να πάμε λίγο στην αρχή που αρχίσαν να επιβάλλουν τα μέτρα, για να φτάσουμε στα γκέτο. Μου είπατε ότι κάποια στιγμή τους βάλανε το αστέρι. Τι είπε ο Νατάν? Τι είπε ο Νατάν? Τι είπε ο Νατάν? Για τη φωτογραφία να την κρατάμε λίγο πιο πολύ ώρα, αλλά θα το δείξουμε πάλι μετά αυτό, όπως ή άλλως. Ήθελα να σας ρωτήσω για το αστέρι που μου είπατε ότι φορέσανε. Αυτό πώς ήταν, πού το φορούσανε? Τριαντάφυλλο εδώ και εδώ. Και η διαταγή ήταν από πέντε ετών και πάνω, πρέπει να φωνάνεται το αστέρι. Εάν κάποιος βρεθεί από την έρευνα που γινότανε, και όχι μονάχα έγινε από την έρευνα, από τους χαθιέδες. Εδώ δούλεψαν πολύ οι χαθιέδες, οι εβραίοι χαθιέδες. Οι εβραίοι πέφεραν πολύ από κάποιους χαθιέδες. Συνεργαζόμαστε με τους Γερμανούς. Ο Γερμανός δεν μπορούσε να ξέρει αν φοράς. Αν περνούσε κάποιος πολίτης από τη γειτονιά μας, δεν ήξερε ο Γερμανός είχε αστέρι και τόκους ή δεν ήξερε και τόκους. Ούτε μπορούσε να ξέρει αν είμαι εγώ εβραίος ή δεν είμαι εβραίος. Αλλά οι χαθιέδες λέγανε, αυτός δεν φοράει αστέρι. Πάρτον έστα. Ξέρετε κάποιους τέτοιους ανθρώπους, τους γνωρίζατε. Στην γειτονιά μας δεν έγινε τίποτα τέτοιό, αλλά μάθαμε ότι σε άλλες περιοχές γινότανε αυτό το πράγμα. Και όταν μπαίνανε μέσα στα γκέτο, οι πρώτοι που τους παραλαμβάνουν ήταν οι δικοί τους εβραίοι. Τους γδύνανε ολόκληρους. Απαγορεύεται ένα πάτημα στα ρούχα αυτά, γιατί είχαν έναν άλλο ψεδιάντροπο, απαράδεκτο, να είναι κάποιος έμπορας, κάποιος καθηγητής, ένας γιατρός εβραίος και να σου κάνει ό,τι θέλει, το δέχεσαι. Αλλά ο αρχιραμπίνος της Θεσσαλονίκης να συνεργάζεται με τους Γερμανούς και να λέει ψέματα στους δικούς του, ότι μην ανησυχείτε αυτά τα ραμπίνου, θα τα δελάξετε, γιατί εκεί θα συμμείνουν σπίτια, είναι έτοιμα όλα για να δουλέψεις στην Καρκοδία. Μην ανησυχείτε για τίποτα. Κι όταν εγώ βρέθηκα με το κασελάκι μου μέσα στον κέντρο του Παρόνου Φυρίς, γιατί βρέθηκα εκεί, πήγα να πουλήσω κανένα τσιγάρο και κάτι να βρω να πουλήσω και αν με είδε ένας φαντάρος Γερμανός που με γνώρισε, βασβόλεζε, Άντονι, μπείτε, τελικά, σιγαρέτ, παπία, άλλες, κάφεν, καμαράτ. Κάναμε και τον Γερμανό τότε, εμείς, αφού όλα τα κάναμε. Άνοιγε την πόρτα, πέρασε λίγο. Εγώ θα είπα, μην είναι σηκεισμένοί μου. Πέρασα μέσα και τι να το... Στήβες, παπούτσια, στήβες, ρούχα, στήβες, βαλίτσια. Τελειώθηκα. Δεν είχα μια βόλτα έτσι. Ήστηκα, λέω, πάω, γιατί δεν ξέρω πώς θα με μπερδέψει εμένα εδώ. Τάγκες, ρυπίτες, ογκαμαράτ, και έφυγα. Δεν φεύγουν αυτές οι εικόνες, άνα μου, με τίποτα. Με τίποτα στη ζωή μου. 40 παιδιά να κάνω, 100 γυναίκες να έχω, πότι θέλω να κάνω, ο,τιδήποτε στη ζωή μου. Είναι λαξευμένα αυτά τα πράγματα. Και δεν σας κρύβω και δύο μέρες. Είχε δείχνει και η γυναίκα μου. Εχθές και στη ταπόγευμα, εκεί που κάθε η γυναίκα μου, είχα 18 πίεση. Από το φόρτο που θα έρθείτε, και τι θα ξαναπού. Αλλά το κάνω με τέτοια χαρά, με τέτοια, έτσι, κανοποίηση, που μπορώ να μίσω ότι βοηθάω αυτή τη στιγμή. Νομίζω βοηθάω. Και το βιβλίο μου, το κομμάτι αυτών των τυγκεντοποίησης, είναι χαρισμένο, δορυμμένο, στο 1,5 εκατομμύριο παιδιά. Μικρά παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν. 1,5 εκατομμύριο παιδιά από την Ευρώπη. Τι άλλο μπορώ να κάνω. Κυκλοφορώ στη Θεσσαλονίκη και δεν με λένε εκεί να δω. Γεια σου, αρχιέ. Μήπως θέλετε να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα. Θα το ήθελα. Κάνουμε ένα διάλειμμα. Κάτι, δύο, ένα, πάμε. Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα για να ξεκουραστούμε και συνεχίζουμε. Σας ρωτούσα για το αστέρι. Τι ήθελα να μάθω. Το φορούσανε όλοι οι Εβραίοι το αστέρι. Επίσης αυτό είδαμε. Το φορούσανε όλοι και για πρώτη φορά η Θεσσαλονική μάθανε, ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν ήξερε. Ήταν Εβραίοι οι Θεσσαλονίκοι, το ξέραμε. Ήταν με νέοι, ήταν ξέρωκο Γάλλοι, ήταν από το Λαδία έμπονοι ξέρωκο τραπεζικοί πάλι. Ήταν ξένος κόσμος. Αλλά όταν μπήκε το αστέρι και είδαμε να κυκλοφορούν τόσες χιλιάδες αστέρια, τότε καταλάβαμε ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί. Ούτε κανείς μας είπε είναι 30.000, 50.000, 60.000, τίποτα. Δεν ασχοληθήκαμε με το νούμερο πόσοι Εβραίοι είναι στη Θεσσαλονίκη. Κανένας. Έγινε αυτό αντιληπτό από τα αστέρια. Δεν τόσοι πολλοί Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Οι φίλοι σας, οι νοικοκυραίοι σας το φορούσανε. Τι σας λέγανε, πώς νιώθανε που έπρεπε να φοράνε υποχρεωτικά το αστέρι. Κατάθλιψη σκέτη. Κατάθλιψη και ντροπή. Ντροπή. Τρεπότουσαν να μας δούνε. Και προσπαθούσαμε να τους πούμε, δεν φταίτε εσείς γι' αυτό. Ούτε εμείς φταίνε για εσάς. Εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε και εσείς είστε αυτοί που είστε και είμαστε ένα πράγμα. Άλλοι φταίνε. Και απ' ό,τι μου λέγανε εμένα λογικά οι δασκάλοι μου, να αποδέχεστε αυτό που έχετε. Είναι δικό σας. Θα περάσει. Στην ίδια την πλατεία ελευθερίας που τρώγαξήλο κάποια περίοδο αποδείχτηκε, αποδείχτηκε ότι όλοι αυτοί που τρώγαξήλο το αποδεχόντουσαν πια. Δεν φανάζαν, δημιουργούσαν κανένα κατάσταση. Δέρνεις, δέρε με, με χτυπάς, τύπα με, πετάς κουβά νερό, δεν πειράξει ρίξε. Και όταν οι Γερμανοί αντελήφθησαν ότι αυτοί δεν τους νοιάζει πολύ που τους δέρνουμε, δεν πειράξανε και τους δέρνανε περισσότερο. Είχαν συνηθίσια αυτή την κατάσταση. Τι να κάνουνε, ξέρανε. Το άστρο το φορούσανε και τα παιδιά στο σχολείο, οι συμμαθητές σας στο σχολείο, οι Εβραίοι. Θυμάστε να φοράνε το αστέρι. Όχι. Δεν το φορούσαν στο σχολείο. Μα δεν υπήρχαν σχολεία, είχαν κλείσει. Τα σχολεία είχαν κλείσει. Τη τελευταία μέρα ήταν εκείνοι που έπρεπε να μην φοράνε τα ρούχα τους, οι συμμαθητές μας, οι Εβραίοι. Τα σχολεία κλείσανε. Μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί δεν ανοίξανε. Όλα τα γεμνάσια στη Θεσσαλονίκη ήταν κατελημένα από τους Γερμανούς. Και τότε το γεμνάσιο πήγαινε από στην Κολόμβου, την Σιγκρού, που ήταν δίπλα από τη Συναγωγή, ήταν κλειστό. Πότε άνοιξαν τα σχολεία ξανά? Άνοιξανε κάνα 1,5 χρόνο μετά τους Γερμανούς που είχαν έρθει. Ανοίξανε μετά. Και όταν ανοίξανε μετά δεν δουλεύανε κανονικά. Δουλεύανε με τρεις ώρες τη μέρα αλλά δύο έως τρεις φορές τη εβδομάδα. Δεν είχανε προσωπικό. Και πώς μαθαίναμε τον πόλεμο, ανούλα μου, από τις μαυροφορεμένες που γυρλοφορούσανε στο δρόμο. Τότε καταλαβαίνανε τι σημαίνει πόλεμος. Και οι μαυροφορεμένες δεν ήταν μάνα αγάπου τους Έλληνες που τους βλέπαμε στη γειτονιά. Και οι Ιταλίδες μάνες ήταν ηγκυρές. Και οι Ιταλίδες τα κορίτσια δεν είχανε γονείς και έμεναν Αρβανίες. Αυτός δυστυχώς είναι ο πόλεμος. Δεν υπάρχει νικητή στον πόλεμο. Από τις μαυροφορεμένες καταλαβαίναμε τι γινότανε αφήσου έξι-εφτά μήνες στην Αρβανία. Και τόσο πολύ θύμωσε ο Χίτλερ για την πανολογεθρία των Ιταλών στην Αρβανία που πήγε στην Ιταλία και τα καουγάντισε το Μουσολίνι. Και από τότε κόπηκαν τις σχέσεις και έγινε το συμφωνικό και τελείωσε. Αλλά εμείς δεν υποφέραμε πολύ από την Ιταλία. Σχεδόν καθόλου. Τίποτα. Πέρασε ωραία η Αθανία ή ο νομός Αττικής και οι Πελοπόνους που ήταν υπεύθυνοι οι Ιταλοί. Πέρασαν καλά. Εμείς υποφέραμε από τους Βούλγαρους. Οι οποίοι είχαν πάρει όλη την Ανατολική Γερμανία, την Χαλκιδική, και κλέβανε τα τρόφιμα, τα σαζαβατικά που φέρνανε από εκεί ήταν οι μάνες για να τα εισθήθησαν όλοι και η υπόλοιπη Ελλάδα και τα κλέβανε οι Βούλγαροι, δεν τα φύρανε. Και αναγκαστήκανε, κάνανε παράπονα οι εθικοί μας, οι Έλληνες, ο δήμαχος και άλλοι, οι κοινότητες, οι μεγάλοι, και τους βάλανε υπόσταση βούλγαρων. Και λέγανε, έχουν βάλει φράγμα, δεν κατεβαίνουνε. Γιατί και αυτοί ήθελαν να ζει. Οι Γερμανοί από πού ζούσαν, από τα δικά μας τρόφιμα. Και λέγανε, πού δεν έχετε, τα κρύβονται τα τρόφιμα και τα πάτε στον δικείο. Και τους πήρανε τους Γερμανούς κάπου και τους πήγανε στη Χαλκιδική, στα σημεία που κλείνανε, όπως κάνουνε τώρα οι πρόσφυγες. Κάνονται στη γραμμή και δεν περνάει τρένο. Και τους δείξανε ποιοι δεν επιτρέπουν να έρθουν τα τρόφιμα εσάς. Ε, ποιοι δεν επιτρέπουν να κάνουνε. Και κάπως τα πράγματα μαλάκωσαν. Να σας ρωτήσω, εκτός από το αστέρι, μου είπατε και κάποια άλλα μέτρα προηγουμένως, που επιβάλλανε. Θέλετε να μου πείτε... Ναι, ναι. Τα άλλα μέτρα ήτανε. Απαγόραση κυκλοφορίας, εκτός οραρίου, μετά τις 6. Ήτανε να απαγορεύονται να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοραστιά. Ήτανε το τραμ και να πάρεις ένα μόνιπο να πας κάπου. Αν βλέπανε Εβραίο με αστέρι σε ένα μόνιπο, στην παραλία ξέρω εγώ, τελείωνε αυτό μάθος και τον καθαρίσανε. Είχατε δει ποτέ κάποιο τέτοιο να συμβαίνει? Όχι, γιατί φοβόντουσαν και αυτοί, δεν θέλαμε να... Οπότε δένανε, δένανε, θέλαμε να... Συνεμάδες, θέατρο, σεναβλίες, οι εφημερίδες βγήκανε δυο εβραϊκές, μια με ισπανικά και μια με κεφράκια, καταργήθηκαν, οι ελληνικές εφημερίδες καταργήθηκαν, όλα αυτά. Δεν μπορούσαν να πάνε στον κήπεδο, γινόταν αγώνες στον κήπεδο ποδοσφαίρου. Είτε τοπικές, είτε έρχονταν άλλοι σωμάδες και παίζανε. Απαγορευόταν να πας σε δημόσιο χώρο, καφενεία, σταυροπλωστία, όλα αυτά. Ήταν απαγορευτικά. Δηλαδή έπρεπε να βγεις στο σπίτι σου ή άμα θες να βγεις, να περπατήσεις και να κασχούνται στην αγορά, να πανάψωνεσαι. Και πηγαίνανε γυναίκες και έκαναν κρυφά στιγμές. Αυτό όλο που συνέβη λοιπόν, ο διαχωρισμός αυτός, επηρέαζε εσάς και τις σχέσεις σας με τους φίλους σας Εβραίους και τους γνωστούς σας. Μα εμάς επηρέαζε. Εμάς επηρέαζε, πάρα πολύ μας επηρέαζε. Στεναχωριόμασταν πάρα πολύ, περισσότερα από αυτούς. Γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Φοβόμασταν κιόλας τους χαβιέδες. Ο χειρότερος εχθρός είναι ο χαβιές. Για οποιοδήποτε τρόπο. Επειδή εγώ είχα μουστάκι ή δεν είχα μουστάκι, επειδή είχα καπέλο ή δεν είχα καπέλο, λέγανε αυτό το παλιόπαιδο, ξέρεις τι είπε. Τους γνωρίζατε. Και δεν ρωτάγανε. Ευτυχώς στην γειτονιά μας, δεν είχαμε τέτοια κρούσματα. Δεν είχαμε τέτοια κρούσματα. Αλλά υπήρχαν. Πολλά κρούσματα τέτοια, ήτανε μέσα στον κέντρο του σταθμού. Στον χείληση εκεί πέρα. Και αυτό το έμαθα από έναν εβραίο φίλο, που ήμασταν χρόνια μαζί στη κατασκήνωση, τον θείο Σάμ, τον προφέτα. Ο θείος ο Σάμ ο προφέτας, το σηκώσανε όταν τελείωσε ο πόλεμος, το βρήκανε σε ένα κρεβάτι στο Άουτσβιτς, τώρα στον Μπιγκενάου, το στεφράματο, και ήταν 27 κιλά. Τον πήραν, τον τελείξανε σε μια φανέλα, κουβέρτα, και τον πήρανε το νοσοκομιακό, και τον πήγαν στην Ελβετία. Ο Σάμ ο προφέτας έκανε τρία χρόνια το νοσοκομείο, για να περπατήσει. Με σηκωθεί όρθιος. Αυτός όταν ήρθε στη Θεσσαρωνίκη, λίγο το νοριζόμασταν, είναι το δικό μου το βιβλίο. Το βιβλίο το έγραψα και το γράφω μέσα, ο δικός μου οδηγός ήταν ο θείος Σάμ ο προφέτας. Τα παιδιά όλα, τον πήραν βέβαια υπάλληλο, δεν είχαν υπάλληλο για την κοινότητα, δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά. Ο θείος Σάμ και ο θείος Σάμ και ο θείος Σάμ. Αυτός ήτανε που με κράταγε εμένα την κατασχήμαση. Αυτόν τον γνωρίζατε και πριν τον πόλεμο ή τον γνωρίζατε μετά. Ναι, τον γνώριζα γιατί, τι έκανε, ήταν ζωγράφος. Και για να γίνει ένα έργο στο Ελληνήσιο, στο Πάνθιο Στατικό, βάζανε μια μεγάλη φωκτογραφία, δυο σγραφιά μεγάλη, τι θέμα θα δουν, τον Τζόμ Γκουέι θα δούνε, τον Φρόκχο Βρυμπόκαρθ θα δούνε, τέτοια έργα, τέτοιες σκηνές, τα ζωγράφησε ο ίδιος. Και πληρονόταν από τους κινηματογράφους. Δεν βγάζανε φωτογραφίες. Ήταν μεγάλες φωτογραφίες, ζωγραφικές. Και από αυτή τη δουλειάς έβγασε λεφτά ο Σάμ. Και έτσι έμαθε και να γυρίζει και την ταινία, να βοηθάει στον κάθε κινηματογράφο. Εσείς, λοιπόν, τον γνωρίζατε από πριν. Ναι. Και τον ξαναείδατε αφού γύρισε από το Άσπηλ. Τον ξαναείδα μετά. Εμείς δεν ξέραμε πού ήταν ο Σάμ. Όταν ξαναγύρισε μετά εδώ, παντρεύτηκε. Έκανε και μια κόρη. Τουλεύανε η κόρη του. Η γυναίκα του είχε σωματικά ατέλεις, αλλά ήταν ερωτευμένη, παντρεύτηκε. Και έφτακαν και την κορούλα τους και είχαν ένα μαγαζί. Και αυτός δούλευε, όταν δέρχοντας την κατασκήνωση, δούλευε στους κινηματογράφους. Τον φωνάζανε, δηλαδή, οι ίδιοι. Αυτό το ότι τον βρήκανε, 27 κιλά που μου είπατε, σας το είπε ο ίδιος. Ναι, μα το ξέρει όλη η κοινότητα. Φαινόμενο ήταν ο Σάμ. Ο Σάμ Προφέτητα ήταν φαινόμενο. Τον είχαν χάσει, δεν ήξερα και αυτοί που είναι. Δεν μπορούσε να μιλήσει στον διάτολος. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένα πλάσμα ήταν, εξαπλωμένο στο κρεβάτι. Και σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, τρία ολόκτυλα χρόνια, φάρμακα, ενέσεις, δυναστική, ασκήσεις, εργομασάζ, όλα αυτά. Και τον βάλανε, έγινε όρθιος. Και αυτό έγινε όρθιος, το περπάτημα. Άρχισε να μιλάει, άρχισε να διηγείται. Και έβγαλε και το διαβατήριό, κλπ. Που θέλεις να πας, πού θέλω να πάω. Στη Σαλονίκη. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσε. Και ήρθε σε τη Σαλονίκη, έγινε πανηγύριο. Δεν ήξεραν που ήτανε. Θυμάστε μήπως αν οι Γερμανοί τότε σημαδεύανε με κάποιο τρόπο τα σπίτια και τα μαγαζιά των Εβραίων. Βεβαίως. Κίτρινα. Μπογές περνάκανε. Θυμάστε να το βλέπετε. Βεβαίως μας, η γειτονιά μας είχε τρία, τέσσερα τέσσερα τέσσερα σπίτια. Κοντά, δηλαδή, στη γειτονιά μας. Σε άλλη γειτονιά, αλλού. Μαγαζιά. Επειδή είχε πολλά μαγαζιά η Μοναστηρίου, όταν περνούσα εγώ το καλωστάκι, έλεγα τώρα 30 καταστήματα σημαδωμένα. Πριν φύγουν. Όταν φεύγουν, αυτά αδιάζανε και τελείωσε. Βλέπετε το δικό σας που ήταν εβραίικο. Ήταν και αυτό σημαδεμένο. Όχι. Δεν ήταν σημαδεμένο για τον εξής λόγο. Ο κ. Δρόκος Απάνο, ο οποίος ήταν διευθυντής της εταιρείας, και ήξερε γαλλικά. Και ιταλικά. Γιατί ήταν ιταλικής καταβουγής. Μαζί με έναν εξάδαφο του πατέρα μου από την Κέρκυρα, συγχωριανό του, ο Ζωχιός Λογόμενος. Τον έμαθα, γιατί αυτός είχε μια συλλογή με γραμματόσημα και δεν ήμασταν να μαζεύει γραμματόσημα. Κάναμε πολλή παρέα με αυτός. Αυτός ο άνθρωπος, εκπρόσωπος αστυνομίας, ο πατέρας μου και ο κ. Δρόκος πήγανε, βρήκανε το διευθυντή δίπλα του σκουμανταδούρου. Έτυχε αυτός ο διευθυντής να ξέρει γαλλικά. Οπότε συνονιήθηκε καλά με τον κ. Ρόκο, ο πατέρας μου δεν μιλούσε, καταλάβε όμως αυτά τα γαλλικά, και είπε, έχουμε αυτό το πρόβλημα. Είμαστε εδώ δέκα χρόνια και μένουμε. Δεν υπήρχε πρόβλημα. Εδώ ήταν. Το γραφείο μου είναι στα 30 μέτρα. Ήταν αυτοί οι παιδιά που καταργήσαν. Τα ξέραν αυτά, αυτή. Τι πρέπει να κάνουμε για να ζωντριθήσουμε. Να βρισκίσουμε εσάς, αλλά και να μιλήσουμε κι εμείς. Και βρέθηκε η φόρμαλα σε μια μεγάλη, σε ένα μεγάλο χαρτόνι. Είπε ο διευθυντής τους, καλοπορέρωτος δηλαδή ο ανθρώπος, να βγάλουμε μια φωτογραφία, μια φωτογραφία εμείς, ένας για τα μεγάλο, σε ένα χαρτόνι μεγάλο. Και έγραψαν αυτοί τα ονόματα που δώσαμε, και είπε αυτή είναι χριστιανή. Και κάτι φορμπήταν από κάτω και κάτι τέτοια πράγματα. Και ήτανε στην πόρτα μας. Και εγώ να καταλάβατε, συνονοημένοι με τη μαντά μου σε όλους και τους άλλους, να μη χρησιμοποιούν την έξοδο προσφυλίου. Να μπαίνουν και να βγαίνουν από την Πάροδο. Οπότε δεν φαινόταν τίποτα. Η είσοδος σπιτιού ήταν η δικιά μας. Αυτή εδώ πέρα που φαίνεται. Και άρχισαν σιγά σιγά οι Γερμανοί, να έρχονται προς τα κει, και βρήκε ευκαιρία και ο πατέρας μου, ανοίξανε το παράθυρο του συσσόδου, του πεζοδρομίου, γιατί ήταν πριστά στο δωμάτιό μας, τσίγγαρα, τι άλλο, κονιάκ. Εγώ δε κατάξατο και ξαθόψυρα, κάθε Σαββάτο, λιγότερα από πέντε ζευγάρια μπότες, δεν έδαψα. Μου φέρανε και τα δέκα. Με συμπαθούσανε, με εκτιμούσανε. Και χάρισα αυτή την εκτιμία, περνάγαμε κάπως καλύτερα. Ερχότανε με αυτό το πεζοδρόμιο. Οι Γερμανοί, όμως, μπαίνανε μέσα στο σπίτι, να ελέγξουν το χαρτί αυτό συχνά? Δεν μπαίνανε μέσα, μπαίνανε έξω. Ελέγχε το χαρτί, αυτοί μένουν μέσα και είναι χριστιανοί. Ήταν διαταγή του στρατηγού, ξέρω εγώ. Δεν μπορούσε κανείς να μπει μέσα, είναι ή δεν είναι. Δεν έμπαινε μέσα. Εκείνο που μπερδευόταν πάρα πολλές φορές, και το λέω και γελάμαι κανένα φορά με τη μητέρα μου, οι Γερμανοί τη νύχτα, είτε μεθυσμένοι, είτε νορμάλ, ξέρενε ότι δίπλα από την κομμαντατούρ, υπάρχει πορμίο. Και πάγανε την πόρτα. Την πόρτα, τη δικιά μας την πάγανε. Συγκονόταν η γυναίκα μου, κοίταγε... Η μητέρα σας. Η μητέρα μου, σιγόρα, αρχικά και... Κοίταγανε αυτοί. Α, κατάλαβε, λέγε η μάνα μου, κατάλαβε. Νίξη Καμαράτη στη γωνία, Νίξη Καμαράτη στη γωνία. Από τότε περάσαμε τη μάνα μου. Τι είπες μάνα, τι να πω, Νίξη Καμαράτη στη γωνία. Η άλλη γωνία ήταν. Και ποια είναι η άλλη πλάκα. Οι ηλικιωμένες γυναίκες που μένανε... Τι μπεράζει. Αυτή ήταν η ισοδονομή που σταθούν. Εδώ ήταν ποτάμι, άδειο. Το τραμ για να πας... Λοιπόν, οι αποδοχές σπίτια. Εκατό μέτρα σπίτια και ήταν το γεωφεράκι. Οι γυναίκες που μένανε από εδώ, οι μεγάλες, όταν περνάγανε κάναν το σταυρό τους να καταραστούν. Οι παλιοπόρνες εδώ πέρα κάθονται. Και δεν περνάγανε από το πεζοδρόμιο τους. Κάναν δυβόλτα. Και μας θύμιζαν τους Γερμανούς που δεν περνάγανε από τον δικό μας, επειδή ήταν οι Εβραίοι. Και δεν μπορεί να φανταστείς, όταν έγινε ο βαρτισμός 21 Σεπτεμβρίου, που η βόμβα έπεσε εδώ. Χάλασε όλο το σπίτι. Τα δύο πατώματα αυτά τα χάλασε και πέσανε πάνω από το δικό μας. Όταν βγήκαμε από το υπόγειο εμείς, δεν βλέπαμε τίποτα άλλο. Ένα βουνό με έπιπλα, πέτρες, τούβλα, λεκάνες και νυπτήρες. Τα δύο τελευταία τα πατώματα πέσανε στη ραβλή τη δική μας. Τώρα λέτε ποιο μετά. Ναι. Αυτό καταργήθηκε μετά από το σπίτι. Δεν πήγαμε και μείναμε κάπως στην Αγγενήσιο. Σε λέω τώρα, οι γυναίκες αυτές βρίζανε τις ακαφιόρους, όπως τις λέγανε τις πόρνες. Δεν θέλαμε να περάσουμε από κοντά. Και όταν μετά μεγαλώσαμε και αυτοί δεν περνάγανε από το πορνείο, η Γερμανία δεν περνάγανε επειδή είναι μία σπάη του Ιευραίου, κάπου τα πράγματα δηλαδή ήταν λίγο περίεργα. Αλλά ήτανε. Στο σπίτι μέσα συζητούσατε με τους φίλους σας, στις οικογένειες τους Εδραίους που μέναν μαζί σας. Συζητούσατε για όλα αυτά που είχαν συνδύει, που απαγορευόταν το ένα το άλλο, τα μέτρα. Τι σας λέγανε? Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Και ούτε να κάνεις κριτική. Φώναζε η μητέρα μου κάποιος να πιούν καφέ. Οι συνάδελφες του πατέρα μου, όταν έρχονταν στο καφενείο, πάμε και θα μας πει το καφέ οι αγγελικοί. Μπαίνουν μέσα, έρχονταν οι μαντάμς σε όλους, στο χόλ μέσα. Να πιούν το καφέ, να μιλήσουνε διάφορα πράγματα. Και προσέχαρα μονάχα, κοιτάγανε τις πόρτες, μην πάει κανείς και ένας γερμαναράς στην πόρτα. Αλλά τα κουβεδιάζανε αυτά τα πράγματα. Μέχρι που άρχισε να δουλεύει το κέντρο. Οι γείτονές σας, σας λέγανε τίποτα, αν φοβόσαστε που μένετε σε σπίτι μαζί με Εβραίους. Από την πρώτη μέρα μας το λέγανε. Πριν ακόμα έρθουν οι Γερμανοί. Οι πληροφορίες ήταν ότι οι Γερμανοί, αυτό είχε φανεί από αυτό το σημαδάκι, να μη φορέσουν τα ρούχα οι Εβραίοι τη γιορτή της αιών. Τότε κυκλοφόρησε ότι ο δικτάκτορας μεταξάς είναι Γερμανόφυλος. Και παρόλο που ήταν Γερμανόφυλος, αυτός ακολουθούσε αγγλική πολιτική εξωτερική. Ήταν όμως Γερμανόφυλος. Και ο κόσμος φοβότανε να μιλήσει παραπάνω. Αν δεν ήξερες τον άνθρωπο που μιλάς, κινδύνευες. Εδώ ο αδερφός για την κληρονομιά, πήγαινε και έλεγε στα δάγματα ασφαλείας, αυτός έκλεψε αυτά τα πράγματα, ή έβρισε την Γερμανία, ή έκανε αυτό. Πήγαινε αυτός. Σ' αγαπούσα εσένα, σ' αγαπήσου και ο Δημήτρης. Και άμα ήθελε να με βγάλει από τη μέση, πήγαινε και με κατέδευε. Ο αδερφός τον αδερφό, η μάνα του ο πατέρα. Ένα πράγμα που το ζήσαμε εμείς κανά, στον εμφύλιο πόλεμο, μετά το 48-49. Οι γείτονές σας όμως, τι σας λέγανε που λένε. Πιο πολλοί ήταν και αυτοί οι συνδρομικοί υπάλληλοι. Στο ΣΕΚ βέβαια. Είμαστε γνωστοί όλοι, γέννησε εκείνος, μεγάλος εκείνος, παντρέθηκε εκείνος. Μια οικογένεια ήμασταν. Αν μέναμε τώρα στη Μαρτίου, είμαστε ξένοι, φταίνει άλλοι. Τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπήρχαν κάποιοι αντισταραμονεύτες, τα λέγανε αυτά. Αλλά ο χώρος του ΣΕΚ, με κέντρο το σπίτι και μια αχτήλα 500 μέτρων, ήμασταν μια καλή άνθρωπη. Δεν τα ζήσαμε αυτά, τα μαθαίναμε όμως. Μου είπατε πριν ότι από πολύ νωρίς υπήρχαν γείτονες που σας λέγανε, δεν φοβάστε που μένετε εδώ. Και δεν ξέραμε γιατί. Όταν ήρθαμε από την Αθήνα και έγιναν ότι αυτοί ανεκεί να μείνουμε. Καλά σοβαρά σε Εβραίους που είναι τα Πατραμύδες. Γιατί, τι έχουν οι Εβραίοι, αφού εκεί μέναμε. Ξέρετε τι θα γίνει, όταν γίνει θα δούμε. Είχα πληροφορίες αυτά από, δεν γάφω, από ερώτη, από πυροβότη. Θα γίνει κάτι. Και οι Εβραίοι το ξέρανε αυτό. Δεν το λέγανε, δεν κουβεντιάζανε. Δεν περιμέναν τέτοια πράγματα. Η ελληνική χωροφυλακή, η ελληνική αστυνομία βοηθούσε στην επιβολή των μέτρων. Πάρα πολύ βοηθούσε. Όχι, δεν κοιτάγανε να βοηθήσουν. Βοηθάγανε να μην κάνουν λάθη στο μανάντι, στο φαναλί. Πρόσεξε, πρόσεξε, πρόσεξε. Η εκκλησία βοήθησε πάρα πολύ. Κι η εκκλησία, και η αστυνομία. Βοηθούσανε πάρα πολύ. Άμα βλέπανε κανένα παράπταγε, το φάζε, λατρε, τι κάνεις, χατρολός είσαι. Τους Εβραίους βοηθούσαν, ποιους βοηθούσανε. Τους Εβραίους, δεν τους θεωρούσαν Εβραίους ξένους. Τους θεωρούσανε κατοίκους που ανήκουν στο τμήμα τους. Πρόσεξε, πρόσεξε. Αυτό λέγεται, αυτό γίνεται. Βοήθησαν πάρα πολύ αστυνομία. Θυμάστε εσείς κάποια περίπτωση να έχετε δει, να βλέπετε να βοηθάνε κάποιον με κάποιο τρόπο. Όχι, αλλά δεν είδα μπροστά μου τίποτα. Πατέρα μου του Σιγχοριανίου και τρέλαιο εξάδροφο ο οποίος από μικρό μένα με έπαιρνε και πήγαινα με κάθε κειρακή σε κάποιους διαγωνισμούς που πουλάγανε αγεματόσημα και μου λέγει πάρα πολλά πράγματα. Αυτά από αυτόν τον ξέρω ότι και οι Εβραίοι κάποιοι δεν στέκονται καλά. Δεν στέκονται καλά, αλλά το φωνάζουν, έλα εδώ, εδώ υπάρχει πρόγραμμα. Υπάρχει πρόγραμμα για εσάς. Φέρσουν σωστά. Φύλαξτε την οικογένεια σας. Πρόσεξε το ένα, πρόσεξε το άλλο. Εσείς δεν κυνδυνεύεται από εμάς. Εμείς εδώ σε ξέρω τριάνταστα χρόνια όσο είμαστε εγώ εδώ πέρα. Πολλά χρόνια. Κυνδυνεύεται από τους δικούς σας. Και εγώ το είδα αυτό μέσα στον κέντρο. Το όνομα του αυτού του Σιγχοριανού του πατέρας σας, ποιο ήταν εγώ στην Ευρωπαϊκού. Το γράφω, είναι Ζωχός λέγεται. Οι συνεργάτες των Γερμανών, οι Έλληνες, αυτοί πώς τους βοηθούσανε να επιβάλλουν τα μέτρα στους Εβραίους, τι κάνανε? Τους καρφώνανε, δεν βοηθούσαν κανέναν. Τους καρφώνανε και πολλές φορές θα ήταν επίτηδες αυτό το πράγμα. Αυτός δεν φόρασε τα αστέρι του. Αυτός στο καφηνείο που ήταν και ρωτάγανε οι Γερμανοί. Τον είδες στον καφηνείο αυτόν. Έτσι μου είπανε. Καταλάβαινε ότι άλλωσης έλεγε ψέματα. Εσύ τον είδες αυτόν να πάει στον καφηνείο, εγώ απαγορεύεται. Και δεν πηγαίνανε στον καφηνείο. Ποιο τιμή ήταν η Γερμανία στη δουλειά τους παρά οι καθιέδες. Και αυτοί θα λέγανε για να βγάλουν λεφτά και να κλέψουν κάποιο σπίτι. Και σαν τον προφήτη εγώ έμαθα όταν πήγε στον κέτο μέσα τι κάνανε αυτοί οι παλιάνθρωποι. Αυτοί δεν ήτανε η μαυρίλα των Εβραίων όχι των Θεσσαλονίκης, καμιά δεκαριά άτομα. Όχι από τους Γερμανούς. Από την ημέρα που φορέσανε το άστρο μέχρι να δημιουργηθούν τα κέτο πόσος χρόνος πέρασε. Παραπάνω από 2-3 μέρες δεν πέρασε. Γιατί είχαν ήδη περιφράξει το κανονικό του βαρώνου Χίριση το σταθμό. Αυτό τους ενδιέφερε πρώτα. Είχαν δημοσιεύσει στις εφημερίδες αυτές που έβγαιναν οι δικές τους η Ευρώπα ότι το κέτο αυτό είναι αυτοί οι δρόμοι το άλλο κέτο είναι αυτοί οι δρόμοι και τους έλεγανε μην μένετε σε σχολογός του παπάφη μην μένετε σε κάποιο μέρος ελάτε το σπίτι σας θα είναι αυτό και πήγαιναν και βρίσκασαν σπίτι άδειο για να μένουν εκεί. Το δικό τους το αφήνανε γιατί έπρεπε να το αφήσουν. Ήταν διαταγή να φύγει από τον έβοσμο κάποιος και θα φύγεις από εκεί να μην είσαι εδώ θα φύγεις από εκεί να μην είσαι εδώ θα τελείγουμε με αυτά που φτιάξαμε και ήταν εύκολα για τους Γερμανούς 3.000 εδώ, 2.000 εκεί, 500 εκεί, 800 εκεί και όταν άδειαζε του Βαρνού Χίρις η πρώτη, η 15η του μήνα, 2.800 φύγανε φύγανε, απ, εσείς εκεί έφευγε αυτό 18 ή 19 αποστολές έγιναν 45.000 μπήκανε μέσα στα τρένα Εσείς περνούσατε απ' τα Γκέτο, τα βλέπατε Απ' τα Γκέτο, εγώ δεν παίρνουσα απ' τα Γκέτο καθόλου, ήξερα ποια ήτανε και το δρομολόγια μου ήτανε Λαδάδικα, λιμάνι, πλατεία Αριστοτέλους εκεί που ήταν ο φίλος ο φωτογράφος ο Γιώργος και ξαναγυρούσα πάλι μέσα, όχι όλη της Εγκατίας στη Ιησία Εγκατία και πηγαίναμε στη Λεώντο Σοφού είναι ένας δρόμος κάθετος στην Κολόμβου ένας δρόμος, είχε πέσει μία βόμβα εκεί σε ένα καπνιδροστάσιο και τα είχε διαλύσει όλα και όλοι εμείς οι μικροπολιτές καμιά τριανταριά της περιοχής Βαρδαρίου μαζευόμασταν κάθε πρωί 10-11 η ώρα εκεί για να καπνίσουμε κανένα τσιγάρο μεταξύ μας εγώ κάμπνιζα τσιγάρα για να κάνω τον άντρα και να αλλάξουμε, τι έχεις εσύ τσιγάρα δώσ' μου τσιγάρα πάρε αυτό τι έχεις μπαχαρικά δώσ' μου μπαχαρικά πάρε εκείνο και από αυτούς που εγώ έδινα πράγματα άλλα και να πάρω γλέτσικα τσιγάρα, πού είναι τα γλέτσικα έδινες οτιδήποτε να πάρεις γιατί ένα τσιγάρο έπαιρες πολλά χρήματα κάναμε ανταλλαγές μεταξύ μας είχατε δει όμως αν τα γκέτο ήτανε πώς ήτανε περιφραγμένα τα φρουρούσανε τα γκέτο τα γκέτο δεν τα φρουρούσανε τα κέντρα δεν υπήρχε περίφαξη ήξερας από εδώ μέχρι εκεί είναι εκεί όπως θα διαβάσεις το εβλίο αυτοί οι δρόμοι είναι γκέτο δεν υπήρχε λόγος να φύγεις από εκεί αφού δεν μπορούσες πού να πας θα σε έβρισκαν ο ρούσες δε αυτό είπα εδώ κατανέμπαινες χανόσινα αλλά είχε φρουρούς μου λέτε είχε φρουρούς είχε μέσα στα γκέτο ήτανε οι φρουροί οι οποίοι δεν κάνανε το φρουρό να μη φύγεις κάνανε την έρευνα να σε εκδίσουν εσένα πρις εκδίσουν οι Γερμανοί εσείς μένατε κοντά στη περιοχή του Βαρονοχείρση οπότε είδατε όταν έγινε όταν πήγατε εκεί βλέπαμε ακούκα μου κατά κοίτα τα χτυπήματα τα καρφώματα με ξύλα καρφώθηκαν γύρω γύρω δεν έβλεπες τίποτα μέσα από τα μεγάλα αυτά και βλέπαμε εκεί πέρα γιατί ήτανε και ένα μέρος που υποτίθηπες έναν πετροπόλεμο τα είχαμε καταργήσει όλα αυτά ήτανε στην κειδονιά μας μετά παίρναγε ένα τρένο για να πάει από το λιμάνι μέσα φορτωμένο να πάει στον καινούργιο στεροκοθάμο και από εκεί να πάει πλατή και να πάει φλόρεν να πάει κάπου αλλού πέραμε μέσα και κοιτάγαμε τι γινότανε ότι εκεί γινότανε ρόκροφ φράγμα μεγάλο όταν τελείωσε αυτό το φράγμα τότε άρχισε και η λειτουργία των άλλων συγχρόνως καλούσανε από άλλες περιοχές την κόκκινη εκκλησία αυτό το ένα οι άλλοι παπάφηκε μεστασίου και κανάρι και λοιπά άλλο κομμάτι τους μαζεύανε όλους εκεί υπήρχαν αισθείες παλαιές που είμαίναν εβραίοι αν σε μια περιοχή ήταν 30 σπίτια εβραίων θα κάνανε 200 αυτοί άμα πήγαινας στη Χαριλάου ας πούμε δεν είχε κανέναν εβραίο δεν μπορούσε να διώξει τους χαριλιότος να τους πάει πού είχαν μια αισθία μέχρι και μεγαλώνανε και δεν έμενε παρα πάρα από μια βδομάδα δεν προσπαθήκαμε να μην είναι γιατί κάθε μέρα φεύγανε τρένα εκεί είναι το ζουμί το πράγμα το τρένο εκεί στο ΧΥΡΣ είχε κάποια είσοδο είχε είσοδους για να μπεις μέσα μία είσοδο και μία να βγεις και εγώ μια φορά και ήταν ευκουρός και με ήξερε και έφυγα γρήγορα δεν μπορούσα να δέξω και μέσα άλλο φοβήθηκα και όλα σβήφωσε συμβαίνει κάτι άλλο και η άλλη ήταν η εξόδας για να πας κατευθείαν στο τρένα τότε που μπήκατε μου είπατε ότι είδατε πολλά ρούχα, παπούτσια ρούχα, παπούτσια, γιαλιά, ό,τι στιβες στιβες ήταν αυτά που φοράγανε αυτοί που μπήκαν εκεί τους τα παίρνανε και τους έλεγε ο αρχιεραβήνος δεν τα χρειάζεστε εκεί πέρα θα βρείτε σπίτια έτοιμα θα σας περιμένουν για να δουλεύσετε στην Καρκοδία αυτό έγινε σε 4-5 αποστολές μετά την 5η αποστολή με κάποιο τρόπο αυτοί από την Ευρώπη ειδοποιούνταν μεταξύ τους με κάποιο τρόπο ή με τα μεγάφωνα, με τα ραδιόφωνα μαθαίνανε ακούγοντας κάποια γλώσσα ή κάποια νέα γιατί γνωρίζανε αρκετές γλώσσες οι Εβραίοι μαθαίνανε τι γίνεται οπότε αυτοί που πηγαίνανε ξέραν πού πηγαίνανε δεν πηγαίναν τυχαίνα δούλου ένα ταξίδι πέντε με έξι μέρες ήτανε κάθε βαγόνι μέσα έγραφε απ' έξω ο ΣΕΚ 40 άτομα και 10 άλογα μέσα από 80 μέχρι 100 άτομα ήσουνα μπήκες όρθιος θα μείνεις όρθιος έπαιρνες κατηστώς θα μείνεις κατηστός δεν είχες χώρο να σηκωθείς όρθιος ή να πανάκατουρήσεις, δεα που είχε ένα βαρέλι πριν να που το πάει εκεί και ένα άλλο βαρέλι έχει μόνο νερό να ρίξεις λίγο στον προσωπό σου ή να σου ρίξει στον διπλανό σου λίγο και σταμάταει κάθε δυο μέρες η αμαξιδικία για να αλλάξουν τα βαρέλια οι δε συντελοδρομικοί όταν μπαίνανε μέσα κρυφά ή φανερά του δίνανε ξυρούς καρπούς δουλεύαν πολύ καλά οι συντελοδρομικοί ξυρούς καρπούς θα πήδες τραγάλια σπόρια, οτιδήποτε μπορούσαν να έχουν χωρίς να φέρετε στις τσέπες γρήγορα έτσι μετά δεν είχε αέρας μέσα και αποδείχτηκε μετά από πολύ καιρό και μας λέγανε αυτοί που γυρίσαν οι 90 οτι ήταν τυχεροί αυτοί που πέθαναν μέσα στο τρένο γιατι δεν έζησαν αυτό που ζήσαν οι αιμίες αυτά όλα τα ξέρετε από διηγήσεις που σας είπανε άνθρωποι όπως ο Σάμ ο Σάμ η οικογένεια Μιρμαγιόρ η οικογένεια Μόρχο, η οικογένεια Κούνιο η οικογένεια Κούνιο, η Αδαταφύτου και η Αμαρήλιο ήτανε μεταφραστές στα λόγω της γερμανικής γλώσσας από κατά κου η Γερμανή ήταν η Κούνιο ξέραν πολύ καλά τη γερμανική γλώσσα τους χρησιμοποιούσανε σαν διερμηνείς και κάπως περνούσανε λίγο καλύτερα υπέφεραν βέβαια κι αυτοί πάρα πολύ και το λες όλα τα πράγματα επειδή τους χρειαζόντουσαν οι Γερμανοί κάπως λιγότερο περνάγανε μέχρι να κάτσουν μερικές μέρες με ξύλο, με πίνα, χωρίς γιατρό για να φτάσουν πότε να πάνε να πληθούν το πλήσιμο ξύλες που ήταν εντώνυμα άνα μου, να μπούν στο λουτρό μέσα να ανοίξει το κατεονητήρις όλοι μαζί και σε ενάντια στιγμή αυτό να μην υπάρχει και όπως ήταν μαζεμένοι με τα καρότσια στο κρεματόριο Μακάουλου όταν λέγανε την Δευτέρα θα πάντε να πληθείτε ξέραν πώς θα πληθούνε Εσείς κύριε Αντώνη είδατε Εβραίους να τους μεταφέρουν από τα Γκέτο στο Βαρόνου Χίρς είδαμε Ήδια μια αποστολή τέτοια ένα παρασκευή σαββά το πρωί ήτανε έβγαινα έξι ώρα από εγώ βγήκα από την πόρτα πάντα κοιτάς στη ρεφταράδα γιατί φοβόμαστε και τους... και όπως κοιτάγα έτσι άκουσα ένας ίσου κοιτάγα από εδώ κοιτάγα από τίποτα και σαφνικά είδα δύο τρεις φαντάρους από τους γερμανούς που προχωρούσανε προχώρησαν για να κάτσουν εδώ πέρα στον δρόμο κοιτάγανε προς τα μας είδα είχαν δύο πολίτες να κάθονται εκεί από περίεργεια πήγα κι εγώ κάθισα εδώ μαζί τους και από δω από πάνω άρχιζαν κοιθότανε με τα πόδια μια ουρά που ήταν πάνω από 150 μέτρα ένα μπουγαλάκι γυντέρες με παιδιά στεναγκαλιά οτιδήποτε σκυμμένο το κεφάλι και ξύναν τα πόδια τους κάτω στην ασφαλτό τώρα εκεί τα ξύνανε ξέρεις πότε το μάθαμε αυτό το έμαθα από την οικογένεια Μπερ Μαγιόρτ μετά το 60 που γυρίσανε το 50 που γυρίσανε πίσω τα κουβεντιάσαμε ξέρεις αυτό κύριε Νούκα τι ήτανε λέει χαιρετούσαμε τον κόσμο γιατί δεν θα το ξαναδούμε ούτε δεξιά να κοιτάξουμε ούτε αριστερά να κοιτάξουμε ούτε εμείς από εδώ με τα πολυβόλα που ήταν οι φαντάροι μπορούσαμε να γυρίσουμε και ράγισε η καρδιά μέσα ξύνανε το δρόμο με το πόδι τους σε ένδειξη τρομερή εντύπωση όταν το μάθαμε έξυπνα τα πόδια τους για να φύσουν κάποιο θόρυγο είμαστε εμείς κάπως έτσι το πράγμα Είδατε πολλοί κόσμο εκείνη τη φορά Εκείνη τη μέρα ήτανε χειρότερη για μένα από ό,τι είχα δει στην πλατεία ελευθερίας Γιατί είδα ότι όλοι είχαν σκοτειωμένους άλλοι να κουτσένουνε, άλλοι να τον κρατάνε να πηγαίνει η γυναίκα του άλλοι να έχει ένα μωρό αγκαλιά ή δύο μωρά να κρέμεται από εδώ μια τσάντα και να είναι το κεφάλι του σκυμμένος έτσι το κεφάλι να μην κοιτάνε αριστερά, να μην κοιτάνε αριστερά και να πηγαίνουν έτσι κάτω να γραξίνουν τα πόδια τους μέχρι που πηγαίνανε στην πόρτα ακριβώς αυτή η αποστολή μπήκε κατευθείαν δεν έφυγε μέσα από το το βαρόλο χείρι στον κέντρο κατευθείαν, δεν ξέρω γιατί αφού ήρθανε και μπήκανε κατευθείαν στα βαγόνια Εσείς τους είδατε να μπαίνουν στα βαγόνια Εγώ δεν το είδα μάθα μεν παιδάω, μου είπε ο πατέρας μου ότι αυτή ήταν για μέσα, κατευθείαν μέσα Είδατε λοιπόν κόσμο, μορά, ηλικιωμένους Πόσος κόσμος περίπου ήτανε τότε που κοιτούσατε Πρέπει να περάσουν, περνάγανε τους χίλιους, πάνω από τους χίλιους Ήτανε μια ουρά, τετράδες, πεντάδες, τεράδες πηγαίνανε σχεδόν αγκαλιασμένοι αυτοί οι άνθρωποι, γιατί νιώθανε ότι πάω με τον δικό μου, ξέρω εγώ Μια αγκαλιά ήτανε άνθρωποι 150 μέτρα περίπου αυτή η ούρα Κάτω από 2.800 2.500 με 2.800 ήταν κάτι ακοστολή Και ποιο είναι το άλλο Τώρα ζηλήκε και η κοινότητα πλήρωνε στη Βέρμαχτ πόσα άτομα φύγανε σήμερα 3.400 πλήρωνε η κοινότητα για 2.800 εισιτήριο για να πάνε από την Πεσαρωνίκη στο Άουτζιτς ή όπου θα πηγαίνανε αυξάνανε το εισιτήριο με τη σκέψη των Γερμανών οικονομολόγων να καταστρέψουν οικονομικά την κοινότητα κάτι που δεν το καταφέρανε πληρώνουνε τα εισιτήρια αυτών που πηγαίνανε να σκοτωθούν Τι να πεις για αυτούς τους ανθρώπους Όταν βλέπατε αυτήν την μπωμπή να περνάει τους φρουρούσανε πολλοί? Όχι! Μπροστά ήτανε δυο-τρεις οδηγοί πεταλάδες και κάθε 30-40 μέτρα ένας πεταλάς πεταλάδες ήταν αυτοί οι εσαντζίδες που λένε τους Γερμανών και αυτοί ήτανε γαμέρμεδες που φωνάζανε ραούς ακόμα τους αφήσανε στο ρυθμό που φύγανε Ήτανε και Έλληνες συνεργάτες ή μόνο Γερμανοί? Όχι μόνο Γερμανοί Αυτό το συρφετός αυτός το 1500 αναπούμε ένα νούμερο τυχαίο τώρα 1500 είναι ζήτημα αν υπήρχαν έξι Γερμανοί Δεν είχαν τρόπο να πάρουν πίσω ένα άλλο Εσείς αναγνωρίσατε κάποιον στην Πομπή Όχι κανέναν κανένα από τη γειτονιά μας Ακολουθήσατε να δείτε μέχρι πού θα πάνε ή καθίσατε εκεί στο σημείο Όχι κάθισα εκεί μέχρι που μπορούσα να κάθισα γιατί εγώ έπρεπε να πάω να κάνω τη δουλειά μου έφυγα από πίσω και φύγα από την Αναγενίσεως να πάω στο με περίμενε ο κουλουρδής που λένε να πάρω τα κουλούρια μου ήταν ορισμένη ώρα να πάω από το κατάστημα μια χαμάκια το οποίο μισοδούλευε πια λιγάκι είχαν φύσει άλλους αντιάλαγα είχαν πάει και αυτοί στον κέντρο και ήταν για να φύγουν έπρεπε να κάνω και εγώ τη δουλειά μου να βγάλω το μεροκάμα έκανα τέταρτα παραπάνω δεν μπορούσα να κάνω δεν είχα να κάνω λόγω γιατί ραγίζει η καρδιά σου καμιά φορά όταν έκανε το τριπλό μπαϊμπάς εγώ μου λέγανε καλά ρε σήγη μαθείς δεν καπνίζεις δεν βρήκε ούτε τσιγάρα βρήκε η εξέταση μια χαρά καρδιά είναι αλλά όπως έβλεπα στο μηχάνημα όταν έγινε η στεφανιόγραφημα αντί για αφλεύευση όταν είχα την καρδιά είχα τρεις κλωστές τρεις αράχνες τρεις αράχνες και λέει πως μπορούσε να ζήσεις καλά, εσύ θα μου πείτε κόψανε από εκεί και τα φτιάξανε τι να δω άλλο εγώ πως θα είδατε ποτέ να πηγαίνουν μετά από αυτό προσωπικά ακούγαμε αλλά αυτή την εκπομπή μόνο αυτή είδα δεν είδα αυτή τη μεγάλη που ήταν από τις μεγαλύτερες όπως είπανε ήταν η περιοχή από εδώ που δεν ξέρω αν ξέρεις Συντριβάνη, το Αγίπιο του Πάου το πανεπιστήμιο τώρα που είναι του Δημητρίου και κατέβαινε κάτω ήταν από τις μεγαλύτερες και πιο αραιότερες κατοικημένες αλλά εκεί μαζεύανε από παντού ακόμα και από τη Χαλκιδική φαίνονε και τις βάζανε εκεί η πρόχειρα κάποια στιγμή είπανε ότι και το διάβασε και το έγραψε και στο βιβλίο οι Βούλγαροι μαζέψανε τρεις χιλιάδες Εβραίους να το στείλουν στη Θεσσαλονίκη δεν φτάσανε αυτοί στη Θεσσαλονίκη όλη την αμαξιστυχία που ήταν μέσα αυτές τις τρεις χιλιάδες τους πέταξαν στον Δούναβη να ζει με τα βαγόνια και κάνανε μήνες ολόκληρους μετά ότι αφήγαν οι Γερμανοί να καθαρίσει ο κόσμος και τέλειωσε η δουλειά έτσι, λυθώσαμε και ανήκει αυτό στην φιλοσοφία που μας φέραμε για άλλοι καλύτερα να έβγαζα το αστέρι που είπε ο Μπέι Μαγιό ο μπαναίρας και να το καθαρίσει θα ήταν ο καλύτερος θάνατος και όχι αυτό που τραγουδίξανε αυτό που κάνανε οι Βούλγαροι το θεωρούνε κάποιοι γλιτώσανε πεθάνανε, πνικήκανε οι χρησιμεριφαράς που ήταν οι Βούλγαροι αλλά γλιτώσανε από αυτά που πέρασαν αυτοί εκεί η μαντάν Σολ και η οικογένεια αυτή χρειάστηκαν να φύγουν από το σπίτι κάποια στιγμή να μεταφερθούν σε γκέτο η οικογένεια είναι οικοκυραίοι σας δεν φύγανε, δεν έφτασα εκεί πέρα πέρασαν δύο φορτηγά από τη γειτογιά μας, ήξερα πού θα πάνε οι δικοί μας είχαν το χαρτί στο χέρι και φωνάζανε τους άλλους και τους πήραν και τώρα εκείνη στιγμή μας τραβάγανε και εμάς μέσα σαν να μπαίναμε και εμείς μέσα στον φορτηγό πηγαίνανε σε άλλο σπίτι παρακάτω φωνάξανε απάνω και ήξερα ότι μένει απάνω η οικογένεια ο Αντόρφος και από το Σαββάτο είχε ξεφανιστεί και ήρθε η κόρη τους με την αγκαλιά της ολύτα η μαμά, ο μπαμπάς, ο Ραφαήλ η γυναίκα του και γιος του έλειπε μονάχο αντέλογα τους πήρανε και ο φορτηγό μέσα τώρα αυτούς πήρανε σε πειροφόρο ότι και εμείς μέσα είμαστε εσείς πού ήσασταν όταν έγινε αυτό έγινε απόγεμμα αυτό πήγανε φορτώσανε μέχρι των τραγιούς πάντες, είχε καμιά δεκαριά σπίτια που τους είχαν σημειώσει για να πάνε τους είχαν εντοποιήσει να μη φύγει κανείς από εκεί, τους μαζέψανε και τους αδειάσανε στο ΧΥΣ Το περιμένανε, το περιμένατε ότι θα ήθελαν να τους πάρουνε Ναι βέβαια, το ήξεραν όταν αδειοποιήθηκαν Και τι πιστεύανε, πού πιστεύανε ότι θα πάνε Τη δρακοδία, να δουλέψουνε σύμφωνα με τον Αρχηραβίνο τον ξεδιάντροπο αυτό άνθρωπο, απαράδεκτο Αρχηραβίνο Θέλω να μου περιγράψετε λίγο περισσότερο εκείνη την ημέρα, είναι απόγευμα και έρχονται πόσα φορτηγά Πήρα στην αγκαλιά τους η μαντάμ Σολ, τη Σολίκα Πήρε στην αγκαλιά του ο Ραφαέλ το γιο του και την αγκαλιά του, εμείς δεν τολμήσαμε ούτε να τους φιλήσουμε, ούτε να τους πούμε μέσα τα είχαμε κάνει νωρίτερα μέσα μεταξύ μας αγκαλιαστήκαμε, χωρίς φωνές και πανηγύρια τους χαιρετήσαμε και λέγαμε ο Θεός να βάλει το χέρι του Κι όταν βγήκαν έξω και αυτά μας ήταν έτσι και κοιτάγαμε οι Γερμανοί φωνάζανε ονόματα, τους βλέπανε τους βάζανε μέσα ψύχρα, προσπαθούμε να είμαστε ψύχρα αλλά η καρδιά μας το ήξερε αυτήν την ώρα ποιος φεύγει η μαντάμ Σολ φεύγει ή εγώ φεύγω Τους είχανε πει ότι μπορούν να πάρουν κάποια πράγματα μαζί τους, είχαν μαζέψει κάποια πράγματα. Όχι, το είχανε μάθει Ήταν ίσως οι έχθοι, εβδόμοι Αποστέλοι, ξέρανε, μην παίρνετε πολλά πράγματα τους λέγανε και τα αφήστε με το σπίτι έτσι Και τους βάζανε μέσα στα φορτηγά Στα φορτηγά μέσα και φύγανε Εκεί μέσα δεν μπήκανε χαριέδες γιατί ήξεραν αυτοί οι αλληταράδες ότι υπάρχουν και χριστιανοί και δεν ήξεραν τα πέντε Και ξέρανε, οι Γερμανοί ξέρεις... Εγώ, μάλιστα, είχα ένα πολύ ωραίο κρεβάτι η Μαδάμ Σολ με τον Άντρα της Κι εγώ κοιμήθηκα, γιόμουνα εκείνη την ημέρα δεν το μάτι, το δικό μας όπως ήτανε ο πατέρας μου, η μάνα μου και εγώ είχα το κρεβάτι το δικό μου, πήγα και γιόμουνα εκεί Μόλις δεν έφυγαν οι Γερμανοί και πήγαν δύο ντενικέδες χρώμα και βοήθησα κι εγώ και κάμπα δυο άλλη κοινωνία και βάψαμε το σπίτι Το βάψαμε το σπίτι για να δουν οι Γερμανοί ότι είναι πια εδώ μέσα αυτό το σπίτι είναι χριστιανικό Βγάλαμε την ταμπέλα από εκεί δεν χρειαζότανε Δέκα μέρες χάτησε αυτό το πράγμα, χάθηκαν Εκείνη τη μέρα που τους πήρανε πόσα φορτηγά είδατε να περνάνε Δύο, από μας χάσανε δύο φορτηγά και πηγαίνανε μέχρι τους Αγιούς Πάντες που είχαν υπόψεις τολάχιστον ο Πότυκου παιδιάζανε πριν φύγουνε, πού θα πάνε είναι ο Τάδε εκεί, ξέρανε τι εργασία είναι και μας λέγανε από τη Φιντίου κανέναν άλλον αλλά μετά τη Φιντίου στην Εσόπου είδαμε από μακριά, διότι σταμάτησανε και οι Κάλοι πήραμε και κανένα δυο οικογένειες εκεί δίπλα ήτανε και το μαγαζί του σημερινού μεγάλου μακρυοδενικού σκαλβάσικου πώς το λέγανε, πώς το λένε Χαϊτογλου Συγγνώμη, ο Χαϊτογλου Να σας πω το σπίτι και τα πράγματα της Μαντάμ Σολ και του Ραφαέλ τα μείνανε σε εσάς, τι γίνανε? Εκεί ήτανε, εκεί ήτανε δεν πειράξακαμε τίποτα εμείς καθόλου δεν προλάβαμε να πειράξουμε τίποτα να το κάνουμε που δεν είχαμε άλλο σπίτι αφού σε 1,5 μήνα το σπίτι μας γκριμίστηκε πάνω στα σανίδες το βλέπανε και οι Γερμανοί, όσοι μείνανε οι Γερμανοί ήταν τυχεροί διότι είχαν κάνει κάτω το είδαμε μετά όταν φύγανε μετά το 1944, κατεβήκανε κάτω και υπάρχει, δεν ξέρω αν το σπίτι εγώ πήγα το είδα δεν υπάρχει τώρα τίποτα ένα υπόγειο τέλειο κατεφύγιο και γι' αυτό δεν είχε νεκρούς δύο όροθοι πέσανε από πάνω μας σκέπασαν το δικό μας το σπίτι είχε ραΐση τελείως, ήταν χάλια και η αυλή 4-5 μέτρα με λεκάνες, καβρέκκλες τα πάντα όταν πέσανε όλα μέσα στην αυλή ήταν και χώρο Αυτό πότε έγινε? 21 Σεπτεμβρίου Χρονολογία? Γιατί τον Οκτώβρο έφυγαν Έγιναν δύο μεγάλικοι βομβαρισμί Ο ένας έγινε 21 που οι βόμπες ας πούμε από εδώ μέχρι 100 μέτρα αυτοί ήθελαν να ρίξουν να πιάνουν τη δυναμή οροσυρά λιμάνι, σταθμός για να καταστρέψουν το σταθμό για να μην είχαν τρένα να περάσουν και αυτά τα 100 μέτρα ήταν μια τρίχα ένα κλικ για τα αεροπλάνα και πέσανε στην πόλη Πάρα πολλά σπίτια από την παραλία μέχρι το σπίτι μας κρεμίστηκαν, είχε νεκρούς πολλούς Εμείς δεν πέσανε οι βόμπες και έπεσε μεταξύ του οίκου ανοχής και της κομμαντατούρ και όλα αυτά σπροχτήκαν σε εμάς όλη αυτή η τρανταγμή και η βόμβα το διαλύσαν το σπίτι μας πήραμε κάποια ρούχα, δυο κουβέρτες και κάποια παλτά και φύγαμε την ημέρα, εκείνη γιατί και εγώ ήταν η μισή της Αλωνίκης και φύγαμε οικογενειακώς με τη μητέρα μου και βρεθήκαμε στο γαλλικό ποταμό περπατάγαν τέσσερις ώρες παμάτησα όλα και το πρωί γυρίσαμε και είδαμε πού να μείνουμε και ένας συνάδελφος του πατέρα μου που ήταν επιθεωρτής στο ΣΕΚ, οικογένεια Αποστολίδη λέει μην ανησυχείτε κύριο Δούκα εμείς φεύγουμε, θα μείνουμε δύο με τρεις μήνες στην Έδωσα, σε δικό μας σπίτι και πήγαμε σπίτι τους και μείναμε δύο μήνες μετά από εκεί βρήκαμε σπίτι επί της αναγκυνήσεως και μείναμε στο αναγκυνήσεως 16 μέχρι που φύγαμε και την Αθήνα Όταν φεύγανε διώχναν τους Εβραίους τους εκτοπίζαν με τα τρένα είχαμε τόσεις Εβραίων που κρύφτηκαν ή γλίτωσαν που να κρύφτηκαν σε σπίτια χριστιανικά ξέρετε που να φύγανε στα βουνά Όσοι μπαίνανε στον κέτο ξέρανε ποιοι ήτανε δεν υπήρχε άλλος πίσω όποιος θα έχει φύγει θα έχει φύγει νωρίτερα νωρίτερα φεύγανε, από τη στιγμή που μπήκες στον όχλο για να μπεις μέσα τελείωνες αν έλειπε ο γιος σου ο γιος σου, ο κουμπάρος σου ή η συμπεθέρα σου αυτό έπρεπε να γίνει τις μέρες που δεν ήταν η μέρα για την αποστολή να πας στον βαρονοχείς φεύγανε κρυφά αλλάζανε ρούχα, ξυριζόντσαν μετά φεύγανε πολύ σαν ντυμένοι γυναίκες ή γυναιμένοι άντρες ξέρετε κάποιον που να το έκανε αυτό που να έφυγε έτσι όταν τα μαθαίνανε δεν είχαν πολλά σπίτια τέτοια αλλά αυτά τα δυο τρία σπίτια είχαν πολλά παιδιά είχαν δώδεκα παιδιά σημαϊτές στο δημοτικό τα οποία δεν γύρισε κανένα από αυτά αλλά από άλλες γειτονιές φάλλανε και ούτε έκαναν θόρυβο γιατί έφυγε ο γιος σου που είναι ο αντόλχο κλπ δεν δορμούσε να πεις που είναι κλειμένο γιατί περνάγανε μέσα ψάχνανε μπαούλια μέναν δυο φαντάρες μέσα χωρίς να κάνουν ζυμιά καμία ιδιαίτερα σε μάτια ξέρανε ότι οι μησοί μας ήταν χριστένοι και άλλοι δεν πειράξαν τίποτα αλλά μας ψάξανε σαν να ψάχναν να βρουν γραμματόσημο μπήκανε μέσα στο σπίτι σας βέβαια δεν είπε πρέπει να περάσετε στο αυτοκίνητο μπήκανε μέσα ψάχνανε ξέρανε όμως από τη διατακή ποιοι είμαστε εμείς και την είχε εμάς στο ένας μπροστά του για να βρει τα όνοματα που φεύγουν και είμασταν εκεί όλοι τι ψάχνανε είναι κρυμμένος κάποιος από τους άλλους δίπλα από την αυλή υπήρχε άλλο εβραίικο σπίτι εκείνο πια μόνο που δεν το σκάψανε για να δουν τι είναι εκεί μέσα τρία άτομα ήτανε δυο ηλικιωμένες και ένα αγόρι αυτή ήτανε στη γειτονιά σας σκοτά ποιοι ήτανε αυτοί τους θυμάστε τα ονόματα όχι δεν θυμάμαι ονόματα και τι έγινε εκεί αυτοί και τις δυο τους πήρανε στο αυτοκίνητο η οικογένεια γκανεί το φούρνο τους πήρανε στο αυτοκίνητο ήτανε δύο αδέρφια και ο ένας είχε και δύο κοπέλες γυναίκες δεν είχανε δεν ξέρω γιατί είχε πεθάνει τα δύο αδέρφια με δύο ο ένας είχε δύο κόρων στο όλη τον ανήπατρο και τους έβαλαν στο αυτοκίνητο αυτά τα τρία σπίτια ήτανε τα γειτονικά είχαμε μαθημαθητές από άλλους δρόμους που δεν είχαμε σχέση εμείς πότε μπαίνανε στα σπίτια ψάχνανε να δουν αν κρύβεται κάποιος Εβραίος μπαίνανε και πράγματα από τα σπίτια δεν μπαίνανε τίποτα γιατί ξέρανε μέσα είχε χριστιανούς ήτανε πάρα πολύ αυστηρό η διαταγή του στρατηγού ήτανε διαταγή στρατηγού να κάνουμε ένα σύντομο διάλειμμα εντάξει κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα για να ξεκουραστούμε να πιούμε λίγο νερό χρειαζότανε και συνεχίζουμε ήθελα να σας ρωτήσω αν θυμάστε περιπτώσεις Εβραίων που αφήσανε περιουσίες να τις φυλάξουνε χριστιανοί φεύγοντας δεν το ξέρω αυτό παρόλο που είχα πολύ γνωθούς για πάμπλου τους Εβραίους δεν ξέρω πως χρησιμοποιήθηκαν τα χρέματα τους και τι έκανε κάτι κάποιο τρόπο θα βρήκανε αλλά δεν έχω υπόσχεσμα κάτι προσωπικά εγώ αυτός έκανε εκείνο όταν συλλάβανε την οικογένεια της μαντάμ Σολ ήρθανε μόνο Γερμανοί να τους συλλάβουνε ή ήτανε και Έλληνες συνεργάτες μόνο Γερμανοί θυμάστε περίπου πότε έγινε αυτό ποια εποχή ήτανε όταν ήρθανε να τους συλλάβουνε αν πούμε ότι ξεκινήσουμε με 15 Μαρτίου ξεκίνησε η πρώτη αποστολή που ήτανε full το γκέτο του Βαρώνου Χίρς ήρθανε άλλοι απ' έξω θα έλεγα κανείς τώρα η ερώτηση με προκαλεί να σκεφτώ κάποια πράγματα ότι τους ενδιέφεραν ή όσο περισσότερο απομακρυσμένοι από το γκέτο του Βαρώνου Χίρς ήτανε αυτοί να έρθουν γρήγορα μέσα γιατί είχαν αντιληφθεί ενδεχομένως από την προηγούμενη ερώτηση πριν έκανε πέντε δεν ήταν ταινάκριμενοι και καταλαβαίνω ότι όσο πιο μακριά από τα γκέτο έμειναν κάποιες περιοχές δέκα σπίτια εδώ πρέπει να έχουν δύο και ένα αυτούς τους φέρνανε γρήγορα μέσα και θέλαμε να φύγουν γρήγορα αυτοί που ήταν στο σταθμό πιστεύω πως με την ερώτηση που θα πάνε αυτοί δεν μπορούν να φύγουν και πολύ γνωστοί και φέρνανε πρώτα οι ακομακρισμένες περιοχές να μπουν στα δύο γκέτο ένα παπάθι πάουκ γήπεδο και λοιπά αυτά όλα και ένα άλλο συντριβάνι και από την Χαλικηδική φέρνανε και από την Θεράκη φέρνανε αυτοί να μπουν γρήγορα στο κέντρο του χειριού και μετά θα δούμε τους δικούς μας τους πλαϊνούς δηλαδή εγώ δεν το είχα σκυφθεί καθόλου με την ερώτηση που με εποκάλεσα γιατί τους άφησαν τελευταίους σε αυτούς τι έγινε, τι συνέβη έγιναν δεκανία αποστολές δεκάτη 12, 12 13 η δική μας μετά οι άλλοι ερχόντησαν από την ύπιρο από την Λάρισα και από συγκροτημένε γιατί και η Λάρισα είχε πολυεφρεούς και ο Βόλος είχε πολυεφρεούς όταν πήραν τους την ΜαΔΑΜ Σολ για την οικογένεια θυμάστε μήπως αν ήταν άναξη, ήταν καλοκαίρι μήπως βοηθάει αυτό να θυμηθεί θα σε γελάσω Από Μάρτιο που ξεκίνησαν, η τελευταία αποστολή ήταν σεπτέμβριο. Μετά το Πάσχα πρέπει να ήτανε. Γιατί κάθε μέρα φεύγαμε αγώνια. Μετά το Πάσχα. Και υπολογίζανε αυτοί ότι θέλει πέντε-έξι μέρες να πάει αυτό. Δεν θέλανε, ας πούμε, για πέντε μέρες αυτοί παρασχημίδες. Δεν θέλανε άλλοι. Πού να το πάνε, πού να τα βρουν αυτά τα αγώνια. Και αυτό πιστεύω ότι ακριβώς μετά από το Πάσχα περίπου. Που ήτανε Απρίλης, κοντά στο Απρίλη ήτανε εκείνη η χρονιά. Πριν τελειώσει ο Απρίλης ήτανε το Πάσχα. Να ήτανε τότε. Κοίταξε να δεις, ήτανε και μια ηλικία η δική μου. Κάθανα και σκέφτομαι τώρα πόσα πράγματα μπορούσα να είχα γράψει. Είχα τους ανθρώπους δίπλα μου. Τους συγγενείς μου, την πεθερά μου, που ξερτώσα πράγματα για τη ζωή της. Που έφυγανε το 22 και πώς έγινε. Καμιά σκέψη. Εγώ σταμάτησα να εργάζομαι το 1990. Όλη η ψωρά η δική μου ήτανε να βγάζω φωτογραφίες. Αυτές όλες είναι οι φωτογραφίες τις οποίες έκανα εγώ στους γραφικοί. Το πρώτο μυθιστόριμα που έγραψα μικρό, ήταν το 2005. Από εκεί και ύστερα ξεκίνησα. Τώρα δεν σου λέω, γιατί αυτή τη στιγμή δεν μιλάμε για μέρα, μιλάμε για τα άλλα θέματα. Θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Όλο αυτό το διάστημα λοιπόν, από το Μάρτιο μέχρι την εποχή που ήρθανε και συλλάβανε τη Μαδάμ Σολ. Αφού βλέπανε τι γίνεται και καταλαβαίναν φαντάζομαι ότι... Φέρα που πηγαίνανε. Συστητήσανε ποτέ στο σπίτι, ακούσατε να συζητάνε μήπως να φύγουνε, πώς μπορούνε να γλιτώσουνε. Όχι, όχι. Δεν μιλόντουσαν. Και να μιλήσεις τη Μαδάμ Σολ μετά τα πρώτα δύο-τρία τέτοια, σαν χαμένη για το σπίτι μας. Δεν μαγείρεψε ξανά, δεν πήγε στον αγορά ξανά η Μαδάμ Σολ. Τα έχει αναλάβει όλα αυτά η μάνα μου. Κάτι να τα ίσον, κάτι τα παιδιά, κάτι αυτό να βρει λίγο γάλο να φέρει τώρα γράμματα. Σαν αυτό μου τα πήγαινα μέσα στο σπίτι, σαν να μην υπήρχανε δηλαδή. Η υπόλοιπη οικογένεια, ο άντρας της, ο γιος της. Ο άντρας της καταρχή, δεν ξαναπήγε στο καφενείο. Το πούντισε, το δάνεισε, τι έκανε δεν ξέρω, δεν μάθαμε. Ο διπλός δεν ξαναπήγε πουθενά. Έμεινε σπίτι, αυτός κοιτάει για τη γυναίκα του, η γυναίκα θα κοιτάει για αυτόν. Τους λέγαμε, έχετε δικαίωμα να ζήσετε μέχρι η τελευταία στιγμή, γιατί τα παρατάτε. Δεν λέμε να κάνετε επανάσταση, δεν λέμε να σχολείτε να φύγετε. Αν μπορείτε, αν κάνετε αυτή την, κάντε το κι αυτό, αφού όλοι το κάνουν. Ποιο εννοείται, να φύγουνε? Να φύγουνε, ναι. Και εμένα ο Ραφαέλ μας έκανε την εντύπωση, γιατί δεν έφευγε. Και δεν έφευγε πάντα με τη σκέψη αυτή που τον έτρωγε. Αν εγώ φύγω από εδώ με τη γυναίκα μου και τα παιδί μου, θα το μάθει η αστυνομία, θα το μάθει αυτές. Τι θα κάνουν στον πατέρα μου και στη γυναίκα μου, στη μητέρα μου, τι θα κάνουνε. Το φοβόταν αυτό. Και ένας λόγος που σε αθλία κατάσταση, μετά το Σαββάτο 11 Ιουλίου, που ήρθε το 13 Ιουλίου, του λέγανε, που πας, αφού ξέρουμε δέκα οικογένειες, τουλάχιστον, που έχουν αρρώστους, δεν θα πάνε. Θα πούμε, ήσουν άρρωτος, καθώς έρθω να σε δουν. Δεν τους ξέρω, δεν τους εμπιστεύω. Και αν εγώ πάω εκεί και δεν πάω εκεί και έρθω εδώ και λέει, πού είναι, ξέρω, να φαλεύει, μπαμ μπαμ, θα σκοτώσουνε. Μόνο αυτό να θυμηθώ, τρεάνομαι λέει, θα κάτσουμε μαζί, θα πάμε όπου είναι να γίνει, θα πάμε μαζί. Αυτός ήταν πιο ισχυρός, πιο δυνατός χαρακτήρας από τον καμπρό του τον ανδροφό. Μπορούσε να φύγει και να τρέξει και να πάει και με τα πόδια μέχρι Βέρια. Ήταν πολύ δυνατό παιδί. Ο άλλος έγινε δυνατός από φόβο και από πείσμα. Εξαφανίστηκε. Πού πήγε, δεν ξέραμε. Όταν γύρισε μετά από πέντε έξι χρόνια σπίτι, δεν μέναν βέβαια εμείς εκεί πέρα, αλλά μάθαμε ότι ήρθε, τί είχαμε, το βρήκαμε, γιατί κι αυτός μας ήθελε να μας βρει. Και του κάνει εντύπωση ότι βρήκε το σπίτι του όπως το άφησε. Δεν πήραν τένα σαπάνο. Τι να του πάρει ο κοδιεύθυντης σαπάνο. Τι να του πάρει. Κατέβηκε κάτω και μάλιστα άνοιξε έναν τουλάπι, έναν μπαούλο άνοιξε ο Αντόλφος, όταν γύρισε. Λέει αυτό το μπαούλο είναι του... ποιον είναι αυτό, λέει, του ενταδίκου, αυτός το κοιτώνει. Τι έχει μέσα, ξέρω, εγώ του λέω. Καλά δεν ξέρεις και εδώ καλά και έχει μέσα. Δεν ξέρω αν δικό μου πράγματα είναι, δεν θα ξέρω. Τάψαν, φύγανε, σφύγανε. Το ανοίγει και έβγαλε, ξέρεις τι έβγαλε από μέσα, δέκα σφυγιά τσαγγάρι. Τι να φτάνει, ξέρω εγώ. Τα μάζευε ο Αντόλφος, τη ρανγίλε, συλλογηγλέκανε, πού να ξέρω ο Αντόλφος τι λέει. Εσύ τι θα κάνεις. Εγώ λέω, που λέει, ήρθα να σαρντόγγια της να σε θύμησα, ευχαρίσα να σας ευχαριστήσει ό,τι κάνατε. Πούλησα τα σπίτια στην κοινότητα και έφυγα. Ξαναπήγε πάλι στην Ισραήλ, πήρε κάποια χρήματα. Και σιγά σιγά τα αξιοποιούσε αυτά τα σπίτια. Εσείς, όταν ο Ραφαέλ πήγε μια δεύτερη φορά, τη δεύτερη φορά στην πλατεία ελευθερίας, εσείς ξαναπήγατε και εσείς τότε, είδατε... Όχι. Δεν πήγατε ξανά. Δεν μπορούσα να ξαναπεράσα την παραλία. Όταν έμαθα την ημέρα, κύριε Θάκη, εγώ πήγα από την Εκνατεία, αυτή τη φορά, Λαξανδρομολόγιο. Δεν μπορούσα να ξαναδω αυτό που έβλεπα. Ήταν πολύ ζωντανό ακόμα μέσα μου. Και τώρα που το θυμάμαι και το βλέπω, αμέσως ταράζομαι. Ήθελα να σας ρωτήσω λίγο για το γκέτο, στην περιοχή Βαρώνου Χίρς, εκεί. Μου είπατε ότι είδατε τα παπούτσια, όταν μπήκατε μέσα, είδατε μαζεμένα παπούτσια και ρούχα. Σε όλους. Ανθρώπους είδατε μέσα. Όχι. Ήταν στη Συναγωγή λέει. Πού είναι στη Συναγωγή? Τους έκανε μόρφωση, επιμόρφωση ο Ραβίνος. Αφήσανε τα δικά τους, γιατί ξέρανε και μεταξύ τους. Αυτοί υπέφεραν από το 2015, από ό,τι μου είχε πει ο Σάμου Προφέτα, συγχωρεμένος τώρα κι αυτός, ότι ράβουν λίρες και χρήματα και κοσμίρματα στα ρούχα τους και τους γκρίσανε. Εσύ δεν το είδατε αυτό. Τους δώσανε άρα ρούχα, αντιθήκανε με κάποια ρούχα εκεί πέρα πρόχαιρα, χωρίς υπαλίκτυση, χωρίς θέματα και αναπάρσανε το τρένο μέσα. Ακριβώς για να τους λεηλατίσουν. Δεν ξέρω, το βλέπω λίγο τραβηγμένο παρόλο που το τράβηξε και το γράψε εγώ και ήταν αμαρτυρία σωστή, ήταν σωστός άνθρωπος ο Προφέτα. Οι ίδιοι αυτοί οι πολιτωφύλακες, τα καθάρματα μου λέγε η Αντώνη μου, αυτοί οι ανθρώποι βιάζανε δικές μας κοπέλες. Βιάζανε εκεί μέσα. Οι Έλληνες συνεργάτες, οι Έλληνες... Οι Εβραίοι πολιτωφύλακες. Αυτό σας το είπε ο Προφέτα. Ναι, ναι. Αλλά μαθεύτηκε και αργότερα ότι υποθέρανε αυτοί που ήταν στον Κιώτα, υποθέρανε περισσότερα από μας που υποθέραμε στα Αντώπεδα. Τολάχιστον εκεί πέρα είχαν και ένα γιατρό, τους έβλεπε ένας γιατρός. Δεν έχει τίποτα, υπάρχει αυτό και τελείωσε. Στον Κιώτα ποιοι ήταν οι φρουροί, ποιοι φρουρούσανε τον Κιώτα? Απέψω Μονάχα Γερμανή. Από μέσα είχε φρουρούς... Ήτανε αυτοί οι δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε περίπου, δώδεκα με δεκαπέντε ήταν οι πολιτοφύλακες, οι εβραίοι πολιτοφύλακες. Όταν μπήκατε εσείς μέσα, που βρεθήκατε μέσα στον Κιώτα, τους είδατε αυτούς? Είδα κανάδικα τρεις να κυκλοφορούν και ένας λόγος που έφυγα γρήγορα φοβήθηκα. Φοβήθηκα και έφυγα. Αναγνωρίσατε ότι είναι εβραίοι? Δεν λέγανε είμαι βρε, ούτε φοράει εκεί την ώρα, αλλά όταν είχε μία στολή περίεργη, ιδιαίτερη, ότι είναι κάτι, φαινότανε. Τι στολή φορούσε? Κι όλα που έκανα κάποιο κάμψι όπου έμοιαζε θαλασσί, ή ξέρω κάτι, ένα ρούχο, κάτι διαταγές που δίνονε, έλα από εδώ να πάρουμε εκεί να πάρουμε εκεί. Αυτοί κάνουν όλη τη δουλειά που δεν κάνουν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί δεν ανακατέστηκαν καθόλου. Βγάλε τα ρούχα σου, μπωλ τα ρούχα σου, ή βγες εδώ και έτσι. Όλη τη δουλειά την αναλάβανα εκείνοι. Η ερώτησή μου είναι πώς καταλάβατε εσείς ότι είναι εβραίοι αυτοί οι φύλακες. Εγώ δεν ήξερα τι είναι αυτοί, το έμαθα ότι είναι εβραίοι. Είξερα κάποιοι διευθύνουν εκεί μέσα, μιλούσανε ελληνικότατα, αλλά δεν ήξερα τι ήταν, τι ήταν. Αυτά τα έμαθα από τον Σάμου τον Προφέτα, ότι αυτοί οι πολυτοφύλακες ήταν τα χειρότερα καθαράματα που συναντήσαμε. Και να ήτανε κάποιος άλλος, ένας θεσσαλονικός, έτσι καθαρά πράγματα, θεσσαλονικός, βεριότιες από την Τλάησα, που ήρθε να κάνει τη δουλειά αυτή για να βγάλει χρήματα από τους Γερμανούς, να το δεχθώ εκατό φορές. Αλλά δικός ο άνθρωπος που μαζί προσκύνησε, ήταν η Συναγωγή Βαζίσου, έκανε κάποια δουλειά άλλη, ότι έκανε να σου κάνει αυτό το πράγμα και δεν πήγαινε άλλο. Σοκόταν να σκοτώσεις άνθρωπος την ορακίνη. Και αυτό το αντιληφθήκαμε εμείς όταν τελείωσε αυτή τη δουλειά και άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος ο ελληνικός. Εμείς η οικογένειά μας φοβόμασταν πολύ περισσότερο τότε απότιμη τους Εβραίους με τους Γερμανούς, γιατί αυτοί ήταν κατακτητές μας. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε κατακτητές. Μου άρεσε σε εσύ και άρεσε και σε εσάς. Εσύ έπρεπε κάποιος από μέσα να φύγει. Πώς να φύγει. Κάτι έλεγε αυτό σε κάποιον και εγώ εξαφανιζόμουνα. Μάνα το γιο, ο γιος τη μάνα, ο πατέρας του μερφό. Οι δέντερα τέτοια πράγματα έγιναν πολλά στη Χαλκιδική, που έχει χτύματα. Και να σκεφτείς τώρα, ένα-ένα μυρωκοριδικές, ένα-ένα μού έρχονται. Στη Χαλκιδική είχε πλούσιους ανθρώπους, χτυματίες ανθρώπους. Και ο μπαμπάς, ο αρχηγός της οικογενείας, αν είχε δυο αγόρια, τον αγαπημένο γιο, τον αγαπημένο γιο έδινε το δάσος με τις ελιές, στον άλλο που ήταν άταχτος, δεν τον άκουγε, ξέρω εγώ τι έκανε, του έδινε την αμμουτιά. Και θύμωνε αυτός και μια φορά μαχαιρονόταν με τον αδερφό του, ακούγε, γιατί αυτός ελιές, εγώ η αμμουτιά. Όταν από δέκα χρόνια άρχισε ο τουρισμός, άρχισαν τα χτισίματα, η άμμος είχε δεκαπλάσια παραλία, είχε δεκαπλάσια αξία από ότι είχε ελιά στο βουνό. Είχα να ατραπεί τα πράγματα αυτά. Να σας ρωτήσω λίγο κάτι ακόμα. Αναφέρατε αρκετές φορές ότι υπήρχανε Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών. Αυτοί που βλέπατε εσείς, φορούσανε στολές. Ναι, ναι, στολές, στάγματα ασφαλίτες. Και κρατούσαν και όπλα. Κρατούσαν και όπλα. Τους είδατε να κάνουν κάτι, είδατε κάποιο περιστατικό. Δεν είδα κάτι να κάνουν, αλλά κυροφορούσαν. Καταρχήν κάνανε παρέλαση στην Εγκλατεία. Στο διβλίο μου θα διάβασες μέσα πώς βλήτωσα εγώ από μια τέτοια παραλία. Ήμουνα στην Αγία Σοφίας και απέναντι απ' την Αγία Σοφίας υπήρχε μία στοάχορτιάτη, η οποία ήταν σαν το Μοδιάνο, αγορά, ψάρια, ζαρματικά, όλα αυτά. Πάνω από αυτό το κτίριο που ήταν πενταόροφο, εγώ ήμουν ακριβώς απέναντι από το κτίριο αυτό, πιέλακα με το κασελάκι μου, άρχισαν να πέφτουν χειροδομβίδες. Παίρναγε ένα τάγμα ασφαλίτες με τα όπλα και λοιπά, όχι με ασφαλίτες. Με τα όπλα και λοιπά, όχι με βάτυνο στρατηντικό, αλλαγά γιατί κάπου τα γραφεία του ήταν κοντά στην Αγία Σοφία και κάποιοι αντάρτες από πάνω πετάγανε χειροδομβίδες. Εγώ ξάπλαθα κάτω, ούτε τα μπλάς έμεινε, εγώ έμεινα εκεί μέχρι να ησυχάσουν. Κάποια στιγμή που σήκωνα το κεφάλι μου, είδα κάτι ματωμένο στο πετροδρόμιο, και ήρθαν και λέγανε κάτσε ακόμη, δεν κουνιέσαι καθόλου ακόμα. Ηρεύησαν τα πράγματα και με πήραν και με κάλεσαν την καρέκλα, με πλύνανε, τρέξανε και έναν δυο-τρεις, διαλέξανε τη ζυγάρα, πακέτα, αυτά όλα με τα βάλανε στο κασελάκι, πήγαινε στο σπίτι σου, τι έγινε, πήγαινε στο σπίτι σου, μη ρωτάς τίποτα έγινε. Την γλίτωσες, δύπλα μου είχαν νεκρούς, πιπημένους. Αυτοί ήταν οι Ταγματασφαλίτες που ήταν νεκροί. Τα Ταγματασφαλίτες, και αυτοί γυρίζανε και στις συγκοτονιές και έκαναν έλεγχο και τέτοια. Κανονικά στολή είχανε. Και αυτοί ήταν και οι μεσάζοντες, άμα υπήρχανε πονηροί έμποροι, που δεν μπορούσαν να πάγουν να μιλήσουν σε ένα γερμανό, να μιλάγανε κάποιον άλλο και αγοράζανε από τις αποτήκες γερμανικά ρούχα, τα δίνασταν έμπορα. Όποιος συνελάβανε κάποια δικιά πράγματα, και το εγώ είδα από το σπίτι μου, πήγαινε το κέντρο διερχομένων εκεί πέρα. Το κέντρο διερχομένων τι έκανε, εξυπηρετούσε ένα, δύο, τρεις, πέντε ανθρώπους οι οποίοι ήρθαν από την Αλυξανδρούπολη για να πάνε ξέρω εγώ στην Αυστρία, να πάνε κάπου. Ή να πάνε στην Πελοπόννησο. Κοιμόντισαν στο κέντρο διερχομένων και φεύγανε. Σε αυτό το κέντρο διερχομένων είδα ταγματάρχη, ο οποίος το πρωί σ' 8 η ώρα κάτσα και το είδα αυτό το πράγμα, γιατί ήταν μια θελετίατη, ήταν μια δημιρία δέκα αστραωτικών, τα όπλα τους, τα όπλα τους κλπ. Και μπροστά ένας ταγματάρχης, παρέ, παράσοβο κλπ. Ήρθε ένας άλλος μεγαλύτερος και του ξύλωσε τα γαλόνια όλα αυτά, ό,τι είχε και μάθαμε μετά αργότερα, μήσα από τους βιβαλλιάρους, έκανε κάποιο παράπτωμα αυτός, χτύπησε κάποιον, έβρισε κάποιον, δεν ξέρω, κάπου στην Αλυξανδρούπολη. Όλοι τιμωρημένοι από κάποια αιτία στο στρατό ανυπακοοί, η ποινή ήτανε ανατολικό μέτωπο. Είχανε ανάγκη από στρατό, δεν το σκοτώνανε, μπορούσανε. Αλλά το φέρνανε για να πάει να πολεμήσει. Και να βλέπεις έναν ταγματάρχη ολόκληρο με τα παράσιμά του αυτά, να σοξηλώνουν τα γραφεία, τα καλόνια, όλα αυτά. Τι γίνεται εδώ μέσα. Και επειδή είχα αρχίσει να μιλάω με αυτούς που έναν τα αγαπούσα, βασικά με ζημίτε, της έλεγε, άστα, είχα μάθει και αυτοί οι ελληνικά. Κλέψει, κλέψει, Αντωνάκη. Αυτός, ο Φετσία, κλέψει, κλέψει. Κάτι έκλευε. Τώρα έμαθε. Πάει η Ρωσία. Δηλαδή, κάνανε και τα κρετολιές εκεί των και τέτοιων. Και φαντάρους άλλους, δεν είχαν να ξελώσουν τίποτα, αλλά όταν πρόκειται να είναι τυμωρημένος, έδιαν για διεταική. Μπαίνουν δέκα από πίσω. Και του έλεγε την ποινή του. Είχε το χαρτί που του στείλανε το στράτευμά τους. Έκανες αυτό, αυτό, αυτό, αυτό. Γι' αυτό θα πας στον Ανατολικό μέτωπο. Τους μαζεύανε αυτούς από κειτάρα κάτω. Μια παιδί εδώ, αναβουτήμαση που πάει εδώ. Κάθε μέρα για κάτι καινούργιο βλέπεις. Πού να μιλήσεις. Ιδιαίτερα τον εφίλιο πόλο μεταξύ μας. Τι εφίλιο πόλο, εσείς θέλετε. Φοβόταν ο γιος να μιλήσει στον πατέρα. Να σας ρωτήσω. Όταν φύγανε, τους συλλαμβάναν τους Εβραίους και τους βγάζανε στα τρένα. Τα σπίτια αυτά, εσείς είδατε ποτέ να μπαίνει μέσα κόσμος να τα λεηλατεί. Την ίδια μέρα. Τι είδατε. Την ίδια ώρα. Σε δικό μας σπίτι, στην Ιντολιά εκεί μέσα. Φύγανε που ήταν Εβραίικο σπίτι. Πήρανε ό,τι θέρανε οι Γερμανοί, ψάξανε. Δεν έκανε κατι αυτά που τα παίρνουν και αυτοί πρώτα. Τους αφήνανε μέσα και σε τρεις ώρες ούτε παρατηρόφυλλο δεν έμεινε. Άρα μπαίνανε οι Γερμανοί πρώτα και μετά ποιοι μπαίνανε. Οι δικοί τους, οι πιαρτικατζίδες, αυτοί όλοι. Έλληνες. Έλληνες. Όχι, εκεί δεν είχετε Εβραίους. Έλληνες οι οποίοι κάνανε πιάτσικο, βοηθάκα τους Γερμανούς. Ενώ σε ελληνικό σπίτι δεν έμπαινε κανένα μέσα. Λέγανε στον ιδιοκτήτη ποιος είναι αυτός. Κύριε Δούκα, σε δύο μέρες το σπίτι είναι δικό μας, άδιασέ το. Δεν κλέβανε τίποτα από εκεί, ούτε από αυτό που κλέβανε. Είχαν πάει σε πλεισιότερα σπίτια πρώτα που κλέβανε. Οι αξιωματικοί Γερμανοί κυνηγάγαν πίνακες. Εδώ θεωρείται παγκόσμιο ρεκόρ. Κάποιος της Γερμανίας, ένας μεγάλο νούμερο έγγελς, ένας υπουργός τρατηγός, όταν τελείωσε ο πόλεμος, είχε δεκαπέντε, λέει, φορτιγά πλίαμε πίνακες. Αυτό δεν πήρε τίποτα, είχε άλλους που τα μαζεύανε. Εσείς θυμάστε να βλέπετε λοιπόν κόσμο να μπαίνει στα σπίτια. Κόσμο να μπαίνει μέσα στην κειτονιά μας, το είδαμε αυτό το πράγμα, κάποια τριανταριά, μέτρα, 40 παραπάνω, που ήρθε ένα μωριέ. Ξέραμε το σπίτι αυτό, να μπαίνουν μέσα και να έχουν δικά τους αυτοκίνητα, μικρά, μεγάλα, ξέρω εγώ, φορτιγάκια και να το γεμίζουν και να φεύγουν. Να πάνε, ξανάρχονται, να πηγαίνουν, να ξανάρχονται. Κανείς δεν μπορούσε να τους πει, τι είναι αυτά και γιατί το κάνετε. Γιατί αν έκανες κάτι τέτοιο, θα λέγανε μετά αυτοί, ο Χαθιές, το Γερμανό, τον Αξιολατικό, που υπηρετούσε. Ξέρεις, αυτός όταν έκανε αυτό, είπε εκείνο για τον Χίτλερ. Αυτό που είδατε, λέτε, τους ξέρατε αυτούς που ζούσανε πριν σε αυτό το σπίτι, ποιοι ήτανε, ποια οικογένεια. Ποια οικογένεια, δεν κάνανε πολλή παρέα μαζί τους, αλλά τους γνωρίζαμε ότι είναι Εβραίοι, και ένα κοντσάκι που είχανε και ένα γοράκι που είχανε, γεμάτασαν με αυτές στο Δημοτικό σχολείο, ήταν της παρέας μας. Δεν ήταν σειοδρομικοί, δεν κάνανε παρέα μαζί μας, είχαν άλλες τις παρέες εκείνοις. Αλλά μιλούσαμε, καλημέρα, χαίρετε, αυτά όλα. Αλλά δεν είχαμε κάποια πιο στενή επαρήφια επαφή. Είδατε και άλλες λεηλασίες? Όχι, άλλη λεηλασία δεν ήταν από τη διά μας, γιατί ήταν σε άλλες κοινωνίες. Η λεηλασία ήτανε κάθε μέρα ψωμοτήρη, δεν μπορούσε να μην κάνει σε λεηλασία. Εδώ μπήκανε στην κοινότητα μέσα και τα έκανε ρυμνάδια. Τα έκανε ρυμνάδια. Η βιβλιοθήκη της κοινότητας άδειας. Τρεις ώρες άδειας, τέλειος, κάτισε. Ποιος θα τα πάρε τα βιβλία. Αυτό το ακούσατε ή το είδατε? Κοίταξε, τα περισσότερα πράγματα τα ακούς, τα πατένεις από δικούς σου ανθρώπους. Και άμα διαβάσεις το βιβλίο του Μόρχο, το ημερμόριαν, το οποίο σχεδόν ξέρω απ' έξω ας πούμε. Ένα βιβλίο το οποίο δεν έχει ψέμα μέσα, δεν είναι υπερβολές. Ίσως δεν έχει ποιος άλλα μπορούσε να πει. Τα σπίτια των ανθρώπων, των Εβραίων που φύγανε, τι απέγιναν, γνωρίζετε? Όλα ήταν υπερουσία της ειδραλληνικής κοινότητας. Όλα ήταν. Τα ξέραν αυτά τα πράγματα και περιμένανε πότε θα τελειώσει αυτή η δουλειά. Εδώ υπάρχουν άτομα που ήταν 5ης, 6ης, 7ης οικογενειακής εξαρχιστείας ακόμα. Ο Αντόλφου ήταν βέβαια καμπρός. Αλλά και ένας ανηψιός του Αντόλφου, αν είχε κάποιον γνωστό που είχε σπίτι, μπορούσε να το πάρει. Η κοινότητα είχε τα ονόματα όλων των ιδιοκτητών. Οπότε όποιες συγγενείς αυτούν τους μέχρι 7ης, 8ης γενιάς, τους το δίνανε, το δικαιούτη. Εννοείται όσοι επιστρέφανε παίρνοντας σπίτια τους. Όσοι επιστρέφανε ζωντανή. Δεν λέγανε ας είσαι 7ης, 8ης γενιάς, δεν σου δίνουμε τίποτα. Τα σπίτια δηλαδή παρέμειναν στην ιδιοκτησία της εβραϊκής κοινότητας καθόλου τη διάρκεια. Πολύ τη διάρκεια. Κι όποιος ερχόταν από το δικαιούτο από 6-7 χρόνια ξέρω εγώ. Μεταξύ 5-7 χρόνια γύρισε ο Γαντόλφος, πήγε πρώτα στην κοινότητα, έδωσε παρουσία, είπε ποιος είναι, τον ξέραδε δέντα και από την κατάσταση που ήτανε. Και το πρώτο που μιλήσανε ήταν για το σπίτι. Ήρθε στο σπίτι, μας φώναξε και μας εδώ και το ίδιο όπως όταν έφυγε. Καλά, ποιος είναι, δεν μπήκανε μέσα, εδώ μέσα δεν μπήκε κανένας. Περάγκατοι ήταν δίπλα η κομμαντατούρ, αλλά ήτανε ηλικιά ελληνικός σπίτι. Ελληνικός σπίτι εδώ, ελληνικός σπίτι απάντων. Δεν ντολμούσε κανείς κλέφτης, πιάτσικο που έκανε. Άσ' αν ήτανε και τάχαμα ασφαλήτης, άλληταν οτιδήποτε. Δεν μπορούσε να μπει σε ελληνικό σπίτι. Κυνηδύνευε. Και έτσι τα βρήκε άνθρωπος και βρήκε. Εμείς δεν ξέραμε ότι στο βαούλο μέσα είχε δέκα σφυριά, τσαγγάρι. Τι τα έκανε ο Δαμίκος, δεν ξέρω εμείς. Εσείς, όταν την πήραν την οικογένεια, τη συλλάβανε, εσείς πόσο καιρό ακόμα κάτσατε σε αυτό το σπίτι, μετά που φύγανε. Λιγότερα από χρόνο. Σεπτέμβρη φύγανε περίπου, να πεις, Απρίλιο μέσα στο τελείως του Πάσχα, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος. Ναι, κοντά πέντε μήνες μείναμε. Στους δυο μεγάλους γινότανε βαρβαροδισμή νωρίτερα, αλλά δεν είχε τίποτα θέματα. Κυνηγάγανε, οι αεροπόροι είχανε ορισμένα κομμάτια να κυνηγήσουνε, για να μη βοηθήσουνε, το χέρονό να φύγει πίσω, να μην έχει μέτρια. Οι μεγάλοι δυο μεγάλοι, 21 Σεπτεμβρίου και 23 Σεπτεμβρίου, η μία έπεσε σε εμάς από λάθος, είδανε, ξέρουν τα πράγματα αυτά, και η επόμενη έπεσε ακριβώς από την παραλιακή λεωφόρα, από το λευκό πύργο. Όλο το λευκό πύργο δεν έπεσε, έπεσανε μέχρι το τέλος του θαθμού που φτάστηκε μέχρι το γαλλικό ποταμό. Και ό,τι έμεινε την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί, επί δύο μέρες ανατύνασαν το λιμάνι. Ό,τι καράβια είχε ψαράδων εκεί πέρα, τα ανατύναξαν οι Γερμανοί για να εμποδίσουν την προσταλάσσωση, πώς θα πούμε, το πάρκινγ, των πλοίων, των σημάχων, με διαφέροι λέξη, να έρθουν. Ήταν γεμάτος, ο κόλπος, ο θερμακός, γεμάτος πλοία. Το λιμάνι όλο βομβαρδίστηκε. Είχαμε κομπαθεί δυο μέρες να ακούμε ανατυνάξεις, ανατυνάξεις, ανατυνάξεις, για να μην βρουν τίποτα. Ο Συντρονομικός Τραμμός το είδε χάλασε, οι χρονές μέχρι το Γαλλικό κάτω, για να εμποδίζουν και αυτή τώρα την είσοδο των σημάχων. Θα θέλα να σας ρωτήσω κάτι που παρέλειψα να σας ρωτήσω πιο πριν. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, μου μιλήσατε για την πείνα που υπήρχε στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη, είπατε ήταν λίγο καλύτερα, αλλά υπήρχε και εδώ πείνα, τη ζήσανε και εδώ την πείνα. Υπήρχε και εδώ, υπήρχαν έλλειψεις, δεν είχες χρήματα και δεν δούλευες. Υπήρχε ανεργία, αλλά άμα έδωσες σε δουλειά, τα έβρισκες όλα. Θα λέγαμε μικρογραφία βέβαια αυτό, αλλά όπως η Καλιφόρνια μπορεί να ζήσει όλο τον κόσμο, όλο τον κόσμο μπορεί να ζήσει η Καλιφόρνια. Το ίδιο ήταν μεγαλωμάνα, ήταν η Θεσσαλονίκη όλη την Ελλάδα. Από τη Θράκη, μέχρι την Ήπειρο, τα πάντα, δουλεύανε μια χαρά. Ζραπατικά, μέλι, λάδι, τα πάντα, καλχυδική, πάμπλουτη. Και βρίσκαμε εύκολα, εύκολα τρόφιμα στην αγορά. Μέχρι που ήρθανε οι Μούργαροι και κάνανε μπλόκα. Δεν αφήναμε να μπουλούσεσαν αυτοκίνητα. Με τρίφωμε και κάραμε τρόφιμα. Το είπανε στους Γερμανούς, κάνουνε παράπονα, αν δεν έχετε αυτό το λάδι που λέτε, αυτό και αυτό κάνουν οι Μούργαροι. Και πήγαν οι Γερμανοί, διαπίστευσαν πραγματικά, έκαναν μπλόκο στα τρόφιμα, τα παίρναν αυτοί και τα πουλάγαν αυτοί δηλαδή. Τα κλέβανε, το είδανε και σταμάτησαν αμέσως. Θυμάστε να βλέπετε κόσμο να πεινάει στον δρόμο, στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, βέβαια. Τη ζητιανεύανε πάρα πολύ. Το χέρι ήταν απλωμένος είναι και έτσι. Ή γιατί δεν μπορούσαν να πάνε να δουλέψουν ή γιατί δεν θέλουν να δουλέψουν, ή το βρίσκανε κάποιοι, ήτανε, πώς το λένε, ευκαιρία έφυγε, ό,τι πάρουμε, δεν χρειάζεται και λίγο ψωμί με τυρί τυριμέρα γιατί να πάω να δουλέψω. Βρέθηκε, βρέθηκε τυφλός που έπαιζε ακορντεόν, τώρα μου το θύμησες, που έπαιζε ακορντεόν αυτός τυφλός στην μοναστηρίου, όταν πέθανε το σπίτι του δεν είχε τρεις χιλιάδες λίρες. Τρεις χιλιάδες λίρες και απορούσε ο κόσμος, ο τυφλός με τα ακορντεόν τρεις χιλιάδες λίρες, από πού, απ' το έτσι. Ρίχνανε, ρίχνανε, ρίχνανε, τα πήρνε, έβρισκε ο τρόπος αυτός, το άλλαζε το χρήμα, το έκανε λίρα και τελείωνε. Και τώρα ακόμα βρέθηκε μια κυρία πάντοχη, πέθανε και δεν ξέρω πόσες χιλιάδες μάρκα σπίτι είχε. Τότε όμως εσείς στη Θεσσαλονίκη, εσείς και η οικογένειά σας, πεινάσατε? Όχι. Δεν υποφέρατε καθόλου. Υποφέραμε αλλά δεν πεινάσαμε. Στην Αθήνα όμως δεν έβρεσες τίποτα. Να σκεφτείς ότι κάνανε μαύρια αγορά έστω ερωμπιστή. Έκανε και ο πατέρας να ζουν μαύρια αγορά. Τι έκανε έχουνε, με 100 αυγά σε ένα καλάθι μέσα επειδή ήταν ασυντρομικός μπορούσε να το κρύψει μέσα στο βαγόνι. Και να σκεφτείς τι είχε, 30 αυγά σε ένα κουπέ, άλλα 30 αυγά σε ένα άλλο κουπέ και άλλα 40 σε άλλο κουπέ. Και ήξερα ο καθένας, γιατί πολλοί το κάνουν αυτό. Όταν καλήθηκε στην Αθήνα πήγε τα πήρα και με 100 αυγά, πήρε παρά πολλά λεφτά στην Αθήνα ο πατέρας μου, είχε που να τα δώσει. Και όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη πήραμε ρούχα, πήραμε λάδια, πήραμε ένα τσουβάλι φασόλια, πήραμε ένα τσουβάλι ρεμπίθια και αναπνεύσαμε. Είχε την ευκαιρία να περάσει και να γυρίσει. Όταν οι Γερμανοί ήθελαν να κάνουν τέτοιο πράγμα, ο σταθμός Πλαταμόνας ήταν ο σταθμός του ελέγχου τι πάει στην Αθήνα. Έμπαινε, αυτά τα μαθαίρα από τον πατέρα μου τώρα, έμπαινε μέσα δυο έλεγχτες, τι έχει το καλάθι αυτό. Καθόλου αυτό λέγει ποιο καλάθι, εμένα ευαλείψε που είναι αυτιά. Λυθέρω, φέρνεις τι να γυρίσεις. Το καλάθι τι άλλο είναι, δεν ξέρω. Και μέχρι να φύγει η αντοξυτηχία, ο σταθμός γέννησε ένα βουνό με τσούβαλια, με αυγά, με κοτόπουλα και εγώ δεν ξέρω τι πράγμα, γιατί κανείς δεν έλεγχε ότι είναι δικό του. Ξέραν οι Γερμανοί, τώρα κάποιοι είναι, αλλά πώς να πεις, πάρ' το. Όχι. Γινόταν τέτοιες δουλειές. Ό,τι κομπίου να μπορούσες να κάνεις για να βγάλεις κάτι, την έκανες. Πήγε με 100 αυγά ο πατέρας μου και ήρθε και είμαστε απαξέδες για 6 μήνες. Είχε πάρει ξυρούς καρπούσι και πάρει πολλά πράγματα που έχουν συντήρηση. Δεν είχαμε Γερμανούς πια για να μας ψάχνουν και τι έχουμε και έχουμε να κάνουμε. Αλλά δεν το ξανάκανε. Φοβήθηκε. Γιατί όταν τον πιάνανε, όποιος τον πιάνανε, είναι δικά σου αυτά, είναι έξω εγώ, τέρμα. Χανότανε. Τώρα μου τα θυμίσεις ένα ένα. Εγώ πουλούσα σιγάρα, καπνό και άμα ήθελε κανείς κονιάκ του, το έφανα το κονιάκι. Τι κάνανε κάποιοι μικροπολιτές, συναδερφή δική μου, συναδερφή της ηλικίας μου. Αντίγε να πουλάνε καπνό στους Γερμανούς, βάζανε άχυρο, άχυρο, ξερό άχυρο, ένα φύρο καπνού και τζελατίνη και τα πουλάγανε πού. Την ώρα που φεύγει το τρένο. Σιγαρέτ, φώνας έτσι τους καρτούς. Σιγαρέτ, σιγαρέτ, σίγαρτ, σίγαρτ, σίγαρτ. Την ώρα που έφευγε άλλος δεν είχε πάρει καπνό κατιμίποτες. Το έπαιρνε αυτό, το πλήρωνε και έφευγε, τον έφανε και θα χώρασε. Αυτό όμως σε 4-5-6 μήνες έγινε γνωστό, ότι κάποιοι πεθαίνουν, κάποιοι μαθαίνουν αυτό. Και άρχισε ο έλεγχος. Πιάσανε τέσσερα ή πέντε παιδιά τέτοια, εγώ έμεινα στα δώδεκα, τότε τα δεκατρία, δεκαπεντάριδες, δεν τους ξαναείδει η οικογένειά τους, τους ψάχνουν ακόμα. Σε εμές ήρθανε στο σπίτι μέσα, είδανε καπνό εκεί και λοιπά και είπε ο αυτούς λέει, αυτοί είναι εντάξει. Για να ελέγξουν τον καπνό. Ήρθε μέσα, έχετε καπνό, έχουμε λέει ο μπαμπάς μας, έφερε να τους βάλει, το άδειε σε πάνω στο τραπέζι, αυτός είναι ο καπνός, πάρε και αυτό δώρο του λέει το καπνός, γιατί ήξερε τι γινόταν στο χμό. Και έτσι μας άφησαν, δεν δυσσιάζεις τη ζωή σου για τη ώρα μου. Και όμως πήγαιναν στα παράστατα, παράστανα τη θυάρα, πάρε και αυτό, πάρε και αυτό, κάτω, όλοι σε αυρίζαν, παίρναν λεπτά, γελάγανε. Και εμείς λέγαμε, εγώ ήμουνα εκεί, τα έβλεπα αυτά τα πράγματα, δεν τολμήσα να το κάνω. Όχι από φόβο, αλλά δεν το αισθανόμουν να το κάνω αυτό το πράγμα. Γιατί να πάω τζάμπα. Λέγαμε στα παιδιά αυτά που ήταν φίλοι. Ρε βλάκα τι κάνεις, τι κάνεις. Ξέρεις τι κάνεις τώρα. Τι είναι παιδάκα να μη δε θα το μάθουνε. Σε δυο δραμολόγια μάθανε ότι από τη Θεσσαλονίκη που πήραν αυτοί, πάθανε αυτό. Ε, δεν έμεινε μικροπολητής, ο μόνος που κυκλοφορήσω ήμουνα εγώ. Μόνο εγώ κυκλοφορήσω. Από αυτά τα πέντε έξι παιδιά που τα πιάσανε, ήτανε κάποιος φίλος σας. Γνωστή όλοι ήτανε. Της ίδιας ηλικίας μαζευόμασταν. Κάναμε σκαλωμαρία, έφτασα μέχρι το Βαρδάι, πηγαίναμε στον Βαρδάρι, τα καπνίζαμε και να περάσει η ώρα. Λέγαμε, πιστεύαμε, πηγαίναμε καλιά φορά μαζί. Ήμασταν της παρέας της Λεώντας Σοφού. Ήμασταν τα 30 και αλλάζαμε τα πακέτα μας. Ήταν γνωστά παιδιά. Χάθηκαν αυτοί. Δεν ξαναβρέθηκαν. Αυτό δεν ήταν πια ρίσκο. Ήταν τρέλα. Κύριε Αντώνη, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα μας. Δεν ξέρω αν θέλετε κάτι να συμπληρώσετε. Πάντως μου θύμισες πολλά πράγματα. Μου θύμισες πολλά πράγματα και σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Γι' ιδιαίτερα μια ώρα με μιλάς, μια ώρα θα σε ακούω. Παρακαλώ να ρωτήσω. Βλέπετε το κλειδί του γεωργικού σπίτου. Μου είπατε ότι είδατε να λεηλατούν το γειτονικό σας σπίτι. Να κλέβουν πλάτσικο που λεηλατούσανε. Αναγνωρίσατε κάποιον από αυτούς που μπήκανε να λεηλατίσουν το σπίτι. Τους αναγνωρίσατε. Ήταν ξένοι άνθρωποι. Καταρχήν δεν ξέρω αν ήταν και θεσσαλονικοί. Ήταν τελείως ξένα τα άτομα αυτά. Τα βλέπαμε πρώτη φορά. Και μάνας τα κοιτάζαμε για λίγο και αδιαφορούσαμε. Και γιατί είμασταν μικροί και δεν μπορούσαμε να πούμε γιατί παίρνεις τη γαρέκλα αυτή. Τι να πεις. Αυτό ήταν τρέλα. Και δεν ήθελες να πάρουν και εσένα, όχι και τη γαρέκλα μοναχά. Κοιτάγαμε. Αδιάφορα. Δεν δίναμε σημασία σε αυτά τα πράγματα. Μια φορά έγινε στη κειτονιά. Δεν ξέρα να έγινε τίποτα. Αλλά μαθαίναμε ότι το πλάτσικο γινότανε, μόλις έβγαλε η Γερμανία, είχα μια τελανταριά σε άλλα τα σπίτια, πάνπλουτας στη Θεσσαλονίκη, πλούσιων εβραίων. Έμποροι με μεγάλο όνομα, γνωστή όνομα, πολλοί. Και ήτανε από κούνια πλούσιοι. Λοιπόν, εκεί είχε πιάνο, είχε, ξέρω εγώ, πίνακες δωραφικής, μεγάλων καλικεχνών. Πολλά πράγματα. Όταν μπαίνανε σε εβραίικο σπίτι, ψάχνανε καρδιόφωνα, πέρανε τα τηλέφωνα, όλα αυτά τα πέρανε. Στα ελληνικά δεν κάναν τέτοιο πράγμα, στο ελληνικό σπίτι δεν κάνουν τίποτα. Στα ελληνικά σπίτια δεν μπαίναν τα ραδιόφωνα. Ήτανε καταρχήν διαταγή να τα παραδώσουνε. Παραδώσατε το ραδιόφωνο σας και το τηλέφωνό σας. Εάν μπαίνανε μέσα στο σπίτι και είχε τηλέφωνο, είχε σπινί. Δεν ήξερε τι θα γίνει. Και πέρανε, κατευθείαγε την κουλέ, φυλακή. Πότε θα βγεις δεν ξέρεις. Στον πόλεμο η αρχή είναι πειθαρχία. Τι θέλετε να κάνουμε είναι να χορεύουμε ντσάμιγκο. Παιδιά, στα παιδιά κάνουμε ντσάμιγκο. Πρέπει να κάνετε κίνδο. Αυτό που το είπε ο πατέρας ο αμέσως. Ό,τι σου λένε στον πόλεμο ο οποίποτε κάνει τον ακηγό, θα το κάνεις. Και σιγά σιγά, που θα μεγαλώνεις, θα βλέπεις, γιατί έγινε. Πολύ σύντομα μάθαμε, ότι το ποτήρι αυτό της μικρής δουλεύαν εκεί μέσα, για να διαβάζουμε. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη. Να την πω τη λέξη.