: Η αρχαιομετρία είναι ο κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με την εφαρμογή των μεθόδων που χρησιμοποιούν οι φυσικές επιστήμες, χημεία, φυσική βιολογία, γεωλογία, καθώς και οι επιστήμες των μαθηματικών, της πληροφορικής και της μηχανικής, για τη μελέτη και διάσουση αρχαιολογικού και γενικότερα πολιτισμικού υλικού. Οι περισσότερες αρχαιομετρικές εφαρμογές πραγματοποιούνται διαπιστυμονικά. ώστε να επιτευχθεί το ορθότερο και ευέλτιστο αποτέλεσμα ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η αρχαιομετρία είναι κατουσίαν ένας αροχός της αρχαιολογικής επιστήμης στην προσπάθεια ανασύστασης ενός αρχαίου πολιτισμού. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες αρχαιομετρικές εφαρμογές. Το 1906 δημοσιεύτηκαν οι πρώτες αρχαιολογικές επιστήμες. Το 1906 δημοσιεύτηκε η χημική ανάλυση μιας φραγγίδας κοπής αθηναϊκών τετράγραφμων. Η μεγάλη εξέλιξη της αρχαιομετρίας όμως συντελείται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σημαντικό σταθμό αποτελεί η δημοσίευση της μεθόδου φρονολόγησης με άθρακα 14 στο Παρίσι το 1950. Ενώ το 1958 στην Ελλάδα, ο Αναστάζιος Ορλάνδος δημοσιεύει το σύγγραμμά του για τα τονικά υλικά αρχαιολογικών νημείων, όπου μεταξύ άλλων γίνεται και αναφορά σε χημικές αναλύσεις αρχαίων κονιαμάτων. Σε γενικές γραμμές, οι αρχαιομετρικές μελέτες αποσκοπούν στην διερεύνηση και ανασύσταση των αρχαίων τεχνολογιών, στη δημιουργία βάσεων αναλυτικών δεδομένων για τις πρώτες ύλες και τις συστάσεις αρχαίων υλικών, στη χρονολόγηση ενδικημένων και πολιτισμικών φάσεων, στον έλεγχο της αυθεντικότητας αρχαίων μνημείων και έργων τέχνης, στον εντοπισμό της προέλευσης και της διακίνησης των πρώτων υλών, στον εντοπισμό αρχαιολογικών θέσεων, στη μελέτη των περιβαλλοντικών συνθήκων του παρελθόντος όπως το κλίμα, η χλωρίδα και η πανίδα, στη μελέτη των διατροφικών συνθήκων πολιτισμών του παρελθόντος, στην ανάπτυξη υλικών και τεχνικών για την αποκατάσταση και συντήρηση μνημείων, στην παρακολούθηση και τον έλεγχο των πεντεβαντολογικών παραμέτων που υπικρατούν σε μνημεία, μουσία και γενικότερα χώρους φύλαξης πολιτισμικού υλικού. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης λειτουργεί εργαστήριο αρχαιομετρικής έρευνας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 80. Η έρευνα που πραγματοποιείται σχετίζεται με τον προσδιορισμό της κυμικής ύστασης αρχιών αντικειμένων, τη μελέτη αθιάς τεχνολογίας, τη μελέτη αναπτυσσόμενης παθολογίας και τον έλεγχο της αυθεντικότητας. Περαιτέρω υποστηρίζεται και το έργο της συντήρησης των τεχνολογημάτων της συλλογής του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Τα υπομελέτη αντικείμενα προέρχονται από τη συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, από ευφορίες και συλλογές μουσείων της Βορειοελλάδος και από πανεπιστημιακές ανασκαφές. Οι αναλυτικές δυνατότητες του εργαστηρίου διευρύνονται μέσω της συνεργασίας με πανεπιστημιακά τμήματα και ερευνητικά κέντρα. Οι αναλυτικές τεχνικές, ανάλογα με την πραγματοποίηση ή μη διγματολυψίας, διακρίνονται σε καταστρεπτικές, μη καταστρεπτικές και μη επεμβατικές. Στις πρώτες πραγματοποιείται διγματολυψία από το αναλυόμενο αντικείμενο, ενώ στη συνέχεια το δείγμα καταστρέφεται μέσω των διαδικασιών όπως η διαλυτοποίηση, δηλαδή η διάλυσή του σε διάλυμα σφυρών οξέων. Στις μη καταστρεπτικές αναλυτικές τεχνικές λαβάνεται δείγμα, το οποίο όμως διατηρείται ακέραιο μετά το πέρας της πειραματικής διαδικασίας. Τέλος, στις μη επεμβατικές τεχνικές δεν πραγματοποιείται καμία επέμβαση από το αντικειμένο, δηλαδή η λήψη της αναλυτικής πληροφορίας επιτυχάνεται χωρίς τη λήψη δείγματος. Για τη χημική ανάλυση αρχαιολογικών αντικειμένων η εφαρμογή μη επεμβατικών αναλυτικών τεχνικών είναι τις περισσότερες φορές μονόδρομος, αφού οι δυνατότητες λήψης δειτηγμάτων είναι περιορισμένες, λόγω της σπουδαιότητας και σπανιότητας του υλικού μελέτης. Στην εικόνα 1 παρουσιάζεται η οργανολογία φασματοσκοπίας μικροφορισμού, την οποία διαθέτει το εργαστήριο αρχαιομετρίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και έχει κατασκευαστεί ειδικά για τη μη επεμβατική ανάλυση αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Η συγκεκριμένη οργανολογία επιτρέπει τη λήψη της αναλυτικής πληροφορίας από απόσταση μερικού χιλιοστών από την επιφάνεια του αντικειμένου, όπως εικονίζεται στην εικόνα 2, ενώ παρέχει και τη δυνατότητα ακριβούς στόχης της περιοχής ανάλυσης μέσω δίχτυ λέιζερ της κάμερας, όπως εικονίζεται στην εικόνα 3. Παραδείγματα από τις αρχαιομετρικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης μέσω της μη επεμβατικής εφαρμογής της Σφασματοσκοπίας Φθορισμού Ακτίνων Χ είναι Στην εικόνα 4 η ταυτοποίηση πολυμάτων χρωστικών σε κληπτά της συλλογής του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, ενώ στην εικόνα 5 η ταυτοποίηση χρωστικών σε πελήκια από την αρχαία πίδηνο. Στην εικόνα 6 η ταυτοποίηση χρωστικών σε φορητή εικόνα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού και στην εικόνα 7 η ταυτοποίηση μελανιών σε βυζαντινό κώδικα του Αγίου Όρους. Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης είναι ο περίφημος κρατύρας του Δερβενείου. Πρόκειται για ένα συμποσιακό αγγείο ύψους περίπου 90 εκατοστών. Η αρχική εντύπωση που παρέχει στο θεατή είναι ότι η επιφάνεια του έχει επιχρυσοθεί. Παρ' όλα αυτά η χημική ανάλυση των επιμέρους θυμάτων του κρατύρα έδειξε την παντελία πουσία χρυσού από το κράμα κατασκευής. Πρόκειται για ένα κράμα μπρούτζου, δηλαδή χαλκού κασίτερου, συνοδευόμενο από μικροποσότητες χημικών στοιχείων όπως ο σίδερος, το νικέλαιο, ο ψευδάριγιρος και άλλα. Η χρυσή ζωοεντύπωση του αγγίου αποδίδει σε σχετικά υψηλή περιεχτικότητά του σε κασίτερου. Επιπλέον, ένα τέτοιο κράμα παρουσιάζει υψηλή αντοχή στη διαύρωση που συντελεί στην καλύτερη διατήρηση του αγγίου. Από την άλλη, οι προσθήκοι υψηλής ποσότητας κασίτερου στο χαλκό, αυξάνει την ψαθειρότητά του, γεγονός που κατηστά εδιαιτέρως δύσκολη την επεξεργασία του με σφυριλάτηση αφού μπορεί να σχηστεί εύκολα. Επίσης, ο χαλκός που χρησιμοποιήθηκε ήταν υψηλής καθαρότητας με χαμηλό ποσοστό προσμίξων. Τέτοιου είδους χαλκός ήταν ο προερχόμενος από το νησί της Κύπρου. Τέλος, η χημική ανάλυση επιβεβαίωσε τη διαφοροποίηση των αγαλματιδίων σε σχέση με το υπόλοιπο αγγίο, αφού διέφερα σημαντικά και ως προς τα αναλυτικά τους αποτελέσματα. Οι εκτινογραφίες του κρατήρα του Δερβενίου αποκάλυψαν ότι αποτελείται από ένα νιέο μεταλλικό φύλλο που ξεκινάει από τη βάση του αγγίου και φτάνει μέχρι τη μέση του λαιμού, στο ύψος της ζωφόρου. Το φύλλο αυτό συνδέθηκε μέσω κωλίσεων με τη βάση, τις λαμπές, το χείλος και τα συμπαγεία αγαλματίδια. Επιπλέον, η μελέτη της μικροδομής των γραμμάτων κατασκευής των διαφόρων δειμάτων του αγγίου αποκάλυψε τον τρόπο κατασκευής τους. Διαπιστώθηκε ότι το κυρίως σώμα του αγγίου είναι σφυρίλατο, ενώ οι λαβές, η βάση και τα χαλματίδια κατασκευάστηκαν μέσω χείτεψης. Επίσης, η σύγκριση με ανάλογα πρότυπα απείγματα κατέδειξε τις θερμοκρασίες που εφαρμόστηκαν κατά την αρχαιότητα στα διάφορα στάδια κατασκευής του. Συμπερασματικά, η συνδυαστική εφαρμογή αρθομετρικών μεθόδων στην μελέτη του κρατήρ του Δερβενίου αποκάλυψε τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν και αποκρυπτογράφησε την τεχνολογία κατασκευής του. Κατέδειξε την ικανότητα των τεχνητών της αρχαίας Μακεδονίας στην παραγωγή πραγμάτων συγκεκριμένων προδιαγραφών ώστε να πετύχουν την κατάλληλη οπτική εντύπωση σε συνδυασμό με τη λειτουργικότητα του αγγίου, καθώς και τον υψηλό παθμό εξειδικευσίτσους μέσω της σφυριλάτησης υλικών υψηλής ψαθειρότητας. Η συνδυαστική εφαρμογή αναλυτικών τεχνικών κατέδειξε το υψηλό επίπεδο μεταλλογνωσίας στη Μακεδονία του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ η διεπιστημονική προσέγγιση στη μελέτη του συγκεκριμένου αγγίου είναι απαραίτητη. Σε συνέχεια της μελέτης του κρατήρα του Εδερδανίου, μελετήθηκε η χημική σύσταση 61 αγγίων από τους τάφους του Δερδανίου. Σύμφωνα με τη μυθοδολογία ανάλυσης, τα αγγίε χωρίστηκαν σε ομάδες μελέτης ανάλογα με την εμφάνιση τους, χρυσίζουσα ή μη, ενώ εξετάστηκαν ξεχωριστά τα επιμέρους τουτυματά τους, βάσεις, λαβές και άλλα. Στην ομάδα των αγγίων με χρυσίζουσα εμφάνιση, διαπιστώθηκε η χρήση κραμάτων ανάλογων εκείνου του κρατήρα του Δερδανίου, δηλαδή κραμάτων Μπρουτζου με υψηλή περιεκτικότητα σε κασίτερο και χαμηλή περιεκτικότητα σε προσμίξεις. Αντίθετα, στα μη χρυσίζοντα αγγία, διαπιστώθηκε η χρήση ανακυκλώσιμων υλικών και προσθήκη μικρότερων ποσοτήτων κασίτερων. Ιδιαίτερα σταχυτά τους τουμιματά βάσεις και λαβές, διαπιστώθηκε η προσθήκη μολύβδου για την επίτευξη ακριβέστερων χειτεύσεων. Τέλος, η χρήση σημαντικών ποσοτήτων κασίτερων στα αγγία του Δερδανίου καταδεικνύει την απρόσκοπτη πρόσβαση των Μακεδόνων του 4ου αιώνα π.Χ. σε πηγές κασίτερων του Αθαίου κόσμου. |