σύντομη περιγραφή: Οι δύο παιδιά έχουν μοναδικό σκοπό να μιλάνε για να φανταστεί και να δοκιμάσουν να εξαρτηθούν. Αν και ο δύο παιδιά θα δουλεύουν, πάντα θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι. Αν δεν θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι, θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι. Αν δε θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι, θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι. Αν δεν θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι, θα πάνε στον δρόμο και θα πάνε στον κομμάτι. Καλησπέρα σας! Αξιότιμε κύριε Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής. Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι, σας καλωσορίζω στην πρώτη συνάντησή μας στο πρώτο καφέ της επιστήμης. Αν με ρωτήσει κάποιος τι είναι το καφέ της επιστήμης θα βρισκόμουν σε άβολη θέση γιατί δεν μπορώ να το περιγράψω με σχετικές αφήνια. Γνωρίζω όμως το τι δεν είναι το καφέ της επιστήμης. Σίγουρα δεν είναι μια διάλεξη, δεν πρόκειται για ένα μάθημα που τόσο καλά ξέρουμε εμείς που προεχόμαστε από το Πανεπιστήμιο, όπου κάποιος που γνωρίζει μεταφέρει τη γνώση του σε κάποιους που θέλουν να συμμετάσχουν στη γνώση αυτή. Φανταζόμαστε πιο πολύ το καφέ της επιστήμης σαν μια συζήτηση, την κοινή την αναζήτηση και διερεύνηση ενός θέματος που μας συγκινεί. Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει μια συγκίνηση. Δεν ψάχνουμε οπωσδήποτε για απαντήσεις. Το πιο σημαντικό είναι για να θέσουμε και το ερώτημα και το ερώτημα το ίδιο είναι που μας προσκαλεί να ξανοιχτούμε, να αναζητήσουμε τα υπόγεια ρεύματα για να βρούμε και τα νήματα που συνδέουν τις διαφορετικές γνώσεις. Το πρόγραμμά μας υποστηρίζεται από την Ουνέσκο και ευχαριστούμε θερμά την Ουνέσκο για την υποστηρίξη αυτή. Ευχαριστούμε βέβαια και τον οικοδεσπότη μας τον Νίκο, κάπου εκεί πίσω βρίσκεται, που μας φιλοξενεί στο Μέρμιγκα. Κάπου νιώθω ότι λανθάνει και ένας συμβολισμός. Δηλαδή, όπως έχουμε και το Μέρμιγκα που ψάχνει δεξιά και ρευστερά και συλλέγει διάφορα πράγματα, κατά παραπλήσεο τρόπο και εμείς θα έλεγα ότι πρέπει να ψάξουμε και να συλλέξουμε τις διαφορετικές γνώσεις και τις διαφορετικές της εμπειρίες. Συμφωνήσαμε με την Ουνέσκο, το κύριο θέμα των συζητήσεων είναι η ίδια έννοια της εξέλιξης. Η εξέλιξη στην κοσμολογία, την ιδιολογία, την γλώσσα, τον πολιτισμό, την τεχνολογία, η μετααθρόπινη εξέλιξη. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί, μα υπάρχει εξέλιξη στη λογική, που είναι το θέμα της σημερινής συζήτησης. Δεν είναι η λογική το στέρεο βάθρο πάνω στο οποίο εμείς στηρίζουμε τις έγκυρες προτάσεις μας, δεν είναι η λογική χάρη στην οποία εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε την επιστήμη. Από ό,τι φαίνεται υπάρχουν εξέλιξεις στο θέμα της λογικής. Βέβαια πάντα πρέπει να αρχίσουμε από την αρχή και στην αρχή συναντάμε σχεδόν πάντα τους Έλληνες. Άρα, άμα πάμε λοιπόν πίσω στους αρχαίους τους Ελληνες, πίσω από την διαφορετικότητα, την πολυπλοκότητα, τις συνεχείς αλλαγές, τις μεταβολές, πίσω από το γήγνεστε, οι Έλληνες ψάχναν να βρουν το σταθερό, το αναλείωτο στοιχείο, το όντως όντως, την οντολογία. Και όλοι γνωρίζουμε ότι για οντολογικό στοιχείο ο Πλάτον μας πρότεινε τον κόσμο των ιδεών. Άρα λοιπόν, αν έχουμε ένα δέντρο, το δέντρο βγάζει κλαδιά, το δέντρο βγάζει φύλλα μια κάποια στιγμή και τα φύλλα πέφτουν, κάποιος πάει και κλαδεύει το δέντρο, πιθανό και να χαθεί και το δέντρο το ίδιο, αλλά η ιδέα του δέντρου παραμένει αναλείωτη και σταθερή στον κόσμο των ιδεών. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτονα, προτίμησε να αναζητήσει το οντολογικό στοιχείο μέσα στα πράγματα. Όταν λοιπόν τα πράγματα αλλάζουν, υπάρχουν μερικοί κανόνες που δεν αλλάζουν και οι κανόνες αυτοί είναι οι κανόνες της λογικής. Προφανώς εδώ δεν μπορούμε να δώσουμε τώρα μια εκτενή περιγραφή της Αριστοτελικής λογικής, αλλά μπορούμε με μια φράση ίσως να προσπαθήσουμε για να αποδώσουμε το νόημα και τη διάσταση της λογικής αυτής και η φράση αυτή είναι δεν υπάρχει τρίτος όρος. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη, μπορούμε να επικαλαστούμε ένα παράδειγμα ότι κάποιος μας δίνει μια πρόταση και εμείς με βάση τη λογική πρέπει να αποφανθούμε αν η πρόταση αυτή είναι αληθής ή είναι ψευδής. Δεν υπάρχει τρίτος όρος για να περιγράψει την πρόταση αυτή εδώ. Είμαι ένα άλλο παράδειγμα ακόμα πιο απλό. Αν κάποιος μας δώσει μια επιφάνεια και πετάμε και τα βελάκια μας πάνω στην επιφάνεια, μπορούμε να φανταστούμε την επιφάνεια την χωρίζουμε στα δύο μια λεπτή γραμμή. Τα βελάκια που καρφώνονται πάνω στην επιφάνεια ή έχουν καρφωθεί στο δεξιό τμήμα ή έχουν καρφωθεί στο αριστερό τμήμα, πάλι δεν υπάρχει η τρίτη επιλογή. Είναι γνωστό ότι οι πατέρες της εκκλησίας, έχω στο μυαλό μου κυρίως τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, μας προσέφεραν μια κριτική αποτίμηση της αριστοτελικής σκέψης και η έμφαση είναι ξανά και το ξαναδιαβάζω, κριτική αποτίμηση της αριστοτελικής σκέψης. Γνωρίζουμε βέβαια όλοι ότι ο Αριστοτέλης ήταν οικείος τους Άραβες. Οι πλέον όμως θερμοί σχεδόν φανατικοί υποστηριχτές της αριστοτελικής σκέψης αναδίονται οι καθολικοί θεολόγοι. Έχουμε τον Θωμάτο Νακινάτη που μας προσέφερε μια σύνθεση της χριστιανικής θεολογίας και του Αριστοτέλη, όπου ο ορθολογισμός είναι το κυριαρχό στοιχείο. Και ίσως κάποιος μπορεί για να σκεφτεί ότι ο ορθολογισμός και η αναλυτική σκέψη που συναντάμε στη Δύση, εγώ στο μυαλό μου βέβαια τις μορφές της δυτικής φιλοσοφίας των Δεκάρτ, των Λάιμπνιτς, ίσως λοιπόν ο ορθολογισμός αυτός να εγγράφεται στη σχολαστική παράδοση της καθολικής θεολογίας και της Ακινάτιας σύνθεσης. Την μαθηματική διατύπωση τώρα της αριστοτελικής λογικής την χρωστάμε στο George Boole, που έγινε κάπου γύρω στα 1850. Η άλγευρα του Boole στηρίζεται στη θεωρία συνόλων, ένωσης συνόλων των μη συνόλων και σχεδόν το σύνολο, δεν λέω όλα τα μαθηματικά, αλλά σχεδόν το σύνολο των μαθηματικών παράγεται μέσα από τη θεωρία συνόλων. Τη θεωρία συνόλων την ξέρουμε όλοι, την ξέρουμε όλοι από την πρώτη τάξη που πάμε δημοτικό σχολείο, όπου υπάρχει με κάποια δασκάλα, δάσκαλος, ας πούμε πως είναι μία δασκάλα που είναι συνήθως δασκάλα, η οποία θέλει να δει τι τάξη πήρε και θέλει να δει αν τα πιτσιρίκια συμμετέχουν στο μάθημα. Ρωτάει από κάθε ένα πιτσιρίκι για να μιλήσει για ένα φρούτο, ένα πιτσιρίκι μιλάει για το μήλο, ένα άλλο πιτσιρίκι μιλάει για το πορτοκάλι, ένα άλλο πιτσιρίκι μιλάει για την μπανάνα. Και η δασκάλα μπορεί να φτιάξει ένα μεγάλο κύκλο, βάζει μέσα και τα φρούτα και για να δει αν τα πιτσιρίκια συμμετέχουν, λέει, μπορούμε να βάλουμε και το μολύβι μέσα στο φρούτο. Υποθέτω όλα τα πιτσιρίκια θα σηκώσουν το χέρι ψηλά να πούνε κυρία μα κυρία το μολύβι δεν είναι φρούτο και συναντάμε πάλι την ίδια λογική, τη λογική της διάζεξης, κάτι ή ανήκει σε ένα σύνολο ή δεν ανήκει σε ένα σύνολο. Άρα λοιπόν συναντάμε μια αριστοτελική λογική και τη συναντάμε που, τη συναντάμε στα μαθηματικά, στη φιλοσοφία και τη θεολογία. Και η φύση αντανακλάται, η λογική αυτή στα δρόμενα της φύσης. Εδώ το κλίμα στράβωσε, εδώ το κλίμα στράβωσε γιατί πρέπει να σταθούμε στη μεγαλύτερη επανάσταση του 20ου αιώνα στο χώρο της φυσικής, στη κβατική μηχανική. Μιλάμε λοιπόν για μια θεωρία, την κβατική θεωρία που μας περιγράφει τα πιο διαφορετικά φυσικά φαινόμενα από την πυρηνική φυσική, την ατομική φυσική, την μοριακή φυσική, την κβατική χημεία, την στερεά κατάσταση, την κβατική κοσμολογία, αξιότιμε κ. Κοσμίδωρα, της Σχολής Θετικών Επιστημών, την κβατική πληροφορική. Εκείνο που θέλω για να τονίσω είναι η τρομακτική ακρίβεια της θεωρίας αυτής. Είναι μια ακρίβεια που φτάνει στο ένατο δεκαδικό ψηφίο. Μπορώ λίγο να θυμηθώ τον γεωμαϊντικό λόγο, είναι μια κάποια φυσική ποσότητα, δεν έχει σημασία ποια είναι ακριβώς. Από τη θεωρία γνωρίζουμε ότι είναι δύο κόμμα και ακολουθούν εννιά δεκαδικά ψηφία με πράξεις δύσκολες, σύνδετες που μας παίρνουν χρόνια για να τις κάνουμε. Υπάρχει, από μια άλλη μεριά, και το πείραμα. Το πείραμα είναι επίσης δύσκολο, εξίσου πολύπλοκο και οι πειραματικοί βρίσκουν τη δική τους πειραματική μέτρηση και βρίσκουν δύο κόμμα και ακολουθούν εννιά δεκαδικά ψηφία. Και συγκρίνουμε τώρα την πρόλεψη της θεωρίας με την πειραματική μέτρηση και υπάρχει συμφωνία μέχρι το ένατο δεκαδικό ψηφίο. Άρα μιλάμε για μια συμφωνία που δεν έχει ξανασυβεί στο παρελθόν, δεν νομίζω ότι θα ξανασυβεί στο μέλλον και απλώς για να σας μεταφέρω μια δική μου αίσθηση, ότι στη φυσική τουλάχιστον, δεν ξέρω για άλλους κλάδους της γνώσης, αν η θεωρία πει 2,2 το πείραμα πει 2,3 το θεωρούμε σαν τη μεγάλη επιτυχία, ανοίγουμε σαν μπάνιες και εκείνοι που το βρήκανε φτιάχνουν τις βαλίτσες να πάνε στη Σουηδία να παραλάβουν το βραβείο Νόμπελ. Εδώ μιλάμε ένατο δεκαδικό ψηφίο και έχουν δοθεί τρία Νόμπελ σε αυτούς που μας έχουν δώσει αυτήν την κυβαντική θεωρία. Η κυβαντική μηχανική όμως έρχεται σε πλήρη ρήξη με τους κανόνες της κλασικής μηχανικής και της κοινής λογικής. Μερικά παραδείγματα, στην κλασική μηχανική το εντοπίζουμε το σωματίδιο, λέμε πως το ποτήρι είναι εδώ, λέμε πως η σελήνη πως βρίσκεται εκεί και μπορούμε με ακρίβεια να πούμε το φεγγάρι που βρίσκεται. Το κλασικό σωματίδιο δεν μπορούμε να το εντοφίσουμε. Το κλασικό σωματίδιο μπορεί να είναι εδώ, μπορεί να είναι παραπέρα και μπορεί να είναι σε μια άλλη θέση. Το μόνο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι την πιθανότητα. Ποια πιθανότητα είναι εδώ, ποια είναι η πιθανότητα να είναι εκεί. Άρα, λοιπόν, αν κάποιος μας πει ότι εδώ μπροστά μας η πιθανότητα είναι 0,2, σημαίνει ότι αν έχουμε στη διάθεσή μας 100 τέτοια σωματίδια και κάναμε τις μετρήσεις, πάνω στις μετρήσεις περιμένουμε οι 20 μετρήσεις να μας πούνε πως βρίσκεται εδώ. Στην κλασική φυσική υπάρχει εννοία της κλασικής τροχιάς. Βλέπουμε τη Σελήνη και είμαστε σε θέση να πούμε για την τροχιά της Σελήνης. Είναι εδώ, πήγαινε εκεί και να διαγράψουμε την τροχιά της Σελήνης. Βέβαια το πιο ωραίο παράδειγμα της τελευταίας μέρες είναι η ιστορία με το διαστημόπλιο που άφησε τη γη, διέσκησε το διαστρικό χώρο, έχει φτάσει πάνω στον κομήτη και η ροζέτα μας άφησε το φίλε πάνω στον κομήτη και ξέρουμε με τομακτική ακρίβεια την τροχιά της ροζέτας. Όταν πάμε τώρα στην κυβαντική θεωρία δεν υπάρχει καν η έννοια της τροχιάς. Αν κάποιος μας πει ότι το σωματίδιο είναι εδώ στο σημείο α και ύστερα από μια κάποια μέτρηση το βρίσκουμε στο σημείο β, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα και ούτε ρωτάμε πώς έχει φτάσει από το σημείο α στο σημείο β. Η έννοια λοιπόν της τροχιάς δεν υπάρχει στην κυβαντική θεωρία. Στην κλασική μηχανική μπορούμε να κάνουμε με ακρίβεια όσες μετρήσεις θέλουμε. Στην κυβαντική θεωρία υπάρχουν αυτό που λέμε τα συζηγή μεγέθη. Δηλαδή, αν κάποιος θέλει να μετρήσει συγχρόνως και τη θέση και την ορμή έχει πρόβλημα. Εάν μετρήσει με ακρίβεια τη θέση θα χάσει σε ακρίβεια τη μέτρηση της ορμής. Αν προτιμήσει ακρίβεια στη μέτρηση της ορμής θα χάσει σε ακρίβεια τη μέτρηση της θέσης. Μιλάω, βέβαια, για τη γνωστή αρχή της αβεβαιότητας του Χάζεμπεργκ. Και εκείνο το έχετε δει στα βιβλία υποθέτω. ΔΔΠ επί ΔΔΧ είναι πιο μεγάλο από το H. ΔΔΠ είναι το σφάλμα στη ορμή. Το ΔΔΧ είναι το σφάλμα στη θέση. Αυτά τα δύο γινόμενα είναι πάντα πιο μεγάλα από μια σταθερά. Τη σταθερά του πλάνκ δεν γίνεται για να τα μειώσουμε και τα σφάλματα αυτά. Θα ήθελα να σας βεβαιώσω. Δεν έχει τίποτα να κάνει με πειραματική μέτρηση, ότι δεν κάνουμε καλά το πείραμα. Είναι η θεωρία η τέτοια, είναι κάτι το εγγενές στη θεωρία. Αν κάναμε κάποιες μετρήσεις στην κυβαντική θεωρία, έχει σημασία και η σειρά των μετρήσεων. Δηλαδή, αν έχουμε να κάνουμε δύο μετρήσεις, τη μέτρηση Α και τη μέτρηση Β, ενώ στην κλασική θεωρία δεν έχει σημασία η σειρά της μέτρησης, στη κυβαντική θεωρία άλλο αποτέλεσμα θα πάρουμε, αν κάνουμε πρώτα τη μέτρηση Α και μετά τη μέτρηση Β. Άλλο αποτέλεσμα θα πάρουμε, αν κάνουμε πρώτα τη μέτρηση Β και μετά τη μέτρηση Α. Και κλείνω με τα παράξενα πράγματα της κυβαντικής θεωρίας, με αυτό που είναι γνωστό σαν κυβαντικός εναγκαλισμός. Είναι απόδοση του quantum entanglement. Παλιά στους φοιτητές το έλεγα κυβαντική διαπλοκή. Μετά το ξανασκέφτηκα λίγο, Νικολάη δεν μπορείς να μπλέξεις, να έρθει η εισαγγελία να σε ρωτήσει τι διαπλέκεται και ποια είναι τα διαπλεκόμενα. Οπότε προτίμησα αυτό το κυβαντικός εναγκαλισμός. Είναι μια ιδιότητα λοιπόν της κυβαντικής μηχανικής, που προκαλούσε τη δυσφορία στον Αϊστάιντ, τη δυσανεξία στον Αϊστάιντ και υπήρχε ένας διάλογος έντονος ανάμεσα στον Αϊστάιντ και τον Νιλσμπορ, τον δανόφυσικο, που κράτησε για δεκατοίες ολόκληρες. Περιτίνος πρόκειται. Έχουμε δύο κυβαντικά σωματίδια. Μπορούμε να φανταστούμε ότι τα δύο σωματίδια αυτά έχουν τη δική τους κυβαντική περιγραφή. Έχει τον δικό του τη δική του κυματοσυνάρτηση. Μπορούμε να φανταστούμε ότι τα δύο αυτά τα κυβαντικά σωματίδια έχουν μια κοινή κυματοσυνάρτηση. Κοινή κυματοσυνάρτηση σημαίνει τι? Σημαίνει ότι υπάρχει μια συσχέτιση ανάμεσα στα δύο σωματίδια. Φανταστείτε τώρα το εξής. Τα δύο σωματίδια είναι στον Βόλο, το ένα σωματίδιο τραβάει Νότια πάει για Αθήνα, το άλλο σωματίδιο τραβάει Βόρεια πάει για τη Θεσσαλονίκη. Έχουμε ένα καλό συνάλογο στην Αθήνα. Κάνει μια μέτρη στην Αθήνα. Στο σωματίδιο που φτάει στην Αθήνα με ακαριέο, με άμεσο τρόπο επιράζει το σωματίδιο που έχει φτάσει σε εμάς στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν αυτό ήταν που ενοχλούσε φάνταστα τον Αϊνστάιν. Η ακαριέα μετάδοση μιας μέτρησης που έγινε στην Αθήνα. Πώς αυτή η μέτρηση έχει φτάσει με ακαριέο τρόπο στη Θεσσαλονίκη. Κλείνω όμως το πείραμα έγινε. Το πείραμα έδειξε ότι όντως αυτή είναι η κυβαντική συμπεριφορά και η κυβαντική συμπεριφορά πακυδένει με την πραγματικότητα. 1936. 1936 ο Βόλος Νόημα και ο Μπίρκοφ υπέδειξαν ότι κυβαντικοί μηχανικοί δεν είναι συμβατοί με την άλγευρα του Μπουλ. Εγώ πριν από λίγα λεπτά σας είπα ότι η άλγευρα του Μπουλ δεν είναι συμβατοί με τη λογική του Αριστοτέλη. Συνεπώς συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η κυβαντική μηχανική δεν είναι συμβατοί με την αριστοτελική λογική. Συνεχίζουμε πρόσφατα το 2009 δείξαμε, πρέπει να με συγχωρέσετε για την αυτό αναφορά αλλά δεν υπάρχει τρόπος για να την αποφύγω, δείξαμε λοιπόν ότι το θεμέλειο της κυβαντικής μηχανικής είναι μια άλλη λογική, είναι μια λογική που είναι γνωστή σαν λογική των σχέσεων, που την διατύπωσε ο Charles Sanders Peirce το 1880 και στα πλαίσια αυτής της λογικής τώρα αυτό που είναι θεμελιώδες πρωτογενές είναι η σχέση η ίδια και τα πάντα τα εκφράζουμε μέσα από σχέσεις και στην επόμενη μια κάποια στιγμή μπορούμε να φανταστούμε ότι έχουμε δομές που φτιάχνονται από σχέσεις και οι σχέσεις αυτές που μας δίνουν την κυβαντική μηχανική και τη θεωρία των χορδών. Υποθέτω ότι τα ερωτήματα βγαίνουν μόνα τους, δηλαδή αν κάποιος μας πει ότι έχουμε μία λογική το Αριστοτέλη, έχουμε μία άλλη λογική του Charles Sanders Peirce, ποιος αποκλεί ότι έχουμε μία τρίτη λογική, μία τέταρτη λογική, μία πέμπτη λογική και οι συνάδελφοι από το μαθηματικό ξέρουν πως όντως υπάρχουν. Το άλλο που μπαίνει κυρίως από τη φυσική είναι τι είναι αυτό που συνέχει και συγκροτεί τη φύση και το παράξενο είναι ότι τη φύση την κλείμε πάντα στον ενικό, λέμε η φύση της φύσης, τη φύση εγώ ποτέ δεν άκουσα. Άρα λοιπόν έχουμε τη φύση και το θέμα είναι αν αυτή η φύση συγκροτείται και υπάρχει κάτι που τη συνενώνει, τι είναι αυτό που συνέχει και συγκροτεί τη φύση. Και ένα ερώτημα πάρα πολύ πάλαιο που είναι και το ρινό και θα υπάρχει και πάντα και στο μέλλον είναι οι λογικές αυτές που προτείνονται, προτάσσονται, αντανακλούν τη φύση που είναι εκεί έξω ή πιο πολύ έχουν συνάφια με τις δικές μας διανοητικές κατασκευές με τον δικό μας εγκεφαλό. Υποθέτως είναι ερωτήματα που θα τα κουβεντιάσουμε στη συνέχεια. Η λογική όμως και εγγένει το αναλυτικό μοντέλο υπήγει κέρια από το εσωτερικό της ίδιας της λογικής και το πλήγμα δεν ήρθε από μια κριτική της φιλοσοφίας προς τη λογική, δεν ήρθε από μια κριτική της θεολογίας προς τη λογική, το πλήγμα ήρθε από το εσωτερικό της ίδιας της λογικής. Συνεχής προσπάθει από κάποιους μαθηματικούς με την πιο σημαντική φυσεκονομία και τον Χίλμπερτ να φτάσουν σε ένα επίπεδο που θα έχουν μια καθαρή, τυπική μαθηματική γλώσσα, η οποία δεν θα έχει τις αντιφάσεις και αντινομίες που έχουμε εμείς στην καθημερινή μας γλώσσα. Όταν εμείς συζητάμε υπάρχουν ένα σωρό από αντιφάσεις, από αντινομίες, από ιρωνίες, από χύμουρο κτλ. Θέλαν λοιπόν μια τυπική, την καθαρή τη γλώσσα και θα θέλουν να διαχωρίσουν τα μαθηματικά με τα μαθηματικά, δηλαδή τα καθαρά μαθηματικά από τα σχόλια πάνω στα μαθηματικά. Αυτό που συνέβη είναι ένας νεαρός, έχει σημασία το νεαρός, ο Γκέντελ, στο μόνιμο θεώρημα του Γκέντελ το 1930, που θεωρείται τις πιο λαμπρές σελίδες των μαθηματικών του 20ου αιώνα, απέδειξε το άτοπο του εγχειρήματος. Λοιπόν, ας θεωρήσουμε μαζί μια μαθηματική γλώσσα που αποτελείται από κάποια σύμβολα, σωστά. Αν αρχίσουμε τη δική μας τη γλώσσα, έχουμε την ελληνική γλώσσα, όλες μας τις σκέψεις, τις ιδέες μας τις καταγράφουμε σε μια γλώσσα που αποτελείται από 24 γράμματα. Τα 24 γράμματα τα παίρνουμε, τα συνδυάζουμε σε λέξεις και μετά τις λέξεις με βάση κάποιους κανόνες γραμματικής και σύνταξης φτιάχνουμε τις δικές μας προτάσεις. Πάμε πίσω λοιπόν στη μαθηματική γλώσσα, η μαθηματική γλώσσα αυτή έχει τα δικά της σύμβολα. Θέλουμε να πάμε σε μια γλώσσα απλή, την αριθμητική, έχει μέσα το συν, το μίον, το ίσον, το υπάρχει, το σύμβολο εάν τότε και τα λοιπά. Εκείνο που έκανε ο Γκέντελ και μπορεί να φανταστούμε ότι αυτά τα σύμβολα είναι 20, 30 δεν μπορούν να είναι πάρα πολλά. Εκείνο που έκανε ο Γκέντελ ήταν σε κάθε ένα σύμβολο που υπάρχει στη μαθηματική γλώσσα πήγε και αντιστοίχησε ένα φυσικό αριθμό. Με άλλα λόγια μπορούμε να φανταστούμε ότι στο ίσον αντιστοίχησε το 1, στο συν το 2, στο μίον και το 3, στο υπάρχει το 4, στο εάν τότε το 5 και τα λοιπά. Άρα λοιπόν έχουμε μια λίστα με τα σύμβολα και δίπλα έχουμε τους ακεραίους που αντιστοιχούν στο κάθε ένα σύμβολο. Στη συνέχεια όταν ο Γκέντελ είχε μπροστά του μία μαθηματική πρόταση, εκείνο που κοιτούσε ήταν τη διάταξη των συμβόλων. Ποιο είναι πρώτο σύμβολο, ποιο είναι δεύτερο σύμβολο, ποιο είναι τρίτο σύμβολο και τα λοιπά. Και βλέποντας τη σειρά των συμβόλων και καταφεύγοντας τους πρώτους αριθμούς, τα κατάφερε πιθανώς να πούμε πως εδώ, στην κάθε μία μαθηματική πρόταση που του έδινα να αντιστοιχεί σε έναν αριθμό Γκέντελ γιατί η πρόταση αυτή είναι εδώ. Δηλαδή αν του δίνε κάποιος τη μαθηματική πρόταση 1 ίσον 1, έβλεπε ότι το πρώτο σύμβολο είναι το 1, το δεύτερο είναι το ίσον, το τρίτο είναι πάλι το 1 και μπορούσε λοιπόν να βγάλει τον αριθμό Γκέντελ της πρότασης, ας πούμε το 2350. Και είναι η ταυτότητα αυτής της μαθηματικής πρότασης. Αν τώρα κάποιος το έδινε το 2350 σε έναν άλλο να και του λέγε αυτό συνιστά μαθηματική πρόταση, αυτός θα μπορούσε να κάνει τις πράξεις του και κάντας τις πράξεις για να βρει ότι ναι το 2350 αντιστοιχεί σε μία μαθηματική πρόταση και η πρόταση αυτή είναι το 1 ίσον 1. Βέβαια υποθέτω το βλέπετε όλοι ότι έτσι έχουμε πετύχει ένα τρομερό πράγμα που είναι και στενά παράξενο. Έχουμε πετύχει την αμφισυμία που σημαίνει ότι στην πράξη άμα κάποιος μας πει 2350 δεν ξέρουμε αν είναι σκέτο νούμερο 2350 μήλα, 2350 πρωτοκάλια, 2300 προβατάκια ή πρόκειται για ρυθμό Γκέντλ μιας πρότασης και συνεπώς το 2350 είναι μία μαθηματική πρόταση. Το επόμενο βήμα ήταν το κέριο βήμα. Ο Γκέντλ κατασκεύασε μία μαθηματική πρόταση α, τη λέμε λοιπόν αυτή την πρόταση α, μέσα στην οποία πρόταση α υπήρχε ο αριθμός Γκέντλ της πρότασης α. Συνεπώς αυτό που πετύχει είναι τι, να έχουμε μια πρόταση α που να έχει μέσα την αριθμό Γκέντλ της ίδιας της πρότασης και η πρόταση α αυτό αναφέρεται. Λοιπόν όλοι έχουμε την υπόνοια όταν έχουμε μία αυτοαναφορά προκαλείται συγχύση και σαν συνέπειε λοιπόν της λογικής αυτοαναφοράς που κατασκεύασε ο Γκέντλ έδειξε ότι στα πλαίσια της τυπικής μαθηματικής λογικής υπάρχουν προτάσεις που είναι γνωστές σαν μη αποκρίσιμες προτάσεις. Μη αποκρίσιμες προτάσεις σημαίνει ότι είναι προτάσεις για τις οποίες εμείς δεν μπορούμε να πούμε αν είναι αληθής πρόταση αν είναι μία ψευδής πρόταση. Υποθέτω όπως όλοι βλέπετε ότι έχουμε έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τον Αριστοτέλη που διεκδικούσε τη διχοτόμηση των προτάσεων άμυσα σε αληθής και σε ψευδής προτάσεις και συνεπώς στη δικιά μας περίπτωση τώρα εξαιτίας του θεωρήματος του Γκέντλ έχουμε λοιπόν αυτή την αδυναμία κάποιες προτάσεις στις μη αποκρίσιμες προτάσεις να τις καταχωρήσουμε ως ψευδής ή αληθής. Οι αληθείς προτάσεις υπερβαίνουν τον αποδεδειγμένο προτάσεις που σημαίνει ότι μπορώ να έχω μια αληθή προτάση και να δυνατώ να την αποδείξω. Αυτό σημαίνει ακόμα ότι ήπειρος της αλήθειας δεν μπορεί να χαρτογραφηθεί μόνο με την αναλυτική αξιωματική μέθοδο και εάν να συμφωνήσουμε το σύστημά μας της λογικής να είναι πλήρες τότε μέσα στο πλήρες αυτό σύστημα θα έχουμε τις μη αποκρίσιμες προτάσεις, τότε θα έχει μέσα τις αντιφάσεις του και δεν θα είναι συνεπές. Εάν κάποιος πει εντάξει να διώξουμε αυτές τις κακές προτάσεις τότε θα μείνουμε με ένα σύστημα που θα είναι συνεπές αλλά δεν θα είναι πλήρες. Άρα πρέπει να διαλέξουμε έχουμε ένα σύστημα πλήρες που δεν είναι συνεπές ή έχουμε ένα σύστημα συνεπές που δεν είναι πλήρες. Απλώς λίγο για να σταθώ για λίγο σε αυτή την ιστορία της αφθαναφοράς την ξέρουμε όλοι από τη γνωστή φράση η κριτική λένε ψέματα. Άρα αν αυτός που το λέει είναι ένας κριτικός η κριτική λένε ψέματα σημαίνει ότι ο κριτικός λέει ψέματα. Εφόσον ο κριτικός λέει ψέματα η πρόταση που είπε είναι ψευδής. Εφόσον η πρόταση που είπε είναι ψευδής σημαίνει ότι οι κριτικοί λένε την αλήθεια. Εφόσον οι κριτικοί λένε την αλήθεια αυτό που μόλις είπε ο Επιμενίδης σημαίνει ότι είναι το αληθές. Άρα είπε η κριτική λένε ψέματα. Άρα η κριτική λένε ψέματα. Και συνεπώς πέφτουμε σε αυτό το φαβολό κύκλο όπου από την αλήθεια της πρότασης πάμε στο ψεύδες της πρότασης, ξανά αλήθεια της πρότασης και τα λοιπά. Αυτό όμως θέλω να σας βεβαιώσω με απόλυτο τρόπο. Αυτό πρόκειται για λόγο παίγνιο ενώ το θερήμα του Γκέντελ είναι ένα αυστηρότατο μαθηματικό θεώρημα στα πλαίσια της μαθηματικής λογικής. Το άλλο που θέλω να σας πω είναι ότι υπάρχει μία άλλη πλευρά του Γκέντελ όπου μας άφησε μία απόδειξη, την βρήκαμε μέσα στα χαρκιά του μετά από το θανατό του, όπου συναντάμε μία απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού. Αποσδήποτε η απόδειξη του Γκέντελ για την ύπαρξη του Θεού δεν συνιστά μία ενίσχυση σε όσους πιστεύουν και δεν συνιστά μία αποθάριση σε όσους δεν πιστεύουν. Πιο πολύ θα πρέπει και να το δούμε σαν άσκηση στα όρια της λογικής, σαν μια προσπάθεια για να συνδέσει εμάς και τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε με κάτι που ίσως υπάρχει πέραν του κόσμου του του. Λοιπόν στα δεξιά μου έχω τον κ. Μαστροκώστα από το μαθηματικό τμήμα, είναι φοιτητής του μαθηματικού τμήμα που έχει μια μεγάλη αγάπη, μάλλον θα λέγα πάθος για τη μαθηματική λογική και πέρσι στα πλαίσια του μαθήματος Φυσική και Φιλοσοφία ο Ζαφήρης ανέλαβε λοιπόν να μελετήσει το επιχείρημα αυτό του Γκέντελ για την ύπαρξη του Θεού και σήμερα λοιπόν θα σας δώσει μία σύνοψη του επιχείρηματος. Ο Ζαφήρης. Καλησπέρα σας και από μένα. Το επιχείρημα του Γκέντελ αποτελεί μια ιδιοφυή προσπάθεια να προσεγγιστεί το ζήτημα της ύπαρξης ενός Ανωτέρου όντως με λογικά μέσα. Παρ' ό,τι ιδιοφυείς, το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής, αποτέλεσε αντικείμενος συζήτησης για πάρα πολλά χρόνια στους φιλοσοφικούς κύκλους, καθώς ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με την ορθότητα επιλογής των αξιωμάτων και ορισμών του Γκέντελ. Αρχικά ας πούμε λίγα λόγια για τον Γκέντελ. Ο Γκέντελ γεννήθηκε το 1906 στο Μπρνό της τότε Αυστροουγγαρίας, σημερινής Τσεχίας και πέθανε το 1978 σε ηλικία 71 ετών στο Πρίνστον του Νιού Τζέρσι. Έδειξε από μικρή ηλικία ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά, τη φυσική και τη φιλοσοφία, ενώ τελικά τον κέρδισε η μαθηματική λογική. Υποθέτωσε η ηλικία 23 ετών με το περίφημο θεόριμα πληρότητας, ενώ δύο χρόνια αργότερα συγκλόνισε την τότε επιστημονική κοινότητα με τα δύο θεωρήματα μη πληρότητας, τα οποία ήτανε αιτία να γραφτούν χιλιάδες σελίδες μαθηματικής φιλοσοφίας. Σε μια προσπάθεια να εκλαϊκεύσουμε το πρώτο θεόριμα μη πληρότητας θα μπορούσαμε να πούμε. Για οποιαδήποτε αποτελεσματικά παραχτήσα θεωρία που είναι ικανή να εκφράσει τη στοιχειώδη αριθμητική, υπάρχει πρόταση, η οποία είναι αληθής, άρα δεν μπορεί να αποδειχθεί από τη θεωρία. Για το δεύτερο θεώριμα μη πληρότητας θα έπρεπε να μπούμε σε πιο εξειδικευμένα πράγματα της μαθηματικής λογικής, οπότε δεν θα αναφερθεί στη γνήση η αμορφή του. Ο Κέντελ θεωρείται από τους σημαντικότερους επιστήμονες λογικής όλων των εποχών. Δυστυχώς, προς το τέλος της ζωής του αντιμετώπισε πλήθος ψυχικών διαταραχών, έχοντας αιμονικούς φόβους, όπως ότι θα τον δηλητηριάσουν και τελικά πέθανε από ασυτεία. Επιστρέφοντας στο οδολογικό επιχείρημα, ο Κέντελ ασχολήθηκε με αυτό για πρώτη φορά περί το 1941, που μετά από πολλές παραλλαγές, μετατροπές και προσθήκες, εκδόθηκε το 1970, και μάλιστα αρχικά μόνο ανάμεσα στους γνωστούς και φίλους, διότι, όπως είπε ο ίδιος, φοβάμαι πως οι άλλοι πραγματικά θα νομίσουν ότι πιστεύω στο Θεό, όταν εγώ το μόνο που έκανα ήταν να ασχοληθώ με μια λογική έρευνα, που επιβεβαιώνει πως μια τέτοια απόδειξη, με κλασικές υποθέσεις, πληρότητα και λοιπά, αντίστοιχα αξιωματικοποιημένη, είναι εφικτή. Η μορφή του επιχειρήματος που θα παρουσιάσουμε δεν είναι προφανώς γνήσια, αφού αυτό πάλι θα απαιτούσε να μιλήσουμε στη γλώσσα της μαθηματικής λογικής, ωστόσο θα κάνουμε μια απόπειρα να αποδώσουμε τις προτάσεις της λογικής σε ελεύθερη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Ο Κίδελ αποπειράθηκε να δημιουργήσει ένα λογικό και όχι ένα θεολογικό επιχείρημα. Προσπάθησε να επιμείνει στο ζήτημα της ύπαρξης και μόνο, ωστόσο η προσπάθεια δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής, διότι ο τρόπος που ορίζονται κάποιες έννοιες ή δέχεται αξιωματικά κάποιες προτάσεις δημιουργεί πλήθος φιλοσοφικών προεκτάσεων, οπότε και η συζήτηση πάβει να είναι πλέον αποκλειστικά μαθηματική. Και αυτός είναι και ο βασικός λόγος που βρισκόμαστε σήμερα εδώ, να συζητήσουμε αυτές τις φιλοσοφικές προεκτάσεις και να δούμε αν πράγματι έχουν λογική υπόσταση οι συμβάσεις που κάνει ο Κίδελ. Αρχικά, ο Κίδελ δέχεται την αρχή του αποκλειόμενου τρίτου προσαρμοσμένη στην έννοια ιδιότητα, δηλαδή ότι είτε μια ιδιότητα είτε η αρνησίτηση είναι θετική, όμως όχι και η δύο. Να θυμίσω σε αυτό το σημείο ότι η εκβατική λογική δεν δέχεται αξιωματικά αυτή την αρχή του. Έπειτα, δέχεται ότι οποιαδήποτε ιδιότητα που έπεται από μια θετική ιδιότητα είναι θετική ιδιότητα. Η αντίληψη του ίδιου σχετικά με την αφηρημένη έννοια της θετικής ιδιότητας είναι πώς. Θετική σημαίνει θετική στην ηθική-αισθητική, ανεξάρτητα από την τυχία κατασκευή του κόσμου. Δεύτερον, είναι πιθανό να ερμηνεύσουμε τη θετική ως τέλεια, εκείνη που είναι απολύτως καλή, καθότι, όπως εννοείται, καμία άρνηση δεν προκύπτει από την απόλυτη καλωσύνη. Αυτή η δήλωση αποσαφηνίζει πως ο όρος θετική θα σημαίνει απόλυτα θετική ή απόλυτα καλή και όχι απλά σε κάποιο βαθμό θετική ή καλή. Ωστόσο, μας γεννά το ερώτημα αν τέτοιου είδους απόλυτα θετικές ιδιότητες μπορούν να κατέχονται από κάποιον όν που δεν κατέχει τη θεϊκή ιδιότητα. Δηλαδή, αν είναι κατασκευασμένες με τέτοιο τρόπο, που ούτως ή άλλως να μπορούν να κατέχονται μόνο από μία ανθρώπινα όντα. Και τρίτον, λέει ο Γκέντελ, μία ιδιότητα είναι τελειότητα, αν και μόνο αν δεν συνεπάγεται άρνηση μιας τελειότητας. Καταλήγει πως αν μια ιδιότητα είναι θετική, τότε πιθανώς υπάρχει κάποιον όν που την κατέχει. Έπειτα, ορίζει το θεϊκό όν ως το όν που κατέχει όλες τις θετικές ιδιότητες και θεωρεί πως η θεϊκή ιδιότητα είναι θετική ιδιότητα. Εδώ θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι μοιάζει να τελείωσε το επιχείρημα, αφού αν το θεϊκό όν κατέχει όλες τις θετικές ιδιότητες και η θεϊκή ιδιότητα είναι θετική, άρα το θεϊκό όν την κατέχει και αυτήν. Πράγματι, ο συλλογισμός του μοιάζει να είναι αυτός και υπάρχει αρκετή ομοιότητα με τον συλλογισμό του Λάιμπνιτς σε αντίστοιχη εργασία του, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω. Ωστόσο, αυτός ο συλλογισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποκτος, καθότι ο τρόπος με τον οποίο ο Γκέντελ ορίζει αυτές τις έννοιες είναι σαν να ορίζει εκ των προτέρων το συμπέρασμα και διαπράτει το σφάλμα της αδυνατότητας της ανυπαρξίας του Θεού. Μέχρι στιγμής, έχει θεωρήσει την θεϊκότητα, αν μπορεί να επιτραπεί αυτή η έκφραση, ως ιδιότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμο, καθώς αν αναλογιστούμε ακόμη και λιγότερο αφηρημένες έννοιες από την θεϊκότητα, όπως η καλοσύνη, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με βεβαιότητα αν είναι επίκτητο χαρακτηριστικό ενός όντως ή ποιοτικό θεμελιώδες χαρακτηριστικό. Η χρήση του όρου ιδιότητα από τον Γκέντελ φαίνεται να καλύπτει το φάσμα κάθε είδους χαρακτηριστικού που εμφανίζεται σε ένα όν. Επίκτητο ή ποιοτικό θεμελιώδες. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να πει κανείς, πως έχει κατατάξει στο χαωτικό σύνολο όλων των ιδιωτήτων κάθε μορφής ιδιότητα, με αποτέλεσμα να συνηπάρχουν σε αυτό το σύνολο ιδιότητες όπως θεϊκός και εργατικός και να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο απλά ως ιδιότητες. Αυτό για να πολλές αμφισβητήσεις περί του αν όντως η θεϊκότητα μπορεί πράγματι να αποκαλεστεί ιδιότητα, δεδομένου ότι δεν έχει δοθεί αυστηρός ορισμός της έννοιας ιδιότητα από τον ίδιο. Το επιχείρημα συνεχίζεται με το πόρισμα ότι πιθανώς ο Θεός υπάρχει. Ουσία ενός όντως ορίζεται να είναι μία ιδιότητα που κατέχεται από το ίδιο τόον και αναγκαία συνεπάγεται όλος του της ιδιότητες και καταλήγει πως η θεϊκή ιδιότητα, στην οποία αναφερθήκαμε πρωτεύτερα, είναι η ουσία κάθε θεϊκού όντως. Δηλαδή από τη θεϊκή ιδιότητα συνεπάγονται αναγκαία όλες οι ιδιότητες του θεϊκού όντως. Εδώ ανακύπτει ένα ερώτημα. Η ουσία ενός όντως δεν είναι μοναδική. Ο Γκέντελ αναφέρει στο πρωτότυπό του πως οποιασδήποτε δύο ουσίες ενός όντως είναι αναγκαία ισοδύναμες. Άρα συμπερένουμε πως θα μπορούσαν διαφορετικές ουσίες να έχονται ίδιες ιδιότητες. Επίσης εμβισβητήσιμο. Έπειτα ορίζει την έννοια αναγκαία ύπαρξη. Συγκεκριμένα, ένα όν αναγκαία υπάρχει αν και μόνο αν για την κάθε ουσία του υπάρχει ο όν που την κατέχει ως ιδιότητα. Αφού ένα θεϊκό όν κατέχει όλες τις θετικές ιδιότητες, άρα κατέχει και την θεϊκή ιδιότητα σύμφωνα με το πρών εφερθέντα και από αυτήν έπονται όλες του οι ιδιότητες, άρα και η αναγκαία ύπαρξη. Τέλος, και μάλλον αναμενόμενα, καταλήγει πως αναγκαία υπάρχει ο όν που είναι κάτοχος της θεϊκής ιδιότητας. Σε αυτό το σημείο ολοκληρώνεται το επιχείρημα του Γκέντελ. Είναι εφικτό να αποδείξει κανείς, σύμφωνα με το οδολογικό επιχείρημα του Γκέντελ και το νόμο του Λάιμπνητς, την ταυτότητα των δυσδιάκριτων, που ορίζει δύο ή περισσότερα αντικείμενα είναι πανωμοιότυπα, αν έχουν όλες τις ιδιότητές τους κοινές. Πως μπορεί να υπάρξει μόνο ένα αντικείμενο σε κάθε κόσμο που κατέχει την θεϊκή ιδιότητα. Ωστόσο ο Γκέντελ δεν προσπάθησε να το δείξει, αφού επί σκοπού περιόρισε το επιχείρημά του μόνο στο ζήτημα της ύπαρξης και όχι της μοναδικότητας. Αυτό συνέβη μάλλον για να διατηρηθεί η λογική ακρίβεια του επιχειρήματος και όχι αποκλήσεις των πολιθεισμών. Η απόδειξη της μοναδικότητας έχει υπόσταση μόνο αν θεωρήσουμε πως η θετικότητα της ιδιότητας είναι ανεξάρτητη από το αντικείμενο από το οποίο κατέχεται, ένας ισχυρισμός που από πολλούς θεωρήθηκε ύποκτος. Κλείνοντας αυτή την εργασία, θα συνοψήσω ορισμένα αποφέγματα του Γκέντελ σχετικά με το οντολογικό του επιχείρημα. Πρώτον, υπάρχουν άλλοι κόσμοι και λογικά όντα διαφορετικού και ανωτέρου είδους. Δεύτερον, ο κόσμος στο οποίο ζούμε δεν είναι ο μοναδικός που πρόκειται να ζήσουμε ή που έχουμε ζήσει. Οι θρησκείες είναι στην πλειοψηφία τους κακές, η θρησκεία όμως όχι, με την υπρεβατική έννοια. Πριν κλείσουμε την παρουσίαση και ξεκινήσουμε τη συζήτηση, θα παρουσιαστεί και η μορφή του επιχειρήματος του Λάιμπνιτς όπου και θα φανεί οποιαδήποτε ομοιότητα. Το μόνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο Λάιμπνιτς χρησιμοποίησε τον όρο τελειότητα, όχι με τον ίδιο τρόπο που ο Γκέντελ χρησιμοποίησε τον όρο ιδιότητα. Συνοξίζω. Ορισμός πρώτος. Ο Θεός είναι έναν που κατέχει όλες τις τελειότητες. Ορισμός δεύτερος. Η τελειότητα είναι απλή και απόλυτη ιδιότητα. Τρίτον. Η ύπαρξη είναι τελειότητα. Τέταρτον. Αν η ύπαρξη είναι κομμάτι της ουσίας ενός αντικειμένου, τότε το αντικείμενο είναι ένα βέβαιον. Πέμπτον. Αν είναι δυνατόν για ένα βέβαιον να υπάρχει, τότε το βέβαιον υπάρχει. Έκτον. Είναι δυνατόν για έναν να κατέχει όλες τις τελειότητες. Και έβδομο. Επομένως, ένα βέβαιον, δηλαδή Θεός, πράγματι υπάρχει. Τώρα νομίζω ότι μπορούμε να συζητήσουμε. Διόφυριες, ευχαριστώ. Μπορούμε να σας ανοιχθούμε συζήτηση. Απλώς να σας μεταφέρω ότι, επειδή πάντα υπάρχει το ρητό και το άριτο, αυτό που λέγεται και αυτό που δεν μπορούμε να εκφράσουμε στα πλαίσια της γλώσσας, θα αφεθούμε μετά από τη συζήτηση σε μια μουσική διερεύνηση του λογικού και του μη λογικού με τη βοήθεια του Θοδωρή Παπαδημητρίου και με ένα μικρό κοντσέρτο βιολοτσέλλο. Λοιπόν, μπορούμε να ανοίξουμε τη συζήτηση. Ευχαριστώ, κύριε Σπισσό. Έχει σχέση τη διερευκή αυτή τη δουλειά. Ας πούμε, όπως είπαμε τον Τζιούρι, ότι έκανε το 1936 την υπόθεση ότι εάν μπορώ να επικοινωνήσω με ένα λογικό, με ένα ψυχαρχευλός έτσι και με εγκλήκα, αυτό να επικοινωνήσω, δεν ξέρω, είναι άφικτος ή όχι. Τώρα ο Τζιούρι έκανε αυτές οι υποθέσεις με εποχή που δεν είπαν ρομπόρ. Αυτές υπάρχουν λογικές που μπορούν να εγγραφούν σε όντα, τα οποία δεν είναι βιολογικά όντα. Και αυτές οι λογικές, όπως πάντως κάτι είπατε πιο μπροστά, η Ροζέτα και τα οποία είναι στους κανονικούς τα ρομπόρ, τα οποία έπαιρνουν σε μια σειρά από εντολές. Από τη στιγμή που είπαμε και τώρα, είμαστε από τη στιγμή ότι είναι δυνατόν να έχεις εντολές οι οποίες να μην είναι σώνικα, να ξεκινήσουν με ένα σκέτο εντολών. Η συνεχία των σκέπτων εντολών μπορεί να είναι ότι σχετίζονται με αυτά τα οποία θα συνεχίσει να παράγεις. Δηλαδή παράγει αυτότερη λογική. Το ερώτημα είναι σε αυτήν την περίπτωση. Λογικές που δεν σχετίζονται με τη βιολογία είναι αυτοί υπακτικές και έχουν δυνατόν τα ύπαρξη. Εννοείται ότι όταν λέμε συζήτηση, δεν σημαίνει ότι έχουμε μοιράσει την τράφουλα, και εσείς κάνετε τις ερωτήσεις και ότι εμείς από εδώ που σας απαντάμε, αν κάποιος συνάδελφος ή θέλει να συμμετάει στη συζήτηση, έχοντας εμπειρία και γνώση πάνω στο θέμα, μπορούμε να συμμετάει στην όλη συζήτηση. Το άλλο που λείπει από τη δική μας την κουβέντα, που το λέω μπροστά σε δυο λόγους αυτό, είναι από την όλη ιστορία της λογικής, ακριβώς λείπει η αναφορά στην εξέλιξη. Και κάποιος το πρέπει να πάρει υπόψη. Αυτό που λέμε λογική, είναι και αυτό προϊόν μες κάποιες εξέλιξεις, ότι με κάποια στιγμή υπήρχε ένα όν που κατασκεύασε μια γλώσσα, σε συνέχεια κάποιους κώδικες και σε συνέχεια μπορέσε να διαμορφώσει αυτούς τους κανόνες της λογικής. Και ότι το όλο πράγμα είναι σε πλήρη εξέλιξη. Τώρα, αν ένα μη ιδιολογικό όν μπορεί και αυτό να έχει δικούς τους κανόνες, θα μπορούμε να θυμηθούμε όλοι, ότι πέρα από τον άνθρωπο που έχει τους δικούς τους κανόνες, συναντάμε μια ράχνη που έχει την δική του γεωμετρία, συναντάμε μια μέλησα που κάνει εκείνη τις σκυρίθρες που επίσης έχει μια τρομερή γεωμετρία, μπορεί κάποιος να ψάξει, να ρωτήσει πώς γίνεται αυτό το πράγμα. Άρα, αν το θέμα της λογικής είναι κάτι που θα το ταυτίσουμε με το ανθρώπινο όν, ή είναι κάτι που ξεπερνάει το ανθρώπινο όν, ειλικρινά, προσωπικά δεν έχω απάντηση. Δεν ξέρω αν οι θεολόγοι, οι φιλόσοφοι, οι βιολόγοι έχουν με κάποια απάντηση, αν πρόκειται για μια δωρεά. Δεν μίλησε μόνο για ανθρώπινο όν, είπε για βιολογικό. Για μη βιολογικό, για ένα ρομπότ. Άρα, η ράχνη ας πούμε είναι βιολογικό όν. Ναι, σύμφωνο. Είναι βιολογική όν, από την έννοια της λευρίας. Όχι, καλά κανείς, αλλά απλώς δεν ξέρω πως στην ταινία... Που είναι η γυναίκα μου, έφυγε. Πριν από δύο μέρες πήγαμε και σε μια ταινία, το «Interstellar», όπου εκτός από τους ήρωες υπήρχε και ένα κομπιούτερ, το οποίο το κομπιούτερ μιλούσε τόσο φιλικά και είχε αυτήν την αίσθηση του χιούμαρ, που ήταν λίγο δύσκολο κάποιος απ' έξω να καταλάβει ότι είναι κομπιούτερ και δεν συμμετέχει στην πτήση, όπως οι υπόλοιποι ή οι άνθρωποι. Υπόσχεσαι, κύριε Πολυέντες, ένα μεγάλο στιγμή στιγμής της βογωρίας. Είχε προσχολήσει και αυτό, δηλαδή το πόσο τα μαθαρτικά είναι το όργασμα του ευρώπινου κεφάλου και πόσο μια μηχανή που λειτουργεί με μαθαρτικούς του λειτουργικούς κανόνους, πόσο διαφέρει από αυτήν την υπάρξη. Νομίζω ότι έχει πήρξει από σαν εγκασέκτηση. Τέτοιο πρόγραμμά της, της μηκληρότητας, από πώς γίνεται ο άνθρωπος να καταλαμβάνει με μηχανή, αλλά καθώς είναι φτιαγμένη με μαθαρτικούς κανόνους. Δεν μπορεί να αποδείξω τι είναι. Θα ήθελα να κάνω αυτόν τον συμβουλή. Ναι, ο καθηγητής Κωνσταντίνου, ναι. Συνεχίζει αυτό που είπε ο κ. Νικολαΐρης, ότι κατά πόσο είναι θέμα των δυνατοτήτων του Μυαλίνη στο όλο ασχολείο του κ. Κωνσταντίνου. Δεν θέλω να βάλω κάποια αφαίρητη παράμετρο. Γιατί όχι. Δεν θα τελειώσουμε. Ένα ερώτημα μόνο. Είναι και θέμα γλώσσας, τρόπον τον οποίο εμφράζεται κανείς. Θέλω να πάω πολύ σύντομα στη σημεριά της αποδείξης που μας ανέφερε. Ο κ. Μαστροκώστας. Ο κ. Μαστροκώστας. Παραδείγμα, όντως χάρη, δεν μπορείς να μιλήσεις για το Θεό στα εβραϊκά και στα ελληνικά με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει μια ιδιομορφία στην εβραϊκή γλώσσα που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Στα ελληνικά, όταν χρησιμοποιείς ένα ρήμα σε μια πρόταση, το ρήμα έχει πάντοτε χρόνο. Λες εγώ είμαι στο μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι είμαι τώρα, δεν είμαι πριν, ότι θα είμαι μετά. Όταν πεις στα εβραϊκά, εγώ είμαι στο μέλλον. Δεν σημαίνει ότι είσαι τώρα. Μπορεί να είσαι πριν, μπορεί να είσαι μετά. Το ρήμα δεν εκπράζει μια χρονική σχέση μεταξύ των μελλών. Υπάρχει μια πολύ όμορφη ιστορία μέσα στην Αγία Γραφή. Την ξέρουμε όλοι που ο Θεός θέλει τον Μωυσή να πάει στον Φαραώλη και του πεις με ελευθερό ιστολόγου. Ο Μωυσής πρέπει να βρει τρόπους πως θα γλιτώσει από αυτό το πράγμα. Το πράγμα δεν είναι κι εύκολο να κάνει στις δόνες. Εγώ είναι φυγάς από εκεί, έπηγα για να μην σκοτώσουν. Όχι, λέει, θα είμαι μαζί σου. Καλά, θα είσαι μαζί μου. Οπότε, χρειάζεται να βρει μια σειρά από επιχειρήματα. Είμαι τραυλός, δεν μπορώ να τα χάνω όταν είμαι μπροστά σε χρυσία και τέτοια. Αλλά ο Θεός το απαντάει σε όλα κάποια στιγμή και βρει το υπαγόριτο επιχείρημα. Υπάρχει μια κοινή αντίληψη σε όλους τους λαούς της Αρχαίας Ανατολής ότι αυτός που ξέρει το όνομα κάποιου είναι ανώτερος από αυτού που έχει το όνομα. Οπότε, λέει, εντάξει, θα πάω. Πρώτα όμως πρέπει να μου πεις πώς σε λένε, ποιος είσαι. Πιστεύω ότι ο φιφαίος δεν θα μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση και αφού δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση, διελτώνει ο Πολυσής στο όλο τον κόσμο και αυτός όμως απαντάει. Η απάντηση που δίνει είναι «Είμαι αυτός που είμαι». Εμείς το λέγαμε «Εγώ είμαι αυτός που είμαι». Στην μετάφραση των εβδομήχων, ναι, υπάρχει «Εγώ είμαι ο όνομας». Αυτό λόγος είναι αυτό το όνομα του Θεού και αυτό να φέρει… Αυτό είναι το όνομα του Θεού. Το οποίο όνομα του Θεού όμως, αν το διαβάσει κανείς στα εβραϊκά, δεν σημαίνει τίποτα. Σημαίνει «Είμαι αυτός που είμαι», «Είμαι αυτός που ήμουν», «Είμαι αυτός που θα είμαι». Στην καρδιά υψαναφέρεται ο όνομος και ο ερχόμενος. «Είμαι αυτός που ήμουν», «Είμαι αυτός που θα είμαι». Δεν μπορώ να το πει με μία λέξη. Και γνωρίζετε τι είναι αυτό. Μου φαίνεται ότι πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι πως η λογική, πως θα είμαστε και γλώσσας. Υποθέτω αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα. Σαφέστατα. Όταν το εβραϊκό αυτό όνομα πέρασε στα ελληνικά, προφέρεται την έρευση του αριού. «Είμαι ποτέ ο Θεούς». Έχετε το λόγο. Σας ακούμε. Θα θέλαμε να συμβαίνω κάπου, να κάνω συζήτηση, ότι αυτή η κεντρική λογική είναι καταβασμένη στο τελειάδι. Κλασική λογική είναι, ναι. Ναι, ωραία. Συμφανική ή φυσική, ποια λογική είναι εκεί ποτέ, γιατί κάτι μου πάει τώρα εμένα. Κοιτάξτε, η τυπική λογική έχει κάποια αξιώματα, όπως όλα τα μαθηματικά. Άλλωστε. Ναι, για την κλασική πρωτοβάθμια λογική. Και οι υπόλοιπες λογικές, όμως, επίσης έχουν αξιώματα. Απλά, ας πούμε, δηλαδή και η εκβατική λογική επίσης έχει αξιώματα. Απλά δεν δέχεται σαν αξίωμα το Φ ή όχι Φ, δηλαδή την αρχή της απόκλεισης του τρίτο ενδεχομένου. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και η εκβατική λογική δεν έχει αξιώματα. Ο Γκέντελ τώρα για να κάνει αυτό το επιχείρημα, και αυτός να θέσει κάποια αξιώματα σαν αρχή της σκέψης του. Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν αμφισβητείται το τελευταίο-τελευταίο θεώρημα, το οποίο λέει «Αναγκαία ο Θεός υπάρχει», το οποίο παραπιπτώντας το επιχείρημα, το γνήσιο, δεν αναπτύχθηκε στην κλασική πρωτοβάθμια λογική. Το τελευταίο του θεώρημα, λοιπόν, που λέει «Αναγκαία ο Θεός υπάρχει», εάν δεχθείς τα αξιώματα του Γκέντελ, δεν έχει να αμφισβητήσεις κάτι. Είναι καθαρά λογικός συμπερασμός, δεν αμφισβητείται αυτό. Η αμφισβήτηση έγκειται ουσιαστικά αποκλειστικά και μόνο στα αξιώματα και στους ορισμούς. Ένα απ' τα αξιώματά του ήταν η αρχή του αποκλειώμενου τρίτου. Δηλαδή, δέχθηκε ότι για κάθε ιδιότητα, είτε η ίδια ιδιότητα, είτε η άρνησή της, είναι θετική. Δεν ήταν όμως το μόνο καυτό αξίωμα. Είχε και άλλα αξιώματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να πω ότι είναι μόνο το πιο αμφισβητήσιμο αυτό. Το πιο αμφισβητήσιμο ίσως είναι ο ορισμός που δίνει στον Θεό. Ότι δηλαδή ορίζει τον Θεό σαν τον Ων που κατέχει όλες τις θετικές ιδιότητες. Το ποιες ακριβώς ήταν οι προσωπικές θεσκευτικές πεποιθήσεις του Γκέντελ δεν είναι γνωστό ακριβώς. Αν και θεωρείται γενικά στην ιστορία ότι πίστευε σε κάποιον προσωπικό θεό του. Να παραφράσω λίγο την κουβέντα ώστε να τη φέρω λίγο πιο κοντά και στα δικά μας. Πάρα πολύ σύντομα με κίνδυνο να χάσω στην ακρίβεια. Ελπίζοντας όμως να μην χάσουμε το κεντρικό νόημα του επιχειρήματος του Γκέντελ. Λέει ότι υπάρχουν άνθρωποι που προχωρούν σε καλές πράξεις. Συνέχεια λέει το σύνολο όλων των καλών πράξεων συνστά τη θεϊκότητα. Μετά λέει ότι το καλό έχει μία οντολογική υπόσταση, όντως υπάρχει. Και μετά από αυτά συνάγει πως ο Θεός υπάρχει. Απλώς να κάνουμε τώρα μερικές παρατηρήσεις πάνω στην απόδειξη του Γκέντελ. Πρώτον, πως ορίζουμε την καλή πράξη. Δηλαδή αν πάμε στη Συρία και κουβερνιάσουμε με τους Κούρδους στο κομπάνι, με τους μαχητές του Άσσαδ και με τους τύπους του χαλιφάτου, όλοι θα συμφωνήσουν ότι είναι καλή πράξη, δεν πρέπει να υπάρχει μία κάποια σύμβαση, μία διαθήκη, ένα συμβόλαιο. Άρα λοιπόν, πρέπει συνέναιση, συντονίσεις συνιστά μία καλή πράξη. Το άλλο είναι η φράση που είναι η αφήβολη, λέει το σύνολο όλων των καλών πράξεων. Ναι, εξαιρετικά να πει όλο αυτό, εάν μου πει κάποιος, πείτε μου ανακαλώ βρέσεις το σύνολο για όλα τα πορτοκάλια που πάω σε ένα χωράφι, θα το πω. Πάω, πάω σε μια πορτοκάλια, αφήσω τα πορτοκάλια και πάω στη φρανή, γυρίζω και του λέω, επειδή έχεις 95 πορτοκάλια. Όταν κάποιος μου λέει το σύνολο των καλών πράξεων, το οποίο καλείται το καθόλου με τη μελώδικα, είναι μια έννοια που χάνει και από τα μαθηματικά και από την ποσοφία και από τη θεολογία. Τι σημαίνει η έννοια της ολότητας. Και το τρίτο που ίσως πρέπει να μας ενοχλεί λίγο, δεν ξέρω πόσο, είναι ότι το καλό έχει οντολογή υπόσταση που κατά κάποιο τρόπο συνιστά περιορισμό της ελευθερίας του ανθρώπου να διαλέξει να είσαι σε ένα καλό και σε ένα κακό. Το καλό έχει οντολογή υπόσταση, το κακό θεωρείται ως η απουσία του κακού. Όχι υπάρχει κακός ανίδιο, δεν κάνεις την καλή πράξη άρα είσαι κακός. Το άλλο που θέλω για να σταθώ είναι σε μια παρτρίς του Νίτσε, 19ου αιώνα, ο οποίος είπε ότι αν κάποιος μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού μέσα από τη λογική, ένας άλλος πάλι μέσα από τη λογική μπορεί για να αποδείξει την απουσία του Θεού. Λοιπόν, την ώρα που σας είπα αυτές τις προτάσεις, είναι τόσο εύκολο να τις πάρουμε τις προτάσεις για να τις γυρίσουμε ανάποδα. Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κακές πράξεις. Το σύνολο των κακών πράξεων συνιστά την διαβολικότητα. Το κακό οντολογικά υπάρχει, άρα ο διάβολος υπάρχει. Εκείνο που θεωρώ... Δεν είναι ηθική-θηκή πάντως. Κλείνω σε μια πρόταση και θα έχετε και τον λόγο τώρα σε ένα λεπτό. Εκείνο που θεωρώ σημαντικό στην αποδείξη του Γκέντελ, είναι στην πρώτη-πρώτη-πρώτη πρόταση που λέει, οι άνθρωποι τι κάνουν. Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν κάτι καλό, οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν κάτι κακό, που σημαίνει η ύπαρξη του Θεού. Δεν είναι κάτι που πάει σε μια σφαίρα έξω από τον κόσμο τούτο. Έχει να κάνει με τις σχέσεις του ανθρώπου. Αν υπάρχουν οι σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό, ο Θεός υπάρχει. Αν δεν υπάρχει σχέση, δεν υπάρχουν. Και αυτό μείναμε παραπέμπει σαν φυσικό, στην άλλη την ιστορία, με τη λογική σχέση και του Πέρς. Και στην επόμενη στιγμή διαβλέπω ότι ο Θεός ως σχέση, που είναι κομμάτι της χριστιανικής θεολογίας, είναι κάτι το πάρα πολύ σημαντικό. Για την ηθική που σας ανέφερα και θα έχετε τον λόγο, να ξεχωρίσουμε δύο πράγματα. Την ηθική και την ηθικολογία. Όταν εγώ μιλάω για ηθική, μιλάω για ένα τρόπο να κάνουμε τα πράγματα. Και δεν είναι η ηθικολογία που είναι κανόνες ουκλέψης, μη κάνεις το ένα και μη κάνεις το άλλο. Αμάν είναι να κάνουμε ένα πράγμα, πρέπει να σκεφτείμε το πώς να το κάνουμε. Μόλις πεις τη λέξη, πώς, εμβαίνει το θέμα και της ηθικής. Και πώς θα κάνουμε κάτι. Θα ήθελα να ακούσω τη δική σας γνώμη. Έχετε δίκιο, αλλά στην αρχή σας ανέφερα ότι στα πλαίσεις της εξέλιξης θα μιλήσουμε. Και τον έφερα στη σειρά. Κοσμολογία που θα είναι τη νέα εβδομάδα. Διολογία. Γλώσσα, που θα μιλήσουμε για τη γλώσσα και για τον Wittgenstein. Μετά θα πάμε σε τέχνη, τεχνική, τεχνολογία. Άρα, από τώρα να αρχίσετε ραντεβού για το θέμα της γλώσσας. Όπου πάνε στα τοπίκεντρο θα είναι σίγουρα και ο Wittgenstein. Λίγο να προσανατομιστούμε από μη δίχου στη λογική. Η λογική του Γκέντερνθ είναι δετερμηνιστική, είναι αιτιοκαρητική. Δηλαδή θεωρεί ότι υπάρχει μια σαφή σχέση μεταξύ αιτιού και αιτιά του. Αν κατάλαβα καλά. Θες να το ξεχωρίσεις. Θες να είναι. Είναι δετερμηνιστική. Ναι, είναι. Είναι μελείο. Ναι, είναι. Δηλαδή θεωρείται ότι η ιδιότητα είναι ανεξάρτητη από το όνομα από το οποίο κατέχεται. Και συγκεκριμένε ο ίδιος ο Γκέντερνθ πίστευε ότι υπάρχει ένας αφηρημένος κόσμος ιδεών στον οποίο ήδη υπάρχουν εκεί μέσα όλες οι έννοιες μαθηματικές και μη και απλά περιμένουν να ανακαλυφθούν από τον άνθρωπο. Αυτό πίστευε ο ίδιος. Οπότε και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται το επιχείρημά του θεωρώ ότι είναι αυτός. Ότι η ίδια η έννοια στην αφηρημένη μορφή της, ανεξάρτητα από τις δικές μας ερμηνείες, είναι δηλαδή ανεξάρτητη από το όνομα από το οποίο κατέχεται και πώς θα την πάρει το όνομα αυτό και θα την προσαρμόσει στην ιδιοσυγκρασία του. Που δεν είναι θέμα και του Πέρσου, ο οποίος πίστευε ότι όταν έχουμε κάτι έχει να κάνει με εκείνο που το βλέπει και η ερμηνεία του πως είναι δικιά του. Υπάρχει αυτός που το ερμηνεύει. Δηλαδή αν δει κάποιος ένα σημείο τι είναι το σημενόμενο έχει να κάνει με εκείνο που το βλέπει και είναι αυτός που το ερμηνεύει. The interpretant. Να μαζέψουμε τρεις τελευταίες ερωτήσεις. Μπράβο αυτό σκέφτομαι, ναι. Ας δείξεις εδώ και πίσω. Προς τίποτα πρέπει να βάλουμε τους νεαρούς στο παιχνίδι, γι' αυτό έχουμε εδώ το ζαφήρι. Και είναι για μας σημαντικό να θεραίνουμε τους νέους ανθρώπους. Ποιος ήταν εδώ να μιλήσει, εσύ, ναι. Σταύρος. Λίπως πρέπει για να κατανοήσουμε αυτά και δεύτερα αυτές τις δυσκολίες που είχαμε σχετικά. Να κατανοήσουμε την ιδιότητα. Αφού είναι συμμετεμένη με τον χώρο, μέσα στον οποίο συμβαίνει το γεγονός, το φαινόμενο. Για να έχουμε την έννοια της ιδιότητας αυτού. Να πω εσύ τώρα, πάμε στο χώρο που είναι πολύ μικρά, εκεί πρέπει να αναζητήσουμε το θείο. Τα μαθηματικά είναι, πραγματικά, μια επιειτερέστηση. Μόνο μαθηκοί μπορούμε να ξεφύγουμε από τις αισθήσεις. Και το πείραμα στο σέντρο. Το μεγαλύτερο στίχημα είναι ότι θα ξυπνήσουμε τα πρωί για να δούμε ότι είμαστε εκμαύλωτοι των αισθήσεων. Αλλά η μαθηματική νόηση μπορεί να μας δώσει με τέτοια ικανότητα να υπερβούμε αυτές τις αισθήσεις και και να αναζητήσουμε πλέον όλες αυτές τις ιδιότητες που και εμάς δεν είναι δύσκολες να δούμε ποια είναι η θητική. Θα να πεις τίποτα. Όταν βλέπεις τις σκοιές των φαινομένων, όταν βλέπεις τις χωμές αυτών μέσα στον τριβιάστατο χώρο δεν μπορείς να πεις ότι έχεις πλήρη γνώση για τι συμβαίνει κύριε. Για... Με μικρά πλέκτη σκιά μας κάτω στο έδαφος και νομίζει ότι μπορεί να μελετήσει το ποιο είμαστε εμείς. Ανακαστικά να πάνε στο χώρο των πολλών διαστάσεων και να ανατρέψουν πλέον στον πλάκο του χώρου των ιδρών. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι λέτε. Για να βάλω και λίγο το Wittgenstein στο παιχνίδι στα γρήγορα. Έλεγε ότι δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα μη λογικό. Ό,τι μπορώ να σκεφτώ αυτό μπορώ και να το πω. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μπορώ να σκεφτώ. Δηλαδή πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ του τα πράγματα που δεν αντιλαμβάνομαι και δεν πρόκειται να αντιληφθώ ποτέ γιατί είναι εκτός των ορίων της λογικής μου και τα πράγματα που ακόμη δεν έχω ανακαλύψει σαν επιστημονική κοινότητα. Δηλαδή αυτό που λέτε δεν είμαι βέβαιος, τι θέλω να πω, δεν είμαι βέβαιος εάν αυτή η έννοια της ιδιότητας θα μπορέσει ποτέ η ανθρωπότητα να την απαντήσει γιατί δεν έχω καταλήξει ακόμη μέσα μου αν ανήκει στη μία κατηγορία των αντικειμένων δηλαδή που βρίσκονται εκτός των ορίων της λογικής μου και άρα σαν όν δεν θα μπορέσω ποτέ να τις σκεφτώ λογικά ή αν απλά δεν έχει εξελιχθεί τόσο πολύ η επιστήμη ώστε να μου δώσει τα προνόμια να μπορέσω να κατανοήσω βαθύτερα εκτός φυσικά, εκτός των αισθήσεων. Και χωρίς τις αισθήσεις, γιατί αν μιλάμε για χώρους πολλών διαστάσεων δεν μπορώ με τις αισθήσεις να αντιληφθώ τίποτα, αλλά έστω και μέσω της μαθηματικής ή φυσικής επιστήμης να αντιληφθώ αυτή την αφυρημένη έννοια της ιδιότητας. Δηλαδή, βρίσκεται αυτή η έννοια στη μία περίπτωση ή στην άλλη, είναι μέσα στα όρια της λογικής μου, γιατί αν είναι μέσα στα όρια της λογικής μου κάποια στιγμή σαν ανθρωπότητα θα το ανακαλύψω. Αν όμως είναι εκτός των ορίων της λογικής μου, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται ποτέ να την ανακαλύψω. Υποθέτω απλώς για να συνεχίσω την κουβέντα, ότι από τη μία μεριά η λογική γλώσσα είναι το δικό μου το όπλο. Υπάρχουμε στην ιστορία της εξέλιξης, σαν εκείνα τα όντα, που μια κάποια στιγμή πήραμε το κουράγιο και φτιάξαμε μία γλώσσα. Και χάρη σε αυτή τη γλώσσα μπορούμε να μιλάμε και υπάρχουμε χάρη σε αυτό το ισχυρό μας το όπλο. Αν την άλλη μεριά πρέπει να καταλάβουμε ότι η γλώσσα αυτή είναι και το όριό μας. Ότι αυτά που έχουμε να πούμε τα εκφράζουμε μέσα σε γλώσσα. Αν κάτι υπάρχει έξω από τη γλώσσα, εκεί θα έλεγα αποσκολώνουμε και δεν μπορούμε για να το φέρουμε εις πέρας. Άρα, ίσως, αλλά δεν είναι τόσο απλό να φτιάξουμε μία άλλη γλώσσα, μία άλλη σύνταξη, δεν είναι απλώς λέξη, μία άλλη σύνταξη λόγω. Λοιπόν, υπάρχει ένας νεαρός μας περιμένει εκεί, ναι. Συγγνώμη λίγο. Θα θέλαμε να διαφωνήσουμε όλους μαζί σας. Γιατί όχι, ευτυχώς όχι. Σας είπα πως ο Αριστοτέλης μάλλον με το δάσκαλό του τον πλάτωνα. Βουέκελ ήμουνα ένας παιδιτής δεν τα σπάει με το δάσκαλό του. Πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Αριστοτέλην, συνέχισε. Θα θέλαμε να διαφωνήσουμε όταν για τις προτάσεις, όπως ότι οι κριτικοί λένε ψέματα. Σαν φέτος πρόβλημα. Είναι πρόβλημα για την λογική του Αριστοτέλη. Όμως πάρουν άλλες λογικές, όπως Φάζερ, η οποία σ' όσους συνασπίσεων αληθεί. Δεν βρίσκουν μια τιμή αλήθειας για τέτοιες προτάσεις. Σαφές όταν. Και το ερώτημα μου είναι, γιατί δεν μπορούμε να συνδυάσουμε τη λογική του Αριστοτέλην και να έχουμε τέτοια λογική, ώστε να βγάλουμε μία πλήρνη, η τέλεια λογική. Γίνεται, αλλά δεν συνιστάζεται η τέλεια λογική. Απλώς από μία λογική που σου λέει πως η πιθανότητα είναι το 1 ή είναι το 0, σε πάρει σε μία άλλη λογική που λέει ότι υπάρχει πιθανότητα που κοιμέται ανάμεσα στο 0 και το 1. Αλλά δεν αφήνεις τις βασικές αρχές της Αριστοτελικής λογικής. Απλώς από κάτι το διακριτό που λες, ή είναι το αληθές 1, ή είναι ψευδές, είναι 0, πας και λες ότι 0,8 είναι το αληθές, 0,2 πιθανό είναι λάθος. Αλλά δεν ξεφεύγεις από τους βασικούς κανόνες του παιχνιδιού. Δηλαδή, το φάζει λόγω της κρίσης πάει πάρα πολύ μακριά. Είναι ένα εργαλείο να παίξεις καλύτερα το όλο παιχνίδι. Στην ιστορία της συμβατικής λογικής του ΠΕΡΣ, δεν είναι κάτι τέτοιο. Μιλάμε, αλλάζουμε γραμματική, αλλάζουμε... Κανόνες του παιχνιδιού είναι σαν κάποιος να παίζει ποδόσφαιρο και να του λες, έλα να παίξουμε μπάσκετ. Άλλοι είναι κανόνες στο ποδόσφαιρο, να την κλωτσάμε την μπάλα, άλλοι είναι κανόνες στο μπάσκετ, να παίξουμε με τα χ. Όχι. Όχι, είναι μια σχέση. Ή υπάρχει σχέση, ή δεν υπάρχει, αλλά δεν είναι το αντικείμενο που λες πως είναι εδώ. Η σχέση σημαίνει, συνδέει αυτό με αυτό. Και συνεχίζω σαν παράδειγμα σχέσεις, να σας πω ένα παράδειγμα σχέσεις, είναι ότι άμα κάποιος μου δώσει ένα θεόρημα J και μέσα από το μαθηματικά βγάλω ότι το θεόρημα I συνεπάγεται, έχω μια σχέση. Αποδεικνύω το θεόρημα I από το θεόρημα J. Αυτό είναι μια σχέση. Μπορεί να υπάρχει κάτι έξω από τη σχέση. Όχι. Δηλαδή, στην περίπτωση του Πέρς λέει ότι αν κάτι υπάρχει που δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα, για μας δεν υπάρχει. Το οποίο είναι σημαντικό, δηλαδή έχουμε ακούσει τόσα και τόσα, σκέφτομαι άρα υπάρχω κτλ κτλ. Και ο Πέρς σου λέει άμα δεν έχεις σχέσεις δεν υπάρχεις. Ή το άλλο που κάνει είναι το κάθε ένα το αντικείμενο το εκφράζει. Γιατί κάποιος μου λέει σχέση, σχέση και το αντικείμενο τι είναι. Το αντικείμενο είναι το σύνολο των σχέσεων που έχει. Άρα για να μεταφράσουμε τη γνωστή ελληνική ρύση, πες μου τη σχέση σου για να σου πω ποιος είσαι. Μια πρώτα και τελευταία ερώτηση είναι εδώ. Μόνο κάτι πάνω από ότι είπε ο κύριος εκεί, ότι δεν θα υπάρχει νομίζω λογική τέλεια γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος τέλειος. Όταν δηλαδή πάμε εκεί δηλαδή μόνο ο Θεός είναι τέλειος, λογική τέλεια δεν θα υπάρχει ό,τι να κάνουμε γιατί δεν υπάρχει ο ίδιος άνθρωπος. Σας ευχαριστώ για την παρέα βασί σας. Υπάρχει άλλη ερώτηση που επήγει. Προτιμώ μια κοπέλα πίσω, ναι. Ήθελα να πω για το θέμα που πέζατε εσείς όταν μιλούσατε ειδικά, αν υπάρχει κάποια δημιουργική ερώτηση. Δηλαδή είπατε ότι επειδή υπόφτουκε και πόσο περιοριμένη είναι η ανθρώπινη συστήριξη, η ανθρώπινη αντίληψη και ότι ως μία ένταση λογικής πριν υπάρξει άνθρωπος δεν υπήρχε, είναι ανθρώπινα κατασκευάματα μαθηματικά, η λογική, οι έννοιες. Ας το μιλήσει, ναι. Υπάρχουν, δεν ξέρω, φυσική, μαθηματικά, αλλά ας όλοι με άλλουμε, υπάρχουν πραγματικά επιχειρήματα που μπορούν να μας κάνουν να πιστέψουν ότι η λογική μπορεί να είναι όμως κάτι δικαιωτικό και όχι έναν ανθρώπινο κατασκευασματικό. Είναι πάρα πολύ biased όλο το θέμα μας και το ανθρώπινο τι. Χιε, συγγνώμη Ελλάδα, για να το απαντήσει κανένα στο ερώτημα με ιγκυρότητα και σοβαρότητα, θα πρέπει να υποθέσει τι, ότι κατά κάποιον τρόπο έχετε δυνατότητα να βγει έξω από τον κόσμο τούτο και να χαζέψει από πάνω τον άνθρωπο και τη λογική του. Γιατί η πράγμα δεν γίνεται, είμαστε εμείς που φτιάχνουμε τη λογική, εμείς που φιλιάζουμε για τη λογική, δεν έχουμε ικανότητα να πούμε αν είναι κατασκευασματικό μας ή είναι η φύση η ίδια. Υπάρχουν θεωρίες, ο καθένας διαλέγει... Κοιτάξτε, σαν φυσικός εγώ, όταν σας είπα για τη λογική του Πρέστο, θεωρώ ότι όντως υπάρχει, δεν ήταν πολύ άσχημο να φανταστώ ότι είναι μια κατασκευή δική μου, αλλά δηλαδή κάποιος θα μπορούσε να μου πει ότι είναι μια σύμβαση για σένα για να εξηγήσεις τα κρατικά φαινόμενα. Παιδιά, μου φαίνεται ότι είναι τα τέλειωτα και επειδή συμβαίνει το εξής... Θα πατεβάλαμε ακόμα τους βιολόγους. Λοιπόν, η τελευταία ερώτηση εδώ από τον Αντώνη. Νομίζω ότι τη λέξη υπάρχει. Φυσική υπάρχει είναι αυτό που μου πράγματος. Η ύπαρξη πρέπει να υπάρχει κάτι που συνδέουμε με μία συνείδηση. Μέχρι αυτό πρέπει να έχουμε διάνοια. Δηλαδή, μπορεί να υπάρξει ύπαρξης χωρίς διάνοια και να καταλαβαίνει την ύπαρξη. Δηλαδή, όπως είπε ο κύριος τι είναι γιατί, το μυσμηκάκι. Το μυσμηκάκι έχει επίγνωση του εαυτού του, έχει συνείδηση. Ο παρατηρητής, ο observer, όταν χοιτάει κάτι και το γράφει το ρολόι ή στο τηλεσκόπιο ή στο αυτό, υπάρχει γι' αυτό το ηλεκτρόνιο ή το Higgs το μάτιο γιατί έκανε ένα πείραμα και αυτό το πείραμα συνειδητοποιήθηκε σε έναν εγκέφαλο. Δηλαδή, ο ανθρώπινος εγκέφαλος και η ύπαρξη δεν τα συνδέονται. Δεν μπορεί να υπάρξει ύπαρξης χωρίς διάνοια, χωρίς παρατηρητή. Άρα λοιπόν, θα λέτε, υπάρχει το σύνολο, θα λέτε, υπάρχει για εμάς. Το ρόλο μου είναι πόσον η πραγματικότητα είναι υποκοιμενική για κάθε μάτια. Είμαστε μέσα σε μια φύκη και κοιτάμε τα μάτια μας, αλλά ο κόσμος είναι υποκοιμενικός για μένα. Πώς υπάρχει αυτή η πραγματική πράγματος. Γιατί όπου ο κόσμος είναι, για κάθε εμάς από εμάς, υποκοιμενικός και τον ταυτίζω τον κόσμο με τη δική μου συνείδηση, είδα, δηλαδή, ξέρω ότι είμαι εγώ. Το μυρμήκι ξέρει ότι είναι αυτό. Όχι. Δεν ξέρει. Ή ο σκύλος, ξέρουμε άμα ο σκύλος έχει ζει. Εντίμαστε που συγκίνησε. Είναι αδικημένη. Ή πεθαίνεται με τραβούς. Ξέρεις, ποιος έκανε το μυρμήκι. Άρα έχει υπάρσει πραγματικό υπάρχει το μυρμήκι. Όχι, για την υπάρξη του τραβούς. Για την υπάρξη των ιδεών, ή του σωματίου χύξη, ή του ατόμου, ή του... Δηλαδή, εγώ δηλαδή, υπάρχει το λετρόνιο. Για εμάς υπάρχει. Υπήρχε πάντα, αλλά από τώρα που το ανακαδίψαμε και μετά, λέμε υπάρχει το σωμάτιο τάδε. Διότι κάποιος το μέτρησε και μας το εξήγησε και μας το έγραψε. Έγραψε μια εξίσουσις εναφήνακα. Και η ύπαρξη αυτοίζεται με την εξίσουσις μας έγραψε. Και μας έπρεπε ότι υπάρχει. Το υπάρχει, δεν το είδε κανείς. Ούτε θα το πιάσει κανείς. Μου φαίνεται ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι σε ένα πράγμα. Προφανώς δεν πρόκειται να λύσουμε το πρόβλημα εδώ, παράλογο γιατί είναι το άλογο. Αλλά στο θέμα που βάζει ο Αντώνης, εγώ θα επικαλεστώ την θεολογική παρουσία και τη συμβολή των θεολόγων. Ότι σύμφωνα μια παράδοση που είναι δικιά μας, τη φύση την έχει φτιάξει ο Θεός. Και κάπου σε ένα κομμάτι περιγράφει τη φύση σαν ο άλογος λόγος. Όπου εννοεί ότι είναι ο λόγος που δεν μπορεί για να μιλήσει. Και συνεπώς εναποθέτει αυτή τη δουλειά στον άνθρωπο να εκφράσει τη φύση όπου η φύση δεν μπορεί να μιλήσει και ο άνθρωπος μπαίνει στον κόπο για να εκφράσει αυτό που είναι η φύση. Άρα με το Δημήτρη και έχουμε κλείσει. Δημήτρη, μόνο στο χώρο των Πολλών διαστάσουμε τον κομμάτι. Θα ήθελα με το πρωί της Ελληνικής Ελληνικής Λόγας να τα δείχνεις όλα και να εξηγήσεις τη θεολογία. Τα πάρα πολλά σύνταρα του 2014 έχουν εξηγηθεί από μια όμορφη εκστήμη που λέει τη θεολογία. Όπου η εξέλιξη με τη δημιουργία δεν διαφέρει και πολύ. Αλλά εμένες πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει θεό. Εμένες πιστεύουν ότι μπορεί να έγιναν όπως έγιναν τα πράγματα με ιδιότητες που δεν λεθεί και σώνικη καλά. Είναι χημική σκένεια, είναι λεπίδωτο συμφωνείο, είναι τουλίβα σε άνθρωπο. Επομένως μέσα στον χρόνο καθώς γίνεται η εξέλιξη, φτάμανται σε όντα τα οποία αρχίζουν και από το κέφαλο, φτάμανται στον χρόνο σάπινες το οποίο μπορεί να σκέφτεται, να μιλεί, να γράψει, να συμφωνεί και να εξηγήσει τί τώρα. Να εξηγήσει πράγματα που δεν περιζητήθηκαν. Τι είναι αυτά τα πράγματα από τους τουρκούς. Τι είναι αυτά τα πράγματα από τους τουρκούς. Δηλαδή χρησιμοποιούνται 2,5 χιλιάδες χρόνια. Για μένα λάθος να σχολούνται σήμερα οι ιδέοι και οι στίμονες, όπως εγώ, θα σχολούνται για τα διάρκεια. Θα αφήσουμε τα επαγγελματικά. Μισό λεπτό, μισό λεπτό. Σας παρακαλώ. Να κοιτάμε μπροστά να μπορούμε να απομειώνουμε την λοιροφορία που υπάρχει σήμερα και γεγραμμένη παντού στα κομπιτήτρα του επειδή το θέλει και πάνω να στείλουμε της λογικής σκέψης. Να βρούμε πολλές επιστήμες, τότε καλό είναι να μην έχουμε λογική σκέψη. Δεν θα είμαστε μέσα στη λογική, θα είμαστε στην αλογική. Πάντως, πάντως, πάντως, πάντως, πάντως μου φαίνεται, μου φαίνεται πως με παρεξήγησες. Μου παρεξήγησες γιατί τη βιολογία την αγαπώ και τη σέβαμαι. Τη βιολογία την αγαπώ και τη σέβαμαι, το επιτρέψω πάρα πολύ καλά, αλλά μια κάποια στιγμή η ικανότητα του κάποιου να μιλάει για να διαμορφώνει προτάσεις, νομίζω δεν έχει να κάνει με τη βιολογία, έχει να κάνει με άλλα πράγματα και πρέπει για να σεβαστούμε τον κάθε ένα κλάδο, η γλώσσα, να το κουβεντιάσουμε μόλις στάσουμε στην γλώσσα. Λοιπόν, θα ήθελα να δώσουμε τη δυνατότητα, δεν μπορώ ειρικρινά, συγγνώμη. Υπόσχεσαι λίγο παραπάνω, ο καθένας μπορεί να έχει το δικό του θεό μέσα στη γλώσσα. Θα ήθελα να δείτε πώς τη δυνατότητα έμεινε. Έχεις απόλυτα δίκιο. Είναι με το θέμα των σχέσεων. Θα σας παρακαλώ σε απόλυτο το βράδυ να πάτε ασκηθήτες και να σε βάλετε καθένας. Έχεις απόλυτα δίκιο, έχεις απόλυτα δίκιο, συμφωνή μαζί μου. Μου φαίνεται πως ήρθε... Μου φαίνεται πως είναι η κατάλληλη στιγμή για να σκεφτούμε ότι τα επιχειρήματα πως είναι ατέλειωτα όντως, και αυτό είναι καλό και θετικό, αλλά ίσως μπορούμε να αποταθούμε σε κάτι που ξεπερνά τη γλώσσα και να αποδεχθούμε τη μουσική διερεύνηση. Άρα λοιπόν να παρακαλέσω το Θοδωρή Παπαδημητρίου, έχει σπουδάσει πιολοτσέλο πιάνο στην Ελλάδα και την Αγγλία, να μας δώσει τη δική του προσέγγιση στο θέμα της δημιουργίας μέσα από τη μουσική. Θοδωρή, Θοδωρή... Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική Μουσική |