Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Συμφωνήριο του ΔΕΛΓΙΑ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣΙΚΟΣ, ΡΟΣ� διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπιση σε σχέση με ζητήματα της περιουσίας των θρησκευμάτων έχουν νομική προσωπικότητα. Η δόμηση των σχέσεων κράτων θρησκευμάτων στην Αυστρία έχει επισημάνει ο καθηγητής Ρικτόρφς ότι είχε σαν πρότυπο την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα σε σχέση με την κρατική αμοιβή των θρησκευτικών λειτουργών, δηλαδή η Καθολική Εκκλησία μια ιεραρχικός οργανωμένη θρησκευτική κοινότητα που λειτουργεί σε αδραφική βάση. Αυτό όμως το μοντέλο ρύθμισης των σχέσεων δεν ανταποκρίνεται σε όλα τα θρησκεύματα, επισημένει ο καθηγητής Ρικτόρφς και φέρνει το παράδειγμα των Μουσουρμάνων. Η Καθολική Εκκλησία επίσης σε επίπεδο συμβολικό έχει μία υπεροχή, έναν δύο των άλλων θρησκευμάτων, λόγω της καθολικής παράδοσης της χώρας, γι' αυτό και θεωρείται πρίμα ιντερπάρας μεταξύ των έξι αναγνωρισμένων θρησκευμάτων. Τα υπόλοιπα, τα μη αναγνωρισμένα, η άλλη κατηγορία τώρα, αναγνωρισμένα θρησκεύματα, δεν έχουν κάποιο ειδικό νόμο στη διάθεσή τους για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας με κάποιον ειδικό νόμο για τα θρησκεύματα, όπως υπάρχει στην Αυστρία από το 1998. Μπορούν να υιοθετούν τη μορφή του σωματίου του Αστικού Κόδικα. Αυτό όμως τους δημιουργεί προβλήματα, γιατί δεν μπορούν να αξιώσουν τα προνόμια τα οποία συνδέονται με τα αναγνωρισμένα θρησκεύματα. Δεν υπάρχει νομικός ορισμός της θρησκείας, επισημαίνει ο καθηγητής Ρικτόρφς στο Βελγείο. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, λοιπόν, το ζήτημα, αν μια ομάδα δηλαδή ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική, το ζήτημα, προκειμένου να αποκτήσει, για παράδειγμα, φορολογική απαλλαγή, το ζήτημα εναπόκειται στα δικαστήρια. Τα δικαστήρια, δηλαδή η νομολογία, εξετάζει αν η κοινότητα που θέλει να αναγνωριστεί ως θρησκευτική, ως θρίσκευμα, αν είναι σοβαρή και για να καταλήξει στο συμπέρασμα αν είναι σοβαρή, εξετάζει εξωτερικές πτυχές της, όπως είναι η ύπαρξη ναών, κείμενα προσευχής ή τελετουργικές πράξεις. Ή μπορεί να προχωρήσει ακόμη και σε ανάλυση του περιεχομένου της ομάδας που ισχυρίζεται ότι είναι θρησκευτική πάντως. Η άποψη της νομολογίας ότι για να θεωρηθεί μια ομάδα ως θρησκευτική, ως θρίσκευμα, χρειάζεται να υπάρχει λατρεία θεότητας, έχεται σε αντίθεση με τα διεθνή standards και ειδικότερα με το general comment, το γενικό σχόλιο 22, αριθμός 22 της Επιτροπής Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο σχόλιο αναφέρει ότι η έννοια της θρησκείας πρέπει να είναι ευρεία. Εδώ είναι περιοριστική, διότι λατρεία θεότητας έχουν μόνο τα θεϊστικά θρησκεύματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν και τα μη θεϊστικά θρησκεύματα, αλλά και τα αθληστικά θρησκεύματα. Τα μη θεϊστικά θρησκεύματα όπως είναι ο Βουδισμός ή αθληστικά θρησκεύματα όπως είναι η Σχολή Τυραβάδα του Βουδισμού. Στη συνέχεια ο καθηγητής Τόρφς αναφέρθηκε στο ζήτημα των σεκτών και σε μια κοινοβουλευτική έκθεση για το θέμα αυτό στην Βελγική Βουλή του έτους 1997. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι κάτι στο οποίο βεβαίως δεν επισέρχεται ο καθηγητής Τόρφς, αυτή η έννοια της σεκτάς είναι πολιτική, δεν είναι νομική. Για το δίκαιο μία ομάδα είναι θρησκευτική ή είναι ψευδοθρησκευτική, δηλαδή είναι θρησκεία ή είναι ψευδοθρησκεία. Αλλά και το ζήτημα της ειλικρίνειας για την αναγνώριση μιας ομάδας ως θρησκευτικής δεν τίθεται σε επίπεδο απόλαυσης θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με το Διεθνές και το Συνταγματικό Δίκιο. Τίθεται μόνο σε επίπεδο απόλαυσης προνομίων, δηλαδή θρησκευτικών δικαιωμάτων που απονέμονται από το κράτος σε θρησκεύματα πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αναγνωρισμένων από το Διεθνές και το Συνταγματικό Δίκιο, δηλαδή πέραν των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ζήτημα της ψευδοθρησκείας είναι ένα ζήτημα στο οποίο πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή. Πρέπει να υπάρχουν δηλαδή αντικειμενικές αποδείξεις της ανηλικρύνειας προκειμένου μία ομάδα να κριθεί σε επίπεδο προνομίων ότι δεν συνειστά θρησκεία αλλά συνειστά ψευδοθρησκεία. Δεν σημαίνει ότι αν κριθεί μία ομάδα ότι είναι ψευδοθρησκεία, δεν σημαίνει ότι δεν απολαμβάνει των θρησκευτικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά το Διεθνές και το Συνταγματικό Δίκιο. Απλώς να έχει πρόσβαση στα προνόμια. Πάντως η έννοια ΣΕΚΤΑ δεν είναι έννοια νομική, είναι έννοια πολιτική. Έχει ο καθηγητής Ρικτώρφς αναφέρεται στο ζήτημα της αυτονομίας των εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων, το οποίο είναι κατοχυρωμένο το δικαίωμα στην αυτονομία και το Σύνταγμα το Βελγικό. Στη συνέχεια ο καθηγητής Ρικτώρφς αναφέρεται στις θέσεις της νομολογίας ως προς το ζήτημα εάν ένα κρατικό δικαστήριο μπορεί να ελέγξει την απόφαση μιας θρησκευτικής αρχής. Αρχικώς γινόταν δεχτώ στο Βέλγιο ότι το μόνο πράγμα το οποίο μπορεί να ελέγξει ένα κρατικό δικαστήριο είναι αν η αρμόδια θρησκευτική αρχή έλαβε την απόφαση η οποία προσβάλλεται ενώπιον του κρατικού δικαστηρίου. Στη συνέχεια το ακυρωτικό δικαστήριο προχώρησε λίγο περισσότερο το ζήτημα αυτό και τώρα πλέον ισχύει στο Βέλγιο το εξής ότι ένα κρατικό δικαστήριο μπορεί να εξετάσει όχι μόνο εάν η αρμόδια θρησκευτική αρχή έλαβε την προσβαλόμενη απόφαση αλλά και αν η προσβαλόμενη απόφαση συμμορφωνόταν με τους διαδικαστικούς κανόνες της αντίστοιχης θρησκείας. Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν δέχθηκε όμως τις αποφάσεις δύο δικαστήριων, δεν επικύρωσε τις αποφάσεις δύο δικαστήριων, δύο εφετείων του Βελγίου, τα οποία είχαν αποχωρήσει ακόμα περισσότερο το ζήτημα αυτό για το αν η απόφαση της αρμόδιας θρησκευτικής αρχής που συμμορφώνεται με τους διαδικαστικούς κανόνες της αντίστοιχης θρησκείας στηρίζεται σε αυτούς τους κανόνες οι οποίοι σέβονται το δικαίωμα στη δίκη και η δίκη Άρθρο 6 Πράγμα 1 της Ευρωπαϊκής Ευρωπαϊκής Αθροποίδας Δικαιωμάτων. Αυτό δεν το δέχθηκε το ακυρωτικό δικαστήριο. Σταμάτηση δηλαδή μόνο στο ζήτημα της εξέτασης μιας απόφασης της θρησκευτικής αρχής εάν η αρμόδια θρησκευτική αρχή έλαβε την προσβαλόμενη νόπιον του κρατικού δικαστήριου απόφαση σε συμμόρφωση με τους διαδικαστικούς κανόνες αντίστοις της θρησκείας αλλά δεν απαιτεί το ακυρωτικό δικαστήριο. Οι διαδικαστικοί κανόνες αντίστοις της θρησκείας να σέβονται στο δικαίωμα στη δίκη και η δίκη κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Αθροποίδων Δικαιωμάτων. Εδώ οκληρώσαμε τις σχέσεις κράτους θρησκευμάτων στο Βέλγιο όπως μας τις παρουσίασε ο καθηγητής Rick Torfs και εισερκόμαστε στις σχέσεις κράτους θρησκευμάτων στην Γαλλία όπως μας τις παρουσιάζει στο σχετικό άρθρο της η καθηγήτρια Brigitte Basdevane-Gottemey. Για τις νομικές πηγές και το συνταγματικό καθεστώς των σχέσεων κράτους θρησκευμάτων η καθηγήτρια Brigitte Basdevane-Gottemey αναφέρει ότι οι θεμελιώδεις αρχές κατοχυρώνονται στον νόμο για τις σχέσεις κράτους θρησκευμάτων. Κατοχυρώνονται στο νόμο του 1905 για το χωρισμό. Πράγματι το Σύνταγμα του 1958 δεν καθορίζει το συνταγματικό καθεστώς των θρησκευμάτων και περιέχει μόνο δύο διατάξεις που αντιμετωπίζουν το καθεστώς τους. Αυτές οι συνταγματικές πηγές είναι πενιχρές, αλλά θεμελιώδεις καθόσον καθεαιρώνουν το καθεστώς της ουδετερότητας του κράτους. Ο νόμος του 1905 διατυπώνει τις θεμελιώδεις αρχές στα δύο πρώτα άρθρα του την ελεύθερη άσκηση θρησκείας, αλλά όχι αναγνώριση και όχι επιχορηγήσεις. Υπό το καθεστώς της θετικής ουδετερότητας, όπως εκλαμβάνεται από τη σημερινή θεωρία η Γαλλική λαϊσιτέ, αρχή του λαϊκού κράτους, η αρχή της ελευθερίας πεποίθησης επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στο κράτος, συμβατές με το καθεστώς χωρισμού. Το κράτος πρέπει να διασφαλίσει ότι καθένας έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις θελετές της εκκλησίας του και να καταρτίζεται στις πεποιθήσεις της θρησκείας την οποία έχει επιλέξει. Σταδιακά αρχίζει να επικρατεί στη Γαλλία νέα κατανόηση του ρόλου του κράτους, η οποία απαιτεί συχνή παρέμβαση, προκειμένου να παράγει παντού τις αναγκές πρακτικές συνθήκες για τη δημόσια λατρεία σε σχέση με κάθε θρίσκευμα. Η ισότητα μεταξύ των διαφόρων θρησκευμάτων συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει κρατική θρησκεία, επίσημη ή επικρατούσα θρησκεία, αναγνωρισμένα θρησκεύματα. Κανένα θρησκεύμα δεν έχει ιδιαίτερο δημόσιο καθεστώς. Ο νομοθέτης του 1905 θέλησε να καταστήσει τη θρησκεία ιδιωτική υπόθεση, γι' ως τέτοια υποκείμενη στο ιδιωτικό δίκη. Όμως, το κράτος δεν μεταχειρίζεται πάντοτε τα θρησκεύματα ως καθαρά ιδιωτική υπόθεση, αλλά αντίθα μερικές φορές παραχωρεί σε αυτές διαφορετικό καθεστώς. Αλλά σε ποιες ομάδες ή δραστηριότητες εφαρμόζεται αυτό το ιδικό καθεστώς. Ποιο είναι ο νομικός ορισμός της θρησκείας? Το ερώτημα είναι λεπτό. Ο νομοθέτης, τα δικαστήρια ή η θεωρία δεν έχουν παράσχει λύση. Απριόρι, δεν έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν άποψη επί του θέματος, με δεδομένη την ουδετερότητα του κράτους, το οποίο δεν αναγνωρίζει καμιά θρησκεία. Στην πράξη ο δικαστής, το Conseil d'Etat, το Συμβούλιο Επικρατίας ή το Cours de Cassation, το Ακυρωτικό Δικαστήριο, αποφασίζει αναπερίπτωση, ενώ αποφεύγει να δώσει ένα γενικόρισμό που θα μπορούσε να τύχει επίκλησης και να βοηθήσει σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, τα δικαστήρια αποφασίζουν σε σχέση με κάθε ομάδα ισοματείο, αν πρέπει να αναγνωριστεί ότι έχει θρησκευτικό χαρακτήρα και αν πρέπει να εφαρμοστούν νομικοί κανόνες που προλέπουν πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα και οι οποίοι ισχύουν για τις θρησκευτικές ομάδες. Η ισιωπή των συνταγμάτων, το καθεστώς του χωρισμού, η ουδετερότητα του κράτους και η σύννεση του νομαθέτη διασφαλίζουν ότι το γαλλικό δίκιο των θρησκευμάτων προέρχεται κατά μεγάλο μέρος από τις δικαστικές αποφάσεις. Υφίσταν δε νόμοι, διατάγματα και άλλες διατάξεις. Αλλά η Γαλλία χρειάζεται πηγές δικαίου, οι οποίες θα είναι πιο ευέλικτες και ακριβέστερες κατά την εφαρμογή τους. Αυτές είναι δύο ειδών. Οι υπουρικές εγκύκλοι που εκδίονται από την υπηρεσία θρησκευμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών και η πλούσια νομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και επίσης πιο πρόσφατα και σε μικρότερο βαθμό εκείνη του Conseil Constitutionel του Συνταγματικού Συμβουλίου. Το γαλλικό καθεστώς των αρχών του λαϊκού κράτους και της θρησκευτικής ουδετερότητας έλαβε νέους προσανατολισμούς μετά την ψήφιση του νόμου της 15ης Μαρτίου 2004, ο οποίος απαγορεύει στα δημόσια κολέγια και λίκια ναφέρονται σύμβολα και ενδύματα με τα οποία οι μαθητές εκδηλώνουν δημοσίως θρησκευτική ένταξη. Ως προς τις νομικές πηγές και το συνταγματικό καθεστώς των σχέσεων κράτων θρησκευμάτων στη Γαλλία, η καθηγήτρια Brigitte Basdevangoudme μας αναφέρει ότι δεν υπάρχει ένας νομικός ορισμός της θρησκείας. Ο νομοθέτης στα δικαστήρια η θεωρία δεν έχουν δώσει ένα νομικό ορισμό της θρησκείας, αλλά τα διαιωνότατα δικαστήρια, το Συμβούλιο της Εμπικρατίας, le Conseil d'État ή το Ακαιρωτικό Δικαστήριο Cour de Cassation αποφασίζουν κατά περίπτωση εάν μια ομάδα έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Έτσι λοιπόν για το ζήτημα αυτό του θρησκευτικού χαρακτήρα των θρησκευμάτων, των ομάδων μάλλον που ισχυρίζονται ότι είναι θρησκευτικές, έχουν σημασία οι υπουργικές εγκύκλοι που εκδίδονται από την υπηρεσία θρησκευμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο είναι αρμόδι για τα θρησκεύματα και η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατίας, του Ακαιρωτικού Δικαστήριου και σε μικρότερο βαθμό του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Στη συνέχεια η καθηγήτρια Μπριζίτ Μπαζδεβάν Γκότμε προχωρεί στο νομικό καθεστώς των θρησκευτικών ομάδων και στην κατάσταση των νέων θρησκευτικών κινημάτων. Και αναφέρει παρά την αρχή της μη αναγνώρισης των θρησκευμάτων, οι θρησκευτικές ομάδες υπόκεινται κατά το καλικό δίκαιο σε κάποιους ειδικούς κανόνες. Δεν είναι θέμα καθεστότος στο οποίο υπάγεται το θρίσκευμα εν γένη, αλλά μάλλον νομικών κανόνων που εφαρμόζονται σε μια σειρά καθηδριμάτων, οργανισμών ή συσοματώσεων ουσιοδών για τη λειτουργία του θρησκεύματος. Συναφέρομαι τις κύριες περιπτώσεις, σημειώνοντας ότι υπάρχουν άλλοι οργανισμοί, δρίμματα, θρησκευτικές εταιρίες και λοιπά και νομικές αρχές που δεν εξετάζονται εδώ. Πρώτον, τα θρησκευτικά σωματεία, association culture, το άρθρο 4 του νομου 1905 προέλεψε την ίδρυση των association culture, θρησκευτικών σωματείων. Οι κανόν να λάβουν την περιουσία των πρώην εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που καταργήθηκαν το 1905. Τα ελόγω σωματεία υπάγονται στο νόμο της 1η Συριού 1901, ο οποίος διέπει όλα τα σωματεία και πρέπει να συμμορφώνονται με μερικούς πρόσθετους κανόνες που θεσπίζονται στο νόμο του 1905. Το άρθρο 19 απαιτεί αυτά να έχουν αποκλειστικά θρησκευτικούς σκοπούς. Δεν πρέπει να έχουν οποιαδήποτε μορφή η οποία θα τα επέτρεπε να λαμβάνουν επιχορηγήσεις από το κράτος, τις νομαρχίες ή τους δήμους. Ο νόμος εξειδικεύει επίσης την απαιτούμενη συγκρότηση των σωματείων, το μέγεθός τους σε σχέση με εκείνο του τοπικού πληθυσμού. Θεσπίζονται οι επιτρεπόμενες πηγές χρηματοδοτήσεων. Αυτές πρέπει πάντοτε να προέρχονται από τους πιστούς εκτός από τα ποσά που διατίθενται για την επισκευή των εγγεγραμμένων στο σχετικό κατάλογο μνημείων, των οποίων οι καταβολές δεν αντιμετωπίζονται ως απογορευμένες επιχορηγήσεις. Αυτά τα θρησκευτικά σωματεία έχουν εξελεκτικά εποφεληθεί από τα πλεονεκτήματα δυνάμου του φορολογικού δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι τώρα επιζητούν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Από το 1905 οι Πρωτεστάντες και οι Ιουδαίοι έχουν κάνει χρήση του νόμου και έχουν ιδρύσει θρησκευτικά σωματεία που εξακολουθούν να ειτυργούν σήμερα σε συμφωνία με τις διατάξεις του νόμου του 1905. Επισκοπικά σωματεία, ασοσιασιών διωσαισέν, αυτά αφορούν την Καθολική Εκκλησία. Αναφερόμενοι στα θρησκευτικά σωματεία δεν έχουμε κάνει μνία για την Καθολική Εκκλησία. Αυτή η σιωπή είναι σημαντική. Η Καθολική Εκκλησία αρνείται να κάνει χρήση του νόμου του 1905 εξαιτίας της αντίθεσης της Αγίας Έδρας και ενός τμήματος των επισκόπων. Αντίθεση που έχει σχέση ακριβώς με το ζήτημα των θρησκευτικών σωματίων. Η Καθολική Ιραρχία φοβάται την εμφάνιση πλήθους διαφορετικών σωματίων, τα οποία όλα θα υποστηρίζαν ότι ανήκουν στην Καθολική Εκκλησία, αλλά τα οποία η Ιραρχία δεν θα μπορούσε να τα ελέγχει και στα οποία οι λαϊκοί θα έκανε την εξουσία λήψης αποφάσεων. Όταν όμως προπαρασκευαζόταν διάφορες προσωπικότητες της Εκκλησίας στη Γαλλία, είχαν εκφράσει την ανησυχία τους και η γνώμη τους βρήκε απήγηση στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Τελικά το άρθρο 4 του νόμου προέβλεψε ότι τα θρησκευτικά σωματεία πρέπει να συμμορφώνονται με τους γενικούς οργανωτικούς κανόνες της θρησκείας, την οποίαν το σωματείο πρέπει να προάγει. Με αυτήν την διατύπωση, αν και δεν αναφέρεται κατώνομα, η καθολική Εραρχία θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα διατηρούσε την εξουσία της. Παρά αυτήν την εγγύηση, η καθολική Εκκλησία δεν έχει ιδρύσει θρησκευτικά σωματεία. Για να καλυφθεί το νομικό κενό, ο νόμος της Δευτέρας Ιανουαρίου 1907 προέβλεψε ότι η δημόσια άσκηση της θρησκείας θα μπορούσε να προαρχθεί από σωματεία που συμμορφώνονται απλώς με το νόμο 1901 ή με συναθροί συγκαλούμενες με ατομική πρωτοβουλία δυνάμου του νόμου του 1881 για την ελευθερία της δημόσιας συνάφρυσης. Μετά τον πρώτον παγκόσμιο πόλεμο, η σχέση μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του κράτους φάνηκε ότι είχαν βελτιωθεί. Οι διπλωματικές σχέσεις με την Αγία Έδρα αποκαταστάθηκαν. Ομοίως, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με την Αγία Έδρα, συμφωνήθηκε ότι η Καθολική Εκκλησία θα μπορούσε να εδρύσει ασοσιασιόν δύο σεσέν επισκοπικά σωματεία, δυνάμι ειδικού συνολου ομοιόμορφων διατάξεων. Το Συμβούλιο της Επικρατίας αναγνώρισε αυτό το ειδικό καθεστώς ως σύμφωνο με το Γαλλικό Δίκαιο, κυρίως με τους νόμους του 1901 και του 1905, με τη γνωμοδότηση του κοσέιν τετά του Συμβούλιου της Επικρατίας, στις 13 Δεκεμβρίου 1923 και ο Πάπας Ποιος X επέτρεψε την ίδρυση των επισκοπικών σωματείων, σύμφωνα με την εγγίκλειο «Μάγναμ Γκραδισυμάμκουε» της 18ης Ιανουαρίου 1924. Από το 1924, οι Γάλλοι επίσκοποι έχουν ιδρύσει επισκοπικά σωματεία, τα οποία είναι θρησκευτικά σωματεία, που συμμορφώνονται με τους νόμους του 1901 και του 1905, έστω και αν η κάλυψη των θαπανών της Εκκλησίας δεν αναφέρεται πλέον ως ο αποκλειστικός σκοπός του σωματείου. Οι κανόνες του Κανονικού Δικαίου ακολουθούνται επίσης με τα σωματεία να ενεργούν υπό την εξουσία του Επισκόπου, σε κοινωνία με την Αγία Έδρα και σε συμφωνία με τη θεμελιώδη οργάνωση της Καθολικής Εκκλησίας, με ένανθρο δύο το ομοιόμορφου καταστατικού. Αυτή η εξέλιξη είχε επιπτώσει στο νομικό καθεστώς της καθολικής θρησκείας, καθώς οι νέοι οργανισμοί είχαν ως σκοπούς τους την οργάνωση της άσκησης της θρησκείας και τη δείξη της περιουσίας που χρησιμοποιούνταν για αυτό το σκοπό. Επιπτώσει στο θέμα της ιδιοκτησίας των θρησκευτικών κτιρίων, σύμφωρα με το νόμο του 1905, τα κτίρια των Πρωθυσταντικών Εκκλησιών και των Ιουδαίων περιήλθαν στα αντίστοιχα θρησκευτικά σωματεία. Από την άλλη πλευρά, οι νόμοι της 2ης Ιανουαρίου 1907 και της 3ης Απριλίου 1908 μεταβίβασαν την ιδιοκτησία των εφιστάμενων καθολικών εκκλησιαστικών κτιρίων και την ευθύνη για την επισκευή τους στο κράτος, στον Καθεδρικό Ναό και των Επισκοπείων στο κράτος, των ενοριακών εκκλησιών και των πρεσβητερίων, στους δήμους. Εξ αντιδιαστολής μετά το 1924 εναπόκειται στα επισκοπικά σωματεία να αποφασίζουν και να χρηματοδοτούν την κατασκευή νέων χώρων λατρείας και ως ιδιοκτήτες να διασφαλίζουν την καλή επισκευή τους. Αυτές οι ιστορικές περιστάσεις εξηγούν τη συνύπαξη των θρησκευτικών σωματίων δυνάμη του νόμου του 1905, των σωματίων για θρησκευτικούς σκοπούς με βάση τις προϋποθέσεις του νόμου του 1907, τα οποία συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις του νόμου του 1901, καθώς και των επισκοπικών σωματίων που συμμορφώνονται με τους νόμους του 1901 και του 1905, αλλά και που εκπληρώνουν πρόσθετα κριτήρια. Επιπλέον, η ελευθερία του συνεταιρίζεσθε την οποία προέλεψε ο νόμος του 1901. Έχει επιτρέψει την ανάπτυξη πλήθους σωματίων, κυρίως για φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς, που λειτουργούν σε σύνδεση με τις θρησκευτικές αρχές, αλλά τα οποία δεν έχουν αποκλειστικά θρησκευτικούς σκοπούς και επομένως δεν είναι θρησκευτικά. Σε αυτή την τελευταία κατηγορία συγκαταλέγονται πολυάριθμα πολιτιστικά σωματεία με εκπαιδευτικούς σκοπούς, που δεν εκδηλώνουν θρησκευτική πεποίθηση. Οι Μουσουρμάνοι, επί του παρόντος, χρησιμοποιούν αυτήν την νομική μορφή του 1901. Η παρουσία κορανικού σχολείου δικαιολογεί το χαρακτηρισμός πολιτιστικού παρά το γεγονός ότι δίπλα στο σχολείο υπάρχει το μουσουμανικό τέμενος που διοικείται από το ίδιο πολιτιστικό σωματείο. Η διάκριση μεταξύ του σωματείου που είναι θρησκευτικό και εκείνου που είναι πολιτιστικό αντανακλάβει μια κατουσία νομική διάκριση. Το πρώτο διέπεται από το νόμο του 1905, το τελευταίο από το νόμο του 1901. Διαφέρουν τα οικονομικά και δημοσιο-οικονομικά καθεστώτα. Η καθηγήτρια Μπριζίτι Μπαζδεβάν Γκοντμέ, στο κεφάλαιο της που αφορά το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών ομάδων, αναφέρεται στα θρησκευτικά σωματεία και στα επισκοπικά σωματεία. Τα θρησκευτικά σωματεία έχουν το πολίτευμα, δηλαδή την διοίκηση και την οργάνωση, τη δημοκρατική ισότητα των μελών, γενική συνέλεψη, διοικητικό συμβούλιο. Διέπονται από το νόμο για σωματεία του 1901 και από τις ειδικές διατάξεις του νόμου του 1905. Ο νόμος του 1905 ορίζει ότι πρέπει να έχουν αποκλειστικά θρησκευτικούς σκοπούς και ότι απαγορεύεται να λαμβάνουν αμέσες κρατικές επιχορηγήσεις. Αυτόν τον νόμο τον έχουν αξιοποιήσει, το νόμο του 1905 για τα θρησκευτικά σωματεία, και τον έχουν αξιοποιήσει οι Προτεστάντες και οι Ιουδαίοι, ιδρύοντας θρησκευτικά σωματεία. Στο σημείο αυτό τελείωσε ο χρόνος της πέμπτης διάλεξης του μεταπτυακού του εκκλησιαστικού δικαίου του δευτερό έτους. Θα επανέλθω με στην έκτη διάλεξη. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας. |