Η ανασυγκρότηση της εβραικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μεταπολεμικά. Συγκρίσεις με την Ευρώπη: Είμαστε μαζί σήμερα για την ένατη διάλεξή μας στο μάθημα «Η ανασυγκρότηση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης». Στο κομμάτι του συγκρίσου που κάνουμε με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και το τι συνέβη εκεί με τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και την ανασυγκρότηση των εβραϊκών κοινοτήτων, αφού εξετάσαμε το παράδειγμα «Η ανασυγκρότηση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης». Αφού εξετάσαμε το παράδειγμα της Ουγγαρίας, μιας χώρας που μεταπολεμικά εντάχθηκε σε αυτό που λέμε «ανατολική Ευρώπη», χώρες υπό την επίδραση της Σοβητικής Ένωσης, θα δούμε σήμερα την περίπτωση της δυτικής Γερμανίας, μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, ακριβώς γιατί πρόκειται για τη χώρα όπου ξεκίνησαν όλα και οι εβραίοι της Γερμανίας βρέθηκαν σε μια πάρα πολύ ιδιαίτερη θέση, ιδιαίτερα εξαιρετικά οι άνθρωποι που πέλεξαν να επιστρέψουν εκεί. Ο Άντονι Γκάουντες έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα και θα βοηθηθούμε από τη δική του προσέγγιση σε σημαντικό βαθμό. Η γη των δολοφόνων θεωρούνταν η Γερμανία μεταπολεμικά, ειδικά στους κόλπους των εβραίων της Ευρώπης. Οι Γερμανοί εβραίοι που επέλεξαν να συνεχίσουν να ζουν στην δυτική Γερμανία μεταπολεμικά, αισθάνονταν ένοχοι και μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούν να εξηγηθούν πολλά από τα χαρακτηριστικά του εβραϊσμού στη δυτική Γερμανία όλο το διάστημα από το 1945 έως το 1989. Χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την οικονομική δομή, οι ιδιαίτερες σχέσεις που ανέπτυξε με το κράτος του Ισραήλ, η ανησυχία των εβραίων της Γερμανίας για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, οι δυνατότεες εξουσίας που είχανε, η κοινωνική ζωή, όλα αυτά θα προσπαθήσουμε να τα δούμε περιεκτικά στο σημερινό μας μάθημα. Οι εβραίοι της δυτικής Γερμανίας θεωρούνταν ότι κατοικούσαν σε μια χώρα καταραμένη μεταξύ των εβραίων σε όλο τον κόσμο. Οι γνώριζαν ότι υπάρχει αυτή η αντίληψη ευρύτερα στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων και συχνά και ανάμεσα στους υπόλοιπους πληθυσμούς. Οι εβραίοι στο Άουξμπουργκ, στο Αμβούργο, στην Κολωνία, δεν επιθυμούσαν να αντιμετωπίζονται ως οι διαφωνούντες. Είχαν, θα λέγαμε, σωτερικεύσει την διαδεδομένη άποψη ότι το Ισραήλ ήταν η νέα πατρίδα των εβραίων και έπρεπε να βρουν τρόπους για να συνδυάσουν αυτή την αλήθεια τους με την πραγματικότητα της φυσικής τους παρουσίας στο Άουξμπουργκ, το Αμβούργο ή την Κολωνία, στις διάφορες γερμανικές πόλεις. Ήρθαν αντιμέτωποι, λοιπόν, αρχικά με τα συναισθήματα ενοχής γιατί ζούσαν μια ζωή στη λάθος χώρα. Επιπλέον είχαν αντιμετωπίσει τους εβραίους στο Ισραήλ, αλλά και αλλού που τους θύμιζαν αυτή την παραβίαση. Τέλος αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν συναισθηματικά την επισφαλή κατάσταση τους και βέβαια έπρεπε να διαμορφώσουν δικαιολογίες που θα τους βοηθούσαν να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ενοχές, αλλά και θα καθησύχαζαν τους εβραίους επικριτές τους στο εξωτερικό, στον υπόλοιπο κόσμο. Ας δούμε πρώτα τον οικονομικό παράγοντα. Η πίεση που ασκήθηκε στους εβραίους της Γερμανίας μετά του 1945 ήταν νεοξίτατη. Συγγενείς στις ΗΠΠ, πολιτικοί στο Ισραήλ, σχολιαστές σε όλο τον κόσμο, θεωρούσαν μια εβραϊκή παρουσία σε γερμανικό έδαφος ως ανεξήγητη, στην καλύτερη περίπτωση, και στη χειρότερη ως βέβυλη. Είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο που κάνει η Hannah Arendt για την Gertrude Jasper, την εβραία σύζυγο του διάσημου φιλόσοφου της Χαϊδερβέργης, ότι αναρωτιέται η Arendt πώς μπορεί κανείς πραγματικά να ζήσει εκεί ως εβραίος σε ένα περιβάλλον όπου δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το πρόβλημά μας, το οποίο σημαίνει εκατομμύρια νεκρούς. Λιγότερο συγκρατημένες απόψεις συναντάμε στα μέλη του Εβραϊκού Κοινοβουλίου του κράτους του Ισραήλ, της Γκνεσέτ, όπου μιλούν για μπουκοτάς της εβραϊκής κοινότητας της Γερμανίας ή βγαίνουν στην επιφάνεια αιτήματα, όπως του εκδότη Γέρσομ Σόκεν, το εβραϊκό κράτους να διαχωριστεί από τους εβραίους της Γερμανίας, να μην τους δέχεται. Αυτό που ήταν ασυνήθιστο για την εβραϊκή οικονομική ζωή στη νομοσπονδιακή δημοκρατία δεν ήταν η σιονιστική κριτική. Ήταν ότι οι εβραίοι στη Γερμανία θεωρούνταν κακοί εβραίοι επειδή θεωρήθηκε ότι έμειναν στη Γερμανία, γιατί είχαν μόνο τα χρήματα στο μυαλό τους, τον οικονομικό παράγοντα. Από την πλευρά τους, οι εβραίοι της Δυτικής Γερμανίας έλεγαν ότι παραμένουμε εδώ επειδή έχουμε μια οικονομική συνέχεια, αλλά με στόχο να μπορούμε να ενισχύσουμε το κράτος του Ισραήλ, να το βοηθήσουμε να συντράμουμε. Και μάλιστα η οικονομική μας σχέση με τη Δυτική Γερμανία, έλεγαν, δείχνει ότι δεν έχουμε πια συναισθηματικούς δεσμούς με αυτή τη χώρα, παρά μόνο οικονομικούς και αποτελεί μια προσωρινή για μας κατοικία. Πράγματι, την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο, φαίνεται ότι οι περισσότεροι εβραίοι είδαν το μέλλον τους αλλού. Πολλοί προτίμησαν να νικιάσουν, παρά να αγοράσουν ακείνη την περιουσία, άρα να έχουν μια προσωρινότητα. Άλλοι ασχολήθηκαν με επιχειρήσεις εισαγωγών-εξαγωγών, αντί με θέσης εργασίας στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών. Επίσης, ένας τομέας που βοηθούσε στη μετακίνηση και στην αλλαγή τόπου διαμονής μέσα από τον επαγγελματικό τους ρόλο. Διατηρούσαν καταστήματα που θα μπορούσαν να απολυθούν γρήγορα ή έκαναν επαγγέλματα που θα μπορούσαν να ασκηθούν αλλού. Προτιμούνταν τα επαγγέλματα αυτά από εκείνα που απέκλειαν τη μετανάστευση, δηλαδή εμπορικοί πράκτορες, υπεύθυνοι για ταξιδιωτικά έγγραφα, τέτοιου τύπου θέσεις. Η ρευστότητα των χρημάτων, η οικονομική ρευστότητα πίστευαν ότι θα τους δώσει τη δυνατότητα να ελέγχουν το προπρομένουν τους περισσότερο ίσως από την προηγούμενη περίοδο. Οι περισσότεροι Γερμανοί Εβραίοι ενώθηκαν στην πίστη τους, στην πεποίθησή τους ότι η Γερμανία δεν τους προσέφερε ένα συνεσθηματικό χάημα, σπίτι, πατρίδα, ούτε μια αίσθηση ασφάλειας. Επέμειναν λοιπόν στην οικονομική σχέση με τη Γερμανία και επέμειναν στο ότι αυτή την ασφάλεια, αυτό το χάημα, αυτή την πατρίδα, τους την προσέφερε πια μόνο το Ισραήλ, όπου τους βοηθούσαν να διαμορφώσουν μια κύρια ταυτότητα ακόμη και είναι τα θεωρητική, με την έννοια ότι δεν ζούσαν βεβαίως στο Ισραήλ. Οι Εβραίοι επικεφαλείς επανειλημμένοι ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι ήταν απαραίτητοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ως μεσολαβητές μεταξύ της Γερμανίας και του Ισραήλ. Μάλιστα, υπάρχει ένας αρχισιντάκτης και ιδιοκτήτης εφημερίδας του Allgemeine Wochenzeitung der Juden in Deutschland, ονομαζόμενος Κάρλ Μάρξ, συνονόματος απλός του φιλόσοφου Κάρλ Μάρξ, ο οποίος ανήκε στους πιο ενεργούς υποστηρικτές αυτής της στάσης, δηλαδή ότι είμαστε εδώ ως μεσολαβητές ανάμεσα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο κράτος του Ισραήλ. Μάλιστα, το 1957 έστειλε μια μαχητική επιστολή προς ιδρύματα και οργανισμούς της εβραϊκής κοινότητας σε ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα στη Γερμανία με λίγες μόνο εξαιρέσεις είχε αποδείξει την αφοσίωσή της στο Ισραήλ και ότι παρέμεναν όλοι οι Γερμανοί Εβραίοι πρόθυμοι να κάνουνε τα πάντα για το κράτος του Ισραήλ. Οι διεθνείς σιονιστικοί κύκλοι από την πλευρά τους είχαν αντίθετη άποψη και δεν πείθονταν από αυτές τις διακηρύξεις των Γερμανών Εβραίων. Η παγκόσμια σιονιστική οργάνωση, ειδικότερα, είχε αρνηθεί να αντεχθεί την zionist organization in Germany στους κόλπους της, δείχνοντας έτσι ότι δεν ήταν έτοιμη να πάρει στα σοβαρά τον γερμανικό σιονισμό. Η αρνητική αυτής τάση του διεθνού σιονιστικού κινήματος φαίνεται ότι αποτέλεσε έναν παράγοντα, ώστε ο Marx, που αναφέραμε νωρίτερα, και οι άλλοι Γερμανοεβραίοι να συμμετάσχουν σε ακόμη περισσότερο φύλλο ισραϊνές δραστηριότητες, αυτή τη φορά στο οικονομικό πεδίο. Όσο περνούσαν τα χρόνια, η οικονομική κατάσταση της Δυτικής Γερμανίας, η οποία πια εξελισσότανε στον σαφές προπύργιο του δυτικού κόσμου απέναντι στον ανατολικό, η ραγδαία ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας συμπεριελάμβανε και την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της εβραϊκής κοινότητας στους κόλπους της και όσο βελτιωνόταν η κατάσταση των εβραϊκών κοινωντήτων της Δυτικής Γερμανίας, τόσο βελτιώθηκε και η συνεισφορά τους οικονομικά στο κράτος του Ισραήλ, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960. Ακόμη και χωρίς εξωτερική πίεση, οι Εβραίοι στη νομοσπονδιακή δημοκρατία βοήθησαν τον νεαρό κράτος, αν μήτι άλλο επειδή το Ισραήλ πραγματικά είχε ξεκινήσει με αρκετά δυσμενείς όρους και περνούσε σημαντικές οικονομικές αναταραχές όλο το διάστημα των δεκαετειών που εξετάζουν. Ο Γενικός Γραμματέας του Εβραϊκού Συμβουλίου της Γερμανίας, Χέντριχ Βάνταμ, τον Άυτο του 1967 δημοσιεύσε πίνακες με τη συνεισφορά των Γερμανών Εβραίων, ώστε να τους παρουσιάσει συγκριτικά με τις συνεισφορές άλλων εβραϊκών κοινοτήτων ανά τον κόσμο, με δύο στόχους, ο ένας να πιστούν οι υπόλοιποι Εβραίοι για την συνεισφορά και την σημασία που έχουν οι Γερμανοί Εβραίοι στο διεθνές ιεμιστικό κίνημα, ενώ ο δεύτερος στόχος ήταν να ασκηθεί πίεση και στο εσωτερικό, ώστε ακόμη και αυτοί που δεν βοηθούσαν οικονομικά να παροτρηθούν να πιεστούν να το κάνουν. Η πίεση ασκήθηκε με δύο τρόπους. Κατά το πρώτο στάδιο λειτουργεί και ακτιβιστές ιωνιστικών οργανώσεων προσέγγιζαν ατομικά τα μέλη με έτοιμα να συνησφέρουν οικονομικά. Το δεύτερο στάδιο ήταν η συνέχεια του πρώτου όταν τα μέλη της κοινότητας αρνούνταν να υποκύψουν στην πίεση ή πάλι ενημέρωναν την υπόλοιπη κοινότητα και την καλούσαν να περιθωριοποιήσει τον δράστη ώστε να τον πιέσουν ακόμη περισσότερο. Η έγνοια για την ευημερία του Ισραήλ στους κόλπους της γερμανικής εβραϊκής κοινότητας ήταν πραγματικά καθοριστική σημασίας. Οι εβραίοι στην ομοσπονδιακή δημοκρατία προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποδείξουν σαφώς την υποστήριξή τους προς το εβραϊκό κράτος. Όμως, από την άλλη μεριά, οι κάτοικοι του Ισραήλ αγνώουσαν αυτές τις πιέσεις στο εσωτερικό της κοινότητας, την προσπάθεια στο εσωτερικό των κοινοτήτων των γερμανών εβραίων να βοηθούν με κάθε τρόπο το Ισραήλ. Και γενικότερα παρέμεναν εχθρικοί προς την ιδέα της εβραϊκής ζωής στη Γερμανία και αρκετά κριτικοί απέναντι σε αυτό. Είδαμε λοιπόν μέχρι τώρα πως σταδιακά οι εβραίοι της Γερμανίας διαμορφώνουν το ιδεολόγημα αλλά και την πολιτική πρακτική, ότι βρίσκονται στη Γερμανία για οικονομικούς λόγους και από ένα σημείο και πέρα αξιοποιούν αυτή την οικονομική τους σχέση με τη Γερμανία για να ενισχύσουν το πραγματικό τους σπίτι, την πραγματική τους πατρίδα, το κράτος του Ισραήλ. Επιπλέον παίζουν εκεί ένα ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα στη νομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας και στο κράτος του Ισραήλ προκειμένου να διεκδικηθούν αποζημιώσεις και να γίνουν και άλλου τέτοιου τύπου ενέργειες. Τώρα, έναν ακόμη ρόλο που αναδεικνύουν οι Γερμανοί Εβραίοι και διαμορφώνουν το αντίστοιχο ιδεολόγημα και την αντίστοιχη πολιτική πρακτική είναι ότι υιοθετούν το ρόλο του επιτυρητή του εκδημοκρατισμού της δυτικής Γερμανίας. Το επιχείρημα αυτό διαμορφώθηκε σταδιακά και η γέννησή του οφείλει πολλά στις συνεχιζόμενες καταγγελίες από το Ισραήλ και τον υπόλοιπο εβραϊκό κόσμο για την έλλειψη δημοκρατίας στη Γερμανία και είναι πολύ προσεκτικός όλος ο υπόλοιπος κόσμος απέναντι σε αυτό το κομμάτι ακριβώς επειδή έχει προηγηθεί ο Ναζισμός και βεβαίως το Ολοκαύτωμα. Οι Εβραίοι της Γερμανίας προσπαθώντας να διασφαλίσουν ότι ο εκδημοκρατισμός συμβαδίζει με τον αγώνα ενάντια στην προκατάληψη αλλάζουν σταδιακά και οι ίδιοι. Κατά τη διαδικασία της εμπλοκής τους με το Ναζιστικό παρελθόν και το μεταναζιστικό παρόν της Γερμανίας πολλοί από αυτούς ταυτίσθηκαν με έναν ρόλο που αποδείχθηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον τον ρόλο του εγγυητή της δημοκρατίας στη χώρα από όπου ξεκίνησε το κακό. Ο γνωστός μας από πριν δημοσιογράφος και συνονόματος του φιλοσόφου, Κάρλ Μάρξ, υπερασπιζόταν τη Γερμανική κοινωνία απέναντι στην κατηγορία ότι η βαρβαρότητα ήταν ενδυμική και δεν υπήρχε περιθώριο βελτίωσης. Προσπαθούσε να αναδείξει τις θετικές πτυχές αυτής της κοινωνίας και ότι βέβαια δεν υπάρχουν φιλετικά χαρακτηριστικά στη βαρβαρότητα. Οι Εβραίοι της Γερμανίας όλο και περισσότερο αναγκάζονταν να αξιολογήσουν τη νομοσπονδιακή δημοκρατία και τους πολίτες της σε απάντηση στην αδυσσόπητη κριτική από το εξωτερικό. Και βέβαια αυτό φαρήγαγε και αποτελέσματα που συχνά δεν είχαν προβλεφθεί. Έτσι, εκπρόσωποι της εβραϊκής κοινότητας στη Γερμανία υποστρίξαν από την πρώτη στιγμή την περίφημη δήλωση του Τζων Μακ Κλόι του 1949 ότι οι Εβραίοι έπρεπε να γίνουν δεκτοί παντού ως ισότιμοι πολίτες, ώστε κάθε λαός να αντέξει στη δοκιμασία της δημοκρατίας. Να γίνουν το μέτρο της δημοκρατίας στη κάθε χώρα. Οι φιλελεύθερες δημοκρατικές αξίες συνεπάγονταν τον συμβολικό δεσμό ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη μνήμη των παραβιάσεων αυτών του αλοκαυτώματος και μια υγιή δημοκρατία. Στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε μια παρένθεση και να επισημάσουμε ότι και το νόημα του μαθήματος που κάνουμε μαζί είναι ακριβώς αυτό. Να δούμε την ανασυγκρότηση των εβραϊκών κοινοτήτων μεταπολεμικά ακριβώς για να δούμε το πώς ξαναστήνεται το δημοκρατικό πλαίσιο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και το τι συμβαίνει και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και βέβαια τι συμβαίνει και στη χώρα μας. Η προσέγγιση αυτή αρχικά αναφερόταν μόνο στο πώς η Γερμανία έπρεπε να δράσουν. Αργότερα άρχισαν να λαμβάνονται υπόψη και παράμετρου που αφορούσαν την εβραϊκή πλευρά, τους τρόπους εβραϊκής ύπαρξης στη Γερμανία. Από το 19ο αιώνα πάρα πολλοί εβραίοι είχαν αντιληφθεί τη σχέση ανάμεσα στην ευημερία τους και στην επιτυχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μετά το 1945 αυτό το πράγμα παίρνει άλλη μορφή και εξέχονται σε εβραίοι πια αντιλαμβάνονταν τη σύνδεση μεταξύ της ίδιας της ταυτότητάς τους και της επιτυχίας της δημοκρατίας στην Δυτική Γερμανία. Ο Νάχμαν, ο Γκαλίνσκι, ο Γινσκμπουργ εκφράζουν τις απόψεις αυτές. Οι νεότεροι τώρα εβραίοι της δεκαετίας του 70 που διαχωρίζουν τη θέση τους από τις απόψεις που είδαμε παραπάνω, οικιοποιήθηκαν το δημοκρατικό ιδεόδες στις συζητήσεις τους για το Ισραήλ και τον υπόλοιπο κόσμο. Και βέβαια εδώ πρέπει να κάνουμε μια συσχέτιση με τα κινήματα του τέλους της δεκαετίας του 60 και τα κινήματα της δεκαετίας του 70, τον Γαλλικό Μάιο του 68, την αμφισβήτηση όλης της τάξης που είχε προκύψει με τα πολεμικά στην Ευρώπη, να κάνουμε μια συσχέτιση με τα χρόνια κρίσεων που ξεκινάνε από τη δεκαετία του 70, είναι η πετρελαϊκή κρίση, τα νέα προβλήματα που έχουνε καλυφθεί στην προηγούμενη τριακονταετία, από το 45 μέχρι το 75, όπου είχαμε μία τριακονταετία στον δυτικό κόσμο μικτής οικονομίας, ευημερίας σε γενικές γραμμές, ανάπτυξης κοινωνικών παροχών, ανάπτυξης κοινωνικού κράτους. Αυτό σταδιακά αρχίζει να αλλάζει, εμφανίζονται οι πρώτες κρίσεις, τα πρώτα προβλήματα και βεβαίως τα πρώτα κινήματα που κάνουνε κριτικοί στην προηγούμενη κατάσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και οι νεότεροι εβραίοι της δεκαετίας του 70 αμφισβητούν τόσο το κράτος του Ισραήλ όσο και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Κλασικό παράδειγμα αυτής της υπόθεσης βρίσκουμε στο Εντιτόριαλ του περιοδικού Βαβυλώνα, εβραϊκό περιοδικό, τον Susan Hennenwolf, Gertrude Koch, Kili Kugelmann και Martin Loeber, οι οποίοι διατείνονται ότι εκπροσωπούν μια θρησκευτική, κοινωνική, εθνική μειονότητα, αλλά θέλουν να εισακουστούν ως διανοούμενοι του κόσμου που ξεπερνούν την προέλευσή τους χωρίς να την αρνούνται. Βλέπουμε ότι προσπαθούν να δώσουν ένα διαφορετικό στίγμα. Στα τέλη του 1970 το κεντρικό εβραϊκό συμβούλιο στη Γερμανία διαμόρφωσε μια ειδική επιτροπή για θέματα νεόλιας ακριβώς επειδή παρουσιάζονται αυτές οι διαφορετικές τάσεις. Η πρώτη τέτοια συνάντηση έγινε το δεκέντρο του 1971. Παρά το γεγονός ότι η επιτροπή συζήτησε ευαίσθητα θέματα όπως η μικτή γάμη ή ο σιονισμός με μεγάλη διαφάνεια και αφοσίωση, η επικοινωνία με τους δύο ραβίνους και τους υπαλλήλους της κοινότητας δεν ήταν και τόσο εύκολη. Από το 1977 και μετά τα συνέδρια νεολέας και πολιτισμού Jugend und Kulturals αντικατέστησαν τις συναιδριάσεις της επιτροπής. Ο πόλεμος του Λιβάνου λίγο αργότερα του 1982 ήταν η αφορμή για περιτέραιο ριζοσπαστικοποίηση αυτής της μορφής αντισιωνισμού που είχε αρχίσει δηλαδή να εμφανίζεται στους κόλπους της γερμανικής εβραϊκής νεολέας. Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μια αυστηρή κριτική μάλιστα από τους κόλπους της γερμανικής εβραϊκής κοινότητας απέναντι στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ και στις σφαγές που έγιναν στα κράτη της Σάμπρα και της Σατίλα ενάντια σε γυναικόπαιδα. Αν και η κριτική του Ισραήλ αντανακλούσε αρχικά την επιθυμία της δεύτερης γενιάς να χειραφετηθεί από την πρώτη, το περιεχόμενο της κριτικής έδειχνε και κάτι άλλο, ότι οι περισσότεροι εβραίοι στα διακάπια θα αγνοούσαν το Κεντρικό Συμβούλιο και θα διαχώριζαν τον εαυτό τους από τους επίσημους αντιπροσώπους τους. Το αποκορύφωμα έκφρασης αυτής της τάσης μπορεί να το δει κανείς σήμερα, όπου ο πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου, Σάρλοτ Νόμπλοχ, καταφεύγει σε μια πραγματικά γλώσσα αρκετά ξύλινη, που θυμίζει τη δεκαετία του 70 και έχει πολύ λίγη σχέση με τη γλώσσα της νεολέας και βεβαίως τις ανησυχίες των νέων μεταναστών προς τη Γερμανία και τις εβραϊκές κοινότητες εκεί. Έχουμε διανύσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και πια στην σύγχρονη γερμανική κοινωνία, η ενοχή δεν είναι η κινητήρια δύναμη στην εβραϊκή ζωή εκεί. Οι περισσότεροι εβραίοι θεωρούν πια τη Γερμανία πατρίδα τους. Το κεντρικό συμβούλιο έχει χάσει μεγάλο μέρος του λόγου υπαρξής του. Ο πλουραλισμός γενικότερα της γερμανικής κοινωνίας έχει αναθρέψει μια νέα γενιά εβραίων, των οποίων τα συμφέροντα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα των μελών μιας γενιάς που ακόμα βρίσκεται στη μέση ενός κόσμου μετά το Ολοκάφτωμα. Η πορεία της εβραϊκής κοινότητας της Γερμανίας μεταπολεμικά έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως προς το πόσο απηχεί τις πολιτικές εξελίξεις τόσο στην κεντρική Ευρώπη, όσο και στην Μέσα Ανατολή και με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ εκεί. Και δείχνει ανάγλυφα πόσο οι κατατόπους εβραϊκές κοινότητες που επέλεξαν να ανασυγκροτηθούν επηρεάζονταν με σαφή και καθοριστικό τρόπο από τις ίδιες τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και στη διεθνή κοινότητα. Σας ευχαριστώ και σήμερα για την προσοχή σας. Στο επόμενο μάθημα θα περάσουμε σε ένα ακόμα παράδειγμα άλλης ευρωπαϊκής χώρας. |